ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Turgeniev Ivan Sergeyevich: ÐáñÜîåíïò ÈëéììÝíïò Êïëïóóüò


Αυτü που 'χει σημασßα εßναι üτι 2Χ2 μας κÜνει τÝσσερα
                                              κι üλα τ' Üλλα εßναι ανοησßες.

 Βιογραφικü
 

     Ο IΒÜν ΣεργκÝγιεβιτς ΤουργκÝνιεφ (Иван Сергеевич Тургенев) Þτανε Ρþσος μυθιστοριογρÜφος, ποιητÞς και θεατρικüς συγγραφÝας με μια παρÜξενη ζωÞ: δεν νυμφεýτηκε ποτÝ κι απÝκτησε μια κüρη εκτüς γÜμου που την Üφησε στη φροντßδα μιας φιλενÜδας του. Τσακþθηκε με τον καλλßτερü του φßλο τον Τολστüι -κι üχι μüνο- και πÝθανε λυπημÝνος σε Üλλη πüλη, ενþ σε Üλλη Ýζησε, σε Üλλη θαυμÜστηκε και σε Üλλη γεννÞθηκε.
     ΥπÞρξε ο πρþτος Ρþσος συγγραφÝας του 19ου αι.που απÝκτησε παγκüσμια φÞμη ως μυθιστοριογρÜφος, ποιητÞς και δραματουργüς. Τα Ýργα του προσφÝρουν τη ρεαλιστικÞ απεικü­νιση των Ρþσων χωρικþν κι εμπεριστατωμÝνες μελÝ­τες της ρωσικÞς διανüησης για τη προþθηση της χþρας στη νÝα εποχÞ. Τα πολλÜ χρüνια που 'ζησε στη ΔυτικÞ Ευρþπη ως ανεπßσημος πολιτιστικüς πρεσβευτÞς, οφειλüτανε Ýνα μÝρος στο προ­σωπικü και καλλιτεχνικü του επßπεδο ως φιλελεýθε­ρου απÝναντι στο αντιδραστικü τσαρικü καθεστþς,κι Üλλο μÝρος στον επαναστατικü ριζοσπαστισμü που κυριαρχοýσε σε μεγÜλο βαθμü στους σýγχρονους καλλιτεχνικοýς κýκλους της Ρωσßας. Στα γραπτÜ του διαχεüτανε το βαθý ενδιαφÝρον του üχι μüνο για το μÝλλον της πατρþας γης, αλλÜ και για μια ολοκλÞρωση της τÝχνης που θα εξασφÜλιζε τη θÝση του στη ρωσικÞ λογοτεχνßα. Απü την Üλλη, η απüλυτη αντßθεση κι εχθρüτητÜ του προς τη σοσιαλιστικÞ ιδεολογßα Ýμελλε να γßνει η βÜση του ιδεολογικοý του φιλελευθερισμοý και της ÝμπνευσÞς του για το üραμÜ του σχετικÜ με το ρüλο της διανüησης.
     ¹ταν ο μοναδικüς Ρþσος συγγραφÝας επßσης, με μια ομο­λογουμÝνως ευρωπαúκÞ νοοτροπßα κι ευαισθησßα. Παρ' üλο που στη γενÝτειρÜ του Ýτυχε ν' αποκτÞσει καλÞ παιδεßα στα σχολεßα της Μüσχας και της Αγßας Πετροýπολης, θεωροýσε πως η μüρφωσÞ του κυρßως Ýλαβε χþρα μετÜ τη βουτιÜ του στη θÜλασσα της Γερμανßας τα χρüνια 1838-41 στο πανεπιστÞμιο του Βερολßνου. Εκεß Ýκανε φιλßες μ' εξÝχουσες προσωπικüτητες της δικÞς του γενιÜς κι αυτÝς ξýπνησανε το ενδιαφÝρον του για τη φιλοσοφßα του ΧÝγκελ (1770- 1831). Τον εßχε συνεπÜρει το ιδανικü για την αφιÝρω­ση της ζωÞς του και του ταλÝντου του στο μÝλλον της Ρωσßας. Στη γενÝτειρÜ του επÝστρεψε απ' το Βερολßνο με τη βαθιÜ πεποßθηση της ανωτερüτητας της Δý­σης και της αδÞριτης ανÜγκης ν' ακολουθÞσει η Ρωσßα τον δρüμο της εκδυτικοποßησης.
    ΓεννÞθηκε στις 9 ΝοÝμβρη 1818 στο Οριüλ της Ρωσßας κι Þτανε γιος ενüς αξιωματικοý, του ΣεργκÝι ΤουργκÝνιεφ και μιας πλοýσιας και δυναμικÞς γυναßκας, της ΒαρβÜρα ΠÝτροβνα, που η μορφÞ της διαφαßνεται σε διÜφορα Ýργα του. Μεγαλþνοντας ο ßδιος σε περιβÜλλον üπου κυριαρχοýσαν οι ταξικÝς διακρßσεις και το χÜσμα πλουσßων και φτωχþν, φορτßστηκε με μεγÜλη Ýμπνευση κατÜ της κοινωνικÞς αδικßας. Απ' τη πλευρÜ τoυ πατÝρα του, απüστρα­του αξιωματικοý τοý ιππικοý, καταγüταν απü παλιÜ αριστοκρατικÞ οικογÝνεια, ενþ η μητÝρα του, η αυταρχικÞ ΒαρβÜρα ΠÝτροβνα Λουτοβßνοβα, κÜτοχος μεγÜλης κτηματι­κÞς περιουσßας στο ΣπÜσκογιε-Λουτοβßνοβο, επηρÝαζε τüσο τη ζωÞ του νεαροý ΤουργκÝνιεφ üσο και των 5000 χιλιÜδων δουλοπÜροικων που εßχε στην εξουσßα της. Η δεσπüζουσα μορφÞ της στη διÜρκεια της παιδικÞς κι εφηβικÞς ηλικßας και στην αρχÞ της νεüτητÜς του υ­πÞρξε ζωντανü παρÜδειγμα για τη κυριαρχßα των ηρωßδων στα μεγÜλα μυθιστορÞματÜ του..Η ζωÞ στο ΣπÜσκογιε-Λουτοβßνοβο υπÞρξε για τον ΤουργκÝνιεφ μια πηγÞ ειδυλλιακÞς Ýμπνευσης και συνÜμα το πλαßσιο για πολλÜ απü τα Ýργα του, αλλÜ ταυτüχρονα τον Ýκανε να μισÞσει τη δουλοπαροικßα και να μεταβληθεß σε ορκισμÝνο αντßπαλü της. Μικρüτερη -αλλÜ üχι ανýπαρκτη- Þταν η επιρροÞ που Üσκησε στον μελλοντικü συγγραφÝα ο πατÝρας του, ΣεργκÝι ΤουργκÝνιεφ.


                                            Το σπßτι του στη Ρωσßα

    Τo 1827 η οικογÝνεια μετακομßζει στη Μüσχα, üπου ο νεαρüς ΙβÜν αρχικÜ με οικοδιδα­σκÜλους και στη συνÝχεια, απü το 1834, φοιτþντας στο πανεπιστÞμιο της Μüσχας κι αργüτερα στο πανεπιστÞμιο της Αγßας Πετροýπολης Ýχει την ευκαιρßα να λÜβει κÜποια σημαντικÞ μüρφωση. Το 1833 Üρχισε να σπουδÜζει φιλολογßα στο ΠανεπιστÞμιο της Μüσχας και το επüμενο Ýτος Þρθε σε επαφÞ με τον Ζουκüφσκι, τον Γκüγκολ και τον καθηγητÞ ΠλÝτνεφ, με τον τελευταßο να γßνεται οδηγüς στα πρþτα λογοτεχνικÜ του βÞματα. Το 1838 μετÝβη στο Βερολßνο για να συνεχßσει τις σπουδÝς του κι εκεß ζυμþθηκε πολιτικÜ Ýχοντας στο πλευρü του σημαντικÝς φυσιογνωμßες σαν τον Μπακοýνιν, τον Στανκßεβιτς και τον ΑνÝνκοφ. Ως αποτÝλεσμα, Ýκανε μÝλημÜ του να προωθÞσει τον εξευρωπαúσμü της Ρωσßας και να υποστηρßξει τις ιδÝες του με τη λογοτεχνßα, χωρßς üμως να επιτρÝπει στη κοινωνικÞ κριτικÞ να υποβαθμßζει τη τÝχνη της γραφÞς του. Το διÜστημα 1838-1841 φοιτÜ στο πανεπιστÞμιο του Βερολßνου, üπου Ýρχεται σ' επαφÞ με σημαντικÝς προσωπικüτητες του καιροý του. ΜετÜ τη γνωριμßα του με τη πραγματικüτητα της γερμανικÞς κοινωνßας θεωροýσε üτι μορφþθηκε πραγματικÜ μüνο αφüτου βοýτηξε στη θÜλασσα της Γερμανßας. Εκεßνη την εποχÞ γνωρßζεται και με τον ΜιχαÞλ Μπακοýνιν. Η συναναστροφÞ του με τον κýκλο αυτοý τον ωθεß να μελετÞσει τις φιλοσοφικÝς απüψεις του ΧÝγκελ, που αποτελοýσαν το υπüβαθρο πολλþν επαναστατικþν ιδεþν και που του ενÝπνευσαν το ιδανικü να αφιερþσει τη ζωÞ και το ταλÝντο του στο μÝλλον της Ρωσßας. ΕπιστρÝφοντας στη Ρωσßα, εßναι απüλυτα πεπεισμÝνος για την υπεροχÞ της Δýσης και την ανÜγκη εξευρωπαúσμοý της Ρωσßας, ενþ πρÝπει να ειπωθεß üτι υπÞρξε ο μüνος Ρþσος συγγραφÝας με δεδηλωμÝνες δυτικοευρωπαúκÝς απüψεις και προτιμÞσεις.



     ΜετÜ την επιστροφÞ του στη Ρωσßα το 1841, εργÜστηκε στο Υπουργεßο Εσωτερικþν αλλÜ σýντομα σταμÜτησε κι Ýτσι αφιερþθηκε περισσüτερο στη πεζογραφßα αλλÜ επεκτÜθηκε ταυτüχρονα και στη δραματουργßα. Η λογοκρισßα, üμως, δεν επÝτρεψε να ανεβοýν üλα τα θεατρικÜ του Ýργα επß σκηνÞς, μερικÜ απü τα οποßα σÞμερα θεωροýνται ορüσημα στην ιστορßα του ρωσικοý θεÜτρου. Το 1843 γνωρßζεται με τη Γαλλßδα λυρικÞ τραγουδßστρια Πωλßν Βιαρντü-Γκαρσßα. ΑνÜμεσÜ τους θα αναπτυχθεß μια σχÝση που θα τον επηρεÜσει σ' üλη τη μετÝπειτα ζωÞ του. Η σχÝση τους θεωρεßται πλατωνικÞ, üμως ορισμÝνες επιστολÝς του, που üπως κι üλα τα γραπτÜ του, διακρßνονται για τις εξαιρετικÝς απüψεις του και για την κομψüτητα του ýφους, υποδηλþνουν üτι μεταξý τους υπÞρξε μια στενüτερη σχÝση. ΓενικÜ πÜντως στις επιστολÝς του αναδεικνýεται μÜλλον ως λÜτρης κι ως Ýνθερμος θαυμαστÞς της, ρüλος ο οποßος φαßνεται πως τον ικανοποιοýσε. Δεν νυμφεýτηκε ποτÝ, αλλÜ απü μια γυναßκα που υπηρετοýσε τη μητÝρα του στο ΣπÜσκογιε-Λουτοβßνοβο απüκτησε μιαν εξþγαμη κüρη, που τη φροντßδα της ανÝθεσε αργüτερα στη Πωλßν..Η γνωριμßα του με τη τραγουδßστρια της üπερας Πωλßν, που Þταν κι ο μεγÜλος αλλÜ ανεκπλÞρωτος Ýρωτας της ζωÞς του, τον υποκßνησε να κÜνει συχνÜ και μεγÜλα ταξßδια στην Ευρþπη για να βρßσκεται κοντÜ της.
     ΔεδομÝνου του γενικοý αρνητικοý κλßματος στη Ρωσßα για τις πολιτικο-κοινωνικÝς ιδÝες του, η αρνητικÞ κριτικÞ στο μυθιστüρημÜ του ΠατÝρες Και ΠαιδιÜ (1863) στÜθηκε αφορμÞ να φýγει οριστικÜ με πρþτο σταθμü του το ΜπÜντεν-ΜπÜντεν της Γερμανßας, ενþ σýντομα μετακüμισε στο Λονδßνο και τελικÜ, το 1871 Ýγινε μüνιμος κÜτοικος του Παρισιοý λüγω του γαλλογερμανικοý πολÝμου. Εκεß εßδε επιτÝλους μεγÜλη αναγνþριση, καθþς εξελÝγη αντιπρüεδρος του Διεθνοýς Λογοτεχνικοý Συνεδρßου το 1878, ενþ το επüμενο Ýτος του απονεμÞθηκε τιμητικüς τßτλος απü το ΠανεπιστÞμιο της Οξφüρδης. Εκεßνα τα τελευταßα του χρüνια ακüμη κι η Ρωσßα του επεφýλασσε θερμÝς υποδοχÝς üποτε την επισκεπτüταν.



     Εßναι βÝβαιο πως η οικονομικÞ Üνεση τον βοÞθησε να σπουδÜσει στÞν Αγ. Πετροýπολη και στο Βερολßνο, να ταξιδÝψει στο εξωτερικü και να ζÞσει αρκετÜ χρüνια στο Παρßσι κι ασφαλþς να δημοσιεýσει χωρßς προβλÞματα üλα τα Ýργα του. Επßσης εßναι προφανÝς üτι Ýζησε μßα ζωÞ αρκετÜ διαφορετικÞ απü την αυτÞν που Ýζησε ο ΝτοστογιÝφσκι, που, ειρÞσθω εν παρüδω, δεν εßχε ποτÝ καλÝς σχÝσεις. ΑλλÜ ο ΤουργκÝνιεφ βρÝθηκε σε ρÞξη και με τον Üλλον γßγαντα της ΡωσικÞς Λογοτεχνßας, τον Τολστüι. Τη 10ετßα του 1850, Ýγραψε μεταξý Üλλων τα ποιÞματα Μια συνομιλßα κι ΑντρÝι, καθþς και κριτικÜ Üρθρα. Μια προσπÜθειÜ του να διοριστεß καθηγητÞς στο ΠανεπιστÞμιο της Αγßας Πετροýπολης δεν καρποφορεß. ΤελικÜ, αποφασßζει να παραιτηθεß απü τη θÝση του στη δημüσια διοßκηση κι Üρχισε να δημοσιεýει πεζογραφÞματα üπου σκιαγραφεß τον τýπο του Üβουλου διανοουμÝνου.
     Απü τα διηγÞματα αυτÜ, περßφημο Þταν το Ημερολüγιο ενüς περιττοý ανθρþπου, που δημοσιεýεται το 1850. Ο χαρακτηρισμüς αυτüς, του περιττοý ανθρþπου, Ýμεινε παροιμιþδης ως χαρακτηριστικü πολλþν ασÞμαντων, αδýναμων κι Üβουλων διανοουμÝνων, πρωταγωνιστþν των Ýργων του αλλÜ και γενικüτερα της ρωσικÞς λογοτεχνßας. Το 1852 εκδßδεται Ýνας κýκλος διηγημÜτων του με τßτλο Σημειþσεις ενüς κυνηγοý. Στα διηγÞματα αυτÜ περιγρÜφει διÜφορους τýπους γαιοκτημüνων, δουλοπÜροικων καθþς καß σκηνÝς απü τη ρωσικÞ ýπαιθρο. Οι Σημειþσεις ενüς κυνηγοý αφ' ενüς βοÞθησαν τους αναγνþστες των ανþτερων κοινωνικþν τÜσεων να συνειδητοποιÞσουν την ανθρþπινη ποιüτητα των χωρικþν, αφ' ετÝρου συνÝβαλαν στη κοινωνικÞ μεταρρýθμιση που οδÞγησε στην κατÜργηση της δουλοπαροικßας.


                Τα σπßτια, αριστερÜ της Γαλλßας, δεξια το αρχοντικü

     Με το που κυκλοφορεß η 1η Ýκδοση των διηγημÜτων, που προηγουμÝνως εßχανε δημοσιευθεß σε διÜφορα τεýχη του περιοδικοý Σýγχρονος, συλλαμβÜνεται, φυλακßζεται για Ýνα μÞνα στις φυλακÝς της Αγßας Πετροýπολης και καταδικÜζεται σε 18μηνο κατ' οßκον περιορισμü στο ΣπÜσκογιε. Η επßσημη αιτιολογßα για τη τιμωρßα αυτÞ απü τις τσαρικÝς αρχÝς, Þταν μßα νεκρολογßα του για τον Γκüγκολ, που 'χε δημοσιεýσει παραβιÜζοντας τους κανονισμοýς της τσαρικÞς λογοκρισßας. ¼μως η κριτικÞ της δουλοπαροικßας, üπως αυτÞ εκφρÜστηκε στις Σημειþσεις, οπωσδÞποτε σε τüνους χαμηλοýς κι Ýμμεσους, αλλÜ καταφανÞς στις περιγραφÝς της σκληρüτητας των γαιοκτημüνων προς τους χωρικοýς, Þταν ο πραγματικüς κι εμφανÞς λüγος για να υποστεß τη τιμωρßα αυτÞ. Στη διÜρκεια της φυλÜκισÞς του στην Αγßα Πετροýπολη γρÜφει το περßφημο διÞγημÜ του Μουμοý, üπου περιγρÜφει τη σκληρüτητα της δουλοπαροικßας.
    Το 1855 δημοσιεýεται το θεατρικü του Ýργο ¸νας μÞνας στην εξοχÞ, Ýνα πραγματικü αριστοýργημα που δεν ανÝβηκε στο θÝατρο απü επαγγελματικü θßασο μÝχρι το 1872. Πρüκειται για κÜτι το πρωτοφανÝς στο ρωσικü θÝατρο και δεν εκτιμÞθηκε απü το κοινü και τους κριτικοýς παρÜ μüνο μετÜ το 1908, Ýπειτα απü την επιτυχßα των παραστÜσεων των Ýργων του ΤσÝχωφ απü το θÝατρο ΤÝχνης της Μüσχας. Εξαλλου, μüνο μετÜ απü το ανÝβασμÜ του σε σκηνοθεσßα του Κονσταντßν ΣτανισλÜφσκι στο ßδιο θÝατρο το 1909, αναγνωρßστηκε üτι επρüκειτο για Ýνα απü τα σημαντικüτερα Ýργα του ρωσικοý θεÜτρου. Δημοσιεýεται το μυθιστüρημα του ΓιÜκοφ και Πασυνκüφ που εßναι εμφανÝς üτι η συγγραφικÞ τÝχνη του ΤουργκÝνιεφ εξελßσσεται προς συνθετüτερες μορφÝς, üπως αποκαλýπτει η ολοκληρωμÝνη περιγραφÞ των χαρακτÞρων του Ýργου κι η ευαßσθητη αλλÜ απαισιüδοξη απüδοση των αντιξοοτÞτων του Ýρωτα στα διηγÞματÜ του ΦÜουστ και Μια αλληλογραφßα. Με την Þττα της Ρωσßας στον Κριμαúκü Πüλεμο (1854- 1856), η γενιÜ του, "οι Üνθρωποι της 10ετßας του 1840", Üρχισε να θεωρεßται πως ανÞκει στο παρελθüν. Εκδßδεται το μυθιστüρημÜ του Ροýντιν (1856) που διαπνεüταν απü πνεýμα ειρωνικÞς νοσταλγßας για τις αδυναμßες και την αναποτελεσμα­ ικüτητα που Þσαν τüσον Ýκδηλες στη γενιÜ της προη­γοýμενης 10ετßας και το 1858 η συλλογÞ διηγημÜτων του ¢σια.



    Το 1859 εκδßδεται το μυθιστüρημÜ του Η ΦωλιÜ Των Ευγενþν. Σ' αυτü üπως και στο Ροýντιν μο­λονüτι δεν συμπαθοýσε ορισμÝνες απü τις τÜσεις της σκÝψης της νεþτερης ριζοσπαστικÞς γενιÜς που αναδýθηκε μετÜ τον Κριμαúκü Πüλεμο, προσπÜθησε ν' αναπαραστÞσει με βαθιÜ ειλικρßνεια τις θετικÝς φιλο­σοφικÝς αντιλÞψεις των νÝων ανθρþπων, η στÜση των οποßων απÝναντß του, ιδιαßτερα των σημαντικüτερων εκφραστþν των νÝων ιδεþν üπως ο Ν. ΤσερνισÝφσκι κι ο Ν. Ντομπρολιοýμποφ, Þτανε γενικÜ ψυχρÞ üταν δεν Þταν ανοιχτÜ εχθρικÞ. Ο μÜλλον μαλθακüς χαρα­κτÞρας του υφßστατο τη πρüκληση της σθεναρÞς αποφασιστικüτητας των νεþτερων συγχρüνων του, χαρακτηριστικü που υποδÞλωνε τις νÝες επαναστατικÝς διαθÝσεις που ο ΤουργκÝνιεφ δεν αποδεχüταν. Ο φιλελευθερισμüς του μποροýσε ν' αποδεχθεß την ιδÝα των βαθμιαßων αλλαγþν, αλλÜ Þταν αντßθετος προς ριζοσπαστικüτερες αντιλÞψεις, ιδιαßτερα στην ιδÝα της επανÜστασης των χωρικþν. Το 1860 εκδßδεται η νουβÝλα Πρþτη ΑγÜπη, περιÝχει πλÞθος αυτοβιογραφικþν στοιχεßων κι αντανακλÜ τη μεγÜλη εντýπωση που προκÜλεσε στον συγγραφÝα ο ÝρωτÜς του για τη πριγκÞπισσα Ε.Λ. Σαχüφσκαγια, που το 1833 εßχε Ýνα ειδýλλιο με τον πατÝρα του. ¼πως αναφÝρει η Ν.Α. Οστρüφσκαγια στα ΑπομνημoνεýματÜ της, ο ΤουργκÝνιεφ δÞλωσε:

   "Στην Πρþτη ΑγÜπη, απεικüνισα τον πατÝρα μου. Πολλοß με κατηγüρησαν γι' αυτü, και μÜλιστα με κατηγüρησαν για το γεγονüς üτι ποτÝ δεν το Ýκρυψα. Εγþ üμως πιστεýω üτι δεν υπÜρχει κÜτι Üσχημο σ' αυτü. Δεν εßχα λüγους να το κρýψω. Ο πατÝρας μου υπÞρξε πολý ωραßος Üντρας. Και τοýτο μπορþ να το πω, επειδÞ εγþ δεν του μοιÜζω καθüλου, στο πρüσωπο μοιÜζω στη μητÝρα μου. Εκεßνος Þταν πολý ωραßος, με πραγματικÜ ρþσικη ομορφιÜ. ΣυνÞθως το φÝρσιμü του Þτανε ψυχρü, Þταν απρüσιτος, αρκοýσε üμως να θÝλει να γßνει αρεστüς και τüτε στο πρüσωπü του και στους τρüπους του φανερωνüταν κÜτι το ακαταμÜχητα γοητευτικü. ΣυνÞθως αυτü συνÝβαινε με τις γυναßκες που του Üρεσαν".

     Την ßδια χρονιÜ δημοσιεýεται και το μυθιστüρημÜ του Την ΠαραμονÞ, üπου πραγματεýεται τα προβλÞματα που Þλθε αντιμÝτωπη η νεþτερη γενιÜ των διανοουμÝνων απü τις παραμονÝς του Κριμαúκοý ΠολÝμου μÝχρι τις παραμονÝς της χειραφÝτησης των δουλοπÜροικων, μÝσα στο κλßμα των κυοφοροýμενων αλλαγþν. Το 1862 εκδßδεται το μυθιστüρημÜ του ΠατÝρες Και Γιοι, το σπουδαιüτερο Ýργο του σýμφωνα με κÜποιους λογοτεχνικοýς κýκλους üχι üμως και το πιο διÜσημο. ¸πειτα απü τη συνÜντηση του ΤσερνισÝφσκι με τον ΧÝρτσεν, ηγετικÞ φυσιογνωμßα του φιλελευθερισμοý και προσωπικοý φßλου του ΤουργκÝνιεφ, στο Λονδßνο το 1859, η αντιπαρÜθεση ανÜμεσα στη παλαιüτερη και τη νεþτερη γενιÜ των Ρþσων διανοουμÝνων εξελß­χθηκε σε πλÞρη σýγκρουση. ¹ταν φανερü πλÝον üτι δεν μποροýσε να υπÜρξει κανÝνας συμβιβασμüς ανÜμεσα στον φιλελευθερισμü της γενιÜς του και στους επαναστατικοýς πüθους των νεþτερων διανοουμÝνων. Ο ßδιος δεν μποροýσε παρÜ να αισθÜνεται την προσωπικÞ του εμπλοκÞ σε αυτÞ τη ρÞξη. Καρπüς αυτÞς της αßσθησης της προσωπικÞς εμπλοκÞς του εßναι αυτü το μυθιστüρημÜ του, που κατüρθωσε να περιγρÜψει με αξιοσημεßωτη ισορροπßα και σε üλο τους το βÜθος τα ζητÞματα που δßχαζαν τις δυο γενιÝς. Το θαυμαστü σ' αυτü εßναι η απüλυτη κυ­ριαρχßα του ΤουργκÝνιεφ πÜνω στο θÝμα του και η πε­ριγραφÞ üλων των χαρακτÞρων του Ýργου στους ο­ποßους προσÝδωσε τον αυθορμητισμü των πραγματικþν ζωντανþν ανθρþπων.


                                            Η Βιαρντü εν δρÜσει

    ΜετÜ τη σχεδüν ομüφωνα εχθρικÞ υποδοχÞ του Ýργου του απü το σýνολο των ομüτεχνων και της κριτικÞς, βαθιÜ πληγωμÝνος εγκαταλεßπει τη Ρωσßα το 1864. Ταξιδεýει στο ΜπÜντεν-ΜπÜντεν της Γερμανßας üπου διÝμεναν Þδη οι Βιαρντü κι εγκαθßσταται κοντÜ τους. Η ρÞξη του με τον Τολστüι και τον ΝτοστογιÝφσκι, αλλÜ κι η γενικüτερη απομÜκρυνσÞ του απü τους λογοτεχνικοýς κýκλους της Ρωσßας τον οδηγοýνε στην εξορßα με τη πραγματικÞ Ýννοια του üρου, πρÜγμα ιδιαßτερα φανερü και στα διηγÞματÜ του ΦαντÜσματα που δημοσιεýεται αυτÞ τη χρονιÜ, και ΑρκετÜ που κυκλοφüρησε την επüμενη χρονιÜ. Το 1867 εκδßδεται το μυθιστüρημα Καπνüς το μοναδικü της περιüδου αυτÞς, που η πλοκÞ του εκτυλßσσεται στο ΜπÜντεν-ΜπÜντεν και που παρουσιÜζει με σατιρικü πικρü τüνο, σχεδüν σαν καρικατοýρα, τους διανοοýμενους τüσο της ΑριστερÜς üσο και της ΔεξιÜς. Ο Γαλλογερμανικüς Πüλεμος του 1870-1871 αναγκÜζει τους Βιαρντü να εγκαταλεßψουν το ΜπÜντεν-ΜπÜντεν κι ο ΤουργκÝνιεφ τους ακολουθεß στη σýντομη παραμονÞ τους πρþτα στο Λονδßνο και μετÜ στο Παρßσι. ¸νας ανÜλογος αναπροσανατολισμüς σημειþνεται και στις αντιλÞψεις του. Η Üλλοτε φιλογερμανικÞ θÝρμη του σβÞνει κι η θλßψη τονε κυριεýει. Στο Παρßσι της 10ετßας του 1870 αναδεικνýεται σε τιμημÝνο πρεσβευτÞ των ρωσικþν γραμμÜτων και συνδÝεται στενÜ με τη Γεωργßα ΣÜνδη, τον ΓκυστÜβ ΦλωμπÝρ, τους αδελφοýς Γκονκοýρ, τον νεαρü Εμßλ ΖολÜ και τον ΧÝνρυ Τζαßημς, ενþ το 1878 εκλÝγεται αντιπρüεδρος του Διεθνοýς Λογοτεχνικοý Συνεδρßου που συνÞλθε στο Παρßσι και το 1879 τιμÜται απü το ΠανεπιστÞμιο της Οξφüρδης.
    Στη συλλογÞ διηγημÜτων του Οι ΑνοιξιÜτικοι Χεßμαρροι, που δημοσιεýεται το 1872, üπως και σ' üλα τα προηγοýμενα Ýργα του μας δßνει την εικü­να της κουλτοýρας της αριστοκρατßας που αποχωρεß απü το προσκÞνιο της ιστορßας και της κοινωνßας για να τη διαδεχθοýν οι μεσοαστοß κι οι δημοκρÜτες. Μεταξý των Ýργων του ξεχωρßζουν, Το ημερολüγιο ενüς περιττοý ανθρþπου (1850), Τα σημειþματα ενüς κυνηγοý (1852), ΠατÝρες και παιδιÜ (1862), ο Ροýντιν (1856), ο Καπνüς (1867) κι ο Χερσüτοπος (1877). Στα περισσüτερα εξ αυτþν ασχολεßται με κοινωνικÜ και πολιτικÜ ζητÞματα της Ρωσßας, αν και παρακολουθοýσε τις εξελßξεις εκ του μακρüθεν, καθþς και με ζητÞματα των ανθρωπßνων σχÝσεων. ΓενικÜ θεωρεßται πως ενþ η νεολαßα ανταποκρινüτανε θετικÜ στις προσεγγßσεις του, η ρωσικÞ Intelligentsia Þταν αρνητικÞ πολλÝς φορÝς προς αυτÝς. Τα περισσüτερα Ýργα του Ýχουν μεταφραστεß στα ελληνικÜ. ΑνεξαρτÞτως των πολιτικþν τοποθετÞσεων του, που πολλÝς φορÝς δεν εßναι σαφεßς, της ρÞξεþς του με τους μεγÜλους της ΡωσικÞς Λογοτεχνßας, του κοσμοπολιτισμοý του, που δεν συνδυÜζεται πÜντοτε με την ορθÞ γνþση των ρωσικþν πραγμÜτων, ακüμη και του ασταθοýς χαρακτÞρα του, κατατÜσσεται αναμφιβüλως μεταξý των σπουδαßων της παγκüσμιας λογοτεχνßας.


                                                Η μητÝρα του

     Η μητÝρα του ΙβÜν, η ΒαρβÜρα Πετρüβνα, Þτανε τüσο βÜναυση και σκληρÞ, που στη κακßα δεν τη ξεπερνοýσε παρÜ μüνο η δικÞ της μητÝρα, η γιαγιÜ του για την οποßα ο ßδιος διηγοýνταν το ακüλουθο επεισüδιο: Η γιαγιÜ του υπÝφερε απü παρÜλυση στα γερÜματÜ της και περνοýσε το μεγαλýτερο μÝρος του χρüνου της καθηλωμÝνη στη πολυθρüνα. Μια μÝρα θýμωσε τρομερÜ με τον νεαρü υπηρÝτη που τη φρüντιζε κι Üρπαξε Ýνα κοýτσουρο και τονe χτýπησε στο κεφÜλι με τüση δýναμη, που ο μικρüς Ýπεσε αναßσθητος στο πÜτωμα. Το θÝαμα Þταν ιδιαßτερα δυσÜρεστο, οπüτε η ηλικιωμÝνη κυρßα τρÜβηξε το παιδß κοντÜ της, ακοýμπησε το ματωμÝνο κεφÜλι του στη πολυθρüνα της, το σκÝπασε μ' Ýνα μαξιλÜρι του καναπÝ και κÜθισε πÜνω του, þσπου του Ýκοψε την ανÜσα, πιθανüτατα για να πÜψει να την αναστατþνει ο ανÜρμοστος πßδακας του αßματος που ανÜβλυζε απ’ το κεφÜλι του. Η μητÝρα του δεν Þταν καλλßτερη απü τη γιαγιÜ του. ¼ταν αναφερüταν στους υπηρÝτες, τους αποκαλοýσε υποτακτικοýς και τους φερüτανε σαν σκουπßδια Þ και χειρüτερα. Στους υποτακτικοýς απαγüρευε να κÜνουνε παιδιÜ για να μη παραμελοýνε τις υποχρεþσεις τους και τα λßγα βλαστÜρια που παρ' üλ' αυτÜ Ýρχονταν στον κüσμο κατÜ λÜθος, τον εγκατÝλειπαν αμÝσως, αφοý νεογÝννητα ακüμη τα πετοýσε σ' Ýνα λÜκκο με λασπüνερα. Οýτε στους γιους της φερüτανε καλλßτερα. Δεν σταμÜτησε να τους ξυλοφορτþνει μÝχρι που γßνονταν ολüκληροι Üντρες, αλλÜ και στα εγγüνια της φερüταν Üσχημα. ΑγαπημÝνο θýμα της Þταν η εξþγαμη κüρη που εßχε αποκτÞσει ο ΙβÜν με μια μοδßστρα που δοýλευε στο σπßτι τους. Η φιλüστοργη γιαγιÜ βασÜνιζε την εγγονÞ, επωφελοýμενη απü τα συνεχÞ ταξßδια του και συχνÜ διασκÝδαζε ντýνοντÜς τη σαν νεαρÞ δεσποινßδα, με σκοπü να την επιδεικνýει στους καλεσμÝνους της. ¼ταν üμως τους ρωτοýσε με ποιον Ýμοιαζε η μικρÞ κι αυτοß ομüφωνα απαντοýσαν με τον ΙβÜν ΣεργκÝγιεβιτς, τον γιο της, αμÝσως διÝταζε να της βγÜλουνε τα üμορφα ροýχα και να τη στεßλουνε πßσω στη κουζßνα.



     Ο μεγÜλος Ýρωτας της ζωÞς του Þταν η Πωλßν Βιαρντü, γνωστÞ επßσης ως Λα Γκαρσßα, που πρÝπει να Þταν και το αληθινü της üνομα, δεδομÝνου üτι επρüκειτο για Ισπανßδα τσιγγÜνα, τραγουδßστρια της üπερας και χορεýτρια. ¹τανε παντρεμÝνη με τον κýριο Βιαρντü, που Þταν 20 χρüνια μεγαλýτερüς της και που δεν εγκατÝλειψε ποτÝ, οýτε στα 5 χρüνια που αντιστεκüταν στις ερωτικÝς προτÜσεις του ΙβÜν, οýτε üταν τελικÜ τις αποδÝχτηκε. ΑντιθÝτως μÜλιστα, Þταν εκεßνος που χρειÜστηκε να προσαρμοστεß στη κατÜσταση κι εßναι γνωστü πως ζοýσε μαζß με το ζευγÜρι μεγÜλα χρονικÜ διαστÞματα, διατηρþντας αδερφικÝς σχÝσεις με τον Βιαρντü και... συζυγικÝς με τη Γκαρσßα. Η Βιαρντü Þταν Üσχημη, αλλÜ σαγηνευτικÞ γυναßκα, μια πολý ισχυρÞ προσωπικüτητα που δεν της Ýλειπε το ταλÝντο και για την οποßα διαθÝτουμε Ýνα λογοτεχνικü πορτρÝτο φιλοτεχνημÝνο απü τη πÝνα του ποιητÞ ΧÜινε:

   "ΥπÜρχουν στιγμÝς στη γεμÜτη πÜθος εκτÝλεση των ρüλων της, κυρßως üταν ανοßγει διÜπλατα το πελþριο στüμα της με τα αστραφτερÜ κατÜλευκα δüντια και χαμογελÜ τüσο βÜναυσα γλυκÜ και τüσο υπÝροχα σκληρÜ, που Ýχει κανεßς την αßσθηση üτι δεν θ' αργÞσουν να εμφανιστοýν üλα τα τερατþδη φυτÜ και ζþα της Ινδßας και της ΑφρικÞς".


                        Πßνακας του ΡÝπιν πορτραßτο του ΙβÜν το 1874

     Η Βιαρντü στο τÝλος τον απÜτησε με Ýνα ζωγρÜφο, οπüτε η σχÝση τους διακüπηκε, αλλÜ üχι για πÜντα. Προς το τÝλος της ζωÞς του Ýγραφε λιμπρÝτα για τις οπερÝτες που ερμÞνευε κεßνη και μÜλιστα Ýπαιζε σε αυτÝς, Ýρποντας στο πÜτωμα περιτριγυρισμÝνος απü οδαλßσκες, μεταμφιεσμÝνος σε Τοýρκο σουλτÜνο. Η βασßλισσα Βικτüρια απολÜμβανε τις οπερÝτες, αλλÜ επÝκρινε την αναξιοπρÝπεια ενüς τüσο μεγÜλου Üντρα. Τις ßδιες αμφιβολßες συμμεριζüτανε κι ο Τολστüι, αφüτου εßδε τον ΤουργκÝνιεφ να χορεýει κανκÜν με Ýνα δωδεκÜχρονο κοριτσÜκι σε Ýνα κεφÜτο γλÝντι γενεθλßων. Για κεßνη τη βραδιÜ σημεßωνε αυστηρÜ στο ημερολüγιü του: "Ο ΤουργκÝνιεφ…. Το κανκÜν. Θλιβερü". Οι δýο συγγραφεßς εßχαν αρκετÝς διαφορÝς, αλλÜ τους Ýνωνε μßα αρκετÜ δυνατÞ φιλßα. Οι διαφορÝς τους Ýφτασαν στο αποκορýφωμα üταν, μετÜ απü μια Ýντονη συζÞτηση για τον εξευρωπαúσμü Þ üχι της Ρωσßας, ο ΛÝων προκÜλεσε τον ΙβÜν σε μονομαχßα κι απαßτησε να αγωνιστοýν με τουφÝκια. Ο ΤουργκÝνιεφ ζÞτησε συγγνþμη, αλλÜ üταν αργüτερα Üκουσε üτι ο Τολστüι εξακολουθοýσε να τον διαβÜλλει, τον προκÜλεσε κεßνος σε μονομαχßα. ΑνÝβαλλαν üμως την αναμÝτρηση λüγω ενüς ταξιδιοý. Τüτε ζÞτησε συγγνþμη ο Τολστüι και πÝρασαν Ýτσι 17 χρüνια, þσπου στο τÝλος σταμÜτησαν ν' αναβÜλουνε τη μονομαχßα. Την ακυρþσανε και συμφιλιþθηκαν.


                                   Η Πωλßν Βιαρντü - Γκαρσßα

     Δýο βδομÜδες πριν πεθÜνει, ο ΙβÜν παρÞγγειλε απ' τον φßλο του, ΜωπασσÜν, να του φÝρει Ýνα πιστüλι στην επüμενη επßσκεψÞ του. Εßχε καρκßνο στο νωτιαßο μυελü κι υπÝφερε απü φριχτοýς πüνους. ΠÝρασε τις τελευταßες του μÝρες σε παραλÞρημα, αποκαλþντας Λαßδη ΜακβÝδ, τη Πωλßν Βιαρντü και κατηγορþντας την επειδÞ δεν τον παντρεýτηκε. Κι η αλÞθεια εßναι πως τη περιÝγραφε πÜντα τη σχÝση τους με τη φρÜση "ανεπßσημος γÜμος". ¸πεσε σε κþμα, απü το οποßο βγÞκε μüνο για να πει στη Πωλßν: "¸λα πιο κοντÜ… πιο κοντÜ. ¹ρθε η þρα να ποýμε αντßο… üπως οι Ρþσοι τσÜροι… Ιδοý η βασßλισσα των βασιλισσþν. Πüσα καλÜ Ýχει κÜνει". Ο ΙβÜν ΤουργκÝνιεφ πÝθανε στις 3 ΣεπτÝμβρη 1883, σε ηλικßα 64 ετþν, στο ΜπουζιβÜλ κοντÜ στο Παρßσι κι η ταφÞ του Ýγινε στο νεκροταφεßο Βüλκοβο της Αγßας Πετροýπολης. Η Βιαρντü εßπε γι' αυτüν: "¹ταν ο πιο θλιμμÝνος Üνθρωπος του κüσμου".



ΕΡΓΑ:

   * Το Ýργο του ΙβÜν ΣεργκÝγιεβιτς ΤουργκÝνιεφ διακρßνεται απü κεßνο των διασημüτερων ομοτÝχνων του για την σκüπιμη Ýλλειψη υπερβολÞς, την ισορρο­πßα στη φüρμα και την ιδιαßτερη φροντßδα του για την αισθητικÞ μορφÞ του. Αν διÝφερε απü τους μεγÜλους συγ­ χρüνους του, τον ΝτοστογιÝφσκι και τον Τολστüι, ως προς το μÝγεθος του Ýργου του, διÝφερε και κατÜ το üτι πßστευε πως η λογοτεχνßα δεν θα Ýπρεπε να δßνει απαντÞσεις στα ερωτηματικÜ της ζωÞς. ΣυνÝθετε τα μυθιστορÞματÜ του βÜσει μιας απλÞς φüρμας, που μονα­δικüς σκοπüς της Þταν να φωτßσει τον χαρα­κτÞρα και το πεπρωμÝνο μßας μüνο μορφÞς, του Þρωα Þ της ηρωßδας του. Η αξßα των ηρþων του Ýγκειται κυ­ρßως üτι αποτελοýν λεπτομερÞ, επιδÝξια κοι­ νωνιοψυχολογικÜ πορτραßτα. Η σημαντικüτερη απü τις τεχνικÝς του μεθüδους Þταν η περιγραφÞ των συνε­πειþν που προκαλεß η εßσοδος ενüς νÝου προσþπου σ' Ýνα μικρü κοινωνικü κýκλο που με τη σειρÜ του ελÝγχει τον νεοφερμÝνο κυρßως μες απü τη σχÝση του με την ηρωßδα, που πÜντα ανÞκει στο χþρο του μυθιστορÞματος. ΠαρÜ τις διαφαινüμενες προοπτικÝς ευτυχßας των ηρþων του, στο τÝλος η σχÝση οδηγεßται πÜντα στη καταστροφÞ. Η φÞμη του επισκιÜστηκε απü κεßνη των Üλλων δυο μεγÜλων, üμως η διαýγεια, η αβρüτητα και κυρßως η εξαιρετικÞ του αßσθηση πως το πραγματικÜ ωραßο εßναι πολýτιμο για τη ζωÞ, προσδßδουνε στα Ýργα του μαγικÞ γοητεßα που παραμÝνει αλþβητη στη δοκιμασßα του χρüνου.



   * Στην αυτοβιογραφικÞ του νουβÝλα, Η Πρþτη ΑγÜπη, περιγρÜφει το δικü του πρþτο Ýρωτα και τη σχÝση του πατÝρα του με το ερþμενο πρüσωπο. Με μια γρÞγορη ματιÜ το βιβλßο Ýχει üλα τα χαρακτηριστικÜ του ρομαντικοý Ýρωτα: η Ýντονη παρουσßα της φýσης, το μοτßβο του ανεκπλÞρωτου Ýρωτα, τα Ýντονα αισθÞματα ζÞλιας και φυσικÜ το θÜνατο. Ο ΙβÜν εδþ αντßθετα με τα λοιπÜ παρüμοια κεßμενα, μοιÜζει σα να βρßσκεται Ýνα βÞμα μετÜ το θÜνατο του ΒÝρθερου, του Γκαßτε. Μας δεßχνει την οπτικÞ του Ýρωτα μετÜ τη πτþση, μετÜ τη τυχαßα στιγμÞ. Σ´αυτü, ο θÜνατος επÝρχεται, κατÜ το δοκοýν, αλλÜ αυτÞ τη φορÜ üχι στον ßδιο τον Þρωα, ο θÜνατος επÝρχεται στους πραγματικοýς εραστÝς της νουβÝλας, στους οποßους πÜντως σßγουρα δεν ανÞκει ο Βλαντιμßρ Πετρüβιτς, αφοý στην ουσßα ο ÝρωτÜς του εßναι μιμητικüς (μιμεßται τον Ýρωτα του πατÝρα του για τη ΖηναÀδα). Η ιστορßα προχωρεß, λαμβÜνοντας ως αφορμÞ, μια συζÞτηση μεταξý ανδρþν για τον πρþτο Ýρωτα, κÜτι που μας παραπÝμπει ευθýς αμÝσως στο πλατωνικü  Συμπüσιο.
     Αν και Ρþσος, Ýχει φýγει απü τη Ρωσßα κι Ýχει γνωρßσει τη ρομαντικÞ παρÜδοση που κρατÜ απü το ιπποτικü μυθιστüρημα του 17ου αι., που την ενσωματþνει, τεχνηÝντως, μ' Ýνα τρüπο που δεν παýει ν' απαντÜ στην ιδιαßτερη πατρßδα του. Η ιστορßα της τÝχνης, εßναι μια ιστορßα γεμÜτη απü αντιθÝσεις. Το εκÜστοτε καλλιτεχνικü ρεýμα στÝκεται απÝναντι στο Üλλο επιβεβαιþνοντας ταυτüχρονα τον εαυτü του και την ετερüτητÜ του. Η διαμÜχη που μαßνεται στην εποχÞ του, εßναι του ρομαντισμοý με τον κλασσικισμü. Χωρßς ποτÝ να επιλÝγει ξεκÜθαρα ανÜμεσα στα δýο, φαßνεται να κατανοεß την αντßθεση των δýο αυτþν ρευμÜτων, αξιοποιþντας πüτε το Ýνα και πüτε το Üλλο. Ενþ αρχικÜ υιοθετεß τη θεματικÞ του ρομαντισμοý κρατÜ κÜποια απüσταση απü τα παραδοσιακÜ κλισÝ. Το ζενßθ της αντßθεσης Ýγκειται στον τρüπο που συνδυÜζεται η φüρμα με το περιεχüμενο. Ο ΤουργκÝνιεφ üμως, με ρομαντικÞ θεματικÞ, σκüπιμα αποφεýγει τις εκφραστικÝς υπερβολÝς, δßνοντας, αντßθετα, σημασßα στη συμμετρßα, στην ισορροπßα της φüρμας και στην αισθητικÞ μορφÞ.
     Σε αντßθεση με τα ψυχογραφικÜ πορτραßτα του ΝτοστογιÝφσκι, χρωματßζει με ψυχρÜ χρþματα μια ολüκληρη εποχÞ, δημιουργþντας μια αντßστιξη ανÜμεσα στην αισθητικÞ του πραγματικÜ ωραßου της ζωÞς και την ασχÞμια που Ýρχεται ν' αποκαλýψει η λογοτεχνικÞ αλÞθεια. Δεν εßναι τυχαßο üτι ο ΜπÝκετ εμπνÝεται απü τη νουβÝλα και γρÜφει τη δικÞ του πρþτη αγÜπη. ΚοινÜ σημεßα με τη νουβÝλα του ΤουργκÝνιεφ δε βρßσκουμε τüσο στο ýφος, üσο στη θεματικÞ (Ýρωτας, θÜνατος, σχÝση με πατÝρα, ζÞλεια, διαμεσολαβημÝνη ερωτικÞ εμπειρßα).

     ΜελÝτη ¸ργων Μεταξý ΤουργκÝνιεφ-ΚονδυλÜκη "Πρþτη ΑγÜπη"  του ΜπÜμπη ΔερμιτζÜκη, απü το ΛÝξημα



   * Λßγες φορÝς Ýχει καταφÝρει Ýνα μυθιστüρημα να γßνει επßκεντρο σφοδρþν συγκροýσεων κι αντιπαραθÝσεων, üχι μüνο λογοτεχνικþν αλλÜ και πολιτικþν- ιδεολογικþν. Το ΠατÝρες Και Γιοι (1862) ανÞκει σ' αυτÞ τη σπÜνια κατηγορßα γιατß κατüρθωσε να προκαλÝσει σÜλο την εποχÞ που εκδüθηκε αναστατþνοντας και διχÜζοντας τον πνευματικü κüσμο της Ρωσßας εξαιτßας των κοινωνικþν και πολιτικþν ζητημÜτων που Ýθετε με τρüπο επεßγοντα κι επιτακτικü. Με το κορυφαßο του αυτü μυθιστüρημα, ο ΤουργκÝνιεφ, φιλοδυτικüς ο ßδιος, μßλησε για το χÜσμα των γενεþν κι ανÝδειξε συγχρüνως, με τρüπο μοναδικü την ανελÝητη σýγκρουση μεταξý φιλελεýθερων και ριζοσπαστþν επιχειρþντας να χαρτογραφÞσει εξüχως διεισδυτικÜ τις αντιφÜσεις και τις παλινωδßες των μεν και των δε, που λßγο μετÜ οδÞγησαν στην Ýκρηξη της ρωσικÞς επανÜστασης.
     Η Ρωσßα την επüμενη της κατÜργηση της δουλειας: Οι πατÝρες: σπλαχνικοß, λßγο κουρασμÝνοι, σκεφτικοß, αλλÜ και πεπεισμÝνοι üτι μια γερÞ δüση αγγλικοý φιλελευθερισμοý θα λýσει τα προβλÞματα μιας χþρας που εßναι ακüμη φεουδαρχικÞ. Οι γιοß: μελαγχολικοß, πικραμÝνοι, πρüωρα απογοητευμÝνοι, που μισοýν κÜθε ιδÝα μεταρρýθμισης, που πιστεýουν μüνο στην Üρνηση, στο ξεκαθÜρισμα, στη καταστροφÞ οποιασδÞποτε τÜξης. Σαν ¢μλετ πριν απü την επανÜσταση, ο ΜπαζÜροφ προχωρÜ πÝρα απü Ýνα πα­ρÜλογο θÜνατο, η υστεροφημßα του μετεωρßζεται ανÜμεσα στους δαßμονες του ΝτοστογÝφσκι και στους μπολσεβßκους του 1917. Το αριστοýργημα του ΤουργκÝνιεφ για τη σýγκρουση των γενεþν μοιÜζει τüσο φρÝσκο, ειλικρινÝς και συναρπαστικü üσο Þταν για τους αναγνþστες που πρþτοι Þρθαν καταπρüσωπο με τον διÜσημο ÞρωÜ του. Η αμφιλεγüμενη απεικüνιση του ΜπαζÜροφ, του μηδενιστÞ Þ καινοýργιου ανθρþπου, σüκαρε τη ρωσικÞ κοι­νωνßα üταν το μυθιστüρημα δημοσιεýτηκε το 1862. Η εικüνα της ανθρωπüτητας, που χÜρη στην επιστÞμη απελευθερþνεται απü παμπÜλαιες συμβÜσεις και προκαταλÞ­ψεις, μπορεß να αποβεß απειλητικÞ για οποιουσδÞποτε πολιτικοýς Þ θρησκευτικοýς θεσμοýς κι εßναι ιδιαßτερα δραστικÞ στις μÝρες μας.



     Ο ΤουργκÝνιεφ υπÞρξε μετριοπαθÞς, φιλελεýθερος, εχθρüς απÝναντι σ' üλες τις πßστεις που κÜνουνε τους ανθρþπους να χÜνουνε τη λογικÞ και την Ýννοια του μÝτρου. ºσως να νüμισε üτι με αυτü θα ξüρκιζε τις πιο αγωνιþδεις προαισθÞσεις του, εξημερþνοντÜς τες στην αγκαλιÜ της οικεßας του ρωσικÞς φýσης, με μια κλασσικÞ μυθιστορηματικÞ δομÞ τýπου Ποýσκιν -üπως την εßχε επεξεργαστεß για να συνδÝσει τον νÝο ρεαλισμü με την αρμονικÞ σýλληψÞ του για τη τÝχνη. Τα πÜθη που το βιβλßο του αποδÝσμευσε στους συγχρüνους του γκρÝμισαν τις εýθραυστες ÜμυνÝς του· γι' αυτü το λüγο κι οδηγÞθηκε σε μεγÜλη απüγνωση. Σ' εμÜς πÜλι, üλη η ομορ­φιÜ που εκπÝμπει το βιβλßο, βρßσκεται στην ανησυχητικÞ δυσαρμονßα του πλαισßου και του μηνýματος, στην Ýνταση που επιβÜλλει αυτü το εκρηκτικü φορτßο που οι αλυσιδωτÝς αναφλÝξεις θα αντηχÞσουνε σ' üλο τον κüσμο.
     ΠÝτρα του σκανδÜλου στÜθηκε ο ΜπαζÜροφ, κεντρικüς χαρακτÞρας του βιβλßου και μετÝπειτα δεσπüζουσα, εμβληματικÞ μορφÞ ολüκληρης της ρþσικης λογοτεχνßας. ΥπÝρμαχος των θετικþν επιστημþν, θιασþτης του Üκρατου εμπειρισμοý και του ωφελιμισμοý, ο ΜπαζÜροφ, φοιτητÞς της ιατρικÞς, σκανδαλßζει τον περßγυρü του και χαρακτηρßζεται νιχιλιστÞς. Απορρßπτει με πÜθος παρωχημÝνες αξßες κι ιδανικÜ, δεν πιστεýει τßποτα και διακηρýσσει απερßφραστα τις αρχÝς του. Διεκδικεß μιαν ελευθερßα Üνευ üρων και δε διστÜζει να προπαγανδßσει τη σýγκρουση και τη καταστροφÞ. Μοναχικüς, δυσπροσÜρμοστος, αλαζονικüς, μετακινεßται συνεχþς απü τüπο σε τüπο σε μια διαρκÞ προσπÜθεια να ξορκßσει την ανßα του. Η υποτιθÝμενη ανωτερüτητα των ιδεþν του κÜνει ενßοτε το φÝρσιμü του επηρμÝνο και περιφρονητικü απÝναντι σ' üσους τον αμφισβητοýν. Οι βεβαιüτητÝς του εßναι ακλüνητες και τις υπερασπßζεται σθεναρÜ κι ανυποχþρητα. ΑπεχθÜνεται την υπερβολÞ του συναισθÞματος και την αμετροÝπεια του λυρισμοý, απορρßπτει κÜθε μορφÞς ιδεαλισμü κι εßναι φανατικÜ υπÝρμαχος ενüς αδιαπραγμÜτευτου, ακραßου υλισμοý. Συγχρüνως ευαγγελßζεται μιαν Üλλη κοινωνßα, απαλλαγμÝνη üχι μüνο απü την αριστοκρατßα αλλÜ κι απü κεßνους τους καταπιεσμÝνους που δεν διαθÝτουν ισχυρÞ ταξικÞ συνεßδηση, ικανÞ να τους οδηγÞσει στην αποτßναξη του ζυγοý. Σα γνÞσιος μηδενιστÞς, μιλÜ με ωμüτητα Þ γßνεται κυνικÜ ψυχρüς κι εßρων αλλÜ δεν παýει να διαθÝτει και κÜποιες απροσδüκητες σπßθες απροσποßητης ζεστασιÜς και χιοýμορ, που τον καθιστοýνε κατÜ καιροýς συμπαθÞ κι ανθρþπινο.
     Εκτüς üμως απü τον ΜπαζÜροφ που εßναι ο αδιαμφισβÞτητος πρωταγωνιστÞς, υπÜρχει κι Ýνας ακüμη εκπρüσωπος της νÝας γενιÜς των γιων. Πρüκειται για το νεαρü ΑρκÜντι, που ξεκινÜ σα φßλος, ομοúδεÜτης και συνοδοιπüρος του που στο πρüσωπü του βλÝπει Ýνα μÝντορα, αλλÜ στο τÝλος διαφοροποιεßται και συνειδητÜ απομακρýνεται απü το μηδενιστικü üραμα. Ο ΑρκÜντι διαθÝτει αθωüτητα και καλωσýνη, διαπνÝεται απü θετικÜ συναισθÞματα και δυσκολεýεται να αναγνωρßσει αντιπÜλους Þ ανταγωνιστÝς πÜνω στα πρüσωπα των Üλλων. Δεν μπορεß, λοιπüν, να ακολουθÞσει το μισαλλüδοξο και μηδενιστικü πρüγραμμα του ΜπαζÜροφ εξαιτßας της εγγενοýς φιλüτητας, που τον χαρακτηρßζει. ¢λλωστε μολονüτι νιþθει Üβολα κι αμÞχανα κατÜ καιροýς στη συναναστροφÞ με το γονιü του, δεν παýει ν αγαπÜ με ζÝση τον πατÝρα του και του εßναι εντελþς αδýνατο να τονε θεωρÞσει Ýνοχο κι υπüλογο, μüνο και μüνο επειδÞ ανÞκει σε Üλλη γενιÜ.


(Η σýνταξη του λογοτεχνικοý περιοδικοý Sovremennik : Ivan Gontcharov, Ivan Tourgeniev, Léon Tolstoy, Dmitry Vassilievich Grigorovich, Alexandre Vassilievich Drujinin. ¼ταν ο Tolstoy Þταν ακüμη αξιωματικüς του ΤσÜρου (φωτο με στολÞ), ο ΙβÜν τον εßχε δεχτεß και τον εßχε συμβουλÝψει να παραιτηθεß απü το στρατü και ν' αφοσιωθεß στο γρÜψιμο. Κι οι 2 με τα γραπτÜ τους κατaγγεßλανε τη δουλοπαροικßα, παßρνοντας το μÝρος των απλþν χωρικþν. Το 1860 που 'γραφε τη Πρþτη ΑγÜπη, μοιρÜσε τη γη του με τους μουζßκους που ανÞκαν στα κτηματÜ του, ενþ ο Tolstoy, στη διαθÞκη του, Üφησε üλη του τη περιουσßα στο "δοκιμαζüμενο λαü".)

     
ΑλλÜ οι δυο νÝοι διαφÝρουνε και σ' ü,τι Ýχει να κÜνει με την αγÜπη. Ο ΜπαζÜροφ συναντÜ την Üρνηση, üταν εξομολογεßται τον ÝρωτÜ του στη γοητευτικÞ Οντιτσüβα, που τη νιþθει πνευματικÜ συγγενÞ καθþς εßναι κι αυτÞ υπÝρμαχος ενüς παρüμοιου υλισμοý με το δικü του. Αντßθετα, ο ΑρκÜντι βρßσκει θερμÞ ανταπüκριση στην αθþα ΚÜτια, που μοιρÜζεται μαζß του τον ßδιο ενθουσιασμü κι εßναι Ýτοιμη να τον ακολουθÞσει. Ο ψυχρüς ΜπαζÜροφ προσχωρεß στον Ýρωτα παθιασμÝνος αλλÜ ανÝτοιμος και συντρßβεται απü το βÜρος μιας αναπÜντεχης απüρριψης. ΜετÜ απ' αυτü, η ζωÞ του ακολουθεß μια θλιβερÞ και φθßνουσα πορεßα, που καταλÞγει στην αρρþστια και το θÜνατο. Εντελþς ανακüλουθος με τις θεωρßες του, πÝφτει στη παγßδα εκεßνων ακριβþς των συναισθημÜτων, που νüμιζε πως δεν τον αγγßζανε και δεν τον αφοροýσαν. Η ερωτικÞ του παραφορÜ αλλÜ κι η ζÝση που δεßχνει για την υπερÜσπιση των ανατρεπτικþν πολιτικþν του θÝσεων δεν μποροýν παρÜ να τοποθετÞσουν αυτüν το δηλωμÝνο υλιστÞ και πολÝμιο κÜθε ιδεαλισμοý, στο πÜνθεον των ρομαντικþν ηρþων, πρÜγμα που ο ßδιος θα απεýχονταν με σφοδρüτητα.
     ¼σο για τους πατÝρες, αυτοß διαγρÜφονται με συμπαθητικÜ χρþματα κι εßναι γενικÜ καλüβολοι και καλοπροαßρετοι. Ο πατÝρας του ΑρκÜντι, αν κι αριστοκρÜτης, προσπαθεß με τον τρüπο του να προÜγει τις μεταρρυθμßσεις σε üφελος των πρþην δουλοπÜροικων που εργÜζονται στα κτÞματÜ του κι εμφορεßται απü φιλοδυτικÝς ιδÝες πρüοδου κι εκδημοκρατισμοý, μολονüτι ανÞκει στην Üρχουσα τÜξη. Εßναι επßσης ανθρωπιστÞς και διαπνÝεται απü Ýν αυστηρü περß δικαßου αßσθημα, που δεν του επιτρÝπει ν' ανÝχεται την αδικßα, ιδßως τη προερχüμενη απü τη τÜξη του. ¸χει μεταδþσει στον ΑρκÜντι τη δικÞ του αγÜπη για τη φýση και τη τÝχνη κι Ýχει καταφÝρει να εμπνεýσει στο γιο του πßστη κι αφοσßωση στο ανθρωπιστικü üραμα, που ο ßδιος πρεσβεýει.
     Ο πατÝρας του ΜπαζÜροφ μοιÜζει να ενσαρκþνει το μεγαλεßο της περßφημης σλÜβικης ψυχÞς κι εßναι αρχετυπικüς Ρþσος, που βρßσκει το νüημα της ζωÞς στην ορθοδοξßα και τη πατρßδα. ΓÞινος, ανεπιτÞδευτος, εγκÜρδιος και μεγαλüθυμος λειτουργεß σε αρμονßα με τη φýση και διαπνÝεται απü πρωτογενÞ ανεπεξÝργαστη καλοσýνη, που πλημμυρßζει και νοηματοδοτεß ολüκληρη την ýπαρξÞ του. Ο μικρüς ανÝχεται μετÜ πολλþν βασÜνων την απελπισμÝνη αγÜπη και τα διαχυτικÜ φερσßματα των δικþν του ενþ ο ßδιος εμφανßζεται σχεδüν ψυχρüς απÝναντß τους. ΠÜντως, απü την Ýκβαση του μυθιστορÞματος καταλαβαßνουμε πως ο ΤουργκÝνιεφ προκρßνει τη συνεννüηση και τη μετριοπÜθεια μεταξý των γενεþν θεωρþντας μÜταιη τη σýγκρουση. Οι γιοι θα γßνουνε κι αυτοß με τη σειρÜ τους πατÝρες, τα ιδανικÜ που αξßζει να ζÞσουνε θα σωθοýνε και με αγÜπη θα μεταλαμπαδευτοýνε στους επüμενους, η σκυταλοδρομßα θα συνεχιστεß επ' Üπειρον.
     Οι φιλοδυτικοß-φιλελεýθεροι, ταυτισμÝνοι με το ýφος και το Þθος των πατÝρων, εßδανε πÜνω στον ΜπαζÜροφ üλα τα κραυγαλÝα ελαττþματα των ορκισμÝνων ριζοσπαστþν-επαναστατþν αλλÜ και δυσφüρησαν με το ανÜλαφρο, ενßοτε κωμικü-σαρκαστικü ýφος του συγγραφÝα απÝναντι σε δικÝς τους συμπεριφορÝς και νοοτροπßες. Οι ριζοσπÜστες που λßγο-πολý ταυτßστηκαν με τον ΜπαζÜροφ κι αναγνþρισαν πÜνω του τον εαυτü τους Ýνιωσαν προσβεβλημÝνοι απü τον αμφιλεγüμενο τρüπο που σκιαγραφÞθηκε η προσωπικüτητα του κεντρικοý (αντι;)Þρωα. Οι νÝοι, οι γιοι, αγανÜκτησαν με τον μονοκüμματο, τραχý ΜπαζÜροφ, που κλÞθηκε να τους αντιπροσωπεýσει δßνοντας φωνÞ στη γενιÜ τους. Παρομοßως, οι σλαβüφιλοι δυσαρεστÞθηκαν θεωρþντας τον ΜπαζÜροφ Üτυπα ταγμÝνο στο δικü τους στρατüπεδο. Ο ΤουργκÝνιεφ βρÝθηκε στη δßνη ενüς φοβεροý κυκλþνα δεχüμενος διασταυροýμενα πυρÜ απü παλιοýς και νÝους, συντηρητικοýς και προοδευτικοýς, ευρωπαúστÝς και μη. ΜετÜ απ' αυτü, αποφÜσισε να εγκαταλεßψει τη Ρωσßα. Παραδüξως, μüνον ο ΝτοστογιÝφσκι μßλησε θετικÜ υποστηρßζοντας τον ΤουργκÝνιεφ, παρÜ την ιδεολογικÞ αντßθεση και την πÜγια σλαβοφιλßα του. ¸τσι, το βιβλßο πÝρασε στην ιστορßα κι αποτελεß μÝχρι σÞμερα αξεπÝραστο σημεßο αναφορÜς κι ασýγκριτο λογοτεχνικü Ýργο υψηλÞς αισθητικÞς.

      *  ΜετÜ την αποτυχßα του να καταλÜβει μια θÝση καθηγητÞ στο πανεπιστÞμιο της Αγßας Πετροýπολης και παραιτοýμενος απü τις κυβερνητικÝς υποχρεþσεις του Üρχισε να δημοσιεýει σýντομα Ýργα πρüζας. ¹ταν μελÝτες με θÝμα τον Üβουλο κι αδýναμο διανοοýμενο χωρßς θÝληση, τυπικÝς της δικÞς του γενιÜς. Η πλÝον διÜσημη Þταν η νουβÝλα του Το Ημερολüγιο Ενüς Περιττοý Ανθρþπου (1850), που προσÝδιδε το επßθετο περιττüς σε τüσο πολλοýς παρüμοιους με τον ÞρωÜ του ανθρþπους με α­δýναμη θÝληση, πνευματικοýς πρωταγωνιστÝς στα Ýργα του και στη ρωσικÞ λογοτεχνßα γενικüτερα. Ταυτüχρονα δοκßμασε να γρÜψει και κÜποια θεα­τρικÜ Ýργα üπως το ¸νας Φτωχüς Κýριος (1848) μιμοýμενος προφανþς το ýφος του παλαιüτερου του Νικο­λÜι Γκüγκολ (1809-1852). ¸να απü αυτÜ, το ΓεροντοπαλλÞκαρο (1849), εßναι το μüνο που ανÝβηκε στη σκη­νÞ ενüσω ο συγγραφÝας ακüμα ζοýσε, ενþ τα υπüλοι­ πα απορρßφθηκαν απü τη τσαρικÞ λογοκρισßα. Το ¸­νας ΜÞνας Στην ΕξοχÞ γραμμÝνο το 1855 ανÝβηκε για πρþτη φορÜ το 1872. Η αναγνþρισÞ του απü τους κρι­τικοýς και τους θεατÝς, ως μεγÜλου θεατρικοý συγ­γραφÝα, Þρθε μετÜ την επιτυχßα των θεατρικþν Ýργων του ΤσÝχωφ στο θÝατρο ΤÝχνης της Μüσχας και με την ενεργü ανÜμειξη του Κ. ΣτανισλÜφσκι το 1909.

¢λλα ¸ργα:

     Εδþ θα βρεßτε μια κριτικÞ του φßλου ΜπÜμπη ΔερμιτζÜκη για βιβλßο και ταινßα, του ΤουργκÝνιεφ με τßτλο: ¢σια

    Εδþ θα βρεßτε μια κριτικÞ του ßδιου για Πρþτη ΑγÜπη και ΑντσÜρ:

    Εδþ του ßδιου για το Ημερολüγιο Ενüς Περιττοý Ανθρþπου:

Η Ερρικα Μπßγιου διαβÜζει 4 ποιÞματα του ΙβÜν ΤουργκÝνιεφ σε μετφ. στα ελληνικÜ της Ευγενßας ΚριτσÝφσκαγια

ΜυθιστορÞματα
1857 - Μια φωλιÜ ευγενþν (Дворянское Гнездо)
1860 - Τη παραμονÞ (Накануне)
1862 - ΠατÝρες και γιοß (Отцы и Дети)
1867 - Ο καπνüς (Дым)
1877 - Χερσüτοπος (Новь)

ΔιηγÞματα - ΝουβÝλες
1850 - «Το ημερολüγιο ενüς περιττοý ανθρþπου» (Дневник Лишнего Человека)
1852 - «ΑφηγÞσεις ενüς κυνηγοý» (Записки Охотника)
1854 - «Μουμοý» (Муму)
1855 - «Το ραντεβοý κι ο ΙÜκωβος ΠÜσιγκοφ» (Яков Пасынков)
1856 - «ΦÜουστ: ιστορßα σε εννÝα επιστολÝς» (Фауст)
1858 - «¢σια» (Aся)
1860 - «Πρþτη αγÜπη» (Первая любовь)
1870 - «Ο βασιλιÜς Ληρ της στÝππας» (Степной король Лир)
1872 - «ΑνοιξιÜτικοι χεßμαρροι» (Вешние Воды)
1881 - «Το τραγοýδι του Ýρωτα θριαμβευτÞ» (Песнь Торжествующей Любви)
1882 - «ΚλÜρα Μßλιτς» (Клара Милич)

ΘεατρικÜ Ýργα
1843 - «ΑφηρημÜδα» (Неосторожность)
1851 - «Η επαρχιþτισσα» (Провинциалка)
1847 - «¼που εßναι αραχνοûφασμÝνο, εκεß σχßζεται» (Где тонко, там и рвется)
1849/1856 - (Завтрак у предводителя)
1850/1851 - «Συνομιλßα στον μεγÜλο δρüμο» (Разговор на большой дороге)
1846/1852 - «Ο απÝνταρος» (Безденежье)
1857/1862 - «Οικογενειακü βÜρος» (Нахлебник)
1872 - «¸νας μÞνας στην εξοχÞ» (Месяц в деревне)
1882 - «¸να απüγευμα στο ΣορρÝντο» (Вечер в Сорренто)

ΕλληνικÝς μεταφρÜσεις
Ροýντιν : Ζ.ΝÜσιουτζικ (ΠΛΕΘΡΟΝ)
Μια φωλιÜ ευγενþν : Μ.Δημητρßου (ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ)
Τις παραμονÝς : Ζ.ΝÜσιουτζικ (ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ)
ΠατÝρες και παιδιÜ : Α.Σαραντüπουλος (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Καπνüς : ¢ρης ΑλεξÜνδρου (ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Σημειþσεις ενüς κυνηγοý : Α.Σαραντüπουλος (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Πρþτη αγÜπη : ΓιÜννης ΜαγκλÞς (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
ΑνοιξιÜτικες μπüρες : Γ.Καραβασßλης (ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
¸νας μÞνας στην εξοχÞ : ΑλÝξης Σολομüς (ΔΩΔΩΝΗ)
¢σια (η γλυκιÜ ¢ννα) : Λεωνßδας ΚαρατζÜς (ΕΡΑΤΩ)


                                                 Η κηδεßα του

      Την επομÝνη του θανÜτου του, ο ΓÜλλος συγγραφÝας και φßλος του Γκυ Ντε ΜωπασσÜν, Ýγραψε νεκρολογßα γι' αυτüν που δημοσιεýτηκε στην εφημερßδα Le Gaulois στις 5 ΣεπτÝμβρη 1883, που παρατßθεται παρακÜτω:

    Ο μεγÜλος Ρþσος μυθιστοριογρÜφος, ΙβÜν ΤουργκÝνιεφ, που διακÞρυττε τη Γαλλßα ως πατρßδα του, μüλις απεβßωσε μετÜ απü Ýνα μÞνα τρομακτικÞς αγωνßας. ¹ταν Ýνας απü τους πιο αξιοσημεßωτους συγγραφεßς του αιþνα μας και ταυτüχρονα Ýνας Üνθρωπος απ' τους πιο Ýντιμους, ειλικρινεßς, ευθεßς κι αφοσιωμÝνους που θα μποροýσαμε ποτÝ να γνωρßσουμε. Η μετριοφροσýνη του Üγγιζε τα üρια της ταπεινüτητας. Δεν Þθελε καθüλου να μιλÜνε γι' αυτüν στις εφημερßδες και δεν Þταν λßγες οι φορÝς που εγκωμιαστικÜ Üρθρα για το πρüσωπü του τον πλÞγωναν τüσο πολý σα να επρüκειτο για προσβολÝς. Κι αυτü, γιατß δεν αποδεχüτανε, πÝρα απü τη δημοσßευση του λογοτεχνικοý Ýργου του, τη κυκλοφορßα οποιουδÞποτε κειμÝνου σχετικÜ με τη προσωπικÞ του ζωÞ. ΜÝχρι κι η κριτικÞ των Ýργων τÝχνης του Ýμοιαζε ως απüλυτη αμετροÝπεια. ¼ταν πÜλι κÜποιος δημοσιογρÜφος τýχαινε σε Üρθρο σχετικü με κÜποιο απ' τα βιβλßα του ν' αναφÝρει κι ορισμÝνεςπληροφορßες για τον ßδιο Þ και τη ζωÞ του, ο ΙβÜν φανÝρωνε üχι μüνο την ενüχλησÞ του αλλÜ και τη ντροπÞ που Ýνιωθε ως συγγραφÝας κι Üνθρωπος στου οποßου το λεξιλüγιο η μετριοφροσýνη Þτανε συνþνυμη της σεμνüτητας.
     ΣÞμερα, με αφορμÞ το θÜνατü του, θα 'θελα να ποýμε λßγα περισσüτερα πρÜγματα για το ποιος Þταν αυτüς ο σημαντικüς Üνθρωπος. Η πρþτη φορÜ, λοιπüν, που αντßκρυσα τον ΙβÜν ΤουργκÝνιεφ Þτανε στο σπßτι του ΓκυστÜβ ΦλωμπÝρ. Η πüρτα Üνοιξε. ¸νας γßγαντας εμφανßστηκε, Ýνας ασημοκÝφαλος γßγαντας, üπως λÝμε στα παραμýθια. Εßχε μακριÜ λευκÜ μαλλιÜ, παχιÜ λευκÜ φρýδια, τερÜστια λευκÞ γενειÜδα και μÝσα σ’üλην αυτÞ την ασημÝνια αστραφτερÞ λευκüτητα που ακτινοβολοýσε, Ýβλεπες το πρüσωπü του. ¸να πρüσωπο καλοσυνÜτο κι Þρεμο με ελαφρþς Ýντονα χαρακτηριστικÜ. ¸να πρüσωπο σα παρακλÜδι ενüς ποταμοý, που ξεχειλßζουνε τα κýματÜ του Þ ακüμη καλλßτερα, Ýνα πρüσωπο σαν αυτü του Αιþνιου ΠατÝρα. ¹ταν Ýνας Üντρας πολý ψηλüς, μεγαλüσωμος, γεμÜτος αλλÜ üχι χοντρüς. Οι κινÞσεις αυτοý του κολοσσοý üμως Þταν σαν τις κινÞσεις ενüς μικροý παιδιοý, ντροπαλÝς και συγκρατημÝνες. Η φωνÞ του Þτανε γλυκιÜ, σχεδüνμαλακÞ, λες κι η παχιÜ του γλþσσα στριφογýριζε μες στο στüμα του με δυσκολßα. ΟρισμÝνες φορÝς δßσταζε στο λüγο του καθþς Ýψαχνε μια συγκεκριμÝνη λÝξη στα γαλλικÜ για να εκφρÜσει αυτü που σκεφτüταν. Τη λÝξη την Ýβρισκε πÜντα με εκπληκτικÞ σαφÞνεια κι αυτÞ η ελαφριÜ διστακτικüτητα Ýδινε στο λüγο του ιδιαßτερη γοητεßα.
     ¹ξερε ν' αφηγεßται μ' Ýνα τρüπο μαγευτικü, προσδßδοντας στο παραμικρü που 'λεγε καλλιτεχνικÞ σπουδαιüτητα και διασκεδαστικÞ χροιÜ. Τον αγαποýσαμε üχι μüνο για το υψηλü του πνεýμα αλλÜ και για τη καλοσυνÜτη και πÜντα Ýκπληκτη αφÝλειÜ του. Διüτι αυτüς ο συγγραφÝας, ο ιδιοφυÞς μυθιστοριογρÜφος που 'χε ταξιδÝψει σ' üλο τον κüσμο, εßχε γνωρßσει üλους τους σημαντικοýς ανθρþπους της εποχÞς του, εßχε διαβÜσει ü,τι μπορεß να φανταστεß κανεßς κι Þξερε να μιλÜ üλες τις ευρωπαúκÝς γλþσσες πÝρ' απ' τα ρωσικÜ, Þταν απροσδüκητα αφελÞς. ¸μενε Ýκπληκτος και σαστισμÝνος μπρος σε πρÜγματα που μοιÜζαν απλÜ για τα σχολιαρüπαιδα του Παρισιοý. ΑνÜφερα Þδη πως η αισθητÞ πραγματικüτητα τον πλÞγωνε. Το πνεýμα του δεν εκλπησσüτανε καθüλου απ' το οποιοδÞποτε γραπτü κεßμενο αλλ' αντßθετα διεγειρüταν απü το παραμικρü που βßωνε σαν εμπειρßα. ¹ταν απλüς, καλοσυνÜτος κι υπÝρμετρα ευθýς, πρüθυμος üσο κανεßς, αφοσιωμÝνος üσο ελÜχιστοι παραμÝνουνε και πιστüς στους ζωντανοýς αλλÜ και νεκροýς φßλους του.
     Οι λογοτεχνικÝς του απüψεις Þτανε τερÜστιας αξßας και το φÜσμα που αυτÝς εκτεßνονταν πραγματικÜ ουσιþδες. Ο ßδιος δεν Ýκρινε ποτÝ το οτιδÞποτε με στενÞ Þ περιορισμÝνη ματιÜ εφüσον δεν πßστευε στις γενικüτητες. Μ' αυτü το πνεýμα κατÜφερε να καθιερþσει Ýνα συγκριτολογικü στοχασμü μεταξý των Ýργων παγκüσμιας λογοτεχνßας, που Þταν εκ βαθÝων γνþστης. Εν ολßγοις, κατüρθωσε να διευρýνει το πεδßο των παρατηρÞσεων του δημιουργþντας για παρÜδειγμα, αντιστοιχßες ανÜμεσα σε δυο βιβλßα που γρÜφτηκαν σε διαφορετικÞ γλþσσα στις δýο Üκρες του πλανÞτη. ΠαρÜ τη προχωρημÝνη του ηλικßα και το επερχüμενο τÝλος της συγγραφικÞς του καριÝρας, οι ιδÝες του πÜνω στα γρÜμματα Þταν ιδιαßτερα προχωρημÝνες και μοντÝρνες. ΑπÝρριπτε τις παλιÝς συγγραφικÝς φüρμες που χρησιμοποιοýσαν διÜφορα τεχνÜσματα Þ κι επιδÝξιους συνδυασμοýς με δραματικü τüνο, σημειþνοντας üτι αξßζει να μιλÜμε για τη ζωÞ μüνον üταν μιλÜμε για τη ζωÞ, για τις βιωμÝνες δηλαδÞ εμπειρßες ως Ýχουνε, χωρßς μηχανορραφßες και φανφαρüνικες περιπÝτειες.
     Το μυθιστüρημα, κατÜ τη γνþμη του, αποτελεß τη πιο σýγχρονη λογοτεχνικÞ φüρμα που μüλις τþρα εßναι που ξεφορτþνετα ιτα τεχνÜσματα της παραμυθßας που εξ αρχÞς εßχεν υιοθετÞσει. ΜÝχρι και σÞμερα το μυθιστüρημα μας αποπλανοýσε με συναισθηματικÜ θÝλγητρα κι αφελεßς φαντασιþσεις. Ωστüσο, στις μÝρες μας που η αισθητικÞ εξευγενßζεται, πρÝπει ν' απορρßψουμε üλ' αυτÜ τα κατþτερα μÝσα, ν' απλοποιÞσουμε και ν' ανυψþσουμε αυτÞ τη τÝχνη που 'ναι η τÝχνη της ζωÞς, που οφεßλει να 'ναι η ιστüρηση της ζωÞς. Τις φορÝς που του αναφÝραμε τις αυξημÝνες πωλÞσεις βιβλßων που ανÞκουνε στο λεγüμενο παραπλανητικü εßδος, απαντοýσε: "Οι Üνθρωποι με κοινü πνεýμα εßναι πολλοß περισσüτεροι απ' αυτοýς που 'ναι προικισμÝνοι μ' Ýναν εκλεπτυσμÝνο νου. ¼λα εξαρτþνται απ' τη νοητικÞ κλÜση του ανθρþπου που απευθυνüμαστε. Εßναι συχνü φαινüμενο Ýνα βιβλßο που αρÝσει στο πλÞθος να μην αρÝσει καθüλου σε μας. Κι ακüμη κι αν μας αρÝσει, να 'στε σßγουροι πως θα 'ναι για τελεßως Üλλους λüγους, εκ διαμÝτρου αντßθετους".
     Το ισχυρü χÜρισμα της παρατηρητικüτητας που διÝθετε τονε βοÞθησε ν' αντιληφθεß το φυτεμÝνο σπüρο που θα οδηγοýσε στη ΡωσικÞ Ο ΕπανÜσταση, πολý πριν αυτÞ λÜβει ευρεßα δημοσιüτητα. Στο περßφημο βιβλßο του ΠατÝρες Και Γιοι (1862) αποτýπωσε την αναδυüμενη αυτÞ ψυχικÞ κατÜσταση των Ρþσων. Σα φυσιοδßφης που βαφτßζει επß τüπου Ýνα Üγνωστο ζþο που μüλις ανακÜλυψε, εßχε Þδη αποκαλÝσει νιχιλιστÝς τις μισαλλüδοξες θρησκευτικÝς ομÜδες των οποßων την ýπαρξη ξεχþρισε μÝσα στο αναστατωμÝνο λαúκü πλÞθος. Γýρω απ' αυτü το μυθιστüρημα ξÝσπασε μεγÜλος θüρυβος. ΟρισμÝνοι αστειολογοýσαν ενþ Üλλους τους εξüργισε. Κανεßς πÜντως δεν Þθελε να πιστÝψει ü,τι προμÞνυε ο συγγραφÝας. Η λÝξη νιχιλιστÞς παρÝμεινε, ωστüσο, σαν üρος που χαρακτÞριζε την εκκολαπτüμενη σÝκτα των φανατισμÝνων, της οποßας την ýπαρξη ουδεßς μποροýσε να αρνηθεß λßγο καιρü αργüτερα. Απü τüτε ο ΤουργκÝνιεφ Üρχισε να εμβαθýνει ακüμη πιüτερο, μ' αυτü το ανιδιοτελÝς πÜθος που χαρακτηρßζει πολλοýς καλλιτÝχνες, στην Ýρευνα της εξÝλιξης του επαναστατικοý δüγματος που 'χε καιρü τþρα προαισθανθεß, αναγνωρßσει κι αποκαλýψει.
     Ο ßδιος δεν ανÞκε σε κανÝνα πολιτικü κüμμα και συχνÜ Ýπεφτε θýμα επιθÝσεων τüσο απ' τους μεν üσο κι απ' τους δε. Παρ' üλ' αυτÜ, αρκÝστηκε στο να παρατηρεß και να γρÜφει þσπου δημοσßευσε διαδοχικÜ τα μυθιστορÞματα Καπνüς (1867) και Χερσüτοπος (1877), Ýργα που μαρτυροýν με το πιο αποκαλυπτικü τρüπο τα στÜδια εξÝλιξης των νιχιλιστþν, τις δυνÜμεις και τις αδυναμßες αυτþν των ταραγμÝνων νοητικÜ ανθρþπων, τις αιτßες των αποτυχιþν τους καθþς κι αυτÝς της ανÜπτυξÞς τους. Η φιλελεýθερη νεολαßα τονε λÜτρευε και κÜθε φορÜ που επÝστρεφε στη Ρωσßα τον υποδÝχονταν σε κλßμα θερμþν επευφημιþν. ¸χαιρε θαυμασμοý απ' üλους ενþ η εξουσßα τονε φοβüτανε και καχýποπτα τον αντιμετωπßζανε τα διÜφορα εξτρεμιστικÜ κüμματα. Ωστüσο, δεν επÝστρεφε μετÜ χαρÜς στη χþρα του, παρ' üλο που την αγαποýσε σφοδρÜ, εξαιτßας των αναμνÞσεων που 'χε απ' τις μÝρες που πÝρασε στη φυλακÞ μετÜ τη δημοσßευση της συλλογÞς διηγημÜτων ΑφηγÞσεις ενüς κυνηγοý (1852).
     Εßναι αδýνατον να κÜνουμε εδþ και τþρα ανÜλυση του Ýργου αυτοý του μεγÜλου λογοτÝχνη, που θα παραμεßνει ως μßα εκ των θαυμαστüτερων ιδιοφυúþν της ρωσικÞς λογοτεχνßας. Θα 'ναι πÜντα -στο πλÜι του φßλου του και ποιητÞ Ποýσκιν, που εκτιμοýσε βαθιÜ, του ποιητÞ ΛÝρμοντοφ και του μυθιστοριογρÜφου και θεατρικοý συγγραφÝα Γκüγκολ- Ýνας απ' αυτοýς που η Ρωσßα οφεßλει τη μεγÜλη κι αιþνια αναγνþρισÞ της. Ο ΤουργκÝνιεφ Ýδωσε σ' αυτü το λαü κÜτι το αθÜνατο κι ανεκτßμητο: μια καθαυτÞ τÝχνη, Ýργα αξÝχαστα, μßα αßγλη τüσο πολýτιμη κι Üφθαρτη üσο καμßα Üλλη εφÞμερη δüξα! Οι Üνθρωποι σαν αυτüν κÜνουνε πολý περισσüτερα για τη πατρßδα τους απ' ü,τι Üλλοι, üπως για παρÜδειγμα ο πρßγκιπας του Μπßσμαρκ: αγαπιοýνται απü τα υψηλÜ πνεýματα üλου του κüσμου, üλων των χωρþν της γης.
     Στη Γαλλßα Þταν φßλος του ΓκυστÜβ ΦλωμπÝρ, του Εντμüν ντε Γκονκοýρ, του Βικτþρ Ουγκþ, του Εμßλ ΖολÜ, του Αλφüνς ΝτοντÝ κι üλων των λοιπþν αναγνωρισμÝνων καλλιτεχνþν. Αγαποýσε πολý τη μουσικÞ και τη ζωγραφικÞ. Στη διÜρκεια üλης του της ζωÞς βρισκüτανε σε συνεχÞ αναζÞτηση ντελικÜτων κι εξεζητημÝνων απολαýσεων και ζοýσε πÜντα στους κüλπους της τÝχνης, στο δονοýμενο πυρÞνα των λεπτεπßλεπτων εντυπþσεων και των ακαθüριστων αισθημÜτων που αυτÞ προσφÝρει. Καμμßα ψυχÞ δεν υπÞρξε τüσον ανοιχτÞ, τüσο εκλεπτυσμÝνη και διεισδυτικÞ, κανÝνα ταλÝντο πιο μαγευτικü, καμμßα καρδιÜ πιο πιστÞ και πιο γενναιüδωρη.
________________________
 Ο Σημ. δικÞ μου και με üλο το σεβασμü: Το κεßμενο γρÜφτηκε και δημοσιεýτηκε απü τον ΜωπασσÜν (;) στην εφημερßδα Le Gaulois, στις 5 ΣεπτÝμβρη του 1883, κι η Ρþσικη ΕπανÜσταση Ýγινε 17 Οκτþβρη 1917, Üρα ερωτþ εγþ ο μαλÜκας τþρα, πως διÜλο Þξερε ο ΜωπασσÜν Þ η Le Gaulois, πως θα γινüταν η ΡωσικÞ ΕπανÜσταση, τüσα χρüνια πßσω; ¢ρα Þ εßναι πλαστÞ δημοσßευση και δεν εßναι του ΜωπασσÜν, Þ κÜποιος πανÝξυπνος Þθελε να προσθÝσει λßγη σÜλτσα, με αφορμÞ το μεγÜλο αυτü μυθιστüρημα "ΠατÝρες Και Γιοß" και νüμισε πως η μεταχρüνολüγηση θα περÜσει απαρατÞρητη. ΠρÜγμα που το θεωρþ πιθανüτερο.
__________________


                                   Η τελευταßα αγÜπη του Σαβßνα

ΡΗΤ¢:

Πιüτερο ανυπüφορος κι απ' αυτüν που Ýχει πÜντα Üδικο, εßναι κεßνος που νομßζει πως Ýχει πÜντα δßκιο.

Θεωρþ πως εßναι υπÝροχο üταν κÜποιος κρυφÜ προσεýχεται για σÝνα και δεν ξÝρω Üλλη πιο βαθιÜ και καθαρÞ αγÜπη.

Αυτü που 'χει σημασßα εßναι üτι δýο επß δýο μας κÜνει τÝσσερα κι üλα τ' Üλλα εßναι ανοησßες.


========================

                                          Το Σπουργßτι
                 (Воробей)

     EπÝστρεφα ἀπὸ τὸ κυ­νÞ­γι βα­δß­ζον­τας στὴν ἀ­λÝ­α τοῦ κÞ­που. Ὁ σκý­λος ἔ­τρε­χε μπρος μου. ΞÜφ­νου, ἔ­κο­ψε τὸ βη­μα­τι­σμü του καὶ προ­σπÜ­θη­σε νὰ πε­ρÜ­σει ἀ­πα­ρα­τÞ­ρη­τος, σὰν νὰ ὀ­σφραι­νü­ταν μπρο­ς του κÜ­ποι­ο θÞ­ρα­μα. Κοß­τα­ξα κα­τὰ μῆ­κος τῆς ἀ­λÝ­ας κι εἶ­δα ἕ­να νε­α­ρὸ σπουρ­γß­τι μ’ ἕ­να κßτρινο γý­ρω ἀ­πὸ τὸ ρÜμ­φος καὶ χνοý­δι στὸ κε­φÜ­λι του. Εἶ­χε πÝ­σει ἀ­π’ τὴ φω­λιÜ του (ὁ ἀ­Ý­ρας κλυ­δþ­νι­ζε δυ­να­τὰ τὶς ση­μý­δες στὴν ἀ­λÝ­α) καὶ κα­θü­ταν ἀκßνητο, τεν­τþ­νον­τας ἀ­βο­Þ­θη­τα τὰ νε­ο­γÝν­νη­τα φτε­ρÜ του. Ὁ σκý­λος μου τὸ πλη­σß­α­σε ἀρ­γÜ, ὅ­ταν ξαφ­νι­κÜ, ὁρ­μþν­τας ἀ­πὸ ἕ­να κον­τι­νὸ δÝν­τρο, ἕ­να ἡλι­κι­ω­μÝ­νο, μαυ­ρü­στη­θο σπουρ­γß­τι ἔ­πε­σε σὰν πÝ­τρα μπρο­στὰ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴ μου­σοý­δα του -κι ἀ­να­μαλ­λι­α­σμÝ­νο, πα­ρα­μορ­φω­μÝ­νο, μὲ μιὰ ἀπελπισμÝ­νη κι ἀ­ξι­ο­λý­πη­τη κραυ­γÞ, ἀ­να­πÞ­δη­σε δý­ο πε­ρß­που φο­ρὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ δüν­τια τοῦ ἀ­νοι­χτοῦ στü­μα­τος τοῦ σκý­λου. Ὅρ­μη­σε νὰ τὸ σþσει, κÜλυ­ψε μὲ τὸ σῶ­μα του τὸ γÝν­νη­μÜ του…
     Ὅ­μως ὅ­λο το μι­κρü του σῶ­μα ἔ­τρε­με ἀ­πὸ τὴ φρß­κη, ἡ φω­νοý­λα του εἶ­χε γß­νει τρα­χιὰ καὶ βρα­χνι­α­σμÝ­νη, ἔ­σβη­νε ἀ­πὸ τὸν φü­βο, θυ­σß­α­ζε τὸν ἑ­αυ­τü του! Πü­σο τε­ρÜ­στιος θὰ τοῦ φαι­νü­ταν ὁ σκý­λος, σὰν τÝ­ρας! Κι ὅ­μως, δὲν ἀρ­κÝ­στη­κε στὸ ψη­λü, ἀ­σφα­λὲς κλα­δß του… Μιὰ δý­να­μη, ἰ­σχυ­ρü­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ θÝ­λη­σÞ του, τὸ ἔ­σπρω­ξε ἀ­πὸ κεῖ. Ὁ Τρε­ζüρ μου στα­μÜ­τη­σε, ὀ­πι­σθο­χþ­ρη­σε. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ἀ­να­γνþ­ρι­σε αὐ­τὴ τὴ δý­να­μη. Ἔ­σπευ­σα νὰ τρα­βÞ­ξω στὴν ἄ­κρη τὸν σα­στι­σμÝ­νο σκý­λο κι ἀ­πο­μα­κρýν­θη­κα γε­μÜ­τος σε­βα­σμü. Ναß, μὴ γε­λᾶ­τε. Ἔ­νι­ω­σα σε­βα­σμὸ γι’ αὐ­τὸ τὸ μι­κρü, ἡ­ρω­ú­κὸ που­λß, γιὰ τὸ ξÝ­σπα­σμα τῆς ἀ­γÜ­πης του. Ἡ ἀ­γÜ­πη, σκÝ­φτη­κα, εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρü­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν θÜ­να­το ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν φü­βο τοῦ θα­νÜ­του. Μü­νο μ’ αὐ­τÞν, μü­νο μὲ τὴν ἀ­γÜ­πη ἀν­τÝ­χει κα­νεὶς στὴ ζω­ὴ καὶ προ­χω­ρᾶ.

                                                                                     Ἀ­πρß­λης 1878

-------------------------------

             Το Ημερολüγιο Ενος Περιττοý Ανθρþπου

Στο χωριουδÜκι ΠροβατοπηγÞ.
20 Μαρτßου 18...
     Ο γιατρüς μüλις Ýφυγε. ΤελικÜ, παρ' üλη την πονηρÜδα του, κατÜφερα να βρω την Üκρη! Τον ανÜγκασα επιτÝλους να μιλÞσει ανοιχτÜ. Ναι, θα πεθÜνω και μÜλιστα πολý γρÞγορα. Τα ποτÜμια ξεπαγþνουν και με το τελευταßο χιüνι ßσως φýγω κι εγþ κολυμπþντας... Για ποý; ¸νας Θεüς ξÝρει! Μπορεß και για τη θÜλασσα. ΕντÜξει, λοιπüν! Αν εßναι να πεθÜνω, ας πεθÜνω την Üνοιξη. Αστεßο üμως δεν εßναι ν' αρχßζω το ημερολüγιü μου δυο βδομÜδες πριν πεθÜνω; ΑλλÜ ποý εßναι το κακü; Γιατß πüσο λιγüτερες εßναι δεκατÝσσερις μÝρες απü δεκατÝσσερα χρüνια Þ απü δεκατÝσσερις αιþνες; ΜπροστÜ στην αιωνιüτητα, λÝνε, üλα εßναι Ýνα τßποτα - μÜλιστα. ΑλλÜ σε αυτÞ την περßπτωση κι η ßδια η αιωνιüτητα εßναι Ýνα τßποτα. Μoυ φαßνεται üμως üτι μπαßνω σε μεταφυσικοýς στοχασμοýς κι αυτü εßναι κακü σημÜδι. ΜÞπως δειλιÜζω; Καλλßτερα ν' αρχßσω να μιλÜω για κÜτι. ¸ξω Ýχει υγρασßα, φυσÜει αÝρας και αυτü για μÝνα εßναι απαγορευτικü. Για ποιο θÝμα να μιλÞσω; ¸νας Ýντιμος Üνθρωπος δεν μιλÜει για τις αρρþστιες του. Να γρÜψω μια νουβÝλα -üχι, δεν εßναι δικÞ μου δουλειÜ, δεν Ýχω τη δýναμη να κÜνω συλλογισμοýς για ζητÞματα υψηλοý επιπÝδου και οι περιγραφÝς του δικοý μου περιβÜλλοντος οýτε καν με απασχολοýν, αλλÜ αν δεν κÜνω τßποτα πλÞττω και παραεßμαι τεμπÝλης για να διαβÜσω. Ε, λοιπüν, θα διηγηθþ στον εαυτü μου üλη μου τη ζωÞ. ΥπÝροχη ιδÝα! ΜπροστÜ στον θÜνατο θα εßναι και κüσμιο και δεν θα προσβÜλλει κανÝναν. Αρχßζω λοιπüν.
     ΓεννÞθηκα πριν απü τριÜντα χρüνια σε μια αρκετÜ πλοýσια οικογÝνεια γαιοκτημüνων. Ο πατÝρας μου Þταν Ýνας μανιþδης χαρτοπαßκτης κι η μητÝρα μου μια κυρßα με χαρακτÞρα... πολý ενÜρετη. Μüνον που εγþ δεν Ýχω γνωρßσει Üλλη γυναßκα που το ηθικü της ýψος να Ýχει συντελÝσει στη δημιουργßα τüσο λßγης ευτυχßας. Την συνÝθλιβε το βÜρος των αρετþν της και τους παßδευε üλους, αρχßζοντας πρþτα-πρþτα απ' τον ßδιο τον εαυτü της. Στη διÜρκεια των πενÞντα χρüνων της ζωÞς της οýτε μια φορÜ δεν ξεκουρÜστηκε, οýτε μια φορÜ δεν σταýρωσε τα χÝρια της. Αιωνßως καταγινüταν με μικροπρÜγματα και πÞγαινε κι ερχüταν σαν τα μυρμÞγκια, χωρßς κανÝνα λüγο, κÜτι που δεν μποροýμε να ποýμε και για τα μυρμÞγκια. Το αεικßνητο σαρÜκι της την Ýτρωγε μÝρα και νýχτα. Μια φορÜ μüνο την εßδα τελεßως Þρεμη, συγκεκριμÝνα στ ο φÝρετρο την επομÝνη του θανÜτου της. ΚοιτÜζοντÜς την μου φÜνηκε- μα την αλÞθεια- üτι το πρüσωπü της εßχε μιαν Ýκφραση συγκαλυμμÝνης Ýκπληξης. Με τα μισÜνοιχτα χεßλη της, με τα πεσμÝνα μÜγουλα και με τα μειλßχια ακßνητα μÜτια της, Þταν σαν να Ýβγαζε μια πνοÞ που Ýλεγε: «Τι καλÜ που δεν σαλεýω!» Ναι, ωραßα, τι καλÜ ν' απαλλαγþ κι εγþ επιτÝλους απü την βασανιστικÞ αßσθηση της ζωÞς, απ' το ανÞσυχο και πιεστικü συναßσθημα της ýπαρξης! ΑλλÜ δεν εßναι αυτü το θÝμα.
     ΜεγÜλωσα Üσχημα κι Üχαρα. Ο πατÝρας και η μητÝρα με αγαποýσαν και οι δýο, αλλÜ αυτü δεν μ' Ýκανε να αισθÜνομαι πιο Üνετα. Ο πατÝρας μÝσα στο ßδιο του το σπßτι δεν εßχε καμμßα εξουσßα, ως Üνθρωπος ασÞμαντος και φανερÜ παραδομÝνος σ' Ýνα επαßσχυντο και ολÝθριο ελÜττωμα. Εßχε επßγνωση της κατÜπτωσÞς του και μην Ýχοντας τη δýναμη να ξεκüψει απ' το αγαπημÝνο του πÜθος, προσπαθοýσε τουλÜχιστον με την γλυκιÜ πÜντοτε και σεμνÞ εμφÜνισÞ του, με τις ταπεινüφρονες υπεκφυγÝς, ν' αποσπÜ τη συγκατÜβαση της υποδειγματικÞς γυναßκας του. Η μανοýλα μου δεχüτα ν üντως την ατυχßα της με εξαßρετη και μεγα­ λοπρεπÞ καρτερßα, μια αρετÞ μÝσα στην οποßα υ­ πÞρχε τüση πολλÞ υπερευαßσθητη περηφÜνια. ΠοτÝ και για κανÝνα λüγο δεν κατηγοροýσε τον πατÝρα μου, του Ýδινε δε χωρßς μιλιÜ τα τελευ­ ταß α της χρÞματα και πλÞρωνε τα χρÝη του. Εκεßνος της Ýπλεκε το εγκþμιο και μπροστÜ της και κατ Ü την απουσßα της, μα το να κÜθεται στ ο σπßτι δεν το υ Üρεσε και εμÝνα με χÜιδευε στα κρυφÜ, σαν να φοβüταν μÞπως με μολýνει με την παρουσßα του• αλλÜ τα παραμορφωμÝνα χαρα­ κτηριστικÜ του απÝπνεαν τüτε τüση καλοσýνη, το νευρικü χαμüγελο στα χεßλη του γινüταν τüσο συγκινητικü, τα καστανÜ μÜτια με τις λεπτÝς ρυτßδες τριγýρω ακτινοβολοýσαν με τüση αγÜπη, þ­ στε ÜθελÜ μου Ýσφιγγα το μÜγουλü μου στ ο δικü του, το υγρü και ζεστü απü τα δÜκρυα. Σκοýπιζα με το μαντÞλι μου τα δÜκρυα και αυτÜ πÜλι Ýτρε­ χαν μüνα τους, σαν το νερü που υπερχειλßζει απü Ýνα γεμÜτ ο ποτÞρι. ¢ρχιζα κι εγþ να κλαßω και εκεßνος με παρηγοροýσε χαúδεýοντας τη ρÜχη μου και φιλþντας με σε üλο μου το πρüσωπο με τρε­ μÜμενα χεßλη. Ακüμα και τþρα, εßκοσι και πλÝον χρüνια απ' τον θÜνατü του, üταν θυμÜμαι τον καημÝνο τον πατÝρα μου, βουβÜ αναφιλητÜ πνß­ γουν τον λαιμü μου και η καρδιÜ μου χτυπÜει, χτυπÜει με τüση ζÝση, με τüση πßκρα, υποφÝρει απü μια τüσο μελαγχολικÞ συμπüνια, σÜμπως να της Ýμενε πολýς καιρüς ακüμα για να χτυπÜει και να συμπονεß.
     Η μητÝρα μου, τουναντßον, απευθυνüταν σ' ε­ μÝνα πÜντοτε με το ν ßδιο ευγενικü αλλÜ ψυχρü τρüπο. ΤÝτοιες μητÝρες, ηθικοπλαστικÝς και δß­ καιες, τις συναντÜει συχνÜ κανεßς στα παιδικÜ βι­ βλßα. Με αγαποýσε, αλλÜ εγþ δεν την αγαποýσα. ΜÜλιστα! ΑπÝφευγα την ενÜρετη μητÝρα μου και αγαποýσα με πÜθος τον φαýλο πατÝρα μου. ΑλλÜ αρκετÜ για σÞμερα. Εßναι αρχÞ ακüμα. Και για το τÝλος, üποιο και αν εßναι αυτü, δεν Ýχω λüγο να σκοτßζομαι. Αυτü εßναι δουλειÜ της αρρþστιας μου.
21 Μαρτßου
     Ο καιρüς σÞμερα εßναι καταπληκτικüς. Ζεστüς, ο­ λοκÜθαρος. Ο Þλιος παιχνιδßζει χαροýμενα στ ο λιωμÝνο χιüνι. ¼λα λÜμπουν, αχνßζουν, στÜζουν. Τα σπουργßτια ξεφωνßζουν σαν τρελÜ κοντÜ στους νοτισμÝνους σκοτεινοýς φρÜχτες. Ο υγρüς αÝρας ερεθßζει τρομερÜ και γλυκÜ το στÞθος μου. Η Üνοιξη, Ýρχεται η Üνοιξη! ΚÜθομαι κοντÜ στ ο πα­ ρÜθυρο και κοιτÜζω τον αγρü πÝρα απ' το ποταμÜ­ κι. Ω, φýση, φýση, πþς σ' αγαπþ! ΜÝσα απü τα σπλÜχνα σου, üμως, βγÞκα ανßκανος ακüμα και να ζω. ΠÝρα μακριÜ πηδÜει με τ' ανοιχτÜ φτερÜ του το αρσενικü σπουργßτι. ΦωνÜζει - και κÜθε Þχος της φωνÞς του, κÜθε αναμαλλιασμÝνο φτερü στ ο μικρü του σωματÜκι ανασαßνει υγεßα και δýναμη... Και τι γßνεται ýστερα; Τßποτα. Εßναι γερü και Ýχει δικαßωμα να φωνÜζει και ν' αναμαλλιÜζεται. Εγþ, üμως, εßμαι Üρρωστος και πρÝπει να πεθÜνω -αυτü εßναι üλο. Δεν αξßζει να πω περισσüτερα. Οι κλαψιÜρικες επικλÞσεις στη φýση εßναι φοβε­ ρÜ αστεßες. Ας γυρßσουμε, üμως, στ η διÞγηση.
     ΜεγÜλωσα, üπως Ýχω Þδη πει, πολý Üσχημα και Üχαρα. Αδελφοýς κι αδελφÝς δεν εßχα. Ανα­ τρÜφηκα στο σπßτι. Γιατß πþς θ' απασχολιüταν η μητεροýλα, αν μ' Ýβαζαν σε κανÝνα οικοτροφεßο Þ δημüσιο ßδρυμα; Γι' αυτü δεν εßναι εξÜλλου τα παιδιÜ; Για να μην πλÞττουν οι γονεßς; Τον περισ­ σüτερο καιρü μÝναμε στο χωριü και πüτε πüτε πη­ γαßναμε στη Μüσχα. ¼πως συνηθßζεται, εßχα παι­ δαγωγοýς και δασκÜλους. Μου Ýχει μεßνει ιδιαß­ τερα στ η μνÞμη Ýνας ξερακιανüς και κλαψιÜρης Γερμανüς, ο ΡÞκμαν, Ýνα εξαιρετικÜ αξιολýπητο και χτυπημÝνο απ' τη μοßρα πλÜσμα που μÜταια Ýλιωνε απü μια βασανιστικÞ λαχτÜρα για την μα­ κρινÞ πατρßδα του. ΜερικÝς φορÝς, μÝσα στην φο­ βερÞ πνιγηρüτητα του στενοý προθαλÜμου, εμπο­ τισμÝνου πÝρα για πÝρα με την ξινÞ μυρωδιÜ του ζυμωμÝνου κβας, καθüταν δßπλα στη σüμπα, αξýριστος ο θειοýλης μου ο Βασßλης, που Üκουγε στο παρατσοýκλι Γκουσßνια, φορþντας το δικü του παμπÜλαιο κοζÜκικο ημßπαλτο απü μπλε χοντρü­ πανο και Ýπαιζε χαρτιÜ με τον αμαξÜ Πüτοπ, ο οποßος φοροýσε την νÝα, λευκÞ σαν τον αφρü, προ­ βατßσια κÜπα του και τις ακαταμÜχητες γρασο­ μÝνες μπüτες, ενþ ο ΡÞκμαν πßσω απü το χþρισμα τραγουδοýσε στα γερμανικÜ:

Καρδοýλα μου, καρδοýλα μου γιατß 'σαι λυπημÝνη;
Τι εßν' αυτü που σ' Ýκανε να εßσαι πικραμÝνη;
Σε ξÝνη χþρα εßμαστε, εδþ εßναι ωραßα.
τι θα 'θελες καρδοýλα μου να Ýχεις για παρÝα;

     ΜετÜ τον θÜνατο του πατÝρα μετακομßσαμε μüνιμα στη Μüσχα. Εγþ Þμουν τüτε δþδεκα χρο­ νþν. Ο πατÝρας μου πÝθανε μια νýχτα απü α­ ποπληξßα. Εκεßνη τη νýχτα δεν θα την ξεχÜσω. Κοιμüμουν βαθιÜ üπως κοιμοýνται συνÞθως üλα τα παιδιÜ, αλλÜ θυμÜμαι πως ακüμα και μÝσα στον ýπνο μου αισθανüμουν Ýνα βαρý και ρυθμικü αγκομαχητü. ΞαφνικÜ Ýνιωσα κÜποιον να με πιÜ­ νει απü την πλÜτη και να με σκουντÜει Ανοßγω τα μÜτια, μπροστÜ μου ο θειοýλης.
«Τι συμβαßνει;» -

«ΕλÜτε, ελÜτε, ο ΑλεξÝι ΜιχαÞλιτς τελειþνει...» Εγþ τρÝχω σαν τρελüς απ' το κρεβÜτι στη κρεβα­τοκÜμαρα... ΚοιτÜζω - ο πατÝρας ξαπλωμÝνος με γερμÝνο πßσω το κεφÜλι, κατακüκκινος, υποφÝρει αγκομαχþντας. Στις πüρτες μαζεýονται οι υπηρÝ­ τες με τα πρüσωπÜ τους τρομαγμÝνα. Στον διÜ­ δρομο κÜποιος με δυνατÞ φωνÞ ρωτÜει: «Ειδο­ ποßησε κανεßς τον γιατρü;» ΒγÜζουν το Üλογο απ' τον στÜβλο, οι πüρτες τρßζουν, ενþ το σπερματσÝ­ το καßει στ ο πÜτωμα του δωματßου και η μητε­ ροýλα εδþ τρομερÜ αναστατωμÝνη, χωρßς ωστü­ σο να χÜνει οýτε την κοσμιüτητÜ της οýτε τη συ­ ναßσθηση της προσωπικÞς της αξιοπρÝπειας. ΠÝ­ φτω πÜνω στ ο στÞθος του πατÝρα, τον αγκαλιÜ­ ζω, αρχßζω να ψελλßζω: «ΠατÝρα, πατÝρα...» Εκεß­ νος ακßνητος στο κρεβÜτι μισüκλεινε παρÜξενα τα μÜτια. ¸ριξα μια ματιÜ στ ο πρüσωπü του και μια ανυπüφορη φρßκη μοý Ýκοψε την ανÜσα. Απ' την τρομÜρα που πÞρα, Üρχισα να τιτιβßζω σαν Ýνα πουλÜκι που το πιÜνεις απüτομα - με τρÜβηξαν και με πÞγαν πιο πÝρα. Την προηγοýμενη ακüμα μÝρα, σαν να εßχε μια προαßσθηση üτι πλησιÜζει ο θÜνατος, με χÜιδευε θλιμμÝνος με τüση ζεστασιÜ. Στ ο σπßτι Ýφεραν Ýναν υπναλÝο και παχýδερμο γιατρü με μια Ýντονη μυρωδιÜ βüτκας. Ο πατÝρας μου πÝθανε κÜτω απ' το νυστÝρι του και την Üλλη μÝρα, τελεßως χαμÝνος απü τη λýπη, στεκüμουν με το κερÜκι στα χÝρια μπροστÜ στο τραπÝζι üπου κειτüταν ο μακαρßτης και Üκουγα μηχανικÜ σαν ανüητος τον μπÜσο ψαλμü του νεωκüρου, που τον διÝκοπτε πüτε πüτε η αδýνατη φωνÞ του ιερÝα. Τα δÜκρυÜ μου κÜθε λßγο και λιγÜκι Ýτρεχαν στα μÜ­ γουλα, στα χεßλη, στον γιακÜ, στο προστÞθιο του πουκαμßσου μου. ΜαυρισμÝνος απ' το κλÜμα, κοß­ ταζ α επßμονα και προσεχτικÜ την ακßνητη üψη του πατÝρα σαν κÜτι να περßμενα απü αυτüν. Η μητÝρα μου στο μεταξý Ýκανε αργÜ αργÜ μετÜ­ νοιε ς μÝχρι κÜτω στο πÜτωμα, σηκωνüταν πÜλι αργÜ αργÜ και Ýκανε τον σταυρü της πιÝζοντας δυνατÜ τα δÜχτυλα στ ο μÝτωπο, στους þμους και στην κοιλιÜ της. Στο μυαλü μου δεν εßχα οýτε μßα σκÝψη, Ýνιωθα Ýνα βÜρος, αλλÜ αισθανüμουν συγ­ χρüνως üτι μÝσα μου γßνεται κÜτι φοβερü... Ο θÜ­ νατος τüτ ε με κοßταξε κατÜ πρüσωπο και με πρüσεξε...
     Μετακομßσαμε στη Μüσχα μετÜ τον θÜνατο του πατÝρα για Ýναν πολý απλü λüγο: ολüκληρο το κτÞμα μας εßχε βγει στ ο σφυρß για χρÝη και πουλÞθηκε, εκτüς απü Ýνα χωριουδÜκι, το ßδιο εκεßνο στ ο οποßο διÜγει μÝχρι τÝλους τη ζωÞ της η μεγαλοπρεπÞς ýπαρξÞ μου. Ομολογþ üτι παρ' üλο που τüτ ε Þμουν ακüμα νÝος, λυπÞθηκα ωστüσο για την πþληση της φωλιÜς μας. Στην πραγματι­ κüτητα, üμως, λυπüμουν μüνο για τον κÞπο μας. Με αυτü τον κÞπο με συνδÝουν μοναδικÝς, σχε­ δüν φωτεινÝς αναμνÞσεις. Εκεß μια Þσυχη ανοι­ ξιÜτικ η βραδιÜ Ýθαψα το ν καλýτερο φßλο μου, Ýνα γηραλÝο σκυλß χωρßς ουρÜ και με στρεβλÜ πüδια, τη Τρßξα. Εκεß κÜπου κÜπου, κρυμμÝνος στο ψηλü χορτÜρι, Ýτρωγα τα μÞλα που Ýκλεβα, κüκκινα και γλυκÜ μÞλα απ' το Νüβγκοροντ. Εκεß τελικÜ διÝκρινα για πρþτη φορÜ ανÜμεσα στους θÜμνους με τα þριμα σμÝουρα την καμαριÝρα Κλαýδια, η οποßα παρÜ την πλακουτσωτÞ μýτη τη ς κα ι τ η συνÞθει α ν α χαχανßζε ι μÝσ α απ ' τ ο τσεμπÝρι της, μου προκαλοýσε Ýνα τÝτοιο τρυφε­ ρü πÜθος, þστε στην παρουσßα της μüλις που ανÜ­ πνεα και κοκκÜλωνα χωρßς να βγÜζω Üχνα. Μια φο­ ρÜ, Þταν μια λαμπερÞ ΚυριακÞ, üταν Þρθε η σειρÜ της να ασπαστεß το αρχοντικü μου χÝρι παρÜ λßγο να ριχτþ να φιλÞσω τα στραβοπατημÝνα παποý­ τσια της απü τραγüδερμα. ΘεÝ μου! ΠÝρασαν στ' αλÞθεια απü τüτε εßκοσι χρüνια; ΠÝρασε Üραγε τü­ σος καιρüς απü τüτ ε που καβÜλα στο πυρüξανθο, τριχωτü Üλογü μου διÝτρεχα κατÜ μÞκος τον παλιü φρÜχτη του κÞπου μας και πατþντας στους αναβο­ λεßς ανασηκωνüμουν για να τραβÞξω τα δßχρωμα φýλλα απü τις λεýκες; ¼σο ζει ο Üνθρωπος, δεν νιþθει την προσωπικÞ του ζωÞ. Καθþς περνÜει ο καιρüς, üμως, την αντιλαμβÜνεται σαν Ýνα ανÜλα­ φρο φýσημα του αγÝρα.
     Ω κÞπε μου, ω δρομÜκια με τα χαμüκλαδα κο­ ντÜ στη μικρÞ λιμνοýλα! Ω μικρÞ, αμμουδερÞ γω­ νßτσα με το γερασμÝνο φρÜγμα, εκεß που Ýπιανα τι ς πÝστροφες! Κι εσεßς ψηλÝς σημýδες, με τα μα­ κρüστενα γερμÝνα κλωνÜρια, που απü μÝσα τους ακοýγεται πüτε πüτε το λυπητερü τραγουδÜκι του χωρικοý απ' τον χωματüδρομο, διακοπτüμενο απü τα Üστατα σκουντÞματα του κÜρου — στÝλνω σ' εσÜς το τελευταßο μου αντßο!... Εγκαταλεßποντας τη ζωÞ, σ' εσÜς και μüνο απλþνω τα χÝρια μου. Θα Þθελα για Üλλη μια φορÜ να αναπνεýσω την πικρÞ φρεσκÜδα της αψιθιÜς, τη γλυκιÜ μυρωδιÜ του μαυροσßταρου στους αγροýς της πατρßδας μου. Θα Þθελα ν' ακοýσω απü μακριÜ Üλλη μια φορÜ το διακριτικü χτýπημα της ραγισμÝνης καμπÜνας στην εκκλησßα της ενορßας μας. Να ξαπλþσω Üλλη μια φορÜ στη δροσερÞ σκιÜ του θÜμνου κÜτω απ' τη βελανιδιÜ, στην πλαγιÜ του γνωστοý φαραγ­ γιοý. Να συνοδεýσω με τα μÜτια τα κινητÜ ßχνη του αÝρα που τρÝχουν σαν σκοτεινü ρεýμα πÜνω στ ο χρυσαφÝνιο χορτÜρι... Αχ! Προς τι üλ' αυτÜ; Μα σÞμερα δεν μπορþ να συνεχßσω, θα το κÜνω αýριο.
22 Μαρτßου.
     ΣÞμερα πÜλι κÜνει κρýο και Ýχει συννεφιÜ. Αυτüς ο καιρüς εßναι πολý πιο κατÜλληλος. ΤαιριÜζει με το Ýργο μου. Η χθεσινÞ μÝρα εντελþς Üτοπα ξý­ πνησε μÝσα μου μια πληθþρα απü περιττÜ αισθÞ­ ματα και αναμνÞσεις. Αυτü μÜλλον δεν θα ξανα­ γßνει. Οι συναισθηματικÝς διαχýσεις εßναι σαν τη γλυκüριζα. Στην αρχÞ την αισθÜνεσαι καλÞ, κÜ­ πως υποφερτÞ, αλλÜ μετÜ το στüμα δεν τη δÝχε­ ται. Θ' αρχßσω απλÜ και Þρεμα να διηγοýμαι τη ζωÞ μου.
     ¸τσι λοιπüν, πÞγαμε στη Μüσχα... Κι ωστüσο σκÝπτομαι: αξßζει Üραγε να διηγη­ θþ με λεπτομÝρειες τη ζωÞ μου; ¼χι, σßγουρα δεν αξßζει... Η ζωÞ μου καθüλου δεν ξεχωρßζει απ' τη ζωÞ πλÞθους Üλλων ανθρþ­ πων. Το πατρικü σπßτι, το πανεπιστÞμιο, η υπηρε­ σßα μου σε χαμηλüβαθμες κυβερνητικÝς θÝσεις, η αποχþρηση, ο μικρüς κýκλος φßλων, η αξιοπρεπÞς φτþχεια, οι σεμνÝς απολαýσεις, οι χωρßς φιλοδο­ ξßες ασχολßες, οι σχεδüν ανýπαρκτες επιθυμßες -πÝστε μου, σας παρακαλþ, σε ποιον δεν εßναι γνω­ στÜ üλ' αυτÜ; Και γι' αυτü δεν θ' αρχßσω να διη­ γοýμαι τη ζωÞ μου, πüσω μÜλλον που γρÜφω για την δικÞ μου προσωπικÞ ευχαρßστηση. Και αν το παρελθüν μου ακüμα και σ' εμÝνα τον ßδιο δεν παρουσιÜζει κÜτι οýτε πολý ευχÜριστο οýτε πολý δυσÜρεστο, ακριβþς αυτü σημαßνει üτι δεν Ýχει κÜτι Üξιο προσοχÞς. Καλýτερα να προσπαθÞσω να περιγρÜψω στον εαυτü μου τον χαρακτÞρα μου.
     Τι Üνθρωπος εßμαι;... Μπορεß να μου πουν üτι κανÝνας δεν το ρωτÜει αυτü. Συμφωνþ. ΑλλÜ εγþ βλÝπετε πεθαßνω, μα τον Θεü πεθαßνω, αλλÜ πριν πεθÜνω, νομßζω üτι δικαιοýμαι ως συγχωρητÝος να Ýχω την επιθυμßα να μÜθω τι στ ο καλü εßδος πουλιοý Þμουν;
Αφοý σκÝφθηκα καλÜ και ωραßα αυτü το ερþ­ τημα και χωρßς ωστüσο να Ýχω καμßα ανÜγκη να εκφραστþ πολý πικρÜ για τον εαυτü μου, üπως κÜνουν οι Üνθρωποι οι οποßοι εßναι πολý σßγουροι για την αξιοπρÝπειÜ τους, πρÝπει να ομολογÞσω Ýνα πρÜγμα: ¹μουν Ýνας τελεßως παραπανßσιος Üνθρωπος στον κüσμο Þ μÜλλον Ýνα τελεßως πα­ ραπανßσιο πουλß. Και αυτü σκοπεýω να το αποδεß­ ξω αýριο, επειδÞ σÞμερα βÞχω σαν γριÜ προβατß­ να και η νταντÜ μου, η ΤερεντιÝβνα, δεν θα με α­ φÞσει σε ησυχßα: «Ξαπλþστε, πατεροýλη μου, πιεß­ τε το τσÜι...» ΞÝρω γιατß επιμÝνει, θÝλει και αυτÞ να πιει τσÜι. Λοιπüν! Γιατß üχι! Γιατß να μην αφÞσω τη φτωχÞ γριοýλα να βγÜλει τþρα, στα τελευ­ ταß α μου, üλο το δυνατü üφελος απ' τον κýριü της;... ¼σο υπÜρχει ακüμα καιρüς.
23 Μαρτßου
     ΠÜλι χειμþνας. ΠÝφτουν πυκνÝς νιφÜδες χιονιοý. Περιττüς, περιττüς... Ωραßα λÝξη σκÝφτηκα. ¼­ σο πιο πολý εμβαθýνω στον εαυτü μου και üσο πιο προσεχτικÜ εξετÜζω üλη την περασμÝνη μου ζωÞ, τüσο πιο πολý βεβαιþνομαι για την αυστηρÞ αλÞ­ θεια αυτÞς της λÝξης. Περιττüς - ακριβþς. Στους Üλλους ανθρþπους αυτÞ η λÝξη δεν ταιριÜζει... ΥπÜρχουν Üνθρωποι κακοß, καλοß, γνωστικοß, κου­ τοß, ωραßοι, Üσχημοι• περιττοß üμως... üχι. Δηλα­ δÞ προσÝξτε με: και χωρßς αυτοýς τους ανθρþπους η υφÞλιος σßγουρα θα μποροýσε να βρει τον δρü­ μο της... αλλÜ η ματαιüτητα δεν εßναι η βασικÞ τους ιδιüτητα οýτε το διακριτικü τους γνþρισμα, ενþ και σ' εσÜς, üταν μιλÜτε γι' αυτοýς, η λÝξη «περιττüς» δεν εßναι η πρþτη που θα σας Ýρθει στη γλþσσα. ¼μως εγþ... για τον εαυτü μου τßποτα Üλλο δεν επιτρÝπεται να πω: περιττüς - αυτü και μüνο. ¢τομο υπερÜριθμο - τελεßα και παýλα. ¼ταν Ýκανα την εμφÜνισÞ μου, η φýση προφανþς δεν τα υπολüγισε καλÜ και εξαιτßας αυτοý ξεμπÝρδεψε μαζß μου üπως θα ξεμπÝρδευε με Ýναν αναπÜντεχο και απρüσκλητο μουσαφßρη.
     Δεν εßναι τυχαßο αυτü που εßπε για μÝνα Ýνας χωρατατζÞς, μεγÜλος λÜ­ τρης της πρÝφας, üτι δηλαδÞ η μητÝρα μου δεν εßχε μαζß μου καλÞ χαρτωσιÜ. ΜιλÜω τþρα για τον ßδιο μου τον εαυτü Þρεμα, χωρßς κανÝνα χüλιασμα... ΠαλιÜ ιστορßα! Σε üλη τη διÜρκεια της ζωÞς μου Ýβρισκα τη θÝση μου μονßμως πιασμÝνη, ßσως και διüτι Ýψαχνα üχι εκεß που Ýπρεπε. ¹μουν υπερβο­ λικÜ δýσπιστος, συνεσταλμÝνος, ευερÝθιστος, üπως üλοι οι Üρρωστοι• και εκτüς αυτοý, πιθανüν λüγω υπερβολικÞς ευθιξßας Þ γενικÜ εξαιτßας της Üτυχης συγκρüτησης του χαρακτÞρα μου, ανÜμεσα στα αισθÞματα και στις ιδÝες -και ανÜμεσα στις εκφρÜσεις αυτþν των συναισθημÜτων και των ιδεþν- βρισκüταν Ýνα ανεξÞγητο, παρÜλογο και ακατανßκητο εμπüδιο. Κι üταν αποφÜσισα να νι­ κÞσω με τη βßα αυτü το εμπüδιο, να σπÜσω τον φραγμü, οι κινÞσεις μου, η Ýκφραση του προσþπου μου, üλη μου η ýπαρξη Ýπαιρνε μια üψη βασανιστι­ κÞς Ýντασης, καθþς üχι μüνο φαινüμουν αλλÜ και γινüμουν πραγματικÜ αφýσικος και ψυχρüς. Αυτü το Ýνιωθα και βιαζüμουν να κλειστþ στον εαυτü μου. Τüτε χτυποýσε μÝσα μου Ýνας περßεργος συνα­ γερμüς. Μελετοýσα προσεχτικÜ τον εαυτü μου στην κÜθε του λεπτομÝρεια, Ýκανα σýγκριση με τους Üλλους, θυμüμουν ακüμα και τα πιο φευγαλÝα βλÝμματα, τα χαμüγελα, τις συζητÞσεις του κü­ σμου στις οποßες Þθελα να συμμετÝχω, τους σχο­λßαζα üλους απü την Üσχημη πλευρÜ τους, γελοýσα σαρκαστικÜ για την αξßωση που εßχα «να εßμαι üπως üλοι» και ξαφνικÜ μÝσα στο γÝλιο μου, θλιμ­ μÝνος και εξαντλημÝνος ολüκληρος, Ýπεφτα σε μια παρÜλογη μελαγχολßα και ýστερα Üρχιζα πÜλι τα ßδια - με δυο λüγια τριγýριζα σαν τον σκßουρο στη ρüδα. Ολüκληρες μÝρες περνοýσαν Ýτσι με την βα­ σανιστικÞ και Üγονη αυτÞ δουλειÜ. Και τþρα, λοι­ πüν, κÜντε μου τη χÜρη, πÝστε μου κι εσεßς σε ποιον και σε τι χρειÜζεται Ýνας τÝτοιος Üνθρωπος; Γιατß Ýγινε αυτü μ' εμÝνα, ποια εßναι η αιτßα της επßμονης αυτÞς φασαρßας με τον ßδιο μου τον εαυ­ τü; Ποιος ξÝρει; Ποιος θα μου το πει;

     ΘυμÜμαι, κÜποτε ταξßδευα απü τη Μüσχα με την Üμαξα. Ο δρüμος Þταν καλüς, αλλÜ ο αμαξÜς δßπλα στα τÝσσερα Üλογα εßχε ζÝψει και το βοη­ θητικü. Αυτü το δυστυχισμÝνο, το πÝμπτο και εν­ τελþ ς Üχρηστο Üλογο, δεμÝνο üπως üπως στο μπροστινü μÝρος της Üμαξας μ' Ýνα κοντüχοντρο σχοινß που του Ýκοβε αλýπητα τον μηρü, του Ýτρι­ βε την ουρÜ, το υποχρÝωνε να τρÝχει με τον πιο α­ φýσικο τρüπο και Ýδινε σε üλο του το σþμα τη μορφÞ που Ýχει το κüμμα της στßξης, μου προκα­ λοýσε πÜντοτε βαθιÜ συμπüνια. Εßπα στον αμαξÜ üτι τοýτη τη φορÜ, κατÜ τη δικÞ μου γνþμη, θα μποροýσε να κÜνει και χωρßς το πÝμπτο Üλογο... Εκεßνο ς δε ν μßλησε , μüν ο τßναξε το ν λαιμü του , χτýπησε με το μαστßγιο το Üλογο καμιÜ δεκαριÜ φορÝς πÜνω στην ισχνÞ ρÜχη του και κÜτω απü τη φουσκωμÝνη κοιλιÜ του και üχι χωρßς ειρωνικü χαμüγελο ξεστüμισε: «Μπερδεýτηκε για τα καλÜ με το σχοινß! Τι στο διÜολο Ýπαθε;»
     Να που μπερδεýτηκα κι εγþ... Ευτυχþς που ο σταθμüς δεν εßναι μακριÜ.
     Περιττüς... Υπüσχομαι στον εαυτü μου να α ποδεßξω το δßκαιο της γνþμης μου και θα τηρÞσω αυτÞ την υπüσχεση. Δεν θεωρþ αναγκαßο να ανα­ φερθþ σε χιλιÜδες μικρολεπτομÝρειες καθημερι­ νþν περιπτþσεων και συμβÜντων, τα οποßα ω­ στüσο στα μÜτια κÜθε λογικοý ανθρþπου θα χρη­ σßμευαν ως ακαταμÜχητες αποδεßξεις προς üφε­ λü ς μου, δηλαδÞ προς üφελος της ÜποψÞς μου. Κα­ λýτερα ν' αρχßσω κατ' ευθεßαν απü μια αρκετÜ σο­ βαρÞ περßπτωση, μετÜ την οποßα πιθανüν δεν θα μεßνει καμιÜ αμφιβολßα σχετικÜ με την ακρßβεια τη ς λÝξης περιττüς. Το ξαναλÝω, δεν σκοπεýω να μπω σε λεπτομÝρειες, αλλÜ και δεν μπορþ να αντι­ παρÝλθω Ýνα αρκετÜ αξιοπερßεργο και εξαιρετικü περιστατικü και πιο συγκεκριμÝνα, την παρÜξενη συμπεριφορÜ των φßλων μου (εßχα και εγþ κÜπο­ τε φßλους) κÜθε φορÜ που τους συναντοýσα Þ και üταν ακüμα περνοýσα για λßγο απ' το σπßτι τους. ¼λο ι τους αισθÜνονταν κυριολεκτικþς Üβολα. ¼ταν με συναντοýσαν χαμογελοýσαν κÜπως αφý­ σικα, δεν με κοßταζαν στα μÜτια οýτε στα πüδια, üπως κÜνουν μερικοß, αλλÜ πιο πολý στα μÜγου­ λα• μετÜ μου Ýσφιγγαν βιαστικÜ το χÝρι και Ýλε­ γα ν πÜλι βιαστικÜ:
 «Ε! Γεια σου, Τσουλκατοýριν!» (η τýχη με χρÝωσε με αυτü το παρατσοýκλι) Þ «Α, να κι ο Τσουλκατοýριν». ΑμÝσως παραμÝριζαν και Ýμεναν για λßγο ασÜλευτοι, σαν να προσπαθοýσαν κÜτι να θυμηθοýν. Εγþ τα Ýβλεπα üλα αυτÜ, διü­ τι δεν μοý λεßπει η οξυδÝρκεια, οýτε το χÜρισμα της παρατÞρησης και γενικÜ δεν εßμαι κουτüς. Και ακüμα, πüτε πüτε Ýρχονται στο μυαλü μου σκÝ­ ψεις αρκετÜ διασκεδαστικÝς, üχι τελεßως ασυνÞ­ θιστες, αλλÜ επειδÞ εßμαι Ýνας περιττüς Üνθρω­ πος και Ýχω μÝσα μου φερμουÜρ, αισθÜνομαι Ü­ σχημα να εκφρÜσω τη σκÝψη μου, πüσω μÜλλον α­ φοý ξÝρω εκ των προτÝρων üτι θα την εκφρÜσω πολý Üσχημα. ¢λλες φορÝς πÜλι βλÝπω τους Üλ­ λους να μιλοýν απλÜ και ελεýθερα, με τüση γρηγο­ ρÜδα... ΔηλαδÞ, για να εßμαι ειλικρινÞς, Üσχετα με το φερμουÜρ μου εßχα και εγþ αυτÞν τη φαγοý­ ρα να μιλÜω αρκετÜ συχνÜ, αλλÜ τις λÝξεις τις πρüφερα κανονικÜ μüνον üταν Þμουν νÝος, ενþ στα πιο þριμα χρüνια μου σχεδüν κÜθε φορÜ τα κατÜφερνα να συγκρατþ τον εαυτü μου. ΠολλÝς φορÝς λÝω χαμηλüφωνα: «Να, τþρα καλýτερα να σωπαßνουμε για λßγο» . Και ησυχÜζω. Για να σω­ παßνουμε, εßμαστε üλοι ικανοß. ΕιδικÜ οι γυναßκες μας, αυτü κÜνουν. Μια περÞφανη Ρωσßδα κοπÝλα σωπαßνει τüσο δυναμικÜ, þστε ακüμα και σε Üν­ θρωπο που εßναι προετοιμασμÝνος, παρüμοιο θÝαμα εßναι ικανü να του προκαλÝσει ελαφριÜ τρε­ μοýλα και κρýο ιδρþτα. ΑλλÜ το θÝμα δεν εßναι αυτü, οýτε και να κριτικÜρω τους Üλλους. ¸ρχο­ μαι στην αφÞγηση που υποσχÝθηκα.

     Εδþ και λßγα χρüνια, χÜρη στη συγκυρßα τε­ λεßως ασÞμαντων, αλλÜ πολý σοβαρþν για μÝνα περιστÜσεων, Ýπρεπε να μεßνω Ýξι περßπου μÞνες στην επαρχιακÞ πüλη Ο... Η πüλη αυτÞ εßναι χτι­ σμÝνη πολý στενüχωρα πÜνω σε μια πλαγιÜ. Εκεß ζουν οχτακüσιοι περßπου κÜτοικοι σε μια ασυνÞ­ θιστη φτþχεια, μÝσα σε μικρÜ παλιüσπιτα• και ΘεÝ μου, μη χειρüτερα, στον κεντρικü δρüμο που τον λÝνε λιθüστρωτο ασπρßζουν αραιÜ και που κÜτι φοβερÝς πλÜκες απü τραχý ασβεστüλιθο, ε­ ξαιτßας των οποßων ακüμα και τα κÜρα παρακÜμ­ πτουν τον δρüμο. Ακριβþς στ ο κÝντρο της απß­ στευτα ακατÜστατης πλατεßας ανυψþνεται Ýνα μικροσκοπικü κιτρινωπü οικοδüμημα με σκοτει­ νÝς τρýπες, μες στις οποßες κÜθονται Üνθρωποι με μεγÜλες τραγιÜσκες και προσποιοýνται üτι κÜνουν δÞθεν εμπüριο. Απ' το οικοδüμημα αυτü, λοιπüν, προεξÝχει Ýνα ασυνÞθιστα ψηλü παρδαλü κονταρüξυλο και δßπλα σε τοýτο, για την τÜξη και κατ' εντολÞ του προúσταμÝνου, φυλÜσσεται το φορτßο του κιτρινωποý σανοý και περπατÜει μια κüτα που ανÞκει στο δημüσιο. Με δυο λÝξεις, στην πüλη Ο... μÝνεις üπου θÝλεις. Τις πρþτες μÝρες εκεß, παρÜ λßγο να τρελαθþ απ' την πλÞξη. ΠρÝπει να πω για τον εαυτü μου üτι μüλο που εßμαι Ýνας Üνθρωπος περιττüς, δεν εßναι ουσιαστικÜ απü δικÞ μου επιθυμßα. Ο ßδιος εßμαι Üρρωστος, αλλÜ üμως ü,τι εßναι Üρρωστο δεν μπορþ να το υποφÝ­ ρω... Απü την ευτυχßα θα Ýλεγα üτι δεν απÝχω πο­ λý, προσπÜθησα να την πλησιÜσω και απ' τα δεξιÜ και απü τ' αριστερÜ... Γι' αυτü δεν αποτελεß Ýκ­ πληξη που μπορþ κι εγþ να πλÞττω üπως κÜθε Üλλος θνητüς. Στην πüλη Ο... βρισκüμουν για υπη­ ρεσιακοýς λüγους...
     Η ΤερεντιÝβνα Ýχει ορκιστεß κατηγορηματικÜ να με ξεθεþσει. Να Ýνα δεßγμα της συνομιλßας μας:
ΤΕΡΕΝΤΙΕΒΝΑ: Ααχ, πατεροýλη μου! Τι εßναι üλ' αυτÜ που γρÜφετε; Σας κÜνει κακü να τα γρÜφετε.
ΕΓ¿: Ναι, εßναι πληκτικÜ, ΤερεντιÝβνα!
ΑΥΤ¹: Πιεßτε το τσÜι σας και ξαπλþστε. Να δþσει ο Θεüς να θολþσετε, να σας πÜρει ο ýπνος.
ΕΓ¿: Μα δεν θÝλω να κοιμηθþ.
ΑΥΤ¹: Αχ, πατεροýλη μου! Τι πÜθατε; Ο Κýριος μαζß σας! Ξαπλþστε λοιπüν, ξαπλþστε, θα εßναι πιο καλÜ.
ΕΓ¿: Και να ξαπλþσω και να μην ξαπλþσω, πÜλι θα πεθÜνω, ΤερεντιÝβνα!
ΑΥΤ¹: Θεüς φυλÜξοι. Κýριε ελÝησον... Λοιπüν, θÝλετε λßγο τσÜι;
ΕΓ¿: Δεν θα ζÞσω οýτε μια βδομÜδα, ΤερεντιÝβνα!
ΑΥΤ¹ ΚουταμÜρες πατεροýλη! Τι εßναι αυτÜ που λÝτε;... ΠÜω τþρα να βÜλω το σαμοβÜρι.
     Ω, γερασμÝνο, κιτρινιÜρικο, φαφοýτικο πλÜ­ σμα! Για σÝνα, εγþ δεν εßμαι στ' αλÞθεια Üνθρωπος!
24 Μαρτßου.
     ΦοβερÞ παγωνιÜ. Την ßδια ημÝρα της ÜφιξÞς μου στην πüλη Ο... οι υπηρεσιακÝς δουλειÝς που ανÝφερα πιο πÜνω με υποχρÝωσαν να επισκεφθþ κÜποιον Οζιüγκιν, Κý­ ριλλο ΜατθÝιτς, Ýναν απü τους κυριüτερους δημο­ σßους υπαλλÞλους της περιφÝρειας. ΑλλÜ γνωρß­ στηκα μαζß του Þ, üπως λÝνε, τον πλησßασα ýστε­ ρα απü δýο εβδομÜδες. To σπßτι του βρßσκεται στον κεντρικü δρüμο και ξεχωρßζει απ' üλα τ' Üλλα για το ýψος του, τη βαμμÝνη σκεπÞ του και απü δυο λιοντÜρια στην εßσοδü του, εκεßνης της ασυ­ νÞθιστης ρÜτσας που κÜπου κÜπου μοιÜζουν με κακομοýτσουνα σκυλιÜ σαν αυτÜ της Μüσχας. Και μüνο απ' τα λιοντÜρια θα μποροýσε κανεßς να συμπερÜνει üτ ι ο Οζιüγκιν εßναι Ýνας Üνθρωπος εýπορος. Και πραγματικÜ, εßχε στη δοýλεψÞ του τετρακüσιους περßπου αγρüτες. Στο σπßτι του δε­ χüταν üλ η την αφρüκρεμα της κοινωνßας στην πüλη Ο... και φημιζüταν για τη φιλοξενßα του. Στο σπßτι του ερχüταν και ο δÞμαρχος με το ντρüζκι (ελαφριÜ τετρÜτροχη επιβατικÞ Üμαξα) καß τα δυο πυρüξανθα Üλογα, ασυνÞθιστα βαρýς και ογκþδης, σαν να Þταν τυλιγμÝνος με πολλÝς κουβÝρτες. ¸ρχονταν και Üλλοι υπÜλληλοι. ¸νας δικηγüρος πλÜσμα κιτρινωπü και μοχθηρü, Ýνας χωρατατζÞς χωρομÝτρης γερμανικÞς καταγωγÞς με χαρακτηριστικÜ ταταρικÜ, Ýνας αξιωματικüς συγκοινωνιþν, στοργικÞ ψυχÞ, τραγουδιστÞς, αλ­ λÜ και κουτσομπüλης, 0 πρþην ηγÝτης της περιφÝ­ ρειας, Ýνας κýριος με κüκκινα μαλλιÜ, με χτυπητü προστÞθιο πουκαμßσου, παντελüνια εφαρμοστÜ και με υπερβολικÜ ευγενικÞ Ýκφραση προσþπου, η οποßα εßναι τüσο χαρακτηριστικÞ στους ανθρþ­ πους που Ýχουν υπÜρξει υπüδικοι.     
     ¸ρχονταν επß­ σης και δυο τσιφλικÜδες, φßλοι αχþριστοι, üχι πια νÝοι, μÜλιστα και καχεκτικοß, απü τους οποßους ο μικρüτερος εξουθÝνωνε συνεχþς τον μεγαλýτερο και του βοýλωνε το στüμα με την ßδια πÜντοτε παρατÞρηση: «Λοιπüν αρκετÜ. ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς, λÜθο ς κÜνετε. Τη λÝξη πρüμπκα την γρÜφετε με μπ. Ναι, κýριοι», συνÝχιζε με üλη τη θÝρμη της πε­ ποßθησÞς του, απευθυνüμενος στους παρüντες, «ο ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς γρÜφει üχι πρüμπκα, αλλÜ μπρüμπκα». Και üλοι οι παρüντες γελοýσαν, μüλο που πιθανüν κανÝνας τους δεν ξεχþριζε για κÜ­ ποια ιδιαßτερη ικανüτητα στην ορθογραφßα. Και ο δýστυχος ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς σþπαινε και μ' Ýνα σβησμÝνο χαμüγελο Ýσκυβε το κεφÜλι. ΑλλÜ ξεχνÜω üτι η þρα περνÜει και εγþ επιδßδομαι σε λε­ πτομÝρειες. Λοιπüν, χωρßς περιττÜ λüγια, ο Οζιü­ γκιν Þταν παντρεμÝνος και εßχε μια κüρη, την Ελι­ ζαμπÝτα Κυρßλλοβνα και εγþ αυτÞ την κüρη την ερωτεýθηκα.

     Ο ßδιος ο Οζιüγκιν Þταν Ýνας Üνθρωπος με­ τρßων δυνατοτÞτων, οýτε κακüς οýτε καλüς, η δε γυναßκα του Ýχανε τον ρυθμü της μπροστÜ ακüμα και σ' Ýνα αδýναμο κοτüπουλο. Η κüρη τους üμως δεν Ýμοιαζε στους γονεßς της. ¹ταν ομορφοýτσι­ κη, με ζωηρü πνεýμα και μειλßχιο χαρακτÞρα. Τα γκρßζα, φωτεινÜ μÜτι α της κοßταζαν καλüψυχα και ολüισια κÜτω απü τα παιδικÜ ανασηκωμÝνα φρýδια της. ¹ταν σχεδüν πÜντοτε χαμογελαστÞ και επßσης γελοýσε αρκετÜ συχνÜ. Η δροσερÞ φω­ νÞ της ηχοýσε πολý üμορφα. Οι κινÞσεις της Þσαν ελεýθερες, γρÞγορες και κοκκßνιζε χαροýμενα. Ντυνüταν üχι υπερβολικÜ κομψÜ. Της πÞγαιναν μüνο τα απλÜ φορÝματα. Εγþ γενικÜ δεν Ýκανα α­ μÝσως γνωριμßες• και αν με κÜποιον αισθανüμουν Üνετα απ' την πρþτη φορÜ -κÜτι εξÜλλου που σχε­ δüν ποτÝ δεν γινüταν- ομολογþ üτι θα Þταν σß­ γουρα προς üφελος της νÝας γνωριμßας. Με τις γυναßκες δεν Þξερα καθüλου πþς να συμπεριφερθþ και μπροστÜ τους Þ κατσοýφιαζα παßρνοντας ý­ φος αγριωπü Þ Ýδειχνα τα δüντια με Ýναν βλακþ­ δη τρüπο και απü την αμηχανßα μου στριφογýριζα τη γλþσσα μου στο στüμα. Με την ΕλισαβÝτα Κυ­ ρßλλοβνα, αντιθÝτως, Ýνιωσα απü την πρþτη στιγ­ μÞ σαν στο σπßτι μου. Να πþς Ýγινε αυτü. Μια φο­ ρÜ, Ýρχομαι στον Οζιüγκιν κÜποια þρα προ του φαγητοý και ρωτÜω: «Εßναι μÝσα;» Μου απαντοýν:
«ΜÝσα, ντýνονται, παρακαλþ περÜστε στ ο σαλü­ νι». Προχωρþ στ ο σαλüνι. ΚοιτÜζω προς το παρÜ­ θυρο üπου στÝκεται μια κοπÝλα με Üσπρο φüρεμα, με την πλÜτη της γυρισμÝνη προς το μÝρος μου, Ýχοντας στα χÝρια της Ýνα κλουβß. Εγþ, ως συνÞ­ θως, λιγÜκι σκÝβρωσα. ΑλλÜ εντÜξει, μüνο που απü ευγÝνεια ξερüβηξα. Εκεßνη γýρισε γρÞγορα, μα τüσο γρÞγορα που οι μποýκλες της χτýπησαν στο πρüσωπü της, με εßδε, υποκλßθηκε και μου Ý­ δειξε χαμογελþντας Ýνα κιβþτιο γεμÜτο ως τη μÝση με σπüρους. «Σας πειρÜζει;» Εγþ, εννοεßται και üπως συνηθßζεται σε τÝτοιες περιπτþσεις, Ý­ κλινα πρþτα το κεφÜλι και ταυτüχρονα λýγισα γρÞγορα και ßσιωσα τα γüνατα (σαν να με χτýπησε κÜποιος απü πßσω στους τÝνοντες), κÜτι που ως γνωστüν εßναι Ýνδειξη Üριστης ανατροφÞς και Üνεσης στους τρüπους. ¾στερα χαμογÝλασα, σÞ­ κωσα το χÝρι και προσεχτικÜ και üμορφα Ýκανα με αυτü δυο φορÝς μια περιστροφικÞ κßνηση στον αÝρα. Η κοπÝλα αμÝσως γýρισε την πλÜτη της, Ýβγαλε απ' το κλουβß μια σανιδοýλα, Üρχισε να ξýνει δυνατÜ την επιφÜνειÜ της μ' Ýνα μαχαßρι και ξαφνικÜ, χωρßς ν' αλλÜξει θÝση, εßπε τις ακüλου­ θες λÝξεις: «Αυτü εßναι το γερÜκι του πατÝρα... Σας αρÝσουν τα γερÜκια;» - «Προτιμþ τα καναρß­ νια», απÜντησα εγþ, üχι χωρßς κÜποια Ýνταση. «Κι εγþ επßσης αγαπþ τα καναρßνια, μα κοιτÜξτε το πüσο ωραßο εßναι. ΚοιτÜξτε, δεν φοβÜται. (Εγþ αποροýσα που ο ßδιος δεν φοβüμουν.) ΕλÜτε κο­ ντÜ. Το λÝνε Πüπκα». Πλησßασα και Ýσκυψα. «Στ' αλÞθεια, δεν εßναι πολý χαριτωμÝνο;» Γýρισε προς το μÝρος μου το πρüσωπü της, αλλÜ στεκüμασταν τüσ ο κοντÜ ο Ýνας στον Üλλον που αναγκÜστηκε να γεßρει λßγο πßσω το κεφÜλι για να με κοιτÜξει με τα φωτεινÜ ματÜκια της. Την κοßταξα κι εγþ• ολüκληρο το νεανικü, σαν τριαντÜφυλλο πρüσωπü της, τüσο χαμογελαστü που απ' την ευχαρßστησÞ μου δεν μπüρεσα να συγκρατÞσω κι εγþ το χαμü­ γελü μου. Η πüρτα Üνοιξε και μπÞκε ο κýριος Οζιüγκιν. ΑμÝσως τον πλησßασα και Üρχισα να του μιλÜω ελεýθερα, μη ξÝροντας κι ο ßδιος πþς Ýμεινα να γευματßσω και τελικÜ παρÝμεινα üλη τη βραδιÜ. Την Üλλη μÝρα ο υπηρÝτης του Οζιüγκιν, ξερακιανüς και κοντüφθαλμος, καθþς μου Ýβγαζε τη χλαßνη, μου χαμογÝλασε σαν να Þμουν φßλος του σπιτιοý.
     Να βρω Ýνα Üσυλο, να χτßσω Ýστω μια πρüχει­ ρη φωλιÜ, να μÜθω τις καθημερινÝς χαρÝς, τις σχÝσεις και τις συνÞθειες, τοýτη την ευτυχßα εγþ, ο περιττüς Üνθρωπος δßχως οικογενειακÝς ανα­ μνÞσεις, μÝχρι τþρα δεν την Ýχω δοκιμÜσει. Αν κÜτι μÝσα μου, Ýστω και οτιδÞποτε, μου θýμιζε λουλοýδι και αν η σýγκριση δεν Þταν τüσο χτυπη­ τÞ, θα Ýλεγα σßγουρα üτι απü εκεßνη την ημÝρα Ý­ λαμψε η ψυχÞ μου. ¼λα μÝσα μου και τριγýρω μου Üλλαξαν στη στιγμÞ! ¼λη μου η ζωÞ φωτßστηκε με αγÜπη, κυριολεκτικÜ üλη μÝχρι την τελευταßα της λεπτομÝρεια, σαν Ýνα σκοτεινü, παρατημÝνο δω­ μÜτιο στο οποßο Ýφεραν Ýνα αναμμÝνο κερß. ΞÜ­ πλωνα να κοιμηθþ, σηκωνüμουν, ντυνüμουν, Ýτρωγα πρωινü, κÜπνιζα το τσιμποýκι, üλα διαφο­ ρετικÜ απü πρþτα• και ακüμα αναπηδοýσα στον δρüμο, μα την αλÞθεια, λες και στις πλÜτες μου εßχαν ξαφνικÜ φυτρþσει φτερÜ. ΘυμÜμαι, οýτε Ýνα λεπτü δεν βρÝθηκα σε αβεβαιüτητα ως προς το αßσθημα που μου ενÝπνευσε η ΕλισαβÝτα Κυ­ ρßλλοβνα• την αγÜπησα με πÜθος απü την πρþτη μÝρα και απü την πρþτη κιüλας μÝρα Þξερα üτι ερωτεýθηκα. Την Ýβλεπα κÜθε μÝρα επß τρεις ε­ βδομÜδες. ΑυτÝς οι εβδομÜδες Þσαν η πιο ευτυχι­ σμÝνη περßοδος της ζωÞς μου, αλλÜ η ανÜμνησÞ τους μου φÝρνει κατÜθλιψη. Δεν γßνεται να σκÝ­ πτομαι μüνον αυτÝς, διüτι ÜθελÜ μου παρουσιÜ­ ζεται και ü,τι επακολοýθησε και μια φαρμακερÞ θλßψη κυριεýει αργÜ αργÜ ως το μεδοýλι την συ­ γκινημÝνη μου τþρα καρδιÜ.
     ¼ταν ο Üνθρωπος εßναι καλÜ, το μυαλü του -ü ­ πως εßναι γνωστü- εργÜζεται πολý λßγο. ¸να Þρε­ μο και ευχÜριστο αßσθημα, Ýνα αßσθημα ικανο­ ποßησης διαποτßζει üλη την ýπαρξÞ του και τον κατακυριεýει και η συνεßδηση της προσωπικüτη­ τÜς του εξαφανßζεται. Ευδαιμονεß, üπως λÝνε οι κακοαναθρεμμÝνοι ποιητÝς. Και üταν τελικÜ παρÝρχεται αυτÞ η «μαγεßα», ο Üνθρωπος πüτε πüτε αγανακτεß και λυπÜται που μÝσα στην ευτυχßα του Ýδινε τüσο λßγη προσοχÞ στον ßδιο του τον εαυτü, που δεν συλλογιüταν, δεν αναπολοýσε, δεν συνÝχιζε διπλÜ τις απολαýσεις του... σαν τον πα­ νευτυχÞ Üνθρωπο, üταν μÜλιστα αξßζει να συλλο­ γιστεß για τα αισθÞματÜ του! ΕυτυχισμÝνος Üν­ θρωπος - οýτε μýγα στο σπαθß του. Γι' αυτü και ε­ γþ, üταν θυμÜμαι αυτÝς τις τρεις εβδομÜδες, εß­ ναι σχεδüν αδýνατον να κρατÞσω στο μυαλü την ακριβÞ, την συγκεκριμÝνη εντýπωση, πüσω μÜλ­ λον που στη διÜρκεια üλου αυτοý τοý χρüνου τß­ ποτα το ιδιαßτερα υπÝροχο δεν Ýγινε μεταξý μας... ΑυτÝς οι εßκοσι μÝρες εßναι για μÝνα κÜτι το ζε­ στü , νεανικü και εýοσμο, μια φωτεινÞ περßοδος στην γκρßζα και ανιαρÞ ζωÞ μου. Η μνÞμη μου γß­ νεται ξαφνικÜ αδυσþπητα πιστÞ και καθαρÞ μü­ νον απü τη στιγμÞ που - μιλþντας με τις λÝξεις εκεßνων των κακοαναθρεμμÝνων συγγραφÝων - Ýπεσαν επÜνω μου τα χτυπÞματα της μοßρας.
     Ναι, αυτÝς οι τρεις εβδομÜδες... ΕξÜλλου, üχι üτι δεν Üφησαν μÝσα μου καμιÜ εικüνα. ΜερικÝς φορÝς, üταν συμβαßνει να σκÝπτομαι για πολλÞ þρα εκεßνη την εποχÞ, διÜφορες αναμνÞσεις ξÜφ­ νου αναδýονται απ' το σκοτÜδι του παρελθüντος και εμφανßζονται απρüσμενα σαν αστÝρια στο ν βραδινü ουρανü για να συναντηθοýν με Ýνα Ýντο­ νο, προσηλωμÝνο βλÝμμα. Μου Ýμεινε ιδιαßτερα στη μνÞμη Ýνας περßπατος σ' Ýνα μικρü δασÜκι στην Üκρη της πüλης. ¹μασταν τÝσσερα Üτομα: η γριÜ Οζιüγκινα, η Λßζα, εγþ και κÜποιος Μπιζ­ μιüνκωφ, χαμηλüβαθμος δημüσιος υπÜλληλος στην πüλη Ο..., Ýνας ξανθüς, καλοσυνÜτος και Þσυχος Üνθρωπος. Θα χρειαστεß να σας πω περισ­ σüτερα γι' αυτüν. Ο ßδιος ο Οζιüγκιν εßχε μεßνει στ ο σπßτι, επειδÞ απ' τον πολý ýπνο πονοýσε το κεφÜλι του. Η μÝρα Þταν θαυμÜσια, ζεστÞ και Þ­ συχη. ΠρÝπει να σημειþσω üτι τα ψυχαγωγικÜ πÜρκα και οι κοινωνικοß περßπατοι δεν συγκινοýν και τüσο τον Ρþσο. Στις πρωτεýουσες των νομþν, στα επονομαζüμενα δημüσια πÜρκα, ποτÝ δεν θα συναντÞσετε ψυχÞ• το πολý πολý καμιÜ γριÜ να κÜθεται αναστενÜζοντας σε κÜποιο ψημÝνο απ' τον Þλιο πρÜσινο παγκÜκι, κοντÜ σε Ýνα αρρωστη­ μÝνο δεντρÜκι - και αυτü, αν κοντÜ στην αυλü­ πορτα δεν υπÜρχει καμιÜ λιγδιασμÝνη σανßδα. Αν üμως στα περßχωρα υπÜρχει κανÝνα δροσερü δα­ σýλλιο με σημýδες, οι Ýμποροι και μερικÝς φορÝς οι δημüσιοι υπÜλληλοι πηγαßνουν εκεß ευχÜριστα τις ΚυριακÝς και τις γιορτινÝς μÝρες με τα σαμο ­ βÜρια , τι ς πßτε ς κα ι τ α καρποýζια , βÜζου ν üλ η αυτÞ την ευλογßα κÜτω στο σκονισμÝνο χορτÜρι ακριβþς δßπλα στον δρüμο, κÜθονται γýρω γýρω και τρþνε πßνοντας τσÜι με üρεξη μÝχρι να σκο­ τεινιÜσει.
     ¸να τÝτοιο ακριβþς δασýλλιο υπÞρχε τüτε σε απüσταση δýο βερστιþν απü την πüλη Ο... ΦθÜσαμε εκεß μετÜ το γεýμα, Þπιαμε ως συνÞθως τσÜι και ýστερα ξεκινÞσαμε καß οι τÝσσερις να περπατÞσουμε στο αλσýλλιο. Ο Μπιζμιüνκωφ πÞ­ ρε απ' το μπρÜτσο την γριÜ Οζιüγκινα και εγþ την Λßζα. Η μÝρα τþρα Ýγερνε προς το βρÜδυ. Βρισκü­ μουν τüτε στ ο αποκορýφωμα της πρþτης αγÜπης (δεν εßχαν περÜσει περισσüτερο απü δýο εβδο­ μÜδες απü τüτ ε που εßχαμε γνωριστεß), βρισκü­ μουν σε μια κατÜσταση πÜθους και προσεχτικÞς λατρεßας, üταν üλη η ψυχÞ αγνÜ και Üθελα ιχνη­ λατεß την κÜθε κßνηση του αγαπημÝνου πλÜσμα­ τος, üταν δεν μπορεßς να χορτÜσεις την παρουσßα του, να ακοýσεις τη φωνÞ του, üταν χαμογελÜς κοιτÜζοντας σαν μικρü Üρρωστο παιδÜκι που Ýγι­ νε καλÜ• αν εßσαι λßγο Ýμπειρος, με την πρþτη μα­ τιÜ και απü εκατü βÞματα απüσταση πρÝπει να ξÝρεις αυτü που σου συμβαßνει. ΜÝχρι εκεßνη τη μÝρα οýτε μια φορÜ δεν εßχε τýχει να πιÜσω τη Λßζα απü το μπρÜτσο. Περπατοýσαμε μαζß πλÜι πλÜι, προχωρþντας Þσυχα στ ο πρÜσινο χορτÜρι. Ελαφρü αερÜκι φτεροýγιζε κυριολεκτικÜ γýρω μας, ανÜμεσα στους Üσπρους κορμοýς των σημý­ δων, ρßχνοντας στο πρüσωπü μου την κορδÝλα του καπÝλου της. Εγþ την παρακολουθοýσα επßμονα, þσπου τελικÜ και συναινετικÜ γýριζε προς το μÝ­ ρος μου και γελοýσαμε κι οι δυü μας.
     Τα πουλιÜ τιτßβιζαν χαροýμενα απü πÜνω μας και ο γαλανüς ουρανüς φþτιζε χαúδευτικÜ τη λιγοστÞ φυλλωσιÜ. Το μυαλü μου θüλωνε απ' το πλεüνασμα της ευχα­ ρßστησης. Εδþ σπεýδω να παρατηρÞσω üτι η Λßζα δεν Þταν καθüλου ερωτευμÝνη μαζß μου. Της Üρε­ σα και γενικÜ κανÝναν δεν απÝφευγε, αλλÜ δεν Þμουν εγþ εκεßνος που θα Üγγιξε την παιδικÞ της ηρεμßα. Προχωροýσε κρατþντας με αγκαζÝ, σαν να Þμουν ο αδελφüς της. ¹ταν τüτ ε δεκαεπτÜ χρονþν... Και στο μεταξý το ßδιο αυτü βραδινü, μπροστÜ μου Üρχισε μÝσα της εκεßνος ο εσωτερι­ κüς και Þσυχος αναβρασμüς που προηγεßται της μεταλλαγÞς ενüς παιδιοý σε γυναßκα... ¹μουν μÜρτυρας αυτÞς της μεταλλαγÞς üλης της ýπαρ­ ξης, αυτÞς της αθþας αμηχανßας και της ανÞσυχης περισυλλογÞς. Πρþτος εγþ παρατÞρησα αυτÞ την απüτομη απαλüτητα της ματιÜς, την χτυπητÞ α­ πιστßα της φωνÞς - και ω ανüητε, ω περιττÝ Üν­ θρωπε... για μιαν ολüκληρη εβδομÜδα δεν ντρÜπη­ κα να κÜνω την υπüθεση üτι εγþ, εγþ ο ßδιος Þ­ μουν η αιτßα αυτÞς της μεταλλαγÞς! Να πþς Ýγινε.

     Περπατοýσαμε αρκετÞ þρα μÝχρι το βραδÜκι και μιλοýσαμε πüτε-πüτε. Εγþ Þμουν σιωπηλüς üπως üλοι οι Üπειροι ερωτευμÝνοι και εκεßνη δεν εßχε ßσως τι να μου πει, αλλÜ συλλογισμÝνη κου­ νοýσε κÜπως ιδιαßτερα το κεφÜλι της δαγκþνο­ ντας στοχαστικÜ Ýνα κομμÝνο φυλλαρÜκι. Μερι­ κÝς φορÝς πÞγαινε μπροστÜ τüσο αποφασιστικÜ... και ýστερα ξαφνικÜ σταματοýσε, με περßμενε και κοßταζε τριγýρω με ανασηκωμÝνα τα φρýδια της και με Ýνα ελαφρÜ ειρωνικü και αφηρημÝνο χαμü­ γελο. Την προηγοýμενη μÝρα διαβÜζαμε και οι δυο μαζß τον «ΑιχμÜλωτο του ΚαυκÜσου» (γνωστü διÞγημα του Τολστüι). Με τι α­ πληστßα με Üκουγε στηρßζοντας το πρüσωπü της στα δυο της χÝρια και ακουμπþντας με το στÞθος στο τραπÝζι!   
     ¢ρχισα να της μιλÜω τþρα για την χθεσινÞ μας ανÜγνωση. Εκεßνη κοκκßνισε, με ρþ­ τησε αν Ýδωσα πριν ξεκινÞσουμε στ ο πουλÜκι καν­ ναβοýρι, μετÜ Ýπιασε να τραγουδÜει δυνατÜ κÜ­ ποιο τραγουδÜκι και ξαφνικÜ σþπασε. Το δασýλ­ λι ο απü την μια πλευρÜ του προς την Üκρη Þταν αρκετÜ ψηλü και κατÝληγε σ' Ýναν απüτομο γκρε­ μü. ΚÜτω κυλοýσε Ýνα ελικοειδÝς ποταμÜκι και πÝρα απü αυτü στον απÝραντο χþρο απλþνονταν ατελεßωτα λιβÜδια, πüτε αναδýοντας ελαφρÜ μιαν αχλÞ σαν κýματα, πüτε σαν Ýνα φαρδý στρω­ μÝνο τραπεζομÜντιλο που το διÝκοπταν εδþ και εκεß χαρÜδρες. Εγþ και η Λßζα βγÞκαμε πρþτοι στην Üκρη του δασυλλßου. Ο Μπιζμιüνκωφ εßχε μεßνει πßσω με τη γριÜ. ΒγÞκαμε, κοντοσταθÞκα­ με και ÜθελÜ μας μισοκλεßσαμε και οι δυο τα μÜ­ τια. Ακριβþς απÝναντß μας, στη μÝση μιας πυρακτωμÝνης καταχνιÜς, Ýδυε Ýνας πορφυρüς τερÜ­ στιος Þλιος. Ο μισüς ουρανüς καιγüταν παßρνο­ ντας κüκκινο χρþμα και οι κüκκινες αχτßδες χτυ­ ποýσαν περνþντας πÜνω απ' τα λιβÜδια, ρßχνο­ ντας μια ροδοκüκκινη αντιφεγγιÜ ακüμα και στην σκιερÞ πλευρÜ των φαραγγιþν και Ýπεφταν σαν πýρινο μολýβι στο ποταμÜκι, στα σημεßα üπου αυτü δεν κρυβüταν πßσω απü τους κρεμαστοýς θÜ­ μνους, και μετÜ ακουμποýσαν κυριολεκτικÜ στο στÞθος του γκρεμοý και του δασυλλßου.
     Στεκüμα­ σταν περιλουσμÝνοι μÝσα σ' Ýνα φλογερü μεγα­ λεßο. Δεν εßμαι σε θÝση να μεταδþσω üλη τη φο­ βερÞ μεγαλοπρÝπεια αυτÞς της εικüνας. ΛÝνε üτι σ' Ýναν τυφλü το κüκκινο χρþμα φαντÜζει σαν Þχος σÜλπιγγας. Δεν ξÝρω κατÜ πüσο η σýγκριση εßναι σωστÞ, αλλÜ στ' αλÞθεια Þταν Ýνα κÜλεσμα σε αυτü το φλεγüμενο χρυσÜφι του αÝρα μες στο λυκüφως του δειλινοý, με την βαθυκüκκινη λÜμψη του ουρανοý και της γης. Φþναξα απ' τον ενθου­ σιασμü μου και αμÝσως γýρισα προς τη Λßζα. Εκεßνη κοßταξε κατευθεßαν στον Þλιο. ΘυμÜμαι τη λÜμψη του ν' αντανακλÜ σαν δυο μικρÝς φωτεινÝς κηλßδες στα μÜτια της. ¹ταν κατÜπληκτη και βαθιÜ συγκινημÝνη. Στην δικÞ μου Ýξαρση δεν απα­ ντοýσε και για πολλÞ þρα Ýμενε ακßνητη με σκυ­ φτü το κεφÜλι... Εγþ Üπλωσα το χÝρι μου και εκεß­ νη γýρισε απ' την Üλλη μεριÜ και ξαφνικÜ Ýβαλε τα κλÜματα. Την κοßταξα με μια κρυφÞ, σχεδüν χαροýμενη απορßα...
     Η φωνÞ του Μπιζμιüνκωφ ακοýστηκε δυο βÞματα πιο πÝρα. Η Λßζα σκοýπι­ σε γρÞγορα τα δÜκρυα και μ' Ýνα δειλü χαμüγελο κοßταξε προς το μÝρος μου. Η γριÜ βγÞκε απ' το δασýλλιο ακουμπþντας στο χÝρι του ξανθοý συ­ νοδοý της. Με τη σειρÜ τους και οι δυο θαýμασαν τη θÝα. Η γριÜ ρþτησε κÜτι την Λßζα και θυμÜμαι πως ÜθελÜ μου ταρÜχτηκα üταν σε απÜντησÞ της αντÞχησε σαν ραγισμÝνο γυαλß η σπασμÝνη φω­ νοýλα της κüρης της. Στο μεταξý ο Þλιος βασßλε­ ψε, το λυκüφως Üρχισε να σβÞνει. Γυρßσαμε πßσω. ¸πιασα πÜλι την Λßζα απü το χÝρι. Στο αλσýλλιο ακüμα Ýφεγγε και μποροýσα να διακρßνω καλÜ τα χαρακτηριστικÜ της. ¹ταν ανÞσυχη και δεν σÞκω­ νε τα μÜτια. Το ροδοκüκκινο χρþμα, διÜχυτο σε üλο το πρüσωπü της δεν χανüταν, λες και η Λßζα στεκüταν ακüμα στις αχτßδες του Þλιου που Ý­ δυε... Το χÝρι της μüλις που Ýπιανε το δικü μου.

Για πολλÞ þρα δεν μποροýσα να βγÜλω μιλιÜ, τü­ σο δυνατÜ χτυποýσε μÝσα μου η καρδιÜ. ΜακριÜ, μÝσα απ' τα δÝντρα ξεπρüβαλλε η Üμαξα. Ο αμα­ ξÜς ερχüταν να μας συναντÞσει πÜνω στην αφρÜ­ τη Üμμο του δρüμου.
«ΛισαβÝτα Κυρßλλοβνα», εßπα εγþ, τελικÜ, «για­ τß κλαßγατε;»
«Δεν ξÝρω», Þταν ο δικüς της αντßλογος, ýστε­ ρα απü μια μικρÞ σιωπÞ• με κοßταξε με τα Þρεμα μÜτια της, υγρÜ ακüμα απ' τα δÜκρυα -τ ο βλÝμμα της Þταν τþρα διαφορετικü- και μετÜ πÜλι ακο­ λοýθησε σιωπÞ.
«ΒλÝπω üτι σας αρÝσει η φýση...» συνÝχισα ε­ γþ . Δεν Þταν καθüλου αυτü που Þθελα να πω και αυτÞ την τελευταßα φρÜση η γλþσσα μου μüλις που την ψÝλλισε μÝχρι το τÝλος. Εκεßνη κοýνησε το κεφÜλι. Δεν μποροýσα πια να προφÝρω τις λÝ­ ξεις... περßμενα κÜτι... üχι ομολογßα -προς Θεοý!- περßμενα Ýνα βλÝμμα ευπιστßας, μια ερþτηση... ΑλλÜ η Λßζα κοßταζε κÜτω και σþπαινε. Ξαναεßπα Üλλη μια φορÜ με μισÞ φωνÞ: «Γιατß;» Και απÜντη­ ση δεν πÞρα. Εκεßνη, το Ýβλεπα, δεν Ýνιωθε Üνετα, σχεδüν ντρεπüταν.
     ¸πειτα απü Ýνα τÝταρτο της þρας καθüμασταν Þδη στην Üμαξα και πλησιÜσαμε στην πüλη, με τ' Üλογα να τρÝχουν σε ρυθμικü τροχασμü. Περνοý­ σαμε γρÞγορα μÝσα απ' τον δροσερü αÝρα του δει­ λινοý. Εγþ Üρχισα ξαφνικÜ την κουβÝντα, απευθý­ νοντας χωρßς σταματημü τα λüγια μου τη μια φορÜ στον Μπιζμιüνκωφ, την Üλλη στην Οζιüγκι­ να, δßχως να κοιτÜζω την Λßζα, αλλÜ μποροýσα να παρατηρÞσω üτι απü τη γωνßα της Üμαξας το βλÝμμα της οýτε μια φορÜ δεν σταματοýσε σ' εμÝ­ να. Στο σπßτι üλ ο ανασκιρτοýσε, üμως δεν Þθελε να διαβÜσει μαζß μου και γρÞγορα πÞγε να κοιμη­ θεß. Η απüτομη αλλαγÞ, εκεßνη για την οποßα Ýλε­ γα, εßχε γßνει. ΣταμÜτησε να εßναι κοριτσÜκι και επßσης Üρχισε να περιμÝνει... üπως εγþ... για κÜ­ τι... Δεν περßμενε για πολý.
     ¼μως εγþ το ßδιο εκεßνο βρÜδυ γýρισα στ ο διαμÝρισμÜ μου καταγοητευμÝνος. Το ανÞσυχο προαßσθημα Þ υποψßα που εßχε γεννηθεß μÝσα μου, εξαφανßστηκε. Την αιφνßδια προσποßηση στη συ­ μπεριφορÜ της Λßζας απÝναντß μου την λογÜρια­ ζα κοριτσßστικη ντροπαλüτητα, ατολμßα... ΜÞπως δεν εßχα διαβÜσει χßλιες φορÝς σε πολλÜ λογοτεχνικÜ Ýργα üτι η πρþτη εμφÜνιση της αγÜπης ανη­ συχεß και φοβßζει μια κοπÝλα: Αισθανüμουν αρκε­ τÜ ευτυχισμÝνος και κατÜστρωνα Þδη στ ο μυαλü μου διÜφορα σχÝδια...
     Αν κÜποιος μου Ýλεγε τüτε στ ο αυτß: «Δεν λες την αλÞθεια, αγαπητÝ μου! Δεν εßναι καθüλου αυ­ τü που σε περιμÝνει, αδελφÜκι μου. Αυτü που σε περιμÝνει εßναι να πεθÜνεις μüνος μÝσα σ' Ýνα Üθλιο παλιüσπιτο, κÜτω απ' την ανυπüφορη γκρß­ νια μιας γριÜς χωριÜτισσας, η οποßα περιμÝνει πüτε θα πεθÜνεις για να πουλÞσει πÜμφθηνα τις μπüτε ς σου...»
     ΜÜλιστα, τüτε ÜθελÜ σου θα πεις μαζß με κÜ­ ποιον Ρþσο φιλüσοφο: «Πþς γßνεται να μÜθεις αυτü που δεν ξÝρεις;» Αýριο η συνÝχεια.
25 Μαρτßου.
      Μια λευκÞ χειμωνιÜτικη μÝρα. ΞαναδιÜβασα αυτÜ που Ýγραφα χθες και λßγο Ýλει­ ψε να σκßσω üλο το τετρÜδιο. Μου φαßνεται üτι μακρηγορþ και τα λÝω πολý μελßρρυτα. Ωστüσο, επειδÞ οι Üλλες αναμνÞσεις μου εκεßνου του καιροý δεν παρουσιÜζουν τßποτα το ευχÜριστο, πÝρα απü εκεßνη την μοναδικÞ ευχαρßστηση, την οποßα εßχε στον νου του ο ΛÝρμοντωφ üταν Ýλεγε üτι εßναι ευχÜριστο και οδυνηρü ν' αγγßζεις το Ýλκος μιας παλιÜς πληγÞς, γιατß λοιπüν κι εγþ να μην ικανο­ ποιÞσω τον εαυτü μου; ΑλλÜ εßναι ανÜγκη να ξÝ­ ρεις και το μÝτρο. Γι' αυτü και συνεχßζω χωρßς τρυφερüτητες.
      Στη διÜρκεια μιας ολüκληρης εβδομÜδας με­ τÜ τους περιπÜτους στην εξοχÞ, η θÝση μου στην ουσßα οýτε τüσο δα δεν καλυτÝρεψε, μüλο που η αλλαγÞ στη Λßζα γινüταν αισθητÞ μÝρα με τη μÝρα. Εγþ, üπως Ýχω Þδη πει, ερμÞνευα αυτÞ την αλλαγÞ ως ευνοúκÞ για μÝνα... Η δυστυχßα των μοναχικþν και διστακτικþ ν ανθρþπων -απ ü εγωισμü διστακτικþν- συνßσταται συγκεκριμÝ­ να στ ο üτι ενþ Ýχουν μÜτια ακüμα και ορθÜνοι­ χτα, τßποτα δεν βλÝπουν Þ τα βλÝπουν üλα σ' Ýναν ψεýτικο κüσμο σαν μÝσα απü βαμμÝνα γυα­ λιÜ. Οι ßδιες τους οι προσωπικÝς σκÝψεις και πα­ ρατηρÞσεις εßναι εμπüδιο σε κÜθε τους βÞμα. Στην αρχÞ της γνωριμßας μας, η Λßζα απευθυνüταν σ' εμÝνα ευκολüπιστα κι ελεýθερα, σαν παι­ δß. ºσως ακüμα στη διÜθεσÞ της απÝναντß μου να υπÞρχε κÜτι περισσüτερο απü μια απλÞ, παιδικÞ προσÞλωση... ΑλλÜ üταν Ýγινε μÝσα της εκεßνη η παρÜξενη, σχεδüν αιφνßδια αλλαγÞ, ýστερα απü μια σýντομη περßοδο αμηχανßας αισθανüταν τον εαυτü της συνεσταλμÝνο μπροστÜ στην δικÞ μου παρουσßα. ¢θελÜ της Ýστρεφε μακριÜ απü μÝνα το πρüσωπü της και ταυτüχρονα μελαγχολοýσε συλ­ λογισμÝνη... Περßμενε... τι; Η ßδια δεν Þξερε... αλλÜ εγþ... εγþ, üπως Ýχω Þδη πει, χαιρüμουν με αυτÞ την αλλαγÞ... Εγþ, μα τον Θεü, παρÜ λßγο να κοκκαλþσω -üπως λÝνε- απü ενθουσιασμü. ¢λλω­ στε εßμαι Ýτοιμος να συμφωνÞσω üτι και Üλλος στ η θÝση μου θα μποροýσε να ξεγελαστεß... Και ποιος δεν Ýχει εγωισμü; ΒÝβαια üλα αυτÜ ξεκαθÜ­ ρισαν μÝσα μου μüνον με την πÜροδο του χρüνου, üταν Ýπρεπε πια να κατεβÜσω τα δικÜ μου αδýνα­ μα φτερÜ.
     Η παρεξÞγηση που προÝκυψε με την Λßζα συνε­ χιζüταν μια ολüκληρη εβδομÜδα και εδþ δεν υ­ πÜρχει τßποτα το αξιοπερßεργο. Τυχαßνει να Ýχω παραστεß μÜρτυρας παρεξηγÞσεων, οι οποßες διαρκοýσαν χρüνια και χρüνια. Και ποιος εßπε üτ ι και η ßδια η αλÞθεια εßναι πραγματικÞ; Το ψÝμα εßναι τüσο ανθεκτικü üσο και η αλÞθεια, αν üχι περισ­ σüτερο. ΘυμÜμαι καλÜ üτι ακüμα και την τρÝ­ χουσα εβδομÜδα αραιÜ και ποý πÜλευε μÝσα μου Ýνα σκουλÞκι... αλλÜ ο φιλαρÜκος μας, Üνθρωπος μοναχικüς —πÜλι θα το πω— εßναι τüσο ανßκανος να καταλÜβει αυτü που το υ συμβαßνει, üσο και αυτü που γßνεται μπροστÜ στα μÜτια του. Και ε­ πιπλÝον, μÞπως η αγÜπη εßναι φυσικü συναßσθη­ μα: ΜÞπως εßναι χαρακτηριστικü γνþρισμα του ανθρþπου το ν' αγαπÜει; Η αγÜπη εßναι αρρþστια και για την αρρþστια γραπτüς νüμος δεν υπÜρχει. Ας υποθÝσουμε üτ ι η καρδιÜ μου κÜποτε σφιγγü­ ταν Üσχημα και üλα μÝσα μου γýριζαν Üνω κÜτω. Πþς θÝλατε να ξÝρω αν üλα εßναι Þ δεν εßναι εντÜ­ ξει, ποια εßναι η αιτßα, ποια η σημασßα της κÜθε αßσθησης ξεχωριστÜ;
     ΑλλÜ üπως και να 'χει το πρÜγμα, üλες αυτÝς οι παρεξηγÞσεις, τα προαισθÞματα και οι ελπßδες βρÞκαν τη λýση τους ως εξÞς:
ΚÜποιο πρωινü, γýρω στις δþδεκα η þρα, μüλις εßχα μπει στον προθÜλαμο του κυρßου Οζιüγκιν, üτα ν μι α Üγνωστη , ηχηρ Þ φων Þ ακοýστηκ ε στ η σÜλα, η πüρτα Üνοιξε διÜπλατα και υπü τη συνο­ δεßα του νοικοκýρη εμφανßστηκε στο κατþφλι Ý­ νας γεροδεμÝνος και ψηλüς Üντρας εßκοσι πÝντε περßπου χρονþν, ο οποßος Ýριξε βιαστικÜ στην πλÜτη τη στρατιωτικÞ χλαßνη που Þταν απλωμÝνη στο ν πÜγκο, χαιρετÞθηκε θωπευτικÜ με το ν Κý­ ριλλο ΜατθÝιτς, πÝρασε απü δßπλα μου αγγßζο­ ντας αδιÜφορα την τραγιÜσκα του και εξαφανß­ στηκε κουδουνßζοντας με τα σπιροýνια του.
«Ποιος εßναι αυτüς;» ρþτησα τον Οζιüγκιν.
«Ο πρßγκιπας Ν.», μου απÜντησε εκεßνος με το πρüσωπü του üλο Ýγνοια, «σταλμÝνος απ' την Πε­ τροýπολη για να παραλÜβει τους νεοσýλλεκτους».
«Και ποý εßναι αυτοß οι Üνθρωποι;» συνÝχισε με αγανÜκτηση. «Κανεßς δεν Þρθε να του δþσει τη χλαßνη του».
ΜπÞκαμε στη σÜλα.
«¸χει μÝρες που Þρθε;»
«Νομßζω χθες το βρÜδυ. Του πρüτεινα να μεß­ νει εδþ, αλλÜ δεν δÝχτηκε. ΠÜντως μου φαßνεται πολý ευγενικü παιδß».
«¸χει πολλÞ þρα εδþ σε σας;»
«ΚοντÜ στη μßα þρα. Με παρακÜλεσε να τον παρουσιÜσω στην ΟλυμπιÜδα ΝικÞτιτσνα».
«Τον παρουσιÜσατε;»
«Και βÝβαια».
«Και με την ΛισαβÝτα Κυρßλλοβνα αυτüς...»
«Και μ' εκεßνην γνωρßστηκε, ασφαλþς». Εγþ σιþπησα.
«¹ρθε για πολý εδþ, ξÝρετε;»
«Ναι, νομßζω üτι πρÝπει να μεßνει δýο εβδομÜ­ δες, ßσως και περισσüτερο».
Ο Κýριλλος ΜατθÝιτς Ýτρεξε να ντυθεß.
     ¸κανα λßγες βüλτες στη σÜλα. Δεν ξÝρω κατÜ πüσο ο ερχομüς του πρßγκιπα Ν. μου Ýκανε τüτε κÜποια ιδιαßτερη εντýπωση, εκτüς απü εκεßνο το συναßσθημα αντιπÜθειας που μας καταλαμβÜνει συνÞθως με την εμφÜνιση ενüς νÝου προσþπου στο ν κýκλο του σπιτιοý μας. Στο αßσθημα αυτü μπορεß να ανακατεýτηκε ακüμα και κÜτι σαν ζÞ­ λεια ενüς διστακτικοý και καχýποπτου Μοσχοβß­ τη απÝναντι στον λαμπρü αξιωματικü της Πε­ τροýπολης. «Ο πρßγκιπας», σκÝφθηκα, «εßναι πρω­ τευουσιÜνος και εμÜς θα μας κοιτÜζει απü ψηλÜ...» Τον εßδα üχι πÜνω απü Ýνα λεπτü, αλλÜ αμÝσως κατÜλαβα üτι Þταν καλüς, Ýξυπνος και Üνετος. Αφοý Ýκανα λßγες βüλτες μÝσα στη σÜλα, σταμÜτησα ýστερα μπροστÜ στον καθρÝφτη, Ý­ βγαλα απ' την τσÝπη τη χτÝνα, Ýδωσα στα μαλλιÜ μου την αφροντισιÜ ενüς ζωγρÜφου και ξαφνικÜ, üπως συμβαßνει μερικÝς φορÝς, βυθßστηκα στην παρατÞρηση του ßδιου του προσþπου μου. ΘυμÜ­ μαι, η προσοχÞ μου Þταν ιδιαßτερα προσηλωμÝνη στ η μýτη μου. Το Þπιο και ακαθüριστο περßγραμ­ μα αυτοý του μÝλους δεν μου Ýδινε ιδιαßτερη ικα­ νοποßηση και ξαφνικÜ, στο σκοτεινü βÜθος του γερμÝνου καθρÝφτη üπου αντανακλοýσε σχεδüν üλ ο το δωμÜτιο, Üνοιξε η πüρτα και εμφανßστηκε η επιβλητικÞ κορμοστασιÜ της Λßζας. Δεν ξÝρω γιατß, αλλÜ δεν κοýνησα οýτε το δαχτυλÜκι μου και διατÞρησα στο πρüσωπü μου την Ýκφραση που εßχα. Η Λßζα τÝντωσε το κεφÜλι, με κοßταξε με προσοχÞ και ανασηκþνοντας τα φρýδια, δαγκþ­ νοντας τα χεßλη και κρατþντας την αναπνοÞ της, σαν Üνθρωπος ευχαριστημÝνος που δεν τον αντε­ λÞφθησαν, Ýκανε προσεκτικÜ προς τα πßσω και τρÜβηξε προς το μÝρος της σιγανÜ την πüρτα. Η πüρτα Ýτριξε ελαφρÜ. Η Λßζα ανατρßχιασε και κοκκÜλωσε στο ν τüπο... Εγþ δεν σÜλεψα καθü­ λου... Εκεßνη Üπλωσε πÜλι το χÝρι για τη λαβÞ της πüρτας και χÜθηκε πßσω της. Δεν χωροýσε καμιÜ αμφιβολßα, η Ýκφραση του προσþπου της μüλις εßδε την αφεντιÜ μου, Þταν Ýκφραση στην οποßα δεν ξεχþριζε τßποτα Üλλο πÝρα απ' την επιθυμßα να ξεκουμπιστεß ευγενικÜ και ν' αποφýγει τη δυ­ σÜρεστη συνÜντηση• και απü μια γρÞγορη αντα­ νÜκλαση ικανοποßησης την οποßα πρüλαβα να συλλÜβω στα μÜτια της, üταν της φÜνηκε üτι κα­ τÜφερε ακριβþς να ξεγλιστρÞσει απαρατÞρητη - üλ' αυτÜ μιλοýσαν ξεκÜθαρα: αυτÞ η κοπÝλα δεν μ' αγαπÜει. Για πολλÞ þρα δεν μποροýσα να ξεκολ­ λÞσω τα μÜτια απü την ακßνητη, βουβÞ πüρτα που φÜνηκε πÜλι με την Üσπρη κηλßδα στο βÜθος του καθρÝφτη. ¹θελα να γελÜσω με την ßδια την τε­ ντωμÝνη κορμοστασιÜ μου - κατÝβασα το κεφÜλι, γýρισα στο σπßτι και σωριÜστηκα στ ο ντιβÜνι. Αισθανüμουν Ýνα ασυνÞθιστο βÜρος, τüσ ο που δεν μποροýσα να κλÜψω... Και ποιος ο λüγος να κλÜψω; «Εßναι ποτÝ δυνατüν;» Ýλεγα και ξανÜλε­ γα αδιÜκοπα, ξαπλωμÝνος ανÜσκελα σαν ψüφιος και με τα χÝρια σταυρωμÝνα στ ο στÞθος. «Εßναι δυνατüν;» Πþς σας φÜνηκε αυτü το «εßναι δυνατüν;»
26 Μαρτßου.
     Οι πÜγοι λιþνουν. ¼ταν την Üλλη μÝρα, ýστερα απü πολλÝς εσωτερι­ κÝς διακυμÜνσεις μπÞκα αναστατωμÝνος στη γνω­ στ Þ σÜλα των Οζιüγκιν, δεν Þμουν πια ο Üνθρω­ πος που Þξεραν τις τρεις αυτÝς εβδομÜδες. ¼λοι οι προηγοýμενοι τρüποι και συμπεριφορÝς μου που εßχα αρχßσει να τους ξεσυνηθßζω με την επιρροÞ του καινοýργιου για μÝνα συναισθÞματος, εμφα­ νßστηκαν πÜλι αναπÜντεχα και με κατακυρßευσαν σαν τον νοικοκýρη που επιστρÝφει στο σπßτι του. ¢νθρωποι σαν εμÝνα, καθοδηγοýνται üχι τüσο απü τα θετικÜ γεγονüτα, üσο απü τις προσωπικÝς εντυπþσεις τους. Εγþ που μüλις χθες Ýκανα üνει­ ρα για τους «ενθουσιασμοýς της αμοιβαßας αγÜ­ πης», σÞμερα πια δεν εßχα καμιÜ αμφιβολßα για τη «δυστυχßα μου» και απελπßστηκα τελεßως, μüλο που και ο ßδιος δεν Þμουν σε θÝση να βρω κÜποιο λογικü στÞριγμα για την απüγνωσÞ μου. Δεν μπο­ ροýσα να ζηλεýω τον πρßγκιπα Ν., οποιαδÞποτε και αν Þσαν τα προσüντα του• απü μüνη της η εμ­ φÜνισÞ του δεν Þταν αρκετÞ þστε να ξεριζþσει με την πρþτη τη συμπÜθεια της Λßζας στ ο πρüσωπü μου... ΥπÞρχε, üμως, πραγματικÜ αυτÞ η συμπÜ­ θεια; ¸φερνα στη μνÞμη μου το παρελθüν. «Και ο περßπατος στο δÜσος;» αναρωτιüμουν. «Και η Ýκ­ φραση της Λßζας στον καθρÝφτη;» συνÝχιζα. «Μα ο περßπατος στο δÜσος μοý φαßνεται... Αχ, ΘεÝ μου! Τι τιποτÝνιο πλÜσμα που εßμαι!» φþναζα δυνατÜ στ ο τÝλος. Αυτοý του εßδους οι ανεßπωτοι και απερßσκεπτοι συλλογισμοß πηγαινοÝρχονταν χß­ λιες φορÝς και στριφογýριζαν σαν μονüτονος ανε­ μοστρüβιλος μÝσα στ ο κεφÜλι μου. ΠÜλι θα πω üτι γýρισα στους Οζιüγκιν το ßδιο ανÞσυχος, κα­ χýποπτος και ψυχρüς, üπως Þμουν απü παιδß...
     ΒρÞκα üλη την οικογÝνεια στη σÜλα. Ο Μπιζ­ μιüνκωφ καθüταν πÜλι σε μια γωνßτσα. ¼λοι Þσαν στα κÝφια τους. ΕιδικÜ ο Οζιüγκιν Ýλαμπε τüσο, που με την πρþτη λÝξη του με πληροφüρησε üτι ο πρßγκιπας Ν. Þταν μαζß τους χθες το απομεσÞμε­ ρο και μÝχρι το βρÜδυ. Η Λßζα με χαιρÝτησε Þρεμα. «Λοιπüν» , εßπα στον εαυτü μου, «τþρα κατα­ λαβαßνω για ποιο λüγο εßστε στα κÝφια σας». Ομολογþ üτι η δεýτερη επßσκεψη του πρßγκιπα με προβλημÜτισε. Αυτü δεν το περßμενα. Ο φßλος μας γενικÜ περιμÝνει τα πÜντα στον κüσμο, εκτüς απü αυτü που πρÝπει να συμβεß σε μια φυσιολογικÞ σειρÜ πραγμÜτων. Με κατεβασμÝνα μοýτρα, πÞρα Ýνα ýφος ανθρþπου προσβεβλημÝνου αλλÜ ωστü­ σο μεγαλüψυχου. ¹θελα να τιμωρÞσω την Λßζα με τη δυσμÝνειÜ μου, πρÜγμα üμως που με κÜνει να συμπερÜνω üτι παρ' üλα αυτÜ δεν εßχα ακüμα απογοητευθεß τελεßως. ΛÝνε üτι σε μερικÝς περι­ πτþσεις, üταν σε αγαποýν πραγματικÜ, εßναι α­ κüμα και καλü να παιδεýεις το λατρευτü σου πρü­ σωπο, αλλÜ στη δικÞ μου θÝση αυτü θα Þταν απε­ ρßφραστα κουτü.
     Η Λßζα με τον πιο αφελÞ τρüπο απÝφευγε να στρÝψει σ' εμÝνα την προσοχÞ της. Μüνον η γριÜ Οζιüγκινα πρüσεξε την πανηγυρικÞ σιωπÞ μου και με ρþτησε μ' ενδιαφÝρον για την υγεßα μου. Εγþ, βÝβαια, μ' Ýνα πικρü χαμüγελο της απÜντησα üτι δüξα τω Θεþ Þμουν πολý καλÜ. Ο Οζιüγκιν παρÝ­ τεινε την κουβÝντα γýρω απ' τον επισκÝπτη του, αλλÜ βλÝποντας üτι του απαντοýσα απρüθυμα, α­ πευθυνüταν πιο πολý στον Μπιζμιüνκωφ, ο οποßος τον Üκουγε με μεγÜλη προσοχÞ. Και ξαφνικÜ μπÞ­ κε μÝσα κÜποιος να αναγγεßλει τον πρßγκιπα Ν. Ο οικοδεσπüτης ευθýς αναπÞδησε και Ýτρεξε να τον προûπαντÞσει. ΠροσÞλωσα αμÝσως Ýνα αετÞ­ σιο βλÝμμα πÜνω στη Λßζα, η οποßα εßχε κοκκινß­ σει απü ευχαρßστηση και κουνιüταν στην καρÝκλα. Ο πρßγκιπας μπÞκε μÝσα, αρωματισμÝνος, εýθυ­ μος, διαχυτικüς...
     ΕπειδÞ δεν συγγρÜφω Ýνα διÞγημα για τον καλοπροαßρετο αναγνþστη, αλλÜ απλÜ γρÜφω για την προσωπικÞ μου ευχαρßστηση, δεν Ýχω κÜποιον λüγο να καταφεýγω στα συνηθισμÝνα τεχνÜσμα­ τα των κυρßων λογοτεχνþν. Θα πω τþρα αμÝσως, χωρßς περαιτÝρω αναβολÞ, üτ ι η Λßζα απü την πρþτη κιüλας ημÝρα αγÜπησε με πÜθος τον πρß­ γκιπα και ο πρßγκιπας την αγÜπησε κι εκεßνος - εν μÝρει επειδÞ δεν εßχε τßποτε Üλλο να κÜνει, εν μÝ­ ρει απü τη συνÞθεια να ξεμυαλßζει τις γυναßκες, αλλÜ επßσης και για τον λüγο üτι η Λßζα ακριβþς Þταν Ýνα πολý αξιαγÜπητο πλÜσμα. Το üτι αγα­ ποýσαν ο Ýνας τον Üλλον δεν εκπλÞσσει καθüλου. Εκεßνος, φαßνεται, σßγουρα δεν περßμενε να βρει Ý­ να παρüμοιο διαμÜντι μÝσα σ' Ýνα τüσο απαßσιο κοχýλι (μιλÜω για την σιχαμερÞ πüλη Ο...), αλλÜ και εκεßνη μÝχρι τüτε οýτε στον ýπνο της δεν εßχε δει κÜτι που να μοιÜζει Ýστω και λßγο με αυτü τον λαμπρü, Ýξυπνο και γοητευτικü αριστοκρÜτη.
     ΜετÜ τους πρþτους χαιρετισμοýς ο Οζιüγκιν με παρουσßασε στον πρßγκιπα, ο οποßος φÝρθηκε στο πρüσωπü μου πολý ευγενικÜ. ΓενικÜ Þταν πολý ευγενÞς με üλους και παρÜ την δυσανÜλογη απüσταση που χþριζε εκεßνον και τον δικü μας ασÞμαντο επαρχιακü κýκλο, Þξερε üχι μüνο να μη δυσκολεýει κανÝναν, αλλÜ ακüμα και να δεßχνει σαν να εßναι ßδιος μ' εμÜς και μüνο συμπτωματι­ κÜ να μÝνει στην Αγßα Πετροýπολη.
ΑυτÞ η πρþτη βραδιÜ... Αχ, αυτÞ η πρþτη βρα­ διÜ! Στις ευτυχισμÝνες μÝρες της νιüτης μου οι δÜσκαλοι μÜς Ýλεγαν και Ýφερναν ως παρÜδειγμα το χαρακτηριστικü της αρρενωπÞς υπομονÞς εκεß­ νου του νεαροý Λακεδαιμüνιου, ο οποßος αφοý εßχε κλÝψει μια μικρÞ αλεπουδßτσα την Ýκρυψε μετÜ κÜτω απ' τη χλαμýδα του και χωρßς να βγÜ­ λει οýτε Üχνα την Üφησε να φÜει üλα τα σωθικÜ του, προτιμþντας με αυτü τον τρüπο τον ßδιο τον θÜνατο απ' την ντροπÞ... Δεν μπορþ να βρω πιο καλÞ σýγκριση για να εκφρÜσω τα ανεßπωτα μαρ­ τýρια που πÝρασα εκεßνο το βρÜδυ, üταν για πρþ­ τη φορÜ εßδα τον πρßγκιπα πλÜι στη Λßζα. Το μο­ νßμως αγωνιþδες χαμüγελο, η βασανιστικÞ παρα­ κολοýθηση, η βλακþδης σιωπÞ μου, η μελαγχολι­ κÞ και μÜταιη επιθυμßα να φýγω, üλ' αυτÜ Þσαν μÜλλον αξιοσημεßωτα στ ο εßδος τους. Δεν Þταν μüνον η αλεπουδßτσα που Ýσκαβε τα σωθικÜ μου. Η ζÞλεια, ο φθüνος, το αßσθημα της μηδαμινüτη­ τας, η ανÞμπορη κακßα, üλα με τυραννοýσαν. Δεν μποροýσα να μην αναγνωρßσω üτι ο πρßγκιπας Þ­ ταν αναμφισβÞτητα Ýνας πολý αγαπητüς νεαρüς Üνθρωπος... Τον καταβρüχθιζα με τα μÜτια μου. Μου φαßνεται στ' αλÞθεια üτι κοιτÜζοντÜς τον ξεχνοýσα ν' ανοιγοκλεßσω τα μÜτια. Δεν μιλοýσε μüνο με τη Λßζα, αλλÜ βÝβαια μιλοýσε μüνο για κεßνην. Εγþ θα πρÝπει να του Þμουν φοβερÜ βαρε­ τüς...     
     Πιθανüν να μÜντεψε γρÞγορα üτι εßχε να κÜνει μ' Ýναν αποδιωγμÝνο εραστÞ, αλλÜ απü συ­ μπüνια, üσο και απü βαθιÜ συναßσθηση απüλυτης εκ μÝρους μου ασφÜλειας απευθυνüταν σ' εμÝνα με ασυνÞθιστα θερμü τρüπο. Μπορεßτε τþρα να φανταστεßτε πüσο προσβλητικü Þταν αυτü για μÝνα! ¼σο περνοýσε η þρα, θυμÜμαι, προσπαθοý­ σα να διορθþσω το λÜθος μου. Εγþ, (μη γελÜτε μαζß μου, üποιος κι αν εßστε και τýχει να πÝσουν τα μÜτια σας πÜνω σε αυτÝς τι ς γραμμÝς, πüσω μÜλλον που αυτü Þταν το τελευταßο μου üνειρο)... εγþ, μα τον Θεü, μÝσα στα ποικßλα βÜσανÜ μου, φαντÜστηκα ξαφνικÜ üτι η Λßζα θÝλει να με τιμω­ ρÞσει για την αλαζονικÞ ψυχρüτητα στην αρχÞ της επßσκεψÞς μου, üτι Ýχει θυμþσει μαζß μου και ε­ ρωτοτροπεß με τον πρßγκιπα μüνο απü αγανÜκτη­ ση... ΒρÞκα την κατÜλληλη στιγμÞ και με Þπιο αλλÜ τρυφερü μειδßαμα την πλησßασα και μουρμοýρισα:

 «ΦτÜνει, συγχωρεßστε με... αλλÜ δεν εßναι επειδÞ φοβÞθηκα». Και ξαφνικÜ, χωρßς να περιμÝνω την α­ πÜντησÞ της, Ýδωσα στο πρüσωπü μου μιαν ασυνÞ­ θιστα ζωηρÞ και τολμηρÞ Ýκφραση, χαμογÝλασα με το ζüρι, τÝντωσα το χÝρι πÜνω απ' το κεφÜλι προς την οροφÞ (θυμÜμαι, θÝλησα να διορθþσω το σÜλι στον λαιμü) και ακüμα Þμουν Ýτοιμος να γυρßσω στ ο Ýνα μου ποδαρÜκι, σαν να Þθελα να πω: «¼λα τελεßωσαν, εßμαι χαροýμενος, ας εßμαστε üλοι χαροýμενοι». ¼μως δεν γýρισα, απü φüβο μÞπως πÝσω απü κανÝνα αφýσικο κοκκÜλωμα στα γüνα­ τα... Η Λßζα δεν με καταλÜβαινε καθüλου, με κοß­ ταξε Ýκπληκτη στο πρüσωπο και χαμογÝλασε βια­ στικÜ, σαν να Þθελε ν' απαλλαγεß το γρηγορüτερο και μετÜ πλησßασε πÜλι τον πρßγκιπα. ¼σο και αν Þμουν τυφλüς και κουφüς, δεν μποροýσα μÝσα μου να μην παραδεχτþ üτι εκεßνη καθüλου δεν θýμωσε, οýτε δυσανασχÝτησε μαζß μου τüτε, απλοýστατα δεν σκεπτüταν εμÝνα. Το χτýπημα Þταν αποφασι­ στικü. Οι τελευταßες μου ελπßδες κατÝρρευσαν πα­ ταγωδþς, üπως Ýνας üγκος πÜγου που τον περüνια­ σε ο ανοιξιÜτικος Þλιος και σκορπßζει απρüσμενα σε μικρüτερα κομμÜτια. ΧτυπÞθηκα κατακÝφαλα με την πρþτη εφüρμηση και σαν τους Πρþσους στα περßχωρα της ΙÝνας, σε μια μÝρα Ýχασα τα πÜντα. ¼χι, δεν εßχε θυμþσει μαζß μου!...
     Αλßμονο, κÜθε Üλλο! Την Ýβλεπα σαν Ýνα δεν δρýλλιο κοντÜ στην ακτÞ, να σκýβει με απληστßα πÜνω απ' το ποτÜμι, Ýτοιμη να του προσφÝρει για πÜντα την πρþτη Üνθηση της ÜνοιξÞς της και üλη της τη ζωÞ. Σε üποιον Ýτυχε να εßναι μÜρτυρας τÝ­ τοιο υ πÜθους, αυτüς Ýζησε πικρÝς στιγμÝς, αν ο ßδιος αγαποýσε χωρßς να τον αγαποýν. Για πÜντα θα θυμÜμαι αυτÞ την αχüρταγη αυταπÜρνηση, αυτü το βλÝμμα, ακüμα παιδικü και Þδη γυναι­ κεßο, αυτü το ευτυχισμÝνο σαν ολÜνθιστο χαμü­ γελο, μαζß με τα μισÜνοιχτα χεßλη και τα κüκκινα μÜγουλα... ¼λ' αυτÜ που η Λßζα προαισθανüταν αμυδρÜ üταν κÜναμε τους περιπÜτους στο δασýλ­ λιο εκπληρþθηκαν τþρα και εκεßνη δοσμÝνη ολü­ κληρη στην αγÜπη, ταυτüχρονα ησýχαζε και Ýλα­ μπε σαν το καινοýργιο κρασß üταν σταματÜει να βρÜζει, επειδÞ Ýχει Ýρθει ο καιρüς του...
     Εßχα την υπομονÞ να μεßνω εκεßνη την πρþτη, αλλÜ και τι ς επüμενες βραδιÝς... μÝχρι το τÝλος! Με τßποτα δεν μποροýσα να ελπßζω. ¼σο περνοý­ σαν οι μÝρες, η Λßζα και ο πρßγκιπας συνδÝονταν üλ ο και πιο πολý... ΑλλÜ εγþ Ýχανα τελεßως το αß­ σθημα της προσωπικÞς μου αξιοπρÝπειας και δεν μποροýσα να ξεκολλÞσω απ' το θÝαμα της δυστυ­ χßας μου. ΘυμÜμαι, μια μÝρα δοκßμασα να μην πÜω, το πρωß Ýδωσα στον εαυτü μου τον λüγ ο της τιμÞ ς μου να μεßνω στ ο σπßτι... και στις οχτþ η þρα το βρÜδυ (συνÞθως Ýβγαινα στις επτÜ) σαν τρελüς τινÜχτηκα πÜνω, φüρεσα το καπÝλο και ασθμαßνοντας προσÝτρεξα στη σÜλα του Κýριλλου ΜατθÝιτς. Η κατÜστασÞ μου Þταν εντελþς παρÜ­ λογη. Σþπαινα επßμονα, μερικÝς φορÝς μÝρες ολü­ κληρες δεν Ýβγαζα μιλιÜ. ¼πως Ýχω Þδη πει, ποτÝ δεν διακρινüμουν για την ευφρÜδειÜ μου. Τþρα üμως ü,τι εßχα στο μυαλü μου κυριολεκτικÜ εξα­ φανιζüταν με την παρουσßα του πρßγκιπα, αφÞνο­ ντÜς με γυμνü σαν το γερÜκι. Εκτüς αυτοý, üταν Þμουν μüνος, üσο και αν πßεζα το δýστυχο μυαλü μου, γυροφÝρνοντας στη σκÝψη μου üλα üσα πα­ ρατηροýσα Þ σημεßωνα στη διÜρκεια της προηγοý­ μενης μÝρας, üταν μετÜ γýριζα στον Οζιüγκιν, μü­ λις που εßχα τη δýναμη πÜλι να παρακολουθþ τα γεγονüτα. Με συμπονοýσαν σαν κÜποιον Üρρω­ στο, το Ýβλεπα. ΚÜθε πρωß Ýπαιρνα μια νÝα ορι­ στικÞ απüφαση, η οποßα κατÜ Ýνα μεγÜλο μÝρος γεννιüταν βασανιστικÜ στη διÜρκεια της αûπνßας μου. Ετοιμαζüμουν να εξηγηθþ με τη Λßζα, να της δþσω μια φιλικÞ συμβουλÞ... ΑλλÜ üταν τýχαινε να εßμαι μüνος μαζß της, η γλþσσα μου ξαφνικÜ σαν απολιθωμÝνη Ýπαυε να λειτουργεß και περιμÝ­ ναμε και οι δýο την εßσοδο κÜποιου τρßτου προ­ σþπου.
     Μιαν Üλλη φορÜ Þθελα να φýγω τρÝχοντας, εννοεßται για πÜντα, αφÞνοντας στο αγαπη­ τü μου πρüσωπο Ýνα γρÜμμα γεμÜτο κατηγορßες• και μια μÝρα Üρχισα να γρÜφω τοýτο το γρÜμμα, üμως το αßσθημα του δικαßου μÝσα μου ακüμα δεν εßχε χαθεß τελεßως, διüτι κατÜλαβα üτ ι δεν εßχα το δικαßωμα να κατηγορÞσω κανÝναν για τßποτα και Ýτσι Ýριξα στη φωτιÜ το σημεßωμÜ μου. Μιαν Üλλη φορÜ πÜλι, μες στη μεγαλοψυχßα μου τα θυ­ σßαζα ξαφνικÜ üλα, Ýδινα την ευλογßα μου στη Λßζα για την ευτυχισμÝνη της αγÜπη και απü τη γωνιÜ μου χαμογελοýσα μειλßχια και με φιλοφρο­ σýνη στον πρßγκιπα - αλλÜ οι σκληρüκαρδοι ερα­ στÝς üχι μüνον δεν Ýλεγαν Ýνα ευχαριστþ για τη θυσßα μου, οýτε καν την πρüσεχαν και üπως φαß­ νεται δεν εßχαν ανÜγκη οýτε απü τις ευλογßες μου οýτε απ' τα χαμüγελÜ μου... Εγþ τüτε, απü αγα­ νÜκτηση, περνοýσα απüτομα σε τελεßως αντßθετη ψυχικÞ διÜθεση. ¸δινα στον εαυτü μου την υπü­ σχεση, κουκουλωμÝνος μ' Ýνα αδιÜβροχο σαν τον Ισπανü, να μαχαιρþσω απü μια γωνιÜ τον ευτυχÞ αντßζηλο και μετÜ φανταζüμουν με κτηνþδη ευ­ χαρßστηση την απüγνωση της Λßζας... ΑλλÜ πρþ­ τον, στην πüλη Ο... τÝτοιες γωνιÝς υπÜρχουν πολý λßγες και δεýτερον, ξýλινος φρÜχτης, φανÜρι, φý­ λακας μακριÜ στ ο βÜθος του δρüμου... δεν υπÜρ­ χει! Σε μια τÝτοια γωνιÜ εßναι κÜπως πιο κüσμιο να εμπορεýεσαι κουλοýρια παρÜ να χýνεις ανθρþ­ πινο αßμα. ΠρÝπει να ομολογÞσω üτι μεταξý των Üλλων μÝσων για λυτρωμü, üπως πολý αüριστα εκφραζüμουν καθþς κουβÝντιαζα με τον ßδιο μου τον εαυτü, σκÝφτηκα να μιλÞσω με τον ßδιο τον Οζιüγκιν... για να στρÝψω την προσοχÞ αυτοý του ευπατρßδη στην επικßνδυνη θÝση της κüρης του, στις θλιβερÝς συνÝπειες της απερισκεψßας της...
    Μια φορÜ, μÜλιστα, Üνοιξα κουβÝντα μαζß του γι' αυτÞ την λεπτÞ υπüθεση, αλλÜ μιλοýσα τüσο πο­ νηρÜ κι αüριστα που εκεßνος με Üκουγε, με Üκου­ γε και ξαφνικÜ σαν μισοκοιμισμÝνος σκοýπισε Ýντονα και γρÞγορα με την παλÜμη üλο του το πρüσωπο, χωρßς να προσÝχει τη μýτη του, μετÜ ρουθοýνισε και απομακρýνθηκε απü μÝνα πηγαß­ νοντας στην Üλλη Üκρη. Δεν χρειÜζεται να πω üτι εγþ Ýχοντας πÜρει αυτÞ την απüφαση, διαβεβαßω­ να τον εαυτü μου πως Ýχω τις πιο ανιδιοτελεßς προθÝσεις, πως εýχομαι το γενικü καλü και εκτε­ λþ το καθÞκον ενüς φßλου του σπιτιοý... Τολμþ üμως να σκεφτþ üτι ακüμα και αν ο Κýριλλος Ματ­ θÝιτς δεν Ýκοβε τις διαχýσεις μου, εγþ ωστüσο δεν θα εßχα την παλληκαριÜ να τελειþσω τον μο­ νüλογü μου. Πüτε πüτε Üρχιζα με σοβαρüτητα αρ­ χαßου σοφοý να σταθμßζω τα προτερÞματα του πρßγκιπα. ¢λλες φορÝς παρηγοροýσα τον εαυτü μου με την ελπßδα üτι μüνον Ýτσι θα ερχüταν η Λßζα στα λογικÜ της, üτ ι η αγÜπη της δεν Þταν πραγματικÞ αγÜπη... Αχ, üχι! Με δυο λüγια, δεν ξÝρω τι σκÝψεις τüτε στριφογýριζαν στον νου μου. ¸να μüνο μÝσον, το ομολογþ ειλικρινÜ, δεν πÝρα­ σε ποτÝ απ' το μυαλü μου και συγκεκριμÝνα, οýτε μια φορÜ δεν σκÝφτηκα ν' αυτοκτονÞσω. Τον λüγο που δεν μου Þρθε στο μυαλü, δεν τον ξÝρω... ºσως τüτ ε να εßχα την προαßσθηση üτι και να μην το κÜνω, δεν θα ζÞσω για πολý.

     Εßναι αντιληπτü üτι με αυτÜ τα αρνητικÜ δε­ δομÝνα η διαγωγÞ μου, η συμπεριφορÜ μου με τους ανθρþπους, περισσüτερο απü κÜθε Üλλη φο­ ρÜ διακρινüταν απü Ýλλειψη φυσικüτητας και απü Ýνταση. Ακüμα και η γριÜ Οζιüγκινα, αυτü το α­ νüητο εκ γενετÞς πλÜσμα, Üρχιζε να με φοβÜται και μερικÝς φορÝς δεν Þξερε απü ποια πλευρÜ να με πλησιÜσει. Ο Μπιζμιüνκωφ, πÜντοτε ευγενι­ κüς και Ýτοιμος να σ' εξυπηρετÞσει, με απÝφευγε. Τüτε λοιπüν νüμισα üτι εßχα συνÜδελφο, üτι και εκεßνος αγαποýσε την Λßζα. ΠοτÝ üμως δεν απα­ ντοýσε στους υπαινιγμοýς μου και γενικÜ μιλοý­ σε ανüρεχτα μαζß μου. Ο πρßγκιπας Þταν μαζß του πολý φιλüφρων, μπορεß να πει κανεßς πως τον σε­ βüταν. Οýτε ο Μπιζμιüνκωφ οýτε εγþ... εμποδß­ ζαμε τον πρßγκιπα και τη Λßζα, αλλÜ ο Μπιζμιüν­ κωφ δεν τους απÝφευγε üπως εγþ, οýτε και κοßτα­ ζε σαν λýκος Þ σαν θýμα - και συντασσüταν ευχα­ ρßστως μαζß τους üταν οι δυο τους το επιθυμοý­ σαν. ΑλÞθεια, σε αυτÝς τις περιπτþσεις δεν δια­ κρινüταν ιδιαιτÝρως για τ' αστεßα του, αλλÜ και πρωτýτερα, üταν εßχε το κÝφι του, πÜλι Þταν κÜ­ πως συνεσταλμÝνος.
     ¸τσι πÝρασαν κοντÜ στις δýο εβδομÜδες. Ο πρß­ γκιπας δεν Þταν μüνον καλüς και Ýξυπνος, Ýπαιζε στ ο πιÜνο, τραγουδοýσε, ζωγρÜφιζε αρκετÜ ικα­ νοποιητικÜ, Þξερε να διηγεßται. Τα ανÝκδοτα που αντλοýσε απü ανþτερους κýκλους της ζωÞς της πρωτεýουσας, Ýκαναν μεγÜλη εντýπωση στους ακροατÝς και μÜλιστα τüσο μεγαλýτερη üσο ο ßδιος φαινüταν να μην δßνει κÜποια ιδιαßτερη ση­ μασßα σε αυτÜ. ΣυνÝπεια αυτÞς, της αν θÝλετε, απλÞς κατερ­ γαριÜς του πρßγκιπα, Þταν πως κατÜ τη διÜρκεια της βραχυχρüνιας παραμονÞς του στην πüλη Ο... εßχε καταγοητεýσει κυριολεκτικÜ üλη την ντüπια κοινωνßα. Για κÜποιον που προÝρχεται απü τα α­ νþτερα κοινωνικÜ στρþματα, το να γοητεýσει τον καθÝνα απü εμÜς, τους ανθρþπους της στÝπας, εß­ ναι πÜντοτε πολý εýκολο. Οι συχνÝς επισκÝψεις του πρßγκιπα στους Οζιüγκιν (περνοýσε μαζß τους üλα τα βρÜδια) προκαλοýσαν βÝβαια τη ζÞλεια των Üλλων κυρßων ευγενþν και δημοσßων υπαλλÞλων, αλλÜ ο πρßγκιπας ως Üνθρωπος κοσμικüς και Ýξυ­ πνος δεν απÝφευγε κανÝναν τους, πÞγαινε σε ü­ λους, Ýλεγε σε üλες τις κυρßες και τις δεσποινßδες Ýστω και μßα θωπευτικÞ λÝξη, επÝτρεπε στον εαυ­ τü του να τρþει με εξεζητημÝνο ýφος βαριÜ φαγη­ τÜ και να πßνει ακριβÜ κρασιÜ με εξαßρετες ονομα­ σßες - με μια λÝξη, συμπεριφερüταν Üριστα, προσε­ χτικÜ και επιδÝξια. Ο πρßγκιπας Ν. γενικÜ Þταν Üνθρωπος με εýθυμο χαρακτÞρα, κοινωνικüς, φιλü­ φρων απü τη φýση του και λüγω της παροýσης ευκαιρßας ακüμα και απü υπολογισμü. Πþς λοιπüν να μην τα προλαβαßνει üλα και στην εντÝλεια;
     Απ' την ημÝρα που εßχε Ýρθει, üλοι στο σπßτι Ýβρισκαν üτι ο καιρüς περνοýσε με ασυνÞθιστη ταχýτητα. ¼λα πÞγαιναν θαυμÜσια. Ο γÝροντας Οζιüγκιν μüλο που Ýκανε üτι τßποτε δεν προσÝχει, üπως φαßνεται στα κρυφÜ Ýτριβε τα χÝρια του με τη σκÝψη να κÜνει Ýναν τÝτοιο γαμπρü. Ο ßδιος ο πρßγκιπας οδηγοýσε üλη την υπüθεση πολý Þρεμα και κüσμια, üταν ξαφνικÜ Ýνα αναπÜντεχο περι­ στατικü... Αýριο η συνÝχεια. ΣÞμερα κουρÜστηκα. Oι αναμνÞσεις αυτÝς με εξÜπτουν και με φÝρνουν με το Ýνα πüδι στον τÜφο. Η ΤερεντιÝβνα σÞμερα βρÞκε üτι η μýτη μου προεξÝχει και αυτü λÝνε εßναι κακü σημÜδι.
27 Μαρτßου.
     Οι πÜγοι συνεχßζουν να λιþνουν. Η üλη υπüθεση βρισκüταν σε μια κατÜσταση üπως περιγρÜφεται πιο πÜνω. Ο πρßγκιπας και η Λßζα αγαπιüνταν μεταξý τους και οι ηλικιωμÝνοι Ο­ ζιüγκιν περßμεναν να δοýνε τι θα γßνει. Ο Μπιζ­ μιüνκωφ Þταν βÝβαια παρþν, γι' αυτüν τι Üλλο να πει κανεßς; Εγþ χτυπιüμουν σαν το ψÜρι στον πÜγο και παρακολουθοýσα με üλες μου τις δυνÜ­ μεις —θυμÜμαι πως εκεßνο τον καιρü εßχα σκοπü τουλÜχιστον να μην αφÞσω τη Λßζα να καταστρα­ φεß στα δßχτυα ενüς αποπλανητÞ και γι' αυτü τον λüγ ο Üρχισα να προσÝχω ιδιαιτÝρως τις καμαριÝ­ ρες και το μοιραßο «οπßσθιο» εξþστεγο, αν και απü την Üλλη μεριÜ ονειρευüμουν, μερικÝς φορÝς νýχτες ολüκληρες, με πüση συγκινητικÞ μεγαλο­ ψυχßα θ' απλþσω με τον καιρü το χÝρι στο απατη­ μÝνο θýμα και θα πω: «Ο ýπουλος σε απÜτησε, εγþ üμως εßμαι αληθινüς σου φßλος... ας ξεχÜσου­ με το παρελθüν και ας γßνουμε ευτυχισμÝνοι!»- üταν διαδüθηκε ξαφνικÜ σε ολüκληρη την πüλη το ευχÜριστο νÝο• ο ηγÝτης της περιφÝρειας σκüπευε να διοργανþσει Ýναν μεγÜλο χορü προς τιμÞν του αξιüτιμου επισκÝπτη, στο κτÞμα του στην Γκορνο­ στÜγεβκα Þ αλλιþς ΓκουμπνιÜκοβα. ¼λοι οι αξιω­ ματοýχοι και οι ιθýνοντες της πüλης Ο... Ýλαβαν πρüσκληση, απ' τον Ýπαρχο μÝχρι τον φαρμακοποιü, Ýναν ασυνÞθιστο κελαηδιστü Γερμανü με την αυστηρÞ απαßτηση να Ýχει την ικανüτητα να μιλÜει καθαρÜ τα ρωσικÜ, εξαιτßας της οποßας χρησιμοποιοýσε χωρßς διακοπÞ και τελεßως Üκαι­ ρα Ýντονες εκφρÜσεις, üπως για παρÜδειγμα: «Ε­ γκþ, με πÜρει το ντιÜολο, σÞμερα πολý καλü...» ¢ρχισαν λοιπüν, üπως συνηθßζεται, φοβερÝς προε­ τοιμασßες.     
     ¸νας μαγαζÜτορας με καλλυντικÜ ποý­ λησε δεκαÝξι μπλε σκοýρα βαζÜκια κρÝμας προ­ σþπου με την επιγραφÞ στα γαλλικÜ «Γιασεμß». Οι δεσποινßδες Ýφτιαχναν σφιχτÜ φορÝματα με μια βασανιστικÞ ζþνη, η οποßα Ýδενε μ' Ýναν κüμπο στ ο στομÜχι. Οι μητÝρες ýψωναν στα κεφÜλια τους κÜτι φοβερÜ στολßδια, αντß για σκοýφιες δÞθεν. Οι κατακουρασμÝνοι πατερÜδες Þσαν ξÜ­ πλα, üπως λÝνε, χωρßς τα πισινÜ τους πüδια... Η επιθυμητÞ μÝρα επιτÝλους Ýφθασε. Μεταξý των προσκεκλημÝνων Þμουν κι εγþ. Η απüσταση απü την πüλη μÝχρι την ΓκορνοστÜγεβκα Þταν εννιÜ βÝρστια. Ο Κýριλλος ΜατθÝιτς μου πρüτεινε μια θÝση στο αμÜξι του, αλλÜ εγþ αρνÞθηκα... σαν τα τιμωρημÝνα παιδιÜ που θÝλουν ναζιÜρικα να εκδι­ κηθοýν τους γονεßς τους και δεν τρþνε στο τραπÝζι τ' αγαπημÝνα τους φαγητÜ. Εκτüς αυτοý αισθα­ νüμουν üτι η παρουσßα μου θα δυσκüλευε τη Λßζα. Ο Μπιζμιüνκωφ με αντικατÝστησε.
     Ο πρßγκιπας πÞγε με την δικÞ του Üμαξα, ενþ εγþ μ' Ýνα Üθλιο τετρÜτροχο που νοßκιασα πανÜκριβα γι' αυτÞ την επßσημη περßπτωση. Δεν θα περιγρÜψω τον χορü. Τα πÜντα Þσαν üπως θα Ýπρεπε να εßναι. Οι μου­ σικοß με τις εξαιρετικÜ παρÜφωνες τρομπÝτες στις χορωδßες, οι Ýκθαμβοι τσιφλικÜδες με τις πα­ λιÝς φαμßλιες τους, το βιολετß παγωτü, η παχýρ­ ρευστη σουμÜδα, οι Üλλοι με τις στραβοπατημÝ­ νες μπüτες και τα πλεχτÜ βαμβακερÜ γÜντια, τα επαρχιþτικα λιοντÜρια με τα σπασμωδικÜ παρα­ μορφωμÝνα πρüσωπα κ.τ.λ, κ.τ.λ. Και üλος αυτüς ο μικρüκοσμος περιφερüταν γýρω απ' τον Þλιο του -γýρω απ' τον πρßγκιπα. Εγþ χαμÝνος μÝσα στ ο πλÞθος, απαρατÞρητος ακüμα και απü τις σαρα­ νταοκτÜχρονες κοπÝλες με τα κüκκινα σπυριÜ στ ο μÝτωπο και τα γαλÜζια λουλοýδια στ ο σκοτÜδι, κοßταζα αδιÜκοπα μια τον πρßγκιπα και μια τη Λß­ ζα. ¹ταν ντυμÝνη πολý χαριτωμÝνα και πολý ω­ ραßα εκεßνη τη βραδιÜ. Χüρεψαν μαζß μüνο δυο φορÝς (εßναι αλÞθεια, χüρεψε μαζß της μαζοýρκα!) αλλÜ τουλÜχιστον σ' εμÝνα φαινüταν üτι μεταξý τους υπÞρχε κÜποια κρυφÞ, αδιÜλειπτη επικοι­ νωνßα. Εκεßνος, χωρßς να την κοιτÜζει και χωρßς να της μιλÜει, Ýδειχνε σαν ν' απευθυνüταν σ' αυ­ τÞν, και μüνον σ' αυτÞν.
     ¹τα ν ωραßος, λαμπρüς και αγαπητüς στους Üλλους, γι' αυτÞν και μüνο. Και η ßδια Þταν φανερü üτ ι αισθανüταν βασßλισ­ σα του χοροý - και αξιαγÜπητη. Το πρüσωπü της την ßδια στιγμÞ που Ýλαμπε απü παιδικÞ χαρÜ και απονÞρευτη υπερηφÜνεια, ξαφνικÜ φωτιζüταν απü Ýνα Üλλο, πιο βαθý συναßσθημα. Απü μÝσα της Ýπνεε η ευτυχßα. ΑυτÜ üλα τα Ýβλεπα... Δεν Þταν η πρþτη φορÜ που χρειαζüταν να τα παρατη­ ρÞσω... Αυτü στην αρχÞ με πßκραινε, ýστερα μου φαινüταν σαν να με αναστÜτωνε και τελικÜ μ' ε­ ξüργιζε. ΞÜφνου Ýνιωσα τον εαυτü μου ασυνÞθι­ στα κακüν και θυμÜμαι που χÜρηκα ιδιαιτÝρως με αυτÞ την αßσθηση και ακüμα κÝρδισα και κÜποια εκτßμηση για τον εαυτü μου. «Να τους δεßξουμε üτι ακüμα δεν πεθÜναμε», εßπα απü μÝσα μου. ¼­ ταν Üρχισαν ν' αντηχοýν οι προσκλητÞριες ιαχÝς της μαζοýρκας, κοßταξα Þρεμα τριγýρω, πλησßασα ψυχρÜ και θαρραλÝα μια μακροπρüσωπη δεσποινßδα με κüκκινη και γυαλιστερÞ μýτη, με ασχημο­ βαλμÝνο και ανοιχτü σαν ξεκοýμπωτο στüμα και με ξερακιανü λαιμü που θýμιζε λαβÞ κοντραμπÜ­ σου. Την προσÝγγισα και χτυπþντας ξερÜ τα τα­ κοýνια μου την προσκÜλεσα να χορÝψουμε.
     Φοροýσε Ýνα ροζÝ φüρεμα, που το χρþμα του φαινü­ τα ν λες και μüλις εßχε αναρρþσει απü κÜποια α­ σθÝνεια. ΠÜνω απ' το κεφÜλι της τρεμοýλιαζε μια ξεθωριασμÝνη και θλιμμÝνη μýγα σε μια τερÜστια χÜλκινη σοýστα. Και γενικÜ αυτÞ η κοπÝλα Þταν, αν μποροýσε κÜποιος να το πει Ýτσι, μουλιασμÝ­ νη με μια ξινισμÝνη πλÞξη και μια χρüνια αποτυ­ χßα. Απ' την αρχÞ της βραδιÜς δεν εßχε κουνηθεß απ' τη θÝση της και κανÝνας δεν σκεπτüταν να την προσκαλÝσει. ¸νας δεκαεξÜχρονος νεαρüς ξανθο­ μÜλλης, μη βρßσκοντας Üλλη ντÜμα, εßχε στραφεß κÜποια στιγμÞ προς το μÝρος της, εßχε αρχßσει να την πλησιÜζει, μετÜ το σκÝφτηκε λßγο, την κοßτα­ ξε και μετÜ βιÜστηκε να κρυφτεß μÝσα στ ο πλÞ­ θος. Μπορεßτε να φανταστεßτε τþρα με πüση ευ­ χÜριστη Ýκπληξη δÝχτηκε την πρüσκλησÞ μου! Την οδÞγησα μ' επισημüτητα μÝσα απü τη μεγÜλη σÜλα, Ýψαξα να βρω δυο καθßσματα και κÜθισα μαζß της στον κýκλο της μαζοýρκας στα δÝκα ζευ­ γÜρια, σχεδüν απÝναντι απ' τον πρßγκιπα, στον ο­ ποßον βÝβαια εßχαν παραχωρÞσει την πρþτη θÝση.
     ¼πως Ýχω Þδη πει, ο πρßγκιπας χüρευε με τη Λßζα. Οýτε εμÝνα οýτε την ντÜμα μου ενοχλοýσαν με προσκλÞσεις. Αυτü σημαßνει üτι χρüνος για συζÞ­ τηση μεταξý μας υπÞρχε Üφθονος. Να πω την αλÞ­ θεια, η ντÜμα μου δεν διακρινüταν για την ικανü­ τητÜ της να προφÝρει τα λüγια τη ς με ειρμü. Το στüμα της χρησßμευε πιο πολý για να στραβþνει προς τα κÜτω, σχηματßζοντας Ýνα παρÜξενο χα­ μüγελο που ως τþρα δεν το Ýχω ξαναδεß. ΣυνÜμα σÞκωνε ψηλÜ τα μÜτια, λες και κÜποια αüρατη δýναμη της τραβοýσε το πρüσωπο. ΑλλÜ εμÝνα δεν μου χρειαζüταν η ευφρÜδειÜ της. Ευτυχþς που Ýνιωθα τον εαυτü μου κακü και η ντÜμα μου δεν μου ενÝπνεε κανÝνα δισταγμü. ¸βαλα μπροστÜ να κÜνω κριτικÞ στα πÜντα και στους πÜντες, ιδιαß­ τερα στους μπρÜβους της πρωτεýουσας και στους κομψευüμενους της Πετροýπολης και τελικÜ διαχþρισα τη θÝση μου μÝχρι τÝτοιου σημεßου, þστε η ντÜμα μου Ýπαψε σιγÜ σιγÜ να χαμογελÜει και αντß να σηκþνει τα μÜτια της ψηλÜ, Üρχισε ξαφνικÜ -κι αυτü απü την Ýκπληξη της- να λοξοκοιτÜζει και μÜλιστα τüσο παρÜξενα, σαν να Þταν η πρþτη φορÜ που παρατηροýσε üτι το πρüσωπü της Ýχει μýτη. Κι ο διπλανüς μου, Ýν απü κεßνα τα λιοντÜρια για τα οποßα μßλησα πιο πÜνω, δεν πÞρε οýτε μια φορÜ το βλÝμμα του απü πÜνω μου και ακüμα γýρισε προς το μÝρος μου με μιαν Ýκφραση ηθοποιοý χαμÝνου πÜνω στη σκηνÞ, σαν να Þθελε να πει: «Κι εσý εδþ λοιπüν;»
     Εγþ πÜντως συνÝχιζα να τραγουδþ, üπως λÝνε, σαν αηδüνι, παρακολουθþντας ταυτüχρονα τον πρßγκιπα και τη Λßζα. ΔÝχονταν συνÝχεια προσκλÞσεις για χορü, αλλÜ εγþ υπÝφερα λιγüτερο üταν χüρευαν οι δυο τους κι ιδßως üταν κÜθονταν κοντÜ-κοντÜ και μιλοýσαν μεταξý τους χαμογελþντας μ' εκεßνο το μειλßχιο χαμüγελο το οποßο δεν θÝλει να λεßψει απ' το πρüσωπο των ερωτευμÝνων εραστþν, κυρßως τüτε δεν υπÝφερα τüσο. ¼ταν üμως η Λßζα φτεροýγιζε στην αßθουσα με κÜποιον ασßκη λιμοκοντüρο κι ο πρßγκιπας με την γαλÜζια εσÜρπα τη ς στα γüνατÜ του τη παρακολουθοýσε ονειροπüλα με το βλÝμμα του σαν να καμÜρωνε για την κατÜκτησÞ του, τüτε, ω τüτε, δοκßμαζα ανυπüφορα μαρτýρια κι απü αγανÜκτηση μου ξÝφευγαν τÝτοιε ς κακüβουλες παρατηρÞσεις που οι κüρες των ματιþν της ντÜμας μου Ýρχονταν κι ακουμποýσαν στη μýτη της! Στο μεταξý η μαζοýρκα πλησßαζε προς το τÝλος... ¢ρχισαν να κÜνουν την χορευτικÞ παραλλαγÞ, που την ονομÜζουν la confidente(ο εμπιστευτικüς χορüς). Σε αυτÞν τη φιγοýρα η ντÜμα κÜθεται στο κÝντρο του κýκλου, διαλÝγει Üλλη ντÜμα Ýμπιστη και της ψιθυρßζει στο αυτß το üνομα του κυρßου με τον οποßον επιθυμεß να χορÝψει. ¸νας καβαλιÝρος οδηγεß στην Ýμπιστη ντÜμα Ýναν Ýναν τους χορευτÝς και αυτÞ τους αρνεßται Ýως üτου τελικÜ εμφανιστεß κÜποια στιγμÞ ο καθορισμÝνος τυχερüς.
     Η Λßζα κÜθισε στη μÝση του κýκλου και διÜλεξε την κüρη του οικοδεσπüτη, μια απü εκεß­ νες τις κοπÝλες για τις οποßες ο κüσμος λÝει «ας πÜνε στο καλü». Ο πρßγκιπας Üρχισε να ψÜχνει για τον εκλεκτü. ¸χοντας παρουσιÜσει μÜταια περß τους δÝκα νÝους (η κüρη του οικοδεσπüτη τοýς αρνÞθηκε üλους μ' Ýνα ωραιüτατο χαμüγελο), τελικÜ στρÜφηκε προς το μÝρος μου. Εκεßνη τη στιγμÞ κÜτι το ασυνÞθιστο Ýγινε μÝσα μου. ¸νιωσα να τρεμουλιÜζει üλο μου το κορμß και Þθελα ν' αρνη­ θþ, αλλÜ üμως σηκþθηκα και πÞγα. Ο πρßγκιπας με οδÞγησε στη Λßζα... Εκεßνη οýτε καν με κοßταξε. Η κüρη του οικοδεσπüτη κοýνησε αρνητικÜ το κεφÜ­ λι, ο πρßγκιπας γýρισε προς το μÝρος μου και μÜλ­ λον παρακινημÝνος απü την Ýκφραση ανατριχßλας στ ο πρüσωπü μου, μου Ýκανε μια βαθιÜ υπüκλιση. ΑυτÞ η χλευαστικÞ υπüκλιση, αυτÞ η Üρνηση που μου διαβßβασε ο θριαμβευτÞς αντßζηλüς μου, το αδιÜφορο χαμüγελü του, η αδιαφορßα και η Ýλλει­ ψη προσοχÞς εκ μÝρους της Λßζας - üλα αυτÜ με αγανÜκτησαν... Πλησßασα τον πρßγκιπα και μανια­ σμÝνος του ψιθýρισα:
 «Εσεßς, θαρρþ, θελÞσατε να με χλευÜσετε!»
     Ο πρßγκιπας Ýκπληκτος με κοßταξε περιφρονη­ τικÜ, μ' Ýπιασε πÜλι απ' το χÝρι και καμþνοντας üτι με συνοδεýει στη θÝση μου, μου απÜντησε ψυ­ χρÜ:
 «Εγþ;»

 «Ναι, εσεßς!» συνÝχισα εγþ ψιθυριστÜ, υπα­ κοýοντÜς τον ωστüσο, δηλαδÞ αφÞνοντÜς τον να με οδηγÞσει στη θÝση μου. «Εσεßς. ΑλλÜ δεν Ýχω σκοπü να επιτρÝψω σ' Ýναν τιποτÝνιο τυχÜρπαστο της Πετροýπολης...»
     Ο πρßγκιπας χαμογÝλασε Þρεμα, σχεδüν συ­ γκαταβατικÜ, μου Ýσφιξε το χÝρι και ψιθýρισε:
 «Σας καταλαβαßνω, αλλÜ εδþ δεν εßναι ο χþρος, θα τα ποýμε». ΑμÝσως μετÜ μου γýρισε τα νþτα, πλησßασε τον Μπιζμιüνκωφ και τον οδÞγησε στη Λßζα. Ο κιτρινιÜρης υπαλληλßσκος βγÞκε, ο εκλε­ κτüς. H Λßζα σηκþθηκε να τον συναντÞσει.
     Εγþ καθισμÝνος δßπλα στην ντÜμα μου με τη θλιμμÝνη μýγα στ ο κεφÜλι, Ýνιωθα σχεδüν σαν Þρωας. Η καρδιÜ μÝσα μου χτυποýσε δυνατÜ, το στÞθος υψωμÝνο ευγενικÜ κÜτω απ' το κολλαρι­ σμÝνο επιστÞθιο, ανÜσαινα βαθιÜ και γρÞγορα και ξαφνικÜ κοßταξα με τÝτοια μεγαλοπρÝπεια προς το γειτονικü λιοντÜρι, που κλþτσησε ÜθελÜ του με το γυρισμÝνο σ' εμÝνα ποδÜρι του. Ξεφορτþθηκα αυτü το Üτομο και μετÜ Ýφερα Ýναν γýρο με το βλÝμμα üλο τον κýκλο των χορευτþν... Μου φÜνηκε üτι δυο τρεις απü τους κυρßους με κοßταξαν üχι χωρßς κÜ­ ποια αμηχανßα, αλλÜ γενικÜ η συνομιλßα μας με τον πρßγκιπα δεν εßχε γßνει αντικεßμενο προσοχÞς... Ο αντßζηλüς μου καθüταν τþρα στο κÜθισμÜ του, τελεßως Þρεμος και με το χαμüγελο στο πρü­ σωπο, üπως πρþτα. Ο Μπιζμιüνκωφ συνüδευσε τη Λßζα μÝχρι τη θÝση της. Εκεßνη του Ýκανε απü φιλοφροσýνη υπüκλιση και αμÝσως στρÜφηκε προς τον πρßγκιπα, üπως μου φÜνηκε, με κÜποια αγωνßα. Ε­ κεßνος üμως της απÜντησε μ' Ýνα χαμüγελο, κÜνο­ ντας μια χαριτωμÝνη χειρονομßα και θα πρÝπει να της εßπε κÜτι πολý ωραßο, διüτι αυτÞ κοκκßνισε ολüκληρη απü ευχαρßστηση, χαμÞλωσε το βλÝμμα και ýστερα το σÞκωσε πÜλι και με μια χαúδευτικÞ επßπληξη το προσÞλωσε πÜνω του.
     Η ηρωúκÞ διÜθεση που αναπτýχθηκε αναπÜ­ ντεχα μÝσα μου δεν χÜθηκε μÝχρι το τÝλο ς της μαζοýρκας, ωστüσο εßχα πια σταματÞσει τις ευ­ φυολογßες και την «κριτικομανßα», παρÜ μüνον κοßταζα πüτε πüτε σκυθρωπÜ και αυστηρÜ την ντÜμα μου, η οποßα φαινüταν πια πως Üρχιζε να με φοβÜται και κüμπιαζε τελεßως ανοιγοκλεßνο­ ντας αδιÜκοπα τα μÜτια της, οπüτε την οδÞγησα στ η φυσικÞ σιγουριÜ της μητÝρας της, μιας πολý παχιÜς γυναßκας με ξανθοκüκκινη τüκα (γυναικεßο στολßδι, καρφßτσα Þ πüρπη) στ ο κεφÜλι... Αφοý παρÝδωσα την φοβισμÝνη κοπÝλα ε­ κεß üπου ανÞκε, απομακρýνθηκα προς το παρÜθυ­ ρο, σταýρωσα τα χÝρια μου και Üρχισα να περι­ μÝνω τι θα γßνει. Περßμενα αρκετÞ þρα. Ο πρß­ γκιπας Þταν συνεχþς περικυκλωμÝνος απ' τον οικοδεσπüτη και πιο συγκεκριμÝνα, περικυκλωμÝνος üπως η Αγγλßα απü τη θÜλασσα, δßχως να υπολογßζω βÝβαια και τα λοιπÜ μÝλη της οικογÝνειας του περιφερειακοý ηγÝτη και τους Üλλους επισκÝπτες. Και εκτüς αυτοý δεν μποροýσε να πλησιÜσει Ýναν τüσο ασÞμαντο Üνθρωπο σαν εμÝνα και ν' αρχßσει την κουβÝντα μαζß του, χω­ ρßς να προκαλÝσει την γενικÞ Ýκπληξη. ΑυτÞ η ασημαντüτητÜ μου, θυμÜμαι, ακüμα μ' ευχαριστοýσε τüτε . «Φρüνιμα!» σκÝφτηκα παρακολουθþντας πþς απευθυνüταν ευγενικÜ πüτε στ ο Ýνα πüτε στ ο Üλλο αξιüτιμο πρüσωπο, τα οποßα επι­ ζητοýσαν την τιμ Þ να τα προσÝξει Ýστω και για μια στιγμÞ, üπως λÝνε οι ποιητÝς. «¼χι δα, αγα­ πητÝ... θα με πλησιÜσεις, εγþ βλÝπεις σε πρü­ σβαλα». ΤελικÜ, ο πρßγκιπας με επιδεξιüτητα ξε­ φορτþθηκε το πλÞθος των θαυμαστþν του, πÝ­ ρασε απü δßπλα μου, κοßταξε μια στ ο παρÜθυρο μια στα μαλλιÜ μου, γýρισε και ξαφνικÜ σταμÜ­ τησε σαν κÜτι να εßχε ξεχÜσει.
 «Α, ναι!» εßπε απευθυνüμενος σ' εμÝνα χαμογελαστÜ, «με την ευκαιρßα, Ýχω για σας μια δουλß­ τσα».
     Δυο τσιφλικÜδες, απü τους πιο ενοχλητικοýς, που ακολουθοýσαν επßμονα τον κüμη, ßσως σκÝ­ φτηκαν üτι η «δουλßτσα» εßναι υπηρεσιακÞ και με σεβασμü Ýκαναν πßσω. Ο κüμης μ' Ýπιασε απ' το μπρÜτσο και με οδÞγησε στην Üκρη. Η καρδιÜ μου χτυποýσε στο στÞθος.
 «Εσεßς, νομßζω», Üρχισε παρατεßνοντας τη λÝξη εσεßς και κοιτÜζοντÜς με στο πιγοýνι με μια Ýκ­ φραση περιφρονητικÞ, η οποßα κατÜ περßεργο τρü­ πο δεν μποροýσε να ταιριÜζει καλýτερα στο νεανι­ κü και üμορφο πρüσωπü του, «με εßπατε αυθÜδη;»
 «Εßπα αυτü που σκεπτüμουν», αντεßπα εγþ υ­ ψþνοντας τον τüνο της φωνÞς μου.
 «Σςς... Þσυχα», παρατÞρησε αυτüς, «οι Ýντιμοι Üνθρωποι δεν φωνÜζουν. Θα θÝλατε ßσως να μο­ νομαχÞσετε μαζß μου;»
 «Αυτü εßναι δικÞ σας δουλειÜ», απÜντησα εγþ τεντþνοντας το κορμß μου.
 «Θα αναγκαστþ να σας καλÝσω σε μονομα­ χßα», εßπε αδιÜφορα, «αν δεν πÜρετε πßσω τις εκ­ φρÜσεις σας».
 «Με τßποτα δεν προτßθεμαι να τις απαρνηθþ», αντÝτεινα εγþ με υπερηφÜνεια.
 «ΑλÞθεια;» παρατÞρησε, üχι χωρßς κÜποιο ει­ρωνικü χαμüγελο. «Σε αυτÞ την περßπτωση», συνÝ­ χισε ýστερα απü μια μικρÞ παýση, «θα Ýχω την τιμÞ να σας στεßλω αýριο τον μÜρτυρÜ μου».
 «Πολý καλÜ», εßπα εγþ με φωνÞ üσο μποροýσα πιο αδιÜφορη.
     Ο πρßγκιπας υποκλßθηκε ελαφρÜ.
 «Δεν μπορþ να σας απαγορεýσω να με βρßσκε­ τε Ýναν τιποτÝνιο Üνθρωπο», πρüσθεσε μισοκλεß­ νοντας υπεροπτικÜ τα μÜτια, «αλλÜ οι πρßγκιπες Ν. δεν μπορεß να εßναι τυχÜρπαστοι. Εις το επα­ νειδεßν, κýριε... κýριε Στουκατοýριν».
     Μου γýρισε γρÞγορα την πλÜτη και πλησßασε πÜλι τον οικοδεσπüτη, ο οποßος εßχε Þδη αρχßσει ν' ανησυχεß.
 «Κýριε Στουκατοýριν!... ΕμÝνα με λÝνε Τσουλκατοýριν...»
     Τßποτε δεν βρÞκα να του πω για απÜντηση σε αυτÞ την τελευταßα προσβολÞ, παρÜ μüνο τον κοß­ ταξα με λýσσα.
 Αýριο», μουρμοýρισα σφßγγοντας τα δüντια και αμÝσως Ýψαξα να βρω Ýναν γνωστü μου αξιω­ ματικü, τον λογχοφüρο ßλαρχο ΚολομπερντιÜγεφ, μανιþδη γλεντζÝ και περßφημο παιδß, στον οποßο εßπα με λßγα λüγια για τη φιλονικßα μου με τον πρßγκιπα και τον παρακÜλεσα να εßναι ο μÜρτυρÜς μου. Αυτüς βÝβαια συμφþνησε αμÝσως και ýστερα πÞγα στο σπßτι.
     ¼λη τη νýχτα δεν μπüρεσα να κοιμηθþ - απü την ταραχÞ μου, üχι απü δειλßα. Δεν εßμαι δειλüς. Και ακüμα, πολý λßγο σκεπτüμουν για το πιθανü ενδεχüμενο να χÜσω τη ζωÞ μου, αυτü το υπÝρτα­ το αγαθü στον κüσμο, üπως διαβεβαιþνουν οι Γερμανοß. Σκεπτüμουν μüνον τη Λßζα, τις δικÝς μου χαμÝνες ελπßδες, αυτü που Ýπρεπε να κÜνω.
 «ΠρÝπει Üραγε να προσπαθÞσω να σκοτþσω τον πρßγκιπα;» αναρωτιüμουν και εννοεßται πως Þθε­ λα να τον σκοτþσω üχι απü εκδßκηση, αλλÜ απü την επιθυμßα μου για το καλü της Λßζας. «Εκεßνη üμως δεν θ' αντÝξει αυτü το χτýπημα», συνÝχιζα.
 «¼χι, ας εßναι πιο καλÜ να σκοτþσει εκεßνος εμÝνα!» Ομολογþ επßσης üτι μου Þταν ευχÜριστη η σκÝψη πþς εγþ, Ýνας ασÞμαντος επαρχιþτης, ανÜγκασα Ýνα τüσο σοβαρü πρüσωπο να μονομαχÞ­ σει μαζß μου.
     Το πρωß με βρÞκε απορροφημÝνο με αυτÝς τις σκÝψεις. ΚοντÜ στ ο πρωινü Ýκανε την εμφÜνισÞ του ο ΚολομπερντιÜγεφ.
 «Λοιπüν», με ρþτησε μπαßνοντας με θüρυβο στην κρεβατοκÜμαρÜ μου, «ποý εßναι ο μÜρτυρας του πρßγκιπα;»
 «Μα για üνομα του Θεοý», απÜντησα εγþ αγανακτισμÝνος. Η þρα εßναι μüλις επτÜ το πρωß, ο πρßγκιπας ακüμα οýτε το τσÜι του δεν πÞρε, κοι­ μÜται τþρα».
 «Σε αυτÞ την περßπτωση», αντεßπε ο ακοýραστος ßλαρχος, «δþστε εντολÞ να μου φÝρουν τσÜι. Απü χθες το βρÜδυ Ýχω πονοκÝφαλο... Οýτε καν γδýθηκα και Üλλωστε», συμπλÞρωσε με Ýνα χασμουρητü, «γενικÜ σπÜνια βγÜζω τα ροýχα μου».
     Του Ýφεραν το τσÜι. ¹πιε Ýξι ποτÞρια με ροýμι, κÜπνισε τÝσσερα τσιμποýκια, μου εßπε üτι χθες αγüρασε πÜμφθηνα Ýνα Üλογο που οι αμαξÜδες δεν το Þθελαν και üτι σκοπεýει να το εξασκÞσει δÝνοντÜς του το μπροστινü πüδι και μετÜ α­ ποκοιμÞθηκε με τα ροýχα στο ντιβÜνι και με το τσιμποýκι στο στüμα. Εγþ σηκþθηκα και τακτο­ ποßησα τα χαρτιÜ μου. ¸να σημεßωμα πρüσκληση της Λßζας, το μοναδικü σημεßωμα που εßχα λÜβει απü εκεßνη, το Ýβαλα στο στÞθος μου αλλÜ μετÜ το ξανασκÝφτηκα και το πÝταξα στο καλÜθι. Ο ΚολομπερντιÜγεφ ροχÜλιζε ελαφρÜ, με το κεφÜλι του κρεμασμÝνο πÜνω στο δερμÜτινο μαξιλÜρι. ΘυμÜμαι πως κοßταζα πολλÞ þρα το αναμαλλια­ σμÝνο, λεβÝντικο, αμÝριμνο και αγαθü πρüσωπü του. Στις δÝκα η þρα ο υπηρÝτης μοý ανÝφερε τον ερχομü του Μπιζμιüνκωφ. Ο πρßγκιπας εßχε επι­ λÝξει αυτüν για μÜρτυρα!
     Και οι δυο μαζß ξυπνÞσαμε τον βαθυκοιμισμÝ­ νο ßλαρχο. Εκεßνος σηκþθηκε, μας κοßταξε σαν α­ ποχαυνωμÝνος και με βραχνÞ φωνÞ ζÞτησε βüτ­ κα• μετÜ ßσιωσε το σþμα του και αφοý αυτüς και ο Μπιζμιüνκωφ υποκλßθηκαν, πÞγαν μαζß σε Ýνα Üλλο δωμÜτιο για να συσκεφτοýν. Η σýσκεψη τω ν κυρßων μαρτýρων δεν διÞρκεσε πολý. ¸πειτα απü Ýνα τÝταρτο μπÞκαν και οι δυο μαζß στην κρεβατοκÜμαρα. Ο ΚολομπερντιÜγεφ με πληροφüρησε üτι «θα μονομαχÞσουμε σÞμερα, στι ς τρεις, με πιστüλια». Εγþ Ýκλινα το κεφÜλι σε Ýνδειξη συμφωνßας. Ο Μπιζμιüνκωφ αμÝσως μας χαιρÝτησε και Ýφυγε. ¹τα ν κÜπως χλωμüς και εσωτερικÜ ταραγμÝνος, σαν Üνθρωπος ασυνÞθι­ στος σε τεχνÜσματα αυτοý του εßδους, αλλÜ ωστüσο Þταν και ευγενÞς και ψυχρüς. Εγþ μπρο­ στÜ του Ýνιωθα να ντρÝπομαι κÜπως και δεν τολ­ μοýσα να τον κοιτÜξω στα μÜτια. Ο Κολομπερ­ ντιÜγεφ Üρχισε πÜλι να διηγεßται ιστορßες για το Üλογü του. ΑυτÞ η συζÞτηση Þταν πολý ευ­ πρüσδεκτη, διüτι φοβüμουν μην τυχüν αναφÝρει τη Λßζα. ΑλλÜ ο καλüς μου ßλαρχος δεν Þταν κου­ τσομπüλης και επιπλÝον περιφρονοýσε üλες τι ς γυναßκες, τις οποßες ονüμαζε —Ýνας Θεüς ξÝρει γιατß— σαλÜτα. Στις δýο η þρα προγευματßσαμε και στι ς τρεις βρισκüμασταν στ η θÝση üπου θα ελÜμβανε χþρα η μονομαχßα - στ ο ßδι ο εκεßνο δασÜκι üπου κÜποτε περπατοýσα με τη Λßζα, δυο βÞματα απü εκεßνο τον γκρεμü.
     ΦθÜσαμε πρþτοι. Ο πρßγκιπας üμως με το ν Μπιζμιüνκωφ δεν μας Üφησαν να περιμÝνουμε για πολý. Ο πρßγκιπας Þταν, χωρßς υπερβολÞ, φρÝσκος
φρÝσκος σαν το τριαντÜφυλλο. Τα καστανÜ του μÜτια, εξαιρετικÜ εγκÜρδια, κοßταξαν μÝσα απ' το γεßσο της τραγιÜσκας. ΚÜπνιζε αχυρÝνιο ποý­ ρο και με το που εßδε τον ΚολομπερντιÜγεφ του Ý­ σφιξε θερμÜ το χÝρι. Ακüμα και σ' εμÝνα υποκλß­ θηκε πολý ευγενικÜ. Εγþ, τουναντßον, Ýνιωσα τον εαυτü μου χλωμü και τα χÝρια μου, προς μεγÜλη μου αγανÜκτηση, Ýτρεμαν ελαφρÜ... το λαρýγγι μου εßχε στεγνþσει... ΠοτÝ πριν δεν εßχα μονομα­ χÞσει. «Ω, ΘεÝ μου», σκÝφτηκα, «μüνο αυτüς ο σκω­ πτικüς κýριος να μην εξÝλαβε τη συγκßνησÞ μου για δειλßα!» Απü μÝσα μου Ýστελνα τα νεýρα μου σε üλους τους διαβüλους, αλλÜ κοιτÜζοντας τελι­ κÜ τον πρßγκιπα κατευθεßαν στ ο πρüσωπο και πιÜνοντας στα χεßλη του Ýνα ανεπαßσθητο σχεδüν ειρωνικü χαμüγελο, ξαφνικÜ πÜλι οργßστηκα και αμÝσως μετÜ ηρÝμησα. Στο μεταξý οι μÜρτυρÝς μας Ýφτιαξαν Ýνα εμπüδιο, μÝτρησαν τα βÞματα, γÝμισαν τα πιστüλια. Ο ΚολομπερντιÜγεφ πιο πολý εργαζüταν. Ο Μπιζμιüνκωφ πιο πολý παρα­ κολουθοýσε. Η μÝρα Þταν μεγαλοπρεπÞς — üχι χειρüτερη απü μια μÝρα ενüς αλησμüνητου περι­ πÜτου. ¸να πυκνü μαβß χρþμα του ουρανοý περνοýσε üπως πρþτα μÝσα απ' το επιχρυσωμÝνο πρÜσινο των φýλλων. Το θρüισμÜ τους, φαßνεται, μ' εκνεýριζε. Ο πρßγκιπας συνÝχιζε να καπνßζει το ποýρο του, ακουμπþντας με την πλÜτη στον κορ­ μü μιας μικρÞς φιλýρας...
 «Παρακαλþ σηκωθεßτε, κýριοι, εßμαστε Ýτοι­ μοι» , εßπ ε τελικ Ü ο ΚολομπερντιÜγε φ δßνοντÜ ς μας τα πιστüλια.
     Ο πρßγκιπας Ýκανε μερικÜ βÞματα, σταμÜτησε και γυρßζοντας πßσω το κεφÜλι με ρþτησε: «Α­ κüμα επιμÝνετε να μην απαρνεßστε τα λüγια σας;» Εγþ Þθελα να του απαντÞσω, αλλÜ με πρüδωσε η φωνÞ μου και αρκÝστηκα σε μια περιφρονητικÞ χειρονομßα. Ο πρßγκιπας χαμογÝλασε πÜλι και πÞγε και στÜθηκε στη θÝση του. Αρχßσαμε τη μο­ νομαχßα πλησιÜζοντας ο Ýνας τον Üλλον. Εγþ σÞ­ κωσα το πιστüλι, σημÜδεψα στο στÞθος τον αντß­ παλü μου -τ η στιγμÞ αυτÞ ακριβþς Þταν ο εχθρüς μου - αλλÜ ξαφνικÜ, σαν κÜποιος να με σκοýντησε κÜτω απ' τον αγκþνα, σÞκωσα ψηλÜ την κÜννη και πυροβüλησα. Ο πρßγκιπας κλονßστηκε, πλησßασε το αριστερü του χÝρι στον αριστερü του κρüταφο -Ýνα μικρü αυλÜκι αßματος κýλησε στ ο μÜγουλü του κÜτω απ' το λευκü καστüρινο γÜντι. Ο Μπιζ­ μιüνκωφ ρßχτηκε κοντÜ του.
 «ΚαλÜ», εßπε ο πρßγκιπας βγÜζοντας την τρυπημÝνη τραγιÜσκα του, «αφοý με χτýπησε στο κεφÜλι και δεν Ýπεσα, θα εßναι καμμιÜ γρατζουνιÜ».
¸βγαλε Þρεμα απü την τσÝπη το μπατßστινο (απü λινü ýφασμα με πολý πυκνÞ ýφανση) μαντÞλι του και το Ýβαλε στα μουσκεμÝνα με αßμα κατσαρÜ μαλλιÜ του. Τον κοßταξα εμβρüντητο ς και δεν κουνιüμουν απ' τη θÝση μου.
 «Παρακαλþ, πηγαßνετε στο εμπüδιο!» μου εßπε αυστηρÜ ο ΚολομπερντιÜγεφ.
     Εγþ υπÜκουσα.
 «Η μονομαχßα συνεχßζεται;» πρüσθεσε αυτüς απευθυνüμενος στον Μπιζμιüνκωφ.
     Ο Μπιζμιüνκωφ δεν του απÜντησε. Ο πρßγκιπας, üμως, χωρßς να βγÜλει το μαντÞλι απ' την πληγÞ και μη δßνοντας στον εαυτü του οýτε καν την ικανοποßηση να με βασανßζει στο εμπüδιο, Ýφερε χαμογελþντας αντßρρηση. «Η μονομαχßα τελεßωσε», εßπε και πυροδüτησε στον αÝρα. Εγþ παρÜ λßγο να κλÜψω απü αγανÜκτηση και μανßα. Αυτüς ο Üν­ θρωπος με την μεγαλοψυχßα του σε τελευταßα ανÜ­ λυση με δυσφÞμισε, με Ýσφαξε. ¹θελα ν' αντιδρÜ­ σω, Þθελα ν' απαιτÞσω να με πυροβολÞσει. ΑλλÜ εκεßνος με πλησßασε και μου Ýτεινε το χÝρι.
 «¼λα ξεχÜστηκαν μεταξý μας, Ýτσι δεν εßναι;» εκστüμισε με φωνÞ θερμÞ, φιλικÞ.
     Εγþ κοßταξα το χλωμü πρüσωπü του, το ματω­ μÝνο μαντÞλι του και ÝχοντÜς τα απολýτως χαμÝ­ να, ντροπιασμÝνος και συντετριμμÝνος του Ý­ σφιξα το χÝρι...
 «Κýριοι!» πρüσθεσε, απευθυνüμενος στους μÜρ­ τυρες. «Ελπßζω üτι üλα αυτÜ θα μεßνουν μυστικÜ».
 «Εννοεßται!» αναφþνησε ο ΚολομπερντιÜγεφ.
 «¼μως, πρßγκιψ, αν μου επιτρÝπετε...»
     Και ο ßδιος πÞγε και του Ýδεσε το κεφÜλι. Ο πρßγκιπας φεýγοντας μου Ýκανε Üλλη μια υπüκλιση, αλλÜ ο Μπιζμιüνκωφ οýτε καν με κοß­ ταξε. ΝικημÝνος, ηθικÜ νικημÝνος, επÝστρεψα με τον ΚολομπερντιÜγεφ στο σπßτι.
 «Μα τι Ýχετε;» με ρωτοýσε ο ßλαρχος. «ΗρεμÞ­ στε, η πληγÞ εßναι ακßνδυνη. Και αýριο ακüμα αν θÝλει, μπορεß να χορεýει. ¹ λυπÜστε που δεν τον σκοτþσατε; Σ' αυτÞ την περßπτωση ματαιοπονεß­ τε, εßναι καλü παιδß».
 «Γιατß με λυπÞθηκε;» μουρμοýρισα εγþ στο τÝ­ λος.
 «Αυτü δα μας Ýλειπε!» διαφþνησε Þρεμα ο ß­ λαρχος... «Αχ, αυτοß οι συγγραφεßς!»
     Δεν ξÝρω γιατß σκαρφßστηκε να με ονομÜσει συγγραφÝα. Αρνοýμαι απολýτως να περιγρÜψω τα βÜσανÜ μου εκεßνο το απüγευμα που ακολοýθησε μετÜ την Üτυχη μονομαχßα μου. Το φιλüτιμü μου υπÝ­ φερε ανεßπωτα. Τýψεις συνεßδησης δεν εßχα, αυτü που με εξüντωνε Þταν το αßσθημα της βλα­ κεßας μου. «Εγþ και μüνον εγþ Ýδωσα στον εαυ­ τ ü μου τ ο τελευταßο, τ ο τελειωτικ ü χτýπημα!» Ýλεγα και ξανÜλεγα πηγαινοερχüμενος με μεγÜ­ λα βÞματα στο δωμÜτιο. «Ο πρßγκιπας, πληγω­ μÝνος απü μÝνα και με συγχωρεß... Τþρα μÜλι­ στα, η Λßζα εßναι δικÞ του. Τßποτα πια δεν μπο­ ρεß να τη σþσει, να τη συγκρατÞσει στην Üκρη του γκρεμοý». ¹ξερα πολý καλÜ üτι η μονομαχßα μας δεν μποροýσε να μεßνει μυστικÞ, Üσχετα τι εßχε πει ο πρßγκιπας. Σε κÜθε περßπτωση, για τη Λßζα δεν μποροýσε να μεßνει μυστικÞ. «Ο πρßγκι­ πας δεν εßναι τüσο χαζüς». μουρμοýρισα με λýσ­ σα, «για να μην επωφεληθεß...» Κι ωστüσο Ýκανα λÜθος. Για την μονομαχßα και για την πραγματι­ κÞ της αιτßα, βÝβαια, το γνþριζε üλη η πüλη την επομÝνη, αλλÜ δεν Þταν ο κüμης που φλυαροýσε, τουναντßον. ¼ταν εκεßνος με δεμÝνο κεφÜλι και με την προκαταβολικÜ κατασκευασμÝνη αιτιο ­ λογßα παρουσιÜστηκε μπροστÜ στη Λßζα, εκεßνη τα Þξερε Þδη üλα... Αν Þταν ο Μπιζμιüνκωφ που τη ς μετÝδωσε το νÝο, αν Þταν απü Üλλες πηγÝς που Ýφθασε σ' εκεßνη, δεν μπορþ να πω. Κι επιτÝ­ λους, μÞπως σε μια μικρÞ πüλη εßναι δυνατüν κα­ νεßς να κρýψει κÜτι; Μπορεßτε να φανταστεßτε πþς το εξÝλαβε η Λßζα, πþς το εξÝλαβε üλη η φα­ μελιÜ του Οζιüγκιν! Σε ü,τι λοιπüν αφορÜ εμÝνα, ξαφνικÜ Ýγινα δÝκτης μιας γενικÞς οργÞς, μιας απÝχθειας, σαν να Þμουν Ýνα εßδος αποβρÜσμα­ τος, Ýνας παλαβüς ζηλüτυπος ανθρωποφÜγος. Οι λßγοι γνωστο ß μου με απαρνÞθηκαν λες και Þμουν λεπρüς. Οι αρχÝς της πüλης απευθýνθηκαν αμÝσως στον πρßγκιπα με την πρüταση της παρα­ δειγματικÞς και αυστηρÞς τιμωρßας μου. ΜερικÝς θερμÝς και επßμονες παρακλÞσεις του ßδιου του πρßγκιπα απÝτρεψαν τη συμφορÜ που κρεμü­ τα ν πÜνω απ' το κεφÜλι μου. Αυτüς ο Üνθρωπος Þταν γραφτü απü τη μοßρα να μ' εξοντþσει με κÜθε τρüπο. Με τη μεγαλοψυχßα του με χτýπησε σαν τη σκεπÞ της ταφüκασας.
     Περιττü να πω üτι το σπßτι των Οζιüγκιν για μÝνα Ýκλεισε αμÝσως. Ο Κýριλλος ΜατθÝιτς μου επÝστρεψε ακüμα και Ýνα απλü μολýβι που εßχα ξεχÜσει εκεß. ΚανονικÜ, αυτü ς ακριβþς δεν Ýπρεπε να εßναι θυμωμÝνος μαζß μου. ¼πως Ýλεγαν στην πüλη, η δικÞ μου «πα­ ρÜλογη» ζÞλεια καθüρισε, ξεκαθÜρισε -τρüπο ς του λÝγειν- τις σχÝσεις του πρßγκιπα με τη Λßζα. Στο πρüσωπü του τüσο οι ßδιοι οι Οζιüγκιν, üσο και οι Üλλοι κÜτοικοι Üρχισαν να προσβλÝπουν σαν σ' Ýναν γαμπρü. Στην ουσßα αυτü δεν θα Ýπρε­ πε να του εßναι και τüσο ευχÜριστο. Η Λßζα, üμως, του Üρεσε πολý. Εκτüς αυτοý, ακüμα τüτε δεν εßχε πετýχει τους σκοποýς του... Με üλη την επιδεξιü­ τητα ενüς Ýξυπνου και κοσμικοý ανθρþπου προ­ σαρμüστηκε στη νÝα του κατÜσταση, αμÝσως μπÞκε, üπως λÝνε, στ ο πνεýμα του καινοýργιου του ρüλου...

     Ενþ εγþ... εγþ για δικü μου λογαριασμü, για λογαριασμü του μÝλλοντüς μου δεν Ýδωσα τüτ ε σημασßα! ¼ταν τα βÜσανα φθÜνουν μÝχρι του ση­ μεßου να υποχρεþνουν üλον τον εσωτερικü μας κüσμο να καταρρεýσει και να γογγýζει σαν το παραφορτωμÝνο κÜρο, θα Ýπρεπε αυτÜ τα βÜσανα να σταματÞσουν να εßναι κωμικÜ... ΑλλÜ üχι! Το γÝλιο üχι μüνον συνοδεýει τα δÜκρυα ως το τÝλος, ως την εξÜντληση, αλλÜ και μÝχρι να στερÝψουν! ΧτυπÜει και αντηχεß εκεß üπου η γλþσσα μÝνει Ü­ φωνη και νεκρþνει η ßδια η λýπη... Και γι' αυτü, πρþτον, επειδÞ δεν σκοπεýω ακüμα και στον ßδιο μου τον εαυτü να φαßνομαι γελοßος και δεýτερον, επειδÞ Ýχω κουραστεß φοβερÜ, αναβÜλλω τη συνÝ­ χεια και με τη βοÞθεια του Θεοý το τÝλος της διÞγησÞς μου μÝχρι την επομÝνη...
29 Μαρτßου.
    ΕλαφριÜ παγωνιÜ• μÝχρι χθες Ýλιωναν 0ι πÜγοι. ΕχθÝς δεν εßχα τις δυνÜμεις να συνεχßσω το ημε­ ρολüγιü μου. Σαν τον Ποπρßστσιν (κεντρικüς Þρωας στο Ýργο Το ημερολüγιο ενüς τρελοý, του ΝικολÜι Γκüγκολ , τη περισσüτερη þρα Þμουν ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι και κου­ βÝντιαζα με την ΤερεντιÝβνα. Να μια γυναßκα! Πριν απü εξÞντα χρüνια Ýχασε τον πρþτο της μνη­ στÞρα απü πανοýκλα, επÝζησε üλων των παιδιþν της, η ßδια εßναι αδικαιολüγητα γριÜ, το τσÜι της το πßνει üσο γλυκü το θÝλει, εßναι χορτÜτη και ντυμÝνη ζεστÜ. Και τι νομßζετε üτι μου Ýλεγε χθες üλη μÝρα; Σε μιαν Üλλη γριÜ, τελεßως ξεπουπου­ λιασμÝνη, πρüσταξα να δþσουν για γιλÝκο (αυτÞ φορÜει μπροστÞθια με τη μορφÞ γιλÝκου) Ýναν γιακÜ μιας παμπÜλαιας λιβρÝας, που Þταν μισο­ φαγωμÝνη απ' τον σκþρο... Και γιατß, παρακαλþ, να μην το δþσουν στην ßδια; «Μα εßμαι η νταντÜ σας... Αχ, αχ, πατεροýλη μου, αμαρτÜνετε... Κι εγþ που σας περιποιοýμαι τüσα χρüνια!» και τα λοιπÜ και τα λοιπÜ. Η Üσπλαχνη γριÜ μ' εξÜντλη­ σε κυριολεκτικÜ με τις παρατηρÞσεις της... Ας ε­ πιστρÝψουμε üμως στην αφÞγηση.
     ΥπÝφερα λοιπüν σαν το σκυλß που του πÜτησαν τα οπßσθια με κÜποια ρüδα. Μüνον τüτε, μüνον μετÜ την εκδßωξÞ μου απ' το σπßτι των Οζιüγκιν Ýμαθα τελικÜ πüση ικανοποßηση μπορεß ν' αντλÞ­ σει ο Üνθρωπος üταν βλÝπει την ßδια του τη δυ­ στυχßα, Ω, Üνθρωποι! Σωστü αξιολýπητο γÝνος!... ¢ντε, üμως, αρκετÜ με τις φιλοσοφικÝς παρατη­ ρÞσεις... ΠÝρασα μÝρες ολüκληρες σε τÝλεια απο­ μüνωση και μüνον με τα πιο πλÜγια, μÝχρι και πο­ ταπÜ μÝσα μποροýσα να μαθαßνω τι συνÝβαινε στην οικογÝνεια Οζιüγκιν, τι Ýκανε ο πρßγκιπας. Ο υπηρÝτης μου εßχε γνωριστεß με την πρþτη εξα­ δÝλφη της γυναßκας του αμαξÜ του. ΑυτÞ η γνωρι­ μßα μοý Ýδωσε κÜποια ανακοýφιση και ο υπηρÝτης μου δεν Üργησε να υποθÝσει, με δικοýς μου υπαι­ νιγμοýς και δωρÜκια, για ποιο ζÞτημα Ýπρεπε να μιλÞσει με το αφεντικü του, üταν τα βρÜδια τοý Ýβγαζε τραβþντας τις μπüτες. Πüτε πüτε τýχαι­ νε να συναντÞσω στον δρüμο εßτε κÜποιον απ' την οικογÝνεια των Οζιüγκιν εßτε τον Μπιζμιüνκωφ Þ τον πρßγκιπα... Με τον πρßγκιπα και με τον Μπιζ­ μιüνκωφ χαιρετιüμουν, αλλÜ δεν Üνοιγα συζÞτη­ ση. Τη Λßζα την εßδα μüνον τρεις φορÝς: μια φορÜ που Þταν μαζß με τη μητÝρα της σ' Ýνα κατÜστημα μüδας, μια φορÜ σε ανοιχτÞ Üμαξα μαζß με το ν πατÝρα, τη μητÝρα της και τον πρßγκιπα, μια φορÜ στην εκκλησßα. Εννοεßται πως δεν τολμοýσα να την πλησιÜσω και κοßταζα μüνον απü μακριÜ. Στο κατÜστημα Þταν üλο Ýγνοια αλλÜ εýθυμη... ¸δινε παραγγελßες περßφροντις και πρüβαρε τις κορδÝ­ λες. Η μανοýλα της την κοßταζε με τα χÝρια σταυ­ ρωμÝνα στο στομÜχι, ανασηκþνοντας τη μýτη και χαμογελþντας μ' εκεßνο το βλακþδες και αφο­ σιωμÝνο χαμüγελο, το οποßο επιτρÝπεται μüνον στις στοργικÝς μητÝρες. Στην Üμαξα με τον πρß­ γκιπα η Λßζα Þταν... ποτÝ δεν θα ξεχÜσω αυτÞν τη συνÜντηση!
     Οι γÝροντες Οζιüγκιν κÜθονταν στις πßσω θÝσεις της Üμαξας, ο πρßγκιπας με τη Λßζα μπροστÜ. ¹ταν πιο χλωμÞ απ' üτι συνÞθως. Στα μÜγουλÜ της μüλις φαßνονταν δυο ροζ γραμμÝς. ¹ταν στραμμÝνη κατÜ το Þμισυ προς το μÝρος του πρßγκιπα και ακουμπισμÝνη στο τεντωμÝνο δεξιü χÝρι της (με το αριστερü κρατοýσε την ομπρÝλα) και τον κοßταζε κλßνοντας λιγωμÝνη το κεφαλÜκι της, κατευθεßαν στο πρüσωπο με τα εκφραστικÜ της μÜτια. Εκεßνην τη στιγμÞ του δüθηκε ολüκλη­ ρη δεßχνοντÜς του για πÜντα την εμπιστοσýνη της. Δεν πρüλαβα να κοιτÜζω προσεχτικÜ την Ýκ­ φρασÞ του -η Üμαξα πÝρασε απü δßπλα μου πολý γρÞγορα- αλλÜ μου φÜνηκε üτι και αυτüς Þταν βαθιÜ συγκινημÝνος.

     Την τρßτη φορÜ την εßδα στην εκκλησßα. Δεν εßχαν περÜσει περισσüτερες απü δÝκα μÝρες απ' την ημÝρα που την εßχα συναντÞσει στην Üμαξα με τον πρßγκιπα, οýτε περισσüτερες απü τρεις εβδο­ μÜδες απ' τη μονομαχßα μου. Η δουλειÜ για την οποßα ο πρßγκιπας εßχε Ýρθει στην Ο... εßχε πλÝον τελειþσει, αλλÜ καθυστεροýσε ακüμα την αναχþ­ ρησÞ του. ΑπÜντησε στην Πετροýπολη üτι ασθε­ νεß. Στην πüλη περßμεναν κÜθε μÝρα μια τυπικÞ πρüταση απ' την πλευρÜ του προς τον Κýριλλο ΜατθÝιτς. Εγþ περßμενα μüνον αυτü το τελευ­ ταßο χτýπημα, þστε ν' αποσυρθþ μια για πÜντα. Η πüλη Ο... μοý Þταν ανιαρÞ. Δεν μποροýσα να κÜ­ θομαι στο σπßτι και απ' το πρωß ως το βρÜδυ τριγýριζα στα περßχωρα. Μια γκρßζα βροχερÞ μÝρα, καθþς επÝστρεφα απü Ýναν περßπατο που τον εßχε διακüψει η βροχÞ, μπÞκα για λßγο σε μια εκκλησßα. Η εσπερινÞ λειτουργßα μüλις Üρχιζε και ο κüσμος Þταν πÜρα πολýς. ¸ριξα μια ματιÜ τριγýρω και ξαφνικÜ κοντÜ σ' Ýνα παρÜθυρο εßδα Ýνα γνωστü προφßλ. Στην αρχÞ δεν το γνþρισα. Αυτü το χλω­ μü πρüσωπο, αυτü το σβησμÝνο βλÝμμα, αυτÜ τα βαθουλωμÝνα μÜγουλα - Þσαν στ' αλÞθεια üλα αυτÜ εκεßνη η ßδια Λßζα που Ýβλεπα εδþ και δυο βδομÜδες:
     ΚουκουλωμÝνη με το παλτü, χωρßς καπÝλο στο κεφÜλι, φωτισμÝνη απ' το πλÜι με μια κρýα αχτßδα που Ýπεφτε απ' το φαρδý λευκü παρÜθυρο, κοßταζε ακßνητη στο εικονοστÜσι και προσπαθοýσε να προσευχηθεß, προσπαθοýσε να βγει απü κÜποια μελαγχολικÞ νÜρκη. Πßσω της στεκü­ τα ν Ýνας χοντρüς με κüκκινα μÜγουλα νεαρüς ΚαζÜκος, με κßτρινα φυσßγγια στο στÞθος, κοιτÜ­ ζοντα ς με σταυρωμÝνα τα χÝρια στ ο στÞθος και με μια νυσταγμÝνη απορßα την κοπÝλα του. Εγþ ανατρßχιασα ολüκληρος, Þθελα να την πλησιÜσω αλλÜ σταμÜτησα. ¸να βασανιστικü προαßσθημα Ýσφιξε το στÞθος μου. ΜÝχρι το τÝλος του εσπερινοý η Λßζα δεν κουνÞθηκε. ¼λος ο κüσμος βγÞ­ κε, ο διÜκονος Üρχισε να σκουπßζει την εκκλησßα, αλλÜ εκεßνη δεν Ýφευγε απ' τη θÝση της. Ο ΚαζÜ­ κος την πλησßασε, της εßπε κÜτι αγγßζοντας το φüρεμÜ της, αυτÞ κοßταξε τριγýρω, πÝρασε το χÝρι της πÜνω απ' το πρüσωπü της και Ýφυγε. Απü μακριÜ την συνüδευσα μÝχρι το σπßτι και ýστερα γýρισα πßσω.

 «ΚαταστρÜφηκε!» φþναξα μπαßνοντας στο δωμÜτιü μου.
     Ως Ýντιμος Üνθρωπος, δεν ξÝρω ακüμα και τþ­ ρα ποια Þταν τüτε τα συναισθÞματÜ μου. ΘυμÜ­ μαι, σταýρωσα τα χÝρια, Ýπεσα στο ντιβÜνι και Ýστρεψα τα μÜτια στο πÜτωμα. ΑλλÜ δεν ξÝρω, μÝσα στη θλßψη μου, μου φαßνεται σαν να υπÞρχε κÜτι που μ' ευχαριστοýσε... Με κανÝναν τρüπο δεν θα τ' ομολογοýσα αυτü, αν δεν Ýγραφα για λογαριασμü μου... ¹ταν σαν να με τυραννοýσαν βασανιστικÜ, φοβερÜ προαισθÞματα... αλλÜ ποιος ξÝρει, ßσως να Þμουν πολý πιο αναστατωμÝνος αν δεν εßχαν επιβεβαιωθεß. «ΤÝτοια εßναι η καρδιÜ του ανθρþπου!» θα φþναζε τþρα με εκφραστικÞ φωνÞ Ýνας Ρþσος δÜσκαλος τα παλιÜ τα χρüνια, υψþνοντας τον παχý δεßχτη του χεριοý του, στο­ λισμÝνο μ' ασημÝνιο δαχτυλßδι. ΑλλÜ τι μας νοιÜ­ ζει εμÜς τþρα η γνþμη του Ρþσου δασκÜλου με την ιδιαßτερα εκφραστικÞ φωνÞ και με το δαχτυ­ λßδι στο δÜχτυλο;
     ¼πως και να Ýχει το πρÜγμα, τα προαισθÞμα­ τÜ μου αποδεßχθηκαν σωστÜ. Αßφνης στην πüλη διαδüθηκε η εßδηση üτι ο πρßγκιπας Ýφυγε κατü­ πιν κÜποιας δÞθεν εντολÞς απ' την Πετροýπολη, δßχως να Ýχει κÜνει καμιÜ κουβÝντα οýτε στον Κýριλλο ΜατθÝιτς οýτε στη γυναßκα του και üτ ι της Λßζας της απομÝνει πλÝον μÝχρι το τÝλος των ημερþν της να θρηνεß την παρασπονδßα του. Η αναχþρηση του πρßγκιπα Þταν τελεßως αναπÜντε­ χη διüτι την παραμονÞ ακüμα ο αμαξÜς του, σýμ­ φωνα με την διαβεβαßωση του υπηρÝτη μου, με κανÝνα τρüπο δεν υποπτευüταν την πρüθεση του κυρßου του. Αυτü το νÝο μοý Üναψε φωτιÝς. ΑμÝ­ σως ντýθηκα και βιÜστηκα να πÜω στον Οζιüγκιν, αλλÜ μετÜ που το σκÝφθηκα καλÜ, το βρÞκα πρÝ­ πον να περιμÝνω μÝχρι την Üλλη μÝρα. ¢λλωστε δεν Ýχανα τßποτα μÝνοντας στο σπßτι. Το ßδιο εκεßνο βρÜδυ Þρθε τρÝχοντας σ' εμÝνα κÜποιος Παντοπιπüπουλος, ¸λληνας περαστικüς, που ü­ λως τυχαßως εßχε ξεμεßνει στην πüλη Ο.... Ýνας κουτσομπüλης πρþτου μεγÝθους, ο οποßος περισ­ σüτερο απ' üλους Ýβραζε απü αγανÜκτηση ενα­ ντßον μου για τη μονομαχßα μου με τον πρßγκιπα. Στον υπηρÝτη μου δεν Ýδωσε καν τον χρüνο να μου πει τ' üνομÜ του, μüνο üρμησε στο δωμÜτιü μου, Ýσφιξε γερÜ το χÝρι μου, χßλιες φορÝς μου ζÞτησε συγγνþμη, με ονüμασε παρÜδειγμα μεγαλοψυ­ χßας και τüλμης, περιÝγραψε τον πρßγκιπα με τα πιο μελανÜ χρþματα και δεν λυπÞθηκε καθüλου τους γÝροντες Οζιüγκιν, τους οποßους κατÜ τη γνþμη του η μοßρα τοýς τιμþρησε δικαßως. Με την ευκαιρßα Üγγιξε και το θÝμα της Λßζας και μετÜ Ýφυγε τρÝχοντας, αφοý πρþτα με φßλησε στον þμο. Στο μεταξý Ýμαθα απü αυτüν üτι ο πρß­ γκιπας, σαν γνÞσιος Üρχοντας, την παραμονÞ της αναχþρησης, Ýπειτα απü Ýναν λεπτü υπαινιγμü του Κýριλλου ΜατθÝιτς απÜντησε ψυχρÜ üτι δεν εßχε την πρüθεση να εξαπατÞσει κανÝναν και δεν σκÝπτεται να παντρευτεß, μετÜ σηκþθηκε, χαιρÝ­ τησε και αυτü Þταν. 
     Ο κοντüφθαλμος υπηρÝτης τους μüλις με εßδε πÞδηξε απ' το ν πÜγκο με γρηγορÜδα αστραπÞς, ενþ εγþ πρü­ σταξα να με αναγγεßλει. Ο υπηρÝτης Ýτρεξε και αμÝσως γýρισε. «Παρακαλþ, περÜστε», εßπε. ΜπÞ­ κα στ ο γραφεßο του Κýριλλου ΜατθÝιτς... Αýριο η συνÝχεια.
30 Μαρτßου.
     ΠαγωνιÜ. Και Ýτσι μπÞκα στο γραφεßο του Κýριλλου ΜατθÝιτς. Θα πλÞρωνα πολλÜ λεφτÜ σε üποιον θα μπο­ ροýσε να μου δεßξει τþρα το ßδιο μου το πρüσωπο εκεßνο το λεπτü, üταν αυτüς ο αξιοσÝβαστος δη­ μüσιος υπÜλληλος, αφοý φüρεσε βιαστικÜ τη ρü­ μπα του απ' την ΜπουχÜρα, με πλησßασε με απλω­ μÝνα τα χÝρια. Απ' το πρüσωπü μου θα πρÝπει να αναδυüταν Ýνας συγκρατημÝνος θρßαμβος, μια συγκαταβατικÞ συμπüνια και μια απεριüριστη με­ γαλοψυχßα... ¸νιωθα τον εαυτü μου σαν τον Σκιπßωνα τον Αφρικανü. Ο Οζιüγκιν Þταν προφανþς σαστισμÝνος και περßλυπος, απÝφευγε το βλÝμμα μου, Ýκανε μικρÜ βÞματα επß τüπου. ΠαρατÞρησα επßσης üτι μιλοýσε δυνατÜ με κÜπως αφýσικο τρüπο και γενικÜ εκφραζüταν πολý αüριστα. Αü­ ριστα αλλÜ με θÝρμη μου ζÞτησε συγγνþμη, αüρι­ στα ανÝφερε για τον προσκεκλημÝνο που Ýφυγε, πρüσθεσε και μερικÝς γενικÝς και αüριστες παρα­ τηρÞσεις για τι ς απÜτες, για την αστÜθεια των γÞινων αγαθþν και ξαφνικÜ Ýνιωσε στα μÜτια του Ýνα δÜκρυ, βιÜστηκε να τραβÞξει ταμπÜκο, ßσως για να με ξεγελÜσει για τον λüγο που τον Ý­ κανε να δακρýσει... Χρησιμοποιοýσε ρωσικü πρÜ­ σινο ταμπÜκο και εßναι γνωστü üτι αυτü το βοτÜ­ νι ακüμα και τους γÝροντες τους αναγκÜζει να χý­ νουν δÜκρυα, που κÜνουν το ανθρþπινο μÜτι να φαßνεται χαζü και παρÜλογο για λßγες στιγμÝς. Εγþ, εννοεßται, φερüμουν πολý προσεκτικÜ με τον γερÜκο• ρþτησα για την υγεßα της γυναßκας και της κüρης του και αμÝσως με τρüπο επιδÝξιο κα­ τηýθυνα τη συζÞτηση στο ενδιαφÝρον ζÞτημα για την οικονομικÞ μÝθοδο αλλαγÞς τη ς σπορÜς. ¹μουν ντυμÝνος ως συνÞθως, αλλÜ το αßσθημα της λεπτÞς ευπρÝπειας και μειλßχιας συγκαταβα­ τικüτητας που με διακατεßχε, μου προκαλοýσε μια αßσθηση γιορτινÞ και δροσερÞ, σαν να φοροý­ σα Üσπρο γιλÝκο κι Üσπρη γραβÜτα. ¸να πρÜγμα με ανησυχοýσε: η σκÝψη γýρω απ' τη συνÜντηση με τη Λßζα... Ο Οζιüγκιν τελικÜ πρüτεινε ο ßδιος να με συνοδεýσει στη γυναßκα του. ΑυτÞ η αγαθÞ μα κουτÞ γυναßκα, μüλις με εßδε στην αρχÞ σÜστι­ σε, αλλÜ το μυαλü της δεν εßχε την ικανüτητα να διατηρÞσει για πολý την ßδια εντýπωση και Ýτσι ηρÝμησε γρÞγορα. ΤελικÜ την εßδα τη Λßζα... ΜπÞκε στο δωμÜτιο...
     Περßμενα üτι θα βρω μια ντροπιασμÝνη, μετα­ μελημÝνη αμαρτωλÞ και εκ των προτÝρων Ýδωσα στ ο πρüσωπü μου την πιο τρυφερÞ και ενθαρρυ­ ντικÞ Ýκφραση... Γιατß να πω ψÝματα; Την αγα­ ποýσα πραγματικÜ και διψοýσα να Ýχω την ευτυ­ χßα να την συγχωρÞσω, να της δþσω το χÝρι μου. ΑλλÜ προς δικÞ μου ανεßπωτη Ýκπληξη, εκεßνη σε απÜντηση στην δικÞ μου εκφραστικÞ υπüκλιση χαμογÝλασε ψυχρÜ και παρατÞρησε αδιÜφορα: «Α, εσεßς;» Και αμÝσως παραμÝρισε. Το γÝλιο της, α­ λÞθεια, μου φÜνηκε επιτηδευμÝνο και σε κÜθε περßπτωση πÞγαινε Üσχημα στο σοβαρÜ αδυνατι­ σμÝνο της πρüσωπο... Ωστüσο δεν περßμενα τÝ­ τοια υποδοχÞ... Την κοßταζα με Ýκπληξη... Τι αλ­ λαγÞ εßχε γßνει μÝσα της! Μεταξý του παιδιοý πρþτα και της γυναßκας τþρα δεν υπÞρχε τßποτα το κοινü. Φαινüταν σαν να Ýχει μεγαλþσει, σαν να Ýχει τεντωθεß προς τα πÜνω. ¼λα τα χαρακτηρι­ στικÜ του προσþπου της, ειδικÜ των χειλιþν της, λες και Þσαν χαραγμÝνα... το βλÝμμα της εßχε γß­ νει πιο βαθý, πιο σταθερü και σκοτεινü. ΠαρÝμει­ να στους Οζιüγκιν μÝχρι το γεýμα. Εκεßνη σηκω­ νüταν, Ýβγαινε απ' το δωμÜτιο και ξαναγýριζε, απαντοýσε Þρεμα στις ερωτÞσεις και σκüπιμα δεν Ýδινε σ' εμÝνα προσοχÞ. Εγþ το Ýβλεπα, Þθελε να με κÜνει να νιþσω üτι δεν εßμαι Üξιος ακüμα και για τον θυμü της, μüλο που παρÜ λßγο να σκοτþ­ σω τον εραστÞ της. ΤελικÜ Ýχασα την υπομονÞ μου. Ο φαρμακερüς υπαινιγμüς ξÝφυγε απ' τα χεß­ λη μου... Εκεßνη ανατρßχιασε, μου Ýριξε μια γρÞγο­ ρη ματιÜ, σηκþθηκε και πλησιÜζοντας στο παρÜ­ θυρο εκστüμισε ελαφρÜ με τρεμουλιαστÞ φωνÞ:
 «Μπορεßτε να λÝτε ü,τι θÝλετε, αλλÜ να ξÝρετε üτι αυτüν τον Üνθρωπο τον αγαπþ και πÜντοτε θα το ν αγαπþ και καθüλου δεν τον θεωρþ Ýνοχο μπροστÜ μου, τουναντßον...» Η φωνÞ της Üρχισε να τρÝμει, σταμÜτησε... ¹θελε να δαμÜσει τον εαυτü της, αλλÜ δεν μποροýσε, πλημμýρισε στα δÜκρυα και Ýφυγε απ' το δωμÜτιο... Οι γÝροντες Οζιüγκιν συγχýστηκαν... Ýσφιξα το χÝρι και στους δυο, πÞρα μιαν ανÜσα, ýψωσα τα μÜτια στον ουρα­ νü και απομακρýνθηκα.
     Εßμαι πολý αδýναμος, ο καιρüς που μου μÝνει εßναι πολý λßγος, δεν εßμαι üπως πρþτα σε κατÜ­ στασ η να περιγρÜψω με λεπτομÝρειες εκεßνη τη νÝα σειρÜ βασανιστικþν σκÝψεων με τις σκληρÝς προθÝσεις και με τα λοιπÜ αποκυÞματα της επιλε­ γüμενης εσωτερικÞς πÜλης, τα οποßα γεννÞθηκαν μÝσα μου μετÜ την ανανÝωση της επαφÞς μου με του ς Οζιüγκιν. Δεν αμφÝβαλλα üτι η Λßζα αγα­ πÜει ακüμα και θ' αγαπÜει για πολý τον πρßγκι­ πα... ΑλλÜ ως Üνθρωπος που εßχε συμβιβαστεß με το αναπüφευκτο, εßχα κι εγþ ηρεμÞσει και μÜλι­ στα δεν Ýκανα üνειρα για την αγÜπη της. Επιθυ­ μοýσα μüνον τη φιλßα της, να τυχαßνω της εμπι­ στοσýνης της και του σεβασμοý της, ο οποßος σýμφωνα με τη διαβεβαßωση Ýμπειρων ανθρþπων λογßζεται ως το πιο ελπιδοφüρο στÞριγμα της ευ­ τυχßας στον γÜμο... Δυστυχþς Üφησα να ξεφýγει απ' την προσοχÞ μου Ýνα αρκετÜ σοβαρü περιστα­ τικü και συγκεκριμÝνα üτι η Λßζα απ' την ημÝρα της μονομαχßας με μßσησε. Αυτü το Ýμαθα πολý αργÜ.
     ¢ρχισα λοιπüν να επισκÝπτομαι το σπßτι των Οζιüγκιν, üπως και πρþτα. Ο Κýριλλος ΜατθÝιτς περισσüτερο απü ποτÝ με καλüπιανε και με περι­ ποιüταν. ¸χω ακüμα λüγους να σκÝπτομαι üτι ε­ κεßνον τον καιρü θα Ýδινε σ' εμÝνα ευχαρßστως την κüρη του, μüλο που Þμουν ανεπßζηλος γα­ μπρüς. Η κοινÞ γνþμη κατÝτρεχε τον ßδιο και τη Λßζα, αλλÜ εμÝνα τουναντßον με εγκωμßαζε μÝχρι τα ουρÜνια. Η συμπεριφορÜ της Λßζας απÝναντß μου δεν Üλλαξε. Τον πιο πολý καιρü σιωποýσε, Þ­ ταν υποτακτικÞ üταν την παρακαλοýσαν να φÜει, δεν Ýδειχνε καθüλου εσωτερικÜ σημÜδια λýπης, ωστüσο Ýλιωνε σαν το κερÜκι. Στον Κýριλλο Ματ­ θÝιτς οφεßλω ν' αποδþσω δικαιοσýνη για τοýτο: την λυπüταν με κÜθε τρüπο. Μüνον η γριÜ Οζιü­ γκινα κατσοýφιαζε κοιτÜζοντας το καημÝνο της κοριτσÜκι. ¸ναν Üνθρωπο δεν απÝφευγε η Λßζα, καßτοι δεν μιλοýσε πολý μαζß του, συγκεκριμÝνα τον Μπιζμιüνκωφ. Οι γÝροντες Οζιüγκιν απευθý­ νονταν σ' αυτüν με απüτομο, ακüμα και Üξεστο τρüπο, δεν μποροýσαν να τον συγχωρÞσουν που εßχε παραστεß μÜρτυρας στη μονομαχßα. Αυτüς üμως συνÝχιζε να πηγαßνει κοντÜ τους, σαν να μην Ýβλεπε τη δυσμÝνειÜ τους. Μαζß μου Þταν πολý ψυχρüς και -παρÜξενο πρÜγμα- εγþ κυριολεκτικÜ τον φοβüμουν.
     Αυτü συνÝχισε περß τις δýο εβδο­ μÜδες. ΤελικÜ, ýστερα απü μιαν Üυπνη νýχτα, αποφÜσισα να εξηγηθþ με τη Λßζα, να της αποκα­ λýψω την καρδιÜ μου, να της πω üτ ι Üσχετα με üσα Ýγιναν, Üσχετα με κÜθε εßδους διαδüσεις και κουτσομπολιÜ, θα θεωροýσα τον εαυτü μου πολý ευτυχισμÝνο αν με κρßνει Üξιον για το χÝρι της και επανακτÞσει την εμπιστοσýνη της σ' εμÝνα. Εγþ, μα την αλÞθεια και χωρßς αστεßα, φανταζü­ μουν üτι παρουσιÜζομαι, üπως λÝνε και οι χρη­ στομαθεßς, σαν Ýνα παρÜδειγμα ανεßπωτης μεγα­ λοψυχßας και üτι εκεßνη απü Ýκπληξη και μüνον θα συμφωνÞσει. Εν πÜση περιπτþσει, Þθελα να εξηγηθþ μαζß της και να βγω επιτÝλους απü την αβεβαιüτητα.

     Πßσω απ' το σπßτι των Οζιüγκιν βρισκüταν Ý­ νας αρκετÜ μεγÜλος κÞπος, ο οποßος κατÝληγε σ' Ýνα δασýλλιο με φλαμουριÝς, παραμελημÝνο και κατÜφυτο. Στη μÝση αυτοý του αλσýλλιου υψωνü­ ταν Ýνα παλιü κιüσκι κινÝζικου τýπου. ¸νας φρÜ­ χτης απü καδρüνια χþριζε τον κÞπο απü Ýνα τυ­ φλü στενü δρομÜκι. Η Λßζα μερικÝς φορÝς περπα­ τοýσε þρες ολüκληρες μüνη της σ' αυτü τον κÞπο. Ο Κýριλλος ΜατθÝιτς το γνþριζε αυτü και απαγü­ ρευε να την ενοχλοýν Þ να πηγαßνουν κοντÜ της. Ας εßναι, üπως Ýλεγε, η λýπη της κÜποτε θα εξα­ ντληθεß. ¼ταν δεν την Ýβρισκαν στο σπßτι, αρκοý­ σε μüνον να χτυπÞσουν το καμπανÜκι πριν απ' το γεýμα στο εξþστεγο και αμÝσως εμφανιζüταν με την ßδια επßμονη σιωπÞ στα χεßλη και στο βλÝμμα, με κÜποιο τσαλακωμÝνο φυλλαρÜκι στ ο χÝρι. Και να που κÜποια στιγμÞ, βλÝποντας üτι δεν Þτα ν στο σπßτι, Ýκανα üτι ετοιμαζüμουν να φýγω, χαι­ ρετÞθηκα με τον Κýριλλο ΜατθÝιτς, φüρεσα το καπÝλο και βγÞκα απ' τον προθÜλαμο στην αυλÞ και απ' την αυλÞ στον δρüμο, αλλÜ αμÝσως ξεγλß­ στρησα με ασυνÞθιστη γρηγορÜδα πßσω στην εξþ­ πορτα και προχþρησα δßπλα απ' την κουζßνα προς το ν κÞπο. Ευτυχþς κανÝνας δεν με πρüσεξε.
     Χωρßς να το πολυσκÝπτομαι, με γοργÜ βÞματα μπÞκα στο δασýλλιο. ΜπροστÜ μου, στο μονοπÜτι, στεκüταν η Λßζα. Η καρδιÜ μου Üρχισε να χτυπÜει δυνατÜ. ΣταμÜτησα, πÞρα μια βαθιÜ ανÜσα και Þθελα πια να την πλησιÜσω, αλλÜ ξÜφνου, χωρßς να γυρßζει πßσω σÞκωσε το χÝρι της και Üρχισε ν' αφουγκρÜζε­ ται... Απ' τα δÝντρα, προς την κατεýθυνση του τυ­ φλοý δρομÜκου, ακοýστηκαν καθαρÜ δυο χτυπÞμα­ τα σαν να χτυποýσε κÜποιος στον φρÜχτη. Η Λßζα χτýπησε με τις παλÜμες, ακοýστηκε ο αδýνατος τριγμüς της πορτοýλας και μÝσα απ' τα χαμüδεν­ δρα βγÞκε ο Μπιζμιüνκωφ. Με σβελτÜδα κρýφτη­ κα στ ο δÝντρο. Η Λßζα σιωπηλÜ στρÜφηκε προς το μÝρος του... ΣιωπηλÜ και αυτüς την Ýπιασε α­ γκαζÝ και οι δυο τους Þσυχα πÞραν το δρομÜκι. Εγþ Ýκπληκτος τους κοßταζα. ΣταμÜτησαν, κοß­ ταξαν τριγýρω και τους Ýχασα μÝσα στους θÜ­ μνους, Ýπειτα φÜνηκαν πÜλι και τελικÜ μπÞκαν στο κιüσκι. Το κιüσκι Þταν κυκλικü, μια μικρÞ κα­ τασκευÞ με μßα πüρτα κι Ýνα μικρü παρÜθυρο. Στη μÝση φαινüταν Ýνα παλιü τραπÝζι μ' Ýνα ποδαρÜ­ κι επικαλυμμÝνο με λεπτü πρÜσινο μοýσκλο. Δυο ξεθωριασμÝνα ντιβÜνια Þσαν τοποθετημÝνα Ýνα σε κÜθε πλευρÜ, σε κÜποια απüσταση απü τους γκρßζους σκοτεινιασμÝνους τοßχους. Εδþ στις ασυνÞθιστα ζεστÝς μÝρες, τον παλιü καιρü, πüτε μßα φορÜ τον χρüνο και πüτε συχνüτερα Ýπιναν το τσÜι τους. Η πüρτα δεν Ýκλεινε τελεßως, το πλαß­ σιο εßχε πÝσει απ' το παρÜθυρο απü καιρü και Ýχο­ ντας γαντζωθεß σε μια γωνιÜ κρεμüταν λυπητερÜ, σαν το σπασμÝνο φτερü ενüς πουλιοý. Πλησßασα αθüρυβα στο κιüσκι και προσεχτικÜ κοßταξα απ' τη χαραμÜδα στο παρÜθυρο. Η Λßζα καθüταν σ' Ýνα απ' τα ντιβανÜκια με σκυφτü το κεφÜλι. Το δεξιü της χÝρι ακουμποýσε στα γüνατÜ της και το αριστερü το κρατοýσε ο Μπιζμιüνκωφ στα δυο του χÝρια. Την κοßταζε με συμπüνια.

 «Πþς αισθÜνεστε σÞμερα;» την ρþτησε με μισÞ φωνÞ.
 «Τα ßδια», του εßπε αυτÞ αντιλÝγοντας. «Οýτε χειρüτερα οýτε καλýτερα, üλα Üδεια, φοβερÜ Ü­ δεια!» πρüσθεσε σηκþνοντας βαρýθυμα τα μÜτια.
     Ο Μπιζμιüνκωφ δεν της απÜντησε.
 «Τι νομßζετε», συνÝχισε εκεßνη, «θα μου γρÜψει πÜλι;»
 «Δεν νομßζω ΛιζαμπÝτα Κυρßλλοβνα». Εκεßνη σιωποýσε.
 «Και πραγματικÜ, τι Ýχει να γρÜψει; Μου τα εß­ πε üλα στο πρþτο γρÜμμα του. Δεν μποροýσα να γßνω γυναßκα του. ΑλλÜ εγþ Þμουν ευτυχισμÝνη... üχι για πολý... αλλÜ Þμουν ευτυχισμÝνη».
     Ο Μπιζμιüνκωφ Ýσκυψε το κεφÜλι.
 «Αχ», συνÝχισε αυτÞ με ζωντÜνια, «αν ξÝρατε πüσο μου εßναι αντιπαθÞς αυτüς ο Τσουλκατοý­ ριν... Μου φαßνεται πÜντοτε üτι στα χÝρια αυτοý το υ ανθρþπου... βλÝπω το αßμα του». (Ανατρßχια­ σα πßσω απ' τη χαραμÜδα). «Ωστüσο», πρüσθεσε με συλλογÞ, «ποιος ξÝρει, ßσως χωρßς αυτÞν τη μο­ νομαχßα... Αχ, üταν τον εßδα πληγωμÝνο, Ýνιωσα αμÝσως üτι Þμουν ολüκληρη αυτüς».
 «Ο Τσουλκατοýριν σας αγαπÜει», παρατÞρησε ο Μπιζμιüνκωφ.
 «Και τι μ' ενδιαφÝρει αυτü; ¸χω μÞπως ανÜγκη απ' την αγÜπη κανενüς;...» ΣταμÜτησε και πρüσθε­ σε σιγανÜ: «Εκτüς απ' την δικÞ σας. ΜÜλιστα, φßλε μου, η δικÞ σας αγÜπη μοý εßναι απαραßτητη, δß­ χως εσÜς θα εßχα πεθÜνει. Με βοηθÞσατε να ξεπε­ ρÜσω φοβερÝς στιγμÝς...»
     Σþπασε πÜλι... Ο Μπιζμιüνκωφ Üρχισε με πα­ τρικÞ τρυφερüτητα να της χαúδεýει το χÝρι.
 «Τι να κÜνουμε, τι να κÜνουμε, ΛιζαμπÝτα Κυ­ ρßλλοβνα!» επανÝλαβε μερικÝς φορÝς στη σειρÜ.
 «Μα και τþρα», εκστüμισε εκεßνη με φωνÞ πνιγ­ μÝνη, «μου φαßνεται üτι θα πÝθαινα χωρßς εσÜς. Μüνον εσεßς με στηρßζετε. Και εκτüς αυτοý μου τον θυμßζετε... Εσεßς, βλÝπετε, τα ξÝρετε üλα. ΘυμÜστε πüσο καλüς Þταν εκεßνη την ημÝρα... Αλ­ λÜ συγχωρÞστε με, σας κÜνω να αισθÜνεστε Ü­ σχημα...»
 «ΜιλÞστε, μιλÞστε! Μα τι λÝτε; Ο Θεüς μαζß σας!» διÝκοψε ο Μπιζμιüνκωφ.
     Η Λßζα του Ýσφιξε το χÝρι.
 «Εßστε πολý καλüς, Μπιζμιüνκωφ», συνÝχισε
 «Eßστε καλüς σαν Üγγελος. Τι να κÜνω! ΑισθÜνο­ μαι üτι θα τον αγαπþ μÝχρι να πεθÜνω. Τον συγ­ χþρησα, τον ευγνωμονþ. Ας του δßνει ο Θεüς ευ­ τυχßα! Ας του δþσει ο Θεüς τη γυναßκα της καρ­ διÜς του!» Και τα μÜτια της πλημμýρισαν με δÜ­ κρυα. «Μüνο να μη με ξεχνοýσε, μüνο να θυμüταν πüτε πüτε και τη Λßζα του...» ¸κανε μια μικρÞ παý­ ση και τÝλος πρüσθεσε: «ΠÜμε».
     Ο Μπιζμιüνκωφ Ýφερε το χÝρι του στα χεßλη της.
 «ΞÝρω», Üρχισε να του λÝει ζωηρÜ, «üλοι με κα­τηγοροýν, üλοι με πετροβολοýν. Ας εßναι! Εγþ ω­ στüσο δεν θ' αντÜλλαζα τη δυστυχßα μου με την δικÞ τους ευτυχßα... ¼χι! üχι!... Με αγÜπησε λßγο, αλλÜ με αγÜπησε! ΠοτÝ δεν μ' εξαπÜτησε, ποτ Ý δεν μου εßπε üτι θα γßνω γυναßκα του. Εγþ η ßδια ποτÝ δεν το σκÝφτηκα αυτü. Μüνον ο καημÝνος πατεροýλης μου το Þλπιζε. Και τþρα ακüμα δεν εßμαι τελεßως δυστυχισμÝνη, μου μÝνει η ανÜμνη­ ση, üσο φοβερÝς κι αν Þσαν οι συνÝπειες... Πνßγο­ μαι εδþ... εδþ Þταν που τον εßδα για τελευταßα φορÜ... ΠÜμε Ýξω στον αÝρα».
     Σηκþθηκαν. Μüλις που πρüλαβα να πηδÞξω στην Üκρη και να κρυφτþ πßσω απ' τη χοντρÞ φλα­ μουριÜ. Οι δυο τους βγÞκαν απ' το κιüσκι και üσο μποροýσα να κρßνω απ' τον θüρυβο των βημÜτων, πÞγαν στ ο αλσýλλιο. Δεν ξÝρω πüση þρα στεκü­ μουν ακßνητος στη θÝση μου, φορτωμÝνος με κÜ­ ποια ακατονüμαστη απορßα και να που ξαφνικÜ ακοýστηκαν πÜλι βÞματα. ΞαφνιÜστηκα και με προσοχÞ βγÞκα απ' την κρυψþνα μου. Ο Μπιζμιüνκωφ κι η Λßζα επÝστρεφαν απ' τον ßδιο δρομÜκο. ¹σαν κι οι δυο τους πολý συγκινημÝνοι, ειδικÜ ο Μπιζμιüνκωφ. Φαινüταν να κλαßει. Η Λßζα κοντο­ στÜθηκε, τον κοßταξε και με καθαρÞ προφορÜ εßπε τ' ακüλουθα λüγια:
 «Συμφωνþ, Μπιζμιüνκωφ. Δεν θα συμφωνοýσα αν θÝλατε μüνον να με σþσετε, να με βγÜλετε απ' τη δεινÞ θÝση, αλλÜ εσεßς μ' αγαπÜτε, τα ξÝρετε üλα και παρ' üλα αυτÜ μ' αγαπÜτε. Εγþ ποτÝ δεν θα βρω πιο αξιüπιστο, πιο αληθινü φßλο. Θα γßνω γυναßκα σας».
     Ο Μπιζμιüνκωφ της φßλησε το χÝρι και εκεßνη λυπημÝνη του χαμογÝλασε και πÞγε στο σπßτι. Ο Μπιζμιüνκωφ üρμησε στ ο δασÜκι και εγþ πÞρα τον δρüμο μου. ΕπειδÞ ο Μπιζμιüνκωφ ßσως να εßπε στη Λßζα ακριβþς αυτü που σκüπευα εγþ να της πω και επειδÞ εκεßνη θα του απÜντησε ακρι­ βþς αυτü που θα επιθυμοýσα ν' ακοýσω απü την ßδια, δεν υπÞρχε λüγος να σκοτßζομαι. Δυο εβδο­ μÜδες μετÜ τον παντρεýτηκε. Οι γÝροντες Οζιü­ γκιν Þσαν ευχαριστημÝνοι με οποιονδÞποτε γα­ μπρü.
 «Λοιπüν, πÝστε μου τþρα, δεν εßμαι Üνθρωπος περιττüς; Δεν Ýπαιξα σε üλη αυτÞ την ιστορßα τον ρüλο του περιττοý ανθρþπου; Ο ρüλος του πρßγκι­ πα... γι' αυτüν δεν Ýχω τßποτε να πω, ο ρüλος του Μπιζμιüνκωφ το ßδιο κατανοητüς... ΑλλÜ εγþ; Προς τι ανακατεýτηκα εδþ;... Τι χρειÜζεται ο βλακþδης πÝμπτος τροχüς στην Üμαξα!... Αχ, θλß­ βομαι, θλßβομαι!...» Να τι λÝνε αυτοß που ρυμουλ­ κοýν: «¢λλη μια φοροýλα, Üλλη μια φορÜ». Μια μÝρα ακüμα και Üλλη μια οýτε πικρÞ οýτε γλυκιÜ.
31 Μαρτßου.
     Εßμαι Üσχημα. ΓρÜφω αυτÝς τι ς γραμμÝς απ' το κρεβÜτι. Απü χθες το βραδÜκι ο καιρüς ξαφνικÜ Üλλαξε. ΣÞμερα εßναι ζÝστη, μια μÝρα σχεδüν κα­ λοκαιρινÞ. ¼λα λιþνουν, πÝφτουν, κυλοýν. Στον αÝρα μυρßζει σκαμμÝνο χþμα, μια βαριÜ, δυνατÞ, αποπνιχτικÞ μυρωδιÜ. Απü παντοý ανεβαßνει αχνüς. Ο Þλιος βγÜζει φωτιÜ, χτυπÜει. Νιþθω Üσχημα, σαν να διαλýομαι.
     ¹θελα να γρÜψω το ημερολüγιü μου κι αντß γι' αυτü τι Ýκανα; ΔιηγÞθηκα μßα περßπτωση της ζωÞς μου, φλυÜρησα, οι αποκοιμισμÝνες αναμνÞ­ σεις μου ξýπνησαν και με παρÝσυραν. ¸γραψα χω­ ρßς να βιÜζομαι, με λεπτομÝρειες, σαν να εßχα ακüμα χρüνια μπροστÜ μου. ΑλλÜ τþρα δεν Ýχω τον χρüνο να συνεχßσω. Ο θÜνατος, ο θÜνατος Ýρ­ χεται. ¹δη ακοýω το φοβερü κρεσÝντο... ΚαταφθÜνει... ¸ρχεται!..
     ΑλλÜ ποý εßναι το κακü; Δεν εßναι μÞπως αδιÜ­ φορο ü,τι και αν διηγÞθηκα; Μüλις φανεß ο θÜνα­ τος, χÜνονται και οι τελευταßες γÞινες ματαιüτη­ τες. ΑισθÜνομαι üτι ησυχÜζω. Θα γßνω πιο απλüς, πιο καθαρüς. ¢ργησα να βÜλω μυαλü!... ΠαρÜξενο πρÜγμα! ΗσυχÜζω - ακριβþς. ΑλλÜ ταυτüχρονα... νιþθω φρßκη, μÜλιστα, φρßκη. Στις δþδεκα και μι­ σÞ, γερμÝνος πÜνω σε μια σιωπηλÞ, χαßνουσα Ü­ βυσσο ανατριχιÜζω, γυρßζω με αχüρταγη προσοχÞ και κοιτÜζω τα πÜντα γýρω μου. Το κÜθε πρÜγμα διπλÜ αγαπητü. Δεν χορταßνω να βλÝπω το φτω­ χü μου και Üχαρο δωμÜτιο, αποχαιρετιÝμαι με κÜθε μικρÞ κηλßδα στους τοßχους του! ΧορτÜστε μÜτια μου για τελευταßα φορÜ! Η ζω Þ φεýγει, ομαλÜ και Þσυχα απομακρýνεται απü μÝνα, σαν την ακτÞ απü τα βλÝμματα των ναυτικþν. Το γερασμÝνο, κιτρινωπü πρüσωπο της νταντÜς μου, τυ­ λιγμÝνο με σκοýρο τσεμπÝρι, το σφυριχτü σαμοβÜ­ ρι στο τραπÝζι, η γλÜστρα με το γερÜνι μπροστÜ στο παρÜθυρο, και εσý φτωχü μου σκυλÜκι, Τρεζüρ, το φτερü με το οποßο γρÜφω αυτÝς τις γραμμÝς, το ßδιο μου το χÝρι, σας βλÝπω τþρα... Να εσεßς, να... Εßναι Üραγε δυνατüν... ßσως ακüμα και σÞμερα... να μη σας ξαναδþ πια ποτÝ; Εßναι βαρý για Ýνα ζωντα­ νü πλÜσμα ν' αποχωρßζεται τη ζωÞ! Τι μου χαúδολο­ γιÝσαι, καημÝνο μου σκυλß; Τι ακουμπÜς το στÞθος στο κρεβÜτι συσφßγγοντας σπασμωδικÜ την κολο­ βÞ ουρÜ σου και δεν κατεβÜζεις απü πÜνω μου τα καλοσυνÜτα και λυπημÝνα σου μÜτια; ¹ μÞπως λυπÜσαι για μÝνα; ¹ νιþθεις üτι ο κýριος σου σý­ ντομα πια δεν θα υπÜρχει; Αχ, αν μποροýσα Ýτσι να περÜσω με τη σκÝψη üλες τις αναμνÞσεις μου, üπως περνþ με τα μÜτια üλα τα πρÜγματα στ ο δωμÜτιü μου! ΞÝρω üτι αυτÝς οι αναμνÞσεις δεν εßναι ευχÜ­ ριστες και οýτε σημαντικÝς, αλλÜ δεν Ýχω Üλλες.
 «Κενü, φοβερü κενü!» üπως Ýλεγε η Λßζα.
     Ω, ΘεÝ μου, ΘεÝ μου! Να, τþρα πεθαßνω... Μια καρδιÜ ικανÞ και Ýτοιμη ν' αγαπÞσει, σýντομα θα πÜψει να χτυπÜει... Θα ηρεμÞσει Üραγε για πÜντα, χωρßς να Ýχει δοκιμÜσει οýτε μια φορÜ την ευτυ­ χßα, χωρßς να Ýχει μεγαλþσει οýτε μια φορÜ κÜτω απ' το γλυκü βÜρος της χαρÜς; Αλßμονο! Αυτü εß­ ναι αδýνατον, αδýνατον, το ξÝρω... Αν τουλÜχι­ στον τþρα, πριν πεθÜνω -ο θÜνατος εßναι ιερü πρÜγμα, ανυψþνει κÜθε πλÜσμα- αν κÜποια αγα­ πητÞ, λυπημÝνη, φιλικÞ φωνÞ τραγουδοýσε απü πÜνω μου την αποχαιρετιστÞρια ραψωδßα, μια ραψωδßα για την προσωπικÞ μου λýπη, τüτε ßσως να συμφιλιωνüμουν μαζß του. ΑλλÜ να πεθÜνω απνευστß, ανüητα...
     Μου φαßνεται πως αρχßζω να παραμιλþ. Αντßο ζωÞ, αντßο κÞπε μου! Κι εσεßς, φλαμουριÝς μου! ¼ταν θα Ýρθει το καλοκαßρι, κοιτÜξτε να μην ξεχÜσετε να σκεπαστεßτε με τ' Üνθη σας απü πÜνω ως κÜτω... και οι Üνθρωποι ας χαßρονται να ξαπλþνουν στη μυρωδÜτη σας σκιÜ, στ ο δροσερü νωπü χορτÜρι, κÜτω απü τον χαμηλüφωνο ψßθυρο των φýλλων σας, σαν τα ενοχλεß ελαφρÜ ο αγÝρας. Αντßο, αντßο σας! Αντßο σε üλα και για πÜντα!
Αντßο, Λßζα! ¸γραψα αυτÝς τις δυο λÝξεις - και παρÜ λßγο να γελÜσω. Αυτü αποτελεß επιφþνημα νομßζω στα βιβλßα. Σαν να γρÜφω μια συναισθη­ ματικÞ νουβÝλα Þ σαν να τελειþνω Ýνα απεγνω­ σμÝνο γρÜμμα...
     Αýριο πρωταπριλιÜ. ΜÞπως πεθÜνω αýριο; Αυ­ τü θα Þταν κÜπως, ßσως και απρÝπεια. Ωστüσο εμÝνα μου πÜει... Πüσες σαχλαμÜρες εßπε σÞμερα ο γιατρüς!...
1 Απριλßου.
     ¼λα τελεßωσαν... Η ζωÞ τελεßωσε. Σßγουρα σÞμε­ ρα θα πεθÜνω. ¸ξω κÜνει ζÝστη... σχεδüν πνιγη­ ρÞ... ¹ μÞπως το στÞθος μου αρνεßται ν' ανασÜνει; Η μικρÞ μου κωμωδßα παßχτηκε. Η αυλαßα πÝφτει. ΕξοντωμÝνος πια, θα πÜψω να εßμαι περιττüς... Αχ, πüσο φωτεινüς εßναι ο Þλιος! ΑυτÝς οι τερÜστιες αχτßδες ανασαßνουν την αιωνιüτητα...
     Αντßο, ΤερεντιÝβνα!.. ΣÞμερα το πρωß καθüταν στ ο παρÜθυρο δακρυσμÝνη... ßσως για μÝνα... αλλÜ και η ßδια μÜλλον δεν θ' αργÞσει να πεθÜνει. Την Ýβαλα να μου δþσει τον λüγο της üτι δεν θα χτυπÜει τον Τρεζüρ.
     Μου εßναι βαρετü να γρÜφω... πετÜω το φτε­ ρü... ¸φτασε η þρα! Ο θÜνατος δεν πλησιÜζει με αυξημÝνο βρüντο, üπως η καρüτσα το βρÜδυ στ ο λιθüστρωτο, μα εßναι εδþ, φτερουγßζει γýρω μου, üπως εκεßνη η ελαφριÜ πνοÞ που Ýκανε ν' αναση­ κωθοýν τα μαλλιÜ του προφÞτη. Πεθαßνω... ΖÞστε, ζωντανοß!
     Ας εßναι στη δικÞ μου δýση η ζωÞ να παßζει δροσερÞ κι η αδιÜφορη η φýση ας εßναι αιþνια λαμπερÞ.


 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers