ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Farge Oliver La: Óôïé÷åéùìÝíç Ãç

  

 Βιογραφικü    

     Ο Oliver Hazard Perry La Farge (¼λιβερ ΧÜζαρντ ΠÝρι Λα Φαρτζ) Þταν αμερικανüς ανθρωπολüγος -απüφοιτος του ΧÜρβαρντ-, μυθιστοριογρÜφος -Ποýλιτζερ 1930, με το "Γελαστü Παιδß" του- αλλÜ και παρÜλληλα, συγγραφÝας ιστοριþν Φανταστικοý. Εγγονüς του καλλιτÝχνη και πιονÝρου Τζον Λα Φαρτζ και της συζýγου του Margaret Mason Perry, (κüρη του Κρßστοφερ Γκραντ ΠÝρι -Christopher Grant Perry- κι αυτüς Þτανε γιüς του αρχιπλοßαρχου ¼λιβερ ΧÜζαρντ ΠÝρι και της Ελßζαμπεθ ΣÜμπλιν ΜÝισον -Elizabeth Champlin Mason). ¹ταν απüγονος του ΚυβερνÞτη Τüμας Πρενς (Τhomas Prence (1599-1673), συνιδρυτÞ του ¸σθαμ, ΜασαχουσÝτη, πολιτικοý ηγÝτη του Πλýμουθ και του Κüλπου ΜασαχουσÝτης, κι επßσης απüγονος του Oυßλιαμ Μπριοýστερ του Πρεσβýτερου, (William Brewster: προσκυνητÞς 1567-1644, πνευματικüς ηγÝτης του Πλýμουθ Κüλονι (Plymouth Colony) κι επιβÜτης του ΜÝιφλÜουερ (Mayflower).
     H γιαγιÜ του, ΦρÜνσις ΣÜρτζεντ (Frances Sergeant) Þτανε κüρη του ΑρχιδικαστÞ Τüμας ΣÜρτζεντ (Thomas Sergeant) και της ΣÜρα ΜπασÝ, -κüρη της ΣÜρα ΦρÜνκλιν ΜπασÝ (Sarah Franklin Bache) και του Ρßτσαρντ ΜπασÝ (Richard Bache)- και δισÝγγονη του Βενιαμßν ΦρÜνκλιν (Benjamin Franklin) -απü τους ΙδρυτÝς ΠατÝρες των ΗΠΑ- και της ΝτÝμπορα Ριντ (Deborah Read). ¹τανε γιος του σημαντικοý αρχιτÝκτονα και καθηγητÞ Καλþν Τεχνþν Κρßστοφερ Γκραντ Λα Φαρτζ (Christopher Grant La Farge) και της Φλüρενς ΜπÜγιαρντ Λüκγουντ (Florence Bayard Lockwood) -ανηψιÜς του ΓερουσιαστÞ Τüμας ΜπÜγιαρντ (Thomas F. Bayard)- και πατÝρας του τραγουδιστÞ της Φολκ, αλλÜ και ζωγρÜφου, ΠÞτερ Λα Φαρτζ (Peter La Farge). ΠÞρε δε, το üνομÜ του απü τον πρüγονü του ¼λιβερ ΧÜζαρντ ΠÝρι κι απ' τον θεßο του ¼λιβερ Χ. Π. Λα Φαρτζ.
    (σημ: ουφ! ελπßζω να τελειþσαμε με το γενεαλογικü του δÝντρο, που οφεßλουμε να παραδεχτοýμε πως εßναι Üψογο και δυνατü!)
     ΓεννÞθηκε 19 ΔεκÝμβρη 1901, στη Ν. Υüρκη. ΤÝλειωσε τη μÝση εκπαßδευση στο Groton School. Το 1924 πÞρε ΜπÜτσελορ στις ΤÝχνες και το 1929, το ΜÜστερ και τα 2 στο ΧÜρβαρντ. ΜÝλος της ΚωπηλατικÞς ΟμÜδας, ως αρχηγüς-πηδαλιοýχος σκÜφους στην ΟκτÜκωπο Ανδρþν. ΠÝρασε μεγÜλο μÝρος της ζωÞς του μαχüμενος για τα Δικαιþματα των ΙνδιÜνων κι Þτανε πρüεδρος  του Οργανισμοý ΙνδιÜνικων ΥποθÝσεων για κÜμποσα χρüνια.
     ΔιηγÞματÜ του δημοσιευθÞκανε τüσο στο Νιου Ουüρκερ (The New Yorker) üσο και στο ΕσκουÜιαρ (Esquire), πολý γνωστÜ περιοδικÜ με μεγÜλο τιρÜζ εκεßνη την εποχÞ. Πιο αξιοσημεßωτα εßναι κεßνα που αφοροýσαν στη Εγχþρια ΑμερικανικÞ Κουλτοýρα. Αργüτερα μετÝβη στο ΝÝο Μεξικü, στη ΣÜντα Φε, πιο συγκεκριμÝνα, üπου κι εκεß Ýγραψε και δημοσιεýσε στην εφημερßδα Νιου ΜÝξικαν (The New Mexican). ΚÜποια εξ αυτþν συγκεντρþθηκαν σε βιβλßο με τßτλο: "The Man With Τhe Calabash Pipe".
     Το 1929, παντρεýτηκε κι απÝκτησε δυο παιδιÜ, απü τη πρþτη του γυναßκα: -κληρονüμος ΓουÜντεν ΜÜθιους (Wanden Matthews)-, τον ¼λιβερ ¢λμπι Λα Φαρτζ και τη Πüβι (Povy) και τη χþρισε το 1937, κι Üλλο Ýνα γιο, τον Τζον ΠεντÜρις 'Πεν' Λα Φαρτζ, (John Pendaries 'Pen' La Farge) απü τη δεýτερη γυναßκα του ΚονσουÝλο ΠεντÜρις υ ΜπÜκα ντε Λα Φαρτζ (Consuelo Pendaries y Baca de La Farge), την οποßα παντρεýτηκε το 1939. ¼ταν χþρισε τη ΜÜθιους ο γιος τους Üλλαξε τ' üνομÜ του σε ΠÞτερ Λα Φαρτζ μετακüμισε στο Γκρßνουιτς Βßλατζ κι Ýγινε τραγουδιστÞς της φολκ με 5 συνολικÜ καταγραμμÝνα Üλμπουμς.
     Αξßζει να σημειωθεß πως διενÞργησε 3 αρχαιολογικÝς εξερευνÞσεις στην Αριζüνα κι επßσης εθνολογικÝς τοιαýτες στη ΓουατεμÜλα και στο Μεξικü. Απ' αυτÝς εμπνεýσθηκε τη νουβÝλα του "Το Γελαστü Παιδß" που του χÜρισε το Βραβεßο Ποýλιτζερ το 1930, κι εßναι η ιστορßα ενüς αγοριοý ΝαβÜχο.
     Ο Λα Φαρτζ πÝθανε στην ΑλμπουκÝρκη του Νιοý ΜÝξικο, κατÜ τη διÜρκεια μιας επÝμβασης στον πνεýμονα που πÞγε στραβÜ, 2 Αυγοýστου 1963, σε ηλικßα μüλις 62 ετþν. ΘÜφτηκε στο ΣÜντα Φε ΝÜσιοναλ ΣεμÝτερι. Εßναι λοιπüν ο συγγραφÝας των βιβλßων:

"Laughing Boy" (1929, novel)
"The Sparks Fly Upward" (1931, novel)
"Long Pennant" (1933, novel)
"All the Young Men" (1935, short stories)
"The Enemy Gods" (1937, novel)
"The Copper Pot" (1942, novel)
"Raw Material" (1945, memoir)
"A Pause in the Desert" (1957, short stories)
"The Door in the Wall" (1965, short stories)

     Απ' üσο γνωρßζω, στα ελληνικÜ σßγουρα Ýχει μεταφραστεß το πρþτο.

     Η ιστορßα που θα ακολουθÞσει, εßναι μια εξαιρετικÞ, ευαßσθητη αλλÜ και κατÜ μιαν ...ανþδυνην Ýννοια, ανατριχιαστικÞ. Ωστüσο μου Üρεσε πÜρα πÜρα πολý και σκÝφτηκα να τη προσθÝσω στο ΣτÝκι για να την απολαýσει ο επισκÝπτης. Πρüκειται, -κατÜ τον κýριο ΜπαλÜνο πÜντα- για Ýνα εßδος απÜντησης στο πÜγιο ερþτημα, αν δηλαδÞ στοιχειþνει Ýναν τüπο, Ýνα φÜντασμα Þ κÜτι τÝλος πÜντων εξωπραγματικü Þ τÜχα ο τüπος, λüγω συγκεκριμÝνων καταστÜσεων και συγκυριþν, αποτελεß μιαν ανοιχτÞ πýλη σε τÝτοιες καταστÜσεις, þστε να στοιχεßωνει εκεßνος τους πλησιÜζοντες εκεß. Ο Λα Φαρτζ που πολυταξßδεψε ßσως να γνωρßζει καλýτερα την απÜντηση. ΚαλÞν απüλαυση!

--------------------------------------------------------------

     Ο Τζορτζ Ουüτερσον στÜθηκε στα πüδια του με κüπο. ¸τρεμε κι Ýνιωθε φοβερÜ παγωμÝνος. Ο βοριÜς τονε περüνιαζε ως το κüκαλο και στο τελευταßο αδýναμο φως της μÝρας μποροýσε να δει τις αραιÝς, ξερÝς χιονονιφÜδες που παρÜσερνε ο Üνεμος κÜτω απ' το μολυβÝνιο ουρανü. Λοιπüν φαßνεται πως εßχεν αποτýχει και σ' αυτÞ τη προσπÜθεια. ΚατÜ τα φαινüμενα, κεßνο που 'χε τþρα προτεραιüτητα Þταν να κρατηθεß στη ζωÞ.
     Κοßταξε ολüγυρα. Μα στο Θεü του, ενþ εßχε στη διÜθεσÞ του Ýναν ολÜκερο κüλπο να διαλÝξει, αυτüς βρÞκε να προσαρÜξει στη παραλßα του σπιτιοý των ΧÝιλ! Το παρατσοýκλι 'ΣτοιχειωμÝνη Γη' που 'χανε δþσει οι χωρικοß στο χτÞμα, ξεπÞδησε αυθüρμητα στο νου του. Σα να μη φτÜνανε, παγωνιÜ κι εξÜντληση που 'νιωθε, υπÞρχε κι η σιγουριÜ πως η κακοτυχßα του Þτανε πια οριστικÞ, πως ως κι η τελευταßα του διÝξοδος εßχε πεισματικþς αποκλειστεß.
     Για την þρα πÜντως θα 'ταν υποχρεωμÝνος να συνεχßσει να ζει. ¸κανε φοβερÞ παγωνιÜ. Δεν υπÞρχεν Üλλη λýση παρÜ ν' ανηφορßσει στο σπßτι των ΧÝιλ, προς τη ΣτοιχειωμÝνη Γη. Θα 'πρεπε να το περιμÝνει, üτι κÜτι τÝτοιο θα συνÝβαινε. ¢ρχισε ν' ανηφορßζει το γνωστü μονοπÜτι στο απüκρημνο Ýδαφος πÝρ' απ' την ακτÞ. Στη κορφÞ, κει που οι χαρουπιÝς κüβανε κÜπως τ' αγιÜζι, κοντοστÜθηκε για να ρßξει μια ματιÜ πßσω. Το Λοýσι, Þτανε σκÝτα συντρßμμια απü ξýλα και ξÜρτια ξεβρασμÝνα Ýξω στα βρÜχια, μασημÝνα απü τα κýματα. Το σκαρß δε διατηροýσε καν το σχÞμα του. Δεν Üντεχε να το βλÝπει Üλλο. ¸κανε μεταβολÞ και συνÝχισε το δρüμο του.
     Μποροýσε ν' ακοýσει τη καρδιÜ του που χτυποýσε καθαρÜ, σχεδüν βροντερÜ και πολý αργÜ. "Θα 'ναι απü την εξÜντληση" σκÝφτηκε. Εßχε ακüμη σχεδüν Ýνα χιλιüμετρο δρüμου μπρος του, ως τη κορφÞ του λüφου, που υψωνüτανε το μεγÜλο, ψηλü, παλιü αρχοντικü των ΧÝιλ. Ορθωνüταν εκεß, με φüντο το τελευταßο γκρßζο φως του δυτικοý ουρανοý. Οι φτελιÝς στη μια πλευρÜ, γÝρνανε προς την αντßθετη κατεýθυνση, μαστιγωμÝνες απü τους θαλασσινοýς ανÝμους. ΠοτÝ το σýνολο δεν Ýφτιαχνε μιαν ευχÜριστη εικüνα. Τþρα ωστüσο, υπÞρχανε φωτισμÝνα παρÜθυρα εκεß.
     Αναλογßστηκε τη Σου που 'τανε ξαπλωμÝνη νεκρÞ, σ Ýνα απü κεßνα τα δωμÜτια -Σου, καλÞ μου, Σου!. ΚÜθε νÝα θýμηση του θανÜτου της τονε συγκλονιζε το ßδιο οδυνηρÜ üσο και το πρþτο σοκ üταν το Ýμαθε. ¹τανε τüσο γεμÜτο θÜνατο κεßνο το καταραμÝνο σπßτι!
 -"Τα 'μαθες για τη Σοýζαν ΧÝιλ;" εßχε βιαστεß να του πει ο γÝρο-ΤζÜσπερ ΣÜμερς, Ýτσι απüτομα κι ωμÜ, με στüμα γεμÜτο χαλασμÝνα δüντια. "¸νας κλÝφτης μπÞκε σπßτι τους, ο πρþτος που φÜνηκε στη πüλη μας εδþ κι εßκοσι χρüνια. Της Ýριξε και τη σκüτωσε".
     Ο Τζορτζ Ýβλεπε ξανÜ, σα να 'τανε τþρα μπρος του, το ενθουσιþδες πρüσωπο του γÝρο-κουτσομπüλη, μες απü καταχνιÜ φρßκης.´¢κουγε πÜλι κεßνη την ανÝμελη φωνÞ να συνεχßζει, για το πως η κυρßα ΧÝιλ εßχεν αρρωστÞσει απü το σοκ... και τα λοιπÜ... και τα λοιπÜ...
     Στη θýμησÞ του Þρθε η εικüνα της Σου, του Τζον και του εαυτοý του, τüτε που οι τρεις τους παßζανε πετþντας ορτανσßες ο Ýνας στον Üλλο. Πιθανüν η κυρßα ΧÝιλ να 'χε τη Σου στο σαλüνι, σ' Ýνα φÝρετρο -Ω ΘεÝ μου!. Θυμüτανε τη Σου να κÜνει βüλτα με το Üλογü του ενþ κεßνος το κρατοýσε απ' τα γκÝμια, προς μεγÜλη ζÞλεια του Τζον. Εκεßνη θα πρÝπει να 'ταν μια απü τις λßγες περιπτþσεις που τα λεφτÜ τον εßχανε φÝρει σε πλεονεκτικÞ θÝση, σε σχÝση με το χωριατüπουλο.
     Στο νου του Þρθε ακüμα Ýνα ενσταντανÝ κι η ανÜμνηση του πüνου, üταν η Σου του 'χε πει πως εßχε αρραβωνιαστεß με τον Τζον. ΜετÜ, Üλλη μια εικüνα, με τη Σου να κλαßει σφιγμÝνη στο στÞθος του, üταν ο Τζον χÜθηκε με τη βÜρκα στ' ανοιχτÜ της ξÝρας του ΜπρÝντον. Εßχε συγκλονιστεß κι εßχε νιþσει τýψεις τüτε, εξαιτßας της αυθüρμητης χαρÜς που 'χε νιþσει, χαρÜ ανÜκατη με λýπη για το θÜνατο του φßλου του και για τη δικÞ της δυστυχßα. Κι εκεßνη του 'χε πει:
 -"¸τσι κι αλλιþς, ζþντας στη ΣτοιχειωμÝνη Γη, θα τονε ξαναδþ üταν γερÜσω, üπως Ýκανε κÜποτε κι η γιαγιÜ μου". Η Þρεμη βεβαιüτητα κεßνης της δÞλωσης τον εßχε κÜνει να παγþσει.
     ¢κουσε πÜλι τους χτýπους της καρδιÜς του, καθαροýς κι αργοýς. απ' το νου του πÝρασε αüριστα η σκÝψη πως κÜτι το πολý σημαντικü εßχε αφÞσει πßσω στην ακτÞ. ¸κανε φοβερü κρýο. Ο δυνατüς αγÝρας εßχε στεγνþσει τα ροýχα στο κορμß του.
     Η σκÝψη Þρθε πÜλι απρüσκλητη. ¹ταν νεκρÞ... νεκρÞ... νεκρÞ... Πßστευε πως με τον καιρü θα κÝρδιζε τη καρδιÜ της, αλλÜ τþρα Þταν νεκρÞ. Ο πρþτος κλÝφτης που 'χεν εμφανιστεß στο Κουονοτσüγκ τα τελευταßα εßκοσι χρüνια, την εßχε πυροβολÞσει στη καρδιÜ. ¸νας Üγνωστος, εντελþς αδιÜφορα, στη ρουτßνα της δουλειÜς του, εßχε σβÞσει τον Þλιο και μετÜ χÜθηκε. Μια τρýπα πÜνω στη καρδιÜ της κι Ýνας κüκκινος λεκÝς που μεγÜλωνε... Σου! Σου! Ω ΘεÝ μου!
     Το σπßτι ορθωνüτανε σκελετικü και σκοτεινü πÜνω απ' τα δυο φωτισμÝνα παρÜθυρα. Ο αγÝρας λυσσομανοýσε γýρω του και τα γυμνÜ δÝντρα που γÝρνανε προς την αντßθετη μεριÜ, θροÀζανε θρηνητικÜ. ΦτÜνοντας στη πüρτα χτýπησε και περßμενε, τρÝμοντας απ' το κρýο. ΜετÜ χτýπησε πÜλι. Οι χτýποι της καρδιÜς του αντηχοýσανε βροντεροß στ' αυτιÜ του κι Ýπνιξε μια σχεδüν ασυγκρÜτητη διÜθεση να κÜνει μεταβολÞ και να γυρßσει τρÝχοντας πßσω στην ακτÞ. ΚÜτι σημαντικü εßχεν αφÞσει κει. Κι ακüμα κανÝνας δεν ερχüταν να του ανοßξει.
     Γýρισε το πüμολο και μπÞκε. Η πüρτα του σαλονιοý Þταν ανοιχτÞ, αφÞνοντας μια καλοδεχοýμενη ζεστασιÜ να χýνεται στο χολ. Το φÝρετρο βρισκüτανε στο κÝντρο του σαλονιοý, üπως ακριβþς το 'χε φανταστεß. Η κυρßα ΧÝιλ Þτανε καθισμÝνη σε μια κουνιστÞ πολυθρüνα αντßκρυ του. ¹ταν ασυνÞθιστο να τη βλÝπει κανεßς με τα χÝρια αργüσχολα, δßχως να πλÝκουν Þ να ρÜβουνε κÜτι.
 -"Παρακαλþ, συγνþμη που μπÞκα Ýτσι, κυρßα ΧÝιλ-"
 -"Δε πειρÜζει Τζορτζ. Αν Þξερα τß εßσαι, θα σου 'χα φωνÜξει αμÝσως, να μπεις. ¸λα κÜθισε".
     ¹τανε παρÜξενη απÜντηση. Η γυναßκα φαινüτανε χλωμÞ κι αδýναμη κι η ομιλßα της, παρÜ τη σαφÞνεια που διακρßνει τη γλþσσα των ανατολικþν πολιτειþν, εßχε μια δüσην ασÜφειας. Ο Τζορτζ πλησιÜσε στο φÝρετρο.
 -"Μη την ενοχλÞσεις", του 'πε η κυρßα ΧÝιλ. Τß περßεργη κουβÝντα Þτανε πÜλι κι αυτÞ; Τß εßχε φανταστεß üτι μπορεß να Ýκανε; "ΣκÝφτηκα πως θÜτανε κουρασμÝνη και κοιμüτανε τüσον üμορφα κει, που δε μου 'κανε καρδιÜ να τη ξυπνÞσω. ¢στη να ξαποστÜσει λιγÜκι. Θα τη θÜψουνε τη ΠÝμπτη, ξÝρεις".
     Απ' το νου του Τζορτζ πÝρασε η δυσÜρεστη υποψßα πως η λýπη εßχε κÜνει να σαλÝψουνε τα λογικÜ της ηλικιωμÝνης γυναßκας. ¾στερα Ýσκυψε και κοßταξε το ξεσκÝπαστο πρüσωπü της, τα πλοýσια σκουροκÜστανα μαλλιÜ, τα μακρυÜ βλÝφαρα, που ρßχνανε τη σκιÜ τους στα μÜγουλα, τα ντελικÜτα ζεστÜ χεßλη. Απ' το νου του περÜσανε διÜφορα τετριμμÝνα επßθετα, κυρßως το 'πανÝμορφη' σε διÜφορες παραλλαγÝς. Τον ευχαρßστησε το αποτÝλεσμα της μακÜβριας τÝχνης του εργολÜβου κηδειþν, που 'χε βÜψει τα χεßλη της με κραγιüν. ΠοτÝ η Σου δεν Þταν απü κεßνες τις χλωμÝς παρθÝνες. ΟλüγυρÜ της υπÞρχανε τþρα οι χειμωνιÜτικες πρασινÜδες: αγιüκλημα, κλαδιÜ πεýκου, ακüμα κι οι αγκαθωτÝς βερβερßδες που τüσο λÜτρευε.
     ΣτÜθηκε κοιτþντας για λßγο, δßχως να σκÝφτεται τßποτα, με το νου του Üδειο τελεßως. Οι χτýποι της καρδιÜς του ακοýγονταν αργüτεροι τþρα -κι απ' το νου του πÝρασε πÜλι κεßνη η ενοχλητικÞ εντýπωση πως κÜτι σημαντικü εßχε ξεχÜσει στην ακτÞ. ¾στερα γýρισε και κÜθισε σε μια καρÝκλα.
 -"Πþς βρÝθηκες εσý εδþ;" ρþτησε η κυρßα ΧÝιλ, τονßζοντας για κÜποιο λüγο, το 'εσý'.
 -"¼ταν το 'μαθα δεν Þθελα Üλλο τη ζωÞ μου. ΒγÞκα με το σκÜφος μου στ' ανοιχτÜ κι Üνοιξα üλα τα πανιÜ, μÝχρι που μπατÜρισα. Τα κýματα με ρßξαν εδþ και με πετÜξανε στην ακτÞ κι εßπα να... περÜσω. Στην αρχÞ με πεßραξε πολý üταν εßδα πως εßχα βγει στην ακτÞ σας, αλλÜ τþρα χαßρομαι που Þρθα", πρüφερε Üτονα τα τελευταßα λüγια.
 -"Θαναι σκληρü για σÝνα Τζορτζ. Η Σου θα συναντÞσει τον Τζον τη ΠÝμπτη, ξÝρεις, μετÜ την εκκλησßα".
 -"Το ξÝρω..." Η κυρßα ΧÝιλ εßχε στ' αλÞθεια Ýνα παρÜξενο τρüπο να περιγρÜφει τα πρÜγματα. "ºσως μÜλιστα να 'τανε καλýτερα..." η φωνÞ της Ýπαψε ξαφνικÜ ν' ακοýγεται, αν και τα χεßλη της συνεχßζαν να σαλεýουνε κανονικÜ, σα να μιλοýσε.
     Σßγουρα ο πüνος της σÜλεψε τα λογικÜ, συμπÝρανε ο Τζορτζ. ΑλλÜ κι αυτüς δε πρÝπει να πÞγαινε και πολý πßσω. Δε μπορεß ναταν οι χτýποι της καρδιÜς του οι Þχοι που Üκουγε. Þτανε πολý αργοß και φαßνονταν να 'ρχονται απ' Ýξω Þ απü κÜτι στ' αυτιÜ του, που ßσως εßχανε πÜθει ζημιÜ απü τη πÜλη με τα κýματα. Κι οι δυο τους δεν Þσανε καλÜ.
     Η φωνÞ της κυρßας ΧÝιλ Üρχισε να ξανακοýγεται:
 -"ΑναρωτιÝμαι τß θα γßνει το σπßτι μας, üταν θα φýγουμε üλοι. Κανεßς δε θα θÝλει να το αγορÜσει. ΠροσπÜθησα να το πουλÞσω κι Üλλοτε μετÜ το θÜνατο του Üντρα μου, αλλÜ Ýχει αποκτÞσει κακü üνομα, βλÝπεις. ΑνÝκαθεν οι ΧÝιλ εßχαν υπερβολικÜ καλÝς σχÝσεις με τους νεκροýς τους. Κι ýστερα απ' üλ' αυτÜ -με τοýτη τη νÝα τραγωδßα- θα χειροτερÝψει ακüμα πιüτερο αυτü τ' üνομα. Θα το κληρονομÞσουνε τα ξαδÝρφια μου, οι ΧÝιλ του Ουüρικ, ξÝρεις. Θα το μοιραστοýν μεταξý τους, φαντÜζομαι. ¹λπιζα üτι εσý..." Η φωνÞ της Ýσβησε πÜλι, αν και τα χεßλη της συνÝχιζαν να σαλεýουν.
     Σßγουρα η γυναßκα εßχεν ανÜγκη ανÜπαυσης κι αλλαγÞς περιβÜλλοντος. Το ßδιο κι αυτüς. Εßχε γßνει πολý αλαφροÀσκιωτος.
 -"Κυρßα ΧÝιλ δε θα 'θελα να με θεωρÞσετε αγενÞ, αλλÜ νομßζω πως σας χρειÜζεται λßγη ξεκοýραση. Και μÝνα το ßδιο. ΑισθÜνομαι νευρικüς και νιþθω πολý Üσχημα. ΦαντÜζομαι πως κι εσεßς θα νιþθετε εξαντλημÝνη".
 -"¼χι δε νιþθω διüλου κουρασμÝνη. Τþρα που üλα τελειþσαν νιþθω τüσον ανÜλαφρη, üσο δεν Ýχω νιþσει χρüνια και χρüνια".
 -"¼μως, ξÝρετε... εßναι στιγμÝς που ενþ μιλÜτε, η φωνÞ σας σβÞνει τελεßως, αν και συνεχßζετε τη κουβÝντα σας".
 -"Τß Ýκανε λÝει";
 -"Δε θÝλω να σας προσβÜλλω, αλλÜ στα καλÜ καθοýμενα σβÞνει η φωνÞ σας. Εßμαι σßγουρος üτι φταßει η κοýρασÞ σας. Για να 'μαι ειλικρινÞς, συμβαßνουνε και σε μÝνα περßεργα πρÜματα, τüσα, που 'χω αρχßσει να τρομÜζω. Μου φαßνεται σα ν' ακοýω κÜτι πολý αργοýς χτýπους καρδιÜς. Να ακüμα και τοýτη τη στιγμÞ μου φÜνηκε σα ν' Üκουσα βÞματα και τþρα Ýχω τη περßεργην εντýπωση πως κÜποιος με τραντÜζει στους þμους".
     Η ηλικιωμÝνη γυναßκα ανακÜθισε απüτομα στη καρÝκλα της και τονε κοßταξε με γουρλωμÝνα μÜτια.
 -"Ω ΘεÝ μου! Τüτε δεν εßσαι..." Η φωνÞ της Ýσβησε πÜλι. Την Ýβλεπε ν' αγωνßζεται να του πει κÜτι. ¾στερα, η φωνÞ της ακοýστηκε πÜλι: "ΤρÝχα πßσω στην ακτÞ! ΤρÝχα πßσω! ¸χεις ακüμα καιρü"!
     ¸νιωσε να του σηκþνεται η τρßχα. ΠραγματικÜ κÜποιος τονε τρÜνταζε στους þμους. Κι εκεßνοι οι χτýποι ακοýγονταν πολý αργοß.
 -"Δε καταλαβαßνω...", ψÝλλισε.
     Η γυναßκα Ýκανε Üλλη μια απελπισμÝνη προσπÜθεια να σπÜσει το φρÜγμα της σιωπÞς που 'πεφτε ανÜμεσÜ τους. ΤελικÜ με μιαν υπερÜνθρωπη προσπÜθεια σηκþθηκε κι Üνοιξε διÜπλατα τη πüρτα της κρεβατοκÜμαρας.
 -"Κοßταξε..." του εßπε.
 -"Ω Μεγαλοδýναμε"!
     Το σþμα της κυρßας ΧÝιλ, χλωμü και γαλÞνιο, Þτανε ξαπλωμÝνο στο κρεβÜτι του. Η φωνÞ της ακουγüτανε πολý αμυδρÜ τþρα.
 -"Φαßνεται πως σε βρÞκανε στην ακτÞ. Γι' αυτü νιþθεις να σε τραντÜζει κÜποιος στους þμους. Κι οι Þχοι που ακοýς εßναι η καρδιÜ σου που χτυπÜ ακüμα. Προλαβαßνεις να γυρßσεις πßσω, να ζÞσεις, να βρεις κÜποιαν Üλλη, αντß για τη Σου. Η Σου θα συναντÞσει τον Τζον τη ΠÝμπτη, μετÜ την εκκλησßα... ξÝρεις. Γýρισε πßσω στην ακτÞ".
     Τþρα καταλÜβαινε τß εßχε αφÞσει πßσω του, στην ακτÞ, μισü μÝσα και μισü Ýξω απü το νερü. ¸νας πανικüς κι Ýνας ανεßπωτος τρüμος τονε κυρßεψαν. ΣτρÜφηκε σα τυφλüς προς την εξþπορτα, για να βρεθεß πÜλι μπρος στο φÝρετρο της Σου. Μες απü τη σκοτεινιÜ που τονε τýλιγε, μποροýσε να δει ολοκÜθαρα το κοιμισμÝνο της πρüσωπο...
 -"ΒιÜσου! Θα ζÞσεις και θα τη ξεχÜσεις. Θα βρεις κÜποιαν Üλλη να πÜρει τη θÝση της στη καρδιÜ σου. ΒιÜσου"!
 -"Εßναι μÝσα σ' αυτü τþρα;" ρþτησε δεßχνοντας το σþμα της Σου.
 -"Ναι, αλλÜ μη χασομερÜς για να τη ξυπνÞσεις, ΒιÜσου"!
     Ο Τζορτζ κοßταξε τη νεκρÞ κοπÝλα. Κοßταζε σ' Ýν ατÝλειωτο μÝλλον... ΚÜποια να την αντικαταστÞσει...
 -"ΞÝρετε κυρßα ΧÝιλ, ο Τζον Þταν ο καλýτερüς μου φßλος", εßπε τελικÜ και κÜθισε σε μια καρÝκλα κι αυτüς. "Κι εκεßνοι οι χτýποι της καρδιÜς ακοýγονται πια πολý αδýναμοι. Σε καναδυü λεπτÜκια θα 'χουνε σταματÞσει τελεßως..."

-------------------------------------------------
Oliver La Farge
Haunted Ground 1930
Μτφρ: Γιþργος ΜπαλÜνος

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers