Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Κλασσικά 

Χριστόπουλος Αθανάσιος: Λόγιος Καμηνάρης Λυρικός

     

                                               Βιογραφικό

     Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, Έλλην λόγιος και ποιητής που για το έργο του χαρακτηρίζεται πρόδρομος (μαζί με τους: Ιωάννη Βηλαρά και Ρήγα Βελεστινλή) γιατί θεωρείται πως άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το επιστημονικό του έργο περιέχει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες όμως δεν έχουνε σωθεί.
     Γεννήθηκε στη Καστοριά2 Αυγούστου 1772. Ήτανε γιος ενός ντόπιου φτωχού ιερέα κι η οικογένειά του μετακόμισε στο Βουκουρστι λίγο μετά την γέννησή του. Ολοκλήρωσε εκεί τη βασική εκπαίδευση (πιθανό να 'χε δάσκαλο και το Γρηγριο Κωνσταντ) και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστμιο της Βοδας, όπου σπούδασε λατινική φιλολογία, φιλοσοφία κι ιατρική και στο Πανεπιστμιο της Πντοβα, νομικά.
     Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στο Βουκουρστι και μπήκε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχας (κι αργότερα Μολδαβας) Αλξανδρου Μουροζη. Αρχικά δίδασκε τα παιδιά του ηγεμόνα, έγινε δικαστής και τιμήθηκε με το τίτλο του «καμηνρη», ενώ παράλληλα ανέπτυξε συγγραφική δράση: έγραψε το "Δρμα Ηρωικν" κι έν απ' τα σημαντικότερα έργα του, τη "Γραμματικ Της Αιολοδωρικς, Ήτοι Της Ομιλουμνης Τωρινς Των Ελλνων Γλσσας", στ' οποίο υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής, που κατά την άποψή του ήτανε κράμα της αρχαίας δωρικής κι αιολικής διαλέκτου. 
     Μετά το 1806, ακολούθησε τον Μουροζη στη Πόλη όταν εκείνος έχασε το αξίωμά του. Εκεί ήταν ευκολώτερη η προσήλωσή του στο συγγραφικό έργο καθώς ήταν απαλλαγμένος από τα καθήκοντα του δικαστή και τα παιδιά του ηγεμόνα είχαν μεγαλώσει. Αυτή η εποχή ήταν πολύ γόνιμη: ανέλαβε την σύνταξη ενός "Λεξικο Της Νας Ελληνικς", μαζί με άλλους λόγιους (Γρηγριο Κωνσταντνθιμο Γαζ κ.α.), προσπάθησε να οργανώσει Πανεπιστμιο στη Ζαγορ Πηλου, έγραψε: πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη κενού στη φύση, γλωσσολογική μελέτη "Περ Προφορς" -προσπαθώντας ν' αναιρέσει τα επιχειρήματα του Έρασμου για τη προφορά της κλασικής αρχαίας Ελληνικής γλώσσας- και πραγματεία "Περ Ποιητικς". 

                                                             

     Η ζωή του ανατράπηκε το 1812 όταν ο ηγεμόνας Δημητρκης Μουροζης, προστάτης των γραμμάτων, δολοφονήθηκε απ' τους Τορκους. Διέφυγε τότε στο Βουκουρστι, στην αυλή του ηγεμόνα Ιωννη Καρατζ, όμως μεγάλο τμήμα του έργου του (οι μελέτες για το κενό, τη προφορά και το λεξικό που 'χε ξεκινήσει) χάθηκε. Ο Ιωννης Καρατζς τον διόρισε ξανά δικαστή με τον τίτλο του Μεγλου Λογοθτη και του ανέθεσε να συντάξει νέα νομοθεσία για την Ηγεμονα της Βλαχας. Ασχολήθηκε συστηματικά με το έργο αυτό ώς το 1816. Το 1815 περίπου έγραψε ένα φιλοσοφικοπολιτικό σύγγραμα, τα "Πολιτικ Φροντίσματα", που διέπεται από τις αρχές του Νικολ Μακιαβλλι. Το έργο αυτό ήταν αφορμή για αρνητική κριτική εναντίον του και δε τυπώθηκε ποτέ όσο ζούσε. 
     Το 1818 ο Ιωννης Καρατζς δραπέτευσε στη Δση κι ο Χριστπουλος κατέφυγε στο Σιμπνι της Τρανσυλβανας. Εκεί μελέτησε και μετέφρασε έργα του Σξτου Εμπειρικο κι έγραψε τις μελέτες "Στοιχεωσις Της Σκεπτικς Φιλοσοφας" και "Πολιτικ Παρλληλα". Κείνα τα χρόνια μυήθηκε και στη Φιλικ Εταιρεα. Οι ειδήσεις για τη δράση του ως Φιλικο και για τη ζωή του στα χρόνια της Επανστασης είναι λιγοστές. Μετά την απελευθέρωση, επισκέφθηκε την Ελλδα το 1836, έμεινε όμως λιγότερο από χρόνο και τελικά επέστρεψε στο Σιμπνι όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση της "Ιλιδας", αρχικά σ' ομοιοκατάληκτους κι από το 1844 σε ανομοιοκατάληκτους στίχους και τα "Ελληνικ Αρχαιολογματα", εγχειρίδιο που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους. 
     Σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, τη συλλογή "Λυρικ" που 'χε γίνει πολύ δημοφιλής: όσο ζούσε, εκδόθηκε 11 φορές (Α' έκδοση 1811Βιννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γιʹ αυτό και τον αποκαλούσαν «Νο Ανακροντα») με κομψή στιχουργική κι εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή κι επιφανειακή. Δείχνουν επίσης άνθρωπο που αγαπούσε τη ζωή καθώς συχνά αναφέρονται στον έρωτα και το κρασί κι εμφανίζουνε την ισχυρή πεποίθηση πως ο ποιητής αφηνότανε συχνά να βυθιστεί στις δυο αυτές ζάλες. Ενδιαφέρον έχουν επίσης οι μεταφράσεις του απ' την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α' της "Ιλιδας" και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα "Λυρικ" του ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Σολωμός στη προσπάθειά του να διαμορφώσει τη ποιητική του γλώσσα. 
     Τα κυριώτερα έργα του είναι: 
 "Γραμματικ Της Αιολοδωρικς, Ήτοι Της Ομιλουμνης Τωρινς Των Ελλνων Γλσσας" (1805),  "Λυρικ", "Πολιτικ Παρλληλα", "Ελληνικ Αρχαιολογματα" και μετέφρασε τη 1η ραψωδία της "Ιλιάδας".
     Πέθανε στο Σιμπνι στις 29 Γενάρη 1847, σ' ηλικία 75 ετών.


========================


   
 Φλουέρα

Φιλέρημη φλουέρα,

νά τούτον τον αέρα
κι αρχίνα να φυσάς.
Κι αν ίσως και σε καίγει,
είν' στεναγμός μου, λέγει,
και μη με τον μισάς.

Οδήγησ' τον να φθάσει
προς τούτ' αυτού τα δάση,
στο στόμα της Ηχώς.
Κι απ' την Ηχώ ν' αρχίσει
εκεί να καταντήσει,
που ξεύρει μοναχός.

Ειπέ τον να προσέχει
στους βράχους, όπου τρέχει,
να μην εμποδισθή,
μόν' ίσια να περάσει,
ατάραχα να φθάσει,
να κράξει, ν' ακουσθεί.

     Σύντροφοι

Χθες το βράδυ βυθισμένος

εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.

Εις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Καιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.

Η αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Καιρόν.

"Στάσου", λέγω, "Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
Η καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί
".

Τότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.

Απελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;

Τότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.

 Κέρασμα

Εχού! ελάστε

φέρτε, κεράστε,
βάλτε να πιούμε
να ευφρανθούμε.

Πλόσκα μου πέρνα,
χύνε και κέρνα,
Έλʼ να σε σφίξω,
να σε σφυρίξω.

Λύπες και πόνοι
ανθρωποφόνοι
φύγετʼ, αφήτε,
πάτε χαθήτε.

Έξω, πτωχεία,
έξω, αχρεία!
Εγώ ʼμαι Κροίσος,
και πλέον ίσως.

Τώρα πιστεύω,
πως βασιλεύω
τώρα νομίζω,
τον κόσμʼ ορίζω.

Εχού! ελάστε
μετακεράστε,
βάλτε να πιούμε,
να ευφρανθούμε.

        Μονομαχία

Θαυμαστοί κρασοπατέρες

τες γαβάθες σα μαχαίρες
ξεσπαθώστε μια φορά
κι από δυο και δυο μονάχοι,
σαν ανδρείοι μονομάχοι,
ας ρουφούμε τολμηρά.

Εις την μάχην τούτην όμως
ας βαλθή αυτός ο νόμος
τής φρικτής πολεμικής
ο καθένας στην αράδα
να χτυπά μ' ογληγοράδα
τη γαβάθα τής ρακής.

Κι όποιος τέλος καταντήσει
τον εχθρόν του να νικήσει,
να τον κάμ' υγρό στουπί,
Ηρακλή να τον ειπούμε
κι εις υγείαν του να πιούμε
όλʼ οι σύμμαχ' οι λοιποί.

Κι υστερνά, απάν' στην ψάθα
με την ίδια του γαβάθα
δυο πατέρες προεστοί,
να τον λαμπροστεφανώσουν
και να τον αποθεώσουν,
εις την γην να δοξαστή!

    Μετάνοια

Ηθέλησα τον πλάνον
τον Έρωτα ν' αφήσω,
να κόψω τους δεσμούς του
και να μετανοήσω.

N' απαρνηθώ φιλίες,
φιλιά και χωρατάδες,
ν' αγκαλιασθώ τες Μούσες,
τες πρώτες φιλενάδες.

Ορμώ λοιπόν στες Μούσες
και βλέπω παρ' ελπίδα
τον Έρωτα στη μέση
που χόρευε κι επήδα.

Εύγε, τες λέγω, εύγε,
σεμνότατες παρθένες,
πολύ σας πρέπ' ο Έρως,
πολ' είσθε τιμημένες.

Κι εκείνες διψασμένα
τον Έρωτα φιλώντας
αυτά τα λόγια μ' είπαν
γλυκά χαμογελώντας:
Ο Έρωτας είν', φίλε,
του νου μας το ακόνι,
οπόταν στες μελέτες
σπουδάζοντας στομώνει.

Κι εγώ σαν είδα έτσι
τον άρπαξα με ζήλον
τον Έρωτά μου πάλε,
τον πρώτον μου τον φίλον.

        Γεμάτο

Φίλε Στέφανε, να ζήσεις

που διδάχνεις ότʼ η Φύσις
δεν το θέλει το κενό,
μα τη μόνη μας φιλία,
(η αλήθεια είναι μία)
με τʼ εσένα συμφωνώ.

Να μην είνʼ κενό στην Φύσιν,
να μη ʼνʼ άδειο εις την Κτίσιν,
να μη τύχει πουθενά!

Οι βαρέλες να ʼνʼ γεμάτες,
να γεμίζουν τες κανάτες
με κρασί παντοτινά!

Να ʼνʼ γεμάτα τα κροντήρια,
οι γαβάθες, τα ποτήρια,
τα λαΐνια, τα σταμνιά,
τα ανώγια, τα κατώγια,
τα βαθύτατα χαμώγια,
κι η κόχʼ η κάθε μια!

         Μήλα

Εις κήπον δροσερότατον
αντιπροχθές εμπήκα
και μέσα κηποφύλακα
τον Έρωτα ευρήκα.

Γλυκή μηλιά εφύλαγε
με δυο μοσχάτα μήλα
εις δυο λεπτά μισόσκεπα
παρασυρμένα φύλλα.

Κι όσο και τα πρόσεχε,
εγώ κρυφά γλιστρούσα
και μύριζα τον μόσχον τους
και τα καταφιλούσα.

Φιλώντας και μυρίζοντας
αχόρταστα με βίαν,
ζαλίσθηκα και μέθυσα
από την ευωδίαν.

Και μεθυσμένος λάθευσα,
κι αντί να τα φιλήσω
αγαλινά τα δάγκασα
χωρίς να το θελήσω.

Μα τη μηλίτσα, Έρωτα,
δεν τό 'καμ' από πάθος·
η μέθη με κατάντησε
σ' αυτό τ' ολίγο λάθος.

       Βάκχος

Α. Βαρελοθήκη

Έξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξες, λόγοι, όλα κάτω.
τι του κάκου τα φυλάττω;
Τον Απόλλωνά τους ρίξε
και τες Μούσες όλες πνίξε.
Την πικρή τους δάφνη καύσε
κι απ' τους κόπους πλέον παύσε.
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Ο κισσός ας πρασινίσει
και το κλήμα ας ανθίσει,
να γλυκάνει το σταφύλι
τα πικρά μου τούτα χείλη.
Μη με λέγεις καλαμάρι,
μόν' κανάτα, μόν' πιθάρι.
Μη καντήλι. μόν' κροντήρι
και γαβάθα και ποτήρι.
Θέλω, θέλω να καθίσω,
να χαρώ να ευθυμήσω
με τον Βάκχον μου τον φίλον
στης βαρέλας μου τον τύλον.

Β. Κατάρα

Να μη φθάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν' εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
'Οπ' ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή 'ν' τη αληθεία
αιωνία τυραννία.

Γ. Μεθύσι

Να μεθύσω, να μεθύσω,
την καρδιά μου να δροσίσω
και τον νουν μου να ζαλίσω,
τα κακά ν' αλησμονήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
τες φροντίδες μου ν' αφήσω,
τες ελπίδες να σκορπίσω
κι αδιάφορος να ζήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
να χαρώ, να ευθυμήσω,
να χορέψω, να πηδήσω,
να φωνάξω, να λαλήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
εις τα κάλλη να ορμήσω,
τρυφερά να τα φιλήσω
και εκεί να ξεψυχήσω.

Δ. Μακαριότητα

'Οταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλισθεί,
τότ' αρχίζω και χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ' ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν' ανασαίνει, ν' αναπνεί.
Για τον κόσμον δεν με μέλει.
ας γυρίζει όπως θέλει.
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ' το πλάγι να μη λείψει,
ν' απεθάνομε μαζί!

Ε. Αταραξία

Δυσάρεστη ψυχή μου,
γαβάθιζε του κόσμου.
Ο κόσμος -μη σε μέλει-
ας κάμει όπως θέλει.
Αρχήθεν έτσ' εκτίσθη
και έτσ' εσχηματίσθη,
και δεν μπορεί ν' αλλάξει
την άτακτή του τάξη.
Λοιπόν παραίτησέ τον,
κουρεύου, κόσμε, 'πε τον.
και μόνον κέρνα, χύνε
και σφίγγε, ρούφα, πίνε.

ΣΤ. Βαθρακός

Εσύ, φίλε μουσικέ,

φωνακλά μου βαθρακέ,
νερό πίνοντας γλυκά
κελαηδείς το ακακά.
Κι εγώ πίνοντας κρασί
με την κούπα τη χρυσή
μες στα δέντρα τ' ανθηρά
τραγουδώ το τερερά.
'Ελ' ας πίνομε μαζί,
ο καθένας όσο ζει,
και τον κόσμον τον καλόν
ας γελούμε σαν λωλόν.
Τύφλες νά 'χουν τα πολλά
και μεγάλα του καλά,
και τα πλέον θαυμαστά
εις το πιει μας εμπροστά.

---------------------------------------------------------------------

     Σημ: Τα ποιήματα τούτα είναι επιλογή από τα "Λυρικά" του.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers