ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Borges Jorge Luis : ÌåãÜëïò Ðáãêüóìéïò Ëüãéïò...

    

                                             Βιογραφικü

     ΓεννÞθηκε πρüωρα στις 24 Αυγοýστου 1899 στο ΜπουÝνος 'Αιρες -την ßδια μÝρα με τη γÝννηση του Βλαντιμßρ Ναμπüκωφ (Vladimir Nabokov)- και πÝθανε, προþρως επßσης, 14 Ιουνßου 1986,  87 χρονþν, στη Γενεýη. Στα χρüνια που μεσολαβÞσανε μεγαλοýργησε. Ο Üνθρωπος που 'λεγε πως επιθυμßα του εßναι να γρÜψει «μια σελßδα, μια παρÜγραφο, Ýνα βιβλßο που να 'ναι για üλο τον κüσμο» Ýγραψε δεκÜδες δοκßμια, μυθιστορÞματα και ποιÞματα. Η τýφλωσÞ του το 1960 δεν τον εμπüδισε να ταξιδÝψει και να δþσει διαλÝξεις σ' üλο το κüσμο. ΑπÝκτησε φανατικοýς αναγνþστες κι αγαπÞθηκε üσο λßγοι.
     Ο Χüρχε Λουßς Μπüρχες (Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo, -αλλÜ, ακολουθþντας την αργεντßνικη παρÜδοση, δεν το χρησιμοποιοýσε ποτÝ ολüκληρο- γεννÞθηκε στο ΜπουÝνος ¢ιρες, ΑργεντινÞ, 24 Αυγοýστου 1899 και πÝθανε στη Γενεýη, Ελβετßα, 14 Ιουνßου 1986), Þταν Αργεντινüς συγγραφÝας και θεωρεßται μßα απü τις σημαντικüτερες λογοτεχνικÝς μορφÝς του 20οý αιþνα. Παρüλο που εßναι πιο γνωστüς για τα διηγÞματÜ του (üπου κυριαρχεß το στοιχεßο του φανταστικοý), ο Μπüρχες Þταν επßσης δοκιμιογρÜφος, ποιητÞς και κριτικüς.
     Ο πατÝρας του Χüρχε ΓκιγÝρμο Μπüρχες ΑσλÜμ, εν μÝρει Ισπανüς, εν μÝρει ΠορτογÜλος και μισüς Βρετανüς, Þτανε δικηγüρος και δÜσκαλος ψυχολογßας κι επßσης εßχε λογοτεχνικÝς φιλοδοξßες. "ΠροσπÜθησε να γßνει συγγραφÝας και δε τα κατÜφερε", εßπε κÜποτε ο Μπüρχες. "¸γραψε μερικÜ πολý καλÜ σονÝτα". Η μητÝρα του Λεονüρ ΑσεβÝδο ΣουÜρες, Ισπανßδα και πιθανüν Πορτογαλßδα, Þταν απü παλιÜ οικογÝνεια της ΟυρουγουÜης. Στο σπßτι μιλοýσανε τüσον ισπανικÜ üσο κι αγγλικÜ κι απü πολý νωρßς ο Μπüρχες Þταν ουσιαστικÜ δßγλωσσος. ΛÝνε üτι διÜβαζε Σαßξπηρ στα 12 του, στα αγγλικÜ. ΜεγÜλωσε στη τüτε μακρινÞ κι üχι πολý ευημεροýσα συνοικßα του ΠαλÝρμο, σε μεγÜλο σπßτι με μεγÜλη βιβλιοθÞκη.
     Ο πατÝρας αναγκÜστηκε να εγκαταλεßψει νωρßς το επÜγγελμα του δικηγüρου εξαιτßας τη σταδιακÞς τýφλωσης, η οποßα αργüτερα θα επηρÝαζε και τον γιο και το 1914 η οικογÝνεια μετακüμισε στη Γενεýη, üπου Ýτυχε περßθαλψης απü ειδικü οφθαλμßατρο, ενþ ο Μπüρχες κι η αδελφÞ του Νüρα (γενν. 1902) πηγαßνανε σχολεßο. Εκεß Ýμαθε γαλλικÜ, με τα οποßα προφανþς δυσκολεýτηκε αρχικÜ, μελÝτησε μüνος του γερμανικÜ και πÞρε το μπακαλορεÜ απü το ΚολÝγιο της Γενεýης το 1918.
     Αφοý τÝλειωσε ο Α´ Παγκ. Πüλ., η οικογÝνεια πÝρασε για τρßα χρüνια σε διÜφορα μÝρη: το ΛουγκÜνο, τη Βαρκελþνη, τη Μαγιüρκα, τη Σεβßλλη και τη Μαδρßτη. Στην Ισπανßα Ýγινε μÝλος του αβÜν-γκαρντ ουλτραúστικοý λογοτεχνικοý κινÞματος. Το 1ο του ποßημα, "¾μνος Στη ΘÜλασσα", γραμμÝνο στο στυλ του Γουüλτ Γουßτμαν, εκδüθηκε στο περιοδικü Grecia (ΕλλÜδα). Εκεß συναναστρÜφηκε αξιüλογους Ισπανοýς συγγραφεßς, üπως τον ΡαφαÝλ Κασßνος ΑσÝνς και τον Ραμüν Γκüμεθ ντε λα ΣÝρνα.
     Το 1921 ο επÝστρεψε με την οικογÝνειÜ του στο ΜπουÝνος ¢ιρες üπου εισÞγαγε το δüγμα του Ουλτραúσμοý και ξεκßνησε καριÝρα ως συγγραφÝας δημοσιεýοντας ποιÞματα και δοκßμια σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ. Η 1η συλλογÞ ποιημÜτων του Þταν η «Fervor de Buenos Aires» (ΠÜθος για το ΜπουÝνος ¢ιρες, 1923). ΣυνεισÝφερε στην αβÜν-γκαρντ επιθεþρηση Martín Fierro (της οποßας η "τÝχνη για την τÝχνη" προσÝγγιση Þταν αντßθετη με την πιο πολιτικοποιημÝνη ομÜδα του ΜποÝδο), συνßδρυσε τα περιοδικÜ Prisma (1921–1922) και Proa (1922–1926). ¹τανε τακτικüς συνεργÜτης, απü το 1ο κιüλας τεýχος, στο Sur, το οποßο ξεκßνησε το 1931 απü τη Βικτüρια ΟκÜμπο κι Ýγινε το σημαντικüτερο λογοτεχνικü περιοδικü της ΑργεντινÞς. Η ΟκÜμπο γνþρισε τον Μπüρχες στον Αδüλφο Μπιüι ΚασÜρες, που Ýγινε τακτικüς συνεργÜτης του και σημαντικÞ φυσιογνωμßα της αργεντßνικης λογοτεχνßας.
     Το 1933 Ýγινε συντÜκτης του λογοτεχνικοý Ýνθετου της εφημερßδας Crítica, στην οποßα και πρωτοεμφανιστÞκανε τα γραπτÜ του που αργüτερα περιληφθÞκανε στην Historia universal de la infamia (Παγκüσμια Ιστορßα της Ατιμßας). Τα επüμενα χρüνια εργÜστηκε ως λογοτεχνικüς σýμβουλος στον εκδοτικü οßκο Emecé κι εßχε εβδομαδιαßα στÞλη στην El Hogar, η οποßα κυκλοφüρησε απü το 1936 μÝχρι το 1939. Το 1937 Ýπιασε δουλειÜ στο παρÜρτημα ΜιγκÝλ ΚανÝ της ΔημοτικÞς ΒιβλιοθÞκης του ΜπουÝνος ¢ιρες ως βοηθüς. Οι συνÜδελφοß του του απαγüρευσαν αμÝσως να καταλογογραφεß περισσüτερα απü 100 βιβλßα τη μÝρα, κÜτι που ο Μπüρχες Ýκανε μÝσα σε περßπου μια þρα. Περνοýσε το υπüλοιπο της ημÝρας στο υπüγειο της βιβλιοθÞκης γρÜφοντας Üρθρα και διηγÞματα. ¼ταν ανÝβηκε στην εξουσßα το 1946 ο ΧουÜν Περüν, ο Μπüρχες ουσιαστικÜ απολýθηκε: "προÞχθηκε" στη θÝση του επιθεωρητÞ πουλερικþν για τη δημοτικÞ αγορÜ του ΜπουÝνος ¢ιρες (απü την οποßα παραιτÞθηκε αμÝσως -üταν αναφερüταν σ' αυτü, διακοσμοýσε πÜντα τον τßτλο σε "ΕπιθεωρητÞς Πουλερικþν & Κουνελιþν"). Οι επιθÝσεις του κατÜ των περονιστþν μÝχρι κεßνο το σημεßο περιορßζονταν κυρßως στην υπογραφÞ διακηρýξεων υπÝρ της δημοκρατßας, üμως σýντομα μετÜ την παραßτησÞ του απευθýνθηκε στον Αργεντßνικο Σýνδεσμο ΓραμμÜτων λÝγοντας, με το χαρακτηριστικü του στυλ, üτι "Οι δικτατορßες προωθοýν την καταπßεση, οι δικτατορßες προωθοýν τη δουλοπρÝπεια, οι δικτατορßες προωθοýν τη βαναυσüτητα, πιο αποτρüπαιο εßναι το γεγονüς üτι προωθοýν την ηλιθιüτητα".
     Ο θÜνατος του πατÝρα το 1938, Þτανε βαρý πλÞγμα γιατß εßχανε πολý στενÞ σχÝση. Τη παραμονÞ ΧριστουγÝννων το 1938, ο Μπüρχες χτýπησε Üσχημα στο κεφÜλι σε ατýχημα. ΚατÜ τη διÜρκεια της θεραπεßας της πληγÞς παρ' ολßγο να πεθÜνει απü σηψαιμßα -το διÞγημÜ του "Ο Νüτος" του 1944, βασßζεται σε αυτü ακριβþς το γεγονüς. Ενþ ανÜρρωνε απü το ατýχημα, Üρχισε να γρÜφει σε Ýνα στυλ για το οποßο Ýγινε διÜσημος κι η 1η του συλλογÞ διηγημÜτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο ΚÞπος με τα ΜονοπÜτια που Διακλαδþνονται) εμφανßστηκε το 1941. Το βιβλßο περιλÜμβανε το διÞγημα "Ο Νüτος", ιστορßα που περιεßχε αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα, και για την οποßα ο συγγραφÝας αργüτερα εßπε: "ßσως η καλýτερÞ μου ιστορßα". Παρüλο που γενικÜ Ýτυχε θετικÞς αποδοχÞς, δεν κατÜφερε να αποσπÜσει τα λογοτεχνικÜ βραβεßα που ο κýκλος του Μπüρχες ανÝμενε και πολλοß γρÜψανε κεßμενα με τα οποßα τον υποστÞριξαν.
     Χωρßς δουλειÜ, με την üρασÞ του να μειþνεται εξαιτßας του γλαυκþματος και ανÞμπορος να στηρßξει πλÞρως τον εαυτü του ως συγγραφÝας, ο Μπüρχες ξεκßνησε μια νÝα καριÝρα δßνοντας δημüσιες διαλÝξεις. ΠαρÜ το üτι πολιτικÜ διþχθηκε κÜπως, οι διαλÝξεις του εßχαν αρκετÞ επιτυχßα και μετατρÜπηκε σε δημüσιο πρüσωπο. ¸γινε Πρüεδρος του Αργεντßνικου ΣυνδÝσμου ΣυγγραφÝων (1950–1953) και ΚαθηγητÞς ΑγγλικÞς και ΑμερικανικÞς Λογοτεχνßας (1950–1955) στον Αργεντßνικο Σýνδεσμο Αγγλικοý Πολιτισμοý. Το διÞγημÜ του Emma Zunz γυρßστηκε σε ταινßα (με τßτλο Días de odio- ΜÝρες μßσους) το 1954 απü τον Αργεντßνο σκηνοθÝτη Λεοπüλδο Τüρρε Νßλσον. Τον ßδιο καιρü ο Μπüρχες Üρχισε να γρÜφει σενÜρια για ταινßες.
     Το 1955, με πρωτοβουλßα της Βικτüρια ΟκÜμπο, η νÝα αντι-περονικÞ στρατιωτικÞ κυβÝρνηση τον διüρισε επικεφαλÞς της ΕθνικÞς ΒιβλιοθÞκης. ΜÝχρι τüτε εßχε τυφλωθεß εντελþς. ¼πως ο ßδιος ο Μπüρχες παρατÞρησε, "ο Θεüς μου Ýδωσε ταυτüχρονα τα βιβλßα και τη νýχτα". Τον επüμενο χρüνο κÝρδισε το Εθνικü Βραβεßο Λογοτεχνßας κι ανακηρýχθηκε επßτιμος διδÜκτορας απü το ΠανεπιστÞμιο του Κοýγιο (αργüτερα ακολοýθησαν πολλÝς τÝτοιες ανακηρýξεις). Απü το 1956 μÝχρι το 1970, Þταν επßσης καθηγητÞς λογοτεχνßας στο ΠανεπιστÞμιο του ΜπουÝνος ¢ιρες, ενþ προσκλÞθηκε και απü Üλλα πανεπιστÞμια για σýντομες χρονικÝς περιüδους. Μη μπορþντας να διαβÜσει και να γρÜψει (δεν Ýμαθε ποτÝ του Σýστημα ΜπρÜιγ), εξαρτιüταν απü τη μητÝρα, που εßχε πÜντοτε στενÞ σχÝση κι η οποßα Üρχισε να δουλεýει ως προσωπικÞ του γραμματÝας.
     Η διεθνÞς φÞμη του ξεκßνησε στις αρχÝς της 10ετßας του '60. Το 1961 μοιρÜστηκε με τον ΣÜμιουελ ΜπÝκετ το Βραβεßο Φορμεντüρ. Το γεγονüς ο ΜπÝκετ Þταν Þδη πολý γνωστüς στον αγγλüφωνο κüσμο, ενþ μÝχρι τüτε ο Μπüρχες παρÝμενε Üγνωστος κι αμετÜφραστος, κßνησε την περιÝργεια πολλþν να μÜθουνε ποιος εßναι. Η ιταλικÞ κυβÝρνηση τον ονüμασε Commendatore, ενþ το ΠανεπιστÞμιο του ΤÝξας στο ¿στιν τονε κÜλεσε για 1 χρüνο. Αυτü οδÞγησε στη 1η περιοδεßα διαλÝξεþν του στις ΗΠΑ. Ακολοýθησαν οι 1ες μεταφρÜσεις Ýργων του στα αγγλικÜ το 1962, και τα επüμενα χρüνια περιοδεßες στην Ευρþπη και τη περιοχÞ των ¢νδεων στη Νüτια ΑμερικÞ. Το 1965 τιμÞθηκε με διÜκριση απü τη βασßλισσα του ΗνωμÝνου Βασιλεßου ΕλισÜβετ Β'. Το 1980 του δüθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενþ πολλÝς Üλλες τιμÝς και βραβεßα ακολοýθησαν τα επüμενα χρüνια, üπως η γαλλικÞ Λεγεþνα της ΤιμÞς το 1983 και το Βραβεßο ΘερβÜντες.
     Το 1967 ξεκßνησε 5ετÞ συνεργασßα με τον Αμερικανü μεταφραστÞ Νüρμαν Τüμας ντι ΤζοβÜνι, χÜρη στον οποßο Ýγινε πιο γνωστüς στον αγγλüφωνο κüσμο. Επßσης συνÝχισε να εκδßδει βιβλßα, μεταξý αυτþν El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλßο των Φανταστικþν ¼ντων, 1967, μαζß με τη Μαργαρßτα ΓκερρÝρο), El informe de Brodie (Η ¸κθεση του Μπρüντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλßο της ¢μμου, 1975). ¸δωσε επßσης πÜρα πολλÝς διαλÝξεις. ΠολλÝς απü αυτÝς τις διαλÝξεις ανθολογÞθηκαν στις εκδüσεις Siete noches (ΕφτÜ Νýχτες) και Nueve ensayos dantescos (ΕννιÜ δαντικÜ δοκßμια).
     Αν και πασßγνωστος τουλÜχιστον απü τα τÝλη της δεκαετßας του 1960, δε του δüθηκε ποτÝ το Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας. Κυρßως περß τα τÝλη της δεκαετßας του '80, üταν εßχεν Þδη γερÜσει κι η υγεßα του εßχεν αρχßσει να φθßνει, αυτÞ η μη απονομÞ, Þταν εμφανÞς παρÜλειψη. ΕικÜζεται üτι το βραβεßο δεν του απονεμÞθηκε ποτÝ, λüγω της σιωπηλÞς στÞριξÞς του Þ Ýστω απροθυμßας του να καταδικÜσει τις στρατιωτικÝς δικτατορßες σε ΑργεντινÞ, ΧιλÞ, ΟυρουγουÜη κι αλλοý. Παρüλο που αυτÞ η πολιτικÞ του στÜση πÞγαζε απü αυτü που ßδιος ο Μπüρχες αποκαλοýσε "αναρχο-ειρηνισμü," τον πρüσθεσε στον κατÜλογο των διακεκριμÝνων συγγραφÝων που δεν κÝρδισαν ποτÝ Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας, στον οποßο βρßσκονται, μεταξý Üλλων, οι ΓκρÜχαμ Γκριν, ΤζÝιμς Τζüις, Βλαντιμßρ Ναμπüκοφ και ΛÝων Τολστüι. Παρ' üλα αυτÜ, του δüθηκε το Βραβεßο ΙερουσαλÞμ το 1971, το οποßο δßδεται σε συγγραφεßς που ασχολοýνται με θÝματα ανθρþπινης ελευθερßας και κοινωνßας.
          ¼ταν ο ΧουÜν Περüν επÝστρεψε απü την εξορßα κι επανεξελÝγηκε πρüεδρος το 1973, ο Μπüρχες παραιτÞθηκε αμÝσως απü διευθυντÞς της ΕθνικÞς ΒιβλιοθÞκης. Νυμφεýτηκε για πρþτη φορÜ το 1967, κατüπιν φοβερÞς πßεσης που δÝχθηκε απü τη μητÝρα του, που Ýχοντας περÜσει τα 90, Þθελε να βρει κÜποιαν να φροντßζει τον τυφλü της γιο. ¸τσι, κανüνισαν μαζß με την αδελφÞ του Μπüρχες, Νüρα, να παντρευτεß τη πρüσφατα χÞρα ¸λσα ΑστÝτε ΜιγιÜν. ΛÝγεται üτι ο Μπüρχες δεν εßχε ποτÝ ερωτικÞ επαφÞ με τη γυναßκα αυτÞ. Κοιμüντουσαν σε χωριστÜ δωμÜτια κι ο γÜμος κρÜτησε λιγüτερο απü 3 χρüνια. ΜετÜ το διαζýγιο, ο Μπüρχες επÝστρεψε στη μητÝρα του, με την οποßα Ýζησε μÝχρι τον θÜνατü της, στα 99. ΜετÜ απ' αυτü Ýζησε μüνος στο ßδιο μικρü διαμÝρισμα και τονε φρüντιζε η οικιακÞ βοηθüς που την εßχανε για 10ετßες.
     ΜετÜ το 1975, τη χρονιÜ που πÝθανε η μητÝρα του, ο Μπüρχες Üρχισε μια σειρÜ απü μεγÜλα ταξßδια σε üλο τον κüσμο, τα οποßα συνεχßστηκαν μÝχρι τον θÜνατü του. ΣυχνÜ τον συνüδευε στα ταξßδια αυτÜ μßα βοηθüς του, η Δεσποινßδα Μαρßα ΚοδÜμα, ΑργεντινÞ ιαπωνικÞς και γερμανικÞς καταγωγÞς. Το 1984, Þρθε στην ΕλλÜδα, συγκεκριμÝνα στην ΑθÞνα, κι ýστερα στο ΡÝθυμνο, üπου αναγορεýτηκε σε επßτιμο διδÜκτορα της ΦιλοσοφικÞς ΣχολÞς του Πανεπιστημßου ΚρÞτης.
     Ο Χüρχε Λουßς Μπüρχες πÝθανε απü καρκßνο του Þπατος στη Γενεýη και τÜφηκε στο Βασιλικü ΚοιμητÞριο (ΠλενπαλÝ). Στη Γενεýη, προς μεγÜλη Ýκπληξη των στενþν του φßλων, üπως Þταν ο Αδüλφο Μπιüι ΚασÜρες, λßγο πριν πεθÜνει παντρεýτηκε τη Μαρßα ΚοδÜμα. Η ΚοδÜμα απÝκτησε üλα τα δικαιþματα των γραπτþν του, τα οποßα υπολογßζεται üτι της αποφÝρουν ετÞσιο εισüδημα πολλþν εκατομμυρßων. Ο γνωστüς εκδοτικüς οßκος Gallimard και πολλοß διανοοýμενοι καταδικÜσανε την üλη στÜση της ΚοδÜμα, την οποßα θεωροýν ως πολý μεγÜλο εμπüδιο για τη πρüσβαση στα γραπτÜ του Μπüρχες (βλ. Üρθρα σε Le Nouvel Observateur, El País και La Nación, μεταξý Üλλων).
     Εκτüς απü τα διηγÞματÜ του για τα οποßα εßναι περισσüτερο γνωστüς, ο Μπüρχες Ýγραψε επßσης ποßηση, δοκßμια, διÜφορα σενÜρια, και σημαντικü üγκο λογοτεχνικÞς κριτικÞς, προλüγους και βιβλιοκριτικÝς, επιμελÞθηκε πολλÝς ανθολογßες, και μετÝφρασε στα ισπανικÜ πολλÜ Ýργα απü αγγλικÜ, γαλλικÜ και γερμανικÜ (ακüμη και απü αρχαßα αγγλικÜ και αρχαßα σκανδιναβικÜ). Το γεγονüς üτι τυφλþθηκε (üπως και ο πατÝρας του, ενþ Þταν ενÞλικας) επηρÝασε πολý τα μετÝπειτα γραπτÜ του. Ιδιαßτερη θÝση στα πνευματικÜ του ενδιαφÝροντα Ýχουν στοιχεßα απü τη μυθολογßα, τα μαθηματικÜ, τη θεολογßα, τη φιλοσοφßα και, ως προσωποποßηση αυτþν, η αßσθηση του Μπüρχες για τη λογοτεχνßα ως ψυχαγωγßα -üλα αυτÜ ο συγγραφÝας τα μεταχειρßζεται Üλλοτε ως παιγνßδι κι Üλλοτε τα βλÝπει πολý σοβαρÜ.
     Ο Μπüρχες Ýζησε το μεγαλýτερο μÝρος του 20οý αιþνα κι Ýτσι επηρεÜστηκε απü την περßοδο του Μοντερνισμοý κι ιδιαßτερα απü τον Συμβολισμü. Η πεζογραφßα του αναδεικνýει τη σε βÜθος μüρφωση του συγγραφÝα και εßναι πÜντοτε περιεκτικÞ. ¼πως τον σýγχρονü του Βλαντιμßρ Ναμπüκοφ και τον κÜπως παλιüτερο ΤζÝιμς Τζüυς, συνδýασε το ενδιαφÝρον του για την πατρßδα του με πολý ευρýτερα ενδιαφÝροντα. ¹ταν και αυτüς επßσης πολýγλωσσος και παιχνιδιÜρης με τη γλþσσα, αλλÜ ενþ τα Ýργα των Ναμπüκοφ και Τζüις Ýτειναν να γßνονται üλο και πιο μεγÜλα με την πÜροδο του χρüνου, ο Μπüρχες παρÝμεινε οπαδüς του μικροý. Επßσης σε αντßθεση με τους Τζüις και Ναμπüκοφ, το Ýργο του Μπüρχες σταδιακÜ απομακρýνθηκε απü αυτü που ο ßδιος αποκαλοýσε "το μπαρüκ", ενþ των πρþτων κινÞθηκε προς αυτü: τα τελευταßα Ýργα του Μπüρχες δεßχνουν Ýνα ýφος πολý πιο διÜφανο και νατουραλιστικü απü ü,τι Ýδειξε στα πρþτα του Ýργα.
     ΠολλÝς απü τις πιο γνωστÝς του ιστορßες αφοροýν τη φýση του χρüνου, το Üπειρο, καθρÝφτες, λαβýρινθους, την πραγματικüτητα και την ταυτüτητα. ΜερικÝς ιστορßες επικεντρþνονται σε φανταστικÝς ιδÝες, üπως μια βιβλιοθÞκη η οποßα περιλαμβÜνει üλα τα πιθανÜ κεßμενα 410 σελßδων ("Η βιβλιοθÞκη της ΒαβÝλ"), κÜποιος που δεν ξεχνÜει τßποτα απολýτως ("Φοýνες ο μνημονικüς"), μßα οπÞ μÝσα απü την οποßα μπορεß κανεßς να δει τα πÜντα στο σýμπαν ("Το Üλεφ"), και Ýνα Ýτος στÜσιμο που δßνεται σε κÜποιον που στÝκεται μπροστÜ στο εκτελεστικü απüσπασμα ("Το μυστικü θαýμα"). Ο ßδιος Μπüρχες αφηγÞθηκε αρκετÜ ρεαλιστικÝς ιστορßες της ζωÞς στη Νüτια ΑμερικÞ, ιστορßες που αναφÝρονταν σε λαúκοýς Þρωες, μÜγκες το δρüμου, στρατιþτες, γκÜουτσο, ντετÝκτιβ, ιστορικÝς φυσιογνωμßες. ΑνÝμιξε το πραγματικü με το φανταστικü, και σε μερικÝς περιπτþσεις, κυρßως στα πρþτα του κεßμενα, αυτÝς οι αναμßξεις δεν απεßχαν πολý απü κÜποιου εßδους απÜτη Þ παραποßηση της πραγματικüτητας.
     Η πληθþρα του μη λογοτεχνικοý Ýργου του Μπüρχες συνßσταται σε κριτικÝς ταινιþν και βιβλßων, σýντομες βιογραφßες, και φιλοσοφικÜ κεßμενα σε θÝματα üπως τη φýση του διαλüγου, της γλþσσας και της σκÝψης, καθþς και τις σχÝσεις μεταξý τους. Απü αυτÞ την Üποψη, και λαμβÜνοντας υπ’ üψη το προσωπικü πÜνθεον του Μπüρχες, θεωροýσε τον Μεξικανü δοκιμιογρÜφο παρüμοιων θεμÜτων Αλφüνσο ΡÝγες ως "τον καλýτερο ισπανüφωνο πεζογρÜφο üλων των εποχþν". Στα μη λογοτεχνικÜ του κεßμενα επßσης εξερευνÜ πολλÜ απü τα θÝματα που εμφανßζονται στη λογοτεχνßα του. Δοκßμια üπως "Η ιστορßα του τανγκü" Þ τα κεßμενÜ του για το επικü ποßημα "Μαρτßν ΦιÝρρο" εξερευνοýν συγκεκριμÝνα αργεντßνικα θÝματα, üπως η ταυτüτητα των Αργεντινþν και των διÜφορων υποσυνüλων του πληθυσμοý της χþρας. Ο Μπüρχες συνÝγραψε μαζß με τον Αδüλφο Μπιüι ΚασÜρες αρκετÝς συλλογÝς ιστοριþν απü το 1942 μÝχρι το 1967, συχνÜ με διαφορετικÜ ψευδþνυμα (βλÝπε Üρθρο: Μποýστος ΝτομÝκ).
     Ο Μπüρχες Ýγραφε ποßηση καθ’ üλη τη διÜρκεια της ζωÞς του. Καθþς η üρασÞ του μειωνüταν, επικεντρþθηκε üλο και περισσüτερο στην ποßηση, καθþς μποροýσε να αποστηθßσει ολüκληρο το κεßμενο. Τα ποιÞματÜ του καταπιÜνονται με το ßδιο ευρý φÜσμα θεμÜτων üπως και τα διηγÞματÜ του, καθþς και με θÝματα που προκýπτουν απü το κριτικü του Ýργο, τις μεταφρÜσεις και Üλλες προσωπικÝς ενασχολÞσεις. Αυτü το εýρος ενδιαφερüντων συναντÜται στην πεζογραφßα, τα ποιÞματα και τα μη λογοτεχνικÜ του κεßμενα. Για παρÜδειγμα, το ενδιαφÝρον του στον φιλοσοφικü ιδεαλισμü αντανακλÜται στον φανταστικü κüσμο του Τλον στο "Τλον, Οýκμπαρ, ¼ρμπις ΤÝρτιους", στο δοκßμιο "ΝÝα διÜψευση του χρüνου" και στο ποßημα "ΠρÜγματα". Ομοßως, Ýνα κοινü θÝμα υπÜρχει στο διÞγημα "Τα κυκλικÜ ερεßπια" και το ποßημα "Το Γκüλεμ".
     Εκτüς απü τα δικÜ του Ýργα, ο Μπüρχες εßναι γνωστüς και για τις μεταφρÜσεις του στα ισπανικÜ. Μεταξý Üλλων μετÝφρασε ¼σκαρ ΟυÜιλντ, ¸ντγκαρ ¢λαν Πüε, Φραντς ΚÜφκα, ¸ρμαν ¸σσε, ΡÜντγιαρντ Κßπλινγκ, ΧÝρμαν ΜÝλβιλ, ΑντρÝ Ζιντ, Γουßλιαμ Φüκνερ, Γουüλτ Γουßτμαν, Βιρτζßνια Γουλφ, Τüμας ΜπρÜουν και Γ. Κ. ΤσÝτσερτον. Σε διÜφορα Üρθρα και διαλÝξεις ο Μπüρχες αξιολογεß την τÝχνη της μετÜφρασης και αρθρþνει τη δικÞ του Üποψη για το θÝμα: μια μετÜφραση μπορεß να αποτελÝσει βελτßωση του πρωτüτυπου, εναλλακτικÝς Þ και αντιφατικÝς εκδοχÝς του ιδßου Ýργου μποροýν να Ýχουν την ßδια ισχý, και μßα πρωτüτυπη Þ κυριολεκτικÞ μετÜφραση μπορεß να απÝχει πολý απü το πρωτüτυπο Ýργο.
     Ο Μπüρχες χρησιμοποßησε επßσης δýο πολý ασυνÞθιστα λογοτεχνικÜ στοιχεßα: τη παραποßηση της πραγματικüτητας αναφορικÜ με την ιστορßα κειμÝνων και την κριτικÞ ανýπαρκτων Ýργων. Και τα δýο αποτελοýν μορφÝς σýγχρονων ψευδεπιγρÜφων. Παρüλο που ο Μπüρχες χρησιμοποßησε πολý και διÝδωσε την κριτικÞ ανýπαρκτων Ýργων, εντοýτοις αυτü δεν αποτÝλεσε δικÞ του επινüηση. Πιθανüν να συνÜντησε αυτÞ την ιδÝα για πρþτη φορÜ στο μακρý κεßμενο "Ο ρÜφτης ξανÜ ραμμÝνος" του Τüμας ΚÜρλαúλ, το οποßο Þταν κριτικÞ ενüς ανýπαρκτου γερμανικοý φιλοσοφικοý Ýργου και βιογραφßα του επßσης φανταστικοý του συγγραφÝα. Στην εισαγωγÞ της πρþτης συλλογÞς διηγημÜτων που εξÝδωσε, Ο ΚÞπος με τα ΜονοπÜτια που Διακλαδþνονται, ο Μπüρχες αναφÝρει:

   "Εßναι μεγÜλη τρÝλα κι Üσκοπο να γρÜφει κανεßς τερÜστια βιβλßα -αναπτýσσοντας σε 500 σελßδες μια ιδÝα η οποßα μπορεß κÜλλιστα να αποδοθεß σε πÝντε λεπτÜ κουβÝντας. Το καλýτερο πρÜγμα εßναι να προσποιεßσαι üτι αυτÜ τα βιβλßα Þδη υπÜρχουν και να δßνεις μια σýνοψη Þ κÜποιο σχüλιο".

     Το Ýργο του Μπüρχες Ýχει χαρακτÞρα κοσμοπολßτικο, κÜτι που αποτελεß αντανÜκλαση της πολυ-πολιτισμικÞς ΑργεντινÞς, της ÝκθεσÞς του απü νωρßς στη μεγÜλη συλλογÞ παγκüσμιας λογοτεχνßας που διÝθετε ο πατÝρας του, και τα πολλÜ ταξßδια που Ýκανε στη ζωÞ του. Νεαρüς, επισκÝφθηκε περιοχÝς των πÜμπας üπου τα σýνορα της ΑργεντινÞς, της ΟυρουγουÜης και της Βραζιλßας θολþνουν, και Ýζησε και πÞγε σχολεßο στην Ελβετßα και την Ισπανßα. ΜεσÞλικας, ταξßδεψε σε üλη την ΑργεντινÞ για να δþσει διαλÝξεις και σε διÜφορα μÝρη του κüσμου ως επισκÝπτης καθηγητÞς. ΣυνÝχισε να γυρßζει τον κüσμο στα γερÜματÜ του, πεθαßνοντας στη Γενεýη, üπου εßχε πÜει λýκειο (δεν πÞγε ποτÝ πανεπιστÞμιο).
     Ο Μπüρχες διÜβασε λογοτεχνßα αργεντßνικη, ισπανικÞ, γερμανικÞ, βορειοαμερικανικÞ, αγγλικÞ, γαλλικÞ, βορειοευρωπαúκÞ/ισλανδικÞ κι ιταλικÞ. ΔιÜβασε επßσης πολλÝς μεταφρÜσεις Ýργων απü τη ΜÝση και την ¢πω ΑνατολÞ. Η παγκοσμιüτητα που τον Ýκανε να ενδιαφερθεß για την παγκüσμια λογοτεχνßα -κι αναγνþστες σε üλο τον κüσμο να ενδιαφερθοýν για αυτüν- αντανακλοýσε μßα στÜση που ερχüτανε σε πλÞρη αντßθεση με τον ακραßο εθνικισμü της κυβÝρνησης του Περüν. ¼ταν ακραßοι Αργεντßνοι εθνικιστÝς, οι οποßοι ταυτßζονταν -τουλÜχιστον εν μÝρει- με τους Ναζß, υποστÞριξαν üτι ο Μπüρχες Þταν Εβραßος -υπονοþντας üτι δεν Þταν αρκετÜ Αργεντßνος- ο Μπüρχες αποκρßθηκε "Yo Judío" ("Εγþ, Εβραßος"), υποδεικνýοντας üτι θα Þταν περÞφανος αν Þταν Εβραßος, και παρουσßασε το χριστιανικü του γενεαλογικü δÝντρο, υπενθυμßζοντας üμως üτι οποιοσδÞποτε "βÝρος Ισπανüς" θα μποροýσε κÜλλιστα να Ýχει κÜποια εβραúκÞ καταγωγÞ.
     Η ΑργεντινÞ του Μπüρχες Þταν πολυ-πολιτισμικÞ και το ΜπουÝνος ¢ιρες, η πρωτεýουσα, μια κοσμοπολßτικη πüλη. Αυτü ßσχυε ακüμη περισσüτερο κατÜ την εποχÞ της σχετικÞς ευημερßας των παιδικþν και νεανικþν χρüνων του Μπüρχες, παρÜ σÞμερα. ΚατÜ την ανακÞρυξη της ανεξαρτησßας της ΑργεντινÞς το 1816 ο πληθυσμüς Þταν μικτüς, κυρßως ισπανικÞς καταγωγÞς, αλλÜ και με πολλοýς μιγÜδες. Η εθνικÞ ταυτüτητα των Αργεντßνων διαμορφþθηκε σταδιακÜ, με την πÜροδο πολλþν δεκαετιþν μετÜ την ανεξαρτησßα. ΚατÜ τη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου Þρθαν πολλοß μετανÜστες απü Ιταλßα, Ισπανßα, Γαλλßα, Γερμανßα, Ρωσßα, Συρßα και Λßβανο (τüτε μÝρη της ΟθωμανικÞς Αυτοκρατορßας), ΗνωμÝνο Βασßλειο, Αυστροουγγαρßα, Πορτογαλßα, Πολωνßα, Ελβετßα, Γιουγκοσλαβßα, Βüρεια ΑμερικÞ, ΒÝλγιο, Δανßα, Ολλανδßα, Σουηδßα και Κßνα, με τους Ιταλοýς και τους Ισπανοýς να αποτελοýν τις μεγαλýτερες ομÜδες. Η συνýπαρξη διαφüρων εθνοτικþν ομÜδων και κουλτοýρων στην ΑργεντινÞ φαßνεται Ýντονα στα ¸ξι προβλÞματα για τον Δον Ισßδρο Παρüδι, το οποßο ο Μπüρχες συνÝγραψε με τον Αδüλφο Μπιüι ΚασÜρες, και στην ανþνυμη πολυ-εθνοτικÞ πüλη στην οποßα εκτυλßσσεται το "Ο θÜνατος και η πυξßδα", η οποßα μπορεß να εßναι Þ να μην εßναι το ΜπουÝνος ¢ιρες. Στα κεßμενα του Μπüρχες υπÜρχουν επßσης επιδρÜσεις και πληροφορßες απü χριστιανικÜ, βουδιστικÜ, ισλαμικÜ κι εβραúκÜ κεßμενα.
     ΠαρÜ το üτι ο Μπüρχες επικεντρωνüταν συχνÜ σε παγκüσμια θÝματα, ασχολÞθηκε επßσης με το φολκλüρ, την ιστορßα και Üλλα θÝματα της ΑργεντινÞς. Το πρþτο του βιβλßο, Fervor de Buenos Aires (ΠÜθος για το ΜπουÝνος ¢ιρες), εκδüθηκε το 1923. ΛαμβÜνοντας υπ' üψη την ενασχüληση του Μπüρχες με αργεντßνικα θÝματα -απü αργεντßνικη κουλτοýρα ("Ιστορßα του τανγκü", "ΕπιγραφÝς σε Üμαξες"), φολκλüρ ("ΧουÜν ΜουρÜνια", "Η νýχτα των δþρων"), λογοτεχνßα ("Ο Αργεντßνος συγγραφÝας και η παρÜδοση", "ΑλμαφουÝρτε", "Εβαρßστο ΚαριÝγο") και σýγχρονα θÝματα- μοιÜζει μÜλλον ειρωνικü που οι υπερ-εθνικιστÝς αμφισβÞτησαν την αργεντßνικÞ του ταυτüτητα.
     Το ενδιαφÝρον του Μπüρχες σε αργεντßνικα θÝματα αντανακλÜ εν μÝρει την ÝμπνευσÞ του απü το γενεαλογικü του δÝντρο. Η γιαγιÜ του Μπüρχες απü την πλευρÜ του πατÝρα του Þταν Αγγλßδα και παντρεýτηκε, γýρω στο 1870, τον ισπανικÞς καταγωγÞς Φρανσßσκο Μπüρχες, ο οποßος Þταν στρατιωτικüς και εßχε ιστορικü ρüλο στους εμφýλιους πολÝμους που Ýγιναν στην περιοχÞ που σÞμερα καταλαμβÜνουν η ΑργεντινÞ και η ΟυρουγουÜη. ΠερÞφανος για την ιστορικÞ κληρονομιÜ της οικογÝνειÜς του, ο Μπüρχες χρησιμοποßησε αρκετÝς φορÝς αυτοýς τους εμφýλιους πολÝμους σε πεζÜ (π.χ. "Η ζωÞ του ΤαδÝο Ισιδüρο Κρους", "Ο νεκρüς", "Αβελßνο Αρεδüντο") και ποßηση ("Ο Στρατηγüς Κιρüγα οδεýει προς τον θÜνατο με Üμαξα"). Ο προπÜππος του Μπüρχες απü την πλευρÜ της μητÝρας του Þταν επßσης Þρωας του στρατοý, και ο Μπüρχες τον απαθανÜτισε στο ποßημα "Μια σελßδα στη μνÞμη του ΣυνταγματÜρχη ΣουÜρες, νικητÞ στο Χουνßν".

=========================

                                 Ο Νεκρüς

     Το να εισχωρÞσει μια μÝρα στα πεδινÜ της βραζιλιÜνικης μεθορßου Ýνας Üνθρωπος απü τα περßχωρα του ΜπουÝνος 'Αιρες, Ýνας φουκαρÜς κομπαδρßτο, με μοναδικü του εφüδιο τη μωρßα του θÜρρους και να φτÜσει να γßνει αρχηγüς των κοντραμπαντιÝρηδων, εßναι κÜτι που εκ πρþτης üψεως, φαßνεται αδýνατον. Για üσους συμμερßζονται αυτÞ την Üποψη, θÝλω να διηγηθþ την ιστορßα του Βενιαμßν ΟτÜλορα, που κανÝνας δε θα πρÝπει πια να τον θυμÜται στη γειτονιÜ του ΜπαλβανÝρα και που τον σκüτωσαν, üπως του Üξιζε, μ' Ýνα περßστροφο, στα σýνορα του Ρßο ΓκρÜντε ντου Σουλ. Αγνοþ τις λεπτομÝρειες της περιπÝτειÜς του, üταν μια μÝρα θα μου αποκαλυφθοýν, θα διορθþσω και θ' αναπτýξω την αφÞγησÞ μου. Για την þρα, η σýνοψη που ακολουθεß μπορεß να φανεß χρÞσιμη.
     Γýρω στο 1891, ο Βενιαμßν ΟτÜλορα εßναι δεκαεννιÜ χρονþν. Εßναι Ýνας παλικαρÜς με στενü κοýτελο, καθαρü κι ανοιχτüχρωμο βλÝμμα, γερüς σαν ΒÜσκος, μια εýστοχη μαχαιριÜ του αποκÜλυψε πως εßναι λεβÝντης, δεν τον νοιÜζει που ο αντßπαλος του πÝθανε, οýτε που αναγκÜστηκε να φýγει Üρον-Üρον απü τη πατρßδα του. Ο κοινοτÜρχης του δßνει επιστολÞ για κÜποιον ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα, απü την ΟυρουγουÜη. Ο ΟτÜλορα παßρνει το πρþτο καρÜβι. Το καρÜβι τρßζει, η θÜλασσα λυσσομανÜ. Την Üλλη μÝρα, περιπλανιÝται στους δρüμους του Μοντεβßδεο, με μια θλßψη που δεν θÝλει να τη παραδεχτεß και που ßσως, δε την Ýχει καταλÜβει.
     Δε βρßσκει τον ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα. Γýρω στα μεσÜνυχτα, σ' Ýνα καπηλειü του ΠÜσο δελ Μολßνο, βλÝπει κÜποιους αλογατÜρηδες να καβγαδßζουν. ¸να μαχαßρι αστρÜφτει. Ο ΟτÜλορα δε ξÝρει σε ποιανοý μÝρος εßναι το δßκιο, αλλÜ η γεýση του κινδýνου τονε τραβÜ, üπως Üλλους η τρÜπουλα Þ η μουσικÞ. Μες στον σαματÜ, γλιτþνει απü τη μαχαιριÜ ενüς πεüν, Ýναν Üντρα που φορÜ σκουρüχρωμο καπÝλο και πüντσο. Αποδεικνýεται πως αυτüς ο Üντρας εßναι ο ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα. (¼ταν το μαθαßνει, ο ΟτÜλορα, σκßζει το γρÜμμα, γιατß δε θÝλει να χρωστÜ σε κανÝνα, παρÜ μüνο στον εαυτü του.) ΠαρÜ το üτι εßναι γεροδεμÝνος, ο ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα δßνει κÜπως την εντýπωση του σακÜτη. Στο πρüσωπü του συνυπÜρχουν ο εβραßος, ο νÝγρος κι ο ινδιÜνος. Στο φÝρσιμü του, ο πßθηκος κι ο τßγρης. 'Αλλα στολßδια του εßναι μια ουλÞ, που χαρÜζει το πρüσωπü του πÝρα ως πÝρα κι Ýνα σκοýρο δασýτριχο μουστÜκι.
     Απüτελεσμα εßναι (μπορεß σ' αυτü να φταßει και το πιοτü) πως ο καβγÜς σταματÜ με την ßδια γρηγορÜδα που Üρχισε. Ο ΟτÜλορα πßνει παρÝα με τους αλογατÜρηδες, ýστερα τους ακολουθεß σ' Ýνα ξεφÜντωμα κι ýστερα σε μια σπιταρþνα στη ΠαλιÜ Πüλη, την þρα που ο Þλιος Ýχει ανεβεß για τα καλÜ. Στο βÜθος του σπιτιοý, στη τελευταßα αυλÞ, οι Üντρες στρþνουνε καταγÞς να κοιμηθοýν. Ο ΟτÜλορα γι' Üγνωστους λüγους, συγκρßνει αυτÞ τη νýχτα με τη προηγοýμενη. Τþρα δε κλυδωνßζεται, τþρα εßναι με φßλους. ΕντÜξει, τον ενοχλοýν κÜποιες τýψεις, ας ποýμε που δε νοσταλγεß το ΜπουÝνος 'Αιρες.
     ΚοιμÜται ως τον εσπερινü, οπüτε τονε ξυπνÜ ο χωριÜτης που μες στο μεθýσι του εßχε ριχτεß στον ΜπαντÝιρα. (Ο ΟτÜλορα θυμÜται πως αυτüς ο Üντρας εßχε μοιραστεß μ' üλους τους Üλλους τη νýχτα του σαματÜ και του γλεντιοý και πως ο ΜπαντÝιρα τον Þθελε να κÜθεται στα δεξιÜ του και του 'βαζε συνÝχεια να πßνει.) Ο Üντρας λÝει στον ΟτÜλορα πως τονε ζητÜ τ' Αφεντικü. Σ' Ýνα γραφεßο που βλÝπει στον προθÜλαμο (πρþτη φορÜ στη ζωÞ του ο ΟτÜλορα βλÝπει προθÜλαμο με συρüμενες πüρτες), τονε περιμÝνει ο ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα συντροφιÜ με μια γυναßκα μ' ýφος ακατÜδεχτο, ανοιχτüχρωμην επιδερμßδα και κüκκινα μαλλιÜ. Ο ΜπαντÝιρα τονε παινεýει, του προσφÝρει ρακÞ, του ξαναλÝει πως σχημÜτισε γι' αυτüν την εντýπωση üτι εßναι Üντρας που το λÝει η ψυχÞ του, του προτεßνει να πÜει βüρεια μαζß με τους Üλλους να φÝρουν Ýνα κοπαδι. Ο ΟτÜλορα δÝχεται. Πριν ακüμη χαρÜξει, Ýχουνε κιüλας πÜρει το δρüμο για το Τακουαρεμπü.
     Αρχßζει λοιπüν για τον ΟτÜλορα μια ζωÞ διαφορετικÞ, μια ζωÞ γεμÜτη αχανÞ ξημερþματα και μÝρες ποτισμÝνες με αλογßσια μυρωδιÜ. ΑυτÞ η ζωÞ εßναι για τον ΟτÜλορα κÜτι καινοýργιο και συχνÜ ανυπüφορο, αλλÜ φαßνεται πως την εßχε στο αßμα του, γιατß, üπως σ' Üλλες χþρες οι Üνθρωποι λατρεýουν και προαισθÜνονται τη θÜλασσα, Ýτσι κι εμεßς (χωρßς να εξαιρεßται κι ο Üνθρωπος που πλÝκει αυτÜ τα σýμβολα) ποθοýμε μ' üλη μας τη ψυχÞ να ζÞσουμε στον απÝραντο κÜμπο που αντηχεß κÜτω απü τα πüδια μας. Ο ΟτÜλορα Ýχει μεγαλþσει στις γειτονιÝς των αμαξÜδων και των καροτσÝρηδων. Πριν κλεßσει χρüνος Ýχει γßνει γκÜουτσο. Μαθαßνει να δαμÜζει τ' Üλογα, να τα μαντρþνει, να πετσüκοβει Ýνα σφαχτÜρι, να χειρßζεται το λÜσο για να πιÜνει τα ζωντανÜ κι εκεßνο το Üλλο, με τις μπßλιες, για να τα σκοτþνει, ν' αντÝχει το ξενýχτι, τις καταιγßδες, τις παγωνιÝς και τον Þλιο, να οδηγεß το κοπαδι με φωνÝς Þ με σφυρßγματα.
     ¼λο τοýτο τον καιρü της μαθητεßας, μπορεß να 'χει δει τον ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα μüνο μια φορÜ, αλλÜ δεν τον βγÜζει απü το νου του, üχι μüνο γιατß το να 'σαι παλικÜρι του ΜπαντÝιρα παναπεß πως σε λογαριÜζουν και σε φοβοýνται, αλλÜ και γιατß, κÜθε φορÜ που γßνεται κÜποια παλικαριÜ, οι γκÜουτσος λÝνε πως ο ΜπαντÝιρα τα καταφÝρνει καλýτερα. ΚÜποιος λÝει πως ο ΜπαντÝιρα Ýχει γεννηθεß στη πÝρα üχθη του ΚουαρεÀμ, στο Ρßο ΓκρÜντε ντου Σουλ. Αυτü το στοιχεßο, üχι μüνο δε ρßχνει τον ΜπαντÝιρα στα μÜτια του ΟτÜλορα, αλλ' αντßθετα, εμπλουτßζει την εικüνα του με πυκνÜ δÜση, με βÜλτους, με ανεξερεýνητες και σχεδüν Üπειρες αποστÜσεις. Με τον καιρü, ο ΟτÜλορα καταλαβαßνει πως ο ΜπαντÝιρα Ýχει κι Üλλες ασχολßες και πως η πιο βασικÞ απ' üλες εßναι το κοντραμπÜντο. Ο αλογατÜρης εßναι δοýλος. Ο ΟτÜλορα αποφασßζει να εξελιχθεß σε κοντραμπαντιÝρη. Μια νýχτα, δυο απü τους συντρüφους του περνοýν τα σýνορα για να φÝρου μια παρτßδα ζαχαροκÜλαμα. Ο ΟτÜλορα προκαλεß τον Ýνα τους, τον τραυματßζει και παßρνει τη θÝση του. Ωθεßται απü τη φιλοδοξßα κι απü μιαν ανεξÞγητη πιστüτητα. "Ας καταλÜβει επιτÝλους αυτüς ο Üνθρωπος", λÝει μÝσα του, "πως αξßζω πιο πολý απ' üλους μαζß τους Ουρουγουανοýς του".
     ΠερνÜ κι Üλλος Ýνας χρüνος μÝχρι να γυρßσουν στο ΜοντεβιδÝο. Ο ΟτÜλορα κι οι σýντροφοß του μπαßνουν στα περßχωρα, διασχßζουν τη πüλη που τους φαßνεται τερÜστια. ΦτÜνουν στ' αφεντικü. Οι Üντρες στρþνουν τα πρÜματÜ τους στη τελευταßα αυλÞ. Περνοýν οι μÝρες κι ο ΜπαντÝιρα δε λÝει να φανεß. ΚÜτι φοβισμÝνοι ψßθυροι τον θÝλουν Üρρωστο. ¸νας νÝγρος του ανεβÜζει κÜθε μÝρα τη μπουγιüτα και το ματÝ. ¸να βρÜδυ αναθÝτουν αυτÞ τη δουλειÜ στον ξÝνο. Ο ΟτÜλορα αισθÜνεται μια μικρÞ ταπεßνωση, αλλÜ και ταυτüχρονα μιαν ικανοποßηση.
     Η κρεβατοκÜμαρα εßναι ανÜστατη και σκοτεινÞ. ΥπÜρχει Ýνα μπαλκüνι που βλÝπει δυτικÜ, υπÜρχει Ýνα μακρý τραπÝζι μ' Ýνα εκθαμβωτικü συνονθýλευμα απü καμτσßκια, φυσιγγιοθÞκες, πυροβüλα και σπαθιÜ, υπÜρχει Ýνας απüμακρος καθρÝφτης με το γυαλß του σκουριασμÝνο. Ο ΜπαντÝιρα εßναι ξαπλωμÝνος ανÜσκελα. ΚοιμÜται και στενÜζει. ΦÝρνει στο νου την ικμÜδα ýστερου Þλιου.
     Το πελþριο Üσπρο κρεβÜτι θαρρεßς και τον συρρικνþνει, τον εξαûλþνει. Ο ΟτÜλορα προσÝχει τ' Üσπρα μαλλιÜ, τη κοýραση, την ανημποριÜ, τις ρωγμÝς του χρüνου. Τον εξαγριþνει η ιδÝα πως αυτüς ο γÝρος τους προστÜζει. ΠÜνω που σκÝφτεται üτι μια μαχαιριÜ εßναι αρκετÞ για να τον ξεφορτωθοýν, βλÝπει στον καθρÝφτη üτι κÜποιος μπÞκε στο δωμÜτιο: η κοκκινομÜλλα. Εßναι μισüγυμνη, ξυπüλητη και τον περιεργÜζεται ψυχρÜ. Ο ΜπαντÝιρα ξυπνÜ. ¼σην þρα μιλÜ για τη ζωÞ στην επαρχßα, πßνοντας το Ýνα μÜτε πßσω απü τ' Üλλο, τα δÜχτυλÜ του παßζουν με τις μποýκλες της γυναßκας. ΚÜποτε, δßνει στον ΟτÜλορα την Üδεια ν' αποχωρÞσει.
     Λßγες μÝρες αργüτερα, Ýρχεται διαταγÞ να ξαναφýγουν για τα βüρεια. ΦτÜνουν σ' Ýνα χαμÝνο αγρüκτημα, που θα μποροýσε να 'ναι σε οποιοδÞποτε σημεßο του απÝραντου κÜμπου. Δεν υπÜρχουν δÝντρα, οýτε νερÜ, που θα μποροýσαν να το κÜνουν πιο ευχÜριστο κι απü το πρωÀ ως το βρÜδυ ο Þλιος το χτυπÜ ανελÝητα. ΥπÜρχουν μαντριÜ απü ξερολιθιÝς για κÜτι πειναλÝα ζωντανÜ με μακριÜ κÝρατα. Το Üθλιο κτÞμα λÝγεται Στεναγμüς.
      Ο ΟτÜλορα μαθαßνει απü τους πεüνες üτι δε θ' αργÞσει να καταφτÜσει ο ΜπαντÝιρα απü το ΜοντεβιδÝο. ΡωτÜ γιατß και κÜποιος του εξηγεß πως Ýνας ξÝνος, που Ýγινε γκÜουτσο, πολý το αφεντικü παριστÜνει τþρα τελευταßα. Ο ΟτÜλορα το δÝχεται σαν αστεßο, αλλ' ακüμη και γι' αυτü το αστεßο καμαρþνει. Αργüτερα θα μÜθει πως ο ΜπαντÝιρα τσακþθηκε μ' Ýνα κομματÜρχη, που αποφÜσισε ν' αποσýρει την υποστÞριξÞ του. Το μαντÜτο τον ευχαριστεß.
     ΦτÜνουν κÜσες με τουφÝκια, φτÜνουν μια κανÜτα κι Ýνα λαβομÜνο για τον κοιτþνα της γυναßκας, φτÜνουν κουρτßνες απü πλουμιστü δαμÜσκο κι Ýνα πρωÀ φτÜνει απü τα βουνÜ Ýνας βαρýθυμος καβαλÜρης με πυκνÜ γÝνια, που φορÜ πüντσο. Τον λÝνε ΟυλπιÜνο ΣουÜρες κι εßναι ο καπÜνγκα, ο μπρÜβος του ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα. Δε λÝει πολλÜ κι η προφορÜ του Ýχει βραζιλιÜνικο χρþμα. Ο ΟτÜλορα δε ξÝρει αν θα πρÝπει ν' αποδþσει την επιφυλακτικüτητα του στην εχθρüτητα, στην αδιαφορßα Þ στο γεγονüς üτι εßναι Ýνας Üξεστος και τßποτ' Üλλο. Το μüνο που ξÝρει εßναι üτι για να πετýχει το σχÝδιο που 'χει κατÜ νου, πρÝπει να κερδßσει τη φιλßα του.
     Και να που, μια μÝρα, εμφανßζεται στο πεπρωμÝνο του Βενιαμßν ΟτÜλορα Ýνας ντορÞς με μαýρη ουρÜ και χαßτη, με φÜλαρα ασημοποßκιλτα και χρÜμι κροσωτü απü τßγρη, που φÝρνει απü τα νüτια τον ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα. Και μüνο με τη θÝα αυτοý του αγÝρωχου αλüγου, που συμβολßζει την εξουσßα του αφÝντη, ο νεαρüς αρχßζει να ποθεß, μ' Ýνα πüθο αβυσσαλÝο, τη γυναßκα με τα φλογÜτα μαλλιÜ. Η γυναßκα, τα φÜλαρα κι ο ντορÞς, ανÞκουν Þ προσδιορßζουν τον Üντρα που θÝλει να καταστρÝψει.
     Στο σημεßο αυτü, η ιστορßα περιπλÝκεται και βαθαßνει. Ο ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα εßναι μÜστορας στη τÝχνη του προοδευτικοý εκφοβισμοý, στους σατανικοýς ελιγμοýς με τους οποßους ταπεινþνει βαθμιαßα τον συνομιλητÞ του συνδυÜζοντας αλÞθειες και κουτσομπολιÜ. Ο ΟτÜλορα αποφασßζει να εφαρμüσει την ßδιαν αμφßλοξη μÝθοδο στο δýσκολο σχÝδιο που 'χει καταστρþσει. Αποφασßζει να παραγκωνßσει, σταδιακÜ, τον ΑσεβÝδο ΜπαντÝιρα. Επωφελεßται απü κÜτι μÝρες στις οποßες μοιρÜστηκαν τον ßδιο κßνδυνο και καταφÝρνει να κερδßσει τη φιλßα του ΣουÜρες. Του εκμυστηρεýεται το σχÝδιü του κι ο ΣουÜρες του υπüσχεται την υποστÞριξÞ του. ¾στερα συμβαßνουν Ýνα σωρü πρÜματα, απü τα οποßα γνωρßζω πολý λßγα.
     Ο ΟτÜλορα δεν υπακοýει στις διαταγÝς του ΜπαντÝιρα, πüτε τις ξεχνÜ, πüτε τις διαστρÝφει Þ τις αντιστρÝφει. Το σýμπαν δεßχνει να συνωμοτεß μαζß του κι επιταχýνει τα γεγονüτα. ¸να μεσημÝρι, στο Τακουαρεμπü, πÝφτουν πυροβολισμοß με τους ντüπιους του Ρßο ΓκρÜντε κι ο ΟτÜλορα παßρνει τη θÝση του ΜπαντÝιρα και μπαßνει επικεφαλÞς των Ουρουγουανþν. Μια σφαßρα του τρυπÜ τον þμο, αλλÜ το ßδιο απüγευμα ο ΟτÜλορα επιστρÝφει στον Στεναγμü πÜνω στον ντορÞ του αρχηγοý και το ßδιο απüγευμα το αßμα του λεκιÜζει τη προβιÜ του τßγρη και την ßδια νýχτα πλαγιÜζει με τη γυναßκα με τα φλογÜτα μαλλιÜ. 'Αλλες εκδοχÝς της ιστορßας αλλÜζουν τη σειρÜ των γεγονüτων κι αρνοýνται πως üλα συνÝβησαν την ßδια μÝρα. ¼μως ο ΜπαντÝιρα, κατ' üνομα τουλÜχιστον, εßναι πÜντα ο αρχηγüς. Δßνει διαταγÝς που δεν εκτελοýνται κι ο Βενιαμßν ΟτÜλορα δε τον αγγßζει, απü Ýνα κρÜμα ρουτßνας κι ευσπλαχνßας.
     Η τελευταßα σκηνÞ της ιστορßας διαδραματßζεται μες στον αναβρασμü της τελευταßας νýχτας του 1894. Εκεßνη τη νýχτα, οι Üνθρωποι του Στεναγμοý τρþνε φρεσκοσφαγμÝνο αρνß και πßνουν Ýνα πιοτü δυναμßτη. ΚÜποιος γρατσουνßζει στη κιθÜρα την ßδια και την ßδια μιλüνγκα. Στη κορφÞ του τραπεζιοý, ο ΟτÜλορα, σκνßπα στο μεθýσι, δε σταματÜ να ορθþνει üλο και πιο ψηλÜ τον ιλιγγιþδη πýργο της χαρÜς του, σýμβολο του αναπüτρεπτου πεπρωμÝνου του. Ο ΜπαντÝιρα, σιωπηλüς ανÜμεσα στους φωνασκοýς, αφÞνει τη πολυτÜραχη νýχτα να περÜσει. ¼ταν το ρολüι σημαßνει μεσÜνυχτα, σηκþνεται σα να 'χει ξεχÜσει να κÜνει κÜτι. Σηκþνεται και χτυπÜ σιγÜ τη πüρτα της γυναßκας. Εκεßνη του ανοßγει αμÝσως, θαρρεßς και περßμενε το κÜλεσμα. Εμφανßζεται μισüγυμνη και ξυπüλητη. Παßρνοντας μια κοροúδευτικÞ φωνÞ, μακρüσυρτη και γυναικεßα, ο αρχηγüς τη διατÜζει:
 -"Αφοý εσý κι ο λιμοκοντüρος αγαπιÝστε τüσο πολý, θα πας τþρα αμÝσως να του δþσεις Ýνα φιλß μπροστÜ σ' üλο τον κüσμο".
     ΠροσθÝτει μια χυδαßα λεπτομÝρεια. Η γυναßκα κÜνει ν' αντισταθεß, αλλÜ δυο Üντρες την Ýχουνε πιÜσει απü τα μπρÜτσα και τη ρßχνουν επÜνω στον ΟτÜλορα. ΠνιγμÝνη στα δÜκρυα, του φιλÜ το στÞθος και το πρüσωπο. Ο ΟυλπιÜνο ΣουÜρες Ýχει φουχτþσει το περßστροφü του. Πριν πεθÜνει ο ΟτÜλορα, καταλαβαßνει πως τον εßχανε προδþσει απü την αρχÞ, πως τον εßχανε καταδικÜσει σε θÜνατο, πως του 'χαν επιτρÝψει τον Ýρωτα, το πρüσταγμα και τον θρßαμβο, γιατß τον εßχανε για νεκρü, γιατß για τον ΜπαντÝιρα Þταν Þδη νεκρüς.
     Ο ΣουÜρες σχεδüν με ακαταδεξßα, πυροβολεß...

           Βιογραφßα Του ΤαδÝο Ισιδüρο Κρους (1829-1874)

     Στις 6 ΦλεβÜρη 1829, οι αντÜρτες που, επειδÞ ο ΛαβÜγιε εßχεν Þδη αρχßσει να τους παρενοχλεß, τραβοýσαν βüρεια για να ενωθοýν με τα τÜγματα του Λüπες, στÜθμευσαν σ' Ýνα ρÜντσο χωρßς üνομα, τρεις τÝσσερεις λεýγες Ýξω απü το Περγαμßνο. Γýρω στα χαρÜματα, Ýνας απü τους Üντρες εßδε Ýναν επßμονον εφιÜλτη: μÝσα στο μισüφωτο υπüστεγο, η Üναρθρη κραυγÞ του ξýπνησε τη γυναßκα που κοιμüταν πλÜι του. Κανεßς δεν Ýμαθε τι ονειρεýτηκε, αλλÜ την Üλλη μÝρα, στις τÝσσερεις το απüγευμα, οι αντÜρτες χτυπÞθηκαν απü το ιππικü του ΣουÜρες, που τους πÞρε στο κυνÞγι εννιÜ ολÜκερες λεýγες, μÝχρι τους πυκνοýς σιτþνες κι ο Üντρας Üφησε τη τελευταßα του πνοÞ σ' Ýνα χαντÜκι, με το κεφÜλι του ανοιγμÝνο στα δυο απü πολεμικü σπαθß της Βραζιλßας και του Περοý. Η γυναßκα λεγüταν Ισιδüρα Κρους κι ο γιος που γÝννησε, ονομÜστηκε ΤαδÝο Ισιδüρο.
     Ο σκοπüς μου δεν εßναι να επαναλÜβω την ιστορßα του. Απü τα μερüνυχτα που τη συνθÝσανε, μüνο μια νýχτα μ' ενδιαφÝρει. Απü τα υπüλοιπα θ' αναφερθþ μονÜχα σ' ü,τι εßναι απαραßτητο για να κατανοηθεß αυτÞ η νýχτα. 'Αλλωστε, ολÜκερη η περιπÝτεια αποτελεß τη βÜση ενüς πασßγνωστου βιβλßου. Μ' Üλλα λüγια, ενüς βιβλßου, που το περιεχüμενο του μπορεß να 'ναι "τοις πÜσι τα πÜντα" (Α' Προς Κορινθßους ΕπιστολÞ, Θ' 22), γιατß επιδÝχεται σχεδüν ανεξÜντλητες επαναλÞψεις, αλλαγÝς, παραλλαγÝς. ¼σοι σχολιÜσανε -και δεν εßναι λßγοι- την ιστορßα του ΤαδÝο Ισιδüρο, υπογραμμßζουνε την επßδραση του κÜμπου στη διαμüρφωση του χαρακτÞρα του, υπÜρχουν üμως και γκÜουτσος που δε διαφÝρουν σε τßποτε απ' αυτüν και που γεννÞθηκαν και πÝθαναν στις δασωμÝνες üχθες του ΠαρανÜ και στα βουνÜ της ΟυρουγουÜης. Εßναι αλÞθεια, πÜντως, πως Ýζησε σ' Ýνα κüσμο μονüτονης βαρβαρüτητας. ¼ταν το 1874 πÝθανε απü ευλογιÜ, δεν εßχε δει ποτÝ του οýτε βουνü οýτε γκαζιÝρα, οýτε ανεμüμυλο. Οýτε üμως και πüλη. Το 1849, πÞγε στο ΜπουÝνος 'Αιρες μ' Ýνα κοπÜδι Üλογα απü τους στÜβλους του Φρανσßσκο ΑσεβÝδο. Οι αλογατÜρηδες μπÞκανε στη πüλη για να ξαλαφρþσουνε το πουγκß τους. Ο Κρους, επιφυλακτικüς, δε το κοýνησε απü το πανδοχεßο που 'τανε δßπλα σα ιπποστÜσια. ¸μεινε κει κÜμποσες μÝρες, σιωπηλüς. Κοιμüταν καταγÞς, Ýπινεν απανωτÜ ματÝ, σηκωνüτανε το χÜραμα κι Ýπεφτε να κοιμηθεß την þρα του εσπερινοý. ΚατÜλαβε (πÝρα των λÝξεων, πÝραν ακüμη και της λογικÞς), πως η πüλη του 'τανε ξÝνη. ¸νας απü τους πεüνες, μεθυσμÝνος, τον Üρχισε στο δοýλεμα. Ο Κρους δε του απÜντησε, αλλÜ ο Üλλος συνÝχισε τα πειρÜγματα και τüτε ο Κρους (που μÝχρι κεßνη τη στιγμÞ δεν εßχε δεßξει καμιÜν Ýχθρα, μÞτε καν ενüχληση) Ýβγαλε το μαχαßρι του και τον σκüτωσε. Το 'σκασε και βρÞκε καταφýγιο σ' Ýνα βÜλτο. Λßγες νýχτες αργüτερα, το κρþξιμο ενüς τσαχÜ του 'δωσε να καταλÜβει πως τον εßχε περικυκλþσει η αστυνομßα. Δοκßμασε το μαχαßρι του σ' Ýνα θÜμνο κι Ýβγαλε τα σπιροýνια του για να μη τον ενοχλοýνε σε περßπτωση που γινüτανε μÜχη σþμα με σþμα. Προτßμησε να χτυπηθεß παρÜ να παραδοθεß. Πληγþθηκε στον πÞχυ του, στον þμο, στο αριστερü του χÝρι, πλÞγωσε βαριÜ τους πιο αντρειωμÝνους του αποσπÜσματος κι üταν εßδε το αßμα να κυλÜ μες απü τα δÜχτυλÜ του, πολÝμησε με πιο πολý κουρÜγιο απü ποτÝ. ΠλησιÜζοντας ξημερþματα, καθþς εßχε ζαλιστεß απü την αιμορραγßα, τον αφüπλισαν. Εκεßνο τον καιρü, ο στρατüς εßχε σωφρονιστικü χαρακτÞρα και στεßλανε τον Κρους σ' Ýνα φυλÜκιο στα βüρεια. Ως πεζικÜριος, πÞρε μÝρος στους εμφυλßους πολÝμους, πüτε στο πλευρü των συγχωριανþν του, πüτε εναντßον τους. Στις 23 ΓενÜρη 1856, στη περιοχÞ Λαγοýνας δε Καρδüσο, Þταν Ýνας απü τους τριÜντα χριστιανοýς που, υπü τις διαταγÝς του επιλοχßα ΕουσÝμπιο Λαπρßδα, χτυπηθÞκανε με διακüσιους ΙνδιÜνους. Στη μÜχη αυτÞ τονε πλÞγωσε μια λüγχη.
     ΥπÜρχουνε πολλÜ χÜσματα στη σκοτεινÞ, παλικαρßσια βιογραφßα του. Γýρω στα 1868 τονε ξαναβρßσκουμε στο Περγαμßνο: εßναι παντρεμÝνος (Þ απλþς συζεß με μια γυναßκα), Ýχει Ýνα γιο κι Ýνα χωραφÜκι. Το 1869, ονομÜστηκε λοχßας της πολιτοφυλακÞς. Εßχεν αμνηστευτεß. Εκεßνο τον καιρü θα πρÝπει να 'νιωθεν ευτυχισμÝνος, αν και κατÜ βÜθος δεν Þταν. (Τονε περßμενε, κρυμμÝνη στο μÝλλον, μια νýχτα πÜμφωτη, θεμελιακÞ: η νýχτα που εßδεν επιτÝλους το πρüσωπü του, η νýχτα που Üκουσε επιτÝλους τ' üνομÜ του. ¼ποιος καταλÜβει καλÜ τοýτη τη νýχτα, Ýχει εξαντλÞσει την ιστορßα του κι ßσως üχι ολÜκερη τη νýχτα, αλλÜ μια στιγμÞ της, μια πρÜξη αυτÞς της νýχτας, γιατß οι πρÜξεις μας εßναι το σýμβολü μας.) ΟποιοσδÞποτε βßος, üσο μακρýς και σýνθετος κι αν εßναι, αποτελεßται στη πραγματικüτητα απü μια και μüνη στιγμÞ: τη στιγμÞ που ο Üνθρωπος μαθαßνει μια για πÜντα ποιüς εßναι. ΛÝνε πως ο ΑλÝξανδρος Ο Μακεδüνας εßδε το σιδερÝνιο του μÝλλον ν' αντικατοπτρßζεται στη θρυλικÞ ζωÞ του ΑχιλλÝα, ο ΚÜρολος ΙΒ' της Σουηδßας, στη ζωÞ του ΑλÝξανδρου. Στον ΤαδÝο Ισιδüρο Κρους, που δεν Þξερε να διαβÜζει, η γνþση αυτÞ δε του αποκαλýφτηκε σε κÜποιο βιβλßο. Ο ßδιος γνþρισε τον εαυτü του σε μια μÜχη και σ' Ýναν Üνθρωπο. Τα γεγονüτα Ýχουν ως εξÞς:
     Τις τελευταßες μÝρες του Ιουνßου του 1870, ο Κρους πÞρε διαταγÞ να συλλÜβει Ýνα κακοποιü, που 'πρεπε να λογοδοτÞσει για δυο φüνους. ¹τανε λιποτÜκτης απü τα στρατεýματα του Νüτου, που διοικοýσεν ο συνταγματÜρχης Μπενßτο ΜατσÜδο. Σ' Ýνα μπορντÝλο, εßχε σκοτþσει μες στη σοýρα του Ýνα νÝγρο και σ' Ýν' Üλλο του μεθýσι, κÜποιο κομματÜρχη απü το Ρüχας. Στην αναφορÜ Þταν ακüμα γραμμÝνο, πως καταγüταν απü τη Λαγοýνα ΚολορÜδα. Στο μÝρος αυτü, πριν σαρÜντα χρüνια, εßχαν συγκεντρωθεß οι αντÜρτες για τη μοιραßα περιπÝτεια που 'μελλε να δþσει τα κουφÜρια τους στο üρνια και στα σκυλιÜ. Απü κει εßχε ξεκινÞσει ο ΜανουÝλ ΜÝσα, που εκτελÝστηκε στη Πλατεßα της Νßκης, ενþ δε λÝγαν να σταματÞσουνε τα ταμποýρλα για να μην ακοýγεται η οργÞ του κι απü κει Þτανε κι εκεßνος ο Üγνωστος που γÝννησε τον Κρους και που Üφησε τη τελευταßα του πνοÞ σ' Ýνα χαντÜκι, με το κεφÜλι κομμÝνο στα δυο απü Ýνα πολεμικü σπαθß της Βραζιλßας και του Περοý. Ο Κρους εßχε ξεχÜσει τ' üνομα του τüπου. Το αναγνþρισεν üμως, με μιαν ελαφριÜ, αλλ' ανεξÞγητην ανησυχßα... Ο φονιÜς, περικυκλωμÝνος απü τους στρατιþτες, στριφογýρισε καβÜλα στ' Üλογü του, γρÜφοντας στο χþμα Ýνα μεγÜλο λαβýρινθο. Τη νýχτα üμως της 12ης Ιουλßου, τον εντüπισαν. Εßχε λουφÜξει ανÜμεσα σε κÜτι ψηλÜ χüρτα. Το σκοτÜδι Þτανε σχεδüν αδιαπÝραστο. Ο Κρους κι οι Üντρες του πÞραν να βαδßζουνε με προφýλαξη για τα τρεμÜμενα βÜθη του αγροý, üπου παραμüνευε Þ κρυβüταν ο κρυμμÝνος. ¸να τσαχÜ Ýκρωξε κι ο ΤαδÝο Ισιδüρο Κρους αισθÜνθηκε πως εκεßνη τη στιγμÞ την εßχε ξαναζÞσει. Ο φονιÜς βγÞκεν απü το κρυψþνα του για να χτυπηθεß μαζß τους. Ο Κρους τον εßδε καλÜ, Þτανε τρομερüς. Τα μακριÜ μαλλιÜ κι γκρßζα του γενειÜδα Þτανε σα να του 'χανε καταβροχθßσει το πρüσωπο. ¸να ευνüητο κßνητρο με ωθεß να παραλεßψω τη περιγραφÞ της μÜχης. Ας μου επιτραπεß μüνο να θυμßσω πως ο λιποτÜκτης πλÞγωσε βαριÜ Þ σκüτωσε πολλοýς Üντρες του αποσπÜσματος. Ενþ ο Κρους πολεμοýσε στο σκοτÜδι (ενþ το σþμα του πολεμοýσε στο σκοτÜδι), Üρχισε να καταλαβαßνει. ΚατÜλαβε πως κανενüς το πεπρωμÝνο δεν εßναι καλýτερο απü του Üλλου, αλλÜ και πως κÜθε Üνθρωπος οφεßλει να σεβαστεß αυτü που φÝρει εντüς του. ΚατÜλαβε πως η στολÞ κι οι επωμßδες εßχαν αρχßσει να τον ενοχλοýν. ΚατÜλαβε πως η δικÞ του η μοßρα Þταν μοßρα λýκου κι üχι κυνηγüσκυλου. ΞημÝρωσε στον απÝραντο κÜμπο. Ο Κρους πÝταξε το πηλÞκιü του καταγÞς, φþναξε πως δε θα συνεργοýσε στο φονικü ενüς λεβÝντη και ρßχτηκε στη μÜχη ενÜντια στους στρατιþτες, στο πλευρü του λιποτÜκτη Μαρτßν ΦιÝρρο.

               Οι Δυο ΒασιλιÜδες & Οι Δυο Λαβýρινθοι

     Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, üπως αφηγοýνται αξιüπιστοι Üνθρωποι (αν κι ο ΑλλÜχ ξÝρει περισσüτερα), ζοýσε στα νησιÜ της Βαβυλωνßας Ýνας βασιλιÜς, που μÜζεψε μια μÝρα τους αρχιτÝκτονες και τους μÜγους του και τους παρÜγγειλε να χτßσουν Ýνα λαβýρινθο τüσο περßπλοκο και τüσον αριστοτεχνικü, þστε κανÝνας γνωστικüς δε τολμοýσε να διασχßσει το κατþφλι του κι üπος Ýμπαινε χανüτανε. Το κτßριο αυτü αποτελοýσε σκÜνδαλο, γιατß τα θαýματα κι η σýγχυση, εßν' Ýργα του Θεοý κι üχι των ανθρþπων. Με τον καιρü, Þρθε στην αυλÞ του Ýνας βασιλιÜς των ΑρÜβων κι ο βασιλιÜς της Βαβυλωνßας (για να διασκεδÜσει με την αφÝλεια του μουσαφßρη του), τον Üφησε να μπει στον λαβýρινθο, που περιπλανÞθηκε ταπεινωμÝνος, ζαλισμÝνος, þσπου Ýπεσε το βρÜδι. Τüτε παρακÜλεσε τον Θεü να βÜλει το χÝρι Του κι Ýτσι βρÞκε τη πüρτα. ΚανÝνα παρÜπονο δε βγÞκε απü τα χεßλια του. Το μüνο που εßπε στον βασιλιÜ της Βαβυλωνßας Þταν üτι στην Αραβßα εßχεν Ýναν Üλλο λαβýρινθο κι üτι αν Þθελε ο Θεüς, θα 'ρχüτανε κÜποτε η μÝρα που θα του τον Ýδειχνε.
     ¾στερα γýρισε στην Αραβßα, μÜζεψε τους στρατηγοýς και τους φýλαρχοýς του κι εξαπÝλυσεν επßθεση στα βασßλεια της Βαβυλωνßας με τÝτοιαν ευτυχÞ κατÜληξη, þστε γκρÝμισε τα κÜστρα της, ρÞμαξε το στρατü της κι Ýπιασεν αιχμÜλωτο τον ßδιο τον βασιλιÜ. Τον Ýδεσε πÜνω σε μια γοργÞ καμÞλα και τον πÞγε στην Ýρημο. ΜετÜ απü τρεις μÝρες ταξßδι, του εßπε:
 -"Ω βασιλιÜ του χρüνου, ουσßα και σýμβολο του αιþνα! Στη Βαβυλωνßα μ' Üφησες να χαθþ σ' Ýνα μπροýτζινο λαβýρινθο, μ' Üφθονες σκÜλες, πüρτες και τοßχους. Τþρα το 'φερεν ο Παντοδýναμος να σου δεßξω κι εγþ τον δικü μου, που δεν Ýχει σκÜλες ν' ανεβεßς, οýτε πüρτες που να μη σου ανοßγουν, οýτε τοßχους να σου κüβουνε το δρüμο."
     Τüτε τον Ýλυσε και τον Üφησε στη μÝση της ερÞμου, üπου και πÝθανε απü τη πεßνα και τη δßψα. Δüξα σε Κεßνον που δε πεθαßνει...

----------------------------------------------------------------------

                                     ΓλωσσÜρι

κομπαδρßτο= κουμπαρÜκι, μÜγκας των πüλεων, κουτσαβÜκι
πεüν= δουλοπÜροικος
πüντσο= παραδοσιακü πανωφüρι
γκÜουτσο= παλικαρÜς κτηνοτρüφος, καυγατζÞς και μαχαιροβγÜλτης και το
                   αρχÝτυπο αυτþν ο Μαρτßν ΦιÝρρο
ματÝ= εθνικüν αφÝψημα της ΑργεντινÞς, λÝγεται και "ΤσÜι της ΠαραγουÜης"
μιλüνγκα= παραδοσιακü λαúκü τραγοýδι της ΑργεντινÞς που τραγουδιÝται
                   συνοδεßα κιθÜρας
τσαχÜ= χαρακτηριστικü ελüβιο πτηνü της Νüτιας ΑμερικÞς, με διαπεραστικÞ
                 φωνÞ
................................................................................................................

     Τρßα διηγÞματα απü το βιβλßο διηγημÜτων του, με τßτλο "Το 'Αλεφ", μετÜφραση: ΑχιλλÝα Κυριακßδη, Εκδüσεις: ΥΨΙΛΟΝ/ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1991
................................................................................................................

                           Η ΓραφÞ Του Θεοý

                                                            Στην ¸μα Ρßσσο ΠλατÝρο

     Το μπουντροýμι εßναι βαθý και πÝτρινο. Tο σχÞμα του, ενüς σχεδüν τÝλειου ημισφαßριου, αν και το πÜτωμα (που εßναι επßσης πÝτρινο) εßναι λßγο μικρüτερο απü Ýνα μεγÜλο κýκλο, γεγονüς που εντεßνει κÜπως τα αισθÞματα της καταπßεσης και της απεραντοσýνης. ¸νας μεσüτοιχος το χωρßζει στα δυο. O τοßχος αυτüς, παρüλο που εßναι πανýψηλος, δε φτÜνει ως τη κορφÞ του θüλου. Aπü τη μια μεριÜ εßμαι γω, ο ΤζινακÜν, μÜγος της πυραμßδας του Καολüμ, που πυρπολÞθηκε απ' τον ΠÝδρο δε ΑλβαρÜδο, απü την Üλλη, εßναι Ýνας ιαγουÜρος, που με τον μυστικü κι ισοσκελÞ βηματισμü του μετρÜει τον χρüνο και τον χþρο της αιχμαλωσßας του. ¸να μεγÜλο παρÜθυρο με κÜγκελα, σýρριζα στο πÜτωμα, κüβει τον κεντρικü τοßχο. Την þρα που δεν Ýχει σκιÜ (το μεσημÝρι), ανοßγει στο ταβÜνι μια καταπακτÞ, κι Ýνας δεσμοφýλακας, που τον Ýχουν ξεθωριÜσει πια τα χρüνια, πιÜνει να γυρßζει μια σιδερÝνια τροχαλßα και μας κατεβÜζει, στην Üκρη ενüς σκοινιοý, κανÜτες με νερü και κομμÜτια κρÝας. Τüτε, στο μπουντροýμι μπαßνει φως, εκεßνη τη στιγμÞ, μπορþ να δω τον ιαγουÜρο.

     Δεν ξÝρω πια πüσα χρüνια κεßτομαι εδþ κÜτω στα σκοτÜδια. Εγþ, που κÜποτε, Þμουν νÝος και μποροýσα να πηγαινοÝρχομαι σ' αυτÞ τη φυλακÞ, τþρα δεν Ýχω τßποτα να κÜνω παρÜ να περιμÝνω παßρνοντας τη στÜση του θανÜτου μου, το τÝλος που μου προορßζουν οι Θεοß. ΚÜποτε, με το βαθý οψιδιανü μαχαßρι μου Üνοιγα τα στÞθια των θυμÜτων μου και τþρα μου εßναι αδýνατον χωρßς τα μÜγια να σηκωθþ απ' το χþμα.

     Την προηγουμÝνη της πυρπüλησης της Πυραμßδας, οι Üνθρωποι που ξεπÝζεψαν απ' τα θεüρατα Üλογα με βασÜνισαν με πυρακτωμÝνα σßδερα για να τους αποκαλýψω τη κρυψþνα του θησαυροý. ΓκρÝμισαν, μπροστÜ στα μÜτια μου, το εßδωλο του Θεοý, εκεßνος üμως δεν μ' εγκατÝλειψε στα βασανιστÞρια και με κρÜτησε σιωπηλü. Με μαστßγωσαν, μου σπÜσανε τα κüκαλα, με παραμορφþσανε κι ýστερα ξýπνησα σ' αυτÞ τη φυλακÞ, απ' üπου δε θα ξαναβγþ ποτÝ στη διÜρκεια της θνητÞς ζωÞς μου.
     Ωθοýμενος απ' την ανÜγκη να κÜνω κÜτι, να γεμßσω τελοσπÜντων τον χρüνο μου, θÝλησα να θυμηθþ, μες στο σκοτÜδι μου, üλα üσα γνþριζα. Νýχτες ολüκληρες σπατÜλησα για να θυμηθþ τη σειρÜ και τον αριθμü ορισμÝνων ερπετþν
σκαλισμÝνων σε πÝτρα Þ το σχÞμα ενüς φαρμακευτικοý δÝντρου. ¸τσι υπÝταξα τα χρüνια, Ýτσι ανÝκτησα ü,τι μου ανÞκε.

     Μια νýχτα Ýνιωσα üτι προσÝγγιζα μια πολýτιμη ανÜμνηση. Πριν ακüμη δει τη θÜλασσα, ο ταξιδιþτης νιþθει μια αναταραχÞ στο αßμα του. Λßγες þρες αργüτερα, Üρχισα να διακρßνω καθαρüτερα αυτÞ την ανÜμνηση• Þταν μßα απü τις παραδüσεις του θεοý. Τη πρþτη μÝρα της Δημιουργßας, ο θεüς, προβλÝποντας üτι στη συντÝλεια των καιρþν θα επισυμβοýν ερÞμωση και χαλασμüς, Ýγραψε την μαγικÞ φρÜση που μπορεß να εξορκßσει üλα αυτÜ τα δεινÜ. Την Ýγραψε δε κατÜ τÝτοιο τρüπο, þστε να φτÜσει και στις πιο απüμακρες γενιÝς και να εßναι απρüσβλητη απ' την τýχη. Κανεßς δεν ξÝρει οýτε ποý την Ýγραψε οýτε με τι χαρακτÞρες, μας αρκεß üμως να γνωρßζουμε üτι κÜπου υπÜρχει, μυστικÞ, κι üτι μια μÝρα κÜποιος εκλεκτüς θα την διαβÜσει.

     ΣκÝφτηκα λοιπüν üτι, üπως πÜντα, εßχαμε φτÜσει στη συντÝλεια των καιρþν κι üτι η μοßρα, που μ' Ýφερε να εßμαι ο τελευταßος ιερÝας του θεοý, μπορεß και να μου Ýδινε το προνüμιο να διαισθανθþ αυτÞ τη γραφÞ. Το γεγονüς üτι Þμουν κλεισμÝνος σε μια φυλακÞ δεν μου απαγüρευε αυτÞ την ελπßδα. Μπορεß και να 'χα δει χιλιÜδες φορÝς την επιγραφÞ στο Καολüμ και να υπολειπüταν απλþς το να την καταλÜβω. Η σκÝψη αυτÞ, πρþτα με εμψýχωσε κι ýστερα με βýθισε σ' Ýνα εßδος ιλßγγου. ΠÜνω στη γη υπÜρχουν σχÞματα αρχαßα, σχÞματα Üφθαρτα και αιþνια. ΟποιοδÞποτε απ' αυτÜ θα μποροýσε να εßναι το σýμβολο που αναζητοýσα. Ο λüγος του θεοý θα μποροýσε να 'ναι Ýνα βουνü Þ Ýνας ποταμüς Þ η αυτοκρατορßα Þ η διÜταξη των Üστρων. ¼μως στο πÝρασμα των αιþνων τα βουνÜ ισοπεδþνονται και η πορεßα ενüς ποταμοý εκτρÝπεται συνÞθως κι οι αυτοκρατορßες γνωρßζουν αλλαγÝς και συντριβÞ κι η διÜταξη των Üστρων μεταβÜλλεται. ¼λα αλλÜζουν στο στερÝωμα. Το βουνü και τ' Üστρα εßναι Üτομα -και τ' Üτομα περνοýν. ¸ψαξα κÜτι πιο ανθεκτικü, πιο Üτρωτο.
    
ΣκÝφτηκα τα γÝνη των δημητριακþν, των χορταρικþν, των πουλιþν, των ανθρþπων. Μπορεß η μαγικÞ φρÜση να 'τανε γραμμÝνη στο πρüσωπü μου, μπορεß εγþ ο ßδιος να Þμουν το τÝρμα της αναζÞτησÞς μου. Σ' αυτÞ την αγωνßα βρισκüμουν, üταν θυμÞθηκα üτι ο ιαγουÜρος Þταν μßα απü τις ιδιüτητες του θεοý. Και τüτε η ψυχÞ μου γÝμισε ευσπλαχνßα. ΦαντÜστηκα το πρþτο πρωινü του χρüνου, φαντÜστηκα τον θεü μου να εμπιστεýεται το μÞνυμα στο ολοζþντανο δÝρμα των ιαγουÜρων, που θα ζευγÜρωναν και θα γεννοβολοýσαν αδιÜκοπα, σε σπÞλαια, σε φυτεßες ζαχαροκÜλαμου, σε νησιÜ, μÝχρι να δεχθοýν το μÞνυμα οι τελευταßοι Üνθρωποι. ΦαντÜστηκα αυτü το δßκτυο των τßγρεων, αυτüν τον Ýμπυρο λαβýρινθο των τßγρεων, που σκορποýσε τον τρüμο στις βοσκÝς και στα κοπÜδια, μüνο και μüνο για να φυλÜξει Ýνα σχÝδιο. Στο διπλανü κελß υπÞρχε Ýνας ιαγουÜρος. ΕξÝλαβα αυτÞ τη γειτνßαση ως επιβεβαßωση της εικασßας μου και ως μυστικÞ χÜρη.

     ΑφιÝρωσα πολλÜ χρüνια για να μÜθω τη σειρÜ και τη διÜταξη των κηλßδων. ΚÜθε τυφλÞ μÝρα που περνοýσε, μου παραχωροýσε μιαστιγμÞ φως, κι Ýτσι μπüρεσα να εντυπþσω στη μνÞμη μου τα μαýρα σχÞματα πÜνω στο κßτρινο τρßχωμα. 'Αλλα Þτανε στßγματα, Üλλα σχημÜτιζαν εγκÜρσιες ραβδþσεις στο μÝσα μÝρος των πελμÜτων, Üλλα, δακτυλιωτÜ, επαναλαμβÜνονταν. Μπορεß και να Þταν Ýνας μüνον Þχος Þ μια μüνη λÝξη. ΠολλÜ εßχαν κüκκινο περßγραμμα.

     Δεν θα πω πüσο κοπιαστικü Þταν το Ýργο μου. ΠολλÝς φορÝς οýρλιαξα μÝσα στο μπουντροýμι üτι Ýνα τÝτοιο κεßμενο δεν μπορεß να το αποκρυπτογραφÞσει κανεßς. ΣιγÜ σιγÜ, το συγκεκριμÝνο αßνιγμα που με βασÜνιζε Üρχισε να με ανησυχεß λιγüτερο απü το γενικü: Τι φρÜση γρÜφει Ýνας θεüς; Τι εßδους φρÜση θα συνÝθετε μια απüλυτη διÜνοια; Αναλογßστηκα üτι σε üλες τις ανθρþπινες γλþσσες δεν υπÜρχει οýτε μßα πρüταση που να μην περικλεßει το σýμπαν. ¼ταν λες «ο τßγρης», λες τις τßγρεις που τον γÝννησαν, τις χελþνες και τα ελÜφια που κατασπÜραξε, τα χüρτα που Ýτρωγαν αυτÜ τα ελÜφια, τη γη που βλÜστησε αυτÜ τα χüρτα, τον ουρανü που φþτισε τη γη. Aναλογßστηκα üτι, στη γλþσσα ενüς θεοý, κÜθε λÝξη θα Ýπρεπε üχι απλþς να εκφρÜζει αυτÞ την Üπειρη αλληλουχßα των γεγονüτων, αλλÜ και να την εκφρÜζει μ' Ýναν τρüπο üχι περιφραστικü, αλλÜ απερßφραστο, üχι διαδοχικü, αλλÜ ακαριαßο. Με τον καιρü, η ιδÝα μιας θεßας φρÜσης Üρχισε να μου φαßνεται παιδαριþδης Þ βλÜσφημη. ¸νας θεüς, σκÝφτηκα, πρÝπει να λÝει μüνο μßα λÝξη και, μ' αυτÞ τη λÝξη, να εκφρÜζεται η πληρüτητα.

     ΚανÝνα φþνημÜ του δεν μπορεß να εßναι Ýλασσον του σýμπαντος Þ ατελÝστερο του σýμπαντος χρüνου. Οι φιλüδοξες και φτωχÝς ανθρþπινες λÝξεις üλα, κüσμος, σýμπαν, δεν εßναι παρÜ απüηχοι Þ ομοιþματα αυτοý του φωνÞματος που εßναι ισüτιμο με μια ολüκληρη γλþσσα Þ με üλα üσα μπορεß να περιλαμβÜνει μßα γλþσσα. Μια μÝρα Þ μια νýχτα -ανÜμεσα στις μÝρες και τις νýχτες μου, τι διαφορÜ υπÜρχει; Ονειρεýτηκα üτι στο πÜτωμα του κελιοý μου υπÞρχε Ýνας κüκκος Üμμου. ΞανακοιμÞθηκα, αδιÜφορος. Ονειρεýτηκα üτι ξυπνοýσα κι Ýβλεπα δýο κüκκους.

     ΞανακοιμÞθηκα. Ονειρεýτηκα üτι οι κüκκοι της Üμμου Þταν τρεις. ΠολλαπλασιÜζονταν Ýτσι þσπου το κελß κατακλυζüταν κι εγþ Ýβρισκα το θÜνατο κÜτω απ' αυτü το αμμþδες ημισφαßριο. Τüτε κατÜλαβα üτι ονειρευüμουν και, καταβÜλλοντας τερÜστια προσπÜθεια, ξýπνησα. ¹ταν ανþφελο: μ' Ýπνιγε η αναρßθμητη Üμμος. ΚÜποιος μου εßπε: Δεν ξýπνησες στον ξýπνο, αλλÜ σ' Ýνα προγενÝστερο üνειρο. Το üνειρο αυτü εßναι μÝσα σ' Ýνα Üλλο üνειρο κι οýτω καθεξÞς επ' Üπειρον, που εßναι κι ο συνολικüς αριθμüς των κüκκων της Üμμου. Η οδüς της παλινδρüμησÞς σου εßναι ατελεßωτη, και θα πεθÜνεις πριν ξυπνÞσεις στ' αλÞθεια. ¸νιωσα χαμÝνος. Η Üμμος εßχε γεμßσει το στüμα μου, μπüρεσα üμως να φωνÜξω: Οýτε μπορεß να με σκοτþσει μια Üμμος που ονειρεýτηκα, οýτε υπÜρχουν üνειρα μÝσα σε üνειρα. Με ξýπνησε μια λÜμψη. Στη κορφÞ του σκοταδιοý, διαγραφüταν Ýνας φωτεινüς κýκλος. Εßδα το πρüσωπο του δεσμοφýλακα, τα χÝρια του, την τροχαλßα, το σκοινß, το κρÝας και τις κανÜτες.

     ΚÜθε Üνθρωπος συγχÝεται, βαθμιαßα, με τη μορφÞ της μοßρας του. ΚÜθε Üνθρωπος εßναι, πÜνω απ' üλα, οι περιστÜσεις του. ΠÜνω απü αποκρυπτογρÜφος Þ εκδικητÞς, πÜνω απü ιερÝας του θεοý, Þμουν Ýνας φυλακισμÝνος. Γýρισα στη σκληρÞ μου φυλακÞ απ' τον ανεξÜντλητο λαβýρινθο των ονεßρων, σαν να επÝστρεφα στο σπßτι μου. Ευλüγησα την υγρασßα της, ευλüγησα τον τßγρη της, ευλüγησα τον φεγγßτη, ευλüγησα το γÝρικο, βασανισμÝνο μου κορμß, ευλüγησα το σκüτος και την πÝτρα.

     Και τüτε συνÝβη αυτü που δεν μπορþ οýτε να ξεχÜσω οýτε να περιγρÜψω. ΣυνÝβη η ÝνωσÞ μου με το θεßον, με το σýμπαν (δεν ξÝρω αν αυτÝς οι λÝξεις διαφÝρουν). Η Ýκσταση δεν επαναλαμβÜνει τα σýμβολÜ της. ΥπÜρχουν κÜποιοι που εßδαν τον Θεü σε μια λÜμψη, υπÜρχουν Üλλοι που τον διÝκριναν σ' Ýνα σπαθß Þ στους κýκλους ενüς ρüδου. Εγþ εßδα Ýναν θεüρατο Τροχü, που δεν Þταν μπρος στα μÜτια μου, οýτε πßσω, οýτε στο πλÜι μου, αλλÜ παντοý, ταυτüχρονα. Ο Τροχüς αυτüς Þταν φτιαγμÝνος απü νερü, αλλÜ και απü φωτιÜ, παρüλο δε που φαινüταν το περßγραμμÜ του, Þταν Üπειρος. Τον αποτελοýσαν, το 'να μÝσα στ' Üλλο, üλα τα πρÜγματα που θα εßναι, που εßναι και που Þταν. Εγþ Þμουν μßα ßνα μÝσα σ' εκεßνον τον ολοκληρωτικü μßτο κι ο ΠÝδρο δε ΑλβαρÜδο, που με βασÜνιζε, μια Üλλη. Εκεß Þταν τα αßτια και τ' αποτελÝσματα, και δεν χρειαζüταν παρÜ να δω αυτüν τον Τροχü για να τα καταλÜβω üλα, μÝχρι τÝλους. Ω χαρÜ τοý να καταλαβαßνεις, πüσο πιο μεγÜλη εßσαι απ' τη χαρÜ τοý να φαντÜζεσαι Þ του να αισθÜνεσαι! Εßδα το σýμπαν και εßδα τα κρυφÜ σÞματα του σýμπαντος. Εßδα τις απαρχÝς, üπως τις περιγρÜφει η Βßβλος των Κοινþν. Εßδα ταβουνÜ που αναδýθηκαν απ' το νερü, εßδα τους πρþτους ανθρþπους απü ξýλο, εßδα τα πιθÜρια που χιμÞξαν στους ανθρþπους, εßδα τα σκυλιÜ που τους ρÞμαξαν τα πρüσωπα. Εßδα τον απρüσωπο θεü που υπÜρχει, πßσω απ' τους θεοýς. Εßδα Üπειρες διεργασßες που κατÝληγαν σε μßα και μüνη μακαριüτητα και, καταλαβαßνοντας τα πÜντα, μπüρεσα να καταλÜβω και τη γραφÞ του τßγρη.

     Εßναι Ýνας τýπος, ο οποßος αποτελεßται απü δεκατÝσσερις τυχαßες λÝξεις (απü δεκατÝσσερις λÝξεις που δεßχνουν τυχαßες). Θα μου 'φτανε να τον εκφÝρω με δυνατÞ φωνÞ για να γßνω παντοδýναμος. Θα μου 'φτανε να τον εκφÝρω για να γκρεμßσω αυτü το πÝτρινο μπουντροýμι, για να εισχωρÞσει η μÝρα μες στη νýχτα μου, για να γßνω νÝος, για να γßνω αθÜνατος, για να ξεσκßσει ο τßγρης τον ΑλβαρÜδο, για να βυθßσω το Üγιο μου μαχαßρι σε στÞθια ισπανικÜ, για να παλινορθþσω τη πυραμßδα, για να παλινορθþσω την αυτοκρατορßα. ΣαρÜντα συλλαβÝς, δεκατÝσσερις λÝξεις κι εγþ, ο ΤζινακÜν, θα κυβερνοýσα τα εδÜφη που κÜποτε κυβÝρνησε ο Μοντεζοýμα. Κι üμως το ξÝρω πως δε θα τις πω ποτÝ αυτÝς τις λÝξεις, γιατß τον ΤζινακÜν δεν τονε θυμÜμαι πια.

     Ας πεθÜνει μαζß μου το μυστÞριο που 'ναι γραμμÝνο στους τßγρεις. ¼ποιος Ýχει δει το σýμπαν, üποιος Ýχει δει τα Ýμπυρα σÞματα του σýμπαντος, δε μπορεß πια να σκÝφτεται Ýναν Üνθρωπο, να σκÝφτεται τις κοινüτοπες ευτυχßες Þ δυστυχßες του, ακüμη κι αν πρüκειται για τον εαυτü του. Τι τον νοιÜζει η ζωÞ αυτοý του Üλλου, η πατρßδα αυτοý του Üλλου, τþρα που ο ßδιος δεν εßναι πια κανÝνας; Γι' αυτü και δεν εκφÝρω τον τýπο, γι' αυτü κι αφÞνω τις μÝρες να με ξεχÜσουνε, γερμÝνος εδþ κÜτω στο σκοτÜδι.

 ¸να Ποßημα Για Τους Φßλους

Δεν µπορþ να σου δþσω λýσεις,
για üλα τα προβλÞµατα της ζωÞς,
οýτε Ýχω απαντÞσεις
στις αµφιβολßες Þ τους φüβους σου,
αλλÜ µπορþ να σε ακοýσω
και να τα µοιραστþ µαζß σου.

Δεν µπορþ ν' αλλÜξω
το παρελθüν σου οýτε το µÝλλον σου.
ΑλλÜ üταν µε χρειÜζεσαι
θα 'µαι δßπλα σου.

Δεν µπορþ ν' αποτρÝψω
να µη σκοντÜψεις.
Μüνο µπορþ να σου προσφÝρω το χÝρι µου,
για να κρατηθεßς
και να µη πÝσεις.

Οι χαρÝς σου.
Οι θρßαµβοß σου
κι οι επιτυχßες σου
δεν εßναι δικÜ µου.
ΑλλÜ χαßροµαι ειλικρινÜ
να σε βλÝπω ευτυχισµÝνο.

Δεν κρßνω τις αποφÜσεις
που παßρνεις στη ζωÞ.
Περιορßζοµαι στο να σε στηρßζω,
να σε παροτρýνω
και να σε βοηθþ üταν µου το ζητÜς.

Δεν µπορþ να σου χαρÜζω üρια
που µÝσα τους οφεßλεις να κινεßσαι,
αλλÜ σου προσφÝρω αυτü το χþρο,
τον απαραßτητο για ν’' αναπτυχθεßς.

Δεν µπορþ να αποτρÝψω τον πüνο σου
üταν κÜποια λýπη σου σχßζει την καρδιÜ,
αλλÜ µπορþ να κλÜψω µαζß σου
και να µαζÝψω τα κοµµÜτια,
για να τη φτιÜξω απü την αρχÞ.

Δεν µπορþ να σου πω ποιος εßσαι
οýτε ποιος θα üφειλες να εßσαι.
ΜονÜχα µπορþ να σ' αγαπþ üπως εßσαι
και να 'µαι φßλος σου.

ΑυτÝς τις ηµÝρες σκÝφτηκα
τους φßλους και τις φßλες µου.
Δεν Þσουν ψηλÜ οýτε χαµηλÜ οýτε στη µÝση.
Δεν Þσουν στην αρχÞ
οýτε στο τÝλος της λßστας.

Δεν Þσουν το νοýµερο Ýνα
οýτε το τελικü,
οýτε διεκδικþ να 'µαι πρþτος,
δεýτερος Þ ο τρßτος στη δικÞ σου.

ΦτÜνει που µε θες για φßλο.
Ευχαριστþ που 'µαι αυτü.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers