ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ï Dali & Åãþ 

é. ÓÕÍÏÌÉËÙÍÔÁÓ ÌE ÔOÍ DALI: Êáôáêåñìáôéóìüò & ÊëéìÜêùóç Ôçò Áðüóôáóçò Ìåôáîý ÁëÞèåéáò & Øåýäïõò


                       Κýκνοι Ανακλοýμενοι Σε ΕλÝφαντες

     (Οι δυο κüσμοι: ΥδÜτινος κι εναÝριος. Δυο διαφορετικÝς απüψεις, εξαρτοýμενες, απü το που βρßσκεται το μÜτι του παρατηρητÞ. Εßναι εκπληκτικÜ, αξιοπρüσεκτο, το πüσο εýκολα πλανερÝς εßναι κι οι δυο πλευρÝς. Μπορεß üντως, κÜτω απü το νερü, τα πüδια των ελεφÜντων, να ταλαιπωροýν, τις φωλιÝς των μικρþν καβουριþν. Τα οποßα, βγαßνοντας στην επιφÜνεια για να διαμαρτυρηθοýν, στρÝφονται στους κýκνους και τους φωνÜζουν να πÜνε να κολυμπÞσουν αλλοý. ºσως πÜλι, ψαρÜκια του αφροý, να βουτÜνε στα βαθιÜ, για να γλυτþσουν απü τα ρÜμφη των κýκνων και να τσαλαπατιüνται Üγρια, απü τα μεγÜλα ποδÜρια των ελεφÜντων. 'Αλλα πιο τυχερÜ καιροσκοπικÜ üντα, να επωφελοýνται και να κερδßζουν εκ των δυο καταστÜσεων. Οι κýκνοι πÜντως κολυμπÜνε πÜνω στην επιφÜνεια κι οι ελÝφαντες τσαλαπατÜνε κÜτω απ' αυτÞν, ανεξαρτÞτως, και σταθερÜ. Πüσον εýκολα μπορεß να ξεγελαστεß το μÜτι; Και ποιος κüσμος εκ των δυü εßναι ο αληθινüς;)

                 Κατακερματισμüς & ΚλιμÜκωση Απüστασης Μεταξý ΑλÞθειας-Ψεýδους

     Η ΛευκÞ, μια κüρη üμορφη, ροδομÜγουλη και γλυκιÜ σα πριγκηπÝσα, χÜθηκε μια νýχτα ξαφνικÜ. ΔηλαδÞ, υποθÝσανε πως πρÝπει να εξαφανßστηκε μες στη νýχτα μιας και το βρÜδυ αργÜ, καληνýχτισε μ' Ýνα ολüγλυκο φιλß τους γονιοýς και το μικρüτερü της αδελφü κι Ýπεσε για ýπνο. ¹ταν η τελευταßα φορÜ που την εßδαν. Το πρωß σα μπÞκε ο αδελφüς να τη ξυπνÞσει δε τη βρÞκε. Το κρεβÜτι χρησιμοποιημÝνο -Üγνωστο για πüσο, το παρÜθυρο ανοιχτü να χÜσκει κι οι κουρτßνες να κινοýνται μÝσα-Ýξω απü το αερÜκι, μα 'κεßνη πουθενÜ. Κανεßς δεν εßδε τßποτε. ΜÞτε να βγαßνει, μÞτε να τη βγÜζουν. ¼ταν πια συνειδητοποßησαν πως Ýλειπε κι üχι για κÜποιο πρωινü περßπατο, αναστατþθηκαν üλοι. Η αναστÜτωση σταδιακÜ, Ýγινε ανησυχßα, φüβος και μετÜ δÜκρυ, σαν εßδαν πως δεν επÝστρεφε.
     ¼ταν Üρχισαν να κυλοýν μÝρες, βδομÜδες, Üρχισαν ν' αποδÝχονται την ιδÝα πως δε θα τη ξαναδοýν πια. Πως εßχε πÝσει θýμα αρπαγÞς, με Üγνωστα κßνητρα. Λýτρα πÜντως δε ζÞτησε κανεßς ποτÝ. 'Αρα τοýτη η ιστορßα που θα πω, δεν αφορÜ τη ΛευκÞ τüσο, üσο το παλικÜρι που τη λÜτρεψε και σαν την Ýχασε 'κεßνο το πρωß, Ýνιωσε να χÜνει το κüσμο. Δεν εßχε βρει ακüμα το θÜρρος να της το πει φυσικÜ και κüντεψε να τρελαθεß.
     Λυγερüκορμος, γενναßος κι αρκετÜ Ýξυπνος Üνθρωπος, σκÝφτηκε πως οι δικοß της θα κÜνουν üλα τα λογικÜ και συνÞθη για να τη βρουν κι Ýτσι σÝλωσε το Üσπρο Üλογü του (τη φþναζε ΛευκÞ τη φορÜδα του), πÞρε το σπαθß κι Üρχισε, μη χÜνοντας χρüνο, Ýρευνες, αλλÜ üχι με τους συνÞθεις τρüπους. 'Αλλαξε αμφßεση κι ανακατεýτηκε με τον υπüκοσμο σιγÜ και διακριτικÜ Ýκανε ερωτÞσεις. Δυστυχþς δε βρÞκε καλÝς και στÝριες απαντÞσεις. Το δßχως Üλλο, üτι εßχε γßνει, εßχε γßνει καλÜ και μυστικÜ. Ωστüσο, πιüτερο σα φÞμη παρÜ σα στοιχειοθετημÝνη Üποψη, κυκλοφοροýσε απü τη πρþτη στιγμÞ, πως την εßχε κλÝψει ο Μαýρος Βαρüνος.
     Ποιος Þταν αυτüς ο Μαýρος Βαρüνος; Κανεßς δε τον Þξερε, δε τον εßχε δει ποτÝ, μα üλοι ξÝρανε πως Þταν αδßστακτος κι üτι Þθελε το αποκτοýσε με το καλü Þ με το Üγριο. Εßχε ανθρþπους στις διαταγÝς του, μα τις δουλειÝς αυτÝς -λÝγαν οι φÞμες- τις Ýκαμε μονÜχος του. Ηλικßα και ποýθε κρατοýσε η σκοýφια του δε ξÝρανε, αλλÜ απü τη πορεßα της φÞμης, τον λογαριÜζανε μεταξý σαρÜντα και πενÞντα ετþν. ¼σο για τη καταγωγÞ, οι γνþμες διßσταντο. 'Αλλοι λÝγανε, πλουσιüπαιδο που η οικογÝνειÜ του κατÜπεσε κι Üλλοι, πως Þταν φτωχüπαιδο γενναßο και τολμηρü που κÝρδισε σιγÜ-σιγÜ ü,τι εßχε. Αν κρßνουμε απü τις φÞμες θα 'χε Þδη πολλÜ.
     Εκεß πÜντως που οι φÞμες συμφωνοýσαν, εßναι πως κακü με τη πλÞρη Ýννοια του üρου Þ κÜτι εγκληματικü, δεν εßχε κÜνει. Αυτü φυσικÜ γιατß δεν αδικοýσε κανÝνα φτωχü, μÞτε Ýκλεβε, μÞτε σκüτωνε, -λÝγαν, φυσικÜ μüνο στα κρυφÜ, γιατß στα φανερÜ κανεßς δεν τον Ýπιανε στο στüμα, εßτε απü φüβο μερικοß, εßτε απü απιστßα στο μýθο του μερικοß Üλλοι- üτι κι αν Üρπαζε το 'κανε απ' αυτοýς που αδικοýσαν Þ απ' αυτοýς που 'χαν. ΦυσικÜ στα μÜτια του κüσμου Þταν παρÜνομος, αλλÜ στις ελεýθερες σκÝψεις και συνειδÞσεις των απλþν ανθρþπων, Þταν κÜτι σα ΡομπÝν των Δασþν, με τη διαφορÜ πως αυτüς δεν Ýδινε πουθενÜ üτι Üρπαζε.
     ΠÜντως, βÜσει πÜντα των φημþν μÝσα στον υπüκοσμο, ποτÝ δεν εßχε κλÝψει Üνθρωπο, üπως τþρα. Αυτü Þταν Ýνα στοιχεßο που αδυνÜτιζε αρκετÜ αυτÞ την εικασßα. Μα πÜλι, αν üχι αυτüς, τüτε ποιος θα μποροýσε να το 'χει κÜνει; ΑυτÞ η μÝχρι στιγμÞς αναπÜντητη ερþτηση, üσο Ýμενε Ýτσι, ισχυροποιοýσε ξανÜ τη φÞμη.
     Γιατß τον Ýλεγαν Μαýρο Βαρüνο; 'Αλλοι λÝγαν, εξ αιτßας του χρþματος της περιβολÞς κι üτι δροýσε σκοτεινÜ, σε μαýρες νýχτες χωρßς φεγγÜρι, -üπως αυτÞ της αρπαγÞς- Üλλοι γιατß εßχε μαýρο Üλογο κι Üλλοι, λüγω της μαýρης του ψυχÞς. ¼σο για το "Βαρüνος" μÜλλον Þταν üρος που επικρÜτησε ßσως, λüγω της υποτιθÝμενης καταγωγÞς. ΠÜντως κανεßς δεν Þξερε να πει με βεβαιüτητα.
     ¼λ' αυτÜ ο νεαρüς τα 'μαθε μÝσα σε δýο μÝρες κι αμÝσως σκÝφτηκε να δεχθεß ως σωστÞ αυτÞ τη φÞμη, μιας κι απ' üσο φανταζüταν, κανεßς δε θα τη λÜμβανε υπ' üψη. ¸τσι, Üρχισε να δρα αναλüγως. ¹θελε να ριχτεß στο κατüπι αυτοý του Üρπαγμα, μα δεν Þξερε προς τα που να κατευθυνθεß. ΠροσπÜθησε να σκεφτεß σα να Þταν ο ßδιος στη θÝση του. Πþς θα μποροýσε να 'χει μÜθει για τη κοπÝλα; ¹ταν επßσης πεισμÝνος πως η αρπαγÞ εßχε ερωτικü κßνητρο. 'Αγνωστο αν εκεßνη εßχε ενδþσει Þ üχι σ' αυτü. Για να ριχτεß πßσω του, θεþρησε επßσης πως αυτÞ Þταν αρνητικÞ. Πως ο Μαýρος Βαρüνος ενÝργησε σα κλÝφτης. Μα αν Þταν Ýτσι, τüτε θα 'πρεπε να την εßχε δει πρþτα, να 'χε μÜθει τα κατατüπια, σε κÜποια επßσκεψÞ του στη περιοχÞ. Μ' αυτÞ τη σκÝψη, Üρχισε να ρωτÜ πανδοχεßα και να ζητÜ στοιχεßα επισκεπτþν τα τελευταßα χρüνια. Αυτü πÞρε Üλλες τρεις ημÝρες, γιατß Ýπρεπε να το κÜνει κρυφÜ. Δεν Þταν αστυνομικüς κι ο üγκος αυτÞς της Ýρευνας μεγÜλος.
    ΠουθενÜ δε βρÞκε Üτομο που να 'χε επισκεφθεß το τüπο με μαýρη περιβολÞ Þ μαýρο Üλογο. ΚανÝναν αριστοκρÜτη μ' ανÜλογη συνοδεßα. ΣκÝφτηκε να ψÜξει για κÜποιο γοητευτικü μεσÞλικα, που να 'χει κÜτι σπουδαßο πÜνω του και να δεßχνει καλογυμνασμÝνος. ΜÞτ' αυτü απÝδωσε και τüτε κατÜλαβε πως üλο αυτü το διÜστημα, Ýψαχνε με λÜθος τρüπο. Αυτüς που θα 'θελε να κλÝψει τη ΛευκÞ, αν Þταν τüσο γοητευτικüς, θα μποροýσε να το 'χε κÜνει με τον ευθý δρüμο, κλÝβοντας τη καρδιÜ της. 'Αρα, εßτε θα την εßχε προσεγγßσει και θα εßχε δεχθεß απüρριψη -εßπαμε, πως εßχε βÜλει στο νου, το ενδεχüμενο πως η κοπÝλα δεν Ýφυγε με τη θÝλησÞ της-, εßτε δεν της φανÝρωσε κανÝνα απü τα σχÝδιÜ του, αλλÜ σßγουρα θα την εßχε συναναστραφεß.
     Τα δýο αυτÜ απαιτοýσαν κÜτι σημαντικü. Να την εßχε επισκεφθεß στο σπßτι της. Και μιας και δε κατÜφερε να τη κερδßσει, ßσως να 'χε κÜποιο κουσοýρι. ΣυνÞθως οι Üνθρωποι που 'χουν κÜποιο πρüβλημα, σκληραßνουν ποικιλοτρüπως τη στÜση τους Ýναντι των Üλλων. ΤρÝμουν μÝσα τους την απüρριψη.
     ¼ταν λοιπüν Ýστρεψε τον νου του σε αυτü τον συλλογισμü κι Ýκανε διακριτικÝς Ýρευνες, προς αυτÞ τη κατεýθυνση, εßχε σαφÞ και γρÞγορα αποτελÝσματα, με τη βοÞθεια της καλÞς τýχης. Πλην üμως, αυτüς ο Üνθρωπος τον οποßον, Ýκτοτε, αυτüς μÝσα του θ' αποκαλοýσε Μαýρο Βαρüνο, Þταν μÜλλον απßθανο να σÝρνει γýρω απü το üνομÜ του τÝτοια φÞμη. ¹ταν Ýνας κουτσüς, κοντüς και παχουλüς ανθρωπÜκος, μÜλλον τσιγκοýνης και θρασýδειλος. ΑλλÜ ταßριαζε θαυμÜσια στο συλλογισμü και σκÝφτηκε να ψÜξει τα ßχνη του. ¸χοντας περιγραφÞ, Üρχισε να τον αναζητÜ στις γýρω περιοχÝς.
     Δε βρÞκε τßποτε, μα δεν απογοητεýτηκε. Διεýρυνε το νοητü κýκλο ερευνþν λßγο ακüμα, σκεπτüμενος πως ßσως εßχε αποφýγει τα αμÝσως κοντινÜ χωριÜ. ΜÞτε στο δεýτερο Þ στο τρßτο κýκλο βρÞκε κÜτι. Κι üτι εßχε αρχßσει να πιστεýει πως εßχε κÜνει λÜθος υπολογισμοýς, η τýχη συνÝτρεξε Üλλη μια φορÜ. Ο ýποπτος, εßχε καταλýσει σ' Ýνα στÜβλο στο τÝταρτο κýκλο. ΑλλÜ üταν συνÝκρινε τις ημερομηνßες στο περßπου, κατÜλαβε πως αυτü θα 'χε γßνει κατÜ τον ερχομü κι üχι στη φευγÜλα.
     Τþρα που 'χε Ýνα στοιχεßο, μποροýσε να σκεφτεß καλýτερα. Οι τÝσσερις αυτοß κýκλοι γýρω απü τη πüλη του, δεν εßχαν μεγÜλες αποστÜσεις μεταξý τους κι Ýτσι Ýνας Üνθρωπος Ýστω και με κÜποιο πρüβλημα, θα μποροýσε να τις διασχßσει. Αν üμως εßχε και μια κοπÝλα μαζß, που θα 'πρεπε να τη κρýβει, να τη περιποιεßται και που δε θα 'ταν μαθημÝνη σε δρüμους μ' Üλογο, θα 'ταν πολý δýσκολο χωρßς στÜσεις. Ο πÝμπτος κýκλος συνιστοýσε πολý μεγÜλη απüσταση για κÜτι τÝτοιο. Θα πρÝπει να κατÝλυαν υπαßθρια üλο αυτü το διÜστημα, αλλÜ να 'χε και τα δÝοντα για κÜτι τÝτοιο. Ο καιρüς βοηθοýσε, Üρα η επιλογÞ του χρüνου δρÜσης Þταν προεπιλεγμÝνη. Οι προμÞθειες üμως; Στη πüλη του, δεν εßχε σκεφθεß να ψÜξει κι Ýτσι επÝστρεψε φουριüζος, ρωτþντας σ' üλα τα μαγαζιÜ, αν ψþνισε κÜτι, οτιδÞποτε, αυτüς ο Üνδρας. ΜÜταια! Μα τüτε πþς; 
     ºσως Ýπρεπε να ρωτÞσει στο χωριü κεßνο που 'χε καταλýσει κατÜ τον ερχομü του. Εκεß πραγματικÜ βρÞκε το λαυρÜκι που ζητοýσε. ΠολλÜ πρÜγματα για προμÞθειες, που φυλÜσσονται εýκολα, που δε χαλÜνε, μα πρüσεξε πως πουθενÜ δεν εßχε αγοραστεß κÜτι, που να πρüδιδε τωρινÞ Þ μελλοντικÞ γυναικεßα παρουσßα. ¹ταν üντως πολý οξυδερκÞς ο τýπος. Απ' το σπßτι της λευκÞς δεν εßχε λεßψει απολýτως τßποτε, Üρα, θα 'ταν μÜλλον με το νυχτικü. ¸τσι την Üρπαξε, φορþντας της τη ζακÝτα.
     Θα 'χε φÝρει απü τüπους μακρινοýς γυναικεßα πρÜγματα και θα της τα 'δωσε στο δρüμο. ¸βαλε πÜλι κÜτω το χÜρτη της περιοχÞς και τρÜβηξε μια νοητÞ ευθεßα απü τη πüλη του, προς το χωριü που 'χε μÜθει γι' αυτüν. Την επεξÝτεινε και στο πÝμπτο κýκλο πια, κοßταζε τα γýρω χωριÜ, κοντÜ στη προÝκταση της ευθεßας αυτÞς, σαν επüμενο στüχο. Εßχε κÜνει τη σκÝψη πως αφοý Þρθε απü αυτÞ τη πλευρÜ, θα 'φευγε απü 'κει επßσης, πρÜγμα που αποδεßχτηκε τελικÜ λÜθος. Τον εßχε Üλλη μια φορÜ υποτιμÞσει. ¹ρθε εξ επßτηδες ανÜποδα, Ýφυγε απü την εντελþς Üλλη πλευρÜ κι Üντεξε μÜλιστα μÝχρι τον Ýκτο κýκλο, üπου ξανÜκανε την εμφÜνισÞ του, για πολλÝς προμÞθειες και μÜλιστα μüνος. 
     Στο δρüμο για τα χωριÜ του Ýβδομου προς τον üγδοο κýκλο, απü Üλλη μια εξοργιστικÞ εýνοια της τýχης, βρÞκε μια μεγÜλη ξανθιÜ τοýφα μαλλιÜ. ΕπιτÝλους! ΜÝχρι τþρα εßχε σαφεßς μεν, μα ενδεßξεις. Τþρα πια εßχε την απüδειξη, πως εκεßνος ο τýπος εßχε κλÝψει τη ΛευκÞ του. ΚατÜλαβε επßσης, Üλλη μια πονηριÜ του. Την εßχε πÜρει σχεδüν γυμνÞ με σκοπü να τη ντýσει Üντρα. Ροýχα εßχε Üφθονα γι' αυτü. Απü 'δω και πÝρα, πιθανüν να κÜνανε κοινÝς εμφανßσεις. Θα φοβüταν να την αφÞσει μüνη και δε θα 'θελε να τραβÜ τη προσοχÞ. Θα περιüριζε απλÜ τις δημüσιες εμφανßσεις "πηδþντας" Ýνα κýκλο τη φορÜ.
     Στον Ýβδομο δεν εßχε βρει κÜτι. 'Αρα στον üγδοο θα 'βρισκε σßγουρα. ΑυτÞ η εμμονÞ κι η βεβαιüτητα που η τýχη του 'χε φÝρει με τις μποýκλες της, Ýσωσε την αναζÞτηση γιατß στον üγδοο κýκλο, ρωτþντας τα κλασσικÜ, δε βρÞκε τßποτα. ¸βγαλε πÜλι το χÜρτη κι Ýνωσε τα σημεßα επαφÞς. ΕπειδÞ Þταν βÝβαιος πως στο κýκλο αυτü θα 'χε εμφανισθεß, Üρχισε να σκÝφτεται αλλιþς. Κατ' αρχÞ, θα μποροýσε πια να αλλÜξει ρüτα και φυσικÜ δε θα 'πρεπε να ρωτÜ για Ýναν Üντρα κουτσü, μεσÞλικα, μα για δυο Üντρες Þ Ýστω για κÜποιο Þ κÜποια πρüσωπα που αγüραζαν προμÞθειες για δρüμο. Οι προηγοýμενες Þταν κÜτι παραπÜνω απü αρκετÝς, Üρα θ' Üντεχαν για μιαν υπÝρβαση απüστασης.
     ΠρÜγματι, σ' εντελþς Üλλο σημεßο της ευθεßας, κÜποιο νεαρü ξανθü παλικÜρι με üμορφα κοριτσßστικα χαρακτηριστικÜ, εßχε αγορÜσει πολλÝς προμÞθειες. ΑυτÞ η πληροφορßα τον αποσβüλωσε. Η ΛευκÞ μüνη της; Σßγουρα με κÜποιο τρüπο την εßχε φοβερßσει και το δßχως Üλλο, κρυμμÝνος κÜπου, θα τη παραφυλοýσε. Αυτü φυσικÜ δε θα μπορÝσει να το μÜθει, αλλÜ πια, Ýνιωθε πως κÜτι του 'χε ξεφýγει χωρßς να μπορεß να το προσδιορßσει.
     ΠαρÜκαμψε τον Ýνατο κýκλο και μπÞκε στο δÝκατο. Ακριβþς τρεις μÞνες μετÜ την απαγωγÞ. Ξεκßνησε απü τα κοντινÜ με την νÝα ευθεßα χωριÜ, μα τßποτα. ΣκÝφτηκε να ξαναγυρßσει στην παλιÜ ευθεßα αλλÜ προς την μεριÜ την τωρινÞ. Εκεß, Ýνα παλικÜρι εßχε πÜρει προμÞθειες. Στον δωδÝκατο κýκλο πια, πÞγαν μαζß γι' αυτÝς. Ο νÝος κατÜλαβε πως εßχαν χαλαρþσει τα μÝτρα. Σε μια Ýμπνευση της τελευταßας στιγμÞς, ρþτησε τη περιγραφÞ του Üλλου Üντρα, μα του εßπαν πως δε τον εßχαν προσÝξει.
     Στον αμÝσως επüμενο κýκλο που 'πρεπε να ψÜξει, Þταν μια μεγÜλη πüλη. Δυσκολεýτηκε πολý, μα τüτε ξαφνικÜ του 'ρθε στο νου αυτü που τüσο καιρü του ξÝφευγε. Η ΛευκÞ Þταν φυσικÜ κοπÝλα κι εßχε ιδιαßτερες ανÜγκες. Πþς καλυπτüταν Üραγε; Δε μποροýσε να γυρßσει πßσω στα μÝρη που πÝρασε, να ρωτÞσει αν κÜποιος Üντρας αγüραζε τÝτοια. Ωστüσο, θα 'χε τον νου του στο μÝλλον. Εßχε κÜνει το λÜθος να σκεφθεß σαν Üντρας.
     Απü 'δω και πÝρα οι αποστÜσεις μεγÜλωναν κι Ýτσι Üρχισε να μη παρακÜμπτει τßποτε. Στον επüμενο κýκλο, σε κÜπως πιο λοξÞ πορεßα, εθεÜθησαν μαζß. ΖÞτησε να του περιγρÜψουν το κουτσü, μεσÞλικα, κοντü και παχουλü Üντρα που συνüδευε τ' üμορφο ξανθü παλικÜρι και τüτε, Üκουσε με μεγÜλη του Ýκπληξη κι απογοÞτευση ßσως, πως δεν Þταν κουτσüς, μÞτε κοντüς Þ παχουλüς, μÞτε και πολý μεσÞλικας, ο δεýτερος Üντρας. Φοροýσε μαýρα ροýχα, Þταν καλοστεκÜμενος, ευλýγιστος, καλογυμνασμÝνος και γοητευτικüς.
     Ο νÝος Üρχισε ν' αμφιβÜλλει και το τσßμπημα αυτü Ýγινε ακüμα πιο Ýντονο üταν, αναζητþντας σε μαγαζιÜ γυναικεßων, πληροφορßες για μια üμορφη κοπÝλα, του εßπαν, πως μια χαροýμενη, πανÝμορφη νεαρÞ με πολý κοντü και περßεργο κοýρεμα, εßχε ψωνßσει του κüσμου τα καλοýδια και μÜλιστα, ο Üντρας της, -Ýτσι του εßπαν- πλÞρωνε χαμογελþντας, τη κÜθε της επιθυμßα.
 -"Εκεßνη Þταν ευτυχισμÝνη"; ρþτησε.
 -"Ναι!" του απÜντησαν αβßαστα.
    ΣυνÝχισε να 'ναι στο κατüπι τους, απü συνÞθεια κι απü τρομερÞ περιÝργεια. Εßχαν κυλÞσει πÝντε μÞνες απü τüτε κι Ýφτασε σε μια üμορφη παραθαλÜσσια πüλη. Εκεß üσο κι αν Ýψαξε στα μαγαζιÜ, δε βρÞκε τßποτα. Τüτε σκÝφτηκε το λιμÜνι και τα καρÜβια. Ρþτησε αν εßχε αγορÜσει εισιτÞρια, κÜποιο ζευγÜρι, μα του απÜντησαν αρνητικÜ. ΠρÝπει φυσικÜ να πω εδþ, πως üσο προχωροýσαν μÝχρι τοýτο το σημεßο, τüσο και ξεθÜρρευαν οι δυο τους. ¼ταν σκÝφτηκε πως εßχαν πÜλι αλλÜξει πορεßα κι ετοιμαζüταν να συνεχßσει αλλοý τις Ýρευνες, τους εßδε! 
     ΠÝρασαν σχετικÜ κοντÜ του, χωρßς να τον δουν -γιατß ουσιαστικÜ, δε περßμενε να τον δει εκεß κι üπως εßναι γνωστü, βλÝπουμε συνÞθως üτι θÝλουμε Þ üτι περιμÝνουμε να δοýμε- μ' αυτüς κοκÜλωσε. ¸μεινε να τους παρατηρεß μÝχρι που χÜθηκαν απü το οπτικü του πεδßο. ΣυνÞλθε γρÞγορα κι Ýσπευσε να τους ξαναβρεß. Ευτυχþς, γιατß λßγο ακüμα και θα τους εßχε χÜσει. Ακολοýθησε απü μακριÜ κι εßδε πως μπÞκαν στην αυλÞ ενüς πολý μεγÜλου κι üμορφου αρχοντικοý. ΜοιÜζανε χαροýμενοι κι ευτυχισμÝνοι οι δυο τους.
     ΑποφÜσισε να μεßνει λιγÜκι στη πüλη και να μÜθει περισσüτερα. Δε χρειÜστηκε πολýς καιρüς για να μÜθει τα πÜντα. ¼τι δηλαδÞ Þξεραν να πουν οι κÜτοικοι γι' αυτüν, γιατß για 'κεßνη, üπως Þταν φυσικü, δε γνþριζαν τßποτα. 
     ¹ρθε στο τüπο τους πριν χρüνια. Εμφανßστηκε ως Ýμπορος με χρÞμα κι αγüρασε το σπßτι αυτü που 'ταν σχεδüν ερεßπιο. Σε λßγο χρονικü διÜστημα, το 'χε ανακαινßσει, επεκτεßνει κι ομορφýνει. Εßχε φÝρει μαζß του δýο Ýμπιστους ανθρþπους και τους Ýβαλε σε καßριες θÝσεις. ¼λες τις Üλλες, τις κÜλυψε απü τη περιοχÞ. ΣυνολικÜ απασχολοýσε εßκοσι περßπου Üτομα στο σπßτι. Εßχε ανοßξει και δýο μεγÜλα εμπορικÜ καταστÞματα üπου 'κει απασχολοýσε καμιÜ τριανταριÜ. ¼λα τοýτα σε σýντομο χρονικü διÜστημα.
     ΚατÜ καιροýς, Ýφευγε ταξßδι για δουλειÝς, που μπορεß να κρατοýσαν αρκετÜ. Με τις γυναßκες Ýκανε θραýση, μα καμιÜ δε κρατοýσε πολý. ΚαμιÜ üμως δεν Ýμενε παραπονεμÝνη γιατß δε τη κορüιδευε και περνοýσαν καλÜ üσο Þταν μαζß. ¹ταν γενναιüδωρος παντοý -λÝνε- αλλÜ σε καμιÜ δεν εßπε πως θα τη παντρευτεß. ¼ταν ρωτιüταν πÜνω σ' αυτü, Ýλεγε πως δεν εßχε βρει τη κατÜλληλη Þ πως δεν εßχε 'ρθει ο καιρüς του ακüμα -αναλüγως ποιος ρωτοýσε-. ΓενικÜ Þταν λιγüλογος, μετρημÝνος κι ευγενικüς. ¼λοι τον συμπαθοýσαν. ¼που κι üσο μποροýσε -και μποροýσε συχνÜ- βοηθοýσε.
     Διακριτικüς, τßποτε δεν Ýκανε στα φανερÜ. Τη πüλη την ευεργÝτησε ουκ ολßγες φορÝς αφιλοκερδþς και μυστικÜ. Δε διεκδßκησε ποτÝ κÜποιο αξßωμα κι üταν κυκλοφοροýσε στο δρüμο, χαιρετοýσε τους πÜντες και πÜντα με ξεχωριστÞ εγκαρδιüτητα. ΜÝσω των δυο Ýμπιστþν του, βÜφτισε, προßκισε και καλοπÜντρεψε φτωχÜ Üτομα, παρασκηνιακÜ. ¸δωσε δουλειÝς, βοÞθησε κüσμο κι εν γÝνει, Ýνα μεγÜλο μÝρος της ευημερßας της πüλης, οφειλüτανε σ' αυτüν. ΛογικÜ, δεν εßχε εχθροýς και στο τελευταßο ταξßδι, Ýφερε μαζß, τη πριγκηπÝσα της καρδιÜς του. Ως φαßνεται, κÜπου 'κει Ýξω, υπÞρχε 'κεßνη που τüσο καιρü αναζητοýσε.
     ΚÜνανε τους γÜμους τους σεμνÜ, διακριτικÜ και τþρα, ζουν μαζß στο ΜεγÜλο Σπßτι. ¸τσι το λÝγανε. Κανεßς δε ξÝρει φυσικÜ ποýθε κρατÜει η σκοýφια τους. Μüνον εικασßες περß της καταγωγÞς. Πως και καλÜ Þταν γüνος πλοýσιας οικογÝνειας που κατÜπεσε μα 'κεßνος τελικÜ κÝρδισε τη ζωÞ του με το εμπüριο Þ πως Þταν φτωχοß και τελικÜ 'κεßνος κÝρδισε την μεγÜλη του μÜχη εργαζüμενος. Ο ßδιος δε μιλÜ ποτÝ μÞτε για τη καταγωγÞ, μÞτε για τα ταξßδια του.
     ΑυτÜ Ýμαθε ο νÝος με το Üσπρο Üλογο και τη μεγÜλη ανικανοποßητη αγÜπη. ΚÜποιο πρωß εγκατÝλειψε τη πüλη, για το ταξßδι της επιστροφÞς. Εκτüς των προμηθειþν και της ξανθιÜς μποýκλας, Ýφερε μαζß του και το βαρý φορτßο του μεγÜλου μυστικοý. ¼ταν Ýφτασε στο τüπο του κÜποιο δεßλι, αρκετÝς μÝρες αργüτερα, η κατÜσταση εκεß δεν εßχε αλλÜξει. Οι Üνθρωποι κÜνανε τα ßδια με πριν πρÜγματα και μüνον η ΛευκÞ Ýλειπε.
     Γýρισε κατευθεßαν σπßτι. ¸φαγε επιτÝλους Ýνα üμορφο σπιτικü γεýμα, πλýθηκε καλÜ και κοιμÞθηκε, Ýπειτα απü τüσους αποδοτικοýς πλην üμως αρκετÜ κουραστικοýς μÞνες αναζÞτησης. Την Üλλη μÝρα το πρωß, που ξýπνησε, βγÞκε Ýξω για Ýνα περßπατο. ΣκÝφτηκε πως Þταν τüσο Üχρηστο που 'μαθε τüσα πρÜγματα. Σ' αυτü το περßπατο που διÞρκεσε πολý, κατÜλαβε πως θα προτιμοýσε την αρχικÞ αλÞθεια. ΑυτÞ που 'λεγε πως η ΛευκÞ εßχε πÝσει θýμα αρπαγÞς χωρßς τη θÝλησÞ της κι üτι δε θα τη ξανÜβλεπε ποτÝ.
     Τþρα πια Þξερε πως δεν Þταν Ýτσι τα πρÜγματα. Σχεδüν Ýβλεπε καθαρÜ πια, πþς μπορεß να 'χαν γßνει. Ο Μαýρος Βαρüνος σε κÜποιο ταξßδι του την εßχε δει και την εßχε ερωτευθεß. ¸βαλε στüχο να τη κÜνει δικÞ του και τον υλοποßησε αμÝσως μüλις μπüρεσε, αρπÜζοντÜς την. Εκεßνη στην αρχÞ μÞτε Þξερε ποιος και τι Þταν. ΑλλÜ τελικÜ στο δρüμο γοητεýτηκε απü αυτüν και τþρα πια Þταν γυναßκα του. ¹ταν γοητευτικüς, πλοýσιος, Üνετος, τις κÝντρισε το ενδιαφÝρον και την γυναικεßα ματαιοδοξßα, φερüμενος ρομαντικÜ.
     Τι περßεργο! ¼λο αυτü το διÜστημα απü τη στιγμÞ που 'χε μÜθει κι Ýπειτα, δεν εßχε νιþσει τüσο Ýντονα την οριστικÞ απþλειÜ της, üσο σε τοýτο το περßπατο. ¸μεινε þρες να κοιτÜ τον Üδειο ορßζοντα μÝχρι που σουροýπωσε για τα καλÜ.
     Την Üλλη μÝρα επισκÝφθηκε το πατρικü της. Εßδε τους δικοýς της να δεßχνουν τüσο θλιμμÝνοι, üσο και τüτε που τους εßχε επισκεφθεß. Ρþτησε πÜλι τα τυπικÜ κι üταν εßδε πως δεν εßχαν τßποτε νεüτερο τους λυπÞθηκε. ¹δη Ýνιωθε το βÜρος αυτÞς της αμοßραστης αλÞθειας, να βαραßνει και με Üλλοθι πως Þταν κρßμα να λυπüνται Üδικα, θÝλησε να τους ανακουφßσει και να ανακουφιστεß. ΠÜσχισε να τους το φÝρει κÜπως μαλακÜ και πÝταξε πως, ßσως τελικÜ η ΛευκÞ να 'χει μια καλÞ τýχη κι üτι μπορεß τþρα που μιλÜνε να 'ναι ευτυχισμÝνη. Με μεγÜλη του Ýκπληξη, εßδε ν' αλλÜζουν αμÝσως θÝμα, να ρωτÜνε τα δικÜ του νÝα και που 'χε χαθεß τüσο καιρü. ΜετÜ Üρχισαν να φλυαροýν, μην αφÞνοντÜς του ζωτικü χþρο και χρüνο να συνεχßσει αυτü που 'χε Þδη αρχßσει. ¸πειτα προφασιζüμενοι δουλειÝς, τον ...Ýδιωξαν διακριτικÜ.
     ¼ταν σηκþθηκε να φýγει, ακüμα νιþθοντας μÝσα του μεγÜλη πßεση να τους μιλÞσει, ο πατÝρας της ΛευκÞς τον πÞρε παρÜμερα να του μιλÞσει για δÞθεν δουλειÝς. Εκεß, αφοý δÝχτηκε διακριτικÞ ανÜκριση, που κατÜ Ýνα μυστÞριο τρüπο, διαπßστωνε πως ενþ πριν Þταν απü μüνος του Ýτοιμος να ξεφουρνßσει αβßαστα το μεγÜλο μυστικü, τþρα, στις ερωτÞσεις αυτÝς απαντοýσε φειδωλÜ και σχεδüν μονολεκτικÜ. Φαßνεται üμως üτι ακριβþς για τους ßδιους λüγους κι ο πατÝρας Þθελε να ξεφουρνßσει μιαν αλÞθεια που πßεζε και τους δικοýς του þμους.
     ¼ταν Ýνιωσε πως απ' üσα Üκουσε, εßχε απÝναντß του Ýναν Üνθρωπο που γνþριζε Þδη πολλÜ, τüσα που ßσως δεν Ýπρεπε -Üγνωστο πþς τα εßχε καταφÝρει- και που ßσως αποτελοýσε κßνδυνο, ξεφοýρνισε üλη την αλÞθεια. ΒÝβαια τον üρκισε στην αγÜπη της ΛευκÞς, να μη πει ποτÝ και πουθενÜ τßποτε. Η νÝα φλοýδα αλÞθειας ρÜπισε Üλλη μια φορÜ το νεαρü μιας και πÜλι Þταν απρüβλεπτη.
     ¼,τι εßχε γßνει, Þταν προσχεδιασμÝνο καιρü πριν, για να προφυλαχτεß ο γαμπρüς του. ΒλÝπετε οι φÞμες τον Þθελαν παρÜνομο κι αν ο γÜμος γινüταν κανονικÜ, θα γßνονταν ντüρος, πολλÝς συναναστροφÝς κι αδιÜκριτες ερωτÞσεις. Ο Μαýρος Βαρüνος δε το 'θελε αυτü και μÜλιστα Ýνας λüγος που δεν εßχε ακüμα παντρευτεß Þταν κι αυτüς. Δεν εμπιστευüταν εýκολα κανÝναν, εκτüς των δýο αδελφþν του, αλλÜ κι αυτοýς δεν τους εßχε συστÞσει στον κüσμο Ýτσι, παρÜ σαν Ýμπιστους.
     ¼ταν γνþρισε τη ΛευκÞ Ýνιωσε να παλαβþνει. ¹ταν Ýτοιμος ακüμα και να τα τινÜξει üλα στον αÝρα, μα τελικÜ σκÝφτηκε üλο αυτü το σχÝδιο κι üλα πÞγαν κατ' ευχÞ. Τους εμπιστεýτηκε την ιδιüτητÜ του üταν πια εßχε σιγουρευτεß πως θα προστÜτευαν τον Üντρα που θα 'κανε ευτυχισμÝνη την αγαπημÝνη τους θυγατÝρα κι Ýτσι Ýγινε. Ο νÝος γýρισε να φýγει αποσβολωμÝνος και μÞτε καλÜ-καλÜ Üκουσε την ερþτηση του πατÝρα, για το πþς Ýμαθε μια τüσο καλοκρυμμÝνη αλÞθεια.
     ΠερπÜτησε και πÜλι σκεφτικüς προσπαθþντας να χωνÝψει και να επεξεργαστεß üλα τοýτα που 'χε ακοýσει. ¼ταν τελεßωσε το περßπατü του, εßχε βγÜλει συμπÝρασμα, πως δεν Þξερε αν Ýπρεπε να θαυμÜζει το Μαýρο Βαρüνο Þ να το λυπÜται. ΧÜρη μιας συγκεκριμÝνης ..."σταδιοδρομßας" και για την üσο το δυνατü καλýτερη προστασßα αυτÞς, εßχε παραμερßσει πολý σημαντικÜ πρÜγματα που σ' Üλλους ανθρþπους δßνουν μεγÜλη χαρÜ. ΕιδικÜ η φρÜση εκεßνη του πατÝρα της ΛευκÞς, για την απουσßα επßσημης αναγνþρισης των δýο αδελφþν του κι η παρουσßασÞ τους σα δυο απλοß Ýμπιστοι, του 'χε καρφωθεß στο μυαλü.
     ΕυφυÞς και περßεργος καθþς Þταν, δεν την Üφησε ανεπεξÝργαστη. Πßστευε πως εßχε πια κατανοÞσει αρκετÜ, το τρüπο σκÝψης του Μαýρου Βαρüνου, απλÜ σε μερικÜ σημεßα εκεßνος υπÝρβαλε με τÝτοιο τρüπο που υπερÝβαινε τα δικÜ του δεδομÝνα. Δεν Üργησε να διακρßνει σ' αυτü, Üλλη μια θυσßα χÜρη στη κÜλυψη των στοιχεßων καταγωγÞς του. Σßγουρα κÜπου θα 'τανε γνωστü πως τρßα αδÝλφια με τις συγκεκριμÝνες ηλικßες... και φυσικÜ üχι κοντÜ στους τüπους εκεßνους, που τþρα 'κεßνος δραστηριοποιεßται. 'Αρα κÜπως τολμηρÜ, θα μποροýσε ν' αποκλεßσει τη ταπεινÞ καταγωγÞ και να στραφεß προς τις ευγενεßς ρßζες και τη πτþση.
     ¸πιασε τον εαυτü του να εξακολουθεß κεντρισμÝνος, να θÝλει τη πλÞρη διαλεýκανση αυτÞς της ιστορßας. Θα 'πρεπε να φýγει αρκετÜ μακριÜ και προς αντßθετη κατεýθυνση απ' αυτÞ που διÝγραψε ο Μαýρος Βαρüνος και να πισωγυρßσει το χρüνο τουλÜχιστον καμιÜ δεκαπενταριÜ χρüνια. Να μÜθει ποιος ευγενÞς καταστρÜφηκε οικονομικÜ και για ποιους λüγους, που να 'χε τρεις γιοýς που τüτε φυσικÜ θα 'ταν νεαροß. ΜετÜ απ' αυτÞ την απüφαση, Ýνιωσε ξανÜ θλßψη που αυτüς ο Üνθρωπος, αναγκÜστηκε να ζÞσει τüσο συγκαλυμμÝνα κι ακüμα και τις μεγÜλες του στιγμÝς, να πρÝπει να συγκρατεß, να τις καλýπτει και το χειρüτερο, να πρÝπει να τις προσχεδιÜζει ελεγχüμενα και προσεκτικÜ.
     ΧρειÜστηκαν πολý επßμονες, επßπονες μεθοδικÝς και χρονοβüρες Ýρευνες, για να του αποκαλυφθεß Üλλο Ýνα σημαντικü κομμÜτι αλÞθειας. ΒÝβαια πÜλι βοηθÞθηκε εξοργιστικÜ απü τη τýχη. ΑρκετÜ μακριÜ κι αντßθετα απü το τüπο που 'χε στÞσει τþρα το ΜεγÜλο Σπßτι του ο Üντρας της ΛευκÞς, βρÝθηκαν οι ρßζες του. ΑριστοκρατικÞ και πολý πλοýσια οικογÝνεια, που δýο γενιÝς -παπποý και πατÝρα- λανθασμÝνων επιλογþν, τüσο σε εýνοια προσþπων üσο και σε οικονομικÝς τοποθετÞσεις, σε συνδυασμü μ' αλüγιστες σπατÜλες σε ερωμÝνες, τζüγο κι Üλλου εßδους κενüδοξα, εßχαν φÝρει στο χεßλος της καταστροφÞς το οικüσημο. Ωστüσο Þταν αρκετÜ ισχυρü για να γκρεμιστεß και θα 'χε σωθεß αν δεν εßχε βÜλει ουσιαστικÜ το χερÜκι του κÜποιος πολυμÞχανος ευνοοýμενος μÜλιστα της οικογÝνειας, για το τελικü ισχυρü κι αποφασιστικü σπρþξιμο.
     Η πτþση ολοκληρþθηκε λοιπüν περß τα εßκοσι Ýτη πριν. Ο παπποýς πÝθανε ξαφνικÜ απü εγκεφαλικü ενþ ο πατÝρας εßχε αυτοκτονÞσει μια μÝρα πριν. Η μητÝρα Ýπαθε Ýνα τρομερü σοκ, απü το οποßο δε συνÞλθε ποτÝ και πÝθανε μερικÜ χρüνια αργüτερα σ' Ýνα Üσυλο φτωχþν. Εßχε ζÞσει üμως αρκετÜ για να μÜθει -αν μποροýσε να καταλÜβει δηλαδÞ- πþς ο "Ιοýδας" εßχε δολοφονηθεß Üγρια στο λουτρü του, πιθανüν απü κÜποια πληγωμÝνη ερωμÝνη -Ýτσι λÝγεται- μα...
     Ο νÝος φαντÜζεται Þδη τον μεγÜλο, ευαßσθητο, αλαφροÀσκιωτο, ποιητÞ και καλλιτÝχνη γιο της, σε κÜποια απü τις επισκÝψεις του στο Üσυλο, να της εξιστορεß ανßσχυρα κι Üχρηστα πλÝον, μα με κÜποια ικανοποßηση, πως το κÜθαρμα εßχε ψοφÞσει üπως του Üξιζε και πως παιδεýτηκε αρκετÜ να βγει η μαýρη ψυχÞ του. ΦυσικÜ μαθαßνοντας λßγο πριν το τÝλος, ποιανοý Þταν το υπαßτιο χÝρι. Οι τρεις γιοι της οικογÝνειας και μια κüρη, που χÜθηκαν τα ßχνη της αμÝσως μετÜ την πτþση, -Þταν παντρεμÝνη, εßχε Þδη Ýνα παιδß κι Þταν μεγαλýτερη απü τα αγüρια- παρακολοýθησαν ανßσχυροι üλο το ντüρο και τη ταπεßνωση που ακολοýθησε.
     ¸πειτα κι οι τρεις μαζß, εγκατÝλειψαν τη πüλη κι Ýπιασαν δουλειÜ τριγýρω. ΜετÜ το θÜνατο του "Ιοýδα" μα και της μητÝρας, τους Ýχασαν οριστικÜ και σε λßγο τους ξÝχασαν üλοι. Απü 'κει και πÝρα ψÜχνοντας τριγýρω, Ýμαθε λßγα σκüρπια και μικρÞς σημασßας πρÜγματα για τους τρεις αχþριστους αδελφοýς. Πως εργÜστηκαν λιγÜκι σε αρκετÝς δουλειÝς και πως στο τÝλος, ασχολÞθηκαν δειλÜ και με το εμπüριο. Ο ποιητÞς, Μαýρος Βαρüνος εßχε μετατραπεß σ' Ýνα μεγÜλο αδελφü, πατÝρα, ηγÝτη και τα κατÜφερνε καλοýτσικα.
     Πριν χαθοýνε τα ßχνη τους, εßχαν εργασθεß σε κÜποιον Εβραßο, τσιγκοýνη, Ýμπορο και τοκογλýφο. ΑιματορρουφÞχτρα ολκÞς και λÝγεται πως διατηροýσε αμýθητη περιουσßα. ΑλλÜ üταν τον βρÞκαν κρεμασμÝνο Üσχημα -απü κÜποιον απελπισμÝνο χρεοφειλÝτη εßπανε- δε του βρÞκανε και πολλÜ. Τα αγüρια κλÜψανε σιωπηλÜ τον ευγενικü τους αφÝντη κι Ýπειτα εγκατÝλειψαν τη πüλη, αναζητþντας τη τýχη τους αλλοý. Για την αδελφÞ δε κατÜφερε να μÜθει απολýτως τßποτα. Λες κι Üνοιξε η γη και τη κατÜπιε.
     ΕπÝστρεψε στο πατρικü του σκεπτüμενος πως δεν εßχε να μÜθει τßποτε Üλλο. Εßχε κÜνει τüσο δρüμο σ' αυτÞ την ιστορßα. Απü ποý ξεκßνησε και τελικÜ που κατÝληξε. Σα χθες του φαινüταν η αρχÞ κι Ýπειτα που εßχε ξýσει πολλÝς φλοýδες απü μιαν αλÞθεια καλοκρυμμÝνη κι αναρωτιüταν αν του δινüταν η ευκαιρßα να διαπιστþσει μÞπως υπÞρχαν κι Üλλες. ΜÝχρις εδþ, μποροýσε να φανταστεß Ýνα μÝρος, με μικρÝς πιθανüτητες σφÜλματος. Σßγουρα τα αγüρια εßχαν σκοτþσει δýο ανθρþπους και τους εßχαν πÜρει τα περιουσιακÜ στοιχεßα. ΜετÜ, καλýπτοντας τα ßχνη τους, εßχαν εγκατασταθεß üσο πιο μακριÜ μποροýσαν, χωρßς ν' αποκλεßεται να 'χαν επαναλÜβει τα ßδια κι αλλοý, πριν φτÜσουν εκεß.
     Σßγουρα επßσης, εκεß üπου Þταν εγκατεστημÝνοι δεν εßχαν προβεß σε τÝτοιες ενÝργειες. Θα στοιχημÜτιζε επßσης με βÝβαιο κÝρδος, πως μÞτε ολüγυρα εßχαν κÜνει κÜτι, μ' εξαßρεση την αρπαγÞ της ΛευκÞς. Μα κι αυτü το κÜτι, Þταν για καλü σκοπü και καλÜ προσχεδιασμÝνο. Θα μποροýσε να το πει κανεßς και ρομαντικü.
     Το μυστÞριο της αδελφÞς, Þρθε κι εγκαταστÜθηκε στο νου του καθþς πλησßαζε τη πüλη. ¹ταν τüσο απορροφημÝνος üταν μπÞκε στο πατρικü του, που ανησýχησε τη μητÝρα του. Τον ρþτησε αν συμβαßνει κÜτι μα 'κεßνος τη παρακÜλεσε να του βÜλει να φÜει και πÞγε να πλυθεß. ¼ταν βγÞκε κι Ýκατσε στο τραπÝζι, εκεßνη Ýκατσε κοντÜ του. Του μßλησε για τη ΛευκÞ και του πÝταξε παρηγορητικÜ λüγια, δεßχνοντÜς του πως εßχε καταλÜβει τι Ýνιωθε. ¸κπληκτος αυτüς απü τη αντßληψÞ της και φυσικÜ ÝχοντÜς της απüλυτη εμπιστοσýνη, της εßπε üλη την ιστορßα χωρßς ν' αφÞσει τßποτα Ýξω. Εκεßνη Ýμεινε να κοιτÜζει αποσβολωμÝνη κι Üφωνη. Του 'στρωσε να κοιμηθεß σιωπηλÞ. ¼ταν εκεßνος εßχε πια βυθιστεß στον ýπνο, Ýφτιαξε μια βαλßτσα, του Üφησε Ýνα λιγüλογο σημεßωμα που εξηγοýσε πως θα 'λειπε μερικÝς μÝρες για δουλειÝς -πρÜγμα σýνηθες- και βγÞκε.
     Ο νÝος κοιμÞθηκε αρκετÜ. Του 'χε λεßψει η στοργÞ της μÜνας, το σπιτικü φαÀ, το κρεβÜτι του και τþρα του 'δινε και καταλÜβαινε. ¼ταν ξýπνησε κι εßδε το σημεßωμα δε παραξενεýτηκε. ΠροσπÜθησε πÜλι στις μÝρες που κýλησαν, να ξαναπÜρει τους ρυθμοýς της ζωÞς του, üπως πριν την αρπαγÞ. Η μητÝρα του Üργησε κÜπως αυτÞ τη φορÜ, μα üταν επÝστρεψε ýστερα απü δýο βδομÜδες Ýδειχνε πολý κουρασμÝνη και γερασμÝνη. Η ζωÞ εßχε αρχßσει να γßνεται πÜλι ρουτßνα για το νεαρü, πÜνω που 'χε συνηθßσει τη περιπÝτεια κι Üρχισε να πλÞττει. Ακριβþς εκεß, συνÝβη κÜτι συνταρακτικü. ΕπÝστρεψε η ΛευκÞ!!!
     ΜεγÜλο σοýσουρο Ýγινε και φυσικÜ ακοýστηκε μια ιστορßα για τα μÜτια και τα αυτιÜ του κüσμου, μα ο νεαρüς κατÜλαβε πως κÜτι κακü εßχε συμβεß. 'Αφησε να περÜσουν μερικÝς ημÝρες, να κοπÜσει ο θüρυβος κι επισκÝφθηκε το σπßτι της. Το δÝχθηκαν μασημÝνα. Τη ΛευκÞ δε την εßδε διüλου. ΕυχÞθηκε κι αυτüς üπως κι οι Üλλοι, εßπε κι Üκουσε τα τυπικÜ κι üταν Þταν να φýγει, ο πατÝρας της, τον πÞρε πÜλι παρÜμερα, δεßχνοντας πως Þθελε να του μιλÞσει.
     ¼ταν Ýμειναν μüνοι, τον ρþτησε μÞπως Þξερε τι εßχε συμβεß καθþς ο νεαρüς βρισκüταν πρüσφατα στο μÝρος, που η ΛευκÞ εßχε το σπιτικü της. ΑυτÞ η ερþτηση τον Üφησε Üναυδο. Η ΛευκÞ εßχε επιστρÝψει μια νýχτα και μÜλιστα σε κακü χÜλι, τελοýσα πιθανüν σε σοκ, δεν εßχε πει σχεδüν τßποτε. Μüνον εßχε δþσει οδηγßες να πουν, πως εßχε πÝσει θýμα αρπαγÞς και τελικÜ εßχε καταφÝρει να ξεφýγει απü αυτοýς που σκüπευαν να την πουλÞσουν σκλÜβα. Δεν θυμüταν τßποτε κι üσο πιο γρÞγορα Ýσβηνε αυτÞ η υπüθεση και ξεχνιüταν, τüσο το καλýτερο.
     Ας ποýμε πως Ýτσι θα 'ταν üλα κÜπως καλÜ, μα η μητÝρα της κατÜλαβε σßγουρα, πως η ΛευκÞ Þταν Ýγκυος στους πρþτους μÞνες. Ο νÝος απÜντησε πως Ýλειψε μÞνες σ' αντßθετη κατεýθυνση απü 'κει και πως δεν Þξερε τßποτε, πÝραν απ' αυτÜ που 'χαν πει τη προηγοýμενη φορÜ. Πρüσθεσε στο τÝλος, üτι τüτε που την εßχε δει, φαινüταν ευτυχισμÝνη. Ο πατÝρας Ýμεινε σκεφτικüς αρκετÞ þρα. ¸πειτα του 'πε πως μιας κι η ΛευκÞ δε προτßθετο να μιλÞσει κι αυτüς δεν εßχε κανÝναν Ýμπιστο και γνþστη κι οýτε Ýπρεπε να πÜει ο ßδιος εκεß, Þθελε να τον στεßλει -με το αζημßωτο φυσικÜ- να μÜθει τι συνÝβη. Να μιλÞσει μüνο στον ßδιο üταν επιστρÝψει. Ο νÝος αρνÞθηκε την αμοιβÞ μα δÝχτηκε την αποστολÞ. ΧαιρÝτησε λÝγοντας κÜποια παρηγορητικÜ-καθησυχαστικÜ λüγια.
     Γýρισε σπßτι και χωρßς να βιÜζεται, ετοιμÜστηκε για το ταξßδι. Δεν Ýφυγε αμÝσως, αναβÜλλοντας σκüπιμα την αναχþρηση κι ακριβþς λιγÜκι πριν ξεκινÞσει, πÝρασε απü το πατÝρα της, να μÜθει μπας κι υπÞρχε τßποτε νεüτερο. Του κÜκου. Ξεκßνησε Üλλη μßα φορÜ κυνηγþντας την αλÞθεια κι αυτÞ τη φορÜ δε μποροýσε να φανταστεß τι θα μÜθαινε.
     Σαν Ýφτασε, εγκαταστÜθηκε üσο πιο Þρεμα κι αθüρυβα μποροýσε. 'Αφησε πρþτα τις φÞμες και τις σκüρπιες κουβÝντες, να πÝσουν απü μüνες τους πÜνω του κι απλÜ μερικÝς φορÝς τις ενθÜρρυνε διακριτικÜ. ¸να που διÝκρινε αμÝσως, Þταν πως η πüλη εßχε αλλÜξει. ΚÜτι τη βÜραινε.
     ¸μαθε λοιπüν πως ο Üρχοντας κι οι δυο Ýμπιστοß του -αδελφοß του- εßχαν δηλητηριαστεß με Üσχημο τρüπο, απü Üγνωστο μÝχρι στιγμÞς πρüσωπο κι Üγνωστα αßτια. Επßσης, πως η üμορφη σýζυγος εßχε πÜθει ισχυρü σοκ και μετÜ απü τη μερικÞ ανÜρρωσÞ της, εßχε επιστρÝψει στη μακρινÞ πατρßδα της. Οι δουλειÝς και το αρχοντικü 'μεßναν ακÝφαλα κι ακüμα δεν ξÝρει κανεßς τι μÝλλει γενÝσθαι. Η σýζυγος φυσικÜ εßναι η μüνη νüμιμη κληρονüμος μιας και ο θανþν δεν εßχε αφÞσει διαθÞκη. ΜÜλιστα, αν δεν εßχε πÜθει τüσο ισχυρü σοκ, που απü μüνο του ενδεßκνυε την αθωüτητÜ της, θα 'ταν η βασικÞ ýποπτη. ºσως ακüμα στο βÜθος του μυαλοý των ερευνητþν, να υπÜρχει αυτÞ η πιθανüτητα.
     Εßχε πρüσβαση, εßχε κßνητρο, μιας κι η περιουσßα Þταν αμýθητη. Ωστüσο στα Ýμπειρα μÜτια φαινüταν, πως η ΛευκÞ δεν Þταν μÞτε τüσο στυγερÞ, μÞτε υπολογßστρια, υπÞρξε δε και πολý ευτυχισμÝνη. Επßσης δε φαινüταν τüσο καλÞ ηθοποιüς και πραγματικÜ Þταν χÜλια. ΕξÜλλου Þταν εßκοσι δýο ακüμα κι απ' üσο μÜθανε δεν Þταν απü φτωχÞ οικογÝνεια.
     Ο νÝος μÜζεψε üλα αυτÜ που πÝφτανε πÜνω του τÜχα αδιÜφορα, μα τα κατÝγραφε πολý προσεκτικÜ στον νου του, για επεξεργασßα. Εßχε επßσης διαρρεýσει απü το γιατρü που τη κουρÜριζε κατÜ την διÜρκεια του σοκ, πως η ΛευκÞ Þταν Ýγκυος στο δεýτερο μÞνα. ¼ταν πια εßδε πως δεν εßχε να μÜθει τßποτε Üλλο, εφÜρμοσε τη παλιÜ καλÞ μÝθοδο. Ανακατεýτηκε με τα χαμηλÜ στρþματα και προσπÜθησε να μπει στο Üδυτο αυτοý του μυστηρßου. ¼μως εδþ, αυτÞ η μÝθοδος δεν απÝδωσε, γιατß κανεßς δεν Þξερε τßποτα Üλλο και φυσικÜ η φÞμη του Μαýρου Βαρüνου Þταν ανýπαρκτη. Αν Þταν αλλιþς, δε θα επÝλεγε να μεßνει εδþ. ΜÞτε η τýχη τον βοÞθησε κÜπου -ßσως γιατß δεν εßχε για να τον βοηθÞσει- κι Ýτσι Üρχισε να μÝνει Üπραγος.
     Σκεφτüταν κι επεξεργαζüταν τις πληροφορßες, κÜνοντας περιπÜτους. ¹ταν üμορφη τοýτη η πüλη. ΤελικÜ μιας και το κßνητρο δεν Þταν η κληρονομιÜ -γιατß κι ο ßδιος δε πßστεψε στιγμÞ, πως η ΛευκÞ Þταν δολοφüνος- θα 'πρεπε να 'ναι κÜτι Üλλο. Εßτε ερωμÝνη, εßτε Üλλου εßδους εκδικητικÞ μανßα. Αν Þταν ερωτικÞ, απü γυναßκα απογοητευμÝνη, τüτε μÜλλον θα επÝλεγε να σκοτþσει αυτÞν Þ και τους δυο. Αν Þταν Üντρας θυμωμÝνος απü κερÜτωμα, το πιθανüτερο, μετÜ το γÜμο να 'χε ηρεμÞσει Þ να 'χε σκοτþσει τη γυναßκα του Þ να μη περßμενε τüσο. ΜÜλλον θα πρÝπει τολμηρÜ ßσως, να αποκλεßσει αυτÞ την εικασßα.
     ΕπαγγελματικÞ Þ παρελθüντος εκδßκηση στÝκει καλýτερα. ΑπλÜ αυτÞ η σκÝψη, απÝκλειε αυτüματα üλους τους μüνιμους κÜτοικους τοýτης της πüλης, γιατß εδþ Þταν αγαπητüς, δεν εßχε τον κýριο üγκο εργασιþν και δραστηριοτÞτων κι εν πÜσει, δε θα περßμενε κανεßς δεκαπÝντε χρüνια και περιπλÝον, παρÜ θα το 'χε κÜνει νωρßτερα. ¸πειτα, τη πüλη αυτÞ τη ζοýσε, της Ýδινε δουλειÜ, την ευεργετοýσε κι Ýτσι μüνο κÜποιος απ' Ýξω θα εßχε κÜτι κακü να προσÜψει. ¼σο για την εκδßκηση Ýνεκα παρελθüντος, πÜλι κÜποιος απ' Ýξω θα πρÝπει να 'τανε, γιατß εδþ δε τον γνþριζε κανεßς. "Εκτüς απü μÝνα" σκÝφτηκε και τüτε εßδε το συσχετισμü.
     ΠαρÜλογος μεν αλλÜ μÜλλον εßχε ÜθελÜ του, βÜλει στα ßχνη του Μαýρου Βαρüνου, εκεßνον που τελικÜ τον σκüτωσε. ¸πειτα ο φüνος Þταν τριπλüς, Üρα κεßνος, Þξερε την αληθινÞ ιδιüτητα των εμπßστων. ΑναθυμÞθηκε üσο πιο καλÜ μποροýσε üλα τα βÞματα ερεýνης κι εßδε πως εßχε φανεß αρκετÜ διακριτικüς και προσεκτικüς. 'Αρα μÜλλον απÝκλειε πιθανü προσεκτικü ερευνητÞ και παρατηρητÞ. Εßχε μιλÞσει περß αυτþν μüνο σε δýο Üτομα. Στη μητÝρα του και στο πατÝρα της ΛευκÞς. Σε κανÝναν Üλλο. ΜÞτε κουβÝντα. Ο πατÝρας εßχε κßνητρο τη περιουσßα καθþς επßσης μπορεß να 'θελε να 'χε τη κüρη του κοντÜ. ΤραβηγμÝνο μεν, αλλÜ σκοτþνοντας και τα αδÝλφια μÜλιστα, θα γλßτωνε οριστικÜ απü αντεκδικÞσεις.
     Τüτε γιατß τον κÜλεσε για να του αναθÝσει κÜτι τÝτοιο; Εδþ σκÜλωσε. Το Üφησε, γιατß αμÝσως το μυαλü του πÞγε στην επüμενη σκÝψη. Πþς; Τüτε σκÝφτηκε απü την επüμενη, ν' αρχßσει την Üλλη καλÞ μÝθοδο. ΑναζÞτηση ατüμων που επισκÝφθηκαν τη πüλη κεßνες τις ημÝρες και που φεýγοντας, αγüρασαν προμÞθειες για μακρý ταξßδι. Μα αυτü, θα το εßχαν Þδη ελÝγξει οι αρχÝς του τüπου. Σ' αυτÞ τη σκÝψη, εßχε φτÜσει στο πανδοχεßο του, που τον περßμενε Ýνας κýριος. ΕξεπλÜγη ακüμα πιüτερο, σαν Ýμαθε πως Þταν της ερευνητικÞς ομÜδας της Αστυνομßας.
     Τον πÞραν στο τμÞμα ευγενικÜ και σε λßγη þρα εßχαν πειστεß πως Þταν, αν üχι Ýνοχος, ο βασικüς ýποπτος. Εßχε επισκεφθεß τη πüλη πριν και μετÜ -ο φονιÜς επιστρÝφει στον τüπο του εγκλÞματος λÝνε-, εßχε φερθεß παρÜξενα, εßχε ρωτÞσει λεπτομÝρειες. ¼ντας αιφνιδιασμÝνος στην αρχÞ, "μÜσησε" τις απαντÞσεις του. Με μια φρÜση: στο σκοτÜδι που τους περßβαλλε γýρω απü την υπüθεση αυτÞ, θα τους αρκοýσε, Ýνα μικρü κερÜκι και τοýτος εδþ, Þταν μÜλλον μεγαλýτερη πηγÞ φωτüς.
     ¼ταν εßδε κι αποεßδε, κατÜλαβε πως Ýπρεπε κÜτι να πει, κÜτι να τους δþσει απü την αλÞθεια του, γιατß το πρÜγμα Ýπαιρνε απρüβλεπτα Üσχημη τροπÞ. Τüτε, σκεπτüμενος πονηρÜ, τους ξεφοýρνισε πως Þταν Ýμπιστος απεσταλμÝνος του πατÝρα της κοπÝλας και πως εßχε σταλθεß και τις δýο φορÝς απ' αυτüν. Τη πρþτη για να μÜθει διακριτικÜ πþς περνοýσε η κüρη του και τþρα για να μÜθει τι εßχε συμβεß.
     Αυτü φÜνηκε πειστικü. Μα Þγειρε την εýλογη ερþτησÞ τους. Γιατß δεν ερχüταν ο ßδιος; Δεν Þταν κακü ο πεθερüς να επισκεφθεß τη κüρη του, μÞτε θα 'ταν κÜτι κακü, να θÝλει να μÜθει. Ο νÝος üμως εßχε πÜρει φüρα: γιατß εßχε τις δουλειÝς του, μα και γιατß Þθελε να μÜθει την αλÞθεια, üχι απü την επιτηδευμÝνη στÜση μιας εθιμοτυπικÞς επßσκεψης. ¸πειτα, üλοι ξÝρουν πως οι γονεßς καμιÜ φορÜ εßναι παρÜλογοι. "'Αλλωστε" υπερθεμÜτισε, "εγþ μπορþ ν' αποδεßξω, πως για μεγÜλο διÜστημα Þμουν πολý-πολý μακρýτερα απü 'δω και φυσικÜ ο ßδιος ο πατÝρας θα σας βεβαιþσει τα λεγüμενÜ μου".
     ΕπειδÞ Ýλεγε αλÞθεια, Ýστω και σα μεμονωμÝνη αλÞθεια, το πρüσωπü του Ýφεγγε και δÝχθηκαν να καλÝσουν εκεß το πατÝρα. Μα οýτε κουβÝντα πως εκεßνος θα 'βγαινε απü το κελß πριν ξεκαθαριστεß η θÝση του. ΠρÜγματι, Ýμεινε στο κελß και σκÝφθηκε πως αν ο πατÝρας της Þταν Ýνοχος, εßχε βÜλει μονÜχος του, το κεφÜλι στη καρμανιüλα.
     Σε δýο περßπου εβδομÜδες, Ýφτασε με συνοδεßα εκεßνος, που φυσικÜ εßχε ακοýσει το τμÞμα ψεýδους του νεαροý κι εßχε ξενιστεß απ' αυτü. Εßχε μÜθει πια τι εßχε συμβεß κι Üρχισε να υποψιÜζεται το νεαρü. Αγαποýσε τη ΛευκÞ. Αυτü φαινüταν κι ßσως να 'χε κÜνει καμιÜ βλακεßα. ¼τι Þταν ικανüς και τετραπÝρατος, αυτü Þταν βÝβαιο. Γι' αυτü και με την υποψßα αυτÞ, δεν Ýστερξε πλÞρως στην ιστορßα του νεαροý. Οι αστυνüμοι πια εßχαν το κερÜκι τους, ο πατÝρας Ýναν ικανü ýποπτο κι ο νεαρüς πια Üρχισε να βεβαιþνεται, πως ο πατÝρας εßχε κÜνει την ζημιÜ.
     Οι αστυνüμοι Üρχισαν να πιÝζουν, θÝλοντας να μÜθουν την αιτßα αλλÜ και τον τρüπο που 'γινε το Ýγκλημα. ΠροσπÜθησαν να τον σπÜσουν, με πολλÝς ευρηματικÝς μεθüδους μα τßποτα. ΔÝχθηκαν λοιπüν ερωτικÞ αντιζηλßα και διεκδßκηση-εκδßκηση και προσπÜθησαν να το υποστηρßξουν. Με την πÜροδο του καιροý και καθþς δε βρισκüταν τßποτε Üλλο να το ανατρÝψει, θÝλησαν να στÞσουν δßκη. Μα ο πατÝρας, παρüλο που δεν Ýστερξε στην ιστορßα, εßχε παραδεχθεß πως ο νεαρüς τη μÝρα 'κεßνη Þταν στο τüπο του κι Ýτσι δεν τüλμησαν. ΥπÝθεσαν λοιπüν πως κÜποιον Üλλο εßχε βÜλει και ρωτοýσαν ποιüν. Ο νεαρüς δεν Üντεξε και τους εßπε να κÜνουν Ýλεγχο για κεßνες τις ημÝρες, ποιοι μπÞκαν-βγÞκαν απü τη πüλη.
     Αυτü εßχε γßνει Þδη, μα τþρα, θα μποροýσαν να το ξαναδοýν με νÝα ζÝση και νÝα στοιχεßα. ¸τσι την Üλλη μÝρα, μπÞκαν στο κελß και του 'παν πως μüνο μια γυναßκα εßχε μπει στη πüλη, πληρþντας üλες τις προδιαγραφÝς. ΠÞγε η καρδιÜ του στο τüπο της. ΑλλÜ πÜλι...
     Κυλοýσε ο χρüνος και τßποτα δεν Üλλαζε. Οι αστυνομικοß σκÝφτηκαν να κÜνουν Ýλεγχο σπßτι του και να ελÝγξουν το Üλλοθß του. ¸τσι τον πÞραν δεμÝνο με συνοδεßα για το ταξßδι. Η πüλη εßχε μÜθει, πως υπÞρχε Ýνας ýποπτος για το θÜνατο του αγαπημÝνου τους ευεργÝτη και παραλßγο να το λιντσÜρουν. Με τα πολλÜ 'φτÜσανε στο τüπο του και πÞγαν κατευθεßαν σπßτι. Η μητÝρα Ýλειπε και ψÜξανε τα πÜντα. Σε κÜποιο σακοýλι βρÞκαν τη ξανθιÜ, λαμπερÞ ακüμη, τοýφα των μαλλιþν της ΛευκÞς κι αυτü τους Ýβαλε σε μεγÜλη υποψßα. ¹ταν αυτÜ που εßχε κüψει για να ντυθεß Üντρας στην φευγÜλα της και που ο νεαρüς ερωτοχτυπημÝνος, τα 'χε βρει και περιμαζÝψει.
     Αφοý τελεßωσαν την Ýρευνα χωρßς Üλλα ευρÞματα, κÜνοντας το σπßτι Üνω-κÜτω, θÝλησαν και πÜλι να τον πιÝσουν. ΜετÜ απü λßγο Üκαρπο φυσικÜ χρονικü διÜστημα, μπÞκε μÝσα η μητÝρα του. Τα 'χασε κυριολεκτικÜ κι αφοý συνÞλθε και της εξÞγησαν, Ýδειξε να 'ναι στο κüσμο της για λßγο. Οι αστυνομικοß προσπÜθησαν να της το φÝρουν βÝβαια μαλακÜ κι üσο να 'ναι κατανüησαν τη θÝση της. Εκεßνη σηκþθηκε και προς Ýκπληξη üλων βγÞκε. ¼ταν γýρισε, Þταν ντυμÝνη αλλιþς. Οι αστυνüμοι κι ο νÝος, αναγνþρισαν τη περιγραφÞ της γυναßκας εκεßνης. Ψýχραιμη, σα να 'ταν κÜποια Üλλη -Ýτσι φÜνηκε στο γιο της- κοßταξε κατÜματα τον επικεφαλÞς κι εßπε απλÜ, σα να 'λεγε το καιρü, πως εκεßνη σκüτωσε τα ...αδÝλφια της!
     Τη νεκρικÞ σιγÞ, Ýσπασε ýστερα απü κÜμποσο χρüνο ο γιος της, ρωτþντας την, γιατß. Μιλþντας πÜλι στον ßδιο τüνο, εßπε πως Þταν πολý μεγÜλη κι Üσχημη ιστορßα και πως το μüνο που θα 'λεγε ποτÝ -πρÜγμα που το τÞρησε αυστηρÜ ως το τÝλος- Þταν πως, ανεξαρτÞτως που στο τÝλος εßχαν κÜνει πολý καλü, Þταν κι οι τρεις τους, αιματοβαμμÝνοι φονιÜδες και στÞριξαν τον μετÝπειτα βßο τους, στην αρπαγÞ και στο αßμα.
     Οι αστυνüμοι θÝλησαν να τη μεταφÝρουν αμÝσως, μα τους ζÞτησε λßγο χρüνο να φτιÜξει λßγα πραγματÜκια που θα πÜρει μαζß. ΕπειδÞ αργοýσε να κατÝβει, πÞγαν οι ßδιοι Ýπειτα απü þρα και τη βρÞκαν νεκρÞ, δηλητηριασμÝνη με το ßδιο δηλητÞριο. Εßχε αφÞσει Ýνα σημεßωμα στο γιο της, που του ζητοýσε συγνþμη, πως τον υπεραγαποýσε και πως Ýκανε αυτü που 'κεßνη νüμιζε σωστü πÜντα, ανεξαρτÞτως κüστους. Στην Αστυνομßα Ýγραψε πως ομολογεß, παρÝθετε τις ανατριχιαστικÝς λεπτομÝρειες και τους συνÝστηνε εßτε να το χρησιμοποιÞσουν, αλλÜ θα Ýβγαιναν πολλÜ στην φüρα, εßτε να κλεßσουν Þσυχα την υπüθεση διαφυλÜσσοντας στο τÝλος, αυτü το μεγÜλο καλü που 'χαν κÜνει τα αδÝλφια της. ¸πειτα απü μια σýντομη κουβÝντα με το γιο, αποφÜσισαν πως η δεýτερη πρüταση Þταν κι η σωστÞ.
     Ο γιος περßεργος για τις λεπτομÝρειες του φüνου, Ýμαθε ρßχνοντας μια ματιÜ στην Üλλη επιστολÞ, πως το δηλητÞριο εßχε μπει στις φρÜουλες. Απü μικρÜ συνÞθιζαν να τις τρþνε αυτÞ την εποχÞ, σε μια μεγÜλη γαβÜθα, πασπαλισμÝνες με ζÜχαρη. ¹ξερε πως δεν Üφηναν κανÝναν Üλλον να φÜει απü τις δικÝς τους κι Ýτσι δε θα κινδýνευε Üλλος. ¼σο για το πþς μπÞκε, ζÞτησε μυστικÜ ακρüαση απü το μεγÜλο, λÝγοντας πως εßναι η αδελφÞ τους και πριν αρχßσουν να μιλÜνε, τους Ýδειξε τις φρÜουλες που 'χε φÝρει μαζß, ζητþντας να τους τις φτιÜξει η ßδια να φÜνε. ¸ριξε πολλÞ ζÜχαρη και πολý δηλητÞριο, τις σερβßρισε κι Üρχισε να μιλÜ, ποντÜροντας στη βουλιμßα τους, χωρßς αυτÞ να φÜει καθüλου. ¼ταν βεβαιþθηκε πως εßχανε πεθÜνει, Ýφυγε Þσυχα και κρυφÜ üπως εßχε Ýρθει.
     ¼ταν Ýμεινε μüνος ο νεαρüς και τακτοποßησε τη κηδεßα, -εßπαν πως πÝθανε απü συγκοπÞ- Üρχισε να κÜνει πÜλι περιπÜτους και να σκÝφτεται üλη αυτÞ την Üσχημη ιστορßα. Τον Üφησαν ελεýθερο, λÝγοντας πως οι Ýρευνες εßχαν σταματÞσει στον εντοπισμü αυτÞς της Üγνωστης γυναßκας και πως αυτüς Þταν αποδεδειγμÝνα αθþος.
     Σκεφτüταν τη ΛευκÞ και πüσο την αγÜπησε. Πüση προσπÜθεια θα χρειαζüταν για να την επαναφÝρει απü το κüσμο που εßχε κλειστεß; Μα τελικÜ δεν χρειÜστηκε, γιατß η καημÝνη εßχε πολý δýσκολη εγκυμοσýνη και τελικÜ πολý δýσκολη γÝννα. ¸φερε στο κüσμο Ýνα νεκρü κοριτσÜκι κι ýστερα απü λßγα λεπτÜ εξουθενωμÝνη, Üφησε τη τελευταßα της πνοÞ. Ο νεαρüς Ýκλαψε πολý, μα üπως συνÞθως συμβαßνει, σ' εýλογο χρονικü διÜστημα εßχε αρχßσει να επουλþνει τα τραýματÜ του.
     Μ' Ýνα πρÜγμα δε θÝλησε να καταπιαστεß ποτÝ, σεβüμενος την επιλογÞ της μÜνας του. Δεν Ýψαξε να μÜθει τι εννοοýσε εκεßνη λÝγοντας "πολý μεγÜλη και Üσχημη ιστορßα". Εßχε Þδη μÜθει και μÜλιστα με οδυνηρü τρüπο τι θα πει να σκαλßζεις τις φλοýδες της αλÞθειας.
     Τη τοýφα των μαλλιþν της ΛευκÞς πÜντως, τη κρÜτησε κρυφü ενθýμιο, μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του.

                                      Επικτßστειον

     ΑλÞθεια και ψεýδος. Δυο Ýννοιες αντßθετες και, θα τολμοýσα να πω, αρκετÜ παρεξηγημÝνες, Ýκαστη απü τη δικÞ της μεριÜ. ΥπÜρχει σßγουρα μια απüσταση Χ μεταξý τους, που 'ναι αüριστη. Δε χρειÜζεται να μας απασχολÞσει το μÞκος της, αρκεß να ποýμε πως ποικßλλει απü απειροελÜχιστο μÝχρι χαþδες. ΑπλÜ θα ρßξουμε μια ματιÜ στα τυχüντα, ενδιÜμεσα στÜδια, τοýτης της απüστασης, απü τη μßα Ýννοια ως την Üλλη. Αφοý φυσικÜ προσπαθÞσουμε να ορßσουμε μ' εýληπτο και κοινþς αποδεκτü τρüπο τις Ýννοιες αυτÝς.
     Αρχßζω απü την αλÞθεια. ΑλÞθεια εßναι Ýνα γεγονüς που συνÝβη Þ συμβαßνει και που μποροýν να το βεβαιþσουν üλοι ανεξαιρÝτως -αυτÞκοοι, αυτüπτες κλπ.- ανεξαρτÞτως τοποθετÞσεως, αντßληψης, πεποιθÞσεων Þ πνευματικοý επιπÝδου. Θα τοποθετοýσα και τη φρÜση "üσοι Ýχουν σþας τας φρÝνας" αν και πιστεýω πως θα περιüριζα κÜπως τον üρο κι εßναι κατανοητü κι εýλογο. Αν λοιπüν θÝσω ως απüλυτη αλÞθεια, τον Üνω ορισμü και τον θεωρÞσω ως βÜση, ως Ýνα σýνολο, ü,τι δεν τον πληρεß απü καθüλου, λιγÜκι Ýως και πολý, εßναι υποσýνολο αυτοý.
     ¸τσι ο ορισμüς αυτüς καθαυτüς, με τη προσθÞκη για τη λογικÞ, μικραßνει το αρχικü σýνολο κατÜ τι, χωρßς üμως ν' αλλÜζει και το αληθινü γεγονüς. Δεν το αλλÜζει γι' αυτοýς που το αντιλÞφθηκαν Üμεσα κι Þδη Ýχουν σχηματßσει γνþμη πως εßναι αλÞθεια. ΑλλÜ δεν εßναι üλοι οι Üνθρωποι πρωτογενþς αντιληφθÝντες, Ýτσι, üπως εßναι αντιληπτü, τοýτος ο ορισμüς Ýχει ισχý για üλους εκεßνους που Þταν αλλοý. Εκεß, üπως θα 'χουν üλοι προσÝξει, αρχßζουν τα οιασδÞποτε μορφÞς, προβλÞματα. Στη μεταφορÜ, στη διÞγηση, στη διαβεβαßωση, αλλÜ κι απü την Üλλη μεριÜ, το βαθμü εμπιστοσýνης, τη δεκτικüτητα, τη συμπÜθεια και διÜφορα Üλλα προσωπικÜ φßλτρα του ακοýοντος.
     Για κεßνους που δε βρßσκονται μπροστÜ σ' Ýνα "αληθινü" γεγονüς λοιπüν, υπÜρχουν δýο μορφÝς αλÞθειας: εκεßνο που Ýγινε πραγματικÜ κι εκεßνο που τους μεταφÝρθηκε. ΣυχνÜ κι εδþ η απüσταση μεταξý των δýο αυτþν, εßναι απü απειροελÜχιστη, ως αβυσσαλÝα. Χωρßς να αποκλεßσουμε τη πλÞρη ταýτιση Þ το πλÞρες ψεýδος.
     Η προσπÜθεια που μÝνει να γßνει, αν δε δεχθοýμε ανεπεξÝργαστα και τυφλÜ üτι μας πουν, εßναι να τεκμηριþσουμε Ýτσι τα πρÜγματα, þστε ν' αποδεßξουμε πως οι δýο αυτÝς μορφÝς αλÞθειας, εßναι ουσιαστικÜ μια.
     ΑλÞθεια Þ ψεýδος; Αυτοß που στÞσανε την επιστÞμη της 'Αλγεβρας για ν' αποφýγουν üλα τοýτα τα δυσδιÜκριτα üρια και να χτßσουν την αλÞθεια της και μüνον αυτÞν, θεσπßσανε ρητÜ πως: "Ισχýει μüνον üτι αποδεικνýεται" κι Üφησαν να εννοηθεß εξ ορισμοý, πως οτιδÞποτε Üλλο εßναι ψευδÝς. ΑπλÜ χρησιμοποßησαν μιαν Üλλη πιο εýηχη λÝξη: Εικασßα. Μια δυνητικÞ αλÞθεια μÝχρι να αποδειχθεß, Þ επßσης, Ýνα δυνητικü ψεýδος, πÜλι αν αποδειχθεß. Γιατß ναι, στην 'Αλγεβρα μÞτε το αναπüδεικτο ψεýδος γßνεται δεκτü. 'Αρα λοιπüν εκεß, μποροýμε εýκολα να θÝσουμε τους δýο üρους Üφοβα κι ανÜμεσÜ τους Ýνα χÜος -στο οποßο θα προσθÝσουμε μüνο τη λÝξη- εικασιþν. 
     ΑλÞθεια --> ΧÜος Εικασιþν <-- Ψεýδος. Θα μεßνω λιγÜκι στην 'Αλγεβρα, γιατß εκτüς της σαφÞνειας των δýο Üκρων, διακρßνεται και μια σαφÞνεια στο μÝσο. ΚαμιÜ εικασßα που δεν Ýχει ακüμα αποδειχθεß σαν αληθινÞ Þ ψευδÞς, δε θεωρεßται λιγüτερο Þ περισσüτερο χαζÞ Þ Ýξυπνη. ΔηλαδÞ, ακüμα κι αν κÜποιος, μπορεß να σκεφτεß να τη χαρακτηρßσει Ýτσι, δε θα τολμÞσει να το κÜνει δημüσια. 
     Η ζωÞ üμως δεν εßναι σα την 'Αλγεβρα κι Ýστω üχι μüνο 'Αλγεβρα. Απαιτεß γρÞγορες κινÞσεις, σκÝψεις, επεξεργασßες, αποφÜσεις, χωρßς να 'χει τη διακριτικÞ ευχÝρεια ν' αναζητÜ και τις αποδεßξεις. ¸πειτα, εισÝρχονται αστÜθμητοι παρÜγοντες: τα "πιστεýω", τα "θÝλω", τα "μπορþ" κι ο προσωπικüς τρüπος επεξεργασßας στοιχεßων, Ýτσι απαντÜται αυτü που εγþ θα 'λεγα: "ΥπÝροχη Αβεβαιüτητα".
     Τι εßναι ψεýδος; ΚÜτι που δεν Ýχει συμβεß κι αυτü επßσης μποροýν να το διαβεβαιþσουν. Ποιοι; ¼σοι φυσικÜ Þσαν παρüντες. Που; Εκεß üπου δε συνÝβη. Μα τüτε λεν αλÞθεια! Και πþς εμεßς μÜθαμε τι συνÝβη; ΕικÜσαμε üτι θα μποροýσε να συμβεß Þ κÜποιος/οι μας εßπαν ψÝματα; Στη πρþτη περßπτωση το ψεýδος το σχηματßσαμε μüνοι μας. Στη δεýτερη, εßτε αυτοß που μας το 'παν το 'καναν εξ επßτηδες, για να κερδßσουν κÜτι Þ εßναι απλÜ μυθομανεßς. Επßσης, μπορεß να ισχýει, πως μας λÝνε μια δικÞ τους μορφÞ αλÞθειας.
     Μποροýμε επßσης να ορßσουμε το ψεýδος, ως το μηδενικü υποσýνολο της αλÞθειας Þ πιο σωστÜ, το σýνολο εκεßνο που σαν τομÞ με το σýνολο αλÞθειας δεν Ýχει κανÝνα κοινü. ΜαθηματικÜ: η τομÞ των δýο αυτþν συνüλων εßναι το μηδÝν. Αν λοιπüν δεχθοýμε üτι και το ψεýδος εßναι Ýνα σýνολο, Ýτσι üπως ορßσθηκε και το βÜλουμε σα βÜση με μηδενικÞ τομÞ ως προς το σýνολο αλÞθειας, τüτε μποροýμε εýκολα μα üχι ευκüλως διακριτÜ, να ορßσουμε üλα τα ενδιÜμεσα στÜδια μεταξý τους με τις εκÜστοτε κατÜ καιροýς τομÝς τους. ΑλλÜ εßπαμε, εýκολα μποροýμε να ορßσουμε μÝσω 'Αλγεβρας κι εδþ εßναι ζωÞ. ¸να απλü παρÜδειγμα:
"Ξημερþνει" μια αληθινÞ φρÜση για üποια σημεßα γης ξημερþνει üντως εκεßνη τη στιγμÞ. ΕιπωμÝνο Ýτσι γενικÜ, αληθεýει. Για Ýνα τρισευτυχισμÝνο Üνθρωπο, δεν εßναι πλÞρως αληθινü. Εκεßνος θα 'λεγε: "Ξημερþνει μια υπÝροχη μÝρα" (ακüμα και αν Þταν βροχερÞ). Ενþ, Ýνας τριςδυστυχισμÝνος: "Ωχ ξημÝρωσε! Ποιος ξÝρει τι κωλομÝρα...!" κλπ. (ακüμα κι αν Þταν Ýνα υπÝροχο, ηλιüλουστο, ανοιξιÜτικο πρωινü). Παρατηροýμε üτι κι οι δυο ξεφεýγουν απü το βασικü σýνολο αλÞθειας αλλÜ κι απü το βασικü σýνολο ψεýδους. Στη πραγματικÞ ζωÞ λοιπüν, σπÜνια Ýχουμε κÜτι γνÞσια αληθινü Þ κÜτι γνÞσια ψεýτικο; Εννοþ κÜτι που να μπορÝσουμε να το εντÜξουμε σ' Ýνα απü τα δýο βασικÜ σýνολα.

"Ξημερþνει".
"Ξημερþνει μια υπÝροχη μÝρα"

"Αχ, ας μη ξημÝρωνε ποτÝ".
"ΣÞμερα ο Þλιος βγαßνει στα μÜτια
-Þ στο κορμß Þ στα μαλλιÜ κλπ.-".

"Οι πρþτες ακτßνες βομβαρδßζουν με φως τη καρδιÜ μου, μα η σκÝψη μου πετÜ σ' Üλλες ανατολÝς που 'χασα".
"¸ξω βγαßνει ο Þλιος μα εγþ Ýχω σκοτÜδι".
"Δε ξημερþνει για μÝνα".
"Δε ξημερþνει"
.

----------------------------------------------------

"Για μιαν αλÞθεια
 και για την υπÝροχη
                                 ΝοÝμβρης 2003

 αυτÞ αβεβαιüτητα..."

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers