ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ðïßçóç-Ìýèéá 

Ï Ìéêñüò ØáñÜò & Ç ¼ìïñöç Ãïñãüíá

   "Μια φορÜ κι Ýνα καιρü..."
     Η αρχÞ εßναι πÜντα ßδια. ΠαραπÝμπει αυτüματα, το νου του αναγνþστη, σε παραμýθι. Ωστüσο üχι... ¼σο κι αν αυτü ακουστεß περßεργο κι απßστευτο, τοýτο δω, δεν εßναι παραμýθι. ΤουλÜχιστον üχι με την ευρεßα Ýννοια του üρου. ¼λα εßναι παραμýθια Þ και κανÝνα. Το θÝμα εßναι, τι πιστεýει κανεßς Þ τι εßναι διατεθειμÝνος να πιστÝψει.
"...Þταν Ýνας μικρüς ψαρÜς..."
     ΑυτÞ η ιστορßα λοιπüν, εßναι εντελþς μα εντελþς αληθινÞ. Αν δυσκολεýεται να το πιστÝψει κÜποιος, ας ποýμε τüτε πως εßναι σχεδüν αληθινÞ. ¸στω, Ýχει αρκετÜ ψÞγματα αλÞθειας. Εßναι αληθοφανÞς, εν πÜσει περιπτþσει. Πως αλλιþς να πεßσω, παρÜ μüνον αν πω, πως κÜποιο πρüσωπο, εßμαι γω ο ßδιος! ΚÜποιο Þ κÜποια εξ αυτþν. ºσως πÜλι και να το νειρεýτηκα, ποιος ξÝρει; ΣυνÞθως τα üμορφα üνειρα, δε τα θυμüμαστε το πρωÀ Þ ßσως κι Ýτσι να πιστεýουμε. Εκεß που σκεφτüμαστε πως "πÜει... χÜθηκε" και ξεχνÜμε τα πÜντα, μιαν Üλλη νýχτα, που δε κολλÜ ýπνος Þ μιαν Üλλη μÝρα, που 'χει Ýνα κÜποιο δροσερü Þ καφτü περßβλημα, μας Ýρχεται μια ιδÝα, για Ýνα παραμýθι. ¹ κÜτι σα παραμýθι. Που 'χει πολλÝς πιθανüτητες, να 'ναι τ' üνειρο που ξεχÜσαμε, σ' Üλλη ßσως μορφÞ. ºσως πÜλι κι ατüφιο...
"...που κÝρδιζε τη ζωÞ του δýσκολα, ολημερßς στη σκληρÞ ρÝμβη της πÝτρας και της θÜλασσας..."
     ΚÝρδιζε, τρüπος του λÝγειν. Ας ποýμε καλýτερα τη λÝξη "βιοποριζüταν". 'Αμπα... μÞτε κι αυτÞ ταιριÜζει απüλυτα. Για να μαστε ακριβεßς, ακüμα και στον μýθο, πρÝπει να λÝμε αλÞθειες και μüνον αλÞθειες. ¸τσι, θα προσεγγßσω τη μυθικÞ αυτÞ αλÞθεια -Þ τÜχα τον αληθινü μýθο- üσο πιο καλÜ μπορþ, λÝγοντας: "Εßχεν αποφασßσει να κÜνει επÜγγελμα, τη παιδικÞ διασκÝδαση και λατρεßα του: Την ενασχüληση με το μαγικü υγρü στοιχεßο" -μÞπως στοιχειü;
     Παρεμβαßνω üμως, θÝλοντας να δþσω üσο πιο σαφÞ εικüνα μπορþ και τελικÜ μÜλλον πετυχαßνω αντßθετο αποτÝλεσμα. ¸τσι, καλýτερα ν' αφÞσω το παραμýθι να "τρÝξει", χωρßς να παρεμβαßνω πολý, επισημαßνοντÜς σας, ακüμα μια φορÜ, πως ü,τι διαβÜσετε, εßναι η απüλυτη αλÞθεια, Ýτσι üπως τη συνÝλαβαν φυσικÜ οι δικÝς μου αισθÞσεις.
     Ας γυρßσει λοιπüν η ανÝμη κι ας τρÝξει το παραμýθι, Ýτσι üπως τρÝχει ο μικρüς ψαρÜς με το βαρκÜκι του, για να βγÜλει το μεροκÜματο. ¼πως και τις προηγοýμενες μÝρες, στη σχετικÜ σýντομη θητεßα του ως ψαρÜς, Ýχει καλÝς προσδοκßες. Μια καλÞ ψαριÜ, που θα του προσφÝρει απλüχερα, κεßνα που πεθυμÜ η ψυχÞ του. Στη σκÝψη αυτÞ, το βλÝμμα ξεμακραßνει και γßνεται γλυκýτερο. Το χÝρι που κρατÜ το τιμüνι αναγνωρßζοντας τα σημÜδια, αναλαμβÜνει να ενεργÞσει μηχανικÜ. Το 'χει κÜνει πολλÝς φορÝς στο παρελθüν, αφÞνοντας το παλικÜρι να βυθιστεß ανενüχλητο, στις üμορφες σκÝψεις.
     Εμεßς δεν Ýχουμε μÜθει ακüμα, απü τον μÝχρι τþρα ρου της ιστορßας, τι θα πεθυμοýσε να 'χει. Μποροýμε μüνο να κÜνουμε εικασßες, που ακüμα κι αν πετýχουμε, προτιμÜμε να μη το ρισκÜρουμε. ºσως μας τις πει ο ßδιος, αργüτερα. ¸τσι, δε θ' ακολουθÞσουμε τη πορεßα του νου, αλλÜ του χεριοý του. Εßναι πιο εýκολο, στην αμηχανßα μας, να κινοýμαστε ...μηχανικÜ. 'Αλλωστε, πρþτο το χÝρι θα διαπιστþσει κÜτι περßεργο στη πλεýση της βÜρκας κι ýστερα ο νους. ¸τσι θα 'μαστε κι εμεßς πρþτοι που θα μÜθουμε...
     Απü μικρü παιδÜκι, λÜτρευε τη θÜλασσα! Τη φοβüτανε στην αρχÞ, μα τονε γοÞτευε κι ýστερα λßγο-λßγο, ξεθÜρρεψε κι Üρχισε να την ερωτεýεται με πÜθος. ΜÜζευε κοχýλια, üμορφα βüτσαλα, πλατσοýριζε κι αιωροýντανε στα νερÜ της, με τη μÝθη της μειωμÝνης βαρýτητας -νüμο, που στο σχολειü ποτÝ δε κατüρθωσε να μÜθει- κι αυτü τον Ýκανε να νιþθει κÜπως σα να πετÜ. ¸πειτα, καθþς μεγÜλωνε κι Ýβλεπε τους γÝροντες ψαρÜδες που μπαλþνανε τα δßχτυα Þ δολþνανε τα παραγÜδια, ακüμα-ακüμα κι αν μερεμετßζανε τις βÜρκες τους, θαýμαζε και ζÞλευε. ΚÜθε μÝρα και πιο πολý!
     Δεν Ýβλεπε τα σκληρÜ πÝλματα, τ' αργασμÝνα, απü την αρμýρα, κορμιÜ, μÞτε τα κüπια, οýτ' Üκουγε τ' αγκομαχητÜ, τις κατÜρες Þ τις βλαστÞμιες τους. Εκεßνος Ýβλεπε πρßγκιπες-μαχητÝς κι ονειρεýοτανε θαλασσινÝς, συναρπαστικÝς κι üμορφες περιπÝτειες!
     Στο σχολειü, τα μüνα που κερδßζανε το ενδιαφÝρον του, Þταν οι θαλασσινÝς ιστορßες! ¸τσι üταν τÝλειωσε το δημοτικü, -με τα χßλια ζüρια-, δε θÝλησε με κανÝνα τρüπο, να συνεχßσει παραπÝρα.
     ¼ταν λοιπüν, Ýφτιανε ο καιρüς, üλο και κατα τη παραλßα τον Ýφερνε το βÞμα. Τüσο πια, που 'γινε γρÞγορα γνωστüς κι αγαπητüς σ' üλους τους θαλασσινοýς ξωμÜχους της περιοχÞς. Τους Ýμαθε και τους αγÜπησε κι αυτüς, üλους, με τα μικρÜ τους ονüματα και τα παρατσοýκλια. Απü τη καλÞ κι απü την ανÜποδη. Τους Üκουγε να μιλÜνε, να χαριεντßζονται, να πειρÜζονται μεταξý τους, μÝχρι και να μαλþνουνε. Αν μÜλιστα ξεκινοýσανε να λÝνε θαλασσινÝς περιπÝτειες που 'χανε περÜσει οι ßδιοι στα νερÜ, μαγευüτανε πιüτερο.
     ¼ταν μεγÜλωσε λιγÜκι, αρχßσανε να τον εμπιστεýονται πιο σοβαρÜ. Του λÝγανε μυστικÜ της θÜλασσας, του ψαρÝματος, κρυφÜ μÝρη με πολý και καλü ψÜρι και σημÜδια του καιροý. ΔειλÜ-δειλÜ, αρχßσανε να τονε παßρνουνε μαζß, σε κανÜ εýκολο και κοντινü μÜζεμα διχτυοý Þ παραγαδιοý. Τους Üρεσε φαßνεται, το Ýκθαμβο βλÝμμα με τα γουρλωμÝνα μÜτια και το μισÜνοιχτο στüμα, που 'παιρνε ο μικρüς, σα τους παρακολουθοýσε. Διαπιστþσανε και τον αρχικÜ Üγαρμπο ζÞλο του, που γινüταν εμπειρßα και νιþσανε πως τοýτο τ' αγüρι ζοýσε, ανÜπνεε και χüρταινε, με τη θÜλασσα.
     Τüτε, αρχßσανε μιαν ανÜποδη πορεßα, στη προσπÜθειÜ τους να τον αποτρÝψουνε, üσο πιο καλÜ, γρÞγορα κι οριστικÜ, απü το επÜγγελμα, που βλÝπανε καθαρÜ, πως ο μικρüς εßχεν επιλÝξει τελεσßδικα. Θυμüντανε, βλÝπετε, τα δικÜ τους μικρÜτα, σκεφτüντανε τις πßκρες της δουλειÜς κι üψιμα Ýστω, πασχßσαν ν' αντιστρÝψουνε, αυτü που χτιζüτανε τüσα χρüνια μÝσα του! Του κÜκου üμως. ºσως να 'ταν αργÜ πια, ßσως και νωρßτερα, να μη γινüτανε τßποτα.
     Εßδανε κι αποεßδανε και στο τÝλος νßκησε η επιμονÞ κι η λατρεßα του μικροý. Τüτε κι εκεßνοι, αρχßσανε να του μαθαßνουνε, ακüμα πιο σωστÜ και σοβαρÜ, το κÜθε τι. ¹ταν η μασκüτ του μικροý τους λιμανιοý...
     Εδþ θα κÜμω πÜλι, Üλλη μια παρÝμβαση, σχετικÞ με τη λÝξη "μικρü", που χρησιμοποιþ κατÜ κüρον! ¼λα σε τοýτη την ιστορßα, δÝχονται αυτü το ...μικρü επßθετο! "Μικρüς ΨαρÜς", "Μικρü ΛιμÜνι", "ΜικρÞ Βαρκοýλα"... Το παραμýθινü μου αυτü αλÞθι, εßναι üμως μεγÜλο, üπως τα ντÝρτια... ¹ τÝλος πÜντων, εßναι ü,τι θÝλει καθεßς...
     Η σχÝση μικροý-μεγÜλου, σε συνδυασμü με την απüλαυση που μπορεß να χαρßζει, ßσως διχÜζει το ευρý κοινü. ΘυμÜμαι κÜποτε, Ýνα πολý üμορφο κορßτσι, που φοροýσε μικρü -τüσο δα- σκουλαρßκι στ' αφτß. Ε λοιπüν, αυτü το μικρü, τοσοδοýλικο στüλισμα, Þταν η απαραßτητη μικρÞ -μεγÜλης üμως σημασßας κι αξßας- πινελιÜ, που χÜριζε μιαν ανθρþπινη τελειüτητα, σ' Ýνα σýνολο, που χωρßς αυτÞν, Þταν απλÜ ...üμορφο! Η ακüμα πιο συναρπαστικÞ θýμηση εßναι, μια μικρÞ στραφταλιστÞ σταγüνα, θαλασσινοý νεροý, πÜνω στην üμορφη, σταρÝνια, γυμνÞ κοιλιÜ της. Ριγþ, üπως και τüτε που θÝλησα να ρουφÞξω αυτÞ τη λαμπερÞ στÜλα, πÜνωθÝ της. Να πÜρω με τα χεßλια μου, αυτÞ τη τελειüτητα, να τη "χαλÜσω", για να ξαναγßνει Üνθρωπος το πλÜσμα κεßνο, το θεúκü, Üνθρωπος σαν εμÝνα, σαν εσÜς, σα τον καθÝνα μας. ¿στε να μπορÝσω εγþ ο κοινüς θνητüς, να το κλεßσω στην αγκαλιÜ μου δßχως τýψεις, κατεβÜζοντÜς το πßσω στη γη μας.
     Μικρü-μεγÜλο λοιπüν! Οι λÜτρεις του μεγÜλου, των μεγÜλων ψαρÜδων, των μεγÜλων καúκιþν με τις δυνατÝς μηχανÝς με τα μισθοφüρικα πληρþματα και των μεγÜλων λüγων, ας σταματÞσουν εδþ την ανÜγνωση -αν ξεγελαστÞκανε δηλαδÞ κι αρχßσανε το διÜβασμα- τοýτης της ιστορßας.
   ...Ο μικρüς ψαρÜς, Üρχισε να μπαßνει ακüμα πιο βαθιÜ, στα μυστικÜ της αγαπημÝνης του. ΜÜθαινε γρÞγορα, -γιατß εßναι πασßγνωστο, πως Üμα σου αρÝσει κÜτι, δßνεσαι ολοκληρωτικÜ-, κι Ýτσι καλüβολος, ευγενικüς και πρüθυμος καθþς Þτανε, Ýγινε βοηθüς τους. Στην αρχÞ, βοηθüς της ...στεριÜς. Σýντομα κι υπü την ανοχÞ των γονιþν του, τüνε παßρνανε και σα βοηθü στη θÜλασσα. ΜÝχρι να επιστρÝψει απü το στρατιωτικü, περιοριζüτανε στο να βοηθÜ και να μαθαßνει.
     Η κακιÜ þρα το 'φερε ýστερα απü τη θητεßα του, να χÜσει και μÜλιστα σε σýντομο χρονικü διÜστημα, τους γονιοýς του. Κληρονüμησε κÜτι λεφτουδÜκια -Þτανε βλÝπετε μοναχοπαßδι- κι ýστερα απü τον εýλογο χρüνο πÝνθους, κατÜφερε επιτÝλους ν' αρματþσει πλÞρως, Ýνα βαρκÜκι και να ξεκινÞσει τη μοναχικÞ πλÝον, καριÝρα του.
   ...Τþρα που η ιστορßα μας τρÝχει μαζß με το βαρκÜκι, μετρÜ Þδη πÜνω απü δυο χρüνια στη θÜλασσα, σα μοναχικüς, μικρüς ψαρÜς. Το χÝρι, απü τ' οποßο εμεßς παρακολουθοýμε τη πορεßα, πρþτο κατÜλαβε πως κÜτι δε πÞγαινε καλÜ. Η βÜρκα, Ýπρεπε να σκßζει τα νερÜ, κüντρα στο κυματÜκι. Ο καιρüς Þτανε θαυμÜσιος, εκεßνο το Ýξοχο, καταγÜλανο, ανοιξιÜτικο απüγευμα. Εκεßνη üμως εντελþς ξαφνικÜ, Ýμεινε ακßνητη. Κüκαλο! Το χÝρι, ξαφνιασμÝνο και μη Ýχοντας εξοýσια για να επιληφθεß της κατÜστασης, Ýστειλεν επεßγον μÞνυμα στο ...στρατηγεßο.
     Πριν προκÜμει να φτÜσει το μÞνυμα, μια πανÝμορφη, γυναικεßα μορφÞ, Ýκανε την εμφÜνισÞ της μπροστÜ στη πλþρη. Σκοýρα, μακριÜ μαλλιÜ, που πÜνω τους εßχανε μπλεχτεß φýκια, μικρÜ, τοσοδοýλικα, παρÜξενα κοχýλια και στραφταλιστÝς σταγüνες θÜλασσας, που ο Þλιος πßσω της, τις Ýκανε να φαßνονται σα μικρÜ-μικρÜ, διÜφανα και λαμπερÜ διαμÜντια. ΑνοιχτÜ, καστανοπρÜσινα -ßδια με τρικυμισμÝνη θÜλασσα- μÜτια, με μεγÜλες βλεφαρßδες και γραμμÝνα φρýδια. Ρüδινα, σαρκþδη χεßλια και μια μικρÞ γουστüζα μυτοýλα, που ζÜρωνε, καθþς του χαμογελοýσε!
     Ο μικρüς ψαρÜς τα 'χασε! ΧÝρι και νους, συμφþνησανε πλÞρως κι üταν η κοπÝλα μßλησε κι εßδανε το λευκü απü τα üμορφα δüντια της, το χÜσιμο Ýγινε μεγαλýτερο! ΦωνÞ δε κατÜφερε να βγÜλει απü τα χεßλια του, μÞτε και που κατÜλαβε τι του πε, αναγκÜζοντÜς τη να του το πει ξανÜ:
 -"¿ρα καλÞ, μικρÝ ψαρÜ. Για που το 'βαλες"; Εκεßνος ακüμα χαμÝνος και ξÝπνοος, ψιθýρισε:
 -"Ωωþρα καλÞ σου κι εσÝνα... ππÜω για ψÜρεμα... Ππποια εßσαι, του λüγου σου και πως βρÝθηκες καταμεσßς στο πÝλαγο";
 -"Εßμαι η ΜικρÞ Γοργüνα. ΠλÞττω που και που και βγαßνω βüλτα, να πιÜσω καμιÜ κουβÝντα. Εσý πλÞττεις καθüλου";
 -"Θα 'λεγα πως μÝχρι σÞμερα και με τüσο καλÞ συντροφιÜ, τη θÜλασσα, δεν Ýχω πλÞξει ποτÝ. Μα τþρα που σε βλÝπω, νιþθω πως πÝρασα τη πιο πληκτικÞ ζωÞ του κüσμου"! ΜÞτε και καλοκατÜλαβε τι εßπε, κεßνη üμως Ýδειξεν ευχαριστημÝνη και χαμογÝλασε ακüμα πιο πλατιÜ. Οι σταγüνες λÜμψανε πιüτερο, θαρρεßς, στα μαλλιÜ της, που χε βρει κÜποιο να μιλÞσει...
 -"¼μορφα που τα λες! Εßσαι χαριτωμÝνος και τüσο διασκεδαστικüς, Ýτσι που τα χεις χαμÝνα! Πες μου μικρÝ ψαρÜ, ποια εßναι τα üνειρÜ σου";
 -"Τα üνειρÜ μου..."; τα 'χασε ακüμα περισσüτερο κεßνος. Τα παινÝματÜ της, ηχοýσαν σα μουσικÞ στ' αφτιÜ του. Ωστüσο, προσπÜθησε να συγκεντρωθεß και ν' απαντÞσει. "Τα üνειρÜ μου..." επανÝλαβε μηχανικÜ, προσπαθþντας να κερδισει καιρü και να μαζÝψει το νου του, "να... θα 'θελα... ααα μια πολý καλÞ ψαριÜ, γι’ απüψε"!
 -"Μια καλÞ ψαριÜ; ΠÜρα πολý καλÞ ψαριÜ... ΑλÞθεια, αυτü θα θελες"; τονε ρþτησε κεßνη χαμογελþντας.
 -"Εεεε ..ναι! Θα το θελα πολý!" εßπε κεßνος, ταμπουρωμÝνος στην ...εýκολην αυτÞ λýση.
 -"Τüτε... δε νομßζω να χεις πρüβλημα... απüψε" του απÜντησε μισοκλεßνοντας τα μÜτια πειραχτικÜ και λßγο πριν χαθεß απü τα μÜτια του, μες στα καταγÜλανα νερÜ, του πÝταξε: "...και μÜλιστα χωρßς καν κüπο, γιατß εßσαι τüσο ...χαριτωμÝνος" και μεμιÜς βοýτηξε και χÜθηκε. Πρüλαβε μüνο να δει τη στραφταλιστÞ, χρυσοπρÜσινη -σα θÜλασσα- Üκρη της ουρÜς της.
     ΠÜλι το χÝρι, που μαστε μεις κρυμμÝνοι, αντιλÞφθηκε πρþτο, πως η βÜρκα, Üρχισε πÜλι να κινεßται κι Ýστειλε, -πιστü στο καθÞκον- το σχετικü ραπüρτο ... Üνωθεν! Φαßνεται üμως, πως σÞμερα δεν εßχε και πολλÞ τýχη, γιατß ο ...καπετÜνιος, Þταν τüσο πολý σοβαρÜ, απασχολημÝνος και ...χαμÝνος, με το να προσπαθεß να χωνÝψει και να κατανοÞσει ü,τι εßδε κι Üκουσε, που Üργησε να επεξεργαστεß τη πληροφορßα. Κüντεψε να περÜσει και το σημÜδι, που 'χεν ορßσει να καλÜρει τα δßχτυα του γι' απüψε!
     ΣυνÝχισε την υπüλοιπη δουλειÜ, εντελþς μηχανικÜ. ΠρÝπει να οφεßλει σε θαýμα, που δε μπÝρδεψε τα δßχτυα, με το χαζü καλÜρισμÜ του. ¼ταν επιτÝλους τα κατÜφερε, κατÝφυγε στο μÝρος που πÞγαινε πÜντα, για να περιμÝνει την þρα του μαζÝματος κι απüμεινε να σκÝφτεται... Σκεφτüτανε την üμορφη γοργüνα και τι εßπανε. ¸ψεξε τον εαυτü του, που χε σχεδüν μουγκαθεß μπροστÜ της. Ω! πüσα και πüσα θα μποροýσε να της εßχε πει και τελικÜ τι εßπε; ΣÜματι και θυμüτανε;
     Οýτε κατÜλαβε πως κýλησε τüσος σιωπηλüς χρüνος κι Ýσπευσε βιαστικÜ να μαζÝψει τα δßχτυα. ΤελικÜ μÜλλον τον εßχε πÜρει ο ýπνος και μÜλιστα τ' üνειρο που βλεπε πρÝπει να συνεχιζüτανε, γιατß πως εξηγεßται τüσο ψÜρι να χωρÝσει στα μικρÜ του δßχτυα! Με δυσκολßα κατÜφερε να μαζÝψει και να ξεμπλÝξει τüσα ψÜρια, που μüλις και τα χþρεσε η βαρκοýλα του.
    'Αργησε πολý να επιστρÝψει στο μικρü λιμανÜκι, μα μüλις Ýφτασε, üλοι οι Üλλοι ψαρÜδες που τον εßδανε, ζηλÝψανε. Αρχßσανε τα πειρÜγματα, τις ερωτÞσεις και τα επιφωνÞματα θαυμασμοý! Εκεßνος αρκÝστηκε, να χαμογελÜ και να επαναλαμβÜνει συνεχþς, πως απλÜ στÜθηκε τυχερüς. ¼ταν πια ξεποýλησε τη ψαριÜ του, τσεπþνοντας σωρü τα λεφτÜ, βÜλθηκε να κÜμει σχÝδια. Θα 'καμε τοýτο, θα 'καμε τ' Üλλο κι Ýνα σμÜρι ιδÝες τονε συντροφÝψανε καθþς επÝστρεφε στο σπιτÜκι του, να ξεκουραστεß.
     ΠÝρασε κÜμποσος καιρüς που τα πρÜγματα Þτανε συνηθισμÝνα. ΠÞγαινε στο ψÜρεμÜ του, χωρßς να πετυχαßνει μεγÜλες ψαριÝς και χωρßς να συναντÜ την üμορφη γοργüνα, παρüλο που τα 'θελε πολý και τα δυο. ΜÜλιστα, Ýπιασε τον εαυτü του να θÝλει πιüτερο να ξαναδεß την ξαφνικÞ επισκÝπτρια κι ας μη ξανÜπιανε ποτÝ του ψÜρι. Λαχταροýσε τα μÜτια, το χαμüγελο και τα στραφταλιστÜ μαλλιÜ της, που στÜζαν ολÜκερα θαλασσινü νερü! Αναθυμüτανε, πüσον üμορφα κινιüντανε τα χεßλια της, üταν σχηματßζανε λÝξεις.
     Πρþτη του φορÜ, Üρχισε να πλÞττει, μÝσα στη θÜλασσα. ¸μενε μÝσα της üλο και περισσüτερο μπας και τη πετýχει, μα üσο αυτü δε γινüτανε, τüσο και μαρÜζωνε. Μüνον η προσδοκßα του δινε δυνÜμεις για να συνεχßζει. Οι κινÞσεις του γινüντουσαν üλο και πιο μηχανικÝς κι αυτü, üπως Þτανε φυσικü, μεßωσε τις επιδüσεις του στο ψÜρεμα. ¸ξω απü τη θÜλασσα, γινüτανε πιο μελαγχολικüς, πιο απüμακρος κι αυτü τον απομÜκρυνε απü τους Üλλοτε φßλους του, τους ψαρÜδες.
     ΠÝρασε πÜνω απü χρüνος Ýτσι και ξαφνικÜ, Ýτσι üπως εßχεν εμφανιστεß κι εξαφανιστεß, η üμορφη γοργüνα τονε ξανασταμÜτησε καταμεσßς του πελÜγου. Η βαρκοýλα του πÜλι κοκÜλωσεν ακßνητη κι η καρδιÜ του φτεροýγισε. ΣÞκωσε το σκυμμÝνο του κεφÜλι και την εßδε στη πλþρη, πλÝρια üμορφη και χαμογελαστÞ, να στÜζει ολÜκερη θÜλασσα.
 -"Γεια σου χαριτωμÝνε μικρÝ ψαρÜ", του πÝταξε μισοκλεßνοντας ναζιÜρικα τα μÜτια της.
 -"Γεια σου κι εσÝνα, üμορφη γοργüνα", της εßπεν εκεßνος, που μÝσα του Þταν ενθουσιασμÝνος, μα απ' Ýξω του, προσποιÞθηκε με κüπο, τον μουτρωμÝνο! "που χÜθηκες τüσο καιρü;» της Ýβγαλε το παρÜπονο... "να 'ξερες πüσο Þθελα να σε ξαναδþ".
 -"ΑλÞθεια; Ε λοιπüν ... να 'μαι...! Χαßρεσαι που με ξαναβλÝπεις";
 -"Εεεε ναι μα ... πÝρασε πÜνω απü χρüνος... Τι απüγινες; Εßχα πια απελπιστεß"!
 -"Ε και δε χαßρεσαι; Τοýτο σημαßνει πως δεν Ýπληττα διüλου, üλο αυτü το διÜστημα", του αντιγýρισε αφοπλιστικÜ. Εκεßνος Ýλιωσε απ' αυτü που Üκουσε. Θýμωσε επßσης, μÜτωσε, μα τελικÜ υπερßσχυσε η λογικÞ:
 -"Χαßρομαι για σÝνα. Εγþ πÜλι, απü μεριÜ μου, Ýπληξα αρκετÜ, üλο τοýτο το διÜστημα"! Τα λüγια του κρýβαν επιτßμηση, μα κεßνη δεν Ýδειξε να το καταλαβαßνει.
 -"Ω πολý λυπÜμαι γι' αυτü!" κι Ýδειχνε πραγματικÜ λυπημÝνη, "Μα πως αυτü; Δεν εßχες εκεßνη τη καλÞ ψαριÜ που ζÞτησες";
 -"Ναι ...δε λÝω ... αλλÜ... δεν εßναι μüνον αυτÜ στη ζωÞ. Εßναι κι Ýνα σωρü Üλλα..."
 -"ΑλÞθεια; Πες μου τüτε λοιπüν, ποια εßναι τα üνειρÜ σου μικρÝ χαριτωμÝνε ψαρÜ";
 -"Να 'χω πολλÝς καλÝς ψαριÝς..." εßπε βιαστικÜ, μα σα το σκÝφτηκε λιγÜκι, πρüσθεσε αυτü που 'χε μες στη καρδιÜ του: "...αλλÜ και να μπορþ να σε βλÝπω συχνüτερα"! Κεßνη Ýμεινε λιγÜκι σκεφτικÞ...
 -"Γßνονται και τα δυο, αρκεß να σαι Ýτοιμος ν' αναλÜβεις το κüστος τους", του απÜντησε ýστερα απü λßγο.
 -"ΑΜΕ!" ενθουσιÜστηκε κεßνος κι αμÝσως μετÜ συννÝφιασε... "αρκεß να μπορþ φυσικÜ..." ψÝλλισεν ανÞσυχα.
 -Εßμαι σßγουρη πως μπορεßς, ειδÜλλως δε θα στο πρüτεινα". ΚÜνει Ýτσι και βγÜζει απü τα μαλλιÜ της, Ýνα πανÝμορφο, παρÜξενο, μικρü κοχýλι. ΜÞτε σπÜνιο, μα μÞτε και συνηθισμÝνο. Του το δεßχνει και του λÝει: "Το βλÝπεις αυτü το κοχýλι; Θα πρÝπει να μου φÝρνεις Ýνα κÜθε φορÜ που θα με βλÝπεις και θα θÝλεις να χεις μια καλÞ ψαριÜ και να με ξαναδεßς πÜλι. Επßσης, κÜθε φορÜ που θα συναντιüμαστε, θÝλω να μη με κÜνεις να βαριÝμαι Þ να λυπÜμαι. Αν τηροýνται αυτÜ που ζητþ, δε νομßζω να υπÜρξει πρüβλημα. Θα μπορεßς να με βλÝπεις üσο συχνÜ θÝλεις και παρÜλληλα θα χεις κι Üφθονο ψÜρι στη βαρκοýλα σου! Τι λες; Τα βρßσκεις πολλÜ τοýτα που ζητþ";
 -"Νομßζω πως δεν εßναι και πολλÜ. ΖÞτησες λογικü τßμημα θαρρþ. ΞÝρεις που βρßσκει κανεßς αυτÜ τα κοχýλια";
 -"Ω μα ...παντοý φαντÜζομαι. ΑπλÜ, επειδÞ εßναι μικρÜ, χρειÜζεται κÜμποσο ψÜξιμο. Τα θÝλω ζωντανÜ και φρÝσκα, για να στολßζω τα μαλλιÜ μου κι üχι Üδεια Þ ψüφια, που μυρßζουν Üσχημα. Στο λÝω τοýτο, γιατß θÝλω να σου εξηγÞσω, πως δε μπορεßς να μαζÝψεις πολλÜ, αν τα πετýχεις κÜπου και να τα φυλÜξεις, για να μου τα φÝρνεις Ýνα-Ýνα! Τι λες λοιπüν, θα τα καταφÝρεις; Εßμαστε σýμφωνοι";
 -"Πιστεýω ναι..." εßπε κεßνος χαροýμενα, "üσο για τη πλÞξη σου, μπορεßς να με βοηθÞσεις λιγÜκι; Τι σου αρÝσει, τι üχι, ...ξÝρεις... τÝτοιου εßδους πληροφορßες..."
 -"Μα αν στα πω üλα τοýτα, δε θα χει μÞτε γοýστο, μÞτε θα μ' αρÝσει, να σ' Ýχω καλοκουρντισμÝνο πιüνι! Να σαι ο εαυτüς σου κυρßως, αλλÜ παρÜλληλα, να χεις μÜτια κι αφτιÜ ολÜνοιχτα, να με μαθαßνεις. Φεýγω τþρα... Α πρÝπει να σου πω, πως αν δεν ικανοποιηθοýν αυτÜ που σου ζητþ, δε θα χεις τη ψαριÜ που ονειρεýεσαι, μÞτε κι εμÝνα"! Εßπε και χÜθηκε πÜλι στα νερÜ. Η βαρκοýλα ξεκßνησε ξανÜ ενþ μÝσα του εßχανε πνιγεß ερωτÞσεις, üπως: Πως θα τη καλοýσε κÜθε φορÜ, κι Üλλες τÝτοιες...
     ΣυνÝχισε προβληματισμÝνος να κÜνει μηχανικÜ τη δουλειÜ του, μα και πÜλι, μολοντοýτο, εßχε πολý καλÞ σοδειÜ. Ευχαρßστησε μÝσα του την üμορφη γοργüνα κι επιστρÝφοντας στο λιμανÜκι, ρþτησε τους Üλλους αν ξÝρανε που θα 'βρισκε το κοχýλι. Τους το περιÝγραψε üσο πιο καλÜ μποροýσε, üλοι μÜλιστα το δεχτÞκανε σα γνωστü, μα κανεßς δεν Þξερε να πει ακριβþς, μÝρη που αυτü ευδοκιμοýσε. Μüνον ο γεροντüτερος ψαρÜς, τονε κοßταξε παρÜξενα κουνþντας το κεφÜλι. ΞÝμεινεν επßτηδες τελευταßος κι üταν Ýφυγαν οι Üλλοι, τονε βοÞθησε να ξεψαρßσει, να τυλßξει τα δßχτυα κι üταν εßχε πια ξεπουλÞσει, του πρüτεινε να τονε κερÜσει μια ρακÞ. Αφοý κÜτσανε σ' Ýνα κοντινü ταβερνÜκι, παραγγεßλανε κι ανταλλÜξανε μερικÝς συνηθισμÝνες φρÜσεις, ο γÝροντας, του πÝταξεν απüτομα:
 -"Εßδες κι εσý τη μικρÞ üμορφη γοργüνα";
     Ο μικρüς, Ýμεινε Ýκπληκτος, κοιτÜζοντας το γÝρο, ανßκανος να πει κÜτι! Ο Üλλος κοýνησε το κεφÜλι κι Ýσκυψε κÜτω, κοιτþντας τα βρþμικα, ξυπüλητα ποδÜρια του, πιüτερο μονολογþντας προς τον εαυτü του, παρÜ απÝναντι:
 -"Τι ρωτÜω; Σßγουρος εßμαι! ¸πρεπε να το 'χα φανταστεß, απü τüτε που 'χες τη πρþτη σου καλÞ ψαριÜ κι Ýπειτα τη τüσο αλλüκοτη συμπεριφορÜ..."
 -"Μα..." ßσα που κατÜφερε να πει ο νεαρüς κι ýστερα απü λιγÜκι πρüσθεσε σα χαμÝνος, "...σε βρÞκε κι εσÝνα";
 -"Ναι! Πριν, κι εγþ δε ξÝρω, πüσα χρüνια! ΘÝλεις ν' ακοýσεις την ιστορßα μου, του γÝροντα";
 -"ΒÝβαια! Εßμαι τρομερÜ περßεργος! ΑλλÜ... εßπες πριν απü τüσα χρüνια. ¸τσι δεν εßναι";
 -"Ναι! ¹μουνα κι εγþ κÜποτε, μικρüς ψαρÜς üπως κι εσý, μα τη θυμÜμαι καλÜ, σα τþρα".
 -"Ε τüτε δε λÝμε την ßδια, παπποýλη! Εκεßνη, το πολý να 'ναι εßκοσι-εικοσιδýο χρονþ"!
 -"Θα μ' αφÞσεις να σου πω Þ üχι; ΜετÜ κρßνε μονÜχος σου..."
 -"Ναι. ΦυσικÜ. Σ' ακοýω λοιπüν".
     ΤρÝχει το παραμýθι, σα μια καλοτÜξιδη (;) βαρκοýλα κι εγþ δε μπορþ να κρατηθþ σιωπηλüς. Δε θÝλω ν' αφÞσω το παπποý ψαρÜ να μας πει τι εßδε Þ Üκουσε. Εßναι πασßγνωστο, πως κυνηγοß και ψαρÜδες, εκτüς που 'ναι παραμυθÜδες, πλατειÜζουν ασýστολα τους λüγους τους αν θÝνε να ποýνε κÜτι, με σκοπü να σε μπερδÝψουνε, για να συγκαλυφτεß το παραμýθι τους μÝσα σε διαδÜλους αχρÞστων πληροφοριþν και λεπτομερειþν. Ακüμα και τα παραμýθια λοιπüν -κι ειδικÜ τα δικÜ μου- Ýχουνε κι Ýνα üριο. Εßναι ποτÝ εφικτü, να κρατÞσει νεαρüς, Üμαθος, -Ýστω ενθουσιþδης- μικρüς ψαρÜς, το ενδιαφÝρον μιας υπεραιωνüβιας, μικρÞς, Üφθαρτης κι üμορφης γοργüνας; ΜÜλιστα Ýτσι, που αυτÞ να μη πλÞξει και με διÜρκεια σε τοýτη του τη προσπÜθεια;
     ΑυτÞ, Ýχει το βυθü της, με τα τüσα του στολßδια, τις τüσες εκπλÞξεις -ναι, ναι καλÜ διαβÜζετε: εκπλÞξεις!- κι εßναι δυνατüν επßσης, να τις βρßσκει κοχýλια, κÜθε φορÜ, ενþ θα πρÝπει να κÜνει κι Üλλα πρÜγματα σε τοýτη τη ζωÞ; Αν Ýστω τα καταφÝρνει, εßναι ποτÝ δυνατü, τα üνειρÜ του να παραμεßνουνε στις καλÝς ψαριÝς μονÜχα; Το μεθýσι της επιτυχßας δε θα τον κÜνει πλημμελÞ στα ...καθÞκοντÜ του;
     Εßναι πολλÜ που ακüμα θα 'θελα να ρωτÞσω! Αλλ' ας ρßξουμε ακüμα μια ματιÜ στα ξυπüλητα, χοντροκομμÝνα, βρþμικα και γεμÜτα κÜλους πüδια του γÝρο-ψαρÜ! Το πÝλμα Ýχει σκληρýνει σε κÜλους και πια δε τον ενοχλεß να περπατÜ, ακüμα και σε καφτÝς Þ κοφτερÝς πÝτρες. Τα νýχια του σκληρÜ, ογκþδη, üχι πλÝον διÜφανα και λεßα. Η αρμýρα Ýχει αργÜσει και χρωματßσει το δÝρμα, μÝχρι αρκετÜ πÜνω απü τον αστρÜγαλο, με σκουρüτερες κηλßδες. Τοýτος ο Üνθρωπος, μπορεß να μη πÜθει ποτÝ αρθριτικÜ, μα σßγουρα πολý απÝχει απü τα νεανικÜ του üνειρα. Αν μÜλιστα εμπιστευτοýμε, üσα εξιστορεß, εßχε πολλÝς καλÝς ψαριÝς στη μεγÜλη και πολυτÜραχη -σα τη θÜλασσα- ζωÞ του.
     Εκεßνο που πρÝπει να πω, τßμια, εßναι πως Ýχω κοιτÜξει και τα πüδια των Üλλων ψαρÜδων, στο μικρü μας λιμανÜκι κι Þταν ßδια. Αυτü το 'κανα, üσο εσεßς ακοýγατε τον μικρü ψαρÜ να ρωτÜ, για το κοχýλι. Το Ýκανα για σας. Να σας το πω, διακüπτοντας ... βÜναυσα την ιστορßα μου!
     Τι εßναι λοιπüν τα ...εýπλαστα νεανικÜ üνειρα; Η πατßνα που σκληραßνει τα πÝλματα και τα νýχια; Η καýσιμη ýλη για το ντεπüζιτο της βαρκοýλας μας; Η προσδοκßα, μπας και δοýμε κι εμεßς την üμορφη γοργüνα; Η ανεýρεση του μικροý, δυσεýρετου, θαλασσινοý κοχυλιοý; Το μελÜνι στο στυλü μου, τþρα δα; Μπορεß! Μπορεß πÜλι κι üχι! Το σωστü ερþτημα, μÜλλον εßναι: "¸χουμε ανÜγκη απ' αυτÜ; Αν ναι, γιατß";
     ¸τσι üπως Þταν φυσικü λοιπüν, μüλις ο γÝρος τÝλειωσε την ιστορßα του, ο μικρüς ψαρÜς την Ýσβησε ολÜκερη απü το νου του! Ευτυχþς δηλαδÞ! ¸πειτα, ποτÝ κανεßς δε ξÝρει. Και πÜλι θα πω: "Ευτυχþς δηλαδÞ"!
     Θα κλεßσω τοýτη την ιστορßα, αφÞνοντÜς σας να φαντÜζεστε τον μικρü ψαρÜ, να ψÜχνει κοχýλια κι üμορφες ιστορßες, για να ευχαριστÞσει την αγαπημÝνη του. Εγþ, με την ÜδειÜ σας, θα παραμεßνω να τον παρακολουθÞσω ως το τÝλος...
     Εßμαι περßεργος να δω, πως τελεßωνει αυτÞ η ιστορßα...

 "Στη μικρÞ, üμορφη
   Γοργüνα και
                                     Οκτþβρης 2003 
   τα üνειρα..."

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers