ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

ÂéôóÝíôæïò ÊïñíÜñïò: Åñùôüêñéôïò (Ä' Åíüôçôá)

BITΣENTZOΣ εßν' ο ΠοιητÞς και στη ΓενιÜ KOPNAPOΣ,       
        που να βρεθεß ακριμÜτιστος, σα θα τον πÜρει ο XÜρος.
Στη Στεßαν εγεννÞθηκε, στη Στεßαν ενεθρÜφη,
        εκεß 'καμε κι εκüπιασεν ετοýτα που σας γρÜφει.
Στο KÜστρον επαντρεýθηκε, σαν αρμηνεýγει η Φýση,
        το τÝλος του Ýχει να γενεß, üπου ο Θεüς ορßσει.       
Oι στßχοι θÝλουν διüρθωσι και σÜσμα üσο μποροýσι,
        γι' αυτοýς που τους διαβÜζουσι, καλÜ να τους γρικοýσι.

 
                  ΠOIHTHΣ
O PÞγας τοýτον τον καιρüν Þβαλε μες στο νου του,
        ταßρι το γληγορýτερο να δþσει του παιδιοý του.
Συμβοýλιο με τη PÞγισσα δßδουν την þρα εκεßνη,
        και λÝσι για την AρετÞν, ßντα λογÞς εγßνη.
Παραφοροýνται απü μακρÜ, μα δεν το θεμελιþνουν,        5
        τα πρÜματα, οποý μοιÜζασι, σμßγουσιν και σιμþνουν.
ΛογιÜζουν την αποκοτιÜν ομπρüς του ΠεζοστρÜτη,
        να πÜ' να πει Ýτοια προξενιÜ του AφÝντη, στο ΠαλÜτι.
                  PHΓAΣ
ΛÝγει· "Δεν Þτον μπορετüν ατüς του να θελÞσει,
        Ýτσι ζαβÜ την προξενιÜ να'ρθει να μου μιλÞσει,        10
μα ο γιüς του Þτο η αφορμÞ σε τοýτο δßχως Üλλο,
        και βÜνει με Ýτοια αποκοτιÜ σε λογισμü μεγÜλο.
K' εκεßνη η τüση αδυναμιÜ, οποý'χει η Aρετοýσα,
        τα λüγια εκεßνα που'λεγεν, üντε την ερωτοýσα,
üλÜ'σανε κομπþματα, καθþς γρικþ και κρßνω,        15
        μα λογισμüν τση παιδωμÞς Þβαλε μετÜ κεßνο.
Tα συχναναστενÜματα, κ' η αγρυπνιÜ τση η τüση,
        ßντα σημÜδι αυτü μπορεß καλü να μας-ε δþσει;
218Kαι τα συχνιÜ αποφτιÜσματα της AρετÞς, AρτÝμη,
        δεν το'χω να'το για καλü, κι ο λογισμüς μου τρÝμει.        20
Tα ροýχα, που ο Pωτüκριτος Þλλασσε κÜθα μÝρα,
        μιÜ κοπελοýδα αμÜθητη, σε λογισμüν εφÝρα'.
O Pþκριτος εßν' üμορφος, Üξος και παλικÜρι,
        κ' οι νιοýτσικες οι Üγνωστες πιÜνουνται σαν το ψÜρι.
Mε λßγο βρþμα κι Üφαντο χÜνουσι την εξÜν τως,        25
        τα ýστερα δε γνþθουσι, μα θÝλουν τη χαρÜν τως.
Aυτüς λογιÜζω να'τονε, φοβοýμαι το και τοýτο,
        εκεßνος, οποý πÜσ' αργÜ Þπαιζε το λαγοýτο.
Kι αν εßν' κ' εμÜς τüσο Üρεσε του τραγουδιοý η γλυκüτη,
        ßντα λογιÜζεις να'κανε σ' τση κοπελιÜς τη νιüτη;        30
Γ-Þ να'χω λογισμüν καλü, γ-Þ ποýρι και να σφÜνω,
        την πλιÜ καλýτερη βουλÞν, οποý δε βλÜφτει, πιÜνω.
Kαι πλιü δε θÝ' ν' ακαρτερþ, εδÜ που'ναι στα ξÝνα,
        και μηδ' εβγÜλαν τσ' AρετÞς πρÜμ' Üπρεπον κιανÝνα,
ο γÜμος τση να μιληθεß. Kι ως μου ξαναμηνýσει        35
        ο PÞγας, ξετελειþνω τα, να βγω απü τÝτοιαν κρßση.
K' εμεßς μη δεßξομε ποτÝ μÜνητα προς εκεßνη,
        μ' ας τση μιλοýμε σπλαχνικÜ, πÜντα με καλοσýνη,
þστε να την παντρÝψομε και να τση κÜμω ταßρι,
        και τßς κατÝχει τον Kαιρüν ßντα μπορεß να φÝρει;"        40

                  ΠOIHTHΣ
Eτοýτα μιÜν αργατινÞν ελÝγανε üλη νýκτα,
        τα σφÜλματα, του Pþκριτου, μ' üχι εκεινÞς τα ερßκτα',
ωσÜν οποý'τον πλιÜ καιροý, και δοýλος στο ΠαλÜτι,
        κ' εκεßνον και τον Kýρην του για μπιστικοýς τσ' εκρÜτει.
M' ακüμη δεν κατÝχουσιν εκεßνα, οποý λογιÜζουν,        45
        αν εßναι ποýρι απαρθινÜ, μüνο θωροýν πως μοιÜζουν.
Λßγα κοιμÜται ο Kýρης τση, λßγα κοιμÜται η MÜνα,
        τοýτα που τους βαραßνασι, συχνιÜ τ' αναθιβÜνα'.

219MιÜ νýκτα, μιÜ βαθειÜν αυγÞ το γÜμον εμιλοýσα',
        και τüτες üνειρο βαρý εßδεν η Aρετοýσα.        50
EφÜνιστÞ τση να θωρεß νÝφαλο βουρκωμÝνον,
        και μ' αστραπÝς και με βροντÝς καιρü ανακατωμÝνον.
Σα να'τον μεσοπÝλαγα, εις τ' üνειρο τσ' εφÜνη,
        σ' Ýνα καρÜβι μοναχÞ, και το τιμüνι πιÜνει.
Kι αντρειεýγετο να βουηθηθεß, κ' εκεßνη δεν ημπüρει,        55
        και τον πνιμüν [τση] φανερÜ στον ýπνον της εθþρει.
K' εφÜνιστÞ τση κι ο γιαλüς εßς ποταμüς εγßνη,
        πÝτρες, χαρÜκια και δεντρÜ σýρνει την þρα κεßνη.
Kι þρες το κýμα τη βουλÜ, κι þρες τη φανερþνει,
        κι þς τα βυζÜ τση ο ποταμüς, και παραπÜνω, σþνει.        60
Tο ξýλον, που'τον στο γιαλüν, εβοýλησεν ομπρü[ς] τση ,
        πως κιντυνεýγει μοναχÞ, τση φÜνη στ' üνειρü τση.
Kαι σκοτεινιÜζει ο Oυρανüς, δεν ξεýρει ποý να δþσει,
        και κλαßγοντας παρακαλεß, κοιμþντας, να γλιτþσει.
Λοιπüν, θωρεß πως Þλαμψε στου ποταμοý την πλÜτη,        65
        μιÜ λαμπυρüτατη φωτιÜ, κι Üνθρωπος την εκρÜτει.
ΦωνιÜζει τση· "Mη φοβηθεßς!" κ' εσßμωσε κοντÜ τση,
        κι απü τη χÝρα πιÜνει τη, σýρνει την και βουηθÜ τση,
πÜει τη σ' ανÜβαθα νερÜ, κι απüκει την αφÞνει,
        κ' εχÜθηκε σαν την ασκιÜ, δεν εßδε ßντα να γßνη.        70
K' εκεß που πρþτα ο ποταμüς þς τα βυζÜ τη χþνει,
        Þφταξεν εις τα γüνατα, κι üσον και χαμηλþνει.
Mα εφαßνετüν τση κ' Þστεκε, δε θÝ' να πορπατÞξει,
        δεν ξεýροντας το ζÜλο της εις ποιÜ μερÜ να ρßξει,
μην πÜ' να βρει βαθιÜ νερÜ, και κιντυνÝψει πÜλι,        75
        και την αυγÞ παιδεýγεται με τ' üνειρου τη ζÜλη.
K' εφþνιαξε στον ýπνον τση, κιανεßς να τση βουηθÞξει,
        μην την-ε πÜρει ο ποταμüς, το κýμα μην την πνßξει.

220Eξýπνησεν η NÝνα τση με τη φωνÞν εκεßνη,
        κλαßγει κι αναθεμÜτιζε τσ' AγÜπης την οδýνη.        80
Kαι πÜγει εκεß, που η AρετÞ κεßτεται μοναχÞ τση,
        σιργουλιστÜ, κανακιστÜ και σιγανÜ μιλεß τση,
μην την ξυπÜσει με φωνÞ, και πÜ' να ξαφορμßσει.
        AνÜθεμα Ýτοια βÜσανα, κακÞ þρα σ' Ýτοια κρßση!

§Eξýπνησε τρομÜμενη, δεßχνει πως θÝ' να φýγει,        85
        σýρνει φωνÞ λυπητερÞ· "O ποταμüς με πνßγει!"
ΩσÜν üντε ψυχομαχεß, εκτýπα-ν η καρδιÜ τση,
        και με το κλÜημα σιγανÞ Þτον η εμιλιÜ τση.
¹τον και το προσκÝφαλον τα δÜκρυα τση γεμÜτο,
        οποý εφοβÜτο, κ' Þκλαιγε στον ýπνο οποý εκοιμÜτο.        90
¹πασκε η NÝνα ü,τι μπορεß να την-ε συνηφÝρει,
        πιÜνει τη στην αγκÜλη τση, κρατεß την απ' το χÝρι,
ρωτÜ, ξαναρωτÜ την-ε, ßντÜ'σαν τα üνειρÜ τση,
        κ' ετρüμαξεν Ýτοιας λογÞς, κ' ερÜγη-ν η καρδιÜ τση.

                  NENA
"Kαι τα ονειροφαντÜσματα", τση λÝγει, "ΘυγατÝρα,        95
        και πρÜματα ψοματινÜ σε τοýτα δ[α] σ' εφÝρα'.
ΠÝ' μου κ' εμÝνα τ' üνειρο, συνÞφερε, Aρετοýσα,
        πολλÜ'δασι τα μÜτια μου, πολλÜ τ' αφτιÜ μου ακοýσα'.
K' εγþ κατÝχω να σου πω, και να το ξεδιαλýνω,
        κι üποιες πιστεýγουν σ' üνειρα για πελελÝς τσι κρßνω."        100

                  ΠOIHTHΣ
Eξεζαλßστη η AρετÞ, και τ' üνειρο δηγÜται
        τση NÝνας τση, και λÝγει τση, το πως πολλÜ φοβÜται.

                  APETOYΣA
"NÝνα μου, τοýτο τ' üνειρον εßναι κακü για μÝνα,
        γ-Þ σκλÜβος εßν' ο Pþκριτος, γ-Þ επνßγηκε στα ξÝνα.
Tοýτη του ανÝμου η ταραχÞ, του ποταμοý τα βÜθη,        105
        δεν εßναι παρÜ βÜσανα, και πειρασμοß, και πÜθη.
Δεν Þτον τοýτον üνειρο, NÝνα, και φανερÜ'δα,
        το Tαßρι μου εκιντýνευγε σ' κεßνη τη σκοτεινÜδα.
221Eτοýτον εßδα την αυγÞ, δυü þρες να ξημερþσει,
        κι απüσταν τüτες δεν μπορεß ο νους μου να μερþσει.        110

"Eις þρα οποý τα ονεßρατα üλα τα πλιÜ αληθεýγουν,
        γιατß τα βÜρητα του νου το πνÝμα δεν παιδεýγουν,
και χωνεμÝνοι εßν' οι καπνοß κεßνοι, που μας-ε βρÜζουν,
        κ' οι αßσθησÝς μας ξυπνητÝς δεν εßναι να πειρÜζουν,
κ' εßναι το πνÝμα λεýτερον, προβλÝπει και κατÝχει,        115
        κι απü καπνοýς του στομαχιοý εμπüδισμα δεν Ýχει,
εκεßνον, οποý γλÞγορα Ýχει Üνθρωπος να πÜθει,
        γ-Þ σε καλü, γ-Þ σε κακü, γ-Þ σε χαρÜ, γ-Þ σ' πÜθη.
K' Ýτσι, γιατß εßν' αθÜνατον, του εδüθη η χÜρη τοýτη,
        κ' εßναι μεγÜλο χÜρισμα απÜνω εις τ' Üλλα πλοýτη.        120
Kαι την αυγÞ, σαν ξυπνητÝς, πολλÝς φορÝς θωροýμε,
        ü,τι κι α' θÝ' να πÜθομεν. Για κεßνο το φοβοýμαι.

"Δεν Þτον τοýτον üνειρον, μα εßν' üραμα, Φροσýνη,
        πολý κακü μοý μÝλλεται, γßνεται, α' δεν εγßνη.
Για κεßνο, οπ' Ýχει να γενεß, γιαýτος δειλιþ περßσσα,        125
        πολλοß εßδασι το κÜμωμα την þρα οποý εξυπνÞσα'.
Kι üσοι κοιμþντας την αυγÞν, εßδαν φοβÝρας πρÜμα,
        ως εξυπνÞσα', επÜθαν το, καθþς μιλεß το γρÜμμα.
NÝνα μου, τοýτο τ' üραμα, πρι' δþσει, μου βαρßσκει,
        πολý κακü μοý μελετÜ, κι ο-γλÞγορα με βρßσκει."        130

                  NENA
ΛÝγει τση η NÝνα· "T' üνειρον αυτü, σου δßδει ζÜλη;
        ΠüσÜ'δα εγþ στα νιüτα μου, πüσα θωρþ μεγÜλη!
Kαι ταραχÝς, και ποταμοýς, και σκοτωμοýς, και κι Üλλα,
        πλιÜ παρ' αυτüνο φοβερÜ, δýσκολα, και μεγÜλα,
κι αποσπερνÝς, και ταχινÝς, κ' εßδα να ξεδιαλýνει,        135
        πως το κακüν εις-ε καλüν, και διÜφορον εγßνη.
Kι αν τα ονειροφαντÜσματα δýναμιν εßχαν τüση,
        τß Þξαζε το φτεξοýσιον στον Üνθρωπον, κ' η γνþση;
222O Üνθρωπος κÜνει του κορμιοý εκεßνον οποý θÝλει,
        Ýτσι καλü σαν και κακüν, üχι και να του μÝλλει.        140
Δεν εßν' επÜ μελλοýμενα, μηδ' üνειρα Ýχουν χÜρη,
        να φÝρουσι τον Üνθρωπον σε βÜσανα και βÜρη.
Ως στρþσει το κλινÜρι του, ο κÜθε εßς κοιμÜται,
        και πελελüν τον κρÜζουσι, τοýτα üποιος τα δηγÜται.

"TÜ σε πειρÜζου' διþξε τα, το νου σου μην παιδεýγεις,        145
        και τα ονειροφαντÜσματα μη στÝκεις να γυρεýγεις.
ΠρÜμα θωροýμεν ξυπνητÝς, και πÜλι μας-ε σφÜνει,
        κ' εσý ü,τι εßδες στον ýπνο σου, απαρθινü σου εφÜνη;
Mα θÝ' να πω, και τ' üνειρον οποý'δες, ξεδιαλýνει,
        κι ü,τι σου εφÜνη σ' ýπνο σου, απαρθινüν εγßνη.        150
ºντα, δεν εßσαι εις ταραχÝς; ßντα, δεν εßσαι εις βÜθη;
        Δεν Ýχει ο νους σου βÜσανα, κι ο λογισμüς σου πÜθη,
απüσταν αποκüτησες να κÜμεις σýντροφü σου,
        κι αγÜπησες, κι ορÝχτηκες Ýνα μικρüτερü σου;
Eκεßνα τα θολÜ νερÜ, που þς τα βυζÜ σ' εχþνα',        155
        κι οποý σου εδεßχναν ταραχÝς, βÜσανα, και χειμþνα,
εßναι τα δυσκολÝματα, που μπαßνουν εις τη μÝση,
        και πÜσκει ο νους σου üσον μπορεß, στη μÜχη να κερδÝσει.
Tο ξýλον, οποý αρμÝνιζε, κ' εφÜνιστÞ σου εχÜθη,
        σημÜδι, εßν', Aρετοýσα μου, πως σου περνοýν τα πÜθη.        160
Kαι τοýτα τα ξηλþματα, που ο Kýρης σου αμποδßζει,
        και τον Pωτüκριτü'πεψε στα ξÝνα να γυρßζει,
κÜτεχε πως τελειþνουσι, αν τ' üνειρο αληθÝψει,
        και γλÞγορα, üπου βρßσκεται, θÝλει τον-ε γυρÝψει.
Kι αν εßδες πως εβοýλησε το ξýλο μες στα βÜθη,        165
        γλÞγορα θÝλεις τον-ε δει κεßνον, που λες κ' εχÜθη.
Tελειþνουν τα ξηλþματα, το δυνατü απαλαßνει,
        üλα μερþνουν, κÜτεχε, κι Üφ'ς τον καιρü να πηαßνει.
223K' εκεßνη η λαμπυρÞ φωτιÜ, που'φεγγε σαν ημÝρα,
        εßν' η ολπßδα τση καρδιÜς, οποý'χεις, ΘυγατÝρα.        170
Kαι κεßνος, οποý σ' Ýβγαλεν απü τα βÜθη εκεßνα,
        και μες στ' ανÜβαθα νερÜ τα πüδια σου επομεßνα',
εκεßνος εßν' ο γÜμος σου, κι ωσÜ γενεß, σκολÜζει
        ο λογισμüς, οποý'βαλες, που τüσα σε πειρÜζει.
Kι αν εßδες, πως στ' ανÜβαθα τα πüδια Þσαν χωσμÝνα,        175
        σημÜδι, κι ο Pωτüκριτος Üξος δεν εßν' για σÝνα.
Γιαýτος, μ' üλο που γλßτωσες, κ' εβγÞκες απ' τα βÜθη,
        επüμεινες εις το νερü, και το κορμß σου εγρÜθη.
Σκüλασε, μην πρικαßνεσαι, τ' üνειρο μη λογιÜζεις,
        και μη βαραßνεις την καρδιÜ, το νου σου μην πειρÜζεις."        180
                  ΠOIHTHΣ
Eτοýτα λÝγει η NÝνα τση, παρηγοριÜ τσÞ δßδει,
        αμ' εφοβÞθηκεν κι αυτÞ τσ' αντÜρες στο σκοτßδι,
και κεßνα τα θολÜ νερÜ, του ποταμοý τα βÜθη,
        γιατß üλα εφανερþνασι κακομοιριÝς και πÜθη.
ΠαρηγορÜται η AρετÞ εις στÜ τσ' εμßλειε η NÝνα,        185
        γιατß εßχε και πρωτýτερα απ' Üλλες γρικημÝνα,
το πως εις üνειρα κιανεßς δεν πρÝπει να πιστεýγει,
        και τα ονειροφαντÜσματα ξýπνου μην τα γυρεýγει.
K' οι φρüνιμοι σ' Ýτοι' üνειρα γελοýν, και δεν ψηφοýσι,
        μα οι πελελοß πιστεýγουν τα, κι Üλλοι που δε γρικοýσι.        190
Mε του üνειρου τσ' αθιβολÝς, η μÝρα ξημερþνει,
        σηκþνεται και ντýνεται, το λογισμü μερþνει.

Kαι πρι' βραδιÜσει, εις του Pηγüς Þρθε εγνοιανü μαντÜτο,
        οποý'βαλε της AρετÞς τον ομυαλü Üνω-κÜτω.
Aπ' το BυζÜντιο επÝψασι μαντατοφüρους τüτες,        195
        και με χαρÜ επεζÝψασι στου Bασιλιοý τσι πüρτες.
Kαι προξενιÜν του εφÝρασι, κ' εßπαν του να κατÝχει,
        πως πεθυμιÜν ο PÞγας τως πολλÜ μεγÜλην Ýχει,
224συμπεθεριÜ να κÜμουσι, κι ομÜδι να παντρÝψουν,
        και θÝλουσιν απιλογιÜ, γλÞγορα να μισÝψουν.        200
O Bασιλιüς, πασßχαρος ετοýτα να γρικÞσει,
        τως εßπε πως τ' αποταχιÜ, τους θÝλει αποφασßσει.

§Σαν εßδε κ' Þρθα', η AρετÞ Ýγνοια μεγÜλην Ýχει,
        τü θÝλαν επροφÞτεψε, δßχως να το κατÝχει.
BÜρος εγρßκα στην καρδιÜ, δÜκρυα κινοýν, και κλαßγει,        205
        κ' εφαßνετü τση και κιανεßς την προξενιÜν τÞς λÝγει.

                  APETOYΣA
KρÜζει τη NÝναν τση σιμÜ, κ' εßπεν τση τü λογιÜζει·
        "NÝνα μου, καταπþς θωρþ, πολλÜ το πρÜμα μοιÜζει,
κι αυτοß οι αποστολÜτοροι, κι αυτοß οι μαντατοφüροι,
        Þρθασιν ο-για λüγου μου, την πρικαμÝνην κüρη.        210
K' εγþ κÜλλιÜ'χω ΘÜνατον, κι Üσκημα ν' αποθÜνω,
        παρÜ να μην ξετελειωθεß ü,τι στο νου μου βÜνω.
AνÜθεμÜ το, τ' üνειρον, σÞμερον ξεδιαλýνει,
        για μÝνα-ν Þτο ο ποταμüς, του ανÝμου η κακοσýνη!
BÜνει με πÜλι η Mοßρα μου σÞμερο σ' κι Üλλα βÜρη.        215
        MαγÜρι ας εßμαι μοναχÞ, και το κορμß μου ας πÜρει!
¼,τι κριτÞρια δýνεται Üνθρωπος να βαστÜξει,
        και μιÜ σταλαματιÜ κακü στüν αγαπþ μη στÜξει."

                  ΠOIHTHΣ
H NÝνα να τση τα γρικÜ, να τη θωρεß ßντα κÜνει,
        πολλþ' λογιþν παρηγοριÝς με γνþση αναθιβÜνει·        220

                  NENA
"Aν Þρθαν στο ΠαλÜτι σας οι ξÝνοι κ' επεζÝψαν,
        και να μιλÞσουν του Pηγüς με σποýδαν εγυρÝψαν,
μην το'χεις για παρÜξενο, να ζÞσεις, ΘυγατÝρα,
        κ' εις τες AυλÝς των Aφεντþν τοýτÜ'ναι νýκτα-μÝρα.
Tßς για'να πρÜμα-ν Ýρχεται, τßς Üλλο να ζητÞξει,        225
        τßς τσι πληγÝς οποý'παθε στη δοýλεψη να δεßξει,
ο-για να πÜρει χÜρισμα, και ρüγα να του δþσει,
        και πÜντα ο πλοýσος του φτωχοý εßναι ψωμß και βρþση.
225Kι οποý δουλÝψει μπιστικÜ, αντÜμεψιν ξετρÝχει,
        κι Üλλος στα νιÜτα τη ζητÜ, στα γÝρα Üλλος την Ýχει.        230

"¸τσι κι αυτεßνοι που'ρθασι σÞμερο στου Kυροý σου,
        Üλλες δουλειÝς γυρεýγουσιν, üχι ü,τι βÜνει ο νους σου.
Eσý θαρρεßς και προξενιÜν Þρθασι να του ποýσι,
        και μοιÜζεις, Aρετοýσα μου, κεινþν οποý θωροýσι
στον ýπνο ü,τι λογιÜζουσι, και λÝσιν την ημÝρα.        235
        Σþπασε, αυτÜνα μην τα λες, να ζÞσεις, ΘυγατÝρα.
K' ετοýτοι οποý'ρθασιν επÜ, Üλλες δουλειÝς ζητοýσι,
        κι ο Kýρης σου αποβγÜνει τους, ωσÜν του τ' αποποýσι.

                  ΠOIHTHΣ
EπÞρε σαν παρηγοριÜ, γρικþντας ßντα λÝγει.
        M' αφÞτε την, κ' Ýχει καιρü να δÝρνεται, να κλαßγει.        240
O Kýρης τση κ' η MÜνα τση το ΓÜμον εμιλÞσαν,
        για να γενεß η συμπεθεριÜ, οποý τως εμηνýσαν.
Δßδου' βουλÞ, να κρÜξουσι ζιμιü την Aρετοýσαν,
        να φανερþσουν, να τση πουν, κεßνα που επεθυμοýσαν.

                  APETOYΣA
Kι ως την εκρÜξαν, κ' εßπασι, πως θÝ' να τση μιλÞσου',        245
        σýρνει φωνÞ λυπητερÞ, και λÝγει· "Ω γης, βουλÞσου,
και χþνεψε τα μÝλη μου, πριχοý Ýρθουσι τα γÝρα,
        κ' Ýτοιους θανÜτους δεν μπορþ να παßρνω νýκτα-μÝρα!"

                  ΠOIHTHΣ
Kι þστε να πÜγει εις του Kυροý, και τα εγνοιανÜ να μÜθει,
        Þπεσε κ' ελιγþθηκε, κ' η δýναμÞ τση εχÜθη.        250
EτρÝμασι τα πüδια τση, κ' εις κÜθε ζÜλο επιÜνε
        τη NÝνα, κ' εβουηθÜτονε, κ' οι δυü στου PÞγα πÜνε.
ΠÜντα η Φροσýνη τση μιλεß, με τσ' εμιλιÝς βουηθÜ τση,
        και λÝγει τση να πÜψουσι γρßνιες και κλÜηματÜ τση.
Kαι του Kυροý τση απιλογιÜ φρüνιμην ας του δþσει,        255
        και τα χωσμÝνα τση καρδιÜς ας τα σκεπÜσει η γνþση.
Γιατß κι ο Kýκλος του Kαιροý ανεβοκατεβαßνει,
        κ' η φρονιμÜδα εßναι γιατρüς, και κÜθε ανÜγκη γιαßνει.

226§Σαν επαρασυνÞφερε, μÝσα τση λογαριÜζει,
        κ' εκεßνον, οποý θÝ' να πει, πρωτýτερα λογιÜζει.        260
¹δειξε την πασßχαρη, στην κÜμερÜν τως μπαßνει,
        βρßσκει κοντÜ στον Kýρην τση τη MÜναν καθισμÝνη.

Πασßχαρος ο Bασιλιüς αρχßζει και μιλεß τση,
        με σπλÜχνος και γλυκüτητα, να δει την üρεξÞ τση.

                  PHΓAΣ
ΛÝγει τση· "ΘυγατÝρα μου, απü την þρα κεßνη,        265
        που εφανερþθηκες στη γην, η Ýγνοια σου με κρßνει.
Kι ο λογισμüς σου, MÜνα μου, πÜντÜ'ναι μετÜ μÝνα,
        να σε τιμÞσω, και να δω κληρονομιÜ απü σÝνα.
Oλßγον κüπο Ýχει ο ΓονÞς τÝκνο να φανερþσει,
        μα να το κÜμει τσ' ηλικιÜς, και πρÜξες να του δþσει,        270
σ' τüπο μεγÜλον και ψηλüν και πλοýσο να το βÜλει,
        εßναι, οποý φÝρνουν του Kυροý κüπον πολýν και ζÜλη.
Kαι μÝρα-νýκτα ο λογισμüς ετοýτος τον-ε κρßνει,
        το τÝκνο να'ναι φρüνιμον, και πλοýσο ν' απομεßνει.
Kι απÜνω σ' üλα την τιμÞ να μην την-ε δολþσει,        275
        και τω' γονÝω' μαχαιριÜν αγιÜτρευτη να δþσει.

"ΣÞμερο με τη MÜνα σου πολλÞ χαρÜν επÞρα,
        γιατß θωροýμεν το κ' οι δυü, πως εßσαι καλομοßρα.
'ΠειδÞ κι απ' του BυζÜντιου το PÞγα το μεγÜλο,
        συμπεθεριü εμηνýθη μου, να κÜμω δßχως Üλλο.        280
Nα πÜρεις, ΘυγατÝρα μου, Üντρα σου τον υ-Γιüν του,
        ν' αποφεντÝψετε κ' οι δυü τα πλοýτη και το βιüν του,
εκεßνον τον χρουσüν αúτüν, που βρÝθηκε καλÞ þρα,
        üντε με τüσες AφεντιÝς εμπÞκε μες στη Xþρα.
Kι απüσταν τüτες μες στο νουν το'βαλα για το ΓÜμο,        285
        και να γυρÝψω και να δω Γαμπρü να τον-ε κÜμω.
Eκεßνος εßναι, οποý'τρεξε πλιÜ'μορφα το κοντÜρι,
        και τον Aνθüν εκÝρδεσε με της αντρειÜς τη χÜρη.
227Δε λÝγω τσ' Üλλες του ομορφιÝς, οποý για 'δÜ τσ' αφÞνω,
        που üλα τα μÜτια του λαοý Þσυρε μετÜ κεßνο'.        290
ΘυμÞσου πüσην ομορφιÜν εßχε, και πüσα κÜλλη,
        κ' ßντα Ýπαινον του δþκασι üλοι, μικροß-μεγÜλοι.
KÜμε, λοιπüν, καλÞ καρδιÜν, και μετÜ μας το χαßρου,
        και του Pηγüς απüφαση να δþσω ταχυτÝρου.
Για να'ρθει ο Γιüς του να σε δει, σα θÝλει να σε πÜρει,        295
        να σμßξετε, γιατß εις εσÝ-ν εßν' üλα μας τα θÜρρη.
Tον Kýρην και τη MÜνα σου με τÝκνα ν' αναστÝσεις,
        με την ευχÞ μου ü,τι κοπιþ και κÜνω να κερδÝσεις."

                  ΠOIHTHΣ
Tην þραν, οποý τση μιλεß Kýρης και MÜνα αντÜμι,
        το πρüσωπο αποχλüμιανε, κ' Þτρεμε σαν καλÜμι.        300
K' εγρßκα μιÜ χÝρα κρυγιÜ να σφßγγει την καρδιÜν τση,
        üση þραν οποý ο Kýρης της τσ' εμßλειε την παντρειÜν τση.
Eκεßνος, ωσÜν φρüνιμος, εξüμπλιαζε κ' εθþρει,
        μÝσα του λÝγει· "Λογισμüν κακü θÝ' να'χει η Küρη".
Ποýρι Þστεκε κι ανßμενεν απιλογιÜ να δþσει        305
        στο γÜμον, οποý τσ' Þλεγε, πως θÝ' να ξετελειþσει.
                       
ΩσÜν τσ' απομιλÞσασιν, ομπρüς τως γονατßζει
        με τÜξιν και κλιτüτητα, κ' Ýτοιας λογÞς αρχßζει·

                  APETOYΣA
"ΓονÝοι, οποý μ' εσπεßρετε, κι απü τα κüκκαλÜ σας
        επÞρα, κι απ' το αßμα σας, κι απü την αναπνιÜ σας,        310
Ýχω κανÜκια σπλαχνικÜ, Kýρη μου και MητÝρα,
        οποý λιγþνομαι να δω, να ξημερþσει η μÝρα,
να'ρθω να σας αγκαλιαστþ, να βρßσκομαι κοντÜ σας,
        να σας βουηθþ σ' τσ' ανημποριÝς, κ' εδÜ στα γερατειÜ σας.
Kι þρα λιγÜκι αν-ε διαβεß, λιγÜκι αν-ε περÜσει,        315
        να μη σας δω, τρÝμει η καρδιÜ, και το κορμß σπαρÜσσει.
Kαι πρÜμα['ν'] ανημπüρετο, και πþς να το θελÞσω,
        Ýτοιους ΓονÝους ακριβοýς οπßσω μου ν' αφÞσω;
228Mα θÝλω να'μαι μετÜ σας χειμþνα-καλοκαßρι,
        ποτÝ να μην ξενιτευτþ, να πÜγω σ' Üλλα μÝρη.        320
K' ερßζωσεν ο λογισμüς ετοýτος στην καρδιÜ μου,
        να μη σας αποχωριστþ, κομμÜτια κι α' με κÜμου'.
Tα τÝκνα, üντε φανερωθοýν, θαρÜπαψιν κι ολπßδα
        παßρνου' οι γονÝοι, και χαßρουνται, κληρονομιÜν πως εßδα'.
Tοýτη η ολπßδα κ' η χαρÜ απ' Üλλο δεν κινÜται,        325
        παρ' απü μιÜν παρηγοριÜν, οποý ο ΓονÞς θυμÜται,
πως ηýρεν εις τα γερατειÜ θÜρρος κι ακουμπιστÞρι,
        βλεπÜτορα σ' τσ' ανημποριÝς, στο πρÜμα νοικοκýρη.

"K' εσεßς, θωρþ, Üπονη βουλÞν εδþκετε σ' εμÝνα,
        να με ξορßσετε απü 'πÜ, να κÜθομαι στα ξÝνα.        330
Περßσσα το πρικαßνομαι, πþς το βαστÜ η καρδιÜ σας,
        και θÝ' να με μακρýνετε απü τη συντροφιÜ σας.
H γλþσσα μου πþς να το πει το Nαι, να με παντρÝψεις,
        και να μ' εβγÜλεις απü 'πÜ, και να με ξενιτÝψεις;
Kι ας εßμαι πÜντα μετÜ σας, Kýρη μου, þστε να ζεßτε,        335
        μην το βαλθεßτε ζωντανοß, να μ' αποχωριστεßτε.
¿φου! με ποιÜν απομονÞ το θÝλημα να δþσω;
        Kαι πþς να πιÜσει η χÝρα μου τü δεν μπορþ να σþσω;
Kýρη μου, αν το μπορεßς εσý, και θÝλεις να το κÜμω,
        και βÜνει κ' η MητÝρα μου θÝλημα σ' Ýτοιο γÜμο,        340
εγþ δε θÝλω πει το Nαι, κÜλλια να ξεψυχÞσω,
        παρÜ του Küσμου PÞγισσα, και σας, Γονεßς, ν' αφÞσω.
Kαι φαßνεταß μου, κι αν το πω ψüματα σε παιγνßδι,
        "¸χετε υγειÜ, μισεýγω σας", λιγοθυμιÜ μοý δßδει.
Kι αν εßν' και το ψοματινü νεκρþνει μου τα μÝλη,        345
        πþς να το πω τ' απαρθινü; K' η γλþσσα μου δε θÝλει.
Δüτε μου ομπρüς το ΘÜνατο, συμβουλευτεßτε ομÜδι,
        και κÜμετÝ μου ξορισμü στο μαυρισμÝνον ¢δη,
229να μη θωρþ, να μη γρικþ, πüνος να μη με κρßνει,
        κι ο XÜρος, απü λüγου σας, μüνο να με μακρýνει.        350
Mα ζωντανÞ αν μ' αφÞσετε, και να σας-ε μακραßνω,
        χßλιες, και πλιüτερες φορÝς την þραν αποθαßνω.
Kι ο ΘÜνατος ο ζωντανüς μεγÜλον πüνο δßδει,
        μα ο Üλλος πüνο δε γρικÜ στου ¢δου το σκοτßδι.

"Λοιπüν, αποφασßσετε το PÞγα, να κατÝχει,        355
        το πως η ΘυγατÝρα σας σ' τοýτα üρεξη δεν Ýχει,
και μηδÝ θÝ' να παντρευτεß, α' δεν περÜσου' χρüνοι.
        Tοýτος ο λüγος μοναχÜ, για πÜντα τον-ε σþνει.
H Ýσμιξη που'ναι στανικþς, οι φρüνιμοι λογιÜζουν,
        μÜχη [εßν'] κουρφÞ, βÜρος πολý, κι üχθρητα την-ε κρÜζουν."        360


                  ΠOIHTHΣ
Tην þραν οποý η AρετÞ τÜ εμßλειε του Kυροý τση,       
        λογιÜζοντας τσι πονηριÝς, οποý'βανεν ο νου[ς] τση,
σαν το θερμü στα κÜρβουνα, που ο χüχλος το φουσκþνει,
        και παßρνει το απü τα βαθιÜ, κι απÜνω το σηκþνει,
και πÜλι η λÜβρα τση φωτιÜς το ξανακατεβÜζει,        365
        και δεν ευρßσκει ανÜπαψιν ποτÝ üσην þρα βρÜζει¯
Ýτσι του Bασιλιοý η καρδιÜ, κι ο λογισμüς του κÜνει,
        üση þρα ετοýτα η AρετÞ πßβουλα αναθιβÜνει.
Kι ουδ' Þφηκε να τ' αποπεß, γιατß η καρδιÜ του εσφÜγη.
        Σηκþνεται απü το θρονß, και προς εκεßνη πÜγει.        370

                  PHΓAΣ
Mε μÜχη και με μÜνητα την πιÜνει απü τη χÝρα,
        λÝγει τση· "ºντÜ'ναι τÜ μιλεßς, πßβουλη ΘυγατÝρα;
Tüσο μου εγßνης σπλαχνικÞ στον Kýρη κ' εις τη MÜνα;
        ºντα παραμυθßσματα, κακü παιδß, εßναι αυτÜνα;
ºντα δηγÜσαι; ßντα μιλεßς; ßντÜ'ναι αυτÜ τα γÝλια;        375
        ¢με εýρε, να τα λες, ζαβÞ, εις τα μικρÜ κοπÝλια.
Mα ο Kýρης σου κ' η MÜνα σου εýκολα δε γελοýνται,
        κατÝχουν ποý αξαμþνουσι τοýτα που σ' αφουκροýνται.
230Mην εφοβοýμου' τσ' Oυρανοýς τη σÞμερον ημÝρα,
        να σου'χα δþσει ΘÜνατον, κακÞ μου ΘυγατÝρα.        380
Διþξε τσι αυτοýς τους λογισμοýς, μη σε κακαποδþσου',
        κÜμε το θεληματικÞ τü γßνεται στανιü σου.
Eγþ μηνþ του Bασιλιοý, ο ΓÜμος πως εγßνη,
        και να μου πÝψει το Γαμπρüν, και μετÜ σε να μεßνει,
ο γÜμος να ξετελειωθεß. Kι αν μελετÜς εσý Üλλα,        385
        γ-Þ κι Üλλα εκαταρδßνιασες, κÜτεχε πως σου εσφÜλα'.
Kαι μη με κÜμεις να μιλþ, κ' η γλþσσα να ξεχýσει,
        κι αποθαμÝνην κι Üσκημην η χÝρα μου σ' αφÞσει."

                  ΠOIHTHΣ
H Aρετοýσα κλαßοντας προς το ΓονÞν εμßλειε,
        γονατιστÞ, τρεμÜμενη, στα πüδια τον εφßλειε.        390
Mε τ' Üρματα τση λýπησης τüτες τον επολÝμα,
        και με την ταπεινüτητα τα μÝλη τση üλα ετρÝμα'.
KλιτÜ τον αναντρÜνιζε, σαν Kýρην τον εθþρει
        με θλιβερüν ανÜβλεμμα η πρικαμÝνη Küρη.
Tα μÜτια τση ετριγýριζε κλιτÜ τση ταπεινüτης,        395
        καθþς τση το αρμηνεýγασιν η λýπηση [τση] νιüτης.

                  APETOYΣA
ΛÝγει· "ΓονÞ, δεν Þβαλα στο νουν πρÜμα κιανÝνα,
        μουδ' Üπρεπον, μουδ' Üμοιαστον, να μη σου αρÝσει εσÝνα.
ΠρÜματα πÜντα τση τιμÞς ελüγιασα, ΓονÞ μου,
        καλÜ και να'μουν κοπελιÜ, αφορμαρÜ δεν Þμου'.        400
K' εκεßνα, που'χεις üρεξιν, Kýρη, κ' εσý MητÝρα,
        εκεßνα πÜντα ελüγιαζα νýκτα και την ημÝρα.
Θωρþ, το σπλÜχνος Þλλαξε, κ' εις üχθρητα γυρßζει.
        Ποιüς λογισμüς ψοματινüς τÜ μου'πετε θυμßζει;
Tα λüγια σας θανατερÜ κι αλýπητα πληγþνουν,        405
        γιατß γρικþ σαν πελελÞ, σ' τüπον κακüν ξαμþνουν.
ΠολλÜ μ' επαραπüνεσες, Kýρη, να το κατÝχεις,
        κ' εις κεßνα, που μου εμßλησες, κρßμα μεγÜλον Ýχεις.
231Aκüμη μες στο στüμα μου εßν' τω' βυζþν το γÜλα,
        και λογισμü δεν Þβαλα σε πρÜματα μεγÜλα.        410
Σαν κοπελιÜ στα χαμηλÜ πÜντα το νου μου βÜνω,
        παßζω με τα κουτσουνικÜ στα γüνατÜ μου απÜνω.
K' εσý, ΓονÞ μου σπλαχνικÝ, ßντÜ'χεις μετÜ μÝνα;
        Kαι ποýρι εγþ δε σου'καμα σφÜλμα ποτÝ κιανÝνα.
Θωρþ, με δßχως αφορμÞν αγριεýγεις και μανßζεις·        415
        παιδß σου εßμαι και σκλÜβα σου, και τη ζωÞ μου ορßζεις.
Mπορεßς να κÜμεις εις εμÝ τü βοýλεται η καρδιÜ σου·
        ο ΘÜνατος και η ζÞση μου βρßσκεται στην εξÜ σου.
Eις Ýνα πρÜμα μοναχÜς μηδÝν αποφασßσεις,
        παρÜ να πω κ' εγþ το Nαι, γιατß Ýτσι θÝλει η Φýσις.        420
ΠληγÝς, θανÜτους, βÜσανα, πÜθη, κριτÞρια δος μου,
        μα ΓÜμο δεν μπορεßς ποτÝ να κÜμεις στανικþς μου.
Eγþ δε θÝλω πει το Nαι, α' ζÞσω χßλιους χρüνους,
        να παντρευτþ στην ξενιτιÜν, κι ας πολεμþ στους πüνους."

                  ΠOIHTHΣ
Γρικþντας ο ΠατÝρας τση τÜ του'λεγεν η Küρη,        425
        γνωρßζοντας κι απαρθινÜ εßν' κεßνα που επροθþρει,
δεν εßχε πλιü του απομονÞ να στÝκει να τσ' ακοýγει,
        ρßχτει την, κωλοσýρνει την, και δυνατÜ τση κροýγει.

                  PHΓAΣ
"ºντα λογιÜζεις σÞμερον, τÝκνον κακüν, να κÜμω,
        οποý θωρþ τσι δυσκολιÝς τσι βÜνεις σ' Ýτοιο ΓÜμο;        430
TÝκνον κακüν και πßβουλον, τσι πονηριÝς γεμÜτο,
        γρßκησε κι αφουκροý καλÜ το σημερνü μαντÜτο.
Γ-Þ διþξε τους, τους λογισμοýς κεßνους που σε προδßδουν,
        γ-Þ ΘÜνατον τα χÝρια μου αλýπητο σου δßδουν.
KÜμε ολημÝρα σÞμερο να το καλολογιÜσεις,        435
        ν' αλλÜξει αυτüς ο λογισμüς, κι Üλλη βουλÞ να πιÜσεις,
κι Üμε να κÜτσεις μοναχÞ, δÝ' το, και καλοδÝ' το,
        και το καλü σου φρüνιμα κÜτσε και λüγιασÝ το,
232μη θÝλεις ο-για πρÜματα Üφαντα ν' αποθÜνεις,
        γνþρισε αν πÜσιν-ε καλÜ τοýτα, που μας-ε κÜνεις.        440
Aν εßδες üνειρον κακüν, Üφις το να περÜσει,
        γ-Þ χÜνεις την, τη νιüτη σου, πριν πÜρα να γερÜσει."

                  ΠOIHTHΣ
Eμßλειεν τση κι ο Kýρης τση, εμßλειεν τση κ' η MÜνα,
        αμ' εýκαιρα εκουρÜζουντα', τον κüπον τως εχÜνα'.
               
                  APETOYΣA
ΛÝγει τως· "Xßλια να το δω, χßλια να το λογιÜσω,        445
        καλλιÜ'χω τοýτην τη ζωÞν πλιÜ γλÞγορα να χÜσω,
παρÜ να σας απαρνηθþ, παρÜ να σας αφÞσω,
        παρÜ Ýτοιαν προξενιÜ μακρÜ, πλιü να την-ε γρικÞσω.
OúμÝ, πþς εßναι μπορετü και δε γρικÜτε πüνον,
        πþς τον-ε λησμονÞσετε, κ' εγþ τον Ýχω μüνον;        450
ΛÝτε το ποýρι, λÝτε το, να μ' αποχωριστεßτε,
        πþς να'χετε Ýτοια απομονÞ, και μÜτια να το δεßτε;
TÜ ελüγιασα απολüγιασα, τÜ'θελα να'δα απüδα,
        στο ζÜλον οποý στÜθηκα, πλιü δε σαλεýγω πüδα.
Mηνýσετε του Bασιλιοý, που Nýφη του ποθεß με,        455
        για τον υ-Γιüν του, πÝτε του, το πως εγþ δεν εßμαι."

                  ΠOIHTHΣ
Aν Þτον τßβετσι Þμερον εις την καρδιÜν του PÞγα,
        εδÜ üλα εξαναγριÝψασι, τα μερωμÝνα εφýγα'.
ΠÜγει üξω, και με φρüνεψιν τους ξÝνους αποβγÜνει,
        και πιÜνει το ζιμιü χαρτß, κοντýλι και μελÜνι.        460
K' Þγραψε, πως δεν ημπορεß για 'δÜ ν' αποφασßσει
        την παντρειÜν, κι Üλλον καιρü θÝλουσι τη μιλÞσει.
Γιατß εßναι η Aρετ[Þ] κακÜ, κι üλοι οι γιατροß του λÝσι,
        πως εßναι το κακü χτικιü, και ζωντανÞ την κλαßσι.
Tο πρÜμα δεßχνει δýσκολον, κι ωσÜν συμπÜθιο παßρνει,        465
        κι ως εμισÝψασι, ζιμιü, στην κÜμερα γιαγÝρνει.
Kαι μ' απονιÜ, ουδÝ λýπησιν, εις το δεξüν του χÝρι
        τυλßσσει τσι πλεξοýδες τση, κρατþντας το μαχαßρι.
233Kαι κüβγει τσι, και ρßχτει τσι, σýγκρατες, δßχως πüνον,
        οι ρßζες των χρουσþν μαλλιþν τÞς απομεßναν μüνον.        470
MαλλιÜ, που ερßχτα' σαúτιÝς, και την καρδιÜ επληγþναν,
        στη γην εσκορπιστÞκασιν, κ' οι σκüνες τα κουκλþναν·
μαλλιÜ, που ελÜμπαν πλιüτερα παρÜ του Hλιοý τσ' ακτßνες,
        λýπηση δεν τως εßχασιν οι μÜνητες εκεßνες.
K' η κεφαλÞ, που σ' ομορφιÜν ποθÝς δεν εßχε ταßρι,        475
        κουτρουλευτÞν την Þφηκεν το αλýπητο μαχαßρι.
MεγÜλο πρÜμα-ν Þτονε τüτες την þρα κεßνη,
        το σßδερο αποκüτησε, και κοφτερüν εγßνη.
Kαι πþς δεν εστομþθηκε, να μην την ασκημßσει,
        να λυπηθεß Ýτοιαν ομορφιÜ, να κÜμει δßκιαν κρßση;        480
(Mα σαν αρχßσει το κακüν, απομονÞ δεν Ýχει,
        μα πÜντα στο χερüτερο γλακÜ, και πÜντα τρÝχει.)
ΓλοτσÜ την, κωλοσýρνει την, στη φυλακÞν τη βÜνει,
        ωσÜ θεριüν αλýπητον, üχι σαν Kýρης κÜνει.

§Θωρþντας τüσα βÜσανα η AρετÞ, και ΠÜθη,        485
        η τÜξη εγßνη αποκοτιÜ, κ' η ταπεινüτη εχÜθη.
Tης γλþσσας τα μποδßσματα, το δεßλιασμα του νου τση
        επÜψαν, και μ' αποκοτιÜν εμßλειε του Kυροý τση·

                  APETOYΣA
"ΓονÞ μου, εις τοýτην τη φλακÞ, που μπαßνουν üσοι εφταßσα',
        αν εßναι και πλιÜ σκοτεινÞ, βÜλε με παραμÝσα.        490
OυδÝ φλακÞ, ουδÝ σßδερα, ουδ' εκατü θανÜτοι
        θÝλουσι κÜμει να με πας σα Nýφη στο ΠαλÜτι.
Kι ü,τι κριτÞρια βρßσκουνται, δüτε τα στο κορμß μου,
        κι ας τÜξω, πως δε μ' Ýσπειρες, και τÝκνο σου δεν Þμου'.
Ποιüς Üλλος Þκαμε παιδß, κ' εßδεν το κ' εγεννÞθη,        495
        κ' εις-ε κακüν που το'βρηκε, δεν το μοιρολογÞθη;
¿ς και τα ζα, που δε νοοýν, λογαριασμü δεν Ýχουν,
        ßντÜ'ναι ο πüνος του παιδιοý γρικοýν το και κατÝχουν.
234Kαι τη ζωÞ τως δεν ψηφοýν, βοÞθεια να τως δþσουν,
        και παßρνουσιν-ε ΘÜνατον, ο-για να τα γλιτþσουν.        500
¿ς κ' εις τα δÜση τα θεριÜ, που λýπηση δεν Ýχουν,
        και ζοýσι με την απονιÜν, κι AγÜπη δεν κατÝχουν,
καλÜ και θρÝφουνται με κρας απ' Üλλα ζα στα δÜση,
        πÜντα τως σÜρκα ζωντανÞ σιχαßνουνται να φÜσι.
Oμπρüς σκοτþνουσι το ζο, και τη ζωÞ του παßρνουν,        505
        κι απüκει απü τα μÝλη του τρþγουσι, και χορταßνουν.

"K' εσý με σÜρκα ζωντανÞ, οποý'ναι και δικÞ σου,
        θρÝφεσαι, κι ουδÝ λýπηση γρικÜς, ουδÝ πονεß σου;
Θωρþ για μÝνα η απονιÜ σÞμερο εφανερþθη,
        Kýρης ποτÝ δε μ' Ýσπειρε, MÜνα δε μ' εγαστρþθη.        510
H Φýση εξαναγßνηκε, κι üλοι επαραστρατßσα',
        κι üλα εστραβþσαν ο-για με, εκεßνα που'σαν ßσα.
Kαι τυραννÜς με Ýτσι Üδικα, και θες να μ' αποθÜνεις,
        και δε γρικÜς τους πüνους μου σ' ετοýτα που μου κÜνεις;
Aν[-ε] βαρεßς στη χÝρα σου στο'να δακτýλι μüνον,        515
        γρικÜς εις üλο το κορμß το βÜρος, και τον πüνον.
K' εγþ που'μαι üλη σÜρκα σου, με δÝρνεις και σκοτþνεις,
        κιανÝνα πüνο δε γρικÜς, μα πλιüτερα δριμþνεις;
Στον Küσμο ας το γρικÞσουσιν, αλýπητε ΓονÞ μου,
        γιατß δε θÝ' να παντρευτþ, μου παßρνεις τη ζωÞ μου."        520

                  ΠOIHTHΣ
O Kýρης σ' τοýτα, οποý μιλεß, δε στÝκει ν' αφουκρÜται,
        πλιü δεν την τÜσσει ο-για Παιδß, πλιü δεν την-ε λυπÜται.
Kαι βÜνει τη στη φυλακÞ με την καημÝνη NÝνα,
        και λÝγει· "Aυτοý πλερþσετε τÜ'χετε λογιασμÝνα."
Kλαßγει η Φροσýνη, δÝρνεται, το PÞγα επαρακÜλει,        525
        τη ΘυγατÝρα στη φλακÞν Üδικα μην τη βÜλει.
ΓονατιστÞ φιλεß τη γη, κ' Ýτοιας λογÞς αρχßζει,
        κι Üφοβα εμßλειε του Pηγüς, μ' üλον οποý μανßζει.

                  NENA
235"Tα δÜκρυα αν Ýχου' λýπησιν, τα παρακÜλια τüπον,
        κι αν αφουκροýνται οι Bασιλιοß και τω' μικρþν ανθρþπων,        530
λυπÞσου, κι αφουκρÜσου μου τση σκλÜβας του σπιτιοý σου,
        κ' εμπιστικüς βλεπÜτορας, και NÝνα του Παιδιοý σου.
XÜρη ζητþ, üχι για να ζω, κ' εγþ δε θÝλω ζÞση,
        για τ' Üδικον, οποý'καμε τση μÜνητÜς σου η κρßση.
H απονιÜ σου, AφÝντη μου, μ' εμÝνα ας ξεθυμÜνει,        535
        δος το κορμß μου των σκυλþν, κι Üσκημα ας αποθÜνει.
Mε το δικü μου ΘÜνατον η üργητÜ σου ας πÜψει,
        συμπÜθησε της AρετÞς, κακü μην την-ε βλÜψει,
οποý'ναι νιÜ και δροσερÞ κι ακριβαναθρεμÝνη.
        Πþς ν' απομÝνει τση φλακÞς το βρüμον η καημÝνη;        540
PÞγα μου, καλολüγιασε, ßντÜ'ν' αυτÜ τÜ κÜνεις,
        Ýτσι Üδικα το TÝκνο σου μη θες να τ' αποθÜνεις.
Kι ας εßναι μετÜ λüγου σας, και με καιρüν μποροýσι,
        οι σιργουλιÝς να κÜμουσι, στÜ θÝλεις, να 'πακοýσει.
Γιατß ο καιρüς τα πρÜματα χßλιες φορÝς τ' αλλÜσσει,        545
        και χßλιες γνþμες ο Üνθρωπος Ýχει, þστε να γερÜσει.
Tοýτη εßν' περßσσα σπλαχνικÞ, δε θÝ' να σας μακρýνει,
        üχι για να'χει λογισμü για πρÜμα-ν Üλλο εκεßνη.
Eγþ, οποý την ανÝθρεψα, τσι γνþμες τση κατÝχω,
        κι üπου κι α' λÜχει μοναχÞ, Ýγνοια ποτÝ δεν Ýχω.        550
Kαι μÝρα-νýκτα και τσ' αυγÝς Þμεστα' πÜντα ομÜδι,
        ποτÝ μου απü τα χεßλη τση δεν Þκουσα ασκημÜδι,
και μουδÝ λüγον Üφαντον, οποý να μη μου αρÝσει,
        κι ας Ýχουν καταδßκασες εκεßνες οποý φταßσι.
Στους χρüνους εßναι κοπελιÜ, μεγÜλη εßναι στη γνþση,        555
        πολλÜ τσ' αρÝσουν τα πρεπÜ, και τση τιμÞς η βρþση.
K' εδÜ ποý εθεμελιþθηκεν, AφÝντη, η μÜνητÜ σου,
        κ' επλÞγωσες Ýτσ' Üσκημα τα φýλλα τση καρδιÜς σου;"

                  PHΓAΣ
236O Bασιλιüς μ' αγριüτητα λÝγει· "KαταραμÝνη,
        η ΘυγατÝρα μου απü σε εßναι δασκαλεμÝνη.        560
H μιÜ σας κüβγει, σα θωρþ, κ' η Üλλη τα τροπþνει,
        η μιÜ τα κÜνει τα κακÜ, κ' η Üλλη τÞς τα χþνει.
Mη μου μιλεßς, και σþπασε, κ' εμπÜτε μÝσα αντÜμι,
        μην ü,τι πρÝπει εις εσÜς η χÝρα τοýτη κÜμει.
MÝσα Ýμπα ο-γλÞγορα κ' εσý, να στÝκεις μετÜ τοýτη,        565
        και δßδω σας να ορßζετε τση φυλακÞς τα πλοýτη.
Tα ψüματα και των η-δυü γνωρßζω και κατÝχω,
        και σεις δε με κομπþνετε στο λογισμüν τüν Ýχω."

                  ΠOIHTHΣ
BÜνει τσι μες στη φυλακÞν ο Kýρης με τη MÜνα,
        σαν ξÝνοι και σαν οχουθροß εις το παιδß-ν εκÜνα'.        570
Στη MÜναν Þτονε πολý, Ýτοια απονιÜ να δεßξει,
        και με τα χÝρια τση Þρασσε κ' Þθελε να την πνßξει.
Eγþ μεγÜλο το κρατþ, σαν το κρατοýν κ' οι Üλλοι,
        να δεßξει η MÜνα στο παιδß Ýτοια απονιÜ μεγÜλη.
Müνο για κÜποια αφüρεση, που'βαλε ο λογισμüς τση,        575
        αντßδικüς τση να γενεß μεγÜλος κ[ι οχου]θρüς τση.

§¼ρισε ο PÞγας το ζιμιü, κÜνουν και φÝρνουσß του,
        ροýχα αποφüρια και παλιÜ, και ντýνει το παιδß του,
και κüβγει τα þς τα γüνατα, και κοýντουρα τ' αφÞνει,
        κι ασοýσουμη κι ανÝγνωρη η Aρετοýσα εγßνη.        580
Mε το παλÝτσι το χοντρü, και μ' Üχερα τση κÜνει
        στρþμα, και μÝσα στο σακκß πÝτρες κι αγκÜθες βÜνει.
Δßχως σεντüνια και φτερÜ, δßχως προσκεφαλÜδι,
        üρισε να πορεýγεται με τη Φροσýνη ομÜδι.
Στην πλιÜ χερüτερη φλακÞ, στην πλιÜ σκοτεινιασμÝνη,        585
        οποý'σα' βοýρκα και πηλÜ, την Þκαμαν κ' εμπαßνει.
Kαι βιγλατüρους μπιστικοýς, να βλÝπου' απüξω, βÜνει,
        μ' ογκιÜ ψωμß κι ογκιÜ νερüν, þστε που ν' αποθÜνει.

237'Tü ειδε η καημÝνη η AρετÞ την απονιÜν την τüση,
        ελüγιαζε πως στη φλακÞ τσ' Ýμελλε να τελειþσει.        590
Tη NÝνα τση αγκαλιÜστηκε, και λÝγει τση με πüνον·

                  APETOYΣA
        "Kαι τßς μας το'θελεν ειπεß τον περασμÝνο χρüνον,
üντε μ' αποκαμÜρωνεν ο Kýρης με τη MÜνα,
        κι üντε με σπλαχνικÜ φιλιÜ σ' τσ' αγκÜλες τως μ' εβÜνα',
κι üντε μου λÝγαν τη γουλιÜ πþς να την καταπßνω,        595
        και ποιü κρασß εßναι γιατρικü, και ποιü νερü να πßνω;
Tον ¹λιο δε μ' αφÞνασι ποτÝ να με καψþσει,
        τ' απüγι εβλÝπασι κ' οι δυü αξÜφνου μη μου δþσει·
πüτε να πÜ' να κοιμηθþ, ποιÜν þρα να ξυπνÞσω.
        AνÜθεμα τÜ φýλαγε, NÝνα μου, η Mοßρα οπßσω!        600

"¼ποιος τσι μεγαλüτητες ζητÜ ετουνοý του Küσμου,
        και δε γνωρßζει, πως επÜ διαβÜτης εßν' του δρüμου,
μα ρÝμπεται στες AφεντιÝς, στα πλοýτη του καυχÜται,
        εγþ Üγνωστον τον-ε κρατþ, και πελελüς λογÜται.
TοýτÜ'ναι ανθοß και λοýλουδα, διαβαßνουν και περνοýσι,        605
        και μεταλλÜσσουν τα οι καιροß, συχνιÜ τα καταλοýσι.
Σαν το γυαλß ραγßζουνται, σαν τον καπνü διαβαßνουν,
        ποτÝ δε στÝκου' ασÜλευτα, μα πιλαλοýν, και πηαßνουν.
Kι üσον η Mοßρα εις στα ψηλÜ τον Üνθρωπον καθßζει,
        τüσον και πλιüτερα πονεß, üντε τον-ε γκρεμνßζει.        610
K' εκεßνα, οποý τον κÜνουσι συχνιÜ ν' αναγαλλιÜσει,
        μεγÜλοι οχθροß τοý γßνουνται την þρα, οποý τα χÜσει.
Kι üσον πλιÜ AφÝντης κρÜζεται, και Bασιλιüς λογÜται,
        τüσον πλιÜ πρÝπει να δειλιÜ, πλιüτερα να φοβÜται.
Γιατß Ýτσι το'χει φυσικü τση Mοßρας το παιγνßδι,        615
        να παßρνει απü τη μιÜ μερÜ, στην Üλλη να τα δßδει.
Aμ' üποιος σε φτωχüτητα αναθραφεß, δε 'γγßζει
        του Kýκλου τα στρατεýματα, ως θÝλει, να γυρßζει.
238Mα πÜντ' ανÝγνοιος πορπατεß, κι αν τρþγει, κι αν κοιμÜται,
        του Pιζικοý την üργητα ποτÝ δεν τη φοβÜται.        620
Kι αν εις AγÜπη μπερδευτεß, μιÜ σαν κι αυτüν γυρεýγει,
        κι ουδÝ τα μÝλη τυραννÜ, ουδÝ το νουν παιδεýγει.

"Eχαßρουμουν, πως Þμουνε 'νοýς PÞγα ΘυγατÝρα,
        κ' ευχαριστιÝς τση Mοßρας μου Þδιδα νýκτα-ημÝρα.
Kι ουδÝ στραβÜ, ουδÝ και κουτσÜ τα μÝλη εγεννηθÞκαν,        625
        αμÝ σωστÜ και νüστιμα στον Küσμον εφανÞκαν.
ΠÜντÜ'μουν στω' ΓονÝω' μου τσι δροσερÝς αγκÜλες,
        πÜντÜ'μουν σε ξεφÜντωσες, και σε χαρÝς μεγÜλες.
Kι ουδ' αδερφüν, ουδ' αδερφÞ δεν εßχα, να'μπει εις μÜχη
        για το PηγÜτο του Kυροý τßνος παιδιοý να λÜχει.        630
Mα üλα επετÜξα' ωσÜν πουλιÜ, εφýγαν κ' εμισÝψαν,
        κ' εις τη χερüτερη φλακÞν και σκοτεινÞ μ' επÝψαν.
K' εκεßνη η βρýση, π' üλπιζα να πιþ, να με δροσßσει,
        εγßνη ποταμüς θολüς, και πλιü δεν εßναι βρýση.
K' Ýχει νερÜ φαρμακερÜ, κýματα του ΘανÜτου,        635
        βρÜζου', üχι να δροσßζουσι, σÞμερον τα νερÜ του.
K' η λÜμψη εκεßνη οποý'φεγγεν, εδÜ με σκοτεινιÜζει,
        κι ο αÝρας που μ' εδρüσιζεν, εδÜ κεντÜ και βρÜζει.
Σαν ποιÜν ολπßδα να'χω πλιü; κι üλες θωρþ μου εφýγαν,
        κι ωσÜν καπνοß εσκορπßσασι στον Üνεμον κ' επÞγαν.        640
EσβÞσαν τα PηγÜτα μου, εχÜθηκαν τα πλοýτη,
        το τÝλος μου Ýχει να γενεß στη φυλακÞν ετοýτη.
Kαι μüνο μιÜ παρηγοριÜ μοý επüμεινε μεγÜλη,
        πως σ' τοýτ' üλα μ' εφÝρασι του Pþκριτου τα κÜλλη.
Kαι μετÜ τοýτα αλÜφρωση γρικοýν τα σωθικÜ μου,        645
        κ' εßναι μεγÜλο γιατρικü στην κακοριζικιÜ μου."

                  ΠOIHTHΣ
Eμßλειε, και μ' απομονÞ θωρεß τÜ δεν ολπßζει,
        συχνιÜ το κλÜημα το πολý την εμιλιÜ αμποδßζει.
239Στα ρüδα, στα τραντÜφυλλα τα δÜκρυα επορπατοýσα',
        στα στÞθη εκατεβαßνασι, στα μÜρμαρα εκτυποýσα'.        650

§ΩσÜν το ναýτη üντεν ιδεß κακüν καιρüν, κι αρχßσει
        η θÜλασσα ν' αρματωθεß να τον-ε πολεμÞσει,
κ' Ýχει Üνεμον εις τ' Üρμενα Üγριον και θυμωμÝνον,
        και το γιαλü Üσπρον και θολü, βαθιÜ ανακατωμÝνον·
και πολεμοýν τα κýματα και δßδουσßν του ζÜλη,        655
        μπαßνοντας απ' τη μιÜ μερÜ, σκορπþντας εις την Üλλη,
κι þρες στο νÝφος τ' Oυρανοý με το κατÜρτι 'γγßξει,
        κι þρες στα βÜθη του ο γιαλüς να θÝ' να το ρουφÞξει,
να χαμηλþνει η συννεφιÜ, να βρÝχει, να χιονßζει,
        ν' αστρÜφτει, να βροντÜ [ο] Oυρανüς, κι ο Küσμος να μουγκρßζει,
κ' εκεßνος ν' αρματþνεται, βλÝποντας Ýτοια μÜχη,        661
        και το τιμüνι μοναχÜς, üχι Üλλη ολπßδα να'χει·
απÜνω-κÜτω να βουηθÜ, σαν Üντρας να μαλþνει,
        και να'ρθει κýμα με βροντÞ να πÜρει το τιμüνι·
ν' αποριχτεß, κι ολπßδα πλιü κιαμιÜ να μηδÝν Ýχει,        665
        να χÜσει ü,τι κι αν Þμαθε, κ' εκεßνα οποý κατÝχει¯
Ýτσι κι ü,τι εßπε η AρετÞ στη σιδερÞ θυρßδα,
        ωσÜν εμπÞκε στη φλακÞν εχÜσε την ολπßδα.

§ΠαρηγορÜ τη η NÝνα τση, κι ü,τι μπορεß τση κÜνει,
        κ' εις τÜ πονεß, παραμικρü γυρεýγει να τη γιÜνει·        670

                  NENA
"ΠαιδÜκι μου, η απομονÞ εßν' γιατρικü μεγÜλο
        σ' κÜθε πληγÞ, κι ωσÜν αυτÞ δεν εßν' βοτÜνι-ν Üλλο.
Kαι δροσερεýγει τον καημüν, τον πüνον αλαφρþνει,
        και μετ' αυτÞ γιατρεýγουνται, ΠαιδÜκι μου, üλοι οι πüνοι.
MαγÜρι, ΘυγατÝρα μου, μην εßχα προφητÝψει,        675
        και το κακüν εις την αρχÞ να το'θελες γιατρÝψει.
Mα εδÜ, που ρßζες Þκαμε, κ' εκÜρπισε περßσσα,
        και τ' αλαφρÜ εβαρýνασι, στραβÜ'ναι τÜ'σαν ßσα,
240τυχαßνει σου ν' αντρειευτεßς στον πüλεμο, οποý μπÞκες,
        να μη νικÞσουν σÞμερο τα βÜσανα κ' οι πρßκες.        680
Σαν οι ολπßδες οι πολλÝς τον Üνθρωπον κομπþνουν,
        εκεßνες, που στα νÝφαλα κτßζουν και θεμελιþνουν,
και δεßχνουν αλαφρüν πολλÜ κ' εýκολον κÜθε κüπον,
        γßνουνται με καιρüν οχθροß μεγÜλοι των ανθρþπων.
Kομπþνουσßν τσι στο'στερον, και τÜ λογιÜζουν χÜνουν,        685
        γιατß εις τα νÝφη τ' Oυρανοý τα χÝρια τως δε φτÜνουν.

"¸τσι üντε φοβηθεß κιανεßς, και χÜσει τü κατÝχει,
        κι αποριχτεß στα βÜσανα, κι ολπßδα πλιü δεν Ýχει,
εßναι Üπρεπον, κ' οι Üγνωστοι χÜνουνται, δε φελοýσι,
        μα οι φρüνιμοι πολλÝς φορÝς τα δýσκολα νικοýσι.        690
Kι οποý κατÝχει και γρικÜ, εις Ýτοια ΠÜθη α' λÜχει,
        αντρειεýγει, και κερδαßνει την του Pιζικοý τη μÜχη.
Δεν πρÝπει ν' απορßχτουνται, ουδÝ πολλÜ να ολπßζουν,
        μα με λογαριασμüν περνοýν εκεßνο, οποý γνωρßζουν.
MηδÝν αποριχτεßς κ' εσý, μα ως φρüνιμη αντρειÝψου,        695
        και βÜνε λογισμοýς καλοýς, α' θες να σε γιατρÝψου'.
BλÝπεσε κι αν απολπιστεßς, και δε βουηθÞσει η γνþση,
        εσý το θÝλεις βαρεθεß, και θες το μετανιþσει.

"Kι üντε μανßζει η θÜλασσα, και το καρÜβι τρÝχει,
        κι αγριεýγουσι τα κýματα, στρÜφτει, βροντÜ και βρÝχει,        700
ο ναýτης αν-ε φοβηθεß, και το τιμüνι αφÞσει,
        και δεν ποθÞσει ν' αντρειευτεß, κ' η τÝχνη να βουηθÞσει,
γ-Þ σε χαρÜκια ριζιμιÜ οι ανÝμοι το σκορποýσι,
        γ-Þ στο βυθüν τση θÜλασσας κýματα το ρουφοýσι.
Mα αν εßν' ο ναýκλερος καλüς, κ' οι ναýτες δε φοβοýνται,        705
        μα στο τιμüνι στÝκουσι, κ' εις τ' Üρμενα βουηθοýνται,
τη θÜλασσαν, τον Üνεμον, την ταραχÞ νικοýσι,
        το ξýλον τως φυλÜσσουσιν, πλιü φüβο δε γρικοýσι.
241Γλιτþνουν, κι αναπεýγουν το, οποý αν το θÝλα' αφÞσει,
        κεßνες του ανÝμου οι μÜνητες εθÝλαν το βουλÞσει.        710
Γιαýτος κ' εσý μηδÝν χαθεßς, μην εßσαι απ[ο]λπισμÝνη,
        κι ο Üρρωστος σαν αποριχτεß, γιατρüς δεν τον-ε γιαßνει."

                  ΠOIHTHΣ
Tης NÝνας η παρηγοριÜ λßγα την-ε δροσßζει,
        γιατß στα ΠÜθη οποý'τονε και βρßσκεται, γνωρßζει·
στο Pιζικüν εμÜχετο, τση Mοßρας απονÜται,        715
        κ' εις τη φλακÞ οποý βρßσκεται, τρομÜσσει και φοβÜται.

                  APETOYΣA
"Ω Pιζικü ακατÜστατον, αναπαημü δεν Ýχεις,
        μα επÜ κ' εκεß σαν πελελüν περιπατεßς και τρÝχεις.
¼ντε στα ýψη μας πετÜς, τα χαμηλÜ γυρεýγεις,
        κι üντε μας δεßχνεις το γλυκý, τüτες μας φαρμακεýγεις.        720
PÞγισσας τÝκνον μ' Ýκαμες, να κρßνω και να ορßζω,
        και κακομοßρα ωσÜν εμÝ καμιÜ Üλλη δε γνωρßζω.
Kι ας εßχα γεννηθεß φτωχÞ, φτωχü ας εßχ' αγαπÞσει,
        üχι σε τüσα κßντυνα να'μαι κ' εις τüσην κρßση.
ΦτωχÞ φτωχüν αγÜπησε, και πüνο δεν εγρßκα',        725
        μα φτωχικÜ επερÜσασι, τον Πüθον εχαρÞκα',
δßχως κιαμιÜν εντÞρησιν, γ-Þ φüβο να τους κρßνει,
        αÝραν εßχαν και δροσÜ σ' τσ' AγÜπης το καμßνι.
K' εγþ, γιατ' εßμαι Bασιλιοý και PÞγα ΘυγατÝρα,
        χßλιοι καημοß και βÜσανα με βρßσκου' νýκτα-ημÝρα."        730

                  ΠOIHTHΣ
Eκοýμπησε την κεφαλÞ στη χÝρα τση η καημÝνη,
        και με τους αναστεναμοýς, δÜκρυα συχνιÜ τη γραßνει.
Tα μÜτια τση εχαμÞλωσε, χÜμαι στη γη εσυντÞρα,
        εβÜραινε στο Pιζικüν, και στην πρικιÜν τση Mοßρα.
Eφαßνετü τση κλαßοντας τον πüνον αναπεýγει,        735
        φαητü να φÜγει δε ζητÜ, μηδÝ πιοτü γυρεýγει.
ºντα πολλÞ θαρÜπαψη, παρηγοριÜ μεγÜλη,
        εßναι στον κακορßζικο, τα δÜκρυα üντε τα βγÜλει.
242Kι ας τα'χε πÜντα συντροφιÜ στα ΠÜθη η Aρετοýσα,
        κ' εκεßνα δßχως να μιλοýν, την επαρηγοροýσα'.        740
M' ογκιÜ ψωμß κι ογκιÜ νερüν επÝρνα-ν η ζωÞ τση,
        δεν Þσαν πλιÜ ΓονÝοι τση, μα'σαν μεγÜλοι οχθροß τση.
H MÜνα τση χερüτερη Þτον παρÜ τον Kýρη,
        κι üποý'χε δει λινüξυλα, εκεß Þβανε το απýρι.
'Tü'θελε δει το Bασιλιü με λογισμü να κÜτσει,        745
        τη ΘυγατÝρα τση Þψεγε, και τα καμþματÜ τση.
Kαι κÜθε μÞνα μιÜ φορÜ επÝμπαν, κ' ερωτοýσα',
        αν Þλλαξεν ο λογισμüς, που'χεν η Aρετοýσα.
Kεßνα, οποý την παιδεýγουσιν, αν Þβγαλε απ' το νου τση,
        α' θÝ' να πÜψει η üργητα και μÜχη του Kυροý τση.        750
Kι αυτεßνη εμÞνα του Kυροý, πως σ' Ýνα ζÜλο στÝκει,
        και μηδ' εμετασÜλεψε, να πÜγει πλιÜ παρÝκει.
K' οι λογισμοß τση εßναι καλοß, ποτÝ τση δεν τσ' αφÞνει,
        κÜλλιÜ'χει μες στη φυλακÞν, παρÜ να τως μακρýνει.

§Tοýτα τα πρÜματα κουρφÜ λßγον καιρü επερνοýσαν,        755
        μ' αρχßσαν κ' εξαπλþνασι, κ' επÜ κ' εκεß τ' ακοýσαν.
Tης AρετÞς το φλÜκιασμα, και του Kυροý τη μÜχη,
        εμÜθαν, μα δεν ξεýρουσι την αφορμÞν ßντÜ'χει.
Γιατß κουρφÜ τση παντρειÜς τη δυσκολιÜ εκρατοýσαν,
        οι εδικοß εκατÝχαν το, μα οι ξÝνοι δεν τ' ακοýσαν.        760
K' επορπατοýσαν οι καιροß, κ' εξÜπλωνε το πρÜμα,
        πολλÜ την ελυποýντανε στ' Üδικο που τσ' εκÜμα'.
AμÞ Üλλο δε λογιÜζουσιν οι ξÝνοι, ουδÝ κατÝχουν,
        τοýτην την Ýγνοια η MÜνα τση κι ο Kýρης τση την Ýχουν.

Aν εßναι μες στη φυλακÞ με πÜθη η Aρετοýσα,        765
        πλιÜ λÜβρες τον Pωτüκριτον, και πλιÜ καημοß εκεντοýσα'.
Στην ξενιτιÜ, οποý εγýριζεν, Ýτοιας λογÞς εγßνη,
        κ' Ýτοιας λογÞς ο λογισμüς της AρετÞς τον κρßνει,
243οποý δεν εßχε γνωριμιÜ, ζαβÜ, τυφλÜ επορπÜτει,
        πÜντÜ'χεν Ýνα λογισμüν, και μιÜ βουλÞν εκρÜτει.        770
Aν Þστεκε, αν εκÜθουντο, ξýπνου, κι üντε κοιμÜται,
        την AρετÞν αναζητÜ, της AρετÞς θυμÜται.
Στην ¸γριπο εκατοßκησε, κι αποδεκεß λογιÜζει,
        να πÝμπει φßλο με γραφÝς το Φßλο ν' ανεμνειÜζει,
για να μαθαßνει πþς περνοýν, τα πρÜματα πþς πÜσι,        775
        μÞπως και πÜψει του Pηγüς η üργητα και περÜσει.

Eßχε Ýνα δοýλο μπιστικüν, κ' ελÝγαν τον ΠιστÝντη,
        και δεν εψÞφα ΘÜνατο για τον καλüν του AφÝντη.
KαταρδινιÜζει μιÜν αυγÞ, κουρφÞ γραφÞ τοý κÜνει,
        και κÜτω στο στιβÜνι του εις τσι ραφÝς τη βÜνει.        780
Kαι λÝγει του, üσον το μπορεß σπουδαχτικÜ να σþσει
        εις την AθÞναν, τη γραφÞ του Φßλου του να δþσει.
Kι üντε τη δßδει, μην τη δει κιανεßς να το κατÝχει,
        και βιαστικÜ να πιλαλεß με τ' Üλογο, να τρÝχει.

§Eμßσεψεν ο δοýλος του, και μετÜ μÝρες σþνει        785
        στη Xþραν, και τ' AφÝντη του τον ορισμüν πλερþνει.
ΘαρÜπιον ο Πολýδωρος παßρνει την þρα εκεßνη,
        να δει του Φßλου του γραφÞ, κι ολüχαρος εγßνη.
TÜ'γραφεν ο Pωτüκριτος, μπορεß να τα λογιÜσει,
        οποý'χει γνþσιν, και γρικÜ, δßχως γραφÞ να πιÜσει.        790

ΠÝμπει και χþρια του Kυροý Üλλη γραφÞ, να μÜθει,       
        πως εßν' καλÜ, ποý βρßσκεται, και σε ποιÜ χþρα εστÜθη.
K' εβÜστα την-ε φανερÜ, ο-για να την-ε δοýσι,
        πως Þρθε για τον Kýρη του και MÜνα του να ποýσι.
Mε πονηριÜν τα πρÜματα ετοýτα επορπατοýσα',        795
        καθημερνü για λüγου του μαθαßνει η Aρετοýσα.
Tη μιÜν ημÝρα εστÜθηκε, την Üλλη ημÝρα πηαßνει,
        ωσÜν επÞρε τη γραφÞ, δε στÝκει ν' ανιμÝνει.
244¹χωσε πÜλι τη γραφÞ, σαν Þκαμε στην πρþτην,
        κ' εßχε τον ο Pωτüκριτος πολλÜ κουρφüν προδüτην.        800
¹γραφεν ο Πολýδωρος μαντÜτα πρικαμÝνα,
        ποý βρßσκετον η AρετÞ με την καημÝνη NÝνα,
και τÜ'καμεν ο Kýρης τση· üλα τ' αναθιβÜνει,
        üλα του τα'πε στη γραφÞ με πÝνα και μελÜνι.

Σε λßγες μÝρες Þσωσε στην ¸γριπον ο δοýλος,        805
        κ' εßδεν τον ο Pωτüκριτος, κι αναγαλλιÜσεν οýλος.
Mα σαν επιÜσε τη γραφÞν, και τα κουρφÜ διαβÜζει,
        χßλιες φορÝς και πλιüτερες την þρα αναστενÜζει.
EτρÝχασιν τα μÜτια του, ποτÜμι-ν εκινοýσα',
        θωρþντας σ' ßντα βÜσανα βρßσκετ' η Aρετοýσα.        810
Λüγια πολλÜ λυπητερÜ λÝγει την þρα κεßνη,
        κ' εις την καρδιÜν εσφÜγηκε στ' Üδικον, οποý εγßνη.
Mα συγκερνÜ τους πüνους του, λογιÜζοντας με γνþση,
        εις τÜ'διαξεν η AρετÞ μ' εμπιστοσýνη τüση,
και πως πουργÜ για λüγου του τüσους καημοýς και ΠÜθη,        815
        κ' εμπÞκε σ' Ýτοιο πÝλαγος, και πÜλι δεν εχÜθη.
K' εγνþρισÝν το φανερÜ, πως δεν τον απαρνÜται,
        ξüμπλι μεγÜλον Þδειξεν εκεß οποý τυραννÜται.
ΠολλÝς φορÝς το δοýλον του Þπεμπε να μαθÜνει,
        και πÜντα την κουρφÞ γραφÞν Þβανε στο στιβÜνι.         820

§EμÜθαινε κ' η AρετÞ η σφικτοκλειδωμÝνη,
        ποý βρßσκετ' ο Pωτüκριτος, ποý πορπατεß, ποý πηαßνει.
ΠοτÝ τση δεν ερþτηξεν εκεßνη, να τση ποýσιν,
        αμ' η Φροσýνη πονηρÜ, εκεß που τση μιλοýσιν
οι φλακατþροι, εμÜθαινε με φρüνεψιν και γνþση,        825
        οποý κιανεßς δεν ημπορεß ποτÝ να την-ε νιþσει.
Mε τÝχνην ο Πολýδωρος Þκανε κ' εγρικοýνταν,
        κι αξαργιτοý τα ξÜπλωνε τα λüγια, κ' εσκορποýνταν·
245μüνον πως βρßσκεται καλÜ, σ' ποιÝς χþρες επορπÜτει,
        τ' απομονÜρια τση γραφÞς πÜντα κουρφÜ τα εκρÜτει.        830

§Eυρßσκετ' ο Pωτüκριτος σε πλιÜ μεγÜλη αγκοýσα,
        σε πλιÜ χερüτερη φλακÞ, παρÜ την Aρετοýσα.
Kαι την καρδιÜν και την πνοÞν, τα μÝλη και το φως του
        σ' μιÜ θεληματικÞ φλακÞν τα'βανε μοναχüς του.
Δεν Þτρωγε, δεν Þπινεν, ουδÝ ποτÝ εκοιμÜτο,        835
        στο λογισμüν εκρßνετο, στο νουν ετυραννÜτο.
ΣυχνιÜ-συχνιÜ ενεστÝναζε, τα μÝλη του εκρυγαßναν,
        βοτÜνια δεν τον-ε φελοýν, γιατροß δεν τον εγιαßναν.
Oλüτελα απορßχτηκε, τη νιüτην επαρνÞθη,
        μιÜν þραν εις ανÜπαψιν ποτÝ δεν εγρικÞθη.        840
Mακραßνου' γÝνια και μαλλιÜ, αλλÜσσει η στüρησÞ του,
        κÜνει Üλλην üψη, ασοýσουμη, και λιþνει η εδικÞ του.
Eμαýρισεν, εσκÞμισε στα ξÝνα που γυρßζει,
        κι üποιος κι αν τον εκÜτεχε, πλιü δεν τον-ε γνωρßζει.

§Oι τρεις χρüνοι επερÜσασι, κ' οι τÝσσερεις εμπαßνα',        845
        που η AρετÞ Þτον στη φλακÞν, κι ο Pþκριτος στα ξÝνα.
MακρÜ'σαν, μακρÜ βρßσκετον Ýνας απü τον Üλλο,
        μα'σαν κ' οι δυü σε μιÜ βουλÞν, κ' εστÝκαν σ' Ýνα ζÜλο.
Σ' μιÜ βρÜσιν εκεντοýσασι, τα ξýλα Ýτσι εσυμπαßνα',
        που'φτανεν η αναλαμπÞ στους δυü, κι üχι στον Ýνα.        850

ΦÝρνουν οι χρüνοι κ' οι καιροß, που κατατÜσσου' ολßγα,
        σ' μÜχην επιÜστη ο Bασιλιüς με τση BλαχιÜς το PÞγα.
Για μιÜ χþρα Ýχου' διαφορÜν, κ' εις üχθρηταν εμπÞκαν,
        κι ο εßς του αλλοý λογαριασμüν σε τοýτο δεν εγρßκα.
Kαθημερνüν επλÞθαινεν η üχθρητα κ' η μÜχη,        855
        κι ο εßς κι ο Üλλος Þθελε σ' νßκος τη χþρα να'χει.
Eμπαßνουσιν εις τα βαθιÜ κ' εις τα κακÜ μαντÜτα,
        καταρδινιÜζουν πüλεμο, μαζþνουν τα φουσÜτα.

246O BασιλÝας τση BλαχιÜς δε στÝκει ν' ανιμÝνει,
        λαüν εμÜζωξε πολýν, κ' εις την AθÞναν πηαßνει.        860
Tεντþνει απüξω στα τειχιÜ, τη Xþρα φοβερßζει,
        με καβαλÜρους και πεζοýς τους κÜμπους τριγυρßζει.
¹καψε δÜση και χωριÜ, κι ανθρþπους 'χμαλωτßζει,
        κ' οι σκοτωμοß κι ο πüλεμος ο φοβερüς αρχßζει.
Bλαντßστρατον τον λÝγασι τοýτον τον ξÝνο PÞγα,        865
        πολλÜ τον επαινοýσανε κεßνοι οποý τον εσμßγα'.

§Eßχε φουσÜτα δυνατÜ σε μιÜ μερÜ κ' εις Üλλη,
        γιατß κ' οι δυü Þσαν μπορετοß, και Bασιλιοß μεγÜλοι.
Στο'να φουσÜτον Þσανε κ' εις τ' Üλλον αντρειωμÝνοι,
        κι οποý'χε χÜσει σÞμερον, τοδεταχιÜς κερδαßνει.        870
ΠÜν' τα μαντÜτα εδþ κ' εκεß, παντüθες το μαθαßνουν,
        πολλοß κινοýν του Pιζικοý, κ' εις τα φουσÜτα πηαßνουν.

§ΓρικÜ το κι ο Pωτüκριτος, και στÝκει και λογιÜζει,
        η AγÜπη οποý'χε τσ' AρετÞς, να πÜγει τον-ε βιÜζει,
και μπιστικÜ, σα δουλευτÞς, τση Xþρας να βουηθÞσει,        875
        κι αν-ε μπορεß, το PÞγα του να κÜμει να νικÞσει.
M' üλον οποý τον Þδιωξε, κατÝχει και γνωρßζει,
        πως εßναι Kýρης εκεινÞς, που την καρδιÜν του ορßζει.
Mε κÜποια ολπßδα εκßνησε, στο λογισμüν του βÜνει,
        μ' Ýνα του AφÝντην κι οχουθρü ΦιλιÜν κι AγÜπην πιÜνει.        880
Aποφασßζει να σταθεß απüξω του φουσÜτου,
        κι ωσÜν ιδεß το PÞγα του να βγει με τ' ÜλογÜ του,
εις το φουσÜτο το ζιμιü ωσÜν πουλß να σþσει,
        κι üσους μπορεß απü τους οχθροýς να ρßξει, να σκοτþσει,
κι ολημερνßς να πολεμÜ, κι απüκεις να μισεýγει,        885
        και ρüγα μηδÝ πλÝρωμα ποτÝ να μη γυρεýγει,
μÞπως και πÜψει η απονιÜ, ýστερα σαν το μÜθει,
        πως εßν' εκεßνος που'διωξε, κ' εßπασι πως εχÜθη.
247Tοýτον το λογισμü'βαλε, μα ομπρüς θÝ' να μαυρßσει
        το πρüσωπον, κι ουδÝ κιανεßς να μην τον-ε γνωρßσει.        890

¹τον μιÜ γρα στην ¸γριπον, αλλοτινÞ βυζÜστρα,
        μÜισα, οποý κατÝβαζε τον Oυρανü με τ' ¢στρα.
Mε τα χορτÜρια εκÜτεχε, σαν τα'θελε μαλÜξει,
        να κÜμει τ' Üσπρο μελανü, τσι πρüσοψες ν' αλλÜξει.
EπÞγεν ο Pωτüκριτος, τη MÜισαν και βρßσκει,        895
        με δüσα, και με πλÝρωμα, και με καλü κανßσκι,
ζητÜ και κÜνει του νερü, το πρüσωπüν του πλýνει,
        μαυρßζει, και μελαχρινüς βαθειÜς βαφÞς εγßνη.
K' Ýτοιας λογÞς εσκÞμισεν, Ýτοιας λογÞς μαυρßζει,
        που η ßδια MÜνα αν τον-ε δει, ποιüς εßναι δε γνωρßζει.        900
Γßνεται μελανüμαυρος, που'τον ξαθüς περßσσα,
        και το νερü τα κÜλλη του Þκαμε κι εσκημßσα'.
Σ' Ýνα φλασκÜκι Üλλο νερü του δßδει να φυλÜξει,
        και λÝγει του, üντε του φανεß τη στüρηση ν' αλλÜξει,
να'ρθει στην πρþτην του ασπριγιÜ, να'ρθει στα πρþτα κÜλλη,        905
        εκεßνο το'στερο νερü στο πρüσωπüν του ας βÜλει.
Kαι πριν μισÝψει, τα νερÜ ετοýτα δικιμÜζει,
        κι þρες το πρüσωπο Þλαμπε, κι þρες το σκοτεινιÜζει.

ΩσÜν τα καταρδßνιασε, πλιüν Üλλο δε γυρεýγει,
        καβαλικεýγει μιÜν αυγÞ, και μοναχüς μισεýγει.        910
Σε λßγες μÝρες Þσωσεν απüξω στην AθÞνα,
        κ' Þστεκε κ' εστοχÜζετο τα δυü φουσÜτα εκεßνα.
Kαι καβαλÜρης τα θωρεß, κοντýτερα σιμþνει,
        και το φουσÜτο τσ' AρετÞς θωρεß, κι αναδακρυþνει.
Παραμιλεß ολομüναχος, και λÝγει· "Ποýρι ετοýτοι        915
        εßναι Üντρες, οποý βλÝπουσι τσ' AφÝντρας μου τα πλοýτη;"
Tη Xþρα στρÝφεται θωρεß, και λουχτουκιÜ η καρδιÜ του,
        κατÝχοντας πως βρßσκεται μες στη φλακÞ η KερÜ του,

                  EPΩTOKPITOΣ
248και λÝγει· "Aς Þμουνε πουλß, να πÝταξα την þρα,
        και να περÜσω τα τειχιÜ, να μπω μÝσα στη Xþρα.        920
Nα βρω την πüρταν τση φλακÞς, κουρφÜ να κατακροýσω,
        την εμιλιÜ, οποý πεθυμþ και ρÝγομαι, ν' ακοýσω.
Nα επÞρα την παρηγοριÜν κεßνη, οποý παßρνει η MÜνα,
        σα ζωντανÝψει το παιδß, οποý νεκρü το εβγÜνα'."
                  ΠOIHTHΣ
TοýτÜ'βανεν ο λογισμüς, τοýτÜ'λεγεν η γλþσσα,        925
        αναθιβÜνοντας συχνιÜ τον üρκον, οποý ομþσα'.

§Bρßσκει Ýναν τüπο απüκρυφο σ' Ýνα δεντρü αποκÜτω,
        εκεß Þτρω', εκεß αρματþνετο, τη νýκτα εκεß εκοιμÜτο.
KÜθε ταχιÜ εσηκþνετο, κι ως Þθελε γρικÞσει,
        ν' αντιλαλÞσει η σÜλπιγγα, βοýκινο να κτυπÞσει,        930
εκαβαλßκευγε ως αúτüς, σπουδÜζοντας τη στρÜτα,
        και με την þραν Þφτανε, που εσμßγαν τα φουσÜτα.
K' Þκανε ανεμοστρüβιλα και ταραχÞ μεγÜλη,
        κ' εβοýηθα πÜντα μιÜς μερÜς, κ' επλÞγωνε την Üλλη.
Σα δρÜκος εφοβÝριζε, σα λιüντας τσ' επολÝμα,        935
        κ' οι BλÜχοι να τον-ε θωροýν, απομακρÜς ετρÝμα'.
¹ριχτε, παραστüλιαζε, εσκüτωνε απ' αυτεßνους,
        πολλÜ μεγÜλος τως οχθρüς εφαßνετο σε κεßνους.
Δεν τον εγνþριζε κιανεßς, ουδ' εδικοß, ουδÝ φßλοι,
        κι ο τüπος üπου εχþνετο, Þτον μακρÜ Ýνα μßλι.        940
Kαι 'τü εßχε δει κ' εβρÜδιαζε, και πως ο ¹λιος κλßνει,
        εμßσευγε σπουδαχτικÜ κι αυτüς την þρα κεßνη.
Kαι το ταχý εσηκþνετο, κ' Þρχετο με την þραν,
        πολλÞ βοÞθειαν Þδωκε στην πρικαμÝνη Xþραν.

§Eις τα φουσÜτα και τα δυü Ýγνοια μεγÜλη μπαßνει,        945
        ποιüς να'ναι αυτüς, που Ýτσι συχνιÜ σα δρÜκος κατεβαßνει
κÜθε ταχιÜ και πολεμÜ, και καθ' αργÜ μισεýγει,
        και μηδÝ φßλος τοý ακλουθÜ, ουδÝ σýντροφο γυρεýγει.

249§ΠÜνε οι μεγÜλοι στου Pηγüς, κ' οι πρþτοι απ' το φουσÜτο,
        και λÝσιν του με τη χαρÜν ετοýτο το μαντÜτο·        950
"AφÝντη, Ýνα θεριü'πεψε το Δßκιο τσ' AφεντιÜς σου,
        γιατß Üδικα σε πολεμοýν, και θÝ' να σε χαλÜσου'.
Kαι πολεμÜ για λüγου σου, κι αλýπητα βαρßσκει,
        και δε γυρεýγει πλÝρωμα, μηδÝ ζητÜ κανßσκι."

§Eμπαßνου' εις χßλιους λογισμοýς, κι ο PÞγας δεν κινÜται        955
        να πει για τον Pωτüκριτον, 'πειδÞ κι οχθρüς λογÜται.
Kι ουδ' ο Πολýδωρος ποτÝ ετοýτο δε λογιÜζει,
        και τüσον πλιÜ που του'πασι, Σαρακηνüς πως μοιÜζει.
K' οι στρατιþτες τση BλαχιÜς παινÝματα του κÜνουν,
        και τρÝμουν, üντε τα μιλοýν κι üντε τ' αναθιβÜνουν.        960
Kαι λÝσιν-ε του Bασιλιοý· "Δεν ξεýρομε να ποýμε,
        γ-Þ Üνθρωπος εßναι, γ-Þ θεριüν εκεß οποý πολεμοýμε.
Kι Üλλοι δυü να'ρθαν μοναχÜς, να'ναι σαν εßναι ετοýτος,
        το Bασιλßκι σου Þσβυνε, κ' εχÜνετο το πλοýτος."

§O PÞγας ο Bλαντßστρατος γρικþντας ßντα λÝσι,        965
        εβÜλθηκε με του λαοý το πλÞθος να κερδÝσει.
Γιατß Þβλεπε κ' εχÜνουνταν οι Üντρες, κ' εφυροýσαν,
        με τη βοÞθειαν του θεριοý οι λßγοι τσ' ενικοýσαν.
K' Ýστοντας να'χει πλιÜ λαüν, εβÜλθη μιÜν ημÝρα
        ν' αρματωθεß, να ορδινιαστεß τη νýκταν, αποσπÝρα,        970
να μην αφÞσει οπßσω του στρατιþτη ν' απομεßνει,
        μ' αρματωμÝνοι να βρεθοýν üλοι την þρα εκεßνη.
Kαι τη βαθειÜ-βαθειÜν αυγÞν, εις τα γλυκιÜ του ýπνου,
        οποý'ναι ακüμη αχþνευτοι πολλοß καπνοß του δεßπνου,
αξÜφνου με πολλÝς φωνÝς και ταραχÞν αρμÜτω',        975
        να δþσουν φüβον του λαοý, να φεýγει απÜνω-κÜτω.
K' Ýστοντας να'χει πλιÜ λαüν, κι üλοι καλοß αντρειωμÝνοι,
        Üσφαλτα εκεßνην τη φορÜν το νßκος ανιμÝνει.
                  BΛANTIΣTPATOΣ
250Kαι λÝγει· "¿στε να πÝμπομε λßγους να πολεμοýσι,
        νßκος ποτÝ μ' Ýτοιο θεριü δεν ημποροý' να δοýσι.        980
Mα σα σμιχτεß üλος ο λαüς, το πλÞθος το περßσσο
        με θÝλει κÜμει σÞμερον Üσφαλτα να νικÞσω.
K' ßντα μπορεß Ýνας μοναχüς σε τüσους να βουηθÞσει;
        Tους λßγους, üχι τους πολλοýς, μπορεß να πολεμÞσει."

                  ΠOIHTHΣ
¹καμεν ü,τι ελüγιαζε, βαθειÜν αυγÞ αρματþνει        985
        με σιγανÜδα το λαüν, και του οχθροý σιμþνει.
Mε σÜλπιγγες, με βοýκινα, με κτýπους των αρμÜτων,
        το Üλλο φουσÜτο εξýπνησε, που üλον το πλιÜ εκοιμÜτον.
Kι þστε να καταρδινιαστοýν ü,τι τως κÜνει χρεßα,
        εχÜσασι τη δýναμιν, τÝχνην, και την αντρεßα.        990

§ΠÜν' τα μαντÜτα τα πρικιÜ εις του Pηγüς τη Xþρα·
        "AφÝντη, βοýηθα γλÞγορα, γιατß μας βιÜζει η þρα!"
O Bασιλιüς, οποý'τονε στο στρþμα ακουμπισμÝνος,
        πÜραυτας εσηκþθηκε σαν ξεπεριορισμÝνος.
ΣπουδαχτικÜ αρματþνεται, τσ' απομονÜρους κρÜζει,        995
        ν' αρματωθοýν, να τ' ακλουθοýν στον πüλεμον τους βιÜζει.
ΓÝρου καρδιÜ δεν Þδειξε, μα νιüτη κοπελιÜρη,
        και δε δειλιÜ το ΘÜνατον, üντε κι αν τον-ε πÜρει.
Bγαßνει απ' τη Xþραν, κι ακλουθοýν üλοι οι αρματωμÝνοι,
        πÜσιν εκεß, που ο ΘÜνατος κι ο XÜρος τσ' ανιμÝνει.        1000
Aνακατþνετ' ο λαüς, και τα φουσÜτα σμßγουν,
        μα'τον ακüμη σκοτεινÜ, και δεν καλοξανοßγουν.
Δßδου' αναπνιÜ στα βοýκινα, τσι σÜλπιγγες φυσοýσι,
        πÜγει η λαλιÜ στον Oυρανüν, τα νÝφη αντιλαλοýσι.

§Mε τη βαβοýρα την πολλÞ και κτýπους των αρμÜτω',        1005
        εγρßκησε ο Pωτüκριτος, γιατß δεν εκοιμÜτο.
Kι ο λογισμüς της AρετÞς ολßγον τον αφÞνει
        να κοιμηθεß, γιατß αγρυπνÜ σ' τσ' AγÜπης την οδýνη.
251¢λλο μαντÜτο να του πουν, δε στÝκει ν' ανιμÝνει,
        με σποýδα εκαβαλßκεψε, στον κÜμπον κατεβαßνει.        1010
Σαν üντεν εßν' καλοκαιριÜ, μÝρα σιγανεμÝνη,
        κι αξÜφνου ανεμοστρüβιλος απü τη γην εβγαßνει,
με βροντισμüν και ταραχÞ τη σκüνη ανεσηκþσει,
        και πÜγει την τüσον ψηλÜ, οποý στα νÝφη σþσει¯
Ýτσι κι üντεν εκßνησε, με τÝτοια αντρειÜ επορπÜτει,        1015
        οποý βροντÝς και σκονισμοýς κÜνει στο μονοπÜτι.
M' Ýτοια μεγÜλη μÜνηταν Þσωσε στο φουσÜτο,
        οποý üποιος κι αν εγλßτωκε, με φüβον το εδηγÜτο.

§Eις-ε καιρü ο Pωτüκριτος Þσωσε στο λιμιþνα,
        που οι Aθηναßοι εφεýγασι, κ' οι BλÜχοι τους ζυγþνα'.        1020
Mε φüβον εγλακοýσανε, βοÞθεια δεν ευρßσκαν,
        κ' οι οχθροß τως τους εδιþχνασι, κι αλýπητα εβαρßσκαν.
Kι ωσÜ λιοντÜρι üντε πεινÜ, κι απü μακρÜ γρικÞσει
        κ' Ýρχεται βρþμα, οποý'πασκε να βρει να κυνηγÞσει,
κ' εις την καρδιÜν κινÜ, ως το δει, η πεθυμιÜ τη μÜχη,        1025
        τρÝχει ζιμιüν απÜνω του, κι αγριεýγει, σαν του λÜχει·
φωτιÜ πυρρÞ στα μÜτια του ανεβοκατεβαßνει,
        καπνüς απ' τα ρουθοýνια του μαýρος, βραστüς εβγαßνει·
αφροκοπÜ το στüμα του, το κοýφος του μουγκρßζει,
        ανασηκþνει την ορÜν, τον Küσμον φοβερßζει·        1030
κατακτυποýν τα δüντια του, και το κορμß σπαρÜσσει,
        αναχεντρþνουν τα μαλλιÜ, και τρÝχει να το πιÜσει¯
εδÝτσι εξαγριεýθηκε για τα κακÜ μαντÜτα,
        κι ωσÜν αúτüς επÝταξε, κ' εμπÞκε στα φουσÜτα.
(BλÜχοι, κακüν το πÜθετε εις τ[ü] σας ηýρε αφνßδια,        1035
        εδÜ'ρθασι τ' απαρθινÜ, κ' επÜψαν τα παιγνßδια!)
§Oποý'λαχε να δει ποτÝ σýγκλυση να φουσκþσει,
        να πνßξει ανθρþπους και θεριÜ, δεντρÜ να ξεριζþσει,
252και να μουγκρßζου' οι ποταμοß, κι ο Küσμος ν' αγριÝψει,
        κι αστροπελÝκια ο Oυρανüς χÜμαι στη γη να πÝψει,        1040
να τρÝμουν üσοι τα θωροýν, το πνÝμα τως να χÜνουν,
        να ξεψυχοý' απ' το φüβον τως, πριν παρÜ ν' αποθÜνουν¯
εδÝτσι κι ο Pωτüκριτος κÜνει την þρα εκεßνη.
        ΠολλÜ μεγÜλη σýγκλυση εις το φουσÜτο εγßνη.
Tßνος τον πüδαν Þκοφτε, τßνος τη χÝρα ρßχτει,        1045
        τßνος εκüπη η κεφαλÞ, τßνος το στÞθι ενοßχτη·
ποιüν απ' τη μÝση εχþριζε, τßνος κοιλιÜν ετρýπα,
        πÜντα κÜνει αßμα η κοπανιÜ, εκεß οποý την εκτýπα.

§Σαν κÜνει ο λýκος εις τ' αρνιÜ, üντε πεινÜ και ρÜσσει,
        και πνßγει τα üπου κι αν τα βρει, και φτÜνει τα üπου πÜσι¯        1050
Ýτσι Þκανε ο Pωτüκριτος, ξετρÝχοντας το νßκος.
        Oι BλÜχοι τρÝμουν σαν τ' αρνιÜ, κ' εκεßνος εßναι λýκος.

§ZερβÜ-δεξÜ τους πολεμÜ, αλýπητα σκοτþνει,
        και σα θεριü τσ' απογλακÜ, σα δρÜκος τους ζυγþνει.
¹κοβγε μÝσες και μεριÜ, κορμιÜ απü πÜνω þς κÜτω,        1055
        Þκλαιγ' εκεßνος ο λαüς, κ' Þτρεμε το φουσÜτο.
ΠÝφτει απ' τη χÝρα το σπαθß, χÜνουν το χαλινÜρι,
        'τü εθÝλα' δει απü μακρÜ τοýτο το ΠαλικÜρι.
Aποκρυγαßναν οι καρδιÝς, την αντρειÜν εχÜναν,
        εφεýγαν κ' εγλακοýσανε, τα μονοπÜτια επιÜναν.        1060
¹παιρνε ψη και δýναμη τσ' AθÞνας το φουσÜτο,
        που το'βρεν ολοσκüρπιστον, κ' εγλÜκα απÜνω-κÜτω.
Tο πρüσωπο εγυρßζασι, που εδεßχνασι τη ρÜχη,
        κι üσο ματþνουν τα σπαθιÜ, τüσον πληθαßνει η μÜχη.

§Tßς πÝφτει και ψυχομαχεß, τßς πÝφτει αποθαμÝνος,        1065
        και τßς ολßγα, τßς πολλÜ βρßσκεται λαβωμÝνος.
MεγÜλος καλορßζικος εκρÜζουντον-ε τüτες
        εκεßνος, οποý επüθαινε με τσι πληγÝς τσι πρþτες,
253κι ως εßχε πÝσει απ' το φαρß, τη ζÞση να τελειþσει,
        κι ουδ' Üλλον πüνο ο πüλεμος κ' η μÜχη να του δþσει.        1070
Mα οι Üλλοι, οποý γκρεμνßζουνταν, κ' εßχαν πνοÞν κ' εζοýσαν,
        οι καβαλÜροι κ' οι πεζοß τους εγλοτσοπατοýσαν.
Kι απÜνω στες λαβωματιÝς τα πÝταλα εβουλοýσαν,
        και την πληγÞ εξεσκßζασι, και πüνους εγρικοýσαν.
Kαι με τσινιÝς, δαγκαματιÝς, κριτÞρια που τως δßδα',        1075
        πολλÜ Üσκημα ετελειþνασι, δßχως ζωÞς ολπßδα.

§Kεßτεται τ' Üλογο, ψοφÜ στου αφÝντη του το πλÜγι,
        στρÝφεται ο φßλος και θωρεß το φßλον πως εσφÜγη.
Σýντροφος με το σýντροφο να ξεψυχοýν αμÜδι,
        το αßμα-ν εßναι η κλßνη τως, κ' η γης προσκεφαλÜδι.        1080
Kεßτεται απÜνω στο νεκρüν ο ζωντανüς, κι ακüμη
        δεν Þρθαν του ξεψυχημοý οι ßδρωτες κ' οι τρüμοι.
¹πεφτεν Ýτσι οποý'χανεν, ωσÜν κι οποý κερδαßνει,
        κι üντεν ο γ-εßς ψυχομαχεß, ο Üλλος αποθαßνει.
Bαβοýρα κακοριζικιÜς, λüγια θανατωμÝνα        1085
        εσυντυχαßναν τα κορμιÜ τα κακαποδομÝνα.
ΛυπητερÜ και θλιβερÜ τον πüνον τως ελÝγαν,
        ΘÜνατο γληγορýτερον και πλιÜ'φκολο εγυρεýγαν.
Πολλοß απεßτι εσκοτþσασι μ' αντρεßαν τον οχθρüν τως,
        τüτες κι αυτοß κρυγοß, νεκροß επÝφτα' απ' τ' Üλογüν τως.        1090
Oι καβαλÜροι πÜν' πεζοß, τ' Üλογα σκοτωμÝνα,
        κι Üλλα γλακοýσι μοναχÜ στον κÜμπον σκορπισμÝνα.
Tα αßματα εκινοýσανε, κ' εβρÝχαν σαν ποτÜμι
        των σκοτωμÝνων τα κορμιÜ, που κεßτουνταν αντÜμι.
TρÜφους εκÜναν και βουνιÜ, κι ο Pþκριτος στη μÝση        1095
        αλýπητα τους πολεμÜ, και πÜσκει να κερδÝσει.
Kι üπου κι αν επορπÜτηξεν εκεßνη την ημÝρα,
        Þτονε XÜρος το σπαθß, και ΘÜνατος η χÝρα.
254H γης, οποý'τον πρÜσινη, με χüρτα στολισμÝνη,
        εγßνη-ν ολοκüκκινη, τα αßματα βαμμÝνη.        1100

§O πüλεμος επλÞθαινε με ταραχÞ μεγÜλη,
        κι þρες ενßκα η μιÜ μερÜ, κι þρες ενßκα η Üλλη.
Σαν του γιαλοý τα κýματα σ' καιροý ανακατωμÝνου,
        οποý οι ανÝμοι τα φυσοýν, και προς τη γη τα πηαßνου',
κι þρες αφρßζουν και σκορποýν üξω στο περιγιÜλι,        1105
        κι þρες στο βÜθος του γιαλοý ξαναγιαγÝρνουν πÜλι¯
Ýτσι και τα φουσÜτα αυτÜ, τ' Üγρια, τα θυμωμÝνα,
        þρες οπßσω εσýρνουνταν, κι þρες ομπρüς επηαßνα'.
Γßνουνται αιματοκυλισÝς, πολλþ' λογιþ' θανÜτοι,
        και τον HρÜκλη ολημερνßς τρομÜρα τον εκρÜτει,        1110
μη χÜσει το φουσÜτον του, κ' εις την καρδιÜν το[ν] πιÜνει,
        και σκλαβωθεß κ' εις τη σκλαβιÜ σα σκλÜβος ν' αποθÜνει.

§Δεν ημπορεß ο Pωτüκριτος να'ναι σε κÜθα τüπον,
        μα üποý'χε σþσει, ΘÜνατον Þδιδεν των ανθρþπων.
Πλιü τη ζωÞν του δεν ψηφÜ, πολλÜ'βραζεν το αßμα,        1115
        σαν εßδεν τον AφÝντην του με τσ' Üλλους κ' επολÝμα.
H αγριüτη τση καρδιÜς, κι ο φüβος του ΘανÜτου,
        οποý['διδεν εις τους οχθροýς] με τα καμþματÜ του,
παρÜ τον ßδιο ΘÜνατο σ' πλιÜ φüβον τους-ε βÜνει,
        και το κορμß Þφηνε η ψυχÞ, πριν παρÜ ν' αποθÜνει.        1120
EπÝσασιν αρßφνητοι δßχως ψυχÞ στο χþμα,
        τω' λýκων εγενÞκασιν και των κορÜκω' βρþμα.

§Σε τοýτους τσ' ανακατωμοýς εικοσιδυü αντρειωμÝνοι
        εßχαν απ' τον Bλαντßστρατον μιÜν ορδινιÜ παρμÝνη,
να βρουν τον Üλλο Bασιλιü, να τον-ε πολεμÞσουν,        1125
        κι α' δεν τον πιÜσου' ζωντανü, νεκρü να τον αφÞσουν.
Kαι συντροφιÜζει τους κι αυτüς, κι ομÜδι εσυνοδεýγαν,
        κι απÜνω-κÜτω, σα θεριÜ, το PÞγαν εγυρεýγαν.
255EυρÞκασι το γÝροντα, κι ως λιüντας επολÝμα,
        κ' εßν' το σπαθß ολοκüκκινον απü το τüσον αßμα.        1130
Eκεß Þτον κι ο Πολýδωρος, στη συντροφιÜν του, κι Üλλοι,
        το PÞγα επαραβλÝπασιν εις Ýτοια χρεßα μεγÜλη.

Ως Þσωσε ο Bλαντßστρατος, ωσÜ λιοντÜρι τρÝχει
        απÜνω του με τ' Üλογο, κι απομονÞ δεν Ýχει.
Kι οπßσω του Üλλοι 'κοσιδυü, και ως δρÜκοντες ερÜσσαν,        1135
        κι οκτþ κοντÜρια, [σ]του Pηγüς το κοýτελον εσπÜσαν.
¹πεσεν απü τ' Üλογο ο HρÜκλης, κ' εζαλßστη,
        χÜμαι στη γην εξÜπλωσε, στα αßματα εκυλßστη.
Πεζüς εßν' κι ο Πολýδωρος, μα'καμε σα λιοντÜρι,
        Þβλεπε τον AφÝντην του κιανεßς να μην τον πÜρει.        1140

§Eξεζαλßστη ο Bασιλιüς, κι ο-γλÞγορα εσηκþθη,
        κ' Þκραξε τον Πολýδωρον, και σ' κεßνον παραδüθη.
Mε το σπαθß στη χÝραν τως, σα λιüντες πολεμοýσι,
        κι απü τους BλÜχους ζωντανοß δε θÝλει να πιαστοýσι.
Mα'σανε τüσοι οι οχ[ου]θροß, οποý τους τριγυρßζουν,        1145
        οποý κιανÝνα γλιτωμü για τüτες δεν ολπßζουν.
Mε δυü κακÝς λαβωματιÝς στην κεφαλÞ, στη χÝρα,
        ευρßσκετο ο Πολýδωρος εκεßνην την ημÝρα.
O AφÝντης, με το δουλευτÞ, το ΘÜνατο εγνωρßσαν,
        üντε φωνÞν και ταραχÞν παλικαριοý εγρικÞσαν.        1150
Tοýτη η φωνÞ κι η ταραχÞ, τση μÜχης το σημÜδι,
        Þτονε του Pωτüκριτου, που ως εßδε κ' εßναι ομÜδι
ο AφÝντης με το Φßλον του σε κßντυνο ΘανÜτου,
        τσι σκÜλες αντιπÜτησε, και σφßγγει τ' ÜρματÜ του.

§O πρþτος, που του απÜντησε, Þτο δικüς τοý PÞγα        1155
        του BλÜχου, και καθημερνü σε μιÜ βουλÞν εσμßγα'.
Kαι δßδει του μιÜ κονταρÜ, και το κοντÜρι μπÞχτει
        εις το λαιμü αποκατωθιü, και χÜμαι τον-ε ρßχτει
256κρυüν, νεκρüν, κι ασÜλευτον, και καταματωμÝνον,
        τα μαθημÝνα του Þκαμε το χÝρι το αντρειωμÝνον.        1160
Σκοτþνει και το δεýτερον, τον τρßτον ξεσελþνει,
        και το κοντÜρι ετσÜκισε, με το σπαθß σιμþνει,
κ' Þκαμε πρÜματα φρικτÜ, καμþματα μεγÜλα,
        ΘÜνατον τον ελÝγασι, XÜρο üνομα του εβγÜλα'.

§Σαν το γερÜκι-ν üντε δει στη λßμνην καθισμÝνον        1165
        πλÞθος πουλιþν, κ' εκεß χυθεß Üγριον και θυμωμÝνον,
κι απü τα ýψη τ' Oυρανοý την ταραχÞν αρχßσει,
        γρυλþσουσι τα μÜτια του, και τα φτερÜ κτυπÞσει,
δþσει στη μÝσην των πουλιþν, κ' εκεßνα τρομασμÝνα
        να ξοριστοýν, και να χαθοýν, και να χωστοýν ποý κ' Ýνα·        1170
εις το νερü Üλλα να βουτοýν, στα ýψη Üλλα να πÜσι,
        για να γλιτþσει τη ζωÞ κÜθε πουλß ν' αρÜσσει·
να φεýγουν üσο το μποροýν τη μÜνηταν εκεßνη,
        και το γερÜκι μοναχü ν' αφÞσου' ν' απομεßνει¯
εδÝτσι εγßνη κ' εις αυτοýς εκεßνην την ημÝρα,        1175
        πολλÜ την ετρομÜξασι του Pþκριτου τη χÝρα.
Tüσους να δει να πολεμοýν το Φßλον και το PÞγα,
        ωσÜ γερÜκι εχýθηκε, κι ωσÜν πουλιÜ τοý εφýγα'.
Γλιτþνει, ξεγκουσεýγει τσι, Üλογα τως γυρεýγει,
        ευρßσκει τως, και δßδει τως, κι ο PÞγας καβαλ'κεýγει.        1180
Kαι τση BλαχιÜς ο Bασιλιüς, θωρþντας ßντα κÜνει,
        φεýγει απü 'κεß, γιατß θωρεß πως Ýχει ν' αποθÜνει.
Δε θÝλει πλιü ο Pωτüκριτος τ' AφÝντη να μακρýνει,
        πÜντα κοντÜ του πολεμÜ, και σπλαχνικüς εγßνη.

§Eμßσεψε ο Πολýδωρος, δε στÝκει ν' ανιμÝνει,        1185
        γιατß εßχε δυü πληγÝς κακÝς, και μες στη Xþρα μπαßνει.
BαρÜ πολλÜ εγρικÜτονε, λαβωματιÜ μεγÜλη
        εßχε σιμÜ στο κοýτελο, κι ομπρüς στο στÞθος Üλλη.

257§Oλημερνßς ο πüλεμος πολλοýς θανÜτους κÜνει,
        κ' εκεßνος οποý εκÝρδαινε τη μιÜν, την Üλλη χÜνει.        1190
EβρÜδιασε, κ' οι σÜλπιγγες επαßξαν, να σκολÜσουν,
        οι σκοτωμοß να πÜψουσι, για τüτες να περÜσουν.
KÜθε φουσÜτο εσýρθηκε στα μÝρη τα δικÜ του,
        καθÝνας στÝκει οληνυκτßς ζωσμÝνος τ' ÜρματÜ του.

Σαν εσκολÜσα' οι σκοτωμοß, κι ο-για την þρα εκεßνη,        1195
        και τον οχθρüν του κÜθα εßς σ' ανÜπαψιν αφÞνει,
Þκραξε τον Pωτüκριτον ο PÞγας, και σιμþνει,
        και σπλαχνικÜ του εμßλησε, μιλþντ' αναδακρυþνει.
                  PHΓAΣ
ΛÝγει του· "Eσý μ' εγλßτωκες, που αποθαμÝνος Þμου',
        κ' εσý μου την εχÜρισες σÞμερον τη ζωÞ μου.        1200
K' επεß Ýτοιο πρÜμα-ν απü σε, κ' Ýτοιο καλü γνωρßζω,
        θÝλω και να μοιρÜσομε τσι χþρες οποý ορßζω.
Kαι να'σαι πÜντα μετÜ με, κι απεßτις ξεψυχÞσω,
        τÝκνον και κληρονüμο μου εις üλα να σ' αφÞσω."

                  ΠOIHTHΣ
Ως Þκουσε ο Pωτüκριτος, με τÜξη γονατßζει,        1205
        και γνωστικÜ, και φρüνιμα Ýτοιας λογÞς αρχßζει·

                  EPΩTOKPITOΣ
"AφÝντη, τα PηγÜτα σου κρÜτειε τα μετÜ σÝνα,
        και χρÝος κιανÝνα σÞμερο δεν Ýχεις μετÜ [μ]Ýνα.
Aν Þρθα κ' επολÝμησα για σε, και για τη Xþρα,
        το'καμα για το Δßκιο σου, üχι να θÝλω δþρα.        1210
Aπüσταν ανεθρÜφηκα, κ' Þπιασα το κοντÜρι,
        πÜντα το Δßκιον αγαπþ, και μη μου το 'χεις χÜρη.
Kαι τ' Üδικο του Bασιλιοý τω' BλÜχων εßναι τüσο,
        οποý αν μπορÝσω, ΘÜνατον ξετρÝχω να του δþσω.
Kαι τη ζωÞ προθυμερüς στη ζυγαρÜν τη βÜνω,        1215
        χαιρÜμενος κÜθα καιρü στο Δßκιο ν' αποθÜνω."

                  ΠOIHTHΣ
EκρÜτειεν τον ο Bασιλιüς, σ' τσ' αγκÜλες του τον Ýχει,
        εθþρειεν τον στο πρüσωπον, ποιüς εßναι δεν κατÝχει.
258Tα σßδερα τση κεφαλÞς Ýχουσιν εβγαλμÝνα,
        και τα φουσÜτα και τα δυü στÝκουσι αναπαημÝνα.        1220
EσκοτωθÞκασι πολλοß εκεßνην την ημÝραν,
        και ποιüς του ενοýς κι αλλοý Pηγüς κακÜ μαντÜτα εφÝραν.
Oκτþ χιλιÜδες κ' εκατü λεßπουν απ' τα φουσÜτα
        τσ' AθÞνας, κ' Ýχου' λεßψανα κÜμπους, βουνιÜ γεμÜτα.
Λεßπουν του PÞγα τση BλαχιÜς Üλλες χιλιÜδες δÝκα,        1225
        κ' οι Bασιλιοß με λογισμüν πολλÜ βαρýν εστÝκα'.
EπρικαθÞκασι πολλÜ οι BασιλιÜδες τοýτοι,
        γιατß οποý εχÜσε το λαüν, εχÜσε και τα πλοýτη.
Δεν Þτο διαφορÜ κιαμιÜ στον Ýνα απü τον Üλλον,
        μ' üλον οποý'τον τση BλαχιÜς φουσÜτο πλιÜ μεγÜλον.        1230
Kι ο εßς του αλλοý αγαπητερÜ επÝψα' να μηνýσουν,
        να κÜμου' μÝρες δþδεκα, δßχως να πολεμÞσουν,
για να ξεκουραστεß ο λαüς, να γιÜνου' οι πληγωμÝνοι,
        να θÜψουν τα νεκρÜ κορμιÜ, που'ν' τüσοι σκοτωμÝνοι.
EκÜμασι τη σýβασιν ετοýτην, κι ανιμÝνουν        1235
        τσι μÝρες, κι þστε να διαβοýν, σ' AγÜπη ν' απομÝνουν.

Aπü την πρþτη αργατινÞν ο Pþκριτος μισεýγει,
        πÜγει και ξαρματþνεται, και το κορμß αναπεýγει.
K' ευχαριστÜ τση Mοßρας του στη χÜριν τση την τüση,
        που'φερεν Ýτοιαν αφορμÞν, το PÞγα να γλ[ι]τþσει.        1240
Kι üλπιζε και με τον Kαιρüν η üργητα να περÜσει,
        να δει κι αυτüς τü πεθυμÜ, πριν παρÜ να γερÜσει.

§Tοýτον ας τον αφÞσομε να συχνοαναστενÜζει,
        κι ας Ýρθομε στο Bασιλιü, που στÝκει και λογιÜζει,
ποιüς να'ναι, οποý του βοýηθησε με της αντρειÜς τη χÜρη,        1245
        σ' ποιüν τüπον εγεννÞθηκεν Ýτοιο Üξο ΠαλικÜρι.
K' εßδεν τον κ' εις το πρüσωπον, ποιüς εßναι δεν κατÝχει,
        γιατß κιαμιÜν εγνωριμιÜν, ουδÝ σουσοýμιν Ýχει.

259MÝσα σε τοýτον τον καιρü μιÜ σÜλπιγγα γρικοýσι,
        πρι' να περÜσου' οι δþδεκα μÝρες, και να διαβοýσι.        1250
Eις το φουσÜτο του Pηγüς του BλÜχου εßδαν κ' εμπαßνει
        εßς KαβαλÜρης θαμαστüς σ' üλην την OικουμÝνη.
¢ριστον τον ελÝγασιν, ανßκητο λιοντÜρι,
        τον ΘÜνατο εßχε εις το σπαθß, τον XÜρο στο κοντÜρι.
Eτοýτος Þτον ανιψüς απü γυναßκειον αßμα        1255
        του BλαντιστρÜτου του Pηγüς, στον Küσμον τον ετρÝμα'.
Kι απ' τη ΦραγκιÜν εμßσεψε, κ' Þρθε να του βουηθÞσει,
        κ' εις Ýτοια χρεßα μοναχü δε θÝ' να τον αφÞσει.
Πεζεýγει, πÜει στου MπÜρμπα του, φιλεß τον εις τη χÝρα,
        χαρÜ μεγÜλην του'δωκεν εκεßνην την ημÝρα.        1260
EχÜρηκεν ο Bασιλιüς, χαßρουνται κι üλοι οι Üλλοι,
        κÜνει ο λαüς απ' τσι φωνÝς παρατροπÞ μεγÜλη.

§O PÞγας βÜνει λογισμü, να πÜψουν οι πολÝμοι,
        τα αßματα κ' οι σκοτωμοß, που üλος ο Küσμος τρÝμει.
Kαι να γενεß μιÜ σýβαση, ποýρι και να θελÞσει        1265
        των Aθηναßων ο Bασιλιüς ετοýτο να γρικÞσει.
Nα βρει Ýνα, τον καλýτερον απ' üλο το φουσÜτο,
        ν' αρματωθεß, να ορδινιαστεß, να'ρθει στον κÜμπον κÜτω,
να πολεμÞσει με σπαθß, να τρÝξει με κοντÜρι
        ομÜδι με τον ¢ριστον, τ' αγÝνειο παλικÜρι.        1270
K' εις τα κορμιÜ τως ετουνþ' να στÝκει η διαφορÜ τως,
        να τα ξεκαθαρßσουσιν οι δυü με τ' ÜρματÜ τως.
Nα πÜψουσιν οι σκοτωμοß οι τüσοι απ' τα φουσÜτα,
        οποý'ναι οι κÜμποι λεßψανα και τα βουνιÜ γεμÜτα.
Mα ομπρüς το λÝγει του ¢ριστου, να δει την üρεξÞ του,        1275
        σαν κεßνον, που στον κßντυνο θÝ' να'μπει το κορμß του.

                  APIΣTOΣ
Tοýτος ζιμιüν ως το'κουσε, του λÝγει· "BασιλιÜ μου,
        ακüμη πλιÜ γλυκειÜ φωνÞ δεν Þρθεν εις τ' αφτιÜ μου.
260Δεν Þρθα επÜ να τραγουδþ και να περιδιαβÜ[ζ]ω,
        μα'ρθα θεριÜ να πολεμþ, Üντρες να δικιμÜ[ζ]ω,        1280
και να ματþνω το σπαθß-ν εις των οχθρþν τα στÞθη,
        κι ο ¢ριστος για πüλεμον ποτÝ δεν εφοβÞθη.
Kαι μην αργÞσεις, BασιλιÝ, μαντατοφüροι ας πÜσι,
        χßλιοι χρüνοι μου φαßνουνται η μÝρα να περÜσει."

                  ΠOIHTHΣ
Oλüχαρος επüμεινεν ο MπÜρμπας να τ' ακοýσει,        1285
        πÝμπει τους φρονιμüτερους, του PÞγα να το ποýσι.
Aπ' το φουσÜτον του Þλειπεν αυτüς την þραν κεßνη,
        στη Xþραν Þτο για δουλειÜ, κ' επÞγασι κι αυτεßνοι.
Eυρßσκουν τον εις το Θρονß, κι ως τον επροσκυνÞσαν,
        τÜ εθÝλαν του εγυρεýγασι, με τÜξιν εμιλÞσαν.        1290
O Bασιλιüς Ýτοιο βαρý μαντÜτο να γρικÞσει,
        εστÜθηκε με λογισμü, δε θÝ' ν' αποφασßσει.

                  PHΓAΣ
ΛÝγει τως· "ΠÝτε του Pηγüς, σα σμßξει μετÜ μÝνα,
        θÝλω του δþσει απιλογιÜ στÜ'χετε μιλημÝνα.
K' εκεßνον, οποý ελüγιασεν αυτüς σ' καιρüν περßσσο,        1295
        δεν ημπορþ Ýτσι το ζιμιüν εγþ ν' αποφασßσω.
Kι ü,τι κι αν αφεντεýγομεν, χþρες, χωριÜ, και πλοýτη,
        θÝ' να'μπουν εις τη ζυγαρÜ, θωρþ, την þρα τοýτη.
K' εις μιÜ μπαμπακερÞ κλωστÞ να κρεμαστεß τυχαßνει
        η BασιλειÜ μας και τω' δυü, κ' εßν' πρÜμα οποý βαραßνει.        1300
Kι απüψε θÝλω να το δω, να το καλολογιÜσω,
        τη φρονιμüτερη βουλÞ και πλιÜ καλÞ να πιÜσω.
Kαι δßχως Üλλο þς αýριο αργÜ, απιλογιÜ να δþσω
        στο πρÜμα, οποý Ýτσι γλÞγορα δεν ημπορþ να σþσω."

                  ΠOIHTHΣ
Kαι μ' Ýτοια λüγια γνωστικÜ τοýτους απιλογιÜζει,        1305
        κι ως εμισÝψαν, το ζιμιü τους φρüνιμοýς του κρÜζει.
Eις το ΠαλÜτι-ν Þρθασι, τριγýρου τοýς καθßζει,
        κι απüκει δυü και τρεις φορÝς τους συχναναντρανßζει.
261Στο πρüσωπüν τως ολωνþν τ' ανÜβλεμμα επορπÜτει
        με τη PηγατικÞν εξÜν, ποý'τρεμε το ΠαλÜτι.        1310
¹δειχνε, πως τη σιωπÞ θÝλει την þρα εκεßνη,
        κι üλοι να στÝκου' να γρικοýν ßντÜ'ναι, κ' ßντα εγßνη.
Ως εßδε, πως την αναπνιÜν κρατßζουν, και σωπαßνουν,
        και τÜ'θελε να τως-ε πει, με φüβον ανιμÝνουν.

                  PHΓAΣ
ΛÝγει τως· "ΣυμβουλÜτοροι, ετοýτην την ημÝραν,        1315
        μαντÜτα απü το Bασιλιü πολλÜ εγνοιανÜ μου εφÝραν,
οποý με βÜνου' εις λογισμüν κ' εις-ε περßσσα ζÜλη,
        γιατ' εßναι τοýτη μιÜ δουλειÜ παρÜ ποτÝ μεγÜλη.
Στη διαφορÜν οποý'χομεν, να μη γενεß Üλλη κρßση,
        μα Ýνα κορμß να βÜλομε, να την αποφασßσει.        1320
¸να να βÜλομε για εμÜς, κ' εκεßνος Üλλον πÜλι,
        τη διαφορÜ να κρßνουνε, που'χομεν τη μεγÜλη,
με το κοντÜρι, και σπαθß, και σιδερü σκουτÜρι,
        και να γενεß η απüφαση, [στο] Δßκιο, üπου τοκÜρει.
Eγþ'χω βÜρος στην καρδιÜν, και λογισμü μεγÜλο,        1325
        ¢ριστος Þρθε απ' τη ΦραγκιÜν, κ' επÜ'ναι δßχως Üλλο.
Kαι τοýτον üλον τον καιρüν, που μας-ε πολεμοýσι,
        λογιÜζω, ο MπÜρμπας του'πεψε, να πÜ' να τον ευροýσι.
Eτοýτος λεßπει απü καιρüν, κ' εις Üλλα μÝρη εκρÜτει,
        κ' εις Üλλες χþρες Þτονε, στην ξενιτιÜ επορπÜτει.        1330
Kεßνη η χαρÜ που'χεν οψÝς του BλÜχου το φουσÜτο,
        κατÝχετε πως Þτονε για τοýτο το μαντÜτο.
Kαι δßχως Üλλο ξεýρετε, κι ¢ριστος Þρθε τþρα,
        ο-για να δþσει βÜσανο και φüβον εις τη Xþρα.

"Eτοýτος εßναι θαμαστüς, üλοι τον επαινοýσι,        1335
        φοβοýνται, τρÝμουν, χÜνουνται, üσοι κι αν τον-ε δοýσι.
Kι απü πολλοýς εγρßκησα, εßναι καιρüς, κ' ελÝγα',
        πως στην καρδιÜν του βρßσκεται της αντρειÜς η φλÝγα.
262Kι ως Þκουσα κ' ελÝγασιν Üλλοι, οποý τον ετρÝμα',
        δεκατριþ' χρονþ' Þτονε, 'τü'ρχισε κ' επολÝμα.        1340
K' εδÜ θÝ' να'ναι εικοσιδυü, λογιÜσετε ßντα ξÜζει.
        K' εμεßς επÜ ποιüν Ýχομε στ' Üρματα να του μοιÜζει;
Για τοýτον αποκüτησεν ο BλÜχος να μηνýσει,
        πως πλιü δε θÝλει με πολλοýς να μας-ε πολεμÞσει.
Mα να διαλÝξω απ' το λαüν Ýνα, κ' εκεßνος Üλλο,        1345
        κ' εßναι δικüς του ο ¢ριστος εκεßνος δßχως Üλλο.
Kι üποιος σκοτþσει απü τους δυü τον Üλλον, και νικÞσει,
        ο PÞγας, που'χει το χαημüν, τον πüλεμο ν' αφÞσει,
να βÜνει αυτüς τη Mοßραν του, κ' εγþ το Pιζικü μου
        στο ζýγι, να καμπανιστοýν με φüβου, και με τρüμου.        1350
Στη χÝραν του Ýχει το θεριü, σα PÞγας τον ορßζει,
        για κεßνο τοýτα μας μηνÜ, για κεßνο φοβερßζει.

"K' επÜ, σε μας, ποιüς βρßσκεται; Ποιüν Ýχομεν ολπßδα;
        Ποýρι προχτÝς στον πüλεμο μικροýς-μεγÜλους τσ' εßδα.
Müνον εις τον Πολýδωρον εßχα üλο μου το θÜρρος,        1355
        κ' εδÜ φοβοýμαι μη χαθεß, μην τον-ε πÜρει ο XÜρος.
Γιατß Ýχει δυü λαβωματιÝς, και στÝκει ν' αποθÜνει,
        κι üλοι οι γιατροß εßπασιν οψÝς, πως δεν μπορεß να γιÜνει.
Mα πÜλι, αν Þτον και καλÜ, δειλιÜ πολλÜ η καρδιÜ μου,
        στη δýναμßν του να δοθοýν τα πλοýτη κ' η εξÜ μου.        1360
Γιατß του Aρßστου τ' üνομα εßναι πολλÜ μεγÜλο,
        και βρßσκω διαφορÜν πολλÞν στον Ýνα απü τον Üλλο.
Kαι δεν κατÝχω, ßντα να πω, κ' ßντα ν' αποφασßσω,
        κ' ßντα μαντÜτο του Pηγüς σε τοýτο να μηνýσω.
EδÜ πληθαßνει ο φüβος μου, εδÜ πληθαßνει η ζÜλη,        1365
        απüφαση θÝ' να γενεß παρÜ ποτÝ μεγÜλη."

                  ΠOIHTHΣ
ΣτÝκουν οι φρüνιμοι βουβοß, και γ-εßς τον Üλλο εθþρει,
        κιανεßς να δþσει απüκριση σε τοýτα δεν ημπüρει.
263Ποýρι Ýνας, οποý ελÝγασι Φρονßστα, δε φοβÜται,
        μα ολüρθος εσηκþθηκε, του PÞγα απιλογÜται·        1370

                  ΦPONIΣTAΣ
"AφÝντη, λαμπυρÞ για μας κρÜζεται τοýτη η μÝρα,
        απεßτις κ' Ýτοιον üμορφο μαντÜτο μÜς εφÝρα'.
Nα'μπου' üλες μας οι διαφορÝς σε δυü καρδιÝς ανθρþπων,
        και να'βγει η μÜχη απü πολλοýς, και να'ρθει εις λßγον τüπον.
Kαι γι' αντρειωμÝνο γνοιÜζεσαι, και στÝκεις και λογιÜζεις;        1375
        ΣυμπÜθησÝ μου, PÞγα μου, κατÝχεις τßνος μοιÜζεις;
Kεινοý, που στην καλομοιριÜ χÜνεται, δεν κατÝχει,
        και μες στη βρýσιν κολυμπÜ, λÝγει· "Nερü δεν Ýχει".
Ποý να'βρεις τüση δýναμιν, τüσην αντρεßα και χÜρη,
        ωσÜν το λιüντα, το θεριü, το ξÝνο ΠαλικÜρι;        1380
Που πολεμÜ για λüγου σου, το Δßκιο σου γυρεýγει,
        κι þστε να κÜμει κοπανιÜ μεγÜλη, δε μισεýγει.
Tου BλÜχου μÜχην και κακιÜν, κι οχθριÜ μεγÜλην Ýχει,
        κι απÜνω του να [γ]δικιωθεß γυρεýγει και ξετρÝχει.
Eτοýτον Ýχεις μετÜ σε, κ' εßπε να τον ορßζεις,        1385
        κι απüκει στÝκεις και θωρεßς, και δεν αποφασßζεις;
Aς στρþσου', ας καβαλ'κÝψομεν, κ' εις τα φουσÜτα ας πÜμε,
        κ' εκεßνον, οποý θÝ' να δεις, ο-γλÞγορα το κÜμε."

                  PHΓAΣ
O PÞγας, σαν εγρßκησε τα λüγια του Φρονßστα,
        του λÝγει· "Eτοýτα ποý θαρρεßς; πþς τα'χεις και κρατεßς τα;        1390
Eßναι μακρÜ απü λüγου σου, και σφßγγε ποýρι, κρÜτει,
        ωσÜν ανοßξει η χÝρα σου, Üνεμος εßν' γεμÜτη.
Δε σþνει ü,τι μας Þκαμε τοýτο το ΠαλικÜρι,
        δßχως να δει απü λüγου μας τσ' ανταμοιβÞς τη χÜρη;
Δε σþνει, οποý μ' εγλßτωκε, που'χανα τη ζωÞ μου,        1395
        κι αν εßχε λεßπειν ο-προχτÝς, στον Küσμον πλιü δεν Þμου';
Δε σþνουν τοýτα, Φρüνιστε, που πλερωμÞ δεν Ýχουν,
                μα λες να πÝψω σÞμερο, να πÜ' να τον ξετρÝχουν;
264Nα'ρθει να βÜλει το κορμß σε κßντυνο μεγÜλον,
        ο-για να με γλιτþσει εμÝ, κ' εσÝνα, και τον Üλλον;        1400
Ποιüς Ýχει γλþσσα να το πει ετοýτο το μαντÜτο,
        που'ναι θανÜτους, και πληγÝς, κι üλο αßματα γεμÜτο;
Kι ü,τι κι αν Þκαμε για μας τοýτο το ΠαλικÜρι,
        με χοντρικÞν ανταμοιβÞ την πλερωμÞ να πÜρει;
KÜλλιÜ'χω ΘÜνατον εγþ, κι üλα μου τα φουσÜτα,        1405
        παρÜ να μπω, στα γÝρα μου, σ' τσ' ανεγνωριÜς τη στρÜτα.
Λοιπüν, ετοýτο οποý θαρρεßς, κι οποý εýκολον το κρßνεις,
        εßναι βαρý και δýσκολον, και το πρεπüν αφÞνεις.
Aς καβαλ'κÝψομεν εμεßς, κι ας πÜμε στο φουσÜτο,
        να συνηφÝρει ο λογισμüς, που βρßσκεται Üνω-κÜτω.        1410
Kι ας το καλολογιÜσομε, με φρüνεψη ας το δοýμε,
        κ' εις Ýτοια δýσκολη δουλειÜ δεν πρÝπει να γλακοýμε."

                  ΠOIHTHΣ
Mε τους φρονßμους σÞμερο γοργοκαβαλικεýγει,
        κι ουδÝ φαητü, μηδÝ πιοτü δε θÝλει ουδÝ γυρεýγει.
Πολλþ' λογιþν αθιβολÝς αλλÞλως τως ελÝγαν,        1415
        και το μικρüτερο γκρεμνüν κι ανÜβαθο εδιαλÝγαν.

§Eγρßκησε κ' η AρετÞ την παßδαν τη μεγÜλη,
        που ευρßσκουτον ο Kýρης τση, με το μαντÜτο πÜλι.
BαρÜ-βαρÜ ενεστÝναζε, φαρμακεμÝνα κλαßγει,
        λüγια παραπονετικÜ με τη Φροσýνη λÝγει·        1420

                  APETOYΣA
"EδÜ γνωρßζει ο Kýρης μου, θωρεß, κ' εδÜ κατÝχει,
        ßντÜ'ξαζε ο Pωτüκριτος στη Xþρα να τον Ýχει.
¼ποý'ναι ανθρþποι και φελοýν, κ' Ýχουν αντρεßαν και γνþση,
        μην τους ξορßζουν, γιατß αυτοß το θÝλουν μετανιþσει.
Aν Þτον ο Pωτüκριτος εδÜ στη Xþρα ετοýτη,        1425
        πüσα Üξιζε περσüτερα, παρ' AφεντιÝς και πλοýτη;"

                  ΠOIHTHΣ
TοýτÜ'λεγεν η AρετÞ, τοýτÜ'βανε στο νου τση.
        M' ας την αφÞσομε για 'δÜ, κι ας πÜμε στου Kυροý τση,
265που στα φουσÜτα του Þσωσε. Πεζεýγει και καθßζει,
        τριγýρου στÝκου' οι φρüνιμοι, να τως μιλÞσει αρχßζει.        1430
ºντα να κÜμει, ßντα να πει, κ' ßντα βουλÞ να πιÜσει,
        κι απιλογιÜ του Bασιλιοý να δþσει, πρι' βραδιÜσει.
Δεν Ýχουν Ýγνοια για φαητü, κ' η ζÜλη τον ταγßζει,
        ο πüνος εßν' στα σωθικÜ, κ' εις την καρδιÜν τοý εγγßζει.

§Tο μεσημÝρι επÝρασε, και μÝσα οποý μιλοýσι,        1435
        παρÝκει σα χαλικισμüν, κι αντρüς φωνÞ γρικοýσι.
Tοýτος εßν' ο Pωτüκριτος, κ' Ýγνοια μεγÜλην Ýχει,
        για να ρωτÞξει αν πολεμοýν ταχιÜ, να το κατÝχει.
Bρßσκει το PÞγα κ' Þστεκε με λογισμü μεγÜλον,
        κ' οι φρüνιμοι κ' εκÜθουνταν, κ' εθþρει ο εßς τον Üλλον.        1440
Σαν Þμαθε την αφορμÞν οποý το PÞγα κρßνει,
        εφÜνιστÞ του επÝταξε, κι ολüχαρος εγßνη.
EπÞγε ομπρüς στου Bασιλιοý, σα δοýλος προσκυνÜ τον,
        τα βÜσανα, τον ξορισμüν πλιü δεν τον εθυμÜτον.
Mα επüνεσε να τον-ε δει γνοιασμÝνο με τη ζÜλην,        1445
        κ' ερχßνισε να του μιλεß με φρüνεψη μεγÜλην·

                  EPΩTOKPITOΣ
"PÞγα Üξε, PÞγα ξακουστÝ, παρ' Üλλον πλιÜ μεγÜλε,
        αυτÜ που σε βαραßνουσι, παραμερÜς τα βÜλε.
Kαι τοýτον, οποý εγρßκησα, ο BλÜχος κι ανιμÝνει,
        παρακαλÝσει το'θελες, üχι να σε βαραßνει.        1450
Ποιüς Üλλος Ýχει ωσÜν εσÝ στρατιþτες αντρειωμÝνους,
        σ' üλον τον Küσμο φανεροýς, καλÜ μαστορεμÝνους;
O πλιÜ μικρüτερος σ' αυτοýς ξÜζει τον πλιÜ μεγÜλο,
        ξÜζει τον πλιÜ καλýτερον απ' το φουσÜτο τ' Üλλο.
Eγþ θωρþ καθημερνü ποιüς ξÜζει, ποιüς αντρειεýγει,        1455
        ποιüς πολεμÜ καλýτερα και την τιμÞ γυρεýγει.
M' απ' üλους Ýνα στρατηγüν πü'χεις τιμÞς μεγÜλης,
        κι αντÞρητα τοýτον μπορεßς στον πüλεμο να βÜλεις.
266KαλÜ κι ως εßδα αντßπροχτες στον πüλεμον εκεßνο,
        πως εßχε μιÜ λαβωματιÜ, μικρÞ θÝ' να'ναι, κρßνω.        1460
Kι αν εßν' μικρÞ κι αψÞφιστη, να μην τον αμποδßζει,
        ο-για θανÜτους εκατüν οπßσω δε γυρßζει."

                  ΠOIHTHΣ
O-για το Φßλον του ρωτÜ, και πεθυμÜ να μÜθει,
        πþς βρßσκεται και πþς περνÜ, γιατ' εßχεν Ýγνοιας πÜθη.
Kαι λογισμüς τον Þκρινε για τη λαβωματιÜν του,        1465
        για κεßνο πονηρÜ μιλεß, να μÜθει την υγειÜν του.
O PÞγας τοý [α]φουκρÜτονε, κ' ευχαριστιÜν του κÜνει,
        και σπλαχνικÜ τον Þκραξε, κοντÜ του τον-ε βÜνει

                  PHΓAΣ
ΛÝγει του· "υ-ΓιÝ μου, σÞμερον Þρθεν εκεßνη η þρα,
        να μας σκλαβþσουν το κορμß και να χαθεß κ' η Xþρα,         1470
α' βουληθþ σε δυü κορμιÜ, ωσÜν το λÝγου' οι BλÜχοι,
        να μπου' üλες μας οι διαφορÝς, να μπει üλη μας η μÜχη.
Γιατß γνωρßζω και θωρþ, το πως εγþ δεν Ýχω
        στρατιþτη ο-γι' Ýτοια απüφαση, κι Üσφαλτα το κατÝχω.
K' εκεßνον το προχτεσινü, ΓιÝ μου, το ΠαλικÜρι,        1475
        οποý παινÜς τüσον πολλÜ εις την αντρειÜν και χÜρη,
κεßτεται με λαβωματιÜ στην κεφαλÞ μεγÜλη,
        κι οψÝς ελÝγαν οι γιατροß, κ' επλÞθυνÝ του η ζÜλη.
Kι αποφασßσαν üλοι τως, πως Ýχει ν' αποθÜνει,
        και πλιü κοντÜρι, ουδÝ σπαθß, ουδ' Üρμα του δεν πιÜνει.        1480
Γιαýτος δε θÝλω και δειλιþ το σημερνü μαντÜτο,
        κÜλλιÜ'χω να τον πολεμþ μ' üλο μου το φουσÜτο."

                  ΠOIHTHΣ
Mες στην καρδιÜ ο Pωτüκριτος κλαßγει κι αναδακρυþνει,
        η εμιλιÜ εκρατÞχτηκε, κ' η üψη απονεκρþνει,
σαν Þκουσε πως εßν' κακÜ ο Φßλος ο καλüς του,        1485
        και βρßσκεται σε κßντυνο στο στρþμα μοναχüς του.
Kαι δεν μπορεß, σαν πεθυμÜ, βοÞθεια να του δþσει,
        ποýρι üλα τοý τα εσκÝπασε, κ' Þχωνε με τη γνþση.

                  EPΩTOKPITOΣ
267AπιλογÜται του Pηγüς· "AφÝντη, μη φοβÜσαι
        εις το μαντÜτο το εγνοιανü, και τη βουλÞ μου πιÜσε,        1490
κι απüφασιν του Bασιλιοý δþσε, και μην αργÞσεις,
        και να περÜσει η μÝρα πλιü, σÞμερο μην αφÞσεις,
πως θες κ' εσý, να βÜλετε, κ' Ýχεις το σ' üρεξÞ σου,
        τσι διαφορÝς, οποý'χετε, δυü να τσ' αποφασßσου'.
Kι αν με κρατεßς για δουλευτÞν καλüν, την Ýγνοια δος μου,        1495
        κ' ετοýτην την απüφαση να κÜμω μοναχüς μου.
KαλÜ και σφαßνω να το πω, σε τüσα παλικÜρια,
        τüσους στρατιþτες δυνατοýς, κ' εις την καρδιÜ λιοντÜρια,
οποý μποροýν πλιÜ παρÜ με, σε δýναμιν και γνþση,
        μα η πεθυμιÜ κ' η üρεξη να σου δουλÝψω, εßν' τüση,        1500
οποý με κÜνει και μιλþ. Γνωρßζω το πως σφÜνω,
        λοιπüν συμπÜθιο απ' üλους σας ζητþ στ' αναθιβÜνω.
Kι α' θÝλεις ποýρι, BασιλιÝ, κι ολπßζεις εις εμÝνα,
        δος μου την Ýγνοιαν απü 'δÜ στÜ σου'χω μιλημÝνα.
Kι ολπßζω üχι εις την αντρειÜ, μα σ' Δßκιο τσ' AφεντιÜς σου,        1505
        να μην αφÞσω αγδßκιωτα τ' Üδικα να περÜσου'."

                  ΠOIHTHΣ
Δεν Þφηκεν ο Bασιλιüς πλιü να του αναθιβÜνει,
        σκýφτει, π[ερι]λαμπÜνει τον, σ' τσ' αγκÜλες του τον βÜνει.

                  PHΓAΣ
ΛÝγει του· "ΓιÝ μου, σÞμερον ü,τι Ýχεις μιλημÝνα,
        επλÝρωσε, εβεβαßωσεν üλα τα περασμÝνα.        1510
EγλßτωκÝς με απ' τη σκλαβιÜ με την παλικαριÜ σου,
        üντεν οι BλÜχοι εθÝλασι σκλÜβον τως να με πιÜσου'.
¹καμες στο φουσÜτο μου εκεßνην την ημÝρα,
        κι οποý'φευγεν, εστÜθηκε με το σπαθß στη χÝρα.
Δεν Þλειψες καθημερνü να μου βουηθÜς, στρατιþτη,        1515
        πολλÞ βοÞθεια μου'δωκες ζιμιüν απü την πρþτη.
Mα σÞμερον παρÜ ποτÝ μου'δωκες τü πεθýμου',
        κι απü το σÞμερον κι ομπρüς εσý'σαι το παιδß μου.
268Kαι λÝγω σοý το, κÜτεχε, για Kýρη σου με κρÜτει,
        κ' εγþ ως παιδß μου εγκαρδιακü να σ' Ýχω στο ΠαλÜτι.        1520
Kι αν-ε κερδÝσω μετÜ σÝ-ν εκεßνο τü γυρεýγω,
        εσý'σαι ο κληρονüμος μου σ' ü,τι κι αν αφεντεýγω.
ΔιÜλεξε απ' üλα τ' Üρματα, Üλογα και κοντÜρι,
        γιατß μου λÝσι τον οχθρüν μεγÜλο ΠαλικÜρι.
KαλÜ και με του λüγου σου, στÜ'δα, και στÜ κατÝχω,        1525
        [χ]Üνει, κ' εις Ýτοιον πüλεμον Ýγνοιαν κιαμιÜ δεν Ýχω."

                  EPΩTOKPITOΣ
ΠÜλι εßπεν του ο Pωτüκριτος· "AφÝντη, μην αργÞσεις,
        απüφασιν του αλλοý Pηγüς γλÞγορα να μηνýσεις.
Δεν εßν' καλÞ η παραθεσμιÜ σ' Ýτοια δουλειÜ μεγÜλη,
        μÞνυσε, τους στρατιþτες του εις ορδινιÜ να βÜλει.        1530
Kαι την ημÝραν τση μαλιÜς να πει, να την κατÝχω,
        και πεθυμþ την-ε πολλÜ, κι απομονÞ δεν Ýχω.
MÝσα η καρδιÜ μου χαßρεται, και δυνατεýγει η χÝρα,
        κ' εις το κορμß γρικþ αντρειÜν ετοýτην την ημÝρα.
Kαι φαßνεταß μου και θωρþ το νßκος απü τþρα,        1535
        κ' ελευτερþνεται γοργü απü τα πÜθη η Xþρα."

                  ΠOIHTHΣ
Ω κι AρετÞ, να το'ξευρες, κ' ημÝρα ξημερþνει
        πολλÜ üμορφη και λαμπυρÞ, κι ο Kýρης σου μερþνει!
Eσý'σαι μÝσα στη φλακÞν, και μÝρα-νýκτα κλαßγεις,
        και για πολÝμους δε ρωτÜς, τσι μÜχες δε γυρεýγεις.        1540
Kι ο Kýρης σου κι ο Pþκριτος Ýχουν φιλιÜ μεγÜλη,
        και γλÞγορα απü τη φλακÞν κτÜσσεται να σε βγÜλει.
K' εσý, φτωχÝ Πεζüστρατε, να σου'παν το μαντÜτο,
        να πÜ' να τον αγκαλιαστεßς εις το δεντρü αποκÜτω·
να πÜψουσιν οι πüνοι σου, να γιÜνουσι τα πÜθη,        1545
        σαν εßχες δει τÝτοιον υ-Γιüν, οποý θαρρεßς κ' εχÜθη.
Πολýδωρε, κι ας το'ξευρες, κι ας το εßχε πει Ýνα στüμα,
        να γιÜνουν οι λαβωματιÝς, και ν' Üφηκες το στρþμα.
269Στη μιÜ μερÜ σου εßν' ο γιατρüς, κι Üλλους γιατροýς γυρεýγεις,
        γιατß δεν πÜ' να τον-ε βρεις, για κεßνο κιντυνεýγεις.        1550
M' α' θÝλουσιν οι Oυρανοß, κ' η Mοßρα να βουηθÞσει,
        θÝλει Ýρθει να σας βρει γοργü, να σας καλοκαρδßσει.

Tοýτα σωπαßνω τα για 'δÜ, κ' Ýρχομαι πÜλι εις Üλλα,
        κεßνα τα πλιÜ βαρýτερα, κεßνα τα πλιÜ μεγÜλα.
Eδüθηκε η απüφαση, κ' Þρθασι τα μαντÜτα,        1555
        χαρÜν πολλÞ κι αμÝτρητη γρικοýν τα δυü φουσÜτα.
Tρεις μÝρες επερÜσασιν, την τÝταρτην ημÝρα
        κ' οι δυü καταρδινιÜζουνται τη νýκταν, αποσπÝρα.
Oληνυκτßς ο Bασιλιüς, του Pþκριτου αρμηνεýγει,
        κ' εις του πολÝμου τσι δουλειÝς μιλεß και δασκαλεýγει.        1560
Πüτε να βÜνει το σπαθß, και πüτε το σκουτÜρι,
        και να θωρεß την κοπανιÜ, π[þς να την-ε παρÜρει]·
και ποιÝς σπαθιÝς πληγþνουσι, ποιÝς πÜλι φοβερßζουν,
        και ποιÝς γελοýν τον Üνθρωπον, και ποιÝς τον-ε ζαλßζουν.
¸να του λÝγει ο Bασιλιüς, και τÝσσερα κατÝχει,        1565
        κι απ' το βυζß τση μÜνας του αντρειÜν και χÜριν Ýχει.

¸τσι κι ο BλÜχος, του ανιψοý, σ' εκεßνον οποý φτÜνει,
        λÝγει του κι αρμηνεýγει του, κι ü,τι μπορεß του κÜνει·
ποιÝς κοπανιÝς κομπþνουσι, ποιÝς κοπανιÝς καρπßζουν,
        και ποιÝς, με δßχως να βαροýν, γελοýν και φοβερßζουν.        1570
Mα λßγη χρειÜ εßχεν απ' αυτÜ ¢ριστος να τ' ακοýγει,
        κατÝχει εκεßνος ποý κτυπÜ, την κοπανιÜ üντε κροýγει.
Σηκþνουνται βαθειÜν αυγÞν οι αντρειωμÝνοι εκεßνοι,
        κ' εις τα φουσÜτα, στο λαüν κλÜημα μεγÜλο εγßνη.
KαθÝνας το στρατιþτην του με Πüθον αρματþνει,        1575
        και κÜθε PÞγας στην καρδιÜν πονεß κι αναδακρυþνει,
θωρþντας πως στη ζυγαρÜ κρÝμεται η BασιλειÜ τως,
        κ' εις δυü σπαθιÜ'χου' να κριθοýν τα πλοýτη και καλÜ τως.

270O PÞγας τον Pωτüκριτο με Πüθον αρματþνει,
        το κρας, οποý'θελε νεκρüν, με σßδερα κουκλþνει,        1580
για να μην πÜγει να βλαβεß. (ΔÝτε μεγÜλο πρÜμα,
        και πüσα φÝρνουν οι καιροß, και κÜνουσι κ' εκÜμα!).
Zþνει του τ' üμορφο σπαθß, δßδει του το κοντÜρι,
        κι αποκαμÜρωνÝ τον-ε στ' Üλογο καβαλÜρη.
Tση Xþρας οι καλýτεροι, τση Xþρας οι μεγÜλοι        1585
        του παραστÝκου' επÜ κ' εκεß, σε μιÜ μερÜ κ' εις Üλλη.
Kαι τßς του εκρÜτει το φαρß, τßς του'σαζε τη σκÜλα,
        γιατß üλες τες ολπßδες τως εις το κορμß του εβÜλα'.

Kαι πÜλιν και τον ¢ριστον, ο MπÜρμπας δεν αφÞνει
        Üλλος να του παρασταθεß ο-για την þρα εκεßνη.        1590
Zþνει του εκεßνος το σπαθß, δßδει του το κοντÜρι,
        πÜντÜ'λπιζε κ' ελüγιαζε το νßκος να του πÜρει.
Tον τüπον εδιαλÝξασι, που θÝ' να πολεμÞσουν,
        να τρÝξουν τα κοντÜρια τως, και τα σπαθιÜ να γδýσουν,
και να πληγþσουν τα κορμιÜ, τ' Üρματα να ματþσουν.        1595
        Mα'τονε χρεßα, πρι' αρχßσουσιν, οι Bασιλεßς ν' αμνüσουν,
ü,τι γενεß σ' αυτοýς τους δυü, βÝβαιο να το κρατοýσι,
        και πλιü να μηδÝν μÜχουνται, μηδÝ να πολεμοýσι.
¹ρθεν εκεßνος ο καιρüς, κ' η þρα που ανιμÝνα',
        να γρÜψουν με τη χÝραν τως τÜ'χασι μιλημÝνα.        1600

Ως εκαλοξημÝρωσεν, εις ορδινιÜν εμπαßνουν,
        με τα φουσÜτα τως κ' οι δυü στον κÜμπον κατεβαßνουν.
KÜνουν και φÝρνουν τως εκεß πÝνα, χαρτß, μελÜνι,
        και κÜθα εßς τη χÝραν του εις το σασμüν τως βÜνει.
K' εκεßνην την απüφασιν πÜραυτα εδιαλαλÞσαν,        1605
        πλοýσοι, φτωχοß, καλοß, κακοß, üλοι την εγρικÞσαν·
"Eτοýτος εßναι ο σασμüς, που θÝλετε γρικÞσει.
        ¼ποιος στρατιþτης σÞμερον κερδÝσει και νικÞσει,
271απü τους δυü, που θÝ' να μπουν στον κÜμπο μοναχοß τως,
        να βλÜψει το κοντÜρι τως, να κüψει το σπαθß τως,        1610
και να σκοτþσει τον οχθρüν, με νßκος ν' απομεßνει,
        του αποθαμÝνου ο Bασιλιüς τον πüλεμο ν' αφÞνει,
και να χρωστεß παντοτινÜ κεßνος, κ' οι κληρονüμοι,
        χαρÜτσι του αλλονοý Pηγüς, Ýτσι μιλοýν οι νüμοι.
K' εις üποιον τüπο λÜχουσι, να'ναι αποκατωθιü του,        1615
        να ορßζει το φουσÜτο του, ωσÜν και το δικü του."
¼λα τα εδιαλαλÞσανε, κι απüκει γονατßζουν,
        κ' οι δυü PηγÜδες κλαßγοντας, ν' αμνüγουσιν αρχßζουν.

                  PHΓAΔEΣ
"MÜ τ' ¢στρη, μÜ τον Oυρανüν, μÜ AνατολÞ και Δýση,
        και μÜ τη Γην που τα κορμιÜ θÝ' να μας καταλýσει,        1620
και μÜ τον ¹λιον το ζεστü, μÜ ΦÝγγος, μÜ ΣελÞνη,
        ποτÝ να μη δολþσομεν ετοýτον οποý εγßνη.
K' εκεßνον, οποý εγρÜψαμεν, πÜντα να το κρατοýμεν
        βÝβαιον κι ακατÜλυωστον, ü,τι καιρüν κι α' ζοýμεν.
Kαι πÜλι αν αποθÜνομεν, πÜντα η κληρονομιÜ μας,        1625
        να κÜνει ü,τι εßναι στο χαρτß, και λεν τα γρÜμματÜ μας."

                  ΠOIHTHΣ
ΩσÜν αμνüξασι κ' οι δυü, φιλευτικÜ μιλοýσι,
        πιÜνουνται κι αγκαλιÜζουνται, και κλαßγοντας φιλοýσι,
και δßδουσι το φοβερü θÝλημα του πολÝμου.
        Tο'να φουσÜτο εχλüμνιανε, στ' αλλοý δειλιοýν και τρÝμου'.        1630
ΣτÝκου' οι PηγÜδες και θωροýν, βαρÜ'ν' πολλÜ η καρδιÜ τως,
        βλÝποντας πως σε δυü κορμιÜ κρÝμεται η BασιλειÜ τως.

§¢ριστος εßχε δυνατüν Üλογον και μεγÜλο,
        και στα φουσÜτα κ' εις τα δυü σαν κεßνο δεν εßν' Üλλο.
Tου MπÜρμπα το[υ']τον το Üλογον, πÜντα το καβαλ'κεýγει,        1635
        δεν εßχε χρειÜ να το κεντÜ και να το δασκαλεýγει.
Δεν Þτον Üλλο σαν αυτü σ' üλην την OικουμÝνη,
        ωσÜ θεριü στον πüλεμον, κι ωσÜ λιοντÜρι εμπαßνει.
272Δεν Þθελε ο Pωτüκριτος ν' αλλÜξει το Üλογüν του,
        μα εδιÜλεξε, στον πüλεμον, να πÜρει το δικüν του.                1640

§Φοροýσιν Üρματα διπλÜ, σκουτÜρια σιδερÝνια,
        και το σημÜδι τση μαλιÜς εστÝκαν κι ανιμÝνα'.
¹γεμε ο κÜμπος τ' Üλογα, τσ' Üντρες, και τα κοντÜρια,
        θωροý', αποκαμαρþνουσι τοýτα τα δυü λιοντÜρια.
ΣÞμερο πολεμοýσιν-ε, σÞμερο εκαλεστÞκαν        1645
        δυü ΠαλικÜρια, οποý στη γην ταßρι τως δεν αφÞκαν.

§Kι ως εγρικÞσαν κ' Þπαιξεν η σÜλπιγγα η πρþτη,
        εσεßστη κ' ελυγßστηκεν η üμορφÞ τως νιüτη.
Στη μιÜ μερÜ Þστεκεν ο γ-εßς, στην Üλλη Üλλος του κÜμπου,
        χιλιμιντρßζουν τα φαριÜ, και τ' ÜρματÜ τως λÜμπου'.        1650
Kτυποýν τα πüδια τως στη γη, τη σκüνη ανασηκþνουν,
        το τρÝξιμον αναζητοýν, αφρßζουν και δριμþνουν.
H γλþσσα με το στüμα τως παßζει το χαλινÜρι,
        το'να και τ' Üλλο αγριεýγετο, σαν κÜνει το λιοντÜρι.
T' αρθοýνια τως καπνßζουσι, συχνιÜ τ' αφτιÜ σαλεýγουν,        1655
        και να κινÞσου' βιÜζουνται, να τρÝξουσι γυρεýγουν.

§H σÜλπιγγα εδευτÝρωσε τση μÜχης το σημÜδι,
        κ' εφÜνιστÞ σου ο ΘÜνατος την-ε φυσÜ στον ¢δη.
K' Þτονε XÜρος η λαλιÜ, η αντιλαλιÜ üλον αßμα,
        που αναδακρυþσα' οι Bασιλιοß, και τα φουσÜτα ετρÝμα'.        1660
¸ναν καιρüν τα δυü θεριÜ με μÜνητα εκινÞσαν,
        που εφοβηθÞκασι πολλÜ στον κÜμπο üσοι κι αν Þσαν.
H σκüνη πÜει στα νÝφαλα ψηλÜ, κ' η γης εσεßστη,
        κ' εφþνιαξε üλος ο λαüς, κ' Þκλαψε, κ' εθρηνßστη.
Kαι τω' PηγÜδων η καρδιÜ, ωσÜ γυαλßν ερÜγη,        1665
        δεν ξεýροντας εις τη μαλιÜν το πρÜμα πþς να πÜγει.
Θωροýσι δυü χρουσοýς αúτοýς, πρεπειÜ στην OικουμÝνη,
        κατÝχουν κ' Ýνας απ' αυτοýς σÞμερον αποθαßνει.
273Kαι κÜθα εßς παρακαλεß συχνιÜ το Pιζικüν του,
        να του βουηθÞσου' οι Oυρανοß ο-για τον εδικüν του.        1670

§Σαν üντε μεσοπÝλαγα δυü ανÝμοι σηκωθοýσι
        αξÜφνου, και με τη βροντÞ φυσþντας πολεμοýσι,
μÜχουνται με τη θÜλασσα, μανßζουν, και φουσκþνουν,
        τσι ψιχαλßδες του γιαλοý στα νÝφαλα σηκþνουν,
Ýνας φυσÜ απ' AνατολÞ, κι Üλλος απü τη Δýση,        1675
        πÜσκει ο BορρÜς και μÜχεται το Nüτο να νικÞσει¯
ο κÜμπος Ýτσι εβρüντησε, και στα βουνιÜ εγρικÞθη,
        üντε τσι πρþτες κονταρÝς εδþκαν εις στα στÞθη.
EσπÜσαν τα κοντÜρια τως, εις εκατü εγενÞκαν,
        και τα κομμÜτια σ' τσ' Oυρανοýς εφτÜξαν κ' εκαÞκαν.        1680
Kι üντεν εβγÜλαν τα σπαθιÜ, στη χÝρα üντε τα σφßξαν,
        τÜ ξÜζαν, τÜ μποροýσιν-ε, και τÜ κατÝχου' εδεßξαν.

§ΩσÜν την πÝτρα τσ' αστραπÞς, που ομπρüς στα νÝφη αξÜφτει,
        κι απüκεις Ýρχεται στη γην, πýργους, χαρÜκια βλÜφτει,
και με βροντÞ απ' τα νÝφαλα, και με φωτιÜ κινÞσει,        1685
        κÜμει τα δÝντρη κÜρβουνα, τα μÜρμαρα τρυπÞσει¯
Ýτσι κ' εκεßνα τα σπαθιÜ, βρÜζουν, κεντοýν περßσσα,
        βροντοýν, και στρÜφτουν, και τρυποýν, κι αστροπελÝκιν Þσα'.
¢πονα πολεμοýσιν-ε, κι αλýπητα βαρßσκουν,
        πηδοýν, μουγκρßζουν τ' Üλογα, κι αναπαημü δε βρßσκουν.        1690
ΨηλÜ σηκþνει το σπαθß, στην κεφαλÞ ξαμþνει
        ο Pþκριτος, και με πολλÞν αντρειÜν το χαμηλþνει.
¢ριστος, που'τον γλÞγορος, κ' εις τ' Üρματα τεχνßτης,
        σαν εßδε κ' εκατÝβαινε προς τη μερÜν τση μýτης,
Þβαλε το σκουτÜρι του ο-για να τη βλεπÞσει.        1695
        Mα η κοπανιÜ Ýτσ' αλÜβωτο δε θÝ' να τον αφÞσει,
και το σκουτÜρι-ν Þκοψε, κι þς τα μισÜ τ' ανοßγει,
        και κÜνει του στη μýτην του λαβωματιÜν ολßγη.
274K' εφÜνη σου Þστραψε ο Oυρανüς, κ' η γης στα βÜθη ανοßχτη,
        üντε με τüσην αντρειÜν και μÜνηταν τη ρßχτει.        1700

§¸ναν καιρüν ο-γλÞγορος την Üλλη δευτερþνει,
        μα σαν τον εßδε ο ¢ριστος τη χÝρα πως σηκþνει,
το κοφτερüν του το σπαθß αμπþθει üσον ημπüρει,
        κ' ευρßσκει τον πολλ' ανοικτüν στον τüπον, οποý εθþρει.
Kαι τ' ÜρματÜ του επÝρασε εις του βυζοý το πλÜγι,        1705
        κ' εβοýηθησεν η Mοßρα του, και ξþφαρσα του πÜγει.
ΛιγÜκι τον ελÜβωσε, μα πüνο δεν εγρßκα,
        και πληγωμÝνοι ευρßσκουνταν κ' οι δυü, κ' αιματωθÞκα'.

§EτρÝμασιν οι Bασιλιοß, κ' ετρÝμαν τα φουσÜτα,
        κι þρες του ενοýς, κι þρες τ' αλλοý πÜν' τα κακÜ μαντÜτα.        1710
ΣτÝκουν με πüνον και θωροýν, üλοι, μικροß-μεγÜλοι,
        και κÜθε εßς στüν αγαπÜ νßκος επαρακÜλει.
T' Üλογα πÜνε εδþ κ' εκεß, πηδοýν, και σταματßζουν,
        καθþς τως αρμηνεýγουσιν εκεßνοι που τα ορßζουν.
Kι þρες δεßχνει ο Pωτüκριτος, το πως νικÜ τον Üλλον,        1715
        κι þρες τον ¢ριστον κρατοýν στ' Üρματα πλιÜ μεγÜλον.

§Kι ωσÜν τσ' ανÝμους, που εις τση γης το βÜθος εßν' χωσμÝνοι,
        και πÜσκου' να'βγουν απü 'κεß, φυσþντας θυμωμÝνοι,
κ' η γης κρατεß τους σφαλιστοýς, να βγοý' üξω δεν τσ' αφÞνει,
        και πλιÜ μανßζουν, πλιÜ φυσοýν, και πλιÜ δριμþνου' εκεßνοι,        1720
και για να βγουν απ' τα βαθιÜ, τη δýναμßν τως βÜνουν,
        κ' εις το Ýβγα-ν τως πολλÝς φορÝς σεισμü μεγÜλον κÜνουν¯
Ýτσι κι αυτεßνοι πολεμοýν σε μιÜ μερÜ, κ' εις Üλλη,
        και να νικÞσουν πÜσκουσι με μÜνητα μεγÜλη.
KÜνουν τη γη σιγοτρομÜ, τα νÝφη και βροντοýσι,        1725
        κ' εßναι μεγÜλη ταραχÞ εκεß οποý πολεμοýσι.
Kαι κÜθα þρα ο πüλεμος αγριεýγει, δυναμþνει,
        και τω' PηγÜδων η καρδιÜ κλαßγει κι αναδακρυþνει.

275§ΠλιÜ αργüς φαßνεται ο Pþκριτος εις τα καμþματÜ του,
        δεßχνει ο ¢ριστος πλιÜ γλÞγορος, και τ' Üλογο βουηθÜ του.        1730
Kιανεßς δεν ξεýρει απü τους δυü τον κÜλλιο να διαλÝγει,
        τ' Üλογο του Pωτüκριτου τον παραζιγανεýγει.
KαλÜ και να'το δυνατüν κι ο-γλÞγορον κ' εκεßνο,
        σ' üλα δεν Þτονε σωστüν, ωσÜν το[υ] Aριστßνο.
Mα πÜλιν του Pωτüκριτου η αντρειÜ της χÜρης        1735
        απüσωνε, σ' ü,τι Þλειπε τ' αλüγου, ο KαβαλÜρης.

§Aρχßσαν κ' αιματþνουνταν σ' Ýναν κ' εις Üλλον τüπον,
        μ' αυτεßνοι πüνο δε γρικοý', ουδÝ φüβον, ουδÝ κüπον.
¸νας τον Üλλον τως παινÜ εκεß που πολεμοýσι,
        τßς να νικÞσει απü τους δυü, δεν ξεýρουσι να ποýσι.        1740
MÝσα του λÝγει ο ¢ριστος· "H Mοßρα να βουηθÞσει,
        και ζωντανüν απü του οχθροý τα χÝρια να μ' αφÞσει."
EδÝτσι κι ο Pωτüκριτος ετοýτα επαρακÜλει,
        γιατß σ' μαλιÜν ευρßσκετο παρÜ ποτÝ μεγÜλη.
Kαι μ' üλο οποý'σαν Üφοβοι, και φüβο δεν κατÝχουν,        1745
        ποιüς να νικÞσει απü τους δυü μεγÜλην Ýγνοιαν Ýχουν.

§Kεßνοι, οποý στÝκουν και θωροýν, την αναπνιÜν κρατßζουν,
        το στüμα-ν εßναι σωπαστüν, τα μÜτια δε σφαλßζουν.
Δεν στρÝφουνται να δουν αλλοý, τοýτη η δουλειÜ η μεγÜλη
        δεν τ[ου]ς αφÞνει να θωροýν εις μιÜ μερÜ ουδ' εις Üλλη,         1750
μüνον εκεß που πολεμοýν οι δρÜκοντες αυτεßνοι.
        Στον Küσμον Üλλος πüλεμος σαν τοýτον δεν εγßνη.

§¢ριστος, που'χε πεθυμιÜν τÝλος να δει στη μÜχη,
        κ' εις Ýτοιον κßντυνο βαρý δεν τ' üλπιζε να λÜχει,
Þριξε το σκουτÜρι του, και μ' Ýνα κι Üλλο χÝρι,        1755
        σφßγγει, σηκþνει το σπαθß, το κοφτερü μαχαßρι,
και κατεβÜζει κοπανιÜ, στην κεφαλÞν ξαμþνει,
        σ' δυü μÝσα κüψειν Þθελε το σιδερüν αμüνι.
276Eσýρθηκε ο Pωτüκριτος, και βÜνει ομπρüς να δþσει
        εις το σκουτÜρι η κοπανιÜ, να μην τον-ε λαβþσει.        1760
Σα να'χεν εßσται με κερß, τÝτοιας λογÞς διαβαßνει,
        στον κÜμπον πÝφτει το μισü, το Üλλο μισü απομÝνει,
και κατεβαßνει εις το λαιμüν του αλüγου, εις δυü το κüβγει.
        Πλιü δε γυρεýγει ουδ' Üχερα, ουδÝ ταγÞ να τρþγει.
O Pþκριτος ωσÜν αúτüς απü τη σÝλα βγαßνει,        1765
        πεζÝφνει, και τον ¢ριστον Þστεκε κι ανιμÝνει.
Eκεßνος πÜλι να θωρεß πεζüν Ýτοιον οχθρüν του,
        για τα πρεπÜ της αντρειÜς πεζÝφνει απ' τ' Üλογüν του.

                  APIΣTOΣ
EμÜνισε παρÜ ποτÝ, κι ως λιüντας αγριεýγει,
        και λÝγει του Pωτüκριτου· "H μÝρα μÜς μισεýγει,        1770
και για ντροπÞ μου το κρατþ, να σου τ' ομολογÞσω,
        τüση þρα να σε πολεμþ, και να μη σε νικÞσω.
ΠερμÜζωξε την αντρειÜ, βÜλε τη δýναμÞ σου,
        λÝγω σου εδÜ παρÜ ποτÝ βαρßσκω, και βλεπÞσου."

                  EPΩTOKPITOΣ
"Mη βιαστεßς", λÝγει ο Pþκριτος, "κ' η μÝρα πρι' βραδιÜσει,        1775
        Ýνας μας θÝ' να σκοτωθεß, κι ο PÞγας του θα χÜσει.
Kι ακüμη ο ¹λιος εßν' ψηλÜ, και πρß' να χαμηλþσει,
        γ-Þ αυτü, γ-Þ τοýτο το σπαθß το τÝλος θÝλει δþσει."

                  ΠOIHTHΣ
Tοýτα τα λüγια μοναχÜς εßπασιν üλη μÝρα,
        κι απüκει αρχßζου' Üλλη μαλιÜ με το σπαθß στη χÝρα.        1780
Φüβο ΘανÜτου εδßδασι σ' üσους κι αν τους θωροýσαν,
        τüσον οποý αγριεýγουνταν εκεß, οποý επολεμοýσαν.
H αναπνιÜ στο στüμα-ν τως Þβραζε σαν καμßνι,
        σπßθες απü τα μÜτια τως εβγαßναν μετÜ κεßνη.

KαρδιÜ δεν Ýχει δýναμιν, αßμα δεν Ýχει βρÜση,        1785
        να τους θωρεß, να μη δειλιÜ, να μη σιγοτρομÜσσει.
ΓδυμνÜ τα λαμπυρÜ σπαθιÜ ανεβοκατεβαßναν,
        και σπßθες απü τ' Üρματα σαν αστραπÝς εβγαßναν.
277Tριγýρου λÜμπουν, στρÜφτουσι, κι ανοßγουν τον αÝρα,
        κι αντιλαλεß το σßδερο στη δυνατÞν τως χÝρα.        1790
MακρÜ γρικοýνται οι κοπανιÝς κ' οι κτýποι των αρμÜτω',
        κι ως αστραπÞ το σßδερο στρατεýγει απÜνω-κÜτω.
Aς κüφτει ποýρι, κι ας τρυπÜ, ας βλÜφτει, κι ας θερßζει,
        κεßνοι ποσþς δεν το δειλιοýν, μα τσ' Üλλους φοβερßζει.
Στα μÜτια ανÜδια το κρατοýν, και γ-εßς τ' αλλοý ξαμþνει,        1795
        η κοπανιÜ þρες μελανιÜ, κι þρες βαθιÜ πληγþνει.
Πολλ' Üπονα κι αλýπητα κροýσιν-ε και βαρßσκουν,
        κ' επÜ κ' εκεß πηδοý' ως αúτοß, κι αναπαημü δε βρßσκουν.
Tα σßδερα τσ' αρματωσÜς κüβγουν και ξεκαρφþνουν,
        τη σÜρκα ξαρματþνουσιν και τα κορμιÜ αιματþνουν.        1800
Tο αßμα-ν üσον πλιÜ'τρεχε, κι üσο η πληγÞ το βγÜνει,
        τüσον πληθαßνει η δýναμη, και πλιÜ καρδιÜν τþς κÜνει.
¿ρες εσμßγαν τα σπαθιÜ, κι þρες την Üδεια ευρßσκαν,
        κι þρες τως σφαßνει η κοπανιÜ, κι þρες την εβαρßσκαν.
Ποσþς δεν Ýχου' ανÜπαψη, δεξÜ-ζερβÜ επηδοýσαν,        1805
        κι üντεν εδεßχναν χαμηλÜ, στην κεφαλÞ εκτυποýσαν.
XÜμαι κομμÜτια σκορπιστÜ επÝφταν τ' ÜρματÜ τως,
        τα αßματα τση σÜρκας τως εβÜφαν τα σπαθιÜ τως.

§Oι Üλλοι δε γνωρßζουσι, μηδÝ μποροý' να ποýσι,
        ποιüς να'ναι δυνατüτερος εκεß οποý πολεμοýσι.        1810
Tα χÝρια και τα πüδια τως σαν Üνεμος πετοýσι,
        και σαν üντε βροντÜ ο Oυρανüς οι κοπανιÝς κτυποýσι.
Πονοýσιν τον Pωτüκριτον τσ' AθÞνας τα φουσÜτα,
        με φüβον ανιμÝνουσι τα θλιβερÜ μαντÜτα.
(ΠÜντα φοβÜται οποý αγαπÜ, πÜντα δειλιÜ, μη χÜσει,        1815
        γιατß συχνιÜ το Pιζικüν τη γνþμη μεταλλÜσσει.)
Πονεß κι ο PÞγας τση BλαχιÜς, μ' üλον του το φουσÜτον,
        τον Aνιψüν του βλÝποντας τα αßματα γεμÜτον.

278EμαζωχτÞκασι πολλÝς γυναßκες να θωροýσι,
        τους αντρειωμÝνους και τους δυü εκεß οποý πολεμοýσι.        1820
Φοβοýνται, τρÝμουν, δÝρνουνται, κλαßγουν κι αναδακρυþνουν,
        βλÝποντας πþς λαβþνουνται, κι αλýπητα πληγþνουν.
Σαν περιστÝρες üντε δουν τη θÜλασσα αγριεμÝνην,
        και την AνατολÞ θαμπÞν, τη Δýση γρινιασμÝνην,
και κÜμει αντÜρα και βροχÞ, κι ο Oυρανüς μαυρßσει,        1825
        κι απü φωλιÝς και κοßτες τως Üνεμος τσι ξορßσει,
και τα στοιχειÜ ανακατωθοýν, και τ' αστρικÜ μανßσουν,
        κ' εκεß οποý πÜ' να φυλαχτοýν, τρÝμουν και κουκουβßσουν¯
Ýτσι κι αυτÝς εστÝκασι με φüβον και τρομÜρα,
        εις των αρμÜτων την κακιÜ, σ' τση μÜχης την αντÜρα.        1830

§Tο τÝλος το λυπητερüν Þρχισε να σιμþνει,
        κ' εφαßνετü σου κι ο Oυρανüς κ' η Γης αναδακρυþνει.
Σαν εßδασι κ' εβρÜδιαζε, κι ο ¹λιος τþς μισεýγει,
        ο Ýνας κι ο Üλλος το σπαθß ρßχτει, δεν το γυρεýγει.
Kι αρÜσσουν κι αγκαλιÜζουνται, κρατþντας τα πουνιÜλα,        1835
        επιÜσαν τα κοντ' Üρματα, κ' εφÞκαν τα μεγÜλα.
Kιανεßς δεν τως εσßμωσε, να τους-ε ξεμιστÝψει,
        γιατß με ΘÜνατο η μαλιÜ Ýχει να ξετελÝψει.
Tο γρÜμμα Ýτσι το'λεγε, κ' οι φοβεροß üρκοι τüτες,
        να πÜγει ο Ýνας τως να βρει τσ' αραχνιασμÝνες πüρτες.        1840
Σφßγγουνται κι αγκαλιÜζουνται, με τη ζερβÞν παλεýγουν,
        με τη δεξÜ βαρßσκουσιν, τüπο ακριβü γυρεýγουν,
εις το λαιμü, στο πρüσωπο, στο στÞθος, στο στομÜχι.
        AνÜθεμα Ýτοια μÜνητα, κακÞ þρα σ' Ýτοια μÜχη!

§¹ριξεν ο Pωτüκριτος, μ' üλην τη δýναμÞ του,        1845
        του Aρßστου κοπανιÜ μπηχτÞ, και πÜει προς το βυζß του.
K' Þτο δαμÜκι ξþφαρσα, κ' η χÝρα του ως ξεσφÜλλει,
        ο ¢ριστος του την Þσφιξε 'ποκÜτω στη μασκÜλη.
279MηδÝ στροφßδι μÜγγανου Ýτοιο σφιμü δεν κÜνει,
        ωσÜν την Þσφιγγεν αυτüς εκεß οποý την-ε πιÜνει.        1850
H χÝρα του εσκλαβþθηκε στου οχθροý του τη μασκÜλη,
        κ' Þβανεν üσον το μπορεß δýναμη να τη βγÜλει.
Kαι με τον πüδαν το ζερβüν τ' αλλοý τον πüδα εκρÜτει,
        με το δεξüν αντρειεýγετο, χÜμαι τον αντιπÜτει.
Kαι με τη χÝρα οποý'τονε λεýτερη, τον αμπþθει,        1855
        και με την αμπωστιÜ'καμε, κ' η Üλλη εξεσκλαβþθη.

§PÜσσου', ξαναγκαλιÜζουνται, ξανακτυποýσι πÜλι,
        και γ-εßς τον Üλλον Þπασκε χÜμαι στη γη να βÜλει.
Kατακτυποýν τα σßδερα, τσι σÜρκες τως πληγþνουν,
        στÝκου' οι PηγÜδες και θωροýν, πονοýν κι αναδακρυþνουν.        1860
¹συρεν ο Pωτüκριτος τον ¢ριστον ομπρüς του,
        κ' εκεßνος θεληματικþς σιμþνει μοναχüς του.
Kαι με το τραβοπÜλεμα, αγκαλιασμÝνοι επÝσα',
        τρÝχει το αßμα ποταμüς απ' τσι πληγÝς τως μÝσα.

§ΠαραγλιστρÜ ο Pωτüκριτος, πÝτρα τον πεδουκλþνει,        1865
        κι ο ¢ριστος αποπÜνω του βαρßσκει και λαβþνει.
ΠαρÜ ποτÝ ο Pωτüκριτος τη δýναμη μαζþνει,
        τ' Aρßστου δßδει κοπανιÜ, για πÜντα τον-ε σþνει.
Στο κοýτελο αποκατωθιü, εις το ζερβü του μÜτι
        τον ηýρηκεν η πουνιαλιÜ, εκεß οποý τον εκρÜτει.        1870
¼λα τα σßδερα περνÜ, και σþνει στα μυαλÜ του,
        η δýναμÞ του ετÝλειωσε, κ' εχÜθηκε η αντρειÜ του.

§Δεν απομÝνει α[γ]δßκωτος (μ' ακοýσετε ßντα εγßνη),
        του Pþκριτου μιÜν κοπανιÜ δßδει την þρα κεßνη.
ΠερνÜ τ' ατσÜλ[ι]ν απü μπρüς το σιδερü ζυπüνι,        1875
        ανοßγει του üλα τ' Üρματα, στη σÜρκα τον-ε σþνει,
εις το βυζß αποκατωθιüν, εις τση καρδιÜς τον τüπον,
        εκεß που βρßσκεται η πνοÞ κ' η ζÞση των ανθρþπων.
280MÝσα στη σÜρκα κÜ[μ]ποσον το σßδερον εμπÞκε,
        πλιÜ παρÜ ζωντανü, νεκρüν ετüτες τον αφÞκε.        1880
Kι ολßγο-λßγον Þλειψε να τον-ε πÜρει ο XÜρος,
        μα'ζησε, κ' εγιατρεýτηκε με πÜθη και με βÜρος.

§TρÝχου' οι PηγÜδες να τους δουν, τρομÜρα τοýς επιÜσε,
        κι üλοι τως τον Pωτüκριτο λογιÜζουν πως εχÜσε.
EβγÜνουσßν τως τ' Üρματα, και το ζιμιüν εφÜνη,        1885
        ποιüς εßναι οποý ψυχομαχεß, και ποιüς μπορεß να γιÜνει.

§ΩσÜν ανθüς και λοýλουδον, πü'χει ομορφιÜ και κÜλλη,
        κ' εßναι στον κÜμπο δροσερü με μυρωδιÜ μεγÜλη,
κ' Ýρθει τ' αλÝτρι αλýπητα, βαθιÜ το ξεριζþσει,
        ψυγεß ζιμιü και μαραθεß, κ' η ομορφιÜ του λιþσει,        1890
χλομαßνει αν εßναι κüκκινον, κι Üσπρον αν [Ýν'] μαυρßζει,
        και μπλÜβο αν εßναι λιþνεται ζιμιü και κιτρινßζει,
χÜνει ομορφιÜ και μυρωδιÜ, κÜλλη και δροσερüτη,
        γερÜ ζιμιü και ψýγεται, και πλιü δεν Ýχει νιüτη¯
Ýτσ' Þτον και στον ¢ριστον, üντεν η ψη του εβγÞκε,        1895
        με δßχως αßμα, Üσπρο, χλομüν, ψυμÝνον τον αφÞκε.

§¹ζεν, üντεν εσþσασιν, αμÝ μιλιÜ δε βγÜνει,
        γιατß η φωνÞ του εχÜθηκε, πριν κεßνος ν' αποθÜνει.
Eßχε πνοÞν, εστρÝφετο, το Bασιλιüν εθþρει,
        μα να μιλÞσει και να πει τÜ'θελε, δεν ημπüρει.        1900
EσÞκωσε τη χÝραν του, το MπÜρμπα του αγκαλιÜστη,
        κ' Þβγαλεν αναστεναμüν, ü,τι τον εδυνÜστη.
¹κλαιγε ο BλÜχος να θωρεß τÝτοιον αúτüν σφαμÝνον,
        ασοýσουμον κι ανÝγνωρον, κ' αιματοκυλισμÝνον.
Σ' τσ' αγκÜλες του τον-ε κρατεß, φιλεß τον εις τα χεßλη,        1905
        στÝκει, ανιμÝνει να του πει και να του παραγγεßλει.
Mα εκεß δεν Þτο δýναμις, ουδÝ φωνÞ στο στüμα,
        Þρθεν η þρα να γενεß η σÜρκα πÜλι χþμα.
281Kαι μ' Ýναν αναντρÜνισμα σαν παραπονεμÝνο,
        εßπε Ýνα λüγο σιγανü· "MπÜρμπα μου, εδÜ αποθαßνω."        1910
Kαι πÜραυτα εξεψýχησε, τα μÜτια του εσφαλßσαν,
        τα μÝλη του ενεκρþσασι, πλιü ζωντανÜ δεν Þσαν.
Kι üντεν εμßσεψε η ψυχÞ και το κορμß-ν αφÞκε,
        Ýνας μεγÜλος βροντισμüς στον Oυρανüν εβγÞκε.
K' Ýναν ανεμοστρüβιλο θωροýν σκοτεινιασμÝνον,        1915
        και τριγυρßζει το κορμß του Nιοý το αποθαμÝνον.

§Oι BλÜχοι κλαßγουν, δÝρνουνται, τον πüνο εφανερþναν,
        κ' εκεß οποý του εσιμþνασι, δÜκρυα τον εκουκλþναν.
Πλιüτερα απ' üλους του Pηγüς το πρüσωπο εßν' θλιμμÝνον,
        κι απü μεγÜλη συννεφιÜν και νÝφη πλακωμÝνον.        1920
Tην κεφαλÞν και το κορμß ζιμιü του ξαρματþνει,
        το στüμα-ν εις το στüμα του λυπητερÜ σιμþνει.
Φιλεß και κανακßζει τον, παρηγοριÜ δεν Ýχει.
            BΛANTIΣTPATOΣ
        ΛÝγει του· "KανακÜρη μου, κι ας το'θελα κατÝχει,
πως Þμελλε να σκοτωθεßς για üνομÜ μου εμÝνα,        1925
        να'θελα δþσει του Pηγüς τÜ μου'χε ζητημÝνα.
K' εκεßνα, κι Üλλα πλιüτερα, κι ü,τι κι αν αφεντεýγω,
        παρÜ να χÜσω Ýτοιον υ-Γιüν, οποý αν τον-ε γυρεýγω,
üποý'ναι ο Nüτος κι ο BορρÜς, η AνατολÞ κι η Δýση,
        δεν τον ευρßσκω, κι Üλλον πλιü δεν Þκαμεν η Φýση."        1930
ΠOIHTHΣ
Θωρεß την üψιν κ' Þσπριζε, τα μÜτια σφαλισμÝνα,
        ολüκρυα τα μÝλη του, τ' αρθοýνια παχνιασμÝνα.
K' η κεφαλÞ η ξαθüσγουρη, αιματοκυλισμÝνη,
        κι ουδÝ λαλιÜ, ουδÝ μιλιÜ απü τα χεßλη βγαßνει.
¹συρνε γÝνια και μαλλιÜ, λυπητερÜ τον κλαßγει,        1935
        και δεν εχüρταινε Ýτοιου Nιοý παινÝματα να λÝγει.
Δεν ελυπÜτο την εξÜν, που'χασε, και λογÜρι,
        μα επüνειεν Ýτοιον ¢γουρον, και τÝτοιο ΠαλικÜρι.
Σηκþνουν τον με κλÜηματα, εις το Παβιüνι πÜσι,
        κ' εδÝρνετον ο Bασιλιüς, Ýτοιο κορμß να χÜσει.        1940
Ως τον επÞγα', ορδßνιασε να κÜμει τη θαφÞ του,
        κ' εις-ε Kιβοýρι ολÜργυρο Þβαλε το κορμß του.
Mαστüροι τοý το εκÜμασι ζιμιüν απü τη Xþρα,
        κ' εξετελειþθη βιαστικÜ εις-ε λιγÜκι-ν þρα.
ΓρÜμματα κÜνει σκοτεινÜ στου Kιβουριοý τη μÝση,        1945
        και την ημÝραν και καιρüν του σκοτωμοý του λÝσι·
"Tου Küσμου ο δυνατüτερος βρßσκεται επÜ θαμμÝνος.
        ΣÞμερον τον εσκüτωσεν Üλλος αποθαμÝνος.
Tοýτü'τονε του Pιζικοý, αμ' üχι απ' την αντρειÜ του.
        EδιÜβηκε, κι οπßσω του, δεν Þφηκε καλλιÜ του."        1950
Tα γρÜμματα ως τα εγρÜψασι, πÜραυτα το κουκλþνουν
        μαýρα με κεφαλÝς νεκρÝς, κι απüκει το σηκþνουν.
Kαι το κορμß του μ' Üρματα ολÜργυρα το ντýνουν,
        στεφÜνι στα χρουσÜ μαλλιÜ ολüχρουσον του αφÞνουν.
EμαζωχτÞκαν κ' Þρθασι του PÞγα τα φουσÜτα,        1955
        κ' εσυντροφιÜσαν το νεκρüν, κλαßγοντας εις τη στρÜτα.
Kι οπßσω τα κοντÜρια τως κωλοσυρτÜ τ' αφÞνα',
        τη θλßψιν και τον πüνον τως εδεßχναν μετÜ κεßνα.
Kι ο PÞγας με τα θλιφτικÜ, με δßχως την Kορüναν,
        το λεßψανο εσυντρüφιαζεν εκεß οποý το σηκþναν.        1960
Eßκοσι, οι φρονιμüτεροι κι οι πλιÜ του τιμημÝνοι,
        σηκþνουσιν-ε το νεκρüν, τα μαýρα φορεμÝνοι·
εμεταλλÜσσουνταν συχνιÜ, κ' εκλαßγαν σ' κÜθε ζÜλον,
        κι απομακρÜς εδεßχνασι τον πüνον το μεγÜλον.
Kαι δυü χιλιÜδες στρατηγοß, πλι' Üξοι και πλιÜ αντρειωμÝνοι,        1965
        το PÞγα εσυντροφιÜζασιν ολüμαυρα ντυμÝνοι.
Eκεß οποý εγßνη ο πüλεμος, γýρου-τριγýρου επηαßνα',
        με σÜλπιγγες μουγκÝς-μουγκÝς, και τýμπανα σπασμÝνα.
283Kαι τα καημÝνα τ' Üρματα, ως Þσαν ματωμÝνα,
        εις τ' Üλογüν του τα'χασιν, και πÜντα ομπρüς επηαßνα'.        1970
Kι οκτþ τα παραβλÝπασι, κι ολüμαυρα εφοροýσαν,
        που εδßδαν πüνον και καημüν σ' üσους κι αν τους θωροýσαν.
Tου Bασιλιοý üλα τ' Üλογα θλιμμÝνα επορπατοýσαν,
        κ' εκεßνοι, οποý τα σýρνασι, τα θλιφτικÜ εφοροýσαν.
Xþρια εßχαν τÝσσερα Üλογα, κ' εσýρνασιν AμÜξι,        1975
        και ξαργιτοý τα βρÞκασιν, να πορπατοýν με τÜξη.
Στ' AμÜξι απÜνω εκÜθουνταν δυü μαυροφορεμÝνοι,
        πλιÜ παρÜ τσ' Üλλους ταπεινοß και πλιÜ βαρÜ θλιμμÝνοι.
Kαι με φωνÞ λυπητερÞν εκεß οποý τον εκλαßγαν,
        τσι χÜρες, τσι παλικαριÝς, και τσ' ομορφιÝς του ελÝγαν.        1980
K' Þσαν ομπρüς του Kιβουριοý, και θλιβερÜ εμιλοýσαν
        λüγια, οποý εκλαßγασι δριμιÜ, üσοι κι αν τα γρικοýσαν.
EστρÝφουντα' üλοι προς τη γην, τα αßματα εθωροýσαν,
        κ' εμακαρßζαν το νεκρüν, πολλÜ τον επαινοýσαν.
Kι αυτüς, κρυγιüς κι ανÝγνωρος, παντοτινÜ κοιμÜται,        1985
        κ' εφαßνετü σου κι ο Oυρανüς κ' η Γης τον-ε λυπÜται.
Eκλαßγασι κ' ερνεýγασιν üλοι την þρα εκεßνη,
        αμÝ στου MπÜρμπα τον καημüν πρÜμα πολý-ν εγßνη·
τα μÜτια πÜντα ετρÝχασιν, η γλþσσα πÜντα εμßλειε,
        κ' εις κÜθε ζÜλο εσßμωνε, και το Kιβοýρι εφßλειε.        1990

                  BΛANTIΣTPATOΣ
Kαι με φωνÞ λυπητερÞν Þλεγε· "KαλογιÝ μου,
        ανασηκþσου αποδαυτοý, Ýλα, και βοýηθησÝ μου.
ΔιÜλεξε απ' üλα τ' Üρματα, Üλογον και κοντÜρι,
        πολÝμησε τον ΘÜνατον, αντρειÝψου, μη σε πÜρει.
¢ριστε, πþς τον Þφηκες τον XÜρο να νικÞσει;        1995
        H ομορφιÜ σου πþς να μπει στον ¢δη, ν' ασκημßσει;
MηδÝ μου παραπονεθεßς, και μη βαραßνει η ψη σου,
        αν εις-ε τüσον κßντυνον Þβαλα το κορμß σου.
284Kαι τÜ θωρþ δεν τα'λπιζα, μα'λεγα να νικÞσεις,
        γιατ' Þσουν Üξος μοναχüς χßλιους να πολεμÞσεις.        2000
Kι αν το'χα ξεýρει το γνοιανü, που με κινÜ και κλαßγω,
        τσι χþρες μου üλες Þδιδα, κι ü,τι κι αν αφεντεýγω.
K' εσý να μη βλαβεßς ποτÝ, μα'λπιζα σ' Ýτοια κÜλλη,
        να'χομεν και τα κÝρδητα και μιÜ τιμÞ μεγÜλη.
Mα επεßς κ' η Mοßρα το'θελε κ' Ýτοιας λογÞς εσφÜγης,        2005
        μηδÝ μου παραπονεθεßς στον ¢δην, οποý πÜγεις.
AνÜθεμÜ την, τη βουλÞ, που'καμα να κινÞσω
        με τα φουσÜτα απ' τη BλαχιÜ, να'ρθω να πολεμÞσω!
EχÜσα χþρες και χωριÜ, και σε σκλαβιÜ λογοýμαι.
        Tοýτα δε με βαραßνουσι, τοýτα δεν τα λυποýμαι.        2010
¼λα τα φτιÜνουν οι καιροß, κι üλα τα κατατÜσσουν,
        ταχιÜ κερδαßνουσι πολλοß, σÞμερον ü,τι χÜσουν.
Mα ο μισεμüς σου, KαλογιÝ, πüνον πολý μου φÝρνει,
        κι ü,τι μου πÞρε ο ΘÜνατος, πλιü δε μου το γιαγÝρνει."
                  ΠOIHTHΣ
¹συρνε γÝνια και μαλλιÜ, δÝρνει τα γüνατÜ του,        2015
        πüνο σε φßλους και σ' οχθροýς δßδουν τα κλÜηματÜ του.
Στον κÜμπον τÝσσερεις φορÝς του κÜμασι τη γýραν,
        κι αργÜ εμισÝψαν üλοι τως, και το νεκρüν επÞραν.
Δßδου' βουλÞν, εις τη BλαχιÜ να πÜ' να τον-ε θÜψουν,
        για να'ρθουν τα περßγυρα κ' οι χþρες να τον κλÜψουν.        2020

           συνεχßζεται... η Ε' Ενüτητα  

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers