ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Êáââáäßáò Íßêïò: Èáëáóóéíïß ÄéÜäñïìïé KáñäéÜò

           Βιογραφικü       

     ΓεννÞθηκε το 1910 σε μßα μικρÞ πüλη της Μαντζουρßας κοντÜ στο Χαρμπßν, απü γονεßς Κεφαλλονßτες. Πολý μικρüς πρωτοταξßδεψε, üταν οι γονεßς του αποφÜσισαν να επιστρÝψουν στο νησß τους. Η οικογÝνεια θα ζÞσει ελÜχιστα κει και τελικü της λιμÜνι θα 'ναι ο ΠειραιÜς, üπου μετοικεß το 1921, üταν ο Νßκος εßναι μüλις 11 ετþν. Εκεß ο ποιητÞς τελειþνει Δημοτικü και ΓυμνÜσιο. ΜαθητÞς ακüμη, γρÜφει τα πρþτα του ποιÞματα.
     Το 1929 μπαßνει υπÜλληλος σ' Ýνα ναυτικü γραφεßο. ΑντÝχει μüνο λßγους μÞνες να βλÝπει τους Üλλους να ταξιδεýουν. Τα καρÜβια κι η θÜλασσα εßναι το üνειρü του. ΜπαρκÜρει ναýτης σε φορτηγü, και για μερικÜ χρüνια συνεχßζει να φεýγει με τα φορτηγÜ, γυρßζοντας πßσω μονßμως ταλαιπωρημÝνος και αδÝκαρος. Η ανÝχεια τον κÜνει ν' αποφασßσει να πÜρει το δßπλωμα του ασυρματιστÞ. Στην αρχÞ σκεφτüτανε να γßνει καπετÜνιος, μα τα χρüνια εßχαν περÜσει, τα εßχε φÜει η λαμαρßνα και το δßπλωμα του ασυρματιστÞ Þταν ο μüνος σýντομος κι αξιοπρεπÞς δρüμος για τα καρÜβια.



     Παßρνει το δßπλωμα του το 1939, αλλ' αντß να μπαρκÜρει βρßσκεται στρατιþτης στην Αλβανßα και κατüπιν ξÝμπαρκος στην ΑθÞνα με τη ΓερμανικÞ ΚατοχÞ. Μüλις τελεßωσε ο πüλεμος, το 1944, ξαναμπαρκÜρει, αδιÜκοπα πια, ως ασυρματιστÞς, γυρßζοντας üλο τον κüσμο, ως το ΝοÝμβρη του 1974. Τρεις μÞνες Üντεξε μακριÜ απü τη θÜλασσα. Πεθαßνει απü εγκεφαλικü επεισüδιο στις 10 ΦλεβÜρη του 1975.
     Εßναι ßσως ο μüνος που αξßζει χαρακτηρισμü του απüλυτα βιωματικοý στη ποßησÞ του. ΜιλÜ πÜντα για τα καρÜβια που Ýζησε, τους ναυτικοýς που γνþρισε, τους Ýρωτες, τους καυγÜδες και τους θανÜτους στα λιμÜνια, με τη γλþσσα των καραβιþν και κÜποιους ιδιωματισμοýς της ΚεφαλονιÜς, να μπλÝκονται στα γνÞσια λαúκÜ ελληνικÜ του.



     Ο ÝρωτÜς του για τα ταξßδια και τη θÜλασσα, πÜθος τρομερü, σχÝση αγÜπης και μßσους, ο ßδιος Ýρωτας που τον οδÞγησε να μπαρκÜρει μικρüς, μüλις 19 ετþν, αφÞνοντας τη σßγουρη δουλειÜ του ναυτικοý γραφεßου, εßν' ορατüς σε κÜθε στßχο του και τüσο δυνατüς που διαπερνÜ τον αναγνþστη, τον κÜνει να ξεχÜσει τις Üγνωστες λÝξεις και τους ναυτικοýς üρους, και να συνεπαρθεß απüλυτα απü την αλÞθεια του Λüγου του ΠοιητÞ.

     ¢φησε πολý λßγα πßσω του, μüλις τρεις ποιητικÝς συλλογÝς, Ýνα μυθιστüρημα και 3 μικρÜ πεζÜ: "Μαραμποý", "Ποýσι", "ΤραβÝρσο" ποιητικÝς συλλογÝς, "ΒÜρδια" μυθιστüρημα, "Του ΠολÝμου", "Τ' 'Αλογü Μου" & "Λι" μικρÜ πεζÜ. ΤαπεινÜ παρουσιÜστηκε στα ελληνικÜ γρÜμματα κι η ταπεινüτητÜ του αυτÞ, μαζß με τη μελοποßηση πολλþν ποιημÜτων του, τον Ýφερε κοντÜ στη μεγÜλη πλειοψηφßα των ΕλλÞνων, κÜνοντÜς τον Ýναν απü τους πιο δημοφιλεßς μας ποιητÝς, δυστυχþς μετÜ θÜνατον.



     Για πιο πολλÝς λεπτομÝρειες απü τη ζωÞ του σας παραπÝμπω εδþ!

     Εδþ για το ΓΛΩΣΣΑΡΙ του...


==================


                    Μουσþνας

Τρελüς μουσþνας ρÜγισε μεσονυχτßς τα ρÝλια.
Στο χÝρι σου χλωρü κλαρß, χαρτß κι Ýνα φτερü.
ΤÝσσεροι κÜμανε καιροß τα ροýχα σου κουρÝλια.
Να σε σκεπÜσω θÝλησα, γλυστρÜς και δε μπορþ.

ΚορÜλλι ο κατραμüκωλος βαστÜ να σε φιλÝψει.
Γιατß μπÞγεις τα νýχια σου στη σÜπια κουπαστÞ;
Ειν' Ýνα 'φÜδι αθþρητο και μου μποδÜ τη βλÝψη.
ΓαλÜζιο βλÝπω μοναχÜ, γαλÜζιο και σταχτß.

Παρακαλþ σε κÜθησε να ξημερþσει κÜπως.
Χρþμα να βρω, το πρÜσινο και τßντες μυστικÝς.
Κι απÝ, το θρýλο να σου πω που μου 'πε μαýρος κÜπος,
τη νýχτα που μας Ýγλειφε φωτιÜ στο ΜαρακÝς.

Ακüμα, ξÝρω τον αρχαßο σκοπü του ΜινικÜπε,
τη φοινικιÜ που ζωντανÞ θρηνεß στο ΠαραμÝ.
Μα Ýνα πουλß μου μÞνυσε πως κÜποιος Üλλος στα 'πε
κÜποιος, που ξÝρει να ιστορÜ καλýτερα απü με.

ΚÜματος εßναι που μιλÜ στενüχωρα και κÜψα.
ΠεισματικÞ και πÝταξες χαρτß, φτερü, κλαδß,
üμως δεν εßμαστε παιδιÜ να πιÜσουμε τη κλÜψα.
Τß θα 'δινα  -"ΠÜψε, ΣεβÜχ"- για να 'μουνα παιδß!

ΑυγÞ, ποιος δαßμονας Ινδüς σου μüλεψε το χρþμα;
Γυρßζει ο ναýτης το τροχü κι ο γýφτος τη φωτιÜ.
Κι εμεßς, που κÜμαμε πετσß τη καραβßσια βρþμα,
στο πüρτο θα κερδßσουμε και πÜλι στα χαρτιÜ.

               Τραγοýδια
1.
Στη πληκτικÞ, κατÜξερη και γκρßζαν εξοχÞ

σε μια μικροýλα κÜμαρα μ´ ασπροβαμμÝνους τοßχους
εχθÝς ο ΜÜριος πÝθανε, τ´ ασθενικü παιδß
ξÜφνου καθþς εδιÜβαζεν κÜποιο βιβλßο με στßχους.

¹ταν Ýνα παρÜξενο παιδß, χλωμü πολý
βραδýγλωσσο κι ιδιüτροπο και πÜντα εßχε τη σκÝψη
να φýγει απü το σπßτι του με κÜποιο φορτηγü
πλοßαρχος να γßνει και πολý μακριÜ να ταξιδÝψει.

Κι üμως απü το σπßτι του δεν Ýφυγε ποτÝ
κι üταν κινοýσε του ´βρισκαν πÜντοτε μιÜν αιτßα
και τη βαλßτσα του Ýλυνε σαν πÜντα σκυθρωπüς
ενþ οι δικοß τον πεßραζαν και του ´λεγαν αστεßα.

Κι αυτüς που ´χε παρÜξενη κι αισθαντικÞ ψυχÞ
γιομÜτη απü των μακρινþν μερþν τη γοητεßα
κλεισμÝνος σ´ Ýνα σκοτεινü γραφεßο και πνιγερü
κρατþντας, εκουρÜστηκε, λογιστικÜ βιβλßα.

Κι Ýξαφνα χθες επÝθανε στη θλιβερÞ εξοχÞ
διαβÜζοντας Ýνα παλιü βιβλßο γεμÜτο στßχους.
¹τανε βρÜδυ κι Ýπεφτε παρÜξενα το φως
του ηλεκτρικοý στους παγεροýς, ασπροβαμμÝνους τοßχους.

2.
ΘεÝ μου λÝν οι Üνθρωποι πως εισ’ Ýτσι καλüς
και δßνεις κÜτι üταν κανεßς με πßστη στο ζητÞσει.
¢κου μια χÜρη που ζητþ απü σÝ γονατιστüς
γι´ αυτüν που δεν εμπüρεσε τη ζÞση του να ζÞσει.

Στη λßμνη εκεß του ΑχÝροντα με τα θολÜ νερÜ
που απÜνω τους του ΧÜροντα το μαýρο ακÜτι οδεýει
Üκουσε ΘÝ μου κι Üσε τον εκεß παντοτινÜ
«Δüκιμο πλοßαρχο», Üσε τον εκεß να ταξιδεýει.

Κι Ýτσι ως το ακÜτιο θα περνÜ τη λßμνη τη θολÞ
κι αυτüς ορθüς θα κÜθεται κρατþντας το τιμüνι,
- ο ΧÜρος üπως πÜντοτε θα στÝκει στα κουπιÜ -
θα ξεγιελιÝται και θα λÝει στη ΜÜλτα πως ζυγþνει.

ΘεÝ μου απüψε η λýπη μου Ýγινε αβÜσταχτη πολý
κι Ýτσι βαριÜ κι αθÝλητα κατÝβηκε στα χεßλη
κι Ýγινε ετοýτη η προσευχÞ που αν φθασ´ ßσαμε σε
θα μοιÜζει Þχο παρÜφωνο που βγαßνει απü κοχýλι.

                 Αντινομßα

Ο ÝρωτÜς σου μια πληγÞ και τρεις κραυγÝς.
-Στα κüντρα σκοýζει ο μακαρÜς καθþς τεζÜρει-.
Θαλασσοκüρη του βυθοý, χßλιες οργιÝς,
του Ποσειδþνα εγþ σε κÝρδισα στο ζÜρι.

Και σ' Ýριξα σ' Ýνα βιβÜρι σκοτεινü
που στÝγνωσε κι εξανεμßστηκε τ' αλÜτι.
Μα 'συ προσμÝνεις απ' το δßκαιον ουρανü
το στεριανü, το γητευτÞ, τον απελÜτη.

¼ταν θα σμßξεις με το φως που σε βολεß
και θα χαθεßς μÝσα σε διÜφανη αμφιλýκη
πÜνω σε πρÜσινο πετοýμενο χαλß,
θα μεßνει ο ναýτης να μετρÜ τ' Üσπρο χαλßκι.

                       Γυναßκα

Χüρεψε πÜνω στο φτερü του καρχαρßα.
Παßξτε στον Üνεμο τη γλþσσα σου και πÝρνα.
Αλλοý σε λÝγανε ΓιουδÞθ, εδþ Μαρßα.
Το φßδι σκßζεται στο βρÜχο με τη σμÝρνα.
 
Απü παιδß βιαζüμουνα, μα τþρα πÜω καλιÜ μου.
Μια τσιμινιÝρα μ' þρισε στο κüσμο και σφυρßζει.
Το χÝρι σου, που χÜιδεψε τα λιγοστÜ μαλλιÜ μου
για μια στιγμÞ αν με λýγισε, σÞμερα δε μ' ορßζει.
 
Το μετζαρüλι ρÜγισε και το τεσσαροχÜλι.
Την τÜβλα πÜρε, τζüβενο, να ξανÜπαμε αρüδο.
Ποιος σκýλας γιος μας μοýτζωσε κι Ýχουμε τÝτοιο χÜλι
που γÝροι και μικρÜ παιδιÜ μας πÞραν στο κορüιδο;
 
ΒαμμÝνη. Να σε φÝγγει κüκκινο φεγγÜρι.
ΓιομÜτη φýκια και ροδÜνθη, αμφßβια Μοßρα.
ΚαβÜλαγες ασÝλωτο με δßχως χαλινÜρι
πρþτη φορÜ, σε μια σπηλιÜ, στην Αλταμßρα.
 
ΣαλτÜρει ο γλÜρος το δελφßνι να στραβþσει.
Τι με κοιτÜς; Θα σου θυμßσω εγþ που μ' εßδες.
Στην Üμμο πÜνω σ´εßχα ανÜστροφα ζαβþσει
τη νýχτα που θεμÝλιωναν τις Πυραμßδες.
 
Το τεßχος περπατÞσαμε μαζß το Σινικü.
ΚοντÜ σου ναýτες απ' την Ουρ πρωτüσκαρο βιδþναν.
ΑνÜμεσα σ' ολüγυμνα σπαθιÜ στο Γρανικü
Ýχυνες λÜδι στις βαθιÝς πληγÝς του Μακεδüνα.
 
ΠρÜσινο. Αφρüς, θαλασσινü βαθý και βυσσινß.
ΓυμνÞ. ΜονÜχ' Ýνα χρυσü στη μÝση σου ζωστÞρι.
Τα μÜτια σου τα χþριζαν εφτÜ Ισημερινοß
μες στου Giorgione το αργαστÞρι.
 
ΠÝτρα θα του 'ριξα και δε με θÝλει το ποτÜμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνÜς προτοý να φÝξει.
ΣτερνÞ νυχτιÜ του λιμανιοý δεν πÜει χαρÜμι.
Αμαρτωλüς που δε χαρεß και που δε φταßξει.
 
ΒαμμÝνη. Να σε φÝγγει φως αρρωστημÝνο.
ΔιψÜς χρυσÜφι. ΠÜρε, ψÜξε, μÝτρα.
Εδþ κοντÜ σου, χρüνια ασÜλευτος να μÝνω
ως να μου γßνεις Μοßρα, ΘÜνατος και ΠÝτρα.

    ΕφτÜ ΝÜνοι Στο s/s Cyrenia

ΕφτÜ. Σε παßρνει αριστερÜ, μη το ζορßζεις.
ΜÜτσο χωρÜνε σε μια κοýφιαν απαλÜμη.
Θυμßζεις κÜμαρες κλειστÝς, στεριÜ μυρßζεις.
Ο πιο μικρüς αχολογÜει μ' Ýνα καλÜμι.
 
Γυαλßζει ο Σημ της μηχανÞς τα δυο ποδÜρια.
Ο Ρεκ λαδþνει στην ανÜγκη το τιμüνι.
Μ' Ýνα φτερü ξορκßζει ο Γκüμπι τη μαλÜρια
κι ο στραβοκÜνης ο ΧαρÜμ πßτες ζυμþνει.
 
Απ' το ποδüσταμο πηδÜν ως τη γαλÝτα.
-Μπορþ ποτÝ να σου χαλÜσω το χατßρι;
Κüρη ξανθÞ και γαλανÞ που üλο εμελÝτα
ποιος ρÞγα γιος θε να την πιει σ' Ýνα ποτÞρι.
 
ΡαμÜν αλλÞθωρε, τρελÝ, που λýνεις μÜγια,
κατÜφερε το σταυρωτü του Νüτου αστÝρι
σωρüς να πÝσει, να σκορπßσει στα σπιρÜγια
και πες του κÜτω απü 'να δÝντρο να με φÝρει.
 
Ο Τοτ, του λεßπει το 'να χÝρι μα üλο γνÝθει,
τοýτο τ' απßθανο σινÜφι να βρακþσει.
ΕσθÞρ, ποια βιβλικÞ σκορπÜς περνþντας μÝθη;
Ρουθ, δε μιλÜς; Γιατß τρεκλßζουμε οι διακüσιοι;
 
Κουφüς ο ΣÜλαχ, το κατÜστρωμα σαρþνει.
-Μ' Ýνα ξυστρß καθÜρισÝ με απ' τη μορÜβια.
Μα εßν' Ýνα κÜτι πιο βαθý που με λερþνει.
-Γιε μου, που πας; -ΜÜνα, θα πÜω στα καρÜβια.
 
Κι Ýτσι μαζß με τους εφτÜ κατηφορÜμε.
Με τη βροχÞ, με το καιρü που μας ορßζει.
Τα μÜτια σου ζοýνε μια θÜλασσας, θυμÜμαι...
Ο πιο στερνüς μ' Ýναν αυλü με νανουρßζει.

                      Yara-Yara

Καθþς αποκοιμÞθηκες φýλαγε βÜρδια ο κÜβος.
Σε σπßτι μÝσα, ξÝχασες προχτÝς το φυλαχτü.
ΓελÜς, μα 'γω σε ποýλησα στο Rio για δυο centavos
κι απÝ σε ξαναγüρασα ακριβÜ στη Βηρυτü.

Με πορφυρü στα χεßλη μου κοχýλι σε προστÜζω.
Στο χÝρι το γερÜκι σου και τα σκυλιÜ λυτÜ.
ΑπÜνωθÝ μου σκοýπισε τη θÜλασσα που στÜζω
και μÜθε με να περπατþ πÜνω στη γη σωστÜ.

Κοýκο φοροýσες κÜτασπρο μικρüς και κολαρßνα.
ΝαυτÜκι του γλυκοý νεροý.
Σε πιÜνει -μην το πεις αλλοý- σα γÜτα η λαμαρßνα
και σε σαστßζει ξαφνικü προβÝτζο του καιροý.

Το κýμα πÜρε του φιδιοý και δοσ' μου Ýνα μαντßλι.
Εγþ, και σ' Ýγδυσα μπροστÜ στο γÝρο Τισιανü.
Βßρα, Κεφαλλονßτισσα και μÜινα το καντÞλι.
Σε λüφο γιαπωνÝζικο κοιμÜται το στερνü.

Σου πÞρ' απü τη ΝÜπολη μια ψεýτικη καμÝα
κι Ýνα κορÜλλι ξÝθωρο μαζß.
Πßσω απ' το φριγκορßφικο στην Üδεια προκυμαßα
Ýβενος, -γλþσσα της φωτιÜς-, στο βÜθος κρεμεζß.

Φþτα του Melbourne. ΒαρετÜ κυλÜει ο Yara-Yara
ανÜμεσα σε φορτηγÜ πελþρια και βουβÜ,
φÝρνοντας προς το πÝλαγος, χωρßς να δßνει διÜρα,
του κοριτισιοý το φßλημα, που στοßχισε ακριβÜ.

ΓερÜ την ανεμüσκαλα. ΚαφÝ για τον πιλüτο.
Λακßζετε, αλυσüδετοι του στεριανοý καημοý.
Και σÝνα, που σε κÝρδισα μιανÞς νυχτιÜς σε λüτο,
σμßγεις και πας με το καπνü του γκρßζου ποταμοý.

Μια βÜρκα θÝλω, ποταμÝ, να ρßξω απü χαρτüνι,
üπως αυτÝς που παßζουνε στις üχθες μαθητÝς.
Σκοτþνει, πες μου, ο χωρισμüς; -Ματþνει-, δε σκοτþνει.
Ποιος εßπε φοýντο; ΨÝμματα. Δε φτÜσαμε ποτÝς.

                Fata Morgana

Θα μεταλÜβω με νερü θαλασσινü
στÜλα τη στÜλα συναγμÝνο απ' το κορμß σου
σε τÜσι αρχαßο, μπακιρÝνιο αλγερινü,
που κοινωνοýσαν πειρατÝς πριν πολεμÞσουν.

Στρεßδι ωκεÜνιο αρραβωνßζεται το φως.
Γεýση απü φλοýδι του ροδιοý, στυφü κυδþνι
κι ο Üρρητος τüνος, πιο πικρüς και πιο στυφüς,
που εναποθÝτανε στα βÜζα οι Καρχηδüνιοι.

Πανß δερμÜτινο, αλειμμÝνο με κερß,
οσμÞ απü κÝδρο, απü λιβÜνι, απü βερνßκι,
üπως μυρßζει αμπÜρι σε παλιü σκαρß
χτισμÝνο τüτε στον ΕυφρÜτη στη Φοινßκη.

Χüρτο ξανθü τρßποδο σκÝπει μαντικü.
Κι Ýνα ποτÜμι με ζεστÞ, λιωμÝνη πßσσα,
Üγριο, ακαταμÜχητο, απειλητικü,
ποτßζει τους αμαρτωλοýς που σ' αγαπÞσαν.

Rosso romano, πορφυρü της Δαμασκüς,
δüξα του κρýσταλλου, κρασß απ' τη Σαντορßνη.
Ο ασκüς να ρÝει, κι ο Απüλλωνας βοσκüς
να κολυμπÜει τα βÝλη του με διοσκουρßνη.

ΣκουριÜ πυρüχρωμη στις μßνες του ΣινÜ.
Οι κÜβες της ΓερακινÞς και το Στρατüνι.
Το επßχρισμÜ τ', αγιÜ σκουριÜ που μας γερνÜ,
μας τρÝφει, τρÝφεται απü μας και μας σκοτþνει.

ΚαντÞλι, δισκοπüτηρο χρυσü, αρτοφüρι.
'Αγια λαβßδα κι ιερÞ απü λαμινÜρια.
ΜπροστÜ στη Πýλη, δυο δαιμüνοι σπαθοφüροι
και τρεις ΑγγÝλοι με σπασμÝνα τα κοντÜρια. 
                          *
Ποýθ' Ýρχεσαι; Απ' τη Βαβυλþνα.
Ποý πας; Στο μÜτι του κυκλþνα.
Ποιαν αγαπÜς; ΚÜποια τσιγγÜνα.
Πþς τη λÝνε; ΦÜτα ΜοργκÜνα.

ΠÜντα οι κυκλþνες Ýχουν γυναικεßο
üνομα. Εýα απü τη Κßο.
Η μÜγισσα Ýχει τρεις κüρες στ' ΑμανÜτι
κι η τÝταρτη ειν' εν' αγüρι μ' Ýνα μÜτι.

ΨÜρια που πετÜν μÝσα στην Üπνοια,
üστρακα, λυσßκομες κοπÝλες,
φßδια της στεριÜς και δÝντρα σÜπια,
Üρμπουρα και τιμüνια και προπÝλες.

Να 'χαμε το λýχνο του Αλαδßνου
Þ το γÝρο νÜνο απ' τη Καντüνα.
Στεßλαμε το σÞμα του κινδýνου
πÜνω σε Üσπρη πÝτρα με σφεντüνα.

Δαßμονας γεννÜ τη νηνεμßα.
Ξüρκισε, Allodetta, τ' üνομÜ του.
Λοýφαξεν ο δÝκτης τ' ασυρμÜτου,
και φυλλομετρÜ το καζαμßα.

Ο Üνεμος κλαßει. Σκυλß στα λυσσιακÜ του.
Γεια χαρÜ, στεριÜ κι αντßο, μαστÝλο.
Γλßστρησε η ψυχÞ μας απü κÜτου,
Ýχει και στη κüλαση μπορντÝλο.

                        Πικρßα

ΞÝχασα 'κεßνο το μικρü κορßτσι απ' το Ανüι
και τη μουλÜτρα που 'ζεχνε κρασß στη Τενερßφα,
τον Ýρωτα, που αποτιμÜει σε ξýλινο χαμüι,
και τη γριÜ που μÝτραγε με πüντους τη ταρßφα.
 
Το βυσσινß του Τισιανοý και του περμαγγανÜτου
και τα κρεβÜτια ξÝχασα τα σαραβαλιασμÝνα
με τα λερÜ σεντüνια τους τα πολυκαιρισμÝνα,
για το κορμß σου, που Ýδιωχνε το φüβο του θανÜτου.
 
¼,τι αγαποýσα αρνÞθηκα για το πικρü σου αχεßλι:
το τρüμο που δοκßμαζα πηδþντας στο κατÜρτι,
το μποýσουλα, τη βÜρδια μου και τη πορεßα στο χÜρτη,
για Ýνα δυσεýρετο, μικρü, θαλασσινü κοχýλι.
 
Το πυρετü στους Τροπικοýς, του Rio τη μαλαφρÜντζα,
τη πυρκαγιÜ π' ανÜψαμε μια νýχτα στο ΜανÜο.
Τη μαχαιριÜ που μου 'δþσε ο ΜαγιÜρος στη ΚωστÜντζα
και -Σε πονÜει με τη νοτιÜ; -¼χι απ' αλλοý πονÜω.
 
Του τρατολüγου το καημü, του ναýτη την ορφÜνια,
του καραβιοý που κÜθισε στη πλþρη τη σπασμÝνη.
Τις ξεβαμμÝνες στÜμπες μου, που 'χα για περηφÜνια
για σÝνα, που σαλπÜρισες, γολÝτα αρματωμÝνη.
 
Τι να σου τÜξω, ατßθασο παιδß, να σε κρατÞσω;
ΠαρηγοριÜ μ' ο σÜκος μου, σ' ΑμερικÞ κι Ασßα.
Σýρμα που κüπηκε στα δυο και πως να το ματßσω;
ΚατακαημÝνε, η θÜλασσα μισÜει τη προδοσßα.
 
ΚατÝβηκε ο Πολýγυρος και γßνηκε λιμÜνι.
ΛιμÜνι κατασκüτεινο, στενü, χωρßς φανÜρια,
απüψε που αγκαλιÜστηκαν Εβραßοι και ΜουσουλμÜνοι
και ταψιδÝψαν τα νησιÜ στο πüντο, τα ΚανÜρια.
 
ΓÝρο, σου πρÝπει μοναχÜ το σßδερο στα πüδια,
δυο μÝτρα καραβüπανο κι αριστερÜ τιμüνι.
Μια μÝδουσα σ' αντßκρισε, γαλÜζια και σιμþνει
κι Ýνας βυθüς που βüσκουνε σαλÜχια και χταπüδια.

                   Θεσσαλονßκη

¹ταν εκεßνη τη νυχτιÜ που φýσαγε ο ΒαρδÜρης,
το κýμα, η πλþρη κÝρδιζεν οργιÜ με την οργιÜ.
Σ' Ýστειλε ο πρþτος τα νερÜ να πας για να γραδÜρεις,
μα 'συ θυμÜσαι τη Σμαρþ και τη ΚαλαμαριÜ.
 
ΞÝχασες κεßνο το σκοπü που 'λÝγαν οι ΧιλιÜνοι
-'Αγιε Νικüλα φýλαγε κι 'Αγια ΘαλασσινÞ.-
Τυφλü κορßτσι σ' οδηγÜει, παιδß του Modigliani,
που τ' αγαποýσ' ο δüκιμος κι οι δυü Μαρμαρινοß.
 
Νερü καλÜρει το Fore Peak, νερü και τα πανιüλα
μα 'σÝνα μια παρÜξενη ζαλÜδα σε κινεß.
Με στÜμπα που δε φαßνεται, σε κÝντησ' η Σπανιüλα
Þ το κορßτσι που χορεýει πÜνω στο σκοινß;
 
ΕπÜνω στο γιατÜκι σου φßδι νωθρü κοιμÜται
και φÝρνει βüλτες ψÜχνοντας τα ροýχα σου η μαúμοý.
Εκτüς απü τη μÜνα σου κανεßς δε σε θυμÜται
σε τοýτο το τρομακτικü ταξßδι του χαμοý.
 
Ο ναýτης ρßχνει τα χαρτιÜ κι ο θερμαστÞς το ζÜρι
κι αυτüς που φταßει και δε νογÜ, παραπατÜ λοξÜ.
ΘυμÞσου 'κεßνο το στενü κινÝζικο παζÜρι
και το κορßτσι που 'κλαιγε πνιχτÜ μες στο ρικσÜ.
 
ΚÜτ' απü φþτα κüκκινα κοιμÜτ' η Σαλονßκη.
Πριν δÝκα χρüνια μεθυσμÝνη μου 'πες "σ' αγαπþ".
Αýριο, σα τüτε και χωρßς χρυσÜφι στο μανßκι,
μÜταια θα ψÜχνεις το στρατß που πÜει για το Depot. 

                   Θεσσαλονßκη ΙΙ

ΤρÜνταζε σαν απü σεισμü συθÝμελα ο ΧορτιÜτης
κι ακüντιζε μηνýματα με κüκκινη βαφÞ.
ΓραφÞ απü τρεις και μου 'γινες μοτÜρι και καρφß.
Μα Ýριχνε η Τοýμπα, σε διπλü κρεβÜτι, τα χαρτιÜ της.

Τη μÜκινα για το καπνü και το τσιγαροχÜρτι
την Ýχασες, τη ξÝχασες, τη χÜρισες αλλοý.
¹τανε τüτε που 'σπασε το μεσιανü κατÜρτι.
Τα ψÝματα του βουτηχτÞ, του ναýτη, του λωλοý.

Και τι δεν Ýχω υποσχεθεß και τι δεν Ýχω τÜξει,
μα τα σαρÜντα κýματα μου φταßνε και ξεχνω
-της 'Αγρας τα μακριÜ σαριÜ, του ΣÜντουν το μετÜξι-
και τα θυμÜμαι μüλις 'δω αναθρþσκοντα καπνü.

Το δαχτυλßδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η ΟρÜγια.
Το παπαγÜλο, μÜδησε κι Ýπαψε να μιλεß.
Ας εκατÝβαινε Ýστω μια, στο βßρα, στα μουρÜγια,
κι ας Üκουγε την Üγκυρα μονÜχα, που καλεß.

Τßποτα στα χερÜκια μου, μÜνα μου, δε φτουρÜει.
¸ρωτας, μαλαματικÜ, ξüμπλια και φυλαχτÜ.
Σιχαßνομαι το ναυτικü που μÜζεψε λεφτÜ.
Εμοýτζωσε τη θÜλασσα και τηνε κατουρÜει.

Της Σαλονßκης μοναχÜ της πρÝπει το καρÜβι.
Να μην τολμÞσεις να τη δεις ποτÝ απü τη στεριÜ.
Κι αν κÜποια στην ΚαλαμαριÜ πουκÜμισο μου ρÜβει,
μπορεß να 'ρθω απ' τα πÝλαγα με τη φυρονεριÜ.

              Παιδεßα

'Φαßνανε πανß στον αργαλειü
και σε ταρσανÜ ξüμπλιαζανε κατÜρτι
αντικρý στο ΝÞρυτο και στο Δασκαλιü
για Ýνα κοριτσÜκι απü τη ΣπÜρτη.
 
Κι Üρχισε μια τÝτοια φασαρßα,
πÞρε πÝντε τοýμπες η Ιστορßα.
 
ΚÝρδισε τη νßκη μια φορÜδα
δßχως νοý και δßχως γρηγορÜδα-
τü 'γραψε κι ο ΓÝρος στην ΙλιÜδα.
 
Φýγαμε μπατßδοι απü την Τροßα.
¸χω και χαρτß και μαρτυρßα.
Δε θυμÜμαι μüνο τη πορεßα.
 
Σßγουρα κυβÝρναγε το δοιÜκι
Ýνας γιüς τσοπÜνου απ' το ΘιÜκι.
 
Εßχε δαγκωνιÜ στο μÜγουλü του
που και 'κεßνη βγÞκε σε καλü του.
 
Για τη ναυτοσýνη δÜσκαλο εßχα
Ýνα γεμιτζÞ απü τη Δολßχα.
 
Τσοýρμο απü Καστü κι απü ΕχινÜδες,
üλοι τους παιδιÜ: κλÜφτε, μανÜδες.
 
Χßπηδες λεβÝντες με μαλλιÜ δασÜ,
κι Þταν οι χιτþνες μας τσαντßρια.
Μας ξεπροβοδßζαν ξÝνα τρεχαντÞρια,
ποýπουλο κρεβÜτι και καλÜ κρασιÜ.
 
ΚÜπου εκεß κοντÜ στους Λαιστρυγüνες
αγκαστρþσαμε üλες τις γοργüνες.
 
(Αν τα τελευταßα τα γρÜφω πρþτα
εßναι που μπερδÝψαμε τη ρüτα.)
 
Εßχες και το φüβο της τιμÞς σου.
Οι ανθρωποφÜγοι τα σκυλιÜ,
πριν σε φαν', σου κÜναν τη δουλειÜ,
για να νοστιμßσει το κορμß σου.
 
Σμßξαμε κοντÜ στην Ασκανßα
με τους κατεργÜρηδες του Αινεßα.
ΠÞγαμε üλοι τσοýρμο στα πορνεßα.
 
'Κεßνες οι ρουφιÜνες, τ' αποσπüρια,
πÞγαν και τους κÜψαν τα παπüρια.
 
ΝÜ κι η ΝαυσικÜ απü τσου Κορφοýς
τυλιγμÝνη μεσ' τη σαπουνÜδα.
Εßχε τρεις φονιÜδες αδερφοýς
κÜπου στο Μαντοýκι, στη ΣπιανÜδα.
 
'Φαßνε, Πηνελüπη, το πανß σου,
κλþσσαγε τη τßμια αναμονÞ σου.
 
Του θεοý το ασκß, του Αιüλου,
μας σκορπÜει κατÜ διαüλου.
 
Την ευχÞ μου! ΒρÝστε μου, παιδιÜ,
κÜτι να ριμÜρει με παιδεßα.
ΘÝλει και κουρÜγιο και καρδιÜ.
¼λοι μια φωνÞ: - ¸να... δýο...

              Cambay's Water

ΦουντÜραμε καραμοσÜλι στο ποτÜμι.
Εßχ' ο πιλüτος μας το κοýτελο βαμμÝνο
"κι αν λεßψεις χßλια χρüνια θα σε περιμÝνω"
ωστüσο οι κÜβοι, σου σκληρýναν τη παλÜμη.

ΘολÜ νερÜ και μßλια τÝσσερα το ρÝμα,
οι κοýληδες τρþνε σκυφτοß ρýζι με κÜρι,
ο καπετÜνιος μας κοιτÜζει το φεγγÜρι,
που 'ναι θολü και κατακüκκινο σαν αßμα.

Το ρυμουλκü σφýριξε τρεις και πÜει για πÝρα,
σαρÜντα μÝρες üλο μÝτραγες τα μßλια,
μ' απüψε -λÝω- φαρμÜκι κüμπρα εßχες στα χεßλια,
την þρα που 'πες με θυμü: "Θα 'βγω Üλλη μÝρα"...

Τη νýχτα σου 'πα στο καμποýνι μια ιστορßα,
την ßδια π' üλοι οι ναυτικοß λÝνε στη ρÜδα,
τα μÜτια σου τα κυβερνοýσε σοροκÜδα
κι üλο μουρμοýριζες βραχνÜ : "ΦÜλτσο η πορεßα"...

ΞημÝρωσε κ' Þρθε ο φακßρης με τα φßδια,
η ΜαχαρÜνα του Μυδþρ δε φÜνηκε üμως!...
Μ' αισχρÝς κουβÝντες τονε πεßραζ' ο λοστρüμος
και του πετοýσε 'πÜ στα φßδια του σκουπßδια.

ΣαλπÜρουμε! Μας περιμÝνουν στο Μπραζßλι.
Το πρüσωπü σου θα το μοýσκεψε τ' αγιÜζι.
Ζεστüν αγÝρα κατεβÜζει το μπουγÜζι
μα οýτε φουστÜνι στη στεριÜ κι οýτε μαντÞλι.

ΓρÜμμα Στο ΠοιητÞ Καßσαρα ΕμμανουÞλ

ΞÝρω 'γþ κÜτι που μποροýσε, Καßσαρ, να σας σþσει.
ΚÜτι που πÜντα βρßσκεται σ' αιþνια εναλλαγÞ,
κÜτι που σχßζει τις θολÝς γραμμÝς των οριζüντων,
και ταξιδεýει αδιÜκοπα την ατελεßωτη γη.

ΚÜτι που θα 'κανε γοργÜ να φýγει το κορÜκι,
που του γραφεßου σας πÜντοτε σκεπÜζει τα χαρτιÜ
να φýγει κρþζοντας βραχνÜ, χτυπþντας τα φτερÜ του,
προς κÜποιαν ακατοßκητη κοιλÜδα του ΝοτιÜ.

ΚÜτι που θα 'κανε τα υγρÜ, παρÜδοξÜ σας μÜτια,
που αβρÝς μαθÞτριες τα' αγαποýν και σιωπηροß ποιηταß,
χαροýμενα και προσδοκßα γεμÜτα να γελÜσουν
με κÜποιον τρüπο που, üπως λεν, δε γÝλασαν ποτÝ.

Γνωρßζω κÜτι, που μποροýσε, βÝβαια, να σας σþσει.
Εγþ που δε σας γνþρισα ποτÝ... Σκεφτεßτε... Εγþ.
¸να καρÜβι... Να σας πÜρει, Καßσαρ... Να μας πÜρει...
¸να καρÜβι που πολý μακριÜ θα τ' οδηγþ.

Μια μÝρα χειμωνιÜτικη θα φεýγαμε.
- Τα ρυμο&υλκÜ περνþντας θα σφυρßζαν,
τα βρωμερÜ νερÜ η βροχÞ θα ρÜντιζε,
κι οι γερανοß στους ντüκους θα γυρßζαν.

Οι πολιτεßες οι ξÝνες θα μας δÝχονταν,
οι πολιτεßες οι πιο απομακρυσμÝνες
κι εγþ σ' αυτÝς αβρÜ θα σας εσýσταινα
σαν σε παλιÝς, θερμÝς μου αγαπημÝνες.

Τα βρÜδια, βÜρδια κÜνοντας, θα λÝγαμε
παρÜξενες στη γÝφυρα ιστορßες,
για τους αστερισμοýς Þ για τα κýματα,
για τους καιροýς, τις Üπνοιες, τις πορεßες.

¼ταν πυκνÞ η ομßχλη θα μας σκÝπαζε,
τους φÜρους θε ν' ακοýγαμε να κλαßνε
και τα καρÜβια αθÝατα θα τ' ακοýγαμε,
περνþντας να σφυρßζουν και να πλÝνε.

ΜακριÜ, πολý μακριÜ να ταξιδεýουμε,
κι ο Þλιος πÜντα μüνους να μας βρßσκει
εσεßς τσιγÜρα "ΚÜμελ" να καπνßζετε,
κι εγþ σε μια γωνιÜ να πßνω ουßσκυ.

Και μια γριÜ στο ΑννÜμ, κεντÞστρα στßγματος,
- μια γρι&Ü σ' Ýνα πολýβοο καφενεßο -
μια αιμÜσσουσα καρδιÜ θα μου στιγμÜτιζε,
κι Ýνα γυμνü, στο στÞθος σας, κρανßο.

Και μια βραδιÜ στη Μποýρμα, Þ στη ΜπατÜβια
στα μÜτια μιας ΙνδÞς που θα χορÝψει
γυμνÞ στα δεκαεφτÜ στιλÝτα ανÜμεσα,
θα δεßτε - ßσως - τη ΓκρÝτα να επιστρÝψει.

Καßσαρ, απü Ýνα θÜνατο σε κÜμαρα,
κι απü Ýνα χωματÝνιο πεζü μνÞμα,
δε θα 'ναι ποιητικüτερο και πι' üμορφο,
ο διÜφεγγος βυθüς και τ' Üγριο κýμα;

Λüγια μεγÜλα, ποιητικÜ, ανεκτÝλεστα,
λüγια κοινÜ, κενÜ, "καπνüς κι αιθÜλη",
που ßσως διαβÜζοντÜς τα να με οικτßρετε,
γελþντας και κουνþντας το κεφÜλι.

Η μüνη μου παρÜκληση üμως θα 'τανε,
τους στßχους μου να μην ειρωνευθεßτε.
Κι üπως εγþ για Ýν' αδερφü εδεÞθηκα,
για Ýναν τρελüν εσεßς προσευχηθεßτε.

          William George Allum

Εγνþρισα κÜποια φορÜ σ' Ýνα καρÜβι ξÝνο
Ýνα πολý παρÜξενο ΕγγλÝζο θερμαστÞ,
üπου δε μßλαγε ποτÝ κι οýτε ποτÝ εßχε φßλους
και μüνο πÜντα εκÜπνιζε μια πßπα σκαλιστÞ.
 
¼λοι 'λεγαν μια θλιβερÞ πως εßχε ιστορßα
κι üσοι εßχανe στο στüκολο με δαýτον εργαστεß
Ýλεγαν üτι κÜποτες, απ' το λαιμü ως τα νýχια,
εßχε σε κÜποιο μακρινü τüπο στιγματιστεß.
 
Εßχε στα μπρÜτσα του σταυροýς, σπαθιÜ ζωγραφισμÝνα,
μια μπαλαρßνα στη κοιλιÜ, που χüρευε γυμνÞ
κι απÜ στο μÝρος της καρδιÜς στιγματισμÝνην εßχε
με στßγματ' ανεξÜλειπτα μιαν Üγρια καλλονÞ...
 
Και λÝγαν üτι τη γυναßκα αυτÞ εßχεν αγαπÞσει
μ' Üγριαν αγÜπη, ακρÜτητη, βαθιÜ κι αληθινÞ
κι εκεßνη τον απÜτησε με κÜποιο ναýτη ΑρÜπη
γιατß Þτανε αναßσθητη γυναßκα και κοινÞ.
 
Τüτε προσπÜθησε αυτüς να διþξει απü το νου του
τη ξωτικÞ που αγÜπησε, τüσο βαθιÜ, ομορφιÜ
κι απü κοντÜ του εξÜλειψεν ü,τι δικü της εßχε,
Ýμεινεν üμως στης καρδιÜς τη θÝση η ζωγραφιÜ.
 
ΠολλÝς φορÝς στα σκοτεινÜ, τον εßδανε τα βρÜδια
με βüτανα στο στÞθος του να τρßβει, οι θερμαστÝς...
Του κÜκου, γνþριζεν αυτüς -καθþς το ξÝρουμ' üλοι-
üτι του ΑννÜμ τα στßγματα δε βγαßνουνε ποτÝς...
 
ΚÜποια βραδιÜ ως περνοýσαμε απü το Bay of Bisky
μ' Ýνα μικρü το βρÞκανε στα στÞθια του σπαθß.
Ο πλοßαρχος εßπε: "ΘÝλησε το στßγμα του να σβÞσει"
και διÜταξε στη θÜλασσα τη κρýα να κηδευτεß.

                    Mal Du Depart

Θα μεßνω πÜντα ιδανικüς κι ανÜξιος εραστÞς
των μακρυσμÝνων ταξιδιþν και των γαλÜζιων πüντων,
και θα πεθÜνω μια βραδιÜ, σαν üλες τις βραδιÝς,
χωρßς να σχßσω τη θολÞ γραμμÞ των οριζüντων.
 
Για το ΜαδρÜς, τη Σιγγαποýρ, τ' ΑλγÝρι και το Σφαξ
θ' αναχωροýν σα πÜντοτε περÞφανα τα πλοßα
κι εγþ, σκυφτüς σ' Ýνα γραφεßο με χÜρτες ναυτικοýς,
θα κÜνω αθροßσεις σε χοντρÜ λογιστικα βιβλßα.
 
Θα πÜψω πια για μακρινÜ ταξßδια να μιλþ
οι φßλοι θα νομßζουνε πως τα 'χω πια ξεχÜσει,
κι η μÜνα μου, χαροýμενη, θα λÝει σ' üποιο ρωτÜ
"¹ταν μια λüξα νεανικÞ, μα τþρα Ýχει περÜσει"...
 
Μα ο εαυτüς μου μια βραδιÜν εμπρüς μου θα 'ψωθεß
και λüγο, ως Ýνας δικαστÞς στυγνüς, θα μου ζητÞσει,
κι αυτü τ' ανÜξιο χÝρι μου που τρÝμει θα οπλιστεß,
θα σημαδÝψει, κι Üφοβα το φταßχτη θα χτυπÞσει.
 
Κι εγþ, που τüσο πüθησα μια μÝρα να ταφþ
σε κÜποια θÜλασσα βαθιÜ στις μακρινÝς Ινδßες,
θα 'χω Ýνα θÜνατο κοινü και θλιβερü πολý
και μιÜ κηδεßα σα των πολλþν ανθρþπων τις κηδεßες.

                     Παραλληλισμοß

Τρßα πρÜματα στο κüσμο αυτü, πολý να μοιÜζουν εßδα.
Τα ολüλευκα μα πÝνθιμα σχολεßα των Δυτικþν,
των φορτηγþν οι βρþμικες σκοτεινιασμÝνες πλþρες
και οι κατοικßες των κοινþν, χαμÝνων γυναικþν.
 
¸χουνε μια παρÜξενη συγγÝνεια και τα τρßα
παρ' üλη τη μεγÜλη τους στο βÜθος διαφορÜ,
μα μεταξý τους μοιÜζουνε πολý, γιατß τους λεßπει
η κßνηση, η Üνεση του χþρου κι η χαρÜ.

        ΓρÜμμα Ενüς Αρρþστου

Φßλε μου ΑλÝξη, το 'λαβα το γρÜμμα σου
και με ρωτÜς τι γßνομαι, τι κÜνω;
ΜÜθε, ο γιατρüς πως εßπε στη μητÝρα μου
üτι σε λßγες μÝρες θα πεθÜνω...

Εßναι καιρüς üπου Ýπληξα, διαβÜζοντας
üλο τα ßδια που 'χω 'δþ βιβλßα,
κι üλο εποθοýσα κÜτι νÝο να μÜθαινα
που να μου φÝρει λßγη ποικιλßα.

Κι Þρθεν εχθÝς το νÝο Ýτσι απροσδüκητα
-σιγÜ ο γιατρüς στο διÜδρομο μιλοýσε-
και τ' Üκουσα. Στη κÜμαρα σκοτεßνιαζε
κι ο θüρυβος του δρüμου σταματοýσε.

¸κλαψα βÝβαια, κÜτω απ' τη κουβÝρτα μου.
ΛυπÞθηκα. Για σκÝψου, τüσο νÝος!
Μα στον εαυτü μου αμÝσως υποσχÝθηκα
πως θα φανþ, σα πÜντοτε, γενναßος.

ΘυμÜσαι, που ταξßδια ονειρευüμουνα
κι εßχα Ýνα διαβÞτη κι Ýνα χÜρτη
και πÜντα για να φýγω 'τοιμαζüμουνα
κι üλο η μητÝρα μου 'λεγε: "Τον ΜÜρτη"...

Τþρα στο τζÜμι Ýνα καρÜβι σκÜρωσα
κι Ýνα του Μαγκρ στιχÜκι Ýχω σκαλßσει:
"Τι θλßψη στα ταξßδια κρýβετ' Üπειρη"!
Κι εγþ για 'να ταξßδι Ýχω κινÞσει.

Να πεις σ' üλους τους φßλους χαιρετßσματα,
κι αν τýχει κι ανταμþσεις την ΕλÝνη,
πως μ' Ýνα φορτηγü -πες της- μπαρκÜρισα
και τþρα πια να μη με περιμÝνει...

ΑλÞθεια! Ο ΧÜρος θα 'θελα να 'ρχüτανε
σαν Ýνας καπετÜνιος να με πÜρει
χτυπþντας τις βαριÝς πÝτσινες μπüτες του
κι Ýνα μακρý τσιμποýκι να φουμÜρει.

ΑλÝξη, νιþθω τþρα πως σε κοýρασα.
Μπορεß κιüλας να σε 'καμα να κλÜψεις.
Δε θα 'βρεις, βÝβαια, λüγια για μι' απÜντηση.
Μα δε θα λÜβεις κüπο να μου γρÜψεις...

      Οι ΠροσευχÝς Των Ναυτικþν

Οι ΓιαπωνÝζοι ναυτικοß, προτοý να κοιμηθοýν,
βρßσκουν στη πλþρη μια γωνιÜ που δε πηγαßνουν Üλλοι
κι þρα πολλÞ προσεýχονται, βουβοß, γονατιστοß
μπρος σ' Ýνα Βοýδα κßτρινο που σκýβει το κεφÜλι.

ΚÜτι μακριÜ ως τα πüδια τους φορþντας νυχτικÜ,
μασþντας οι ωχροκßτρινοι μικροß ΚινÝζοι ρýζι,
προφÝρουνε με την ψιλÞ φωνÞ τους προσευχÝς
κοιτÜζοντας μια χÜλκινη παγüδα που καπνßζει.

Οι Κοýληδες με τη βαριÜ ωχροκßτρινη μορφÞ
βαστÜν σκυφτοß τα γüνατα κοιτþντας πÜντα κÜτου,
κι οι ΑρÜπηδες σιγοκουνÜν το σþμα ρυθμικÜ,
κατÜρες μουρμουρßζοντας ενÜντια του θανÜτου.

Οι Ευρωπαßοι τα χÝρια τους κρατþντας ανοιχτÜ,
εκστατικÜ προσεýχονται γεμÜτοι απü ικεσßα,
και ψÜλλουνε καθολικÝς ωδÝς μουρμουριστÜ,
που 'μÜθαν üταν πÞγαιναν μικροß στην εκκλησßα.

Κι οι ¸λληνες, με τη μορφÞ τη βασανιστικÞ,
απü συνÞθεια κÜνουνε, πριν πÝσουν, το σταυρü τους
κι αρχßζοντας με σιγανÞ φωνÞ, "ΠÜτερ ημþν"...
το μακρουλü σταυρþνουνε λερü προσκÝφαλü τους.

¸νας Δüκιμος Στη ΓÝφυρα Εν ¿ρα Κινδýνου

Στο ημερολüγιο γρÜψαμε: "Κυκλþν και καταιγßς".
Εστεßλαμε το S.O.S. μακριÜ σ' Üλλα καρÜβια
κι εγþ κοιτÜζοντας χλωμüς τον Üγριον Ινδικü
πολý αμφιβÜλλω αν φτÜσουμε μια μÝρα στη ΜπατÜβια.

Μα δε λυπÜμαι μια σταλιÜ. Εμεßς οι ναυτικοß
Ýχουμε, λÝνε, τη ψυχÞ στο διÜλο πουλημÝνη.
Μια μÜνα μüνο σκÝφτομαι στυγνÞ και σκυθρωπÞ,
που χρüνια τþρα και καιροýς το γιο της περιμÝνει.

Το ξÝρω πως η θÝση μας ειν' Üσχημη πολý.
Η θÜλασσα τη γÝφυρα με κýματα γεμßζει
κι εγþ λυπÜμαι μοναχÜ που δε μπορþ να πω
σε κÜποιο, κÜτι που πολý φριχτÜ με βασανßζει.

ΘεÝ μου! Εßμαι μοναχÜ δεκαεννιÜ χρονþν
κι Ýχω σε μÝρη μακρινÜ πολλÝς φορÝς γυρßσει.
ΘεÝ μου! ¸χω μιαν Üκακη, μια παιδικÞ καρδιÜ,
αλλÜ πολý Ýχω πλανηθεß κι Ýχω πολý αμαρτÞσει.

ΣυχþρεσÝ με... ΚÜποτες οποý 'χα πιει πολý
και δεν εκαταλÜβαινα το τι Ýκαμα, στ' ΑλγÝρι,
για μια μικρÞν ΑρÜπισσα, που χüρευε γυμνÞ,
επÝταξα κατÜστηθα σε κÜποιο το μαχαßρι.

ΣυχþρεσÝ με... Μια βραδιÜ θολÞ στο ΣÜντα Φε,
καθþς κÜποια με κρÜταγε σφιχτÜ στην αγκαλιÜ της,
ετρÜβηξα απ' τη κÜλτσα της μια δÝσμη απü λεφτÜ
π' üλη τη μÝρα μÜζευεν απ' την αισχρÞ δουλειÜ της.

Κι ακüμα, Κýριε... -ντρÝπομαι να το συλλογιστþ-,
(μα Þταν τüσο κüκκινα κι υγρÜ τ' ωραßα του χεßλια
και κÜποια κÜπου ολüλυζε κιθÜρα ισπανικÞ...)
κοιμÞθηκα μ' Ýνα μικρüν εβραßο στη Σεβßλλια.

Κýριε... τοýτο το κορμß, το τüσο αμαρτωλü
σε λßγο στις υδÜτινες ειρκτÝς νεκρü θα πÝσει...
Μα τÝσσερα üμως σκÝφτομαι γαλüνια εγþ χρυσÜ
κι Ýνα θλιμμÝνο δüκιμο, που δε θα τα φορÝσει...

                     ¸να Μαχαßρι

ΑπÜνω μου Ýχω πÜντοτε στη ζþνη μου σφιγμÝνο
Ýνα μικρü αφρικανικü ατσÜλινο μαχαßρι
-üπως αυτÜ που συνηθοýν και παßζουν οι ΑραπÜδες-
που απü 'να γÝρον Ýμπορο τ' αγüρασα στ' ΑλγÝρι.
 
ΘυμÜμαι, ως τþρα να 'τανε,  το γÝρο παλαιοπþλη,
üπου 'μοιαζε με μια παλιÜν ελαιογραφßα του Γκüγια,
ορθü πλÜι σε μακριÜ σπαθιÜ και σε στολÝς σχισμÝνες,
να λÝει με μια βραχνÞ φωνÞ τα παρακÜτου λüγια.
 
-"Ετοýτο το μαχαßρι 'δþ που θÝλεις ν' αγορÜσεις
με ιστορßες αλλüκοτες ο θρýλος το 'χει ζþσει
κι üλοι το ξÝρουν πως αυτοß που κÜποια φορÜ το 'χαν,
καθÝνας κÜποιον Üνθρωπο δικü του Ýχει σκοτþσει.
 
Ο Δον Μπαζßλιο σκüτωσε μ' αυτü τη Δüνα Τζοýλια,
την üμορφη γυναßκα του γιατß τον απατοýσε.
Ο Κüντε Αντüνιο μια βραδιÜ το δýστυχο αδερφü του
με το μαχαßρι τοýτο εδþ, κρυφÜ δολοφονοýσε.
 
¸νας ΑρÜπης τη μικρÞ ερωμÝνη του απü ζÞλια
και κÜποιος ναýτης Ιταλüς Ýνα Γραικü λοστρüμο.
ΧÝρι σε χÝρι ξÝπεσε και στα δικÜ μου χÝρια.
ΠολλÜ 'χουν δει τα μÜτια μου, μ' αυτü μου φÝρνει τρüμο.
 
Σκýψε και δες το, μι' Üγκυρα κι Ýνα οικüσημο Ýχει,
ειν' ελαφρý, για πιÜσε το, δεν πÜει οýτ' Ýνα κουÜρτο,
μα εγþ θα σε συμβοýλευα κÜτι Üλλο ν' αγορÜσεις".
-"Πüσο Ýχει"; -"Μüνο φρÜγκα εφτÜ. Αφοý το θÝλεις παρ' το".
 
¸να στιλÝτο 'χω μικρü στη ζþνη μου σφιγμÝνο,
που ιδιοτροπßα μ' Ýκαμε και το 'καμα δικü μου
κι αφοý κανÝναν δε μισþ στο κüσμο να σκοτþσω,
φοβÜμαι μη καμιÜ φορÜ το στρÝψω στον εαυτü μου...

          ¸νας ΝÝγρος ΘερμαστÞς

Ο Γουßλλυ, ο μαýρος θερμαστÞς απü το Τζιμπουτß,
üταν απ' τη βÜρδια του τη βραδινÞ σχολοýσε,
στη κÜμαρÜ μου 'ρχüτανε, γελþντας να με βρει,
κι þρες πολλÝς για πρÜματα περßεργα μου μιλοýσε.
 
Μου 'λεγε πως καπνßζουνε στ' ΑλγÝρι το χασßς
και στ' 'Αντεν πως χορεýοντας πßνουν την Üσπρη σκüνη,
κι Ýπειτα πως φωνÜζουνε και πως μονολογοýν,
üταν η ζÜλη μ' üνειρα περßεργα τους κυκλþνει.
 
Μου λÝγ' ακüμα οτ' εßδ' αυτüς , μια νýχτα που 'χε πιει,
πως πÜνω σ' Üτι κÜλπαζε στη πλÜτη της θαλÜσσης,
και πßσωθÝ του τρÝχανε γοργüνες με φτερÜ.
-"Σα πÜμε στ' 'Αντεν", μου 'λεγε "κι εσý θα δοκιμÜσεις".
 
Εγþ γλυκÜ του χÜριζα και λÜμες ξουραφιþν
και του 'λεγα πως το χασßς τον Üνθρωπο σκοτþνει,
και τüτ' αυτüς συνÞθιζε γελþντας τρανταχτÜ,
με το 'να χÝρι του ψηλÜ πολý να με σηκþνει.
 
Μεσ' το τερÜστιο σþμα του εßχε μι' αθþα καρδιÜ.
ΚÜποια νυχτιÜ, μÝσα στο μπαρ "Ρετζßνα", στη Μαρσßλια
για να φυλÜξει εμÝναν απü Ýναν Ισπανü,
Ýφαγε αυτüς μιαν αδειανÞ στη κεφαλÞ μποτßλια.
 
Μια μÝρα τον αφÞσαμε στεγνü απ 'το πυρετü,
πÝρα στην 'Απω ΑνατολÞ, να φλÝγεται, να λιþνει.
ΘεÝ των μαýρων, το καλü συγχþρεσε Γουßλ
και δος του 'κει που βρßσκεται, λßγη απ' την Üσπρη σκüνη.

          A Bord De L' "Aspasia"

Ταξßδευες κυνηγημÝνη απü τη μοßρα σου
για τη κατÜλευκη μα πÝνθιμη Ελβετßα,
πÜντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμÝνη, κÜτωχρη,
απ' τη γνωστÞ και θλιβερüτατη αιτßα.
 
ΠÜντοτ' ανÞσυχα οι δικοß σου σε τριγýριζαν,
μα 'συ κοιτÜζοντας τα μÜκρη αδιαφοροýσες.
Σ' üτι σου 'λεγαν πικρογÝλαγες, γιατß Ýνιωθες
πως για τη χþρα του θανÜτου οδοιποροýσες.
 
ΚÜποια βραδιÜ, που απü το Στρüμπολι περνοýσαμε
εßπες σε κÜποιο, γελαστÞ, σε τüνο αστεßου :
-"Πως μοιÜζει τ' Üρρωστο κορμß μου, καθþς καßγεται,
με τη κορφÞ τη φλεγüμενη, του ηφαιστεßου
"!

 
¾στερα σ' εßδα στη Μαρσßλια σαν εχÜθηκες,
μÝσα στο θüρυβο χωρßς να στρÝψεις πßσω.
Κι εγþ, που μüνο την υγρÞν Ýκταση αγÜπησα,
λÝω πως εσÝνα θα μποροýσα ν' αγαπÞσω.

                   ΜαρÝα

στο ΓιακουμÞ ΒαλÜση

Ο ΑλτεμπαρÜν ψÜχνει να βρει μες στα νερÜ
το παλινþριο που τον γÝλασε δυο κÜρτες.
Στης προβολÞς να τρÝχουν βλÝπαμε τους χÜρτες
του Chagall Üλογα -το τσßρκο του Seurat.

Πυξßδα γÝρικη -ataxie locomotrice-
και στοιχειωμÝνη απü τα χεßλια σου σφυρßχτρα.
Στη κüντρα γÝφυρα προσμÝνατε κι οι τρεις να
λýσει τ' Üστρο του ΑλμπορÜν η χαρτορßχτρα.

Της τραμουντÜνας τ' Üστρο, τ' Üστρα του ΝοτιÜ
παντρεýονται με πορφυρüχρωμους κομÞτες.
Του Mazagan οι θερμαστÝς οι Σοδομßτες,
παßξαν του ΣÝσωστρη τη κüρη στα χαρτιÜ.

Η ξýλινη π' üλοι αγαπÞσαμε Γοργüνα,
καθþς βουτÜ παßρνει παρÜξενες ανÜσες.
Προτοý κολλÞσουμε για πÜντα στις ΣαργÜσσες,
μας πρüδωσε μ' Ýνα πνιγμÝνο του Νορüνα.

ΠουλιÜ στα ξÜρτια, καραντß, στεργιανÞ ζÜλη,
χελιδονüψαρα, πνιγμÝνου δαχτυλßδι.
Του ναυτικοý το δυσκολþτερο ταξßδι
το κυβερνÜν του ΜαγγελÜνου οι παπαγÜλοι.

Η καραβßσια σκýλα οσμßζεται ρεστßα
και το κορμß σου το νερü που θα καλÜρει.
Τη νýχτα οι ναýτες κυνηγÜνε το φεγγÜρι
και την ημÝρα ταξιδεýουνε στ' αστεßα.

          Oι ΣπουδαστÝς

Σας εßδα κÜτου απü την πýρινη βροχÞ
με τα πλακÜτ και τα σκουτιÜ τα ματωμÝνα
εσÜς που κÜματε τη δýσκολην αρχÞ
κεßνα τα χρüνια τα βαριÜ τα κολασμÝνα.

ΣÞμερα βλÝπω τα δικÜ σας τα παιδιÜ
σμÜρι πηχτü μες του πελÜγου την σπιλιÜδα.
ΠÜντα κατÜντικρα στην κÜθε αναποδιÜ
και σ’ üσους πÜνε να σταυρþσουν την ΕλλÜδα.

               Αντßσταση

Στο παιδικü μας βλÝμμα πνßγονται οι στεριÝς.
Πρþτη σου αγÜπη τα λιμÜνια σβυοýν κι εκεßνα.
ΘÜλασσα τρþει το βρÜχο απ’ üλες τις μεριÝς.
ΜÜτια λοξÜ και τ’ αγαπÜς : Κüκκινη Κßνα.
.
ΓιομÜτα παν τα ιταλικÜ στην ΕρυθρÜ.
ΠουλιÜ σε αντικατοπτρισμü – Μαýρη Μανßα.
Δüρατα μÝσα στη νυχτιÜ παßζουν νωθρÜ.
ΛÜμπει αρραβþνα στο δεξß σου: Αβησσυνßα.
.
Σε κρεμεζß, Νýφη λεβÝντρα ΙβηρικÞ.
ΑνÜβουνε του Barriochino τα φανÜρια.
Σπανιüλοι μου θαλασσοβÜτες και Γκραικοß.
ΓκρÝκο και Λüρκα – Ισπανßα και ΠασιονÜρια.
.
Κýμα θανÜτου ξαπολιοýνται οι Γερμανοß.
Τ’Üρματα ζþνεσαι μ’ αρχαßα κραυγÞ πολÝμου.
ΚυνÞγι παßζουνε μαχαßρι και σκοινß,
Οι κρεμασμÝνοι στα δεντρÜ, μπαßγνιο του ανÝμου.
.
Κι απÝ ΔεκÝμβρη, στην ΑθÞνα και ΦωτιÜ.
Τοýτο της Γης το θαλασσüδαρτο αγκωνÜρι,
Λικνßζει κÜτου απü το Δρυ και την ΙτιÜ
το ΔιÜκο, τον Κολοκοτρþνη και τον ¢ρη.

             Η Πλþρη Μας

Ἦταν ἡ πλþρη μας καθὼς τῶν φορτηγῶν οἱ πλῶρες.
ΓιομÜτη πρÜγματα παλιÜ, ποὺ ἐμýριζαν βαριÜ,
μ᾿ ἕνα τραπÝζι ξýλινο στὴ μÝση, λερωμÝνο
καὶ σκαλισμÝνο σὲ πολλὲς μεριὲς μὲ τὸ σουγιᾶ.

Εἶχε δεξιὰ κι ἀριστερÜ, ἀπÜνω τü ῾να στ᾿ ἄλλο,
τὰ ξýλινα κρεβÜτια μας στὰ πλÜγια κολλητÜ,
ποὺ ἔμοιαζαν, μÝσα στὸ θαμπüν, ἀνÜλαφρο σκοτÜδι,
φÝρετρα ποὺ ξεχÜστηκαν καὶ μεßναν ἀνοιχτÜ.

Σὲ μßα γωνιὰ τὸ ἁρμÜρι μας, ἀπ᾿ ἔξω στολισμÝνο
μὲ ζωγραφιὲς χρωματιστὲς ἀπὸ περιοδικὸ
ἢ γαλλικὲς φωτογραφßες αἰσχρÝς, ποὺ παρασταßνουν
τὸ ἁμÜρτημα τῆς ἡδονῆς τὸ προπατορικü.

ΠÜντα βασßλευε σιγὴ θανατερὴ ἐκεῖ μÝσα
καὶ περπατοýσαμε ὅλοι μας στὶς μýτες τῶν ποδιῶν,
κι ἦταν στιγμὲς ποὺ νüμιζες πὼς ἄκουες νὰ χτυποῦνε
σὰν τὸ ρολüι, μὲς στὴ σιγÞ, οἱ χτýποι τῶν καρδιῶν.

Κι ἔκοβε μüνο τὴ σιγὴν ὁ χτýπος τῆς καμπÜνας
ποὺ ἀπÜνω στὸ καμποýνι, ἀργÜ, χτυποῦσε τῶν ὡρῶν
τὸ πÝρασμα, μ᾿ ἕνα βαρὺ μὰ λυπημÝνο ἦχο,
ποὺ πνßγονταν μὲς στὴ βοὴ τοῦ ἀγÝρα ἢ τῶν νερῶν.

Τὶς ΚυριακÝς, σὰν εἴχανε δουλειὰ μονÜχα οἱ βÜρδιες,
σ᾿ αὐτὴν ἐμαζευüμαστε κι ἀνÜβαμε φωτιὰ
κι ἢ αἰσχρÝς, σιγÜ, γιὰ τὶς γυναῖκες λÝγαμε ἱστορßες
ἢ τὸ φαÀ μας παßζαμε μὲ πεῖσμα στὰ χαρτιÜ...

          Ποýσι

¸πεσε το ποýσι αποβραδßς
το καραβοφÜναρο χαμÝνο
κι Ýφτασες χωρßς να σε προσμÝνω
μες στη τιμονιÝρα να με δεις.

ΚÜτασπρα φορÜς κι Ýχεις βραχεß,
πλÝκω σαλαμÜστρα τα μαλλιÜ σου.
ΚÜτου στα νερÜ του Port Pegassu
βρÝχει πÜντα τÝτοιαν εποχÞ.

Μας παραμονεýει ο θερμαστÞς
με τα δυο του πüδια στις καδÝνες.
Μην κοιτÜς ποτÝ σου τις αντÝνες
με την τρικυμßα θα ζαλιστεßς.

ΒλαστημÜ ο λοστρüμος τον καιρü
κ' ειν' αλÜργα τüσο η Τοκοπßλλα.
Απü να φοβÜμαι και να καρτερþ
κÜλλιο περισκüπιο και τορπßλλα.

Φýγε! ΕσÝ σου πρÝπει στÝρεα γη.
¹ρθες να με δεις κι üμως δε μ' εßδες
Ýχω απ' τα μεσÜνυχτα πνιγεß
χßλια μßλλια περ' απ' τις Εβρßδες.

      ΔικτÜτορες

ΚυβερνÜμε την þρα
ρυθμßζουμε την þρα
προστÜζουμε την þρα
εßμαστε για την þρα.

Εßμαστε κýκλωπες
ζοýμε σαν κýκλωπες
καταβροχθßζουμε σαν κýκλωπες
σκεφτüμαστε σαν κýκλωπες.

ΜιλÜμε με διαταγÝς
σκεφτüμαστε με διαταγÝς
διατÜσσουμε με διαταγÝς
διατÜσσουμε τις διαταγÝς.

Η ζωÞ μας εßναι το «τþρα»
«τþρα» εßναι το «τþρα»
το χτες Þταν ανÜπηρο
και το βÜλαμε στο γýψο.

Ο αιþνας αρχßζει απü σÞμερα.
Ο αιþνας βαδßζει με το σÞμερα.
Ο αιþνας εßναι το σÞμερα.
Ο αιþνας σβÞνει σÞμερα.

ΚυβερνÜμε το ζþο
εßμαστε το ζþο
ξεκινÞσαμε απ’ το ζþο
επιστρÝφουμε στο ζþο!…

                       Καραντß

ΜπÜσες στεριÝς Þλιος πυρρüς και φοινικιÝς

Ýνα πουλß που ακροβατεß στα παταρÜτσα
γνÝφουνε δυο στιγματισμÝνα μαýρα μπρÜτσα
που αρρþστιες τα `χουνε τσακßσει τροπικÝς

ΠαντιÝρα κßτρινη σινιÜλο του νεροý
φοýντο τις δυο και πρßμα βρÝξε το πινÝλο
τα δυο φανÜρια της νυκτüς κι ο ΠιζανÝλο
ξεθωριασμÝνος απ’ το κýμα του καιροý

Το καραντß το καραντß θα μας μπατÜρει
σÜπια βρεχÜμενα τσιμÝντο και σκουριÜ
απü νωρßς δεξιÜ στη μÜσκα την πλωριÜ
κοιμÞθηκεν ο καρχαρßας που πιλοτÜρει

¼ρντινα δßνει ο παπαγÜλος στον ιστü
üπως και τüτε απ’ του Κολüμπου την κουκÝτα
χρüνια προσμÝνω να τυλßξεις τη μπαρκÝτα
χρüνια προσμÝνω τη στεριÜ να ζαλιστþ

ΦωτιÝς ανÜβουνε στην Üμμο ιθαγενεßς
κι αχüς μας φτÜνει καθþς παßζουν τα üργανÜ τους
της θÜλασσας κατανικþντας τους θανÜτους
στην ανεμüσκαλα σε θÝλω να φανεßς

Φýκια μπλεγμÝνα στα μαλλιÜ στο στüμα φýκια
Ýτσι ως κοιμÞθηκες για πÜντα στα βαθιÜ
κατÜστιχτη πελεκημÝνη απü σπαθιÜ
διπλÜ φορþντας των ºνκας τα σκουλαρßκια

Το καραντß το καραντß θα μας μπατÜρει
σÜπια βρεχÜμενα τσιμÝντο και σκουριÜ
απü νωρßς δεξιÜ στη μÜσκα την πλωριÜ
κοιμÞθηκεν ο καρχαρßας που πιλοτÜρει.

   Ερωτικü ΚÜλεσμα

¸λα κοντÜ μου.
Δεν εßμαι η φωτιÜ.
Τις φωτιÝς τις σβÞνουν τα ποτÜμια.
Τις πνßγουν οι νεροποντÝς.
Τις κυνηγοýν οι βοριÜδες.
Δεν εßμαι η φωτιÜ.

¸λα κοντÜ μου.
Δεν εßμαι οýτε ο Üνεμος.
Τους ανÝμους τους κüβουν τα βουνÜ.
Τους βουβαßνουν τα λιοπýρια.
Τους σαρþνουν οι κατακλυσμοß.
Δεν εßμαι ο Üνεμος.

¸λα κοντÜ μου.
Δεν εßμαι οýτε ο ωκεανüς.
Τους ωκεανοýς τους δαμÜζουν οι Τρßτωνες.
Τους ημερεýουν οι ζÝφυροι.
Τους μαγεýουν οι σειρÞνες. ¼χι.
Δεν ειμ’ ωκεανüς.

¸λα κοντÜ μου.
Δεν εßμαι οýτε λιμÜνι.
Δε σου τÜζω την απανεμιÜ.
Οýτε τις γλυκÝς ισημερßες,
και τις αλκυονßδες ζεστασιÝς.
Δεν εßμαι λιμÜνι.

Εγþ... Δεν εßμαι...
ΠαρÜ Ýνας κουρασμÝνος στρατολÜτης.
¸νας αποσταμÝνος περπατητÞς...
Που ακοýμπησε στη ρßζα μιας ελιÜς
για ν´ακοýσει το τραγοýδι των γρýλλων.
Κι αν θÝλεις...
¸λα να τ’ ακοýσουμε μαζß.

         ΣτεριανÞ ΖÜλη

Ο λοστρüμος κρατÜ μια καραβÝλα,
μισÞ μποτßλια τζßν και δυο μιγÜδες,
τη νýχτα μετοικοýν οι ΣυμπληγÜδες
στα μπαρ του λιμανιοý και στα μπορντÝλα.

Πηχτü ποýσι σκεπÜζει τα καρνÜγια.
West End - Thame’s street και διπλüς Ýρως.
Ας φυσÜνε στο ΠλÜτα τα ΠαμπÝρος,
ας ρολÜρει το κýμα στη ΜπισκÜγια.

Χαμηλüς ουρανüς γιομÜτος Üστρα,
μα δε μοιÜζει μ’ αυτüν που σε γνωρßζει.
Η μπαρκÝτα γυρßζει; Δε γυρßζει.
Το κορßτσι νυστÜζει στην ΚαρÜστρα.

ΒαρεθÞκαν οι ναýτες το τιμüνι,
το 'να μÜτι σου γÝρνει και κοιμÜται,
αγρυπνÜ το δεξß και θυμÜται
το φανü που χτυπÜ μα δε ζυγþνει.

Ο λοστρüμος ξυπνÜει και καταριÝται
μια μιγÜδα που κλαßει και μια μποτßλια.
ΑνοιχτÜ κÜπου εννιÜ χιλιÜδες μßλια
το σκυλüψαρο προσμÝνει και βαριÝται...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers