ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Blake William: ÊïëáóìÝíá Ñïìáíôéêüò ÂÜñäïò

     Το βιογραφικü του υπÜρχει Þδη ΕΔ¿! στη ΠινακοθÞκη, καθþς Þτανε και ζωγρÜφος, οπüτε μπορεßτε να σπεýσετε πρþτα Þ μετÜ απü δω κι εκεß. Εδþ θα παραθÝσω και μερικÜ ποιÞματÜ του.  Π. Χ.


======================


                    ΠΟΙΗΜΑΤΑ

         Παροιμßες Της Κüλασης

Η δεξαμενÞ περιÝχει, η πηγÞ ξεχειλßζει.

Να σκÝπτεσαι το πρωß, να πρÜττεις το μεσημÝρι, vα δειπνεßς το βρÜδυ, να κοιμÜσαι τη Νýχτα.

Να περιμÝνεις δηλητÞριο απü το στÜσιμο νερü.

Αυτüς που δÝχεται μ’ ευγνωμοσýνη Ýχει πλοýσια σοδειÜ.

Η Αφθονßα εßναι ΟμορφιÜ

Το πουλß τη φωλιÜ, η αρÜχνη τον ιστü, ο Üνθρωπος τη φιλßα.

Η ψυχÞ της γλυκειÜς χαρÜς ποτÝ δε λερþνεται..

Τις þρες της ανοησßας τις μετρÜ το ρολüι, οι þρες της σοφßας δεν μποροýν να μετρηθοýν.

Τον καιρü της σπορÜς μÜθαινε, τον καιρü του θερισμοý δßδασκε, τον χειμþνα απολÜμβανε.

ΟδÞγησε το κÜρο και το αλÝτρι σου πÜνω απü τα κüκαλα των νεκρþν.

Ο δρüμος της υπερβολÞς καταλÞγει στο παλÜτι της σοφßας.

Η Σýνεση εßναι μια πλοýσια Üσχημη γεροντοκüρη, που τη φλερτÜρει η Ανικανüτητα.

Αυτüς που επιθυμεß αλλÜ δεν πρÜττει, γεννÜει την πανοýκλα.

Το κομμÝνο σκουλÞκι δßνει Üφεση στο αλÝτρι.

Βοýτηξε στο ποτÜμι εκεßνον που αγαπÜει το νερü.

Ο ηλßθιος δεν βλÝπει το ßδιο δÝντρο που βλÝπει ο σοφüς.

Αυτüς που το πρüσωπο του δεν αναδßνει φως, δεν θα γßνει ποτÝ Üστρο.

Η Αιωνιüτητα εßναι ερωτευμÝνη με τους καρποýς του χρüνου.

Η εργατικÞ μÝλισσα δεν Ýχει καιρü για θλßψη.

Η τροφÞ που χορταßνει δεν πιÜνεται με δßχτυ Þ παγßδα.

Την κακÞ χρονιÜ βγÜλε το τεφτÝρι, το ζýγι και το μÝτρο.

ΚανÝνα πουλß δεν ανεβαßνει στα ýψη αν πετÜει με τις δικÝς του φτεροýγες.

Το νεκρü κορμß δεν παßρνει εκδßκηση για τις πληγÝς του.

Η πιο υψηλÞ πρÜξη εßναι να επιδιþκεις μιαν Üλλη.

Αν ο τρελüς επÝμενε στην τρÝλα του θα γινüταν σοφüς.

Η τρÝλα εßναι ο μανδýας της απÜτης.

Η ντροπÞ εßναι ο μανδýας της ¸παρσης.

Οι ΦυλακÝς εßναι χτισμÝνες με τις πÝτρες του Νüμου, τα Πορνεßα με τις πλßνθους της Θρησκεßας.

Η Ýπαρση του παγονιοý εßναι η δüξα του Θεοý.

Η λαγνεßα του τρÜγου εßναι η γενναιοδωρßα του Θεοý.

Η οργÞ του λιονταριοý εßναι η σοφßα του Θεοý.

Η γýμνια της γυναßκας εßναι το Ýργο του Θεοý.

Η υπερβολικÞ λýπη γελÜει. Η υπερβολικÞ χαρÜ θρηνεß.

Ο βρυχηθμüς των λιονταριþν, το ουρλιαχτü των λýκων, το μÜνιασμα της ταραγμÝνης θÜλασσας και το σπαθß του ολÝθρου εßναι κομμÜτια αιωνιüτητας, πολý μεγÜλα για το μÜτι του ανθρþπου.

Η αλεποý καταριÝται το δüκανο, üχι τον εαυτü της.

Οι χαρÝς γονιμοποιοýν. Οι λýπες γεννοýν.

Ο Üντρας ας φορÝσει το τομÜρι του λιονταριοý, η γυναßκα την προβιÜ του αμνοý.

Το πουλß μια φωλιÜ, η αρÜχνη Ýναν ιστü, ο Üνθρωπος τη φιλßα.

Ο τρελüς με το αυτÜρεσκο χαμüγελο κι ο σκυθρωπüς βαρýθυμος τρελüς μια μÝρα θα νομιστοýν σοφοß, για üλους, ρÜβδος.

Αυτü που σÞμερα εßναι αποδεδειγμÝνο, κÜποτε δεν Þταν παρÜ γÝννημα της φαντασßας.

Ο αρουραßος, ο ποντικüς, η αλεποý, ο λαγüς κοιτÜζουν τις ρßζες, το λιοντÜρι, η τßγρη, το Üλογο, ο ελÝφαντας κοιτÜζουν τους καρποýς.

Μια σκÝψη γεμßζει το Üπειρο.

ΛÝγε πÜντα ελεýθερα τη γνþμη σου και ο τιποτÝνιος θα σε αποφýγει.

¼,τι πιστευτü, εßναι μια εικüνα της αλÞθειας.

Ο αετüς δεν Ýχασε ποτÝ του τüσο χρüνο üσο τüτε που βÜλθηκε να μÜθει απ' το κορÜκι.

Η αλεποý προνοεß για τον εαυτü της, αλλÜ ο Θεüς προνοεß για το λιοντÜρι.

¼πως το αλÝτρι υπακοýει στις λÝξεις, Ýτσι και ο Θεüς ανταμεßβει τις προσευχÝς.

Οι τßγρεις της οργÞς εßναι σοφüτερες απü τα Üλογα της μÜθησης.

Απü το στÜσιμο νερü να περιμÝνεις δηλητÞριο.

ΠοτÝ δεν θα μÜθεις τι εßναι αρκετü αν δεν μÜθεις τι εßναι περισσüτερο απü αρκετü.

Ν' ακοýς τις κατηγüριες του τρελοý. Εßναι βασιλικüς τßτλος!

Τα μÜτια της φωτιÜς, τα ρουθοýνια του αÝρα, το στüμα του νεροý, τα γÝνια της γης.

Ο Üτολμος εßναι τολμηρüς στον δüλο.

Η μηλιÜ δεν ρωτÜει ποτÝ την οξιÜ πως να μεγαλþσει, οýτε το λιοντÜρι το Üλογο πως να πιÜσει τη λεßα του.

Ο ευγνþμων αποδÝκτης χαßρεται πλοýσια σοδειÜ.

Αν Üλλοι δεν Þταν ανüητοι, θα 'πρεπε να 'μασταν εμεßς.

Η ψυχÞ της γλυκιÜς ηδονÞς ποτÝ δεν μιαßνεται.

¼ταν κοιτÜζεις Ýναν Αετü, κοιτÜζεις Ýνα μÝρος του Πνεýματος. ¾ψωσε το βλÝμμα σου!

¼πως η κÜμπια διαλÝγει τα πιο üμορφα φýλλα για ν' αποθÝσει τ’ αυγÜ της, Ýτσι και ο παπÜς εξαπολýει την κατÜρα του πÜνω στις πιο üμορφες χαρÝς.

Για να γεννηθεß Ýνα αγριολοýλουδο χρειÜζεται τοκετüς αιþνων.

Η κατÜρα δυναμþνει, η ευχÞ χαλαρþνει.

Το καλýτερο κρασß εßναι το πιο παλιü, το καλýτερο νερü εßναι το πιο φρÝσκο.

Οι προσευχÝς δεν οργþνουν! Οι ýμνοι δεν θερßζουν! Οι χαρÝς δεν γελοýν! Οι θλßψεις δεν κλαßνε!

Το κεφÜλι ΕυγÝνεια, η καρδιÜ ΠÜθος, τα γεννητικÜ üργανα ΟμορφιÜ, τα χÝρια και τα πüδια Αναλογßα.

¼,τι ο αÝρας για το πουλß κι η θÜλασσα για το ψÜρι, Ýτσι κι η καταφρüνια για τον αξιοκαταφρüνητο.

Το κορÜκι θα Þθελε üλα να εßναι μαýρα, η κουκουβÜγια üλα να εßναι λευκÜ.

Το Σφρßγος εßναι ΟμορφιÜ.

Αν το λιοντÜρι Ýπαιρνε συμβουλÝς απü την αλεποý, τüτε θα γινüταν πονηρü.

Η Πρüοδος φτιÜχνει ßσιους δρüμους, αλλÜ οι ανþμαλοι δρüμοι χωρßς την Πρüοδο εßναι οι δρüμοι της ΙδιοφυÀας.

Καλýτερα να πνßξεις Ýνα μωρü στην κοýνια του παρÜ να τρÝφεις ανικανοποßητους πüθους.

Εκεß που απουσιÜζει ο Üνθρωπος, η φýση εßναι στεßρα.

Η ΑλÞθεια δεν μπορεß να ειπωθεß Ýτσι που να εßναι κατανοητÞ, αλλÜ üχι πιστευτÞ.

ΦτÜνει! Þ Περισσεýει.

ΟδÞγησε το κÜρο και τ’ αλÝτρι σου πÜνω απ’ τα κüκαλα των νεκρþν.

Ο δρüμος της υπερβολÞς οδηγεß στο παλÜτι της σοφßας.

Η φρονιμÜδα εßναι μια πλοýσια κι ασκημομοýρα γεροντοκüρη που την κορτÜρει η Ανικανüτητα.

¼ποιος επιθυμεß αλλÜ δεν πρÜττει, γεννÜει την πανοýκλα.

Ο ανüητος δεν βλÝπει το ßδιο δÝντρο με τον σοφü.

Αν ο ανüητος επÝμενε στην ανοησßα του, θα γινüταν σοφüς.

Η ανοησßα εßναι ο μανδýας της κατεργαριÜς.

Η ντροπÞ εßναι ο μανδýας της Υπεροψßας.

Οι ΦυλακÝς εßναι χτισμÝνες με πÝτρες του Νüμου, τα Πορνεßα με πλßνθους της Θρησκεßας.

Η Ýπαρση του παγωνιοý εßναι η δüξα του Θεοý.

Η λαγνεßα του τρÜγου εßναι η αφθονßα του Θεοý.

Η οργÞ του λιονταριοý εßναι η σοφßα του Θεοý.

Η γýμνια της γυναßκας εßναι το Ýργο του Θεοý.

Η ψυχÞ της γλυκιÜς χαρÜς ποτÝ δε λερþνεται.

¼ταν βλÝπεις Ýναν Αετü, βλÝπεις Ýνα μÝρος του Πνεýματος. ΨηλÜ το κεφÜλι!

Η δημιουργßα ενüς μικροý λουλουδιοý εßναι το Ýργο αιþνων.

Το κεφÜλι Θαυμαστü, η καρδιÜ Συγκßνηση, τα γεννητικÜ üργανα ΟμορφιÜ, τα χÝρια και τα πüδια Αναλογßα.

¼πως ο αÝρας για το πουλß Þ η θÜλασσα για το ψÜρι, Ýτσι εßναι η περιφρüνηση γι’ αυτüν που την αξßζει.


=================


                  Αιωνιüτητα

¼ποιος για τον εαυτü του τη χαρÜ κρατÜ
Τη φτερωμÝνη τη ζωÞ τη καταργεß,
Μα üποιος φιλÜει τη χαρÜ üταν πετÜι
Ζει στης Αιωνιüτητας τη χαραυγÞ.

           Οιωνοß της Αθωüτητας

Για να δεις τον κüσμο σε Ýνα κüκκο Üμμου
Και τον παρÜδεισο σε Ýνα αγριολοýλουδο
ΚρÜτησε το Üπειρο στην παλÜμη του χεριοý σου
Και την αιωνιüτητα σε μßα þρα.

¸νας κοκκινολαßμης πετρßτης σε κλουβß
ΦÝρνει üλο τον ουρανü σε οργÞ.
¸νας περιστερþνας γεμÜτος περιστÝρια
ΦÝρνει ρßγος σε üλες τις περιοχÝς της κüλασης.

¸να πεινασμÝνο σκυλß στην πýλη του αφεντικοý
ΠροβλÝπει τη καταστροφÞ του κρÜτους.
¸να Üλογο που το κακομεταχειρßστηκαν στο δρüμο
ΖητÜ απü τον ουρανü ανθρþπινο αßμα.

ΚÜθε κραυγÞ ενüς κυνηγημÝνου λαγοý
Σχßζει μια ßνα απü τον εγκÝφαλο.
Μια σιταρÞθρα τραυματισμÝνη στο φτερü
¸να χερουβεßμ σταματÜ να τραγουδÜ

¸νας ψαλιδισμÝνος κüκκορας Ýτοιμος για μÜχη
Φοβßζει τον Þλιο που ανατÝλλει.
ΚÜθε λýκου και λιονταριοý η κραυγÞ
Απü την κüλαση εγεßρει μια ανθρþπινη ψυχÞ.

Το Üγριο ελÜφι που περιπλανÜται εδþ και εκεß
Εμποδßζει τη φροντßδα της ανθρþπινης ψυχÞς
Το κακομεταχειρισμÝνο αρνß τρÝφει δημüσια διαμÜχη
Και üμως συγχωρεß την λεπßδα του χασÜπη.

Η νυχτερßδα που φευγαλÝα πετÜ στο δειλινü
¢φησε το μυαλü που δεν θÝλει να πιστÝψει
Η κουκουβÜγια που καλεß τη νýχτα
ΜιλÜ στον τρüμο του Üπιστου.

Αυτüς που θα πληγþσει Ýναν τρυποφρÜχτη
Δεν θα αγαπηθεß ποτÝ απü Üνθρωπο
Αυτüς που στο βüδι θυμü προκÜλεσε
Δεν θα αγαπηθεß ποτÝ απü γυναßκα.

Το αχαλßνωτο αγüρι που σκοτþνει τη μýγα
θα νιþσει την αγριüτητα της αρÜχνης
Αυτüς που βασανßζει το δαιμüνιο του σκαραβαßου
Υφαßνει κλÞματα σε ατÝλειωτη νýχτα.

Η κÜμπια πÜνω στο φýλλο
Σου επαναλαμβÜνει τη θλßψη της μητÝρας της
Μην σκοτþνεις οýτε το σκüρο, οýτε την πεταλοýδα
Διüτι η τελικÞ κρßση πλησιÜζει.

Αυτüς που θα εκπαιδεýσει Üλογο για πüλεμο
Δεν θα περÜσει ποτÝ το αντιδιαμετρικü εμπüδιο
Το σκýλο του ζητιÜνου και τη γÜτα της χÞρας
ΤÜισε τα και θα παχýνεις.

Η σκνßπα που τραγουδÜ το τραγοýδι του θÝρους
Παßρνει δηλητÞριο απü τη γλþσσα του συκοφÜντη
Το δηλητÞριο του φιδιοý και της σαλαμÜνδρας
Εßναι ο ιδρþτας του ποδιοý της ζÞλιας.

Το δηλητÞριο της μÝλισσας
ε
ßναι η ζÞλια του καλλιτÝχνη.
Το Ýνδυμα του πρßγκηπα
και τα κουρÝλια του ζητιÜνου

Εßναι δηλητηριþδη μανιτÜρια
στα σακοýλια του φιλÜργυρου

Μια αλÞθεια ειπωμÝνη με κακü σκοπü
ΝικÜ üλα τα ψÝμματα
που μπορεßς να επινοÞσεις.

Εßναι σωστü, Ýτσι Ýπρεπε να εßναι
Ο Üνθρωπος Ýγινε για τη χαρÜ και τη λýπη
Και üταν αυτü εμεßς σωστÜ γνωρßζουμε
Τον κüσμο με ασφÜλεια διασχßζουμε.

ΧαρÜ και λýπη εßναι τÝλεια υφασμÝνα,
Μια ενδυμασßα για τη θεúκÞ ψυχÞ.
ΚÜτω απü κÜθε θλßψη και πεýκο
ΤρÝχει μια χαρÜ με μεταξωτü νÞμα.

Το μωρü εßναι κÜτι περισσüτερο απü φασκιÜ
Σε üλα αυτÜ τα ανθρþπινα κρÜτη
ΦτιÜχτηκαν εργαλεßα, και ανθρþπινα χÝρια γεννÞθηκαν
ΚÜθε αγρüτης καταλαβαßνει.

ΚÜθε δÜκρυ απü κÜθε μÜτι
Γßνεται Ýνα μωρü στην αιωνιüτητα.
Αυτü συλλαμβÜνεται απü τη λαμπρüτητα του θηλυκοý
Και επιστρÝφει στη δικÞ του απüλαυση.

Το βÝλασμα, το αλýχτισμα,
το μοýγκρισμα κι ο βρυχηθμüς

Εßναι κýματα που σκÜνε
στην ακτÞ του Ουρανοý.

Το μωρü που κλαßει κÜτω απü την βÝργα
ΓρÜφει την εκδßκηση στα βασßλεια του θανÜτου
Τα κουρÝλια του ζητιÜνου, κυματßζοντας στον αÝρα,
Σχßζουν κουρελιÜζοντας τους Ουρανοýς.

Ο στρατιþτης, οπλισμÝνος με σπαθß και üπλο
ΠαραλυμÝνος χτυπÜ ο καλοκαιρινüς Þλιος.
Το φαρδßνι του φτωχοý αξßζει περισσüτερο
Απü üλο το χρυσü στις ακτÝς της ΑφρικÞς.

Μισü φαρδßνι στυμμÝνο απü τα χÝρια του εργÜτη
Θα αγορÜσει και θα πουλÞσει τις εκτÜσεις του φιλÜργυρου
¹, αν προστατεýεται απü ψηλÜ
Κι αυτü ολÜκερο το Ýθνος πουλÜ και αγορÜζει.

Αυτüς που εμπαßζει την πßστη του βρÝφους
Θα εμπαιχτεß σε μεγÜλη ηλικßα και στο θÜνατο.
Αυτüς που θα διδÜξει το παιδß να αμφιβÜλλει
Απü το σÜπιο τÜφο ποτÝ δεν θα ξεφýγει.

Αυτüς που σÝβεται την πßστη του βρÝφους
Θριαμβεýει πÜνω στην κüλαση και στο θÜνατο.
Τα παιχνßδια του παιδιοý και η λογικÞ του γÝροντα
Εßναι οι καρποß των δýο εποχþν.

Ο ερωτþν, που κÜθεται Ýτσι πονηρüς,
ΠοτÝ δεν ξÝρει πþς να απαντÞσει.
Αυτüς που απαντÜ με τα λüγια της αμφιβολßας
ΣβÞνει το φως της γνþσης.

Το ισχυρüτερο δηλητÞριο που Ýχουμε γνωρßσει
ΠροÝρχονταν απü το δÜφνινο στÝμμα του Καßσαρα.
Το τßποτα μπορεß να παραμορφþσει το ανθρþπινο γÝνος
¼πως το σιδερÝνιο στÞριγμα της πανοπλßας.

¼ταν ο χρυσüς και οι πολýτιμοι λßθοι κοσμοýν το Üροτρο,
Η ζÞλια θα προσκυνÞσει τις ειρηνικÝς τÝχνες.
¸να αßνιγμα, Þ η κραυγÞ του τριζονιοý,
Εßναι μια ταιριαστÞ απÜντηση στην αμφιβολßα.

Η ßντσα του μυρμηγκιοý και το μßλι του αετοý
ΚÜνει την ανÜπηρη φιλοσοφßα να χαμογελÜσει.
Αυτüς που αμφιβÜλλει απü αυτü που βλÝπει
ΠοτÝ δεν θα πιστÝψει, κÜνε αυτü που σ' ευχαριστεß.

Αν ο Þλιος και το φεγγÜρι αμφÝβαλλαν
ΑμÝσως θα Ýσβηναν.
Το να Ýχεις πÜθος μπορεß να σου κÜνει καλü,
ΑλλÜ δεν υπÜρχει καλü αν το πÜθος εßναι μÝσα σου.

Η πüρνη και χαρτοπαßκτης, απü το κρÜτος
ΑδειοδοτημÝνοι, οικοδομοýν τις τýχες του Ýθνους.
Η κραυγÞ της πüρνης απü δρüμο σε δρüμο
Θα υφÜνει το σÜβανο της παλιÜς Αγγλßας.

Η κραυγÞ του νικητÞ, η κατÜρα του ηττημÝνου,
Χορεýουν μπροστÜ απü την νεκροφüρα της νεκρÞς Αγγλßας.

ΚÜθε νýχτα και κÜθε αυγÞ
Μερικοß στη μιζÝρια γεννιοýνται,
ΚÜθε αυγÞ και κÜθε νýχτα
Μερικοß γεννιοýνται σε γλυκιÜ απüλαυση.

Μερικοß γεννιοýνται σε γλυκιÜ απüλαυση,
Μερικοß γεννιοýνται στην ατελεßωτη νýχτα.

Οδηγοýμαστε στο να πιστεýουμε Ýνα ψÝμα
¼ταν βλÝπουμε üχι με το μÜτι,
Το οποßο γεννÞθηκε σε μια νýχτα για να χαθεß σε μια νýχτα,
¼ταν η ψυχÞ κοιμüταν στις ακτßνες του φωτüς.

Ο Θεüς φαßνεται, και ο Θεüς εßναι φως,
Σε αυτÝς τις φτωχÝς ψυχÝς που κατοικοýν στη νýχτα.
Μüνο η ανθρþπινη μορφÞ φανερþνεται,
Σ' αυτοýς που κατοικοýν στα βασßλεια της μÝρας.

                Χωρßς Τßτλο

Του δικοý μου του ανÝμου φüβο εßχα, η μανßα
μη χαλÜσει üλα τ Üνθη τα σωστÜ και τα ωραßα,
και ο Þλιος ο δικüς μου Ýκαιγε μεγÜλη φλüγα,
και τ’ αγÝρι το δικü μου Ýπαψε πνοÞ να Ýχει.

¢νθος üμως απ’ τα ωραßα μÞτε Ýνα δεν ευρÝθη
üμορφο και γινωμÝνο πÜνω σε κανÝνα δÝντρο -
üλα ετοýτα ‘δω τα Üνθη Ýγιναν και μεγαλþσαν
Üκαρπα, και ψευτισμÝνα, üμορφα μüνο στο μÜτι.

Του δικοý μου του ανÝμου φüβο εßχα· η μανßα
μη χαλÜσει üλα τ’ Üνθη τα σωστÜ και τα ωραßα,
και ο Þλιος ο δικüς μου Ýκαιγε μεγÜλη φλüγα,
και τ’ αγÝρι το δικü μου Ýπαψε πνοÞ να Ýχει.
¢νθος üμως απ’ τα ωραßα μÞτε Ýνα δεν ευρÝθη
üμορφο και γινωμÝνο πÜνω σε κανÝνα δÝντρο-
üλα ετοýτα ’δω τα Üνθη Ýγιναν και μεγαλþσαν
Üκαρπα, και ψευτισμÝνα, üμορφα μüνο στο μÜτι.

      Ο ΚÞπος Του ¸ρωτα

Στον κÞπο του ¸ρωτα επÞγα,
Και εßδα κεßνο που δεν εßχα ξαναδεß:
¸να ΞωκλÞσι εßχε χτιστεß καταμεσÞς,
Εκεß που Ýπαιζα συχνÜ πÜνω στη χλüη.

Και στο ΞωκλÞσι οι πüρτες Þτανε κλειστÝς,
Και «Απαγορεýεται» Ýγραφε πÜνω απü τη πýλη
Κι Ýτσι επÝστρεψα στου ¸ρωτα τον ΚÞπο
Που εßχε πολλÜ υπÝροχα λουλοýδια,

Και τονε βρÞκα γεμÜτον απü μνÞματα,
ταφüπλακες εκεß που θα 'τανε λουλοýδια
Και Ιερεßς με μαýρα ρÜσα περπατοýσαν,
Και δÝνανε τους πüθους μου και τις χαρÝς μ' αγκÜθια.

                 Τραγοýδι

Τι üμορφα τριγýριζα χωρÜφι το χωρÜφι
και Ýνιωθα ολÜκερη τη θερινÞ τη δüξα,
μÝχρι που εγþ ο πρßγκιπας του Ýρωτα τον εßδα
‘κεßνον που σýρθηκε üμορφα μÝσα στις ηλιαχτßδες.

¼λα τα κρßνα μου ‘πλεξε να βÜλω στα μαλλιÜ
και ρüδα κατακüκκινα να Ýχω για στεφÜνι,
στους κÞπους του με τρÜβηξε στην τüση ομορφιÜ
που üλες οι χρυσÝς χαρÝς ανθßζουν το κοτσÜνι.

Του ΜÜη οι γλυκοδροσιÝς νüτισαν τα φτερÜ μου
κι ο Φοßβος φλüγισε μ’ ορμÞ την üμορφη φωνÞ μου,
στα ξαφνικÜ με Ýπιασε με δßχτυ μεταξÝνιο
και σε κλουβß με Ýκλεισε χρυσü μαλαματÝνιο.

Απ’ Ýξω εκεßνος κÜθεται, του αρÝσει να μ’ ακοýει
κι ýστερα με χαμüγελο στα χÝρια του με παßζει,
μ’ ανοßγει το χρυσü φτερü που τþρα δεν πετÜει,
η λευτεριÜ μου χÜθηκε κι εκεßνος το γλεντÜει.

Το ΔÝντρο Με Το ΔηλητÞριο

Θýμωσα με το φßλο μου:
εßπα την οργÞ μου, η οργÞ μου Ýσβησε.
Θýμωσα με τον εχθρü μου:
δεν το εßπα, η οργÞ μου θÝριεψε.

Και τη πüτιζα με φüβο
Νýχτα και μÝρα με τα δÜκρυÜ μου
Με χαμüγελα την Ýκρυψα
και με γλυκÝς, απατηλÝς γητειÝς.

ΜÝρα και νýχτα κεßνη θÝριευε,
μÝχρι που γÝννησε λαμπρü μÞλο,
κι ο εχθρüς μου το 'δε να λÜμπει
κι Þξερε üτι Þτανε δικü μου.

ΚλεφτÜ μπÞκε στον κÞπο μου
üταν η νýχτα εßχε ρßξει τα πÝπλα της
και την αυγÞ τον εßδα με χαρÜ
ξαπλωμÝνο να κεßτεται κÜτω απ' το δÝντρο.






















 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers