ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì 

ÅñáóôÝò Áñ÷áßïé, Ëáôßíïé: Ðáñáêëáõóßèõño, Êþìïò, ÑùìáúêÞ Åëåãåßá

                                              ΕισαγωγÞ

     Πριν ξεκινÞσω το Üρθρο οφεßλω να πω πω το συγκεκριμÝνο, δε θα μποροýσα να το φτιÜξω, αν δεν εßχα τρομερÞ βοÞθεια απü τη Μαρßα ΘαλασσινÞ (κατÜ κüσμον Μαρßα ΑρκουλÞ), την οποßαν ευχαριστþ πÜρα πολý και της εκφρÜζω το βαθýτατο σεβασμü μου! Επßσης υπÜρχει πλÝον  και το ΓΛΩΣΣΑΡΙ του,  üπου μπορεßτε να το ανοßξετε δßπλα παρÜλληλα, þστε διαβÜζοντας και βρßσκοντας λÝξη Üγνωστη, να μπορεßτε να ανατρÝχετε εκεß!

     Πρüκειται για θρηνητικÜ τραγοýδια που λÝγονταν παρÜ τη θýρα του προσþπου που παρατοýσε το ταßρι του, απü το ßδιο το ταßρι κι Þταν Ýνα (κατÜ τα λεγüμενα) σýνηθες φαινüμενο κατÜ την αρχαιοτητα! Αυτü συνÞθως, αν το εν λüγω Üτομο δε μποροýσε, παραγγελüταν σε κÜποιον Þ κÜποια ποιÞτρια της εποχÞς! ΠαρακÜτω θα παραθÝσω μερικÜ δεßγματα, τÝτοιων ασμÜτων. Κατüπιν λßγα για τη ΡωμαúκÞ Ελεγεßα, μιας κι η Αρχαßα Ελεγεßα Ýχει Þδη καλυφθεß.
     ΚαλÞν ανÜγνωση!                                              Π. Χ,


===========================


                                         Κþμος γενικÜ:
     

    Ο κþμος στην αρχαßα ΕλλÜδα Þταν εορταστικÞ εκδÞλωση, ειδικÜ προς τιμÞ του θεοý Διονýσου. ¹ταν εýθυμη, παιχνιδιÜρικη, πλην üμως τελετουργικÞ πομπÞ με συνοδεßα μουσικÞς υπü τους Þχους κιθÜρας κι αυλοý. Απü τους αρχαßους χρüνους αναφÝρεται ο κþμος στις περιγραψÝς των ιεροτελεστιþν με τραγοýδι, χορü και μουσικÞ, ωστüσο, χωρßς ακüμα να σχετßζεται με τον Διüνυσο. Το Ýθιμο αυτü συναντÜται συχνÜ μÝχρι και τους ρωμαúκοýς χρüνους, οπüτε και αρχßζει να συνδÝεται στενÜ με τη λατρεßα του Διονýσου. Στην ελληνικÞ αγγειογραφßα συναντÜται πολý συχνÜ, αν και σχεδüν πÜντα σε σχÝση με τον Διüνυσο. ¸τσι, στη πορεßα του χρüνου, ο κþμος γßνεται üλο και πιο αναπüσπαστο μÝλος των Διονυσßων εορτþν.
     Το παρακλαυσßθυρον εßναι Üσμα ερωτικÞς εγκατÜλειψης, το οποßο συναντÜμε 1η φορÜ σε αρχαßα ελληνικÜ ελεγειακÜ ποιÞματα Þ επιγρÜμματα, üπου ο εραστÞς κλαßει παρÜ την θýρα (κλαßει μπροστÜ στη πüρτα) της αγαπημÝνης Þ του αγαπημÝνου του, η (ο) οποßα (ος) τον απορρßπτει Þ τον Ýχει απορρßψει κι αυτüς προσπαθεß να της (του) αλλÜξει γνþμη. ΣυνÞθως üταν το... θýμα, δεν μποροýσε να γρÜψει στßχους, τις παρÜγγελνε σε κÜποιον Þ κÜποια, που εßχε αυτÞ την ικανüτητα. Παρ' üλο που οι αναφορÝς που υπÜρχουνε για τα Üσματα αυτοý του εßδους εßναι πολλÝς, εν τοýτοις τα σωζüμενα παραδεßγματα εßναι λßγα. ΠÜντως το εßδος αυτü των ποιημÜτων ανÞκει στην ΕλεγειακÞ Ποßηση.

-----=-----=-----=-----=-----

                                 ¢γνωστης Αρχαßας ΠοιÞτριας

      Παρακλαυσßθυρον

Ἐξ ἀμφοτÝρων γÝγονεν αἵρεσις, ἐζευγßσμεθα•
τῆς φιλßης Κýπρις ἔστ' ἀνÜδοχος•
ὀδυνÞ μ' ἔχει, ὅταν ἀναμνησθῶ ὡς κατεφßλει
'πιβοýλως μÝλλων με καταλιμπÜνειν
ἀκαταστασßης εὑρετÞς. Χὠ τὴν φιλßην ἐκτικþς
ἔλαβÝ μ' Ἔρως, οὐκ ἀπαναßνομαι,
αὐτὸν ἔχουσ´ ἐν τῇ διανοßαι.
Ἄστρα φßλα καὶ πüτνια Νὺξ
συνερῶσÜ μοι παρÜπεμψον ἔτι με νῦν
πρὸς ὃν Κýπρις ἔκδοτον ἄγει με
χὠ πολὺς Ἔρως παραλαβþν.
Συνοδηγὸν ἔχω τὸ πολὺ πῦρ
τοὐν τῇ ψυχῇ μου καιüμενον.
ΤαῦτÜ μ' ἀδικεῖ, ταῦτÜ μ' ὀδυνᾷ•
ὁ φρεναπÜτης, ὁ πρὸ τοῦ μÝγα φρονῶν,
καὶ ὁ τὴν Κýπριν οὐ φÜμενος
εἶναß μοι τοῦ 'ρᾶν αἰτßαν,
οὐκ ἤνεγκε νῦν τὴν τυχοῦσαν ἀδικßην.
ΜÝλλω μαßνεσθαι• ζῆλος γÜρ μ' ἔχει,
καὶ κατακαßομαι καταλελειμμÝνη.
Αὐτὸ δὲ τοῦτü μοι τοὺς στεφÜνους βÜλε,
οἷς μεμονωμÝνη χρωτισθÞσομαι.
Κýριε, μÞ μ' ἀφῇς ἀποκεκλειμÝνην•
δÝξαι μ' εὐδοκῶ, ζηλῶ δουλεýειν.
Ἐπιμανῶς ἐρᾶν μÝγαν ἔχει πüνον,
ζηλοτυπεῖν γὰρ δεῖ, στÝγειν, καρτερεῖν•
ἂν δ' ἑνὶ προσκαθῇ, μüνον ἄφρων ἔσει,
ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαßνεσθαι ποιεῖ.
Γßνωσχ' ὅτι θυμὸν ἀνßκητον ἔχω,
ὅταν ἔρις λÜβῃ με• μαßνομαι εἰ μονοκοιτÞσω,
σὺ δὲ χρωτßζεσθ' ἀποτρÝχεις.
Νῦν δ’ ἂν ὀργισθῶμεν, εὐθὺ δεῖ καὶ διαλýεσθαι.
Οὐχὶ διὰ τοῦτο φßλους ἔχομεν οἳ κρινοῦσι τßς ἀδικεῖ;
νῦν ἂν μὴ ἐπι[
ἐρῶ, κýριε, τὸν [
Νῦν μὲν οὔθ’ ε[
πλýτης ο[
δυνÞσομαι
Κοßτασον, ἧς ἔχ[εις
ἱκανῶς σοῦ ἐν [
κýριε, [
πῶς μ’ ἀ[φῇς
πρῶτüς μ’ ἐπεßρ[ασας
κýρι’, ἂν ἀτυχ[ῇ]ς, οὐ [
ὀπυασþμεθα• ἐμῶν ..εδε[…. ἐπι-]
τηδεßως αἰσθÝσθω μ..ταν [
Ἐγὼ δὲ μÝλλω ζηλοῦν τω [
δουλ….. τ’ ἄν• διαφοροῦ• ἢ
ἀνθρ[þπου]ς ἀκρßτως θαυμÜζεις
με[      ]φ[ο]ρη• προσßκου δ’ ὠ[
θαυ[μα             ὠ]χρßην κατεῖδον ὁ
σχω[             ]τῳ τοιντα η ετυ[
κου[            ἐ]νüσησα νηπßα• σὺ δÝ, κýρ[ιε,
καὶ [             ] [καταλελει]μμÝν[ην]  [     ]
λελÜλ[ηκ’ ἐγὼ      πε]ρὶ ἐμὴν [ ψυχÞν.

ΔικÞ μου εκδοχÞ κατ' απüδοση και παρÜφραση, παρακÜτω:

Με κοινÞ μας επιλογÞ και σýμμαχο
την αγαπημÝνη Αφροδßτη, γßναμε ταßρι.

Πονþ σα θυμÜμαι που με φιλοýσες επßμονα,
σκορπßζοντας στο κορμß μου τüσο γλυκειÜ σýγχυση,
ενþ εßχες σκοπü να με παρατÞσεις
και να διαλýσεις την αγÜπη μας.

Δεν αντιμÜχομαι πια τον Ýρωτα που νιþθω.
ΑγαπημÝνα Üστρα και νýχτα δÝσποινα,
γλυκιοß συνεργοß, Üσφαλτα στεßλτε με σ' αυτüν,
που κι η ßδια η Αφροδßτη Ýρμαιο μ' οδηγεß,
'κει, üπου ο μεγÜλος ¸ρωτας περιμÝνει
να με τυλßξει στα δεσμÜ του*.

Συνοδοιπüρος μου η μεγÜλη φλüγα
που καßει τα σωθικÜ μου.

Ο λογοπλÜνος μαυλιστÞς του νου,
αυτüς που πÜντα μεγαλοπιανüταν,
αγνüησε την αγÜπη μου
δßχως να φÝρει βαριÜ
την αδικßα που μου 'κανε.

Αυτü ειν' Üδικο για με και με πεθαßνει.
Οργßζομαι!
Τρελαßνομαι!
Καßγομαι, μονÜχη μου!
ΑφÝντη του νου, της καρδιÜς
και του κορμιοý μου,
χρωμÜτισε πÜλι την Üδεια μοναξιÜ μου!

ΔÝξου με, που σου ζητÜω με χαρÜ,
να 'μαι δοýλα σου,
μη με παραμερßζεις Üκαρδα!

ΜεγÜλη οδýνη Ýχει ο μανιασμÝνος,
χωρßς ανταπüκριση, Ýρωτας
κι οδηγεß στη τρÝλλα.

Γιατß πρÝπει να υπομÝνει,
να καρτερÜ και να ψÞνεται
στις πýρινες γλþσσες της ζÞλειας.

ΜÜθε πως σου 'χω απÝραντη
κι ακατανßκητη οργÞ!

Τρελαßνομαι σα πλαγιÜζω
ολομüναχη στο κρεβÜτι μας,
ενþ εσý αλλοý δßνεις και παßρνεις χαρÜ!

¼μως δεν εßναι σωστü να μαλþσουμε,
γιατß θα πρÝπει να χωριστοýμε.

¸χουμε φßλους να κρßνουν
και να μας συμβουλÝψουνε για δßκιο κι Üδικο.

¸λα μαζß να τους μιλÞσουμε, χαρÜ μου,
τßμια, Üξια, σωστÜ και λογικÜ,
αν κι ο ¸ρωτας δεν Ýχει λογικÞ!

Δες ÜρχοντÜ μου, πως μ' Ýχεις καταντÞσει,
αν και καλÜ και πιστÜ θα σ' υπηρετοýσα!

Τþρα πια δε μπορþ μÞτε λιγÜκι
Ýστω να σε πλησιÜσω, να σ' αγγßξω!

Πþς με παρατÜς Ýτσι κýριÝ μου,
συ που πρþτος και τüσον επιδÝξια με γεýτηκε;

Που πρþτος διÝβης τις πýλες
του νου και του κορμιοý μου;

Ζηλεýω και τους δοýλους ακüμα
που σε πλησιÜζουν,
ü,τι κι αν σκÝφτεσαι μ' αυτü!

Ανüητα παραξενεýεσαι που λÝω πως θαυμÜζω
κεßνες που γßνονται χαλÜκι
στα πüδια των αγαπημÝνων τους!

Αρρþστησα!
ΧÜζεψα!
Κι εσý αφÝντη κι ÜρχοντÜ μου,
με πετÜς στην Üκρη,

παρ' üλο που σε σÝνα πρþτο,
για τη ψυχÞ μου μßλησα...
 

 * ¸ναστρη νýχτα Üσφαλτα, δως με στην Αφροδßτη
    Ýρμαιο να οδηγηθþ στου ¸ρωτα τη κρýπτη.

     Το αρχαßο αυτü 4Üστιχο, το λÜτρεψα με τη πρþτη ματιÜ κι αμÝσως ρßχτηκα με μανßα να το κÜμω μαντινÜδα. Το πÜλεψα χρüνια και δεν αστειεýομαι καθüλου, μα τελικÜ το κατÜφερα μεν, αλλÜ δε μπορþ να πω πως με εντυπωσßασε το αποτÝλεσμα.

   Σημ: Πρüκειται για Ýνα θρηνητικü τραγοýδι που λεγüταν παρÜ τη θýρα του προσþπου που παρατοýσε το ταιρι του, απü το ßδιο το ταßρι κι Þταν Ýνα (κατÜ τα λεγüμενα) σýνηθες φαινüμενο κατÜ την αρχαιοτητα! Αυτü συνÞθως, αν το εν λüγω Üτομο δε μποροýσε, παραγγελüταν σε κÜποιον Þ κÜποια ποιÞτρια της εποχÞς! Το πρωτüτυπο κεßμενο θα το 'γραφα κι αυτü και μÜλιστα με χαρÜ μου, μα απαιτεß ειδικÞ γραμματοσειρÜ που εδþ δεν υπÜρχει και σßγουρα πια δε την Ýχω μÞτε γω.
     Εßναι Ýνα πολý πλοýσιο κεßμενο με τρομερÝς εικüνες και λÝξεις και για τη μετÜφραση-παρÜφραση του, ευθýνομαι μüνον εγω. Σε πολλÜ σημεßα υπερÝβην τα εσκαμμÝνα για να 'χει μια κÜποια λογικÞ και κÜπως σημερινÞ ροÞ κι ßσως να μη τα κατÜφερα καλα. Σε κÜποια Üλλα επßσης, υπÞρχαν κενÜ κι αναγκÜστηκα να τα ..."γεμßσω" προσπαθþντας να κρατηθþ στην υφÞ, στη χροιÜ και στο στυλ του κειμÝνου.
     Τß το σημαντικü βρßσκω και γιατß το αναρτþ; 
     Θα μποροýσε να 'ναι Ýνα απλü συνηθισμÝνο (κατÜ κÜποιο τρüπο) ραβασÜκι üπως τüσα και τüσα Üλλα, μα δεν εßναι κατÜ τη προσωπικÞ μου γνþμη. Και τοýτο γιατß το πÜθος, η εναλλαγÞ, οι εικüνες, οι επικλÞσεις, οι φοβÝρες, η γλυκýτητα κι εν γÝνει ü,τι μα ü,τι επικαλεßται αυτÞ η Üγνωστη, αρχαßα ποιÞτρια, μαρτυρÜ το ερωτικü πÜθος μ' Ýνα τρüπο θαυμαστü. Τονε βρßζει, τονε κατηγορεß, τον εκλιπαρεß, τον νοσταλγεß, ζητÜ βοÞθεια, ζητÜ να γßνει χαλß, θÝλει να τον ... "σκοτþσει", επιχειρηματολογεß, κατεβÜζει Θεοýς και ...δαßμονες και ... και ... και ..  Κυκλοθυμικüτητα, κατÜθλιψη και σχεδüν στÝρεη θλßψη, ρÝει σε κÜθε μα κÜθε φρÜση σα δÜκρυα ασταμÜτητα κι απαρηγüρητα! 
     ΛÝγοντÜς του üλο αυτü αδειÜζει μ' üλα üσα λÝει και στο τÝλος αφÞνει τη φωνÞ της να σβÞσει, ξÝροντας πως δε πρüκειται να καταφÝρει κÜτι και το σβÞσιμο αυτü μου ακοýγεται σαν Ýνας λυγμüς που πνßγεται... αλλÜ παρασýρομαι και ... καλλßτερα ας μη πω Üλλα...

                                 Π. Χ.   ΜÜρτης 2003

--------------------------------------------------------------------------

                                                        Θεüκριτος

     Ο Θεüκριτος (Συρακοýσες 315 π.Χ.-260 π.Χ.) Þταν Ýνας απü τους σημαντικþτερους ποιητÝς της ΕλληνιστικÞς εποχÞς, πρωτοπüρος της βουκολικÞς ποßησης που Üνθισε περßπου τον 3ο π.Χ αιþνα. Για τη ζωÞ του Θεüκριτου δε διαθÝτουμε πολλÝς πληροφορßες, ενþ üσα γνωρßζουμε προÝρχονται κυρßως απü το ßδιο το Ýργο του. Πιθανüτερη χρονικÞ περßοδος γÝννησÞς του θεωρεßται το 315 π.Χ. περßπου, καθþς η ακμÞ του συνÝπεσε με την 124η ΟλυμπιÜδα (284-280 π.Χ.). ΣχετικÜ με τον τüπο καταγωγÞς του, μßα ευρýτερα αποδεκτÞ θεþρηση εßναι πως γεννÞθηκε στις Συρακοýσες, Üποψη που φαßνεται να επιβεβαιþνεται και μÝσα απü το ßδιο το Ýργο του (Ειδýλλιο XXVIII, στ. 16-18). Θεωρεßται επßσης πολý πιθανü πως Ýζησε στην Κω, την ΑλεξÜνδρεια καθþς και στην Αßγυπτο την περßοδο του Πτολεμαßου Β'.



     Ο Θεüκριτος αναγνωρßζεται ως Ýνας απü τους σημαντικοýς ποιητÝς του αρχαßου κüσμου. Απü το σýνολο του Ýργου του, διασþθηκαν τριÜντα ποιÞματα, που αργüτερα συγκεντρþθηκαν κÜτω απü το γενικü τßτλο Ειδýλλια. Αμφιβολßες Ýχουν διατυπωθεß και ως προς τη γνησιüτητα 8 ειδυλλßων και συγκεκριμÝνα για τα υπ'αριθμüν 8, 9, 19, 20, 21, 23, 26 και 27. Ο üρος ειδýλλια χρησιμοποιÞθηκε πιθανüν λüγω της μικρÞς Ýκτασης των ποιημÜτων, αντßθετα με τα Ýπη. Επýλλια δηλ. ειδýλλια (αγλ.Idyls) μοιÜζουν με το Ýπος, γιατß αφηγοýνται περιπÝτειες ηρþων, αλλÜ εßναι πολý πιο σýντομα και πραγματεýονται το θÝμα τους με φυσικüτερο τρüπο και πιο Üνετη διÜθεση. Κυρßως ασχολοýνται με το δωρικü Þρωα ΗρακλÞ (Ηρακλßσκος, ¾λας) και σ’ αυτÜ ανÞκει και το μεγαλýτερο ποßημα του Θεοκρßτου, ο "¾μνος Εις Διοσκοýρους".
     Στο Θεüκριτο αποδßδονται επιπλÝον 16 επιγρÜμματα της ΠαλατινÞς Ανθολογßας, πολλÜ απü τα οποßα üμως δε θεωροýνται γνÞσια. Στη 2η κατηγορßα των ποιημÜτων του κατατÜσσονται τα επιγρÜμματÜ του με τα οποßα, üπως και με εκεßνα του Καλλßμαχου, το εßδος αυτü Ýφτασε στο υψηλüτερü του σημεßο κατα την ΑλεξανδρινÞ εποχÞ. ΠολλÜ φαßνεται üτι γρÜφτηκαν για πραγματικÜ περιστατικÜ κι αρκετÜ εκτüς απü την ομορφιÜ τους, εßναι και πολý πνευματþδη. Ξεχωρßζει μια üμαδα επιγραμμÜτων που φαßνεται να γρÜφτηκαν για να χαραχτοýν στη βÜση αγαλμÜτων ποιητþν: Αρχßλοχου, ΑνακρÝοντα, Ιππþνακτα, Επßχαρμου, ΠεισÜνδρου απü τη ΚÜμειρα. ΜερικÜ, τÝλος φαßνονται σαν ελεγεßες κι αναγγÝλουν τη λατινικÞ ελεγεßα του ΣÝξτου ΠροπÝρτιου.
     Σε μια 3η κατηγορßα μποροýν να περιληφθοýν τα υπüλοιπα ποιÞματα του Θεüκριτου: "¸παινοι" (π.χ. στον ΙÝρων Β’ των Συρακουσþν, στον Πτολεμαßο ΦιλÜδελφο), συνοδευτικÜ δþρων (ΗλακÜτη) κ.α, üπως και το κομψü στιχουργικü παιχνßδι η "Σýριγξ", Ýνας γρßφος σε στßχους που η ÝκτασÞ του ποικßλλει Ýτσι, þστε το κεßμενο να μοιÜζει με απεικüνιση του γνωστοý ποιμενικοý πνευστοý, της φλογÝρας.
     Με το ποιητικü του Ýργο, ο Θεüκριτος αποτÝλεσε τον ιδρυτÞ της αποκαλοýμενης και βουκολικÞς ποßησης. Σε αρκετÜ ποιÞματα των "Ειδυλλßων" η θεματολογßα βασßζεται στον ποιμενικü βßο, ενþ τα υπüλοιπα στηρßζονται σε θÝματα μυθικοý Þ ερωτικοý περιεχομÝνου, χωρßς να απουσιÜζουν και ýμνοι Þ ποιÞματα επικοý χαρακτÞρα. Η γλþσσα που χρησιμοποßησε ο Θεüκριτος Þταν η δωρικÞ διÜλεκτος, αλλÜ συναντÜται επßσης ιωνικÞ -κυρßως σε ποιÞματα επικοý ýφους- κι αιολικÞ. Σχεδüν το σýνολο των "Ειδυλλßων" εßναι γραμμÝνο σε δακτυλικü εξÜμετρο.
     Η επßδραση της ποßησης του Θεüκριτου Þταν σημαντικÞ και αρκετοß μεταγενÝστεροι ποιητÝς μιμÞθηκαν το ýφος του. Θεωρεßται εμφανÞς και στην ποßηση του Βιργßλιου, ειδικüτερα στο Ýργο του ΕκλογÝς (Þ ΒουκολικÜ) και του ΣÝξτου ΠροπÝρτιου.



                                                       ΣΟΥÀΔΑ

     ἔστι καὶ ἕτερος Θεόκριτος, Πραξαγόρου καὶ Φιλίννης, οἱ δὲ Σιμμίχου∙ Συρακούσιος, οἱ δέ φασι
Κῷον∙ μετῴκησε δὲ ἐν Συρακούσαις. οὗτος ἔγραψε τὰ καλούμενα Βουκολικὰ ἔπη Δωρίδι διαλέκτῳ. τινὲς δὲ ἀναφέρουσιν εἰς αὐτὸν καὶ ταῦτα∙ Προιτίδας, Ἐλπίδας, Ὕμνους, Ἡρωΐνας, Ἐπικήδεια μέλη, ἐλεγείας καὶ ἰάμβους, ἐπιγράμματα. ἰστέον δὲ ὅτι τρεῖς γεγόνασι Βουκολικῶν ἐπῶν ποιηταί, Θεόκριτος οὑτοσί, Μόσχος Σικελιώτης καὶ Βίων ὁ Σμυρναῖος, ἔκ τινος χωριδίου καλουμένου Φλώσσης.

                     ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Ἄλλος ὁ Χῖος∙ ἐγὼ δὲ Θεόκριτος, ὃς τάδ᾽ ἔγραψα,

εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἰμὶ Συρηκοσίων,
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτῆς τε Φιλίνης,
μοῦσαν δ᾽ ὀθνείην οὔτιν᾽ ἐφελκυσάμην.
---------

παρÝνθετος παραλληλισμüς

      Το Πρþτο Σκαλß

Εις το Θεüκριτο παραπονιοýνταν
μια μÝρα ο νÝος ποιητÞς ΕυμÝνης:

«Τþρα δυο χρüνια πÝρασαν που γρÜφω
κι Ýνα ειδýλλιον Ýκαμα μονÜχα.
Το μüνον Üρτιüν μου Ýργον εßναι.
Aλλοßμονον, εßν' υψηλÞ το βλÝπω,
πολý υψηλÞ της ΠοιÞσεως η σκÜλα,
κι απ’ το σκαλß το πρþτο εδþ που εßμαι
ποτÝ δεν θ’ ανεβþ ο δυστυχισμÝνος

Εßπ' ο Θεüκριτος: «AυτÜ τα λüγια
ανÜρμοστα και βλασφημßες εßναι.
Κι αν εßσαι στο σκαλß το πρþτο, πρÝπει
νÜσαι υπερÞφανος κι ευτυχισμÝνος.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα.

Κι αυτü ακüμη το σκαλß το πρþτο
πολý απü τον κοινü τον κüσμο απÝχει.
Εις το σκαλß για να πατÞσεις τοýτο
πρÝπει με το δικαßωμÜ σου να 'σαι
πολßτης εις των ιδεþν την πüλι.
Και δýσκολο στην πüλι εκεßνην εßναι
και σπÜνιο να σε πολιτογραφÞσουν.

Στην αγορÜ της βρßσκεις ΝομοθÝτας
που δεν γελÜ κανÝνας τυχοδιþκτης.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα

Κωνσταντßνος ΚαβÜφης

----------------------------------------------------------

                     Ειδýλλιο 3.23

¢ντρας στα φßλτρα τ’ ¸ρωτα χαμÝνος, πüθησ' Ýφηβο
Üκαρδο, ωραßο στη θωριÜ, στο χαρακτÞρα σκÜρτο.
Μισοýσε που ποθοýσε τον, γιατß δεν Þταν τρυφερüς,
δεν Þξερε τον ¸ρωτα, μα και τη δýναμÞ του,
οýτε τα βÝλη που κρατÜ πως σου τρυπÜνε τη καρδιÜ.
¹ταν στα λüγια αγροßκος κι Üνθρωπος σκληρüς.

ΚαμμιÜ παρηγοριÜ με φλüγα, κανÝνα τρÝμισμα ματιοý,
κανÝν στα χεßλια του φιλß, που πÜθη ανακουφßζει.
¼πως τ’ αγρßμι του βουνοý τους κυνηγοýς λοξÜ θωρεß
Ýτσι τον εραστÞ, μ’ Üγρια χεßλη, βλÝμμα τρομερü
και με χολÞ στο πρüσωπο, κüκκινο απü το θυμü.

Μ’ ακüμα κι Ýτσι, üμορφος Þτανε κι η οργÞ του
ερÝθιζε τους εραστÝς, το δßχως Üλλο.
Κι Ýτσι δεν Üντεξε στη φλüγα της ΚυθÝρειας
και πÞγε κι Ýκλαψε στο ανελÝητο σπßτι,
και το κατþφλι φßλησε κι εßπε τοýτα τα λüγια:

"¢γριο αγüρι κι Üσπλαγχνο, θρÝμμ’ Üγριας λιονταρßνας,
που ‘χεις μια πÝτρα στη καρδιÜ, ανÜξιε της ΑγÜπης,
τοýτα τα δþρα δÝξου τα, που φÝρνω τα στερνÜ μου,
το βρüχο μου αγüρι μου γιατß Üλλο πια δε θÝλω
να σε λυπþ με μÝνανε και πια παßρνω τη στρÜτα,
που συ με καταδßκασες να πÜρω, και που λÝνε,
πως εßν’ κοινÞ για üλους μας, εμÜς τους ‘ρωτευμÝνους
κι εßναι και φÜρμακο καλü, που φÝρνει και τη λÞθη.

Μα αλßμονο ακüμα κι üλο μÝχρι τÝλους να ρουφÞσω,
πÜλι τον πüθο μου για σε, δε πρüκειται να σβÞσω.
Και τþρα üλος χαßρομαι στη θýρα τη δικÞ σου,
γνωρßζοντας πολý καλÜ το μÝλλον μου μαζß σου.
Και τ’ üμορφο το ρüδο, το μαραßνει ο χρüνος
κι üλα τα üμορφα γοργÜ την Üνοιξη γερνÜνε,
λευκü εßναι το κρßνο, μα σα πÝσει κιτρινßζει,
Üσπρο το χιüνι μα üταν πÝσει χÜμω λυþνει,
κι η ομορφιÜ εßν’ üμορφη μα δε κρατÜ πολý.

Θα ‘ρθει και κεßνος ο καιρüς κι συ θε ν’ αγαπÞσεις
κι ßσως κι εσý καμμÝνος στη καρδιÜ, πικρÜ να κλÜψεις.
¼μως αγüρι μου μια τελευταßα χÜρη σου ζητþ,
αν Ýξω βγεις και με ιδεßς κρεμασμÝνο στο κατþφλι,
τον δυστυχÞ εμÝνανε να μη με προσπερÜσεις.

ΣτÜσου λιγÜκι, κλÜψε με, μια στÜλα μüνο στÜξε
σπονδÞ στερνÞ και λýσε με απ’ το σχοινß μου πÜνω
ντýσε με με τα μÝλη σου και κρýψε το κορμß μου
με κÜποια απ’ τα φορÝματα, που φüραγες δικÜ σου
κι Ýνα φιλß, για μια στερνÞ φορÜ, δþς μου στα χεßλη.

Μη φοβηθεßς, γιατß νεκροý πþς να σε βλÜψει το φιλß;
Και φþναξÝ με τρεις φορÝς: ‘ΑγαπημÝνε εßσαι νεκρüς’.
Χþμα σκÜψε και θÜψε με, ‘με και τον ÝρωτÜ μου
κι αν θÝλεις πÜλι, φþναξε: ‘ΠÜει ‘χÜθη ο καλüς μου’!
ΓρÜψε κι αυτü το επßγραμμα στον τοßχο σου, που γρÜφω":

ΤΟΥΤΟΝ Ο ΕΡΩΣ ΣΚΟΤΩΣΕ,
ΔΙΑΒΑΤΗ ΛΙΓΟ ΣΤ¢ΣΟΥ,
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΤΑ ΜΟΝΟ ΠΕΣ:
"ΑΚΑΡΔΟΝ ΕΙΧΕ ΤΑΙΡΙ"

Κι Ýπειτα, που ‘πεν üλ’ αυτÜ επÞρε μια κοτρþνα,
πÜνω στη πüρτα Ýδεσε χοντρü Ýνα σχοινß,
και τη θηλειÜ επÝρασε τριγýρω στο λαιμü του,
κλωτσÜ τη πÝτρα δυνατÜ και βρÞκε το χαμü του.

Εκεßνος σαν την Üνοιξε και βρÞκε το χαμÝνο,
μηδ’ η καρδιÜ του λýγισε, μÞτε το δÜκρυ βγÞκε,
του λÝρωσε, του Ýφτυσε τα ροýχα που φοροýσε,
και üπως καθημερινÜ πÞγε στ’ αθλÞματÜ του
και στα λουτρÜ ασυγκßνητος μετ’ απü κει, εμπÞκε.

Μα ο Θεüς τα εßδ’ αυτÜ, τ’ Üτιμα δε χωνεýει
πετÜχτηκ’ απ’ το πÝτρινο κατþφλι στα γερÜ
και πÜνω του σαν Üγαλμα ρßχτηκε με μανßα
και σκüτωσε τον ασεβÞ κι ανÜξιο νεανßα.
Το ýδωρ 'βÜφτη κüκκινο και τüτενες ακοýστη
απü το νÝο, Θεοý φωνÞ να βγαßνει βροντερÞ:

Χαρεßτ' ερωτευμÝνοι,
ο που μισοýσε, πüθανε,
οι που μισεß’ λατρÝψτε,
γιατß Θεüς σας κραßνει!

             Ειδýλλια, Κþμος ΙΙ

Για την Αμαρυλλßδα μου θα πω Ýνα τραγουδÜκι
κι οι γßδες βüσκουν στο βουνü κι ο Τßτυρος τις βüσκει.
Βüσκε τις γßδες, Τßτυρε, και φÝρε τες στο ρÝμα
κι Ýχε το νου στο Λιβυκü και στο βαρβÜτο τρÜγο,
τον τρÜγο τον ξανθüμαλλο, να μη σε κουτουλÞσει.

Πþς δεν προβÜλλεις στη σπηλιÜ να με καλÝσεις νÜ ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεýεσαι το δýστυχο, γλυκιÜ μου Αμαρυλλßδα,
Þ μÞπως τÜχα απü κοντÜ με βρßσκεις πλατομýτη;
Αμαρυλλßδα αγÜπη μου, με κÜνεις να μαδÞσω
τ᾽ ολüδροσο στεφÜνι αυτü που ᾽'χω για σÝνα πλÝξει
μ᾽ ευωδιασμÝνα σÝλινα και με μπουμποýκια κßστου*.

Αλßμονü μου! δε μ᾽ ακοýς; τß Ýχω να πÜθω ο μαýρος!
ΝÜ, δÝκα μÞλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νÜ, δÝκα μÞλα, και ταχιÜ θενα σου φÝρω κι Üλλα.
Αχ! κοßταξε τον πüνο μου: Πþς Þθελα να γßνω
βομβολαλοýσα μÝλισσα και νÜ ᾽ρθω στη σπηλιÜ σου,
μες στον κισσü σου να χωθþ, στη φτÝρη που σ᾽ ισκιþνει.

Τþρα τον Ýρωτα Ýνιωσα· σκληρüς θεüς· λιοντÜρι
τον βýζαξε κι η μÜνα του τον Ýθρεψε στο λüγγο.
ΒαθιÜ-βαθιÜ ως τα κüκαλα με κατακαßει εκεßνος.
¼σο η ματιÜ σου εßναι γλυκιÜ, τüσο η καρδιÜ σου πÜγος·
αχ! μαυροφρýδα δÝξου με κι Ýνα φιλÜκι δþσ᾽ μου.
Και τα φιλÜκια μοναχÜ Ýχουν κι εκεßνα γλýκα.

Θα βγÜλω τη φλοκÜτη μου στα κýματα να πÝσω
απü το βρÜχο που ο ψαρÜς παραμονεýει τüνους·
κι αν δεν πεθÜνω, üμως κι αυτü θενα σ᾽ ευφρÜνει εσÝνα
Το ξÝρω πως δε μ᾽ αγαπÜς· θÝλοντας να το μÜθω,
Ýκρουσα μες στη φοýχτα μου της παπαροýνας φýλλο
κι εκεßνο απομαρÜθηκε χωρßς να κÜνει κρüτο.

Μα κι η κοσκινομÜντισσα η σταχολüγα η Γραßω
κι αυτÞ που την ερþτησα αληθινÜ μου το ᾽πε
πως εßμ᾽ εγþ τρελüς για σε και συ δε με λογιÜζεις.
ΦυλÜω για σÝνα κÜτασπρη και διπλομÜνα γßδα,
που την ζητÜ η μελαχρινÞ του ΜÝρμνωνα δουλεýτρα·
σαν δε με καταδÝχεσαι σ᾽ αυτÞν θα τη χαρßσω.

Παßζει το μÜτι μ᾽ το δεξß· μÞπως την ανταμþσω;
Θα γεßρω δßπλα στη φτελιÜ και θενα τραγουδÞσω
κι ßσως γυρßσει να με δει· δεν εßναι δα απü πÝτρα.
Την ΑταλÜντη θÝλοντας να πÜρει ο ΙππομÝνης,
παρÜβγηκε στο τρÝξιμο κι εßχε στα χÝρια μÞλα,
κι ευθýς τον ερωτεýθηκε μüλις τον εßδ᾽ εκεßνη.

¼ταν στην Πýλο ο ΜÝλαμπος Ýφερε το κοπÜδι
απü την ¼θρυ, Ýγειρε στην αγκαλιÜ του Βßα
η ωραßα Πειρþ, της γνωστικÞς Αλφεσιβοßας η μÜνα.
Και μÞπως τÜχα ο ¢δωνις, μες στα βουνÜ τσοπÜνης,
δε μÜγεψε τüσο τρελÜ την üμορφη Αφροδßτη
που και νεκρü στον κüρφο της σφιχτÜ τον εκρατοýσε;
Μα και τον Ενδυμßωνα ζηλεýω που εκοιμÞθη
τον ýπνο τον αξýπνητο· και τον Γιασßων᾽ ακüμα,
που απüλαψε üσα δεν μποροýν οι αμÜθευτοι ν᾽ ακοýσουν.

Πονεß μου εμÝνα η κεφαλÞ κι εσÝνα δε σε μÝλει.
Θα πÜψω το τραγοýδι μου και θενα πÝσω χÜμω
νÜ ᾽ρθουν οι λýκοι να με φαν για να χαρεß η καρδιÜ σου.
Μέλι σου γίνει ο χαμός, γλυκό-γλυκü, στο στόμα.

                  Θýρσις ¹ ΩδÞ

ΓλυκÜ θροεß η κουκουναριÜ στης ρεματιÜς το πλÜι,
üμως και συ, γιδοβοσκÝ, γλυκειÜ φλογÝρα παßζεις·
δþρο σου πρÝπει δεýτερο, ýστερ' απü τον ΠÜνα.
Αν τρÜγο θα διÜλεξη αυτüς, εσý θα πÜρης γßδα,
μα αν üμως γßδα πÜρη αυτüς, βετοýλα εσÝνα πÝφτει·
κ' εßνε καλü το κρÝας της ωσüτου την αρμÝξης.

Γιδοβοσκüς
ΒοσκÝ μου, το τραγοýδι σου γλυκýτερο εßν' ακüμα
κι απ' το νερü που ηχολογÜ στÜζοντας απ' το βρÜχο.
Αν προβατßνα πÜρουνε για δþρο τους οι Μοýσες,
θα πÜρης το μαννÜρι εσý· κι αν πÜλι της αρÝση
να πÜρουν το μαννÜρι αυτÝς, συ παßρνεις προβατßνα.

Θýρσις
ΚÜθεσ' εδþ, γιδοβοσκÝ, να παßξης τη φλογÝρα;
üσο θα παßζης, ξÝνοιαζε, σου βüσκω εγþ τα γßδια.

Γ.
Δεν πρÝπει σε κανÝνα μας να παßζη τη φλογÝρα
τþρα καταμεσÞμερα· φοβüμαστε τον ΠÜνα.
Την þρ' αυτÞ κατÜκοπος απ' το πολý κυνÞγι
κοιμÜται κι αναπαýεται· κι εßνε πικρüς, αλÞθεια,
εßνε πικρüς και πÜντα του στÜζει χολÞ απ' τη μýτη.

Μα, Θýρσι, εσý που τραγουδεßς τα βÜσανα του ΔÜφνι
και πρüκοψες στο γλυκερü βουκολικü τραγοýδι,
Ýλα απü κÜτω απ' τη φτελιÜ κοντÜ μου να καθßσης,
αγνÜντια εκεß στον Πρßαπο κι αντßκρυ στις ΝερÜιδες
ποýνε τσοπÜνικο σκαμνß, βελανιδιÝς το ισκιþνουν·
κι αν τραγουδÞσης üμορφα σαν την ημÝρα εκεßνη
που στο τραγοýδι ενßκησες το Χρüμι απ' τη Λιβýα,
μιÜ γßδα διπλομÜννα εγþ σου τÜζω να σου δþσω
να την αρμÝξης τρεις φορÝς, ποýχει τα δυο κατσßκια
και πÜντα την αρμÝγουνε μÝσα σε δυο καρδÜρες.
Και θα σου δþσω και βαθý ποτÞρι με δυο χÝρια
πουν' αλειμμÝνο με κερß κ' εßνε καινοýργιο τüσο,
τüσο καινοýργιο που θαρρεßς μυρßσει το γλυφÜνι.

ΑπÜνω απü τα χεßλη του πλÝκη κισσüς κλωνÜρια,
κισσüς μαζß μ' ελßχρυσο· του ελßχρυσου η ψαλßδα
στρÝφεται καμαρþνοντας τον κροκωτüν ανθü της.
ΜÝσα, γυναßκα που θεοß την Ýχουν ζωγραφßσει,
με μια κορδÝλλα στα μαλλιÜ και πÝπλο απü τεχνßτη.
Απü τη μιÜ της τη μεριÜ κι απ' τη μεριÜ την Üλλη
δυο Üνδρες με πολλÜ μαλλιÜ λογομαχοýν για δαýτη.
¼μως εκεßνη ακοýοντας δεßχνει πþς δεν τη νοιÜζει·
και πüτε με χαμüγελο θωρεß απü 'δω τον Ýνα,
πüτε στον Üλλο η πονηρÞ στρÝφει το νου της πÜλι.
Κι αυτοß ερωτοχτυποýμενοι με βουρκωμÝνα μÜτια,
χÜνουν τους κüπους Üδικα, κακοπαθοýν του κÜκου.

ΠαρÝκει γÝροντας ψαρÜς σε ριζολßθι απÜνω
σÝρνει με βßα το δßχτυ του, Ýνα μεγÜλο δßχτυ,
και μοιÜζει και στη δýναμι με κουρασμÝνον Üντρα.
Λες και ψαρεýει μ' üλη του τη δýναμι στα χÝρια·
πρÞσκονται γýρω ολüγυρα του σβÝρκου του τα νεýρα
και μοιÜζει νιος στη δýναμι κι ας εßνε κι ασπρομÜλλης.

ΚοντÜ-κοντÜ στο γÝροντα το θαλασσοδαρμÝνο.
εßν' Ýν' αμπÝλι με πυκνÜ και κüκκινα σταφýλια
που το φυλÜ μικρü παιδß στο φρÜχτη καθισμÝνο.
Στü 'να πλευρü του μιÜ αλεποý, στ' Üλλο πλευρü του μιÜ Üλλη·
χþνετ' η μιÜ στα κλÞματα και τα τσαμπιÜ αφανßζει,
η Üλλη πÜει με πονηριÜ κρυφÜ προς το ταγÜρι
ωσÜν να λÝη και στο παιδß πþς δεν θε να 'συχÜση
αν δεν τ' αφÞση νηστικü κι αν δεν του φÜη ü,τ' Ýχει.
Κρατεß σφερδοýκλια το παιδß και δÝνει τα με σκοßνο
και τα σφερδοýκλια δÝνοντας ακριδοπιÜστρα πλÝκει·
και μηδÝ τüσο νοιÜζεται γι' αμπÝλι και ταγÜρι
ßση χαρÜ Ýχει μÝσα του γι' αυτü το πλÝξιμο του.

Στρþνονται φýλλ' απερουνιÜς τριγýρω στο ποτÞρι·
μεγÜλο θÜμμα αληθινÜ που το μυαλü ξιπÜζει.
Απü 'να Καλυδþνιο τ' αγüρασα βαρκÜρη
κι Ýδωκα γßδα κι Ýδωκα κι Ýνα κεφαλοτýρι·
δεν τ' Üγγιξα στα χεßλη μου κι απÜρθενο απομÝνει.

Θα σου το δþσω με χαρÜ και μ' üλη την καρδιÜ μου
αν θα θελÞσης να μου πης το πιο γλυκü τραγοýδι.
Και δε θα σε γελÜσω εγþ. ¸λα, καλÝ μου, πες το·
στον ¢δη δε θα το φυλÜς, γιατ' üλα εκεß ξεχνιοýνται.

Θ.
Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
Ο Θýρσις απ' την Αßτνα εγþ κι αυτÞ η φωνÞ του Θýρσι·
Ποý Þστε αν μαραßνονταν ο ΔÜφνις, που κι οι Νýμφες;
Στου Πηνειοý τις λαγκαδιÝς, στου Πßνδου τα λαγκÜδια;
ΜηδÝ στης Αßτνας τη κορφÞ μηδÝ στο ρÝμμα του ¢κι.

Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
Εκεßνον τον εθρÞνησαν και λýκοι και τσακÜλια
εκεßνον και τον Ýκλαψε στο λüγγο το λιοντÜρι.

Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
Βþδια πολλÜ στα πüδια του, ταýροι πολλοß θρηνοýσαν,
πολλÝς 'γελÜδες και πολλÝς πολλÝς δαμαλοποýλες.

Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
ΚατÝβη πρþτος ο ΕρμÞς απ' το βουνü και: «ΔÜφνι,
ποιüς τüσο σε κατÜτρεξε, ποιÜν αγαποýσες τüσο»;

Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
¹ρθαν βουκüλοι κι Þρθανε γιδοβοσκοß τριγýρω
κι αναρωτοýσαν üλοι τους σαν τι κακü Ýχει πÜθει.
¹ρθε κι αυτüς ο Πρßαπος, Þρθε κι εκεßνος κι εßπε:
«Πþς Ýτσι απομαραßνεσαι, δυστυχισμÝνε ΔÜφνι;
Η κüρη εκεßνη π' αγαπÜς περνοδιαβαßνει τþρα
σε βρýσες με τα κρýα νερÜ και σε πυκνÜ λαγκÜδια.
Τις γßδες ποý βατεýονται γιδοβοσκüς θωρþντας
λιγþνεται απ' τη ζÞλεια του που δεν εγßνη τρÜγος».

Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
«Τι σε ζαλßζω ; Ýχεις εσý δυστυχισμÝνη αγÜπη.»
Αρχßστε, Μοýσες μου καλÝς, βουκολικü τραγοýδι.
«Και συ θωρþντας τα þμορφα κορÜσια να γελÜνε
λιγþνεσαι απ' τη ζÞλεια σου που δεν τα συντροφεýεις».

Μοýσες, και πÜλι αρχßσετε βουκολικü τραγοýδι.
¹ρθεν ακüμα κ η γλυκειÜ και γελαστÞ Αφροδßτη
κι Þταν στην üψη γελαστÞ, μα δολερÞ η καρδιÜ της·
κι εßπε : «Καυχþσουν πþς λυγÜς τον ¸ρωτα συ, ΔÜφνι,
μα ο τρομερüς ο ¸ρωτας σ' ελýγησεν εσÝνα».

Μοýσες, και πÜλι αρχßσετε βουκολικü τραγοýδι.
Κι αυτüς της αποκρßθηκε : «ΑπÜνθρωπη Αφροδßτη,
ποý σε μισοýν οι Üνθρωποι κι οργßζονται μαζß σου·
λες τÜχα να φοβüμαστε πρÜγματα τιποτÝνια;
αß! και νεκρüς τον ¸ρωτα θα τυραγνÜη ο ΔÜφνις».

Μοýσες, και πÜλι αρχßσετε βουκολικü τραγοýδι.
«Σýρε να βρÞς τον ¢δωνι, τον üμορφο ¢δωνß σου,
σýρε στην ºδη να τον βρης που βüσκει το κοπÜδι.

{... λεßπει μÝρος}

Και κÜνε και παλληκαριÝς μπροστÜ στο ΔιομÞδη
λÝγοντας πþς ενßκησες το ΔÜφνι το βουκüλο».

Μοýσες, και πÜλι αρχßσετε βουκολικü τραγοýδι.
«Λýκοι, τσακÜλια, αφÞνω γεια. κι αφÞνω γεια και πÜλι,
αρκοýδες ποý φωλιÜζετε μες σε σπηλιÝς βουνßσιες·
ο ΔÜφνις ο βουκüλος σας δε θÜνε πια σε λüγγους,
δε θÜνε σε λαγκÜδια πια, δε θÜνε πια σε δÜση.
ΑρÝθουσα, σ' αφÞνω γεια κι αφÞνω γεια, ποτÜμια».

Μοýσες, και πÜλι αρχßσετε βουκολικü τραγοýδι.
«Ω ΠÜν, εßτε στ' ατÝλειωτου Λυκαßου τα κορφοβοýνια,
εßτε στου ΜαινÜλου γυρνÜς τα πυκνωμÝνα δÜση,
παρÜτησε της ξακουστÞς Ελßκης τ' ακρωτÞρι
και του Λυκαονßδη εκεß παρÜτησε το μνÞμα,
αυτü που ακüμα κι οι θεοß θωρþντας το θαυμÜζουν,
κι Ýλα σε τοýτο το νησß της Σικελßας, Ýλα»

ΠÜψετε, Μοýσες, πÜψετε τ' αγροτικü τραγοýδι.
«¸λα και πÜρε, βασιλιÜ, τοýτη μου τη φλογÝρα
ποýν' üμορφη, γλυκüφωνη και με κερß δεμÝνη,
γιατß απ' τον τüσον Ýρωτα στον ¢δη κατεβαßνει
ο ΔÜφνις που τα βüδια σου βüσκει εδþ πÝρα, ο ΔÜφνις
που τις δαμαλοποýλες σου, τους ταýρους σου ποτßζει».

ΠÜψετε, Μοýσες, πÜψετε τ' αγροτικü τραγοýδι.
«ΒÜτοι κι αγκÜθια, τþρα σεις βγÜλετε μενεξÝδες
και συ, ζιμποýλι, στüλισε τ' αγκαθωτÜ βοτÜνια,
οι Üκαρπες κουκουναριÝς ας κÜνουν τþρ' αχλÜδια,
τþρα τα λÜφια, θαρρετÜ, ας κυνηγοýν τους σκýλους
και τþρα οι κοýκοι ας κελαúδοýν τ' αηδüνια να σωπαßνουν
κι üλα ας αλλÜξουνε στη γη μιÜ που πεθαßνει ο ΔÜφνις».

ΠÜψετε, Μοýσες, πÜψετε τ' αγροτικü τραγοýδι.
ΑυτÜ εßπ' ο ΔÜφνις κι Ýπεσε, κι Ýδραμ' η Αφροδßτη .
κι Ýδραμε κι εδοκßμασε να τον ανασηκþση·
μα της ζωÞς του τη κλωστÞ την εßχαν κüψει οι Μοßρες
και τον επÞρε αγýριστα του χÜρου το ποτÜμι,
το ΔÜφνι που τον Ýστεργαν Μοýσες και Νýμφες üλες.

ΠÜψετε, Μοýσες, πÜψετε τ' αγροτικü τραγοýδι.
Και συ, καλÝ γιδοβοσκÝ, δþσε μου το ποτÞρι,
δþσε μου και τη γßδα σου να την αρμÝξω τþρα,
να στÜξω απü το γÜλα της πρþτα σπονδÝς στις Μοýσες.

Μοýσες, σας χιλιοχαιρετþ και για 'δικÞ σας χÜρι
Üλλη φορÜ γλυκýτερα θα ξανατραγουδÞσω.

Γ.

Θýρσι, τ' üμορφο στüμα σου νÜναι γιομÜτο μÝλι,
σýκα γλυκÜ του ΑιγÜλεω τα χεßλη σου να ευφραßνουν
γιατß περνÜς το τζßτζικα στο πιο γλυκü τραγοýδι.
Να το ποτÞρι θαýμασε πüσο καλÜ μυρßζει·
λες και στις βρýσες των Ωρþν εßναι μοσχοπλυμÝνο.
¸λα κοντÜ, Κισσαßθα μου· και συ Üρμεξε τη τþρα.
Και σεις οι Üλλες γßδες μου για μη χοροπηδÜτε,
γιατ' εßν' ο τρÜγος Ýτοιμος να σας καβαλλικÝψη.

                   Φαρμακεýτριαι
Α'
ΘÝστυλι, πουν' οι δÜφνες μου και που τα μαγικÜ μου;
Με πρüβειο κüκκινο μαλλß στüλισε τη λεκÜνη,
αυτüν που με βαρÝθηκε να τον μαγÝψω πÜλι.
Δþδεκα μÝρες πÝρασαν, οýτ' Þρθε κι οýτ' εφÜνη,
οýτε και ξÝρει ο Üκαρδος αν ζοýμε Þ αν δε ζοýμε,
οýτ' Ýκρουσε την πüρτα μου δþδεκα 'μÝρες τþρα.
¿! δßχως Üλλο ο ¸ρωτας κι η πονηρÞ Αφροδßτη
θα του σηκþσαν το μυαλü κι Ýπιασεν Üλλη αγÜπη.
ΤαχυÜ θα πÜω να τüνε βρω μονÜχη στην παλαßστρα
και θα του παραπονεθþ για üσα κακÜ μου κÜνει.

Τþρα μ' ευωδιαστοýς καπνοýς θε να του κÜνω μÜγια.
ΣελÞνη, αθüρυβη θεÜ, φÝγγε γλυκÜ και λÜμπε·
στα μÜγια πρßν καταπιαστþ θα τραγουδÞσω εσÝνα
και την ΕκÜτη ποýρχεται μες απ' της γης τα σπλÜχνα
και τριγυρνÜ στα μνÞματα και την φοβοýνται οι σκýλοι.
¿! χαßρε, ΕκÜτη τρομερÞ, παρακαλþ σε, ΕκÜτη,
συντρüφεψε και βüηθα μας απ' την αρχÞ ως το τÝλος
και κÜνε και τα μÜγια μας üμοια μ' αυτÜ της Κßρκης,
κατþτερα να μη γενοýν απ' της Μηδεßας τα μÜγια
μηδ' απ' τα μÜγια της ξανθÞς εκεßνης ΠεριμÞδης.

ΦÝρε τον, σουσoυρÜδα1 μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Για σÝνα αλεýρι στη φωτιÜ θα ρßξω πρþτα-πρþτα.
ΘÝστυλι, σκορπÜ το λοιπüν. ¢μοιρη, ποýν' ο νους σου;
ΣιχαμερÞ εßμαι τÜχα εγþ και περιγÝλιο μ' Ýχεις;
σκüρπα και λÝγε αυτÜ: «σκορπþ τα κüκκαλα του ΔÝλφι».

ΦÝρε τον, σουσoυρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.

Ο ΔÝλφις μου με πßκρανε· δÜφνη γι' αυτüν θα κÜψω
κι üπως η δÜφνη στη φωτιÜ κροταλιστÜ θα σκÜση
και θε ν' ανÜψη στη στιγμÞ και σταχτÞ δε θ' αφÞση
Ýτσι κι ο ΔÝλφις να καÞ στου πüθου μου τη φλüγα.

ΦÝρε τον, σουσoυρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.

¼πως ετοýτο το κερß μεσ' στη φωτιÜ το λειþνω
Ýτσι κι απü τον Ýρωτα να λειþση ευθýς κι ο ΔÝλφις·
κι üπως αυτÞ τη ρüδα μου γυρßζει η Αφροδßτη
Ýτσι κι αυτüς να τριγυρνÜ στην πüρτα τη δικÞ μου.

ΦÝρε τον, σουσoυρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Τþρα θα κÜψω πßτουρα κ η ¢ρτεμι ας μαλÜξη
και το διαμÜντι το σκληρü και κÜθε στÝριο Üλλο.
ΘÝστυλι, Üκου τα σκυλλιÜ στην πüλη πþς γαυγßζουν
θÜνε στους δρüμους η θεÜ και θα περιδιαβαßνη.
Κροýσε μιαν þρ' αρχÞτερα την χÜλκινη τη λÜμα.

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Οι Üνεμοι καταλÜγιασαν, ησýχασε κι ο πüντος,
ο πüθος μεσ' στα στÞθια μου ποτÝ δεν ησυχÜζει,
μα καßω και φλÝγομαι γι' αυτüν, που μ' Ýκανε τη μαýρη,
αντß γυναßκα του σωστÞ, γυναßκα ντροπιασμÝνη.

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
ΣτÜζοντας τρεις φορÝς σπονδÝς τρεις φορÝς τÝτοια κραζω:
Μ' üποια γυναßκα τþρ' αυτüς ερωτικÜ πλαγιÜζει,
τüσο να την απαρνηθÞ, üσο ο ΘησÝας στη ΝÜξο
την ΑριÜδνη αρνÞθηκε την ομορφομαλλοýσα.

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Στην Αρκαδßα τη δασωτÞ φυτρþνει Ýνα χορτÜρι,
το τρþνε και τρελλαßνονται κι αλüγα και φορÜδες
κι ορμοýν και παßρνουν τα βουνÜ και τρÝχουνε με λýσσα.
¸τσι το ΔÝλφι να τον 'δω ν' αφÞση την παλαßστρα
κι Ýτσι με λýσσα σαν τρελλüς στο σπßτι μου να δρÜμη.

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Τοýτο το κουρελüπανο του ΔÝλφι τþχω πÜρει,
κι εßν' απ' το γýρο χαμηλÜ της χλαßνας του κομμÝνο·
το ξαßνω και τα νÞματα μεσ' στη φωτιÜ τα ρßχνω.
¢χ! ¸ρωτα σκληρüκαρδε, γιατß μοýχεις ρουφÞξει
üλο το αßμα της καρδιÜς σαν απ' τη λßμνη αβδÝλλα;

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.
Σαýρα θα κÜψω στη φωτιÜ και θα την κÜνω σκüνη
κι Ýνα πιοτü, κακü πιοτü ταχυÜ θε να σου φÝρω.
ΠÜρε τα μÜγια, ΘÝστυλι, πÜρε τα μÜγια τþρα
και την κορφÞ της πüρτας του σýρε μ' αυτÜ ν' αλεßψης
και λÝγε ψιθυρßζοντας: «τα κüκκαλÜ του αλεßφω.»

ΦÝρε τον, σουσουρÜδα μου, τον Üντρα μου στο σπßτι.

Β'
Τþρα, ποýμεινα μüνη μου, τον Ýρωτα μου ας κλÜψω.

Ποýθε ν' αρχßσω να θρηνþ, ποιüς μου τον Ýχει φÝρει;

Κανιστροφüρα η Αναξþ, η κüρη του Ευβοýλου
στο λüγγο της ΑρτÝμιδος μας εßχεν Ýρθει τüτε·
θεριÜ την ετριγýριζαν και θηλυκü λιοντÜρι.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
κι η παραμÜννα η Üμοιρη του Θευχαρßδη, που Þταν
το σπßτι της στο σπßτι μου κοντÜ, πüρτα με πüρτα,
με θερμοπαρακÜλεσε να πÜω στο πανηγýρι·
κι η δüλια εγþ ξεκßνησα να πÜω ν' ακλουθÞσω
φορþντας το ξανθüλινο κι þμορφο φüρεμÜ μου
και στολισμÝνη με τ' αχνü της Κλεαρßστας πÝπλο.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
Στο δρüμο, μüλις Ýφθασα στου Λýκωνα το σπßτι,
μαζß με τον ΕυδÜμνιππο εßδα το ΔÝλφι εμπρüς μου·
ξανθüτερ' απü ελßχρυσο εßχαν κι οι δυο τα γÝνεια
κι εγυÜλιζαν τα στÞθια των πειüτερ' απ' τη ΣελÞνη,
δεßχνοντας πþς εγýριζαν μüλις απ' την παλαßστρα.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
Τον εßδα κι ετρελλÜθηκα κι Üναψεν η καρδιÜ μου,
ξεθþριασεν η üψη μου κι Ýσβυσ' η ομορφιÜ μου,
κι οýτ' Ýνοιωσα τι γßνηκε στο πανηγýρι εκεßνο
οýτε και ξÝρω η δýστυχη πþς γýρισα στο σπßτι·
μα κÜποια αρρþστια πýρινη Üλλαξε τη θωριÜ μου
κι Þμουν δÝκα μερüνυχτα πεσμÝνη στο κρεββÜτι.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
ΣυχνÜ - πυκνÜ το χρþμα μου κιτρßνιζε σα θρÜψος,
Ýπεφταν αναρßθμητες της κεφαλÞς μου οι τρßχες
κι εκüλλησε το δÝρμα μου στα κüκκαλα μου απÜνω.
Και που δεν πÞγα η δýστυχη γυρεýοντας να γιÜνω,
και ποιÜ γερüντισσ' Üφησα που ξÝρει να ξορκßζη;
Τßποτα δε μ' αλÜφραινε κι Ýλειωνα με το χρüνο.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
κι εκÜλεσα τη σκλÜβα μου κι Üνοιξα την καρδιÜ μου.
«ΘÝστυλι, βρες μου γιατρικü στη φοβερÞ μου αρρþστια.
Ο ΔÝλφις την ταλαßπωρη üλη δικÞ του μ' Ýχει·
»μα στην παλαßστρα πÞγαινε και παραμüνευε τον·
»εκεß συχνÜ πηγαßνει αυτüς, εκεß τ' αρÝσει νÜναι».

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
«Κι üταν μονÜχο τον ιδÞς γνÝψε του να σιμþση,
και πες του πþς τονε καλþ και φÝρε τον στο σπßτι».
¸τσ' εßπαμε· κι επÞγε αυτÞ και μοýφερε το ΔÝλφι,
κι εγþ μüλις τον Ýνοιωσα κι εγþ μüλις τον εßδα
να διασκελßζη ανÜλαφρα της πüρτας το κατþφλι,
-πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μου 'γεννÞθη η αγÜπη-
μου 'πÜγωσ' üλο το κορμß πειüτερο κι απ' το χιüνι
κι Ýσταζ' ιδρþτας Üφθονος απü το μÝτωπο μου
σαν τη δροσοýλα της νοτιÜς, κι εκüπηκι η φωνÞ μου
και δε μ' απüμεινε φωνÞ μηδ' üση Ýχει το βρÝφος
που ψιθυρßζοντας καλεß τη μÜννα του στον ýπνο·
κι ενÝκρωσαν τα μÝλη μου σαν της κερÝνιας κοýκλας.

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
Και μüλις μ' εßδε ο Üπονος χαμÞλωσε τα μÜτια
και στο σκαμνß εθρονιÜστηκε και τÝτοια λüγια μοýπε:
«Πρüλαβες και μ' εκÜλεσες στο σπßτι σου, Σιμαßθα,
üπως εγþ στο τρÝξιμο πρüλαβα το Φιλßνο.»

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
«¼μως λογÜριαζα κι εγþ νÜρθω τη νýκτ' απüψε,
μÜ το γλυκü τον ¸ρωτα, μαζß μ' Üλλους μου φßλους,
κρýβοντας μÝσ' στον κüρφο μου γλυκüμηλα του ΒÜκχου
»κι Ýνα στεφÜνι ολüγυρα στην κεφαλÞ φορþντας,
»στεφÜνι λεýκας, ιερü κλωνÜρι του ΗρακλÝους,
»στεφÜνι καταστüλιστο με κüκκινες κορδÝλλες.»

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
»Κι αν με καλοδεχüσαστε, θα τüχα για χαρÜ μου
αν μοναχÜ το στüμα σου το γλυκερü 'φιλοýσα
-γιατ' εßμαι νιος ευγενικüς κι üμορφος μÝσα σ' üλους-
μ' αν εýρισκα την πüρτα σας κλειστÞ, μανταλωμÝνη,
»θÜχα πελÝκια κοφτερÜ, θÜχα δαυλιÜ για δαýτη».

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
«Και τþρα χÜρη εγþ χρωστþ στην Αφροδßτη πρþτα
κι ýστερα χÜρη δεýτερη χρωστþ σε σÝνα πÜλι
που μ' Ýβγαλες απ' τη φωτιÜ του πüθου πριν με καψη
κι Ýστειλες και μ' εκÜλεσες ναρθþ στο σπιτικü σου·
γιατß κι απü το φλογερü ηφαßστειο της ΛιπÜρας
πιü καυτερÜ, πιο φλογερÜ ο Ýρως καßει και φλÝγει».

Πες μου, ΣελÞνη, πες μου το πþς μοý 'γεννÞθ' η αγÜπη.
«Αυτüς σηκþνει τα μυαλÜ και κÜνει και τη κüρη,
τη κüρη την ανÞξερη, να φεýγη απü το σπßτι,
και κÜνει και τη νιüνυφη ν' αφÞνη, ν' απαρνιÝται
το στρþμ' ακüμη το ζεστü του αντρüς της και να φεýγη».
Εßπε· κι εγþ ευκολüπιστη τον Ýπιασ' απ' το χÝρι
κι αγÜλια τον επλÜγιασα στο μαλακü μου στρþμα·
κι Üρχισαν να μαλÜζονται μαζß τα δυο κορμιÜ μας
και τα ζεστÜ μας πρüσωπα ν' ανÜβουν, να κορþνουν·
κι εψιθυρßζαμε γλυκÜ στüμα με στüμα οι δυü μας.
Και να μη στα πολυλογþ, ΣελÞνη αγαπημÝνη,
τα πιο μεγÜλα εκÜναμε κι Þρθαμ' οι δυü σε πüθο.

Κι ως χθες κανεßς μας απ' τους δυü παρÜπονο δεν εßχε·
μα σÞμερα Þρθε σπßτι μου η μÜννα της Φιλßστας
και της χορεýτρας Μελαξþς, την þρα που φορÜδες
φÝρνουν απ' τον ωκεανü στον ουρανü τρεχÜτες
τη ροδοχÝρα την ΑυγÞ· και κοντÜ στ' Üλλα μοýπε
πως Ýχει πιÜσει ο ΔÝλφις μου κÜποια καινοýργια αγÜπη,
μα ποιαν αγÜπη, δεν Þθελε να μου το φανερþση,
παρÜ μονÜχα πως συχνÜ πßνει κρασß για κÜποια
και πως το πßνει ανÝρωτο και πþς στολßζει ακüμα
την κÜμαραν üπου μεθÜ μ' ευωδιαστÜ στεφÜνια·
κι ýστερα φεýγει βιαστικüς. ΑυτÜ μοýπεν εκεßνη
κι εγþ τ' αναλογιÜζομαι κι αληθινÜ τα βρßσκω·
γιατ' Üλλοτε πολλÝς φορÝς ερχüταν την ημÝρα
κι Üφηνε και στο σπßτι μου το Δωρικü λαγÞνι2.
Μα τþρα ποýχω να τον 'δω σωστÜ δþδεκα μÝρες
κÜποια Üλλη θα τονε τραβÜ και με ξεχνÜ εμÝνα.

Μα τþρα με τα μÜγια μου θε να τον σφικτοδÝσω,

κι αν πÜλι θα με τυραγνÜ, τ' ωρκßζομαι στις Μοßρες,
την πüρτα του ¢δη ο Üκαρδος ταχυÜ να πÜη να κροýση.
ΒαθυÜ μεσ' στο σεντοýκι μου κρýβω κακÜ φαρμÜκια
που Ýνας Ασσýριος κÜποτε μου τÜχει μαθημÝνα.

Μα εσý στρÝψε χαροýμενη τ' αλüγατÜ σου τþρα,

ΣελÞνη, στον ωκεανü· κι εγþ θε να υπομÝνω
üπως ως τþρα υπüμενα τον πüνο της καρδιÜς μου.
Σ' αφÞνω 'γειÜ, λαμπρüχρωμη ΣελÞνη και σεις Üστρα,
που αθüρυβα την Üμαξα της νýκτας ακλουθÜτε.

                     ΗλακÜτη

ΑδρÜχτι, που σ' εχÜρισε στις γνωστικÝς γυναßκες
η γλαυκομμÜτα η ΑθηνÜ για νοικοκυροσýνη,
Ýλα μαζß μου θαρρετÜ στην πüλη του ΝηλÝως
που 'ναι ναüς της Κýπριδος μες σε χλωρÜ καλÜμια.

Εκεß θα πÜμε, κι ο θεüς καλü ταξßδι ας δþσει,
το φßλο το Νικßα μου να 'δω και να φιλÞσω,
που οß χÜριτες γλυκüφωνες τον Ýχουν αναθρÝψει,
και σÝνα, καλοδοýλευτο κι ελεφαντÝνιο αδρÜχτι,
εσÝνα στη γυναßκα του θε να σε κÜνω δþρο,
να κλþθης νÞματ' απαλÜ για των αντρþν τα ροýχα
και νÞματα για διÜφανα φορÝματα γυναßκεια.
Γιατ' οι μαννÜδες των αρνιþν στα πρÜσινα λιβÜδια
κουρεýονται για χÜρη της και δßνουν το μαλλß τους
πÜντα το χρüνο δυü φορÝς· τ' εßνε καλÞ δουλεýτρα
κι üλα αγαπÜει üσ' αγαποýν οι γνωστικÝς γυναßκες.

Εγþ δε θα σ' εχÜριζα μηδÝ σε τιποτÝνιες
μÞτ' Þθελα να σ' Ýβλεπα μες σ' ακαμÜτρας σπßτι,
γιατ' εßσαι απ' την πατρßδα μου κι Ýχεις εσý πατρßδα
την πüλη εκεßνη που Ýκτισεν ο Εφυραßος Αρχßας
πüλη μ' ανθρþπους διαλεχτοýς, της Σικελßας καμÜρι.

Τþρα θε νÜχης σπßτι σου σοφοý γιατροý το σπßτι
που ξÝρει μýρια γιατρικÜ και διþχνει τις αρρþστιες·
αντÜμα με τους ºωνας στη Μßλητο θα μÝνης
Ýτσι για νÜχη η Θεýγενη το πιο þμορφο τ' αδρÜχτι
και να με φÝρνη πÜντοτε μες την ενθýμησÞ της
εμÝνα τον τραγουδιστÞ και τον καλü της φßλο.

¼ποιος σε δει στα χÝρια της να λÝη: ΜεγÜλη, αλÞθεια,
μεγÜλη χÜρη απüκτησε με το μικρü του δþρο.
¼λα τα δþρα ατßμητα üσα χαρßζουν φßλοι.

                ΚηριοκλÝπτης

ΕκÝντρωσε μια μÝλισσα τον Ýρωτα τον κλÝφτη
üταν της Ýκλεβε κερß μες απü τη κυψÝλη,
κι üλα του τ' ακροδÜχτυλα τα βρÞκε το κεντρß της.
Κι αυτüς πονοýσε ο δýστυχος κι εφýσαγε τα χÝρια
κι εχτýπαγε τα πüδια του πηδþντας απ' τον πüνο·
κι Ýτρεξε στη μητÝρα του την üμορφη Αφροδßτη
κι Ýδειξε τα χερÜκια του και της παραπονÝθη
πως εßν' η μÝλισσα μικρÞ κι üμως σκληρÜ πληγþνει.
Κι εγÝλασ' η μητÝρα του και στρÜφηκε και τοýπε:
Γιατß απορεßς; μÞπως και συ της μÝλισσας δε μοιÜζεις;
¸τσι μικρüς εßσαι και συ κι Ýτσι σκληρÜ πληγþνεις.

μτφ.: ΙωÜννη ΠολÝμη
______________________________

 1 Η σεισοπυγßς (σουσουρÜδα) Þταν αφιερωμÝνη στην Αφροδßτη και γιαυτü τÞν μεταχειρßζονταν εις στις ερωτικÝς μαγγανεßες.

 2 Το ελαιοδοχεßο για τη παλαßστρα. ΘÝλει να δεßξει τη μεγÜλην οικειüτητα που τους συνÝδεε.

 * Κßστος:  επßσης ΛαδανιÜ, Κουνοýκλα (Cistus incanus): ΑνÞκει στην οικογÝνεια των Κιστιδþν (Cistaceae). Εξαπλþνεται στο μεγαλýτερο τμÞμα της Μεσογεßου κι εßναι κοινü στην ΕλλÜδα. Εßναι θερμüφιλο φυτü, που απαιτεß ξÝφωτα κι ηλιüλουστα μÝρη. ΑγαπÜ τις πετρþδης θÝσεις, τα φρýγανα και τα διÜκενα ημιορεινþν δασþν, τα φτωχÜ κι ασβεστολιθικÜ εδÜφη. Οι λαδανιÝς Þ ΚουνουκλιÜ Þ ΛÜδανος Þ ΑλαδανιÜ εßναι φυτÜ αειθαλÞ, θαμνþδη μÝχρι 1 μ. ýψος, με πολýκλαδο βλαστü και παχιÜ, με πυκνοýς αδÝνες και ρυτιδþδη φýλλα. Τα Üνθη εßναι σα μικρÜ ρüδα ροδüχρωμα. H Üνθηση αρχßζει τον Ιοýνιο και διαρκεß μÝχρι και τον Αýγουστο.

---------------------------------------------

                                     ΠροπÝρτιος

     Ο ΣÝξτος ΠροπÝρτιος καταγüταν απü οικογÝνεια ιππÝων κι Þτανε Λατßνος Ρωμαßος ελεγειακüς ποιητÞς, που γεννÞθηκε περß το 50-47 π.Χ. στη ΜπεβÜνια (Bevagna) στο Assisium της ΟυμβρικÞς (κεντρικÞ Ιταλßα, κοντÜ στη σημερινÞ Περοýτζια) και πÝθανε μεταξý του 15-2 π.Χ.. Αν κι ορφανüς απü πατÝρα σε μικρÞ ηλικßα, στÜλθηκε στη Ρþμη για να γßνει δικηγüρος, αλλÜ αφοσιþθηκε στην ποßηση. ΠÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς του στη Ρþμη κι υπÝστη δÞμευση της περιουσßας του ως αποτÝλεσμα των αγροτοοικονομικþν μεταρρυθμßσεων του Οκταβιανοý μετÜ τους εμφυλßους πολÝμους. ΕλÜχιστα Üλλα πρÜγματα γνωρßζουμε για τη ζωÞ του. Το Ýργο του πÜντως Ýχει ισχυρÝς επιδρÜσεις απü τη ποßηση του ΚÜτουλλου, του πλÝον αξιοσημεßωτου νεωτερικοý ποιητÞ.



     Το σωζüμενο Ýργο του αποτελεßται απü 4 βιβλßα με ελεγεßες. Στις ιδÝες του μοιÜζει να αμφιταλαντεýεται ανÜμεσα στη τÜξη και στην ανατρεπτικüτητα. Στις Ελεγεßες I-III περιγρÜφει τη νοοτροπßα της οικογενειακÞς γαλÞνης πολλþν Ρωμαßων που θÝλαν ν' απολαýσουνε την ειρÞνη μετÜ απü 3 γενιÝς εμφυλßου πολÝμου. Ενþ θαυμÜζει την αγνüτητα, αλλοý αντιτßθεται στους αυστηροýς ηθικοýς νüμους του Αυγοýστου. Στο II.vii διεκδικεß το δικαßωμα να ζÞσει εκτüς γÜμου με την ερωμÝνη του, τη Κυνθßα. (Η αγαπημÝνη του που φÝρει το λογοτεχνικü üνομα Κυνθßα (Cynthia)  πραγματικÜ ενδÝχεται να ονομαζüταν Οστßα (Hostia)). Οι Ιουλιανοß Νüμοι του 18 π.Χ. λÝγανε πως Üνθρωποι üπως ο ΠροπÝρτιος πρÝπει να παντρεýονται και να 'χουνε παιδιÜ, ενþ üσοι δεν συμμορφþνονταν αντιμετþπιζαν βαρειÝς ποινÝς.
     Ο ΠροπÝρτιος εßναι Ýνας doctus poeta, Ýνας λüγιος δηλαδÞ ποιητÞς, ο οποßος ακολοýθησε τα χνÜρια της καλλιμαχικÞς αισθητικÞς και πολυμÜθειας. Η αλεξανδρινþν προδιαγραφþν ποßησÞ του χαρακτηρßζεται απü την Ýντονη παρουσßα του μýθου, πρωταρχικüς σκοπüς του οποßου εßναι να καταστÞσει σαφÝς σε ποια θÝση κατατÜσσει ο ποιητÞς την αγαπημÝνη του και τον ÝρωτÜ του. Η προτßμηση του ποιητÞ για τις πιο σκοτεινÝς και λιγüτερο γνωστÝς μυθολογικÝς παραλλαγÝς εντυπωσιÜζει. Η γλþσσα του εßναι γεμÜτη αντιθÝσεις, üπως κι η αλληλουχßα των σκÝψεων κι η δομÞ των ποιημÜτων του. Οι ελεγεßες του, που εßναι κατÜ κανüνα συντομüτερες απü εκεßνες του Τßβουλλου, εμφανßζουν αναπÜντεχες ανατροπÝς και απüτομες συναισθηματικÝς μεταπτþσεις και χαρακτηρßζονται απü Ýντονη δραματικüτητα.
     Στον ΠροπÝρτιο üλα τα μοτßβα της ερωτικÞς ελεγεßας εμφανßζονται σε πλÞρη ανÜπτυξη. Σε αντßθεση με τον Τßβουλλο, δεν τον συγκινεß οýτε η φýση οýτε ο ομοφυλοφιλικüς Ýρωτας. Για τον ΠροπÝρτιο ευγÝνεια καταγωγÞς, δýναμη, και πλοýτος υποχωροýν και υποτÜσσονται στον Ýρωτα. Ωστüσο, απÝχει πολý απü το να θεωρηθεß φιλοσοφικüς ποιητÞς.



     Πολý συχνÜ και με ποικιλßα τρüπων στο Ýργο του σχολιÜζει τη διαδικασßα της ποιητικÞς γραφÞς. Μαζß με τον ΟρÜτιο Ýχει στοχαστεß τη ποιητικÞ του τÝχνη πιüτερο απü πολλοýς Üλλους ποιητÝς της αυγοýστειας εποχÞς. ¸χει πλÞρη συναßσθηση της σπουδαιüτητας της ποßησÞς του. ¸τσι, στο 1ο βιβλßο η ποßηση τßθεται στην υπηρεσßα του Ýρωτα ως τρüπου ζωÞς. Στο 2ο & 3ο αναπτýσσει πιüτερο τη σπουδαιüτητα της ποßησÞς του, ενþ στο 4ο η ελεγεßα εξυπηρετεß μια καλλιμαχικοý τýπου αιτιολογικÞ επεξεργασßα γνÞσια ρωμαúκοý υλικοý.
     Ο ποιητÞς δουλεýει πÜνω σε σχÞματα που θα γßνονταν ουσιþδη στην ελεγειακÞ ποßηση, π.χ. στο παρακλαυσßθυρον (1, 6). Απü τα καλλßτερα σημεßα του Ýργου του θεωρεßται η βασßλισσα των ελεγειþν Þ Ελεγεßα Της Κορνηλßας (IV.xi), üπου η νεκρÞ Κορνηλßα μιλÜ απü τον τÜφο στο σýζυγü της Paullus και στα παιδιÜ της. Σ' Ýνα απü τα πλÝον συγκινητικÜ χωρßα στη ρωμαúκÞ ποßηση, συμβουλεýει τον Üνδρα της πþς να εßναι Ýνας καλüς πατÝρας προς τα παιδιÜ τους:

    "Κι αν ποτÝ θρηνεßς, μη τ’ αφÞνεις να δοýνε παρÜ üταν Ýρχονται σιμÜ σου, παραπλÜνησε τα φιλιÜ τους με στεγνÜ μÜγουλα! Να εßσαι Þσυχος σε Üυπνες νýχτες που πÝρασες σκεπτüμενος üτι σου λεßπω και με συχνÜ üνειρα που σου φαßνεται πως βλÝπεις το πρüσωπü μου. Και üταν μιλÜς μüνος σου στο πορτραßτο μου, κÜνε κÜθε σου λüγο πιστεýοντας πως θ' απαντÞσω" .(79-84).

     Η ταραχþδης ερωτικÞ σχÝση του ΠροπÝρτιου με τη φλογερÞ Κυνθßα εßναι το βασικü θÝμα στο Ýργο του και δßνει επßσης κÜποιους απü τους γνωστüτερους στßχους του. Στο I.xix δεν εßναι ο θÜνατος που φοβÜται, αλλÜ üτι πεθαßνοντας θα χÜσει την Κυνθßα («καμιÜ αγÜπη δεν εßναι ποτÝ αρκετÜ μακρüχρονη»). Στο II.i περιγρÜφει πως η «μοýσα» του τον εμπνÝει να γρÜψει:

    "Ας ποýμε üτι βγαßνει αστρÜφτοντας με μετÜξια απü την Κω, το Κþον της φüρεμα μιλÜ για Ýνα τüμο... Þ πÜλι αν σφαλßσει τα βλÝφαρα σε επιθυμητü ýπνο, Ýχω χßλιες νÝες ιδÝες για ποιÞματα. Αν πÜλι παλεýει μαζß μου γυμνÞ, ε, τüτε σωρεýουμε μακροσκελεßς ΙλιÜδες. Απ' ü,τι μπορεß να κÜνει Þ να πει, Ýνα Ýπος γεννιÝται, μεγÜλο, απü το τßποτα". (5-16).

     Το ýφος του ΠροπÝρτιου σημαδεýεται απü φαινομενικÜ απüτομες μεταπτþσεις κι εßναι πολý υπαινικτικü. Η ιδιüμορφη χρÞση της γλþσσας, συνδυαζüμενη με τη κακÞ κατÜσταση του αρχικοý κειμÝνου, Ýχουνε καταστÞσει τις ελεγεßες του πρüκληση για τον επιμελητÞ των εκδüσεþν τους.

      Εισαγωγικü σημεßωμα για τον κῶμο που θα ακολουθÞσει (1,16)

     Το ποßημα ανÞκει στη κατηγορßα του κþμου Þ παρακλαυσßθυρου, του μÜταιου, δηλαδÞ, τραγουδιοý του exclusus amator (χωρισμÝνοι εραστÝς) Ýξω απü την πüρτα της αγαπημÝνης του. Ο κþμος του εραστÞ Ýξω απü τη κλειστÞ πüρτα της αγαπημÝνης του Ýχει διαχρονικÞ παρουσßα τüσο στην αρχαßα ελληνικÞ üσο και στη λατινικÞ λογοτεχνßα.



     ΑπαντÜ 1η φορÜ στον Αλκαßο και σε μεγαλýτερη κλßμακα στον ΑριστοφÜνη. Η παρουσßα του μοτßβου εßναι εντονüτατη στην ελληνιστικÞ ποßηση, κυρßως στο επßγραμμα, απ' üπου πÝρασε και στους Ρωμαßους ελεγειακοýς. Η παρουσßα του ανιχνεýεται επßσης και στη ρωμαúκÞ κωμωδßα.
     Στο ποßημα ο ΠροπÝρτιος καινοτομεß φÝρνοντας μια αναπÜντεχη ανατροπÞ üσον αφορÜ τον ομιλητÞ. Αντß για τον exclusus amator, üπως θα Þταν αναμενüμενο, στο ποßημα μιλÜ η πüρτα της αγαπημÝνης, που στον μονüλογü της ενσωματþνει το κυρßως παρÜπονο του εραστÞ εναντßον της.
     ΔομικÜ το ποßημα διακρßνεται σε Ýξι ενüτητες, καθεμιÜ απü τις οποßες αποτελεßται απü οκτþ στßχους, ως εξÞς: α) στ. 1-8: η πüρτα αντιπαραβÜλλει το Ýνδοξο, ηρωικü παρελθüν της προς το ντροπιαστικü παρüν των αποκλεισμÝνων εραστþν, β) στ. 9-16: η πüρτα ανησυχþντας για την ηθικÞ Ýκλυση της κυρßας της κÜνει αναφορÜ στο ολονýχτιο τραγοýδι του exclusus amator, γ) στ. 17-24: o εραστÞς παραπονιÝται για τη σκληρüτητα της πüρτας που τον αναγκÜζει να περνÜει τις νýχτες στο κατþφλι της, δ) στ. 25-32: o εραστÞς διαμαρτýρεται για την αδιαφορßα της αγαπημÝνης του παρακαλþντας να εισακουστοýν τα παρÜπονÜ του, Ýστω και μÝσα απü μια μικρÞ χαραμÜδα της πüρτας, ε) 33-40: o εραστÞς καταφÝρεται εναντßον της πüρτας, γιατß δεν κÜμπτεται οýτε απü τα δþρα οýτε και απü τις ýβρεις του, στ) στ. 41-48: o εραστÞς τελειþνει τα παρÜπονÜ του με αναφορÜ στα ποιÞματα και τα φιλιÜ που μÜταια προσφÝρει στην πüρτα. Το ποßημα ολοκληρþνεται με το παρÜπονο της πüρτας, γιατß εξακολουθεß να δυσφημεßται εξαιτßας της συμπεριφορÜς της κυρßας της και των παραπονοýμενων εραστþν.

                    κῶμος 1.16

Εγþ που κÜποτ’ Ýστεκ' ανοιχτÞ σε θρßαμβους μεγÜλους,
πüρτα περßφημη κι αγνÞ üμοια με της Ταρπηßας,
που μπρος μου πανηγýριζαν Üρματα χρυσωμÝνα
και μ’ Ýβρεχαν με παρακλητικÜ δÜκρυα, αιχμαλþτοι,
τþρα τρωθεßσα απü νυχτερινοýς καυγÜδες μεθυσμÝνων
βαρυγκωμþ συχνÜ σα με χτυπÜν απαßσια χÝρια
κι Ýχω συνÝχεια πÜνω μου ντροπιαστικÜ στεφÜνια
και δÜδες χÜμω βρßσκονται, αυτοý που κλαßει απÝξω.

Κι οýτε προστÜτις στη ΚυρÜ απü νυχτιÝς ντροπÞς,
η διÜσημη εγþ που ξÝπεσα σε Üσεμνα τραγοýδια.
Οýτε κι εκεßνη νοιÜζετ’ üμως για τη φÞμη της
και ζει πιüτερο ανÞθικα, απ’ την Ýκλυτη εποχÞ μας.
Κι Ýτσι μου μÝνει να θρηνþ με παρÜπονο μεγÜλο
κι ακüμα μεγαλýτερην εγþ, Ýχω τη στεναχþρια
για τον ικÝτη που περνÜ τ’ ατÝλειωτα τα βρÜδυα.
Κειüς δεν αφÞνει Þσυχο ποτÝ του το κατþφλι μου,
Üδοντας με παρÜπονο, το ντÝρτι της καρδιÜς του:

«Θýρα σκληρÞ, σκληρüτερη κι απ’ τα μÝσα της κυρÜς μου,
γιατß σιωπÜς ολüκλειστη μες στα σκληρÜ σου φýλλα;
Γιατß δε ξεκλειδþνεσαι ποτÝ, να δεις τον ÝρωτÜ μου;
Δεν ξÝρεις; Δεν λυγßζεσαι, να στεßλεις τα κρυφÜ μου
τα παρακÜλια να δοθεß στον πüνο μ’ Ýνα τÝλος;
¼λος ντροπÞ να καßω κει δα, ετοýτο το κατþφλι;
ΜεσÜνυχτα, που τ’ Üστρα γÝρνουν να πλαγιÜσουν
κι η ψýχρα με τη πÜχνη της λυποýνται με, πεσμÝνο.

Εσý μüνη τον ανθρþπινο πüνο μου δε λυπÜσαι,
και μου απαντÜς με Üηχο τρßγμα απ’ τους μεντεσÝδες.
‘Αμποτε ας πÝρναγ’ η φωνÞ μες απ’ τις χαραμÜδες
και να ‘φτανε στα Ýκπληκτα αυτÜκια της κυρÜς μου!
Κι αν Þτανε σκληρüτερη κι απü τα βρÜχια της Αßτνας,
σκληρüτερη απü σßδερο κι απü ατσÜλι ακüμα,
κι üμως στεγνÜ τα μÜτια της δεν θα τα εκρατοýσε
κι Ýν αχ! θεν’ ανηφüραγε μες στ’ Üθελα δÜκριÜ της.

Τþρα, αυτÞ στην αγκαλιÜ κοιμÜται κÜποιου Üλλου,
ζηλεýω, και τα λüγια μου τα παßρνει το ζεφýρι.
¼μως, εσý, θýρα κακÞ, εßσαι η μüνη αιτßα,
και με πονεßς, δε δÝχεσαι να πÜρεις τα σου δßνω.
Να πεις üτι σε πρüσβαλλα με βρßσιμο στο στßχο,
που συνηθÜ με παιχνιδιÜρικη οργÞ να λÝει καθετß,
και θα πρÝπει να τιμωρηθþ να μεßνω να βραχνιÜσω,
καθþς με το παρÜπονο ξÜγρυπνος να γερÜσω
και να περνþ ανÞσυχες νυχτιÝς στο σταυροδρüμι.

¼μως, συχνÜ για σÝνανε τραγοýδι Ýχω ξυφÜνει
σε νÝο ρυθμü, και πÝφτοντας στα γüνατα
τα σκαλοπÜτια σου φιλþ, που πÜτησεν εκεßνη.
Πüσες φορÝς αχÜριστη, στρÜφηκα στο κατþφλι
κι απüθεσα τη πρÝπουσα, κρυφÜ, τη προσφορÜ

Μ’ αυτÜ εκεßνος, δýστυχοι εραστÝς, τα λüγια κι ü,τι Üλλα,
πασχßζει το κελÜδημα των αηδονιþν να συγκαλýψει.
Εγþ λοιπüν ισüβια καταδßκη για της κυρÜς μου εκτßω
ντροπιαστικÞ, με τους σπαραχτικοýς τους θρÞνους
του εραστÞ της, τους ατÝλειωτους, üσα τα σφÜλματÜ της.

--------------------------------

                                  Οβßδιος

     Ο Πüπλιος Οβßδιος ΝÜσων (Publius Ovidius Naso, 20 Μαρτßου 43 π.Χ. - 2 Γεναρη 17μ.Χ.), γνωστüς ως Οβßδιος, Þτανε Ρωμαßος ποιητÞς, που Ýζησε κατÜ τη διÜρκεια της βασιλεßας του Οκταβιανοý Αýγουστου. ¹ταν σýγχρονος των γηραιüτερων Βιργßλιου και ΟρÜτιου, με τους οποßους συχνÜ κατατÜσσεται ως Ýνας απü τους τρεις κανονικοýς ποιητÝς της λατινικÞς λογοτεχνßας. Εßναι περισσüτερο γνωστüς απü τις Μεταμορφþσεις, μßας σειρÜς 15 βιβλßων μυθολογικÞς αφÞγησης γραμμÝνης σε δακτυλικü εξÜμετρο, καθþς και για τις συλλογÝς ερωτικÞς ποßησης σε ελεγειακÜ δßστιχα, και ιδιαßτερα για τα "¸ιδýλλια" (Amores) και την "ΕρωτικÞ ΤÝχνη" (Ars Αmatoria).



     Πολλοß μιμÞθηκαν την ποßησÞ του κατÜ την ¾στερη Αρχαιüτητα και το Μεσαßωνα και επηρÝασε σε μεγÜλο βαθμü τη δυτικÞ τÝχνη και λογοτεχνßα. ¹ταν ο τελευταßος απü τους μεγÜλους αυγοýστειους ποιητÝς, που Ýζησε στις αρχÝς της Pax Romana, της ειρÞνης δηλαδÞ ανÜμεσα στα Ýθνη της ΡωμαúκÞς Αυτοκρατορßας που επÝβαλαν οι ρωμαúκÝς στρατιωτικÝς δυνÜμεις.
     ΓεννÞθηκε στην ιταλικÞ πüλη Σουλμüνα το 43 π.Χ. και πÝθανε στην πüλη Τüμοι της Μοισßας (ΡωμαúκÞς επαρχßας του κÜτω Δοýναβη) το 17 μ.Χ. Προερχüταν απü εýπορη οικογÝνεια πατρικßων της επαρχßας που απü πολλÝς γενιÝς ανÞκε στην τÜξη των ιππÝων, þστε να στεßλει τον ßδιο και τον αδελφü του στη Ρþμη για να σπουδÜσουν σε ηλικßα περßπου 12 ετþν ρητορικÞ. ΜετÜ απü την βασικÞ παιδεßα που πÞρε κοντÜ στους καλýτερους δασκÜλους Ýκανε λαμπρÝς νομικÝς και φιλολογικÝς σπουδÝς. Εκπαιδεýτηκε στη ρητορικÞ þστε να αποκτÞσει ευφρÜδεια χωρßς üμως να τον προσελκýει ιδιαßτερα η τυποποιημÝνη επιχειρηματολογßα των ασκÞσεων δικανικÞς ακριβεßας. ΤελικÜ, üμως αφιερþθηκε στην ποßηση. ΒÝβαια η συχνüτατη χρÞση αποφθεγμÜτων κι η εκτßμησÞ του για controversiae (ασκÞσεις στη ρητορικÞ που εßναι διαμÜχες με επιχειρηματολογßα φιλοσοφικÞ και λογικÞ βÜσει επικρατοýντων στοιχεßων) και suasoriae (Üσκηση στη ρητορικÞ, μια μορφÞ διακÞρυξης που ο σπουδαστÞς ομιλεß μιμοýμενος συνÞθως Ýνα μονüλογο μιας ιστορικÞς φιγοýρας που διδÜσκει, που εξηγεß, πþς να βαδßσει κανεßς σε μια κρßσιμη καμπÞ στη ζωÞ τουεßναι εμφανÞς στο ποιητικü του Ýργο.



     Η επιτυχßα κι η φÞμη του γρÞγορα εξαπλþθηκε στους λογοτεχνικοýς κýκλους της Ρþμης. Εßχε στενÝς σχÝσεις με τον λογοτεχνικü κýκλο του ΜεσσÜλλα, ενþ, üπως ο ßδιος αναφÝρει, συναναστρÜφηκε σημαντικοýς ποιητÝς της εποχÞς, üπως τον ΟρÜτιο, τον ΠροπÝρτιο και τον ΜÜκερ. Με μεγÜλη του λýπη σημειþνει πως δεν πρüλαβε να γνωρßσει τον μεγÜλο Βιργßλιο και τον Τßβουλλο, ο οποßος πÝθανε το 19 π.Χ.
     ¼πως περιγρÜφει ο ΣενÝκας ο Πρεσβýτερος σε μια βιογραφßα του Οβιδßου αυτÞς της περιüδου, τον ενδιÝφεραν καταστÜσεις που το ζητοýμενο περιστρεφüταν γýρω απü συλλογισμοýς με ηθικü και ψυχολογικü περιεχüμενο.
     Ο Οβßδιος πÝρασε Ýνα χρονικü διÜστημα στην ΑθÞνα, αφοý συνüδευσε σε Ýνα ταξßδι του εκεß τον ΠομπÞιο ΜÜγνο, üπως συνÞθιζαν οι νÝοι των ανþτερων κοινωνικþν τÜξεων και ταξßδεψε αρκετÜ στην ΕλλÜδα κερδßζοντας αρκετÝς εμπειρßες. (ασκÞσεις στη ρητορικÞ που εßναι διαμÜχες με επιχειρηματολογßα φιλοσοφικÞ και λογικÞ βÜσει επικρατοýντων στοιχεßων)
     Ως μÝλος της ρωμαúκÞς τÜξης των ιππÝων, Þταν προορισμÝνος για σταδιοδρομßα στον δημüσιο βßο και κατÝλαβε μερικÝς κατþτερες δικαστικÝς θÝσεις, τις πρþτες βαθμßδες στην κλßμακα του δημοσßου, üμως διαπßστωσε üτι ο δημüσιος βßος δεν του ταßριαζε. ¸τσι εγκατÝλειψε το επÜγγελμα του για να ασχοληθεß με τη ποßηση και την ανÜπτυξη σχÝσεων κι επαφþν με τους γνωστοýς ποιητÝς της εποχÞς του.
     ¼ταν ο Οβßδιος εμφανßστηκε στη λογοτεχνικÞ σκηνÞ, η ειρÞνη Þταν εξασφαλισμÝνη και Þταν διÜχυτη η επιθυμßα για Ýναν πιο χαλαρü τρüπο ζωÞς και λιγüτερο αυστηρÜ Þθη, τα οποßα διαμüρφωσαν την ανþτερη τÜξη της πρωτεýουσας. Ο Οβßδιος γßνεται εκφραστÞς αυτþν των επιθυμιþν και αναπτýσσει μια ποßηση που ανταποκρßνεται στον τρüπο ζωÞς της εποχÞς του.
     Δοκßμασε να γρÜψει σε üλα τα σημαντικÜ λογοτεχνικÜ εßδη, την ελεγεßα, το Ýπος, την επιστολογραφßα, τη τραγωδßα, και κατÜφερε να επιτýχει συνεχÞ διεýρυνση του ορßζοντα του και μια νÝα αντßληψη της σχÝσης μεταξý ποßησης και ζωÞς. Τα Ýργα του μποροýν να καταταγοýν σε τρεις περιüδους. Εδþ ανÞκουν τα νεανικÜ Ýργα του ποιητÞ. Δεν υπÜρχει αμφιβολßα üτι η ποßηση που Ýγραψε κατÜ τη 1η περßοδο της σταδιοδρομßας του ως ποιητÞ, αντικατοπτρßζει μßα θεþρηση της ζωÞς, του Ýρωτα και της ποßησης αντßθετη με τις "επßσημες" ηθικÝς θÝσεις που προωθοýσε ο αυτοκρÜτορας Αýγουστος.
    Α) Ο Οβßδιος ξεκινÜ με μια συλλογÞ ερωτικþν ελεγειþν, τους "Amores" (¸ρωτες), σε 5 βιβλßα περßπου το 20 π.Χ., üπου εκφρÜζει σε πρþτο πρüσωπο τα παραδοσιακÜ θÝματα της ερωτικÞς ελεγεßας. Τα νÝα στοιχεßα που χαρακτηρßζουν την ελεγεßα του Οβιδßου εßναι εμφανÞ με πιο εντυπωσιακÞ καινοτομßα την απουσßα μιας κεντρικÞς γυναικεßας μορφÞς ως κÝντρο των διÜφορων ερωτικþν εμπειριþν. Αντß για το πÜθος των μεγÜλων λατßνων ερωτικþν ποιητþν, ο Οβßδιος προτιμÜ να εμφανßζει την ερωτικÞ εμπειρßα μÝσα απü το φßλτρο της ειρωνεßας και της απüστασης του διανοουμÝνου.
   Β) Το ποßημα που φαßνεται να Ýπαιξε σημαντικü ρüλο στην απüφαση του Αυγοýστου να εξορßσει τον ποιητÞ, εßναι η "ΕρωτικÞ τÝχνη" (Ars amatoria), που δημοσιεýθηκε το 1 π.Χ. Το μÞνυμα που περνοýσε εκεß ο Οβßδιος στην πραγματικüτητα υπονüμευε το επßσημο πρüγραμμα ηθικþν μεταρρυθμßσεων που εßχε υιοθετηθεß απü τον Αýγουστο. Ο Ýρωτας του Οβιδßου επιζητεß την ανεκτικüτητα, με την βοÞθεια της οποßας μποροýν να αρθοýν οι κανüνες μιας ηθικÞς, η οποßα δεν ταιριÜζει πλÝον σε Ýνα πρωτευουσιÜνικο κοινωνικü στρþμα. Το Ýργο περιεßχε αναφορÝς στα σýμβολα προσωπικοý γοÞτρου του Αυγοýστου, διατυπωμÝνες με αναßδεια και αδιακρισßα μÝσα στα συμφραζüμενα. ¹ταν λογικü, το Ýργο αυτü, να μην τýχει καλÞς υποδοχÞς απü üσους εßχαν ενστερνιστεß τους στüχους και τις επιδιþξεις του πουριτανισμοý της εποχÞς του Αυγοýστου.
   Γ) ΚατÜ την περßοδο αυτÞ ο Οβßδιος δημοσßευσε επßσης το Ýργο "ΕπιστολÝς ηρωßδων" (Epistulae Heroidum), δýο σειρÝς απü πνευματþδεις δραματικοýς μονολüγους που χαρακτηρßζονται ως επιστολικÜ ποιÞματα. Η πρþτη σειρÜ (1-15) περιÝχει επιστολÝς γραμμÝνες απü διÜσημες ηρωßδες της ελληνικÞς μυθολογßας και η δεýτερη σειρÜ (16-21) περιλαμβÜνει επιστολÝς ερωτευμÝνων ανδρþν και απαντÞσεις των αγαπημÝνων τους γυναικþν (ΠÜρης κι ΕλÝνη, Ηρþ και ΛÝανδρος κ.Ü.).



     Θεωρεßται η σημαντικüτερη περßοδος για το Ýργο του ποιητÞ, εποχÞ ωριμüτητας και των σπουδαιüτερων Ýργων του. Η τραγωδßα του Οβιδßου, "ΜÞδεια" δεν διασþθηκε. Καθþς επαινÝθηκε απü τον ιστορικü ΤÜκιτο και Üλλους, εßναι πιθανü να επηρÝασε την τραγωδßα του ΣενÝκα με το ßδιο θÝμα.
     Το "Ημερολüγιο" (Fasti) εßναι Ýνα Ýργο που η πρüθεση του εßναι να παρουσιÜσει τους μýθους, τα Ýθιμα και τις θρησκευτικÝς γιορτÝς του ρωμαúκοý Ýτους. Εßχε προγραμματßσει 12 βιβλßα ελεγειακþν δßστιχων, Ýνα για κÜθε μÞνα. Η εξορßα του Üφησε το Ýργο ημιτελÝς αφοý υπÜρχουν μüνο Ýξι βιβλßα, τα οποßα επεξεργÜστηκε εν μÝρει στα χρüνια της εξορßας. Το "Ημερολüγιο" Ýγινε Ýργο εθνικü κι Þταν ßσως προμελετημÝνο για να αποκαταστÞσει τη φÞμη του συγγραφÝα του ενþπιον του αυτοκρÜτορα καθþς περιÝχει κολακεßες για την αυτοκρατορικÞ οικογÝνεια και Ýναν Ýντονο πατριωτισμü.
     Οι "Μεταμορφþσεις", επικü ποßημα σε 6μετρους, σε 15 βιβλßα, για τις μεταμορφþσεις των ανθρþπινων üντων απü το χÜος Ýως την αποθÝωση του Καßσαρα, αποτελεß μια τερÜστια πινακοθÞκη μυθικþν παραδüσεων. Στο Ýργο αυτü που αποτελεß ßσως το σπουδαιüτερο του ποιητÞ, δßνει τον καλýτερο εαυτü του. ΛαμπρÝς εικüνες, γεμÜτες φαντασßα, δεßχνουν üτι ο ποιητÞς γνωρßζει πρÜγματι να αποδßδει θαυμαστÜ την ψυχικÞ κατÜσταση του πανικοý και της κατÜπληξης των üντων που μεταμορφþνονται τη στιγμÞ κατÜ την οποßα μεταβÜλλονται σταδιακÜ σε φυτü, ζþο Þ πÝτρα, ενþ το πνεýμα διατηρεß καθαρÜ ανθρþπινα συναισθÞματα. Εßναι φανερü πως ο Οβßδιος με το Ýργο αυτü επιδιþκει να κÜνει κÜνει μια συνολικÞ αναφορÜ üλης της λογοτεχνßας, απü τον ¼μηρο και την τραγωδßα της ΑθÞνας και της Ρþμης μÝχρι τους συγχρüνους του. Σχεδüν üλες οι ιστορßες των ανθρþπινων μεταμορφþσεων εßναι ερωτικÝς ιστορßες γεμÜτες πÜθος εμπλουτισμÝνες με μυθιστορηματικÜ στοιχεßα. Ο κüσμος του ποιÞματος αποτελεßται απü üψεις, μεταμφιÝσεις, σκιÝς, αντικατοπτρισμοýς που τρÝφουν την ανθρþπινη ελπßδα με κÜθε μεταμüρφωση να αποτελεß Ýναν θÜνατο και Ýτσι το περιεχüμενο να δßνει μια αßσθηση θλßψης. Σε üλες τις εποχÝς μÝχρι σÞμερα, οι Þρωες του Οβιδßου, ΦαÝθων, ΝÜρκισσος, ΔÜφνη και πολλοß Üλλοι, υπÞρξαν πολý δημοφιλεßς, ενþ το ßδιο αυτü θÝμα των Μεταμορφþσεων στÜθηκε πηγÞ Ýμπνευσης για üλες τις τÝχνες.
     ¼μως, ενþ ο ποιητÞς βρßσκεται στο απüγειο της δüξας του, ο Αýγουστος το 8 μ.Χ. τον εξορßζει στους μακρινοýς και παγωμÝνους Τüμους της Μαýρης ΘÜλασσας (σημερινÞ ΚωστÜντζα της Ρουμανßας). Η πραγματικÞ αιτßα της εξορßας του Οβιδßου εξακολουθεß να παραμÝνει αδιευκρßνιστη, ενþ πολυÜριθμες και συχνÜ ευφÜνταστες πιθανÝς εξηγÞσεις Ýχουν διατυπωθεß Þδη απü την αρχαιüτητα. Ο ßδιος ο ποιητÞς επανÝρχεται συχνÜ στην ποßηση της εξορßας στο θÝμα της εξορßας του. Στα Tristia 2.207 γρÜφει üτι δýο εßναι οι αιτßες που οδÞγησαν στην εξορßα του (perdiderint cum me duo crimina, carmen et error): Ýνα ποßημα (carmen) κι Ýνα σφÜλμα (error). Πßσω απü το ποßημα (carmen) κρýβεται η Ars amatoria, η οποßα στο πλαßσιο του ηθικοπλαστικοý προγρÜμματος του Αυγοýστου ηχοýσε μÜλλον παρÜταιρα. ¼σον αφορÜ το σφÜλμα (error) ο ποιητÞς κρατÜ το στüμα του ερμητικÜ κλειστü.
     ΜετÜ τη ξαφνικÞ εξορßα του, εγκαταλεßπει τη φανταστικÞ και ζωηρÞ αφηγηματικÞ ποßηση κι επιστρÝφει στην ελεγεßα. Το Ýργο του "¢σματα θλιβερÜ" (Tristia) αποτελεßται απü 5 βιβλßα ελεγειþν, üπου διεκτραγωδεß την κατÜσταση του και ικετεýει για τη βελτßωση της. Οι "ΕπιστολÝς απü τον Πüντο" (Epistulae ex Ponto) εßναι 4 βιβλßα ελεγειþν, του ßδιου ψυχολογικοý κλßματος, τις οποßες απευθýνει σε ισχυροýς φßλους του. Το "ºβις" (Ibis), που γρÜφηκε λßγο μετÜ την ÜφιξÞ του στους Τüμους, Ýνα Ýνα μακροσκελÝς και περßτεχνο ανÜθεμα ενÜντια σε κÜθε ανþνυμο εχθρü.
     Ωστüσο η ζωÞ του δεν Þταν πÜντα θλιμμÝνη. Αφοý εξοικειþθηκε με την ιδÝα üτι η εξορßα αυτÞ θα Þταν η μüνιμη πατρßδα του, Üρχισε να βλÝπει μερικÝς θετικÝς πλευρÝς στον νÝο τüπο διαμονÞς του και στους κατοßκους του. ¸δειξε ενδιαφÝρον για την ιστορßα του τüπου και την πολιτικÞ και συνÝθεσε ποιÞματα στην τοπικÞ γλþσσα. Ο Οβßδιος, εκτüς απü Ýνας που χÜρηκε τις ομορφιÝς της ζωÞς και του μýθου, υπÞρξε, ταυτüχρονα, μια τραγικÞ μορφÞ, που πÝθανε στην εξορßα δυστυχισμÝνος, θýμα ηγεμονικÞς δυσμÝνειας. ΚαταδικÜστηκε, τον ΝοÝμβριο του Ýτους 8 μ.Χ., σε εξορßα, κατÜ διαταγÞ του αυτοκρÜτορα Αυγοýστου. Η εßδηση αυτÞ για το πÜθημα του Οβιδßου, μüλις Ýγινε γνωστÞ στη Ρþμη, προκÜλεσε απερßγραπτη συγκßνηση που δεν περιορßσθηκε μüνο μεταξý του κüσμου της πολιτικÞς και των ΓραμμÜτων, αφοý üλοι Þξεραν το μεγÜλο ταλÝντο του ποιητÞ και τις κατακτÞσεις του ανÜμεσα στο "ωραßο φýλο" της εποχÞς. ¹ταν αυτüς που εßχε διδÜξει τη στρατηγικÞ της ερωτικÞς γοητεßας με το περßφημο Ýργο του "Η τÝχνη του Ýρωτα" και τη ρωμαúκÞ κι ελληνικÞ μυθολογßα με τις σπουδαßες "Μεταμορφþσεις", που αποκλÞθηκαν η "Βßβλος των ποιητþν".



     Εκτüς üμως απü τη συγκßνηση, γεννÞθηκε απορßα για τα αßτια της ποινÞς του, αφοý οýτε η Σýγκλητος οýτε κÜποιο δικαστÞριο την εßχαν επιβÜλει. ¹ταν μια περßεργη υπüθεση, αφοý κατηγορÞθηκε για εσχÜτη προδοσßα, δικÜστηκε στο ιδιαßτερο δικαστÞριο του αυτοκρÜτορα κι η απüφαση πÜρθηκε κι ανακοινþθηκε απü τον ßδιο τον αυτοκρÜτορα. Αν και δεν του αφαιρÝθηκαν τα πολιτικÜ του δικαιþματα κι η περιουσßα του, οýτε του απαγορεýθηκε να συνθÝτει ποιÞματα και να επικοινωνεß με τους δικοýς του ανθρþπους, τα βιβλßα üμως αποσýρθηκαν απü τις δημüσιες βιβλιοθÞκες και κυκλοφοροýσαν μüνο ιδιωτικÜ, μεταξý φßλων.
     Οι ερευνητÝς σε διÜφορες εποχÝς προσπÜθησαν να εξηγÞσουν αυτÞ τη στÜση του Αυγοýστου απÝναντι στον Οβßδιο. ¢λλοι πιστεýουν πως ο Αýγουστος θÝλησε να παγιþσει Ýνα ηθικü κλßμα τιμωρþντας τον ελευθεριÜζοντα ποιητÞ, Üλλοι, üμως, φρονοýν üτι η αυτοκρατορικÞ δυσμÝνεια Þταν πολιτικÞς φýσεως, γιατß ο Οβßδιος εßχε ανÜμειξη στους ανταγωνισμοýς για τη διαδοχÞ του Αυγοýστου.
     Ο Αýγουστος που Þξερε να αποφεýγει τα δημüσια σχüλια, αφοý μÝχρι σÞμερα μυστÞριο καλýπτει την υπüθεση αυτÞ, εξüρισε τον Οβßδιο στους Τüμους, Ýνα λιμÜνι στα σýνορα της αυτοκρατορßας, κοντÜ στις εκβολÝς του Δοýναβη, περιοχÞ με πολý Üσχημο κλßμα, εκτεθειμÝνο στις περιοδικÝς επιθÝσεις τþν γýρω βαρβαρικþν φýλων. Βιβλßα και εκπολιτισμüς δεν υπÞρχαν και μÝσα στη μοναξιÜ του ο ποιητÞς (η γυναßκα του εßχε μεßνει στη Ρþμη þστε να μεσολαβÞσει σε ισχυροýς φßλους υπÝρ του Üνδρα της) Üρχισε και πÜλι να γρÜφει σε πιο προσωπικü και ενδοσκοπικü ýφος.
     Επß 9 ολüκληρα χρüνια μÝχρι τον θÜνατü του, υπÝφερε διαρκþς και το αποτýπωνε αυτü με τα ελεγεßα και τα μηνýματα προς τους φßλους, τη γυναßκα του και τον ασυγκßνητο αυτοκρÜτορα. Στον τüπο της εξορßας του, ανÜμεσα στους λßγους Ρωμαßους λεγεωνÜριους και στους εγχþριους πληθυσμοýς, ο Οβßδιος δεν παýει να ονειρεýεται τη Ρþμη της παλαιÜς ευτυχßας του και να εκλιπαρεß την επιεßκεια του αυτοκρÜτορα, με συνεχÞ μηνýματα χωρßς üμως να πετýχει ποτÝ τον επαναπατρισμü του. ΤελικÜ, ο Οβßδιος πÝθανε στην εξορßα στους Τüμους γýρω στο 17 μ.Χ.
     Απü τις παραπÜνω χρονολογßες εýκολα προκýπτει üτι ο Οβßδιος εßναι Ýνας ποιητÞς ανÜμεσα σε δýο εποχÝς. Η ζωÞ και το Ýργο του καλýπτουν τη μετÜβαση απü το τÝλος της αυγοýστειας στις αρχÝς της αυτοκρατορικÞς εποχÞς. Σε σχÝση με τους Üλλους αυγοýστειους ποιητÝς (üπως Βιργßλιος, ΟρÜτιος, ΠροπÝρτιος, Τßβουλλος) ο Οβßδιος δε γνþρισε τη φρßκη των εμφυλßων πολÝμων, αλλÜ Ýζησε ως ενÞλικας εξολοκλÞρου στα χρüνια διακυβÝρνησης του Αυγοýστου. Γι’ αυτüν η pax Augusta εßναι μια αυτονüητη πραγματικüτητα κι üχι Ýνα δþρο μετÜ απü 10ετßες αναταραχþν· κι αυτü εßναι κÜτι που αντικατοπτρßζεται ξεκÜθαρα στο Ýργο του.
     Ο Οβßδιος υπÞρξε πολυγραφüτατος. Με εξαßρεση τις επικÝς Μεταμορφþσεις, üλα τα Ýργα του εßναι γραμμÝνα σε ελεγειακü δßστιχο, γεγονüς που προδßδει τη θεμελιωδþς ελεγειακÞ του ιδιοσυγκρασßα. Το κατεξοχÞν ελεγειακü του Ýργο, με το οποßο ξεκßνησε την ποιητικÞ σταδιοδρομßα του, εßναι οι Amores. Πρüκειται για μια συλλογÞ ερωτικþν ελεγειþν, üπου ο ποιητÞς σε πρþτο πρüσωπο εκφρÜζει τα ερωτικÜ του συναισθÞματα προς την αγαπημÝνη του, η οποßα Ýχει το λογοτεχνικü ψευδþνυμο Κορßννα (Corinna). Στη μορφÞ που σþζεται σÞμερα η συλλογÞ αποτελεßται απü τρßα βιβλßα. Γνωρßζουμε üτι αυτÞ εßναι η δεýτερη Ýκδοση, ενþ η πρþτη περιλÜμβανε πÝντε βιβλßα. Η πληροφορßα προÝρχεται απü το επßγραμμα που Ýγραψε ο ßδιος ο ποιητÞςως πρüλογο στη δεýτερη Ýκδοση του Ýργου του.



      Ο Οβßδιος χρονολογικÜ εßναι ο τελευταßος στη σειρÜ των ελεγειακþν ποιητþν της αυγοýστειας περιüδου. Ο ΠροπÝρτιος, ο Τßβουλλος και ο πρüδρομüς τους ΚορνÞλιος ΓÜλλος εßχαν Þδη θÝσει τα βασικÜ μοτßβα και τις συμβÜσεις του εßδους, αφÞνοντας ελÜχιστο χþρο για καινοτομßα και πρωτοτυπßα. Ο ποιητÞς Ýχοντας επßγνωση της επιγονικüτητÜς του καταφÝρνει με το ανεξÜντλητο ταλÝντο του και την ανÜλαφρη διÜθεσÞ του να υπερβεß τις συμβÜσεις της ερωτικÞς ελεγεßας και να τη φτÜσει στην τÝλειÜ της ανÜπτυξη. Οι Amores του σηματοδοτοýν το τÝλος του εßδους στη Ρþμη.
     Η παρωδßα και το χιοýμορ κυριαρχοýν στο Ýργο του και το κÜνουν να ξεχωρßζει απü εκεßνο του Τßβουλλου και του ΠροπÝρτιου. Ο Οβßδιος φτÜνει την ερωτικÞ ελεγεßα σε οριακü σημεßο χωρßς δυνατüτητα περαιτÝρω εξÝλιξης. Αυτü που για τον ΠροπÝρτιο Þταν ζÞτημα ζωÞς και θανÜτου, για τον Οβßδιο δεν εßναι παρÜ μια αφορμÞ για να ξεδιπλþσει την ειρωνεßα του νεωτερικοý του παιχνιδιοý. Ο Ýρωτας δεν εßναι τüσο Ýνα Ýντονο βßωμα üσο υλικü για λογοτεχνικÞ επεξεργασßα με κýρια χαρακτηριστικÜ τον σαρκασμü και την αυτοειρωνικÞ αποστασιοποßηση. Ο Οβßδιος επιζητεß κατÜ κανüνα την πÜση θυσßα διασκÝδαση του αναγνþστη. Ο ßδιος μπορεß να μην επεκτεßνει το θεματικü πεδßο της ελεγεßας, üπως ενδεχομÝνως να περßμενε κανεßς, ωστüσο αποκαλýπτει την ποιητικÞ μαεστρßα του στην αναζÞτηση τρüπων ειρωνικÞς επεξεργασßας και εντÝλει ανατροπÞς της σοβαροφÜνειας και του κýρους που εξ ορισμοý ενÝχει η λογοτεχνικÞ παρÜδοση.

         Εισαγωγικü σημεßωμα για το Ειδýλλιον 1.6

     Στην ελεγεßα 1.6 των "Amores" ο Οβßδιος αναπτýσσει το μοτßβο του παρακλαυσßθυρου, üπως Ýκαναν πιο μπροστÜ ο Τßβουλλος (1.2) και ο ΠροπÝρτιος (1.16), ωστüσο, κατÜ τη γνωστÞ του συνÞθεια, προχωρÜ σε παιγνιþδεις διαφοροποιÞσεις κι απρüσμενες ανατροπÝς. Η αντικατÜσταση της domina, του αναμενüμενου δηλαδÞ αποδÝκτη του παρακλαυσßθυρου, üχι απü την πüρτα, üπως συμβαßνει στον Τßβουλλο (1.2.7 κ.εξξ.) και τον ΠροπÝρτιο (1.16.17 κ.εξξ.), αλλÜ απü τον δοýλο-θυρωρü εßναι ενδεικτικÞ της χιουμοριστικÞς διÜθεσης του ποιητÞ.

     Εξßσου απρüσμενη και παιγνιþδης εßναι η επανεπεξεργασßα πολλþν γνωστþν χαρακτηριστικþν του μοτßβου μες στο ποßημα. ΤÝλος, αξßζει να σημειωθεß πως η ελεγεßα 1.6 εμφανßζει πολλÜ κοινÜ γνωρßσματα με suasoriaγεγονüς που ο καλÜ ασκημÝνος στη ρητορικÞ Οβßδιος, εκμεταλλεýεται στο Ýπακρο μ’ εξαιρετικÜ αποτελÝσματα.

               ¸ρωτες 1.6

Της θýρας Φýλακα βαριÜ αλυσοδεμÝνε -τι ντροπÞ!-
ΣτρÝψε λßγο το μεντεσÝ κι Üνοιξ’ τη σκληρÞ πüρτα!
Λßγο ζητþ. ΚÜν’ τη να μεßνει μια σταξιÜ ανοιχτÞ,
μια χαραμÜδα για να μπω, μου εßναι πλÝον αρκετÞ,
κι εýκολα μÝσα της γλυστρþ απü το πλÜγι.

Με λÝπτυνεν ο ¸ρωτας, χωρþ χωρßς τα πÜχη
τα μÝλη μου λιανßστηκαν για τÝτοια πρακτικÞ.
Αυτüς μου δεßχνει βÞματα, να ‘λαφροπερπατþ
κι απ’ τις σκοπιÝς να ξεγλιστρþ, των δοýλων.

ΠαλιÜ φοβüμουν τη νυχτιÜ με τα φαντÜσματÜ της.
Θαýμαζα τüν που τη πατεß, Üφοβα στα σκοτÜδια.
ΓÝλασ’  ο ¸ρως, Üκουσα, με τη μητÝρα του μαζß
και λÝει χαροýμενα: «Κι εσý θα γßνεις ¹ρως».
Κι αμÝσως του με γρÜπωσε. Δε σκιÜζομαι σκιÝς
που μες στη νýχτα πηλαλοýν και χÝρια που πετοýνε
στρÝφοντας γýρω ζοφερÜ και μÝλλον, μου απειλοýνε.

ΜονÜχα εσÝνα σκιÜζομαι, και θα σε καλοπιÜσω,
π’ αδιÜφορα κρÜτας βροντÞ, και θα με καταστρÝψεις,
εσý που ‘σαι ανÜλγητος στον πüνο το δικü μου.
Αν ξεκλειδþσεις τ’ς Üσπλαχνες τις κλειδαριÝς, στη πüρτα
μπορεßς να δεις πως μοýσκεψε, απü τα δÜκρυÜ μου.

Εγþ και σε προστÜτεψα γυμνü, προ μαστιγßου,
λÝγοντας στην αφÝντρα σου καλÜ λüγια για σÝνα.
Λοιπüν η χÜρη σου ‘γινε, κÜνε μου μια και μÝνα.
ΚÜνε την ανταπüδοση, σ’ αυτÞ τη καλωσýνη,
κι Ýπειτα πÝτυχες: αυτü που θες θα γßνει.

Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!

¢νοιξε και θ’ απαλλαγεßς απ’ τη βαριÜ αλυσßδα
και δε θα πßνεις συνεχþς του δοýλου το νερÜκι!
Της θýρας Φýλακα σκληρÝ, ακοýς τις ικεσßες,
κι ακλüνητη, μ’ ενßσχυση απü οξυÜς κορμÜκι,
η πüρτα μνÝσκει σφαλιστÞ, μÜταιο τüσο κλÜμα.

Στις πüλεις εßναι χρÞσιμο ετοýτο το μαντÜλωμα
της θýρας, σε καιρü πολιορκßας, μα σ’ ειρÞνη
δεν Ýχεις üπλα απÝναντι που πρÝπει να φοβÜσαι.
Αν φοβηθεßς τον εραστÞ, στα üπλα τι θα κÜνεις;

Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!

Χωρßς στρατοýς και Üοπλος Ýφτασα εδþ πÝρα.
Και μüνος θα ’μουνα εÜν δεν Ýρχοταν ο ¸ρως.
Σκληρüς και πως κι αν Þθελα, να τονε παρατÞσω,
πιο εýκολο θα Þτανε να χωριστþ στα δýο.
Συντρüφοι μου λοιπüν ¸ρως και νüθος οßνος,
σειοýν το στεφÜνι που ‘χω στα μυρωμÝνα μου μαλλιÜ.
Εßναι αυτοß οχτροß, που πρÝπει τüσο να φοβÜσαι;

Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!

Ακüμα εßσαι απρüθυμος; ¹ σε πÞρε τÜχα ο ýπνος
(εßθε να σε χαλÜσει) και του εραστÞ τα λüγια
στον Üνεμο σκορπÜνε, μη μπαßνοντας στ’ αυτιÜ σου;
ΘυμÜμαι ομþς το μÜτι σου γαρßδα να ξαγρυπνÜ,
σαν Þθελα κÜτω απ’ της νýχτας τ’ Üστρα να σου φýγω.
ºσως, στο πλÜι σου, τυχερÝ, ναν’ η αγαπημÝνη σου
τþρα, (και πüσο, αλßμονο η τýχη σου καλýτερη).
Και Ýτσι βÜλε σε μÝνα τις σκληρÝς σου αλυσßδες!

Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!

Μου φÜνηκε πως Üκουσα το μεντεσÝ να τρßζει
και πως γυρßσανε τριχτÜ, της θýρας τα πορτüφυλλα!
ΓελÜστηκα! ¢νεμος ξερüς χτυπÜ το πορτοθýρι.
Κρßμα και πüσον Þλπισα σε τοýτονε τον Þχο.
ΘυμÜσαι, τÜχα, π’ Üρπαξες, ΒοριÜ, την Ωρειθýια,
Ýλα κι εδþ με δýναμη, χτýπα τη κοýφια θýρα!
¹συχη η πüλη και υγρÞ στο ποýσι της αυγοýλας!

Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλυστρÜει!!

ΕιδÜλλως μ’ üπλα θα σου ‘ρθþ, με ξßφος και με φλüγα,
που θα τη τρÝφει ο πυρσüς, κι επßθεση θα κÜνω.
Κρασß μαζß με τη νυχτιÜ, κακοß συμβοýλοι εßναι.
Κεßνα δε ξÝρουνε ντροπÞ κι ο ¸ρως απü φüβο.
¼λα τα εδοκßμασα, ικεσßες, κατÜρες κι απειλÝς
και τßποτα δεν κατÜφερα για να σε συγκινÞσω
τι εßσ’ απ’ τη θýρα πιο σκληρüς κι εκεßνη δεν ανοßγεις.
Δε σου ταιριÜζει να φυλÜς üμορφης νιας κατþφλι
εσý κÜλλιο σε κÜτεργο αρμüζει να φυλÜττεις.

Η ροδοδÜχτυλη αυγÞ σιμþνει με τ’ αμÜξι
και το πουλß της που καλεß τους δýστυχους εργÜτες.
Κι ιδοý στεφÜνι δýστυχο, σε βγÜνω απ’ τα μαλλιÜ μου
και σε πετþ σε τοýτο το σκληρüτατο κατþφλι,
εκεß να μεßνεις μÜρτυρας στην Üπονη κυρÜ μου,
να δει πως πÝρασα Üσχημα τοýτη τη μαýρη νýχτα.

¼ποιος κι αν εßσαι Φýλακα, δÝξου τη παινεσιÜ μου
τþρα που φεýγω, να σου πω πως δε ντροπιÜστης διüλου
αφÞνοντας τον ΕραστÞ να μπεß στη πýλη. ΓειÜ σου!
Κι εσý… κι εσý, πüρτα σκληρÞ με το τραχý κατþφλι
και τα σκληρÜ πορτüφυλλα, δοýλοι της ποý ‘στε, γειÜ σας!

---------

παρÝνθετος παραλληλισμüς

ΑριστοφÜνης (ΕκκλησιÜζουσες 938 -975)

ΠΑΛΙΚΑΡΙ (μüνο του)

Να μποροýσα την κοπÝλα να ξαπλþσω
κι üχι πρþτα να δροσßσω στανικÜ μου
πλατσομýτα και μπαμπüγρια σιχαμÝνη·
ντροπÞ θα ᾽ταν για λεýτερο Αθηναßο.
Α’ ΓΡΑΙΑ.
Σκοýζε, πλÜνταζε, üσο θÝλεις, μορφονιÝ μου.
Πρþτα εμÝνα θα δουλÝψεις, λÝει ο νüμος
ο καινοýργιος. Τα παλιÜ να τα ξεχÜσεις
εßναι τþρ᾽ αληθινÞ δημοκρατßα!
(κουβεντιαστÜ)
ΠÜω μÝσα να βιγλßζω τß θα κÜνει.
ΠΑΛ. (μüνο του)
Βüηθα, θε μου, να τη βρω μονÜχη
τη μικροýλα. Γι᾽ αυτÞν τα ᾽πια κι Þρθα,
απü καιρüν πολýν τη λαχταρþ.
ΚΟΠ. (βγαßνοντας στο παρÜθυρο)
ΚαταραμÝνη στρßγκλα, σε ξεγÝλασα!
ΠÜει, χÜθηκε, θαρρþντας με πως θα ᾽μνησκα
κλεισμÝνη μÝσα. ΝÜ το παλικÜρι!
Αυτüς εßναι κι αυτüν ονειρευüμουνα.
(τραγουδιστÜ)
ΚατÜ δω, κατÜ δω, παλικÜρι.
ΚατÜ δω, ζýγωσÝ με αγαπÜκι,
μην αργεßς να πλαγιÜσεις μαζß μου
να χαρεßς το κορμß μου νυχτÝρι.
Με τραντÜζει καημüς και λαχτÜρα
για τα ωραßα κατσαρÜ σου μαλλÜκια.
Βüηθα, βüηθα, Ερωτüθεε, και κÜνε
τ᾽ ομορφüπαιδο νÜ ᾽ρθει να πÝσει
στο δικü μου κρεβÜτι.
ΠΑΛ.
ΚατÜ δω, κατÜ δω, κοπελιÜ μου,
αγαποýλα μου καμαροφρýδα.
¸λα κÜτου τρεχÜλα ν᾽ ανοßξεις,
δεν κρατιÝμαι, θα πÝσω στο δρüμο,
στο ζεστü σου τον κüρφο να γεßρω
τα κρουστÜ σου μεριÜ να φουχτþσω.
Αφροδßτη, με τρÝλανες. ΤρÝξε,
βüηθησÝ με και κÜνε την νÜ ᾽ρθει
στο δικü μου κρεβÜτι.
ΜαλαματÝνιο γκüλφι μου,
της Αφροδßτης γÝννα,
Üνοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
τι με λþλανεν ο πüθος!
¢νοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
και να με νεκραναστÞσεις.
Εßναι φτωχÜ τα λüγια μου
μπρος στον βαρý καημü μου.
Και συ, ποθοκρατüρισσα κυρÜ,
συμπüνεσÝ με.
και των Μουσþν η μÝλισσα
και θρÝμμα των Χαρßτων,
Üνοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
τι με λþλανεν ο πüθος!

μτφ.: ΙωÜννη ΠολÝμη


===========================

 
                                       ΡωμαúκÞ Ελεγεßα

ΕισαγωγÞ:

     Η ρωμαúκÞ ερωτικÞ ελεγεßα εßναι Ýνα απü τα πιο γοητευτικÜ εßδη της λατινικÞς ποßησης. ΠαρÜ τον πολý σýντομο βßο της (δε κρÜτησε πιüτερο απü 30 περßπου χρüνια), η επßδραση που Üσκησε στη μετÝπειτα εξÝλιξη üχι μüνο της λατινικÞς αλλÜ και γενικþτερα της δυτικοευρωπαúκÞς ποßησης υπÞρξε τερÜστια. Κι αυτü γιατß δεν πρüκειται απλÜ για Ýν ακüμα εßδος ερωτικÞς ποßησης που 'δωσε διÝξοδο στην Ýκφραση του ποιητικοý υποκειμÝνου. Η ρωμαúκÞ ελεγεßα με τη καλλιτεχνικÞ της αρτιüτητα και τη σπÜνια εκφραστικÞ της δýναμη αναμφßβολα χÜραξε νÝους δρüμους στα καλλιτεχνικÜ πρÜγματα της εποχÞς. Την ßδια üμως στιγμÞ Ýδωσε δυνατüτητα στον ποιητÞ να προβÜλλει και ν' αντιπαραθÝσει τον μικρüκοσμο της ατομικüτητÜς του προς το δημüσιο πολιτικü και κοινωνικü γßγνεσθαι της εποχÞς.
     Η αυγοýστεια Ρþμη Þταν μια κοινωνßα, που βρισκüτανε κÜτω απü τη κυρßαρχη κι üχι σπÜνια, ασφυκτικÞ παρουσßα του νÝου ηγεμüνα. Στo πλαßσιο του μεταρρυθμιστικοý του προγρÜμματος ο Αýγουστος επιδßωκε (και σε μεγÜλο βαθμü το κατÜφερε) να ελÝγχει σχεδüν üλες τις εκφÜνσεις του δημüσιου κι ιδιωτικοý βßου. Η ρωμαúκÞ ελεγεßα εßναι ποßηση που προκαλεß ρωγμÝς στη συμπαγÞ επιφÜνεια του αυγοýστειου καθωσπρεπισμοý και της ολοκληρωτικÞς υποταγÞς του ατüμου στο γενικü καλü. Ο Ýρωτας για τους ελεγειακοýς ποιητÝς δεν εßναι μüνον Ýνα συναßσθημα, αλλÜ τρüπος ζωÞς. Οι ελεγειακοß δεν αγαποýν απλþς· αγαποýν να γρÜφουνε για τους ÝρωτÝς τους. Αδιαφορþντας, σχεδüν περιφρονþντας, τα μεγαλüπνοα σχÝδια του Αυγοýστου για τη πολιτικÞ και κοινωνικÞ ανüρθωση της Ρþμης, οι ποιητÝς αυτοß βρßσκουνε καταφýγιο σ' Ýνα κüσμο ιδιþτευσης, ομορφιÜς, ποßησης κι Ýντονων συναισθημÜτων.


                                        Τßβουλλος

     ΕνδεχομÝνως, κÜπου 'δþ να βρßσκεται η γοητεßα που ασκεß ακüμα και σÞμερα η ρωμαúκÞ ερωτικÞ ελεγεßα. Σ' Ýνα κüσμο, üπου βεβαιüτητες και παραδοσιακÜ σχÞματα πρüσληψης της πραγματικüτητας καταρρÝουνε θορυβωδþς γýρω και μÝσα μας, η ποßηση των Ρωμαßων ελεγειακþν Ýρχεται να προτεßνει μιαν εναλλακτικÞ αξιακÞ αντßληψη της πραγματικüτητας, να τονßσει το μεγαλεßο της ομορφιÜς, τη θÝρμη του συναισθÞματος, τη μοναδικüτητα της στιγμÞς. Πρωτßστως να υπενθυμßσει την αξßα και τη δýναμη της ποßησης, ακüμα και μÝσα στις πιεστικÝς κι αγχωτικÝς συνθÞκες της καθημερινüτητας. ΠαρÜ τη σημαντικÞ θÝση που κατÝχει η ρωμαúκÞ ελεγεßα στην ιστορßα της ευρωπαúκÞς λογοτεχνßας, δυστυχþς στην ΕλλÜδα εξακολουθεß να παραμÝνει μÜλλον στην αφÜνεια. Τις περισσüτερες φορÝς ο Τßβουλλος, ο ΠροπÝρτιος κι ο Οβßδιος κÜνουν Ýνα φευγαλÝο πÝρασμα σε σýντομες γραμματολογικÝς αναφορÝς, ενþ το Ýργο τους παραμÝνει σε μεγÜλο βαθμü Üγνωστο. Δεν εßναι τυχαßο üτι μÝχρι σÞμερα Ýχουν μεταφραστεß ελÜχιστα στα ελληνικÜ.
     Στη Ρþμη κεßνοι που 1οι δεχτÞκανε κι αφομοιþσανε τα διδÜγματα των Αλεξανδρινþν Þταν Ýνας κýκλος ποιητþν που δρÜσανε κατÜ το 1ο μισü του 1ου αι. π.Χ. κι ονομÜστηκαν νεþτεροινεωτερικοß) ποιητÝς (poetae novi). Πρüκειται για μια ομÜδα απü νÝους, ευαßσθητους και κομψευüμενους ποιητÝς, που επιθυμοýν να αλλÜξουν τη λατινικÞ ποßηση. Πιο γνωστüς ποιητÞς του κýκλου Þταν ο ΓÜιος ΒαλÝριος ΚÜτουλλος απü τη Βερüνα, ενþ γýρω του Ýγραψαν ο Furius Bibaculus, o Helvius Cinna (Ýγραψε Ýν επýλλιο με τßτλο Zmyrna), o Calvus Macer (Ýγραψε Ýν επýλλιο με τßτλο Io κι Ýνα θρηνητικü ποßημα για το θÜνατο της συζýγου Κορνηλßας). Οι ποιητÝς αυτοß γυρßσανε τη πλÜτη στην επικÞ παρÜδοση που 'χε διαμορφωθεß στη λατινικÞ λογοτεχνßα με προεξÜρχουσα μορφÞ τον ¸ννιο και στραφÞκανε, κατÜ τον τρüπο των Αλεξανδρινþν, σε μικρüτερες, κομψüτερες, πιο οικεßες συνθÝσεις.
     Η αλÞθεια εßναι πως το πολιτικü και λογοτεχνικü κατεστημÝνο της εποχÞς υποδÝχτηκε την αισθητικÞ πρüταση των νεωτερικþν ποιητþν μÜλλον με επιφýλαξη, αν üχι με καχυποψßα. Ο ΚικÝρων, στον οποßο οφεßλουνε την ονομασßα τους, αποκαλοýσε τους ποιητÝς αυτοýς περιφρονητικÜ ως cantores Euphorionis σ' αντιδιαστολÞ προς τον εξαßσιο ¸ννιο. Το γεγονüς üτι ο κýκλος των νεωτÝρων πολý συχνÜ μετÝφραζε το αισθητικü πιστεýω του σε κοινωνικü-πολιτικü επßπεδο δεßχνοντας αδιαφορßα για το ρωμαúκü mos maiorum ενδεχομÝνως να εξηγεß τη μÜλλον επιφυλακτικÞ στÜση των σýγχρονων Ρωμαßων απÝναντι στους ποιητÝς αυτοýς και σε πολιτικü επßπεδο.
     ΠÜντως η λογοτεχνικÞ θεωρßα των νεωτερικþν υιοθετÞθηκε σε μεγÜλο βαθμü κι απü τους Ρωμαßους ελεγειακοýς που επßσης, απορρßψανε το Ýπος και τα υψιπετÞ θÝματα, για να γρÜψουνε για τους ÝρωτÝς τους στο ταπεινþτερο και σαφþς πιο οικεßο ελεγειακü 2στιχο. ΜÜλιστα, δεν εßναι λßγες οι φορÝς που εκπρüσωποι του νÝου καθεστþτος (üπως π.χ. ο ΜαικÞνας) θα ζητÞσουν απü τους ελεγειακοýς ποιητÝς να εξυμνÞσουνε σε κÜποιο Ýπος τους τα επιτεýγματα του Οκταβιανοý Αυγοýστου. Πρüκειται, επομÝνως πιüτερο για συγγÝνεια ýφους και ποιητικÞς ανÜμεσα στους Αλεξανδρινοýς και τους Ρωμαßους ελεγειακοýς, παρÜ για θεματικÞ σχÝση, παρÜ το üτι στα Ýργα των Αλεξανδρινþν ο Ýρωτας κατεßχε σημαßνουσα θÝση.
     Το 28 π.Χ. ο Οκταβιανüς εγκαινßασε το ναü του Απüλλωνα στο Παλατßνο λüφο μαζß με μια ελληνικÞ και λατινικÞ βιβλιοθÞκη. Το γεγονüς αυτü αποτελοýσε Ýμπρακτη απüδειξη της ισοτιμßας των λατινικþν με τα ελληνικÜ, αλλÜ και της αμοιβαßας ανταλλαγÞς μεταξý των 2 πολιτισμþν. H επαφÞ των Ρωμαßων με τους ¸λληνες τþρα μπαßνει σε νÝα φÜση. Τη περßοδο της Δημοκρατßας εκεßνο που ενδιÝφερε πρωτßστως Þταν η μετακÝνωση λογοτεχνικþν ειδþν απü την ΕλλÜδα στη Ρþμη κι η προσαρμογÞ τους στους εκφραστικοýς τρüπους και τις ανÜγκες της λατινικÞς λογοτεχνßας. Ο ρüλος του ΚÜτουλλου και των λεγüμενων νεωτερικþν ποιητþν προς τη κατεýθυνση αυτÞν υπÞρξε, üπως Ýχουμε δει, καθοριστικüς. Αρχßζει πλÝον να διαμορφþνεται στη Ρþμη η πεποßθηση üτι πλÜι στα κεßμενα της ελληνικÞς λογοτεχνßας υπÜρχουν ισÜξια ρωμαúκÜ κλασσικÜ κεßμενα.
     Το Ýπος που καλλιεργÞθηκε συστηματικÜ απü τις απαρχÝς της λατινικÞς λογοτεχνßας τþρα αποκτÜ εσωτερικÞ συνοχÞ, ενüτητα και την ικανüτητα επικÝντρωσης σ' Ýνα κýριο Þρωα. ΚÜτω απü την εμφανÞ επßδραση του ομηρικοý κι ελληνιστικοý Ýπος, αλλÜ και της αρχαúκÞς φÜσης του, το ρωμαúκü Ýπος αναδεικνýεται σε βασικü ποιητικü εßδος, που αντικατοπτρßζεται με σθÝνος και δυναμισμü η ανακοýφιση για τη λÞξη των εμφυλßων πολÝμων κι η αισιοδοξßα για την ανασυγκρüτηση της ρωμαúκÞς πολιτεßας. Στη σκιÜ της ησιüδειας διδακτικÞς ποßησης και σε συνÝχεια του λουκρητιανοý De rerum natura ο Βεργßλιος συνθÝτει τα ΓεωργικÜ του, τα οποßα εßναι εναρμονισμÝνα με το πρüγραμμα γεωργικþν κι οικονομικþν μεταρρυθμßσεων του Αυγοýστου.
     Λßγο αργüτερα, αλλÜ την ßδια πÜντα περßοδο, συναντÜμε και την Ars amatoria του Οβιδßου, Ýργο που βρßσκεται, ωστüσο, στον αντßποδα του αυγοýστειου μεταρρυθμιστικοý προγρÜμματος. Το δρÜμα εξακολουθεß να καλλιεργεßται, δυστυχþς, üμως, δεν Ýχει σωθεß τßποτε παρÜ τßτλοι Ýργων κι ελÜχιστα σπαρÜγματα. ΑνÜμεσα στις μεγÜλες απþλειες της σχετικÞς παραγωγÞς αναμφßβολα φιγουρÜρει η Medea του Οβιδßου, η οποßα συγκÝντρωσε το θαυμασμü της αρχαßας λογοτεχνικÞς κριτικÞς. Απü τον Σουητþνιο, πληροφοροýμαστε, επßσης, üτι κι ο ßδιος ο Αýγουστος εßχε συγγρÜψει τραγωδßα με τßτλο Ajax.
     Την αυγοýστεια εποχÞ κÜνει την εμφÜνισÞ της κι η βουκολικÞ ποßηση με τις ΕκλογÝς του Βεργιλßου υπü την επßδραση βεβαßως των θεοκρßτειων ειδυλλßων, αλλÜ με σαφÞ ρωμαúκü προσανατολισμü (πολιτικü και ποιητολογικü). Ο ΟρÜτιος με τις ΩδÝς του οδηγεß τη λυρικÞ ποßηση στο αποκορýφωμÜ της μÝσα απü την αριστοτεχνικÞ μεταφýτευση μετρικþν σχημÜτων της αρχαúκÞς ελληνικÞς λυρικÞς ποßησης στη λατινικÞ. Την ßδια εποχÞ εγγενþς ρωμαúκÜ εßδη, üπως η σÜτιρα κι η ελεγεßα, επßσης τελειοποιοýνται.
     ΤÝλος, εκεßνο που χαρακτηρßζει τη λογοτεχνßα συνολικÜ της εποχÞς του Αυγοýστου εßναι Ýντονη διÜθεση πειραματισμοý κι ειδολογικÞς καινοτομßας üχι αποκλειστικÜ μÝσω της δημιουργßας νÝων λογοτεχνικþν ειδþν, αλλÜ κυρßως μÝσα απü τη γüνιμη διασταýρωση λογοτεχνικþν ειδþν που προûπÞρχανε. Το πιο χαρακτηριστικü ενδεχομÝνως, προúüν αυτοý του φαινομÝνου, που επικρÜτησε η γερμανικÞ ορολογßα Kreuzung der Gattungen εßναι η ρωμαúκÞ ερωτικÞ ελεγεßα, που συνδýασε στοιχεßα της ΝÝας Κωμωδßας, του ελληνιστικοý επιγρÜμματος και της λυρικÞς Ýκφρασης μετασχηματßζοντÜς τα σε Ýνα νÝο εßδος σπÜνιας εκφραστικÞς δýναμης κι υποκειμενικüτητας.
     Με τον üρο ρωμαúκÞ ερωτικÞ ελεγεßα εννοοýμε το ποιητικü εßδος που καλλιεργÞθηκε στη Ρþμη στο 2ο μισü του 1ου αι. π.Χ. Πρüκειται για προσωπικÞ, ερωτικÞ ποßηση γραμμÝνη σε ελεγειακü 2στιχο. Πιο συγκεκριμÝνα, πρüκειται για συλλογÝς, ολüκληρα βιβλßα με ερωτικÜ ποιÞματα γραμμÝνα σε ελεγειακü δßστιχο, κυρßως σε πρþτο πρüσωπο, üπου ο ποιητÞς εκφρÜζει τον ÝρωτÜ του για την αγαπημÝνη του.  Ο ρητοροδιδÜσκαλος του 1ου αι. π.Χ. Κοúντιλιανüς γρÜφοντας για την ελεγεßα στο Ýργο του Institutio Oratoria παραθÝτει τον κανüνα των τεσσÜρων ελεγειακþν ποιητþν ως εξÞς: Στην ελεγεßα επßσης ανταγωνιζüμαστε τους ¸λληνες. Απü αυτοýς τους ποιητÝς ο Τßβουλλος φτÜνει σε μεγαλýτερο επßπεδο κομψüτητας και λεπτüτητας. ΚÜποιοι προτιμοýν τον ΠροπÝρτιο. Ο Οβßδιος εßναι πιο παιχνιδιÜρης και απü τους δýο κι ο ΓÜλλος εßναι κÜπως πιο τραχýς. Τον ßδιο κανüνα των Ρωμαßων ελεγειακþν επαναλαμβÜνει κι ο ßδιος ο Οβßδιος στη ποßηση της εξορßας. Τ üνομα της Σουλπικßας, üπως εßναι αναμενüμενο βÝβαια, απουσιÜζει´κι απü τους δýο καταλüγους.
     Ο βßος αυτοý του λογοτεχνικοý εßδους εßναι εξαιρετικÜ σýντομος. Απü το 1ο βιβλßο του ΠροπÝρτιου, τη λεγüμενη Μονüβιβλο, που κυκλοφüρησε γýρω στα 30 π.Χ. μÝχρι τη 2η Ýκδοση των Amores του Οβιδßου γýρω στο 2 π.Χ. μεσολαβοýν μüλις 28 χρüνια. Ωστüσο, εßναι χαρακτηριστικü πως αμÝσως με την εμφÜνισÞ του το εßδος παρουσιÜζει Þδη εξελιγμÝνα και διαμορφωμÝνα τα βασικÜ χαρακτηριστικÜ και τα θÝματÜ του.

==========================

                                               Τßβουλλος

Βßος:

    Ο ¢λβιος Τßβουλλος (Albius Tibullus) Þτανε Λατßνος ποιητÞς, πολý αγαπητüς στο κοινü της εποχÞς του για ειδυλλιακÞ απλüτητα, χÜρη κι εκφραστικüτητα και για τη ζωÞ του ελÜχιστα εßναι γνωστÜ. ΓεννÞθηκε γýρω στο 55, στους Γαβßους, πüλη του ΛÜτιου και φαßνεται üτι πÝθανε το 19 π.Χ. ΑνÞκε στην τÜξη των ιππÝων (equites) κι εßχε αρκετÞ πατρικÞ περιουσßα, παρÜ τις περß του αντιθÝτου δηλþσεις του, που θα πρÝπει ν' αποδοθοýνε σε λογοτεχνικÞ σýμβαση. Πιθανüν να υπÝστη κι αυτüς, üπως ο Βιργßλιος, ο ΠροπÝρτιος κι ο ΟρÜτιος, τις συνÝπειες της δÞμευσης των περιουσιþν για τη διανομÞ τους στους βετερÜνους του Οκταβιανοý και μÜλλον αυτÞ  δημεýτηκε απü τον ΜÜρκο Αντþνιο. Σε αντιστÜθμισμα απÝκτησε τη προστασßα του ΜÜρκου ΒαλÝριου ΜεσσÜλλα Κορβßνου κι Ýγινε μÝλος του λογοτεχνικοý του κýκλου. Συνüδευσε τον ΜεσσÜλλα στις εκστρατεßες του στη Γαλατßα, καθþς και στην ΑνατολÞ (μεταξý 31-27), αλλÜ στο ταξßδι του στην ΑνατολÞ αρρþστησε και παρÝμεινε στη ΚÝρκυρα, για ν' αναρρþσει. ΠÝθανε σχετικÜ νÝος, το 19 π.Χ., ο Οβßδιος Ýγραψε μια θρηνητικÞ ελεγεßα για το θÜνατü του.
     ¸γραψε ερωτικÞ ποßηση. Φßλος του ΟρÜτιου, που τον απεικονßζει μελαγχολικü κι ερημßτη, γνþρισε μεγÜλες ατυχßες κι üχι λßγες αντιξοüτητες. ¸γραψε 2 βιβλßα ελεγειþν, το 1ο με 10 (γýρω στο 27) και το 2 με 6 ποιÞματα (γýρω στο 19 π.Χ.). Στο 1ο και σημαντικþτερο αγαπημÝνη του εßναι η Δηλßα κι Ýνα αγüρι, ο ΜÜραθος. Με τη ΔÞλια εßχε συνÜψει ερωτικÝς σχÝσεις εκμεταλλευüμενος την απουσßα του συζýγου Þ εραστÞ σ' εκστρατεßα και ποτßζοντÜς τονε στην επιστροφÞ του με "Üκρατον οßνον". ¼λ' αυτÜ üμως μÝχρι που κÜποιος νÝος εραστÞς Üρχισε να εφαρμüζει το ßδιο τÝχνασμα στον ßδιο τον ποιητÞ. Εßναι ο μüνος ελεγειακüς ποητÞς που γρÜφει για ομοφυλοφιλικü Ýρωτα κι ο μüνος που Ýχει 2 ερωμÝνες. Στο 2ο βιβλßο, του οποßου ο τüνος εßναι σκληρüτερος κι εντονüτερος, η αγαπημÝνη του εßναι η ΝÝμεσις.
     Τραγοýδησε λοιπüν τον νεαρü ΜÜραθο και τις 2 γυναßκες που αγαποýσε με τρυφερü αßσθημα, τη Δηλßα και τη ΝÝμεση. Στο Corpus Tibullianum, το σýνολο των ελεγειþν του, μερικÝς απü τις οποßες θεωροýνται νüθες, περιλαμβÜνονται τα κοινüτυπα ποιÞματα κÜποιου Λýγδαμου κι Üλλα ποιÞματα που δεν ανÞκουνε σ' αυτüν. Μποροýν να αποδοθοýν με βεβαιüτητα μüνο τα 2 πρþτα βιβλßα (16 συνθÝσεις συνολικÜ). ΠαρÜ το γεγονüς üτι το Ýργο του εßναι επηρεασμÝνο απ' το ΛουκρÞτιο, τον ΚÜτουλλο και τον Βιργßλιο η πρωτοτυπßα του βρßσκεται κυρßως στην αγÜπη του για την αγροτικÞ ζωÞ. Τους στßχους του διαποτßζει Ýνας μελαγχολικüς τüνος, που ταιριÜζει με την üλη του την ευαισθησßα.
     Ο Τßβουλλος more hellenistico επιδιþκει τη πολυθεματικÞ σýνθεση, σε αντßθεση, για παρÜδειγμα, με τον Οβßδιο, ο οποßος αναπτýσσει μεγεθυντικÜ Ýνα μεμονωμÝνο θÝμα. Η δομÞ των ελεγειþν του εßναι εξαιρετικÜ επιμελημÝνη. Παρ' üλ' αυτÜ, οι ελεγεßες του δßνουνε συχνÜ την εντýπωση ενüς -θα λÝγαμε με σýγχρονη ορολογßα- συνειρμικοý εσωτερικοý μονολüγου. Τα θÝματα μεταξý τους εßναι χαλαρÜ συνδεδεμÝνα κι ο ποιητÞς περνÜ εýκολα κι αβßαστα απü ιδÝα σε ιδÝα σε μια συνειρμικÞ, σχεδüν ονειρικÞ, αλληλουχßα. Αυτοß οι ελεýθεροι συνειρμοß οδηγοýνε συχνÜ σε ξαφνικÝς μεταβÜσεις κι απüτομες αλλαγÝς σκηνικþν που προσδßδουνε ποικιλßα και δραματικüτητα διατηρþντας τον αναγνþστη σε διαρκÞ εγρÞγορση.
     ΑγαπημÝνα του θÝματα εßναι ο ρομαντικüς Ýρωτας, η ζωÞ στην ýπαιθρο, το μßσος για πüλεμο, η αγÜπη για την ειρÞνη, η νοσταλγßα για μια μακρυνÞ ΧρυσÞ εποχÞ, η θρησκευτικÞ ευλÜβεια κι ο σεβασμüς στις παραδοσιακÝς ρωμαúκÝς λατρεßες. Με 2 λüγια ιδανικü του εßναι μια ζωÞ ειρηνικÞ αφιερωμÝνη στον Ýρωτα. Νοσταλγεß το ρωμαúκü παρελθüν και την απλÞ ζωÞ, αγαπÜ την απαλλαγμÝνη απü πολυπραγμοσýνη αγροτικÞ ζωÞ της υπαßθρου. Η θεματολογßα αυτÞ εξηγεßται εýκολα, αν λÜβει κανεßς υπüψη του πως αυτüς κι ο ΓÜλλος εßναι οι μüνοι απü τους ελεγειακοýς, που υπηρετÞσανε στο στρατü και γνωρßσανε τη φρßκη των πολÝμων.
     ΓενικÜ αποφεýγει τις Ýντονες συναισθηματικÝς εξÜρσεις, ενþ αποδεικνýεται μÜλλον απρüθυμος να τροποποιÞσει θεματικÜ τους κοινοýς τüπους της ερωτικÞς ποßησης. Δεν αναφÝρει Üλλους ποιητÝς στο Ýργο του, ωστüσο Ýχει επηρεαστεß προφανþς απü τους Αλεξανδρινοýς. Εßναι εντυπωσιακü üτι απü το Ýργο του απουσιÜζει οποιαδÞποτε αναφορÜ στον Αýγουστο, αλλ' αυτü δεν θα πρÝπει να ερμηνευθεß απαραßτητα ως εχθρικÞ στÜση. ΤÝλος, να σημειωθεß πως σε αντßθεση με τους υπüλοιπους ελεγειακοýς, η χρÞση του μýθου στον Τßβουλλο εßναι εξαιρετικÜ περιορισμÝνη. ¼σον αφορÜ στη γλþσσα και το ýφος του, üπως σωστÜ παρατηρεß ο Κοúντιλιανüς, διακρßνονται για τη κομψüτητα και την απλüτητÜ τους. Εßναι Üψογος χειριστÞς του μÝτρου και δεßχνει ιδιαßτερη προτßμηση στο 2σýλλαβο κλεßσιμο του 5μÝτρου.

¸ργα:

                       Eλεγεßα 1.1
(απüσπασμα)

Ας μαζÝυει με τις χοýφτες το χρυσÜφι üσο θÝλει

κι ας κατÝχει περιουσßες καλλιεργημÝνη γη,
ο, που 'ναι δειλüς και διÜγει τη ζωÞ ενüς τεμπÝλη
κι αν σιμþνει ο εχτρüς του δεν μπορεß να κοιμηθεß.

Πενßα εμÝνα μ' οδηγεß να ζω μιαν Þσυχη ζωÞ,
üσο η φλüγα του τζακιοý μου ειν' αναμμÝνη.
Φυτεýω τα αμπÝλια μου σαν ο καιρüς με ευνοεß,
τρυγþ τα καρποφüρα μου, σοδειÜ μου βλογημÝνη.

Aς μη φýγει η Ελπßδα κι η γη πÜντα ας μου προσφÝρει
πολλÝς σοδειÝς, κρασß εκλεχτü κι εστßα αναμμÝνη.
Γιατß σÝβομαι Θεü, εßτε κορμüς πεσμÝνος στο αγÝρι,
εßτ' εßναι πÝτρα στο δρομß με βρýα στολισμÝνη.

Κι üποιο καρπü, η νÝα χρονιÜ, απλüχερα μου δßνει
θυσßα στα πüδια του αγρüτη του Θεοý θ' αφÞσω.
ΣτεφÜνι στÜχυα, ΔÞμητρα ξανθÞ, θα σ' ακουμπÞσω
πÜνω στη πýλη του ναοý σου, ν' απομεßνει.

Κι ο Πρßαπος, κüκκινος φýλακας ας πÜει να σταθεß
στους κÞπους μου, να διþχνει τα πουλιÜ με το δρεπÜνι.
Κι εσεßς ΛÜρες, σταθÞκατε προστÜτες μου πιστοß,
του κÜποτ' Ýυφορου -πλÝον φτωχοý- αγροý τσοπÜνοι.

Μια γελÜδα πρüσφερα παλιÜ κι εξÜγνιζε πολλÜ μοσχÜρια,
τþρα Ýνα μικρü φτωχοý αγρου προσφÝρω σφÜγιο αρνß.
Θυσßα για σας και γýρω της, σωρü χωριÜτες παληκÜρια
θα λÝνε: Δþστε του καλÞ σοδειÜ κι ολüγλυκο κρασß.

Αρκεß μüνο με λßγα να μπορþ να ζω ευτυχισμÝνος
και να μην εßμαι σε ταξßδια μακρυνÜ πολý καιρü,
ν' αποφεýγω θερινÞ του Σεßριου ανατολÞ γερμÝνος
σε δÝντρου σκιÜ πλÜι στο ποτÜμι με το γÜργαρü νερü.

Να μη ντραπþ να πιÜνω τη βουκÝντρα, απ' το στυλιÜρι,
Þ το δικÝλλι, τ' Üτακτα τα βüδια να μαλλþνω.
Να φÝρνω πßσω αγκαλιÜ Ýνα μικρü μοσχÜρι
που η ξεχασιÜρα η μÜνα του τ' Üφησε μüνο.

ΑφÞστε το μικρü αυτü κοπÜδι, κλÝφτες, λýκοι,
τη λεßα σας γυρÝψτε τη σε κεßνα τα μεγÜλα.
Πληρþνω στο βοσκü μου κÜθε χρüνο καλü νοßκι
και προσφορÜ τη γη ραντßζω φρÝσκο γÜλα.

Mην αγνοÞσετε Θεοß, απü τραπÝζι φτωχικü
δþρα απü σκεýη πÞλινα και καθαρÜ.
Πρþτα φτιαχτÞκαν απ' αρχαßο χωρικü
ποτÞρια μ' εýπλαστο πηλü, για προσφορÜ.

Moυ αρκεß μßα μικρÞ συγκομιδÞ κι Ýνα κρεββÜτι,
τα μÝλη μου να ξεκουρÜζω με ραχÜτι.
Μ' αρÝσει να γροικþ Üγριους ανÝμους πλαγιασμÝνος,
με το κορßτσι μου στη τρυφερÞ αγκαλιÜ μου να κρατþ.

Κι üταν της χειμωνιÜς νοτιÜς Ýξω λυσσÜει παγωμÝνος,
θα 'ναι για 'με νανοýρισμα στο πλÜι της να κοιμηθþ.
ΑυτÞ να εßχα τη χαρÜ, να ζÞσω αυτÝς τις þρες:
Πλοýσιος εßν' αυτüς π' αντÝχει üλες τις μπüρες.

Καλλßτερα üσα πλοýτη υπÜρχουν να χαθοýνε
παρÜ καποια να κλÜψει στο δικü μου το χαμü.
Για σε ΜεσσÜλλα να πολεμÜμε εßναι σωστü,
στο σπßτι σου μετÜ τα λÜφυρα να στολιστοýνε.

¸ρμαιο μ' Ýχουν μßας üμορφης κοπÝλλας τα δεσμÜ
και σα φρουρüς στÝκω στης Üκαρδης τη πüρτα της μπροστÜ.
Η Δüξα εμÝνα δε με νοιÜζει ΔÞλια μου, μαζß σου φτÜνει
να 'μαι και ας με ποýν τεμπÝλη στο δικü σου το φουστÜνι.

Σαν φτÜσει η στερνÞ μου þρα εσÝνα ας κοιτþ,
το χÝρι σου μες στα δικÜ μου μüνο να κρατþ.
Στη πυρÜ μου πÜνω θα θρηνεßς πολý πικρÜ
κι αμÝτρητα φιλιÜ θα δßνεις, ΔÞλια, τρυφερÜ.

Δεν εßναι η καρδιÜ σου απü πÝτρα καμωμÝνη,
οýτ' απü σßδερο τριγýρω της κλεισμÝνη.
Δε θα φýγει κανεßς νÝος και καμμιÜ παρθÝνα,
απü κεßνη τη κηδεßα με τα μÜτια στεγνωμÝνα.

Μη προσβÜλεις τη ψυχÞ μου ΔÞλια, λßγο λυπÞσου
τις τρυφερÝς παρειÝς, τα λυτÜ μαλλιÜ και τη ψυχÞ σου.
¼σο η Μοßρα επιτρÝπει ας χαροýμε τον ÝρωτÜ μας,
γοργÜ ο ΧÜρος θα φανεß με σκοτÜδι εμπροστÜ μας.

Το γÞρας θα φανεß μ' Üσπρα μαλλιÜ στη κεφαλÞ,
και δεν αρμüζε Ýρωτας, γλυκüλογα θα 'ναι ντροπÞ.
Τþρα πρÝπει να σπÝνδουμε στη θεßα Αφροδßτη,
ποý 'χουμ' ικμÜδες Ýρωτα, καυγÜ κι αποσπερßτη.
(...)

===================================

 

                                          ΟρÜτιος

    Ο Κουßντος ΟρÜτιος ΦλÜκκος (Quintus Horatius Flaccus, γνωστüτερος απλþς ως ΟρÜτιος, Þτανε κορυφαßος Ρωμαßος λυρικüς ποιητÞς στην εποχÞ του Οκταβιανοý Αýγουστου. Για πολλοýς εßναι Ýνας απü τους 2 μεγαλýτερους Λατßνους ποιητÝς üλων των εποχþν μαζß με τον Βιργßλιο.
     ΓεννÞθηκε στις 8 ΔεκÝμβρη 65 π.Χ. στη Βενουσßα (ΝΑ Ιταλßα, στα σýνορα Απουλßας και Λευκανßας). Ο πατÝρας του Þταν απελεýθερος κι εργαζüταν ως υπÜλληλος σε δημοπρασßες, -συνεπþς κι  ο ßδος γεννημÝνος ελεýθερος. Φρüντισε να λÜβει ο γιος του üσο το δυνατüν καλλßτερη μüρφωση, παρÜ τη ταπεινÞ κοινωνικÞ του καταγωγÞ. Παρüτι ο ποιητÞς παρουσιÜζει τον εαυτü του σα φτωχü και τßμιον αγρüτη, η ασχολßα του πατÝρα του Þταν επικερδÞς για τους πρþην σκλÜβους: μπüρεσε να ξοδÝψει αρκετÜ χρÞματα για την εκπαßδευση του γιου του, συνοδεýοντÜς τον αρχικþς στη Ρþμη για τη στοιχειþδη μüρφωση και στÝλνοντÜς τον κατüπιν στην ΑθÞνα να μελετÞσει ΕλληνικÜ και Φιλοσοφßα. Ο ΟρÜτιος αργüτερα εξÝφρασε την ευγνωμοσýνη του ως εξÞς:

   "
Αν ο χαρακτÞρας μου βαρýνεται με λßγα μικρÜ ελαττþματα, κατÜ τα Üλλα εßναι τßμιος κι ηθικüς. Αν λßγους μüνο διÜσπαρτους λεκÝδες μπορεßτε να δεßξετε σε μια κατÜ τ' Üλλα αγνÞ επιφÜνεια, αν κανεßς δε μπορεß να με κατηγορÞσει για φιλοχρηματßα, Þ λαγνεßα, Þ ασωτßες, αν ζω ζωÞ ενÜρετη, αμüλυντη απü ακαθαρσßες (συγχωρεßστε μου προς στιγμÞ τον αυτοÝπαινü μου),κι αν εßμαι Ýνας καλüς φßλος για τους φßλους μου, στον πατÝρα μου οφεßλονται üλα αυτÜ... ... Αξßζει απü μÝνα ευγνωμοσýνη κι αßνο. ΠοτÝ δε θα μποροýσα να ντρÝπομαι για Ýνα τÝτοιο πατÝρα, οýτε και νιþθω ανÜγκη καμμιÜ ν' απολογηθþ, σαν πολλοýς Üλλους, επειδÞ εßμαι γιος απελεýθερου". (ΣÜτιρες 1.6.65-92)



     Ο ΟρÜτιος ξεκßνησε σπουδÝς στη Ρþμη κοντÜ στο γραμματικü Lucius Orbilius Pupillus, που θαýμαζε τους αρχαßους ποιητÝς Λßβιο Ανδρüνικο κι ¸ννιο και μεταχειριζüτανε και τη σωματικÞ βßα ως διδακτικÞ μÝθοδο (τον αποκαλεß plagosus = αυτüς που δßνει χτυπÞματα, Ορ. Epist. 2.1.70 κ.ε.). Σ' ηλικßα περßπου 19 ετþν πÞγε στην ΑθÞνα, για να σπουδÜσει ρητορικÞ, λογοτεχνßα, ηθικÞ φιλοσοφßα και θεωρßα της γνþσης κοντÜ σε σπουδαßους δασκÜλους της εποχÞς, üπως ο ΚρÜτιππος απü τη ΠÝργαμο και ο Θεüμνηστος. ¸νας απü τους συμμαθητÝς του Þτανε γιος του ΚικÝρωνα. Το 44 π.Χ. δολοφονεßται στη Ρþμη ο Ιοýλιος Καßσαρας απü ομÜδα συνωμοτþν με επικεφαλÞς τους ΜÜρκο Ιοýνιο Βροýτο (Marcus Iunius Brutus) και ΓÜιο ΚÜσσιο Λογγßνο (Gaius Cassius Longinus). Στην ΑθÞνα, νεαρüς κι Üπειρος στρατολογεßται απü τους ΚÜσσιο και Βροýτο, για να πολεμÞσει με τον στρατü των δημοκρατικþν, των λυτρωτþν της Ρþμης απü τον δυνÜμει μονÜρχη Ιοýλιο Καßσαρα. Μολονüτι δεν εßχε προηγοýμενη πολεμικÞ πεßρα, ο ΟρÜτιος πολÝμησε σ χιλßαρχος στο στρατü του ΚÜσσιου και του Βροýτου στη μÜχη των Φιλßππων ΝοÝμβρη 42 π.Χ., ωστüσο, üπως ομολογεß ο ßδιος, πÝταξε την ασπßδα του κατÜ τη διÜρκεια της πανικüβλητης φυγÞς του (Ýγινε ῥßψασπις, üπως ο Αρχßλοχος, ο Αλκαßος κι ο ΑνακρÝων πριν απü αυτüν).
     ¼ταν η 2η Τριανδρßα (Οκταβιανüς, Αντþνιος, ΛÝπιδος) παραχþρησε γενικÞ αμνηστßα, επÝστρεψε στην Ιταλßα, üπου üμως βρÞκε τη πατρικÞ περιουσßα του κατασχεμÝνη. ΒρÞκε δουλειÜ στο δημüσιο ταμεßο σα γραφÝας (εßχε τα χρÞματα για ν' αγορÜσει  μüνιμη θÝση εργασßας, Ýνα αξßωμα του Θησαυροφυλακßου, που του επÝτρεψε να ζÞσει Üνετα και να επιδοθεß στη ποιητικÞ του τÝχνη) και την ßδια εποχÞ Üρχισε να γρÜφει ποßηση. Το 39 Þ το 38 π.Χ. οι φßλοι του, Βιργßλιος (Publius Vergilius Maro) και ΒÜριος Ροýφος (Lucius Varius Rufus) τον συνÝστησαν στο ΓÜιο Κßλνιο ΜαικÞνα (Gaius Cilnius Maecenas), τον στενü φßλο και συνεργÜτη του Οκταβιανοý). Ο ΜαικÞνας ενδιαφερüταν να συγκεντρþσει γýρω του ταλαντοýχους κι ελπιδοφüρους δημιουργοýς που θα μποροýσαν με το Ýργο τους να στηρßξουν το υπü διαμüρφωση νÝο καθεστþς. ΠρÜγματι, 8 μÞνες μετÜ Ýγινε δεκτüς στον κýκλο του ΜαικÞνα, γεγονüς που αποτÝλεσε αφετηρßα για μια μακρüχρονη και στενÞ φιλßα, παρÜ για απλÞ κοινωνικÞ συναναστροφÞ πÜτρωνα και πελÜτη (clientela). Η σχÝση του με τον ΜαικÞνα χαρακτηριζüταν απü αμοιβαßο σεβασμü, φιλικÞ αγÜπη κι εκτßμηση. Λßγα Ýτη μετÜ ο ΜαικÞνας ßσως του δþρισε Ýνα κτÞμα στη Σαβßνη. Πιθανþς ο ποιητÞς να διÝθετε και Üλλη μßα βßλα στα Τßβουρα. ΜÝσω του ΜαικÞνα ο ποιητÞς γνþρισε τον Αýγουστο, ο οποßος μÜλιστα του πρüτεινε να αναλÜβει τη θÝση του γραμματÝα του, κÜτι που αρνÞθηκε ευγενικÜ.



     Ο ΟρÜτιος πÝθανε στις 27 ΝοÝμβρη 8 π.Χ. απü μια ξαφνικÞ ασθÝνεια, 59 μÝρες μετÜ το θÜνατο του φßλου και πÜτρωνÜ του, ΜαικÞνα. Εßχε προλÜβει να ορßσει τον Αýγουστο κληρονüμο στη προφορικÞ διαθÞκη του. ΘÜφτηκε στον Ησκυλßνο λüφο δßπλα στον τÜφο του φßλου του, ΜαικÞνα και το αγρüκτημÜ του διατηρεßται και σÞμερα σαν τüπος προσκυνÞματος για τους φßλους του Ýργου του. ¹τανε πολυσýνθετος και πολυδιÜστατος δημιουργüς, που καλλιÝργησε διÜφορα ποιητικÜ εßδη. Τα Ýργα του και το λογοτεχνικü εßδος στο οποßο εντÜσσονται Ýχουν ως εξÞς: ΣÜτιρες (Saturae Þ Sermones) σÜτιρα, Επωδοß Þ ºαμβοι (Epodi Þ Iambi) ιαμβικÞ ποßηση, ΩδÝς (Carmina) λυρικÞ ποßηση, Ελεγεßες, ΕπιστολÝς (Epistulae) Ýμμετρες επιστολÝς (εδþ ανÞκει κι η Ars poetica -διδακτικü Ýργο), Carmen saeculare, χορικÞ λυρικÞ ποßηση.     



     ΜερικÜ ρητÜ του:

 * Επαινεßς τη καλÞ τýχη και τους τρüπους των ανθρþπων της αρχαιüτητας κι üμως αν ξÜφνου κÜποιος θεüς σ' Ýπαιρνε και γýριζες πßσω σ' αυτοýς τους καιροýς, τüτε θ' αρνιüσουν üλες τις εποχÝς.

 * ΚÜθε γνþση που προστßθεται εßναι προσθÞκη στην ανθρþπινη δýναμη.

 * Να λογαριÜζετε καλÜ ως ποý φτÜνει η δýναμÞ σας κι ως ποý δεν φτÜνει η ικανüτητÜ σας.

 * Ολüγυμνος, ψÜχνω να βρω τη κατασκÞνωση εκεßνων, που δεν Ýχουν επιθυμßες.

 * ¼ποιος κακολογεß φßλο του που δεν εßναι παρþν Þ δεν τον υπερασπßζεται üταν Üλλοι τον κακολογοýν Þ επιδιþκει το ανüητο γÝλιο των παρüντων κι Ýτσι ν' αποκτÞσει φÞμη ευφυολüγου Þ δεν κρατÜ το μυστικü που του εμπιστεýτηκε ο φßλος του, εßναι φαýλος.

 * Στη συμφορÜ να 'σαι γενναßος και δυνατüς, üμως να χειρßζεσαι με σωφροσýνη τα πανιÜ, üταν εßναι παραφουσκωμÝνα με Üνεμο ευτυχßας.

 * Το κρασß εßναι ζωÞ και φÝρνει στο φως üλα τα κρυμμÝνα μυστικÜ της ψυχÞς.

 * Η κατακτημÝνη ΕλλÜδα κατÝκτησε τον απολßτιστο νικητÞ.

 * Να ξÝρεις να εξουσιÜζεις τη διÜθεσÞ σου, γιατß αν δεν υπακοýει, τüτε διατÜζει.

 * ΠολλÝς υποσχÝσεις μειþνουν την εμπιστοσýνη.

 * Το χρÞμα, αν ξÝρεις να το μεταχειριστεßς, εßναι ο δοýλος σου, αλλÜ αν δεν ξÝρεις, εßναι ο αφÝντης σου.

 * Προσπαθþ να υποτÜξω τις περιστÜσεις στον εαυτü μου και üχι τον εαυτü μου στις περιστÜσεις.

 * Αγωνßζομαι να εßμαι σýντομος και γßνομαι δυσνüητος.

 * ¼ποτε δßνεις συμβουλÞ, να εßσαι σýντομος.

 * Μη κουβαλÜς ξýλα στο δÜσος.

 * ΜετρÜς τα γενÝθλιÜ σου με ευγνωμοσýνη;

 * ΚÜποια σφÜλματα ßσως εκλιπαροýνε τη συγχþρεση.

 * Αν κÜτι μπει στο μÜτι σου, προσπαθεßς να το βγÜλεις αμÝσως. ¼μως αν το μυαλü σου εßναι μπερδεμÝνο, μπορεß να περÜσει Ýνας χρüνος προτοý κÜνεις κÜτι.

 * Η μετριüτητα στους ποιητÝς δεν εßναι ανεκτÞ οýτε απü τους ανθρþπους οýτε απü τους θεοýς οýτε απü τους βιβλιοπþλες.

 *  Εßναι επßσης ο δημιουργüς του "ΚÜρπε Ντßεμ" üπως επßσης και των: "Δε θα πεθÜνω ολÜκερος, κÜτι μÝνει", "Μη βασιστεßς σε λüγια", "ΥπÝροχα λÜθος", "Μια νýχτα μας περιμÝνει üλους", "Εßμαστε σκüνη και σκιÜ", "Τßποτε δεν εßν' εντελþς βλογημÝνο" και τÝλος "Πüλεμος μισητüς στις μητÝρες"!
____________________


_________________________

ΕΡΓΑ:

                ΩδÞ 1.3

ΜακÜρι Αφροδßτη μου κυρÜ,
αδÝλφια ΕλÝνης Üστρα φωτεινÜ,
εκτüς του ΙÜπυγα*, ολνοýς να κυβερνÜς,
των Üνεμων πατÝρα, κρατþντας τους γερÜ,

καρÜβι, που Βιργßλιο μου χρωστÜ,
να μου το φÝρει εýχομαι γοργÜ
σαν πιÜσει σε λιμÜνι ΑττικÞς,
να προφυλÜξει το μισü μου της ψυχÞς.

Εκεßνος που 'χε δýναμη, τριπλü τον τσαγανü
γýρω απ' τη καρδιÜ, το πλοßο το λιανü
στ' Üγριο κýμα εμπιστεýτη που μανοýσε
κι οýτε νοτιÜ φοβÞθη που φυσοýσε,

που πολεμοýσε και με τους βοριÜδες,
οýτε φοβÞθηκε τις κλαßουσες ΥÜδες**
κι εßναι μεγÜλος ο ΝοτιÜς, ΑδριατικÞς,
υψþνει εßτ' ηρεμεß το κýμα της, κριτÞς.

Ποιü βÞμα εφοβÞθη του θανÜτου:
εßδε ατÜραχτος να κολυμπÜνε τÝρατα,
τη θÜλασσα ανταριασμÝνην ως τα πÝρατα,
τ' Ακροκεραýνια: Üγριους βρÜχους παν' ως κÜτου;

ΜÜταια ο σοφüς Θεüς θÜλασσες χþρισε,
με τις στεριÝς στα πÝλαγα καταμεσßς,
που δεν Ýπρεπε ν' αγγιχτοýν, ως þρισε,
απü καρÜβια ασεβÞ και Üνθρωπους της γης.

Τ' ανθρþπινο το γÝνος εßναι τολμηρü,
ρßχνεται στ' απαγορευμÝνο τον καρπü.
Τολμηρüς κι ο ΠρομηθÝας με κακÞ κλεψιÜ
Ýφερε κÜτωθε στη γη μας τη φωτιÜ.

Κι Ýκτοτε μýρια κακÜ προκýψανε στη γη
κι η μÝχρι τüτ' απüμακρη του χÜρου üψη,
Üνοιξε βÞμα κατεπÜνω μας με οργÞ,
μ' ορδÝς πυρÝσσουσες στου μαρασμοý τη κüψη.

Ο Δαßδαλος δοκßμασε με κερωτÜ φτερÜ
που δε μας δüθηκαν ποτÝ στο σþμα,
πιο ψηλÜ κι απ' τον Ουρανü να φτÜσει ακüμα,
κι ο ΑχÝροντας στου ΗρακλÞ το μüχθο εßναι βορÜ.

Τßποτα δεν εßν' Üπιαστο για τους θνητοýς
τον ουρανü τον ßδιο αναζητοýμε μ' ανοησßα
και δεν μποροýμε μ' ýμνους ικετευτικοýς,
τις αστραπÝς οργÞς να πÜψουμε του Δßα.

_________________

 * Στην ελληνικÞ μυθολογßα ο ΙÜπυξ Þ ΙÜπυγας Þταν Þρωας που Ýδωσε τ' üνομÜ του στο Ýθνος των Ιαπýγων. Σýμφωνα με κÜποιες παραδüσεις, Þτανε γιος του Τρωαδßτη ΛυκÜονα (Üρα κι αδελφüς του ΠανδÜρου) Þ αδελφüς του Δαýνου και του Πευκητßου. Ο ΙÜπυξ περιλαμβÜνεται στους ΑινειÜδες ως θεραπευτÞς. ΜετÜ την ÜφιξÞ τους στην Ιταλßα, ßδρυσε την Απουλßα. Αλλοý πÜλι αναφÝρεται σα γιος του ΔαιδÜλου και κÜποιας ανþνυμης ΚρητικιÜς. Σ' αυτÞ την εκδοχÞ Þταν αρχηγüς μιας ομÜδας Κρητικþν που ακολουθÞσανε τον Μßνωα στη Σικελßα. ΜετÜ το θÜνατο του Μßνωα, οι Κρητικοß θÝλησαν να επιστρÝψουνε στη πατρßδα τους, αλλÜ μια τρικυμßα τους Ýρριξε στη Νüτια Ιταλßα. Εκεß, στον ΤÜραντα, ιδρýσανε μιαν αποικßα, την Ιαπυγßα. Μßα Üλλη εκδοχÞ αναφÝρει πως ο ΙÜπυξ πÞγε στη Ν. Ιταλßα κατευθεßαν απü τη ΚρÞτη, ενþ ο αδελφüς του ΙκÜδιος μεταφÝρθηκε απü Ýνα δελφßνι στους πρüποδες του Παρνασσοý, üπου ßδρυσε τους Δελφοýς.

 ** Στην ελληνικÞ μυθολογßα οι ΥÜδες, -λÝξη που σημαßνει "οι της βροχÞς" απü το αρχαßο ρÞμα υþ = βρÝχω- Þταν αδελφÝς Νýμφες, που φÝρνανε τη βροχÞ. ¹τανε κüρες του ¢τλαντα και της Πλειüνης (κατÜ το "Fabulae" του Υγßνου), Þ της Αßθρας (κατÜ το "Ημερολüγιο" του Οβßδιου και το "Περß Αστρονομßας" του Υγßνου), ενþ ο Υγßνος στο Περß Αστρονομßας (Poeticon Astronomicon) δßνει και τη πιθανüτητα να Þτανε κüρες του ¾αντα και της Βοιωτßας. Στην επικρατÝστερη εκδοχÞ πÜντως, ο ¾ας Þταν αδελφüς τους. Μαζß με τις 7 ΠλειÜδες αποτελοýνε τις 14 Ατλαντßδες, αλλιþς γνωστÝς σα Δωδωνßδες καθþς Þταν νýμφες της Δωδþνης που τους δüθηκε ο Διüνυσος βρÝφος για να τον μεγαλþσουν, με την εμπιστοσýνη του Δßα.
     ΜετÜ το θÜνατο του ¾αντα σε κυνηγετικü δυστýχημα (απü Ýνα λιοντÜρι κατÜ μιαν εκδοχÞ), οι ΥÜδες Üρχισαν να κλαßνε απü τη λýπη τους ασταμÜτητα (μια μυθολογικÞ αιτιολüγηση για το κλÜμα της βροχÞς). Τüτε οι θεοß τις λυπηθÞκανε και τις μεταμορφþσανε σ' αστÝρια. ¢λλη εκδοχÞ εßναι üτι γßναν αστÝρια απü το Δßα σε ανταμοιβÞ που αναθρÝψανε Ýνα Θεü. Εßναι το γνωστü στην Αστρονομßα ανοικτü σμÞνος αστÝρων ΥÜδες, στη κεφαλÞ του Ταýρου τoυ ομþνυμου αστερισμοý. ΠρÜγματι, η εμφÜνιση του σμÞνους αυτοý πριν την αυγÞ [η εþα επιτολÞ τους (η ανατολÞ δηλαδÞ του λαμπρüτερου Üστρου της νýχτας λßγο πριν απü την ανατολÞ του ¹λιου)], προμÞνυε κÜθε χρüνο το τÝλος του ξεροý καλοκαιριοý και τις πρþτες βροχÝς για τις μεσογειακÝς χþρες.
     Τα ονüματα των ΥÜδων ποικßλλουνε στους διÜφορους μυθογρÜφους. Η επικρατÝστερη ßσως εκδοχÞ θÝλει τα ονüματÜ τους να εßναι τα εξÞς: ΦÜολα, Αμβροσßα, Ευδþρα, Κορωνßς και Πολυξþ. Σε αυτÝς προστßθενται συνÞθως η Θυþνη κι η Προδßκη, κüρες του ¾αντα απü την Αßθρα.
____________________

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers