Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Θέατρο-Διάλογοι 

g. ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ ΤΟΥ ΑΔΗ 1ο: Όνειρο Θερμής Νυχτός

      ΠΡΟΣΩΠΑ: Ψυχοπομπός, Πηνελόπη, Ελένη, Κλυταιμνήστρα και Χορός απαρτιζόμενος από άδοξους, κολασμένους, καταραμένους κι αθεράπευτους ποιητές των αιώνων!

      ΣΤΟΡΥ: Η Πηνελόπη φτάνει τελευταία στον 'Αδη και ζητά να δει τις δύο πρωτοξάδερφές της, Ελένη και Κλυταιμνήστρα! Ο Ψυχοπομπός (Ερμής) που τη συνοδεύει την οδηγεί εκεί αλλά παράλληλα τη προειδοποιεί τι πρόκειται να αντιμετωπίσει!
          
      ΣΚΗΝΙΚΟ: Γυμνός μισοσκότεινος διάδρομος που θα εναλλαχθεί μ' ένα μικρό επίσης γυμνό δωμάτιο «τσαγιού» για κυρίες! Ένα τραπεζάκι και πρόχειρα καθίσματα όλα καμωμένα από οστά και κρανία! Επικρατεί αφόρητη ζέστη κι αυτό φαίνεται στα ωχρά, απαλλαγμένα, πάσης ομορφιάς και χρώματος, πρόσωπα! Οι φιγούρες όλες είναι κάτισχνες, ντυμένες λιτά και με μισοσκισμένους χιτώνες! Μόνον ο Ερμής είναι ροδαλός και κάπως στρουμπουλός! Οι γυναίκες εκτός ότι είναι μη ποθητές ή θηλυκιές, έχουνε τα μαλλιά τους ξέπλεκα, ανακατωμένα και δείχνουν άπλυτα κι αχτένιστα! Ο Χορός δε γίνεται αντιληπτός ότι κι αν λέει -εξόν ελαχίστου κι αυτό απ' την Ελένη- απ' τις τρεις ηρωίδες αλλά σε πολλά σημεία τις περιβάλλει, τις τυλίγει και τις παρακολουθεί συνεχώς δίχως να χάνει λέξη!

ΣΚΗΝΗ 1η: (Ψυχοπομπός Ερμής και Πηνελόπη, κατέβασμα στον 'Αδη).

ΨΥΧΟΠΟΜΠΟΣ: Φθάνουμε λοιπόν Δέσποινα εδώ π' όλοι αργά ή γρήγορα φτάνουν...
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Δε με τρομάζεις με τέτοια.
ΨΥΧ: ...Όλοι! Δίκαιοι και μη. Σωστοί ή όχι! Τίμιοι κι άτιμοι! Δεν είχα πρόθεση να σε τρομάξω.
ΠΗΝ: Έτσι μου φάνηκε. Εμένα η ζωή μου πάνω, πολλάκις ήτανε κόλαση. Ένας 'Αδης!
ΨΥΧ: (χαμογελά ελαφρά χωρίς να πει τίποτα).
ΠΗΝ: Σε παρακαλώ θα με πας να δω τις ξαδέρφες μου; Νομίζω έχουνε προηγηθεί από μένα σε τούτη τη κάθοδο.
ΨΥΧ: (σοβαρεύει αμέσως). Την Ωραία Ελένη και τη Κλυταιμνήστρα εννοείς;
ΠΗΝ: Ναι. Θα μπορέσω να βρεθώ κοντά τους ή είναι αλλού; Βλέπω σοβάρεψες ξαφνικά.
ΨΥΧ: Θα 'ναι μαζί και θα τα λένε. Κάνουνε πολύ παρέα όλο αυτό το διάστημα, εδώ.
ΠΗΝ: Αλήθεια; Μα... αυτές οι δυο δεν πολυχωνεύονταν εν ζωή, τί έχουν να πουν εδώ στο θάνατο;
ΨΥΧ: Αλληλοκατηγορούνται για τις εν ζωή επιλογές τους και ταυτόχρονα υπερασπίζει η μία στην άλλη, τις δικές της.
ΠΗΝ: Εκπλήσσομαι! Όλο τον καιρό τα ίδια λένε; Δε βαρεθήκανε πια;
ΨΥΧ: Μου ζητάς το αδύνατο. Πώς να κατανοήσω την ανθρώπινη φύση και ψυχή;
ΠΗΝ: Μα... εσύ είσαι Θεός! Μάλιστα τόσο καιρό ψυχοπομπός, όλο και κάτι θα 'χεις κατανοήσει.
ΨΥΧ: Μπα! Μη το λες! Ίσα - ίσα... Πάντως να ξέρεις πως αυτές οι δυο με τη πάροδο του καιρού και της αμάχης, έχουν τελειοποιήσει πια τόσο τις άμυνες, όσο φυσικά και τις επιθέσεις τους.
ΠΗΝ: Με προειδοποιείς για κάτι;
ΨΥΧ: Ναι! Αν έχεις σκοπό να τις ψέξεις, θα πρέπει τη κάθε λέξη να 'χεις σκεφτεί πολύ καλά.
ΠΗΝ: Μα... εγώ δεν έχω σκοπό να κατηγορήσω κανένα και καμιά. 'Αλλωστε ποιά είμαι εγώ να το κάνω; Έχω δικά μου να σκεφτώ, έννοια σου!
ΨΥΧ: (χαμογελά μα παραμένει σιωπηλός)...
ΠΗΝ: Μα, πότε φτάνουμε επιτέλους;
ΨΥΧ: (χαμογελαστός, προσποιείται τον έκπληκτο). Μα... έχουμε φτάσει εδώ κι ώρα, ανυπόμονη Πηνελόπη!
ΠΗΝ: Εγώ ανυπόμονη; (ωστόσο μ' ανυπομονησία κοιτάζει δεξιά κι αριστερά). Μα πού 'ναι λοιπόν;
ΨΥΧ: (χαμογελώντας ακόμα). Να... κει στο βάθος! Σ' αφήνω Δέσποινα, σε καλά χέρια πιστεύω... (τα τελευταία λόγια τα μουρμουρίζει και χάνεται)...

      ΣΚΗΝΗ 2η: (Οι τρεις κυρίες).

ΠΗΝ: Τι μουρμουρίζεις Ψυχοπομπέ; Έι, πού χάθηκες; Και τί είναι αυτά κει στο βάθος; (έπειτα πιο δειλά) Ελένη είσαι αυτού;
ΕΛ: Καλώς τη ξαδερφούλα. Κι εσύ εδώ ε; Έλα, κόπιασε να κάτσεις μαζί μας! Είναι δω κι η Κλυταιμνήστρα και τα λέμε.
ΠΗΝ: Καλώς σας βρήκα! Τί λέτε δηλαδή; (μετανιωμένη επιχειρεί ν' αλλάξει θέμα). Ελένη που 'ναι πια η τόσο πολυτραγουδισμένη ομορφιά σου;
ΕΛ: Εδώ δεν υπάρχει τέτοιο πράμα, ευτυχώς! Δεν επικρατεί πόθος, δε συνοδεύει πλούτος, μήτε δόξα. Δω, είναι μόνον ότι μπορεί να διέλθει τους τοίχους του Κάτω Κόσμου...
ΚΛΥΤ: (συμπληρώνοντας)... κι αυτοί όντας τόσο συμπαγείς, αφήνουν να περνάν μόνο οι ψυχές και τα κάπως εξομοιωμένα ολογράμματά τους.
ΕΛ: Η ομορφιά δε περνά αλλά θυμάμαι όμως, πώς όταν ο ζωντανός Ορφέας κατέβηκε και βρήκε την Ευρυδίκη του, την είδε το ίδιο όμορφη όπως και πριν...
ΚΛΥΤ: Έλα Πηνελόπη. Έλα να κάτσεις ανάμεσά μας. Έλα να μας πεις κι εσύ τη γνώμη σου στη μεταξύ μας αμάχη.
ΕΛ: Ορίστε! Η Πηνελόπη, είναι τρίτο μάτι και θα μπορεί, πιστεύω, να κρίνει δίκαια.
ΠΗΝ: Μα τί λέτε; Γιατί έχετε αμάχη; Πώς ετούτη η λέξη πέρασε τους συμπαγείς τοίχους του Κάτω Κόσμου;
ΧΟΡ:      Εκεί που δε περνά η ομορφιά,
             περνά η αμάχη! 
             Τί δυσάρεστη εξέλιξη! 
             Ενός βίου χαρωπού να μνέσκει η πίκρα...
             Ένα κορμί όπου γεννά αράδες στίχων,
             όπου γεννά πολέμους κι ειρήνες,
             αντί να γεμίζει ένα λευκό χιτώνα,
             να χαλά ένα καλόστρωτο κρεβάτι,
             θα πρέπει λέξη-λέξη,
             να στηρίξει τις έμβιες επιλογές,
             τους θρήνους και τα γέλια.
             Σκληρή αποστολή μα η μόνη. 
             Εμάς τους ποιητές που ψάλλαμε
             κάθε λογής λουλούδι
             Εδώ να καλύψουμε κενά μας βάλαν 
             Τί όνειδος μα και τί θάμα! 
             Δε νιώθουμε πλήξη, μα...
             ας γυρνούσε ο χρόνος πίσω!

      ΣΚΗΝΗ 3η: (Οι τρεις καθισμένες, ανάμεσα η Πηνελόπη).

ΕΛ: (Αποτεινόμενη στο χορό κάπως βαριεστημένα, μα δίχως να τον βλέπει -είναι η μόνη που νιώθει πως ακούει τα λόγια του). Πάψτε πια. Στη γη μου 'κανε τόσο καλό ν' ακούω στίχους. Με πήγαιναν στον ένθρονο ουρανό. Μα δώ, στο κάτω-κάτω μέρος, θα 'θελα στίχους που να με πήγαιναν στην άθρονη, έστω, χορταριασμένη γη, τ' ανάσκελα ξαπλωμένη κάτω από του Πάρη το ποθητό κορμί.
ΚΛΥΤ: Πάψε πια κι εσύ! Λίγα έκαμες! Μυαλό δεν έβαλες;
ΕΛ: Ίσα-ίσα! Επειδή έβαλα μυαλό γι' αυτό μιλώ.
ΠΗΝ: Μη μου πείτε πως ακόμα μαλώνετε γι' αυτό! Τώρα πια; Εδώ;
ΕΛ: Όχι ξαδερφούλα, μαλώνουμε για τις επιλογές μας και θα θέλαμε να μας πεις κι εσύ την γνώμη σου.
ΚΛΥΤ: Να τι προτείνω εγώ: Θα μιλήσει η κάθε μια μας, θα εκθέσει την άποψή της και μετά συ Πηνελόπη, όσο πιο δίκαια μπορείς, να μας κρίνεις.
ΠΗΝ: Μα τί λέτε; Η τελευταία είμαι εγώ που θα μπορούσα να κρίνω εσάς Ρήγισσες!
ΕΛ. & ΚΛΥΤ: (παρακαλώντας, πιέζοντας και χειρονομώντας): Έλα τώρα... 'Αλλωστε δω έχουμε αρκετό χρόνο να περάσουμε! Κάτι πρέπει να λέμε...
ΧΟΡ:      Θα πρέπει λέξη-λέξη να στηρίξουν
             τις έμβιες επιλογές. 
             Όλες! Μια-μια. 
             Κι εμείς, οι μάρτυρες.
             Οι ένορκοι-επίορκοι.
             Οι άδοξοι ποιητές των αιώνων. 
             Λαλίστατοι μάρτυρες του κενού.
             Τί όνειδος και τί λαχτάρα! 
             Ως η μόνη λύση. 
             Κανείς δε μας ακούει. 
             Τώρα πια που τίποτε
             δε μοιάζει να 'χει ουσία.
             Όλα γίνονται τόσο σημαντικά! 
             Τί ειρωνεία!
             Μα δε νιώθουμε πλήξη! 
             Μόνο... να...
             Ας γύριζε ξανά ο χρόνος πίσω
             κι η ροδομάγουλη ζωή!

      ΣΚΗΝΗ 4η:  (Οι 3 κρατούν από κάτι. Η Πηνελόπη ένα σκισμένο και φθαρμένο υφαντό, που το περιφέρει στα χέρια της πασχίζοντας, μα μη μπορώντας, να το επισκευάσει. Η Κλυταιμνήστρα κρατά ένα οστέϊνο κροντήρι -επίσης μισοτελειωμένο- και προσπαθεί μ' ένα μαχαίρι να τελειώσει το σκάλισμα του. Η Ελένη η μόνη που δε προσπαθεί να φτιάξει, μα να μυρίσει κάτι που μοιάζει με φυτό. Η Πηνελόπη κάθεται απέναντί τους κι αυτές οι δυό, πλάι-πλάι, χωρίς να σταματούν ότι κάνουν, ετοιμάζονται ν' απολογηθούν).

ΠΗΝ: Εντάξει λοιπόν. Ας σας ακούσω. Μα σας το λέω, δεν είμαι γω κατάλληλη να κρίνει τους βίους σας. Λοιπόν; Ποιά πρώτη;
ΕΛ: Θ' αρχίσω γω που χρονικά προηγήθηκα.
ΚΛΥΤ: Δέχομαι. Μα θέλω τιμιότητα. Εδώ που 'ρθαμε, άλλο δε μένει!
ΕΛ: Σύμφωνοι!
ΠΗΝ: Έλα ξεκίνα Ελένη.
ΕΛ: Είχα -λένε- ρίζα θεϊκιά. Το κουτσομπόλικο πλήθος λέει πολλά. Ίσως να 'ναι αλήθεια, ίσως όχι. Ας το αφήσω λοιπόν αυτό κι ας πιάσω γεγονότα.
ΠΗΝ: Όπως νομίζεις. Συμφωνώ πως μόνον αυτά έχουνε θέση.
ΕΛ: Όσο μεγάλωνα, γινόμουνα πανέμορφο θηλυκό. Όλα τα παλικάρια που 'χανε τη τύχη ή την ατυχία να με δουν, έστω και μια φορά, χάναν ησυχία κι ύπνο. Αλλά κι αυτό ας το αφήσουμε μιας και θα μιλήσω για τις δικές μου επιλογές.
ΚΛΥΤ: Για στάσου! Τί λες; Αφού δεν θες ν' αναφερθείς σ' αυτά, τί τα λες; Τί κόλπα είναι αυτά;
ΕΛ: Τα λέω γιατί ήσαν πραγματικά γεγονότα και παρόλο που δεν αφορούν εμένα πλήρως, ήσαν το υπόβαθρο, -ένα λανθάνον ίσως υπόβαθρο-, που δε μπορώ να ξέρω ακόμα ακριβώς, ως ποιό βαθμό επηρέασε τις μετέπειτα επιλογές μου. Ήσαν εικόνες και σημάδια!
ΠΗΝ: 'Αστη Κλυταιμνήστρα, είναι η σειρά της. Μπορεί ν' απολογηθεί όσο κι όπως θέλει! Ελένη, γνωρίζεις φυσικά πως αυτά μας είναι γνωστά, έτσι δεν είναι;
ΚΛΥΤ: Καλά! Έστω... Ας την ακούσουμε λοιπόν και συγνώμη.
ΕΛ: Φυσικά ξαδερφούλα. Το κορμί λοιπόν αυτό το ίσως θεϊκό, μα το σίγουρα πανέμορφο, καθώς επίσης και βασιλικό, ένιωθε πως είχε πλαστεί για τον Έρωτα. Για τον 'Αντρα. Νους και ψυχή είχαν ενταχθεί σ' αυτόν τον ερωτικο-επιθετικό σχεδιασμό. Είχανε συμπράξει πλήρως. Αυτό το κορμί που ακόμα δεν είχεν αγγιχτεί από τον 'Αντρα παρόλο που το 'θελε τόσο πολύ, παρόλο που 'χε τις άπειρες ευκαιρίες να το κάνει, τελικά βρέθηκε να 'ναι, πάνω στη καλύτερή του ηλικία, στο άνθος του, ένα έπαθλο για άντρες!
ΧΟΡ: (στο υπόβαθρο, χωρίς να εμποδίζει τον μονόλογο). Ω αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα...
ΕΛ: Ένα έπαθλο! Ναι! Οποία τιμή! Να με κερδίσει ο καλύτερος απ' την αφρόκρεμα των παλικαριών της επικράτειας! Να με κερδίσει και το ίδιο αυτό βράδυ της νίκης του, να με σύρει στη σκηνή του -ή στα χωράφια-, να μ' εγκλωβίσει στα μπράτσα του, -τη σιωπηρή συναινέσει και λαχτάρα μου-, να με κάνει δική του, μέχρι να ικετέψω τον οίκτο του, αλλά και πάλι, μπορούσε να μ' αγνοούσε και να συνέχιζε όσο του κάπνιζε. Να 'μουν έρμαιο στα χέρια του.
ΧΟΡ: ...συνένοχοί μου γίνετε...
ΕΛ: Αυτά σκεφτόμουν εκείνη την ίδια μέρα που με χαρά μου κρυφή, αφέθηκα να ...αθλοθετηθώ. Το κορμί, έχοντας συνένοχη ψυχής και μυαλού, λύγιζε κι έτρεμε απ' αυτή τη προσμονή! Όταν είδα τα παλικάρια, τότε είπα μέσα μου: «Όποιος και να 'ναι, θα 'ναι για μένα ο Αφέντης, ο 'Αντρας, ο Ένας κι εγώ η σκλάβα κι η διασκέδασή του»!!! Τολμώ να πω, πως μ' άρεσε λιγάκι -ελάχιστα- παραπάνω, ο Διομήδης. Μα, δεν ήμουν παρά μια έφηβη. Όταν λοιπόν είδα με τι μανία και πάθος ρίχτηκαν όλοι τους σ' αυτό τον αγώνα, η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, το μυαλό μου θόλωσε κι οι χυμοί του κορμιού μου κύλησαν καφτοί, με φρενήρη ρυθμό!
ΧΟΡ: ...οδηγώντας με, άσφαλτα εκεί...
ΕΛΕΝΗ: Κέρδισε ο Μενέλαος! Σας είπα και πριν, πως λίγο μ' ένοιαζε κι αν τον έλεγαν Μπλιμπλίκο. Σας είπα τις προσδοκίες μου! Έτσι, όταν πια πήγα στη σκηνή του -αντί να με σύρει ο ίδιος εκεί ή έστω στα χωράφια- και μάλιστα μ' επίσημη συνοδεία, είχα ήδη λιγάκι ψιλοχαλαστεί! Μα έφηβη όντας, με προσδοκίες, δεν άφησα να με βάλει κάτω αυτό το ατυχές συμβάν. Μόνο τώρα εν επιγνώσει, διακρίνω κει τη κακή αφετηρία όσων συνέβησαν! Πήγα κει κι όταν μείναμε επιτέλους μόνοι, σκέφτηκα πως: «Χαλάλι! Να... τώρα αυτό το θεριό, ο άντρακλας, ο πρώτος μεταξύ ίσων, θα με κάνει ότι θέλει»!!! Κι εκείνος, τί νομίζετε πως έκανε; Με πλησίασε τρέμοντας από πόθο, γονάτισε μπρος μου, έσκυψε δακρυσμένος, συγκινημένος και ταραγμένος και μου 'πε: "Ταπεινός σου δούλος κορίτσι μου. Ότι έχω, όπου έχω, όσο έχω, όλα δικά σου! Εσύ απλά διάταξε!". Έμεινα εμβρόντητη! Κολακευμένη δεν λέω, μα... εμβρόντητη! Κι αυτό πάλι ας πούμε, δεν ήταν πια και τόσο φοβερό. Αλλά κάθε νύχτα, από κει και πέρα, μ' αντιμετώπιζε σα κάτι εύθραυστο! Λέτε και θα 'σπαζα έτσι και με έσφιγγε λιγουλάκι παραπάνω στην αγκαλιά του! Και πάλι όμως, λόγω άγνοιας και μηδενικής προηγούμενης ερωτικής εμπειρίας, κάπως καλά τα πηγαίναμε! 
ΧΟΡ: ...όπου με περιμένει η Αφροδίτη...
ΕΛ: Αλλά το κορμί δεν είχε αυτό που 'χε ποθήσει. Μέχρι που 'ρθαν υποχρεώσεις, παιδιά κι άλλα πληκτικά πράματα κι εκείνες οι απουσίες του, για υποθέσεις του κράτους! Εγώ δεν έκανα γι' αυτά! Το κορμί μου, που φαινομενικά άνθιζε, ουσιαστικά μαράζωνε! Εκείνο ήθελε κάθε λεύτερη ώρα, κάθε νύχτα, να ζει ένα πάθος κι όλο το υπόλοιπο διάστημα, απλά να τρέφεται για ν' αντέχει. Εκείνος, έπρεπε κάθε φορά να μπορεί να βρίσκει τρόπους να μου παίρνει το μυαλό κι όχι να με θεωρεί ένα σίγουρο, δεμένο αιδοίο στη κρεβατοκάμαρά του.
ΧΟΡ: ...να με πάει έρμαιό της...
ΕΛΕΝΗ: Έτσι είχαν τα πράματα μέχρι που 'ρθε ο Πάρις. Στην αρχή ελάχιστα το πρόσεξα. Βέβαια, αμέσως είδα το συγκρατημένο πόθο του, αλλά σιγά...! Να 'ταν ο μόνος; «Να άλλος ένας που θα γονατίσει 'μπρός μου, να μου προσφέρει λαγούς με πετραχήλια», σκέφτηκα! Έτσι τον έσβησα. Γιατί, δε το κρύβω πια, ναι, τα μάτια μου ψάχνανε! Όμως είχα κάνει λάθος και το διαπίστωσα αμέσως μόλις έφυγε ο Μενέλαος για τις κωλοϋποθέσεις του! Αν δεν είχε τύχει αυτό, στα σίγουρα δε θα τον είχα προσέξει πιότερο. Εκείνος π' αρνήθηκε βασίλειο για να γίνει βοσκός, εκείνος που 'χε σκοπό της ζωής του τον Έρωτα, τη φύση και τη θεία μουσική του, που 'τανε παλικάρι πανέμορφο, άξιο και δυνατό, δε γονάτισε 'μπρός μου! Απλά με πήρε! Μ' έσυρε! Με παγίδεψε!
ΧΟΡ: ...στο μαγικό κείνο τόπο, όπου ένας μεγάλος Έρωτας...
ΕΛ: Πιστέψτε με! Όταν ήταν να πάρω την απόφαση, στιγμή δε δίστασα! Τίποτε απ' όλα όσα είχα, δε στάθηκε ικανό να γείρει τη ζυγαριά στο να μείνω. Εδώ τώρα, θα πω το πιο τρελό. Ήξερα ότι θα γίνει πόλεμος! Ήξερα επίσης ότι η Τροία θα πέσει! Δε μ' ένοιαζε! Αλήθεια! κείνο που μ' ένοιαζε ήταν, ν' αργήσει όσο γίνεται πιο πολύ! Πέρασα χρόνια όμορφα μες σ' αυτή τη δίνη του πολέμου! Το κακό ήτανε, πως πάνω που πίστεψα πως τελικά το θέμα είχε λήξει κι ότι οι Αχαιοί φύγαν, ήρθε το τέλος! Κι αυτό χάρη στον άντρα σου Πηνελόπη! Έτσι όπως ήρθανε τα πράματα, δε μπορώ να παραπονεθώ. Κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Το περίεργο είναι, πως μετά που ο Μενέλαος πια δε με σεβότανε, κάπως μου χάρισε όμορφες, ηδονικές στιγμές, που δω θα μολογήσω πως αν δεν του 'χα μανία που μου χάλασε το ειδύλλιο κι είχα λευτερώσει το μυαλό μου, θα περνούσα σαφώς καλύτερα.
ΧΟΡ: ...περιμένει να με παραλάβει!
ΕΛ: (Υπερθεματίζοντας). Ωστόσο, δε σκότωσα κανένα! Λίγα πράγματα θέλησα στη ζωή μου! Αυτά κυνήγησα. Τίποτ' άλλο. Ας ήμουνα βοσκοπούλα κι όχι βασίλισσα!
ΚΛΥΤ: Ωστόσο ήσουν. (Προς τη Πηνελόπη) Την ακούς; Με κατηγορεί! Ποιά; Κείνη που ματοκύλησε τον κόσμο! Κείνη που πήρε τη κόρη μου, τον άντρα μου και τον άντρα σου μακρυά.
ΕΛ: Εγώ δεν έκανα τίποτα! Μίλησα καθαρά και τίμια.
ΠΗΝ: Μη μαλώνετε! Κλυταιμνήστρα, ήρθε θαρρώ η σειρά σου να μιλήσεις κι ότι έχεις να πεις, πες το χωρίς να τη κατηγορείς.
ΧΟΡ:  Ω, αγαπημένα άστρα
         και νύχτα δέσποινα,
         συνένοχοί μου γίνετε
         κι οδηγήστε με άσφαλτα,                     
         κει που η Αφροδίτη με περιμένει,
         να με οδηγήσει έρμαιό της 
         στο τόπο κείνο τον μαγικό,
         όπου ένας μεγάλος Έρως
         περιμένει να με περιλάβει².
         Χώμα στο χώμα κι ανούσια λόγια.
         Εκείνη μίλησε τίμια.
         Ζήτησε λίγα.
         Μα εκ γενετής είχε πολλά.
         Αβυσσαλέα ψυχή,
         σιδηροδέσμια του κορμιού.
         Ο νους ο καπετάνιος
         στη φουρτούνα φαίνεται.
         Μα πολλοί καπετάνιοι
         τα χάνουνε σε φουρτούνες.
         Δεν είναι κακό...
         Μονάκριβες οι επιλογές. 
         Αχ... Ας γύριζε ο χρόνος πίσω
         κι η κρινοδάκτυλη αυγή.
ΚΛΥΤ: Εγώ ήμουν, ας πούμε εντάξει, μέχρι που ξέσπασε αυτό. Όλα βαίνανε καλά, όσο καλά μπορεί να πει κανείς. Γι' αυτό δε θα επικαλεστώ καταγωγή, πόθους κι άλλες πιπεράτες λεπτομέρειες που αφορούνε στο ιδιαίτερο δωμάτιο δυο ερωτευμένων συζύγων. Ήμουνα βασίλισσα με άποψη, είχα άντρα στιβαρό, πλούσιο και δυνατό βασίλειο και παιδιά που λάτρευα. Δε μου 'λειπε τίποτε μέχρι τότε που αυτή θέλησε να δρέψει...
ΕΛ: Ε! Σταμάτα πια! Τόσα χρόνια δε βαρέθηκες;
ΠΗΝ: Κλυταιμνήστρα περιορίσου παρακαλώ στην απολογία σου. Είπαμε όχι κατηγορίες. 
ΚΛΥΤ: Έστω. Συνεχίζω... Ξαφνικά λοιπόν βρέθηκα να χάνω τη πρωτότοκή μου, να κινδυνεύω να μείνω χωρίς άντρα και μόνη μια γυναίκα, να σηκώνω βάρη διπλά, τόσο στο σπίτι όσο και στο βασίλειο. Βάρη αντρικά και γυναικεία ταυτόχρονα! Και χωρίς -ορίστε τ' αναφέρω κι εγώ τελικά- τις γλυκές ώρες τις νύχτας! Με μια λέξη: ..."αμισθί".
ΧΟΡ: Μοναξιά χτυπάς τη πόρτα μου...
ΚΛΥΤ: Η Ιφιγένεια ήταν ένα κορίτσι ξεχωριστό. Σπάνιο! Την έβλεπα να μεγαλώνει και ν' αναπτύσσει σιγά-σιγά, ένα σωρό προτερήματα, χωρίς κανέν ενοχλητικό μειονέκτημα. Συγκέντρωνε τα καλά και των δυο μας, χωρίς τα κακά που σα θνητοί κι εμείς είχαμε. Θα μου πείτε πως δε κακόπεσε, πως γι' αυτό τη διάλεξε η Θεά, επειδή ήτανε ξεχωριστή και της έδωσε σπουδαίο ρόλο που κείνη τελικά αποδέχτηκε. Ακόμα και να 'ναι ευτυχής εκεί, δε με νοιάζει. Εγώ την ήθελα δίπλα μου. Να τη καμαρώνω μέρα-μέρα να μεγαλώνει, να ερωτεύεται κι αυτή όπως όλες μας. Να παντρευτεί, να κάνει παιδάκια που θα τα κρατούσα αγκαλίτσα. Ναι. Το 'θελα αυτό!
ΧΟΡ: ...χτυπάς τη πόρτα εγωισμέ...
ΚΛΥΤ: Έπειτα, ήθελα να 'χω τον άντρα μου σπίτι. Να μου γλυκαίνει τους κόπους της μέρας! Να μοιραζόμαστε τα πάντα. Ν' αλληλοστηριζόμαστε. Να μαλλώνουμε αν πρέπει και να φιλιώνουμε πάλι. Να μιλάμε ή να μη μιλάμε, αλλά να καταλαβαινόμαστε χωρίς λόγια. Ή ας μη καταλαβαινόμαστε κάπου-κάπου. Να με σύρει, ναι, αν δεν έχω κέφια, στο κέφι, με τα στιβαρά του μπράτσα. Ή να τον σύρω εγώ, με τα θηλυκά μου, δήθεν τυχαία, τερτίπια και να του θολώνω το μυαλό ακόμα και τότε που θα 'θελε μόνο να υποκύψει στον Μορφέα κουρασμένος. Κι ας μη το καταφέρναμε πάντα. Όλα είναι στο παιχνίδι. Η προσπάθεια και μόνο μετρά πολλές φορές.
ΧΟΡ: ...τη πόρτα συνετά χτυπάς...
ΚΛΥΤ: Τέλος, θα 'θελα να πω, ότι μπορώ να κατανοήσω πως «ό,τι αγαπώ μπορεί να χαθεί³», πως «η μακαριότητα³» είναι καμιά φορά, φρούδα ελπίδα. Μα να το κατανοήσω αν κι εφόσον υπάρχει πραγματικά σοβαρή αιτία. Ανωτέρα βία. Ναι! Θα το κατανοούσα. Ο νους μου θόλωσε λοιπόν σαν έμαθα την αληθινή αιτία όλων των συμφορών που μου μέλλονταν. Για να το θέσω πιο σωστά και τίμια, ο δικός μου νους, για τους δικούς του λόγους, ποτέ δε δέχτηκε σα πραγματική ανωτέρα βία, όλο τούτο. Κείνο μάλιστα που μ' έκανε να τρελαθώ τελείως, ήταν ότι δεν είχα καμιάν επιρροή, καμιά δυνατότητα και καμιάν ευκαιρία να προσπαθήσω έστω μπας κι αλλάξω κάτι. Δηλαδή, έχανα παιδί, άντρα κι όλα όσα είπα, χωρίς καν να ρωτηθώ.
ΧΟΡ: ...συνετά χτυπά τη πόρτα η δυστυχία...
ΚΛΥΤ: Αμέσως μίσησα δυο ανθρώπους. Τον άντρα μου και την αδελφή-συνυφάδα μου. Αυτόν μεν, γιατί από δικά του λάθη, παραλείψεις κι από την ηλίθια -για μας τις γυναίκες- άποψη περί αντρικού καθήκοντος, έχανα τη κόρη μου. Κείνη δε, γιατί θέλησε να κάνει το κέφι της με κάθε τίμημα. Κι εμείς είμαστε γυναίκες κι εμείς θέλουμε όνειρα και πειρατές, αλλά αυτά είναι παραμύθια. Η πραγματική ζωή πολλάκις μας προσγειώνει, είτε αποδεκτά είτε κι άσχημα! Αλίμονο αν κάθε φορά που 'φευγε μια γυναίκα λαθραία, από 'ναν άντρα, γινόταν χαλασμός! Έπειτα, μολογώ, πως κάπως τη φθονώ που 'χε τη δύναμη ή την αδυναμία, να ενδώσει στ' όνειρο. Το κατά πόσον είναι όνειρο τελικά ή τ' ονειροποιεί η ίδια, για να δικαιολογηθεί σε μας και στα ίδια της μάτια, αυτό, δε το γνωρίζω. Ούτε θέλω να το μάθω. Εδώ, μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα.
ΧΟΡ: ...με φθόνο χτυπά τη πόρτα το μίσος...
ΚΛΥΤ: Αν δεν έκανα ό,τι έκανα, τότε θα 'χα έναν άντρα που 'κανε σφάλματα -αν επέστρεφε και μετά από πόσο;- και μετά θα 'ταν όλα μέλι-γάλα. Έτσι, έχοντας όλ' αυτά στο νου μου, κοίταξα γύρω μου, βρήκα τ' όπλο στο πρόσωπο του Αίγισθου. Ήταν αντρική, βασιλική παρουσία. Στιβαρή κι αυτή κάπως. Μα πάνω απ' όλα παρουσία. Μπόρεσα να μοιράσω πόνο, πόθο, καθήκοντα κι όλα τ' άλλα σε κάπως ικανοποιητικό βαθμό. Κείνος ναι! Αλήθεια! Γονάτισε μπρος μου! Αυτό μ' άρεσε. Είχα βαρεθεί ν' άγομαι κι ήθελα τρυφερόν άνθρωπο. Το σχέδιό μου είχε μπει σε λειτουργία. Δε μετανιώνω. Έχω συγχωρέσει επίσης τον Ορέστη. Γιατί κατανοώ τη σκοπιά του. 'Αργησα λιγάκι μα ναι, τονε συγχώρεσα και τονε κατανοώ. Κι εγώ ίσως να 'κανα το ίδιο στη θέση του. Λυπάμαι μόνο που δεν είχα την ευκαιρία να σκοτώσω και την Ελένη. Τώρα πια που την έχω εδώ, αιώνια συντροφιά, μου 'ναι πια αδύνατο! Τελείωσα.
ΧΟΡ: ....χτυπάει η πόρτα, όταν υπάρχει πόρτα!
ΕΛ: Με σκοτώνεις με τα λόγια σου κάθε φορά. Εγώ, είπα τι θέλησα. Εσύ επίσης. Έχουμε κι ένα κριτή εδώ πέρα.
ΠΗΝ: Συχάστε επιτέλους! Σώνει πια! Δε χορτάσατε τόσο καιρό ν' ακονίζετε τα ξίφη;
ΧΟΡ:   Η μοναξιά χτυπά τη πόρτα με εγωισμό!
          Με μίσος χτυπάει τη πόρτα ο φθόνος!
          Συνετά χτυπά τη πόρτα η δυστυχία!
          Μα όταν δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει πόρτα!
          Τότε η κόλαση σε κρατάει στην αγκαλιά της
          και σου λέει παραμύθια στ' αφτί,
          σε κανακεύει ερωτευμένη,
          σε σύρει ή γονατίζει εμπρός σου,
          πιπιλά το μυαλό σου ηδονικά
          κι εκκρίνει μέσα σου, πάνω σου,
          τους ερωτικούς χυμούς της
          και τότε λες ηδονικά-νοσταλγικά:
          Αχ... Ας γύριζε ο χρόνος πίσω
          κι έστω, το σταχτί συννεφιασμένο σούρουπο!
ΠΗΝ: Σας άκουσα πολύ προσεκτικά, χωρίς να σας διακόψω. Θα 'θελα εδώ να προσθέσω πως, μακάρι να μπορούσα να σας ακούσω και χωρίς ίχνος προκατάληψης ή χωρίς τα προσωπικά μου φίλτρα. Δε τα κατάφερα σ' αυτό το τομέα, το μολογώ. Μου ζητήσατε να μιλήσουμε τίμια, γι' αυτό κι οφείλω να είμαι τίμια. Έτσι, αν τώρα που ξέρετε καλά τι μου συμβαίνει και ξέρετε και την ιστορία μου, θέλετε να μη τοποθετηθώ τότε... πολύ ευχαρίστως!
ΕΛ: Μα τί λες ξαδερφούλα; Αφού μεις στο γυρέψαμε! Έτσι δεν είναι Κλυταιμνήστρα;
ΚΛΥΤ: Βέβαια! Μας ενδιαφέρει η σκοπιά σου. Ξέρουμε πως ίσως να μη συμφωνείς μαζί μας, ξέρουμε την ιστορία σου, μα έχεις άποψη και τη θέλουμε.
ΠΗΝ: Μπορεί όμως να μη σας αρέσουν όσα ακούσετε κι αυτό, όχι γιατί θα 'χετε άδικο η κάθε μια σας, αλλά όχι αδέκαστο κι αμερόληπτο κριτή.
ΕΛ: Μα, συ είσαι και συγγενής μας. Μη το ξεχνάς.
ΚΛΥΤ: Έπειτα ξέρω πως δε μοιάζεις με καμιά μας, άρα δε θα υποστηρίξεις και καμιά μας.
ΕΛ: Πολύ σωστά! Δε θα 'θελα να κριθώ από μιαν άλλη Κλυταιμνήστρα, ούτε κι εκείνη φαντάζομαι, από μια δίδυμή μου στα χούγια.
ΚΛΥΤ: Λοιπόν, ξεκίνα κι άσε τα γυναικεία ναζάκια. Εδώ είναι 'Αδης και δε βλέπω γύρω κανέναν άντρα!
ΧΟΡ:  Αόρατοι υμνητές που κενά καλύπτουν.
         Τί θλιβερή εξέλιξη! Τί κόλαση! 
         Στο στόμα τους να πιάνουν στίχο
         που 'χει γραφεί από 'μας. 
         Που 'χει γραφεί για 'κείνες
         ή κάποιες σαν εκείνες. 
         Να το λένε παινευόμενες ή χλευάζοντας, 
         την ώρα ακόμα του οργασμού λαχανιασμένες,
         αλλά το πρόσωπο να μη θυμούνται. 
         Να ξεχνάνε τ' άνθη
         που στολίσανε το κορμί τους. 
         Να μη μας βλέπουν κι όμως είμαστε απ' αυτές. 
         Κι όμως είμαστε γι' αυτές. 
         Κι εντέλει μαζί ομάδι
         θα μεγαλουργούσαμε. 
         Αμάχη! Κόλαση! Συμπαγείς τοίχοι! 
         Τί θλιβερή εξέλιξη!
         Μα... ας γινόταν να 'ταν τα πράματα αλλιώς.
ΠΗΝ: Έστω λοιπόν. Αρχίζω και θ' αρχίσω από σένα Ελένη, μιας κι όπως είπες, προηγήθηκες χρονικά. Έχουμε παραπλήσιο γένος -δε πιστεύω σε κουτσομπολιά- και το ξέρεις. Επίσης κι εγώ έφηβη έγινα έπαθλο σ' αντρικήν αμάχη. Κι εμένα με κέρδισε ένας πανάξιος, πολυμήχανος άντρας και μ' έσυρε, όπως εσύ το 'θελες. Απαρνήθηκα κι εγώ πράματα για χάρη του, ακλουθώντας τον. 'Αρα, κατανοώ πολύ καλά τι λες! Μέχρις εδώ, μόνο δυο διαφορές μας βλέπω εύκολα. Εγώ, ότι ζητούσες από τον άντρα, το 'θελα, μα είχα επίγνωση πως αυτά είναι ένα καλό πρώτο σκαλί. Ένα θεμέλιο για όλα τ' άλλα που έπονται και που συ απαρνήθηκες μετά. Αυτή είναι η εύκολη, όπως είπα, ψηλάφηση. Διότι, απ' όσο ξέρω, όταν για δεύτερη φορά σου ζητήθηκε ν' απαρνηθείς τα νέα κεκτημένα και ν' αφήσεις τον Πάρη, να γλιτώσει ο κόσμος το ματοκύλισμα κι όλα να γίνουν έτσι όπως εσύ τελικά ομολογείς πως ήξερες ότι θα γίνουν, αρνήθηκες να το κάνεις. Έτσι, μένει μόνον η δεύτερη σα μοναδική διαφορά κι εντέλει ομοιότητα. Ο άντρας! Οι άντρες μας! Παράτησες τον Μενέλαο μα όχι τον Πάρη κι εγώ δε θα παρατούσα ποτέ τον Οδυσσέα!
ΧΟΡ: Ω! τί ακούν τ' αφτιά μας απόψε...
ΠΗΝ: Μα κι αυτό είναι εύκολη ψηλάφηση. Συ είπες πως δε θ' άντεχες χωρίς τον άντρα. Έστω κι αυτόν τον τυχαίο που απλά θα γέμιζε τις νύχτες σου. Εγώ, άντεξα για πάνω από είκοσι χρόνια δίχως του. Γι' αυτόν! Βέβαια, δεν έτυχε να δοκιμαστείς επ' αυτού κι έτσι, ίσως κι εσύ η ίδια δε γνωρίζεις το αν και πόσο θ' άντεχες. Απ' όλα όσα όμως είπες, εκτιμώ, πως αν έβλεπες μερικούς μόνο, απ' τους επίδοξους μνηστήρες που με πολιόρκησαν όλ' αυτά τα χρόνια, όλο και σε κάποιον θα 'χες υποκύψει μέσα στη τόση πείνα σου. Μιλώ χωρίς απόλυτη βεβαιότητα, αλλά ας με διαψεύσεις αν εκτιμώ λάθος...
ΧΟΡ: ....κι ερχόμαστε εμείς να καλύψουμε το σιωπηλό κενό...
ΠΗΝ: ...Δεν απαντάς; Σωστά πράττεις! Πώς εγώ να σε κρίνω δίκαια και σωστά, η πεινασμένη; Είκοσι και πλέον χρόνια πείνας ήταν η ποινή μου. Γιατί τελικά, περί ποινής επρόκειτο. Ποινή που πλήρωσα κι εγώ ας πούμε εξαιτίας σου. Όχι Κλυταιμνήστρα, μη μιλήσεις, μη βιαστείς, τώρα θα 'ρθω σε σένα. Κι εγώ, όπως κι εσύ, τα πήγαινα καλά μέχρι κείνη τη κολασμένη ώρα. Απ' όσα είπες, έχω να σημειώσω πως τα πήγαινα πολύ καλύτερα από σένα. Εγώ δεν έβρισκα κανένα βάρος. Ο άντρας μου ήταν τέλειος και καταφερτζής. Λίγα πράματα άφηνε να πέσουν πάνω μου. Εκείνος δε, -Ελένη- έπεφτε συνεχώς! Υπήρξα πανευτυχής μα για λίγο. Εγώ, πρόλαβα να κάνω μόνον ένα παιδί μαζί του κι όταν γύρισε, είχα χάσει αυτή τη θεϊκιά ευλογία. Κι εγώ μίσησα δυο ανθρώπους, όπως κι εσύ, γι' αυτή τη ποινή. Τη ξαδέρφη μου μα και τον ...άντρα μου! Τον μίσησα γιατί αν ήταν χειρότερος θα μου 'χαν ανοίξει διάπλατα όλες οι επιλογές. Τον μίσησα κι όταν πια γύρισε, γιατί δεν ήταν όπως όταν έφυγε και γιατί ήταν τόσον ικανός, που 'ξερα πως θα γύριζε! Κι εμείς έχουμε διαφορά στον άντρα.
ΧΟΡ: ...τι θλιβερή και απρόσμενη εξέλιξη...
ΠΗΝ: Έτσι, έζησα τη ποινή σα μια κόλαση μα και σαν ένα καθαγιασμό. Ξέρει καμιά σας να μου πει ή έστω αν μπορεί να φανταστεί, τί σημαίνει να ζει κάποια χωρίς άντρα, τον άντρα της τον ένα και μοναδικό, επί είκοσι χρόνια; Όχι βέβαια. Ε, λοιπόν, εγώ ξέρω! Κλυταιμνήστρα, εγώ δε σκότωσα κανένα. Μόνο τη Πηνελόπη καταδίκασα. Αυτή την εν ζωή κόλαση που πέρασα, έρχομαι τώρα να τη περάσω κι εδώ. Μου ζητάτε να κρίνω εγώ εσάς. Μα εγώ, η υπομονετική Πηνελόπη, ήρθα εδώ μ' ανυπομονησία να σας βρω, να ρωτήσω εγώ εσάς, επικαλούμενη ό,τι τώρα είπα κι ένα σωρό άλλα, που χάνονται πια, στις πτυχές του ανύπαρκτου μυαλού μου. Να ρωτήσω εσάς, δυο γυναίκες που χορτάσανε πάθος κι έρωτα! Να ρωτήσω εσάς, αν άξιζα τέτοια ποινή; Αν άξιζε το κόπο όλη αυτή η θυσία; Αν άξιζε το κόπο μόνο ν' απαντώ στον Τηλέμαχο, που ρωτούσε, τι θα πει πια αυτή η λέξη «καθήκον»! Κι αντ' αυτού, βρίσκω εσάς να ρωτάτε εμένα, αν κάνατε καλά ή όχι!
ΧΟΡ: ...τι ειρωνεία! Τελικά όλα στο ίδιο καταλήγουν: Φταιν' οι άδοξοι, κολασμένοι, καταραμένοι ποιητές των αιώνων.

      ΣΚΗΝΗ 5η: (Ο ίδιος ακαθόριστος χώρος «τσαγιού» για κυρίες, η ίδια διακόσμηση, οστά και κρανία. Η διάταξη των γυναικών έχει αλλάξει πάλι. Ξανά στη μέση η Πηνελόπη. Στην αρχή φαίνονται ν' ακούν, σαν σε απόηχο τα λόγια του χορού. Στο τέλος...)

ΧΟΡ:  Τί άκουσαν τ' αφτιά μας απόψε
         Σα που κληθήκαμε να καλύψουμε
         αυτά τ' ανούσια, ουσιώδη κενά
         Τί θλιβερή κι απρόσμενη τροπή!
         Τί τραγική εξέλιξη αλήθεια!
         Ποιός πλήρωσε;
         Ποιός πληρώνει το μεγαλύτερο τίμημα;
         'Αξιζε τάχατε τον κόπο; 
         Τελικά όλα στο ίδιο καταλήγουν:
         Φταίνε οι άδοξοι, κολασμένοι,
         καταραμένοι ποιητές των αιώνων!
         Κείνοι, που φέροντες πένα, φαλλό ή μαχαίρι, 
         ανοίγουνε πληγές, σα χαίνοντα αιδοία!
         Έπειτα, όπως-όπως κλείνουν τες
         ραίνοντάς τες μελάνι, 
         ιδρώ, αίμα, σπέρμα ή δάκρια!
         Γι' αυτούς ποιά μούσα να μιλήσει;
         Μα, τέλος σ' όλα αυτά... Μόνο να:
         Ας ήταν να γύριζε πίσω ο σιωπηλός χρόνος
         και να ρόδιζε λιγουλάκι η αυγή...
ΠΗΝ: Σας κατηγόρησα και τις δυο ειν' αλήθεια. Συ Κλυταιμνήστρα είπες πως φθόνησες την Ελένη. Το θυμάμαι καλά αυτό. Ε λοιπόν εγώ, κάπου στις άκρες του μυαλού μου, φθόνησα σένα. Ίσως να 'πρεπε να 'χα βρει κι εγώ κάποιον να κρατά τα βάρη και να με γεμίζει γλύκες τόσα έτη. Κι αν γύριζε ο άντρας μου, να τον σκότωνα συνεχίζοντας ή... τέλος πάντων! Στην άκρη του μυαλού μου αυτό. Η κόλαση!
ΕΛ: Έ λοιπόν, ίσως τελικά ν' ακουστεί αστείο, μα γω, φθονώ με την άκρη επίσης του μυαλού μου, εσένα Πηνελόπη γι' αυτή τη ποινή.
ΠΗΝ: Νομίζω ότι περάσαμε τη πρώτη και τελευταία μας φορά σαν ήρεμες κολασμένες κυρίες. Από δω και πέρα, θα 'ναι τριπλή η αμάχη. Ελπίζω, σεις ειδικά που 'χετε καλοακονισμένα απ' τη χρήση, ξίφη, να 'στε τίμιες. Δε θα 'μαι ευκαταφρόνητη αντίπαλος.
ΚΛΥΤ: Καλώς όρισες εδώ Πηνελόπη. 
ΕΛ: Ναι, καλώς όρισες ξαδερφούλα. Αναρωτιέμαι μόνο πώς να 'ναι τάχατες ο παράδεισος;
ΧΟΡ:  Παράδεισος και κόλαση,
         θάνατος και ζωή.
         Ένας ατέρμων κοχλίας!
         Τί θλιβερή κι απρόσμενη εξέλιξη.
         Οι συμπαγείς τοίχοι του κάτω κόσμου. 
         Τι τελικά διέρχεται από αυτούς μονοδρομικά; 
         Εμείς καλύψαμε κενά.
         Τί πληκτικό και συνάμα τί μεγαλειώδες!
         Πήραν ανάσες οι ηρωίδες μας.
         Βοηθήσαμε όσο μας επετράπη. 
         Κι απ' αυτό όσο μας επέτρεπαν
         οι φτωχές μας δυνάμεις.
         Όλα καλά, όλα σεβαστά, όσα ακούστηκαν. 
         Αλήθεια, αναρωτιόμαστε κι εμείς,
         πώς να 'ναι τάχα ο παράδεισος;
         Έχει σημασία; Μόνο να: 
         Ας ήταν να γύριζε ο χρόνος πίσω
         κι η ροδοδάκτυλη αυγή 
         έστω το γκρίζο συννεφιασμένο δείλι.

                                       ΑΥΛΑΙΑ
                                  
"Σε κείνη                                                    
που άνοιξε όλες
                                                 Ιούλης 2003
μαζί τις κάνουλες..."
---------------------------------------------------------------------------------------


 Σημ ²: Πρόκειται περί μιας παραφράσεως ενός τμήματος παρακλαυσίθυρου* αρχαίου άσματος γραφέν από άγνωστη το οποίο έπεσε στην αντίληψή μου σχετικά  πρόσφατα και για την οποία είμαι αποκλειστικά και μόνον ο υπεύθυνος. (Αναρτάται στις "Μεταφράσεις").
 Σημ ³: Είναι δυο τίτλοι από τα πιο αγαπημένα μου διηγήματα! Το ένα «   Ό,τι Αγαπάς Θα Χαθεί   » είναι του Στέφεν Κινγκ κι είναι μέσα στη συλλογή διηγημάτων «Όλα Είναι Δυνατά» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «BELL» και το άλλο είναι η «  Μακαριότητα» της Κέητ Μάνσφιλντ και βρίσκεται στο ομότιτλο βιβλίο διηγημάτων της  από τις εκδόσεις «ΓΡΑΜΜΑΤΑ».

 *Παρακλαυσίθυρον είναι άσμα που γραφότανε για να διαβαστεί παρά τη θύρα του ατόμου κείνου που αδικούσε και παρατούσε αδίκως -βάσει της γνώμης του ετέρου- το ερωτικό του ταίρι. Αρχαίο έθιμο σύνηθες και
παραγγέλοταν σε ποιητές ή ποιήτριες της εποχής, αν δε μπορούσε να το
κάνει το ίδιο το άτομο. Υπάρχει πάντως στη διάθεση όποιου κι όποιας
εκδηλώσει ενδιαφέρον να το διαβάσει!

 ΟΔΗΓΙΕΣ: (Για όλη τη σειρά των θεατρικών αλλά κι ειδικά για τούτο).

   1ον) Ψυχική αγωνία στις ηρωίδες ορατή! Δε θα υπομειδιάσουν καν καθ' όλη τη διάρκεια του έργου! Πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αρχική ανυπομονησία της Πηνελόπης! Μαρτυρά έτσι την αγωνία ενός ατόμου να τοποθετήσει όλο του τον αγώνα σε κάποια θέση στο κόσμο ούτως ώστε να λάβει έστω και στα στερνά τη πληρωμή του υπό μορφήν έστω μιας τυπικής πολλάκις επιδοκιμασίας! Επιλογές όλες σεβαστές και δεόντως στηριγμένες τόσον προς τους άλλους αλλά κι όσον προς τον ίδιο τον εαυτό! Αγωνία αν έγινε το (ποιό;) σωστό!
   2ον)  Ο Χορός είναι αόρατος όπως η αντρική παρουσία στις σκέψεις, συζητήσεις ή αποφάσεις των γυναικών! Δεν ακούγεται γιατί οι άντρες πια δεν λαμβάνονται υπ' όψιν ειδικά σε τέτοιες δύσκολες προσωπικές στιγμές -πράγμα που 'ναι εν γένει λάθος! Κολασμένοι, καταραμένοι γιατί σαν άντρες "τύλιξαν" τις γυναίκες μα στο τέλος τα κίνητρά τους -ανεξαρτήτως του τι ήσαν-, εκλαμβάνονται ως κακά και κατηγορούνται γι' αυτά! Αθεράπευτοι γιατί χωρίς αυτές δεν είναι τίποτε! 'Αδοξοι γιατί απέτυχαν στους στόχους τους και δε τους αναγνωρίζεται καμιά δόξα ακόμα κι αν πράττουν σωστά! Ποιητές γιατί προσεγγίζοντας και φλερτάροντας τες μετέρχονται μεθόδους ποιητικές -εδώ πιάνω μόνον αυτή τη πιθανότητα- και "των αιώνων" γιατί στο διάβα των ελάχιστα έχουν αλλάξει σε αυτό! Πρέπει να 'ναι επίσης άσχημοι και λιτοί για να δοθεί έμφαση στο κοινό τέρμα που περιμένει και τα δυό φύλα!
   3ον) Έρωτας άλλοτε στο προ- κι άλλοτε στο παρασκήνιο! Θάνατος κι απώλεια έντονα ζωγραφισμένη! Νοσταλγία και ιδιαίτερη μνεία στο μάταιο της έριδας μιας και ο θάνατος είναι το λογικό φινάλε! Έμφαση επίσης στο τρελό μα ορατό γαϊτανάκι που πλέκεται ανάμεσα στις ηρωίδες σε ότι φθονούν ότι μισούν κι ότι λαχτάρισαν μα δε κάνανε τελικά! Αυτό θα καταδείξει επίσης το πόσο ψευδεπίγραφο είναι όλο τούτο γιατί τελικά ότι έκαμε η κάθε μια, αυτό μπορούσε ή αυτό άξιζε να κάνει κι αν έστω ξαναζούσε πάλι το ίδιο θα επέλεγε!
   4ον) Συνετά η Πηνελόπη κάνει τη σύνδεση και των τριών ιστοριών των γυναικών σε σχέση και με τους  άντρες όπου η κάθε μια είχε για ταίρι! Το κείμενο αυτό γράφτηκε από άντρα έτσι δε μπορούσε να γίνει αλλιώς, άρα και αντρικό χορό είχε κι αντρική άποψη έπρεπε να δοθεί.                                      
   5ον) Πρόκειται περί μιας σειράς τεσσάρων (προς το παρόν και ...μάλλον μονίμως πια) μονόπρακτων που όλα μαζί συγκεντρώνουν ένα πλήθος εννοιών κι ιδεών που έχτισα στο μυαλό μου και για να σχηματίσει κάποιος ολόκληρη την εικόνα θα πρέπει να τα διαβάσει όλα!  
   6ον) Προσπάθησα να κρατηθώ μέσα στο μύθο κι ήμουν πολύ προσεκτικός σε αυτό το τομέα! Σε πάρα πολύ ελάχιστα σημεία ξέφυγα λιγάκι και το έκανα συνειδητά για να μου «κάτσει» ο συλλογισμός! Είναι τόσο λίγα και τόσο μικρή η φευγάλα που νομίζω θα μου συγχωρεθεί! Όλες οι ... προεκτάσεις του είναι βέβαια δικής μου προελεύσεως μα είναι πιστεύω λογικές και μιας και μπορούν να σταθούν, είναι επίσης συγχωρητέες.
   7ον) Αν δεν αλλαχτεί απολύτως τίποτε και τηρηθεί το καθετί, τότε η ομάδα τούτων των θεατρικών θα 'χει πει ακριβώς αυτό που 'θελα να τονίσω γράφοντάς τα. Αν αλλαχτεί κάτι, ανεξαρτήτως από την έκβαση, καλή ή κακή, ενδεχομένως να επηρεαστεί το νόημα που 'χα κατά νου.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers