ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Íáóñåíôßí ×üôæáò: Óïöüò Áóôåßïò ÃêáöáôæÞò




                                               Βßος & Πολιτεßα

     Ο Νασρεντßν Χüτζα Þ γνωστüτερος ελληνικÜ ως Ναστραντßν Χüτζας (το üνομα σημαßνει «Η δüξα της Πßστης» στα ΑραβικÜ) Þτανε δημοφιλÞς κεντρικüς Þρωας μýθων, παροιμιþν, ανεκδüτων που κυκλοφοροýσαν ευρýτατα σε üλες τις κοινωνικÝς τÜξεις της Μ. ΑνατολÞς και της Τουρκßας.
     Ο Ναστραντßν Χüτζας παρουσιÜζεται ως τýπος σοýφι, φιλüσοφος ανατολßτης, οπλισμÝνος με φιλοσοφικÞ εγκαρτÝρηση στις αντιξοüτητες της ζωÞς, πÜντοτε ετοιμüλογος με ελευθερßα εκφρÜσεων, πολλÝς φορÝς και με αισχρολογßες. Στις αρχÝς ακüμα του 20ου αιþνα, υπÞρξεν ο τýπος ανθρþπου αγαπητοý στον Ελληνικü λαü, ιδιαßτερα για τη λαúκÞ θυμοσοφßα του.
     Παρ’ üλο που ο Χüτζας Þτανε Τοýρκος ΙεροδιδÜσκαλος, ο
Ελληνικüς λαüς τον υιοθÝτησε, γιατß τον ταýτισε με τους φτωχοýς εργαζüμενους που πÜσχιζαν να επιβιþσουν. Εßναι ο λαúκüς Þρωας, ο απλοúκüς χωρατατζÞς που ποτÝ δε χÜνει την αισιοδοξßα του και μηχανεýεται διÜφορα τεχνÜσματα για να επιβιþσει, αλλÜ τßμιος μÝσα στην πονηριÜ του.
     Οι περιπÝτειÝς του και τ’ αστεßα του διαβÜζονταν Üπληστα και κυκλοφοροýσαν απü στüμα σε στüμα. Πüσοι μικροß και μεγÜλοι δεν Ýχουν διασκεδÜσει ανιστορþντας ανÝκδοτα απü τις περιπÝτειες του Ναστραντßν Χüτζα! Ακüμη και σÞμερα, χρησιμοποιοýμε μερικÝς εκφρÜσεις απü τα ανÝκδοτα του Χüτζα σαν παροιμßες üπως: «Ο φοýρνος του Χüτζα», «Και σý δßκιο Ýχεις», «Ο καυγÜς Þτανε για το πÜπλωμα», «Δεν πιÜνεται η μαρτυρßα σου» κ.α.
     Οι περιπÝτειες του Þταν ιδιαßτερα αγαπητÝς στα παιδιÜ που δεν κουρÜζονταν να τις ακοýν ξανÜ και ξανÜ. Η λογοτεχνßα, üμως, αυτÞ ξεπερÜστηκε με τα χρüνια γιατß δεν εκπροσωπεß πια το λαúκü πνεýμα, üπως αυτü διαμορφþθηκε μÝσα στις νÝες συνθÞκες ζωÞς, ιδιαßτερα με
την εξÜπλωση της τηλεüρασης και του ηλεκτρονικοý υπολογιστÞ.
     Υποστηρßζεται üτι γεννÞθηκε τον 13ο αιþνα κÜπου στο ΜεγÜλο ΚορασÜν κι üτι διατηροýσε φιλßα με τον ΤαμερλÜνο. Κατ' Üλλους γεννÞθηκε στο ΣιβρÞ ΧισÜρ στη Μ. Ασßα περß τον 15ο με 16ο αιþνα. Το επÜγγελμÜ του Þταν ΚαδÞς (ιεροδßκης) και ΜουλÜς (ιεροδιδÜσκαλος). ΠÝθανε και θÜφτηκε στο Ακ ΣεχÞρ κοντÜ στο Ικüνιο που υποστηρßζεται πως υπÞρχε ο τÜφος του, Ýνα μικρü «τουρμπÝ» (=μαυσωλεßο).
     Η εκδοχÞ πÜντως üτι üλοι οι σχετικοß μýθοι του Ναστραντßν πλÜστηκαν απü τον ßδιο εßναι εσφαλμÝνη. Γιατß απλοýστατα πολλÜ αναφÝρονται σε πολý διαφορετικÝς περιüδους. Ακüμη πολλÜ ανÝκδοτα μπορεß ν´ αναφÝρονται στ´ üνομÜ του αλλÜ εßναι βÝβαιο üτι Üλλοι εßναι οι δημιουργοß τους που παρÝμειναν αφανεßς αφηγητÝς. ΠÜντως σημειþνεται üτι απü τις πλεßστες εκδüσεις των ιστοριþν του Ναστραντßν σε ξÝνες γλþσσες η μετÜφραση στην ελληνικÞ Þταν το περισσüτερο διαδεδομÝνο, στην ΕλλαδικÞ χþρα απü την εποχÞ της οθωμανικÞς περιüδου που συνÝχισε στην ελεýθερη ΕλλÜδα, τουρκικü βιβλßο.
     ΠολλÜ Ýθνη της Μ. ΑνατολÞς θεωροýν τον Νασρεντßν δικü τους, üπως οι Αφγανοß, ¢ραβες, ΠÝρσες, Τοýρκοι κι ΟυζμπÝκοι. Το üνομÜ του γρÜφεται διαφορετικÜ σε κÜθε γλþσσα και πριν Þ μετÜ απü αυτü αναφÝρονται οι τßτλοι Χüτζας, ΜουλÜς Þ ΕφÝντι. Ο Νασρεντßν Þταν λαúκüς φιλüσοφος κι Ýχει μεßνει στη μνÞμη και την παρÜδοση της ΑνατολÞς για τις αστεßες ιστορßες και τα ανÝκδοτÜ του. Οι ιστορßες του μπορεß να εßναι παρÜδοξες, απλοÀκÝς αλλÜ Ýχουν βαθýτερα νοÞματα τα οποßα γßνονται κατανοητÜ μÝσα απü τη διÞγηση. Οι ιστορßες του Νασρεντßν Χüτζα εßναι δημοφιλεßς σε üλο τον κüσμο κι η UNESCO εßχε θεσπßσει το 1996-1997 ΔιεθνÝς ¸τος Νασρεντßν Χüτζα.
     Το üνομα του Νασρεντßν γρÜφεται με τους εξÞς τρüπους: Nasreddin Nasrudin, Nasr ud-Din, Nasredin, Naseeruddin, Nasruddin, Nasr Eddin, Nastradhin, Nasreddine, Nastratin, Nusrettin, Nasrettin και Nastradin. Πριν Þ μετÜ απü το üνομα τßθεται Ýνας τßτλος σοφßας. Στην ΕλλÜδα εßναι γνωστüς με το χαρακτηριστικü Χüτζας, αλλÜ ο τßτλος σε Üλλες χþρες μπορεß να εßναι: «Hoxha», «Khwaje», «Hodja», «Hojja», «Hodscha», «Hodža», «Hoca», «Hogea», «Hodza», «Djoha», «Djuha», «Dschuha», «Giufà», «Chotzas», «Mullah», «Mulla», «Molla», «Maulana», «Efendi», «Ependi».
     Με κÝντρο τις αραβικÝς χþρες, οι ιστορßες του Νασρεντßν Χüτζα Ýχουν διαδοθεß στην Ινδßα και τη Κßνα, τη Βüρεια ΑφρικÞ, τα ΒαλκÜνια και τις χþρες της ΑνατολικÞς Ευρþπης. Η επßδρασÞ του Þταν τüσο Ýντονη που, σε πολλÝς περιπτþσεις, παλαιüτεροι μýθοι (π.χ. του Αισþπου) τροποποιÞθηκαν και αποδüθηκαν στον Χüτζα. Ακüμα κι οι ιστορßες μας "Η ΓÜτα & Το ΨÜρι" κι "Ο Φßλος Του Φßλου" αποδßδονται, αρκετÜ αλλαγμÝνες και σ’ αυτüν. ΠρÝπει να πω επßσης üτι τονε λατρεýαμε κι εγþ κι ο παπποýς μου!
     Στη συνÝχεια παραθÝτω μερικÝς απü τις πιο χαρακτηριστικÝς περιπÝτειÝς του.


-----------------------------------------------------

            

****
     Εßναι γνωστü üτι η οικογÝνεια του Χüτζα Þταν πολý φτωχÞ και συχνÜ
επικρατοýσε πεßνα στο σπßτι. ΚÜποια νýχτα η γυναßκα του τον σκουντÜ και
τον ξυπνÜ:
 -"¢ντρα, κÜποιος κλÝφτης βρßσκεται στη κουζßνα, πÞγαινε να δεις τι συμβαßνει".
 -"¢σ’ τον να ψÜχνει, γυναßκα, μÞπως ανακαλýψει τßποτα φαγþσιμο και τüτε του ριχνüμαστε και του το παßρνουμε"!

****
      ΚÜποτε, Ýνας νεαρüς, θÝλοντας να ανακαλýψει τι εßναι ΑλÞθεια, αποφÜσισε ν’ αφÞσει το σπßτι του και να πÜει να ζÞσει πλÜι σ’ Ýνα σεβÜσμιο δÜσκαλο, που δεν Þταν Üλλος απü τον Χüτζα και που τüτε ζοýσε στις üχθες ενüς ποταμοý. Μια και δυο, πÜει στο σπßτι του Χüτζα.
 -"Σε παρα­καλþ, δÜσκαλε", του λÝει, "επßτρεψÝ μου να μεßνω μαζß σου και να
σε υπηρετþ για να μου διδÜξεις τι εßναι ΑλÞθεια
".
     Ο Νασρεντßν, που Þταν τüτε Üρρωστη η γυναßκα του, δÝχτηκε τη προσφορÜ.
¸τσι ο νεαρüς ανÝλαβε να πλÝνει τα ροýχα του Χüτζα, να μαγειρεý­ει γι’ αυτüν, και να κÜνει ü,τι Üλλο του ζητοýσε. ΜετÜ απü λßγο καιρü, η γυναßκα του Χüτζα Ýγινε καλÜ, αλλÜ επειδÞ της καλÜρεσε να Ýχει υπηρÝτη κι ο νεαρüς δεν Þθελε να φýγει δεν εßπε κανεßς τßποτα κι üλα μεßναν üπως Þταν.
     ¾στε­ρα απü πÝντε χρüνια, üμως, ο νεαρüς λÝει στο Χüτζα:
 -"ΠÝρασα πÝντε χρüνια μαζß σου Χüτζα μου κι ακüμη δεν ξÝρω τι εßναι η ΑλÞθεια. Δεν Ýμαθα τßποτα! Αν δε σε πειρÜζει, θα φýγω για να βρω κÜποιον Üλλο δÜσκαλο απ’ τον οποßο θα μπορÝσω ßσως να μÜθω περισσüτερα πρÜγματα".
 -"Δεν με πειρÜζει καθüλου παιδß μου, εßσαι ελεýθερος να φýγεις", απαντÜ ο
Νασρεντßν κÜνοντας νüημα στη γυναßκα του να μη πει λÝξη γιατß την εßδε üτι ετοιμαζüταν να κρατÞσει τον νεαρü.
     ¸τσι ο νεαρüς Üρχισε να γυρνÜει απü δω κι απü κει αναζητþντας δÜσκαλο.
Τι Ινδßες πÞγε, τι Αßγυπτο πÞγε, τι Κßνα πÞγε, και που δεν πÞγε αναζητþντας φωτισμÝνους δασκÜλους. Και το τι τηλεπαθητικÜ, τηλεκινητικÜ και γενικÜ μεταφυσικÜ και παραψυχολογικÜ μυστικÜ Ýμαθε, δεν λÝγεται! Αφοý στο τÝλος πια, ξÝχασε κι üτι εκεßνο που αναζητοýσε Þταν η ΑλÞθεια. Κι üταν πια πÝρασαν Üλλα πÝντε χρüνια, θυμÞθηκε τον πρþτο του δÜσκαλο τον Χüτζα κι αποφÜσισε να πÜει να τον επισκεφτεß, για να τον εντυπωσιÜσει.
 -"Τι Ýμαθες λοιπüν;" τον ρωτÜει ο Νασρεντßν μüλις κÜτσανε να πιοýνε τσÜι. Κι ο πρþην μαθητÞς του Üρχισε να τοý λÝει üτι μπορεß να διαβÜζει τη σκÝψη, üτι μπορεß να λυγßζει κουτÜλια, να περπατÜει πÜνω σε αναμμÝνα κÜρβουνα, να σηκþνεται απü το Ýδαφος και να αιωρεßται στον αÝρα, κι Ýνα σωρü Üλλα.
 -"ΑυτÜ εß­ναι üλα κι üλα;" ρþτησε ο Νασρεντßν τον νεαρü μüλις σταμÜτησε.
Τüτε ο νεαρüς του λÝει με φοβερÞ υπερηφÜνεια δεßχνοντας το ποτÜμι που
κυλοýσε Þσυχα δßπλα τους:
 -"Και μπορþ να περπατÞσω πÜνω στο νερü και να πÜω περπατþντας στην
απÝναντι üχθη
".
 -"ΚαλÜ", του λÝει Ýκπληκτος ο Νασρεντßν, "και σου πÞρε πÝντε χρüνια για να
μÜ­θεις κÜτι τÝτοιο; Θα μποροýσες να πÜρεις τη βÜρκα που εßναι εκεß, και
να σε πÜει απÝναντι σε πÝντε λεπτÜ
"!

****
     Μια μÝρα, ρþτησε τον Νασρεντßν Ýνας μαθητÞς του:
 -"Πες μου δÜσκαλε: Πþς θα μποροýσες να περιγρÜψεις τη δουλειÜ ενüς αναζητητÞ της ΑλÞθειας";
     Ο Νασρεντßν κοßταξε για λßγο σιωπηλüς τον μαθητÞ του κι ýστερα χαμογÝλασε πονηρÜ και του εßπε:
 -"Σαν την ιστορßα της κοýκλας απü αλÜτι".
 -"ΔηλαδÞ;" ρþτησε ο μαθητÞς απογοητευμÝνος, νομßζοντας üτι ο δÜσκαλüς του τον κοροúδεýει.
 -"¢κου την ιστορßα, λοιπüν", εßπε ο Νασρεντßν, "üχι üμως με τ' αυτιÜ σου, αλλÜ με τη καρδιÜ σου".
     Και να η ιστορßα που εßπε ο ΜουλÜ Νασρεντßν στον μαθητÞ του:

   «Μια κοýκλα φτιαγμÝνη απü αλÜτι, ψÜχνοντας να βρει την αλÞθεια για το τι τÝλος πÜντων Þταν, ταξßδεψε χιλιÜδες μßλια στεριÜς, μÝχρι που Ýφτασε και σταμÜτησε στην Üκρη της θÜλασσας. ¸μεινε ακßνητη κοιτÜζοντας μαγεμÝνη κεßνη την υγρÞ κινοýμενη μÜζα που δεν Ýμοιαζε με τßποτα απ' üλα üσα εßχε δει ως τüτε και δεν Þξερε το üνομÜ της.
 -"Τι εßσαι εσý;" ρþτησε η κοýκλα απü αλÜτι τη θÜλασσα.
 -"¸λα μÝσα και δες μüνη σου", απÜντησε η θÜλασσα με Ýνα χαμüγελο καλοσýνης κι αγÜπης.
     ¸τσι, η κοýκλα απü αλÜτι προχþρησε, τσαλαβουτþντας στα νερÜ, προς τα μÝσα. ¼σο πιο βαθιÜ προχωροýσε, τüσο περισσüτερο διαλυüταν μÝχρι που Ýμεινε Ýνα μικρü κομματÜκι απü αυτÞ. Πριν διαλυθεß και το τελευταßο αυτü κομμÜτι της και γßνει Ýνα με τη θÜλασσα, η κοýκλα απü αλÜτι πρüλαβε και φþναξε με θαυμασμü, μεθυσμÝνη απü μια αλλüκοτη και πρωτüγνωρη χαρÜ:
 -"Τþρα ξÝρω τι εßμαι!"».

****
     Μια φορÜ ο Χüτζας εßχε καλÝσει Ýνα γεßτονÜ του για φαγητü και του πρüσφερε απü Ýνα παλιü κρασß που εßχε στο κελÜρι του.
 -"Πολý ωραßο κρασß, Χüτζα μου" λÝει ο γεßτονας.
 -"Ναι, εßναι πολý παλιü" λÝει ο Χüτζας.
 -"Πüσο παλιü;" ξαναρωτÜ ο γεßτονας.
 -"ΣαρÜντα χρüνων", λÝει ο Χüτζας.
 -"ΜπρÜβο!" κÜνει με θαυμασμü ο γεßτονας και συνεχßζει. "Θα μου δþσεις λßγο σ' Ýνα μπουκαλÜκι üταν φýγω";
 -"¼χι. Δεν δßνω ποτÝ", απαντÜ ο Χüτζας.
 -"Γιατß Χüτζα μου;" επιμÝνει ο γεßτονας κι εκεßνος του απαντÜ:
 -"Αν Þταν να δßνω κÜθε τüσο, λßγο απü το κρασß μου, δε θα εßχε γßνει ποτÝ σαρÜντα χρονþν".

****
     Ο Χüτζας εßχε πÝσει στο κρεβÜτι βαριÜ Üρρωστος. ¼λοι νüμιζαν πως θα πεθÜνει. Η γυναßκα του ντýθηκε στα μαýρα κι Üρχισε τα κλÜματα και τα μοιρολüγια. Οι μαθητÝς του που εßχαν μαζευτεß γýρω απü το κρεβÜτι του, τον κοßταζαν με βαθιÜ θλßψη. Μüνο ο Χüτζας, Ýμενε ατÜραχος και κÜθε τüσο γÝλαγε...
 -"ΔÜσκαλε", τον ρωτÜει Ýνας απü τους μαθητÝς του, "πþς γßνεται να αντιμετωπßζεις το θÜνατο με τÝτοια ψυχραιμßα και μÜλιστα κÜθε τüσο να γελÜς, ενþ εμεßς που δεν πρüκειται να πεθÜνουμε, αγωνιοýμε μÞπως μας αφÞσεις";
 -"Πολý απλü", απÜντησε ο Χüτζας. "Καθþς σας κοιτÜζω ξαπλωμÝνος, λÝω στον εαυτü μου: »¼λοι σας Ýχετε τüσο βαριÜ θλιμμÝνη üψη, που εßμαι σχεδüν σßγουρος üτι üταν Ýρθει ο ¢γγελος του ΘανÜτου, θα νομßσει üτι κÜποιος απü εσÜς εßναι που τον περιμÝνει και θα τον πÜρει κατÜ λÜθος, και θα μ' αφÞσει εμÝνα να ζÞσω κι Üλλο. Γι' αυτü κÜθε τüσο με πιÜνουν τα γÝλια..."

****
     ¸λεγε μια φορÜ ο Χüτζας σε Ýνα μαθητÞ του:
 -"ΠοτÝ μη δßνεις κÜτι που σου ζÞτησαν, αν δεν περÜσει τουλÜχιστον μια μÝρα".
 -"Και γιατß να μην το δßνεις Νασρεντßν", τον ρþτησε κÜποιος.
     Κι ο Χüτζας συνÝχισε:
 -"Γιατß η ζωÞ μÜς Ýχει δεßξει üτι εκτιμοýν κÜτι που τους δßνεις, μüνο üταν Ýχουν αναγκαστικÜ το χρüνο να αμφιβÜλλουν αν θα τους το δþσεις τελικÜ Þ üχι".

****
     Στη μεγÜλη αßθουσα του Δημαρχεßου της πüλης üπου ζοýσε ο Χüτζας, Þρθε να δþσει ομιλßα Ýνας διÜσημος σοφüς. ¼λη η πüλη εßχε μαζευτεß εκεß για να ακοýσει το λüγο του σοφοý και βÝβαια κι ο Χüτζας, που κÜθισε στην πρþτη σειρÜ. Η ομιλßα Üρχισε και πολý γρÞγορα ο Νασρεντßν βαρÝθηκε με τις κοινοτυπßες που Üκουγε. ΚÜποια στιγμÞ, ο σοφüς ομιλητÞς εßπε:
 -"Τι παρÜξενοι κι αχÜριστοι που εßναι οι Üνθρωποι! ΠοτÝ τους δεν εßναι ευχαριστημÝνοι με τßποτα! Το χειμþνα παραπονιοýνται üτι παρακÜνει κρýο, ενþ το καλοκαßρι παραπονιοýνται üτι παρακÜνει ζÝστη".
     Οι ακροατÝς της ομιλßας κοýνησαν βαθυστüχαστα το κεφÜλι τους, γιατß πßστευαν üτι κÜνοντÜς το αυτü, συμμετεßχαν στην ουσßα της σοφßας του ομιλητÞ. Ο Νασρεντßν χωρßς να βγει εντελþς απü την αφηρημÜδα του, σÞκωσε τα μÜτια του προς τον σοφü ομιλητÞ και του εßπε:
 -"Δεν Ýχεις προσÝξει üτι για την ¢νοιξη, δεν παραπονιÝται κανÝνας";

****
     Ο Νασρεντßν ερÝθιζε συνεχþς τους φßλους του με την αιþνια αισιοδοξßα του. ¼σο Üσχημη κι αν Þταν μια κατÜσταση, εκεßνος Ýλεγε πÜντοτε:
 -"Θα μποροýσε να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο".
     Για να τον θεραπεýσουν απü αυτÞ του την ενοχλητικÞ συνÞθεια, οι φßλοι του αποφÜσισαν να του στÞσουν μια κατÜσταση τüσο μαýρη, τüσο ζοφερÞ, που να μη μποροýσε ο Νασρεντßν να βρει καμßα ελπßδα σ' αυτÞν.
     Μια μÝρα, Ýνας απ' αυτοýς τον πλησßασε στο μπαρ και του εßπε:
 -"Νασρεντßν, Üκουσες τι συνÝβη στο Γιþργο; Χθες βρÜδυ, πÞγε στο σπßτι του, βρÞκε τη γυναßκα του στο κρεβÜτι με Ýναν Üλλο Üντρα, τους σκüτωσε και τους δýο κι ýστερα αυτοκτüνησε".
 -"Τρομερü", εßπε ο Νασραντßν, "θα μποροýσε üμως να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο".
 -"Τι στα κομμÜτια θα μποροýσε να εßχε συμβεß, που να Þταν χειρüτερο απ' αυτü";
 -"Αν εßχε συμβεß προχθÝς, τþρα θα μποροýσα να εßμαι εγþ ο σκοτωμÝνος".

****
     Μια μÝρα, ο βασιλιÜς αποφÜσισε üλοι οι υπÞκοοß του να λÝνε την αλÞθεια. ΣτÞθηκε μια κρεμÜλα Ýξω απü τις πýλες τις πüλεις και ανακοινþθηκε üτι üποιος μπαßνει στην πüλη οφεßλει να απαντÞσει ειλικρινÜ σε μια ερþτηση που θα του γßνει. Ο Νασρεντßν Þταν πρþτος. Ο λοχαγüς της φρουρÜς τον ρþτησε:
 -"Που πας; Πες την αλÞθεια αλλιþς θα εκτελεστεßς".
 -"ΠÜω", εßπε ο Νασραντßν, "να πεθÜνω στη κρεμÜλα".
 -"Δεν σε πιστεýω".
 -"Πολý καλÜ, αν σου εßπα ψÝματα να με κρεμÜσεις"!
 -"Ναι, αλλÜ τüτε θα εßχες πει την αλÞθεια"!
 -"Ακριβþς", εßπε ο Νασραντßν, "τη δικÞ σου αλÞθεια".

****
     Ο Χüτζας εßχε χÜσει το κλειδß του σπιτιοý του. ΠÞγε κÜτω απü μια κολþνα που Ýφεγγε Ýνας γλüμπος κι Ýψαχνε μÝσα στη νýχτα, κÜνοντας μεγÜλη φασαρßα. Μαζεýτηκε κüσμος κι üλοι Þθελαν να τον βοηθÞσουν. ¢ρχισαν να ψÜχνουν κι αυτοß μαζß του.
 -"Πες μου Χüτζα", τον ρþτησε στο τÝλος κÜποιος, "εßσαι σßγουρος πως Ýχασες το κλειδß εδþ, σ' αυτü το μÝρος";
 -"¼χι", απÜντησε ο Χüτζας. "ΑλλÜ μüνον εδþ Ýχει φως. Εγþ θÝλω πÜντα να βλÝπω τι κÜνω".

****
Μια μÝρα μερικοß πιτσιρικÜδες προσπαθοýσαν να μοιρÜσουν καρýδια, που εßχαν σε Ýνα σακß. ΑλλÜ δεν συμφωνοýσαν και ξÝσπασε ανÜμεσÜ τους μεγÜλος καυγÜς. Στο τÝλος αποφÜσισαν να πÜνε στον Νασραντßν Χüτζα που εßχε φÞμη ανθρþπου δßκαιου, να κÜνει αυτüς τη μοιρασιÜ.
«ΘÝλετε να σας τα μοιρÜσω με τον τρüπο που μοιρÜζει τα πρÜγματα ο Θεüς Þ με τον τρüπο που τα μοιρÜζουν οι Üνθρωποι;»«Με τον τρüπο που μοιρÜζει ο Θεüς, ο Θεüς!», φþναξαν οι πιτσιρικÜδες.
Ο Χüτζας πÞρε το μισü σακß, πÜνω απü διακüσια καρýδια, και τα Ýδωσε στον πρþτο. Στο δεýτερο Ýδωσε μüνο δýο καρýδια. Στον τρßτο Ýδωσε εßκοσι.
Οι πιτσιρικÜδες Üρχισαν να φωνÜζουν. «Τι κÜνεις εκεß πÝρα; Εμεßς θÝλουμε να πÜρει καθÝνας τα ßδια». ΑλλÜ ο Νασραντßν δεν καταλÜβαινε τßποτα. «Μüνο οι αφελεßς πιστεýουν σε τÝτοιες ανοησßες. Ο Θεüς μοιρÜζει τα πρÜγματα üπως εγþ σας μοιρÜζω τþρα τα καρýδια».

****
Ο Χüτζας Ýφερε στην αγορÜ τον γÜιδαρü του και τον παρÝδωσε στον κÞρυκα. ¹ρθε Ýνας αγοραστÞς και παρατηρεß τα δüντια του να καταλÜβει την ηλικßα του, αλλÜ ο γÜιδαρος τον δÜγκωσε. ¹ρθε Üλλος αγοραστÞς και σÞκωσε την ουρÜ του. ΑλλÜ και τοýτον κλþτσησε. Τüτε ο κÞρυκας εßπε στον Χüτζα – «Τοýτος ο γÜιδαρος κανεßς δεν τον αγορÜζει, διüτι και εκεßνον που περνÜ απü εμπρüς του τον δαγκþνει, και εκεßνος που πηγαßνει απü πßσω του τον κλωτσÜ». «Και καλÜ Ýκανε διüτι εγþ δεν τον Ýφερα να τον πουλÞσω», εßπε ο Χüτζας, «αλλÜ να μÜθει ο κüσμος τι Ýχω τραβÞξει απ´ αυτüν Ýως τþρα».

****
Μια μÝρα, περνþντας ο Χüτζας απü μßα λßμνη εßδε κÜτι πÜπιες να παßζουν μÝσα στη λßμνη και σκÝφτηκε üτι θα Þταν νοστιμüτατες αν τις Ýκανε σοýπα. ΜπÞκε, λοιπüν, μÝσα στη μικρÞ λßμνη και προσπÜθησε να πιÜσει κÜποια απ' αυτÝς, αλλÜ εκεßνες πÝταξαν μακριÜ. Τüτε ο Χüτζας, Ýκατσε στην Üκρη της λßμνης, Ýβγαλε Ýνα καρβÝλι ψωμß απü το δισÜκι του, το Ýκοψε σε μπουκιÝς και τις Ýριξε στο νερü. Μüλις μοýσκεψαν Üρχισε να τις τρþει.
ΚÜποιος περαστικüς που τον πρüσεξε τον ρþτησε τι εßναι αυτü που κÜνει, κι ο Χüτζας του απÜντησε: «Τρþω σοýπα απü πÜπια».

****
Ο Νασρεντßν Χüτζας βρÝθηκε κÜποτε σε μια γειτονικÞ πüλη στην οποßα κανεßς δεν τον γνþριζε. Αφοý τÝλειωσε τις δουλειÝς του, πριν πÜρει τη στρÜτα του γυρισμοý σκÝφτηκε να πÜει να κÜνει Ýνα μπανÜκι στο χαμÜμ της πüλης το οποßο Þταν ονομαστü. Καθ' ü,τι φτωχικÜ ντυμÝνος, οι υπÜλληλοι δεν τον περιποιÞθηκαν. Δεν τον βοÞθησαν να γδυθεß και να ντυθεß, του Ýδωσαν μια Üπλυτη πετσÝτα κι Ýνα απλü σαπουνÜκι και κανεßς δε φρüντισε να τον τρßψει.
¼ταν ο Χüτζας τελεßωσε Ýδωσε στους υπαλλÞλους απü Ýνα χρυσü νüμισμα.
Οι υπÜλληλοι τα 'χασαν και μετÜνιωσαν για την επιπολαιüτητÜ τους να παρασυρθοýν απü την εξωτερικÞ εμφÜνιση και να μην περιποιηθοýν τον πελÜτη τους üπως του Ýπρεπε.
ΜετÜ απü μια εβδομÜδα ο Χüτζας ξαναβρÝθηκε στην ßδια πüλη και αφοý ξεμπÝρδεψε τις δουλειÝς του ξαναπÞγε στο χαμÜμ, πÜντα το ßδιο φτωχικÜ ντυμÝνος.
Οι υπÜλληλοι τον περιποιÞθηκαν αρχοντικÜ. Τον βοÞθησαν να γδυθεß και να ντυθεß, του Ýδωσαν μια πεντακÜθαρη μεταξωτÞ πετσÝτα, του πÞγαν χßλιων λογιþν αρωματισμÝνα σαποýνια, τον Üλειψαν με χßλια μυρωδικÜ και τον Ýτριψαν καλÜ. Κι üταν ο Χüτζας Þταν Ýτοιμος να φýγει Ýτειναν χαμογελαστοß τις παλÜμες τους λαχταρþντας Ýνα ακüμη χρυσü νüμισμα.
Ο Χüτζας üμως τους Ýδωσε απü Ýνα χÜλκινο πιÜστρο.
ΒλÝποντας την Ýκπληξη ζωγραφισμÝνη στα μÜτια τους ο Χüτζας τους απÜντησε "για τη σημερινÞ περιποßηση σας πλÞρωσα την προηγοýμενη εβδομÜδα. Τþρα σας πληρþνω για την προηγοýμενη περιποßηση".

****
Λοιπüν, ο Χüτζας Ýνα βρÜδυ βημÜτιζε νευρικÜ πÜνω - κÜτω, πÜνω - κÜτω στην κρεβατοκÜμαρα και εßχε σπÜσει να νεýρα της γυναßκας του.
- Τι Ýχει βρε ÜνθρωπÝ μου και δεν κοιμÜσαι;
- Να χρωστÜω στον Εβραßο απÝναντι 1000 χρυσÜ γρüσια και δεν Ýχω αýριο να του τα δþσω.
- Ε και γι αυτü σκας; ΚÜτσε να δεις. ΠÜει η γυναßκα του στο παρÜθυρο και φωνÜζει του Εβραßου:
- Ε, γεßτονα, τα 1000 χρυσÜ που σου χρωστÜμε δεν τα Ýχουμε! ¾στερα λÝει στον Üντρα της. Τþρα ησýχασες; ΣβÞσε το φως και κοιμÞσου. Τþρα ο Εβραßος θα μεßνει ξÜγρυπνος!

****
¸νας φτωχüς οικογενειÜρχης, που ζοýσε σε Ýνα δωμÜτιο με την πολυμελÞ οικογÝνειÜ του, πÞγε στον Χüτζα και του ζÞτησε Ýνα πιο μεγÜλο σπßτι για να ανασÜνει λßγο η ταλαιπωρημÝνη οικογÝνειÜ του.
«ΑγαπητÝ μου Χüτζα, θÝλουμε Ýνα πιο μεγÜλο σπßτι, δεν μποροýμε να ζοýμε η γυναßκα μου και εγþ, τα τüσα μας παιδιÜ και συγγενεßς üλοι μαζß σ´Ýνα δωμÜτιο», Ýκλαψε ο δýσμοιρος Üνθρωπος.
Ο Χüτζας τον ρþτησε αν Ýχει ζþα στην αυλÞ του. «¸χω», του απÜντησε. «Τüτε απüψε βÜλε και τις üρνιθες μαζß σας», τον συμβοýλεψε ο Χüτζας.
Τις βÜζει ο Üνθρωπος και πÜει το επüμενο πρωß στον Χüτζα. «ΑγαπητÝ μου Χüτζα, εßμαστε χειρüτερα σκÜσαμε üλοι μαζß και με τα ζþα».
«´¸χεις και Üλλα ζþα;», τον ρþτησε ο Χüτζας. «¸χω», εßπε ο Üνθρωπος, «σκýλο και γÜτο». «Απüψε βÜλε και αυτÜ μαζß». Τα βÜζει ο καημÝνος και πÜει ξανÜ το επüμενο πρωß για να κλÜψει απαρηγüρητος.
Ο Χüτζας τον ρωτÜει και πÜλι, μÞπως «Ýχεις και κανÝνα γÜιδαρο στην αυλÞ»; «Ναι», του απαντÜ ο Üνθρωπος. «Απüψε βÜλε και αυτüν και Ýλα αýριο».
Την επομÝνη πÜει απαρηγüρητος. Τüτε ο Χüτζας του λÝει: «Απüψε βγÜλε το γÜιδαρο Ýξω και Ýλα αýριο».
Την επομÝνη ο Üνθρωπος πÜει χαροýμενος και του λÝει: «Ευχαριστοýμε Χüτζα μου, εßμαστε λßγο καλýτερα». «Απüψε βγÜλε λοιπüν, και τις üρνιθες, αýριο το σκýλο και μεθαýριο τη γÜτα».
¸τσι κÜνει ο Üνθρωπος και πÜει χαζοχαροýμενος στον Χüτζα και τον ευχαριστεß θερμÜ για τη βοÞθειÜ του και του λÝει: «Να 'σαι καλÜ Χüτζα μου, τþρα ανασÜναμε, σε ευχαριστοýμε πολý, πολýχρονος να 'σαι»!

****
Ο Χüτζας ü,τι τον ρωτοýσαν τα Þξερε üλα. Για üλα τα πρÜγματα εßχε μια Üποψη, μια θÝση. ΛÝνε κÜποιοι που τον ζÞλευαν δεν γßνεται αυτü το πρÜγμα, πρÝπει να τον πιÜσουμε κüτσο.
- ΒρÞκα τι θα κÜνουμε. Θα βÜλουμε το Γιþργο να πÜρει Ýνα σπουργßτι και να το κρατÜει στο χÝρι του στη πλÜτη του εδþ πßσω. θα ρωτÞσουμε το Χüτζα που τα ξÝρει üλα «Χüτζα, ο Γιþργος που κρατÜει Ýνα πουλÜκι πßσω απü τη πλÜτη του εßναι ζωντανü Þ πεθαμÝνο;»Αν μας πει üτι εßναι πεθαμÝνο, ο Γιþργος θα ανοßξει το χÝρι του το πουλÜκι θα πετÜξει και θα του αποδεßξουμε üτι δεν τα ξÝρει üλα.
- Αν μας πει üτι εßναι ζωντανü;»
- Ε τüτε ο Γιþργος θα το στραγγαλßσει και θα φανεß πεθαμÝνο
ΕνθουσιÜστηκαν üλοι, κατεβαßνει ο Χüτζας τον πλησιÜζουν üλοι και τον ρωτÜνε.
- Χüτζα εσý που τα ξÝρεις üλα, ο Γιþργος Ýχει Ýνα πουλÜκι στο χÝρι του, πßσω στη πλÜτη του. Πες μας εßναι ζωντανü Þ πεθαμÝνο;
Ο Χüτζας κÜθεται, χαúδεýει λßγο τη κοιλßτσα του, χαúδεýει το μοýσι του και τους λÝει: «στο χÝρι σας εßναι».

****
Μια μÝρα ο Χüτζας πÞγε σε συμπüσιο γÜμου.
ΕπειδÞ τα φορÝματα του Þταν παλιÜ, δεν τον περιποιÞθηκαν.
Ο Χüτζας τüτε πηγαßνοντας στο σπßτι του και φορþντας μια γοýνα του, επιστρÝφει.
Ο νοικοκýρης προûπÜντησε τον Χüτζα με πολλÝς φιλοφρονÞσεις και τον βÜζει στην τιμητικÞ θÝση του τραπεζιοý λÝγοντας: «Ορßστε, ορßστε , κýριε Χüτζα.» Και ο Χüτζας, πιÜνοντας το μανßκι της γοýνας, της λÝει: «Ορßστε, γοýνα μου , ορßστε».
Οι παρευρισκüμενοι τüτε τον ρþτησαν: «Τι κÜνεις;»
Και ο Χüτζας απαντÜ: « Αφοý üλες οι φιλοφρονÞσεις γßνονται για την γοýνα, αυτÞ ας καθßσει και ας φÜει».

****
Ο Χüτζας ξεκουραζüταν κÜτω απü μια καρυδιÜ. ΜπροστÜ του Þταν Ýνα μποστÜνι με καρποýζια. Κοßταζε ο Χüτζας τις καρπουζιÝς με τα λεπτÜ βλαστÜρια και τα πελþρια καρποýζια, κοßταζε και την καρυδιÜ με τον χοντρü κορμü και τα μικρÜ καρýδια και μονολογοýσε:
«Αχ, ΑλλÜχ, πþς τα 'φτιαξες Ýτσι τα πρÜγματα; ΑνÜποδα τα 'φτιαξες. ¸να τüσο δα βλασταρÜκι δßνει καρπü που δεν χωρÜ στην αγκαλιÜ και Ýνα τüσο χοντρü δÝντρο φτιÜχνει κÜτι καρυδÜκια μια σταλιÜ. Αν αυτü δεν εßναι ανÜποδο, τüτε τι εßναι;»
Δεν προλαβαßνει να αποσþσει την κουβÝντα του και Ýνα καρýδι πÝφτει απü ψηλÜ στο κεφÜλι του.
«Ωχ!» κÜνει ο Χüτζας και πετÜγεται üρθιος. Τρßβει το κεφÜλι του, κοιτÜζει το καρýδι που εßχε πÝσει χÜμω, κοιτÜζει και τα καρποýζια λßγο παρακÜτω και λÝει:
«Δüξα να 'χει ο ΑλλÜχ! ¹ξερε αυτüς τι Ýκανε. Για φαντÜσου να Ýσκαγε το καρποýζι στο κεφÜλι μου!»

****
Ο Χüτζας., αφοý αγüρασε λαχανικÜ στην αγορÜ, τα Ýβαλε στο δισÜκι του.
Ανεβαßνει στον γÜιδαρü του για να επιστρÝψει στο σπßτι του και πÝρασε το δισÜκι στο λαιμü του. Στον δρüμο τον συνÜντησε κÜποιος και τον ρþτησε γιατß δεν βÜζει το δισÜκι στο γÜιδαρο, αντß να το σηκþνει αυτüς στους þμους του
- «Για να μην κουρÜσω περισσüτερο το δυστυχισμÝνο τοýτο ζþο»

****
¸δωσε κÜποιος Ýνα πουκÜμισο στο Χüτζα να το πουλÞσει στην αγορÜ.
Τοýτο üμως Þταν κλεμμÝνο και το γνþριζε ο Χüτζας.
Εκεß στην αγορÜ και μÝσα στο πλÞθος κÜποιος Ýκλεψε το πουκÜμισο απü τον Χüτζα.
¼ταν επÝστρεφε, τον ρþτησε εκεßνος ο οποßος του εßχε δþσει το πουκÜμισο πüσο το ποýλησε. Αυτüς απεκρßθη
«ΜεγÜλη απραξßα υπÜρχει σÞμερα στην αγορÜ και γι´ αυτü το ποýλησα üσο Þταν η αξßα του, δηλαδÞ üσο το αγüρασες»

****
Μßα μÝρα, ο Νασρεδßν Χüτζας κρατþντας τον γÜιδαρο του απü το χαλινÜρι, περπατοýσε, σÝρνοντας τον απü πßσω. Τον εßδαν μερικÜ αγριüπαιδα και αποφÜσισαν να τον κλÝψουν χωρßς να το καταλÜβει ο Χüτζας.
¸να απ´ αυτÜ εßπε στους συντρüφους του:
-«Εγþ θα τα καταφÝρω αυτÞν την δουλειÜ αλλÜ εσεßς πρÝπει, αμÝσως üταν παραλÜβω τον γÜιδαρο, να πÜτε να τον πουλÞστε στην αγορÜ».
Και μετÜ απ´ αυτÜ προχþρησαν προς τον Χüτζα.
Αφοý προχþρησαν λßγο, ο Ýνας απ´ αυτοýς Ýβγαλε το χαλινÜρι απ´ το κεφÜλι του γÜιδαρου και το Ýβαλε πÜνω στο δικü του, εξακολουθþντας να περπατÜει πßσω απ´ τον Χüτζα, με το χαλινÜρι στο κεφÜλι.
Οι Üλλοι δýο αμÝσως παρÝλαβαν τον γÜιδαρο και αμÝσως πÞγαν στην αγορÜ να τον πουλÞσουν.
ΜετÜ απü λßγο Ýτυχε να γυρßσει ο Χüτζας πßσω να δει κÜτι και αντß τον γÜιδαρο του, βλÝπει Ýναν χαλιναρωμÝνο Üνθρωπο.
-«Συ ποιος εßσαι;» ρωτÜ ο Χüτζας.
-«Εγþ εßμαι ο γÜιδαρος σας», εßπε το αγριüπαιδο.«Εγþ και πριν γßνω γÜιδαρος Þμουν Üνθρωπος, αλλÜ επειδÞ μßα μÝρα δυσαρÝστησα τους γονεßς μου, αυτοß με καταρÜστηκαν και Ýγινα γÜιδαρος. Πρþτα με ποýλησαν σε Ýνα ψωμÜ, Ýπειτα σε κηπουρü και τελευταßα με πÞρατε εσεßς. Προ λßγου, üπως με σÝρνατε, με εßδαν οι γονεßς μου στον δρüμο, με λυπÞθηκαν και παρακÜλεσαν τον Θεü και ιδοý αμÝσως Ýγινα πÜλι Üνθρωπος».
Ο Χüτζας, γεμÜτος Ýκπληξη, Ýπιασε τα γενιÜ του. Και αφοý σκÝφθηκε λιγÜκι εßπε:
-«Αυτü που λες δεν εßναι απßστευτο, αλλÜ δεν Ýπρεπε να συμβεß στις ημÝρες μου. ΠÞγαινε λοιπüν παιδß μου στο καλü και Üλλη φορÜ με δυσαρεστεßς τους γονεßς σου» και τον ελευθÝρωσε.
ΑλλÜ ο Χüτζας εßχε ανÜγκη γαúδÜρου και πÞγε στην αγορÜ να αγορÜσει Üλλον.
Εκεß βλÝπει τον γÜιδαρο του να περιφÝρεται για ποýλημα. Τον πλησιÜζει Þσυχα Þσυχα και του λÝει στο αυτß του:
-«ΠÜλι γÜιδαρος Ýγινες; ΠÜλι δυσαρÝστησες τους γονεßς σου; ¸λα λοιπüν πÜλι στο αχοýρι μου, διüτι δεν εßσαι για να γßνεις Üνθρωπος» και αποδεικνýοντας üτι εßναι δικüς του τον παßρνει πÜλι πßσω.

****
Μια νýχτα μÜλωσε ο Χüτζας με την γυναßκα του η οποßα οργισμÝνη που Þταν, δßνει μßα κλωτσιÜ στον Χüτζα και τον κατρακýλησε κÜτω απü την σκÜλα. Οι γεßτονες ακοýγοντας τον θüρυβο αυτü, üταν ξημÝρωσε, ρþτησαν τον Χüτζα τι συνÝβη.
Αυτüς απÜντησε üτι μÜλωσε με την γυναßκα του.
-«Πολý καλÜ», εßπαν αυτοß, «αλλÜ τüσος θüρυβος τι Þταν;»
-«Ενþ μαλþναμε με την γυναßκα μου,» εßπε, «θýμωσε πολý και με μια κλωτσιÜ κατρακýλησε το ρÜσο μου κÜτω απ´ την σκÜλα».
ΑλλÜ üταν τον παρατÞρησαν üτι με το κατρακýλισμα του ρÜσου δεν Þταν δυνατüν να γßνει θüρυβος,
-«Ε!,» τους λÝει, «τι στενοχωρÞστε τüσο; Δεν καταλÜβατε üτι βρÝθηκα και εγþ μÝσα στο ρÜσο;»

****
Μια φορÜ ο Χüτζας λÝει:
-«Ω πιστοß, ευχαριστÞσατε τον ýψιστο Θεü, διüτι δεν Ýκαμε τις καμÞλες με φτερÜ; Αλλιþς θα κÜθονται επÜνω στα σπßτια μας και τους κÞπους μας και θα γκρεμιζüντουσαν στα κεφÜλια σας»

****
Μßα μÝρα μεταβαßνοντας ο Χüτζας σε λουτρü και βλÝποντας üτι κανεßς δεν υπÞρχε, στενοχωρÞθηκε και Üρχισε να τραγουδÜ.
Η φωνÞ του Üρεσε και λÝει στον εαυτüν του
-«Λοιπüν, τÝτοια ωραßα φωνÞ Ýχω εγþ;» και αμÝσως αφοý βγÞκε απ´ το λουτρü ανεβαßνει κατ´ ευθεßαν στο μιναρÝ και ενþ Þταν μεσημÝρι αρχßζει να αναγγÝλλει προσευχÞ.
ΚÜποιος περαστικüς ακοýγοντας απü τον μιναρÝ να προσκαλεß ο Χüτζας τους πιστοýς στην προσευχÞ, εßπε
-«Ω αμαθÝστατε και με τÝτοια ελεεινÞ φωνÞ προσκαλεßς τους πιστοýς;»
Ο Χüτζας αμÝσως ανταποκρßνεται
-«Ω Üνθρωπε», του λÝει, «αν βρισκüταν κανεßς αγαθοεργüς κι Ýκτιζε και δω πÜνω κανÝνα λουτρü, θα με απÜλλασσε απü αυτÞν την ελεεινÞ φωνÞ!»

****
Σε κÜποιο ταξßδι του ο Χüτζας μπαßνει να περÜσει τη νýχτα του σ’ Ýνα παμπÜλαιο χÜνι. ΠÝφτει για ýπνο αλλÜ απü το φüβο και την αγωνßα του δεν μπορεß να κλεßσει μÜτι. Oλη νýχτα, απü το ταβÜνι ακοýγονται θüρυβοι σαν να τρßζουν τα δοκÜρια της σκεπÞς.
Το πρωß, πολý νωρßς, κι ενüσω ετοιμÜζεται να εγκαταλεßψει το ετοιμüρροπο κτÞριο, συναντÜει στην πüρτα τον ξενοδüχο. Του λÝει για τους νυχτερινοýς θορýβους και τον συμβουλεýει να πÜρει κανÝνα μÜστορα να του φτιÜξει το ταβÜνι. Ο Üλλος, με δουλικü χαμüγελο, πασχßζει να δικαιολογÞσει την κατÜσταση στον Üνθρωπο του Θεοý.
«Χωρßς λüγο φοβÞθηκες, Χüτζα μου. Οι θüρυβοι που Üκουσες Þταν οι φωνÝς του κτηρßου που δοξολογοýσαν το Θεü! Εσý, Üλλωστε, ξÝρεις καλýτερα απü τον καθÝνα πως üλα τα üντα του σýμπαντος υμνοýν το Θεü διαρκþς και ακατÜπαυστα!»
Κι ο Χüτζας: «Μα ναß, φßλε μου, γι’ αυτü το λüγο ανησýχησα κι εγþ. Εßπα, μÞπως μετÜ τους ýμνους αρχßσει και τις μετÜνοιες το ευλογημÝνο το ερεßπιο!»

****
Η γυναßκα και ο γÜιδαρüς του Þταν οι μεγÜλες αγÜπες του Χüτζα. ¼μως, μÝσα σε μια χρονιÜ Ýχασε και τους δýο.
Πρþτα πÝθανε η γυναßκα του. Την πÝνθησε για λßγο και, πÜνω που η ζωÞ του Üρχισε να κυλÜει κανονικÜ, χÜνει και το αγαπημÝνο του ζωντανü.
ΜετÜ το δεýτερο χαμü πια, Þταν απαρηγüρητος. Δεν Ýτρωγε, δε γελοýσε, δε μßλαγε σε κανÝνα. ¸μενε διαρκþς κλεισμÝνος στο σπßτι και πενθοýσε.
ΒλÝποντÜς τον οι συγχωριανοß του σ’ αυτÞ την κατÜσταση εßπαν, πως αν πÜει Ýτσι το πρÜγμα, θα τον χÜσουν. ΕτοιμÜζουν λοιπüν ο καθÝνας κι απü Ýνα δωρÜκι: οι φημισμÝνες μαγεßρισσες του χωριοý φτιÜχνουν μεζÝδες και νüστιμα καλοýδια, τα παιδιÜ μαζεýουν λουλοýδια και μανιτÜρια απ’ το δÜσος κι üλοι μαζß Ýρχονται στο Χüτζα να τον παρηγορÞσουν και να τον παρακαλÝσουν να σταματÞσει πια αυτü το βαρý πÝνθος και να βγει επιτÝλους στον κüσμο. Στις μαýρες του ο Χüτζας ανοßγει την πüρτα, τους καλωσορßζει κι ο καθÝνας του προσφÝρει ü,τι Ýχει φÝρει.
Σε μια στιγμÞ κÜποιος τον ρωτÜει «Χüτζα μου, γιατß τüσο μεγÜλη στενοχþρια για το γÜιδαρü σου; ¸τσι δεν πÝνθησες οýτε τη γυναßκα σου!»
«Πþς να μην πενθþ;» λÝει με παρÜπονο. «¼ταν πÝθανε η γυναßκα μου, τρÝξατε αμÝσως üλοι, με παρηγορÞσατε, μου εßπατε πως Þταν θÝλημα Θεοý και να μη στενοχωριÝμαι, μου υποσχεθÞκατε πως θα μου βρεßτε Üλλη γυναßκα, και ξεκινÞσατε να μου κÜνετε προξενιÜ για να ξαναπαντρευτþ. ¸τσι κι εγþ ξÝχασα τον πüνο μου. ¼ταν üμως Ýχασα τον γÜιδαρü μου, κανÝνας δεν ασχολÞθηκε μαζß μου. Οýτε με παρηγορÞσατε, οýτε καινοýργιο γÜιδαρο μου τÜξατε!»

****
ΧÜζευε μια μÝρα ο Χüτζας στο παζÜρι του χωριοý και βλÝπει κüσμο μαζεμÝνο γýρω απü Ýναν τσαρλατÜνο που προσπαθοýσε να πουλÞσει Ýνα σπαθß ισχυριζüμενος πως εßναι μαγικü γιατß κÜποτε ανÞκε σε κÜποιον Üγιο.
«¼ταν το κρατÜς στο χÝρι και πολεμÜς τους απßστους, το μÞκος του τριπλασιÜζεται» φþναζε.
Ο κüσμος Üκουγε με προσοχÞ, μερικοß Ýπαιρναν στα χÝρια το σπαθß και το περιεργÜζονταν, ενþ κÜποιοι Ýδειχναν Ýτοιμοι ακüμα και να πληρþσουν αδρÜ για να το αποκτÞσουν
Τι να κÜνει ο Χüτζας για να τους ξυπνÞσει; ΤρÝχει σπßτι του, αρπÜζει τη μασιÜ απü το τζÜκι κι επιστρÝφει στο παζÜρι. ΣτÝκεται απÝναντι απü το σημεßο üπου τσακþνονταν για το ποιος θα χρυσοπληρþσει πρþτος το μαγικü üπλο του αγßου κι αρχßζει να φωνÜζει. "ΜαγικÞ μασιÜ, μαγικÞ μασιÜ! ΑνÞκει στην αγßα γυναßκα μου. ¼ταν μου την πετÜει μÝσα τον καβγÜ το μÞκος της τετραπλασιÜζεται. ΠÜντα με πετυχαßνει, πüτε στην πλÜτη, πüτε στο κεφÜλι, δε λαθεýει ποτÝ. Εδþ η μαγικÞ μασιÜ!»

****
Μια μÝρα ο Χüτζας παßρνει λßγη μαγιÜ γιαουρτιοý και πηγαßνει στη μεγÜλη λßμνη του Ακσεχßρ, της πüλης που ζει. ΠροσθÝτει λßγο νερü απü τη λßμνη στη μαγιÜ και, σιγÜ σιγÜ με το κουτÜλι, αρχßζει να ρßχνει τη μαγιÜ στη λßμνη ανακατεýοντÜς την με τα νερÜ üπως ακριβþς κÜνουν οι γιαουρτÜδες με το χλιαρü γÜλα.
ΠερνÜει κÜποιος απü κει, τον βλÝπει και ρωτÜει τι κÜνει στα νερÜ της λßμνης με το κουτÜλι στο χÝρι.
«Ρßχνω μαγιÜ στη λßμνη να την κÜνω γιαοýρτι» του απαντÜει
¸κπληκτος ο Üλλος, «μα Χüτζα μου, τη μαγιÜ τη βÜζουμε στο γÜλα, üχι στο νερü. Εßναι δυνατüν να γßνει γιαοýρτι üλη η λßμνη;» του λÝει, αγνοþντας το επαναστατικü πνεýμα του Χüτζα.
«ΜωρÝ, αυτÜ που ξÝρεις εσý, τα ξÝρω κι εγþ. ΣκÝψου üμως να πιÜσει η μαγιÜ!»

****
¸ρχεται μια μÝρα μια κυρßα και του ζητÜει να της προτεßνει κÜτι για το παιδÜκι της που δεν κοιμÜται τα βρÜδια. Ο Χüτζας πηγαßνει στο σεντοýκι üπου φυλÜει τα βιβλßα και βγÜζει απü μÝσα Ýναν ογκþδη τüμο φιλοσοφικοý περιεχομÝνου.
«Δþσε του αυτü το βιβλßο και σßγουρα θα κοιμηθεß. ¼ποτε το διαβÜζουν οι μαθητÝς μου, τους παßρνει αμÝσως ο ýπνος».

****
Την εποχÞ του Χüτζα οι ιερεßς δεν Þταν υπÜλληλοι και δεν πληρþνονταν απü το κρÜτος ζοýσαν με τις ελεημοσýνες των πιστþν της ενορßας, μ’ αυτÜ που λÝμε «τυχερÜ».
ΚÜποτε ο Χüτζας υπηρετοýσε σε μια ενορßα με πολý τσιγκοýνηδες ανθρþπους που "δεν Ýδιναν τ’ αγγÝλου τους νερü", πüσο μÜλλον μπαξßσι στον ιερÝα. ΥπÝφερε ο καημÝνος αλλÜ, παρüλα αυτÜ, συνÝχιζε με συνÝπεια το πνευματικü του Ýργο.
ΜιÜ μÝρα στο κÞρυγμα του, ανÝφερε στους πιστοýς πþς, σýμφωνα με την ισλαμικÞ θρησκεßα, ο Ιησοýς εßναι Ýνας απü τους προφÞτες του ΑλλÜχ. ΜετÜ το τÝλος του κηρýγματος Ýρχεται μια κυρßα και τον ρωτÜει: «Χüτζα μου, εßπες πως ο προφÞτης Ιησοýς ζει στο τÝταρτο επßπεδο του ουρανοý. Απορþ τß βρßσκει να φÜει και να πιει εκεß πÜνω, που δεν υπÜρχει τßποτα εκτüς απü αÝρα;»
Ο Χüτζας, ξÝροντας πως η κυρßα εßναι η καλýτερη μαγεßρισσα της ενορßας αλλÜ αυτüς οýτε Ýνα ντολμαδÜκι απü τα χÝρια της δεν Ýχει δοκιμÜσει, «κυρÜ μου, εδþ δε σκÝφτεσαι τß τρþει και τß πßνει ο Χüτζας που ζει δßπλα σου και σκÝφτεσαι τον ΠροφÞτη που ζει στον τÝταρτο ουρανü;» απαντÜει με πικρßα.

****
ΠολλÝς φορÝς η υπερβολÞ εßναι κομμÜτι της καθημερινüτητας. Στην παρÝα, üταν μÜλιστα γßνεται χρÞση ποτοý και ναργιλÝ, συχνÜ λÝγονται τα πιο απßστευτα πρÜγματα.
Ο Χüτζας κÜθεται Ýνα μεσημÝρι με την παρÝα του κι Ýτσι που τρþνε, πßνουν και καπνßζουν, λÝγοντας ο καθÝνας ü,τι του κατÝβει, παßρνει φüρα και ισχυρßζεται πολý σοβαρÜ πως εßναι Üγιος.
«Αν εßσαι Üγιος, κÜνε Ýνα θαýμα» του φωνÜζει κÜποιος.
«Πεßτε τß θÝλετε κι εγþ θα το κÜνω» απαντÜει αυτüς.
«Να διατÜξεις το βουνü να Ýρθει εδþ μπροστÜ μας!»
Ο Χüτζας, με ýφος ΜωυσÞ, σηκþνεται απü τη θÝση του, πηγαßνει στο παρÜθυρο και καλεß το βουνü να σηκωθεß και να Ýρθει αμÝσως κοντÜ του. Το βουνü üμως δε συνεργÜζεται και, πριν αρχßσουν οι υπüλοιποι να αμφισβητοýν την αγιοσýνη του, ο Χüτζας πηδÜει απü το παρÜθυρο και παßρνει το δρüμο κατÜ ’κει.
«Που πας, Χüτζα μου;» του φωνÜζουν οι φßλοι του.
«Αφοý δεν πÜει το βουνü στο ΜωÜμεθ, πÜει ο ΜωÜμεθ στο βουνü!» απαντÜει εκεßνος.

****
¸νας μικρüς στÜβλος κι ο αγαπημÝνος του γÜιδαρος Þταν η μüνη περιουσßα του Χüτζα. Η γυναßκα του üμως τον Ýτρωγε να πÜρουν μια αγελÜδα.
«Ν’ αγορÜσουμε, Χüτζα μου μια αγελÜδα! Και το φρÝσκο γÜλα μας θα Ýχουμε κÜθε μÝρα, και θα φτιÜχνουμε τα δικÜ μας τυριÜ.»
«Δε χωρÜει ο στÜβλος δýο ζþα, μωρÝ γυναßκα, εßναι μικρüς» της Ýλεγε εκεßνος.
Πες πες αυτÞ üμως τον Ýπεισε. ΠÜει ο Χüτζας στο παζÜρι, αγορÜζει μια αγελÜδα και τη βÜζει στο στÜβλο μαζß με το γÜιδαρο.
Ο καιρüς περνÜει κι ο Χüτζας παρατηρεß με λýπη πως ο γÜιδαρος, στριμωγμÝνος στη γωνιÜ του, υποφÝρει απü την τερÜστια αγελÜδα .
«Θεοýλη μου, δεν μπορεßς να πÜρεις την ψυχÞ αυτÞς της αγελÜδας να ηρεμÞσει πια ο γαúδαρÜκος μου;» παρακαλεß το Θεü καθημερινÜ.
¿σπου μια μÝρα ανοßγει την πüρτα του στÜβλου και τß να δει! Το γÜιδαρο ψüφιο στο πÜτωμα και την αγελÜδα δßπλα του να μασουλÜει ανÝκφραστη τα ÜχυρÜ της. Πολý στενοχωρημÝνος, πιÜνει το ψüφιο ζþο απü την ουρÜ, το σÝρνει Ýξω και πηγαßνοντÜς το να το θÜψει κοιτÜζει προς τον ουρανü κουνþντας το κεφÜλι του.
«Τß να σου πω; Τüσα χρüνια Θεüς και δεν Ýχεις μÜθει να ξεχωρßζεις το γÜιδαρο απü την αγελÜδα!» λÝει στον παντοδýναμο.

****
Του λÝνε μια μÝρα πως η γυναßκα του τριγυρνÜει διαρκþς κι üλο επισκÝψεις κÜνει.
«ΜπÜ, δεν το πιστεýω. Αν πρÜγματι Þταν Ýτσι, θα πÝρναγε κι απü το σπßτι καμιÜ φορÜ» απαντÜει ο Χüτζας, αλλÜ οι φßλοι του επιμÝνουν.
«Κοßτα, καημÝνε, να της πεις να κÜθεται στο σπßτι της» του λÝνε.
«ΕντÜξει! ¢ν τýχει και τη συναντÞσω, θα της το πω».

****
¸να βρÜδυ που εßχε τρυφερÝς διαθÝσεις ο Χüτζας, για ν’ ανοßξει κουβÝντα ρωτÜει τη γυναßκα του:
«ΧανουμÜκι μου γλυκü, το γεßτονα μας τον ΜεμÝτ, τον παπουτσÞ, πþς τον λÝνε;»
Φαßνεται πως η χανοýμισσα δεν εßχε και πολý διÜθεση κι απÜντησε κοφτÜ:
«Μüνος σου το εßπες, ΜεμÝτ τον λÝνε.»
«Συγγνþμη, γλυκιÜ μου, τι δουλειÜ κÜνει, Þθελα να πω.»
«ΠαπουτσÞς! Αφοý εσý το εßπες, τß με ρωτÜς;»
«Αχ, πÜλι λÜθος Ýκανα! ¹θελα να ρωτÞσω ποý μÝνει, ψυχÞ μου!»
«Θα μας τρελÜνεις, αφÝντη! ΓεßτονÜς μας δεν εßπες πως εßναι;»
ΜετÜ τη χαριστικÞ βολÞ ο Χüτζας παραδßνει τα üπλα και, γυρßζοντας απü την Üλλη πλευρÜ του κρεβατιοý, μουρμουρßζει χολωμÝνος:
«ΑμÜν ρε γυναßκα, þρες þρες δε μιλιÝσαι!»

****
Εßναι με την παρÝα του ο Χüτζας κι αρχßζουν να τρþνε και να πßνουν. Δεν Ýχουν üμως μουσικοýς και, ανατολßτικο φαγοπüτι χωρßς μουσικÞ δε γßνεται. ΣκÝφτονται τι μποροýν να κÜνουν και σε μια στιγμÞ ρωτοýν το Χüτζα αν ξÝρει να παßζει μπαγλαμÜ.
«ΦυσικÜ και ξÝρω!» απαντÜει.
Του δßνουν Ýναν μπαγλαμÜ και περιμÝνουν να παßξει για να συνοδÝψουν το σκοπü με τραγοýδι. ΠιÜνει αυτüς την πÝνα κι αρχßζει να βαρÜει τις χορδÝς.
«Τι κÜνεις, Χüτζα μου, δεν παßζουν Ýτσι μπαγλαμÜ!» του φωνÜζει κÜποιος. «Με το δεξß χτυπÜς τις χορδÝς και με το αριστερü ψÜχνεις πÜνω κÜτω τις νüτες!»
«Αυτοß που ψÜχνουν πÜνω κÜτω τις νüτες εßναι αρχÜριοι? δεν τις Ýχουν μÜθει ακüμα. Εγþ τις νüτες τις Ýχω βρει, δεν χÜνω χρüνο στο ψÜξιμο!»

****
¸σφαξε μια χÞνα ο Χüτζας, την Ýψησε στο φοýρνο, φορτþθηκε το ταψß και ξεκßνησε να την πÜει ρεγÜλο στο σουλτÜνο. Στο δρüμο üμως, Ýτσι üπως μοσχοβολοýσε το κρÝας, πολý το ορÝχτηκε. Διακριτικüτατα τσιμπÜει Ýνα κομματÜκι απü το μποýτι, το τρþει και τρελαßνεται απü τη νοστιμιÜ.
«ΜωρÝ τι ωραßα που την Ýψησα!» μονολογεß και, πολý επιδÝξια κüβει üλο το μποýτι και το καταβροχθßζει.
Μüλις üμως συνειδητοποιεß τι Ýκανε, πιÜνει το ψητü, το αναποδογυρßζει και βÜζει την πειραγμÝνη μεριÜ απü κÜτω, ελπßζοντας üτι ο σουλτÜνος θα φÜει το μποýτι που φαßνεται, θα χορτÜσει, και δεν θα αναζητÞσει το δεýτερο.
Για κακÞ του τýχη üμως ο αγαπημÝνος μεζÝς του ΤαμερλÜνου εßναι τα μποýτια και, μüλις τρþει το Ýνα, αναποδογυρßζει το ψητü αναζητþντας και το δεýτερο.
ΦυσικÜ δεν το βρßσκει και βγαßνει απü τα ροýχα του.
«Χüτζα, το δεýτερο μποýτι τß τü ’κανες;»
Ο φουκαρÜς ξεφοýρνισε ü,τι του κατÝβηκε εκεßνη τη στιγμÞ.
«ΞÝρεις, πολυχρονεμÝνε μου σουλτÜνε, εδþ στα μÝρη μας οι χÞνες Ýχουν μüνο Ýνα πüδι!»
Ο Μογγüλος σηκþνεται απü το θρüνο του, παßρνει το Χüτζα απü το χÝρι και τον πÜει στη βρýση του χωριοý, üπου μαζεýονταν οι χÞνες. ¹ταν μια παγωμÝνη χειμωνιÜτικη μÝρα και τα πουλιÜ εßχαν χþσει το Ýνα τους πüδι μÝσα στο φτÝρωμÜ τους για να το ζεστÜνουν üπως κÜνουν üλα τα νηκτικÜ πτηνÜ. ¼λες λοιπüν οι χÞνες στÝκονταν στο Ýνα τους ποδÜρι.
ΒλÝποντÜς τις ο Χüτζας παßρνει θÜρρος και λÝει στο σουλτÜνο: «ΒλÝπεις και μüνος σου, ÜρχοντÜ μου! Οι χÞνες Ýχουν μüνο Ýνα πüδι!»
Ο ΤαμερλÜνος διατÜζει Ýναν απ’ τους παρευρισκüμενους να πετÜξει τη μαγκοýρα του στις χÞνες. Τα πουλιÜ τρομοκρατημÝνα τρÝχουν ξεφωνßζοντας δεξιÜ κι αριστερÜ με τα δυο τους πüδια φυσικÜ.
«Τß Ýχεις να πεις τþρα, Χüτζα; Οι χÞνες Ýχουν Ýνα πüδι;» τον ρωτÜει σαρκαστικÜ ο σουλτÜνος.
«ΠολυχρονεμÝνε μου, αν αυτÞ η μαγκοýρα Ýπεφτε πÜνω στο δικü σου το κεφÜλι, τþρα θα Ýφευγες με τα τÝσσερα. Αυτü üμως δε σημαßνει πως εßσαι και τετρÜποδο!»

****
Ο Νασραντιν ανοιγει στον κηπο του μια βαθεια τρυπα και μετα την γεμιζει
με πετρες.Ο γειτονας το βλεπει και τοý κανει ειρωνικα
-Χοτζα,καλα τις ξεφορτωθηκες τις πετρες,αλλα το χωμα που εβγαλες που θα
το βαλεις;
-ειναι απλο:θα ανοιξω μια τρυπα και θα το ριξω μεσα!
-μπραβο! αλλÜ δεν μοý λες,το χωμα που θα βγαλεις απο την δευτερη
τρυπα,ποý θα το βαλεις; θα ανοιξεις μηπως μια τριτη;
-κοιτα,μη μοý ζαλιζεις τα αυτιÜ!....δεν αδειαζω να σοý εξηγησω το σχεδιο
μου σε ολες του τις λεπτομερειες.

-Δεν υπÜρχει κÜτι που να μην μπορþ να το απαντÞσω με την επιστÞμη μου,
εßπεÝνας λüγιος στον Νασραντßν.
-Κι üμως, πριν μια εβδομÜδα Ýνας χωρικüς μου Ýκανε μια ερþτηση που δεν
κατüρθωσα να απαντÞσω, εßπε ο Νασραντßν.
-Αν Þμουν εκεß θα του εßχα απαντÞσει, εßπε ο λüγιος.
-Πολý καλÜ λοιπüν. Με ρþτησε Τι γυρεýεις στο σπßτι μου, τρεις η þρα το
πρωß.

Μια φορÜ κι Ýναν καιρü ο Χüτζας πÞγε στον μπακÜλη και αγüρασε δυο αυγÜ
αλλÜ ξÝχασε να πÜρει τα χρÞματα απü το σπßτι και ο μπακÜλης τοý Ýδωσε τ'
αυγÜ με την προûπüθεση üτι θα τα πληρþσει την Üλλη μÝρα.
Την επüμενη μÝρα ξÝχασε να πÜει τα χρÞματα και τα πÞγε μετÜ απü 10
μÝρες. Ο μπακÜλης τüτε του ζÞτησε πολλÜ χρÞματα. Ο Χüτζας ξαφνιÜστηκε
και εßπε :
- Για δυο αυγÜ να σε πληρþσω τüσα πολλÜ λεφτÜ;
- Αν αυτÜ τα δυο αυγÜ τα κλωσοýσε η κüτα θα γινüντουσαν πουλιÜ, τα
πουλιÜ θα γινüντουσαν κüτες, οι κüτες ξανÜ θα γεννοýσαν Üλλα πουλιÜ.....
Θýμωσε ο Χüτζας κι Ýφυγε. Ο μπακÜλης üμως δεν τον Üφησε και τον Ýκανε
μÞνυση. ¼ταν Ýφτασε η μÝρα της δßκης, τον κÜλεσαν να πÜει στο
δικαστÞριο. Ο Χüτζας Þταν πολý πονηρüς κι Üργησε να πÜει. ¼ταν Ýφτασε
καθυστερημÝνος ο πρüεδρος τον ρþτησε :
- Γιατß Üργησες βρε Χüτζα;
- Με συγχωρεßς κýριε πρüεδρε για την καθυστÝρηση. ¸βραζα σιτÜρι για το
σπεßρω αýριο.
- Τι κουταμÜρες μας λες βρε Χüτζα; ΣπÝρνεται το βρασμÝνο σιτÜρι;
- Δε μου λες κýριε πρüεδρε, τα αυγÜ Üμα τα βρÜσεις και τα φας γßνονται
κüτες; Γßνονται πουλιÜ; Γεννοýνε;
Ο πρüεδρος τον αθþωσε και ζÞσανε αυτοß καλÜ κι εμεßς καλýτερα.

Ο Χüτζας μια μÝρα αγüρασε συκþτι και ενþ πÞγαινε σπßτι του, τον συναντÜ
κÜποιος φßλος του και τον ρωτÜν πως θα το ψÞσει.
Ο Χüτζας εßπε üτι θα το ψÞσει üπως συνÞθως üλος ο κüσμος το ψÞνει.
-«Α! ¼χι,, του λÝει φßλος του. «ΥπÜρχει και Ýνα Üλλος τρüπος να το
ψÞσεις και τüτε να δεις τι νüστιμο που θα γßνει»
Τüτε ο Χüτζας εßπε: «ΕπειδÞ δεν μπορþ να κρατÞσω στη μνÞμη μου αυτüτον
τρüπο, σε παρακαλþ να τον γρÜψεις σε Ýνα χαρτß, και διαβÜζοντας, να το
ψÞσω».
Ο Χüτζας με εκεßνη την üρεξη, ενþ Ýτρεχε στο σπßτι του, Ýνα γερÜκι
αρπÜζει το συκüτι απü τα χÝρια του και πÝταει ψιλÜ.
Ο Χüτζας, χωρßς να στενοχωρηθεß, δεßχνοντας στο γερÜκι την συνταγÞ του
φßλου του εßπε:
-«¢δικα κοπιÜζεις, δεν θα καταλÜβεις τßποτα απü το φαγητü. Μου πÞρες το
συκþτι αλλÜ üχι και την συνταγÞ!»

Μια μÝρα οι γεßτονες βλεπουν το Χοτζα να ριχνει ψßχουλα στην αυλÞ του.
Τον ρþτησαν,
-τι κÜνεις εκεß;
-διþχνω τις τßγρεις.
-Μα γιατß; τßγρεις δεν υπÜρχουν εδþ! και ο Χüτζας απαντÜ:
-εßδες τι αποτελεσματικü üπλο εßναι να ρßχνεις ψßχουλα στην εξþπορτα;
διþχνει τις τßγρεις!

****
Μια καλοκαιριÜτικη μÝρα ο Νασρεντßν φüρτωσε το γαúδοýρι του με διÜφορες
πραμÜτειες και ξεκßνησε πρωß πρωß απü το χωριü του για να της πÜει στην
πüλη που εßχε παζÜρι και να τις πουλÞσει. Στα μισÜ του δρüμου πεßνασε
και σκÝφτηκε να φÜει το μισü απü το καρποýζι που εßχε πÜρει μαζß του για
þρα ανÜγκης. ΣταμÜτησε κÜτω απü Ýνα μεγÜλο δÝντρο, χþρισε με το μαχαßρι
του το καρποýζι στα δýο κι ýστερα Ýκοψε την πρþτη φÝτα. Την πιÜνει με τα
δυο του χÝρια, της δßνει μια μεγÜλη βαθιÜ δαγκωνιÜ και: «φτου..», Ýκανε
με αηδßα κι Ýφτυσε το καρποýζι στο χþμα, γιατß Þταν τελεßως Üγλυκο σαν
αγγοýρι! ¾στερα πÞρε üλο το καρποýζι και με φοβερü θυμü το σÞκωσε ψηλÜ
και το πÝταξε σε μια πÝτρα, κÜνοντÜς το κομμÜτια που σκüρπισαν γýρω απü
την πÝτρα. Και σαν μην Ýφτανε αυτü, πÞγε πÜνω απü τα κομμÜτια του
καρπουζιοý και τα κατοýρησε. ¸τσι, αφοý ξεθýμανε, καβÜλησε το γαúδοýρι
του και πÞγε στο παζÜρι, στην πüλη. Η μÝρα του πÞγε πολý καλÜ αφοý
ποýλησε üλη του την πραμÜτεια και κατÜ το μεσημερÜκι καβÜλησε το
γαúδοýρι του και πÞρε το δρüμο του γυρισμοý. Την þρα του καταμεσÞμερου
κι ενþ ο καλοκαιριÜτικος Þλιος Ýκαιγε βασανιστικÜ, βρÝθηκε να περνÜει
δßπλα απü το δÝντρο üπου το πρωß εßχε κομματιÜσει το Üνοστο καρποýζι.
¸νοιωθε τρομερÞ δßψα. ΣταμÜτησε το γαúδοýρι δßπλα στο δÝντρο, και
κοßταξε το κομματισμÝνο καρποýζι που Þταν ακüμα εκεß κÜτω απü τη σκιÜ
του. ΞεκαβÜλησε και πλησßασε τα κομμÜτια του καρπουζιοý. ΓονÜτισε,
διÜλεξε Ýνα κομμÜτι καρπουζιοý που Þταν κÜπως μακριÜ απü την πÝτρα και
στριφογυρßζοντας το στο χÝρι του ψιθýρισε, «αυτü δεν το Ýχω κατουρÞσει»
και το Ýφαγε. ¾στερα βρÞκε Ýνα Üλλο, «οýτε κι αυτü το Ýχω κατουρÞσει»
εßπε και το Ýφαγε. ¾στερα πÞρε Üλλο Ýνα, Ýπειτα κι Üλλο Ýνα και
ψιθυρßζοντας πÜντα, «αυτü δεν το Ýχω κατουρÞσει», Ýφαγε üλο το
κομματιασμÝνο και κατουρημÝνο καρποýζι, και ξεδιψασμÝνος ανÝβηκε στο
γαúδοýρι του και γýρισε ευχαριστημÝνος στο χωριü του.

Μια μÝρα, εκεß που περπατοýσε ο Νασρεντßν σ’ Ýνα στενü, Ýνας μÜστορας
που Ýφτιαχνε τα κεραμßδια σε μια στÝγη, γλßστρησε κι Þρθε
και…«προσγειþθηκε» πÜνω στο Χüτζα! Ο μÜστορας δεν Ýπαθε τßποτα, αλλÜ ο
Νασρεντßν μεταφÝρθηκε στο νοσοκομεßο με σπασμÝνο σβÝρκο!
- Και τι δßδαγμα βγÜζεις απ’ αυτü που σου συνÝβη; τον ρþτησε Ýνας φßλος
του που πÞγε να τον δει, κι ο Χüτζας του απÜντησε:
- Να μην το βÜζεις κÜτω πιστεýοντας στο αναπüφευκτο, ακüμα κι üταν μια
αιτßα κÜνει το αποτÝλεσμα να μοιÜζει αναπüφευκτο. ΑπÝφευγε θεωρητικÝς
υποθÝσεις, üπως, «üταν Ýνας Üνθρωπος πÝσει απü μßα στÝγη, αναπüφευκτα θα
σπÜσει τον σβÝρκο του», γιατß üπως Ýδειξε αυτü που μου συνÝβη, ο
μÜστορας Ýπεσε απü τη στÝγη, αλλÜ το δικü μου σβÝρκο Ýσπασε.

Ο Νασρεντßν Ýχασε τον γÜιδαρü του και οι συχωριανοß του προσπαθοýν να
τον παρηγορÞσουν.
- Μπορεß να Ýχασες τον γÜιδαρü σου, Νασρεντßν, αλλÜ δεν χρειÜζεται να
στεναχωριÝσαι περισσüτερο απ’ üσο üταν Ýχασες την πρþτη σου γυναßκα.
- Αν θυμÜστε, üταν Ýχασα την πρþτη μου γυναßκα, üλοι οι συγχωριανοß
εßπατε: Θα σου βροýμε κÜποια Üλλη. ΜÝχρι τþρα üμως, κανÝνας δεν
προσφÝρθηκε να αντικαταστÞσει τον γÜιδαρü μου!

Ο Νασρεντßν Ýστειλε Ýνα παιδß να φÝρει νερü απü την πηγÞ.
- Πρüσεξε να μην σπÜσεις το σταμνß! του φþναξε και Ýδωσε Ýνα σκαμπßλι
στο παιδß.
¸νας περαστικüς ρþτησε τον Νασρεντßν γιατß χτýπησε κÜποιον που δεν Ýχει
κÜνει τßποτα.
- Μα ÜνθρωπÝ μου, εßπε ο Νασρεντßν, θα Þταν ανþφελο να τιμωρÞσω το παιδß
üταν θα εßχε πια σπÜσει το σταμνß, Ýτσι δεν εßναι;

****
ΚÜποτε ο Χüτζας Ýκανε Ýρανο για τους φτωχοýς και πÞγε σε Ýνα πλουσιüσπιτο
για να ζητÞσει βοÞθεια.
— Το αφεντικü μου δεν εßναι εδþ. ¸φυγε πριν απü αρκετÞ þρα, εßπε ο
υπηρÝτης.
Ο Χüτζας που εßχε δει κÜποια κßνηση στο παρÜθυρο του εßπε:
— Πες στο αφεντικü σου, την Üλλη φορÜ που θα βγει, να μην ξεχÜσει να
πÜρει και το πρüσωπü του μαζß του!

Το πλοßο φαινüταν Ýτοιμο να βυθιστεß και οι συνταξιδιþτες του Νασρεντßν
που εßχαν γελÜσει με την προειδοποßηση του, üτι θα Ýπρεπε να ετοιμÜσουν
τις ψυχÝς τους για τον Üλλο κüσμο, Ýπεσαν στα γüνατα και ζητοýσαν
βοÞθεια. Στους θρÞνους τους υπüσχονταν τι θα Ýκαναν αν σþζονταν.
- Σταθεßτε φßλοι! φþναξε ο Νασρεντßν. Τι γενναιοδωρßα κι αυτÞ για τα
υλικÜ σας αγαθÜ! Αποφεýγετε να δεσμευτεßτε üπως κÜνατε μÝχρι τþρα στη
ζωÞ σας. Εμπιστευτεßτε με. Νομßζω πως βλÝπω ξηρÜ!

¸νας γεßτονας Þθελε να δανειστεß το σχοινß του απλþματος των ροýχων.
- ΛυπÜμαι, εßπε ο Νασρεντßν, αλλÜ το χρησιμοποιþ. Στεγνþνω το αλεýρι.
- Για το Θεü, πως μπορεßς να στεγνþσεις αλεýρι πÜνω στο σχοινß του
απλþματος;
- Εßναι λιγüτερο δýσκολο απ’ üτι νομßζεις αν δε θες να το δανεßσεις…

ΚÜποιος ρωτÜ τον Νασρεντßν:
- ΠοιÜ εßναι η Ýννοια του πεπρωμÝνου, Χüτζα μου;
- Εικασßες.
- Πως αυτü;
- ΥποθÝτετε πως τα πρÜγματα πρüκειται να πÜνε καλÜ και δεν πηγαßνουν.
Αυτü το λÝτε κακÞ τýχη. ΥποθÝτετε üτι τα πρÜγματα πρüκειται να πÜνε
Üσχημα και δεν πηγαßνουν. Αυτü το λÝτε καλÞ τýχη. ΥποθÝτετε üτι κÜποια
συγκεκριμÝνα πρÜγματα πρüκειται να συμβοýν Þ να μην συμβοýν. Και σας
λεßπει τüσο η διαßσθηση þστε να μην γνωρßζετε τι πρüκειται να συμβεß.
ΥποθÝτετε πως το μÝλλον εßναι Üγνωστο. ¼ταν αιφνιδιÜζεστε αυτü το
ονομÜζετε «ΠεπρωμÝνο».

Ρþτησαν κÜποτε τον Χüτζα:
- ¼ταν γßνεται νÝο φεγγÜρι, τι το κÜνουν το παλιü;
Κι απαντÜ ο Νασρεντßν:
- Το σπÜζουν σε μικρÜ τεμÜχια, και το κÜνουν Üστρα.

¸νας φßλος του Χüτζα ζÞτησε δανεικÜ μερικÜ χρÞματα και λßγη προθεσμßα.
Και η απÜντηση του Χüτζα:
- ΧρÞματα δεν μπορþ να σου δþσω, αλλÜ επειδÞ εßσαι φßλος μου, προθεσμßα
σου δßνω üσο θÝλεις.

Ο Νασρεντßν αφοý αγüρασε λαχανικÜ στην αγορÜ, τα Ýβαλε στο δισÜκι του.
Ανεβαßνει στον γÜιδαρü του για να επιστρÝψει στο σπßτι του και πÝρασε το
δισÜκι στο λαιμü του.
Στον δρüμο τον συνÜντησε κÜποιος και τον ρþτησε γιατß δεν βÜζει το
δισÜκι στο γÜιδαρο, αντß να το σηκþνει αυτüς στους þμους του.
- Για να μην κουρÜσω περισσüτερο το δυστυχισμÝνο τοýτο ζþο!

Μια χειμωνιÜτικη νýχτα, που ο Νασρεντßν κοιμüτανε στο σπßτι του με τη
γυναßκα του, ακοýστηκε Ýξω στο δρüμο Ýνας γÝρος καβγÜς.
Ο Νασρεντßν, που εßχε τη συνÞθεια να χþνεται πÜντα στις υποθÝσεις των
Üλλων, για να βρßσκει την ευκαιρßα να ξοδεýει το πνεýμα του, δεν Üντεξε
στον πειρασμü κι αποφÜσισε να βγει στο δρüμο και να δει τι συμβαßνει.
Στη βιασýνη του, Ýτσι γυμνüς üπως Þταν, τυλßχτηκε με το πÜπλωμα και βγÞκε.
Αυτοß που εßχανε στÞσει τον καβγÜ, μüλις εßδαν τον αγουροξυπνημÝνο
Χüτζα, σταμÜτησαν τη συμπλοκÞ, ρßχτηκαν απÜνω του, του Üρπαξαν το
πÜπλωμα και εξαφανßστηκαν.
Το πÜθημα του Χüτζα Þταν απροσδüκητο. ΝτροπιασμÝνος, γýρισε την κÜμαρα
του και μüλις πÞγε να ξαναχωθεß στο κρεβÜτι του, Üκουσε αδυσþπητη την
ερþτηση της γυναßκας του:
- Γιατß μÜλωναν, Χüτζα μου;
- ¢στα γυναßκα. Ο καβγÜς Þτανε για το πÜπλωμα!

****
ΒρÞκαν τον Χüτζα στην κοινοτικÞ σιταποθÞκη να χýνει στÜρι απü τα πιθÜρια
των γειτüνων του στο δικü του και τον πÞγαν στα δικαστÞρια.
- Εßμαι ανüητος, δεν ξεχωρßζω το στÜρι τους απü το δικü μου, ισχυρßστηκε.
- Τüτε γιατß δεν Ýχυσες καθüλου στÜρι απü τα δικÜ σου πιθÜρια στα δικÜ
τους; απÜντησε ο δικαστÞς.
- Α! Μα ξεχωρßζω το στÜρι μου απü το δικü τους, δεν εßμαι και τüσο ανüητος!

****
Η γυναßκα του Νασρεντßν Χüτζα τοý Ýλεγε πολý Üσχημα λüγια. ¹ταν πολý
θυμωμÝνη, απüτομη, επιθετικÞ, βßαιη, Ýτοιμη να εκραγεß. Και ο Νασρεντßν
απλþς καθüταν και Üκουγε.
Τüτε, ξαφνικÜ, εκεßνη γýρισε προς το μÝρος του και του εßπε:
- Λοιπüν, πÜλι διαφωνεßς μαζß μου.
Ο Χüτζας εßπε:
- Μα, δεν εßπα οýτε λÝξη, της λÝει ο Νασρεντßν.
- Το ξÝρω, αλλÜ ακοýς με μεγÜλη επιθετικüτητα, απÜντησε η γυναßκα του.

ΚÜποτε που ο Νασρεντßν Ýκανε χρÝη δικαστÞ, του Ýτυχε να δικÜσει μια
περßεργη υπüθεση απÜτης.
- Ο κατηγοροýμενος Χüτζα μου, Üρχισε να λÝει ο μηνυτÞς, Þρθε μια μÝρα
και μου ζÞτησε τον γÜιδαρü μου για να μεταφÝρει κÜτι εμπορεýματα στην
πüλη και να μου τον επιστρÝψει την επüμενη μÝρα. Κι επειδÞ Þταν φßλος
και γεßτονας του τον δÜνεισα. Την Üλλη μÝρα το απüγευμα, Ýρχεται σπßτι
μου χωρßς το γÜιδαρü μου και μου λÝει üτι τον δÜγκωσε Ýνα φßδι και
ψüφησε. ΕντÜξει, του λÝω, αλλÜ πρÝπει να μου τον πληρþσεις γιατß ψüφησε
στα χÝρια σου. Κι εκεßνος μου απÜντησε üτι δεν μου δßνει πεντÜρα κι
Ýφυγε. Δεν Ýχω δßκιο να ζητÜω να μου τον πληρþσει;
- Δßκιο Ýχεις, απÜντησε ο Νασρεντßν κι ýστερα γυρνþντας στον
κατηγοροýμενο τον ρþτησε:
- Τι Ýχεις να πεις εσý γι’ αυτü που σε κατηγορεß;
- Εγþ Χüτζα μου, επειδÞ αυτüς ο Üνθρωπος Þταν φßλος και γεßτονÜς μου,
πÞγα και του ζÞτησα τον γÜιδαρü του για να κουβαλÞσω κÜτι εμπορεýματα
για ποýλημα στην πüλη. Τη νýχτα, üμως, καθþς γυρßζαμε πßσω δÜγκωσε το
γÜιδαρο του φßλου μου Ýνα φßδι κι εκεßνος ψüφησε. Μüλις Ýφτασα το πρωß
περπατþντας στο χωριü, πÞγα κατ’ ευθεßαν στο σπßτι τοý φßλου μου, του
εßπα τι Ýγινε κι εκεßνος μου ζÞτησε να του δþσει λεφτÜ να πÜρει
καινοýργιο. ΑλλÜ αφοý δεν Ýφταιγα εγþ και τον γÜιδαρο θα μποροýσε να τον
εßχε δαγκþσει φßδι κι üταν τον εßχε εκεßνος, αρνÞθηκα να του τον
πληρþσω. Δßκιο δεν Ýχω;
- Κι εσý δßκιο Ýχεις, απÜντησε ο Νασρεντßν.
Και τüτε φþναξε κÜποιος απü το ακροατÞριο:
- Μα Χüτζα μου, τι λες; Δεν μπορεß να Ýχουν και οι δýο δßκιο!
- Κι εσý δßκιο Ýχεις, απÜντησε ο Νασρεντßν.

****
Η πεßνα Ýκανε τον Χüτζα να γßνει λαθρÝμπορος. ΣιγÜ σιγÜ üμως αυτü
διαδüθηκε και οι υπÜλληλοι στο τελωνεßο Üρχισαν να του κÜνουν
εξονυχιστικοýς ελÝγχους: σωματικü Ýλεγχο στον ßδιο και, παρÜλληλα,
ξεφüρτωναν και τον γÜιδαρü του, Ýψαχναν τον σανü, Üνοιγαν το σαμÜρι,
αλλÜ, δυστυχþς γι’ αυτοýς, ποτÝ δεν μποροýσαν να βρουν τßποτα.
Ο Χüτζας üμως πλοýταινε κÜθε μÝρα και πιο πολý και, σε μερικÜ
χρüνια, εßχε αρκετÜ χρÞματα για να πÜει σε Üλλη χþρα και να ζει πÜμπλουτος.
Εκεß, μετÜ απü πολý καιρü, τον συνÜντησε κατÜ τýχη κÜποιος παλιüς
αξιωματικüς απü το τελωνεßο και τον ρþτησε:
— Τþρα δεν Ýχει καμιÜ σημασßα βÝβαια, Χüτζα, αλλÜ εßμαι περßεργος να
μÜθω ποý Ýκρυβες τα λαθραßα χρυσαφικÜ, ασημικÜ και διαμαντικÜ και δεν
μποροýσαμε να τα βροýμε üσο κι αν ψÜχναμε.
— Δεν Ýκανα λαθρεμπüριο κοσμημÜτων, αλλÜ γαúδÜρων! εßπε
αποστομωτικÜ εκεßνος.

****
Ο Νασρεντßν καθüταν στην üχθη ενüς ποταμοý, üταν κÜποιος που βρισκüταν στην Üλλη üχθη του φþναξε:
- ¸ι! Πως θα Ýρθω απÝναντι;
- Μα εßσαι απÝναντι, του απÜντησε ο Νασρεντßν.

****
Μßα νýχτα ο Νασρεντßν εßδε στον ýπνο του üτι του χÜρισαν 9 γρüσια. Ενþ
στον ýπνο του φιλονικεß και απαιτεß να συμπληρωθοýν και γßνουν 10,
ξýπνησε και βλÝπει üτι δεν εßχε τßποτα στα χÝρια του. ΑμÝσως κλεßνει τα
μÜτια του και απλþνει τα χÝρια του λÝγοντας:
- Δþσε μου και ας εßναι εννÝα γρüσια.

Ο Νασρεντßν Ýφερε στην αγορÜ τον γÜιδαρü του και τον παρÝδωσε στον
κÞρυκα. ¹ρθε Ýνας αγοραστÞς και παρατηρεß τα δüντια του να καταλÜβει την
ηλικßα του, αλλÜ ο γÜιδαρος τον δÜγκωσε. ¹ρθε Üλλος αγοραστÞς και σÞκωσε
την ουρÜ του. ΑλλÜ και τοýτον κλþτσησε. Τüτε ο κÞρυκας εßπε στον Χüτζα:
– Τοýτον τον γÜιδαρο κανεßς δεν τον αγορÜζει, διüτι και εκεßνον που
περνÜ απü εμπρüς του τον δαγκþνει, και εκεßνος που πηγαßνει απü πßσω του
τον κλωτσÜ.
- Και καλÜ Ýκανε, διüτι εγþ δεν τον Ýφερα να τον πουλÞσω, εßπε ο
Νασρεντßν, αλλÜ να μÜθει ο κüσμος τι Ýχω τραβÞξει απ αυτüν Ýως τþρα!

Μια μÝρα μερικοß πιτσιρικÜδες προσπαθοýσαν να μοιρÜσουν καρýδια, που
εßχαν σε Ýνα σακß. ΑλλÜ δεν συμφωνοýσαν και ξÝσπασε ανÜμεσÜ τους μεγÜλος
καβγÜς. Στο τÝλος αποφÜσισαν να πÜνε στον Νασρεντßν Χüτζα που εßχε φÞμη
ανθρþπου δßκαιου, να κÜνει αυτüς τη μοιρασιÜ.
- ΘÝλετε να σας τα μοιρÜσω με τον τρüπο που μοιρÜζει τα πρÜγματα ο Θεüς
Þ με τον τρüπο που τα μοιρÜζουν οι Üνθρωποι;
- Με τον τρüπο που μοιρÜζει ο Θεüς, ο Θεüς!
Ο Νασρεντßν πÞρε το μισü σακß, πÜνω απü διακüσια καρýδια, και τα Ýδωσε
στον πρþτο. Στο δεýτερο Ýδωσε μüνο δýο καρýδια. Στον τρßτο Ýδωσε εßκοσι.
Οι πιτσιρικÜδες Üρχισαν να φωνÜζουν.
- Τι κÜνεις εκεß πÝρα; Εμεßς θÝλουμε να πÜρει καθÝνας τα ßδια.
ΑλλÜ ο Νασρεντßν δεν καταλÜβαινε τßποτα.
- Μüνο οι αφελεßς πιστεýουν σε τÝτοιες ανοησßες. Ο Θεüς μοιρÜζει τα
πρÜγματα üπως εγþ σας μοιρÜζω τþρα τα καρýδια.

Ο Νασρεντßν εßχε χÜσει το κλειδß του σπιτιοý του. ΠÞγε κÜτω απü μια
κολüνα που Ýφεγγε Ýνας φανüς κι Ýψαχνε μÝσα στη νýχτα, κÜνοντας μεγÜλη
φασαρßα. Μαζεýτηκε κüσμος κι üλοι Þθελαν να τον βοηθÞσουν. ¢ρχισαν να
ψÜχνουν κι αυτοß μαζß του.
- Πες μου Χüτζα, τον ρþτησε στο τÝλος κÜποιος, εßσαι σßγουρος πως Ýχασες
το κλειδß εδþ, σ’ αυτü το μÝρος;
- ¼χι, απÜντησε ο Νασρεντßν, αλλÜ μüνο εδþ Ýχει φως. Εγþ θÝλω πÜντα να
βλÝπω τι κÜνω.

Μια φορÜ ο Νασρεντßν ανÝβηκε στον Üμβωνα να διδÜξει. Καθþς μιλοýσε, ρωτÜει:
- Ω πιστοß! Καταλαβαßνετε αυτÜ που σας λÝω;
- ¼χι! αποκρßθηκε ο κüσμος.
- Αφοý δεν καταλαβαßνετε, τüτε τι κÜθομαι και μιλÜω; απÜντησε ο
Νασρεντßν και κατÝβηκε απ’ τον Üμβωνα.
Μια Üλλη φορÜ που ανÝβηκε στον Üμβωνα, ενþ δßδασκε ξανÜκανε την ßδια
ερþτηση:
- Ω πιστοß! Καταλαβαßνετε αυτü που σας λÝω;
- Ναι, απÜντησαν αυτοß.
- Αφοý το καταλαβαßνετε, εßναι περιττü να σας το διδÜξω, εßπε
κατεβαßνοντας και πÜλι απ´ τον Üμβωνα.
Απüρησε τüτε ο κüσμος και αποφασßζει üταν πÜλι ανÝβει ο Νασρεντßν στον
Üμβωνα και ρωτÞσει, Üλλοι θα απαντÞσουν üτι το γνωρßζουν και Üλλοι üτι
δεν το γνþριζαν. ¸τσι, üταν ο Νασρεντßν κÜποια Üλλη μÝρα ανÝβηκε και
πÜλι στον Üμβωνα, Ýκανε την ßδια ερþτηση:
- Ω πιστοß! Καταλαβαßνετε αυτü που σας λÝω;
Οι ακροατÝς απÜντησαν Üλλοι üτι γνþριζαν και Üλλοι üτι δεν γνþριζαν. Ο
Νασρεντßν τüτε κατεβαßνει απ’ τον Üμβωνα και λÝει:
- Αυτοß που το κατÜλαβαν, ας διδÜξουν εκεßνους που το αγνοοýν!

Ο Νασρεντßν αποφÜσισε Ýνα ηλιüλουστο πρωινü να κÜνει Ýναν üμορφο
περßπατο κατÜ την θÜλασσα. Καθþς πλησßαζε στη προκυμαßα Üκουσε φωνÝς και
εßδε πολý κüσμο συγκεντρωμÝνο να χειρονομεß και να τρÝχει πÜνω κÜτω.
Πλησßασε πιο κοντÜ και εßδε Ýναν Üνθρωπο που εßχε πÝσει κατÜ λÜθος στο
νερü. ¼πως δεν Þξερε κολýμπι, κτυποýσε πανικüβλητος χÝρια και πüδια,
χανüταν μÝσα στο κýματα και üποτε κατüρθωνε να βγÜλει λßγο το κεφÜλι του
καλοýσε μισοπνιγμÝνος σε βοÞθεια.
Οι Üνθρωποι Ýσκυβαν üσο μποροýσαν πÜνω απü το νερü και του φþναζαν:
- Δþσε μας το χÝρι σου! Δþσε μας το χÝρι σου!
Τßποτα αυτüς! Σαν να Þταν κουφüς συνÝχιζε να χτυπιÝται. Οι Üνθρωποι üλο
και πλÞθαιναν γýρω του και του φþναζαν üλο και πιο δυνατÜ:
- Βρε Üνθρωπε, δεν ακοýς; Δþσε μας το χÝρι σου! Θα πνιγεßς!
Τßποτα αυτüς.
ΚÜποια στιγμÞ, μÝσα στο πανικü και την αγωνßα που επικρατοýσε, επειδÞ
κανεßς δεν Þθελε να πνιγεß ο Üνθρωπος αυτüς, αλλÜ και κανεßς δε μποροýσε
να κÜνει τßποτα περισσüτερο, κÜποιος πÞρε εßδηση τον Νασρεντßν που
παρακολουθοýσε ατÜραχος τη σκηνÞ.
Να ο Χüτζας, αναφþνησε το πλÞθος. ΚÜντε χþρο να κÜνει κÜτι. Σßγουρα θα
ξÝρει αυτüς τι να κÜνει, σαν Üνθρωπος του Θεοý που εßναι.
ΑμÝσως τüτε üλοι Ýκαναν χþρο και ο Νασρεντßν Ýσκυψε στο νερü και κÜτι
εßπε σιγανÜ στον μισοπνιγμÝνο. ΑμÝσως τüτε εκεßνος Ýδωσε το χÝρι του και
ο Νασρεντßν το Ýπιασε και τον Ýσυρε Ýξω.
Οι Üνθρωποι Ýμειναν τüτε με ανοιχτü το στüμα.
- Βρε, εßπαν! Βρε Χüτζα μας, καλÝ μας Χüτζα, τι του εßπες του ανθρþπου
και σου Ýδωσε το χÝρι σου; Εδþ τüση þρα εμεßς του φωνÜζουμε να μας δþσει
το χÝρι του και δε το Ýκανε. Τþρα γιατß Üκουσε εσÝνα και üχι εμÜς;
- Εγþ δε του εßπα να μου δþσει το χÝρι του, απÜντησε Þρεμα ο Χüτζας.
- Τι του εßπες λοιπüν, ρþτησαν οι Üνθρωποι περßεργοι.
- Εγþ του εßπα «πÜρε το χÝρι μου», εßπε ο Νασρεντßν.

Μια μÝρα, ο βασιλιÜς αποφÜσισε üλοι οι υπÞκοοß του να λÝνε την αλÞθεια.
ΣτÞθηκε μια κρεμÜλα Ýξω απü τις πýλες τις πüλεις και ανακοινþθηκε üτι
üποιος μπαßνει στην πüλη οφεßλει να απαντÞσει ειλικρινÜ σε μια ερþτηση
που θα του γßνει.
Ο Νασρεντßν Þταν πρþτος. Ο λοχαγüς της φρουρÜς τον ρþτησε:
- Που πας; Πες την αλÞθεια αλλιþς θα εκτελεστεßς.
- ΠÜω να πεθÜνω στην κρεμÜλα, εßπε ο Νασρεντßν.
- Δεν σε πιστεýω.
- Πολý καλÜ, αν σου εßπα ψÝματα να με κρεμÜσεις!
- Ναι, αλλÜ τüτε θα εßχες πει την αλÞθεια!
- Ακριβþς. Την δικÞ σου αλÞθεια.

Ο Νασρεντßν ερÝθιζε συνεχþς τους φßλους του με την αιþνια αισιοδοξßα
του. ¼σο Üσχημη κι αν Þταν μια κατÜσταση, εκεßνος Ýλεγε πÜντοτε:
- Θα μποροýσε να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο.
Για να τον θεραπεýσουν απü αυτÞ του την ενοχλητικÞ συνÞθεια, οι φßλοι
του αποφÜσισαν να του παρουσιÜσουν μια κατÜσταση τüσο μαýρη, τüσο
ζοφερÞ, που να μην μποροýσε ο Νασρεντßν να βρει καμßα ελπßδα σ’ αυτÞν.
Μια μÝρα, Ýνας απ’ αυτοýς τον πλησßασε στο καφενεßο και του εßπε:
- Νασρεντßν, Üκουσες τι συνÝβη στον Αλß; Χθες βρÜδυ, πÞγε στο σπßτι του,
βρÞκε τη γυναßκα του στο κρεβÜτι με Ýναν Üλλο Üντρα, τους σκüτωσε και
τους δýο κι ýστερα αυτοκτüνησε.
- Τρομερü, θα μποροýσε üμως να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο, εßπε ο Νασρεντßν.
- Τι στα κομμÜτια θα μποροýσε να εßχε συμβεß, που να Þταν χειρüτερο απ’
αυτü;
- Αν εßχε συμβεß προχθÝς, τþρα θα μποροýσα να εßμαι εγþ ο σκοτωμÝνος.

¸νας ξÝνος φÜνηκε στην πüλη, Ýδειξε Ýνα πουγκß και εßπε üτι εßναι γεμÜτο
διαμÜντια και θα τα δþσει σε üποιον του δþσει την ευτυχßα. Τον στÝλνουν
στον Νασραντßν Χüτζα.
Βρßσκει το Νασρεντßν αραχτü κÜτω απü Ýνα δÝντρο, να το Ýχει ρßξει στον ýπνο.
- ΑυτÜ τα διαμÜντια θα τα δþσω σ´ üποιον μου δþσει την ευτυχßα, του λÝει.
Ο Νασρεντßν σηκþνεται, ξεσκονßζεται, αρπÜζει το πουγκß και εξαφανßζεται!
Ο πλοýσιος ξεσÞκωσε üλο τον κüσμο για να βρει τον κλÝφτη Νασρεντßν.
Τßποτα. ΑπογοητευμÝνος, επιστρÝφει στο δÝντρο να πÜρει το Üλογο να φýγει.
Εκεß, βλÝπει το Νασρεντßν με προσκÝφαλο την ßδια πÝτρα να βρßσκεται στο
επüμενο ημßχρονο του μεσημεριοý. ΟρμÜει πÜνω του, αλλÜ αυτüς βγÜζει το
πουγκß και του το δßνει πßσω, λÝγοντας:
- Ορßστε, η ευτυχßα σου!

Ο Νασρεντßν βρÝθηκε κÜποτε σε μια γειτονικÞ πüλη στην οποßα κανεßς δεν
τον γνþριζε.
Αφοý τÝλειωσε τις δουλειÝς του, πριν πÜρει τη στρÜτα του γυρισμοý
σκÝφτηκε να πÜει να κÜνει Ýνα λουτρü στο χαμÜμ της πüλης το οποßο Þταν
ονομαστü.
Καθ’ ü,τι φτωχικÜ ντυμÝνος, οι υπÜλληλοι δεν τον περιποιÞθηκαν. Δεν τον
βοÞθησαν να γδυθεß και να ντυθεß, του Ýδωσαν μια Üπλυτη πετσÝτα και Ýνα
απλü σαπουνÜκι και κανεßς δε φρüντισε να τον τρßψει.
¼ταν ο Νασρεντßν τελεßωσε Ýδωσε στους υπαλλÞλους απü Ýνα χρυσü νüμισμα.
Οι υπÜλληλοι τα ‘χασαν και μετÜνιωσαν για την επιπολαιüτητÜ τους να
παρασυρθοýν απü την εξωτερικÞ εμφÜνιση και να μην περιποιηθοýν τον
πελÜτη τους üπως του Ýπρεπε.
ΜετÜ απü μια εβδομÜδα ο Νασρεντßν ξαναβρÝθηκε στην ßδια πüλη και αφοý
ξεμπÝρδεψε τις δουλειÝς του ξαναπÞγε στο χαμÜμ, πÜντα το ßδιο φτωχικÜ
ντυμÝνος.
Οι υπÜλληλοι τον περιποιÞθηκαν αρχοντικÜ. Τον βοÞθησαν να γδυθεß και να
ντυθεß, του Ýδωσαν μια πεντακÜθαρη μεταξωτÞ πετσÝτα, του πÞγαν χßλιων
λογιþν αρωματισμÝνα σαποýνια, τον Üλειψαν με χßλια μυρωδικÜ και τον
Ýτριψαν καλÜ. Και üταν ο Νασρεντßν Þταν Ýτοιμος να φýγει Ýτειναν
χαμογελαστοß τις παλÜμες τους λαχταρþντας Ýνα ακüμη χρυσü νüμισμα. Ο
Νασρεντßν üμως τους Ýδωσε απü Ýνα χÜλκινο πιÜστρο.
ΒλÝποντας την Ýκπληξη ζωγραφισμÝνη στα μÜτια τους, ο Νασρεντßν τους λÝει:
- Για τη σημερινÞ περιποßηση σας πλÞρωσα την προηγοýμενη εβδομÜδα. Τþρα
σας πληρþνω για την προηγοýμενη περιποßηση.

Ο Νασρεντßν εßχε στÞσει Ýναν πρüχειρο πÜγκο με μια επιγραφÞ που Ýγραφε:
«Δßνω απαντÞσεις για 2 οποιεσδÞποτε ερωτÞσεις, μüνο για 100 ασημÝνια
νομßσματα».
¸νας Üντρας που Þθελε να κÜνει ερωτÞσεις, πÞγε τüτε στον πÜγκο και του
Ýδωσε τα 100 ασημÝνια νομßσματα, λÝγοντας:
- 100 ασημÝνια νομßσματα, για 2 μüνο ερωτÞσεις, εßναι λßγο ακριβÜ, δεν
νομßζεις;
Και η απÜντηση του Νασρεντßν:
- Εßναι. Η επüμενη ερþτηση παρακαλþ;

Σε μια συνÜντηση ρþτησε κÜποιος τον Νασρεντßν:
- Πüσων χρονþν εßσαι Χüτζα;
- ΠενÞντα, απÜντησε εκεßνος.
- Το ßδιο μου εßπες και πριν δυο χρüνια που συναντηθÞκαμε και σε ξαναρþτησα.
- Ναι, εßμαι πÜντα σταθερüς στις απüψεις μου.

****
Ο Νασρεντßν ερÝθιζε συνεχþς τους φßλους του με την αιþνια αισιοδοξßα του. ¼σο Üσχημη κι αν Þταν μια κατÜσταση, εκεßνος Ýλεγε πÜντοτε:
- Θα μποροýσε να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο.
Για να τον θεραπεýσουν απü αυτÞ του την ενοχλητικÞ συνÞθεια, οι φßλοι του αποφÜσισαν να του παρουσιÜσουν μια κατÜσταση τüσο μαýρη, τüσο ζοφερÞ, που να μην μποροýσε ο Νασρεντßν να βρει καμßα ελπßδα σ' αυτÞν.
Μια μÝρα, Ýνας απ' αυτοýς τον πλησßασε στο καφενεßο και του εßπε:
- Νασρεντßν, Üκουσες τι συνÝβη στον Αλß; Χθες βρÜδυ, πÞγε στο σπßτι του, βρÞκε τη γυναßκα του στο κρεβÜτι με Ýναν Üλλο Üντρα, τους σκüτωσε και τους δýο κι ýστερα αυτοκτüνησε.
- Τρομερü, θα μποροýσε üμως να εßχε συμβεß κÜτι χειρüτερο, εßπε ο Νασρεντßν.
- Τι στα κομμÜτια θα μποροýσε να εßχε συμβεß, που να Þταν χειρüτερο απ' αυτü;
- Αν εßχε συμβεß προχθÝς, τþρα θα μποροýσα να εßμαι εγþ ο σκοτωμÝνος.

****
Ο Νασρεντßν αποφÜσισε Ýνα ηλιüλουστο πρωινü να κÜνει Ýναν üμορφο περßπατο κατÜ την θÜλασσα. Καθþς πλησßαζε στη προκυμαßα Üκουσε φωνÝς και εßδε πολý κüσμο συγκεντρωμÝνο να χειρονομεß και να τρÝχει πÜνω κÜτω. Πλησßασε πιο κοντÜ και εßδε Ýναν Üνθρωπο που εßχε πÝσει κατÜ λÜθος στο νερü. ¼πως δεν Þξερε κολýμπι, κτυποýσε πανικüβλητος χÝρια και πüδια, χανüταν μÝσα στο κýματα και üποτε κατüρθωνε να βγÜλει λßγο το κεφÜλι του καλοýσε μισοπνιγμÝνος σε βοÞθεια.
Οι Üνθρωποι Ýσκυβαν üσο μποροýσαν πÜνω απü το νερü και του φþναζαν:
- Δþσε μας το χÝρι σου! Δþσε μας το χÝρι σου!
Τßποτα αυτüς! Σαν να Þταν κουφüς συνÝχιζε να χτυπιÝται. Οι Üνθρωποι üλο και πλÞθαιναν γýρω του και του φþναζαν üλο και πιο δυνατÜ:
- Βρε Üνθρωπε, δεν ακοýς; Δþσε μας το χÝρι σου! Θα πνιγεßς! Τßποτα αυτüς.
ΚÜποια στιγμÞ, μÝσα στο πανικü και την αγωνßα που επικρατοýσε, επειδÞ κανεßς δεν Þθελε να πνιγεß ο Üνθρωπος αυτüς, αλλÜ και κανεßς δε μποροýσε να κÜνει τßποτα περισσüτερο, κÜποιος πÞρε εßδηση τον Νασρεντßν που παρακολουθοýσε ατÜραχος τη σκηνÞ.
Να ο Χüτζας, αναφþνησε το πλÞθος. ΚÜντε χþρο να κÜνει κÜτι. Σßγουρα θα ξÝρει αυτüς τι να κÜνει, σαν Üνθρωπος του Θεοý που εßναι.
ΑμÝσως τüτε üλοι Ýκαναν χþρο και ο Νασρεντßν Ýσκυψε στο νερü και κÜτι εßπε σιγανÜ στον μισοπνιγμÝνο. ΑμÝσως τüτε εκεßνος Ýδωσε το χÝρι του και ο Νασρεντßν το Ýπιασε και τον Ýσυρε Ýξω.
Οι Üνθρωποι Ýμειναν τüτε με ανοιχτü το στüμα.
- Βρε, εßπαν! Βρε Χüτζα μας, καλÝ μας Χüτζα, τι του εßπες του ανθρþπου και σου Ýδωσε το χÝρι σου; Εδþ τüση þρα εμεßς του φωνÜζουμε να μας δþσει το χÝρι του και δε το Ýκανε. Τþρα γιατß Üκουσε εσÝνα και üχι εμÜς;
- Εγþ δε του εßπα να μου δþσει το χÝρι του, απÜντησε Þρεμα ο Χüτζας.
- Τι του εßπες λοιπüν, ρþτησαν οι Üνθρωποι περßεργοι.
- Εγþ του εßπα «πÜρε το χÝρι μου», εßπε ο Νασρεντßν.

****
Ο Νασρεντßν εßχε χÜσει το κλειδß του σπιτιοý του. ΠÞγε κÜτω απü μια κολüνα που Ýφεγγε Ýνας φανüς κι Ýψαχνε μÝσα στη νýχτα, κÜνοντας μεγÜλη φασαρßα. Μαζεýτηκε κüσμος κι üλοι Þθελαν να τον βοηθÞσουν. ¢ρχισαν να ψÜχνουν κι αυτοß μαζß του.
- Πες μου Χüτζα, τον ρþτησε στο τÝλος κÜποιος, εßσαι σßγουρος πως Ýχασες το κλειδß εδþ, σ' αυτü το μÝρος;
- ¼χι, απÜντησε ο Νασρεντßν, αλλÜ μüνο εδþ Ýχει φως. Εγþ θÝλω πÜντα να βλÝπω τι κÜνω.

****
ΒρÞκαν τον Χüτζα στην κοινοτικÞ σιταποθÞκη να χýνει στÜρι απü τα πιθÜρια των γειτüνων του στο δικü του και τον πÞγαν στα δικαστÞρια.
- Εßμαι ανüητος, δεν ξεχωρßζω το στÜρι τους απü το δικü μου, ισχυρßστηκε.
- Τüτε γιατß δεν Ýχυσες καθüλου στÜρι απü τα δικÜ σου πιθÜρια στα δικÜ τους; απÜντησε ο δικαστÞς.
- Α! Μα ξεχωρßζω το στÜρι μου απü το δικü τους, δεν εßμαι και τüσο ανüητος!

Μια μÝρα ο Νασρεντßν πÞγε σε τραπÝζι γÜμου. ΕπειδÞ τα φορÝματα του Þταν παλιÜ, δεν τον περιποιÞθηκαν. Ο Νασρεντßν τüτε πηγαßνοντας στο σπßτι του και φορþντας μια γοýνα του, επιστρÝφει.
Ο νοικοκýρης προûπÜντησε τον Χüτζα με πολλÝς φιλοφρονÞσεις και τον βÜζει στην τιμητικÞ θÝση του τραπεζιοý λÝγοντας:
- Ορßστε, ορßστε, Χüτζα μου.
Και ο Νασρεντßν, πιÜνοντας το μανßκι της γοýνας, της λÝει:
- Ορßστε, γοýνα μου, ορßστε.
Οι παρευρισκüμενοι τüτε τον ρþτησαν:
- Τι κÜνεις εκεß;
Και ο Νασρεντßν απαντÜ:
- Αφοý üλες οι φιλοφρονÞσεις γßνονται για την γοýνα, αυτÞ ας καθßσει και ας φÜει.

Ο Νασρεντßν μια μÝρα αγüρασε συκþτι και ενþ πÞγαινε σπßτι του, τον συναντÜ κÜποιος φßλος του και τον ρωτÜν πως θα το ψÞσει.
Ο Νασρεντßν εßπε üτι θα το ψÞσει üπως συνÞθως üλος ο κüσμος το ψÞνει.
- Α! ¼χι, του λÝει φßλος του. ΥπÜρχει και Ýνα Üλλος τρüπος να το ψÞσεις και τüτε να δεις τι νüστιμο που θα γßνει.
Τüτε ο Νασρεντßν εßπε:
- ΕπειδÞ δεν μπορþ να κρατÞσω στη μνÞμη μου αυτü τον τρüπο, σε παρακαλþ να τον γρÜψεις σε Ýνα χαρτß, και διαβÜζοντας, να το ψÞσω.
Ο Νασρεντßν με εκεßνη την üρεξη, ενþ Ýτρεχε στο σπßτι του, Ýνα γερÜκι αρπÜζει το συκþτι απü τα χÝρια του και πετÜει ψιλÜ. Χωρßς να στενοχωρηθεß, δεßχνοντας στο γερÜκι την συνταγÞ του φßλου του εßπε:
- ¢δικα κοπιÜζεις, δεν θα καταλÜβεις τßποτα απü το φαγητü. Μου πÞρες το συκþτι αλλÜ üχι και την συνταγÞ!

Ο Νασρεντßν ξεκουραζüταν κÜτω απü μια καρυδιÜ. ΜπροστÜ του Þταν Ýνα μποστÜνι με καρποýζια. Κοßταζε ο Νασρεντßν τις καρπουζιÝς με τα λεπτÜ βλαστÜρια και τα πελþρια καρποýζια, κοßταζε και την καρυδιÜ με τον χοντρü κορμü και τα μικρÜ καρýδια και μονολογοýσε:
- Αχ, ΑλλÜχ, πþς τα 'φτιαξες Ýτσι τα πρÜγματα; ΑνÜποδα τα 'φτιαξες. ¸να τüσο δα βλασταρÜκι δßνει καρπü που δεν χωρÜ στην αγκαλιÜ και Ýνα τüσο χοντρü δÝντρο φτιÜχνει κÜτι καρυδÜκια μια σταλιÜ. Αν αυτü δεν εßναι ανÜποδο, τüτε τι εßναι;
Δεν προλαβαßνει να αποσþσει την κουβÝντα του και Ýνα καρýδι πÝφτει απü ψηλÜ στο κεφÜλι του.
- Ωχ! κÜνει ο Χüτζας και πετÜγεται üρθιος.
Τρßβει το κεφÜλι του, κοιτÜζει το καρýδι που εßχε πÝσει χÜμω, κοιτÜζει και τα καρποýζια λßγο παρακÜτω και λÝει:
- Δüξα να 'χει ο ΑλλÜχ! ¹ξερε αυτüς τι Ýκανε. Για φαντÜσου να Ýσκαγε το καρποýζι στο κεφÜλι μου!

****
¸δωσε κÜποιος Ýνα πουκÜμισο στον Χüτζα να το πουλÞσει στην αγορÜ. Τοýτο üμως Þταν κλεμμÝνο και το γνþριζε ο Νασρεντßν.
Εκεß στην αγορÜ και μÝσα στο πλÞθος κÜποιος Ýκλεψε το πουκÜμισο απü τον Χüτζα. ¼ταν επÝστρεφε, τον ρþτησε εκεßνος ο οποßος του εßχε δþσει το πουκÜμισο πüσο το ποýλησε. Αυτüς απÜντησε:
- ΜεγÜλη απραξßα υπÜρχει σÞμερα στην αγορÜ και γι´ αυτü το ποýλησα üσο Þταν η αξßα του, δηλαδÞ üσο το αγüρασες.

¸νας φßλος του Χüτζα ζÞτησε δανεικÜ μερικÜ χρÞματα και λßγη προθεσμßα.
Και η απÜντηση του Χüτζα:
- ΧρÞματα δεν μπορþ να σου δþσω, αλλÜ επειδÞ εßσαι φßλος μου, προθεσμßα σου δßνω üσο θÝλεις.

Ρþτησαν κÜποτε τον Χüτζα:
- ¼ταν γßνεται νÝο φεγγÜρι, τι το κÜνουν το παλιü;
Κι απαντÜ ο Νασρεντßν:
- Το σπÜζουν σε μικρÜ τεμÜχια, και το κÜνουν Üστρα.

****
ΡωτÜ κÜποιος τον Νασρεντßν:
- ΠοιÜ εßναι η Ýννοια του πεπρωμÝνου, Χüτζα μου;
- Εικασßες.
- Πως αυτü;
- ΥποθÝτετε πως τα πρÜγματα πρüκειται να πÜνε καλÜ και δεν πηγαßνουν. Αυτü το λÝτε κακÞ τýχη. ΥποθÝτετε üτι τα πρÜγματα πρüκειται να πÜνε Üσχημα και δεν πηγαßνουν. Αυτü το λÝτε καλÞ τýχη. ΥποθÝτετε üτι κÜποια συγκεκριμÝνα πρÜγματα πρüκειται να συμβοýν Þ να μην συμβοýν. Και σας λεßπει τüσο η διαßσθηση þστε να μην γνωρßζετε τι πρüκειται να συμβεß. ΥποθÝτετε πως το μÝλλον εßναι Üγνωστο. ¼ταν αιφνιδιÜζεστε αυτü το ονομÜζετε «ΠεπρωμÝνο».

¸νας γεßτονας Þθελε να δανειστεß το σχοινß του απλþματος των ροýχων.
- ΛυπÜμαι, εßπε ο Νασρεντßν, αλλÜ το χρησιμοποιþ. Στεγνþνω το αλεýρι.
- Για το Θεü, πως μπορεßς να στεγνþσεις αλεýρι πÜνω στο σχοινß του απλþματος;
- Εßναι λιγüτερο δýσκολο απ' üτι νομßζεις αν δε θες να το δανεßσεις...

****
Ο Νασρεντßν Ýστειλε Ýνα παιδß να φÝρει νερü απü την πηγÞ.
- Πρüσεξε να μην σπÜσεις το σταμνß! του φþναξε και Ýδωσε Ýνα σκαμπßλι στο παιδß.
¸νας περαστικüς ρþτησε τον Νασρεντßν γιατß χτýπησε κÜποιον που δεν Ýχει κÜνει τßποτα.
- Μα ÜνθρωπÝ μου, εßπε ο Νασρεντßν, θα Þταν ανþφελο να τιμωρÞσω το παιδß üταν θα εßχε πια σπÜσει το σταμνß, Ýτσι δεν εßναι;

Ο Νασρεντßν Ýχασε τον γÜιδαρü του και οι συχωριανοß του προσπαθοýν να τον παρηγορÞσουν.
- Μπορεß να Ýχασες τον γÜιδαρü σου, Νασρεντßν, αλλÜ δεν χρειÜζεται να στεναχωριÝσαι περισσüτερο απ' üσο üταν Ýχασες την πρþτη σου γυναßκα.
- Αν θυμÜστε, üταν Ýχασα την πρþτη μου γυναßκα, üλοι οι συγχωριανοß εßπατε: Θα σου βροýμε κÜποια Üλλη. ΜÝχρι τþρα üμως, κανÝνας δεν προσφÝρθηκε να αντικαταστÞσει τον γÜιδαρü μου!

Μια μÝρα, εκεß που περπατοýσε ο Νασρεντßν σ’ Ýνα στενü, Ýνας μÜστορας που Ýφτιαχνε τα κεραμßδια σε μια στÝγη, γλßστρησε κι Þρθε και…«προσγειþθηκε» πÜνω στο Χüτζα! Ο μÜστορας δεν Ýπαθε τßποτα, αλλÜ ο Νασρεντßν μεταφÝρθηκε στο νοσοκομεßο με σπασμÝνο σβÝρκο!
- Και τι δßδαγμα βγÜζεις απ’ αυτü που σου συνÝβη; τον ρþτησε Ýνας φßλος του που πÞγε να τον δει, κι ο Χüτζας του απÜντησε:
- Να μην το βÜζεις κÜτω πιστεýοντας στο αναπüφευκτο, ακüμα κι üταν μια αιτßα κÜνει το αποτÝλεσμα να μοιÜζει αναπüφευκτο. ΑπÝφευγε θεωρητικÝς υποθÝσεις, üπως, «üταν Ýνας Üνθρωπος πÝσει απü μßα στÝγη, αναπüφευκτα θα σπÜσει τον σβÝρκο του», γιατß üπως Ýδειξε αυτü που μου συνÝβη, ο μÜστορας Ýπεσε απü τη στÝγη, αλλÜ το δικü μου σβÝρκο Ýσπασε.

Μια καλοκαιριÜτικη μÝρα ο Νασρεντßν φüρτωσε το γαúδοýρι του με διÜφορες πραμÜτειες και ξεκßνησε πρωß πρωß απü το χωριü του για να της πÜει στην πüλη που εßχε παζÜρι και να τις πουλÞσει. Στα μισÜ του δρüμου πεßνασε και σκÝφτηκε να φÜει το μισü απü το καρποýζι που εßχε πÜρει μαζß του για þρα ανÜγκης. ΣταμÜτησε κÜτω απü Ýνα μεγÜλο δÝντρο, χþρισε με το μαχαßρι του το καρποýζι στα δýο κι ýστερα Ýκοψε την πρþτη φÝτα. Την πιÜνει με τα δυο του χÝρια, της δßνει μια μεγÜλη βαθιÜ δαγκωνιÜ και: «φτου..», Ýκανε με αηδßα κι Ýφτυσε το καρποýζι στο χþμα, γιατß Þταν τελεßως Üγλυκο σαν αγγοýρι! ¾στερα πÞρε üλο το καρποýζι και με φοβερü θυμü το σÞκωσε ψηλÜ και το πÝταξε σε μια πÝτρα, κÜνοντÜς το κομμÜτια που σκüρπισαν γýρω απü την πÝτρα. Και σαν μην Ýφτανε αυτü, πÞγε πÜνω απü τα κομμÜτια του καρπουζιοý και τα κατοýρησε. ¸τσι, αφοý ξεθýμανε, καβÜλησε το γαúδοýρι του και πÞγε στο παζÜρι, στην πüλη. Η μÝρα του πÞγε πολý καλÜ αφοý ποýλησε üλη του την πραμÜτεια και κατÜ το μεσημερÜκι καβÜλησε το γαúδοýρι του και πÞρε το δρüμο του γυρισμοý. Την þρα του καταμεσÞμερου κι ενþ ο καλοκαιριÜτικος Þλιος Ýκαιγε βασανιστικÜ, βρÝθηκε να περνÜει δßπλα απü το δÝντρο üπου το πρωß εßχε κομματιÜσει το Üνοστο καρποýζι. ¸νοιωθε τρομερÞ δßψα. ΣταμÜτησε το γαúδοýρι δßπλα στο δÝντρο, και κοßταξε το κομματισμÝνο καρποýζι που Þταν ακüμα εκεß κÜτω απü τη σκιÜ του. ΞεκαβÜλησε και πλησßασε τα κομμÜτια του καρπουζιοý. ΓονÜτισε, διÜλεξε Ýνα κομμÜτι καρπουζιοý που Þταν κÜπως μακριÜ απü την πÝτρα και στριφογυρßζοντας το στο χÝρι του ψιθýρισε, «αυτü δεν το Ýχω κατουρÞσει» και το Ýφαγε. ¾στερα βρÞκε Ýνα Üλλο, «οýτε κι αυτü το Ýχω κατουρÞσει» εßπε και το Ýφαγε. ¾στερα πÞρε Üλλο Ýνα, Ýπειτα κι Üλλο Ýνα και ψιθυρßζοντας πÜντα, «αυτü δεν το Ýχω κατουρÞσει», Ýφαγε üλο το κομματιασμÝνο και κατουρημÝνο καρποýζι, και ξεδιψασμÝνος ανÝβηκε στο γαúδοýρι του και γýρισε ευχαριστημÝνος στο χωριü του.

Μια μÝρα ο Νασρεντßν, Ýπιασε με τις ξüβεργÝς που εßχε βÜλει στο φρÜχτη του Ýνα καλοθρεμμÝνο σπουργßτι και σκεφτüταν πþς θα το μαγειρÝψει για να το φÜει. ¼μως το σπουργßτι τοý μßλησε με ανθρþπινη φωνÞ και του εßπε:
- Οýτε καν να το σκεφτεßς να με φας!
Ο Νασρεντßν τα 'χασε που Ýνα σπουργßτι μποροýσε να μιλÜει και του το εßπε.
- Δεν εßμαι απλü σπουργßτι, του εßπε τüτε εκεßνο. Εßμαι δÜσκαλος, Χüτζας δηλαδÞ, ανÜμεσα στα πουλιÜ κι αν με αφÞσεις ελεýθερο θα σου δþσω τρεις πολýτιμες συμβουλÝς.
Ο Νασρεντßν σκÝφτηκε üτι δεν συναντÜ κανεßς πουλιÜ που μποροýν να μιλÜνε κÜθε μÝρα με ανθρþπινη φωνÞ και üτι σßγουρα αυτü το σπουργßτι θα πρÝπει να ξÝρει πολλÜ. Κι Ýτσι, του υποσχÝθηκε να το αφÞσει ελεýθερο αν του δþσει τις τρεις συμβουλÝς που του υποσχÝθηκε.
- ΕντÜξει, εßπε το σπουργßτι. Πρþτη συμβουλÞ: Μην πιστεýεις ποτÝ τις ανοησßες που σου λÝει οποιοσδÞποτε, ακüμη κι αν Ýχει φÞμη, κýρος, δýναμη, πλοýτη Þ εξουσßα. Αν κÜποιος, λοιπüν, σου πει μια ανοησßα, μην τον πιστÝψεις.
- Σýμφωνοι, εßπε ο Νασρεντßν και το σπουργßτι συνÝχισε:
- Δεýτερη συμβουλÞ: ¼,τι κι αν κÜνεις, ποτÝ μην προσπαθÞσεις να κÜνεις κÜτι αδýνατο για σÝνα, γιατß θα αποτýχεις. Να Ýχεις πÜντα επßγνωση μÝχρι ποý μπορεßς να φτÜσεις.
- Πολý ωραßα, εßπε ο Νασρεντßν και το σπουργßτι συνÝχισε:
- Τρßτη συμβουλÞ: Αν κÜνεις κÜτι που εßναι σωστü, μην το μετανιþσεις ποτÝ.
Κι Ýτσι ο Νασρεντßν Üφησε το σπουργßτι χαροýμενος, επειδÞ σκεφτüταν üτι αυτÝς Þταν πρÜγματι τρεις σοφÝς συμβουλÝς και üτι θα μποροýσε να τις πει στους μαθητÝς του. ΑποφÜσισε, μÜλιστα, να τις γρÜψει και στον τοßχο του σπιτιοý του για να τις θυμÜται πÜντα. ¼μως το σπουργßτι πÞγε και κÜθισε ψηλÜ στο κλαδß ενüς δÝντρου πÜνω απü τον Χüτζα και Üρχισε να γελÜει κοροúδευτικÜ.
- Τι συμβαßνει; το ρþτησε ο Νασρεντßν.
- ¸χω μÝσα στο στομÜχι μου Ýνα πολýτιμο διαμÜντι. Αν με εßχες σκοτþσει για να με φας, τþρα το διαμÜντι θα Þταν δικü σου! Χα, χα, χα!
Ο Νασρεντßν θýμωσε πολý και μετÜνιωσε που Üφησε το σπουργßτι να του φýγει. ΑμÝσως Üρχισε να σκαρφαλþσει στο δÝντρο για να το πιÜσει. ¹ταν üμως πια γÝρος και το σπουργßτι Þταν πολý γρÞγορο. ΚÜθε φορÜ που το πλησßαζε εκεßνο πÝταγε üλο και πιο ψηλÜ. Στο τÝλος, Ýφτασαν και οι δýο στην κορυφÞ του δÝντρου, οπüτε το σπουργßτι πÝταξε μακριÜ και ο Νασρεντßν κατÜκοπος, δεν μπüρεσε να κρατηθεß γερÜ κι Ýπεσε κÜτω και τσακßστηκε. Ενþ βογκοýσε απü τους πüνους στο Ýδαφος, τον πλησßασε το σπουργßτι και πετþντας πÜνω απü το κεφÜλι του, του εßπε:
- Γιατß πßστεψες την ανοησßα που σου εßπα, üτι Ýχω Ýνα διαμÜντι στο στομÜχι μου; Και δεν Ýφτανε αυτü, αλλÜ μετÜνιωσες που με Üφησες ελεýθερο, ενþ εßχες κÜνει κÜτι σωστü. Και τÝλος προσπÜθησες να κÜνεις κÜτι αδýνατο για σÝνα: ΓÝρος Üνθρωπος να σκαρφαλþσεις στο δÝντρο. Πριν περÜσει λßγη þρα απü τη στιγμÞ που στις εßπα, δεν ακολοýθησες καμßα απü τις τρεις συμβουλÝς μου.
- Μμμμ... βüγκηξε ο Νασρεντßν, καθþς το σοφü σπουργßτι πÝταξε μακριÜ.

ΑργÜ Ýνα μεσημÝρι, τρομερÜ πεινασμÝνος ο Νασρεντßν, πÜει σ’ Ýνα εστιατüριο, παραγγÝλνει το φαγητü και μüλις του το φÝρνουνε αρχßζει να τρþει λαßμαργα και με τα δυο του χÝρια, χωρßς να χρησιμοποιεß πιροýνι και μαχαßρι.
¸νας γνωστüς του που καθüταν στο διπλανü τραπÝζι, τον ρωτÜει:
- Γιατß τρως με τα δυο σου χÝρια Χüτζα μου;
- Γιατß δεν Ýχω τρßα, απαντÜει εκεßνος.

ΡωτÜει κÜποιος τον Νασρεντßν:
- Γιατß Χüτζα μου, σε κÜθε ερþτηση που σου κÜνουν, απαντÜς με μια Üλλη ερþτηση;
- ¸τσι κÜνω;

****
ΚÜποτε κÜλεσε τον Χüτζα -μαζß με Üλλους αξιωματοýχους- Ýνας πÜμπλουτος ¢γγλος γαιοκτÞμονας, στο εξοχικü του, σε Ýνα τερÜστιο αγρüκτημα.
¼ταν üλοι οι καλεσμÝνοι μαζεýτηκαν στον κÞπο κι Ýπιναν το αναψυκτικü τους, Þρθε η þρα της ιππασßας και ο οικοδεσπüτης διÝταξε κι Ýφεραν κÜμποσα Üλογα μπροστÜ στους φιλοξενοýμενους þστε ο καθÝνας να διαλÝξει üποιο Þθελε. Τα Üλογα μπÞκαν στη σειρÜ κι Üρχισαν να παρελαýνουν μπροστÜ στους καλεσμÝνους, ενþ ο σταβλÜρχης του οικοδεσπüτη ανÜγγελλε τα Üλογα Ýνα Ýνα:
- Σ’ αυτü το Üλογο Ýχει ανÝβει ο πρßγκιπας τÜδε, μ’ αυτü το Üλογο Ýχει κÜνει ιππασßα η κüμισσα δεßνα, αυτü το Üλογο εßχε στην πλÜτη του τον δοýκα του ΜπλÜνκσαúρ… και λοιπÜ.
Ο Νασρεντßν, üμως, που δεν «μÜσαγε» απü τÝτοια, εßπε με Ýνα αυστηρü και απαιτητικü ýφος:
- ΦÝρτε μου, παρακαλþ, Ýνα Üλογο που να μην το Ýχει καβαλÞσει ποτÝ κανÝνας.

ΚÜποτε, ο Νασρεντßν σταμÜτησε περνþντας απü μια πλατεßα üπου εßχε μαζευτεß κüσμος κι Üκουγε Ýνα σοφü δÜσκαλο που Ýκανε κÞρυγμα.
- Τι εßναι η ζωÞ και τι εßναι ο θÜνατος; Απü ποý ερχüμαστε και ποý πηγαßνουμε, βροντοφþναξε ο δÜσκαλος.
- Δεν ξÝρω, απÜντησε αυθüρμητα ο Νασρεντßν, αλλÜ θα πρÝπει και το «Ýλα» και το «πÞγαινε» να εßναι πολý τρομερü.
- Γιατß το λες αυτü, Χüτζα; τον ρþτησε ο πλαúνüς του.
- ΕπειδÞ με την απλÞ παρατÞρηση, Ýχω δει üτι ερχüμαστε στη ζωÞ με το ζüρι και κλαßγοντας, και üτι üταν φεýγουμε απü τη ζωÞ το κÜνουμε επßσης με το ζüρι και κλαßγοντας.

Μια φορÜ, Ýνας συγγενÞς του Νασρεντßν που εßχε πÜει κυνÞγι, Þρθε το βρÜδυ για να τον δει Χüτζα και του Ýφερε ως δþρο μια μικρÞ πÜπια. Χαροýμενος ο Νασρεντßν Ýβαλε να μαγειρÝψει αμÝσως μια υπÝροχη σοýπα πÜπιας και κρÜτησε και τον επισκÝπτη του να φÜει μαζß τους. Σε λßγο, üμως, η μυρωδιÜ που Ýβγαινε απü το σπßτι, Ýφερε κι Üλλο επισκÝπτη που εßπε üτι εßναι φßλος του συγγενÞ του που Ýφερε την πÜπια και κÜθισε στο τραπÝζι. Τι να κÜνει ο Νασρεντßν, αραßωσε λßγο τη σοýπα για να φτÜσει και του Ýβαλε κι εκεßνου Ýνα πιÜτο. ΜετÜ απü λßγο Þρθε κι Üλλος Ýνας που εßπε üτι εßναι φßλος του φßλου του συγγενÞ που Ýφερε την πÜπια και κÜθισε κι αυτüς στο τραπÝζι και σερβιρßστηκε κι αυτüς σοýπα, αφοý ο Νασρεντßν την αραßωσε και πÜλι. Στο τÝλος, αφοý Þρθαν κι Üλλοι, και κÜθε φορÜ αραßωνε τη σοýπα ο Νασρεντßν, Üρχισε πια να εκνευρßζεται üταν Þρθε κι Üλλος Ýνας που εßπε:
- Εßμαι ο φßλος, του φßλου, που Ýχει φßλο τον φßλο τοý συγγενÞ σου που Ýφερε την πÜπια και κÜθισε κι αυτüς στο τραπÝζι για φαγητü.
ΚÜθισε üπως κι οι υπüλοιποι περιμÝνοντας τη σοýπα του, κι ο Νασρεντßν του Ýφερε σε λßγο Ýνα πιÜτο με ζεστü νερü.
- Τι εßναι αυτü, ρþτησε ο τελευταßος επισκÝπτης.
Κι ο Νασρεντßν του απÜντησε:
- Εßναι η σοýπα της σοýπας, απü τη σοýπα της σοýπας απü την πÜπια, που Ýφερε ο συγγενÞς μου.

Μια μÝρα ο Νασρεντßν, που εßχε ξεμεßνει εντελþς απü λεφτÜ, αποφÜσισε να πÜει στον πιο πλοýσιο του χωριοý του και να του ζητÞσει δανεικÜ. Μια και δυο πÜει στο σπßτι του πλοýσιου και μüλις κÜθονται στο σαλüνι του λÝει χωρßς περιστροφÝς:
- Μου δßνεις μερικÜ χρÞματα που χρειÜζομαι;
- Τι τα χρειÜζεσαι; τον ρωτÜει ο πλοýσιος.
- Για να αγορÜσω Ýναν ελÝφαντα, απαντÜει ο Νασρεντßν.
- Αν δεν Ýχεις χρÞματα, δεν θα μπορÝσεις μετÜ να συντηρÞσεις κοτζÜμ ελÝφαντα, του εßπε σοβαρÜ ο πλοýσιος, κι ο Νασρεντßν του απÜντησε αμÝσως εξßσου σοβαρÜ και κοφτÜ:
- Εγþ Þρθα εδþ για να σου ζητÞσω λεφτÜ, üχι συμβουλÝς!

****
¸νας θεοφοβοýμενος γεßτονας του Νασρεντßν, κÜθε τüσο και με κÜθε ευκαιρßα, Ýστρεφε τας μÜτια του στον ουρανü κι Ýλεγε μ’ Ýνα γλυκανÜλατο ýφος:
- Ας γßνει το θÝλημα του Θεοý.
¿σπου μια μÝρα ο Νασρεντßν, δεν Üντεξε και του λÝει:
- Το θÝλημα του Θεοý γßνεται Ýτσι κι αλλιþς πÜντα, οπüτε τσÜμπα το λες και το ξαναλÝς.
- Και πþς εßσαι τüσο σßγουρος γι’ αυτü Χüτζα μου; ρωτÜει ο γεßτονας, πþς μπορεßς να τ’ αποδεßξεις;
- Πολý απλü, απαντÜει ο Νασρεντßν: Αν δεν γινüταν πÜντα το δικü του θÝλημα, δεν θα εßχε γßνει τüσο χρüνια, κÜποτε και το δικü μου;

ΚÜποτε επισκÝφτηκαν τον Νασρεντßν μερικοß μαθητÝς του και του ζÞτησαν να τους μιλÞσει για üποιο φιλοσοφικü θÝμα Þθελε εκεßνος.
- Βεβαßως, απÜντησε πρüθυμα αυτüς. Ας πÜμε στην αßθουσα διαλÝξεων του δημαρχεßου.
ΕπειδÞ, üμως, Þταν κÜπως μακριÜ, ο Νασρεντßν σαμÜρωσε το γÜιδαρü του και ζÞτησε απü τους μαθητÝς του να τον ακολουθÞσουν. Εκεßνοι μπÞκαν στη σειρÜ πßσω απü το γÜιδαρο και με μεγÜλη τους Ýκπληξη εßδαν τον Νασρεντßν να καβαλÜει το γÜιδαρο ανÜποδα και να ξεκινÜει κοιτÜζοντÜς τους χαμογελþντας. Στην αρχÞ οι νεαροß τα Ýχασαν και δεν καταλÜβαιναν γιατß ο Νασρεντßν προχωροýσε καβÜλα ανÜποδα στο γαúδοýρι του. ΠÞγαν να του πουν üτι αυτü που Ýκανε δεν Þταν σωστü, αλλÜ θυμÞθηκαν üτι δεν Ýπρεπε να αμφισβητοýν καμιÜ απü τις πρÜξεις του διδασκÜλου κι Ýτσι δεν Üνοιξαν το στüμα τους. Καθþς üμως περνþντας απü τα σοκÜκια οι διÜφοροι περαστικοß τοýς κορüιδευαν που ακολουθοýσαν κÜποιον που καθüταν ανÜποδα στο γαúδοýρι του, Üρχισαν να δυσφοροýν φανερÜ.
Ο Νασρεντßν που κατÜλαβε τι συνÝβαινε σταμÜτησε και τους κοßταξε ερωτηματικÜ. Τüτε, ο πιο θαρραλÝος απü τους μαθητÝς τον πλησßασε και τον ρþτησε:
- ΔÜσκαλε, δεν καταλαβαßνουμε γιατß Ýχεις καβαλÞσει τον γÜιδαρο ανÜποδα, με το πρüσωπü σου προς την ουρÜ του!
- Εßναι πολý απλü, απÜντησε ο Νασρεντßν. Αν σας Ýβαζα να περπατÜτε μπροστÜ απü μÝνα για να σας βλÝπω, θα Þταν ασÝβεια απü μÝρους σας να Ýχετε γυρισμÝνη την πλÜτη στον δÜσκαλü σας. Κι αν ερχüσαστε πßσω μου ακολουθþντας με κι εγþ εßχα γυρισμÝνη την πλÜτη μου σ’ εσÜς, τüτε θα Þταν ασÝβεια απü μÝρους μου να Ýχω γυρισμÝνη την πλÜτη μου στους μαθητÝς μου. ¸τσι αυτü που Ýκανα Þταν η μüνη κατÜλληλη λýση. Και πßσω μου ερχüσαστε, και δεν σας Ýχω γυρισμÝνη την πλÜτη μου.

¸νας γεßτονας του Χüτζα, πÜει μÝχρι την πüρτα της αυλÞς του και του φωνÜζει:
- Νασρεντßν, θα μου δανεßσεις τον γÜιδαρü σου για σÞμερα, γιατß θÝλω να μεταφÝρω μερικÜ πρÜγματα;
Ο Νασρεντßν που δεν Þθελε να δþσει τον γÜιδαρü του, αλλÜ δεν Þθελε να φανεß και αγενÞς, αποφÜσισε να πει ψÝματα:
- Πολý ευχαρßστως, αλλÜ τον Ýχω Þδη δανεßσει για σÞμερα δε κÜποιον Üλλον.
ΞαφνικÜ τüτε, ο γÜιδαρος που βρßσκονταν στον σταýλο, αρχßζει και γκαρßζει. Με το που τον ακοýει ο γεßτονας εξανÝστη:
- Μου λες ψÝματα! Εßναι στον σταýλο σου!
Κι ο Νασρεντßν απαντÜ δÞθεν θιγμÝνος:
- Τι εννοεßς; Ποιον θα πιστÝψεις τþρα; ¸ναν γÜιδαρο Þ τον Χüτζα;

ΜερικÜ παιδιÜ, βλÝποντας τον Νασρεντßν να Ýρχεται απü τ' αμπÝλι του Ýχοντας φορτωμÝνο τον γÜιδαρü του με δυο μεγÜλα κοφßνια σταφýλια, Ýτρεξαν κοντÜ του και του ζÞτησαν να τους δþσει μερικÜ. Ο Νασρεντßν Ýκοψε τüτε μερικÜ τσαμπιÜ και τους τα Ýδωσε. τα παιδιÜ üμως του παραπονÝθηκαν üτι Þταν λßγα:
- ¸χεις τüσα πολλÜ κι εμÜς μας Ýδωσες τüσα λßγα...
- ΠαιδιÜ μου, απαντÜ ο Νασρεντßν, εßτε Ýνα κοφßνι Ýχετε, εßτε Ýνα τσαμπß, δεν υπÜρχει καμßα διαφορÜ. Την ßδια γεýση Ýχουν.

ΚÜποτε ο Νασρεντßν Ýχτισε Ýναν φοýρνο. Ο γεßτονÜς του, üμως, του εßπε πως την πüρτα του φοýρνου θα χτυποýσε το μπουγÜζι απü το απÝναντι στενü και δεν θα Þταν εýκολο το Üναμμα. Ο Νασρεντßν γκρÝμισε τον φοýρνο κι Üλλαξε κατεýθυνση. ¢λλος περαστικüς, πÜλι, εßχε διαφορετικÞ γνþμη. Κι Ýπειτα Üλλος κι Üλλος. Ο Νασρεντßν Ýχτιζε και γκρÝμιζε χωρßς να βρßσκει Üκρη. ΤελικÜ, βρÞκε τρüπο να δÝχεται, χωρßς να παιδεýεται, üλες τις υποδεßξεις. ¸στησε το φοýρνο του πÜνω σ' Ýνα κÜρο! Και κÜθε φορÜ που του Ýλεγαν ν' αλλÜξει κατεýθυνση, γýριζε το κÜρο...

****
Ο Νασρεντßν εßχε Ýναν γεßτονα üχι και πολý τßμιο κι Þθελε να του δþσει Ýνα καλü μαθηματÜκι. Μια μÝρα, λοιπüν, πÞγε και του γýρεψε δανεικü Ýνα μεγÜλο τÝντζερη που εßχε. Ο γεßτονας του τον Ýδωσε. Δυο μÝρες μετÜ ο Νασρεντßν Ýβαλε μες τον τÝντζερη Ýνα μικρüτερο και τον επÝστρεψε στο νüμιμο κÜτοχü του. Ο γεßτονας ρþτησε για ποιο λüγο εßχε βÜλει μÝσα στο μεγÜλο τÝντζερη Ýνα μικρüτερο και ο Νασρεντßν απÜντησε üτι ο τÝντζερης εßχε γεννÞσει Ýνα παιδÜκι το οποßο κατÜ το νüμο Ýπρεπε να δοθεß στο κÜτοχο του τÝντζερη. Ο γεßτονας πÞρε τα δýο μαγειρικÜ σκεýη και μπÞκε σπßτι του. ΜετÜ απü λßγες μÝρες ο Νασρεντßν του ξαναγýρεψε το τÝντζερη κι αυτüς δεν Ýφερε καμιÜ αντßρρηση ελπßζοντας και πÜλι σε γεννητοýρια. ΠÝρασαν μÝρες και ο Νασρεντßν δεν επÝστρεφε τον τÝντζερη. ΚÜποια στιγμÞ ο γεßτονας αποφÜσισε να πÜει να του τον ζητÞσει.
- Αχ, του απÜντησε ο Νασρεντßν με πολý λυπημÝνη Ýκφραση, δεν Þξερα πþς να σας το πω. Δεχτεßτε τα ειλικρινÜ μου συλλυπητÞρια. Ο τÝντζερÞς σας πÝθανε.
- ΠÝθανε ο τÝντζερης; Τι ανοησßα εßναι πÜλι αυτÞ; Ποιος Üκουσε ποτÝ Ýνα τÝντζερη να πεθαßνει;
- Μην εßσθε δýσπιστος αγÜ μου, εßπε ο Νασρεντßν, ποý βλÝπετε το παρÜξενο να πεθαßνει Ýνας τÝντζερης ο οποßος Þταν ικανüς να φÝρει στον κüσμο Ýνα παιδß;

Μια μÝρα ο Νασρεντßν επισκεýαζε τα κεραμßδια στη στÝγη του σπιτιοý του. Ενþ εργαζüταν στην οροφÞ, Ýνας ξÝνος χτýπησε την πüρτα.
- Τι θÝλεις; του φþναξε ο Νασρεντßν απü την στÝγη.
- ¸λα κÜτω και θα σου πω, απÜντησε ξÝνος.
Ο Νασρεντßν απρüθυμα και αργÜ αργÜ κατÝβηκε για να μιλÞσει με τον ξÝνο.
- Λοιπüν! Ποιο εßναι αυτü το σημαντικü πρÜγμα που θÝλεις να μου πεις;
- Θα μποροýσες να δþσεις λßγα χρÞματα σε Ýναν φτωχü γÝρο üπως εγþ;
Τüτε ο Νασρεντßν Üρχισε να ανεβαßνει και πÜλι στην στÝγη, λÝγοντας στον ξÝνο:
- ¸λα μαζß μου μÝχρι την οροφÞ και θα σου πω.
Αφοý ανÝβηκαν και οι δυο στην στÝγη, τüτε γυρνÜει ο Νασρεντßν και λÝει στον ζητιÜνο:
- Η απÜντηση εßναι üχι!

Σε μια συγκÝντρωση, στην οποßα Þταν παρþν και ο Νασρεντßν, οι Üνθρωποι συζητοýσαν για τα πλεονεκτÞματα της κÜθε ηλικßας. Στο τÝλος üλοι συμφþνησαν πως üσο μεγαλþνει ο Üνθρωπος, χÜνει τις δυνÜμεις που εßχε σε μικρüτερη ηλικßα. Ο Νασρεντßν üμως διαφþνησε:
- Δεν συμφωνþ μ' αυτü. Εγþ τουλÜχιστον Ýχω τις ßδιες δυνÜμεις που εßχα και νÝος.
- ΔηλαδÞ; Τι εννοεßς; τον ρþτησε κÜποιος.
- Στην αυλÞ μου, απÜντησε ο Νασρεντßν, υπÜρχει μια τερÜστια πÝτρα. ¼ταν Þμουν νÝος και προσπαθοýσα να την σηκþσω, δεν τα κατÜφερα. Το ßδιο και τþρα που εßμαι γÝρος.

Μια μÝρα, πÞγε στον Νασρεντßν κÜποιος αγρÜμματος για να του διαβÜσει Ýνα γρÜμμα που εßχε λÜβει. Ο Νασρεντßν αφοý πÞρε την επιστολÞ, την εξÝτασε και προσπÜθησε να την διαβÜσει. Δεν μποροýσε να βγÜλει üμως οýτε μßα λÝξη. Οπüτε λÝει στον αγρÜμματο κÜτοχο της επιστολÞς:
- ΛυπÜμαι, αλλÜ αυτü δεν μπορþ να το διαβÜσω.
- ΝτροπÞ σου Χüτζα! κρßμα στο τουρμπÜνι που φορÜς (δεßγμα μüρφωσης).
Τüτε ο Νασρεντßν Ýβγαλε το τουρμπÜνι απü το κεφÜλι του και το φüρεσε στο κεφÜλι του αγρÜμματου, λÝγοντÜς του:
- Τþρα φορÜς εσý το τουρμπÜνι. Αν αυτü σου δßνει γνþση, τüτε διÜβασε μüνος σου το γρÜμμα!

Μια μÝρα, Ýνας φημισμÝνος φιλüσοφος και ηθικολüγος, Ýφτασε στο χωριü του Νασρεντßν. ¼ταν ρþτησε τον Χüτζα που θα μποροýσε να φÜει, ο Νασρεντßν του συνÝστησε Ýνα κοντινü εστιατüριο. Ο φιλüσοφος, Ýχοντας και üρεξη για συζÞτηση, προσκÜλεσε τον Νασρεντßν να τον ακολουθÞσει και να φÜνε μαζß. Αυτüς μÜλλον απρüθυμα, πÞγε μαζß του. ¼ταν Ýφτασαν, ο φιλüσοφος ρþτησε τον σερβιτüρο τι καλü εßχε για εκεßνη την ημÝρα.
- ΨÜρι! ΦρÝσκο ψÜρι, απÜντησε ο σερβιτüρος.
- ΦÝρε μας δýο, εßπε ο φιλüσοφος.
Λßγη þρα αργüτερα, τα ψÜρια Þταν Ýτοιμα μÝσα σε μια μεγÜλη πιατÝλα που Ýφερε ο σερβιτüρος. Το Ýνα απü αυτÜ τα ψÜρια Þταν λßγο μικρüτερο απü το Üλλο. Ο Νασρεντßν, χωρßς χρονοτριβÞ αρπÜζει το μεγαλýτερο ψÜρι και το Ýβαλε στο πιÜτο του. Ο φιλüσοφος εμφανþς ενοχλημÝνος, του λÝει üτι αυτÞ η κßνηση δεν εßναι ευγενικÞ και δεν συμβαδßζει με τους τρüπους καλÞς συμπεριφορÜς. Ο Νασρεντßν, αφοý Üκουσε Þρεμος το κÞρυγμα του φιλüσοφου, τον ρωτÜει:
- Εσεßς δηλαδÞ, τι θα κÜνατε στην θÝση μου φßλτατε;
- Εγþ, απÜντησε ο φιλüσοφος, ως ευσυνεßδητος και ευγενÞς Üνθρωπος θα διÜλεγα για τον εαυτü μου το μικρüτερο ψÜρι.
- Ε ορßστε τüτε, εßπε ο Νασρεντßν βÜζοντας το μικρü ψÜρι στο πιÜτο του φιλüσοφου.

ΡωτÜει κÜποιος τον Χüτζα:
- Χüτζα μου, üταν συνοδεýω Ýνα φÝρετρο, σε ποια πλευρÜ θα πρÝπει να στÝκομαι; ΑριστερÜ, δεξιÜ, πßσω Þ μπροστÜ;
Και η απÜντηση του Νασρεντßν:
- ΣτÜσου üπου επιθυμεßς, απü την στιγμÞ που δεν εßσαι μÝσα!

Μια ομÜδα φιλοσüφων ταξßδεψε σε üλον τον κüσμο για να βρει απÜντηση στο ερþτημα, πüτε θα φτÜσει το τÝλος του κüσμου. Μη μπορþντας να βρουν την απÜντηση απευθýνθηκαν στον Νασρεντßν Χüτζα.
- Γνωρßζεις εσý Χüτζα πüτε θα φτÜσει το τÝλος του κüσμου;
- ΦυσικÜ, απÜντησε ο Νασρεντßν. Το τÝλος του κüσμου θα φτÜσει üταν πεθÜνω εγþ.
- Εßσαι σßγουρος; τον ρωτοýν απορημÝνοι οι φιλüσοφοι.
- ΤουλÜχιστον για τον εαυτü μου, ναι...

Μια κρýα χειμωνιÜτικη νýχτα, ο Νασρεντßν Ýβαλε στοßχημα με τους φßλους του, üτι θα μποροýσε να σταθεß στην πλατεßα του χωριοý, üλη την νýχτα, μες στο κρýο. Ο μοναδικüς üρος Þταν να μην υπÜρχει εκεß κοντÜ εμφανÞς πηγÞ θερμüτητας. Το Ýπαθλο για τον κερδισμÝνο θα Þταν Ýνα πλοýσιο γεýμα.
¸τσι κι Ýγινε. Ο Νασρεντßν στεκüταν üλη την νýχτα στην παγωμÝνη πλατεßα και το πρωß που Ýληξε το στοßχημα, Ýτρεξε περιχαρÞς να συναντÞσει τους φßλους του και να τους αναγγεßλει την νßκη του. ¸νας απ' αυτοýς üμως, εßχε μια Ýνσταση:
- Σε απüσταση 3 μÝτρων απü εσÝνα, πßσω απü Ýνα παρÜθυρο, Þταν αναμμÝνο Ýνα κερß. ¢ρα υπÞρχε πηγÞ θερμüτητας. ΕπομÝνως Ýχασες το στοßχημα και θα πρÝπει να μας κÜνεις το τραπÝζι.
- Αυτü εßναι γελοßο, απÜντησε ο Νασρεντßν. Πως θα μποροýσα να ζεσταθþ απü Ýνα κερß και μÜλιστα απü τüση απüσταση και πßσω απü Ýνα παρÜθυρο;
Οι υπüλοιποι üμως Þταν ανÝνδοτοι. ¸τσι ο Νασρεντßν δÝχτηκε την ÜποψÞ τους και υποσχÝθηκε να τους κÜνει το τραπÝζι. Λßγες μÝρες αργüτερα τους προσκÜλεσε στο σπßτι του για το γεýμα. Το φαγητü δεν Þταν Ýτοιμο üταν πÞγαν, ο Νασρεντßν üμως τους καθησýχασε:
- Φßλοι μου, κÜντε λßγη υπομονÞ και το γεýμα θα εßναι Ýτοιμο σε λßγο. Τþρα το μαγειρεýω.
ΛÝγοντας αυτÜ πÞγε στην κουζßνα για να συνεχßσει το μαγεßρεμα. Η þρα περνοýσε και ο Νασρεντßν με το φαγητü δεν Ýκανε την εμφÜνισÞ του. ΤελικÜ, οι πεινασμÝνοι φßλοι του αποφασßζουν να πÜνε στην κουζßνα για να δουν τι γßνεται. Εκεß Ýκπληκτοι αντικρßζουν τον Νασρεντßν να βρßσκεται καθισμÝνος μπροστÜ σε Ýνα μεγÜλο καζÜνι. ΚÜτω απü το καζÜνι Þταν τοποθετημÝνο Ýνα αναμμÝνο κερß. ¹ρεμος, γυρνÜει και τους λÝει:
- Μην ανησυχεßτε φßλοι μου. Το φαγητü θα εßναι Ýτοιμο σε λßγο. ¼πως βλÝπετε, μαγειρεýεται.
- ¸χεις τρελαθεß Νασρεντßν; Πως εßναι δυνατüν να βρÜσει το φαγητü με Ýνα αναμμÝνο κερÜκι;
- Η ÜγνοιÜ σας με διασκεδÜζει φßλοι μου. Αν Ýνα κερß σε απüσταση 3 μÝτρων μπορεß να ζεστÜνει Ýναν Üνθρωπο, τüτε σßγουρα Ýνα κερß üταν βρßσκεται σε απüσταση 3 εκατοστþν απü Ýνα καζÜνι, μπορεß να βρÜσει και το φαγητü.

****
     Γυρνþντας απü Ýνα ταξßδι ο Νασρεντßν με την σýζυγü του, ανακαλýπτουν üτι τους Ýχουν ανοßξει το σπßτι και τους Ýχουνε κλÝψει. Η γυναßκα του Þταν κατηγορηματικÞ:
 -"Το λÜθος εßναι δικü σου. Θα Ýπρεπε να βεβαιωθεßς πριν φýγουμε, üτι το σπßτι εßναι κλειδωμÝνο".
 -"Δεν Ýκλεισες καλÜ τα παρÜθυρα", λÝει κÜποιος απü τους γεßτονες που Ýτρεξαν να δουν τι συμβαßνει.
 -"Δεν το περßμενες αυτü;" εßπε κÜποιος Üλλος.
 -"Οι κλειδαριÝς Þταν ελαττωματικÝς και δεν τις αντικατÝστησες", πρüσθεσε Ýνας Üλλος.
 -"Μια στιγμÞ!" τους διÝκοψε ο Νασρεντßν. "ΔηλαδÞ ο μüνος υπεýθυνος εßμαι εγþ κατÜ την γνþμη σας";
 -"Εμ ποιος Üλλος;" απÜντησαν αυτοß.
 -"Τι θα λÝγατε για τους κλÝφτες; Αυτοß εßναι εντελþς αθþοι;" εßπε ο Νασρεντßν.

****
     Μια μÝρα ο Νασρεντßν Ýπεσε σε Ýνα ποτÜμι και θα πνιγüταν αν δεν τον Ýσωζε κÜποιος που περνοýσε απü κει. ¸κτοτε, ο Üνθρωπος που Ýσωσε τον Νασρεντßν φρüντιζε να του υπενθυμßζει την χÜρη που του χρωστοýσε. Αφοý αυτü συνÝβαινε για αρκετü καιρü, τüτε ο Νασρεντßν παßρνει τον σωτÞρα και του λÝει να ξαναπÜνε στο ποτÜμι. Αφοý Ýφτασαν εκεß, τüτε ο Νασρεντßν πηδÜει μÝσα και απευθυνüμενος στον σωτÞρα του, λÝει:
 -"Τþρα εßμαι στην ßδια κατÜσταση που με εßχες βρει πριν με σþσεις. ΠαρÜτα με λοιπüν και σÞκω φýγε!"

****
     Ο Νασρεντßν καθüταν ακßνητος στον Þλιο με το πρüσωπο καλυμμÝνο με μýγες που τον απομυζοýσαν. Αυτüς üμως καθüταν ατÜραχος και τις ανεχüταν, χωρßς να αντιδρÜ καθüλου. ΞαφνικÜ βγαßνει Ýξω η γυναßκα του και βλÝπει την üλη κατÜσταση. Παßρνει λοιπüν Ýνα πανß και διþχνει τις μýγες απü το πρüσωπο του Χüτζα. Αυτüς Ýγινε Ýξω φρενþν κι Üρχισε να τη βρßζει και να τη μαλþνει.
 -"Μα γιατß Üντρα μου με μαλþνεις, αφοý Ýδιωξα τις μýγες που σου ρουφοýσαν το αßμα;" Üρχισε να κλαßει αυτÞ.
 -"Ανüητη ανüητη", φþναζε ο Χüτζας, "αυτÝς οι μýγες Þταν χορτÜτες! Τþρα που τις Ýδιωξες θα Ýρθουν Üλλες κι αυτÞ τη φορÜ θα εßναι... πεινασμÝνες"!

****
     ΚÜποια μÝρα οι φßλοι του Χüτζα ξαφνιαστÞκανε καθþς τον εßδαν να περνÜ
στην αγορÜ καβÜλα στο γÜιδαρü του, μüνο που καθüταν ανÜποδα, κοιτþντας
προς την ουρÜ του ζþου:
 -"Βρε Χüτζα, γιατß καβαλßκεψες τον γÜιδαρο ανÜποδα;" τον ρþτησαν.
Κι ο Χüτζας απÜντησε:
 -"Δεν κÜθομαι εγþ ανÜποδα, αλλÜ ο γÜιδαρος κοιτÜ προς τη λÜθος μεριÜ"!
     ¼πως και σε πολλÝς ιστορßες του Χüτζα, Üλλοι αναδιηγητÝς αναφÝρουν
διαφορετικÝς απαντÞσεις στην ßδια ερþτηση, üπως:
 -"Ο γÜιδαρüς μου Þθελε να πÜει προς τα κει, εγþ προς τα δω, τελικÜ βρÞκαμε μια συμβιβαστικÞ λýση"!
 -"Με νοιÜζει πιüτερο να ξÝρω απü ποý Ýρχομαι κι üχι προς τα ποý πÜω"!

 


                                               **** - ****

     Τþρα θÝλω να προσθÝσω και μερικÝς ποýχα διαβÜσει παλιüτερα στο ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, (το απßστευτο περιοδικü που κυκλοφüρησε στα τÝλη των '70ς κι αρχÝς των '80ς), φτιαχτÝς να υποθÝσω, αλλÜ πολý πετυχημÝνα Ýξυπνες κι αστεßες. Εßχανε να κÜνουνε κυρßως με το... χÝσιμο!

     Μια φορÜ ο Χüτζας περνοýσε απü Ýνα αμπÝλι, λιμπßστηκε τα σταφýλια ποýτανε στον καιρü τους και μπÞκε να κλÝψει μερικÜ. Τον εßδε üμως Ýνας δραγÜτης και του ορμÜ:
 -"Αλτ! Τß κÜνεις εκεß";
     Ο Χüτζας τα χρειÜστηκε αλλÜ απÜντησε Üμεσα κι ετοιμüλογα üπως πÜντα:
 -"Εεε...Ýχεζα κýριε" εßπε συνομωτικÜ του δραγÜτη.
 -"Μπα!" του αντιγυρßζει αυτüς, καθüτι Ýξυπνος κι εκεßνος. "Και... ποý εßναι αυτÜ που Ýκανες";
     Δεν τα χÜνει ο Χüτζας και με μια γρÞγορη ματιÜ εντοπßζει κÜτι ακαθαρσßες.
 -"Ορßστε, νÜτα!" του λÝει.
 -"Ρε συ, με κοροúδεýεις;" του φωνÜζει οργισμÝνος ο δραγÜτης. "ΑυτÜ εßναι αγελαδινÜ"!
     Κι ο πÜντα ετοιμüλογος Χüτζας, οργισμÝνος κι αυτüς, τÜχα:
 -"Ε και; ΜÞπως τÜχα μ' Üφησες να χÝσω σαν Üνθρωπος";

     Ο Χüτζας εßναι καλεσμÝνος σε κÜτι βαφτßσια, üπου γινüτανε χαμüς, δεν υπÞρχανε δωμÜτια για να τονε φιλοξενÞσουνε κι Ýτσι καταλÞγει να κοιμηθεß με το νιοβαφτιστο μωρü στο ßδιο δωμÜτιο. ΕπειδÞ üμως Ýφαγε τον αγλÝωρα, τη νýχτα ξýπνησε με κüψιμο. Η πßεση μεγÜλη, δε προλÜβαινε και τß να κÜνει, βγÜζει το μωρü απü τη κοýνια του, το πÜει στο κρεβÜτι του και χÝζει μÝς στην Üδεια κοýνια. ΠÜει να πÜρει το μωρü να το βÜλει στη θÝση του και τß να δει; Το μωρü του εßχε κατουρÞσει και χÝσει σ' üλο το κρεβÜτι του.

     ΤελικÜ το Χüτζα τονε συλλÜβανε. ΞÝρετε γιατß;
     Γιατß το εßχε παραχÝσει!!!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers