ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ðïßçóç-Ìýèéá 

Ï Ðñßãêçðáò Ôçò ËÜóðçò

     Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, Þταν Ýνα μικρü βατραχÜκι. ¹ταν μικρü μα ξεχωριστü, γιατß εßχε καταφÝρει -χωρßς να ξÝρει κανεßς πως- να δει και να μÜθει, πÜρα πολý σπουδαßα και σοφÜ πρÜματα. Στην αρχÞ, που δεν εßχε συνειδητοποιÞσει ακüμα, τι μετÝφερε στο μικρü του μυαλουδÜκι, Þταν Þσυχο κι ευτυχισμÝνο. Κυλιüταν στη λÜσπη του και τις νýχτες, αφοý χüρταινε να κυνηγÜ νοστιμüτατα Ýντομα, με την ευκßνητη και ταχýτατη γλþσσα του, Üρχιζε να τραγουδÜ χαροýμενα, κοιτÜζωντας στον ουρανü, τα Üστρα και το φεγγÜρι.
     ¼σο μεγÜλωνε üμως και σιγÜ-σιγÜ συνειδητοποιοýσε, το βαρý του φορτßο, διαπßστωσε με φρßκη, πως δε μποροýσε πια να χαßρεται στο βοýρκο. Δε μποροýσε να ικανοποιεßται, τρþγωντας μüνον Ýντομα και ζωýφια. Λαχταροýσε Ýνα καλýτερο χþρο και πιο Ýξοχα εδÝσματα. Το μüνο που συνÝχιζε ν' απολαμβÜνει -και μÜλιστα εντονþτερα- Þταν το ...χÜσιμü του τις νýχτες, στον ουρανü. Σπαταλοýσε το χρüνο του 'κεß, παραμελþντας Üλλα ζωτικüτερα πρÜματα.
     ¼λοι οι Üλλοι βÜτραχοι, στην αρχÞ παραξενεýτηκαν, αλλÜ μετ' απü λßγο, Üρχισαν να το κοροúδεýουν. ΚÜποια τÝτοια νýχτα ßσως, -üπως η αποψινÞ-
πρÝπει να 'ταν που Üρχισε να του μπαßνει η ΜεγÜλη ΙδÝα! Να ζητÞσει απü το ΒασιλιÜ του ΔÜσους, να του επιτρÝψει, να μεταφÝρει τις γνþσεις του και στ' Üλλα ζþα! Γιατß Ýβαλε τÝτοια ιδÝα; Να 'χε ευγενικÝς προθÝσεις; Να 'θελε να παραστÞσει το σπουδαßο; Να 'θελε να βελτιþσει, μÝσω üσων γνþριζε, το τρüπο ζωÞς üλων των Üλλων ζþων; Κανεßς δεν Þξερε!
      'Απαξ και του μπÞκε η ιδÝα, Þταν πια σßγουρο, πως κανεßς δε θα μποροýσε να του αλλÜξει μυαλÜ. Μüλις καταστÜλαξε μÝσα του üλο τοýτο, θÝλησε να το εφαρμüσει Üμεσα. ΖÞτησε ακρüαση απü το ΒασιλιÜ. ΦυσικÜ δεν Ýγινε δεκτü, Ýνα τüσο ανÜρμοστο αßτημα και μÜλιστα χωρßς επεξηγÞσεις. Το βατραχÜκι Ýνιωσε πολý Üσχημα κι Üρχισε να σκÝφτεται τους πιθανοýς λüγους, τοýτης της Üρνησης.
     Το πρþτο που 'κανε, Þταν να καθρεπτιστεß Ýνα καθÜριο πρωÀ, στη λιμνοýλα, που 'ταν πεντακÜθαρη. Εßδε πως Þταν Ýνα üμορφο βατραχÜκι, μα εßχε πολλÜ σημÜδια -Ýτσι του φÜνηκε τüτε-, απü λÜσπη. ΒÜλθηκε λοιπüν να τσαλαβουτÜ για να καθαριστεß εντελþς και μüλις το κατÜφερε, ζÞτησε πÜλι ακρüαση. ΠÜλι üμως δεν Ýγινε δεκτüς, αλλα αυτÞ τη φορÜ üμως, ο ΒασιλιÜς -που Þταν και διπλωματικüς πολιτικüς- ζÞτησε να του μεταβιβÜσουν, πως Þταν τρομερÜ απασχολημÝνος.
     Ο φßλος μας, κατÜλαβε αμÝσως, πως εßχε δßκιο στην αρχικÞ του εκτßμηση: Þθελε πλýσιμο, γι' αυτü κι αυτÞ τη φορÜ, δεν διþχτηκε χωρßς εξÞγηση. ΣκÝφτηκε λοιπüν τι Üλλο θα 'πρεπε να διορθþσει, þστε να γßνει δεκτüς και μÜλιστα παιδεýτηκε πολý. ΚατÝληξε πως μÜλλον Ýπρεπε να φορÝσει γυαλιÜ. Ναι! ΓυαλιÜ! Εßχε προσÝξει, πως üλοι οι σοφοß τοýτης της γης, φοροýσαν, Ýστω κι αν κοιτοýσαν, πολλÝς φορÝς, πÜνω απ' αυτÜ.
     Τσακßστηκε πÜραυτα να βρει Ýνα καλü ζευγÜρι μα δεν Þταν κÜτι εýκολο. Παιδεýτηκε κÜμποσο και μüλις βρÞκε, αμÝσως μετÜ, ζÞτησε Üλλη μια φορÜ να δει το ΒασιλιÜ. Εßδε με χαρÜ κι αγαλßαση, πως αυτÞ τη φορÜ, οι φρουροß, τον αντιμετþπισαν με πÜρα πολý καλü τρüπο. Ο ΒασιλιÜς Üκουσε το σεβασμü στη φωνÞ, εκεßνου που του τον ανÞγγειλε κι Üρχισε να μελετÜ σοβαρÜ, το αßτημα. Κοßταξε τον υπηρÝτη του προσεκτικÜ και τον ρþτησε μÞπως ο υπÞκοος του 'χε πει, τι τον Þθελε. Ο Üλλος, ταραγμÝνος, διαπßστωσε πως του 'χε διαφýγει να ρωτÞσει κÜτι τÝτοιο και φυσικÜ, Üκουσε τα ...σχολιανÜ του. ¸φυγε τÝλος με την εντολÞ, να τον διþξει ευγενικÜ κι Üλλη φορÜ να προσÝχει, να ρωτÜ τι και πως!
     Ο μπιστικüς μετÝφερε üντως, με πολý üμορφο τρüπο, την Üρνηση του Αρχηγοý, αλλÜ του υποσχÝθηκε πως θα τον δεχτοýν κÜποια Üλλη στιγμÞ στο μÝλλον, που θα 'ναι τα πρÜματα πιο χαλαρÜ. Ο βÜτραχος, Üλλη μια φορÜ, συνεχÜρη τον εαυτü του με την ιδÝα του και κατÜλαβε, πως πια Þταν κοντýτερα στον αρχικü του στüχο. ¸φυγε και περßμενε να λÜβει τη κλÞση -εßχε πιστÝψει πως κÜποια στιγμÞ θα τον καλοýσε ο ßδιος ο ΒασιλιÜς- να σπεýσει στο ΠαλÜτι, μα ο καιρüς περνοýσε και τßποτε!
     ¼ταν πεßστηκε πια πως δε θα κληθεß, Üρχισε πÜλι να σκÝφτεται τι να διορθþσει, þστε να το δεχτουν. Ν' αφÞσει γενειÜδα! Ναι! ΑυτÞ εßναι καταπληκτικÞ ιδÝα! Οι σοφοß τοýτης της γης, εßχαν üλοι γενειÜδες, μα... δεν Þταν κÜτι εφικτü... Πüσο απογοητεýτηκε üταν το συνειδητοποßησε! ΑλλÜ πολý σýντομα Ýλαμψαν τα μεγÜλα μÜτια του, απü χαρÜ, γιατß μποροýσε να φτιÜξει μια!
     ¸κανε κρυφÝς επισκÝψεις στη φωλιÜ του κυρ- Λαγοý και μÜζευε τις Üσπρες τρßχες του. ¼ταν εßδε πως εßχε μαζÝψει αρκετÝς, Ýφτιαξε üχι μüνο γενειÜδα, μα -σε μια Ýμπνευση της στιγμÞς- και μια üμορφη περοýκα! Πρüσεξε, πως αυτü του 'δινε κýρος κι ανÜστημα. ¸φτιαξε κι Ýνα ζευγÜρι ψηλοτÜκουνα, αυτοσχÝδια παποýτσια κι üταν θα εμφανιζüταν θα φοýσκωνε -üπως μποροýσε θαυμÜσια, να κÜνει- το λαιμü του κι αυτÞ τη φορÜ, εßχε στο τσεπÜκι την Ýγκριση.
     ΠÞρε το δρüμο για το παλÜτι, με πολý κüπο, γιατß δυσκολευüταν να στηριχθεß στα παποýτσια üντας αμÜθητος -Üσε που τον στενεýανε κι üλας- κι εκτüς αυτοý, εßχε να διορθþνει κÜθε τρις και λßγο, τη περοýκα, που Ýχανε τη ...φüρμα της, απü το ασταθÝς βÜδισμα του. Μα δεν Þταν μüνο αυτü το ζüρι! ΚÜθε φορÜ που διüρθωνε τη περοýκα, πÝφτανε τα γυαλÜκια στα μÜτια, με αποτÝλεσμα να μη καλοβλÝπει κι Üρα να σκοντÜφτει στα μικροεμπüδια και να του ξαναπÝφτει η περοýκα και ...πÜει λÝγοντας. Διορθþνοντας εναλλÜξ και με σταθερÞ συχνüτητα, παποýτσια-περοýκα-γυαλιÜ, Ýφτασε κατÜκοπος και με κÜπως πεσμÝνο ηθικü, στη Πýλη.
     Εκεß κοντοστÜθηκε κι Ýκανε μια τελευταßα κÜλη διüρθωση -Ýτσι Þλπιζε τουλÜχιστον- και προχþρησε προσεκτικÜ τα λßγα τελευταßα μÝτρα, μÝχρι το σημεßο που 'ταν ο φρουρüς και μßλησε üσο πιο στρωτÜ, θαρραλÝα και καθαρÜ μπüρεσε. ΖÞτησε ακρüαση απü το ΒασιλιÜ κι üταν ο Üλλος -ορμηνεμÝνος- το ρþτησε το λüγο, του εξÞγησε την ιδÝα του. Η φωνÞ του -εκτüς των Üλλων- βγÞκε και κουρασμÝνη, πρÜμα που του προσÝδωσε ακüμα μεγαλýτερο κýρος. ΕιδικÜ στα μÜτια του εντυπωσιασμÝνου μπιστικοý, που τα μÜτια του εßχαν δει λßγα σε τοýτη τη γη. Τον Üκουσε μ' ανοιχτü το στüμα, χÜνωντας τη λαλιÜ του κι üταν τÝλειωσε, του Ýγνεψε να περιμÝνει και μπÞκε τρÝχοντας μÝσα.
     Ο ΒασιλιÜς τον Üκουσε προσεκτικÜ, πρüσεξε Ýκπληξη και σεβασμü στη φωνÞ και στο βλÝμμα του και προβληματßστηκε πÜρα πολý. Ο νους του Ýτρεξε σ' Üλλα μονοπÜτια. ΦοβÞθηκε το βÜτραχο, που 'χε κερδßσει μ' υπομονÞ κι επιμονÞ, το σεβασμü του παρακατιανοý, μη του πÜρει το σκÞπτρο, αν μÜλιστα εßχε τÝτοιο εντυπωσιακü παρουσιαστικü κι εßχε και σημαντικÜ πρÜματα να πει - που αυτüς ως þρας αγνοοýσε-, τüτε Þθελε προσοχÞ! Πρüσταξε τον υπηρÝτη να το μπÜσει να περιμÝνει, στην αßθουσα συμβουλßων, να κρατÞσει εχεμýθεια -προφασßστηκε πως ßσως εßχε να πει κÜτι μυστικü ο ...κýριος- και να τους αφÞσει εντελþς μüνους.
     Γýρισε στα ιδιαßτερα δþματα του κι Üλλαξε χßλιες φορεσιÝς, μÝχρι να αποφασßσει τι θα φορÝσει, þστε να μην υστερÞσει σε εμφÜνιση, στολßστηκε
με εντυπωσιακü τρüπο και στο τÝλος, Ýβαλε στο κεφÜλι το καλýτερο λοφßο
του. Τüτε μüνο, üταν Ýνιωσε Üνετος κι επιβλητικüς, πÝρασε στην αßθουσα, ενþ εßχε περÜσει αρκετÞ þρα. Εßχε καταλÜβει πως εßχε στÞσει το κýριο βÜτραχο μα πßστευε πως Ýτσι θα του 'σπαζε το τσαμπουκÜ και περßεργος μπÞκε...
     Ο βÜτραχος δε πßστευε στ' αυτιÜ του και συνεχÜρη, Üλλη μια φορÜ τον εαυτü του, για τις ...βελτιþσεις του, ως προς το σοφιστικοβατραχοimage του. ΜπÞκε θαμπþμενος μÝσα στο παλÜτι και στην αßθουσα που τον Ýβαλαν να περιμÝνει. ¼σο περνοýσε η þρα üμως, μεγÜλωνε ο εκνευρισμüς κι η ανασφÜλεια που 'νιωθε. Ευτυχþς üμως, Þξερε πως αυτü που 'χε να πει Þταν αρκετÜ σημαντικü κι Þλπιζε να καταφÝρει να πεßσει και το ΒασιλιÜ.
     ¼ταν μπÞκε ο Πρþτος των ζþων, υποκλßθηκε συνεπαρμÝνος και δυστυχþς, γυαλιÜ-περοýκα-παποýτσια, χÜσανε κÜπως τη ...φüρμα τους. Εßχε ξεχÜσει βλÝπετε, πως τα φοροýσε, μα πρÝπει να 'ταν πολý αστεßο θÝαμα, γιατß Üκουσε Ýνα κοροúδευτικü γÝλιο να δονεß το χþρο. Ο ΚαπετÜνιος βαστοýσε τη κοιλιÜ του και με κüπο κατÜφερε να σοβαρευτεß και πÜνω που το 'χε καταφÝρει, Üκουσε το λüγο που 'φερνε 'δþ μÝσα, τοýτο 'δω το υποκεßμενο και ...ξαναξερÜθηκε στα χÜχανα!
     Ωστüσο σκÝφτηκε πονηρÜ! Εßδε πως δεν εßχε να φοβÜται τßποτε απ' αυτüν, προς το παρüν, αλλÜ Þξερε επßσης πως Þταν αρκετÜ ευρηματικüς, επßμονος κι υπομονετικüς κι Ýτσι Ýπρεπε να του δþσει Ýνα καλü μÜθημα, Üπαξ δια παντüς! ¼σο για το πως θα γινüταν αυτü... Ý φυσικÜ θα τον Üφηνε να ...μιλÞσει στο πλÞθος και τεχνηÝντως θα τον ρεζßλευε. ΓρÞγορα εßχε καταστρþσει σχÝδιο δρÜσης και ...δÝχτηκε το αßτημα, παριστÜνωντας τον σκεπτικü και τον προβληματισμÝνο -ενþ μÝσα του ακüμα γελοýσε- και κÜλεσε αμÝσως τους κÞρυκες! ¸δωσε εντολÞ επιτακτικÜ, ορßζωντας τη μÝρα που θα 'πρεπε να μαζευτοýν üλα μα ΟΛΑ τα ζþα, για ν' ακοýσουν τι Ýχει να τους πει αυτüς ο ...κýριος. ¾στερα αποσýρθηκε κι ο βÜτραχος οδηγÞθηκε Ýξω τυπικüτατα!
     Σαν Ýφτασε 'κεßνη η μεγÜλη μÝρα, ο ÞρωÜς μας, Ýνιωθε κýριος της κατÜστασης. Εßχε ετοιμÜσει το λüγο του, τον εßχε κÜνει πÜμπολλες πρüβες, κοιτÜζωντας τον εαυτü του στη λιμνοýλα. Επßσης, εßχε βελτιþσει εμφÜνιση και στυλ κι Ýφτασε στο τüπο της συνÜντησης σßγουρος, πως θα τýχει της δÝουσας προσοχÞς.
     Τα ζþα εßχαν μαζευτεß απü νωρßς, παραξενεμÝνα κι üταν üλα ετοιμÜστηκαν βγÞκε ο ΒασιλιÜς και τους απηýθυνε χαιρετισμü. Τους μßλησε λιγÜκι με συνηθισμÝνα λüγια κι ýστερα -με τÝχνη και λüγο εξαιρετικü- τα ρþτησε αν Ýχουν κανÝνα παρÜπονο. ΦυσικÜ πÞρε, δια βοÞς την απÜντηση που 'θελε και τüτε μορφÜζωντας αδιÜφορα, ζÞτησε τη ...προσοχÞ τους στο Κýριο ΒÜτραχο, που 'χε, λÝει, να τους πει κÜτι σημαντικü. Μπορεß να το 'πε σοβαρÜ μα με τÝτοια σημασßα που 'ταν σα να 'λεγε "και τþρα θα ...σπÜσουμε πλÜκα"! ΤÝλος με μια θεατρινßστικη κßνηση τους τον ανÞγγειλε κι αποτραβÞχτηκε πιο πßσω!
     Ο βÜτραχος, ανÝβηκε στο πüντιουμ, που 'χε ετοιμαστεß, μη ξÝροντας üτι εßχε συμβεß κι Üρχισε να τους μιλÜ, αν κι ...εßχε τρακ λüγω που πρþτη φορÜ μιλοýσε σε τüσο πλÞθος. Αυτü τον Ýκανε να κομπιÜσει στις πρþτες φρÜσεις:
 -"Αγαπητοß μου συντοπßτες ...εεε... Ýχω να σας πω... εεε... κÜτι πολý σημαντικü... εεε για ... γιαα... εεεε... α για üλους μας..."
     Στο σημεßο αυτü, το κοινü χλεýασε, γιατß Üρχισε να ...βαριÝται! Ο βÜτραχος μας, τα 'χασε:
 -"Θα με αφÞσετε να μιλÞσω"; τους ρþτησε
 -"ΟΧΙΙΙΙ"! του 'παν üλοι, εν χορþ, "γιατß εßσαι Üσχημος με αυτÜ τα μαλλιÜ"!!
     ¸βγαλε αμÝσως τη περοýκα του και ξαναπροσπÜθησε μα αυτÞ τη φορÜ τους ενοχλοýσαν τα γÝνεια του. ¸πειτα τα παποýτσια και μετÜ τα γυαλιÜ κι üταν εκεßνος απαλλÜχτηκε απ' üλα αυτÜ, δε κατÜφερνε να επιβληθεß πια σ' Ýναν εντελþς ξεσÜλωμενον üχλο! ΑναγκÜστηκε να κοÜσει δυνατÜ! Του εßπαν πως δεν εßχε üμορφη φωνÞ και πως δεν Þθελαν να ακοýσουν τßποτε Üλλο! ΠροσπÜθησε να κÜνει τη φωνÞ του γλυκειÜ κι üμορφη μα τελικÜ διαπßστωσε πως εßχε χÜσει ειρμü, ηθικü και σθÝνος.
     Τþρα και να τον Üφηναν να μιλÞσει δε θα κατÜφερνε να τους τα πει στρωτÜ κι üμορφα, üπως τα 'χε σχεδιÜσει! "Ευτυχþς" σκÝφτηκε "που το θÝμα που 'χω να τους 'πω, εßναι πÜρα πολý σημαντικü" κι αποφÜσισε να συνεχßσει τη προσπÜθεια. ΑυτÞ η σκÝψη τον Ýκανε να αντλÞσει δυνÜμεις κι Üρχισε πÜλι να μιλÜ. Θα τα 'χε ßσως καταφÝρει μα 'δω επενÝβη ο ΒασιλιÜς. ΔηλαδÞ üχι ο ßδιος, απλþς εßχε βÜλει μÝσα στο πλÞθος Ýναν Ýμπιστο και του 'κανε νüημα. Εκεßνος σηκþθηκε, πλησßασε το βÜτραχο και του 'πε, περιφρονητικÜ:
 -"'Ακουσε βατραχÜκι, γýρνα στη λÜσπη σου να χÜφτεις μýγες και μη μας τρως το χρüνο με τις μπουρδολογßες σου! Εμπρüς! 'Αειντε ντε!!! και στο τÝλος αυτÞς της Üσχημης φρÜσης Ýκαμε κÜτι ακüμα πιο Üσχημο: τον Ýφτυσε κοροúδευτικÜ!
     Τüτε, μπροστÜ στα Ýκπληκτα μÜτια üλων και του ΒασιλιÜ, συνετελÝσθη Ýνα μεγÜλο θαýμα: Ο βÜτραχος μεταμορφþθηκε σ' Ýνα πανÝμορφο κι υπÝροχο πρßγκηπα! ¼λοι - κι ο ΒασιλιÜς ακüμα- Ýμειναν Üφωνοι! Ο βÜτραχος-Πρßγκηπας, που δεν εßχε καταλÜβει πως εßχε αλλÜξει, θεþρησε πως επιτÝλους εßχαν πειστεß ν' ακοýσουν κι ...Üδραξε την ευκαιρßα:
 -"Λοιπüν, επιτÝλους, Ýχω να σας πω πως το δÜσος μας κινδυνεýει! Θα 'ρθουν γερανοß κι Ýνα σωρü Üλλα μηχανημÜτα και θα μας το καταστρÝψουνε, για να φτιÜξουνε μεγÜλα κτιριακÜ συγκροτÞματα! Αν δε κÜνουμε κÜτι γι' αυτü Þ να φýγουμε γρÞγορα, πολλοß απü 'μας -ßσως κι üλοι- θα χαθοýμε..." σταμÜτησε γιατß διαπßστωσε ξαφνικÜ, πως η φωνÞ, του 'βγαινε διαφορετικÞ κι üτι κοιτοýσε το πλÞθος απü πιο ψηλÜ, σε σχÝση με πριν. Κοßταξε τα χÝρια του και τüτε τα θυμÞθηκε üλα...
     ΚÜποιος μεγÜλος μÜγος, τον εßχε κÜνει βÜτραχο, επειδÞ Þταν διÜδοχος του θρüνου κι üχι μüνον αυτü, μα Þθελε να αποτρÝψει αυτÞ τη καταστροφÞ, που εßχαν αποφασßσει üλοι οι Üλλοι -με το ...αζημειþτο φυσικÜ- κι Þθελε με αυτü το τρüπο να τον ξεφορτωθεß κρυφÜ!
     Πßσω στην αßθουσα εßχε επικρατÞσει σιωπÞ, που την Ýσπασε ο ΒασιλιÜς, πλησιÜζωντας τον και του εßπε συγκινημÝνος:
 -"ΠρßγκηπÜ μου, μεγÜλη μας τιμÞ και πολý üμορφα θα τα 'πατε üλα τοýτα, σßγουρα. Ζητþ συγγνþμη που δε σας αντιμετωπßσαμε κατÜ πως Ýπρεπε, μα ...δε ξÝραμε... ¼μως πρÝπει να σας πω πως τþρα πια δε σας καταλαβαßνουμε, üτι κι αν μας λÝτε! Δε γνωρßζουμε τη γλþσσα των ανθρþπων"!
     Ο Πρßγκηπας-βÜτραχος δε καταλÜβαινε λÝξη, απ' üσα του 'λεγε, εκεßνο το ζωÜκι 'μπρüς του κι Ýτσι στρÜφηκε πÜλι στο κοινü:
 -"ΠρÝπει να φýγετε γιατß αυτü το μακροπρüθεσμο πρüγραμμα υλοτομßας, τουριστικÞς εκμετÜλλευσης και τσιμεντοποßησης του δÜσους αυτοý, μπορεß να 'χει ξεκινÞσει Þδη"!
     ¼λοι τον Üκουγαν πολý προσεκτικÜ. ΚρÝμονταν απ' τα χεßλη του κυριολεκτικÜ κι üντως κατÝβαλλαν φιλüτιμες προσπÜθειες, να  τον
καταλÜβουν, μα του κÜκου!
     Ο ΒασιλιÜς πλησßασε και του 'γλυψε το χÝρι. Τüτε Ýνα δεýτερο θαýμα γßνηκε στη κατÜμεστη αßθουσα: Ο Πρßγκηπας-βÜτραχος  ξανÜγινε βατρÜχι δια μιας. ΝÝα βουβαμÜρα, νÝα Ýκπληξη στο κοινü, που κρÜτησε λßγο, üσο να γßνει αντιληπτÞ η νÝα αλλαγÞ. Τþρα ο βÜτραχος χÜρηκε που 'δε πως μποροýσε να τους εξηγÞσει κι Üρχισε να μιλÜ πÜλι. Εκεßνοι üμως δε τον Üφησαν κι Üρχισαν να τον κοροúδεýουν πÜλι.
     Στην αρχÞ, χειροκρüτησαν ειρωνικÜ κι Ýπειτα τον πρüγκηξαν, πνßγοντας τα ανÞσυχα λüγια του, πριν καν προλÜβει να αρθρþσει μια φρÜση.
     ¸πειτα απü κÜμποσο καιρü -απü 'κεßνη τη μÝρα- üταν πια τα μηχανÞματα Ýπαιρναν, Ýνα-Ýνα, μπρος με κατεýθυνση το δÜσος, ο ΒÜτραχος-πρßγκηπας εßχε εκδιωχθεß. Εßχε ανακαλýψει τις χαρÝς της λασπουριÜς, τη γλυκειÜ γεýση των εντüμων και τη μαγικÞ ομορφιÜ του νυχτερινοý ουρανοý. Κι üλα τοýτα τα 'κανε τραγοýδια και τα κüαζε τις νυχτιÝς, αρκετÜ μακριÜ απü 'κει...
              
βρεκεκεκεξ κουαξ κουαξ
               ΒοÞθα μοýσα, για να 'πω σ' αυτοýς εδþ τους στßχους,
               της μßζερης μου της ζωÞς, το λÜθος το τρανü
               ακουþντας να πλησιÜζουνε, του ΧÜροντα τους Þχους
               και πριν στη Γη που μ' Ýθρεψε, βαθιÜ θε να χωθþ.

               ΓεννÞθηκα, μεγÜλωσα και μüλεψα το νου μου,
               μ' αυτÜ που λεν' ΙδανικÜ, ¼νειρα και Ελπßδες
               και πßστεψα, σε μια στιγμÞ του Üγονου του βιοý μου
               üτι γραφτü μου Þτανε να σπÜσω τ'ς αλυσßδες.

               Και Ýβγαινα κοÜζωντας στη ΛÜσπη μου συργιÜνι,
               καμαρωτüς, θαρρεýωντας πως Þμουν Εκλεκτüς.
               Εγþ ο μüνος ΒÜτραχος -αχ νου που 'χες φυρÜνει!-
               που με φιλß ΠριγκÞπισσας, Πρßγκηπας θα γενþ τρανüς!

               Τþρα που μου 'ρθε το μυαλü, πßσω στα σýγκαλÜ του
               και πλατσουρßζω Þσυχος, δßχως τις ψευδαισθÞσεις,
               παρÜτησα το Θρüνο μου και üλα τα καλÜ του,
               μα Ýχασ' Þδη μια ζωÞ και μýριες συγκινÞσεις!

               Κι εγþ που τüσο πüθησα, μια μÝρα να ταφþ,
               μ' Ýνα μεγÜλο επßγραμμα στη πλÜκα μ' απü πÜνω,
               θα σβÞσω κÜποιο δειλινü κι ευτýς θα ξεχαστþ,
               σα να μη πÝρασα ποτÝ στο Κüσμο τον ΕπÜνω!
                                                         βρεκεκεκεξ κουαξ κουαξ

"...Για Ýνα καθυστερημÝνο 
    φιλß και μια πολý
                        ΔεκÝμβρης 2003
    βιαστικÞ φτυσιÜ..."

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers