ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Dickinson Emily Elizabeth: ÁéèÝñéá, ÁÝñéíç Ðáñïõóßá

Κι üμως ο Χρüνος συνεχßζεται
        -Το λÝω χαροýμενη σ` üσους πονÜνε τþρα-
                                                                    Θα ζÞσουνε                                                                                           ΥπÜρχει ¹λιος...

                     

                                      Βιογραφικü

     Η ¸μιλι Ελßζαμπεθ Ντßκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10/12/1830 - 15/5/1886) Þταν Αμερικανßδα ποιÞτρια. Το κορßτσι με τ’ Üσπρα, που εßδε το φως της ζωÞς στις 10 Δεκεμβρßου 1860, στο ¢μερστ της ΜασσαχουσÝτης, μια μικρÞ πüλη δýο χιλιÜδων κατοßκων, πλÜι σε δÜση απü Ýλατα και σημýδες κι Ýφυγε Ýνα μαγιÜτικο απομεσÞμερο του 1886, σε Ýνα Üσπρο φÝρετρο για την αθανασßα, αν κι Ýζησε μια ζωÞ κρυμμÝνη και κλειδωμÝνη γρÜφοντας στην κÜμαρÜ της, Ýμελλε με τη ποßησÞ της να σημαδÝψει τους αιþνες που ακολουθοýν. ΜορφÞ μυθικÞ πια της λογοτεχνßας, λßγο νεüτερη απü τον Πüε, και σýγχρονη του Ουßτμαν, του ΜÝλβιλ και του Χþθορν, Ýγινε διαχρονικÞ σπρþχνοντας üπως-üπως τον καιρü της. ΥπÞρξε οικουμενικÞ δßχως να ξεμυτßσει απü το δωμÜτιü της στη μικρÞ πουριτανικÞ πüλη του ¢μερστ. ¸γινε διÜσημη, δßχως ποτÝ να εκδþσει βιβλßο üσο ζοýσε. Αν κι üχι τüσο διÜσημη üσο Þταν εν ζωÞ, πλÝον θεωρεßται, μαζß με τον Ουþλτ Ουßτμαν, απü τους πιο αναγνωρισμÝνους κι αντιπροσωπευτικοýς Αμερικανοýς ποιητÝς του 19ου αιþνα. ΠÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς της μÝνοντας κλεισμÝνη στο σπßτι των γονιþν της στο ¢μερστ κι ολüκληρη η εργογραφßα της παρÝμεινε κρυμμÝνη κι ανÝκδοτη μÝχρι το θÜνατü της. Εξαßρεση αποτÝλεσαν μüνο 5 ποιÞματα, απ' τα οποßα 3 δημοσιεýτηκαν ανþνυμα κι Ýνα εν αγνοßα της. Προερχüμενη απü οικογÝνεια με ρßζες στη ΝÝα Αγγλßα: οι πρüγονοß της Ýφτασαν στη ΑμερικÞ κατÜ το πρþτο μεταναστευτικü πουριτανικü κýμα, η αυστηρÞ προσÞλωση της οικογÝνειÜς της στον προτεσταντισμü επηρÝασε και το Ýργο της.


                          Το σπßτι της στο ¢μχερστ της ΜασσαχουσσÝτης

     ΓεννÞθηκε το 1830 στο ¢μερστ της ΜασαχουσÝτης, μικρÞ πüλη 2.000 κατοßκων, 3ο παιδß της οικογÝνειας.  Ο πατÝρας της ¸ντουαρντ, εßχε σπουδÜσει νομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο ΓÝιλ κι εργαζüταν ως δικηγüρος στο ¢μερστ, ενþ αργüτερα εκλÝχθηκε μÝλος της ΒουλÞς των Αντιπροσþπων και της ΣυγκλÞτου της πολιτεßας και μÝλος του ΑμερικÜνικου ΚογκρÝσου. Στις 6 ΜÜη 1828, παντρεýτηκε την ¸μιλι Νüρκρος κι Ýκαναν 3 παιδιÜ: τον Γουßλιαμ ¿στιν, την ¸μιλι Ελßζαμπεθ και τη Λαβßνια Νüρκρος, η οποßα Þταν κι αυτÞ που ανακÜλυψε το Ýργο της αδερφÞς της, το συγκÝντρωσε και το εξÝδωσε μετÜ το θÜνατü της. Τα παιδικÜ χρüνια της αφιερωθÞκανε σε σχολικÝς υποχρεþσεις, σε οικιακÝς ασχολßες, σε διÜφορες δραστηριüτητες,  στο Κατηχητικü, σε ανÜγνωση βιβλßων και σε μαθÞματα τραγουδιοý και πιÜνο. ΜετÜ το πÝρας της βασικÞς εκπαßδευσης, με τις επιδüσεις της να λογßζονται εξαιρετικÝς, φοιτÜ στην ακαδημßα Mount Holyoke College για 1 Ýτος, που 'ναι και το μεγαλýτερο διÜστημα που Ýλειψε ποτÝ απü το σπßτι της. Η νεαρÞ ¸μιλι Ýδειχνε αξιοσημεßωτη κοινωνικüτητα -που θα αποσυρüταν βÝβαια üσο ο καιρüς περνοýσε-, Ýχοντας πολλοýς φßλους και φßλες στα πρþτα αυτÜ χρüνια της ζωÞς της. Ταυτüχρονα, εßχε τουλÜχιστον μßα πρüταση γÜμου, με την ßδια ωστüσο να μη παντρεýεται ποτÝ.


            Η ¸μιλυ, 1η απü αριστερÜ, ο ¿στιν στη μÝση κι η Λαβßνια δεξιÜ

     ¼ντας πλÝον στις αρχÝς των 20 ετþν της ζωÞς της, η συγγραφÞ αρχßζει να διαδραματßζει ολοÝνα και πιο σημαßνοντα ρüλο, βρßσκοντας στη ποßηση Ýναν νÝο κüσμο ιδεþν. Τα ποιÞματα της εποχÞς εßναι ρομαντικÜ και σε τελεßως Üλλο τüνο απü τα þριμα Ýργα της. Παρ' üλα αυτÜ, κÜποια βρßσκουν τον δρüμο της Ýκδοσης, εßτε στην επιθεþρηση του κολεγßου το 1850 εßτε σε τοπικÞ εφημερßδα το 1852. ΠαρÜ το γεγονüς üτι η Ντßκινσον Üρχισε να ασχολεßται σοβαρÜ με την ποßηση Þδη απü την εφηβεßα της, θα Þταν σε μια σχετικÜ σýντομη περßοδο συγγραφικοý πυρετοý που θα Üφηνε λογοτεχνικü Ýργο: στα 1858-1865 γρÜφει κι αποθηκεýει στα συρτÜρια της εκατοντÜδες ποιÞματα, περßοδος που συμπßπτει βÝβαια με το σημαντικüτερο γεγονüς της αμερικανικÞς ιστορßας του 19ου αιþνα, τον εμφýλιο πüλεμο ΒορρÜ και Νüτου. Εßναι βÝβαια και μια περßοδος ραγδαßων αλλαγþν για την ßδια, με την οικογÝνεια να επιστρÝφει στο πατρικü κτÞμα, τον μεγαλýτερο αδελφü της να παντρεýεται την καλýτερÞ της φßλη και το ζευγÜρι να μÝνει μÝσα στο κτÞμα. Η ßδια Ýχει υιοθετÞσει ωστüσο Ýναν ιδιαßτερο τρüπο ζωÞς, απολαμβÜνοντας την ησυχßα της και περνþντας þρες στο κτÞμα και το θερμοκÞπιο ασχολοýμενη με τη μεγÜλη της αγÜπη, την κηπουρικÞ, üταν δεν Ýγραφε βεβαßως.


                Το σπßτι απü Üλλη οπτικÞ, σÞμερα πια μουσεßο Ντßκινσον

     Παιδß χαρισματικü κι þριμο, μεγÜλωσε σ’ Ýνα σπßτι που κυκλοφοροýσαν βιβλßα, σε προτεσταντικÜ σχολεßα με εξαιρετικοýς δασκÜλους, «Εßμαι πÜντα ερωτευμÝνη μαζß τους», στο ¢μερστ με τη ζωηρÞ πνευματικÞ κßνηση (ΛÝσχη Σαßξπηρ, διαλÝξεις, ρεσιτÜλ). Στο σπßτι της βρεθÞκανε 19 αντßτυπα της Αγßας ΓραφÞς. Τα βιβλßα της ΠαλαιÜς και της ΚαινÞς ΔιαθÞκης Þταν το θεμÝλιο ανÜγνωσμα των ΝεοεγγλÝζων κι ο εκκλησιασμüς, η προσευχÞ και τα κηρýγματα, αναπüσπαστο τμÞμα της κÜθε μÝρας. Την ποιÞτρια που «δεν Þταν η αφοσιωμÝνη μαθÞτρια κανενüς», μονÜχα η Βßβλος και τα Ýργα του Σαßξπηρ τη θρÝψαν, τη στÞριξαν και την ενÝπνευσαν. ¸ζησε απομονωμÝνη στο δωμÜτιü της μÝχρι το θÜνατο. ΣπÜνια Ýβγαινε απü το σπßτι κι ερχüτανε σ' επαφÞ μ' ελÜχιστους ανθρþπους, που üμως την επηρÝασαν σε μÝγιστο βαθμü στη ποßηση και το τρüπο σκÝψης της.



     Το 1854, γνþρισε τον πÜστορα Τσαρλς ΓουÜντσγορθ σε Ýνα ταξßδι στην ΦιλαδÝλφεια. ΟρισμÝνοι κριτικοß πιστεýουν üτι οι ρομαντικοß στßχοι των ποιημÜτων της τα επüμενα χρüνια προÝρχονταν απü τον πλατωνικü ÝρωτÜ της για τον πÜστορα, ωστüσο η ßδια τον αποκαλοýσε "τον πιο κοντινü της Üνθρωπο πÜνω στη γη". Τα αδÝρφια της δεν Þταν μüνο η οικογÝνειÜ της, αλλÜ κι οι σýντροφοι στις πνευματικÝς ενασχολÞσεις της. Η ποßησÞ της αντανακλÜ τη μοναξιÜ που Ýνιωθε η ßδια, αλλÜ και στιγμÝς Ýμπνευσης που δßνουν ßσως μιαν αßσθηση ευτυχßας. ΕπηρεÜστηκε σε μεγÜλο βαθμü απ' το θρησκευτικü συντηρητισμü της οικογÝνειας, αλλÜ και του αστικοý πουριτανικοý περιβÜλλοντος της πüλης που ζοýσε, ενþ φαßνεται ν' αντλεß επιρροÝς κι απü τους Μεταφυσικοýς ¢γγλους ποιητÝς του 17ου αιþνα. Θαýμαζε τον Τζον Κητς και τους Ρüμπερτ κι Ελßζαμπεθ ΜπÜρετ ΜπρÜουνινγκ.



     ΜÝχρι να κλεßσει το 35ο Ýτος της ηλικßας της, εßχε Þδη συγγρÜψει περισσüτερα απü 1.100 ποιÞματα που εξερευνοýσαν με νηφαλιüτητα και σýνεση τον πüνο, τη θλßψη, τη χαρÜ, τον Ýρωτα, τη φýση και την ßδια την τÝχνη. Η ßδια καθαροÝγραψε 800 περßπου απü αυτÜ σε ξεχωριστÜ χειροποßητα βιβλιαρÜκια, τις προσωπικÝς της «εκδüσεις», που δεν Üφηνε βÝβαια να δει ανθρþπινο μÜτι. Για την παραγωγικÞ αυτÞ 7ετßα δεν εßναι και πολλÜ γνωστÜ, με τους ιστορικοýς να προσπαθοýν πλÝον να ανασυγκροτÞσουν τα γεγονüτα απü τα γραπτÜ της. Φαßνεται λοιπüν να υπÜρχει ισχυρü ρομαντικü δÝσιμο με νεαρü που δεν κατονομÜζεται ωστüσο, αλλÜ και τουλÜχιστον Ýνα τραυματικü γεγονüς στη ζωÞ της, που πÜλι üμως περιβÜλλεται απü σκοτÜδι. Η ßδια αναγνωρßζει σε επιστολÞ της το γεγονüς πως θα χρειαζüταν Ýναν «οικοδιδÜσκαλο» για να χαλιναγωγÞσει τη δαιμονισμÝνη πÝνα της και να της δþσει συμβουλÝς για το πþς να εκδþσει το Ýργο της. Οι μετακινÞσεις που θα κÜνει το 1864 και το 1865 στη Βοστüνη για θεραπεßα στο μÜτι θα εßναι μÜλιστα κι οι τελευταßες φορÝς που θα Ýβγαινε Ýξω απü το πατρικü κτÞμα. ΕπιστρÝφοντας το 1865 στην αγροικßα Ýπειτα απü 6μηνη παραμονÞ στην πüλη, σπÜνια πια θα εγκατÝλειπε το σπßτι.


                                   Η ¸μιλυ το 1860

     Η ποιÞτρια εßχε πια προσαρμοστεß στην απομüνωση που η ßδια επÝβαλλε στη ζωÞ της, περνþντας τον χρüνο με τους γονεßς και την αδελφÞ της. Συνεχßζει να γρÜφει ποιÞματα, üχι üμως με την ßδια συχνüτητα και επιμÝλεια: δεν τα οργανþνει πλÝον σε ποιητικÝς συλλογÝς, ενþ πολλÜ τα αφÞνει ημιτελÞ. Τα χειρüγραφα της εποχÞς δεßχνουνε πιο πρüχειρα γραμμÝνα απ’ τη περßοδο της εντατικÞς συγγραφÞς (1858-1865), με πολλÜ να ‘ναι üντως γραμμÝνα πÜνω σ’ οτιδÞποτε. Στην üψιμη αυτÞ περßοδü της, δεßγμα του Ýργου της περιÝρχεται στα χÝρια συγγραφÝων κι εκδοτþν, που δεßξαν ενδιαφÝρον για ενδεχüμενη Ýκδοση. ΕλÜχιστα ποιÞματα βρßσκουνε και πÜλι δρüμο για τη δημοσιüτητα, αν και στις περισσüτερες περιπτþσεις συνÝβη και πÜλι χωρßς την ÝγκρισÞ της. Ο Ýρωτας θα κÜνει και πÜλι την εμφÜνισÞ του στη ζωÞ της, αυτÞ τη φορÜ με τη μορφÞ ενüς χÞρου δικαστÞ, οικογενειακοý φßλου, με τις επιστολÝς της Ντßκινσον να δεßχνουνε πως σκεφτüταν ακüμα και να τον παντρευτεß, αν και δεν το ‘κανε ποτÝ.
     Τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς της σημαδεýονται απü αρρþστια και θÜνατο: ο πατÝρας της πεθαßνει το 1874, η μητÝρα της το 1875, ο ανιψιüς της το 1883 (σε ηλικßα 8 ετþν), ο δεσμüς της το 1884 κι η καλýτερÞ της φßλη το 1885. Απü το 1883 πÝφτει και η ßδια Üρρωστη, με τα τüσα χρüνια ασθενειþν να Ýχουν επιβαρýνει την υγεßα της. ΠαρÝμεινε σε κακÞ κατÜσταση, εξουθενωμÝνη απü αλλεπÜλληλους νευρικοýς κλονισμοýς, με επßσημη αιτßα θανÜτου μια πÜθηση των νεφρþν, τη νüσο του Bright, μÝχρι και το θÜνατü της στις 15 ΜÜη 1886, φτÜνοντας σε ηλικßα 56 ετþν.



     ΠÝρα μακριÜ, στη κατÜφυτη κοιλÜδα του ΚοννÝκτικατ, Ýνα μαγιÜτικο απομεσÞμερο του 1886, σε λευκü φÝρετρο, βγÜζαν απü τη πßσω πüρτα του σπιτιοý, üπως η ßδια εßχε θελÞσει, την ¸μιλυ Ντßκινσον. Λßγη þρα πριν, στη μεγÜλη σÜλα του κÜτω πατþματος, δýο φßλοι ιερεßς διÜβασαν αγαπημÝνα της εδÜφια απü τη Βßβλο, προσευχÞθηκαν γι' αυτÞ, και κÜποιος που της στÜθηκε σε δýσκολη στιγμÞ απÜγγειλε το «Δεν Ýχω εγþ δειλÞ ψυχÞ» της Εμ. ΜπροντÝ. Μες απ' τα χτÞματα της οικογÝνειας και τα üλο φτÝρες μονοπÜτια 6 Ιρλανδοß εργÜτες του σπιτιοý μετÝφεραν το σþμα της κι απü κοντÜ, οι λßγοι κεßνοι που δÝθηκαν μαζß της, με προορισμü το κοιμητÞρι της μικρÞς πüλης. ΑνÝλπιστα, μια εβδομÜδα μετÜ, στο δωμÜτιü της, η αδελφÞ της θ' ανακαλýψει εκατοντÜδες ποιÞματÜ της, τα περισσüτερα σ’ Ýνα κλειδωμÝνο Ýπιπλο απü ξýλο κερασιÜς κι Üλλα στο συρτÜρι του γραφεßου της. Απü τα ποιÞματα που Üφησε, 1.100 περßπου τα 'χε καθαρογρÜψει σε αυτοσχÝδια τεýχη απü διπλωμÝνα φýλλα χαρτιοý αλληλογραφßας, ενþ Üλλα 700 βρÝθηκαν σε διÜφορες φÜσεις επεξεργασßας πÜνω σε φακÝλους, στο πßσω μÝρος λογαριασμþν και προσκλÞσεων. Η Λαβßνια Þξερε πως η αδερφÞ της Ýγραφε, αλλÜ δε μποροýσε να φανταστεß πως η παραγωγÞ της Þτανε τüσο μεγÜλη, αφοý, üσο ζοýσε, μονÜχα 10 ποιÞματÜ της εßχανε δημοσιευτεß (κυρßως σε εφημερßδες, με πρωτοβουλßες φßλων που τη θαýμαζαν και χωρßς ποτÝ να το επιδιþξει η ßδια), ανυπüγραφα κι αλλαγμÝνα απü τους εκδüτες, þστε να συμμορφωθοýν με τις συμβÜσεις της εποχÞς. Η Λαβßνια ανÝλαβε το χρÝος να φροντßσει για την ÝκδοσÞ τους: ως το τÝλος της ζωÞς της (1899), δημοσιεýτηκαν 3 συλλογÝς και 2 τüμοι με γρÜμματα. Ωστüσο, Ýπρεπε να περÜσουν 70 χρüνια απü το θÜνατü της, για να Ýχουμε, το 1955, απü τον T. H. Johnson, τη 1η συγκεντρωτικÞ Ýκδοση 1.775 ποιημÜτων της (variorum edition) και μßα Ýκδοση αναθεωρημÝνη, το 1998, απü τον R. W. Franklin με 1.789 ποιÞματα. Τα 1.046 γρÜμματÜ της τυπþθηκαν το 1958, με επιμÝλεια του T. H. Johnson και της Theodora Ward.
     Οι 1ες ποιητικÝς συλλογÝς της σημειþσανε σημαντικÞν εκδοτικÞ επιτυχßα. Η 1η μÜλιστα επßσημη κι επιμελημÝνη Ýκδοση του Ýργου της, το 3τομο «The Poems of Emily Dickinson» σε επιμÝλεια Thomas H. Johnson, δεν θα εμφανιζüταν πριν απü το 1955. ΠαρÜ ταýτα, τα περιεκτικÜ, βασανισμÝνα και συναισθηματικÜ φορτισμÝνα ποιÞματÜ της θα επηρÝαζαν δραστικÜ την αμερικανικÞ ποßηση του 20οý αι., κÜνοντÜς τη μια απü τις σημαντικüτερες πÝνες της ΑμερικÞς του 19ου αιþνα.

 
                   Η 1η συγκεντρωτικÞ Ýκδοση των ποιημÜτων της

     H ¸μιλυ Þταν ιδιαßτερα παραγωγικÞ στον αριθμü των ποιημÜτων της, που ξεπερνοýνε τα 800 και συχνÜ τα Ýστελνε μÝσω αλληλογραφßας σε φßλους, ωστüσο δεν αναγνωρßστηκε ευρÝως κατÜ τη διÜρκεια της ζωÞς της. Ασυμβßβαστη με την κοινωνßα της εποχÞς,  με ιδιαßτερη, ξεχωριστÞ γραφÞ αδιαφορþντας για συντακτικοýς και γραμματικοýς κανüνες εμπνÝεται απü σκηνÝς της φýσης και καταλÞγει με ποιÞματα βουτηγμÝνα σε βαθý στοχασμü. Αν και δεν ταξßδευσε ποτÝ της και σπÜνια Ýβγαινε απü το σπßτι της εßχε μια ενüραση που της επÝτρεπε να ξεφεýγει απü το κλειστü και πουριτανικü περιβÜλλον της εποχÞς της. Παρüλο που δεν Ýβγαινε σχεδüν ποτÝ απü το σπßτι της και üσο περνοýσαν τα χρüνια το απεχθανüταν üλο και περισσüτερο, επρüκειτο για μια γυναßκα με χιοýμορ, εξυπνÜδα και πρωτüτυπο πνεýμα. Απü τις σπÜνιες ποιÞτριες που 'ζησε τη ζωÞ της μÝσα στον εσωτερικü της, αστεßρευτο κüσμο. ΠÝθανε στο ¢μερστ το 1886, σε ηλικßα 56 ετþν κι ο 1ος τüμος ποιημÜτων εκδüθηκε μετÜ θÜνατον το 1890 κι ο τελευταßος το 1955.


             Ιδιüχειρο χειρüγραφο ποßημα της με τßτλο: "Wild Nights"

     "Εßσαι μεγÜλη ποιÞτρια" θα της πει η συγγραφÝας Ελεν Χαντ Τζακσον το 1898 προφητικÜ, αλλÜ ο κüσμος δε θα τη μÜθει παρÜ μüνον αρκετÜ χρüνια μετÜ το θÜνατü της. ¸να κλειδωμÝνο Ýπιπλο απü ξýλο κερασιÜς με 2000 ποιÞματα που θα ανακαλýψει η αδελφÞ της Λαβßνια την þρα που κεßνη ξεκινοýσε για το δßχως επιστροφÞ ταξßδι, θα 'ναι το üχημα που θα αποδεßξει για ακüμα μια φορÜ üτι η μεγÜλη τÝχνη βρßσκει τον τρüπο κι επιβÜλλεται στον κüσμο, πολλÝς φορÝς με τρüπο αρκοýντως παρÜδοξο. «Με κÜλεσαν πßσω» πρüλαβε κι εßπε να χαρÜξουν στον τÜφο της.
     «ΜακÜρι να ‘μασταν πÜντα παιδιÜ, δεν ξÝρω πþς να μεγαλþσω», το μüνιμο Üγχος και το πρüβλημÜ της. Μοναδικü της βÜσανο «αν τα ποιÞματÜ της ανασαßνουν». Κι 70 χρüνια μετÜ το θÜνατü της τα ποιÞματα και τα γρÜμματÜ της θα γßνουν «η ποιητικÞ δωρεÜ της στον κüσμο.
     Στα νυχτÝρια της μοναξιÜς, της γραφÞς και της μελÝτης της, συντροφιÜ της η Αγßα ΓραφÞ, ο Σαßξπηρ και το λεξικü Webster's. Το ζυμωτü ψωμß και τα μικρÜ γλυκÜ που Ýφτιαχνε με τα χÝρια της, τα ζουζοýνια και τ' Üνθη του αρχοντικοý της. Τα ποιÞματα που 'γραφε χωρßς παραλÞπτη και δßχως σταματημü σε αυτοσχÝδια τεýχη απü διπλωμÝνα φýλλα χαρτιοý αλληλογραφßας, πÜνω σε φακÝλους, στο πßσω μÝρος λογαριασμþν και προσκλÞσεων. Για την εμπειρßα της Ýκστασης και για τον Ýρωτα, για την εγκατÜλειψη και το θÜνατο, για τη παντοδυναμßα και την ομορφιÜ της φýσης, για την αναζÞτηση το Θεοý και την αμφιβολßα. Και 1000 γρÜμματα. ΕφÜμιλλα πολλÜ απ’ αυτÜ με την ποßησÞ της. Τα νυχτÝρια της γραφÞς και της μελÝτης ßσως Þταν η αιτßα που κατÝστρεψε η Ντßκινσον την üρασÞ της. ΔιÜβαζε με βουλιμßα, εßχε εποπτεßα της παλαιüτερης και της σýγχρονÞς της λογοτεχνßας. «Οι λÝξεις… δε ξÝρω κÜτι Üλλο πιο δυνατü», Ýλεγε, üμως κανÝνας Üλλος ποιητÞς δεν üφειλε στα βιβλßα τüσο λßγα. Αν κι Ýγιναν επßμονες απüπειρες να προσδιοριστοýν οι πρüγονοß της, οι επιδρÜσεις που δÝχτηκε και το λογοτεχνικü κßνημα üπου ανÞκει, η Ντßκινσον αντιστÝκεται σε üποια κατÜταξη και μÝνει μακριÜ απü κÜθε Üμεση εξÜρτηση. Με κÝντρο ανÜγνωσης τη Βßβλο και τον Σαßξπηρ, μελÝτησε τους Αγγλους μεταφυσικοýς του 17ου αιþνα (ΧÝρμπερτ, Βων, Σερ Τüμας ΜπρÜουν) κι üλη σχεδüν την αγγλüφωνη ρομαντικÞ και βικτωριανÞ λογοτεχνßα.


           ΠοßημÜ της σε τοßχο κεντρικοý κτιρßου στη ΧÜγη, Ολλανδßα.

     Απü τους Αμερικανοýς: Εμερσον και Θορþ, Χþθορν, πολý πιθανüν Πüε και ΜÝλβιλ. (ΑρνÞθηκε, üπως φαßνεται, τη ποßηση του Ουßτμαν). Απü τους Αγγλους: Κητς και ΜπÜυρον, ΓουÝρντσγουερθ και ΤÝννυσον, Ντßκενς. Ιδιαßτερα, üμως, τους ΜπρÜουνινγκ (Ýγραψε τουλÜχιστον 2 ποιÞματα για την Ελßζαμπεθ), την Τζωρτζ Ελιοτ (2 ποιÞματα εßναι αφιερωμÝνα στη μνÞμη της), την Εμιλυ και την Σαρλüτ ΜπροντÝ. Πολý νÝα διÜβασε τη «Μßμηση του Χριστοý» του Γερμανοý μυστικοý Thomaw a' Kempis, που της φανÝρωσε Ýνα παρÜδειγμα ζωÞς ριζικü και απüλυτο: "απαρνÞσου τον κüσμο, απüδιωξε την ταραχÞ του, βρες καταφýγιο στα μýχια της καρδιÜς". Γνþριζε σε βÜθος το Ýργο του ΡÜσκιν και του ΚαρλÜυλ. Στα βιβλßα του σπιτιοý περιλαμβÜνονταν ακüμη θρησκευτικÞ ιστορßα, θεολογßα, φιλοσοφικÜ μελετÞματα, βιογραφßες (αγαπημÝνο της ανÜγνωσμα).
      ¼σο κι αν Ýλεγε φýλακα Üγγελü της, τη Λαβßνια, που κι αυτÞ Ýμεινε ανýπαντρη, «δεν Ýχει ΠατÝρα και ΜÜνα, αλλÜ μüνο εμÝνα, κι εγþ δεν Ýχω Γονεßς παρÜ μüνη αυτÞ», ο Üνθρωπος που Ýγινε η πιστÞ σκιÜ της Þταν το μεγαλýτερο απü τα 3 παιδιÜ, ο Üτολμος ¿στιν, ο «αδερφüς ΠÞγασος», που υπÞρξε για τη Ντßκινσον μια σχÝση Ýντονα συναισθηματικÞ και πνευματικÞ. «Νομßζω üτι, üσο μεγαλþνουμε, λεßπουμε ο Ýνας στον Üλλο πιο πολý, γιατß δε μοιÜζουμε σχεδüν με κανÝνα, και γι' αυτü εξαρτιüμαστε περισσüτερο ο Ýνας απü τον Üλλον, για να βροýμε χαρÜ», του Ýγραφε. "Δεν Ýχω Üλλο σýντροφο στο παιγνßδι", εξομολογεßται το μυστικü της στον Ωστιν, που σπουδÜζει νομικÜ στο ΧÜρβαρντ: «Θα σου πω πως Ýχουν τα πρÜγματα -Ýχω κι εγþ τη συνÞθεια να γρÜφω». Λßγες μÝρες αργüτερα: «ΜακÜρι να ‘μασταν παιδιÜ, δε ξÝρω πþς να μεγαλþσω». Και τον επüμενο χρüνο, στα 23 της: «Δε φεýγω απü το σπßτι, εκτüς κι αν μια πειστικÞ ανÜγκη με πÜρει απü το χÝρι». Στους σκονισμÝνους δρüμους του ¢μερστ φÜνηκαν κÜποιες σκιÝς, Üνθρωποι μισü πραγματικοß μισü γυρνÜμενοι μες στο μυαλü της, οι λßγοι κεßνοι που σφρÜγιζαν τη ζωÞ της: καλοýπια της πραγματικüτητας, που στÜλαξε μÝσα τους την ýλη του ιδιþματüς της. Γιατß στην ¸μιλυ, ακüρεστη και δýσπιστη καθþς Þτανε μπρος στην ευτυχßα, η ερωτικÞ ιδÝα Þταν αχþριστη απü την ποιητικÞ.
     ΓρÜμματα (το εßδος του πεζοý λüγου στο οποßο εκφρÜστηκε) Ýχει αρχßσει να γρÜφει απü τα 12, και συνÝχισε χωρßς διακοπÞ μÝχρι τις τελευταßες της μÝρες (σþθηκαν πÜνω απü χßλια, αν και πολλÜ χÜθηκαν Þ σκüπιμα καταστρÜφηκαν). ¼σο κυλοýν τα χρüνια, η αλληλογραφßα γßνεται üλο και πιο πολý κομμÜτι της ζωÞς της, καθþς τα γρÜμματα «αποτελοýν το μοναδικü μÝσο διαφυγÞς απü τον εκοýσιο εγκλεισμü της»(Johnson & Ward 1958, xix) -«Ýνα ΓρÜμμα εßναι χαρÜ ΓÞινη που οι θεοß τη στεροýνται» (Γ 960). Η συνÞθεια να ταχυδρομεß ποιÞματα για γρÜμματα, να ενσωματþνει ποιÞματÜ της μÝσα σε γρÜμματα, η συχνÞ χρÞση παýλας, οι Ýμμετρες προτÜσεις και οι εσωτερικÝς τους ομοιοκαταληξßες, «üλα τεßνουνε προς την αμφισβÞτηση μιας αυστηρÞς ειδολογικÞς διαφορÜς ανÜμεσα στη ποßηση και στο πεζü της λüγο» (Farr 1992, 16).


                        Eδþ με μια φßλη της (Kate Turner) το1859

     ΠυκνÜ κι αποσπασματικÜ, κατÜμεστα απü μεταφορÝς και μετωνυμßες, πολλÜ γρÜμματα εßναι ισοδýναμα με τα ποιÞματÜ της. Πþς αλλιþς, αφοý με την αλληλογραφßα της θÝλησε να επικοινωνÞσει και να γοητεýσει, να ασκηθεß ποιητικÜ και να συστÞσει τον εαυτü της, να συγκεντρþσει γýρω της ποιητικü ακροατÞριο, καθþς οι 40 απü τους 99 αλληλογρÜφους μιας ολüκληρης ζωÞς Þτανε κι οι μοναδικοß παραλÞπτες των ποιημÜτων της, ορισμÝνων ποιημÜτων της, μιας κι Þταν ελÜχιστοι κεßνοι που Ýλαβαν περισσüτερα απü Ýνα (Juhasz 1984, 170-192· Miller 1968, 29-39). «¸να ΓρÜμμα το νιþθω πÜντα σαν αθανασßα, γιατß εßναι μüνο ο νους του φßλου χωρßς το σþμα του». «Η Δημοσßευση εßναι η Δημοπρασßα του Ανθρþπινου Νου», «Ατßμωση της ΤιμÞς», Ýγραφε το 1863. Η ÜρνησÞ της να εκδþσει μÝνει ανεξÞγητη. Η αποθÜρρυνση απü τον Χßγκινσον κι οι επεμβÜσεις στα 10 ποιÞματÜ της που εßδε τυπωμÝνα, ο φüβος πως θα 'χανε το προνüμιο της μüνωσης, η τακτικÞ να επιστρÝφει στα ποιÞματα μετÜ απü χρüνια, η πεποßθηση üτι οι αλληλογρÜφοι της Þτανε το ιδανικü ακροατÞριο, εßναι κÜποιες πιθανÝς απαντÞσεις.
     Απü τους 2 στυλοβÜτες της αμερικανικÞς ποßησης, ο Ουßτμαν επÝβαλε Üμεσα τη κυριαρχßα του στους μεταγενÝστερους, ενþ η Ντßκινσον Ýδρασε με τρüπο αργü κι υπüγειο. Μüλις το 1994 ο Harold Bloom, επικυρþνοντας καθυστερημÝνα την εßσοδü της στο Δυτικü Κανüνα, τη θεωρεß ως τη «μεγαλýτερη ποιÞτρια της Δýσης» (Bloom 1994, 295) κι αναγνωρßζει üτι «δεν υπÜρχει κανÝνας κριτικüς που να στÝκεται στο ýψος των διανοητικþν της αξιþσεων και οýτε πρüκειται να υπÜρξει» (Bloom 1994, 292). ΑλλÜ κι ο Alfred Kazin, στο μεßζον Ýργο του An American Procession, σημειþνει üτι «Þταν η πρþτη νεωτερικÞ συγγραφÝας που Ýβγαλε η ΝÝα Αγγλßα» (Kazin 1984, 164).
     Αν κι εßναι πιθανü πως Üρχισε να γρÜφει απü το 1845, το 1ο γνωστü ποßημÜ της χρονολογεßται τον ΜÜρτη του 1850, στα 20 της. Απü τη παραγωγÞ των επüμενων 8 χρüνων κρÜτησε μüνο 4 ποιÞματα. Το 1858 αρχßζει να συγκεντρþνει προσεχτικÜ τα ποιÞματÜ της αντιγρÜφοντÜς τα σε χειροποßητα τετρÜδια, σα να 'θελε να βÜλει τÜξη στη παραγωγÞ της, που αýξανε διαρκþς, σα να επιθυμοýσε να συνθÝσει τις συλλογÝς της. Την εποχÞ αυτÞ φαßνεται πως συμβαßνει στη ζωÞ της κÜποιο γεγονüς αποφασιστικÞς σημασßας (αντικεßμενο εξαντλητικþν συζητÞσεων). Το αποτÝλεσμα Þταν Ýνας εσωτερικüς εμπρησμüς που την οδÞγησε στη δημιουργßα 1.116 ποιημÜτων, τα 2/3 του Ýργου της, σε διÜστημα 8 χρüνων, απü το 1858 ως το 1865. Πρüκειται για τη πιο γüνιμη περßοδο, μιας και το 1862 γρÜφει 227 ποιÞματα, το annus mirabilis 1863, 295, σχεδüν Ýνα τη μÝρα, το 1865, 229. Θα συνεχßσει να γρÜφει μÝχρι το τÝλος της ζωÞς της, «δεν Ýχω Üλλο σýντροφο στο παιχνßδι», με ετÞσιο μÝσο üρο 26 ποιÞματα, üμως ποτÝ με την ορμÞ των αρχþν της δεκαετßας του 1860.


                             Το δωμÜτιο üπου Ýγραφε...

     Η ποßησÞ της, δραματικÞ, αμφßσημη κι ειρωνικÞ, αν και θα μποροýσε να ταιριÜξει στο κλßμα που καλλιÝργησε ο μοντερνισμüς, παρασιωπÞθηκε ωστüσο απü τον ΠÜουντ και τον ¸λιοτ, τους κορυφαßους αγγλüφωνους εκφραστÝς του. Στο περιοδικü του ¸λιοτ, The Criterion δημοσιεýτηκαν, το 1925, σοβαρÝς επιφυλÜξεις για το Ýργο της. Νωρßτερα, η Amy Lowell (1874-1925) την εßχε θεωρÞσει πρüδρομο της νεþτερης ποßησης και υπüδειγμα για το κßνημα του εικονισμοý. Ο Allen Tate (1899-1979), στο ιστορικü δοκßμιü του για τη Ντßκινσον (1932), τη προβÜλλει ως βασικü πρüτυπο για τις αρχÝς της ΝÝας ΚριτικÞς. Ο Archibald MacvLeish (1892-1982) βρßσκει τη φωνÞ της Üμεση και δραματικÞ, «τυπικÜ νεωτερικÞ».
     ΠοιητÝς που δÝχτηκαν βαθýτερα την επßδρασÞ της Þταν ο Wallace Stevens (1897-1955) και ο Hart Crane (1899-1932), που της απευθýνεται στο ποιητικü του κατüρθωμα Η ΓÝφυρα (The Bridge, 1930). Ο Robert Frost (1874-1963) Þταν απü τους πρþτους Ýνθερμους υποστηρικτÝς της («η σπουδαιüτερη γυναßκα συγγραφÝας»), ο William Carlos Williams (1883-1963), αν και μαθÞτευσε στην ποßηση του Whitman, θαýμαζε την οικονομßα και την ελλειπτικüτητα των στßχων της, ονομÜζοντÜς τη «προστÜτισσα αγßα» του, ενþ η Marianne Moore (1887-1972) επηρεÜστηκε απü τις λεκτικÝς της επιλογÝς και τις ανατροπÝς στη σýνταξη. Η πεζογρÜφος Gertrude Stein (1874-1946) ομολογοýσε τη πνευματικÞ της συγγÝνεια. ΜετÜ το Β´ Παγκ. Πüλ., üταν η ποßηση μιλÜ για τη ψυχικÞ διÜλυση και τη πνευματικÞ αγωνßα, το Ýργο της Ντßκινσον θα 'ρθει στο προσκÞνιο.
     Για τη ζωÞ της δεν εßναι λοιπüν και πολλÜ γνωστÜ, üπως δεν θα Þταν και το Ýργο της, αν δεν Ýβρισκε η αδελφÞ της τα ανÝκδοτα χειρüγραφα. Γιατß η πλÝον αναγνωρισμÝνη αμερικανÞ ποιÞτρια του 19ου αιþνα δεν δημοσßευσε οýτε στßχο üταν ζοýσε, με μια χοýφτα ποιÞματÜ της που βρÞκαν τον δρüμο της Ýκδοσης να μην Ýχουν καν την ÝγκρισÞ της. Το μεγÜλο μυστÞριο των αμερικανικþν γραμμÜτων Ýγραψε μανιωδþς μια σειρÜ απü ποιÞματα σε μια σýντομη χρονικÞ περßοδο και μετÜ σßγησε για πÜντα, για να αφÞσει λες τους στßχους της ν' ακουστοýνε δυνατüτερα...


                               Το μÝρος üπου αναπαýεται...


========================


Δεν ΥπÜρχει ΦρεγÜτα Σαν Το Βιβλßο

Σαν το βιβλßο δεν υπÜρχει μια φρεγÜτα
σε χþρες μακρυνÝς να μας πηγαßνει,
Μηδ' ο γοργüς ταξιδευτÞς, μßα σελßδα
γεμÜτη στßχου καλπασμü, δε προλαβαßνει.

Η διαδρομÞ αυτÞ μπορεß να πÜρει

τον πιο φτωχü και να τον ταξιδÝψει,
χωρßς το φüβο ναýλα να ξοδÝψει.

Πüσο λιτü στ’ αλÞθεια εßναι το Üρμα
που κÜνει μιαν ανθρþπινη ψυχÞ να πÜλλει!

    ¢γριες Νýχτες

¢γριες νýχτες-¢γριες νýχτες!

Αν Þμουν μαζß σου
Οι ¢γριες νýχτες θα Þταν
Η απüλαυση μας

ΜÜταιοι οι Üνεμοι
Για μια καρδιÜ σε λιμÜνι
ΑρκετÜ με τη Πυξßδα
ΑρκετÜ με τους ΧÜρτες

Κωπηλατþντας στην ΕδÝμ
Αχ! η ΘÜλασσα!
ΜονÜχα να προσüρμιζα
Σε σÝνανε Απüψε!

      Σαν ΠÝτρα

Η ψυχÞ διαλÝγει τους Ομοßους της
ΜετÜ σφαλνÜ τη Θýρα
Στη θεúκÞ πλειοψηφßα της
¢λλον να εισβÜλλει δεν αφÞνει

Ακλüνητη μετρÜ τους Ηνιüχους που σταματοýν
Στην ΤαπεινÞ της Πýλη
Ακλüνητη ο αυτοκρÜτωρ το γüνυ κλßνει
ΕπÜνω στο χαλß της

Τη ξÝρω απü μεγÜλο Ýθνος
ΔιαλÝγει ¸ναν
ΜετÜ τις Βαλβßδες κλεßνει της προσοχÞς της
Σαν ΠÝτρα

Αν Μπορþ

Αν μπορþ να σταματÞσω
μια καρδιÜ που πÜει να σπÜσει
Δεν θα ζÞσω μÜταια.

Αν μπüρω να απαλýνω
μιας ζωÞς την Οδýνη
¹ ηρεμÞσω Üλλου τον Πüνο
¹ να βοηθÞσω
Ýνα μισολιπüθυμο Κοκκινολαßμη
Να μπει ξανÜ μες στη ΦωλιÜ του
Δεν θα ζÞσω μÜταια.

        Σκüρπια

1
ΜακÜρι να 'μουνα για σÝνα καλοκαßρι,

¼ταν οι μÝρες του καλοκαιριοý Ýχουν πετÜξει!
Και μουσικÞ σου που να παραμÝνει,
¼ταν τα Νυχτοποýλια και οι Φλþροι, Ýχουν σωπÜσει!

Θα υπερπηδÞσω, και θ᾽ανθßσω, üλον μ᾽ Üνθη
Θα τον γεμßσω απü πÜνω! Καß μακÜρι
Να με μαζÝψεις üλη Aνεμþνη
Παντοτινü, δικü σου Üνθος!

Για χÜρη σου ακüμα και στον τÜφο

2
¸χω τον τßτλο της συζýγου, δßχως üμως
να 'χω την Üδεια καθþς ορßζει ο Νüμος.
ΣκληρÞ μου δüθηκε, πικρÞ κι Üδικη μοßρα.
«Βασßλισσα του ΓολγοθÜ» για τßτλο πÞρα.

Κι üλα εßναι βασιλικÜ, εκτüς το στÝμμα,
κι ο αρραβþνας, δßχως λßγωμα στο βλÝμμα
που ο Θεüς σε κÜθε θηλυκü χαρßζει,
üταν το κρÜτημα Üλλου χεριοý γνωρßζει.

Διαμαντικü με το διαμαντικü ταιριÜζει
και το χρυσÜφι, το χρυσÜφι αγκαλιÜζει.
Η γÝννηση, ο αρραβþνας και κατüπι
δυο-τρßα μÝτρα απü του σÜβανου το τüπι.

ΤριπλÞ μια νßκη σε μια μÝρα να 'ναι, φτÜνει.
«Ο Üντρας μου», λεν οι γυναßκες με στεφÜνι
μ' Ýνα σκοπü που κι η ψυχÞ τους τραγουδÜει.
Να 'ναι ο τρüπος τÜχα, αυτüς; Ποιüς απαντÜει;

3
Στ' ΑλαβÜστρινÜ τους Δþματα, ΑσφαλισμÝνοι
ΑνÝγγιχτοι απ' το πρωß κι απü το μεσημÝρι
Κοιμοýνται της ΑνÜστασης οι πρÜοι εταßροι,
ΑτλÜζινοι Δοκοß και ΠÝτρινη η ΣτÝγη

ΘριαμβικÜ περνοýν τα Χρüνια πÜνω τους
μες στο Μισü ΦεγγÜρι και τα Σýμπαντα
τα Τüξα τους λαξεýουν και Στερεþματα
κωπηλατοýν, κατρακυλÜνε τα ΔιαδÞματα
Και Δüγηδες σιωπηλÜ που παραδßδονται
σα τα ΣημÜδια, σ’ Ýνα Δßσκο απü Χιüνι

4
Τη ΔýναμÞ μου στα ΧÝρια πÞρα
Και κüντρα σ' üλο τον Κüσμο πÞγα
Δεν Þταν πολλÞ σαν του Δαυßδ
Μα Þμουν εγþ διπλÜ τολμηρÞ

¸ριξα το Χαλßκι μου μα αυτÞ
Που 'πεσε χÜμω Þμουν Εγþ
¹ταν ο ΓολιÜθ τüσο πελþριος
¹ Þμουν εγþ τüσο μικρÞ;

5
Μια ψαλιδιÜ Ýνιωσα στο νου
σαν να 'χε χωριστεß
Ýπιασα να το ρÜψω
δεν ταßριαζε η κλωστÞ.

6
¼ταν η νýχτα φεýγει κι εßναι
το χÜραμα τüσο κοντÜ
π' αγγßζεις πλÝον τα κενÜ,
þρα να στρþσεις τα μαλλιÜ,

να ετοιμÜσεις τα λακκÜκια,
και ν’ απορÞσεις τι να Þσαν
τα γηραιÜ, ξεθωριασμÝνα
μεσÜνυχτα και σε φοβÞσαν.

7
Η Φýση κÜνει να διψοýμε,
þστε, πεθαßνοντας μετÜ,
λßγο νερü εκλιπαροýμε
σε δÜχτυλα περαστικÜ.

Δηλοß τη πιο λεπτÞ για εμÜς
ανÜγκη που εν αφθονßα
πληροß το μÝγα προς δυσμÜς,
το ¾δωρ, η Αθανασßα.

8
Η φÞμη εßναι μÝλισσα.
¸χει κεντρß, Ýχει τραγοýδι
Α, Ýχει üμως και φτερÜ.

9
Δε χρειÜζεται κÜποιος να 'ναι δωμÜτιο
για να στοιχειþσει.
Δε χρειÜζεται κÜποιος να εßναι σπßτι
Το μυαλü Ýχει διαδρüμους
που υπερβαßνουνε τον υλικü χþρο.

10
Μπορεß τ' απÝραντα να αιτÞθηκα
Απ' ουρανοýς δε θα δεχτþ χασοýρα
Γιατß, στη Πüλη που γεννÞθηκα
πυκνþνουνε οι Γαßες σαν τα Μοýρα

Tο καλαθÜκι μου Ýχει μÝσα μüνο τ' ¢πειρα
που λεýτερα στο μπρÜτσο μου αιωροýνται
ΑλλÜ μικρüτερα δεμÜτια συνωθοýνται.

11
ΠÝθανα για την ομορφιÜ
και μπαßνοντας στο χþμα
ακοýω κÜποιον ν` ακουμπÜ'
στο πλαúνü μου στρþμα.

Ψιθýρισε «τι Ýφταιξε;»
«η ομορφιÜ» του εßπα
«για την αλÞθεια πÝθανα»
εßπε «εßμαστε αδÝρφια».

Κι üπως μιας νýχτας συγγενεßς
μιλÞσαμε, üσο ποτÝ κανεßς
þσπου Þρθανε στα χεßλη μας τα κρýα,
κι Ýκρυψαν τ` üνομÜ μας, βρýα.

12
Κι üμως ο Χρüνος συνεχßζεται
-Το λÝω χαροýμενη σ` üσους πονÜνε τþρα-
Θα ζÞσουν
ΥπÜρχει ¹λιος
Δεν το πιστεýουν τþρα
Που Ýχασα τα ΠÜντα,
Μ` εμπüδισε
Να χÜσω ΠρÜγματα μικρüτερα.

Αν δε φαινüταν κÜτι μεγαλýτερο
Απü την ΕκτροπÞ ενüς Κüσμου απü Ýναν ¢ξονα
¹ απü του ¹λιου τον Αφανισμü
Τüσο μεγÜλο δε θÜταν βÝβαια
Ποý να σηκþσω εγþ το βλÝμμα απ’ τη δουλειÜ μου
Για περιÝργεια.

13
ΥπÜρχει η μοναξιÜ του χþρου
κι η μοναξιÜ των θαλασσþν
και μοναξιÜ θανÜτου, κι üλες
μοιÜζουν εσμοß πρωτευουσþν

μπροστÜ στο πολικü τοπßο
-μια περατÞ απεραντüτης-
εκεß που η ψυχÞ ανοßγει
και δÝχεται τον εαυτü της.

14
Δεν πÝρασα το ΧÜρο να πÜρω τÜχα,
και μοý 'κανε ο ßδιος τη τιμÞ.
στην Üμαξα καθßσαμε μονÜχα
εμεßς κι η μετÜ θÜνατον ζωÞ.

Βραδýναμε, εκεßνος δεν βιαζüταν,
κι εγþ απü τα Ýργα και τους κüπους
κι απ' την ανÜπαυλα μου εßχα πλÝον
παραιτηθεß, για τους καλοýς του τρüπους.

ΠερÜσαμε εκεß που τα παιδÜκια
στο διÜλειμμα παλεýαν του σχολεßου,
περÜσαμε απ' αθþα χορταρÜκια,
και πÝρα απü τη δýση του ηλßου.

Κι ο Þλιος μας προσπÝρασε. Το ποýσι
Ýφερνε παγωνιÜ κι ανατριχßλα
αρÜχνης εßχα φüρεμα, και τοýλι
γýρω στους þμους μου που τρÝμανε σα φýλλα.

ΣταθÞκαμε μπροστÜ σε κÜποιο σπßτι,
Που Ýμοιαζε μ' εξüγκωμα στη γη.
Μüλις που διακρινüταν η σκεπÞ του,
το γεßσωμÜ του Ýμπαινε στη γη.

ΠÜει καιρüς πολýς, μα κεßνη η μÝρα
μοιÜζει πολý μακρýτερη για μÝνα,
που κοßταξα και εßδα των αλüγων
στραμμÝνα τα κεφÜλια στους αιþνες.

         Τüσο Ανεπαßσθητα

Τüσο ανεπαßσθητα σα μια μικροýλα λýπη

Το Καλοκαßρι Ýσβησε σαν παρουσßα
Τüσο ανεπαßσθητα που απü κοντÜ μας λεßπει,
Χωρßς να φαßνεται πως Ýχει κÜνει προδοσßα.

Παντοý σκορπßστηκε σιωπÞ, παντοý γαλÞνη,
Σα ξαφνικÜ το σοýρουπο μεγÜλο να 'χει αρχßσει
Σαν να θÝλει ασυντρüφευτη να μεßνει
Σε δεßλι απüμακρο, μονÜχη της η φýση.

Νωρßς, το σýθαμπο τη θÝση του Ýχει πÜρει
Το πρωινü θολÝς ανταýγειες ξετυλßγει
Με ευγενικÞ κι üλο μελαγχολßα, χÜρη,
Σαν επισκÝπτης που ετοιμÜζεται να φýγει.

Κι Ýτσι χωρßς φτερÜ, κουπιÜ, χωρßς τιμüνι
Σ’ ονειρικÞ, παραμυθÝνια τρυφερÜδα
Το Καλοκαßρι με αναμνÞσεις μας φορτþνει
Και φεýγει Θεßο, στη στερνÞ του ΟμορφÜδα.

   Ρßξε Τα Εμπüδια ΧÜρε

Ρßξε τα εμπüδια ΧÜρε, τα κοπÜδια

Να 'μπουνε τα κουρασμÝνα,
Που 'χει τελειþσει η βüσκησÞ τους
Και πια πÜψαν να βελÜζουν.

ΔικÞ σου εßν' η πιο γαλÞνια νýχτα,
Δικü σου και το πατρικü μαντρß,
Πολý σιμÜ 'σαι, να σ’ αναζητοýμε,
και πρüθυμος πολý, σαν σε καλοýμε.

                 Ελπßδα

Εßναι η ελπßδα Ýνα πρÜγμα με φτερÜ
που 'χει κουρνιÜσει στη ψυχÞ μου
και δßχως λÝξεις το σκοπü μου τραγουδÜ
χωρßς ποτÝ, ποτÝ, ποτÝ να σταματÜ.

Κι ακοýγεται στη καταιγßδα πιο γλυκÜ,
ντροπÞ της πρÝπει τÝτοια θýελλα κακιÜ,
που το μικρü μπορεß να διþξει, το πουλß,
που ζÝσταινε καιρü, κüσμο πολý.

Το 'χω ακοýσει και στη παγωμÝνη γη,
Και στα πιο αγρια κýματα, τα ξÝνα.
Κι üμως, οýτε στη χρεßα του ποτÝ,
οýτ' Ýνα ψßχουλο δε ζÞτησε απü μÝνα.

Την ΗδονÞ Πρþτα ΖητÜ Η ΚαρδιÜ

Την ηδονÞ πρþτα ζητÜ η καρδιÜ
κι Ýπειτα την οδÞνη ν' αποφεýγει
Κι ýστερα κεßνα τα μικρÜ παυσßπονα
Που ξεγελÜν τον πüνο.

ΜετÜ, να πÜει να κοιμηθεß
Κι αν εßν' στο τÝλος, βολετü,
Με θÝλημα τ' ΑφÝντη της
Τη λευτεριÜ, τα μÜτια της να κλεßσει.

Χωρισμüς

Δýο φορÝς τÝλειωσε η ζωÞ μου,

πριν τελειþσει,
ΜÝνει ακüμη να φανεß αν η Αθανασßα
μου φανερþσει
και Ýνα τρßτο γεγονüς
τüσο μεγÜλο,
τüσο δυσκολονüητο üσο αυτÜ
που Þδη μου τýχαν δýο φορÝς

Ο χωρισμüς
εßν' τα γνωστÜ του παραδεßσου,
Κι üλα τα χρειαζοýμενα
απ' τη κüλαση.

ΑντιστÜθμισμα

ΚÜθε μικρÞ στιγμÞ εκστατικÞ

ΠρÝπει να τη πληρþσουμε μ' οδýνη
Σ' αναλογßα με την ¸κσταση, οξεßα
και τρεμαμÝνη. Για κÜθε þρα λατρευτÞ,
χρüνια ζωÞς με πενταροδεκÜρες.

Με τον πικρü αγþνα αποκτημÝνες
Και με σεντοýκια δÜκρυα γιομÜτα.

Ο ΘÜνατος Εßναι ¸νας ΔιÜλογος

Ο ΘÜνατος εßναι Ýνας διÜλογος
ανÜμεσα στο Πνεýμα και τη Σκüνη.
«Διαλýσου» λÝει ο θÜνατος.
Το πνεýμα απαντÜ,
«Κýριε, Ýχω Üλλη αποστολÞ».

Ο ΘÜνατος το αμφισβητεß,
φιλονικεß απ' το Χþμα.
Το Πνεýμα απομακρýνεται,
κι απεκδýεται προσωρινÜ,
Ýτσι σαν επιχεßρημα,
το Ýνδυμα της ΣÜρκας.


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers