ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Äïêßìéá 

ÃÕÍÁÉÊÅÓ ÔÏÕ ÊÏÓÌÏÕ Á3: Ìéá Ðáñáëßãï... Îå÷áóìÝíç!

                                               Πρüλογος

     ΑυτÜ τα Üρθρα Ýχουνε σαν σκοπü το να δεßξουνε στον κüσμο τη μεγαλειüτητα που υπÜρχει σε κÜθε γυναßκα αρκεß να το θελÞσει και να το κυνηγÞσει. Η σημερινÞ üμως κοπÝλλα του 27ου Üρθρου, Γυναßκες Του Κüσμου, με τη παρουσßα της Ýρχεται να εκπληρþσει κι Üλλα κßνητρα σ' αυτÜ τα γραπτÜ. Για να 'μαι ειλικρινÞς, οýτε την εßχα ξανακοýσει αλλÜ και μετÜ που Ýμαθα τ' üνομÜ της, δεν με κÝντρισε κÜτι þστε να το στÞσω. Αγαπþ πολý τη ποßηση του ΚαρυωτÜκη, τον τρüπο που σκÝφτεται, που στÞνει το στßχο και το σκεπτικü του, απü μια μεριÜ, μπορþ να το κατανοÞσω. Δεν εßμαι üμως δα και τüσο πεσσιμιστÞς, þστε να παραιτηθþ απ' üλα και να φýγω κι αν μου αρÝσει η ποßηση αυτÞ εßναι... εξ αναπüδου. Μüνον Ýτσι μπορεß κανεßς να τον ανεχτεß: ΔηλαδÞ, τß ωραßα που το θÝτει εκεßνος, Üρα εγþ Δεν πρÝπει να το κÜνω Ýτσι.
     Εßχα στη κατοχÞ μου λοιπüν τα ¢παντÜ του και τα διÜβαζα κι Ýνα απü τα αγαπημÝνα μου, Þταν η Σταδιοδρομßα του. Αυτü το ποßημα, εμÝνα μου λÝει -πÝραν απü τη στιχουργικÞ του ανÜλυση- üτι εßχε μεγÜλην ιδÝα για τον εαυτü του (λογικü) αλλÜ πßστευε πως δεν επρüκειτο ποτÝ να πÜρει τη "σωστÞ" του θÝση στη κλßμακα των ποιητþν, κι Ýπειτα Þρθε κι η σýφιλη, κι Ýπειτα Þτανε κι η
Πολυδοýρη στη μÝση. ¼λα τοýτα σ' αυτüν μετρÞσανε μαζικÜ και διαφορετικÜ απü τον τρüπο που θα τα μετροýσαμε μεις. ΣκÝφτηκε λοιπüν πως το κορßτσι του, ποτÝ δεν θα Þτανε για κεßνον, -η Μαρßα Þταν ελÝυθερο πνεýμα και δεν φυλακιζüταν εýκολα- λüγω της νüσου του. ΣκÝφτηκε πως κÜποια στιγμÞ, που θα... δημοσßευε σε κÜποιο περιοδικü, ποιÞματÜ του, στην Üλλη, παρÜλλη σελßδα, θα υπÞρχε επßσης μια γυναßκα, -που Þξερε καλÜ Αυτüς πως παßρνουνε τους επαßνους τους- μια τυχαßα γυναßκα λοιπüν ποιÞτρια, θα φιλοξενοýνταν στο ßδιο περιοδικü Þ εφημερßδα, μ' εκεßνον.
     ΑυτÜ τα δυο, γεμßσανε το περßστροφü του. ¸τσι Ýγραψε τη Σταδιοδρομßα του κι Üρπαξε Ýνα τυχαßο γυναικεßο üνομα, απ' αυτÝς τις... ποιÞτριες του κιλοý, -οýτε καν εßχε διαβÜσει ποτÝ κÜτι δικü της- τÝτοιο þστε να μετρßσει σωστÜ και να του δßνει και ρßμα κι Þτανε κÜποια μισογνωστÞ τüτε νεαρÞ ποιÞτρια, η ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου. Εδþ προσωπικÜ πιστεýω πως Ýκανε μεγÜλη χαζομÜρα κι üχι γιατß εκεßνη Þτανε και καλÜ η τÝλεια θεραπαßνιδα ποßησης, αλλÜ ανθρωπßνως λÜθος που μαρτυρÜ αυτü που προανÝφερα: Þταν αλαζþν και με μεγÜλη ιδÝα για τον εαυτü του -κι üχι üτι δεν Üξιζε, αλλÜ το να 'σαι μεγÜλος, πÜει σ' üλα, Þ εßσαι μεγÜλος, Þ üχι. Κι αυτüς, εδþ υπÞρξε μικρüνους και κακüς, αλλÜ εντÜξει, δεν τον δικαιολογþ, Þταν üμως Üρρωστος και καταδικασμÝνος και του παραχωρþ κÜπως το ελαφρυντικü αυτü.



     Η ΚλεαρÝτη, εξ üσων εßδα, Üκουσα και διÜβασα, προς τιμÞ της, δε φÜνηκε ν' αντÝδρασε κι αυτü εßναι το πρþτο υπÝρ της -και μη ξεχνÜμε πως ο εν λüγω, τα 'χε βÜλει και με τον ΜαλακÜση (αυτüς ψιλοαντÝδρασε πÜντως). Τþρα με το Üρθρο αυτü, θα προσπαθÞσω να δεßξω πüσο κακü λÜθος εßχε και παρÜλληλα, απü τη στιγμÞ που διÜβασα το ποßημÜ του κι Ýμαθα πως η κοπÝλλα Þταν υπαρκτÞ κι üχι τυχαßα φτιαγμÝνο, ψεýτικο üνομα, Ýνιωθα τýψεις για πÜρτη του. Αυτüς λοιπüν Þταν ο λüγος που ξεκßνησα να το γρÜψω και παρÜλληλα, να συμπληρþσει κι Üλλον Ýνα στüχο: να δεßξει πως κανεßς και καμμιÜ δεν εßναι ασÞμαντοι, ακüμα κι απü τον ΚαρυωτÜκη και τον üποιο. Το 'χω πÜθει κÜποτε κι εγþ ν' αντιμετωπιστþ Ýτσι και ξÝρω καλÜ πως εßναι να τρως σκατÜ στη μοýρη, μην Ýχοντας κÜνει κÜτι κακü Þ παρÜνομο Þ να πειρÜξεις κÜποιο Üτομο, απλÜ να... καθßσεις δßπλα σε Üτομα αλαζονικÜ -που στη πραγματικüτητα δεν αξßζανε μια. ¼πως κÜποιος Üλλος που 'πε πως üλοι οι σημερινοß ποιητÝς εßναι μαλÜκες -και μüνον αυτüς δηλαδÞ εßναι ποιητÜρα. Αμ δε ρε φßλε! Αν δεν εßσαι απü μÝσα σου πρþτα ποιητÞς, απ' Ýξω σου ποτÝ δεν θα γßνεις. ΜακÜρι να 'ταν üτι πιστεýαμε να γινüμασταν αμÝσως κι Ýννοια σου, εγþ θα 'μουν ο ΡοκφÝλλερ!
     ΠÜλι μ' Ýπιασε πολυλογßα και πÜμε να γνωρßσουμε τη κοπÝλλα, που την Ýχουμε τüσην þρα να περιμÝνει στο σαλüνι...

    (Σημ.: Ο σαρκασμüς του προς τον ΜαλακÜση εßναι δηκτικüτερος, προς τη ΚλεαρÝτη πιο Þπιος. Απü την Üλλη, κρßνει σκüπιμο να του βÜλει απολογητικÞ υποσημεßωση που διευκρινßζει: "Οι στßχοι αυτοß απευθýνονται στον κοσμικü κýριο κι üχι στον ποιητÞ, που δεν θα μποροýσε να του παραγνωρßσει κανεßς το σημαντικü Ýργο". Για τη ΚλεαρÝτη, καμμιÜ υποσημεßωση, καμμιÜ αναγνþριση στο Ýργο της. Κι εγþ Ýρχομαι να συμπληρþσω, τη γνþμη μου: Και στα 2, ξανÜκανε το ßδιο μÝγα λÜθος, απλþς μ' Üλλα λüγια -κι επιπροσθÝτως, ακüμα δεν την εßχε γνωρßσει πραγματικÜ, μιας και δεν εßχε πÜει ακüμα με μετÜθεση στη ΠρÝβεζα). Π. Χ.

                                             ΕισαγωγÞ

     Τη  ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου, δεν τη γνþριζα. Μου συστÞθηκε Ýμμεσα, βλÝποντας τ' üνομÜ της, στο γνωστü ποßημα του ΚαρυωτÜκη, Σταδιοδρομßα. ΥπÞρξε αξιολογüτατη ποιÞτρια κι εκεßνος πολý Üδικος μαζß της, στη προσπÜθεια του να χτυπÞσει τα Ιερατεßα που πÜντα κυβερνοýν üλες τις εκφÜνσεις της ζωÞς μας. Ας το θυμηθοýμε λοιπüν:


_________________________

      Σταδιοδρομßα

         20 ΝοÝμβρη 1927

Τη σÜρκα, το αßμα θα βÜλω

σε σχÞμα βιβλßου μεγÜλο.

"Οι στßχοι παρÝχουν ελπßδες"
θα γρÜψουν οι εφημερßδες.

"ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου"
και δßπλα σ' αυτü, τ' üνομÜ μου.

Τη ψυχÞ και το σþμα μου πÜλι
στη δουλειÜ θα δßνω, στη πÜλη.

ΑλλÜ με τη δýση του ηλßου,
θα πηγαßνω στου Βασιλεßου.

Εκεß θα βρßσκω üλους τους Üλλους
λüγιους και διδασκÜλους.

Τα λüγια μου θα 'χουν ουσßα
κι η σιωπÞ μου μια σημασßα.

Θηρεýοντας πρÜγματα αιþνια,
θ' αφÞσω να φýγουν τα χρüνια.

Θα φýγουν και θα 'ν' η καρδιÜ μου
σα ρüδο που πÜτησα χÜμου.
______________________

     ΠαραξενεμÝνος και πιασμÝνος απü κεßνο το üνομα, Üρχισα να την αναζητþ, γυναßκα των αρχþν του 20ου αι., λυρικÞ ποιÞτρια και πεζογρÜφος, που χÜνεται μες στην αχλý του χρüνου και μες στις σελßδες των προπολεμικþν περιοδικþν της εποχÞς της, Ýνα πνευματικü τÝλος που ßσως την αδικεß, διüτι βρÞκα το -κÜμποσο- Ýργο της αρκετÜ ενδιαφÝρον, περισσüτερο ßσως κι απü γνωστüτερων ποιητþν. ¸ψαξα üσο μπüρεσα μα δεν βρÞκα παρÜ 2-3 ποιÞματα της και τοýτα τα ελÜχιστα βιογραφικÜ της στοιχεßα κι ενþ εßναι πραγματικÜ τραγικüν οι περισσüτεροι να πεθαßνουν χωρßς να τους θυμÜται κανεßς, τραγικüτερο ßσως αν εßσαι Üνθρωπος του πνεýματος, το να σε θυμοýνται πιüτερο απü το Ýργο σου, απü κεßνη τη φιλολογικÞ Üδικη-αναφορÜ του ΚαρυωτÜκη.
    Στις μÝρες μας, η ΚλεαρÝτη, πρüσωπο σχεδüν μυθικü, μιας και πολλοß Üλλοι δεν πßστευαν üτι υπÞρχε καν, ως την αναγγελßα θανÜτου της απü τις εφημερßδες, στÝκει σε μια πλατεßα της ΛευκÜδας, ανÜμεσα σ' Üλλους ΕπτανÞσιους ποιητÝς και λογßους, ως ανδριÜντας, απλÜ προκειμÝνου να θυμßζει πως κÜποτε υπÞρξε κι εκεßνη και πρüσφερε στα ΕλληνικÜ ΓρÜμματα το κατÜ δýναμη. ΠÜντα μου αρÝσαν οι "Üγνωστοι ποιητÝς των αιþνων" και πÜντα θα μιλþ και για üσους δεν μποροýνε πλÝον. Αξßζει τη προσοχÞ μας, χαμÝνη πια μεταξý λÞθης κι αιωνιüτητας.

  Βιογραφικü

     Η ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου γεννÞθηκε στη ΠρÝβεζα, το 1886 (ειρωνεßα της τýχης, ο ΚαρυωτÜκης αυτοκτüνησε εκεß). ΠÝρασε üμως τα παιδικÜ της χρüνια στη ΛευκÜδα, απ' üπου καταγüταν ο πατÝρας της και το 1909 εγκαταστÜθηκε με την οικογÝνειÜ της στην ΑθÞνα. ΤÝλειωσε το γυμνÜσιο, ολοκλÞρωσε τις εγκýκλιες σπουδÝς της με μαθÞματα κατ’ οßκον και φοßτησε στην ΑνωτÜτη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν, χωρßς ν' αποφοιτÞσει üμως. Τη 1η της εμφÜνιση στη λογοτεχνßα τη πραγματοποßησε στα 12 της, με δημοσßευση ποιημÜτων σε παιδικÜ περιοδικÜ.
    Εμφανßστηκε στα ελληνικÜ γρÜμματα με δημοσßευση ποιÞματüς της στο περιοδικü ΠαναθÞναια.  ΥπÞρξε μÝλος της συντακτικÞς επιτροπÞς του περιοδικοý Ελληνßς. Δημοσßευσε κριτικÜ Üρθρα σ' εφημερßδες και στα περιοδικÜ Ο ΝουμÜς και ΠινακοθÞκη. ¸γραψε ποßηση, διηγÞματα, ταξιδιωτικÝς εντυπþσεις, χρονικÜ Üρθρα και μετÝφρασε ποßηση απü τα ιταλικÜ. Λυρισμüς της καθημερινÞς, μικροαστικÞς ζωÞς, υπερÜσπιση των ηθικþν αξιþν, αλλÜ και στÝρεος ρεαλισμüς, με σαφεßς αξιολογικοýς διαχωρισμοýς, του καλοý απü το κακü, του ηθικοý απü το ανÞθικο. Σýζυγος του Γεωργßου ΜαλÜμου. Σποýδασε ξÝνες γλþσσες, ΓαλλικÜ κι ΙταλικÜ.
     ¹ταν η 1η γυναßκα πεζογρÜφος που τιμÞθηκε με το Βραβεßο της Ακαδημßας Αθηνþν, το 1930, για το Ýργο της Για Λßγη ΑγÜπη. Ακολοýθησαν συνεργασßες της με τη ΠινακοθÞκη του Δ. Καλογερüπουλου, το ΝουμÜ, του Δ.Ταγκüπουλου, τη ΝÝα Εστßα του Ξενüπουλου κι Üλλα Ýντυπα. Το 1922 εξÝδωσε τη 1η της ποιητικÞ συλλογÞ που 'χε τßτλο Στο ΔιÜβα Μου κι ακολοýθησε η συλλογÞ διηγημÜτων Για Λßγη ΑγÜπη το 1929, και τιμÞθηκε γι' αυτü. Ακολοýθησαν ποιητικÝς συλλογÝς και πεζÜ και το 1938 τιμÞθηκε απü τη ¸κθεση Παιδικοý Βιβλßου για το Ýργο, Ιστορßες Για ΜεγÜλα ΠαιδιÜ. Εκτüς απü ποßηση και πεζογραφßα ασχολÞθηκε με λογοτεχνικÞ μετÜφραση και δημοσßευσε Üρθρα και ταξιδιωτικÜ κεßμενα. 

Ι.Ποßηση
Στο ΔιÜβα Μου, ΕλευθερουδÜκης, 1922.
Οι Δρüμοι Της ΖωÞς, 1955.

ΙΙ.ΠεζÜ:
Ιστορßες Για ΜεγÜλα ΠαιδιÜ, 1938.
Για Λßγη ΑγÜπη κι Üλλα διηγÞματα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1929.
Γυναικεßες ΨυχÝς, Γκοβüστης, 1935.
Ο ΜεγÜλος Ποταμüς, ΔιηγÞματα (πριν και μετÜ το 1940), Γκοβüστης, 1952.
Με ΧαμÝνη Πυξßδα: Ο Καιρüς Της ΣκλαβιÜς Απü Τη ΣκοπιÜ μου, ΦÝξης, 1961.

ΙΙΙ.ΜετÜφραση:
Καρüλου Μπωντλαßρ, Τα Üνθη του κακοý, Γκοβüστης, 1966.
_______________________



                                ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου

     ΑνÞκει üπως Ýχει επικρατÞσει να ονομÜζεται, στη λογοτεχνικÞ γενιÜ του '10. ΜεγαλωμÝνη σε λüγιο περιβÜλλον -ο πατÝρας της Þτανε γιατρüς με σοβαρÜ φιλολογικÜ και λογοτεχνικÜ ενδιαφÝροντα κι η μητÝρα της ασχολιüτανε με τη ζωγραφικÞ. Το 1909 που εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα και συμπλÞρωσε τις σπουδÝς της, φοßτησε και στη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν, για να καλλιεργÞσει τη κλßση της στη ζωγραφικÞ. Ωστüσο, απü πολý νωρßς, αφÞνοντας ü,τι Üλλο, αφιερþθηκε ολοκληρωτικÜ στη Λογοτεχνßα, που την εßχε κερδßσει απü παιδß. ΚατÜ δÞλωσÞ της "πρωτοÝγραψε στßχους, λßαν μελαγχολικοýς, στα 12 της κι Üρχισε να δημοσιεýει σε παιδικÜ περιοδικÜ". Το 1922 τυπþνεται στις εκδüσεις ΕλευθερουδÜκη η 1η ποιητικÞ συλλογÞ της με τον τßτλο Στο ΔιÜβα Μου. Το 1929 δημοσιεýει το 1ο της πεζü Ýργο, μια συλλογÞ διηγημÜτων με τßτλο Για Λßγη ΑγÜπη. Το 1936 δημοσιεýει τις Γυναικεßες ΨυχÝς, 2η συλλογÞ απü διηγÞματα, το 1938 τις Ιστορßες Για ΜεγÜλα ΠαιδιÜ, που πÞρε Β' Βραβεßο στην ¸κθεση Παιδικοý Βιβλßου, το 1952 εκδßδει τον ΜεγÜλο Ποταμü, νÝα σειρÜ απü διηγÞματα και το 1955 τη 2η ποιητικÞ συλλογÞ της Οι Δρüμοι Της ΖωÞς.
     Η τραγικÞ εμπειρßα της κατοχÞς, της εμπνÝει το χρονικü Με ΧαμÝνη Πυξßδα, που εκδßδει, τελειωμÝνο απü το 1947, 14 χρüνια αργüτερα, το 1961. Το ως σÞμερα Ýργο της συμπληρþνεται με μετÜφραση ποιημÜτων του Μπωντλαßρ, Τα ¢νθη Του Κακοý, το 1966, που, üπως και τα περισσüτερα ποιÞματα της 2ης συλλογÞς, τα 'χε γρÜψει και κατÜ Ýνα μÝρος, δημοσιεýσει στη διÜρκεια του ΜεσοπολÝμου. ΠρÝπει να προστεθοýνε κι Üλλες της μεταφρÜσεις απü την ιταλικÞ ποßηση, Üρθρα, τεχνοκριτικÜ και κοινωνικÜ, ταξιδιωτικÝς εντυπþσεις, καθþς και μια σειρÜ απü διηγÞματα. Επßσης χρημÜτισε μÝλος του συμβουλßου της Εταιρßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν επß 9 χρüνια. ¸ργα της, πεζÜ και ποιÞματα, Ýχουνε μεταφραστεß στα γερμανικÜ, σουηδικÜ και πολωνικÜ κι Ýχουνε περιληφθεß σε ανθολογßες. ΠλατειÜ εξ Üλλου, ανθολüγηση του Ýργου της Ýχει γßνει και στην ΕλλÜδα.
     Η ποιÞτρια, απü γενιÜ ηπειρþτικη κι επτανησιþτικη, Ýχει πÜρει απü τα ΕπτÜνησα την αγνüτητα και την αρμονßα του λυρισμοý κι απü την ¹πειρο τον ηρωικü παλμü και τη νοικοκυροσýνη του στßχου. ΑλλÜ το κýριο γνþρισμα της ποιητικÞς προσφορÜς της εßναι üτι βλÝπει τον κüσμο, τη ζωÞ και τη φýση, ως γυναßκα. 80 ποιÞματα, μικρÜ και μεγÜλα, Στο ΔιÜβα Μου σε 15σýλλαβους μ' αψεγÜδιαστη τεχνικÞ, μαρτυρÜνε τη πηγαßα διÜθεση και την ειλικρßνεια της γυναικεßας ευαισθησßας.
     ¢λλο της γνþρισμα εßναι που βλÝπει το κÜθε τι σαν ζωγρÜφος. Αξιοποιεß, με το ρυθμü και το λüγο, σε εικüνες σπÜνιες και γεμÜτες γραφικü κÜλλος, τη ζωγραφικÞ εμπειρßα της. Οι Δρüμοι Της ΖωÞς εßναι þριμος καρπüς της λεπταßσθητης υμνωδοý της αγÜπης και της γαλÞνης. Διαιροýνται σε 3 μÝρη: Τα τραγοýδια της νιüτης, ερωτικüς χαμüς, τρυγητüς. Ο ερωτισμüς της γυναßκας σ' üλους τους αναβαθμοýς του. Το κρυφü παρθενικü αßσθημα, η δειλßα του κοριτσιοý, ýστερα η ωρßμανση με το πÜθος, η ηδονÞ, η οδýνη και τÝλος ο τρυγητüς, σε μιαν ολοκλÞρωση της χαρÜς και του πüνου, που μετουσιþνεται σε γαλÞνη, ακüμη και στο αντßκρυσμα του θανÜτου.



     Εδþ υπÜρχει κι ο στοχασμüς κι η γαλÞνια φιλοσüφηση, αλλÜ κι ο δυνατüς αισθησιασμüς, που της εßχε χαρßσει στη 1η της συλλογÞ τη Σαλþμη και τα Γαροýφαλα. Η ποßησÞ της εßναι πραγματικÜ γεμÜτη θηλυκüτητα, αλλÜ το Ýνστικτο της μητρüτητας επεκτεßνεται πÝρα απü τη ποιÞτρια κι αγκαλιÜζει üλα τα πλÜσματα του Θεοý. Το ΞερριζωμÝνο ΔÝντρο, αυτüς ο γßγαντας, που πÝφτει βαρýς κÜτω απü το πελÝκι του ξυλοκüπου, εßναι το σýμβολο του ανθρþπου, του νικημÝνου απü τη μοßρα κι η αγρÜμπελη, που πεθαßνει μαζß του, σφιχταγκαλιÜζοντÜς τον, εßναι η αγÜπη του, που παραστÝκεται στην ανθρþπινη δυστυχßα. Η ποιητικÞ της βρßσκεται, απü την αρχÞ ως το τÝλος, στη παρÜδοση, εßναι üμως στÝρεη κι αναδεßχνει το γνþριμο και κοινü στßχο με τη μαγεßα της μουσικÞς, του πηγαßου αισθÞματος και της ειλικρßνειας. ΞÝρει ν' αποφεýγει το περιττü και να δßνει σ' απüσταγμα λυρισμοý, τους παλμοýς της ψυχÞς της. Τα ποιητικÜ αυτÜ προσüντα στÜθηκαν τα üπλα, για να μεταφυτεýσει τüσο εýχυμα τα ¢νθη Του Κακοý στο δικü μας χþμα. Το κατüρθωσε σχετικÜ -στη ποιητικÞ μετÜφραση το σχετικÜ εßναι νüμος- να μη χÜσουνε το βÜρος και την ατμüσφαιρα, που μας γοητεýει στο πρωτüτυπο.
     Το κýριο üμως Ýργο της ΜαλÜμου εßναι τα διηγÞματα, το χρονικü και το παιδικü της βιβλßο. ¼πως στο ποιητικü της Ýργο, Ýτσι κι εδþ, στα πεζÜ της, ο Ýρωτας Ýχει κυρßαρχη θÝση με την ευχαρßστηση και με τη σκληρÞ üψη του. Οι βαθýτατα ψυχολογημÝνοι κι ολοζþντανοι ÞρωÝς της χρωστÜνε τη μοßρα τους στο θεúκü αυτü δþρο, üπως ονομÜζει, τον Ýρωτα. Αλλοý φωτισμÝνοι απü τη ρüδινη λÜμψη του, σε μιαν αγÜπη ευτυχßας, αλλοý νοσταλγþντας και δßνοντας üλη τους την ýπαρξη για λßγη αγÜπη. ΨυχÝς παραγνωρισμÝνες, στραγγαλισμÝνες απü την Üρνηση και τη προδοσßα, ζοýνε μες στο μαρτýριο απü την αβÜσταχτη στÝρηση της φυσικÞς αυτÞς ευδαιμονßας.
     Για το 1ο της βιβλßο της, λÝει ο ΤÝλλος ¢γρας, η κριτικÞ εßχε λßγες επιφυλÜξεις. ΑλλÜ με την εξÝλιξη, η παλιÜ ατÝλεια γßνεται προτÝρημα κι η συγγραφÝας προχωρεß στη κατÜκτηση του ρεαλισμοý και στην αδρüτητα της μορφÞς. Ο κüσμος της ανÞκει στην αστικÞ και μικροαστικÞ κοινωνßα, με πλαßσιο την ΑθÞνα. Οι γυναßκες της εßναι βαθιÜ κατανοημÝνες, αδικημÝνες μες στο κοινωνικü σýνολο, καθεμιÜ με το δρÜμα της, σχεδüν πÜντα ερωτικü. Ο αντρικüς εγωισμüς του ρωμιοý κÜνει τη γυναßκα να βρßσκεται πÜντα σε Üμυνα και να γßνεται κÜποτε πονηρÞ.
     ΑλλÜ κι οι αντρικοß τýποι στα διηγÞματÜ της, καλÜ ψυχογραφημÝνοι, Ýχουνε την υπüσταση και το δρÜμα της. Οι Γυναικεßες ΨυχÝς εßναι Ýνα βιβλßο παρÞγορο για τους νικημÝνους αυτοýς καρτερικοýς τýπους, εßναι 15 διηγÞματα, που προβÜλλουνε ποικιλßα θεμÜτων: τον Ýρωτα, τον ελεýθερο γÜμο, το γÜμο, τη κοινωνικÞ ανισüτητα, τον ανθρωπισμü. Ξεχωρßζουνε 2 δραματικÝς ιστορßες: Οι ΣκÜλες Οι ΨηλÝς κι Εκεßνοι Που Δεν ¸χουν Στον ¹λιο Μοßρα. Ο ΜεγÜλος Ποταμüς εßναι ο συμβολισμüς της ζωÞς, που παρασýρει τα πÜντα, χαρßζει τη πεßρα μαζß και τη πßκρα, την ευφορßα και τη χαρÜ, το σκßρτημα και το πÜθος, τη θλßψη. 14 διηγÞματα -παραπüταμοι- συγκλßνουν, ο καθÝνας με τη ροÞ του, στο μεγÜλο ποτÜμι της Επαγγελßας. Μες στο ρÝμα του καθρεπτßζεται η ζωÞ σ' üλες τις εκφÜνσεις, μια ζωÞ-Üθυρμα στα χÝρια της μοßρας. Τα ßδια αφηγηματικÜ και ζωγραφικÜ προτερÞματα συναντÜμε κι εδþ: παρατÞρηση, οξυδÝρκεια για ιδÝες και καταστÜσεις, που μας δßνονται σε ιδιüτυπο κι ολοζþντανο ýφος. Ξεχωρßζει η ΧελιδονοφωλιÜ (βλ. παρακÜτω).



     Στο Με ΧαμÝνη Πυξßδα, παθαßνει και δονεßται απü τη πικρÞ εμπειρßα της ΚατοχÞς. Εßχε τελειþσει σαν Ýργο απü το 1947 αλλÜ τυπþθηκε μüλις το 1961. ΠαρÜ ταýτα κρατÜ, μετουσιωμÝνη σε τÝχνη, τη λÜβα που το 'χε γεννÞσει: Τη μεγÜλη δοκιμασßα ενüς λαοý, την απÝραντη πßκρα του, την ορμÞ και την εξüρμηση, τÝλος, που 'γινε εποποιúα. Οι Ιστορßες Για ΜεγÜλα ΠαιδιÜ εßναι 12 διηγÞματα που πλουτßζουνε τη παιδικÞ μας λογοτεχνßα, χωρßς να δημιουργοýν το συνηθισμÝνο, στο δýσκολο αυτü εßδος, αντιπαιδαγωγικü κλßμα μιας ηθικολογßας στεγνÞς, υποβÜλλουν ευγενικÜ συναισθÞματα, λιτÜ, ψυχολογημÝνα σωστÜ και μεταπλασμÝνα με τÝχνη. Το S.O.S. δßνει πολý παραστατικÜ μιαν αληθινÞ ιστορßα: τον ηρωισμü του ασυρματιστÞ Θεοδþρου σε ναυÜγιο. Τη ξενοιασιÜ και το γλÝντι των επιβατþν του υπερωκεÜνειου, ýστερα μονομιÜς τη σιγÞ, την εξαλλοσýνη, τον πανικü κι ανÜμεσα σ' üλο το σÜλο, Ýνας Üνθρωπος μÝνει καθηλωμÝνος στη θÝση του: Ο Κωνσταντßνος Θεοδþρου που τα παγωμÝνα του χÝρια στÝλνουν αδιÜκοπα το SOS. Το διÞγημα αυτü διδÜσκει, με τη μαγεßα της τÝχνης, την αξßα της αρετÞς του ανθρþπου και συνοψßζει Ýνα στÝρεο χαρακτηρισμü για τη πεζογρÜφο ΜαλÜμου: η τρυφερÞ της καρδιÜ χτυπÜ σ' üλα τα διηγÞματÜ της.
     Απü Ýφηβη επιβεβαßωσε το ανυπüταχτο φρüνημÜ της, την ευαισθησßα και κλßση της προς κÜθε τι που υποδÞλωνε ηρωικÞ σýλληψη ζωÞς. Κι εßναι χαρακτηριστικü πως παιδß εκλεκτÞς και προβεβλημÝνης οικογÝνειας, -ο παπποýς της εßχε σπουδαßα θÝση στην Ιüνια Πολιτεßα κι απü τους προγüνους της, εκεßνη θαýμαζε το γÝρο Δßπλα, τον κλεφταρματωλü και μÝχρι το θÜνατο αφοσιωμÝνο συμπολεμιστÞ του Κατσαντþνη. Στρατεýτηκε απü νωρßς στο φεμινιστικü κßνημα, εντÜχθηκε στο Κüμμα των ΦιλελευθÝρων, λÜτρεψε το ΒενιζÝλο, στον πüλεμο υπηρÝτησε εθελüντρια νοσοκüμα, στη ΚατοχÞ ακολοýθησε με συνÝπεια τη σημαßα του ΕΑΜ, μετÜ την απελευθÝρωση αγωνßστηκε στις τÜξεις των ειρηνιστικþν οργανþσεων, στη διÜρκεια του εμφυλßου δεν Ýπαψε να εκδηλþνει με παρρησßα την αγÜπη κι αλληλεγγýη της, προς κÜθε διωκüμενο κι ιδιαßτερα στους συναδÝλφους της λογοτÝχνες. Ο ΛουντÝμης σ' επιστολÞ του τη προσφωνεß "ακριβÞ μου αδελφοýλα" και την ευχαριστεß για τα βιβλßα που του στÝλνει.
     ¼ταν η ΜπεÜτα Κιτσßκη δραστÞρια του ΕΑΜ, -που συνÝχισε τη δρÜση της και στις μÝρες του μεταδεκεμβριανοý κρÜτους- καταδικÜστηκε σε θÜνατο, η ΚλεαρÝτη Üφοβα την υπερασπßστηκε μ' επιστολÞ της στο ΒΗΜΑ το 1948. Η επιστολÞ της Ýκλεινε με την παρακÜτω φρÜση: "Πþς εßναι δυνατüν να πιστÝψω üτι καταδικÜστηκε σε θÜνατο ως προδüτρια, αυτÞ η παλληκαρßσια ΚρητικιÜ, η φλογερÞ πατριþτισσα, η ΜπεÜτα Κιτσßκη"; ΤελικÜ η Κιτσßκη δεν εκτελÝστηκε αλλÜ αποφυλακßστηκε μ' επιβαρυμÝνη ανεπανüρθωτα την υγεßα της. ¸γινε σýμβολο στις ψυχÝς των ΕλλÞνων και τ' üνομÜ της δüθηκε σε πολλÜ κορßτσια της εποχÞς. Σ' ευχαριστÞρια επιστολÞ της προς τη ΚλεαρÝτη, φαßνεται ολοφÜνερα η ευγνωμοσýνη, η εκτßμηση κι η αγÜπη της προς το πρüσωπü της.



  "Ο ΜεγÜλος Ποταμüς, πüτε γαλÞνιος, σιωπηλüς, αινιγματικüς, πüτε οργισμÝνος, ματωμÝνος, πορεýεται προς τη θÜλασσα. ΔÝντρα ανθισμÝνα σκýβουν πÜνω του, σýννεφα καθρεφτßζουν τις σκυθρωπÝς τους μορφÝς, Þλιοι ακοντßζουν σπÜταλα τα διαμÜντια τους, φεγγÜρια ωχριÜζουν τα μαραμÝνα τους üνειρα, Üνθρωποι ξεδιψοýν εκεß, μηχανÝς τρÝφονται με τη δýναμÞ του, ερωτευμÝνοι ρεμβÜζουν με τα τραγοýδια του. Ο ΜεγÜλος Ποταμüς πορεýεται προς τη θÜλασσα. Να, Ýνα ανθοπÝταλο στροβιλßζεται για λßγο και χÜνεται, Ýνα μερμÞγκι στη σχεδßα ενüς Üχυρου ποντοπορεß, μια πεταλοýδα ναρκισσεýεται κοιτþντας τη μικρογραφημÝνη Üνθινη πολιτεßα των φτερþν της, και, να, πÜλι ξερριζωμÝνοι κορμοß δÝντρων λαχανιÜζοντας στο ρεýμα του, τυμπανισμÝνα πτþματα μαχþν, δοκοß καψαλισμÝνοι και σημαßες -βüγγοι και γÝλια, θÜνατος και ζωÞ. Κει μÝσα ο ουρανüς χαμογελÜει στον εαυτü του. ¼λα ραγßζονται εκεß μÝσα, συντρßβονται, πιο κÜτω ξαναφαßνονται -φεýγουν, αλλÜζουν, χÜνονται. Ο ΜεγÜλος Ποταμüς, Þρεμος, βÝβαιος, αδυσþπητος, πορεýεται προς την Αιþνια ΘÜλασσα, αλλÜζοντας üλους τους θρÞνους σ' Ýνα τραγοýδι -στο τραγοýδι της κßνησης- στο ακατανßκητο, θριαμβευτικü Τραγοýδι της ΖωÞς".

     ΥπÞρξε ποιÞτρια του μεσοπολÝμου η ΚλεαρÝτη, που 'βλεπε αυτÜ που θα 'φερναν οι μελλοντικοß καιροß και την ενδιÝφερε οι επιθυμßες των γυναικþν να γßνουνε πραγματικüτητα. Γι' αυτü στο πεζογραφικü Ýργο της αποκαλýπτει τη τρομαγμÝνη ψυχÞ των γυναικþν και διεκδικεß ως φεμινßστρια. Κι εδþ δÝχθηκε κÜποιες φορÝς τα αντρικÜ πυρÜ. Ποιüς εßπε πως Þταν εýκολο να 'σαι γυναßκα κεßνη την εποχÞ Þ ακüμα και σÞμερα; ΜακÜρι üμως η γυναικοκτονßα ν' αφοροýσε μüνο τη λογοτεχνßα!
    Η ποßησÞ της Ýχει αποτιμηθεß ως ποßηση της γυναικεßας ευαισθησßας και της ζωγραφικÞς ενÜργειας των φυσικþν εικüνων, ως ποßηση των λεπτþν αισθημÜτων και του χαμηλüφωνου λυρισμοý. ΚατÜ γενικÞ κριτικÞ ομολογßα, συνδυÜζει τη λυρικüτητα και τη μουσικüτητα της ΕπτανησιακÞς ΣχολÞς (της οποßας και θεωρεßται απü τους τελευταßους επßγονους) και την αδρüτητα των ηπειρþτικων δημοτικþν τραγουδιþν και της ποßησης του Βαλαωρßτη.
     ΡυθμισμÝνη σχεδüν αποκλειστικÜ στον ßαμβο κι αυστηρÜ Ýμμετρη (με προτßμηση προς την αξιοποßηση της 4στιχης στροφÞς με σταθερÜ ομοιοκατÜληκτα σχÞματα), η ποßησÞ της Ýχει ταυτιστεß απü τη κριτικÞ με τη συχνÞ χρÞση του 15σýλλαβου στßχου, που, ωστüσο, αν και υπερτερεß σαφþς ποσοτικÜ στη 1η της συλλογÞ, εν τÝλει ισορροπεß με τη χρÞση του 11σýλλαβου στη 2η. Τα ποιÞματÜ της μποροýν grosso modo να διακριθοýν σε 5, συχνÜ συμπληρωματικÝς, θεματικÝς περιοχÝς: πρüκειται για τα ποιÞματα που εμπνÝονται απü τη δημοτικÞ και λαογραφικÞ παρÜδοση, τα φυσιολατρικÜ ποιÞματα, τα πολεμικÜ και κατοχικÜ ποιÞματα, τα ποιÞματα της Ýλξης του θανÜτου και, τÝλος, τα ερωτικÜ.
     Οι 2 τελευταßες κατηγορßες ποιημÜτων, που εßναι κι οι πλÝον επιτυχημÝνες στο συνολικü της Ýργο, συνδÝονται με τη προβολÞ του ποιητικοý εγþ και παρουσιÜζουνε μιαν αντßρροπη κι ωστüσο παραπληρωματικÞ Ýλξη της ποιητικÞς φωνÞς, απ' τη μια προς την εκμηδÝνιση (η λÝξη "εκμηδενισμüς" απαντÜται κι ως τßτλος 4στßχου στους Δρüμους Της ΖωÞς) κι απü την Üλλη προς την Üφεση στη διονυσιακÞ ηδονÞ. Η διπλÞ αυτÞ Ýλξη προς τον Ýρωτα και το θÜνατο εßναι σαφþς εμπνευσμÝνη απü τη μπωντλαιρικÞ μαθητεßα της. ΚÜποτε οι 2 ροπÝς οδηγοýνε στοιχισμÝνες σ' Ýναν (νεανικü) "ΘÜνατο γλυκü" (Στο ΔιÜβα Σου) Þ στον þριμο "Ερωτικü Χαμü" (Οι Δρüμοι Της ΖωÞς).



     Λßγες εß­ναι οι "γρÜ­φου­σες" Ελλη­νß­δες, που μÝνουν στις Ιστο­ρßες της Νε­ο­ελ­λη­νι­κÞς Λο­γο­τε­χνßας. ΑνÜ­με­σα τους με­τριοý­νται στα δÜ­χτυ­λα, αυτÝς που ε­πιλÝ­ξανε να εμ­φα­νι­στοýνε στα γρÜμ­μα­τα με 2πλü ε­πß­θε­το. Οι πα­λιü­τε­ρες εß­ναι ß­σες με τους Üρ­ρε­νες γρÜ­φο­ντες, που φÝ­ρουνε δι­πλÜ επß­θε­τα. Εκεß­νοι τι­μοý­σανε τους 2 πα­τρο­γο­νι­κοýς κλÜ­δους, ε­κεß­νες, τον πα­τρι­κü και το γα­μÞ­λιο. Πχ.­, στους 183 πε­ζο­γρÜ­φους απü ιδρýσεως ελ­λη­νι­κοý κρÜ­τους ως τη δι­κτα­το­ρßα, α­πα­ντþ­νται 25 ­που μü­νο μια δια­τη­ρεß 2­πλü ü­νο­μα Ý­να­ντι τριþν αν­τρþν. Αντι­στοß­χα στη ποßησ­η, στους 169, α­πü την ε­πο­χÞ του Πα­λα­μÜ μÝ­χρι και τη πρþ­τη με­τα­πο­λε­μι­κÞ γε­νιÜ, εßναι μü­λις 15, 5 εξ αυ­τþν με 2­πλü ü­νο­μα Ý­να­ντι ε­νüς Üν­τρα.
     Κα­τÜ κα­νü­να, για τις ý­παν­δρες, το ü­νο­μα το κα­θο­ρß­ζει η σχÝ­ση με­τα­ξý του χρü­νου νýμ­φευ­σης κι ε­κεß­νου της 1ης συγ­γρα­φι­κÞς εμ­φÜ­νι­σης. Σε ο­ρι­σμÝ­νες πε­ρι­πτþ­σεις, ω­στü­σο, πα­ρεμ­βαß­νει κα­θο­ρι­στι­κÜ η προ­σω­πι­κü­τη­τα της "γρÜ­φου­σας" σε σχÝ­ση με ­κεß­νη του ε­κλε­κτοý της. Λ.χ., η Γα­λÜ­τεια Κα­ζα­ντζÜ­κη ξε­κι­νÜ ως Αλε­ξßου, ε­πß­σης η Ρß­τα Μποý­μη-Πα­πÜ, ως Μποý­μη, με­τÜ το γÜ­μο, ü­μως, η μεν 1η δια­γρÜ­φει το πα­τρι­κü, ε­νþ, η 2η το δια­τη­ρεß, προ­σθÝ­το­ντας το συ­ζυ­γι­κü. Ως Ý­να βαθ­μü, παß­ζει ρü­λο κι η ε­πο­χÞ. ¢λλο γÜ­μος το 1911 κι Üλλο το 1936. ¼πως δεß­χνει κι η πε­ρß­πτω­ση της Τα­τιÜ­νας Γκρß­τση-Μιλ­λιÝ­ξ, που πρω­το­δη­μο­σιεýει συ­ζευγ­μÝ­νη, Ý­χο­ντας δια­τη­ρÞ­σει το ε­πþ­νυ­μο της 2πλü. ΑλλÜ Ý­τσι κι αλ­λιþς, οι πε­ρισ­σü­τε­ρες α­πü τις γρÜ­φου­σες, α­κü­μη κι ε­κεß­νες, που το ü­νο­μÜ τους γρÜ­φτη­κε στις δÝλ­τους της Ιστο­ρßας, σπα­νßως α­να­φÝ­ρο­νται. Αποτελεß ε­ξαß­ρε­ση, μßα με 2πλü ü­νο­μα, -α­πü τις πολ­λÝς που ­μεß­νανε στα ψι­λÜ γρÜμ­μα­τα της Ιστο­ρßας- κÜ­θε τü­σο, ü­λο και κÜ­ποιος τη μνη­μο­νεýει. Αφορ­μÞ δεν στÝ­κε­ται η ß­δια, οý­τε το Ýρ­γο της.
     Τß ε­πι­ζη­τοý­σε ο Κα­ρυω­τÜ­κης να δεß­ξει; Ο Γ. Π. Σαβ­βß­δης, στη σχο­λια­σμÝ­νη Ýκ­δο­ση των ΑπÜ­ντων Κα­ρυω­τÜ­κη του 1992, α­φÞ­νει τη πι­θα­νü­τη­τα ο 2ος στß­χος του 2­στι­χου να ε­νÝ­χει "τυ­πο­γρα­φι­κÞ α­βλε­ψßα της ε­φη­με­ρß­δας", προ­τεß­νο­ντας ως σω­στü­τε­ρη την πα­ραλ­λα­γÞ "και δß­πλα σ' αυ­τÞν τ' ü­νο­μÜ μου". Στην ε­πü­με­νη 20­ε­τßα, ο προ­βλη­μα­τι­σμüς γý­ρω α­πü το γρß­φο του εν λü­γω δß­στι­χου Ý­μει­νε με­τÝω­ρος α­νÜ­με­σα στο πρω­τü­τυ­πο και τη διορ­θω­τι­κÞ ει­κα­σßα του Σαβ­βß­δη. Ο Απ. Μπε­νÜ­τσης, το 2004, στη με­λÝ­τη του για τον Κα­ρυω­τÜ­κη, σχο­λιÜ­ζει: Το ποιη­τι­κü υ­πο­κεß­με­νο δεν α­να­φÝ­ρει το δι­κü του ü­νο­μα, ε­νþ πα­ρα­θÝ­τει ο­λü­κλη­ρο της συ­να­δÝλ­φου. Δη­λþ­νει μ' αυτü τον τρü­πο, πως αυ­τÞ εß­ναι γνω­στÞ, ε­νþ αυ­τüς Üγνωστος. Δια­πι­στþ­νου­με ü­τι το "αυ­τü" α­να­φÝ­ρε­ται σε μια γυ­ναß­κα, μι­λÜ­ για κεßνη, σαν να μην Þ­ταν πρü­σω­πο, αλ­λÜ πρÜγ­μα. Ο Τ. Κα­για­λÞς σπεý­δει να τονε διορ­θþ­σει, ­δεßχνωντας πως τ' ü­νο­μα βρß­σκε­ται ε­ντüς ει­σα­γω­γι­κþν, ο­πü­τε το ου­δÝ­τε­ρο γÝ­νος της α­ντω­νυ­μßας εß­ναι ορ­θü. Συ­νε­χß­ζει, ερ­μη­νεýο­ντας τις προ­θÝ­σεις του ποιη­τÞ: "Εκεß­νο, που φα­ντÜ­ζε­ται με α­πο­τρο­πια­σμü δß­πλα στο ü­νο­μÜ του, δεν εß­ναι η συγ­γρα­φÝ­ας, αλ­λÜ το εμ­βλη­μα­τι­κü ο­νο­μα­τε­πþ­νυ­μü της".



     Ο Μπε­νÜ­τσης ε­πι­ση­μαß­νει τη δια­κει­με­νι­κÞ σχÝ­ση, που υ­πÜρ­χει με­τα­ξý 2στι­χου και ποιÞ­μα­τος του Εγγο­νü­που­λου, με τßτ­λο, Κλε­αρÝ­τη Δß­πλα-Μα­λÜ­μου, α­πü τη συλ­λο­γÞ Στη Κοι­λÜ­δα Με Τους Ρο­δþ­νες, που Ý­χει ως μü­ττο: "Κλε­α­ρÝ­τη Δß­πλα-Μα­λÜ­μου, / και δß­πλα σ’ αυ­τÞ τ’ ü­νο­μÜ μου. / Κ. Κα­ρυω­τÜ­κης". Ει­κÜ­ζει α­ντι­πα­ρÜ­θε­ση του νεü­τε­ρου προς τον πρε­σβý­τε­ρο ποιη­τÞ: Ο Εγγο­νü­που­λος "α­πο­κα­θι­στÜ τη Κλε­α­ρÝ­τη ως πρü­σω­πο", ε­νþ το κα­ρυω­τα­κι­κü "αυ­τü" εß­χε υ­πο­τι­μη­τι­κÞ ση­μα­σßα. Ο Κα­για­λÞς ε­πι­μÝ­νει: "¼χι μü­νο δεν α­πο­κα­θι­στÜ τη συγ­γρα­φÝα μα με­τα­τρÝ­πει μια σκω­πτι­κÞ α­να­φο­ρÜ στο ü­νο­μÜ της σε Ü­κομ­ψο λß­βε­λλο (­που χρεþ­νει στον Κα­ρυω­τÜ­κη, -η υ­πο­γρα­φÞ του εμ­φα­νß­ζε­ται φαρ­δειÜ-πλα­τειÜ κÜ­τω α­πü τον πα­ραλ­λαγ­μÝ­νο στß­χο)".
     Υ­πÜρ­χει κι η πα­λαιü­τε­ρη ερ­μη­νεßα του Κ. Βοýλ­γα­ρη. Στο βι­βλßο του για τον Κα­ρυω­τÜ­κη, το 1989, σχο­λιÜ­ζει τη σχÝ­ση των 2 ποιη­τþ­ν: "Η α­γω­νιþ­δης αι­σιο­δο­ξßα του Εγγο­νü­που­λου για την α­τÝρ­μο­νο ζωÞ του Κα­ρυω­τÜ­κη τον κÜ­νει να του στÝλνει καρ­τ-πο­στÜλ της ΠρÝ­βε­ζας με το ποßη­μα Κλε­α­ρÝ­τη Δß­πλα-Μα­λÜ­μου". Η αλ­λη­γο­ρι­κÞ ερ­μη­νεßα βρß­σκε­ται μÜλ­λον πιο πλÞρης στα αι­σθÞ­μα­τα του Εγγο­νü­που­λου, κα­θþς συμ­φω­νεß και με την α­πü­φαν­σÞ του, "στο Με­σο­πü­λε­μο οι πραγ­μα­τι­κÜ Με­γÜ­λοι Þ­ταν αυ­τοß μü­νοι οι 3: Κα­ρυω­τÜ­κης, Παρ­θÝ­νης και Κü­ντο­γλου". ¢λλω­στε, το μü­ττο, με τις πα­ραλ­λα­γÝς που ε­πι­φÝ­ρει στο 2­στι­χο και την υ­πο­γρα­φÞ του Κα­ρυω­τÜ­κη χω­ρßς το αρ­χι­κü του πα­τρþ­νυ­μου, Ý­χει Ü­τυ­πο χα­ρα­κτÞ­ρα ε­πι­στο­λÞς. ¸να ποßη­μα δß­κην ε­πι­στο­λÞς, με την ει­κü­να της ΠρÝ­βε­ζας, που εß­δε αυ­τüς δß­πλα σε κεß­νη με τις κÜρ­γες Þ και τις κου­ροý­νες του Αυ­τü­χει­ρα. ¸να ποßη­μα, που το­πο­θε­τεß τον Τρι­πο­λι­τσιþ­τη α­νÜ­με­σα σε δυο Πρε­βε­ζÜ­νους, τη Δß­πλα και τον προ­σφι­λÞ του Þ­ρωα, Οδυσ­σÝα Ανδροý­τσο, τον Μου­τσα­νÜ, γιο του προ­ε­πα­να­στα­τι­κοý ΑνδρÝα Βροý­τση, γνω­στοý κι ως Μου­τσα­νÜ.
     Να προ­σθÝ­σω και μια πτυ­χÞ του ποιÞ­μα­τος, που πι­θα­νüν δια­φεý­γει των ση­με­ρι­νþν με­λε­τη­τþν. Για τον Εγγο­νü­που­λο, το μüττο θα πρÝ­πει να Þ­ταν πρÜγ­μα­τι εμ­βλη­μα­τι­κü, κα­θþς πÜ­ντρευε τον Ευ­ρυ­τÜ­να κλε­φταρ­μα­τω­λü Βα­σß­λη Δß­πλα, νο­νü του Κα­τσα­ντþ­νη, με τη Σου­λιþ­τι­κη οι­κο­γÝ­νεια των Μα­λα­μαßων. ¸τσι, στο ποßη­μα, υ­πÜρ­χει συμ­με­τρßα α­νÜ­με­σα σε 2 ζεý­γη η­ρωι­κþς πε­σü­ντων προ και κα­τÜ τη διÜρ­κεια της Ελλη­νι­κÞς Επα­νÜ­στα­σης. Δεν α­πο­κλεßε­ται, ο Εγγο­νü­που­λος, με την υ­περ­ρε­α­λι­στι­κÞ του προ­σÝγ­γι­ση, ν' α­κοýει στις κα­ρυω­τα­κι­κÝς κÜρ­γιες το στß­χο του δη­μο­τι­κοý Ü­σμα­τος: "πολ­λÞ τουρ­κιÜ μας πλÜ­κω­σε μαý­ρη σαν κα­λια­κοý­δι".
     Ο ΣÜβ­βας Παý­λου, το 2011 στο βι­βλßο του, Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κÜ κι Üλ­λα, σχο­λιÜ­ζει με το τρü­πο του, με­τα­ξý ει­ρω­νεßας και ρο­μα­ντι­σμοý: "ΠρÝ­πει να αναλο­γι­στοý­με ü­λοι μας τη πß­κρα της ευ­γε­νοýς δÝ­σποι­νας, ποιÞ­τριας και πε­ζο­γρÜ­φου Κλε­α­ρÝ­της Δß­πλα-Μα­λÜ­μου, ü­ταν συ­νει­δη­το­ποßη­σε πως δεν Þ­ταν πα­ρÜ ο στß­χος του Κα­ρυω­τÜ­κη. Κι ü­μως, ε­κεß­νη δεν θα πρÝ­πει να πι­κρÜ­θη­κε, δε­δο­μÝ­νου πως, για τους συ­γκαι­ρι­νοýς της, Þ­ταν γνω­στÞ συγ­γρα­φÝ­ας Þδη".



     Η 1η ποιη­τι­κÞ συλ­λο­γÞ της, εß­χε κυ­κλο­φο­ρÞ­σει αρ­χÝς 1922. Η 2η του Κα­ρυω­τÜ­κη, Νη­πεν­θÞ, το 1921. Για το δι­κü της βι­βλßο εß­χαν δη­μο­σιευ­τεß του­λÜ­χι­στον 3 κρι­τι­κÝς, με­τα­ξý των ο­ποßων μια ευ­νοúκÞ του Ξε­νü­που­λου, ε­νþ, για του Κα­ρυω­τÜ­κη 6. Αμφü­τε­ρα εß­χανε πα­ρου­σια­στεß στο πε­ριο­δι­κü Ο Νου­μÜς, αλ­λÜ α­πü δια­φο­ρε­τι­κοýς κρι­τι­κοýς. Στο πε­ριο­δι­κü, ü­μως, ο αρ­μü­διος εß­χε γρÜ­ψει και για τα 2. ¹ταν ο Μ. Εσπε­ρι­νüς στο ε­τÞ­σιο Δελ­τßο του Εκπαι­δευ­τι­κοý Ομß­λου. Πι­στεýου­με πως ο κα­ρυω­τα­κι­κüς στß­χος ορ­μÜ­ται α­π' αυ­τÝς τις 2 κρι­τι­κÝς, που δη­μο­σιεý­τη­καν στον 10ο τü­μο του 1922 και ­που κυ­κλο­φü­ρη­σε το 1923. Αυ­τÝς Þ­ταν κι οι τε­λευ­ταßες κρß­σεις για τα ποιη­τι­κÜ τους βι­βλßα. Δη­μο­σιεý­τη­καν εν πα­ρα­τÜ­ξει μα­ζß με Üλ­λες ε­πτÜ, συ­γκε­ντρω­μÝ­νες στο τÝ­λος του τü­μου, με κοι­νü τßτ­λο, Βι­βλιο­κρι­σßες και κοι­νÞ υ­πο­γρα­φÞ. 4η στη σει­ρÜ του Κα­ρυω­τÜ­κη, 8η της Δß­πλα-Μα­λÜ­μου. Ο κρι­τι­κüς εß­χε στα­θεß αυ­στη­ρüς και για τις δυο, πιü­τε­ρο για ­κεß­νη του Κα­ρυω­τÜ­κη. Οπü­τε θα ταß­ρια­ζε σε αμ­φü­τε­ρες ως συ­μπÝ­ρα­σμα, ο 1ος στß­χος α­πü το 2ο 2στι­χο του ποιÞ­μα­τος Στα­διο­δρο­μßα: "Οι στß­χοι πα­ρÝ­χουν ελ­πß­δες". Αυ­τüς ο στß­χος ζευ­γα­ρþ­νει με τον στß­χο, "θα γρÜ­ψουν οι ε­φη­με­ρß­δες" και προ­η­γεß­ται του 2στι­χου της Κλε­α­ρÝ­της.
     Ει­κÜ­ζω πως ο Κα­ρυω­τÜ­κης, μ' αυ­τü το ποßη­μα, σαρ­κÜ­ζει τη μελ­λο­ντι­κÞ τý­χη της 3ης συλ­λο­γÞς του, κα­θþς φα­ντα­σιþ­νε­ται πως θα εß­ναι ü­μοια με της προ­η­γοý­με­νης. Εκκι­νεß α­πü τον πρþ­το στß­χο του πρþ­του ποιÞ­μα­τος της 2ης, "Δι­κÜ μου οι Στß­χοι, απ’ το αß­μα μου, παι­διÜ", πα­ραλ­λÜσ­σο­ντÜς τον, "Τη σÜρ­κα, το αß­μα θα βÜ­λω / σε σχÞ­μα βι­βλßου με­γÜ­λο". Συ­νε­χß­ζει, στο ε­πü­με­νο 2στι­χο, με την ε­τυ­μη­γο­ρßα των κρι­τι­κþν και κα­τα­λÞ­γει με την ει­κü­να α­πü τις σε­λß­δες του ε­ντý­που που φι­λο­ξÝ­νη­σε τη τε­λευ­ταßα κρι­τι­κÞ πα­ρου­σßα­ση του βι­βλßου του, ­που τη δια­δÝ­χθη­κε σιω­πÞ και, πι­θα­νþς, α­ποý­λη­τα α­ντß­τυ­πα, πα­ρα­κα­τα­θÞ­κη στο Βι­βλιο­πω­λεßο του Βα­σι­λεßου, "το στÝ­κι του". Για­τß, ü­μως, ε­πι­λÝ­γει τη Δß­πλα κι ü­χι κÜ­ποιον Üλ­λο α­πü τους κρι­νü­με­νους; Συμ­βÜλ­λει, σß­γου­ρα, η ο­μοιο­κα­τα­λη­ξßα και το μÝτριμα, ε­πι­προ­σθÝ­τως, ü­μως, εß­ναι κι η πιο α­δý­να­μη πε­ρß­πτω­ση. ¼χι ü­σον α­φο­ρÜ στο βι­βλßο της, που, το πι­θα­νü­τε­ρο, ο Κα­ρυω­τÜ­κης α­γνο­εß, αλ­λÜ ε­πει­δÞ εß­ναι "γρÜ­φου­σα" και δη πρω­το­εμ­φα­νι­ζü­με­νη.
    ¼σο για τον υ­παß­τιο κρι­τι­κü αυ­τÞς της κει­με­νι­κÞς ει­κü­νας, εß­ναι ψευ­δþ­νυ­μος. ¢νοι­ξη του 1924, ο Κα­ρυω­τÜ­κης γνω­ρß­στη­κε με τον Ε. ΙωÜν­νου, γνω­στü Þ­δη ως ΤÝλ­λο ¢γρα. Τü­τε, ß­σως κι ευ­θýς ε­ξαρ­χÞς, Þ­ξε­ρε πως ε­κεß­νος κρý­βε­ται πß­σω α­πü το ψευ­δþ­νυ­μο Μ. Εσπε­ρι­νüς, που ο ¢γρας χρη­σι­μο­ποßη­σε μü­νο σε αυ­τÞ τη δη­μο­σßευ­ση. Πα­ρα­μÝ­νει ζη­τοý­με­νο το κα­τÜ πü­σο το γνþ­ρι­ζε η Δß­πλα. Ο ¢γρας δη­μο­σßευ­σε κρι­τι­κÝς για 2 α­κü­μη βι­βλßα της, αυ­τÜ πε­ζο­γρα­φι­κÜ, το 1929, υ­πο­γρÜ­φο­ντας με τα αρ­χι­κÜ του και το 1935, ο­λο­γρÜ­φως. ΠÝ­ραν αυ­τþν, γρÜφει το λÞμ­μα της Με­γÜ­λης Ελλη­νι­κÞς Εγκυ­κλο­παι­δεßας, με­τα­ξý πλεß­στων Üλ­λων, κατÜ τη κα­τÜρ­τι­σÞ της (1926-1934). Το συ­γκε­κρι­μÝ­νο πρÝ­πει να γρÜ­φτη­κε με­τÜ τη βρÜ­βευ­σÞ της α­πü την Ακα­δη­μßα, το 1930.
    Η ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου πÝθανε στην ΑθÞνα το 1977, στα 91 της, μÜλλον ξεχασμÝνη απ' üλους κι üλα -και προπαντüς σιωπηλÞ. Η σθεναρÞ προσωπικüτητÜ της αναχαßτισε τις αντιξοüτητες των εποχþν και στÜθηκε ως το τÝλος συνεπÞς στ' üραμÜ της, μια λογοτεχνßα που οδηγεß σ' Ýνα καλλßτερο κüσμο. ¹ταν απü τις πιο γνωστÝς Ελληνßδες ποιÞτριες και πεζογρÜφους της εποχÞς. Η μοýσα της εßχε λυρικÞ νüτα κι εξÝφραζε τον συναισθηματικü της κüσμο με καλοδουλεμÝνους στßχους. Σε μερικÜ απü τα τραγοýδια της ξεχειλßζει ο ερωτικüς παλμüς. Στη ΛευκÜδα στο ΜποσκÝτο, το πÜρκο κοντÜ στο λιμÜνι, η προτομÞ της στÝκει κι ατενßζει σε θÝση σηματωροý το απÝραντο γαλÜζιο της αιωνιüτητας. Στßχοι απü την μικρÞ ωδÞ που Ýγραψε προς τιμÞ της ο ΠαλαμÜς ψιθυρßζονται μαζß με τον πελαγßσιο αχü:


Στη ποιÞτρια ΚλεαρÝτη Δßπλα-ΜαλÜμου

Στης Ιüνιας φωτοθÜλασσας τη γιορτÞ
το προσκýνημα μας Ýσμιξε του ΠοιητÞ.

Φλüγα τον εζοýσε μÝσα του περισσÞ
στης Ιüνιας φωτοθÜλασσας το νησß.
Στης Ιüνιας φωτοθÜλασσας το νησß
προσκυνÞτρα Þρθες του ΔιÜβα σου ψÜλτρα εσý.

Με τραγοýδι αν Þρθες, τ’ Üφησες να το πει,
μüνη εσý κρυφαγρικþντας το, η σιωπÞ.
Μα Þταν τÜμα το τραγοýδι σου στη χλωρÞ,
στου πελÜου την ερημßτισσα ΜαδουρÞ.

ΚρατÜει πÜντα, παντοý, γοýβα της και κορφÞ,
ζωντανεýτρα, του Αστραπüγιαννου τη στροφÞ.
Και γυρßζαμε. ¼λα, ορßζοντες, τα βουνÜ,
τ’ ακρογιÜλια, η þρα, η σκÝψη μας, γαληνÜ.

ΔειλινÞ μια γλýκα, θÜλασσες, ουρανοß.
Στο καρÜβι ξÜφνου χýνεται μια φωνÞ,
κρυσταλλÝνια φωνÞ, κι Ýψελνε -Μοýσα Εσý-
της Ιüνιας φωτοθÜλασσας το νησß.

Το νησß που κι εσÝ γÝννησε, δροσαυγÞ
στου λεβÝντη στßχου πýρινη την πηγÞ.

             ΚωστÞς ΠαλαμÜς

=================


     Απü τη συλλογÞ Ο ΜεγÜλος Ποταμüς, διÜλεξα το διÞγημα Η ΧελιδονοφωλιÜ. ¸να ζευγÜρι νÝων ανθρþπων οι πρωταγωνιστÝς του, που μÜχονται για τη ζωÞ τους, για το δικαßωμÜ τους στον Ýρωτα και την ευτυχßα, για ü,τι αγαποýν. 2 Üνθρωποι που επÝλεξαν να πορεýονται μαζß στη ζωÞ, προσπαθþντας να ξεπερÜσουν τις δυσκολßες και τα εμπüδια με μüνα εφüδια την αγÜπη τους και τη δουλειÜ τους. ΑπÝναντß τους üμως ορθþνονται η σκληρüτητα και η αναλγησßα της οικογÝνειας της κοπÝλλας κι Ýνα κρÜτος ψυχρü κι Üδικο εκφρασμÝνο στο πρüσωπο ενüς χωροφýλακα και στις αδυσþπητες υπηρεσιακÝς αποφÜσεις που Ýρχονται να συνθλßψουν τη ζωÞ και τα üνειρα των ηρþων…
     Αξßζει να προσεχτοýν η ψυχογραφικÞ ικανüτητα της συγγραφÝως κυρßως στην απüδοση των συναισθημÜτων και των αντιδρÜσεων της νεαρÞς κοπÝλλας κι η διÜθεση της ηρωßδας üχι απλÜ να εναντιωθεß στα οικογενειακÜ και κοινωνικÜ στερεüτυπα για τη γυναßκα αλλÜ να αντισταθεß στην επιβολÞ τους, προβÜλλοντας την εικüνα μιας γυναßκας μαχüμενης που αρνεßται να αποδεχθεß τη μοßρα που της Ýχουν προετοιμÜσει. Απλü στο περιεχüμενο του και στην αφÞγηση, αλλÜ βαθιÜ ανθρþπινο εμπνευσμÝνο απü την ßδια τη ζωÞ, προκαλεß Ýντονα συναισθÞματα, αγγßζει τη καρδιÜ κι εßναι γραμμÝνο σε ζωντανÞ κι εκφραστικÞ δημοτικÞ γλþσσα.

                                         Η ΧελιδονοφωλιÜ

     ΦασαρεμÝνη πÜντα η μÝρα με τις Ýγνοιες, τις δουλειÝς της, τους ανθρþπους. Κ’ η Βγενοýλα Ýχανε τον εαυτü της. Εκεßνον τον κρυφü εαυτü της που τüσο Þθελε να κουβεντιÜζουνε μαζß. ¸ψαχνε, Ýψαχνε, μα üλο της ξÝφευγε. ΜονÜχα üταν τα χÝρια τα σκοτεινÜ της νýχτας φτιÜχνανε γýρω της Ýνα στεφÜνι, κι’ αυτÞ ζÜρωνε στο στρþμα της σε μια κþχη του σπιτιοý, μονÜχα τüτε τον ξανÜβρισκε. Τüτες, συγνεφÜκια ανÜλαφρα ταξßδευαν οι συλλογÝς της, κ’ η καρδιÜ της τüσο φουσκωμÝνη απü αγÜπη, αναγÜλιαζε μυστικÜ, τριαντÜφυλλο που αναδßνει ανοιχτü τους μüσκους του: ΓιÜννο μου!..ΓιÜννο μου…
     ¼μως με την αυγÞ του Θεοý μια στενοχþρια την Ýπνιγε. Το ξαßρει. ΠÜλι θ’ αρχßσουν οι δικοß της, γονιοß κι αδÝρφια, το τροπÜρι της γκρßνιας: Τι üνειρο εßδε απüψε; ¢λλαξε γνþμη; Τι θα τον κÜνει τον ξυπüλητο; Εκεßνος ο Üλλος που τη γýρευε εßτανε γαμπρüς. Καρτερεß την απÜντηση.
Η κοπÝλα εßχε βαρεθεß πια να λÝει τα δικÜ της και ν’ αντιμιλεß. ¸πειτα κατÜλαβε πως Ýτσι τους αγριεýει üλους περισσüτερο. Γιαυτü τþρα ýστερα σαν Üρχιζε η γκρßνια, αυτÞ βοýλωνε το στüμα. ΧαμÞλωνε τα μÜτια τα πλατιÜ, και σαραντακλεßδωνε στο χωριÜτικο μυαλü της τη θεμελιωμÝνη απüφαση: Το ΓιÜννο εγþ θα πÜρω. Θα τον πÜρω! Οι δικοß της ευχαριστημÝνοι που τη βλÝπανε δßχως μιλιÜ, λÝγανε αναμεταξý τους: ΒÜνει μυαλü· θα τ’ αποφασßσει για τον Üλλον. Ας κÜνει κι αλλοιþς. 
     Το σπιτÜκι του πατÝρα της εßτανε κοντÜ στον πευκιÜ, κÜμποσο üξω απü τη μικρÞ πολιτεßα κ’ η Βγενοýλα εßχε την ευκολßα ν’ ανταμþνει το ΓιÜννο της. Ξαμολιοýνταν τα πρωινÜ για τις δουλιÝς τους και κÜπου θα τον λÜχαινε να του πει αρπαχτÜ την καλημÝρα της. Και τα βρÜδια, πßσω απü τις χοντρÝς φραγκοσυκιÝς που μÜντρωναν το χτÞμα των γονιþν της, εκεßνος την περßμενε: ΚυρÜ μου, εσý! Βγενßτσα μ’ αχ! θα με ζουρλÜνεις τον Ýρμο.
Τρþγονταν οι δυο τους στα φιλιÜ και γýριζε η κοπÝλα στο σπßτι με μπαμπουλωμÝνα τα σαγüνια. Το κßτρινο μαντÞλι Ýκρυβε τα σημÜδια που στραπατσÜριζαν το στüμα της το φραουλÝνιο. Κι αξεθýμαστος μüσκος πÜντα η λαχτÜρα τους: ΑγκαλιασμÝνους να τους βρßσκει ο Þλιος, η μÝρα να κερνÜει το ξανθü της μÝλι στη διπλÞ χαρÜ τους, κ’ η νýχτα να τους γνÝφει με μισüκλειστα μÜτια γελαστÜ: ΕλÜτε!
     Μα πþς να παντρευτοýνε; Ποý εßναι το σπιτÜκι τους; Οι οικονομßες του ΓιÜννου δε φτÜνανε ακüμα να νοικιÜσουνε μια καμαροýλα. Μια καμαροýλα μοναχÞ. Τßποτες Üλλο δε θÝλουνε. Τα λοýσα, τα προικιÜ και τα σεντοýκια, εßναι για κεßνους που δεν Ýχουνε προικιü τους την αγÜπη. ΜονÜχα μια κλειστÞ φωλιÜ τοýς χρειÜζεται για να μη ζηλεýει ο κüσμος.
     Στο μεταξý ο ΓιÜννος Üρπαζε üποια δουλειÜ του παρουσιαζüταν. ΕργÜτης, περιβολÜρης, χτßστης, μανÜβης. ΔουλειÜ μοναχÜ να βρßσκεται για να φουσκþνει απü λßγο λßγο το κομπüδεμα. Και τα βρÜδια τα κουβÝντιαζε κρυφÜ με τη Βγενοýλα. ΑποφÜσισαν üμως, για νÜχουν την ησυχßα τους, üταν ανταμþνονται καμμιÜ φορÜ üξω, μπροστÜ στον Üλλον κüσμο, στους δρüμους, στην εκκλησιÜ, να καμþνονται τον αδιÜφορο. ΚατÜφεραν και κρýφτηκαν τüσο καλÜ που στο σπιτικü της ΒγενιÜς ξαφνιÜστηκαν üταν εßδανε πως το κορßτσι δε γýρισε στο σπßτι μια βραδιÜ. Το ζευγÜρι εßχε στεφανωθεß τ’ απüγιομα σ’ Ýνα ρημοκλÞσι του βουνοý. Και σαν τρÜβηξαν πια ο παπÜς και ο κουμπÜρος, αυτοß κατÝβηκαν τρεχÜτοι την κατηφüρα γιατß βιÜζονταν να φτÜσουν στο φτωχικü μονοκÜμαρο σπιτÜκι που ο ΓιÜννος εßχε νοικιÜσει εκεß üξω στην πλαγιÜ.
     Εßτανε αρχÝς του χινüπωρου με νοτερÝς ανÜσες κι ολüκληρος ο πευκþνας σουσοýριζε ßδια θÜλασσα. Κ’ Ýτσι κυλþντας απαλÜ τα πρÜσινα κýματÜ του, Ýβγανε το Üσπρο σπιτüπουλο εκεß δα στο μονοπÜτι σαν Ýνα κομμÜτι αφρü. ¸να γýρο τους οι μπουμπουκιασμÝνες κυκλαμιÝς εßδανε στ’ üνειρü τους τους νιüπαντρους να χÜνονται μÝσα στο σπιτÜκι και την παρÜλλη μÝρα την αυγÞ μ’ ανοιγμÝνα καλÜ τα νωπÜ ματÜκια τους, τους ξαναεßδανε να βγαßνουν απü την κÜμαρα αγκαλιασμÝνοι. Δυο μÝρες και δυο νýχτες εßχανε ρουφÞξει την αγÜπη δßχως ανασασμü σαν διψασμÝνοι που εßτανε. Εκεß δα στο κατþφλι φßλησε ο ΓιÜννος τη γυναßκα του, πÞρε την τσÜπα στον þμο και τρÜβηξε για τη δουλειÜ.
     Οι γονιοß της ΒγενιÜς δεν εßχανε μÜτια να την ιδοýνε. Κι üπως γßνηκε ο γÜμος δßχως το θÝλημÜ τους, γλýτωσαν και τα προικιÜ. Οýτε την καλημÝρα δεν Þθελαν της θυγατÝρας τους, λÝγανε. Μα ο ΓιÜννος, ο ΓιÜννος ο λεβÝντης με το ψηλü κορμß και τα μÜτια τα γλυκÜ, στÝκονταν κολþνα στη γυναßκα του: Ας τους να λÝνε. Τι σε γνοιÜζει; εγþ εßμαι για σÝνα!
     Τα πολλÜ τα λüγια αυτüς δεν τÜξαιρε. Αυτüς Þξαιρε να πρÜττει. Το σκÝδιü του το πρþτο το πÝτυχε κ’ η κοπÝλα γßνηκε δικιÜ του. Τþρα εßχε Üλλο σκÝδιο στο κεφÜλι του. Ο διÜολος να σκÜσει, αυτüς θα χτßσει Ýνα δικü τους καμαρÜκι. Θα το χτßσει στον μικρü τüπο που του εßχε αφÞσει ο πατÝρας του απÜνω στο βουνü. Εßτανε Ýνας χερσüτοπος κακομαντρωμÝνος με ξερολιθιÜ. Μ’ αυτü το σκÝδιü τους στο νου, η ΒγενιÜ Ýβλεπε συχνÜ στον ýπνο της πως Ýβρισκε στο δρüμο Ýνα κομπüδεμα. Κοßταζε ολüγυρα μη την εßδανε, και το τσÝπωνε. Ονειρεýονταν και ξυπνητÞ πως Ýνας μπÜρμπας της απ’ την ΑμερικÞ της Ýστελνε, λÝει, λεφτÜ, πολλÜ λεφτÜ: Για τη ΒγενιÜ, Ýλεε η γραφÞ του. Για να χτßσει Ýνα σπιτÜκι. Με την ελπßδα του σπιτιοý κουβαλοýσανε τþρα κ’ οι δυü τους σαν τα χελιδüνια ü,τι μποροýσανε για τη φωλιÜ τους. ΜÜζευαν την πÝτρα σιγÜ-σιγÜ κι üταν τους τýχαιναν τßποτε οικονομικÜ υλικÜ απü παλιÝς οικοδομÝς, ο ΓιÜννος τ’ αγüραζε με τη δουλειÜ του.
     Ο χειμþνας κüντευε να βγει κι αυτüς üταν εßχε καιρü πÞγαινε και δοýλευε στο χτÞμα τους. ΞεχορτιÜριαζε, πÜστρευε τον τüπο απü τις πÝτρες, μÝτραγε και χÜραζε το θεμÝλιο του σπιτιοý. Δοýλευε κοντÜ του κ’ η ΒγενιÜ και δοýλευε αψÜ σα νÜτανε να τελειþσει αμÝσως και το σπßτι. Μα τþρα ýστερα ο Üντρας τη σταμÜταγε ανÞσυχος: ¢σε τþρα, παρÜτα τα εσý. Απü κÜμποσες μÝρες μια χαρÜ ξεχεßλιζε στις καρδιÝς τους: Το παιδß! Ýρχεται το παιδß τους. Κ’ Ýπρεπε να βρεθεß Ýτοιμο το σπιτüπουλο να τους συμμαζÝψει τον Üλλο χειμþνα.
     Το βρÜδυ, πλÜι στη χαμηλÞ γωνιÜ που καßγανε τα κοýτσουρα πολεμþντας το στερνü μαρτιÜτικο κρýο, κÜνανε τους λογαριασμοýς τους για το χτßσιμο. ¸χουμε τοýτο, μας λεßπει εκεßνο. Ας τ’ αρχßσουμε κ’ Ýχει ο Θεüς. Θα τα καταφÝρουμε. Να μποýμε κÜτω απü δικü μας κεραμßδι. Αυτü εßναι οýλο το παν. Δεν θα μας τρþει η Ýγνοια, το νοßκι, το ξεσπßτωμα. ¼ξω λýσσαγε η μÜνητα του αγÝρα, η καμινÜδα της γωνιÜς τον σβοýριζε μÝσα της σαν τρομπüνα και μαζεμÝνοι οι δυο τους με το αγÝννητο σαν γεννημÝνο κοντÜ τους, χαμογελοýσαν στ’ üραμα του μελλοýμενου σπιτιοý.
     Κ’ Þρθε η Üνοιξη με τα üλα της. ΜÝσα στο χτηματÜκι στÝκονταν η πÝτρα, Ýνας σωρüς καφετÞς κι Üσπρος και χρυσüς κÜτω απ’ τον Þλιο, υπÜκουο σταλιασμÝνο κοπÜδι που θα ξυπηρετοýσε τ’ αφεντικü. ¸τοιμο το κüκκινο, το κοσκινισμÝνο χþμα, στο λÜκκο του ο ασβÝστης ο γαλατερüς.
Κ’ εßπε ο Üντρας μια μÝρα: ¸σωσε. Απü αýριο, γυναßκα, θα βÜλουμε θεμÝλιο!… Με το λüγο τοýτον, η ψυχÞ της γυναßκας χüρτασε απü σιγουριÜ: Θα βÜλουμε θεμÝλιο!…
     Δεν καλοκοιμÞθηκε εκεßνο το βρÜδυ η ΒγενιÜ με τις συλλογÝς που τη φουντþναν! Α, ναι. Τþρα πια δε θÜχει ανÜγκη κανÝναν. Ας της κρεμÜνε τα μοýτρα οι δικοß της. Τι λες εκεß; Ο ΓιÜννος της νÜναι καλÜ. Γýριζε και κοßταζε στο πλευρü της τον κοιμισμÝνον Üντρα, και πÜνω στα στÝρεα σουσοýμια της ειδÞς του αναπαýονταν σα σε λιμÜνι απÜνεμο η ψυχÞ της. Και την Üλλη μÝρα που εßτανε σκüλη, ξεκßνησαν με την ευχÞ του Θεοý.
Τα γυρßσματα του μονοπατιοý απÜνω στην πλαγιÜ του βουνοý χÜνονταν φαγωμÝνα απ’ το βιαστικü τους περπÜτημα. ΣκουντημÝνα στο διÜβα τους, ξÝχυναν την ευωδιÜ τους η αλυγαριÜ και το μελισσüχορτο. ΝÜτο και το χτÞμα τους! Το βρÞκανε να τους καρτερεß σαν Ýνα πρÜμα ζωντανü. Γýρω του üλο το δÜσος ανÜσαινε πλατειÜ, γερü κ’ ευτυχισμÝνο.
     ΜÝσα στ’ ανοιγμÝνο θεμÝλιο Ýσφαξε ο νοικοκýρης τον κüκορα τον καμαρωτü με τα μαýρα φτερÜ. Και το ζευγÜρι Ýκανε ατÝλειωτους σταυροýς την þρα που ο παπÜ Γιþργης Üγιαζε το θεμÝλιο. ¸νας τσÝλιγκας και δυü περαστικοß παραστÜθηκαν και φχÞθηκαν καλορßζικο το σπßτι.
Η ΒγενιÜ δε μιλοýσε, δεν Ýλεγε οýτε Ýνα φχαριστþ, τüσο Ýνας κüμπος τÞς Ýσφιγγε το λαιμü. Της φαινüταν πως θα την πÜρουν τα κλÜμματα απ’ τη χαρÜ. Οι ξÝνοι φýγανε κι ο ΓιÜννος βÜλθηκε μ’ üρεξη στη δουλειÜ.
     Το σπßτι μας, το σπιτÜκι μας, ο ΓιÜννος μου! Ýλεγε απü μÝσα της η γυναßκα και τüσο περισσüτερο κολλιοýνταν στον καινοýργιο κüσμο που μπÞκε με το θÝλει της. Και κÜθε βρÜδυ, ýστερα απ’ την ξενοδουλειÜ του αντρüς της και τις ΚυριακÜδες ταχτικÜ, Ýρχονταν οι δυü τους και δουλεýανε. Εκεßνος Ýχτιζε, εκεßνη κουβαλοýσε το πηλοφüρι. Μην το παραφορτþνεις, την ορμÞνευε.
     ¢ντε Üντε φýτρωνε ο τοßχος απ’ τη γης, σηκþνονταν και κοßταζε τα γýρω του με περιÝργεια. Χþρισαν κÜποια þρα και τα κουφþματα, η πüρτα, το παραθýρι. Τþρα φÜνηκε πια το σκÝδιο της κÜμαρας απλωτü κ’ ευχÜριστο, βουτηγμÝνο στο δÜσος. Τα κλαριÜ το φýλαγαν Ýνα γýρο, μεγÜλες πρÜσινες ανοιχτÝς φτεροýγες. Απü πÝρα, απü μακρυÜ Ýρχονταν το ξÜγναντο κ’ Ýφερνε ως το κατþφλι της πüρτας τις ανηφοριÝς του βουνοý τις βελουδÝνιες.
Τþρα η Βγενοýλα γýριζε μÝσα στο ξÝσκεπο σπßτι και λογÜριαζε. ΛογÜριαζε ποý θα στÞσει το κρεβÜτι τους, ποý θα βÜλει την κασÝλα. Θ´αγορÜσει με την þρα και καρÝκλες. Θα κρεμÜσει στον τοßχο κ’ Ýναν καθρÝφτη. Απü κεßνους τους καθρÝφτες με τη χρυσÞ κορνßζα που αστραποβολÜνε εκεß που τους πουλÜνε στα μαγαζιÜ στη χþρα. Μα εßναι ακριβοß. Δε θα γßνει κανÝνα θÜμα; Δε θα την αξιþσει ο Θεüς;
     Θε μου, γιατß üλοι να περιμÝνουμε απü τη χÜρη σου; ποιον να πρωτοπÜρει απü μας το μÜτι σου και ποιον να πρωτοπροφτÜσεις ; Γιατß Ýνας Üλλος εδþ κÜτω, Ýνας μικρüς θεüς, Ýνας πλοýσιος, να μην πει: ΒγενιÜ! να κορßτσι μου, πÜρε τοýτον τον καθρÝφτη που περισσεýει απü το σπßτι μου. Μα δε βαρυÝσαι, ας μÝνουν κ’ οι καθρÝφτες και τα λοýσα τους. Η ΒγενιÜ θα βÜλει την κοýνια του παιδιοý της για στολßδι. Θα την σιγουρÝψει απü δþθε μεριÜ για να μην το του φυσÜει το παραθýρι και πÜρει κανÝνα κρýωμα. Θα κÜνει κ’ Ýνα κοτÝτσι απü πßσω απü το σπßτι για τις κοτοýλες. Δεν πρÝπει νÜχουνε πιο ýστερα και το φρÝσκο τ’ αυγü για το παιδß;
     ¼λα τοýτα τα σκÝδια τÜλεγε στο ΓιÜννο το βρÜδυ, σα στρþνονταν να δειπνÞσουν. Και τα σκÝδια αυτÜ, θαρρεßς κ’ εßτανε μαγεμÝνα και με τα μÜγια τους του ξεγελοýσαν τις Ýγνοιες και την κοýραση. ¸τσι η Üλλη μÝρα Ýβρισκε το ΓιÜννο ορεξÜτο κ’ Ýτοιμον για κüπους. Μα κ’ η γυναßκα του δεν κÜθονταν. Ξενοδοýλευε κ’ εκεßνη üπου Ýβρισκε κι üσο της εßτανε μπορετü για να προοδεýσει το χτßσιμο. Πüτε-πüτε üμως αναγκÜζονταν να σταματÞσουν γιατß σþνονταν τα υλικÜ. Τüτε κÜνανε πιο μαýρες οικονομßες, δεν τρþγανε üσο Ýπρεπε, μετρÜγανε το Ýχει τους δραχμÞ τη δραχμÞ και κÜποτε πÜλι ξαναρχßζανε απομοναχιασμÝνοι μÝσα στο δÜσος, ßδιοι πρωτüπλαστοι.
Μα Þρθε μÝρα που δυσκολüτερα παρουσιÜστηκαν τα πρÜματα. Τþρα Ýχουμε τις μεγÜλες σκοτοýρες, Ýλεγε ο ΓιÜννος, γιατß βλÝπεις εßναι τα παρÜθυρα , εßναι η σκεπÞ. ΑυτÜ δε φτιÜνονται με πÝτρα και με χþμα που τα μαζþνεις απü τα βουνÜ του Θεοý. ΧρειÜζεται ξυλεßα, χρειÜζονται μαστüροι, πα να πει üλο παρÜδες. Την þρα που τα ντουβÜρια στÝκονταν Ýτοιμα πια μ’ üλο το μπüι τους, η δουλειÜ ξανασταμÜτησε. ΠÝρασε κÜμποσος καιρüς μÝσα στο καλοκαßρι ως που οι νοικοκυραßοι να βρεθοýνε με δýναμη να ξαναβÜλουν μπροστÜ. ¸πειτα, με το Ýμπα του ΑλωνÜρη, ο ΓιÜννος αποφÜσισε να ρßξει τη σκεπÞ.
– Τι να σου πω, γυναßκα, δεν παßρνει Üλλο αναβολÞ. Θα τα μαζþξω τα χρειαζοýμενα üπως μπορþ και θα σκεπÜσω. ΜονÜχα τüτε θÜμαι ξÝγνοιαστος.
Η ΒγενιÜ σ’ üλα συμφωνοýσε.
– ¼,τι ξαßρεις εσý θα κÜνεις.
– Κ’ εσý θα γεννÞσεις, και χειμþνας Ýρχεται με τις βροχÝς. Αν μεßνει ξÝσκεπο το γιαπß δεν εßναι για καλü του. Τι να κÜνουμε; Δεν τα θÝλω τα χρÝγια, μα τ’ αποφÜσισα. ΛÝω να πÜρω λßγα δανεικÜ απü τον κουμπÜρο μας. Αλλοιþς δε γßνεται.
     Εßχαν αρχßσει κιüλας οι πρþτες χινοπωριÜτικες συγνεφιÝς κ’ Ýπεσε το πρωτοβρüχι. Βιαστικüς ο ΓιÜννος να σκεπÜσει, παρÜτησε τις ξÝνες δουλειÝς και κßνησε για το δικü του γιαπß. Απü κοντÜ η γυναßκα του με τα τσανÜκια με το μεσημεριανü τους φαγητü δεμÝνα στη μπüλια. Ο ΓιÜννος εßχε πÜρει σÞμερα κι Üλλον Ýναν εργÜτη. ΜπÞκαμε, θα χορÝψουμε, εξÞγησε στη γυναßκα του.
     Ως τα τþρα η δουλειÜ γßνονταν Þσυχα Þσυχα εκεß απÜνω, μÝσα στο δÜσος, γιατß οι πÝτρες καθþς χτßζονταν δεν ακοýγονταν. ¼μως με το σκÜρωμα της σκεπÞς, καθþς καρφþνονταν τα καδρüνια, το δÜσος γιüμισε αντßλαλους: γκÜπα! γκοýπα!…
     Τι να μαστορεýουν, εßπε μοναχüς του ο καινοýργιος χωροφýλακας που εßχε ξανοιχτεß στο σουλÜτσο σÞμερα χασομÝρικα. ΠÞρε λοιπüν σιγÜ – σιγÜ το δρüμο κι ανηφüριζε κι ανηφüριζε με τα χÝρια μπλεγμÝνα απü πßσω του. Οι βρüντοι üλο του δεßχνανε το δρüμο το σωστü. ΚÜπου πÝρα, ανÜμεσα απü τα πρÜσινα κλαριÜ του πευκþνα ανακÜλυψε το γιαπß.
     Ζýγωσε, στÜθηκε και καλημÝρισε. Οι νοικοκυραßοι απÜντησαν πρüσχαρα στην καλημÝρα του. Περßμεναν μÜλιστα ν’ ακοýσουν και τη γνþμη του για το σπßτι που μαστüρευαν. ΣτÜθηκε, στÜθηκε ο χωροφýλακας δßχως Üλλο λüγο να πει, κ’ ýστερα ρþτησε:
– ¸χετε Üδεια;
– ¢δεια! ξαφνιÜστηκε ο ΓιÜννος.
– Ναι, Üδεια.
– Ο τüπος εßναι δικüς μου. Τον κλερονüμησα απ’ τον πατÝρα μου. Τι Üδεια; Τα χαρτιÜ του εν τÜξει. Εδþ κÜθε χρüνο στοιβÜζω και τους τενεκÝδες για το ρετσßνι σαν χτυπÜω τα πεýκα. ΚανÝνας δε μüκανε παρατÞρηση.
– ΚαλÜ αυτü, μα Üδεια οικοδομÞς λÝμε.
– Δεν Þξαιρα πως εδþ üξω…
– ΠαρÜτα τα και πÞγαινε να κανονιστεßς.
– Να στÞσουμε πρþτα τη σκεπÞ.
– Οýτε Ýνα καρφß! Απαγορεýεται.
     Ο ΓιÜννος κιτρßνισε. Ποιος ξαßρει τι Üργητες θα του παρουσιαστοýνε τþρα. Αμ τα ξαßρει δα τα χαρτιÜ τους και τα γραφεßα τους που να τους πÜρει ο διÜολος τον πατÝρα! δεν τα ξαßρει; Ο κουμπÜρος του που εßχε μπλÝξει με δαýτα, χτßκιασε ο Üνθρωπος. Κ’ Ýρχεται και χειμþνας, κατÜλαβες; ΠρÝπει το γρηγορüτερο να σκεπαστεß το σπßτι. Τι θα γßνει;
     Η ΒγενιÜ συγχισμÝνη Ýκατσε σε μια πÝτρα. Το πÝτο της κ’ η φουσκωμÝνη κοιλιÜ της ανεβοκατÝβαιναν, τα ρουθοýνια της πεταροýδιζαν. Ε μωρÝ, πþς αρχßνησε τοýτη η μÝρα και πþς φασκελþθηκε υστερþτερα.
     ΚατÝβηκε ο ΓιÜννος απü το γιαπß, κατÝβηκε κι ο Üλλος εργÜτης. ΜαζÝψανε τα σýνεργÜ τους, μÜζεψε κ’ η ΒγενιÜ με βρüντους τα τσανÜκια της, και πιÜσανε τον κατÞφορο. ΜπροστÜ-μπροστÜ πÞγαινε ο χωροφýλακας με τα χÝρια μπλεγμÝνα πßσω του, με το σβÝρκο το χοντρü ξεχειλισμÝνο στο περιλαßμιο, αδιÜφορος, αλýγιστος, αντιπαθητικüς. Η ΒγενιÜ Ýβραζε, ο ΓιÜννος φυσομανοýσε, μα ο Üλλος ο εργÜτης τους Ýδινε κουρÜγιο: Δεν εßναι τßποτε, μια δυü μÝρες Üργητα üλο-üλο. Αυτü εßναι.
     Οι δυο μÝρες γÝνηκαν τÝσσερις, γÝννηκαν μια βδομÜδα, μÞνας ολÜκερος. Η υπüθεση του ΓιÜννου βαλμÝνη σε χαρτιÜ με υπογραφÝς, με βοýλες και με χαρτοσÞματα, σÝρνονταν οκνÜ σαν σερπετü απü χÝρι σε χÝρι υπαλληλικü, απü γραφεßο σε γραφεßο. Εßχε γßνει στοιχειü, σωστü στοιχειü που Ýτρωγε αüρατο τις μÝρες και τις νýχτες του ζευγαριοý, γιατß η ßδια η Üργητα τους Ýβανε σ’ ανησυχßα. ΚÜτι δυσκολßες, λÝει, παρουσιÜζονταν. Ο ΓιÜννος Ýχανε τη δουλειÜ του κ’ Ýτρεχε. Τßποτα δεν ωφÝλησαν τα τρεχÜματα, τα παρακÜλια, οι μετÜνοιες του. "Απαγορεýεται η οικοδüμησις του γηπÝδου διüτι κατÜ το εγκεκριμÝνον σχÝδιον πüλεως ο δημüσιος δρüμος πρüκειται να διÝλθη δια μÝσου αυτοý".
- Και τþρα; Τι θα γßνει με το σπßτι μου; ρþτησε ο ΓιÜννος σα χαμÝνος.
– Θα το γκρεμßσεις.
     Εßτανε Ýνα βροχερü πρωινü üταν ο ßδιος ο χωροφýλακας και δυο εργÜτες Þρθανε στο χτηματÜκι του ΓιÜννου. Απü κοντÜ πρüβαλε κ’ εκεßνος με τη γυναßκα του. Κατακßτρινοι κ’ οι δυü τους, στÜθηκαν παρÜμερα σα νÜτανε τþρα πιο ξÝνοι μÝσα σ’ αυτÞν την ιστορßα του σπιτιοý τους που πÝρναγε σ’ Üλλα χÝρια. ΜÝσα τους üμως ακüμα παρακαλÜγανε το Θεü να κÜνει κανÝνα θÜμα.
     Οι Üλλοι, κÜτι ρετσινÜδες κ’ οι εργÜτες, τριγýρισαν το γιαπß και το κοιτÜζανε βουβοß και συγχισμÝνοι. Κ’ εßτανε σα να μÝλλονταν να γßνει επß τüπου καμμιÜ βÜρβαρη πρÜξη, καμμιÜ απÜνθρωπη καθαßρεση. ΣκÜλωσαν οι εργÜτες στο γιαπß κι αρχßσανε να γκρεμßζουνε. ΓκÜπα! γκοýπα! ακοýγονταν μÝσα στον πευκþνα καθþς ξηλþνονταν η αρχινισμÝνη σκεπÞ. Ο ΓιÜννος δε βÜσταξε. ΠÞρε το δρüμο κ’ Ýφευγε για να μη βλÝπουν τα μÜτια του τη συμφορÜ τους. ¸νας σωρüς κουβÜρι η γυναßκα του σε μια γωνιÜ, Ýκλαιγε μ’ αναφυλλητÜ, λαβωμÝνο ζþο στην κþχη του.
     ¼μως εκεß που δεν το περßμενε κανÝνας, πετÜχτηκε ολüρθη η ΒγενιÜ κ’ Ýμπηξε στριγγλιÝς φωνÝς που καταξÝσκισαν την καρδιÜ του πευκþνα: -ΧαÀρι και προκοπÞ να μη δεις ποτÝ σου, παλιüσκυλο! Κακοýργε! ¢τιμε! ¢τιμε! ¢ρπαξε μια πÝτρα χοντρÞ και την πÝταξε κατ’ απÜνω στο χωροφýλακα. Οι Üντρες την κρÜτησαν και την τραβοýσανε.
     Το δÜσος σπÜραζε, βογγοýσε κ’ Ýκλαιγε απÜνω απü τη συμμÜζωξη, απÜνω απü τη χαλασμÝνη χελιδονοφωλιÜ, στον τüπο που διÜλεξαν να σιγουρÝψουν τις αγÜπες τους τα χελιδüνια.
_______________________

                ΛευκÜδα

ΠεισματικÜ τα βροχονÝρια δÝρνανε
τον τüπο μας κÜθε χειμþνα
Κι üπως του Ιονßου πελÜγου τα κýματα
χτυπιοýντανε σ’ Üγριον αγþνα,

στο λευκαδßτικο λιμÜνι τρυπþναν
πλεοýμενα κυνηγημÝνα
απ’ τον κουρσÜρο το βοριÜ, ανεμßζοντας
πανιÜ στα ξÜρτια ξεσχισμÝνα.

ΜαστιγωμÝνοι απ' τη βροχÞ διαβαßνανε
κÜτω απ’ το σπßτι μας ψαρÜδες,
σαν ξωτικÜ βαριÜ κι αμßλητα
στις μαýρες τους τις νιτσερÜδες.

Και γýρω μας της γειτονιÜς παιδüπουλα
στα σπßτια τρυπωμÝνα τþρα,
χαζεýαμε απ’ τα κλειστÜ παρÜθυρα
με δÝος και με χαρÜ την Üγρια μπüρα.

Χουχοýλιζα το τζÜμι κι üλο Ýγραφε
το δÜχτυλü μου ζωγραφιÝς, λουσÜτες:
δρÜκους, δελφßνια, πÝλαα, φτεροκÜραβα
γοργüνες, σýγνεφα, αστραπÝς σπαθÜτες…
                                                                      (Οι Δρüμοι Της ΖωÞς)
                   Τρýγος 

Τ' Üγουρο φροýτο πÞρε να χρυσþσει
για μας στον κλþνο, το ποθοýσα τüσο!
Στον κÞπο üμως κι αν Þμουνα και μ' üση
λαχτÜρα στο πλευρü σου οýτε ν’ απλþσω,

στη σÜρκα του το χÝρι να ζυγþσει
δεν Þθελα, μην τýχει και πληγþσω
την Üχραντη δροσιÜ του πρßν μεστþσει
και τις χλωμÝς του χÜρες μαραζþσω.

Μα σÞμερα που ξýπνησε -þ χαρÜ μου!-
στην þριμη την þρα κÜποιου γÜμου
κι ο αβÜσταχτος χυμüς σου για μας στÜζει

αλÜργα κÜθε "ακüμα"! Στην ακμÞ του
τþρα το νιþθω, αýριο μαζß του.
ο τρýγος θα ‘χει κÜτι απü μαρÜζι.

          Πþς ¹θελα Να ΠÝθαινα…

Πþς Þθελα να πÝθαινα, Ýτσι απλÜ κι ωραßα…
Να ’ναι το πÜρκο σιωπηλü, περßλυπη η αλÝα,
και πÝρα, προς το σβÞσιμο των δÝντρων, καβαλÜρη
να βλÝπω να ’ρχεται σ’ εμÝ το ΧÜρο να με πÜρει,

να ξεπεζεýει το κομψü κορμß με σβελτοσýνη,
να μου προσφÝρει τ’ Üσαρκα τα δÜχτυλα βοÞθεια,
κι εγþ να νιþθω πλÜι του μια τÝτοια εμπιστοσýνη,
κι Ýτσι σαν κýμα ανÜπαψης στα πικραμÝνα στÞθια.

Πüσο καθÜριο της ζωÞς το νüημα μπροστÜ μου!--
Κι ενþ θα κÜνει μου τιμÝς εκεßνος σαν ιππüτης,
εγþ καθþς τριαντÜφυλλο να βγÜλω τη καρδιÜ μου,
να του τη δþσω με ορμÞ μιανÞς αγÜπης πρþτης!
                                                                                 (ΝÝα Εστßα, 1931)
                 ΒρÜδι

Πþς κατεβαßνει θαμπü το βρÜδι
αλαφροπÜτητο και βουβü.
¢πιαστα γýρω μου πλÝκονται μÜγια,
χωνεýει μÝσα μου κÜτι ακριβü.

ΨυχÝς τα δÝντρα συλλογισμÝνες,
μουρμοýρα πρÜα στα πρÜα νερÜ.
Τ’ αποσταμÝνο του κορμß ξαπλþνει
πλατýς ο δρüμος, και τρυφερÜ

üλα αγγιγμÝνα απ’ την Üγιαν þρα
γλυκανασαßνουν-παιδιοý καρδιÜ.
ΜÝσα στα μÜτια μου, μÝσ την ψυχÞ μου,
βουνοý βελοýδο, πεýκου ευωδιÜ…

κι Ýτσι μονÜχη, ζωÞς μια στÜλα
στον üλων μÝσα το θεßο χαμü,
κÜτι απ’ το τρÝμισμα νοιþθω του φýλλου
κÜτι απ’ τον κρýφιο της γης παλμü.

     Ενας ΤÜφος Στο ΔÜσος

Ανþνυμος σταυρüς στο Ýρμο δÜσος,
στο χþμα που το φοýσκωσε ο θυμüς
φλüγας θαμμÝνης νου, καρδιÜς ανθρþπου
και του κüσμου του που Þταν τüξου φως!

ΠουλιÜ στα πηχτÜ δÝντρα δε λαλοýνε
γιατ’ εßναι σκοτεινÝς οι φυλλωσιÝς’
και του διαβÜτη η συλλογιÜ μπλεγμÝνη
στο πικρü τþρα του νεκροý, στο χτες…

ΧρυσÞ ψυχÞ του Þλιου που πλανιÝσαι;
Της κοινωνßας που εßναι η ζεστασιÜ;
Μοναχικüς ο τÜφος τοýτος μοιÜζει
στη σκυθρωπÞ του δÜσους ερημιÜ,

λßκνο μ’ Ýνα παιδß παρατημÝνο
που το πονþ ως να τüχω γεννημÝνο,-
Φýγε, μου λÝει τ’ ολüγυρο μαρÜζι…
Μεßνε! ΙκετευτικÜ το μνÞμα κρÜζει.

Στον τÜφο τον ανþνυμον απÜνω
χαιδευτικÜ το χÝρι μου ακουμπþ.
Ζεστü το χþμα σαν ψυχÞ, σαν σþμα,
κ’ η απαλÜμη μου ακοýει Ýναν παλμü…

            ¢τιτλο

ΠνÝμα του ολÝθρου πÝρασε,
συντρüφι του πολÝμου

και ρÞμαξε τον τüπο.
Με τη γοργÜδα
επÝρασε του κεραυνοý.

Και του τρανοý του ανασασμοý
η παγωνιÜ η χαλÜστρα,

θανÜτου αφÞκε μοýδιασμα
στη γýρω πλατωσιÜ.

Στ’ αποκαÀδια των σπιτιþν
και στους σωροýς τη στÜχτη

παραπονιÜρικοι καημοß
πνιχτÜ μοιρολογÜνε.

Των πατημÝνων χωραφιþν
τα νιοβγαλμÝνα φýτρα,

βραχνÜς τα δÝρνει ασÞκωτος,
το φονικü ποδÜρι.

Σωροß-σωροß τα πτþματα
κι η ματωμÝνη λÜσπη…

Στο κρýο και στην ερημιÜ,
σα φßδι η ανατριχßλα

σιωπηλÜ γλιστρÜει.

Κι Ýνα κεφÜλι απüμερα,
μ’ ολÜνοιχτα τα μÜτια

κοιτÜζοντας ψηλÜ,
Ýτσι βουβü κι ασÜλευτο,
λες πως αναθυμιÝται

του ρημαγμÝνου σπιτικοý
την πονοπνßχτρα γλýκα,

στο τζÜκι τη φωτιÜ…

     Πρωτüλειο ßσως, αλλÜ Ýνα απü τα πρþτα αντιπολεμικÜ ελληνικÜ ποιÞματα -και γραμμÝνο üχι για κÜποιον γενικÜ αφηρημÝνο πüλεμο, αλλÜ για τον Β´ Βαλκανικü πüλεμο, το δßκαιο και νικηφüρο -αλλÜ üχι λιγüτερο φονικü γι' αυτü. Η ποιÞτρια 17 χρονþν δημοσιεýει το κεßμενο κι υπογρÜφει ΚλεαρÝτη Δßπλα.


====================


                                ΣυμπερÜσματα-Απüψεις

     Πρþτο και βασικü: üταν πρüκειται να κÜνουμε κριτικÞ, σ' Ýνα Ýργο -ανδρüς Þ γυναικüς, ü,τι Ýργο- πρÝπει οπωσδÞποτε να γνωρßζουμε το βιογραφικü του δημιουργοý. Αν δεν ξÝρουμε τßποτα για τη ζωÞ του, καλüν εßναι να μεßνουμε σιωπηλοß. Π.χ.., Πüε, ΚÜφκα, ΚαρυωτÜκης κλπ, πρÝπει κι οφειλουμε να τους αναγνωρßσουμε Ýνα ελαφρυντικü, γιατß κατÜ κÜποιους τρüπους Ýκαστος Þτανε καταδικασμÝνος, και το 'ξερε!
     Δεν μποροýμε να μειþνουμε κÜποιο Üτομο, πüσω μÜλλον συνÜδελφο, επειδÞ εμεßς εßμαστε αλαζüνες -και πρÝπει να το ξÝρουμε πως εßμαστε.
     Αν τελικÜ μας ξεφýγει, -λÝμε τþρα- πρÝπει κι οφεßλουμε να ζητÞσουμε συγγνþμη και με το σωστü τρüπο. Π.χ., üχι να σε χÝσω σε δημüσιο χþρο και να 'ρθω μετÜ να σου γυρÝψω συγγνþμη ιδιαιτÝρως. Αυτü απλÜ με κÜνει πιüτερο αλαζüνα, γιατß κρατþ και τη πßττα ολÜκερη και τον σκýλο χορτÜτο.
     Εδþ μη περιμÝνετε κριτικÞ της ΚλεαρÝτης Δßπλα-ΜαλÜμου, γιατß για πολλοýς λüγους, δεν εßμαι ο αρμüδιος να το κÜνω και δεν Ýχω τÝτοια διÜθεση -σπÜνια την Ýχω. Εδþ κρßνεται ο Üνθρωπος βÜσει πρÜξεþν του και σ' αυτü Ýχω Üποψη: ¹ταν -üπως και να το δει κανεßς- πολý μειωτικüς ο τρüπος που χειρßστηκε τη ΚλεαρÝτη, ο ΚαρυωτÜκης κι Üδικος, πÜει και τÝλειωσε. ΜετÜ δε, δεν δοκßμασε με κÜποιο τρüπο, να το πÜρει πßσω Þ να το μειþσει κÜπως, Ýστω με μια δημüσια συγγνþμη, Üρα 2 λÜθη μαζεμÝνα, που δεν θα τα 'χες για κÜποιον Üνθρωπο, ποιητÞ και μÜλιστα υψηλοý επιπÝδου. Κι Üλλα 2 με τον ΜαλακÜση ßσον 4 και να μη βÜλω και τη Πολυδοýρη μÝσα και γßνουνε πιüτερα. Και μιλÜ τþρα Ýνας λÜτρης της ποßησης του, φανταστεßτε...
     Θεþρησα σκüπιμο να γρÜψω για κεßνη, που ποτÝ δε μßλησε και τþρα πια δεν μπορεß. ΥπÞρξε πÜντως αξιüλογη το κατÜ δýναμη κι üσα μποροýσε πιο πολλÜ, Ýκανε στη ζωÞ της, Ýζησε αξιοπρεπþς και πÝθανε Þσυχα! Για μÝνα, πολλÜ μπρÜβο της για üλα!
     ΠÞρα πολλÝς πληροφορßες και ποιÞματα απü το ΣτÝκι του κυρßου ΣαραντÜκου, τον οποßο κι ευχαριστþ δημüσια κι αφÞνω τον σýνδεσμü του εδþ, πατÞστε:      Νßκος ΣαραντÜκος

                                                 Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers