ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÊáñáãÜôóçò Ì. (ÄçìÞôñçò Ñïäüðïõëïò): Ìðáëæáêéêüò Ìïíáäéêüò Ôå÷íßôçò



Βιογραφικü

     Ο Μ. ΚαραγÜτσης Þταν ¸λληνας πεζογρÜφος, Ýνας απü τους σημαντικüτερους συγγραφεßς της ΓενιÜς του '30. Το πραγματικü του üνομα Þτανε ΔημÞτρης Ροδüπουλος. Η σýζυγüς του Νßκη Þτανε ζωγρÜφος. ¸χει κüρη τη Μαρßνα κι εγγονü τον ηθοποιü ΔημÞτρη ΤÜρλοου. Το ψευδþνυμο προÞλθε απü το δÝντρο πτελÝα (φτελιÜ Þ καραγÜτσι) στο εξοχικü της οικογÝνειÜς του, στη ΡαψÜνη της Θεσσαλßας, που περνοýσε τα περισσüτερα εφηβικÜ καλοκαßρια. Εκεß συνÞθιζε να διαβÜζει καθισμÝνος κÜτω απü Ýνα καραγÜτσι που βρισκüτανε στον περßβολο της εκκλησßας του χωριοý. Το Μ. προÞλθε πιθανüτατα απü το ρþσικο üνομα Μßτια (ρωσικÞ εκδοχÞ του ΔημÞτρη), που τον Ýλεγαν üλοι φßλοι και συμφοιτητÝς, λüγω της μεγÜλης του αγÜπης για τον Dostoevsky κι ιδιαßτερα για τους Αδερφοýς Καραμαζþφ του (Brat'ya Karamazovy). Το γεγονüς üτι υπÝγραφε τα Ýργα του ως Μ. ΚαραγÜτσης προκÜλεσε σýγχυση σε αρκετοýς φιλολüγους, που συχνÜ το ερμÞνευαν σαν ΜιχÜλης, λüγω των ηρþων του, ΜιχÜλη ΚαραμÜνου (στον Γιοýγκερμαν) και ΜιχÜλη Ροýση (στον ΜεγÜλο ¾πνο), που θεωροýνται περσüνες του συγγραφÝα. Το μυστÞριο δε λýθηκε -κι οýτε πρüκειται φυσικÜ να λυθεß τþρα πια- ποτÝ, διüτι ο ßδιος δε δÞλωσε ρητÜ δημüσια ποια η σημασßα του. Αρκετοß επßσης Þταν εκεßνοι που αναρωτÞθηκαν γιατß υιοθÝτησε το συγκεκριμÝνο ψευδþνυμο, αγνοþντας το αρκετÜ πιο εýηχο οικογενειακü Ροδüπουλος. Ο ßδιος υποστÞριξε το 1943, στη ΝÝα Εστßα, πως αναγκÜστηκε ν' αλλÜξει τ' üνομÜ του, επειδÞ ο πατÝρας φοβüταν üτι ο γιος του, αν γινüταν συγγραφÝας, κινδýνευε να μοιÜσει στο γιο φßλου του στρατηγοý, επßσης συγγραφÝα κι αιρετικü σε Üλλες βιοκοινωνικÝς του εκδηλþσεις. Ο Λαπαθιþτης, θιγμÝνος για την Ýμμεση αυτÞ αναφορÜ στο πρüσωπü του, αντÝδρασε αμÝσως με επιστολÞ στο περιοδικü, που κατηγοροýσε τον ΚαραγÜτση για παραποßηση γεγονüτων με σκοπü την αυτοπροβολÞ.
     Η μαρτυρßα οφεßλεται σε μια απλÞ γυναßκα απ' τη ΡαψÜνη, που μεταφÝρει τις εντυπþσεις γι' αυτüν:
   ΚÜτι Þξερε ο κýριος Μßμης και νοßκιαζε σπßτι στον επÜνω μαχαλÜ. ¾στερα Þτανε και το δÝντρο της εκκλησßας. Μπορþ να πω περισσüτερο βρισκüτανε κÜτω απü τον ßσκιο του και λιγüτερο σπßτι του. Μüνος, üλη μÝρα, παρÜξενος Üνθρωπος. Καθüτανε ξαπλωμÝνος κι αγνÜντευε με τις þρες και που και που Ýβγαζε Ýνα μπλοκÜκι απü τη τσÝπη κι Ýνα μολυβÜκι και κÜτι σημεßωνε. Η γριÜ η καντηλανÜφτισσα Ýλεγε üτι τον εßχαν μαγÝψει τα στοιχειÜ που Þτανε στον κορμü του δÝντρου κι üτι ζουρλÜθηκε, αλλιþς δεν γßνεται να κÜθεται 'κεß üλη μÝρα μüνο, παλικÜρι πρÜμα. Ποιüς ξÝρει, μπορεß. ΠολλÜ λÝγανε στο χωριü για την αφεντιÜ του. Αν αυτü που ακοýστηκε να λÝγεται, üτι απαρνÞθηκε τον πατÝρα του κι Ýκανε πατÝρα το δÝντρο του ¢η-ΘανÜση, το καραγÜτσι (φτελιÜ) κι üτι πÞρε τ' üνομÜ του, Þταν αλÞθεια, σßγουρα η γριÜ η καντηλανÜφτισσσα εßχε δßκιο.



    ΓεννÞθηκε στην ΑθÞνα, σ' Ýνα γωνιακü σπßτι των οδþν Ακαδημßας & ΘεμιστοκλÝους στις 23 Ιουνßου 1908. Ο πατÝρας Γεþργιος Ροδüπουλος, Þτανε δικηγüρος και πολιτικüς, ΠατρινÞς καταγωγÞς, αλλÜ εγκατεστημÝνος στη ΛÜρισα. Η μητÝρα του, ΑνθÞ Μουλοýλη καταγüταν απü τον Τýρναβο. ¹ταν το 5ο και τελευταßο παιδß της οικογÝνειας, με μεγÜλη διαφορÜ ηλικßας απü τα αδÝλφια του Ροδüπη, Νßκο, ΤÜκη (χρημÜτισε επανειλημμÝνα υπουργüς, καθþς και Πρüεδρος της ΒουλÞς) και Φωφþ. ΠÝρασε τη παιδικÞ του ηλικßα σε διÜφορες πüλεις εξ αιτßας των μετακινÞσεων της οικογÝνειÜς του. Ο πατÝρας σα διευθυντÞς τρÜπεζας δοýλεψε σε Τρßκαλα, Πýργο, Αßγιο, ΛÜρισα, Θεσσαλονßκη, ΚρÞτη. Οι μετακινÞσεις αυτÝς, σε συνδυασμü με τη ψυχασθÝνεια της πρωτüτοκης αδελφÞς, που Ýκανε τους γονεßς να στρÝφουν üλο τους το ενδιαφÝρον σε κεßνη, αλλÜ και την αυστηρÞ συμπεριφορÜ του πατÝρα, δημιουργοýν αßσθημα αποξÝνωσης στον ΚαραγÜτση -(φτÜνει μÝχρι την Ýμμονη ιδÝα üτι εßναι νüθος γιος-, αßσθημα που διακατÝχει και τους περισσüτερους πρωταγωνιστÝς των αφηγημÜτων του. Τα παιδικÜ του χρüνια τα περιγρÜφει στο νεανικü διÞγημα Εγþ Μικρüς Με ΜÝνα Και Τη ΘÜλασσα, καθþς και στον ΜεγÜλο ¾πνο. Δημοτικü παρακολοýθησε στο ΑρσÜκειο της ΛÜρισας, δασκÜλα του μια νÝα κοπÝλα, του εμπνÝει το 1ο του διÞγημα Η Κυρßα Νßτσα, που βραβεýτηκε σε διαγωνισμü της ΝÝας Εστßας το 1929. Tα γυμνασιακÜ του χρüνια, 1922-24 τα περνÜ στη Θεσσαλονßκη, που τον Ýστειλε ο πατÝρας τιμωρßα επειδÞ εßχε πλαστογραφÞσει την υπογραφÞ του σε σχολικü Ýλεγχο. Τα καλοκαßρια της παιδικÞς του ηλικßας τα περνÜ στη Θεσσαλßα, ειδικþτερα στη ΡαψÜνη.

  ΓεννÞθηκα στην ΑθÞνα, σε Ýνα απü τα τÝσσερα γωνιακÜ σπßτια των οδþν Ακαδημßας και ΘεμιστοκλÝους. Δεν σας λÝω üμως σε ποιο. Και το κÜνω επßτηδες αυτü, για να μπλÝξω Üγρια σε αυτü το αθηναúκü σταυροδρüμι τους διÜφορους αρμοδßους, üταν Ýρθει η στιγμÞ να εντοιχισθεß η αναμνηστικÞ πλÜκα. Εγþ βÝβαια θα τα Ýχω τινÜξει προ πολλοý, και θα σπÜω κÝφι καλÜ στον ουρανü, με τη μεταθανÜτια φÜρσα μου. Θα Ýχω παρÝα τον Σολωμü, που θα μου λÝει κουνþντας το κεφÜλι: ΤρÜβα και συ ΚαραγÜτση, üσα τρÜβηξα εγþ απü τον Καιροφýλλα, τον ΑποστολÜκη και το ΣπαταλÜ. ¼πως βλÝπετε το κυρι;vτερο γνþρισμÜ μου εßναι η μετριοφροσýνη...
  ΔιδÜχτηκα τα πρþτα γρÜμματα στο ΑρσÜκειο της ΛÜρισας (üταν συλλογιÝμαι πως υπÞρξα κι ΑρσακειÜδα!) κι αντß να ερωτευτþ τις συμμαθÞτριες μου, αγÜπησα παρÜφορα τη δασκÜλα μου. Γεγονüς που μαρτυρÜ τη σκοτεινÞ ερωτικÞ ιδιοσυγκρασßα μου. ¸κανα ü,τι μποροýσα για να μη προβιβαστþ, να μεßνω στην ßδια τÜξη, κοντÜ στην γυναßκα των ονεßρων μου...



     ΜετÜ την ολοκλÞρωση της βασικÞς εκπαßδευσης γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου της Γκρενüμπλ, στη Γαλλßα με σκοπü να σπουδÜσει εμπορικÜ. Για οικονομικοýς λüγους επÝστρεψε στην ΑθÞνα, το 1925 και γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, απ' üπου αποφοßτησε το 1930 χωρßς üμως να δικηγορÞσει ποτÝ. Στο ΠανεπιστÞμιο εßχε συμφοιτητÝς κι Üλλους λογοτÝχνες, üπως τους Ελýτη, ΤερζÜκη, ΘεοτοκÜ. ¸φηβος Ýγραφε ποιÞματα γρÞγορα üμως στρÜφηκε στα πεζÜ. Πρωτοεμφανßστηκε το 1927 με το διÞγημα Η Κυρßα Νßτσα, που υποβλÞθηκε στο διαγωνισμü της ΝÝας Εστßας και πÞρε τον 3ο Ýπαινο. ¹ταν αυτοβιογραφικü διÞγημα εμπνευσμÝνο απü τον παιδικü του Ýρωτα για την 20Üχρονη δασκÜλα του στο δημοτικü στη ΛÜρισα. Το 1ο του μυθιστüρημα Þταν Ο ΣυνταγματÜρχης ΛιÜπκιν, το 1933. ΜετÜ το πτυχßο Πολιτικþν & Οικονομικþν που παßρνει, πιÜνει δουλειÜ σαν υπÜλληλος στην ασφαλιστικÞ εταιρεßα του αδερφοý του Νßκου, στον ΠειραιÜ. Το 1935 θα παντρευτεß τη ζωγρÜφο Νßκη ΚαρυστινÜκη με την οποßα διατροýσε κÜμποσα χρüνια ερωτικÞ αλληλογραφßα, (μετÝπειτα γνωστÞ ως Νßκη ΚαραγÜτση, 1914-1986). Το 1936 δημοσιεýεται το μυθιστüρημα του Η ΜεγÜλη Χßμαιρα και στη κüρη που γεννιÝται τον Οκτþβρη δßνει το üνομα της ηρωßδας του βιβλßου, Μαρßνα.
    Το 1937 πεθαßνει η μεγαλýτερη αδερφÞ του, η Ροδüπη ΤζουλιÜδου, που υπÝφερε απο ψυχασθÝνεια απü τη νεανικÞ της ηλικßα, και το 1939 πεθαßνει ο πατÝρας του. Τη περßοδο της γερμανικÞς κατοχÞς τη περνÜ Þσυχα στο σπßτι του, που γßνεται κÝντρο συνÜντησης των λογοτεχνþν της εποχÞς, ενþ παρÜλληλα δημοσιεýονται αρκετÜ διηγÞματÜ του και νουβÝλες. Tο σπßτι του επß της οδοý ΣπÜρτης στη πλατεßα ΑμερικÞς γßνεται σημεßο κÜθε ΠαρασκευÞ συνÜντησης των λογοτεχνþν: Εμπειρßκος, Ελýτης, Εγγονüπουλος, ΒενÝζης, Κατσßμπαλης, ΛουντÝμης, Þταν üλοι εκεß. Ωστüσο, μοιÜζει απßστευτο πüσο οι λογοτεχνικοß κýκλοι της εποχÞς τον ζÞλευαν. ΒοÞθησε και το γεγονüς üτι, μÝσα απü τη στÞλη του στη ΒραδυνÞ, υπÞρξε Ýνας αυστηρüς και καυστικüς θεατρικüς κριτικüς. ΑναγκÜστηκε να δουλÝψει ως ασφαλιστÞς και διαφημιστÞς για να βγÜλει το ψωμÜκι του. Απü το 1946 ανÝλαβε τη θεατρικÞ στÞλη της εφημερßδας ΒραδυνÞ ενþ το ßδιο Ýτος ανεβαßνει και το θεατρικü του Ýργο Μπαρ ΕλδορÜδο που δε σημεßωσε üμως επιτυχßα. Εμφανßζεται και στον κινηματογρÜφο, υπογρÜφοντας το σενÜριο και τη σκηνοθεσßα της ταινßας ΚαταδρομÞ. Το 1946 πεθαßνει κι η μητÝρα του, της αφιερþνει το μυθιστüρημα Ο ΜεγÜλος ¾πνος που κυκλοφορεß την ßδια χρονιÜ. Το 1949 στÝλνεται σαν πολεμικüς ανταποκριτÞς της εφημερßδας στα βουνÜ του ΓρÜμμου και του Βßτσι, που ο εμφýλιος πüλεμος βÜδιζε προς το τÝλος. Τον ßδιο χρüνο ταξιδεýει στην Αγγλßα, τη Γαλλßα, τη Τουρκßα και την Αßγυπτο.


                                          Το ζεýγος ΚαραγÜτση/Ροδüπουλου

     Το 1952 Üρχισε να εργÜζεται στη διαφημιστικÞ εταιρεßα ΑΔΕΛ, ενþ παρÜλληλα γρÜφει εκλαúκευμÝνα την Ιστορßα των ΕλλÞνων και το 1953 ταξιδεýει στην ΑνατολικÞ ΑφρικÞ. Το 1956 και το 1958 Þταν υποψÞφιος βουλευτÞς με το δεξιü κüμμα των Προοδευτικþν του Σπ. Μαρκεζßνη. Δεν εßχε κÜνει καμßα προεκλογικÞ προετοιμασßα κι üπως Þτανε φυσικü, απÝτυχε και τις 2 φορÝς. ¼ταν ρωτÞσανε γιατß εßχε βÜλει υποψηφιüτητα, απÜντησε üτι το 'κανε για να πÜρει ψÞφους απü τον αδερφü του Κωνσταντßνο, υποψÞφιο με την ΕΡΕ. Το 1958 το μοιραßο Ýτος της ζωÞς του συνυπογρÜφει Το Μυθιστüρημα Των ΤεσσÜρων μαζß με τους ¢γγελο ΤερζÜκη, Ηλßα ΒενÝζη και ΣτρατÞ ΜυριβÞλη, που πρωτοδημοσιεýεται στην Ακρüπολη. Στις 8 ΝοÝμβρη του ßδιου Ýτους παθαßνει καρδιακÞ προσβολÞ. Η ασθÝνεια τον οδÞγησε στη σταδιακÞ αποξÝνωσÞ του απü τους φιλικοýς κýκλους, αλλÜ üχι και στη διακοπÞ της δουλειÜς του. Στις 13 ΣεπτÝμβρη 1960 ξεκινÜ να γρÜφει το ΔÝκα, που το δοýλευε üλο το Ýτος μÝχρι τα χαρÜματα της 14ης Σεπτεμβρßου που πεθαßνει ýστερα απü πολýωρη κρßση ταχυκαρδßας. Κηδεýεται στις 15 ΣεπτÝμβρη, στο Α' Νεκροταφεßο Αθηνþν. Στον τÜφο του χαρÜζεται το επßγραμμα απü το Ýργο του Το ΜεγÜλο ΣυναξÜρι: "Οι μοναδικÝς ομορφιÝς εßναι προνüμιο του θανÜτου".
    Δημιουργüς μεγÜλης πνοÞς ο ΚαραγÜτσης απü την αρχÞ της συγγραφικÞς του δραστηριüτητας εμφανßστηκε με αρετÝς τεχνßτη. Εντελþς διαφορετικÞ ιδιοσυγκρασßα απü τον ΘεοτοκÜ, αυθüρμητος, πληθωρικüς, εκρηκτικüς εßναι απü τους νεþτερους της γενιÜς του, εκδηλþθηκε αρκετÜ νωρßς κι ως το 1940 εßχε δþσει κιüλας 4 μυθιστορÞματα και 2 τüμους διηγημÜτων· τα λογοτεχνικÜ του Ýργα ως τον πρüωρο σχετικÜ θÜνατü του ξεπερνÜνε τα 20. Διακρßνεται η ικανüτητÜ του να δημιουργεß πρωτüτυπους αφηγηματικοýς χαρακτÞρες και πλοκÝς που κρατÜν αμεßωτο το ενδιαφÝρον του αναγνþστη. Τα 1α Ýργα του, (1925-33), Þτανε διηγÞματα. Απ' αυτÜ, üσα γρÜφτηκαν πριν απü το 1927, δεν τα εξÝδωσε ο ßδιος. Το 1933, με το ΣυνταγματÜρχης ΛιÜπκιν, εγκαινιÜστηκε η þριμη περßοδος των πεζþν του. Τα 3, ΣυνταγματÜρχης ΛιÜπκιν, Η ΜεγÜλη Χßμαιρα, Ο Γιοýγκερμαν Και Τα ΣτερνÜ Του, αποτελοýνε 3λογßα με τßτλο Εγκλιματισμüς ΚÜτω Απü Το Φοßβο. Κοινü τους θÝμα εßναι η αποτυχημÝνη προσπÜθεια τριþν ξÝνων που βρÝθηκαν στην ΕλλÜδα να προσαρμοστοýν: ο συνταγματÜρχης ΛιÜπκιν Þταν υπαρκτü πρüσωπο, ο Ρþσος στρατιωτικüς Βασßλι Βασßλιεβιτς Νταβßντωφ, που μετÜ την ΕπανÜσταση βρÝθηκε στη ΛÜρισα κι εργαζüτανε στη ΓεωργικÞ ΣχολÞ. Ο Γιοýγκερμαν Þταν επßσης Ρþσος στρατιωτικüς, που εξελßχθηκε σε μεγÜλο οικονομικü παρÜγοντα της ΑθÞνας. Η Μαρßνα της Χßμαιρας, Þτανε Γαλλßδα, παντρεμÝνη μ' ¸λληνα ναυτικü, που ζοýσε στη Σýρο. Κι οι 3 απÝτυχαν να εγκλιματιστοýνε και τελικÜ οδηγηθÞκανε στη καταστροφÞ.



     Επüμενος σημαντικüς σταθμüς Þτανε Το ΧαμÝνο Νησß, που ξεχωρßζει απü τα λοιπÜ πεζÜ εξ αιτßας της απüστασÞς του απü το ρεαλισμü και τη σýγχρονη πραγματικüτητα. (Ο ßδιος το χαρακτÞρισε φανταστικÞ νουβÝλα). Κεντρικüς ÞρωÜς του εßναι ο Γερüλυμος ΑβαρÜτος, 2ος πλοßαρχος και μοναδικüς επιζþν απü το πλÞρωμα ενüς πλοßου που ναυÜγησε στη ΤÞλο. ΑναγκÜστηκε να μεßνει στο νησß για καιρü εξ αιτßας Üσχημων καιρικþν συνθηκþν. ΣταδιακÜ οι κÜτοικοι του νησιοý παρατηρÞσανε περßεργα κλιματικÜ φαινüμενα, διαπßστωσαν üτι οι πυξßδες δßνανε λανθασμÝνες συντεταγμÝνες και τÝλος αποκαλýφθηκε üτι το νησß εßχε αποκοπεß απü την υφαλοκρηπßδα κι Ýπειτα απü ταξßδι στη θÜλασσα σταθεροποιÞθηκε στον Ειρηνικü Ωκεανü με το üνομα Ταúλß. Στη συνÝχεια επιχεßρησε να γρÜψει μια ευρεßα, ιστορικοý περιεχομÝνου σýνθεση, με γενικü τßτλο Ο Κüσμος Που Πεθαßνει. Η σειρÜ θα περιελÜμβανε 10 βιβλßα που θα αναφÝρονταν στην ιστορßα μιας οικογÝνειας απü το 1821 ως τη σýγχρονη εποχÞ. Απü αυτÜ Ýγραψε τελικÜ μüνο 3: Ο ΚοτζÜμπασης Του Καστρüπυργου, Αßμα ΧαμÝνο Και ΚερδισμÝνο, Τα ΣτερνÜ Του Μßχαλου. Ο Þρωας του ΚοτζÜμπαση του Καστρüπυργου, Μßχαλος Ροýσης, Þταν ¸λληνας προεστüς που αιχμαλωτßστηκε απü τους Τοýρκους κι αλλαξοπßστησε, για να σþσει τη ζωÞ του. Η ιστορßα βασßζεται σε πραγματικÜ γεγονüτα απü τη ζωÞ ενüς προγüνου του, του ΜÞτρου ΡοδηθÜνα Þ Ροδüπουλου. Παρ' üλο που δεν ολοκλÞρωσε αυτÞ τη σýνθεση, συνÝχισε να ενδιαφÝρεται για ιστορικÜ θÝματα και να εμπνÝεται απü αυτÜ: ΑποπειρÜθηκε να γρÜψει 3τομο ιστορικü Ýργο, την Ιστορßα Των ΕλλÞνων κι Ýγραψε τελικÜ μüνο τον 1ο τüμο για την αρχαßα ΕλλÜδα κι Ýγραψε τη μυθιστορηματικÞ βιογραφßα Βασßλης ΛÜσκος, για τον πλοßαρχο του υποβρυχßου Κατσþνης. Το τελευταßο Ýργο του σχετικü με την ιστορßα Ýχει τελεßως διαφορετικü χαρακτÞρα: το ΣÝργιος & ΒÜκχος, με πρωταγωνιστÝς τους Αγßους ΣÝργιο και ΒÜκχο, εßναι σατιρικÞ και καυστικÞ κριτικÞ κι απομυθοποßηση της Ιστορßας. Γι' αυτü το Ýργο Ýγραψε εκτενÝς κεßμενο ο Εμπειρßκος, που δημοσιεýτηκε μετÜ το θÜνατü τους κι αποτελεß τεκμÞριο της φιλßας τους και του θαυμασμοý του για τον ΚαραγÜτση.


                                Εμπειρßκος Νßκη ΚαραγÜτση κι ο ßδιος

     Προς το τÝλος της ζωÞς του σχεδßαζε Üλλη μια ενüτητα 4 Ýργων και πρüλαβε να ξεκινÞσει μüνο Το 10. Το Ýργο διαδραματßζεται σε μια λαúκÞ πολυκατοικßα του ΠειραιÜ. ΜÜλιστα ο συγγραφÝας επισκεπτüτανε κÜθε πρωß το λιμÜνι και παρατηροýσε τη κßνηση και τη ζωÞ εκεß για να αντλÞσει υλικü. Το ημιτελÝς μυθιστüρημÜ του εκδüθηκε μετÜ το θÜνατü του. Ο χαρακτηρισμüς που απÝδωσαν οι περισσüτεροι κριτικοß της λογοτεχνßας στον ΚαραγÜτση Þτανε γεννημÝνος πεζογρÜφος. ¼λοι αναγνωρßζανε την αφηγηματικÞ του ευχÝρεια και τη δημιουργικÞ φαντασßα του. ΕιδικÜ η φαντασßα του εßναι αυτü που τον ξεχωρßζει απü τους περισσüτερους πεζογρÜφους κι üχι μüνο αυτοýς της γενιÜς του ‘30. Πολλοß τονε κατηγüρησαν ως προχειρογρÜφο, που δεν ενδιαφερüτανε για την επιμÝλεια της μορφÞς των Ýργων του. Η αλÞθεια εßναι üτι τα χειρüγραφÜ του δεßχνουν üτι σπÜνια Ýκανε αλλαγÝς στα Ýργα του, αλλÜ αυτü αποδεικνýει ακριβþς την αφηγηματικÞ ευχÝρεια που Ýλειπε απü πολλοýς συγγραφεßς της γενιÜς του. Πßσω του Üφησε περισσüτερα απü 20 βιβλßα, δεκÜδες δημοσιευμÝνα κεßμενα σε εφημερßδες, 3 θεατρικÜ, Ýνα κινηματογραφικü σενÜριο. Η τελευταßα φρÜση που πρüλαβε να γρÜψει Þταν "Ας γελÜσω"…
     Ἀπü τοýς συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς τοῦ '30 εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἀσχολÞθηκε συστηματικþτερα μÝ τÞν ἑλληνικÞ ἱστορßα. Φαßνεται πως εἶχε σκοπü νÜ γρÜψει ὁλοκληρωμÝνη ἱστορßα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἔτσι γιÜ τÞν ἀρχαßα ἙλλÜδα ἔγραψε την Ἱστορßα Των ἙλλÞνων, το 1952. Τü ἔργο αὐτü δÝν παρουσιÜζεται μÝ τÞν εὐθýνη τοῦ ἱστορικοῦ μελετητῆ, ἀλλÜ μÝ τÞν εὐαισθησßα καß τÞν πλαστικüτητα τοῦ λογοτÝχνη. ΓιÜ τü ΒυζÜντιο ἀφιÝρωσε τü πολυσÝλιδο ἔργο τοῦ ΣÝργιος & ΒÜκχος, το 1959. Ἐκεῖ μÝ βαθεßα κριτικÞ διÜθεση μελετᾷ τüν μεσαιωνικü ἑλληνισμü. Ὁ ὕπνος τῶν δýο ἡρþων-ἁγßων ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιτυχημÝνο εὔρημα που του ἐπιτρÝπει να ἐρευνÞσει τÞν ἱστορικÞ πορεßα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους μ' ἐξωκοσμικü βλÝμμα. ΜÝ τη νεþτερη ἙλλÜδα ἀπü τÞν ἙλληνικÞ ἘπανÜσταση μÝχρι τü 1844, ὁ Μ. ΚαραγÜτσης ἀσχολεῖται στη βασικÞ του 3λογßα που ανεφÝρθη πιü πÜνω. Κεντρικüς ἥρωας σ'αὐτÞν ὁ ἀπüλυτα καραγατσικüς Μßχαλος Ῥοýσης. Τü ἴδιο ὄνομα ἐμφανßζεται στÜ βιβλßα του Ὁ ΜεγÜλος ¾πνος κι Ὁ Κßτρινος ΦÜκελλος με το μικρü ὄνομα ΚωστÞς. Τη τελευταßα 15ετßα Ýγραψε και μερικÜ απü τα πιο ιδιüτυπα και παρÜδοξα Ýργα του, üπως π.χ. το ¢μρι Α Μοýγκου (Στο ΧÝρι Του Θεοý, 1954), üπου το αιþνιο ερωτικü θÝμα τοποθετεßται στην αφρικανικÞ ζοýγκλα.



    Αντιφατικüς, μανιþδης καπνιστÞς, üμορφα σκοτεινüς και συνÜμα εικονοκλαστικüς, παραμÝνει ακüμη και στις μÝρες μας Ýνας απü τους πιο θερμοýς ¸λληνες συγγραφεßς. Εßναι μια σχολÞ απü μüνος του κι απ' τους πολυγραφüτερους νεοÝλληνες συγγραφεßς. Η πληθωρικüτητÜ του αυτÞ πηγÜζει προπÜντων απü τη πλοýσια μυθοπλαστικÞ του φαντασßα, που εßναι η κυριþτερη αρετÞ του. Μολονüτι βÝβαια πολλÜ εßναι τα αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα στο Ýργο του, δεν αναλßσκεται üμως και δεν εξαντλεßται σ' αυτÜ, πλÜθει τýπους κι Ýχει το ταλÝντο να τους παρουσιÜζει σ' üλη τη ζωντÜνια και τη μυθιστορηματικÞ τους αρτιüτητα. ΛÝνε πως αν Ýγραφε αγγλικÜ, θα διαβαζüταν απü εκατομμýρια αναγνþστες, θα 'χε ανακαλυφθεß απü το Χüλιγουντ κι οι ÞρωÝς του θα 'τανε σÞμερα κομμÜτι του δυτικοý πολιτισμοý. Γιατß, ο εικονοκλαστικüς κι εριστικüς ΚαραγÜτσης συγκερÜζει την αφηγηματικÞ δýναμη του ΧεμινγουÝι και τα αδιüρατα τρÝμουλα του ΦιτζÝραλντ, με τη δýναμη του ΓκρÜχαμ Γκρην. Ο ßδιος λογαριÜζει τον εαυτü του ως μαθητÞ του ΝτοστογιÝφσκη. ¹ταν Ýνας τιτÜνας της 10ετßας του '30. ¸νας ΖολÜ που αρεσκüταν κι εκεßνος στις τοιχογραφßες. ΑλλÜ χωρßς ßχνος ηθικοπλαστικÞς διÜθεσης. Τα μυθιστορÞματÜ του σε τραβÜνε σα χοÜνη, εßναι Ýνα καλειδοσκüπιο εμπειριþν, θÝλεις μαρτυρικÜ ν' ανÞκεις στο σýμπαν του, να μιλÜς σε κορμιÜ ψιθυριστÜ, να σ' εξοργßζει ο πüθος σου. Ο ΚαραγÜτσης αφÞνει απ' Ýξω το Θεü, η προσÝγγισÞ του εßναι ανθρωποκεντρικÞ, σχεδüν ρομαντικÞ. Κι εßναι χοÜνη ο ßδιος που απορροφÜ τα πÜντα: το Φρüιντ, την ιστορßα, το ρεαλισμü, το νατουραλισμü, τη πολιτικÞ, τη τÝχνη, φιλοσοφικÝς θεωρßες, περιγραφÝς της φýσης, üνειρα, αναδρομÝς, αστυνομικÝς πλοκÝς. Για να καταλÞξει στη νυχτερινÞ απελπισßα, εκεß üπου ενοικιÜζονται σπßτια και τÜφοι (Γιοýγκερμαν). ΤÝλος, Üλλο μüνιμο χαρακτηριστικü της πεζογραφßας του εßναι το επßμονο ξαναγýρισμα στο σεξουαλικü στοιχεßο. Ο ηδονισμüς του δεν εßναι καθüλου ευφρüσυνος, εßναι Ýνας ηδονισμüς τραγικüς· οι ÞρωÝς του, με το αξεδßψαστο πÜθος του κορεσμοý που τους τυραννεß, οδηγοýνται τελικÜ στη καταστροφÞ.
    Τη προβληματικÞ του σχÝση με το πατρικü πρüτυπο, τους δαßμονÝς του, Üλλοτε κατÜφερνε να δαμÜσει κι Üλλοτε üχι. Ταλαιπþρησε πολý τη 19χρονη κüρη του Μαρßνα üταν, Üτεγκτος, παρουσßα του φßλου του Εμπειρßκου και της ιδßας, σχολιÜζει: Εßναι ανιαρÜ ενÜρετη. Στο Ýργο της διαπιστþνεται το ταλÝντο, üχι üμως και το Ýργο. ΣÞμερα, εκεßνη λÝει: Με τον πατÝρα Þταν üλα ανÜποδα. Αν Ýπαιρνα κÜποιο απü τα τÝλεια ξυσμÝνα μολýβια του με Ýβαζε τιμωρßα. Κυκλοφοροýσε ντυμÝνος με χακß σορτ και κÜτι παλιοπαντüφλες -σαν να κλαδεýεις τη μηλιÜ/μιλιÜ. ¼μορφα σκοτεινüς üμως. Με Þρωες σýνθετους κι αντιφατικοýς. Ο ßδιος διχασμÝνος, παρορμητικüς, χωρßς το παραμικρü διπλωματικü χÜρισμα. Τον φαντÜζομαι να περιδιαβαßνει κατσοýφης και στοχαστικüς κÜτω απü δρüμους με μουριÝς και νεραντζιÝς, με το επιβλητικü του παρÜστημα, πανýψηλος, δÝντρο ο ßδιος, φορþντας τα σκοýρα κι αυστηρÜ σταυρωτÜ κοστοýμια του. Για να καταλÞξει σε μυστικÜ ερωτικÜ ραντεβοý σε μαγειριÜ και καφενÝδες.



    "Ο ΚαραγÜτσης και μÝσα στις αυθαιρεσßες και τους παραλογισμοýς του, τις εκρÞξεις και τις ακαταλüγιστες συχνÜ αντιδρÜσεις προς πρüσωπα και πρÜγματα, παρÝμενε πÜντα μια σπÜνια ιδιοφυÀα. Στον Εμφýλιο τρüμαξε μÞπως τον συλλÜβουνε και ζÞτησε βοÞθεια απü τον Καββαδßα, μιας κι ο γÜμος του ΛουντÝμη Ýγινε σπßτι μας με το Σικελιανü παρüντα και με Ρþσους οργανοπαßκτες…", περιγρÜφει η κüρη, αναμετρþμενη μια ζωÞ με το βÜρος. ΜÜνα και κüρη Ýντρομες, συνεπαρμÝνες απü την αστÜθμητη συμπεριφορÜ και τα ηφαιστειþδη συναισθÞματÜ του. Της Ýλεγε: "Τß κÜθεσαι και διαβÜζεις μυθιστορÞματα; Θα γßνεις σαν αυτÝς του κατηχητικοý με τα σπυριÜ και τους κüτσους; Να βγαßνεις, να κÜνεις παρÝα με αγüρια". ΠρÜγματα ανÞκουστα για την εποχÞ. Κι ýστερα Ýβαζε στο πικÜπ τις Βαλκυρßες.
     ΓρÜφει ο ΑντρÝας Καραντþνης: "Συνδýαζε Ýνα διονυσιακü αυθορμητισμü μ' Ýνα προγραμματισμü και περßσκεψη. Προχωροýσε τολμηρÜ στη ζωÞ, μα προτιμοýσε να σταματÜ κÜμποσο μακρυÜ απü το χεßλος της αβýσσου. ΜÝσα του, πüτε πÜλευαν πüτε συνεργÜζονταν, πüτε αποκοιμοýνταν, Ýνας ποιητÞς κι Ýνας επιχειρηματßας. Εßναι ο μüνος συγγραφÝας μας που η ψυχοσýνθεση κι οι εσþτερες ροπÝς του παρουσιÜζανε κÜποιες ομοιüτητες με τον ΜπαλζÜκ. Ο ΚαραγÜτσης και μÝσα στις αυθαιρεσßες του και τους παραλογισμοýς του, τις εκρÞξεις του και τις ακαταλüγιστες, συχνÜ, αντιδρÜσεις του προς πρüσωπα και πρÜγματα, παρÝμενε πÜντα μια σπÜνια ιδιοφυÀα. Βαρýτατη Ýπεφτε η σκιÜ του παντοý, μια σκιÜ που μαγνÞτιζε κι üταν ακüμη τýχαινε να απωθεß". ¹τανε καπνιστÞς του σκοτωμοý. Κι Üπιστος επßσης. Η Μαρßνα θυμÜται επßσης üτι τσαμπουκαλευüταν τους Üλλους οδηγοýς. ¸βγαινε Ýξω κι Ýδερνε! Με τη σýζυγο πηγαßνανε σε ταβερνεßα. "Μαζß Þτανε συνÞθως ο Καραντþνης με τη γυναßκα του, ο Κατσßμπαλης, ο ΠατσιφÜς… Þταν οι πιο τακτικοß. Κι οι ΒενÝζηδες μερικÝς φορÝς, ΤερζÜκηδες, αυτοß". Και πολý κοιλιüδουλος. "¸γραψα πολλÜ και διÜφορα, (…) Ýργα υψηλοý ηθικοπλαστικοý περιεχομÝνου, πολý κατÜλληλα για παρθεναγωγεßα και βιβλιοθÞκες οικογενειþν με αυστηρÜ αστικÜ Þθη. Οι ÞρωÝς μου εßναι Üνθρωποι αγνοß, αθþοι, ιδεολüγοι και στÝκουνε ψηλüτερα απü τις αθλιüτητες του χαμερποýς υλισμοý. Απορþ πþς το εκπαιδευτικü συμβοýλιο δεν εισÞγαγε ακüμα τα βιβλßα μου γι' αναγνωστικÜ στα σχολεßα του κρÜτους, εξßσταμαι πþς η Ακαδημßα δεν μοý 'δωσε το βραβεßο ΑρετÞς, πþς δεν με κÜλεσε να παρακαθßσω στους ενÜρετους κüλπους της κοντÜ στον Σπ.. ΜελÜ. Δε επεßραξα ποτÝ μου συνÜδελφο και εßμαι συμπαθÝστατος στους λογοτεχνικοýς κýκλους. Αυτü θα αποδειχθεß στην κηδεßα μου üπου θα Ýρθει κüσμος και κοσμÜκης να πεισθεß ιδßοις üμμασι üτι πÝθανα, üτι θÜφτηκα, üτι πÞγα στο διÜολο. Και θα φýγει απü το νεκροταφεßο ο κüσμος και ο κοσμÜκης βγÜζοντας στεναγμοýς ανακοýφισης. Εßμαι βÝβαιος πως ο θεüς θα με κατατÜξει μεταξý των αγßων στον ΠαρÜδεισο. ΑμÞν".



     ¸πασχε απü φοβερÝς αûπνßες, πÞγαινε στους ψυχßατρους, Ýπαιρνε φÜρμακα. Η γυναßκα του, η ζωγρÜφος Νßκη ΚαρυστινÜκη που τονε λÜτρευε, εξομολογεßται: "Εßχε δýσκολο ýπνο, οι θüρυβοι τον ενοχλοýσαν φοβερÜ… Ýβαζε ωτοασπßδες το βρÜδυ για να κοιμηθεß. ΚÜθε 2 χρüνια αλλÜζαμε σπßτι. ΠÜντα στον τελευταßο üροφο, για να μην Ýχουμε Üλλους απü πÜνω και κÜνουνε θüρυβο. ΘυμÜμαι στη Πλατεßα Κυριακοý (τþρα Πλατεßα Βικτωρßας), μια παλιÜ μονοκατοικßα, τα σανßδια τρßζανε. Εßχαμε μÜθει üλοι στο σπßτι ποιο σανßδι τρßζει και ποιο üχι, αλλÜ δεν τα καταφÝρναμε πÜντα καλÜ. ¸τσι οι καβγÜδες δεν Ýλειπαν… οι φωνÝς του ακοýγονταν στο δρüμο, γιατß δεν Ýκανε καμμιÜ προσπÜθεια να τις καλýψει".
     Εßναι φανερü πως το κλßμα που κυριαρχεß σε üλα τα Ýργα του εßναι ο ρεαλισμüς, Þ καλýτερα Ýνας νατουραλισμüς σπρωγμÝνος ως τα ακραßα üρια. Παρ' üλη του τη μαθητεßα στη ψυχανÜλυση, δεν εßναι τüσο ο ζωγρÜφος των ψυχολογικþν καταστÜσεων κι αποχρþσεων, üσον οξýτατος παρατηρητÞς της πραγματικüτητας, που ξÝρει να τη παραστÞσει ως τη τελευταßα λεπτομÝρεια. Γεýση πραγματικüτητας χωρßς ψευδαισθÞσεις Þ ποιητικοýς οραματισμοýς, καθþς κι η τραγικÞ αντßληψη του ανθρþπινου πεπρωμÝνου, τον οδηγεß συχνÜ και σ' Ýνα πνεýμα νιχιλιστικÞς απαισιοδοξßας Þ και σ' Ýνα χιοýμορ γεμÜτο ειρωνεßα, σκþμμα και σαρκασμü. Βαθýτατα ρεαλιστÞς κι αντιúδεαλιστÞς, κυριαρχεßται απü μια ριζικÞ απιστßα προς κÜθε εßδος ιδανικοý Þ ηρωισμοý. Οι χαρακτÞρες του εßναι βαθýτατα, κÜποτε και κυνικüτατα αντιηρωικοß, πολλÜκις διαλÝγει επßτηδες μορφÝς γνωστÝς ιστορικÝς, για να τις παρουσιÜσει αφηρωισμÝνες με το πρßσμα το δικü του (με τÝτοιο πρßσμα δοκßμασε να γρÜψει και μßαν Ιστορßα των ΕλλÞνων, Ýργο αποτυχημÝνο). Μ' αυτÝς τις ιδιüτητες, θετικÝς κι αρνητικÝς, Þτανε συγγραφÝας που στÜθηκε αμφιλεγüμενο σημεßο στον καιρü του, με πολλοýς θαυμαστÝς αλλÜ και πολλοýς επικριτÝς. Κανεßς ωστüσο δεν μπüρεσε να του αμφισβητÞσει τη γνÞσια λογοτεχνικÞ, πεζογραφικÞ ιδιαßτερα φλÝβα του, την ικανüτητÜ του να στÞσει Ýνα μυθιστüρημα πραγματικü. Εßναι βÝβαια Üνισος· το Ýργο του Ýχει πολλÝς αντιφÜσεις κι απüτομες πτþσεις, το ýφος του, üντας πηγαßο, εßναι κι ατημÝλητο, ελÜχιστα λογοτεχνικü, και -ιδιαßτερα στα τελευταßα του Ýργα- ξεπÝφτει σ' επßπεδο σχεδüν δημοσιογραφικü.



    ¸να πλÞθος γυναικþν, Ýστω και σε δευτερεýοντες ρüλους, κινεßται στα Ýργα του. Ο νατουραλισμüς ανÝδειξε με ποικßλους τρüπους τη μειονεκτικÞ θÝση της γυναßκας σε σχÝση με τον Üντρα, τις επιπτþσεις απü τις ποικßλες εκδοχÝς της εκμετÜλλευσÞς της, καθþς και τη διαμüρφωση μιας υποκριτικÞς ηθικÞς στο γυναικεßο ψυχισμü και στη θηλυκÞ συμπεριφορÜ. Σε αυτü το πλαßσιο, η γυναßκα-πüρνη, το παραστρατημÝνο κορßτσι των λαúκþν τÜξεων Þ η αστÞ που ασφυκτιÜ στο "κουκλüσπιτü" της γßνονται τα αγαπημÝνα θÝματα της νατουραλιστικÞς λογοτεχνßας. Η γυναßκα στον ΚαραγÜτση Ýχει συνÞθως μια ζωþδη σεξουαλικüτητα κι üπως Ýχει Þδη παρατηρηθεß -εξαßρεση η Μαρßνα της ΜεγÜλης χßμαιρας- δεν εμφανßζεται στο Ýργο του σε ρüλο πρωταγωνßστριας.
     Ο Κßτρινος ΦÜκελλος (1956) πιο συγκεκριμÝνα, εßναι εντελþς Üλλης Ýμπνευσης κι εκτÝλεσης. Απü τα πρþτα νεοελληνικÜ μυθιστορÞματα που θεματοποßησαν την ßδια τη μυθιστοριογραφßα, αποτελεß σταθμü στην εξÝλιξη του κι Ýνα απü τα καλλßτερα και πλÝον ενδιαφÝροντα Ýργα του.
Κýρια στοιχεßα του, üπως συνÜγονται Ýμμεσα Þ κι Üμεσα απü το Ýργο, εßναι üλα εκεßνα τα γνωρßσματα που απαντþνται σε κÜθε Ýργο που η νεþτερη κριτικÞ δýναται να χαρακτηρßσει ως μετα-μυθιστορηματικü. Με αυτü το Ýργο ο αναγνþστης Ýχει 1η φορÜ τüσο σαφÞ την αßσθηση πως ο ΚαραγÜτσης αντιμετþπισε και αποπειρÜθηκε να υπερβεß το κρßσιμο δßλημμα που αντιμετωπßζει, σε κÜποια φÜση του Ýργου του κÜθε συνειδητüς μυθιστοριογρÜφος: να χρησιμοποιÞσει το μυθιστüρημα ως μÝσον μεταφορÜς μιας ιστορßας κι ενüς νοÞματος Þ να το μεταχειριστεß ως φορÝα των θεωρητικþν και κριτικþν του απüψεων περß του μÝσου του μυθιστορÞματος. Χωρßς να θßξει τον αναπαραστατικü ρεαλισμü του μυθιστορÞματος και χωρßς να διαταρÜξει τη φαινüμενη ανταπüκριση ιστορßας και πραγματικüτητας, μπüρεσε να διατυπþσει εκ των Ýνδον τη κριτικÞ του, να μορφþσει δηλαδÞ λογοτεχνικÜ την αμφισβÞτηση των συμβÜσεων της λογοτεχνßας.



     ΘαρραλÝα μπαßνει ο ßδιος στο μυθιστüρημα με το üνομÜ του, ως χαρακτÞρας του Ýργου κι εντολοδüχος της συγγραφÞς του. Η εντολÞ δüθηκε απü τον αποθανüντα, υπü περßεργες συνθÞκες, φßλο του μυθιστοριογρÜφο ΜÜνο ΤασÜκο. Εßναι γραμμÝνη στο κÜλυμμα ενüς κßτρινου ντοσιÝ που περιÝχει διÜφορα στοιχεßα για τη συγγραφÞ των μυθιστορημÜτων ΘÝσεις & ΑντιθÝσεις, που ο ΤασÜκος σχεδßασε αλλÜ δεν μπüρεσε να ολοκληρþσει κι εßναι σαφÞς: "Να το γρÜψει ο ΚαραγÜτσης". ΑναλαμβÜνει το Ýργο κι ανασυνθÝτει βÜσει των στοιχεßων που περιÝχει ο φÜκελλος, αλλÜ κι Üλλων μαρτυριþν, το 2ü μυθιστüρημα του ΤασÜκου. ¸τσι, η ιστορßα διαπλÝκεται με τη μυθιστορßα, τα εφευρημÝνα γεγονüτα ταυτßζονται με τα πραγματικÜ, συγγραφÝας κι αναγνþστης δεν γνωρßζουνε τελικÜ ποý σταματÜ η ζωÞ και ποý αρχßζει το μυθιστüρημα, ποιÜ η αλÞθεια και ποιÜ η πλαστüτητα. Μποροýν να τον απολαýσουν ως μυθιστüρημα κι οι πλÝον φυσικοß... αφελεßς αναγνþστες. Τα διαδραματιζüμενα γεγονüτα εßναι πειστικÜ, οι συμβÜσεις του ρεαλιστικοý μυθιστορÞματος δεν εγκαταλεßπονται, ο μετα-μυθιστορηματικüς προβληματισμüς μπορεß να περÜσει, üπως και πÝρασε, απαρατÞρητος. Με αυτü το Ýργο κατüρθωσε üχι μüνο να δþσει Ýνα Üρτιο μυθιστüρημα, αλλÜ και να δεßξει üτι καλλιεργοýσε το μυθιστορηματικü εßδος, Ýχοντας πλÞρη συνεßδηση των εγγενþν χαρακτηριστικþν και προβλημÜτων του και προωθημÝνη αντßληψη των δυνατοτÞτων του.
     ¼λο το Ýργο του ΚαραγÜτση εßναι Ýνας παμμεγÝθης Κßτρινος ΦÜκελλος, γεμÜτος πειραματικÝς ΘÝσεις και ρεαλιστικÝς ΑντιθÝσεις για την ανθρþπινη κωμωδßα. Αυτü το ενιαßο κεßμενο, παρÜ τις προκαταβολικÝς ιδÝες, ßσως κι εξ αιτßας τους, εßναι ολοζþντανο σþμα, που χαßρεται, πλαντÜζει, σπÝρνει, γεννÜ, σφÜλλει, καρδιοχτυπÜ. Η πιο σωματικÞ γραφÞ στα ΝÝα ΕλληνικÜ εßναι üλο αισθÞσεις -απü τις 5 πιο πολý η üραση κι η üσφρηση- κι η Ýκτη βÝβαια, οι Üλλες δεν σταματÜνε παρÜ μüνο στον θÜνατο, ετοýτη τονε φÝρνει σ' üλο τον βßο. Δεν υπÜρχει εδþ τßποτα αθþο, αναßτιο, σκοτεινü, εκτüς απü Ýνα: το πεπρωμÝνο, το Ριζικü...



     Αν η μßα üψη εßναι ο αλÞτης του ΧÜμσουν που περιπλανιÝται αλλοσοýσουμος με φερσßματα και καμþματα αλλüκοτα σε λογοτεχνικÝς σελßδες κι αποτελεß σýμβολο νεορρομαντικÞς φυγÞς στα χρüνια κυρßως της 10ετßας του '20, επιβÜλλοντας τη πληθωρικÞ κι ανÝμελη παρουσßα του, τüτε η Üλλη üψη της αλητογραφßας, νατουραλιστικÞς αυτÞ τη φορÜ καταγωγÞς, προβÜλλει μαζß με τους απüβλητους, τους κατατρεγμÝνους και τους Üμεσους Þ Ýμμεσους κοινωνικοýς στüχους της. Σ' αυτÞν ακριβþς, τη σκοτεινÞ, ας ποýμε πλευρÜ του φεγγαριοý εντÜσσονται κι οι απüκληροι του ΚαραγÜτση. ¸τσι, Το Μπουρßνι (Το συναξÜρι των αμαρτωλþν 1935, Το μεγÜλο συναξÜρι 1951 κι αυτοτελÞς Ýκδοση 1943) με αιχμÞ του δüρατος τον αλλοπαρμÝνο ΝÜσο, Η ΜεγÜλη ΒδομÜδα Του ΠρεζÜκη (Πυρετüς 1945 και Το μεγÜλο συναξÜρι), Ο ¢νθρωπος Με Το Φλεμüνι (Πυρετüς και Το μεγÜλο συναξÜρι), ΝυχτερινÞ Ιστορßα (ΝυχτερινÞ ιστορßα 1943) και Τα ΧταποδÜκια (Το νερü της βροχÞς 1950) επιλÝγονται κι αποτελοýν το σþμα των κειμÝνων, στα οποßα θα ερευνηθεß ο τρüπος με τον οποßο συμπλÝκεται ο κüσμος με το απü-κοσμο πρüσωπο, το üριο με το περιθþριο.
ο σκοτεινüς κüσμος των απü-κοσμων υποκειμÝνων κατÝχει στο διηγηματογραφικü σýμπαν του ΚαραγÜτση μßα περßοπτη φωτεινÞ θÝση.
     Η προβολÞ του διαφορετικοý Üλλου με ποικßλες μορφÝς φαßνεται να επιτελεß σημαντικÝς λειτουργßες. Καθþς διευρευνÜται η σχÝση ανÜμεσα στον κüσμο και στον απü-κοσμο σýντροφο, δßνεται η ευκαιρßα αλλοý περισσüτερο κι αλλοý λιγþτερο ν' ασκηθεß Ýνα εßδος κοινωνικÞς κριτικÞς για ακαμψßα, αναλγησßα και για αδυναμßα υποδοχÞς κι ενσωμÜτωσης του αλλιþτικου, να καταδειχθεß ακüμη η κοινωνßα ως φÜρσα, πλÜνη κι απÜτη, να εξυμνηθεß η τρυφερÜδα κι η γλυκýτητα του εσωτερικοý κÜτω απü την Üγρια και σκληρÞ, απροσπÝλαστη σχεδüν, φλοýδα, να συντελεστεß η αναγνωστικÞ προσÝγγιση με τη βοÞθεια της ευνοιοκρατοýμενης αφηγηματικÞς προοπτικÞς με το ανοßκειο και το εξωτικü, να αποτυπωθεß η ανθρþπινη παθολογßα στη πολυπλοκüτητÜ της λουσμÝνη στο αγγελικü μαýρο φως της, Ýτσι οι περιθωριακοß του ΚαραγÜτση μπορεß να 'ναι κι ο τüπος της σÜτιρας, της ειρωνεßας, της υπονüμευσης και της ανατροπÞς των συμβÜσεων, του μοχθηροý γÝλιου που καταδικÜζει και περιπαßζει και βÝβαια της εναγþνιας αναζÞτησης κοινωνικÞς ταυτüτητας που, μεταξý των Üλλων, σημαßνει την αναζÞτηση της συντροφικüτητας, το νεýμα της αποδοχÞς και της συγκατÜνευσης στο βλÝμμα του Üλλου.




ΡΗΤΑ:

Ποιü πÜθος γιατρεýτηκε ποτÝ; Ποιüς ανικανοποßητος πüθος δεν απωθÞθηκε στα λημÝρια του υποσυνεßδητου;

Καινοýριο σπßτι με τις ßδιες πÝτρες δεν ξαναγßνεται.

Δεν υπÜρχει πιο απßθανο πρÜμα απü την αλÞθεια.

Ο Ýρωτας πηγÜζει απü τον εγωισμü να κυριαρχÞσουμε, με κÜθε θυσßα, στον εγωισμü ενüς ετερüφυλου.

Οι Üνθρωποι με τους συνεπεßς κι ακλüνητους χαραχτÞρες γεννοýν την εχτßμηση των ολßγων και τη συμπÜθεια κανενüς.

Η μοßρα των ανθρþπων εßναι ο θÜνατος κι η μοßρα των θεþν εßναι η λÞθη.

Η μεγαλýτερη εξυπνÜδα εßναι εκεßνη που οδηγεß στην ευτυχßα.

“ΠρÝπει”. Ποιüς ανüητος γÝννησε αυτü το λüγο και ποιος τρελüς πßστεψε σ' αυτüν; Το πρüβλημα των πρÜξεþν μας -της ζωÞς μας δηλαδÞ το πρüβλημα- δε βρßσκεται στη δεοντολογßα, μα στο δυναμισμü.

"ΠρÝπει", ο πιο Üδειος λüγος στην απÝραντη κενολογßα της ανθρþπινης γλþσσας.

Ο Ýρωτας εßναι Ýνα χρÝος προς τη φýση που σ' Ýπλασε. Προς τον εαυτü σου, που βρÞκε τη δικαßωσÞ του. Προς τον Üνθρωπο που αγαπÜς, που σου 'δωσε και του 'δωσες γεýση ζωÞς.

Δεν αρκεß ν' ανοßξεις την πýλη του παραδεßσου, για να τον χαρεßς. Η ευτυχßα στεριþνεται στη συνεχÞ νομÞ.

Μες στη ψυχÞ του κÜθε ανθρþπου η τιμιüτητα υπÜρχει ατüφια. Μα δεν υπÜρχει πÜντα δýναμη να παραδεχτοýμε και να στεριþσουμε το τßμιο με στοχασμοýς και πρÜξεις ανÜλογες.

Εßναι τα καλÜ παιδιÜ, οι συμπαθητικοß τýποι, οι χρυσÝς καρδιÝς, οι ευχÜριστοι σýντροφοι, οι Üχρωμοι Üνθρωποι, που üχι μüνο δεν ενοχλοýν κανÝνα με την ανýπαρχτη προσωπικüτητÜ τους, μα και κολακεýουν üλες τις μικροπρÝπειες με τη μικροψυχßα τους.

Γιατß η σýχγρονη ευπρÝπεια εξοστρακßζει απü τη ρητορικÞ και το γραπτü λüγο üχι μüνο τα εγκþμια μα και την ονομασßα των γλουτþν; Ποý οι πνευματικοß απüγονοι των αρχαßων ΕλλÞνων -δηλαδÞ üλη η Ανθρωπüτητα- βρßσκουν την απρÝπεια και το κακü γοýστο; ΜÞπως στην αρχαßα ΕλλÜδα ο üρος “καλλßπυγος” δεν Þταν ανþτατος Ýπαινος ομορφιÜς; Αφοý και σε θεοýς χαριζüταν και ναοß Þσαν γνωστοß μ' αυτÞ την προσωνυμßα…

Ο νüμος της ζωÞς διδÜσκει πως ο Ýρωτας εßτε εßναι ευχÞ του Διαβüλου, εßτε κατÜρα του Θεοý.

ΕΡΓΑ:

ΜυθιστορÞματα

Γιοýγκερμαν 1938
Ο Γιοýγκερμαν και τα στερνÜ του, 1941
Ο κοτζÜμπασης του Καστρüπυργου
Ο μεγÜλος ýπνος
¸νας χαμÝνος κüσμος
Αßμα χαμÝνο και κερδισμÝνο
¢μρι α Μοýγκου, στο χÝρι του Θεοý
Τα στερνÜ του Μßχαλου
Ο θÜνατος κι ο Θüδωρος
Ο κßτρινος φÜκελος
Το Μυθιστüρημα των ΤεσσÜρων, με Ηλ.ΒενÝζη, Αγγ. ΤερζÜκη, Στ. ΜυριβÞλη
ΣÝργιος και ΒÜκχος
Η θαυμαστÞ ιστορßα των αγßων ΣÝργιου και ΒÜκχου
Το 10 (ημιτελÝς)

ΝουβÝλες

Ο συνταγματÜρχης ΛιÜπκιν, 1933
Η ΜεγÜλη Χßμαιρα, 1936 
Λειτουργßα σε λα ýφεσις
To χαμÝνο νησß

ΣυλλογÝς διηγημÜτων

Το συναξÜρι των αμαρτωλþν 1935
Το μεγÜλο συναξÜρι 1952
Η μεγÜλη λιτανεßα 1956, (Α' Κρατικü Βραβεßο Λογοτεχνßας ΔιηγÞματος 1956)

ΝεανικÜ διηγÞματα 1993
Ιστορßες αμαρτßας κι αγιοσýνης (επιλογÞ διηγ. απü τη Λιτανεßα των Ασεβþν και το ΣυναξÜρι των αμαρτωλþν 2003

¢λλα Ýργα

Βασßλης ΛÜσκος μυθιστορηματικÞ βιογραφßα, 1948 (για το Βασßλη ΛÜσκο)
ΚαταδρομÞ, σενÜριο ταινßας που σκηνοθÝτησε ο ßδιος
Το μπαρ ΕλδορÜδο, θεατρικü Ýργο , 1946
ΚÜρμεν η χιτÜνα, θεατρικÞ διασκευÞ , 1948
Η Ιστορßα των ΕλλÞνων, 1952

ΠεριπλÜνηση στον κüσμο, ταξιδιωτικü
ΚριτικÞ ΘεÜτρου 1946-1960, 1999


=================


                                                                   Tα ΧταποδÜκια

     Οι νοτιÜδες
φÝρναν σýγνεφα εκεßνο το χειμþνα, μα üχι το 'να πßσω απü τ' Üλλο. ¢φηναν και þρες, την κÜθε μÝρα, που ξαστÝρωνε λιγÜκι ο ουρανüς. Αυτü γινüταν περß το δειλινü. Κι
Þταν ο Þλιος üσο δεν παßρνει χρυσαφÞς, κÜτι σα μÝλι φωτεινü ξεχυνüταν στο μικρü λιμÜνι, στ' αργοσÜλευτα καÀκια του, στις μπαταρισμÝνες βÜρκες, στα δßχτυα των ψαρÜδων που στÝγνωναν απλωμÝνα, στη θÜλασσα που σιγανÜσαινε, στους ανθρþπους που τριγυρνοýσαν πÝρα δþθε, Üγνωστο γιατß. Περß τη νýχτα θα χÜλαγε πÜλι ο καιρüς. Αυτü το καταλÜβαινες απü τους γλÜρους που πετοýσαν χαμηλÜ, Ýξυναν τη θÜλασσα με τις φτερoýγες τους, κλαγγÜζοντας κÜποιαν ακατÜληπτη ανησυχßα. Και το üντις, σε λßγο Ýφταναν ξανÜ τα σýγνεφα, αβγατßζοντας πολý το βραδινü σκοτÜδι, Ýτσι που 'σφιγγε η ψυχÞ του ανθρþπου.
     ¸τσι λοιπüν, την þρα που ο ΑστÝρας πÜλευε με τα σýγνεφα, μπÞκε ο λεγÜμενος στο μαγαζÜκι, μποτζÜροντας δþθε κεßθε, σαν τραμπÜκουλο σε σοροκÜδα. Κοντüς Þταν, κακοσοýσουμος, αρκοýντως γηραλÝος, üχι καλοντυμÝνος οýτε καθαρüς, μ' Ýνα μαντßλι ματωμÝνο γýρω στο κεφÜλι -σßγουρα φρεσκοσπασμÝνο Þταν. Η μýτη του μÜλιστα, εßχε μεγÜλα χÜλια, γδαρμÝνη, πρησμÝνη, σκεπασμÝνη κομμÜτια αßμα πηχτü. ¹ κουτρουβÜλα εßχε πÜρει ο ερßφης, Þ ξýλο γερü εßχε πÝσει, μπερντÜχι με σýστημα, πÜνω χÝρι - κÜτω χÝρι, του αλατιοý τον εßχαν κανωμÝνο. Τþρα, γινωμÝνος Þταν üταν τις Ýφαγε, Þ τα κοπÜνησε κατüπι, να πνßξει στο κρασß το μερÜκι τοý καβγÜ; Αυτü δεν το ξÝρουμε. Το βÝβαιο εßναι, λßαν σουρωμÝνος Þταν üταν μπÞκε στο μαγαζß, κρατοýσε μÜλιστα στο χÝρι κατιτßς τυλιγμÝνο σε χαρτß, φαγþσιμο πρÝπει να Þταν. Προχþρησε, το λοιπüν, κατÜ τον μπεζαχτÜ, χαιρετþντας πολý εγκÜρδια τις δýο παρÝες που βρßσκονταν την þρα εκεßνη στο μαγαζß. Μα δεν πÞρε αντιχαιρÝτισμα, Ýνεκα που οι μεν -δυο μαντρÜχαλοι- Þσαν πολý απασχολημÝνοι με τις κοπÝλες τους και δεν εßχαν καιρü για κουβÝντες Üχρηστες. ¼σο για τους δε, αυτοß πßναν το κρασß τους λßαν βαρýθυμοι και σÝρτικοι, εßχαν φαßνεται τις στεναχþριες τους. Τι να κÜνει, λοιπüν, κι αυτüς; ΠαρÜγγειλε οýζο καραφÜκι, κι Ýπιασε κουβÝντα με το μαγαζÜτορα, Ýνεκα που ο Θεüς τον Ýκανε Üνθρωπο κοινωνικü, πολý συσχετικü, η μουγκαμÜρα κι η περισυλλογÞ ποσþς δεν του επÞγαιναν. Εßπε μÜλιστα τη γνþμη του δυνατÜ, να την ακοýσει üλος ο κüσμος:
- ¼ποιος δε μιλÜει, πεθαμÝνος εßναι και θÜβουν τον!
     Ακοýμπησε το στρÜτσο στον μπεζαχτÜ κι Üρχισε ν' αδειÜζει το καραφÜκι σε δυο νεροπüτηρα, προσÝχοντας φοβερÜ στη μοιρασιÜ, μÞπως τυχüν και στÜξει κüμπος στο 'να πιüτερο απü τ' Üλλο. Αφοý τÝλειωσε τη δßκαιη αυτÞ κατανομÞ, πÞρε το πρþτο ποτÞρι και το Þπιε, Þπιε και το δεýτερο, θαραπÜηκαν τα σωθικÜ του κι Üρχισε μεγÜλο λακριντß με το μαγαζÜτορα. ¸νεκα üμως που η παρÝα μας βρισκüταν κÜμποσο μακριÜ, δεν Ýδωσε κανεßς μας προσοχÞ, εξÜλλου εßχαμε δικÝς μας κουβÝντες να ποýμε, πολý σοβαρÝς και διüλου ευτρÜπελες. Πες πως τον αλησμονÞσαμε κι αυτüν, και τα σπασμÝνα μοýτρα του, και το στρÜτσο και το μεθýσι του και το λακριντß του. ¼ταν, Ýξαφνα, κουβÝντες σε ýφος Ýντονο τρÜβηξαν την προσοχÞ μας:
- ¼χι, κýριος, δε θÝλουμε το κÝρασμÜ σου!
- Και γιατß, δηλαδÞς; Εγþ εκινÞθην απü την ευγενÞς πρüθεσις…
- Κüβε λüγια και στρι! Πολý ψεßρα μÜς γßνηκες!
     Η παρεξÞγηση συνÝβαινε με την Üλλη παρÝα που ο ερßφης θÝλησε να τη κερÜσει, Üγνωστο γιατß. ºσως που το κρασß τον Ýκανε πολý κοινωνικü, πρüθυμο να πιÜσει σχÝσεις εýκολες και γκαρδιακÝς με τον πÜσα τυχþν. ºσως πÜλι και να του γυÜλισαν τα κορßτσια, Þθελε να κÜνει το κομμÜτι του. Οι μαντρÜχαλοι üμως πÞραν αλλιþς το πρÜμα, εξ ου κι ο καβγÜς -"περικαλþ, κýριος!" και "με το μπαρδüν, δεν εßσαστε εν τÜξει εν πÜση περιπτþσει!". Ο Ýνας μÜλιστα απü τους δυο -Üνθρωπος ευερÝθιστος- σηκþθηκε μια στιγμÞ, κι εßπε λüγια βαριÜ που προδßκαζαν χειροδικßα. Τσßριξαν τα κορßτσια: "Mανþλη! Για τ' üνομα της ΠαναγιÜς!", μπÞκε στη μÝση κι ο Üλλος, ο πλÝον ψýχραιμος, και το επεισüδιο θεωρεßται λÞξαν. Ο ερßφης υποχþρησε κανονικÜ κατÜ τον μπεζαχτÜ, üπου τον τραβοýσε απü το μανßκι ο ταβερνιÜρης αυταρχικüτατα:
- ¹πιες το οýζο σου, ΠαναγιωτÜκη; ΠλÝρωνε και στρßβε! ¼χι ιστορßες στο μαγαζß μου!
     Σαν ν' αποφÜσισε να ησυχÜσει ο ΠαναγιωτÜκης, αλλÜ για να φýγει, οýτε λüγος! ¹θελε, σþνει και καλÜ, ν' ανοßξει την καρδιÜ του, να πει τον πüνο του, να μιλÞσει με Üνθρωπο. Κανεßς να μην τον θÝλει, κανεßς να μην καταλαβαßνει, üλοι να τον διþχνουν - τι κακü πÜλι αυτü! Σαν τους Χßτες, στον Αη-ΛευτÝρη, που παραξÞγησαν τα λεγüμενÜ του και τον κÜναν σþσπαστο στο ξýλο. Μα το ξýλο δεν τον Ýνοιαζε τüσο, üσο η παρεξÞγηση.
- Δεν εßμαι κουκουÝς, εγþ! Εßμαι καθþς πρÝπει! Πολý πολý καθþς πρÝπει…
     Οι μαντρÜχαλοι της Üλλης παρÝας, που το επεισüδιο λÞξαν δεν ασχολοýνταν πια μαζß του, του 'ριξαν σκοτεινÝς ματιÝς. ¸κλιναν προς τ' αριστερÜ, ως φαßνεται, κι ο λüγος του λεγÜμενου τους ξινοφÜνηκε. Γßνηκε πρüχειρο διαβοýλιο -να τον δεßρουν, να μην τον δεßρουν- μα δεν πÞραν απüφαση, Ýνεκα που μüλις ξυλοδαρμÝνος απü τους Χßτες Þτανε, Ýστω και λüγω παρεξÞγησης, δε στÝκεται να τις φÜει κι απü τους κουκουÝδες. ΕξÜλλου, ο Üνθρωπος εßχε πια τα πιο φιλειρηνικÜ αισθÞματα: Ξεδßπλωσε το στρÜτσο, τρÜβηξε δυο χταποδÜκια που Þταν μÝσα, τα καμÜρωσε κι εδÞλωσε πως Ýχει κÜθε δικαßωμα να τα μαγειρÝψει και να τα φÜει ποτßζοντÜς τα με μπüλικον κρÜσο, Ýνεκα που το χταπüδι χωρßς Ýνα πρþτο κρασß δε μαγειρεýεται, και δßχως Ýνα δεýτερο δε χωνεýεται. ¢ρχισε, λοιπüν, μεγÜλες συνεννοÞσεις με το μαγαζÜτορα, να του ψÞσει τα χταπüδια, να τα φÜει εδþ που βρßσκεται, δηλαδÞ να τα φÜνε παρÝα, Ýνεκα που η μοναξιÜ κι αυτüς δεν συνταιριÜζουν, ανÝκαθεν ντερμπεντÝρης Üνθρωπος Þταν. Ο μαγαζÜτορας üμως εßχε μεγÜλες αντιρρÞσεις. Των αδυνÜτων αδýνατο! Η φουβoý Þταν πιασμÝνη με τις γüπες, κατüπι θα τηγÜνιζε πατÜτες, ýστερα θα Ýρχονταν η πελατεßα και θα παρÜγγελνε της þρας πρÜματα, συκωτÜκια, μπαρμπουνÜκια, σαγανÜκια.
- ¼,τι Üλλο, ΠαναγιωτÜκη μου, αυτü üμως μη μου το ζητÜς!
- Δεν Ýχω, δηλαδÞς, το δικαßωμα να φÜω κι εγþ Ýνα μεζÝ σαν Üνθρωπος -να, τα χταποδÜκια μου- και να πιω το κρασß μου, σα φιλÞσυχος πολßτης; ΕμÝνα που με βλÝπεις, Üδικα μ' Ýδειραν οι Χßτες στον ¢η-ΛευτÝρη. Δεν εßμαι κουκουÝς!
     Εßχε αρπÜξει το μαγαζÜτορα απü το γιακÜ και του ξηγοýσε περß διÜ μακρþν το πþς γßνηκε η παρεξÞγηση με τους Χßτες. Κι επÝμενε -ψεßρα σωστÞ- πως δεν Þταν εντÜξει, ο μαγαζÜτορας, να μην του μαγειρεýει τα χταποδÜκια, να φÜει Ýνα μεζÝ, να πιει Ýνα κρασß, και δος του επιχειρηματολογßα, φλυαρßα και λογοδιÜρροια -για ψεßρα, ναι, Þταν ψεßρα και περßφημη!
- Δε γßνεται, ΠαναγιωτÜκη μου! του εßπε ο Üλλος κoφτÜ. Να πας στην Ευταλßα να στα μαγειρÝψει. Κι Üντε τσαμποýκ τσαμποýκ, ÜδειαζÝ μου το μαγαζß κι Ýχω δουλειÜ! Πλακþνει η πελατεßα.
     Ο ερßφης σþπασε, σα να εßδε πως τßποτα πια δε γßνεται, πως Ýπρεπε να το πÜρει απüφαση. Τýλιξε τα χταποδÜκια στο στρÜτσο, τα Ýβαλε υπü μÜλης και τρÜβηξε κατÜ την πüρτα. Μα η αγανÜχτηση τον Ýπνιξε. Γýρισε, το λοιπüν, κι Üρχισε καινοýρια δημηγορßα:
- Στην Ευταλßα… ¢ιντε συ να πεις στην Ευταλßα να στα μαγειρÝψει! Συ, που δεν εßσαι Üντρας της… Εγþ, δηλαδÞ, δεν Ýχω δικαßωμα να φÜω Ýνα μεζÝ, να πιω Ýνα κρασß;
     ΑργÜ κατÜλαβε πως μιλοýσε στα κοýφια, Ýνεκα που ο μαγαζÜτορας εßχε αποτραβηχτεß στην κουζßνα. ΣÞκωσε, το λοιπüν, τους þμους και τρÜβηξε πÜλι κατÜ την πüρτα. Φαßνεται üμως πως δε βολοýσε η ψυχÞ του να ξεκολλÞσει εýκολ' απ' το μαγαζß. Περνþντας μπροστÜ στην παρÝα μας κοντοστÜθηκε. ¹θελε κουβÝντα.
- ¸χει τσιγÜρο;
     Απüκριση καμιÜ. Εßδαμε τι κολλιτσßδα Þταν, αν του μιλοýσαμε ξεκολλημü δε θα 'χε. Αυτüς üμως εκεß!
- ΘÝλω τσιγÜρο.
- Δεν Ýχει! του λÝει ο ΑγλÝουρας.
- Πþς δεν Ýχει, αφοý καπνßζετε!
     ¹ταν κι αναιδÞς.
- ¢ιντε στο καλü! του λÝει ο υποπλοßαρχος, κι Üσε μας Þσυχους. Ακοýς;
     Αυτü δεν του Üρεσε, του φßλου. ΠÞρε αμÝσως ýφος κουτσαβÜκικο, προκλητικü, μπεχλιβÜνικο. Κι αμüλησε την πρüστυχη κουβÝντα:
- ΕπειδÞ, δηλαδÞς, Ýχεις δυüμισι γαλüνια στο μανßκι, μας κÜνεις και τον κÜργα;
     Φως φανÜρι πως οι Χßτες του Αη ΛευτÝρη δεν εßχαν και τüσο Üδικο. ΜαρτυρÞθηκε μοναχüς του. Ο υποπλοßαρχος χαμογÝλασε κÜτω απü τα μουστÜκια του. Μα ο ΑγλÝουρας σηκþθηκε, Üρπαξε τον ΠαναγιωτÜκη απü τις πλÜτες και απλÜ, αυστηρÜ, θετικÜ τον Ýβγαλ' Ýξω απü το μαγαζß. Τον Ýβγαλε, δεν τον πÝταξε. ¼λα γßνηκαν μ' ευγÝνεια και κατανüηση, ως αρμüζει να φÝρεται κανεßς σ' Ýναν μεθυσμÝνο, Ýναν ακαταλüγιστο. Κι αυτüς δεν Ýφερε καμιÜν αντßσταση, ψοφοδεÞς Þταν, μüνο λüγια και τßποτες Üλλο. ΑνθρωπÜκος, που το κρασß τον εχτυποýσε παρÜξενα, τον Ýκανε να λÝει μποýρδες δßχως να τις συλλογιστεß.
     Ο ΑγλÝουρας εγýρισε και ξανακÜθισε στη θÝση του. ΚÝφι δεν εßχαμ' εξαρχÞς, τþρα το λßγο που εßχε απομεßνει ξανεμßστηκε κι αυτü. Δεν Þταν να ‘ρθει κι αυτü τ' αυτοκßνητο, να πÜμε στις δουλειÝς μας! Η νýχτα εßχε πÝσει πια, Þρθαν πÜλι τα σýγνεφα, μαýρισε ο ουρανüς διπλü σκοτÜδι, το ßδιο κι η θÜλασσα. Μüλις Ýβλεπες τα κατÜρτια των καúκιþν ν' αργοσαλεýουν πÝρα δþθε πÜνω στο μουντü στερÝωμα, σα μετρονüμια που κρÜταγαν στον Üνεμο το ρυθμü των νερþν. ΠρÝπει και να ψιλüβρεχε, εμεßς δεν το βλÝπαμε, Ýτσι στο βÜθος που καθüμαστε. Μα Ýρχονταν απü το πÝλαγο οσμÞ υγροý νοτιÜ, μýριζε και το χþμα, μουλιασμÝνο ως Þταν.
     Και να, δεν πÝρασαν οýτε τρßα λεφτÜ, και ξαναπαρουσιÜστηκε στην πüρτα. ¸κανε να μπει πÜλι στο μαγαζß, Ýνεκα που εßχε μεθýσι πεισματÜρικο, επßμονο, τßποτα δεν τον Ýκανε ν' αλλÜξει το κÝφι του. ΜεμιÜς üμως üλοι σηκωθÞκαμε, η παρÝα μας, η Üλλη παρÝα, ο μαγαζÜτορας:
- ΠÜλι εδþ εßσαι; ¸ξω! ¸ξω! Φεýγ' απü δω! ΠÞγαινε στο σπßτι σου! Μπεκροýλιακα! Προστυχüμουτρο! Κολλιτσßδα! Ψεßρα! Ψεßρα!
     Αυτü γßνηκε τßμια κι αυθüρμητα, μας εßχε φÝρει ως εδþ, ο αλιτÞριος! ¼σο εμεßς ξαφνιαστÞκαμε απü το φÝρσιμü μας, Üλλο τüσο κι αυτüς. Η κατακραυγÞ χßμηξε απÜνω του, τüνε βÜρεσε στο στÞθος, τον σταμÜτησε, τον πισωπλÜτισε. Απüμεινε ασÜλευτος, κρατþντας τα τυλιγμÝνα χταπüδια στο χÝρι το ζερβß, κι Ýριξε ματιÜ γεμÜτη δÝος ολοτρüγυρα. ΠρÝπει τα μοýτρα μας να Þσαν τüσο Üγρια, που φοβÞθηκε.
- ΚαλÜ… μουρμοýρισε… ΚαλÜ! Θα φýγω… Αφοý δε με θÝλετε… Μα ποý να πÜω; Ποý; Στην Ευταλßα; ¸νας λüγος εßναι αυτüς. Οýτε κι αυτÞ με θÝλει, üπως κι εσεßς. Κανεßς! Κανεßς…
     Τον Ýπιασε κÜτι σαν παρÜπονο, κι Üπλωσε το χÝρι üπου κρατοýσε τα χταπüδια:
- Να! ΑυτÜ τα χταπüδια. Στη χüβολη… ¼λοι μαζß θα τα τρþγαμε. ¸να μεζÝ κι Ýνα κρασß. Σαν Üνθρωπος κι εγþ. Σαν Üνθρωπος…
     Μας κοßταγε και πρüσμενε κατανüηση, σαν Üνθρωπος απü τους ανθρþπους. Μα μüνο φÜτσες παγωμÝνες αντßκρισε, μÜτια γεμÜτα σκληρÜδα και κακßα. Κακßα ανθρþπινη.
     Τüτε, κατÜλαβε. ΚÜτι σαν αποκαρδßωση τον Ýπιασε, üλα Ýσπασαν εντüς του. ¸πεσε αδýναμο το χÝρι που κρατοýσε τα δυο χταπüδια στο στρÜτσο το χαρτß, μÜταιη προσφορÜ στην κατανüηση των ανθρþπων. ΠÞρε αργÞ στροφÞ, βγÞκε πÜλι απü το μαγαζß, Ýπεσε βαρýς στο σκαλοπÜτι κι απüμεινε ασÜλευτος, με το τσακισμÝνο του κεφÜλι μες στις δυο παλÜμες. Δεν εμßλησε πια, τßποτα δεν εßπε, μα Ýσμιξε την ψυχÞ του με τη νýχτα του νοτιÜ, τη σκÝπασε με σýγνεφα, την τýλιξε με πνοÝς üστριας χειμωνιÜτικης. ¼σο για μας, ξανασκýψαμε στα ποτÞρια, στις εφημερßδες, στις κουβÝντες μας, μην καταλαβαßνοντας, μη θÝλοντας να καταλÜβουμε. ΠÝρασε Ýτσι þρα αρκετÞ, ßσως και δÝκα λεφτÜ, ßσως και τÝταρτο ολüκληρο. Κι üταν ανασÞκωσα τα μÜτια και κοßταξα την πüρτα, εκεß που εßχε καθßσει, δεν τον εßδα πια. Εßχε φýγει, τρÜβηξε μÝσα στη νýχτα, ποιος ξÝρει για ποý, να μαγειρÝψει τα χταπüδια του, να πιει Ýνα κρασß, σαν Üνθρωπος. Σαν Üνθρωπος, ακριβþς…
     ¹ρθε τ' αυτοκßνητο -καιρüς Þταν, επß τÝλους! ΣηκωθÞκαμε üλοι με ανακοýφιση και τραβÞξαμε κατÜ την πüρτα. ¼χι μüνο που βιαζüμαστε, αλλÜ και κÜτι μÜς στενοχþραγε, μÜς Ýπνιγε. Το κÝφι μας εßχε χαλÜσει. ¼πως δρασκÝλαγα το κατþφλι της πüρτας, πÜτησα σ' Ýνα πρÜμα μαλακü, γλυστερü, που παρÜ τρßχα να πÝσω, να τσακιστþ. Πρüφτασα üμως και κρατÞθηκ' απü το μÜνταλο του θυρüφυλλου, Ýσκυψα βλαστημþντας, κι εßδα πως αυτü που πÜτησα Þταν το στρÜτσο με τα δυο χταπüδια.
- Ρε παιδιÜ! εßπα, ο ερßφης παρÜτησε τα χταποδÜκια του…
     ¼λοι απομεßναμε σιωπηλοß, κÜποιος στοχασμüς ανÜδευε εντüς μας, Þταν φανερü αυτü.
-ΜÞπως και τον προφτÜξουμε… μουρμοýρισε ο υποπλοßαρχος.
     ΚοιτÜξαμε πÝρα δþθε, ψÜξαμε τη νýχτα, με τους προβολεßς της φορντ. Τßποτα. Η ακρογιαλιÜ ξαπλωνüταν ως πÝρα σκοτεινÞ κι ερημικÞ, μüνο κÜποιος γÜτος τριγυρνοýσε κÜτω απü τη βροχÞ, Ýνεκα που κüντευε ΓενÜρης. Και πÜλι απομεßναμε δßβουλοι, συλλογισμÝνοι.
- Τß θα γßνει με τα χταπüδια; ρþτησα
     Ο ΑγλÝουρας σÞκωσε τους þμους.
– Θα τα πÜρω να τα φÜω εγþ! εßπε. Κρßμα να παν χαμÝνα…
     ΧαμÝνα… Με τι προσοχÞ τα κουβαλοýσε ο κακüμοιρος, με τι λαχτÜρα πρüσμενε να τα μαγερÝψει να τα φÜει, να τα ποτßσει με καναδυü ποτÞρια! Ναι, να τα γλεντÞσει "σαν Üνθρωπος", παρÝα με τους συνανθρþπους, που θα νιþθαν τον καημü της ψυχÞς του… Μα οι Üνθρωποι -τα θεριÜ- δεν Ýνιωσαν, οýτε Þταν βολετü να νιþσουν. ¢χρηστα τα χταποδÜκια πια, Üχθος και βÜρος για την απελπισßα του. Τα παρÜτησε στο κατþφλι κι Ýφυγε και τρÜβηξε, και πÞγε…
     Ω, ΘεÝ μου! Πþς Ýπλασες τüσο Üχαρη τη ζωÞ, σε τοýτονα τον κüσμο;…
* * *
     Την Üλλη μÝρα -πÜλι με το σοýρουπο- στο ßδιο μαγαζß εßμαστε μαζωμÝνοι, πÜλι οι ßδιοι Üνθρωποι και πÜλι τ' αυτοκßνητο περιμÝναμε να' ρθει να μας πÜρει. Οýτε φωνÞ οýτε κουβÝντα. Βαρýθυμες Þσαν οι ψυχÝς μας, πιüτερο κι απü τον ουρανü. Ο ΑγλÝουρας μÜλιστα φαινüτανε ζαβλακωμÝνος.
- Τι Ýχεις; τον ρþτησα.
- Εκεßνα τα χταπüδια… Εδþ μοý Ýχουν σταθεß.
- Τα χταπüδια του ΠαναγιωτÜκη; εßπε ο μαγαζÜτορας που σκοýπιζε το τραπÝζι με μια πατσαβοýρα. Θεüς σχωρÝσ' τον! Τüνε βρÞκαν σÞμερα το πρωß, στα βρÜχια του κÜβου. ¼πως Þταν τýφλα χτες το βρÜδυ, παραπÜτησε, φαßνεται, κι Ýπεσε απü ψηλÜ. Το κεφÜλι του γßνηκε λιþμα…
     Κανεßς μας δεν εμßλησε. Μüνον ο ΑγλÝουρας σηκþθηκε απü την καρÝκλα.
- Ποý πας; τον ρþτησα.
- ΠÜω να κÜνω εμετü… εßπε.
     ¹τανε κατακßτρινος...


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers