ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Ç ÊñçôéêÞ ÁíáãÝííçóç (1300-1669 ì.×.): Ç ¼ìïñöç Âïóêïðïýëá


                                                Πρüλογος

     Αυτü το Üρθρο σκοπü Ýχει να εμφανßσει στα μÜτια του κοινοý, Ýνα ποßημα του 1600 περßπου και που ενþ Ýχει γßνει τüση κουβÝντα, σχüλια, μελÝτες κλπ κλπ και παγκοσμßως μη σας πω, κανεßς μαλÜκας δεν βρÝθηκε να το εμφανßσει στο κοινü. ΔηλαδÞ γιατß το κρατÜτε ρε τσογλÜνια, κρυφü εßναι; Τα χω πÜρει τελεßως. Να πω πως ζοýν οι δημιουργοß, Þ οι κληρονüμοι, Þ κÜποιος σοβαρüς λüγος υπÜρχει και πρÝπει να μεßνει κρυφü για Ýνα διÜστημα, θα πω ας πÜει στο καλü -αφοý μÜθουμε üμως πρþτα τον Þ τους λüγους της μυστικüτητας. ΤÝλος πÜντων μη σας κουρÜζω με τα μπινελßκια μου γιατß σ' αυτüν τον τüπο üλα πÜνε κακÞν-κακþς και δεν θα Ýλειπε τοýτο το απλü θεματÜκι.... κι εγþ τα παßρνω γιατß üπως Ýλεγε η συγχωρεμÝνη η γιαγιÜκα μου: "Εγþ τον πεθαμÝνο παιδÜκι μου δεν μπορþ να τονε κουβαλÜω στη πλÜτη μου".
      Λοιπüν το Üρθρο αυτü Ýχει αφετηρßα Ýνα ποßημα üπως εßπα στην αρχÞ, και που μια κωλüφαρδη τýχη τεραστßων διαστÜσεων το 'φερε στα χÝρια μου κι üχι ολüκληρο παρακαλþ. Για να το μαζÝψω, φßλησα.... κατουρημÝνες ποδιÝς που λÝνε. Τελος πÜντων και πÜλι ανÝλαβα εγþ ο βλÜκας να το φÝρω στο κοινü, αφοý πρþτα μπινελßκωσα και μετÜ εßπα λßγα λüγια για τη ΚρητικÞ ΑναγÝννηση και τη ΚρητικÞ ποßηση κεßνης της χρυσÞες εποχÞς, για να ξÝρουμε τι λÝμε κι αφοý παρουσßαζα üλα τοýτα, να εμφανßσω κι ολÜκερο το ποßημα στους αναγνþστες. (Δεßτε μüνο πüσες παραπομπÝς Ýχει το Üρθρο και τα λÝμε. ΠαραπομπÝς εννοþ, Üρθρα, ονüματα κλπ, που ΥΠΑΡΧΟΥΝ ¹ΔΗ ΣΤΟ ΣΤ¸ΚΙ κι απλÜ αναφÝρονται στο Üρθρο). Με συγχωρεßτε για τα... γαλλικÜ μου μα πραγματικÜ Þμουν εκνευρισμÝνος τþρα. ΤÝλος πÜντων καλλßτερη νÝα χρονιÜ εýχομαι το 2021 και για τοýτον τον κακüμοιρο τüπο, γιατß δεν βλÝπω πολý.... φþς. Ελπßζω να απολαýσετε το... υπüλοιπο Üρθρο üσο κι εγþ üταν το στηνα.
      Π. Χ.

                                                ΕισαγωγÞ

     Η λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της ΚρÞτης στη διÜρκεια της Ενετοκρατßας εßναι πολý αξιüλογη και σημαντικÞ για τη μετÝπειτα πορεßα της ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας. ¼πως κι üλη η καθαρÜ λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της ßδιας περιüδου στην ΕλλÜδα, εßναι αποκλειστικÜ Ýμμετρη. Η πλοýσια παραγωγÞ οφεßλεται στην οικονομικÞ και πνευματικÞ ανÜπτυξη που παρατηρÞθηκε στη ΚρÞτη τη περßοδο της Ενετοκρατßας. Η ειρηνικÞ διαβßωση κι η επαφÞ μ' Ýναν ανεπτυγμÝνο πνευματικÜ και πολιτιστικÜ λαü Þταν οι παρÜγοντες που συνετελÝσανε στην Üνθηση της παιδεßας, των γραμμÜτων και στην εμφÜνιση αξιüλογης λογοτεχνικÞς παραγωγÞς.
     Η λογοτεχνικÞ παραγωγÞ χωρßζεται σε 2 περιüδους. Η 1η ξεκινÜ απü τα μÝσα του 14ου αι. και καταλÞγει στο 1590 περßπου. ΟνομÜζεται περßοδος της προετοιμασßας, γιατß η παραγωγÞ ακüμα δεν διαφοροποιεßται αισθητÜ απü τη βυζαντινÞ παρÜδοση και τη δυτικÞ λογοτεχνßα του Μεσαßωνα. Η 2η, 1590-1669 (Üλωση της ΚρÞτης απü τους Οθωμανοýς), εßναι η περßοδος της ακμÞς, με φανερÞ την επßδραση της λογοτεχνßας της ιταλικÞς αναγÝννησης.

                                 Περßοδος της προετοιμασßας

     ΞεκινÜ με τα ποιÞματα του ΣτÝφανου Σαχλßκη (1330-1391 περßπου). Τα ποιÞματα της περιüδου μποροýν γενικÜ να διακριθοýν στις εξÞς κατηγορßες: ΔιδακτικÜ και ΘρησκευτικÜ, ΣατιρικÜ-ΧιουμοριστικÜ, ΕρωτικÜ και ΙστορικÜ. Η γλþσσα των ποιημÜτων εßναι δημþδης, ανÜμικτη με λüγια στοιχεßα και λιγüτερα ιδιωματικÜ κι η στιχουργικÞ μορφÞ τους εßναι ιαμβικüς 15σýλλαβος ομοιοκατÜληκτος στßχος.
    ΔιδακτικÜ/θρησκευτικÜ: Ο πρþτος εκπρüσωπος του εßδους αυτοý εßναι ο ΛεονÜρδος Ντελαπüρτας (1330 περ. -1419/1420). Καταγüταν απü οικογÝνεια εμπüρων κι εßχε αξιüλογη μüρφωση. ¸γραψε 4 εκτενÞ ποιÞματα: ΕρωτÞματα κι αποκρßσεις ΞÝνου κι Αληθεßας, Λüγος περß ανταποδüσεως και Υπομνηστικüν, Στßχοι θρηνητικοß εις τον ΕπιτÜφιον θρÞνον, Λüγοι παρακλητικοß προς τον Χριστüν και την Θεοτüκον. Θρησκευτικοý κι ηθικοδιδακτικοý περιεχομÝνου ποιÞματα Ýγραψε κι ο βενετικÞς καταγωγÞς Μαρßνος ΦαλιÝρος (1397-1474). Τα διδακτικÜ του Ýργα εßναι η Ρßμα ΠαρηγορητικÞ, στο οποßο παρηγορεß Ýναν φßλο που Ýχασε την οικογÝνεια και τη περιουσßα του, κι οι Λüγοι διδακτικοß του πατρüς προς τον υιüν, με συμβουλÝς για την οικογενειακÞ ζωÞ βασισμÝνες στη χριστιανικÞ διδασκαλßα. Θρησκευτικοý περιεχομÝνου εßναι το Ýργο του ΘρÞνος εις τα ΠÜθη και την Σταýρωσιν του Κυρßου και Θεοý και ΣωτÞρος ημþν Ιησοý Χριστοý. Θρησκευτικü θρÞνο Ýγραψε κι ο ΙωÜννης Πλουσιαδηνüς (1439-1500 περßπου), τον ΘρÞνο της Θεοτüκου για τα πÜθη στου Χριστοý. Στη κατηγορßα των διδακτικþν ποιημÜτων εντÜσσεται η Ρßμα ΘρηνητικÞ εις τον πιστüν κι ακüρεστον ¢δη του ΙωÜννη Πικατüρου, που αφηγεßται τη κατÜβαση και περιÞγηση του Þρωα στον ΚÜτω Κüσμο. ΑνÜλογη θεματολογßα Ýχει και το πιο γνωστü κι αξιüλογο απü τα Ýργα της πρþιμης περιüδου, ο Απüκοπος του ΜπεργαδÞ, που εκδüθηκε 1η φορÜ το 1509 κι Ýκτοτε Ýγινε Ýνα απü τα δημοφιλÝστερα Ýργα της Τουρκοκρατßας κι εκδüθηκε περισσüτερες απü 10 φορÝς, üμως το συγκεκριμÝνο Ýργο θεωρεßται üτι δεν Ýχει ηθικοδιδακτικÞ διÜθεση. ΕνδιαφÝρον παρουσιÜζει κι η απüπειρα Ýμμετρης διασκευÞς των βιβλßων ΓÝνεση κι ¸ξοδος της ΠαλαιÜς ΔιαθÞκης απü τον Γεþργιο Χοýμνο: Η ΚοσμογÝννησις.
     ΣατιρικÜ Ýργα: Σατιρικü περιεχüμενο Ýχουν τα Ýργα του ΣτÝφανου Σαχλßκη, που σýμφωνα με τις νεüτερες Ýρευνες γεννÞθηκε το 1331 κι üχι τον 15ο αι., üπως πιστευüταν παλιüτερα και καταγüταν απü εýπορη αστικÞ οικογÝνεια του Ηρακλεßου. ΜετÜ το λοιμü του 1348 Ýχασε üλα τα μÝλη της οικογÝνειÜς του και κληρονüμησε μια τερÜστια περιουσßα, μεγÜλο μÝρος της οποßας ξüδεψε με την Üστατη ζωÞ του και τελικÜ κατÝληξε στη φυλακÞ. ΜετÜ την αποφυλÜκισÞ του εργÜστηκε ως δικηγüρος. Η πολυτÜραχη ζωÞ του περιγρÜφεται στο τελευταßο ποßημÜ του, ΑφÞγησις ΠαρÜξενος Του Ταπεινοý Σαχλßκη, üπου διεκτραγωδοýνται τα δεινÜ της ζωÞς του. Τ’ Üλλα ποιÞματÜ του Ýχουν διÜθεση κυρßως σατιρικÞ και χιουμοριστικÞ. Σ’ αυτÜ διακωμωδεß τη ζωÞ του στη φυλακÞ και σατιρßζει τις "πολιτικÝς" (πüρνες), μßα εκ των οποßων κατηγορεß πως τον Ýστειλε στη φυλακÞ μ' Üδικη μÞνυση. ¢λλα σατιρικÜ και χιουμοριστικÜ Ýργα ανωνýμων εßναι τα, ΣυναξÜριον των ευγενικþν γυναικþν και τιμιωτÜτων αρχüντισσων, ¸παινος των γυναικþν (σε 8σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους) και ΘρÞνος του Φαλßδου του πτωχοý (σε 7σýλλαβους κι 8σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους). Χιουμοριστικü περιεχüμενο με πρωταγωνιστÝς ζþα Ýχουν και τα ανþνυμα ποιÞματα ΓαδÜρου, Λýκου κι Αλουποýς διÞγησις χαρßης, διασκευÞ του υστεροβυζαντινοý Συναξαρßου του τετιμημÝνου γαúδÜρου κι Ο κÜτης κι οι ποντικοß.
     Η λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της ΚρÞτης κατÜ τη διÜρκεια της Ενετοκρατßας εßναι πλοýσια ποσοτικÜ και ποιοτικÜ και σημαντικÞ για την μετÝπειτα πορεßα της ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας. Τους πρþτους αιþνες της ΕνετικÞς Κυριαρχßας οι ενδεßξεις γιÜ πνευματικÝς ανταλλαγÝς μεταξý Κρητþν κι Ενετþν εßναι περιορισμÝνες. ΥπÜρχουν üμως τεκμÞρια πως οι ΚρÞτες μελετοýσαν την Αρχαßα ΕλληνικÞ και ΒυζαντινÞ Γραμματεßα κι αντÝγραφαν χειρüγραφα.
     ΜετÜ την ¢λωση της Κωνσταντινοýπολης το 1453 αρκετοß Λüγιοι που Ýφυγαν απü τη Πüλη πÝρασαν κÜποιο διÜστημα στη ΚρÞτη, Üλλοι απ’ αυτοýς φýγανε στη συνÝχεια για την Ιταλßα, üπως ο Ιανüς ΛÜσκαρις κι Üλλοι παρÝμειναν στο νησß, üπως ο ΜιχαÞλ Αποστüλης. Αυτοß συνÝβαλαν στη συγκρüτηση ενüς Κýκλου Λογßων που δßδασκαν κι αντÝγραφαν ελληνικÜ κεßμενα.
     Οι πολιτισμικÝς επαφÝς διευκολýνθηκαν απü τη παραμονÞ ΕλλÞνων στην Ιταλßα: πολλοß ΚρÞτες σποýδαζαν σε ιταλικÝς πüλεις, ενþ κρητικÞς καταγωγÞς Þταν και δýο σημαντικοß ¸λληνες τυπογρÜφοι στην Ιταλßα, ο Ζαχαρßας ΚαλλιÝργης κι ο ΜÜρκος Μουσοýρος, που στα τÝλη του 15ου και στις αρχÝς του 16ου αι. ασχολÞθηκαν συστηματικÜ με την Ýκδοση ελληνικþν δημωδþν κειμÝνων. Η παρουσßα στις πüλεις της ΚρÞτης, ΕλλÞνων που εßχανε σπουδÜσει στην Ιταλßα κι Ενετþν Λογßων οδÞγησε στην ανÜπτυξη Ýντονης πνευματικÞς ζωÞς, που μαρτυρεßται απü την ýπαρξη Λογοτεχνικþν Ακαδημιþν στο ΡÝθυμνο (Ακαδημßα των Vivi, ιδρýθηκε το 1562), στο ΗρÜκλειο (των Stravaganti, απü το 1591) και τα ΧανιÜ (Sterili, Üγνωστο πüτε ιδρýθηκε).
     Σýμφωνα με τις νεüτερες Ýρευνες, οι αρχÝς της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας τοποθετοýνται στον 14ο αι, στα ποιÞματα του ΣτÝφανου Σαχλßκη (1330-1391 περßπου). Τα περισσüτερα κεßμενα που σþζονται Ýχουν Θρησκευτικü περιεχüμενο Þ γενικüτερα Ηθικοδιδακτικü. Συνεχßζουν üμως την ¾στερη ΒυζαντινÞ ΠαρÜδοση των χιουμοριστικþν ιστοριþν με πρωταγωνιστÝς ζþα (Η φυλλÜδα του ΓαúδÜρου, ομοιοκατÜληκτη διασκευÞ του Βυζαντινοý Συναξαρßου του τιμημÝνου γαúδÜρου κι Ο κÜτης κι οι ποντικοß). Η σÜτιρα της καθημερινÞς ζωÞς στα ποιÞματα του Σαχλßκη κι η ερωτικÞ θεματολογßα του Μαρßνου ΦαλιÝρου φαßνεται πως επηρεÜστηκαν απü τη Σýγχρονη ΔυτικÞ Ποßηση. Το αξιολογüτερο λογοτεχνικü Ýργο της περιüδου θεωρεßται ο Απüκοπος (πρþτη Ýκδοση 1509). ΓενικÜ, σε αυτÞν την περßοδο η θεματολογßα των ποιημÜτων μαρτυρÜ ακüμη τα μεσαιωνικÜ ενδιαφÝροντα, üπως το θÝμα του θανÜτου και της ηθικÞς σωτηρßας.
     Η γλþσσα των ποιημÜτων εßναι κοντÜ στην μικτÞ γλþσσα της δημþδους ΒυζαντινÞς Λογοτεχνßας, üπου συνυπÜρχουν στοιχεßα της προφορικÞς γλþσσας και λüγιοι τýποι, παρÜλληλα üμως εμφανßζονται και κÜποια κρητικÜ διαλεκτικÜ στοιχεßα. Η κυριüτερη στιχουργικÞ μορφÞ εßναι ο ιαμβικüς δεκαπεντασýλλαβος στßχος, μ’ ελÜχιστες εξαιρÝσεις. Στη ποßηση του Σαχλßκη συναντÜμε την πρþτη χρÞση της ομοιοκαταληξßας στη ΝεοελληνικÞ Λογοτεχνßα. ΚÜποια ποιÞματÜ του αποτελοýνται απü ενüτητες 4 Þ και περισσüτερων ομοιοκατÜληκτων στßχων, ενþ σ’ Üλλα εμφανßζονται ενüτητες ομοιοκατÜληκτων 2στßχων. Στον 14ο και 15ο αι. τα ομοιοκατÜληκτα συνυπÞρχαν με τα μη Ýργα, ενþ απü τον 16ο αι. κυριÜρχησε η ομοιοκαταληξßα με βασικÞ οργανωτικÞ μονÜδα το ομοιοκατÜληκτο 2στιχο.
     ΚÜποια απü τα κεßμενα αυτÞς της εποχÞς Ýγιναν δημοφιλÞ κι επÝζησαν εßτε μÝσω των Ýντυπων εκδüσεων (κυρßως τα ΘρησκευτικÜ κι ΗθικοδιδακτικÜ κεßμενα) εßτε μÝσω των χειρογρÜφων εßτε μÝσω της προφορικÞς επιβßωσÞς τους και της επßδρασÞς τους σε λαúκÜ προφορικÜ τραγοýδια. Η επßδραση των ποιημÜτων αυτþν στη ΚρητικÞ Λογοτεχνßα της ΑκμÞς Þταν ελÜχιστη· ουσιαστικÜ η μüνη συμβολÞ τους Þταν η λογοτεχνικÞ επεξεργασßα του ιδιωματικοý λüγου κι η καθιÝρωση της ομοιοκαταληξßας. ΘρησκευτικÞ και ΔιδακτικÞ Θεματολογßα: Ο ΛεονÜρδος Ντελλαπüρτας, Ýνας απü τους πρþτους Εκπροσþπους της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας, ακολουθεß τη ΒυζαντινÞ ΠαρÜδοση και στα 4 ΘρησκευτικÜ και ΔιδακτικÜ ποιÞματÜ του (ΕρωτÞματα κι αποκρßσεις ΞÝνου κι Αληθεßας, Λüγος περß ανταποδüσεως κι Υπομνηστικüν, Στßχοι θρηνητικοß εις τον ΕπιτÜφιον θρÞνον, Λüγοι παρακλητικοß προς τον Χριστüν και τη Θεοτüκον) εμπνÝεται απü τη Βßβλο καθþς και λüγιες και δημþδεις βυζαντινÝς πηγÝς.
     Σε βυζαντινÝς πηγÝς στηρßχτηκε κι ο Μανüλης ΣκλÜβος που Ýγραψε τη ΣυμφορÜ της ΚρÞτης, που με αφορμÞ τη περιγραφÞ των συνεπειþν του σεισμοý που Ýπληξε το ΗρÜκλειο το 1508 επιρρßπτει την ευθýνη στους κατοßκους της ΚρÞτης για τις αμαρτßες τους και τους παρακινεß να ζητÞσουνε συγχþρεση. ¸νας Üλλος ποιητÞς το üνομα του οποßου μας εßναι γνωστü εßναι ο ΙωÜννης Πλουσιαδηνüς, Επßσκοπος Μεθþνης, που συνÝθεσε τον ΘρÞνο της Θεοτüκου για τα ΠÜθη του Χριστοý. Η ΚοσμογÝννησις του Γεωργßου Χοýμνου παρουσιÜζει ενδιαφÝρον επειδÞ εßναι απüπειρα μεταφορÜς σε απλÞ γλþσσα των Βιβλßων της ΓενÝσεως και της Εξüδου. Θρησκευτικοý κι Ηθικοδιδακτικοý περιεχομÝνου Ýργα Üφησε κι ο Μαρßνος ΦαλιÝρος (Ρßμα παρηγορητικÞ, Λüγοι διδακτικοß του πατρüς προς τον υιüν, ΘρÞνος εις τα ΠÜθη και την Σταýρωσιν), αλλÜ με επιδρÜσεις απü δυτικÜ πρüτυπα. ΠοιÞματα επßσης, που αναφÝρονται στον ΚÜτω Κüσμο σþθηκαν αρκετÜ, κÜτι που αποδεικνýει üτι το εßδος Þταν αρκετÜ δημοφιλÝς. ΜερικÜ απ' αυτÜ Þταν η Ρßμα θρηνητικÞ εις τον πιστüν και ακüρεστον ¢δη του ΙωÜννη Πικατüρου, η Ομιλßα του νεκροý βασιλιÜ, η Ρßμα περß του θανÜτου κι η ΠαλαιÜ και νÝα διαθÞκη. ΑνÜλογη θεματολογßα, αλλÜ διαφορετικü χαρακτÞρα, Ýχει ο Απüκοπος του Üγνωστου ποιητÞ ΜπεργαδÞ, που Ýγινε Ýνα απü τα δημοφιλÝστερα αναγνþσματα της Τουρκοκρατßας. Το ποßημα αυτü, για το οποßο Ýχουν προταθεß πολλÝς ερμηνεßες δεν Ýχει ηθικοδιδατικÞ πρüθεση, αντιθÝτως, φαßνεται üτι μπορεß να γρÜφτηκε ως αντßδραση στα ΗθικοδιδακτικÜ ¸ργα με θÝμα τον ΚÜτω Κüσμο.
     ΔυτικÝς επιδρÜσεις: 2 ποιητÝς που στρÜφηκαν πρþτοι προς τις σýγχρονες λογοτεχνικÝς εξελßξεις της Ιταλßας, απü τις οποßες αφομοßωσαν στοιχεßα στα Ýργα τους, Þταν ο ΣτÝφανος Σαχλßκης κι ο Μαρßνος ΦαλιÝρος. Ο πρþτος, για να περιγρÜψει τη ζωÞ του στη φυλακÞ και να επικρßνει σατιρικÜ τις πüρνες ("πολιτικÝς") του Ηρακλεßου, αξιοποßησε τη σατιρικÞ, κωμικÞ και με πολλÜ ρεαλιστικÜ στοιχεßα ΠαρÜδοση της ΙταλικÞς frottola (ποιητικÞ μορφÞ της ΙταλικÞς ΜεσαιωνικÞς Λογοτεχνßας με χιουμοριστικü περιεχüμενο). Ο ΦαλιÝρος, εκτüς απü τα ΘρησκευτικÜ κι ΗθικοδιδατικÜ ποιÞματÜ του, Ýγραψε και 2 Ýργα ερωτικοý περιεχομÝνου (Ιστορßα κι ¼νειρο και Ερωτικüν ενýπνιον) που αναπαριστοýν Ýναν ονειρικü διÜλογο μεταξý δυü εραστþν και βασßζονται στην ΙταλικÞ ΠαρÜδοση του contrasto (Ýργο με διαλογικÞ μορφÞ). ¸νας μεταγενÝστερος συγγραφÝας που βασßστηκε αμεσüτερα σε Ιταλικü πρüτυπο Þταν ο Αντþνιος ΑχÝλης, που τýπωσε το 1571 το Ýργο ΜÜλτας Πολιορκßα, που βασßζεται σε αντßστοιχο Ýργο του Gentil de Vendosme, που εξιστορεß τη πολιορκßα της ΜÜλτας απü τους Τοýρκους του 1565. Το Ýργο αυτü, θεματικÜ κι υφολογικÜ, αποτελεß μεταβατικü στÜδιο προς τη Περßοδο της ΑκμÞς.

                                        Περßοδος της ακμÞς.

     Η Περßοδος της ΑκμÞς της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας τοποποθετεßται στα τÝλη του 16ου αι. μÝχρι την κατÜκτηση της ΚρÞτης απü τους Οθωμανοýς, το 1669. Η ΚρÞτη βρισκüταν κÜτω απü τη κυριαρχßα των Βενετþν (Βενετοκρατßα). Η πλοýσια λογοτεχνικÞ παραγωγÞ σχετßζεται Üμεσα με την ΚοινωνικÞ, ΟικονομικÞ και ΠνευματικÞ ¢νθηση που σημειþθηκε στο νησß κατÜ τα τÝλη του 16ου αι., üταν Ýπαψαν οι ΟθωμανικÝς ΕισβολÝς και τα ΕπαναστατικÜ ΚινÞματα των κατοßκων. ΠαρÜλληλα, η σταδιακÞ παρακμÞ του Φεουδαρχικοý ΣυστÞματος κι η ΟικονομικÞ ΑνÜπτυξη της ΑστικÞς ΤÜξης διευκüλυναν τη ΠνευματικÞ ΕξÝλιξη και τη δημιουργßα αξιüλογης ΠνευματικÞς Κßνησης.
     Επßκεντρο της πνευματικÞς ζωÞς Þταν οι Ακαδημßες που ßδρυαν Διανοοýμενοι που προÝρχονταν απü τις ΤÜξεις των Αστþν και των Ευγενþν. Τα ΜÝλη των Ακαδημιþν οργÜνωναν συγκεντρþσεις στις οποßες απαγγÝλλονταν τα ποιÞματÜ τους Þ ανεβÜζανε θεατρικÝς παραστÜσεις. Οι συγγραφεßς, που τα Ýργα τους σþζονται, Þταν μÝλη Ανþτερων ΤÜξεων, εßχαν μεγÜλη μüρφωση και παρακολουθοýσαν τις λογοτεχνικÝς εξελßξεις της Ιταλßας. Το βασικü χαρακτηριστικü της Περιüδου της ΑκμÞς εßναι η ανÜπτυξη του Θεατρικοý Λüγου: τα περισσüτερα Ýργα εßναι δραματικÜ, μ' εξαßρεση τον Ερωτüκριτο, που εßναι ¸μμετρη Μυθιστορßα και τη Βοσκοποýλα, που εßναι Ποιμενικü Ειδýλλιο. Τα Ýργα αυτÜ ακολουθοýν κυρßως ΙταλικÜ Πρüτυπα, με αρκετÞ üμως ελευθερßα στην διασκευÞ και κÜποιες φορÝς ανþτερη ποιüτητα απü αυτÜ.
     Στη ΚρητικÞ Λογοτεχνßα διασταυρþνονται διÜφορα ΛογοτεχνικÜ Ρεýματα, üπως οι ΚλασσικÝς ΑναγεννησιακÝς ΤÜσεις.
     Μανιερισμüς και Μπαρüκ: Η γλþσσα που χρησιμοποιεßται εßναι το Κρητικü Ιδßωμα, που καλλιεργεßται κι εξυψþνεται σε λογοτεχνικÞ γλþσσα. ΑυτÞ εßναι η περßοδος που πρωτοεμφανßζεται η συστηματικÞ χρÞση και καλλιÝργεια της ΚρητικÞς ΔιαλÝκτου στη ΚρητικÞ Λογοτεχνßα, αφοý η γλþσσα των Ýργων της προηγοýμενης περιüδου Þταν η ΚοινÞ ΕλληνικÞ με περιορισμÝνα ιδιωματικÜ στοιχεßα. Ο λüγος των συγγραφÝων üμως διαφÝρει απ' αυτüν της ΔημοτικÞς ΠαρÜδοσης: εßναι σýνθετος, συχνÜ με μεγÜλες προτÜσεις, παραβßαση της φυσικÞς σειρÜς των λÝξεων και χρÞση λüγιων στοιχεßων. Εξßσου περßτεχνη επεξεργασßα παρουσιÜζεται και στη στιχουργικÞ. Ο ιαμβικüς 15σýλλαβος, οργανωμÝνος σε ομοιοκατÜληκτα 2στιχα, καθιερþνεται σα φüρμα, μ' εξαßρεση τον ιαμβικü 11σýλλαβο της Βοσκοποýλας και των χορικþν της Ερωφßλης και του Ροδολßνου. Οι ποιητÝς χειρßζονται με δεξιüτητα διÜφορα μετρικÜ φαινüμενα, üπως συνιζÞσεις, χασμωδßες και παρατονισμοýς, για να πετýχουν αντßστοιχα υφολογικÜ αποτελÝσματα. ¼πως κι η γλþσσα, Ýτσι κι η μετρικÞ μορφÞ διαφοροποιεßται απü τον παραδοσιακü χειρισμü του 15σýλλαβου του δημοτικοý τραγουδιοý: παρουσιÜζονται διασκελισμοß του νοÞματος απü τον Ýνα στßχο στον Üλλο, πολλÝς φορÝς καταργεßται η παραδοσιακÞ τομÞ στη μÝση του στßχου Þ ο στßχος διαιρεßται νοηματικÜ σ' Üλλες θÝσεις με σημεßα στßξης. Ο βαθμüς εμφÜνισης αυτþν των φαινομÝνων ποικßλλει απü ποιητÞ σε ποιητÞ.
     Κρητικü ΘÝατρο: Εßναι το λογοτεχνικü εßδος που αντιπροσωπεýεται απü τον μεγαλýτερο αριθμü Ýργων στη Περßοδο της ΑκμÞς και μπορεß κανεßς να συμπερÜνει με βεβαιüτητα πως η θεατρικÞ παραγωγÞ Þτανε πλουσιüτερη απü τα λßγα Ýργα που Ýχουνε σωθεß, αν κρßνει απü το γεγονüς üτι παραπÜνω απü τα μισÜ σωζüμενα θεατρικÜ Ýργα παραδßδονται στο ßδιο και μοναδικü χειρüγραφο κι επιπλÝον υπÜρχουνε μαρτυρßες για παραστÜσεις κωμωδιþν στη διÜρκεια του Καρναβαλιοý κÜθε χρüνο. ΚαλλιεργÞθηκαν üλα τα εßδη του Θεατρικοý Λüγου: η Τραγωδßα, η Κωμωδßα, το Θρησκευτικü και το Ποιμενικü ΔρÜμα. Στη διοργÜνωση των παραστÜσεων Ýπαιζαν ρüλο κι οι Ακαδημßες. Οι κωμωδßες παßζονταν σε υπαßθριο χþρο (ενδεχομÝνως στις πλατεßες των πüλεων) κι οι Ηθοποιοß (üλοι Üντρες) φαßνεται πως Þταν ερασιτÝχνες. Τραγωδßες: Ερωφßλη, ΖÞνων (τραγωδßα) και Ο Βασιλεýς Ροδολßνος.
     Το 1ο χρονολογικÜ Ýργο του Κρητικοý ΘεÜτρου εßναι μßα τραγωδßα, αλλÜ γραμμÝνη σε ΙταλικÞ γλþσσα, η Fedra του ΦραντσÝσκου Μπüτσα, Κρητικοý φοιτητÞ της ΝομικÞς στο ΠανεπιστÞμιο της ΠÜντοβα, που τυπþθηκε το 1578. Η Fedra βασßζεται στο γνωστü θÝμα της Φαßδρας και του Ιππολýτου, ακολουθεß τις συμβÜσεις της κλασσικßζουσας Δραματουργßας (πρüλογος και 5 πρÜξεις με χορικÜ) κι εßναι γραμμÝνη σε ιαμβικü 11σýλλαβο στßχο. Η πρþτη σωζüμενη τραγωδßα σ' ελληνικÞ γλþσσα εßναι η Ερωφßλη του Γεþργιου ΧορτÜτση, που ως φαßνεται, γρÜφτηκε τÝλη του 16ου αι. κι ακολουθοýν ο Βασιλεýς Ροδολßνος, του ΙωÜννη ΑνδρÝα Τρωßλου, που τυπþθηκε το 1647 κι ο ΖÞνων, αγνþστου συγγραφÝα, που γρÜφτηκε μετÜ το 1648, Ýτος Ýκδοσης του Ιταλικοý προτýπου της.
     Ωστüσο η κρητικÞ καταγωγÞ της τελευταßας αυτÞς Τραγωδßας Ýχει αμφισβητηθεß πρüσφατα, καθþς υποστηρßζεται üτι γρÜφτηκε στα ΕπτÜνησα, υπü την επßδραση του Κρητικοý ΘεÜτρου, ενδεχομÝνως απü Κρητικü που εßχε καταφýγει εκεß μετÜ τη κατÜληψη της ΚρÞτης απü τους Οθωμανοýς. Το κοινü στοιχεßο που παρουσιÜζουν οι 3 Τραγωδßες εßναι η δραματικÞ διαßρεση σε πρüλογο και 5 πρÜξεις κι η στιχουργικÞ μορφÞ του ιαμβικοý ομοιοκατÜληκτου 15λλαβου (μ’ εξαßρεση τα χορικÜ που γρÜφονται σ’ 11σýλλαβο). Επßσης, κι οι 3 βασßζονται σε συγκεκριμÝνα ΙταλικÜ Πρüτυπα, που üμως αναπλÜθουν μ’ ελευθερßα και κÜποιες φορÝς θεωροýνται ανþτερα απü αυτÜ. Ωστüσο οι διαφορÝς ανÜμεσα στα 3 Ýργα εßναι σημαντικüτερες απü τις ομοιüτητες, καθþς ακολουθοýν διαφορετικÝς τεχνοτροπικÝς τÜσεις: η Ερωφßλη εßναι μßα τυπικÞ κλασσικßζουσα Τραγωδßα και τηρεß τις ενüτητες χþρου και χρüνου. Ο Βασιλεýς Ροδολßνος εßναι, üπως κι η Ερωφßλη, τοποθετημÝνος στον συμβατικü χþρο της Αρχαßας Αιγýπτου κι Ýχει θÝμα μια ερωτικÞ ιστορßα, προσεγγßζει üμως τη τεχνοτροπßα του μπαρüκ ως προς την σκιαγρÜφηση της ψυχολογßας των προσþπων και των εσωτερικþν τους συγκροýσεων. Ακüμη, υστερεß δραματουργικÜ σε σχÝση με την Ερωφßλη, αλλÜ παρουσιÜζει πολλÝς λυρικÝς αρετÝς. Ο ΖÞνων εßναι χαρακτηριστικÞ μορφÞ μπαρüκ τραγωδßας με ιστορικü θÝμα, που βασßζεται στην επεισοδιακÞ δρÜση και το πλοýσιο θÝαμα, αλλÜ εßναι λιγüτερο φροντισμÝνος στη γλþσσα και τη στιχουργßα.
     Κωμωδßες, Κατσοýρμπος: ΠαραστÜσεις κωμωδιþν γßνονταν τακτικÜ τις Απüκριες, σýμφωνα με μαρτυρßες της εποχÞς. Τα Ýργα που σþζονται üμως εßναι μüνο 3: ο Κατσοýρμπος του ΧορτÜτση, ο ΣτÜθης, ανωνýμου, κι ο ΦορτουνÜτος, του ΜÜρκου Αντþνιου Φüσκολου (1597-1662). Ο Κατσοýρμπος εßναι η παλαιüτερη χρονολογικÜ (10ετßα του 1580) κι αποτÝλεσε πρüτυπο για τις Üλλες 2 κωμωδßες. Ο ΣτÜθης προÝρχεται απü την ßδια περßπου εποχÞ. Ο συγγραφÝας του μας εßναι Üγνωστος, αλλÜ κÜποιοι φιλüλογοι εικÜζουν üτι μπορεß να εßναι Ýργο του ΧορτÜτση, βασιζüμενοι στη κοινÞ περßπου εποχÞ συγγραφÞς κι υφολογικÝς και δραματουργικÝς ομοιüτητες. Παραδßδεται σ' Ýνα χειρüγραφο του 17ου Þ και του 18ου αι., μαζß με Üλλα ΚρητικÜ ΘεατρικÜ ¸ργα, αλλÜ το κεßμενο Ýχει υποστεß περικοπÝς που εμποδßζουνε συχνÜ τη κατανüηση της εξÝλιξης της πλοκÞς. Ο ΦορτουνÜτος εßναι αρκετÜ μεταγενÝστερος, απü τα μÝσα του 17ου αι. κι εßναι το μüνο Ýργο της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας που σþζεται σε χειρüγραφο γραμμÝνο απü τον ßδιο τον συγγραφÝα του. Κοινü χαρακτηριστικü τους εßναι η σχεδüν σýγχρονη θεματολογßα, οι Þρωες που προÝρχονται απü μεσαßα στρþματα των αστικþν τÜξεων, η τÞρηση της ενüτητας του χρüνου (η δρÜση διαρκεß μια μÝρα) κι ο 15σýλλαβος ομοιοκατÜληκτος στßχος.
     Οι 3 αυτÝς ΚρητικÝς κωμωδßες συνδÝονται με την ΙταλικÞ commedia erudita, με την οποßα Ýχουνε πολλÜ κοινÜ, üπως η κατανομÞ σε 5 πρÜξεις (ο ΣτÜθης σþζεται σε 3 εξαιτßας των περικοπþν του χειρογρÜφου), ο πρüλογος, τα τυποποιημÝνα πρüσωπα (üπως οι καυχησιÜρηδες -αλλÜ δειλοß- Στρατιωτικοß, οι ερωτευμÝνοι γÝροι κι οι Σχολαστικοß ΔÜσκαλοι) και μοτßβα (üπως αυτü του χαμÝνου παιδιοý, που χρησιμοποιεßται για να δþσει αßσιο τÝλος). Οι ΚρητικÝς κωμωδßες üμως Ýχουνε λιγüτερο περιπετειþδη και περßπλοκη δομÞ απü τις αντßστοιχες ΙταλικÝς, γι' αυτü δεν εßναι εýκολο να βρεθεß κÜποιο συγκεκριμÝνο Ýργο που μπορεß να χρησιμοποßησαν ως πρüτυπο, Ýχουν εντοπιστεß üμως κÜποιες σκηνÝς που απηχοýν αντßστοιχες σκηνÝς Ιταλικþν Ýργων. ΣημαντικÞ διαφορÜ απü την ΙταλικÞ παρÜδοση εßναι η Ýμμετρη μορφÞ των Κρητικþν κωμωδιþν, αφοý στην Ιταλßα ο πεζüς λüγος κυριαρχοýσε στη κωμωδßα. Η θεματολογßα των 3 εßναι κοινÞ: πρωταγωνιστεß Ýνα ζευγÜρι που αγαπιÝται, αλλÜ η σχÝση δεν μπορεß να επισημοποιηθεß εξαιτßας των διαφορετικþν σχεδßων των γονιþν, που θÝλουν να παντρÝψουν τα παιδιÜ τους με Üλλους. Η αßσια Ýκβαση επιτυγχÜνεται χÜρη στο μοτßβο της εýρεσης ενüς χαμÝνου παιδιοý: üταν αποκαλýπτονται οι πραγματικÝς συγγÝνειες μεταξý των ηρþων ματαιþνονται τα σχÝδια των γονÝων κι οι νεαροß πρωταγωνιστÝς παντρεýονται με αυτοýς που επιθυμοýν και στις 3 κωμωδßες γýρω απü την υπüθεση συμπλÝκονται διÜφορα κωμικÜ επεισüδια με πρωταγωνιστÝς κυρßως τον ΔÜσκαλο, τον Στρατιωτικü και τον ερωτευμÝνο γÝρο.
     ΠÝρα απü τις δομικÝς ομοιüτητες, τα 3 αυτÜ Ýργα εμφανßζουν διαφορÝς ως προς τους τρüπους επßτευξης του χιοýμορ κι ως προς τα στοιχεßα που δßνουν μεγαλýτερη Ýμφαση οι ποιητÝς: στον Κατσοýρμπο το γÝλιο επιτυγχÜνεται κυρßως μÝσω κωμικþν σκηνþν. Το στοιχεßο της φÜρσας εßναι Ýντονο και στον ΦορτουνÜτο, üπου συναντþνται και σκηνÝς με βωμολοχικü χιοýμορ, αλλÜ στο Ýργο κυρßως υπερÝχει το ηθικü μÞνυμα για τη μεταστροφÞ της Τýχης. Ο ΣτÜθης Ýχει περισσüτερο σýνθετη πλοκÞ, με περισσüτερες ανατροπÝς, αλλÜ ταυτüχρονα υπερτερεß στο λυρικü στοιχεßο σε σχÝση με τις Üλλες 2 κωμωδßες.
      Ποιμενικü δρÜμα, Πανþρια: Το εßδος της ποιμενικÞς ποßησης, που αναπτýχθηκε στην Ιταλßα στο τελευταßο τÝταρτο του 16ου αι., Ýγινε δημοφιλÝς και στη ΚρÞτη, σþζονται 3 ποιμενικÜ δρÜματα, 2 στα ελληνικÜ κι Ýνα στα ιταλικÜ. Το Ýνα ελληνικü Ýργο εßναι μετÜφραση του Pastor Fido του Giambattista Guarini, Ýργου που μετÜ την εκτýπωσÞ του το 1590 διαδüθηκε και μεταφρÜστηκε σε πολλÝς ευρωπαúκÝς γλþσσες. Η ΚρητικÞ μετÜφραση, με τον τßτλο Ο Πιστικüς Βοσκüς, εßναι αγνþστου συγγραφÝα. Το Üλλο ελληνικü Ýργο εßναι η Πανþρια, του ΧορτÜτση, που γρÜφτηκε üπως φαßνεται γýρω στο 1600. Δεν ακολουθεß συγκεκριμÝνο Ιταλικü Πρüτυπο, αλλÜ βασßζεται στα τυπικÜ μοτßβα της ΙταλικÞς ΠοιμενικÞς Ποßησης (ερωτευμÝνοι βοσκοß, βοσκοποýλες που αδιαφοροýν, ΣÜτυροι και νýμφες), μεταφερμÝνα σ’ ελληνικü σκηνικü (διαδραματßζεται στην ºδη) αλλÜ με λιγüτερες μυθολογικÝς αναφορÝς και ταυτüχρονα διανθßζεται απü την ειρωνεßα του ΧορτÜτση, που προσγειþνει την ειδυλλιακÞ απεικüνιση της ΠοιμενικÞς ΖωÞς, παρουσιÜζοντας ρεαλιστικÜ στοιχεßα απü την ΑγροτικÞ ΖωÞ της ΚρÞτης. Το Ιταλικü Ýργο εßναι η Amorosa Fede του Αντþνιου ΠÜντιμου, που γρÜφτηκε το 1620.
     Θρησκευτικü δρÜμα, Η Θυσßα του ΑβραÜμ: Το μüνο θρησκευτικü δρÜμα που εßναι γνωστü εßναι η Θυσßα του ΑβραÜμ, που αποδßδεται στον ΚορνÜρο. Το Ýργο αναφÝρεται στο γνωστü επεισüδιο της ΠαλαιÜς ΔιαθÞκης και βασßζεται στο δρÜμα Lo Isach του Luigi Grotto, που üμως το χειρßζεται ελεýθερα. Ξεχωρßζει απü τ' Üλλα θεατρικÜ Ýργα γιατß δεν ακολουθεß την παραδοσιακÞ διαßρεση σε πρÜξεις και δεν Ýχει χορικÜ. ¹τανε δημοφιλÝς λαúκü ανÜγνωσμα με πολλÝς επανεκδüσεις και μεταφρÜστηκε σε ξÝνες γλþσσες.
     ΙντερμÝδια: Τα ΙντερμÝδια, απü την ιταλικÞ λÝξη intermedio κι intermezzo, Þτανε σýντομα ΔραματικÜ Κεßμενα που προορßζονταν εßτε για παρÜσταση ανÜμεσα στις πρÜξεις των θεατρικþν Ýργων εßτε γι’ αυτüνομη παρÜσταση. Τα ΚρητικÜ ΙντερμÝδια κυμαßνονται απü 34 ως 224 στßχους σ' Ýκταση και διακρßνονται 2 ΤεχνοτροπικÝς ΤÜσεις: μßα περισσüτερο λυρικÞ και μßα βασισμÝνη στη δρÜση και στον οπτικü εντυπωσιασμü, με σκηνικÝς ανÜγκες για μηχανÞματα, εντυπωσιακÜ κοστοýμια κι Üλλα θεαματικÜ εφφÝ, μουσικÞ και μπαλÝτα που αναπαριστοýν μÜχες (moresca). Τα θÝματÜ τους προÝρχονται απü την ΕλληνικÞ Μυθολογßα, τον Τρωικü Πüλεμο και τις Σταυροφορßες, με πηγÝς την ΑπελευθερωμÝνη ΙερουσαλÞμ (Gerusalemme liberata) του ΤορκουÜτο ΤÜσο και τις Μεταμορφþσεις του Andrea dell’ Anguillara. Τα ΙντερμÝδια φαßνεται πως χρησιμοποιοýνταν αυτüνομα σε σχÝση με τα Ýργα, αφοý συχνÜ μεταφÝρονται απü χειρüγραφο σε χειρüγραφο σε διαφορετικü Ýργο. ΣυνολικÜ εßναι 18 κεßμενα: τα 4 απü αυτÜ προÝρχονται απü την Ερωφßλη, φαßνεται πως γρÜφτηκαν απü τον ΧορτÜτση κι εßναι τα μüνα που Ýχουνε θεματικÞ συνοχÞ μεταξý τους. 4 ΙντερμÝδια Ýχει κι ο ΦορτουνÜτος κι Üλλα 2 ο ΣτÜθης. Για τη Πανþρια σþζονται διαφορετικÝς σειρÝς Ιντερμεδßων στα διÜφορα χειρüγραφα του Ýργου.
     Ποιμενικü ειδýλλιο, Η Βοσκοποýλα: Η ¼μορφη Βοσκοποýλα εßναι Ýργο ανωνýμου συγγραφÝα που τυπþθηκε 1η φορÜ το 1627 στη Βενετßα, με δαπÜνες ενüς Κρητικοý, του ΝικολÜου Δρυμητινοý, üπως πληροφοροýμαστε απü Ýναν Üτεχνο επßλογο που Ýχει προσθÝσει ο ßδιος. Αποτελεßται απü 476 11σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους χωρισμÝνους σε 119 4στιχες στροφÝς. Το Ýργο αφηγεßται τη τυχαßα συνÜντηση και τον κεραυνοβüλο Ýρωτα ενüς βοσκοý και μιας πολý üμορφης βοσκοποýλας. Το ζευγÜρι Ýζησε λßγες ευτυχισμÝνες μÝρες κι αποχωρßστηκε üταν θα επÝστρεφε ο πατÝρας της κοπÝλας. Ο βοσκüς της υποσχÝθηκε üτι θα επιστρÝψει σ’ Ýνα μÞνα, αρρþστησε üμως και δεν μπüρεσε να εκπληρþσει την υπüσχεσÞ του εγκαßρως. ¼ταν, μετÜ απü καιρü, επÝστρεψε, βρÞκε μüνο τον πατÝρα της κοπÝλας, που του εξÞγησε πως η βοσκοποýλα αρρþστησε και πÝθανε απü τη στενοχþρια της, γιατß πßστεψε πως ο αγαπημÝνος της τη ξÝχασε. Στο Ýργο απαντþνται üλα τα μοτßβα της ΑρκαδικÞς Ποßησης, üπως οι ειδυλλιακÝς περιγραφÝς που δεν αντιστοιχοýν με το φυσικü τοπßο της ΚρÞτης.
     Η γλþσσα εßναι η ΚρητικÞ ΔιÜλεκτος üπως εßχε διαμορφωθεß στη Περßοδο της ΑκμÞς κι üχι η μεσαιωνικÞ γλþσσα των κειμÝνων της Περιüδου της Προετοιμασßας. Γι' αυτü υποθÝτουμε πως το Ýργο εßχε γραφτεß στα τÝλη του 16ου αι. Þ στις αρχÝς του 17ου και πιθανüτατα αρκετÜ πριν απü την 1η Ýντυπη Ýκδοση, το 1627, üπως μποροýμε να συμπερÜνουμε απü τη πληροφορßα του Δρυμητινοý, πως Þδη τüτε το ποßημα εßχε γßνει δημοφιλÝς κι υπÞρχανε πολλÜ χειρüγραφÜ του. Το Ýργο αγαπÞθηκε πολý και κυκλοφοροýσε σε πολλÝς χειρüγραφες κι Ýντυπες εκδüσεις, üχι μüνο στη ΚρÞτη, αλλÜ και στην υπüλοιπη ΕλλÜδα. ΤραγουδÞθηκε πολý και σε διÜφορες προφορικÝς παραλλαγÝς και γι' αυτü πιστευüτανε παλιüτερα πως Þτανε λαúκü Ýργο.
     Μυθιστορßα, Ερωτüκριτος: Το εßδος της Μυθιστορßας, ιδιαßτερα δημοφιλÝς στους προηγοýμενους αιþνες, στη ΚρητικÞ Λογοτεχνßα εκπροσωπεßται απü Ýνα μüνο Ýργο, τον Ερωτüκριτο του ΚορνÜρου. Ωστüσο, εßναι πολý πιθανü κατÜ το τÝλος του 15ου αι. να γßνανε στη ΚρÞτη οι ομοιοκατÜληκτες διασκευÝς των Υστεροβυζαντινþν Μυθιστοριþν του Βελισσαρßου και του ΙμπÝριου κι η ομοιοκατÜληκτη διασκευÞ του Απολλωνßου απü το Ιταλικü Istoria d’ Apollonio di Tiro. ΕπομÝνως, η ΠαρÜδοση της ΕλληνικÞς Μυθιστορßας φαßνεται πως Þτανε διαδεδομÝνη και στη ΚρÞτη κι εßναι πιθανü ο ΚορνÜρος να γνþριζε κÜποια απü αυτÜ τα κεßμενα. Ο Ερωτüκριτος εßναι Ýνα εκτενÝς Ýμμετρο αφÞγημα που εξιστορεß τον περιπετειþδη Ýρωτα μεταξý της Αρετοýσας, κüρης του ΒασιλιÜ της ΑθÞνας και του Ερωτüκριτου, γιου ενüς Αυλικοý. Βασßζεται στο γαλλικü κεßμενο Paris et Vienne, μÝσω μιας ιταλικÞς διασκευÞς, απü το οποßο üμως Ýχει αρκετÝς διαφορÝς στη πλοκÞ κι αναπλÜθει Ýνα ιπποτικü περιβÜλλον με πολλÜ παραμυθÝνια στοιχεßα, τοποθετημÝνο στον ελληνικü κüσμο. Πρüκειται για Ýνα κεßμενο στο οποßο συνενþνεται η ΕλληνικÞ κι η ΔυτικÞ ΛογοτεχνικÞ ΠαρÜδοση της Μυθιστορßας.

               ΔιÜδοση και πρüσληψη της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας

     ΠολλÜ απü τα Ýργα της Περιüδου της Προετοιμασßας και της Περιüδου της ΑκμÞς γνþρισαν μεγÜλη διÜδοση στο ελληνικü κοινü ως ΛαúκÜ ΛογοτεχνικÜ βιβλßα μÝσω των Ýντυπων εκδüσεων και συγκαταλÝγονται στα δημοφιλÝστερα αναγνþσματα των ΕλλÞνων κατÜ τη διÜρκεια της Τουρκοκρατßας. Για παρÜδειγμα: ο Απüκοπος, η ΦυλλÜδα του ΓαúδÜρου, η Θυσßα του ΑβραÜμ, ο Ερωτüκριτος, η Ερωφßλη κι η ¼μορφη Βοσκοποýλα, κÜνανε περισσüτερες απü 10 επανεκδüσεις μÝχρι το 1800. ΚÜποια απü αυτÜ επßσης, περÜσανε και στη προφορικÞ παρÜδοση και τμÞματÜ τους διαδüθηκαν ως αυτüνομα τραγοýδια. Η Ερωφßλη παιζüταν σε πολλÝς περιοχÝς της ΕλλÜδας σε δραματοποιημÝνες διασκευÝς. Αντßθετα με το ευρý κοινü, η Üποψη των λογßων του 18ου αι. γι' αυτÜ Þταν αρνητικÞ, κυρßως εξαιτßας της δημþδους γλþσσας και της επßδρασης Δυτικþν Προτýπων. Η αναγνþριση της σημασßας της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας, για τη γενικüτερη εξÝλιξη της ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας, Ýγινε μετÜ το 1880, κυρßως απü τους ΥποστηρικτÝς του Δημοτικισμοý.
     Ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς, για παρÜδειγμα, χαρακτÞρισε την Ερωφßλη αρχÞ του Νεοελληνικοý ΘεÜτρου. ΣημαντικÞ Þταν κι η επßδραση των λογοτεχνικþν Ýργων της Περιüδου της ΑκμÞς στη μεταγενÝστερη ΝεοελληνικÞ Λογοτεχνßα. Η ΘεατρικÞ ΠαρÜδοση της ΚρÞτης αποτÝλεσε Πρüτυπο για τη μεταγενÝστερη ΕπτανησιακÞ κι Αιγαιοπελαγßτικη ΘεατρικÞ ΠαραγωγÞ. Ιδιαßτερα σημαντικÞ για την εξÝλιξη της ΝεοελληνικÞς Ποßησης Þταν κι η επßδραση της στιχουργικÞς των Κρητικþν Ýργων της ΑκμÞς και κυρßως του Ερωτüκριτου, σε μεταγενÝστερους ποιητÝς, üπως ο Διονýσιος Σολωμüς, ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς κι ο ¢γγελος Σικελιανüς.
     Η ΚρÞτη Ýμεινε κÜτω απü την κυριαρχßα των Βενετþν απü το 1211 Ýως το 1669 περßπου, üταν και αυτÞ υποδουλþθηκε στους Τοýρκους. Στη διÜρκεια της ενετοκρατßας το νησß γνþρισε οικονομικÞ και εμπορικÞ ανÜπτυξη και παρουσßασε πÜρα πολý μεγÜλη λογοτεχνικÞ ακμÞ. Τους δýο πρþτους αιþνες ο ντüπιος πληθυσμüς Ýτρεφε εχθρικÜ συναισθÞματα προς τους Βενετοýς κατακτητÝς . Την περßοδο αυτÞ πολλÜ χειρüγραφα αρχαßων ΕλλÞνων και Βυζαντινþν συγγραφÝων αντιγρÜφονται στο νησß που γρÞγορα εξελßχθηκε σε πολιτισμικü κÝντρο. Οι μορφωμÝνοι μιλοýσαν και τις δýο γλþσσες , ενþ ανÜμεσα στους ευγενεßς Βενετοýς , πολλοß Þταν εκεßνοι που δε θυμοýνταν πια την ευγενικÞ τους καταγωγÞ και δε διατηροýσαν παρÜ το επþνυμü τους και τα λßγα φÝουδα που τους απÝμειναν. Η Üνθηση της λογοτεχνßας στην ΚρÞτη και η θαυμαστÞ κορýφωση στην οποßα Ýφτασε οφεßλεται στην επιρροÞ της ΕυρωπαúκÞς ΑναγÝννησης, η οποßα συντÝλεσε στη δημιουργßα της ΚρητικÞς ΑναγÝννησης.
      Η Üνθηση αυτÞ δεν παρατηρÞθηκε μüνο στα γρÜμματα αλλÜ και στην τÝχνη. ¸τσι , στην αρχιτεκτονικÞ, τη μουσικÞ και τη ζωγραφικÞ, η βυζαντινÞ παρÜδοση δÝχτηκε στοιχεßα της ΙταλικÞς ΑναγÝννησης . Ιδρýεται η ΚρητικÞ σχολÞ Αγιογραφßας, καινοýριο ρεýμα, στην αγιογραφßα που οι περισσüτεροι εκπρüσωποι της Þταν ΚρÞτες. Ο μεγÜλος ζωγρÜφος Δομßνικος Θεοτοκüπουλος (1540-1614) μαθÞτευσε στην ΚρÞτη και το 1567 Ýφυγε για τη Βενετßα και μετÜ στο ΤολÝδο της Ισπανßας üπου Ýγινε διÜσημος ως Εl Greco. Στη ΚρÞτη στη περßοδο της ΑναγÝννησης Ýγιναν γνωστÜ üχι μüνο το üνομα του Δομßνικου Θεοτοκüπουλου, αλλÜ και του ΒιτσÝντζου ΚορνÜρου , του Γεþργιου ΧορτÜτζη , του ΘεοφÜνη , του ΜιχαÞλ Δαμασκηνοý κ.α.
     Στον τομÝα της ΜουσικÞς (κοσμικÞς κι εκκλησιαστικÞς) παρατηρεßται μεγÜλη Üνθηση. Πολλοß ξÝνοι περιηγητÝς θαýμασαν την αγÜπη του λαοý της ΚρÞτης στη μουσικÞ, το τραγοýδι και τα üργανα που χρησιμοποιοýσαν οι διÜφοροι καλλιτÝχνες. Η Üνθηση στην αρχιτεκτονικÞ αποτυπþνεται στην κατασκευÞ λαμπρþν δημοσßων κτηρßων, ναþν, υδραγωγεßων, δρüμων, κρηνþν, πλατειþν, πυλþν κ.α. που σþζονται Ýως σÞμερα και αποτελοýν στολßδια της πüλης π.χ. Λüτζια , ΒασιλικÞ του Αγ.ΜÜρκου, κρÞνη Μοροζßνι , κρÞνη ΜπÝμπο κι Üλλα πολλÜ. Η κρητικÞ αναγÝννηση κρÜτησε πολý, αλλÜ Ýγινε η πτþση της ΚρÞτης στους Τοýρκους (1669) κι Ýτσι διακüπηκε η λογοτεχνικÞ παραγωγÞ κι ακολοýθησε ενÜμισης αιþνας ποιητικÞς παρακμÞς. ΜετÜ τη πτþση του Βυζαντßου στους Τοýρκους (1453) η ΚρÞτη παραμÝνει το μοναδικü τμÞμα του ελληνισμοý στο οποßο η ελληνικÞ ιδÝα εξακολουθεß να εßναι ζωντανÞ. Τον 1ο αιþνα μετÜ την Αλωση τα δεßγματα της πνευματικÞς δραστηριüτητας του τουρκοκρατοýμενου ελληνισμοý εßναι περιορισμÝνα. Το 2ο üμως μισü του 16ου αι. ο υπüδουλος ελληνισμüς αρχßζει να δραστηριοποιεßται πνευματικÜ. Αποφασιστικü ρüλο σ' αυτÞ την αλλαγÞ Ýπαιξε η εκκλησßα, που αντικατÝστησε την ανýπαρκτη πολιτικÞ εξουσßα κι ενßσχυσε τη θρησκευτικÞ πßστη και το εθνικü φρüνημα των σκλαβωμÝνων ΕλλÞνων. Με την ßδρυση σχολεßων θÝλει να ενισχýσει το ΓÝνος με περισσüτερα παιδευτικÜ κÝντρα. Η φωτισμÝνη αυτÞ δραστηριüτητα της εκκλησßας ονομÜστηκε Θρησκευτικüς Ουμανισμüς. Ο κληρικüς και λüγιος ΜελÝτιος ΠηγÜς (1535 - 1602) θα χρησιμοποιÞσει στους λüγους του ζωντανÞ δημοτικÞ γλþσσα. ¸τσι καλλιεργεßται η εκκλησιαστικÞ ρητορικÞ σε γλþσσα δημοτικÞ, που θα χρησιμοποιÞσουν κατüπιν συστηματικÜ οι μεταγενÝστεροι εκκλησιαστικοß ρÞτορες. Ο Κýριλλος Λοýκαρις (1572-1638) εßναι η πιο μεγÜλη μορφÞ του θρησκευτικοý ουμανισμοý. ΠατριÜρχης στην αρχÞ στην ΑλεξÜνδρεια κι αργüτερα στη Πüλη (που τον εκτÝλεσαν οι Τοýρκοι) ανÝπτυξε σημαντικÞ δρÜση κι ßδρυσε το 1ο τυπογραφεßο στο χþρο του υπüδουλου ελληνισμοý. Ανακαßνισε επßσης τη ΠατριαρχικÞ ΣχολÞ, που δßδαξε ο Θεüφιλος Κορυδαλεýς (1560-1645), που Ýγραφε υπομνÞματα στα Ýργα του ΑριστοτÝλη και δßδαξε σε σχολεßα, που τüτε ιδρýονταν σε πολλÝς πüλεις. ΣημαντικÞ μορφÞ της περιüδου αυτÞς εßναι κι ο ΕυγÝνιος Γιαννοýλης ο Αιτωλüς (1600-1682) που δßδαξε κυρßως σε μικρÝς πüλεις της Αιτωλßας κι Ευρυτανßας.
     Στα πλαßσια αυτÞς της συναρπαστικÞς διερεýνησης, θα δοýμε το ποßημα: Η ¼μορφη Βοσκοποýλα, αγνþστου. Το ποßημα αυτü εξετÜζεται τüσον απü την οπτικÞ της αφηγηματικÞς του οργÜνωσης üσο και της ιδιαßτερης πλοκÞς του, που παραπÝμπει σε μια μεγÜλη παρÜδοση ευρωπαúκþν κειμÝνων του Μεσαßωνα και της ΑναγÝννησης. Σε συνÜρτηση πÜντοτε με το ευρωπαúκü ποιητικü πλαßσιο, που το κρητικü ποßημα, παραπÝμπει η μελÝτη προσπαθεß να δεßξει ερμηνευτικÝς απορßες που προκαλεß το κεßμενο. Αναλογßες κι αποκλßσεις απü αντßστοιχα κεßμενα εßναι ο βασικüς διερευνητικüς Üξονας που καταλÞγει στη πρüταση πως η Βοσκοποýλα εßναι Ýνα κεßμενο μοναδικü στα ελληνικÜ γρÜμματα και, παραδüξως, δεν Ýτυχε της πρÝπουσας προσοχÞς. ΕπιπλÝον, διερευνÜται η σχÝση του κρητικοý ποιÞματος με το ποιμενικü επεισüδιο στον Ερωτüκριτο κι υποστηρßζεται η θÝση πως ο ΚορνÜρος τη γνþριζε Þδη τη Βοσκοποýλα και διαλÝγεται μαζß της. Ως προς τις δημþδεις παραλλαγÝς της προτεßνεται Ýνας σαφÞς διαχωρισμüς τους σε 3 εßδη και προκρßνεται η σημασßα μιας συγκεκριμÝνης παραλλαγÞς που διασþζει χωρßα που επιλýουν ερμηνευτικÜ προβλÞματα του κειμÝνου της Ýκδοσης του 1627. Η συνεξÝταση της Βοσκοποýλας με το δημοτικü τραγοýδι υποδεικνýει μια ιδιαßτερη σχÝση του κρητικοý ποιÞματος με μια συγκεκριμÝνη κατηγορßα δημοτικþν τραγουδιþν, αυτÞ των μοιρολογιþν. Με βÜση τον προφανÞ διÜλογο ανÜμεσα στο Ýντεχνο κεßμενο και το δημοτικü μοιρολüι προτεßνεται η χρÞση του üρου "δυστοπßα", που αναφÝρεται στη σýσταση ενüς ζοφεροý ποιητικοý κüσμου üπου οι Þρωες επιλÝγουν να αυτοεξοριστοýν αφοý βιþσουν τη τραγικÞ απþλεια του αγαπημÝνου προσþπου.
     ¸ρωτας και θÜνατος συγκροτοýν το βασικü θεματικü ζεýγος που πÜνω του δομεßται η αφÞγηση της Βοσκοποýλας. Η μελÝτη της αφηγηματικÞς οργÜνωσης του ποιητικοý λüγου Ýδειξε πως δομεßται σε 3 μÝρη, στοιχεßο που συνηγορεß υπÝρ της θÝσης για τις ιδιαßτερες λογοτεχνικÝς ικανüτητες του ανþνυμου ποιητÞ. Η 3μερÞς αυτÞ δομÞ συντßθεται στη βÜση επιμÝρους επεισοδßων που η σχÝση εξετÜζεται με βÜση τις Ýννοιες της κυκλικüτητας και της επαναληπτικüτητας. ΤÝλος, το κρητικü ποßημα συνεξετÜζεται με πλειÜδα ευρωπαúκþν ποιημÜτων. Ξεκινþντας απü τις pastorelas του Marcabru και φθÜνοντας στη ποßηση των Cavalcanti και Marino υποδεικνýεται πως η Βοσκοποýλα δεν εßναι προúüν μßμησης καμμßας pastorella και κανενüς ιταλικοý ειδυλλßου. Αν κι ο αρχικüς locus amoenus κι η αρχικÞ περιγραφÞ μιας pastorella angelicata κατηýθυναν την Ýρευνα προς την ευρωπαúκÞ ποßηση, εντοýτοις η ιστορßα της Βοσκοποýλας, η ιστορßα ενüς ατυχοýς Ýρωτα που εξελßσσεται στο χρüνο, με αρχÞ, μÝση και τÝλος, αποδεικνýουν τη μοναδικüτητα του κρητικοý ποιÞματος. Το μεθοδολογικü υπüβαθρο της παροýσας μελÝτης εßναι ερμηνευτικÞς και συγκριτικÞς τÜξης. Η συγκριτικÞ εξÝταση του ποιÞματος τüσο με εικαστικÜ Ýργα της εποχÞς üσο και με ποιητικÜ Ýργα του Μεσαßωνα και της ΑναγÝννησης βοÞθησαν στο να αποκατασταθεß η κυρßαρχη γνþμη για την Ýλλειψη πρωτοτυπßας της. Στην απüδειξη της πρωτοτυπßας του κρητικοý ποιÞματος συνÝβαλε κι η συνανÜγνωσÞ του με το δημοτικü τραγοýδι. Η συμβολÞ της παροýσας μελÝτης Ýγκειται στο γεγονüς üτι δεν Ýχει ως τþρα διερευνηθεß συστηματικÜ το κρητικü ποßημα οýτε στη σχÝση του με την ευρωπαúκÞ ποßηση οýτε με την ελληνικÞ ποιητικÞ παρÜδοση. ΟυσιαστικÜ η Βοσκοποýλα εßναι το ποßημα της κρητικÞς ποßησης της ακμÞς που αδικÞθηκε πιο πολý. Μια προσπÜθεια ακüμα να υποδειχθεß η ποιητικÞ αξßα της Βοσκοποýλας και το εýρος των φιλολογικþν θεμÜτων που την αφοροýν.




========================


                                Η ¼μορφη Βοσκοποýλα

ΕΙΣΑΓΩΓ¹:

     Ποιμενικü ειδýλλιο, Ýργο ανþνυμου συγγραφÝα, αποτελοýμενο απü 476 11σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους, εξαßρετο δεßγμα της ποιμενικÞς ποßησης στον ελληνικü χþρο. Αφηγεßται την τυχαßα συνÜντηση και τον κεραυνοβüλο Ýρωτα ενüς βοσκοý και μιας πολý üμορφης βοσκοποýλας. Τοποθετεßται χρονικÜ στην εποχÞ ακμÞς της κρητικÞς λογοτεχνßας (περ. 1580-1669), εßναι γραμμÝνο στην κρητικÞ διÜλεκτο κι αγαπÞθηκε πολý τüσο απü τους λογßους üσο κι απü τον απλü λαü. Του ΝικολÜου Δρυμητινοý.
     Η Βοσκοποýλα, που τυπþθηκε για 1η φορÜ το 1627 στη Βενετßα, εßναι Ýργο ανþνυμου συγγραφÝα. Αποτελεßται απü 119 τετρÜστιχες στροφÝς και αφηγεßται τον Ýρωτα ενüς βοσκοý και μιας βοσκοποýλας στα ειδυλλιακÜ δÜση της ΚρÞτης. Τα πρüσωπα της Βοσκοποýλας ουσιαστικÜ εßναι μüνο δýο, οι νÝοι εραστÝς. Το τρßτο πρüσωπο, ο γÝρος πατÝρας της κοπÝλας, χρησιμεýει μüνο για την εξιστüρηση του θανÜτου της κüρης του. Τα πρüσωπα παρουσιÜζονται πÜντα ανÜ δýο· κýρια ονüματα δεν υπÜρχουν· οι δýο νÝοι αποκαλοýνται αμοιβαßα "βοσκοß".
     Αποτελεßται απü 476 11σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους, χωρισμÝνους σε 119 4στιχες στροφÝς κι αφηγεßται τη τυχαßα συνÜντηση και τον κεραυνοβüλο Ýρωτα ενüς βοσκοý και μιας πολý üμορφης βοσκοποýλας. Αρχßζει με τη λιτÞ, αλλÜ καßρια περιγραφÞ, του μαγευτικοý, ερημικοý τοπßου, üπου πλανιÝται ο νÝος με το κοπÜδι του. Ακολουθεß η οραματικÞ εμφÜνιση της κüρης κι η 1η συνÜντηση των δýο νÝων. Το ζευγÜρι ζει μαζß λßγες ευτυχισμÝνες μÝρες και χωρßζεται üταν θα επÝστρεφε ο πατÝρας της κοπÝλας. Ο βοσκüς υπüσχεται στην αγαπημÝνη του üτι θα επιστρÝψει σε Ýνα μÞνα, üμως αρρωσταßνει και δεν μπορεß να εκπληρþσει την υπüσχεσÞ του εγκαßρως. ¼ταν τελικÜ επιστρÝφει μετÜ απü καιρü, βρßσκει μüνο τον πατÝρα της κοπÝλας, που του εξηγεß πως η βοσκοποýλα αρρþστησε και πÝθανε απü τη στενοχþρια, επειδÞ πßστεψε πως ο αγαπημÝνος της τη ξÝχασε. Το ποßημα κορυφþνεται με τον θρÞνο του νÝου πÜνω στον τÜφο της βοσκοποýλας.

                            H πρþτη Ýκδοση της Βοσκοποýλας 1627 Βενετßα

     ΛαμβÜνοντας υπüψη πως το Ýργο εκδüθηκε για πρþτη φορÜ το 1627, οι μελετητÝς υπολογßζουν πως γρÜφτηκε τουλÜχιστον 20 χρüνια νωρßτερα: Ýτσι πιθανüτατα εξηγεßται και γιατß ξεχÜστηκε το üνομα του ποιητÞ, που ασφαλþς δεν ζοýσε πια (Αλεξßου 1963, 47). Για τη χρονολüγηση της Βοσκοποýλας μεγÜλη σημασßα Ýχει η γλωσσικÞ της μορφÞ. Απü τη γλþσσα του ειδυλλßου λεßπουν οι αρχαúσμοß κι ορισμÝνα μεσαιωνικÜ στοιχεßα που χαρακτηρßζουν τα Ýργα της πρþιμης κρητικÞς λογοτεχνßας. ΕπομÝνως, πρÝπει να τοποθετηθεß στην εποχÞ ακμÞς της κρητικÞς λογοτεχνßας, στη περßοδο που χαρακτηρßζεται απü τη κανονικÞ και με συνÝπεια χρÞση του εξελιγμÝνου κρητικοý ιδιþματος ως λογοτεχνικοý οργÜνου, πιθανüτατα στα τÝλη του 16ου Þ στις αρχÝς του 17ου αιþνα (Αλεξßου 2002, 54).
     Η Βοσκοποýλα θεωρÞθηκε για πολý καιρü αυθüρμητο, απλοúκü γÝννημα του λαúκοý βßου της ΚρÞτης. Πολλοß μελετητÝς τη βλÝπανε σα δημοτικü τραγοýδι και πßστεψαν üτι το Ýργο βασßζεται σε κÜποιο πραγματικü επεισüδιο. Η αλÞθεια, üμως, εßναι üτι ο μýθος και τα πρüσωπα, üπως κι η αφÝλεια του ýφους, εßναι συμβατικÜ. Τα Þθη δεν εßναι στη πραγματικüτητα οýτε αγροτικÜ οýτε αστικÜ, εßναι τα συμβατικÜ Þθη που επιβÜλλει το λογοτεχνικü εßδος. Η ερωτικÞ λιποθυμßα, τα ειδυλλιακÜ σπÞλαια, οι ασπροντυμÝνες βοσκοποýλες, οι ¸ρωτες που κρατÜνε τüξα, οι αναστεναγμοß, η εýκολη αγÜπη κι ο εýκολος θÜνατος αποτελοýν λογοτεχνικÜ μοτßβα που συνθÝτουνε τον τεχνητü κüσμο της αρκαδικÞς ποßησης. Το ßδιο συμβατικü και ψεýτικο για τη ΚρÞτη εßναι το φυσικü και ζωικü περιβÜλλον, τα δÜση, τα θηρßα και τα ελÜφια, που αποτελοýνε κοινοýς τüπους της ιταλικÞς και γενικÜ της δυτικÞς βουκολικÞς ποßησης (Αλεξßου 1963, 37-39). ΕπομÝνως, üλα τα παραπÜνω απαρτßζουν Ýναν τεχνητü κüσμο που δεν Ýχει μεγÜλη σχÝση με τη ζωÞ του κρητικοý χωριοý των χρüνων της Βενετοκρατßας. Στην ΕλλÜδα, πρþτος ο Κ. Θ. ΔημαρÜς χαρακτÞρισε τη Βοσκοποýλα λüγιο Ýργο, τυπικü αναγεννησιακü ειδýλλιο με τις υπερβολÝς αυτοý του εßδους, που γεννÞθηκε απü τη νοσταλγßα του αστοý για τη φυσικÞ ζωÞ (Αλεξßου 2002, 47-48).
     Το 1627 ο 1ος εκδüτης της Βοσκοποýλας, ο Βενετüς Antonio Pinelli, μας πληροφορεß στο εξþφυλλο του Ýργου üτι η Ýκδοση Ýγινε "με Ýξοδες του ευγενικοý" ΝικολÜου Δρυμητινοý. Ο ßδιος μιλÜ σε 1ο πρüσωπο στον -Üτεχνο- επßλογο που πρüσθεσε στο Ýργο και μας πληροφορεß πως το ποßημα τüτε Þταν Þδη δημοφιλÝς, πως κυκλοφοροýσανε πολλÜ χειρüγραφÜ του και πως ο ßδιος διÜλεξε με περßσσο κüπον το καλλßτερο (δηλαδÞ το πιο πιστü στο πρωτüτυπο) χειρüγραφο του Ýργου. Η ποιοτικÞ διαφορÜ ανÜμεσα στους στßχους της Βοσκοποýλας και τον Üτεχνο αυτü επßλογο, η απüκλισÞ του απü τον χαρακτÞρα του ποιÞματος, που εßναι φανερÜ αισθητικüς κι üχι διδακτικüς κι η ßδια η ρητÞ δÞλωση του Δρυμητινοý üτι διÜλεξε μια Βοσκοποýλα γραμμÝνη, δηλαδÞ Ýνα χειρüγραφο του Ýργου και το τýπωσε με ÝξοδÜ του, αφαιροýνε κÜθε στÞριγμα απü την Üποψη πως ο Δρυμητινüς Þταν ο ποιητÞς Þ ο διασκευαστÞς της. Η ενüτητα του ýφους του ποιμενικοý ειδυλλßου δεßχνει üτι ο Δρυμητινüς δεν ζÞτησε να μεταβÜλλει το ποßημα με προσθÞκες κι αναπτýξεις. Τα χÜσματα κι οι φθορÝς που υπÜρχουν σ' αυτü οφεßλονται στη κακÞ παρÜδοση και στην αμÝλεια της Ýκδοσης κι üχι σε μια συνειδητÞ επεξεργασßα. ΕπομÝνως, το üνομα του ποιητÞ παραμÝνει Üγνωστο. ΚαμμιÜ μαρτυρßα δε σþζεται που να μπορεß να στηρßξει Ýστω και μιαν υποθετικÞ ταýτιση· οýτε κι η αναλογßα του ýφους μ' Üλλα Ýργα μας βοηθÜ (Αλεξßου 2002, 55-56). ΠÜντως, η σχεδüν θεατρικÞ δομÞ του ποιÞματος, που οφεßλεται στις γενικüτερες επιλογÝς του δημιουργοý, αποτελεß Ýνδειξη πιθανÞς θεατρικÞς πεßρας κι, οπωσδÞποτε, της εξοικεßωσÞς του με τις συμβÜσεις του νεοκλασσικοý δρÜματος (Bancroft-Marcus 1997, 123).

                 Ο ΣαγκÜλ εμπνεýστηκε απü τη Βοσκοποýλα

     ¼πως Ýχει Þδη αναφερθεß, στην ΑναγÝννηση της δυτικÞς Ευρþπης η βουκολικÞ ποßηση δεν Þταν δημιοýργημα των βοσκþν, αλλÜ τÝχνη που εßχε σκοπü να ξεκουρÜσει, με την επιτηδευμÝνη της αφÝλεια, τον κÜτοικο της πολιτεßας. Ιδιαßτερα στην Ιταλßα, η ποιμενικÞ ποßηση Þταν το αγαπημÝνο εßδος των πριγκηπικþν αυλþν. Η κρητικÞ αρχοντικÞ κι αστικÞ κοινωνßα του 1600 ζοýσε, μες στα τεßχη των πüλεων, μια ζωÞ ανÜλογη προς την ιταλικÞ, αλλÜ σε στενüτερη επαφÞ με τη φýση και το λαü. ¸τσι, üταν η ειδυλλιακÞ Αρκαδßα της ιταλικÞς λογοτεχνßας μεταφÝρθηκε στη ΚρÞτη, το λογοτεχνικü αυτü εßδος απÝκτησε ζωÞ κι αληθοφÜνεια (Αλεξßου 2002, 47). Εßναι πολý πιθανü üτι η καλλιÝργεια της βουκολικÞς λογοτεχνßας στη ΚρÞτη Üρχισε με ιταλικÜ Ýργα μÝσα στους κýκλους των Ακαδημιþν που εßχαν ιδρυθεß στο ΚÜστρο (ΗρÜκλειο) και στα ΧανιÜ απü λüγιους βενετοκρητικοýς. ºσως κÜποιο τÝτοιο ιταλικü ποιμενικü Ýργο να εßναι το πρüτυπο της Βοσκοποýλας. ΣημαντικÞ, λ.χ., εßναι η σχÝση της με το τελευταßο μÝρος ενüς περßφημου στην εποχÞ του βουκολικοý ιταλικοý ποιÞματος, της Arcadia του Sannazaro, που τυπþθηκε το 1502. ΠÜντως, üποιο κι αν εßναι το ξÝνο πρüτυπο, η γνÞσια ελληνικÞ Ýκφραση Ýδωσε ελληνικü Þθος στα πρüσωπα κι ελληνικü χαρακτÞρα στο ποßημα. ¢λλωστε, ξεχωρßζει μες στην ευρωπαúκÞ ποιμενικÞ ποßηση της εποχÞς της με τη διαýγεια της πλοκÞς, την εκφραστικÞ ακρßβεια και λιτüτητα, τη πειστικÞ απüδοση των συναισθημÜτων, τον περιορισμü του συμβατικοý, την αποφυγÞ της μακρυγορßας και των μυθολογικþν κοινοτοπιþν. ºσως εßναι το καλλßτερο δεßγμα του εßδους σε ευρωπαúκÞ κλßμακα, το μüνο που Üξιζε πραγματικÜ να φτÜσει þς την εποχÞ μας (Αλεξßου 2002, 50-51).
     Η γλþσσα του εßναι η κρητικÞ διÜλεκτος, üπως εßχε διαμορφωθεß στη περßοδο της ακμÞς της κρητικÞς λογοτεχνßας κι üχι η (μικτÞ) μεσαιωνικÞ γλþσσα των κειμÝνων της περιüδου της προετοιμασßας. Απü τις πρþτες στροφÝς του Ýργου ο αναγνþστης αισθÜνεται πως Ýχει μπρος του Ýνα κεßμενο ιδιωματικü. Ο ποιητÞς επιδιþκει τη καθαρüτητα του ιδιþματος, με τη πυκνüτητα των διαλεκτικþν τýπων και την αποφυγÞ των λüγιων αλλÜ και των κοινþν νεοελληνικþν. Ο ανþνυμος Κρητικüς πÝτυχε τον τüνο της φυσικüτητας, με την εκοýσια λιτÞ κι απλÞ γλþσσα, την απλÞ σýνταξη, τα αραιÜ κι επßτηδες απÝριττα και κοινÜ επßθετα, τις επαναλÞψεις λÝξεων και φρÜσεων, τη χρÞση των συνþνυμων και την αποφυγÞ των διασκελισμþν. Η αμÝλεια, üμως, üσων αντÝγραφαν τη Βοσκοποýλα τον καιρü που κυκλοφοροýσε σε χειρüγραφα κι η γνωστÞ τÜση των τυπογρÜφων προς το λογιüτερο και προς το μη ιδιωματικü, Ýφθειραν σε μεγÜλο βαθμü τη γλþσσα και τη στιχουργßα του Ýργου (Αλεξßου 2002, 51-52).
     Ο στßχος εßναι ο 11σýλλαβος, αυστηρüτερος üμως τονικÜ απü τον ιταλικü. Στην Ýκδοση του 1627 οι στßχοι εßναι χωρισμÝνοι σε 4στιχα, που δηλþνονται üχι με απüσταση ανÜμεσα στις στροφÝς, αλλÜ με μετακßνηση του 1ου στßχου πιο αριστερÜ απü τους 3 Üλλους. Τα 4στιχα αντιστοιχοýν σε ενüτητες λογικοý περιεχομÝνου και σπÜνια παρατηρεßται να μη συμπßπτει η αρχÞ και το τÝλος του 4στιχου με την αρχÞ και το τÝλος μιας φρÜσης. Το ποßημα Ýχει 119 στροφÝς, αρχικÜ üμως εßχε 120, γιατß ασφαλþς λεßπει μια στροφÞ μετÜ τον στßχο 324, üπως φαßνεται απü το νüημα. Στην πορεßα η στιχουργικÞ μορφÞ απλουστεýτηκε, Ýγινε λαúκüτερη και τα 4στιχÜ της εßναι πια απλÜ ζεýγη ομοιοκατÜληκτων 2στßχων (Αλεξßου 2002, 53). ¼ταν η Βοσκοποýλα εκδüθηκε 1η φορÜ στη Βενετßα το 1627, η χειρüγραφη παρÜδοση κι οι αλλεπÜλληλες αντιγραφÝς Þ και καταγραφÝς απü μνÞμης (η μικρÞ Ýκταση του Ýργου διευκüλυνε την αποστÞθιση) εßχαν ασφαλþς Þδη αλλοιþσει το Ýργο. Παρ' üλ' αυτÜ, στην Ýντυπη Ýκδοση του 1627 üχι μüνο δεν Ýγινε κανÝνας κριτικüς Ýλεγχος του χειρογρÜφου που χρησιμοποιÞθηκε και που φαßνεται üτι Þταν ελαττωματικü, αλλÜ προστÝθηκαν και νÝα σφÜλματα (Αλεξßου 1963, 13). Τη 1η αυτÞ Ýκδοση ακολοýθησαν πυκνÝς ανατυπþσεις ως τα τÝλη του 18ου αι. στη Βενετßα. Απü τις πολλÝς φιλολογικÝς εκδüσεις μνημονεýουμε κεßνες του É. Legrand (1869, 1870 και 1900), του Α. ΓιÜνναρη (1933), Ýκδοση μεταθανÜτια, με τη φροντßδα του Ν. Β. ΤωμαδÜκη, καθþς και του ΛευτÝρη Αλεξßου (1937). ΟπωσδÞποτε, ξεχωρßζει η κριτικÞ Ýκδοση του Στυλιανοý Αλεξßου (1963), που στηρßχθηκε στη 1η βενετικÞ Ýκδοση του 1627 κι üχι στις ανατυπþσεις, προσπαθþντας να σεβαστεß τον χαρακτÞρα του Ýργου. Ο Αλεξßου εξÝδωσε ξανÜ το Ýργο, μαζß με τον Απüκοπο, το 1971 (ανατυπþσεις 1979, 1998, 2002) με ορισμÝνες βελτιþσεις, λαμβÜνοντας υπüψη του και το αποδιδüμενο στο λüγιο του 17ου αι. ΛÝοντα ΑλÜτιο χειρüγραφο του Ýργου -το 'κανε γνωστü ο ΘωμÜς Παπαδüπουλος το 1969-, που ανÞκει σε διαφορετικü κλÜδο της κειμενικÞς παρÜδοσης και παραδßδει ενßοτε ορθüτερες γραφÝς. ΤÝλος, το 2016, ο Alfred Vincent εξÝδωσε τη Βοσκοποýλα σε μια "εýχρηστη Ýκδοση, που δεν εßναι πια “αναστηλωτικÞ”, αλλÜ βρßσκεται πιο κοντÜ στον χαρακτÞρα της πρþτης βενετικÞς Ýκδοσης και των ανατυπþσεþν της, απαλλαγμÝνη, πÜντως, απü τα πολυÜριθμα τυπογραφικÜ σφÜλματÜ τους" (Vincent 2016, οπισθüφυλλο). ΕξÜλλου, στη διÜδοση του Ýργου καταγρÜφεται κι αξιοσημεßωτη μεταφραστικÞ τýχη: μßα ανþνυμη ανÝκδοτη λατινικÞ μετÜφραση στα τÝλη του 17ου αι., η αγγλικÞ απüδοση του Marshall (1929) και, τÝλος, η ιταλικÞ απü ομÜδα μεταφραστþν (Αλεξßου, Pontani κ.Ü., 1975).
     Η Βοσκοποýλα, üπως κι Üλλα Ýργα της κρητικÞς λογοτεχνßας, αγαπÞθηκε κι απü τους λογßους κι απü το λαü. Αυτü φαßνεται απü τη χειρüγραφη διÜδοσÞ της κι απü τις πυκνÝς Ýντυπες εκδüσεις της. Σαφεßς επιρροÝς της υπÜρχουν στο Ýργο του Σολωμοý, ενþ στο παρελθüν η Ýρευνα Ýχει εντοπßσει απηχÞσεις της και στην ιστορßα της Haidee απü τον περßφημο Don Juan του Λüρδου Βýρωνα (Αλεξßου 2002, 58), Üποψη που üμως, σýμφωνα με τα τελευταßα πορßσματα της Ýρευνας, οφεßλεται σε παρεξÞγηση και πρÝπει να αναιρεθεß (ΚατσιγιÜννης 2011, 287-305). ΕξÜλλου, το ειδýλλιο απομνημονεýτηκε και τραγουδÞθηκε πολý σε διÜφορες προφορικÝς παραλλαγÝς üχι μüνο στη ΚρÞτη, αλλÜ και στη ΜÞλο, τη ΝÜξο, τη Χßο κι αλλοý (Αλεξßου 2002, 57).

     Στυλιανüς Αλεξßου (επιμ.), Η Βοσκοποýλα. Κρητικü ειδýλλιο του 1600, Εταιρßα Κρητικþν Ιστορικþν Μελετþν, ΗρÜκλειο 1963.



Η Βοσκοποýλα η εýμορφη οýτως ωνομασμÝνη
εις τýπον κεις φανÝρωσιν τþρα νεωστß βαλμÝνη,
μÝ Ýξοδες του ευγενικοý Νικολοý του εκ ΚρÞτης,
Δρυμητινüς το πßκλην του ο Αποκορωνßτης,
κοντÜ εις τον φιλÝλληνα Αντüνι τον ΠινÝλλι
συντιθεμÝνη εýμορφα με μετρημÝνα μÝλη.

Ενετßησιν Ýτει απü θεογονßας 'αχκζ' (1629)
                      con privilegio
                _________________

     Ο νεαρüς βοσκüς περιπλανιÝται στα δÜση με το κοπÜδι του.
     ΞαφνικÜ βλÝπει μπροστÜ του μια üμορφη κüρη και μαγεýεται απü τα κÜλλη της.

Σε μεγÜλην ἐξοριÜ, σ’ ἕνα λαγκÜδι,
μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουρÜδι,
σὲ δÝντρη, σὲ λειβÜδια, σὲ ποτÜμια,
σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλÜμια.
ΜÝσα στὰ δÝντρη κεῖνα τ’ ἀθισμÝνα,
ποὺ βüσκαν τὰ λαφÜκια τὰ καημÝνα,
στὴ γῆ τὴ δροσερÞ, στὰ χορταρÜκια,
ποὺ γλυκοκιλαúδοῦσαν τὰ πουλÜκια,
πανþρια λυγερÞ, πανþρια κüρη
ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραßα στὰ θþρη,
ἔβλεπε κÜποια πρüβατα δικÜ τζη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιÜ τζη.
ΞαθÜ ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση,
καμÜρι καὶ στολßδι τὸ κορμß τζη,
κ’ ἡ φορεσιÜ, ποὺ φüρειεν, ἦτον ἄσπρη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη.
ΣτρÝφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μÜτια
κ’ ἐρρÜγην ἡ καρδιÜ μου τρßα κομμÜτια,
γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα
καὶ νὰ μὲ σαúττÝψουν ἐγυρεῦγα.

Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντÜ τως
μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματÜ τως
καὶ πιÜνουσι σαÀττες καὶ βερτüνια
γιὰ νὰ μοῦ δþσουν κρßση τὴν αἰþνια.
Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαÀττα τως μὲ σþνει·
εἶπα καὶ τὸ κορμß μου δὲ γλυτþνει·
τὸ φῶς μου καὶ τὰ μÜτια ἐθαμπωθῆκα
καὶ σὲ καημὸν ἀρßφνητον ἐμπῆκα.
Κι ὀμπρὸς στὴ βρýση πÝφτω λιγωμÝνος
κ’ ἡ κüρη ἐθÜρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμÝνος.
ΛÝγει: "Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνßδια
ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνßδια.
Ἔρχεται πρὸς ἐμÝνα καὶ γνωρßζει
πὼς εἶμαι λιγωμÝνος κι ἀρχινßζει
νὰ παßρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀÝρα
ἡ πλουμιστÞ μου κι ἄσπρη περιστÝρα.
Καὶ παßρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρýση
κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμÝνα νὰ τὸ χýση·
ραßνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρüσωπü μου
λογιÜζοντας πὼς νÜ ’ναι γιατρικü μου.

Τὸ πρüσωπü μου ξαναρραßνει πÜλι,
ὡγιὰ νὰ μὲ συφÝρη ἀπὸ τὴ ζÜλη.
Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανßστη
τὸ πὼς ὁ λογισμüς μου ἐξεζαλßστη.
Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμÜζωξε γιὰ μÝνα
βüτανα καὶ λουλοýδια μυρισμÝνα·
τὰ λοýλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρßζαν τüσα,
νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ’ ἐσηκῶσα.
Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχßσω
κ’ εἰς εἶντα μüδο νὰ τσῆ φχαριστÞσω
τὸ σπλÜχνος τὸ πολý, τὴν καλωσýνη,
ὁποý ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κεßνη.
ΛÝγω τση: "Σ’ εἶντα μüδο νὰ γυρÝψω
τὸ σπλÜχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμÝψω;
Καὶ πῶς νὰ διÜξω ’ς τοῦτο τὸ γομÜρι,
ἀνÝγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χÜρη;
Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δþσω,
δὲν ἠμπορῶ τὸ χριüς μου νὰ πλερþσω
οὐδὲ τὴν καλωσýνη σου τὴν τüση
ὁ λüγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερþση."

Ἀπιλογᾶται τüτες τὸ κορÜσο,
λÝγει μου: "Τὸ κορμß σου ἐπὰ στὸ δÜσο
εὑρÝθηκε σὲ κßντυνο περßσσο
καὶ θÝλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθÞσω;
Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τü ’θελε παινÝσει
καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τü ’χε συχωρÝσει;
Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρßνει,
ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κεßνη;
Κ’ οἱ πÝτρες μοῦ τὸ θÝλασι γογγýσει,
μὲ δßχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφÞσει.
Ὥς καὶ ἡ ἀσκιÜ μου μ’ ἤθελε μισÞσει,
ἂ δὲν ἤθελα κÜμει δßκια κρßση.
Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κρÜζει·
ὅλοι μικροὶ μεγÜλοι μ’ ἀτιμÜζει·
τὰ πρüβατÜ μου ἐθÝλασινε φýγει
κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμßγει.
Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κÜμω
καὶ κÜλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο
μὲ ἵδρωτα, μὲ πüθο νὰ μετρÞσω,
παρÜ τÝτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθÞσω.

Γεῖς φρüνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κÜλλη
εὑρÝθηκε σὲ παιδεμÞ μεγÜλη
κ’ ἤμουνε κρατημÝνη νὰ βουηθÞσω,
κüπο νὰ βÜλω νὰ τὸν ἀναστÞσω.
Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιÜ, βοσκÝ, τὴν τüση,
ἁποὺ μιλεῖς καὶ δßδεις μου μὲ γνþση,
σ’ ἀγÜπη περισσὴ βαλμÝνη μ’ ἔχεις
κ’ εἰς τὰ θελÞματÜ σου, νὰ κατÝχης.
Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικÜ μου
νὰ πÜγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρüβατÜ μου,
μÜ ’χω χαρὰ νὰ στÝκω στὸ λειβÜδι,
συντροφιασμÝνοι νÜ ’μεσταν ὁμÜδι."
ἈφÞνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιÜση,
πüση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δÜση
μιλþντας τσὶ καημοýς μου καὶ τὰ πÜθη
κ’ ἡ συνοδειÜ μου στὰ πεθýμου νÜ ’ρθη.
Σὰν τß χαρÜ ’τον τüτες ἡ δικÞ μου
καὶ τß δροσιÜν, ὁποý ’δεν τὸ κορμß μου!
Ἄλλος βοσκὸς στὸν κüσμο δὲν ἐχÜρη
οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαßρεται ψÜρι.

ΛÝγω της: τα γλυκÜ σου üμορφα μÜτια
εκÜμαν την καρδιÜν μου τρßα κομμÜτια
κεßναι βαρý τινÜς να το πιστεýση
μαχαßρι οποý λαβþση να γιατρεýση.
Μ' Üς Þτον μπορετü ξετελειωμÝνον
να γßνη το μισθü σοu τÜρχισμÝνον,
να τüθελε μαντÝψη η üμορφιÜ σου
Üπüψε να κοιμÞθηκα κονδÜ σου.
Διατß μακρÜ 'πο δþναι η κατοικιÜ μου
π ' ÜρμÝγω κÜθ' αργÜ τα πρüβατÜ μου,
και δεν μποροýμε Üπüψε κεß να πÜμε ,
μ' Üς θÝσωμεν επÜ στα χüρτα χÜμαι.
ΓλυκιÜ μ' ÜπηλογÜται το κορÜσο
λüγια για νÜ χαρþ και νÜγαλλιÜσω
γλυκιÜ και ζαχαρÝνι' ÜπηλογÞθη,
κεiς κεßνον που της εßπα μ' αποκρßθη.
ΛÝγει: το φως τζÞ μÝρας λιγοσταßνει,
κι ο Þλιος, ÜγουρÝ μου, θε να πηαßνη
τζη νýκτας το σκοτÜδι μας σιμþνει
κη κρυüτητα του δÜσου μας πλακþνει.

Μ' ακλοýθα μου λοιπüν να πα να βροýμε
επÜ κοντÜ το σπÞλαιον να μποýμε,
να φας να πÞς και να καλοκαρδßσης,
και στρþμα φτωχικüν ν'ανακκουμπßσης.
Και θÝλουμε χαρÞ και ξεφαντþση
με τραγοýδια, με ψωμß μα και με βρþση,
και ας εßναι μοναχü του το κουρÜδι,
και ας βüσκεται σ' αυτüνο το λιβÜδι.
Και ας εßναι το κουρÜδι μοναχüν του
και ας χαßρεται και αυτü δια το βοσκüν του,
τα πρüβατα και πßλοιπα δικÜ σου
ας εßναι πÜ κοντÜ στα πρüβατÜ σου.

Με πλεßσια προθυμιÜ κοι δυü κινοýμε,
το δÜσον επουδÜζαμεν να βροýμε,
τα χÝρια ενοýς ταλλοý μας εκρατοýμαν
πασßχαροι τη στρÜτ' επορπατοýμαν.
Τη στρÜτα περπατοýμαν  'ς περβολÜκι,
βρßσκω βαγιÜ και κüφτω Ýνα κλαδÜκι,
κÜνω γοργü πιτÞδειο δαχτυλßδι
και δßδω το ατηνÞς και μÝνα αυτÞνη.
Με τα παιγνßδια επηαßναμε τη στρÜτα,
τα δÝντρη Þτον λοýλουδα γιομÜτα,
επÝφτασιν οι ανθοß, περιχοýσα,
τα κÜλλη της αφÝντρας μου επλουμοýσα.
¸λαμπεν ο ουρανüς τÜστρη γεμÜτος
και ο Üνεμος εφýσα ο δροσÜτος,
üντε στο σπÞλαιο σþσαμεν αιφνßδια
με γÝλια, με χαρÝς, με τα παιγνßδια.
Στη μια μεριÜ του σπÞλιου 'χε χωσμÝνη
φωτιÜ απü τη μÝρα φυλαμÝνη,
σπουδÜζει και την Üφτει το κορÜσο
με ξýλα που βαστοýσ' απü το δÜσο. 

Στου σκουτελιοý τον πÜτο εßχε λυχνÜρι,
Þτανε μια χαρÜ κÝνα καμÜρι,
η πλουμιστÞ και Üσπρη περιστÝρα
οσ'Üχεν εδεκεß χαρÜ μου 'φÝρα'.
ΕστρÜφηκα στο σπÞλαιο και συντÞρου
την ομορφιÜν οποý'χε γýρου-γýρου
και απüξω εßχε σαν περιπλοκÜδι,
οποý το περιπλÝξαμεν ομÜδι.
Απüξω με μυρτιÝς, με ροσμαρßνους,
με γοýδουρους, με βüλους και με κρßνους,
το εßχε το κορÜσιο στολισμÝνο,
και μýριζε το σπÞλαιο το καημÝνο.
ΠιδÝξια και πιτÞδεια ησÜν βαλμÝνα,
´σανε τα τζικÜλια κρεμασμÝνα,
κÝνα χαλκωματÜκι εßχε κοντÜ της,
π' Üρμεγε κÜθ' αργÜ τα πρüβατÜ της.
ΑπÜνω απ' üλα βλÝπω ενÜ κλινÜρι
ποýτονε μια χαρÜ κÝνα καμÜρι,
φτωχÜκι, μα στρωμÝνο Þτον πιτÞδεια
ογιÜ καλÝς καρδιÝς και δια παιγνßδια.

Ρωτþ την: "Αδελφοýς Ýχεις γη κýρη,
και ποιον Ýχεις στο σπÞλαιüν νοικοκýρη,
διατ' εßδα μια κουρτÝλλ' ακονισμÝνη
και με λουρß καινοýργιο κρεμασμÝνη".
ΛÝγει μου: "Κýρην Ýχω γεροντÜκι,
και απü τα ψÝς επÞγε στο χαρÜκι,
να κüψη πÝτρα ογιÜ να κτßση μÜντρα,
και μ' Üφηκε, ως βλÝπεις, δßχως Üντρα.
Δεν Ýρχεται ως την Üλλην εβδομÜδα,
κ'Ýχεις τζι μÝρες τοýτες μοναξÜδα,
εγþμαι πα στο σπÞλαιο να κατÝχεις.
Ýγνοια καμιÜ δι' Üνθρωπον μν Ýχης.
Εγþ αδελφοýς δεν Ýχω ουδÝ μÜννα,
εßναι καιρüς πολýς που αποθÜνα',
εγþμαι με τον κýρην μου οι δυü μας,
ετοýτο το σπÞλαιον εßναι δικü μας".
ΠιÜνει ψωμß, τυρß, χλωρÞ μαλÜκα,
κρýον αρνßν οφτü απÜνω 'ς πλÜκα
οποýχε δια τραπÝζι και ορδινιÜζει
και με σπουδÞ δια δεßπνον λογαριÜζει.

Εßχε και ξυδωτü κρασß δαμÜκι
σ' Ýνα μικρü και πλουμιστü φλασκÜκι,
και με συγκερνÜ κρυü νερü και πßνει,
και απüκεις με καλεß και μÝνα δßνει.
Μα λÝγω της: "ΚυρÜ, κρασß δεν πßνω,
δεν τρþγω απü το κριÜς το κρυüν εκεßνο,
Ü δεν θÝλη μαντÝψη η ομορφιÜ σου
νÜναι με το φιλßν το κÜλεσμÜ σου".
Ως τÜκουσε ßντα τζ' εßπα, Üφτει και σβýνει,
ωσÜν το φασκολοýλουδον εγßνη,
τα ρüδα τζη επληθýνασι, και φÜνη
ωσÜν εις το σκοτßδι το πυροφÜνι.
Τα μÜτια χαμηλþνει και μιλεß μου:
"Δεν Þτονε πρεπüν ουδÝ τιμÞ μου
τÝτοιας λογÞς αδιÜντροπα να διÜξω
μα σÝνα πρÝπει να καταδικÜσω".
Εσý Ýχεις εξουσιÜ και πιÝ και δüς μου
και θεληματικþς και στανικþς μου,
και πιε üσο θες και üσο που ορßζει
διατß ποτÝ μου Üλλο θÝλω γνωρßζει.

Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυü∙ συγκερασμÝνο
ἤτονε τὸ πιοτü μας τὸ καημÝνο,
μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀÝρα
καὶ μὲ τὸ πιÜσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χÝρα.
Ὁ πρῶτος λüγος, ὁποὺ λÝω στὴν κüρη:
"ΠολλÜ ’μαι κουρασμÝνος ’πὸ τὰ ὄρη
κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χÜρη
νὰ πÞγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινÜρι."
Προθυμερὰ σιμþνομε στὴν κλßνη
θÝτομε ἀγκαλιασμÝνοι ἐγὼ κ’ ἐκεßνη·
καὶ μὲ τὸ παῖξε - γÝλασε ἀρχινßζει
ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινßζη.
Κ’ εἰς λßγην ὥρα βλÝπομε τὸν ἥλιο
κ’ ἐξÜπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπÞλιο·
περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε
καὶ πÜμε τὰ κουρÜδια μας νὰ βροῦμε.
Καὶ πÜλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τüπο
εὑρßσκομÝστα μὲ πιδÝξιον τρüπο,
π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπüρει νὰ γνωρßση
οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοÞση.

ΜÜ ’ρθεν ἐκεßν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμÝνη,
τὸ γÝροντα τὸν κýρη τζη ἀνιμÝνει
καὶ λÝγει μου ἀποσπÝρας ἡ κερÜ μου:
"ΤαχιÜ, βοσκÝ, νὰ σÝ ’χα συντροφιÜ μου!
Τὸν κýρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμÝνω
κι ἀπὸ τὸ σπÞλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαßνω·
ἄμε καὶ σὺ στὴ μÜντρα τὴ δικÞ σου
καὶ μὲς στὸ μῆνα πÜλι μοῦ θυμÞσου·
ἐπὰ στὸν ἴδιον τüπο νὰ γυρßσης
οὐδὲ ποτÝ σου μὴ μ’ ἀλησμονÞσης,
γιατὶ τüτες ὁ κýρης μου καὶ πÜλι
δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κÜμη κι ἄλλη."
Τὴ νýκτα κεßνη θÝτω πρικαμÝνος
μὲ λογισμὸ μεγÜλον ὁ καημÝνος·
τὸ Θεὸν ἐπαρακÜλου νὰ μ’ ἀξιþση
νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερþση.
Μὰ λÝγω τσ’ ἄχολης μου περιστÝρας:
"Πολλὰ βαραßνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μÝρας,
γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βρÜδυ
ἐβιÜστη νὰ μὴ μεßνωμεν ὁμÜδι."

Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, ποý ’χα πÜντα θÜρρος,
κλαßω μὲ παραπüνεση καὶ βÜρος:
"Ὦ ἥλιε μου, πολλὴ χαρὰ ποὺ φÝρνεις,
γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμÝνα τÞνε παßρνεις;"
Σκþνομ’ ἐγὼ πρωτýτερ’ ἀπὸ κεßνη
κι ἀφÞνω την κ’ ἐκεßτετο στὴν κλßνη·
σιμþνω δὰ καὶ σκýφτω καὶ φιλῶ τη
καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη:
"Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφÞνω νὰ τὴν ἔχης
καὶ κÜμε, πÝρδικÜ μου, νὰ κατÝχης
κι ἂ ζÞσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πÜλι
νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικÜ, ὄμορφÜ σου κÜλλη."
ΣτρÝφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινßζει
τὸ ριζικü τζη ν’ ἀναθεματßζη·
τὰ δÜκρυÜ της ἄρχισαν κ’ ἐτρÝχα
τὰ κοραλλÝνια χεßλη της ἐβρÝχα:
"ἈνÜθεμÜ σε, μοῖρα μου καημÝνη,
ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τοýτη φυλαμÝνη·
ὡς ἧψα τὸ κερß, νὰ μοῦ τὸ σβÞσης,
σὲ μεγÜλη σκοτÜγρα νὰ μ’ ἀφÞσης!"

Σηκþνεται καὶ θὲ νὰ παραγγεßλη
κ’ ἐτρÝμασι τὰ ζαχαρÝνια χεßλη
κι ἀπὸ τὰ δÜκρυα πασανεὶς ἐγροßκα
τὸ βÜρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρßκα.
Καὶ λÝγει μου: "ΒοσκÝ, ἄμε, ποὺ νÜ ’χης
καμÜρι καὶ χαρÝς, ὅπου κι ἄ λÜχης·
κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξÝνα
νὰ ζÞσω, νὰ τελειþσω μετὰ σÝνα.
Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση
κ’ ἐδιÜλεξε νὰ σ’ ἔχη σýντροφü τζη,
θυμÞσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονÞσης
καὶ κÜμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρßσης."
─ "Ὅνταν ἰδῆς τὸν κüρακα ν’ ἀσπρßση
καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερßση,
κορμß δßχως ψυχÞ νὰ πορπατÞση,
τüτες κ’ ἐγὼ θÝλω σ’ ἀλησμονÞσει.
Πιὰ γλÞγορα στὴ γῆ νὰ ζÞση ψÜρι
κι ὁ ἔρωτας νὰ χÜση τὸ δοξÜρι
κ’ ἡ νýκτα δßχως ἄστρα καὶ δροσοýλα
παρὰ ν’ ἀφÞσω τÝτοια βοσκοποýλα.

Μ’ ἀπεßτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμÝνο
νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαßνω
παραγγελιὰ σ’ ἀφÞνω νὰ θυμᾶσαι·
πÜντα στὸ νοῦ σου μετὰ μÝνα νÜ ’σαι."
Μὲ κλÜματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεýγω,
πÜγω τὰ πρüβατÜ μου νὰ γυρεýγω
κι ἀγÜλι - ἀγÜλι μÜκρυνα τὸν τüπο
μὲ βÜσανα, μὲ πρßκες καὶ μὲ κüπο.
Μὰ πÝρασεν ὁ μÞνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα
νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκεßνη τὴν πανþρια,
μὰ θÝλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζÜπη,
τὸ ριζικü μου κ’ ἡ πολλÞ τζη ἀγÜπη
κ’ ἔπεσ’ ἀρρωστημÝνος στὸ κλινÜρι
κ’ ἐλßγεψÝ μου ἡ δýναμη κ’ ἡ χÜρη,
καὶ πρßχου γιÜνω, νὰ καλοτερÝψω,
στρÜτα νὰ πορπατÞσω πρὶν μπορÝσω.
ἘπÝρασεν ὁ μÞνας πρὶ νὰ θÝσω
κ’ ἐδιÜβη κι ἄλλος, ὥστε νὰ μπορÝσω
νὰ πορπατÞσω, νὰ σαλευγουδßσω,
νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλÞσω.

Μὰ μÝσα ’ς τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικοýμου
τὴ δýναμη δαμÜκι τοῦ κορμιοῦ μου·
μὲ πλÞσια προθυμιὰ κινῶ νὰ πÜω
κρατþντας τὸ ραβδÜκι ν’ ἀκουμπÜω. 
ΜεγÜλον φüβον εßχα και περßσσο,
και δεν εμπüρουν να καλλιτερßσω,
διατ' Þπεσα και ρÜγη το σπαθß μου,
κ'Þλθα και γιÜγυρα εις την αποστροφÞ μου.
ΚÝσυρε τρεις φωνÝς και ξÞπασÝ με,
üταν γλυκÜ κοιμοýμουν ξýπνησÝ με,
κÞρθαν κακÜ σκυλιÜ ωσÜν πνηγÜρι
να φÜγωσι ταρνß μου το πουλιÜρι.
Εγρßκουν απü το δÜσο της να κλαßγη
η καθαρÝνια βρýση, να μου λÝγη
το πως η αρρωστιÜ κι η Üργητα μου
κÜρβουνα θε να βÜλουν στην καρδιÜ μου.
Το ´νßμενα να μÜθω και φοβοýμου'
τν þρα κεßνη εγÝμισÝ το ο νους μου
και δεν ημπüρουν να καλοκαρδßσω,
ουδÝ να ιδþ, ουδÝ ν'αντρανßσω.

ΦτÜνω, θωρþ το σπÞλαιο αραχνιασμÝνο,
με βοýρκα, με πηλÜ ναμουρδωμÝνο,
αλλοιÜς λογÞς με δÝχτη το καημÝνο
παρÜ που μοýχε πρßντης μαθημÝνο.

Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφÞ, σ’ ἕνα χαρÜκι
ξανοßγω καὶ θωρῶ ’να γεροντÜκι
κ’ ἔβλεπε κÜποια πρüβατα ὁ καημÝνος,
ἀδýναμος καὶ μαυροφορεμÝνος.
Σφυρßζω καὶ φωνÜζω, χαιρετῶ τον
καὶ γιὰ τὴ βοσκοποýλ’ ἀναρωτῶ τον·
μὲ φüβο καὶ μὲ τρüμο τοῦ δηγοýμου
καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκροýμου.
Γροικῶ τὸ γÝρο ὀμπρὸς κι ἀναστενÜζει,
τὸ ριζικü, τὴ μοῖραν του ἀτιμÜζει
καὶ κλαßοντας μοῦ λÝγει: "Ἡ πεθυμιÜ σου
ἀπüθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντÜ σου.
Γι’ αὐτεßνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδß μου,
θÜρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχÞ μου,
μὰ ὁ ΧÜρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρüς μου
κ’ ἐθÜμπωσε τὰ μÜτια καὶ τὸ φῶς μου.

ΚαλüκαρδÞ τον πÜντα καὶ χαρÜ μου,
ἀνÜπαψη πολλὴ στὰ γερατειÜ μου,
μὰ ὁ λογισμüς, ἁποý ’χε πᾶσα βρÜδυ,
παρÜκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη.
Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαßγη,
χßλια κακὰ τσῆ μοßρας τση νὰ λÝγη,
σὰν τὸ κερὶ ἐλßγαινε, ὅνταν ἅφτη,
ὥστε ποὺ διÜβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθÜφτη.
Ποτὲ τὴ νýκτα δὲν ἐθþρειεν ὕπνο
οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιüμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο.
Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρüς τση τὸ κουρÜδι,
ποὺ τü ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμÜδι.
Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο,
ἀμοναχÞ τζη ἐμßλειε κ’ ἐδηγᾶτο
κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιÜση
ἕνα καλὸ βοσκü, ποý ’χε στὰ δÜση.
Ἐξýπνουν τηνε τüτες κ’ ἔλεγÜ τζη
εßντα πολλὰ βαρÜ ’ν τὰ ὄνειρα τζη
κ’ εἶντÜ ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λÝγει
καὶ πÜραυτας ἀρχßνιζε νὰ κλαßγη:

"Κýρη, μεγÜλον ἄδικο μοῦ κÜνεις
νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβÜνης,
τὴν ὥραν, ὅπου βλÝπω στ’ ὄνειρü μου
τὸν πολυαγαπημÝνο τὸ βοσκü μου."
Τὰ ’ννιÜμερÜ τζη ἦσαν ὀψÝς, ὑγιÝ μου.
Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψýχα, ἐμßλησÝ μου·
παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: "Ἐπὰ στὰ δÜση
ἕνας καλὸς βοσκὸς θÝλει περÜσει,
μελαχρινüς, λιγνὸς καὶ γελασιÜρης,
νÝος καὶ μαυρομÜτης, διωματÜρης,
καὶ θÝλει σὲ ρωτÞξει, ὡγιὰ νὰ μÜθη
γιὰ κεßνην, ὁποὺ ἀπüθανε κ’ ἐχÜθη.
Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμÝνη,
μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ ποτὲ ἡ καημÝνη·
κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλÜψη,
τὰ ροῦχα του γιὰ λüγου τζη νὰ βÜψη.
Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πÝ, πὼς τὴν ἐχÜσε,
ὡσὰν εἶδε τὴ μÝρα κ’ ἐπερÜσε:
ζιμιὸ ἀλησμüνησÝ τη τὴν καημÝνη·
γιὰ κεῖνο ἐθανατþθη πρικαμÝνη."

Καὶ ἀπὸ τὰ σουσοýμια ἐκεῖνος εἶσαι
καὶ κλαßγει σε ἡ καρδιÜ μου καὶ πονεῖ σε,
γιατ’ ἤθελα παιδß μου νὰ σὲ κÜμω
κ’ εἴχαμε μιλημÝνα γιὰ τὸ γÜμο."
Ἔκλαιγεν ἡ καρδιÜ μου κ’ ἐθρηνᾶτο,
σὰν ἄκουσα τÝτοιας λογῆς μαντᾶτο·
οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθþρου·
στὰ πüδια μου νὰ στÝκω δὲν ἐμπüρου.
Κι ἀρχßνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρßζω,
τὸ ριζικü μου ν’ ἀναθεματßζω,
τὸν ἔρωτα τὸν ψεýτη ν’ ἀτιμÜζω
καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιÜζω:
"Κýρη γονÞ, νὰ ζÞσης, ἀφεντÜκι,
μὴ βαρεθῆς τὴ στρÜτα καμποσÜκι
νὰ πÜμε στὸ μνημοýρι τσῆ κερᾶς μου,
νὰ κÜμω τὸ κοντÝντο τσῆ καρδιᾶς μου.
Σὲ σπÞλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικÞσω,
ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικÞσω,
μὰ πÜντα μοναχüς μου νὰ γυρßζω
οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανßζω.

Δßχως γαμπÜ, ξεπüδητος νὰ πηαßνω
’ς τüπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμÝνο,
νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιÜρη
κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιÜρη.
Γιὰ σφÜλμα καὶ γιὰ πÜθητα δικÜ μου
ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερÜ μου.
ΝÜ ’χα τη φτÜξει ζωντανÞ, νὰ μÜθη
τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλÜ μου πÜθη!
Τþρα θωρῶ κι ἀλÞθια μ’ ἀπαρνÞθης
στ’ ἀραχνιασμÝνο στρῶμα, ποὺ κοιμÞθης·
καὶ δὲ μπορῶ ὁ φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνÞσω,
νὰ μοῦ συντýχης καὶ νὰ σοῦ μιλÞσω.
ΜÜτια μου, ἀφüντ’ ἐχÜσετε τὸ φῶς σας
μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρüς σας·
καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σþση,
ἀλÜφρωση ’ς τσὶ πüνους μου νὰ δþση;
Φßλους καὶ συγγενεῖς θÝλω μισÞσει.
Δὲ θÝλω νὰ σφαγῶ, μὰ θÝλω ζÞσει,
γιὰ νÜ ’χω πüνους, πρßκες καὶ λαχτÜρες,
καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμÜρες.

Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδÝρνω,
χßλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαßνω·
τὰ ὄρη, τὰ χαρÜκια νὰ μὲ φÜσι
καὶ νÜ ’ναι ἡ κατοικιÜ μου μὲς στὰ δÜση.
ΜÝρα - νýχτα νὰ κλαßω, νὰ θρηνοῦμαι,
τὰ πÜθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι·
νὰ κÜμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι,
νὰ κλαßου μετὰ μÝνα, νὰ πονοῦσι.
Μπαντοýρα νὰ μὴν παßξω οὐδὲ φιαμπüλι,
’ς λειβÜδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβüλι.
Τὰ πρüβατÜ μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμÝξω,
μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδÝξο.
Τὸ προβατÜκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιÜρι,
ὁποý ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιÜρει,
ἐκεῖνο μüνο νÜ ’χω μετὰ μÝνα,
νὰ πηαßνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμÝνα.
Νὰ κλαßγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κüρη,
νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνÜ, στὰ ὄρη·
στὴν ἀγκαλιÜ μου νὰ τ’ ἀποκοιμßζω,
τὸ ριζικü μου τὸ κακὸ νὰ βρßζω.
Κ ὅντε βροντᾶ κι ἀστρÜφτει καὶ χιονßζει,
κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρßζει,
τüτες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη
νὰ κλαßγω αὐτεßνη τὴν πανþρια κüρη.

Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καßει πÝτρες καὶ ξýλα,
ὅλοι σιμþνου στοῦ δεντροῦ τὰ φýλλα,
τüτες πÜγει ὁ βοσκüς, δροσιὸ γυρεýγει,
ἐγὼ νÜ ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καßγη.
Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπÞλιο,
τὰ νÝφη νὰ σκεπÜσουσι τὸν ἥλιο
καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χüρτα στὸ λειβÜδι
κι ἀπὸ τὴ μÜντρα νὰ μὴ βγῆ κουρÜδι.
Οὐδὲ πουλὶ στὸ δÜσο μὴν πετÜξη
καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κρÜξη·
καὶ τ’ ἀηδονÜκι μπλιὸ μὴν κελαúδÞση
κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγÞση.
Τὴ νýκτα μὴν προβÜλη τὸ φεγγÜρι·
εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψÜρι
κι ἄς ἀποφρýξου βρýσες καὶ ποτÜμια
κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλÜμια." 

                     ΤΕΛΟΣ

Κι ως εδεπÜ τελειþν' η Βοσκοποýλα
ιστüρια τζη, καμþματÜ τζη οýλα,
κι αν ευρεθοýν Üλλες πολλÝς γραμμÝνες,
ας ξεýρη πÜσα εις πως εßναι εσφαλμÝνες.
Μüνον πως αυτÞ εßναι η καλλιωτÝρα
απ' üσες κι αν βρεθοýν την σÞμερον ημÝρα,
Ýτζ' απü με τον Αποκορωνßτην
Νικüλαον Δρυμητινüν απü την ΚρÞτην,
τη διαλεγμÝνη με περßσσιον κüπον
και τυπωμÝνη εις ΒενετιÜς τον τüπον,
δια πÜσα Ýνα ποý θελε να μÜθη
να φýγη τζ' Ýρωτες και σαρκüς τα πÜθη.
Διατß απ' αυτÞνη ημπορεß να βγÜλη,
ρüδον σαν απ' αγκÜθι, και να πÜρη
ξüμπληση της ζωÞς της πρικαμÝνης
και τÝλους της Βοσκοποýλας της καημÝνης.
¼μως αφßνοντας τα παραμýθια,
θελ' αποκτÞση τον Χριστüν βοÞθεια.
Στους χßλιους εξακüσιους κεικοστÞ εβδüμη,
το τÝλος Ýλαβε η δικÞ μου γνþμη.
Και αν διαβÜζοντας τινÜς δεν Þθελε παινÝση,
την καλÞν γνþμην ας ιδÞ και ας συγχωρÝση.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers