ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ËïõíôÝìçò ÌåíÝëáïò: ÐïéçôéêÜ ÁðïóðÜóìáôá...

    Βιογραφικü

         ΓεννÞθηκε στο χωριü Αγßα ΚυριακÞ της ΜικρασιατικÞς πüλης ΓιÜλοβας, το 1906. Το πραγματικü του üνομα Þτανε ΔημÞτρης ΒαλασιÜδης -ενþ το λογοτεχνικü του ψευδþνυμο το εμπνεýστηκε απü τον ποταμü Λουδßα της μετÝπειτα πατρßδας του- και προερχüταν απü εýπορη οικογÝνεια που χρεωκüπησε μετÜ απü την εγκατÜστασÞ της στο ελληνικü κρÜτος. Πολý μικρüς γνþρισε το δρÜμα της προσφυγιÜς. Πρüσφυγας απü την Αγßα ΚυριακÞ της ΓιÜλοβας (Αιγιαλüς) της ΜικρÜς Ασßας μετÜ τον ΜεγÜλο Ξεριζωμü της ΜικρασιατικÞς ΚαταστροφÞς, εγκαθßσταται με την οικογÝνεια του πρþτα στην Αßγινα, μετÜ στην ¸δεσσα και τελικÜ στο χωριο ΕξαπλÜτανος της ΠÝλλας, στο οποßο Ýζησε απü το 1923 μÝχρι το 1932 που Ýφυγε για τη ΚοζÜνη. ¸ζησε για λßγο στο κρατικü οικοτροφεßο της ¸δεσσας.
     ¹τανε το μοναδικü αγüρι απü τα 5 παιδιÜ του Γρηγüρη ΜπαλÜσογλου (που με την εγκατÜσταση του στην ΕλλÜδα Ýγινε ΒαλασιÜδης) και της Δüμνας Τσουφλßδη. ». Η οικογÝνεια του Þταν εýπορη, αλλÜ χρεοκüπησε κατÜ τη ΜικρασιατικÞ ΚαταστροφÞ κι αναγκÜστηκε να εργαστεß σκληρÜ στην εφηβεßα του. Μικρüς μαθητÞς, εργαζüταν τα καλοκαßρια στα βλαχοχþρια της 'Ανω Αλμωπßας κÜνοντας το δÜσκαλο. Για να επιβιþσει Ýκανε διÜφορες Üλλες δουλειÝς (λαντζιÝρης, λοýστρος, ψÜλτης, εργÜτης στα Ýργα του Γαλλικοý ποταμοý).
     Απü το 1925 φοßτησε στο γυμνÜσιο ¸δεσσας μÝχρι το ΓενÜρη του 1929, που μαθητÞς της Δ' τÜξης «απεσýρθη», για πολιτικοýς λüγους. Η στρÜτευσÞ του στην ΑριστερÜ κι η πολιτικÞ δρÜση μÝσα απü τις γραμμÝς του ΚΚΕ του στοßχισε την αποβολÞ του απ' üλα τα γυμνÜσια της χþρας, üπως σημειþνεται στο Γενικü ¸λεγχο του σχολεßου.
     ¸τσι ακολουθþντας τον ΜÝλιο του, «Ενα Παιδß ΜετρÜει Τ’ ¢στρα», θα μετρÜμε πÜντα τ' Üστρα üπως εκεßνος μετρÜ τα üνειρÜ του, με αγωνßα, προσδοκßες κι αγÜπη για τη ζωÞ. Θα φτÜσουμε μαζß του στη μεγÜλη πολιτεßα, εκεß που βρßσκεται το σχολεßο, η πραγματοποßηση του μεγÜλου ονεßρου. ΠοτÝ πριν δεν εßχε πÜει σε σχολεßο και τþρα το ΓυμνÜσιο φÜνταζε στην καρδιÜ του σαν το ωραιüτερο του κüσμου μÝρος:
    «Κι Üλλοτε κýριε γυμνασιÜρχα, μου κλεßσατε το δρüμο και λυπÜμαι που δε μ’ αφÞνετε να το ξεχÜσω. ΞÝρω üτι μισεßτε τη φτþχεια και περιφρονεßτε τη κακοτυχιÜ των Üλλων, üτι αποστρÝφεστε την ορφÜνια. ΞÝρω üτι τα γρÜμματα τα πουλÜτε μüνο σε κεßνους, που τα πληρþνουν ακριβÜ. Μα, σας ρωτþ, ξÝρετε κανÝνα, που να τα ‘χει πληρþσει ακριβüτερα απü μÝνα; Ορßστε τα «βιβλßα» μου, κýριε γυμνασιÜρχα. Τα καταθÝτω στην Ýδρα. Εßναι üλα κι üλα αυτü το τετρÜδιο. Σας το αφιερþνω. Για να σας θυμßζει Ýνα Üρρωστο, Üστεγο και καταδιωγμÝνο παιδß και την απÜνθρωπη στÜση που του δεßξατε. Χαßρετε»!
     Πρωτοεμφανßστηκε στα ελληνικÜ γρÜμματα σε πολý νεαρÞ ηλικßα, δημοσιεýοντας ποιητικÝς συλλογÝς στην «ΑγροτικÞ ΙδÝα» της ¸δεσσας το 1927 και το 1928, τις οποßες υπÝγραφε με το πραγματικü του üνομα (ΤÜκης ΒαλασιÜδης). Γýρω στο 1930 δημοσιεýει ποιÞματα και διηγÞματα του στο περιοδικü «ΝÝα Εστßα». Η πρþτη φορÜ που χρησιμοποßησε το ψευδþνυμο του Þταν το 1934 στο διÞγημα «Μια Νýχτα Με ΠολλÜ Φþτα ΚÜτω Απü Μια Πüλη Με ΠολλÜ ΑστÝρια».
     ΜÝσα απü μια οδýσσεια συνεχþν μετακινÞσεων, απü την ¸δεσσα σε Ýνα οικοτροφεßο της ΚοζÜνης κι απü εκεß στο Βüλο, ακολουθþντας κÜποιο περιφερüμενο «μπουλοýκι» της εποχÞς, φτÜνει τελικÜ στην ΑθÞνα και συνδÝεται στενÜ με τους Κþστα ΒÜρναλη, ¢γγελο Σικελιανü και ΜιλτιÜδη ΜαλακÜση, -κι Üλλους αριστεροýς καλλιτÝχνες, που συχνÜζανε στη λÝσχη Αν Σουσß της οδοý Πατησßων.. Ο τελευταßος θα τον βοηθÞσει να διοριστεß βιβλιοθηκÜριος της «ΑθηναúκÞς ΛÝσχης» το 1938 και να ανασÜνει κÜπως οικονομικÜ. Την ßδια εποχÞ, η φιλßα του με τον καθηγητÞ της ΦιλοσοφικÞς Νικüλαο ΒÝη, θα τον βοηθÞσει να παρακολουθÞσει ως ακροατÞς μαθÞματα στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ των Αθηνþν. Θ' ακολουθÞσουν κι Üλλες συγγραφικÝς επιτυχßες και θα γßνει μÝλος της Eταιρßας EλλÞνων Λογοτεχνþν, με πρüεδρο τüτε τον Nßκο KαζαντζÜκη. ΤιμÞθηκεν επßσης με το βραβεßο της ΧρυσÞς ΔÜφνης Πανευρþπης (Παρßσι, 1951). Το σýνολο του Ýργου του καλýπτει üλα σχεδüν τα εßδη του γραπτοý λüγου (πεζογραφßα, ποßηση, δοκßμιο, θÝατρο, παιδικÞ λογοτεχνßα, μετÜφραση κ.α.). Το 1956 εξελÝγη μÝλος του Παγκοσμßου Συμβουλßου της ΕιρÞνης.

     Στη κατοχÞ πÞρε ενεργü μÝρος στην ΕθνικÞ Αντßσταση στο πλευρü του ΕΑΜ και διετÝλεσε γραμματÝας της οργÜνωσης διανοουμÝνων. ΚατÜ τον εμφýλιο συλλαμβÜνεται για τα αριστερÜ του φρονÞματα, δικÜζεται για εσχÜτη προδοσßα και καταδικÜζεται σε θÜνατο -ποινÞ που δεν εκτελÝστηκε ποτÝ. Αντ' αυτοý, εξορßζεται σε στρατüπεδα συγκÝντρωσης στη Μακρüνησο και στον ¢ι ΣτρÜτη, μαζß με τον ΘεοδωρÜκη, τον ΓιÜννη Pßτσο, τον ΚατρÜκη, τον ΘÝμο ΚορνÜρο και πολλοýς Üλλους, ενþ η γυναßκα του ¸μυ με τη 3χρονη κüρη τους Μυρτþ, εξορßζεται στη Χßο και μετÜ στο Τρßκερι.
     Απü την εξορßα, ο ΛουντÝμης γρÜφει:
   «Η Μυρτþ ανεβαßνει τριþν χρονþν στο ΓολγοθÜ. Αντßο μητεροýλα, μητεροýλα της Μυρτþς, και των χεριþν μου. Με το γÞινο βρÝφος στην αγκαλιÜ, που μπÞκε στο μαρτýριο. ΤριÜντα χρüνια μικρüτερο απ’ τον Χριστü, Αντßο… Τþρα μας χωρßζουν οι ουρανοß. Αγρýπνιες ιδρωμÝνες κι ατÝλειωτες. Κι Ýνας κüσμος τρομαγμÝνος που κρυþνει -κρυþνει κÜτω απ’ τον βοριÜ και τα σßδερα».
     Το 1958 δικÜζεται εκ νÝου, επειδÞ, σýμφωνα με το κατηγορητÞριο, στο βιβλßο του «ΒουρκωμÝνες ΜÝρες» και συγκεκριμÝνα για το διÞγημα «Οι Λýκοι Ανεβαßνουν Στον Ουρανü», αναφÝρονται προπαρασκευαστικÝς πρÜξεις εσχÜτης προδοσßας. Στη δßκη που Ýγινε με τον εμφυλιοπολεμικü νüμο 509/47, οι μÜρτυρες υποστÞριξαν üτι το βιβλßο του προπαγανδßζει τας πολιτικÜς του ιδÝας, θßγει την Ýννοια του κρÜτους, κλονßζει την εμπιστοσýνη του λαοý στη Δικαιοσýνη, καλλιεργεß το μßσος. Αφοý διαβÜστηκε το κατηγορητÞριο ερωτþμενος απü τον πρüεδρο περß της ενοχÞς του απαντÜ: «Ναι, εßμαι Ýνοχος. ¼χι üμως γι’ αυτÜ που Ýγραψα, αλλÜ γι’ αυτÜ που δεν Ýγραψα κι ακριβþς γιατß δε τα ‘γραψα. Κατηγοροýμαι πως Ýγραψα για τους απλοýς ανθρþπους, για τους ανθρþπους του μüχθου, για τους φτωχοýς. Μα για ποιους Ýπρεπε να γρÜψω; Εγþ αυτοýς γνþρισα, αυτοýς αγÜπησα, μαζß τους μοιρÜστηκα και τις χαρÝς και τις πßκρες μου. Δßπλα τους γεýτηκα κι εγþ τη πßκρα της εκμετÜλλευσης και της κοινωνικÞς αδικßας κι Þταν οι μüνοι που μου συμπαραστÜθηκαν. Γι’ αυτü κι αισθÜνομαι φταßχτης που δεν Ýγραψα üσα Ýπρεπε να γρÜψω γι’ αυτοýς». Επιφανεßς πνευματικÝς προσωπικüτητες Ýσπευσαν να τον υπερασπιστοýν (¢γις ΘÝρος, Γιþργος ΘεοτοκÜς, Κþστας ΒÜρναλης, ΣτρÜτης Δοýκας, ΑσημÜκης ΠανσÝληνος, Κþστας ΚοτζιÜς), υποστηρßζοντας üτι το βιβλßο του εßναι εξαιρετικü Ýργο, γεμÜτο αγÜπη για τον Üνθρωπο και πßστη στη πορεßα του προς το μÝλλον. ΤÝλος ο ΛουντÝμης καλεßται να απολογηθεß και κÜνει μια αναδρομÞ στη ζωÞ του και περιγρÜφει μαζß με το δρÜμα το δικü του το δρÜμα ενüς ολüκληρου λαοý. ¼ταν φτÜνει να περιγρÜψει το δρÜμα του παιδιοý του üταν ο ßδιος βρισκüταν στη Μακρüνησο ο πρüεδρος παρατηρεß: Απορþ … πþς δεν υπογρÜψατε μια δÞλωση Üρνησης του ΚΚΕ, για να σþσετε απü τη δοκιμασßα εσÜς και το παιδß σας; Κι η απÜντησÞ του: ΧρειÜστηκαν εκατομμýρια χρüνια για να γßνουν τα τÝσσερα πüδια, δýο. Δε θα τα κÜνω πÜλι τÝσσερα εγþ.
     ΜετÜ τη δßκη και την απαγüρευση κυκλοφορßας των βιβλßων του το κλßμα Þταν βαρý για τον ΛουντÝμη . Γι’ αυτü αναγκÜζεται να πÜρει το δρüμο της αυτοεξορßας και της πολιτικÞς προσφυγιÜς, στο ΒουκουρÝστι, το 1959, αφαιρþντας του μÜλιστα την ελληνικÞ ιθαγÝνεια η τüτε ελληνικÞ κυβÝρνηση. Ο λüγος; ΕπειδÞ παραβρÝθηκε στα εγκαßνια του ναζιστικοý στρατοπÝδου συγκÝντρωσης Μποýχενβαλτ και μßλησε ζητþντας να εξαφανιστοýν απü το πρüσωπο της Γης üλοι οι τüποι ομαδικÞς εξüντωσης. «Η καλýτερη τιμÞ για την ανθρωπüτητα», εßπε, «θα Þταν να μην εγκαινιÜζει τÝτοια μνημεßα. Βρισκüμαστε τοýτη τη στιγμÞ σε μια μητρüπολη των στρατοπÝδων. Μα υπÜρχουν και οι αποικßες… Ερχομαι απü μßα απ’ αυτÝς. Βρßσκεται στο Αιγαßο και λÝγεται Αη-ΣτρÜτης».
     Στην εφημερßδα «Μακεδονßα», στις 07/05/1959 και με τßτλο «Συνεχßζονται οι διενÝξεις των εις το παραπÝτασμα καταφυγüντων συμμοριτþν», δßνεται η πληροφορßα πως απü το ΜÜρτη του 1959 Ýφτασε στην ΟστρÜβα της Τσεχοσλοβακßας κι ο ΜενÝλαος ΛουντÝμης που μßλησε στους πολιτικοýς εξüριστους: «Εξ Üλλου -κατÜ τους επαναπατρισθÝντας πÜντοτε- προ διμÞνου αφßχθη επßσης εις ΟστρÜβαν κι ο γνωστüς κομμουνιστÞς λογοτÝχνης ΜενÝλαος ΛουντÝμης , ο οποßος, ομιλÞσας προς τους συγκεντρωθÝντας Ελληνας συμμορßτας, κατεφÝρθη δριμýτατα εναντßον των επαναπατριζομÝνων διÜ τους οποßους εßπεν üτι μüλις φθÜσουν εις την ΕλλÜδα σπεýδουν να ενισχýσουν τον εναντßον του Κ.Κ.Ε. αγþνα κι επιφÝρουν μεγßστην ζημßαν εις το Ýργον της Ε.Δ.Α. ¢μεσον αποτÝλεσμα της ομιλßας αυτÞς του ΛουντÝμη Þτο ν’ αρχßση ασκουμÝνη Ýντονος τρομοκρατßα εις βÜρος παντüς εκδηλοýντος πρüθεσιν επαναπατρισμοý».
     Εξüριστος πια στο BουκουρÝστι συνεχßζει το λογοτεχνικü του Ýργο, περιμÝνοντας τη μÝρα της επιστροφÞς, νοσταλγεß πÜντα τη πατρßδα, Ýνα ελληνικü καφεδÜκι… μιÜ ρετσßνα..., Ýγραφε σ' Ýνα φßλο του. Τη περßοδο της αυτοεξορßας του ταξßδεψε πολý, φτÜνοντας μÝχρι τη Κßνα και το ΒιετνÜμ. Το οδοιπορικü του αυτü το αποτýπωσε το 1966 στο βιβλßο του «Μπατ-ΤÜι». Ο ΔÞμος ΡεντÞς (συγγραφÝας αναγνωρισμÝνος, που μεγÜλωσε κι αναδεßχτηκε στο ΒουκουρÝστι, πολιτικüς πρüσφυγας), βρßσκεται με το ζεýγος Ρßτας και Νßκου ΠαπÜ στο ΒουκουρÝστι, καλοκαßρι του 1965 και μες στο αυτοκßνητο του ΛουντÝμη, που το οδηγεß με περισσÞ δεξιοτεχνßα. «Καθþς καταλαβαßνω», λÝει σε μια στιγμÞ ο ΡεντÞς στο ΛουντÝμη, «εßσαι αξιολογüτερος σωφÝρ απü συγγραφÝας». «Το παραδÝχομαι», απαντÜ ο ΛουντÝμης. «Σαν οδηγüς δεν Ýχω σκοτþσει κανÝναν ως την þρα, μα σα συγγραφÝας Ýχω σκοτþσει καμιÜ τριανταριÜ».
     Ελεýθερος να γυρßση στην ΕλλÜδα, αφοý εφωδιασθÞ με το τυπικü ταξιδιωτικü Ýγγραφο απü την ελληνικÞ πρεσβεßα και χωρßς Üλλη διαδικασßα, εßναι ο ΜενÝλαος ΛουντÝμης. Η πληροφορßα δημοσιεýεται σε πρωινÞ εφημερßδα. Σýμφωνα μ’ αυτÞ αρμüδιος παρÜγοντας του υπουργεßου Δημοσßας ΤÜξεως δÞλωσε, üτι πρüσφατη αßτηση του κ. ΛουντÝμη για τον επαναπατρισμü του, δεν υπÜρχει. Αν εßχε υποβληθÞ θα επιτρεπüταν ο επαναπατρισμüς του, χωρßς καμιÜ Üλλη διαδικασßα. Και κατÝληξε, üτι εντüς της ημÝρας θα σταλÞ σÞμα απü το υπουργεßο Δημοσßας ΤÜξεως στην ελληνικÞ πρεσβεßα του Βουκουρεστßου.

   "Ακοýω μηνýματα. ΦωνÝς απ’ την ΕλλÜδα. ΕλληνικÜ καλÝσματα. ¸λα! Ο επαναπατρισμüς σου εßναι λεýτερος. Μα εγþ ρωτþ: Ο επαναπατρισμüς μου εßναι λεýτερος. Εγþ üμως θα ‘μαι λεýτερος μετÜ τον επαναπατρισμü μου; ¸νας αγαπητüς μου φßλος μου τηλεφþνησε. ¸χεις το κλειδß της πατρßδας στο χÝρι σου! ¢νοιξε και μπες. Μα εγþ θÝλω ν’ ανοßξω την πüρτα της πατρßδας μου μ’ ελληνικü χÝρι, ενþ η επßσημη δÞλωση εßναι κÜπως θολÞ.  ΤÝλος πÜντων, τß μου προσφÝρουν, ιθαγÝνεια Þ επαναπατρισμü; Επαναπατρισμü, μου απαντοýν, χωρßς ΙθαγÝνεια. Και τüτε αποφασßζω να πεθÜνω στα ξÝνα!
    Γιατß να ‘ρθω στην ΕλλÜδα. Για ν’ ανεβοκατεβαßνω τις σκÜλες των υπηρεσιþν ζητιανεýοντας πατρßδα. Η πικρÞ μου εμπειρßα με προφýλαξε απü τÝτοιες ταπεινþσεις. Εßμαι πολý Üρρωστος, πολý κουρασμÝνος και προ πÜντων πÜρα πολý κακοπαθημÝνος για να παßξω εθελοντικÜ τη κωμωδßα του Δημοσßου κινδýνου. Προτιμþ να ζÞσω εκπατρισμÝνος και λεýτερος παρÜ επαναπατρισμÝνος κι επιτηροýμενος.
     Εßμαι πικραμÝνος αφÜνταστα για τη μεταχεßριση των αρχþν απÝναντß μου. Μα εßναι απελπιστικü. Η ΕλλÜδα που γεννÞθηκε για να προσφÝρει την ελευθερßα στους Üλλους ν’ αρνεßται να τη προσφÝρει στα παιδιÜ της.
     Η πατρßδα μας απü φριχτÜ ολισθÞματα, λÜθη και προδοσßες Üλλων, μπÞκε στον κυκλþνα μιας αληθινÞς τραγωδßας. Και να γιατß σαστßζω. Πþς σε μια τüσο μεγÜλη ΕλλÜδα δε μποροýν να χωρÝσουν στον κüρφο της μερικÝς χιλιÜδες ορφανεμÝνα της παιδιÜ.
     Δεν ξÝρω τι με περιμÝνει στο μÝλλον. Αýριο ξαναμπαßνω στο ΝοσηλευτÞριο, πολý μακριÜ απü το ΒουκουρÝστι και δε θα μπορþ να λÝω πια τα παρÜπονÜ μου στον αγαπημÝνο μου Ελληνικü Τýπο. ¸τσι λυποýμαι που δε θα μπορÝσω να ξοφλÞσω οýτε Ýνα απü τα χρÝη μου. Περιορßζομαι μüνο ν’ απευθýνω τις ολüθερμες ευχαριστßες μου που με τüση γενναιοφροσýνη κι ανθρωπιÜ μου συμπαραστÜθηκαν στον ανÝλπιδο αγþνα μου.
     Σφßγγω με αγÜπη στο στÞθος μου τη παλλüμενη ελληνικÞ καρδιÜ του ΚÝβιν ¢ντριους.
     Χαιρετþ üλους üσοι με σκÝπτονται και με καρτεροýν".

     Tο 1975 αποκτÜ ξανÜ την ελληνικÞ ιθαγÝνεια κι επιστρÝφει στην EλλÜδα. Δε θα προλÜβει δυστυχþς να το χαρεß για πολý. Πεθαßνει στην ΑθÞνα, ενþ οδηγοýσε, απü καρδιακÞ προσβολÞ, στις 22 ΓενÜρη 1977, σ' ηλικßα 71 ετþν. H σορüς του θα εκτεθεß σε λαúκü προσκýνημα, τιμÞ Üξια ενüς μεγÜλου συγγραφÝα κι υπερασπιστÞ των ανθρωπßνων δικαιωμÜτων κι ενταφιÜζεται στο Α’ Νεκροταφεßο Αθηνþν. Επßσης τιμÞθηκε και με το βραβεßο «ΜενÝλαου ΛουντÝμη» που το καθιÝρωσε προς τιμÞ του η ΕλληνικÞ Εταιρßα Λογοτεχνþν κι απονÝμεται κÜθε χρüνο στο καλýτερο πεζογρÜφημα του προηγοýμενου Ýτους. Προς τιμÞ του, στο ΒουκουρÝστι δüθηκε τα’ üνομα του σε δημüσιο κτßριο (ΛουντÝμειο ΜÝγαρο).
     Ο ΜενÝλαος ΛουντÝμης ανÞκει στους λογοτÝχνες που στρÜφηκαν προς τον κοινωνικü ρεαλισμü. Οπως ο ßδιος υποστÞριζε, δεν τον ενδιÝφερε η ΤÝχνη, αλλÜ η καταγραφÞ της πραγματικüτητας κι η κατÜδειξη της κοινωνικÞς ανισüτητας.  Για την ΟχτωβριανÞ ΕπανÜσταση Ýγραψε στη συλλογÞ του «ΚραυγÞ στα πÝρατα»:
   «Εßδα το ΛÝνιν. Τον εßδα να τρÝχει χÝρι-χÝρι με τη ζωÞ. Να σπρþχνει κατÜ τον ανÞφορο, με τον þμο, την Ιστορßα. Τον εßδα να λαχανιÜζει και να βιÜζεται. Γιατß üλα τüτε Þταν βιαστικÜ. ¼λα. Οι þρες, οι σελßδες, οι στιγμÝς. «ΣÞμερα νωρßς – αýριο θα ‘ν’ αργÜ». Η ΕπανÜσταση κοßταξε το παιδß της στα μÜτια. Ναι. ¹ταν καιρüς. Το φþναξε κι η «Αβρüρα» απü το ποτÜμι. ¹ταν καιρüς. Θολüς σιγüψελνε δßπλα της κι ο ΝÝβας. Τον ακολοýθησαν σιγοψÝλνοντας και τα κανÜλια. ¹ταν καιρüς. Η πüλη σþπαινε πνιγμÝνη στα σκüτη. Και μüνο το «Σμüλνυ» Ýφεγγε. Μüνο το «Σμüλνυ» Ýφεγγε σαν φανÜρι. Για να δεßξει στο μÝλλον να περÜσει».
     ΑνÞκει στους Ýλληνες λογοτÝχνες του μεσοπολÝμου που στραφÞκανε προς τον κοινωνικü ρεαλισμü. Η ιδιοτυπßα του Ýργου του Ýγκειται στον 'ερασιτεχνικü' τρüπο γραφÞς, που υπηρÝτησε εν πλÞρη συνειδÞσει, καθþς ο ßδιος υποστÞριζε πως δε τον ενδιαφÝρει η ΤÝχνη αλλÜ η καταγραφÞ της πραγματικüτητας κι η κατÜδειξη της κοινωνικÞς ανισüτητας. ΠαρολαυτÜ στο σýνολο του Ýργου του δεσπüζει η τÜση να στρÝφεται εξ ολοκλÞρου γýρω απü Ýνα κεντρικü Þρωα-αφηγητÞ (που συνÞθως παραπÝμπει στον ßδιο το συγγραφÝα), που ανÞκει στους περιθωριακοýς τýπους καταπιεσμÝνων κοινωνικÜ στρωμÜτων που μας δßνει τη προσωπικÞ του οπτικÞ της μοναξιÜς, του ανεκπλÞρωτου του Ýρωτα και της δυστυχßας του κüσμου.
     Το Ýργο του εßναι Ýντονα επηρεασμÝνο απü την ευρωπαúκÞ λογοτεχνßα του ρεýματος του σοσιαλιστικοý ρεαλισμοý (Κνουτ ΧÜμσουνΜαξßμ Γκüρκυ, ΠαναÀτ ΙστρÜτι κ.α.): ρεαλιστικÞ απεικüνιση τοπßων και προσþπων μ’ Ýντονο συναßσθημα που αγγßζει κÜποτε το μελοδραματισμü, βιωματικÞ γραφÞ, ηθογραφικÜ και συμβολικÜ στοιχεßα. Σ' Ýργα του üπως το "ΣυννεφιÜζει" το "¸να Παιδß ΜετρÜει Τ' 'Αστρα" (που μεταφρÜστηκε στα γερμανικÜ), αξιοσημεßωτη εßναι η ψυχογραφικÞ τεχνικÞ, -δημιουργεß ολοκληρωμÝνους ζωντανοýς χαρακτÞρες που συναπαρτßζουν μιαν ολÜκερη μικρÞ κοινωνßα- η αφηγηματικÞ του δýναμη. Σýμφωνα με το Βασßλη Βασιλικü, «θεωρεßται ο πιο πολυδιαβασμÝνος ¸λληνας Ýπειτα απü τον Νßκο ΚαζαντζÜκη».
     Πολυγραφüτατος και πολυδιαβασμÝνος λογοτÝχνης, ο επονομαζüμενος και Μαξßμ Γκüρκι της ΕλλÜδας. Η πÝνα του Ýχει αμεσüτητα, λυρισμü, δýναμη και ρεαλισμü. ¸ργα του: «ΣυννεφιÜζει», Οι ΚερασιÝς Θ’ Ανθßσουνε Και ΦÝτος» και το μπεστ-σÝλερ "¸να Παιδß ΜετρÜει Τ' 'Αστρα" διαβÜστηκαν πολý απü τη νεολαßα τις δεκαετßες του '50, του '60 και του '70.
     Βιβλßα του μεταφρÜστηκαν σε πολλÝς γλþσσες, κυρßως στις ανατολικÝς χþρες, üπως η Πολωνßα, η Ρουμανßα, η Βουλγαρßα κ.Ü. Επßσης κÜποια απ' αυτÜ μεταφρÜστηκαν στα κινεζικÜ και στα βιετναμÝζικα. Στην Ευρþπη δημοσιεýθηκαν αρκετÜ αποσπÜσματα απü το Ýργο του, κυρßως σε καλλιτεχνικÜ περιοδικÜ και εφημερßδες. Tο μυθιστüρημα του «¸να Παιδß ΜετρÜει Τ' ¢στρα» Ýχει μεταφραστεß και στα γερμανικÜ. ΚÜποια ποιÞματα του μελοποιÞθηκαν, με γνωστüτερα το «Ερωτικü ΚÜλεσμα» απü τους αδερφοýς Κατσιμßχα και τον ΝταλÜρα και το «Οι ΚερασιÝς Θ’ Ανθßσουνε Και ΦÝτος» που ερμηνεýει ο Αντþνης ΚαλογιÜννης σε μουσικÞ του Σπýρου ΣαμοÀλη.
     Ο βüγκος του ακοýμπησε στο στÞθος μας. Ο ΛουντÝμης, αγωνßστηκε για üλα τα πανανθρþπινα ιδανικÜ. Το Ýργο του αποτελεß ραψωδßα αναστÜσιμη των ανθρþπων που αγωνßζονται για το üραμα. Η πÝνα του, με αμεσüτητα, λυρισμü, δýναμη και ρεαλισμü ακουμπÜ τις καρδιÝς μας κι ενεργοποιεß τη σκÝψη.
     ΜÝρος της κριτικÞς του καταλογßζει τεχνικÝς κι εκφραστικÝς ατÝλειες, στρατευμÝνο ýφος που αποβαßνει σε βÜρος της οικονομßας της αφÞγησης, αλλÜ αναγνωρßζει το λυρικü του οßστρο. ΚÜποιοι Üλλοι θεωροýν το Ýργο του απολýτως ξεπερασμÝνο σÞμερα, καθþς αναφÝρεται σ' Ýνα κüσμο που δεν υπÜρχει πια.
     ΠροσωπικÞ Üποψη: Το 1ο του βιβλßο που διÜβασα, Þτανε φυσικÜ το «¸να Παιδß ΜετρÜει Τ’ ¢στρα» και μαγεýτηκα. ¹μουνα 17 ετþν κι Þδη διÜβαζα απü τα 13. Εßχα ξεκινÞσει πÜλι με δανεικü βιβλßο, απü τη τüτε φιλüλογü μου, ΖωÞ Κατσιαμποýρα, (που δε ξÝρω τι κÜνει και που βρßσκεται τþρα, μα ελπßζω να ‘ναι καλÜ. ΚαλÞ της þρα) που μου χε δþσει «Το ΤÝλος Της ΜικρÞς Μας Πüλης» του ΔημÞτρη ΧατζÞ και μου εßχε αρÝσει πÜρα πολý. Τελειþνω λοιπüν το βιβλßο του, κι ακριβþς τη μÝρα που επιλÝγω να του το επιστρÝψω, στο σχολεßο, Ýρχεται κι Ýνας πλανüδιος Ýμπορος βιβλßων. ΠÜω και χαζεýω, μα το βαλÜντιü μου δεν Üντεχε πολλÜ-πολλÜ. Κοιτþ τα βιβλßα και βλÝπω μπüλικα του ΛουντÝμη. Κοιτþ τα χρÞματÜ μου, μüλις που φτÜνανε για κολατσιü, και το φτηνüτερü του, Þταν ßσα-ßσα. Μια ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο: «Το Σπαθß Και Το Φιλß» και δε το σκÝφτηκα και πολý, κεßνη τη μÝρα απλþς Ýμεινα νηστικüς. Τüτε δεν Þξερα πως ο τßτλος Þτανε παρμÝνος απü το στßχο της «ΜπαλÜντας Της ΦυλακÞς Του Ρßντινγκ» του ¼σκαρ ΟυÜιλντ, μα δεν εßχε σημασßα! ΘυμÜμαι πως το κρÜτησα στο χÝρι μου, και δεν Ýβλεπα την þρα να ξεμπερδÝψω με το βÜσανο της σχολικÞς μÝρας και να ριχτþ πÜνω του. Οι Üλλοι κÜνανε γρÞγορα κýκλο γýρω μου κοιτþντας με… φθüνο κι εγþ καμÜρωνα! ΒλÝπετε Þταν Þδη πασßγνωστος στις ηλικßες μας. Κýλησε πολý νερü στο αυλÜκι απü τüτε. Ο «πρþτος μου νεανικüς, εφηβικüς Ýρωτας» ωρßμασε και πια πÝρασα σε πιο διαφορετικÜ λογοτεχνικÜ σκαλοπÜτια, αφοý üμως εßχα πια διαβÜσει καμμιÜ 10αριÜ βιβλßα του. «Οι ΚερασιÝς Θ’ Ανθßσουν Και ΦÝτος», «¸κσταση», τις συνÝχειες του «Παιδιοý», «ΑγÝλαστη ¢νοιξη» και «ΚÜτω Απ’ Τα ΚÜστρα Της Ελπßδας», κι Üλλα πολλÜ.
     Εκεßνο λοιπüν που πιστεýω εßναι πως τα βιβλßα του κυρ-ΜενÝλαου, εßναι ü,τι ακριβþς πρÝπει να διαβÜζει Ýνα παιδß, που θÝλει να ξεφýγει απü τη παιδωμÞ και να εισÝλθει στην εφηβεßα-μετεφηβεßα. Να πιÜσει το χÝρι του και να τον αφÞσει να του δεßξει τον κüσμο, γιατß, Ýτσι üπως θα του τονε δεßξει, δε θα τονε ξαναδεß ποτÝ. Και κÜπου-κÜπου, μεγÜλος üντας πια, να ρßχνει καμμιÜ ματιÜ, να ξεπλÝνει λιγÜκι τη ψυχÞ του, για να παßρνει πÜλι δυνÜμεις να ριχτεß στη σκληρÞ τραχιÜ πραγματικüτητα.
     Γιατß αυτüς Þταν ο κυρ-ΜενÝλαος: Ýνας γλυκýτατος δÜσκαλος.  Π. Χ,

-----------------------------------------------------------

         Ερωτικü KÜλεσμα

¸λα κοντÜ μου, δεν εßμαι η φωτιÜ.
Τις φωτιÝς τις σβÞνουν τα ποτÜμια.
Τις πνßγουν οι νεροποντÝς.
Τις κυνηγοýν οι βοριÜδες.
Δεν εßμαι, δεν εßμαι η φωτιÜ.
 
¸λα κοντÜ μου δεν εßμαι Üνεμος.
Τους Üνεμους τους κüβουν τα βουνÜ.
Τους βουβαßνουν τα λιοπýρια.
Τους σαρþνουν οι κατακλυσμοß.
Δεν εßμαι, δεν εßμαι ο Üνεμος.

Εγþ δεν εßμαι παρÜ Ýνας στρατολÜτης
Ýνας αποσταμÝνος περπατητÞς
που ακοýμπησε στη ρßζα μιας ελιÜς
ν' ακοýσει το τραγοýδι των γρýλων.
Κι αν θÝλεις, Ýλα να τ' ακοýσουμε μαζß.

Ο Σταχτýς ΘÜνατος

Θαρροýσα ως τþρα -φßλοι μου καλοß-
θαρροýσα ως τþρα...
πως üλα τα πρÜματα
βαδßζουν στη γη
με το αληθινü τους χρþμα.
Η ΧαρÜ Üσπρη.
Η Θλßψη χλωμÞ.
Ο ¸ρωτας ρüδινος
Ο ΘÜνατος μαýρος.
¸τσι θαρροýσα...

Και περνοýσα τις μÝρες μου,
με τα χρþματÜ μου τακτοποιημÝνα.
Με τα üνειρÜ μου συγυρισμÝνα.
Με τα ποιÞματÜ μου καθαρογραμμÝνα...
Γιατß Ýτσι τα 'βλεπα.
¸τσι νüμιζα.

Μα μια μÝρα...
ΜιÜ μÝρα -φßλοι μου καλοß-
Ýνα σταχτý σýννεφο Üφησε τον ουρανü του
κι Ýπεσε στη κÜμαρÜ μου.
Και τüτε... üλα... Ýχασαν το χρþμα τους.
Η Θλßψη Ýγινε σταχτιÜ.
ΣταχτιÜ κι η χαρÜ.
Σταχτýς κι ¸ρωτας.
Και σταχτýς -αλßμονο- κι ο ΘÜνατος.
 
Ω ΣειρÞνα, εσý...
Εσý που τα 'βαψες üλα.
Που τ' Üλλαξες üλα,
γιατß δεν Üφηνες το ΘÜνατο
-τουλÜχιστον αυτüν-
να με πÜρει με τ' αληθινü του χρþμα;

Το Παραμýθι Ενüς ΡαγισμÝνου ¸ρωτα

ΜιÜ φορÜ κι Ýνα καιρü,
Þταν Ýνα γραμμüφωνο.
¸να ολομüναχο γραμμüφωνο.
Μα μπορεß και να μην Þτανε γραμμüφωνο
και να 'ταν μüνο Ýνα τραγοýδι,
που ζητοýσε Ýνα γραμμüφωνο,
για να πει το καημü του.

ΜιÜ φορÜ κι Ýνα καιρü,
Þταν Ýνας ¸ρωτας.
¸νας ολομüναχος ¸ρωτας
που γýριζε με μια πλÜκα στη μασχÜλη,
για να βρει Ýνα γραμμüφωνο
για να πει το καημü του.

"¸ρωτα μη σε πλÜνεψαν
  Üλλων ματιþν μεθýσια
  και μεσ' τα κυπαρßσια
  περνÜς με μι' Üλλη νιÜ;
  ¸ρωτ' αδικοθÜνατε,
  ¸ρωτα χρυσομÜλλη,
  αν σ' εßδαν με μιÜν Üλλη,
  Þταν η ΛησμονιÜ
".


ΜιÜ φορÜ κι Ýνα καιρü,
δεν Þταν Ýνας Ýρωτας,
δεν Þταν Ýνας πüνος.
¹ταν μισüς Ýρωτας -μισüς πüνος-
και μιÜ μισÞ πλÜκα,
που 'λεγε το μισü της σκοπü:
"¸ρωτα μη σε... ¸ρωτα μη σε...
  Ýρωτα μισÝ... Ýρωτα μισÝ
..."


Θε μου!
Μα δε βρßσκεται Ýνα χÝρι!
¸να πονετικü χÝρι,
για ν' ανασηκþσει τη βελüνα
και ν' ακουστεß ξανÜ,
ολüκληρος ο ¸ρωτας,
ολüκληρο το τραγοýδι:

"¸ρωτα μη σε σκüτωσαν
  τα μαγεμÝνα βÝλη;
  ¸ρωτα ΜακιαβÝλλι.
  Τα μÜτια που σε λÜβωσαν,
  με δÜκρυα πικραμÝνα,
  καρφιÜ 'ταν πυρωμÝνα
  και μπÞχτηκαν βαθιÜ
".

......................................................

Ποιüς μου χτυπÜ το τζÜμι;
Μη μου χτυπÜτε.
Δεν εßμαι 'δω.
Εδþ κατοικεß η ΜοναξιÜ
με μüνιμη νοικÜρισα τη ΠλÞξη.

Μη μου χτυπÜτε λοιπüν το τζÜμι.
ΜÜταια χτυπÜτε.
Εγþ δε μπορþ ν' ανοßξω.
Δε μπορþ να συρτþ
οýτ' ως τη πüρτα του σπιτιοý μου,
οýτ' ως τη πüρτα του Üλλου κüσμου.

Μη μου χτυπÜτε λοιπüν το τζÜμι.
Δεν εßμαι 'δω.
Εδþ ειν' Ýνα ξερü Ýντομο
σ' Ýνα κüσμο, -φÝρετρο-
üπου απαγορεýεται -με κßνδυνο ανÜστασης-
ακüμη κι ο θÜνατος σου!

Μη μου χτυπÜτε λοιπüν το τζÜμι.
ΚÜνετε λÜθος.
ΛÜθος στο σπßτι.
ΛÜθος στη πüρτα.
ΛÜθος στον αιþνα.
ΛÜθος. ΛÜθος. ΛÜθος!

Γι´αυτü πÜψτε.
ΠÜψτε -για το Θεü- να μου χτυπÜτε!
Σας το ξαναλÝω- μÞ!
Εδþ δε κατοικþ εγþ.
Εδþ κατοικεß μια αιμοβüρα
κι ακροβÜτισα αρÜχνη,
που πριν λßγο Ýφαγε μια πεταλοýδα.
Μια χρυσÞ, λεπτÞ πεταλοýδα,
που -αλßμονο- εßχε τ' üνομÜ μου!


  Α ρα δεν εßχα αγαπηθεß, αυτü Þταν üλο  
  º σως ανüητα υποδýθηκα το ρüλο
  Γ ελωτοποιοý πολý μετρßας κλÜσης
  Λ ησμονημÝνος σε μιÜν Üχρηστη αποθÞκη
  Η λßθιος κοýκλος με σπασμÝνη μýτη
                       
 (4 ΠοιÞματα απü το: "ΚÜτω Απο Τα ΚÜστρα Της Ελπßδας")
..........................................................................

Οι κερασιÝς θ' ανθßσουνε και φÝτος στην αυλÞ
και θα γεμßσουν μ' Üνθια το παρτÝρι.
ΠικρÞ που ειν' η 'Ανοιξη σαν εßσαι δßχως ταßρι!
ΠικρÞ που 'ν' η ζωÞ!

'Ανοιξε το παρÜθυρο στη πρωúνÞ γιορτÞ,
για να 'μπουν οι μοσχοβολιÝς απü το περιβüλι.
Αχ κÜθε του τριαντÜφυλλο και μια πλÞγη απü βüλι,
εßναι για 'σε ποιητÞ!

ΚουρÜστηκα να σε καρτερþ, ¸ρωτα και να λιþνω,
'πα στο βιβλßο της ζωÞς σκυμμÝνος, μια ζωÞ.
Μ' αν Þτανε να 'ρχüσουνα για Ýνα Ýστω πρωÀ,
χßλια θε να 'δινα πρωúνÜ, να ζÞσω εκεßνο μüνο.

 -------------------------------------------------              

Θρüμβοι αιματÝνιοι στου κλαβιÝ, κυλÞσαν τη καδÝνα.
Κüκκινη γýρη, που το δρüμο πÞρε της νοτιÜς.
ΨυχÞ, που θÜλασσα Ýγινες, -μια θÜλασσα φωτιÜς-...
ΜπαλÜντα του ΣοπÝν Νοýμερο ¸να.
............................................................................
Αντßο ΓαλÞνη τþρα πια. Αντßο σεμνÞ Ησυχßα
κι αντßο 'συ στοχαστικÝ μου ΡεμβασμÝ,
ΧαρÜ που στ' αποδεßπνι σου δε βρÞκα οýτε ψιχßα
και καλþς Þρθες βιαστικÝ και βßαιε ΧαλασμÝ!

ΣτÜχτη η ΑγÜπη. Η Ελπßδα αβÝβαιη καταχνιÜ.
Καπνßλα, αιμüφυρτα φτερÜ, συντρßμμια, πüνοι...
Μες στις ρωγμÝς ο ΘÜνατος, σα κρýος βοριας, τρυπþνει
κι οι Üνθρωποι -σφÜγια- τονε προσμÝνουν στα παχνιÜ!

ΟρθÞ η ΦοβÝρα μοναχÜ και μοναχÜ η ΟργÞ,
-κλÜψτε μικροß, που για μεγÜλοι 'χατε φτÜσει-
Η Δüξα εφτεροýγισε, λßγο να ξαποστÜσει,
επÜνω στα κεφÜλια σας και μßσεψε γοργÞ!

ΜικρÝ ΕαυτÝ, που για αητüς ανÝβαινες κι απü ψηλÜ,
τον Þλιο βÜλθηκες, σα σýννεφο να 'σκιþσεις.
ΓραμμÝνο σου Þτανε σα σýννεφο να λιþσεις
και σα βροχÞ να πÝσεις χαμηλÜ.

Και τþρα απü το χþμα αυτü, που ποτισμÝνο το 'χω 'γω
με των ματιþν μου τη βροχÞ και με τον εαυτü μου,
ζητþ φωτιÜ, απ' τη στοργÞ του τελευταßου εντüμου,
ν' ανÜψω, να πυρποληθþ και να φλεγþ!

Τους πρÜους δε κατÜφερα να τους λατρÝψω και να τους
παρηγορÞσω που 'κλαιαν, πÜνω στους Üδειους μþλους.
Ειν' η καρδιÜ μ' ολüκλειστη για τους ουρÜνιους, δυνατοýς.
Και για τους γÞúνους... και για üλους... και για üλους...

ΣτιγμÞ δε τη ξεδßψασα την Üγρια 'παντοχÞ μου,
θλιμμÝνος κι üντας Ýκλαιγα και που τραγοýδαγ' üντας...
Και το κορÜκι, που απ' τα Ηλýσια μ' Ýφερε πετþντας,
για πληρωμÞ, μου πÞρε τη ψυχÞ μου!
...................................................................................
ΚαλÞ μου τÝλειωσε ο ΣοπÝν; Α πüσο υπÝροχη Þσουν!
Κι εγþ δε μπüρεσα απλüν, οýτ' Ýναν Ýπαινο να βρþ.
Μα πως να σε παινÝψουνε, πως να χειροκροτÞσουν,
τα χÝρια τοýτα που τριÜντα χρüνια, κÜμαν στο σταυρü;

(2 ΠοιÞματα απü το "Οι ΚερασιÝς Θ' Ανθßσουν Και ΦÝτος")

Ο ΕξÜγγελος Των Περσþν

Σαν Ýφτασε ο ΕξÜγγελος στα Σοýσα

με καταξεσκισμÝνο αντερß
για ν’ αναγγεßλει το χαμü της Σαλαμßνας…
Και πÞρε η σýναξη να βογκÜ.
Και πÝτρωσαν ολοσοýσουμοι οι γÝροι
κι η ¢τοσσα απüμεινε μπρος την πýλη
σαν Üγαλμα χρυσü…

Απü ‘ναν μακρινü αμμοσωρü
Ýνας καταμüναχος σκýλος
-σαν πανÜρχαιος χρησμüς-
Ýνωσε το κλÜμα του,
με τον ψυχοδαρμü των γÝρων.
Και συνταρÜχτηκαν συθÝμελα οι Ναοß
και τα χρυσÜ παλÜτια της Περσßας.

Τüτε η μεγÜλη βασßλισσα,
δεßχνοντας τ’ οδυρüμενο σκυλß
«Να σταματÞσει!» πρüσταξε.
«Να σταματÞσει να διηγÜται ο ΕξÜγγελος
και να κοποýν οι οδυρμοß
και το θρηνολüι των γερüντων».

Τüτε η σýναξη σα μαýρη κιονοστοιχßα
πÝτρωσαν στον τüπο της.
Και με βλÝμμα ετοιμüσβηστο:
«Τι δηλοß;» ρþτησαν. «Μεγαλοδüξαστη βασßλισσα!
Τι δηλοß αυτÞ η σιωπÞ;»

Κι η Βασßλισσα
-μαδþντας την πλουσιüκομη κεφαλÞ της-
«Αλß!… εßπε. Αλß. Εγþ
το πικρü το Üγγελμα το Ýλαβα.
Σαν σταματÞσει το κλÜμα του σκυλιοý
θ’ αρχßσει ο θρÞνος της Περσßας!»

Το Αληθινü Μας Ροýχο

Το πιο πολýτιμο ροýχο μας.

Το πιο επßσημο ροýχο μας.
Το πιο εμφανßσιμο ροýχο μας.
Η χλαμýδα μας.
Το φρÜκο μας.
Το νυχτικü μας.
Το μüνο σωστü μας.
Το μüνο πιστü μας.
Το μüνο αιþνιο ροýχο μας
εßναι το πετσß μας.

Και δεν ντρÝπομαι αν εßναι μαýρο,
Üσπρο
Þ μελαψü.

ΝτρÝπομαι για κεßνους
που το χωρßζουν
σε μαýρο,
Üσπρο
και μελαψü.

Ας Μη ΜετρÞσουμε

Ας μη καθßσουμε να μετρÞσουμε

ποιανοý δÜκρυα Þτανε πιο ζεστÜ.
Μπορεß πιο ζεστÜ να ‘ναι κεßνα
που δε χýθηκαν ακüμη.

Ας μη καθßσουμε να ρωτÞσουμε
ποιο αßμα Þταν πιο κüκκινο.
Μπορεß πιο κüκκινο να ‘ναι
κεßνο που πρüκειται να χυθεß.

Ας μη ρωτÞσουμε να μÜθουμε
ποιανοý ιδρþτας Þταν πιο καυτüς.
¼λοι οι ιδρþτες Ýχουνε τη γÝψη
που ‘χουνε τα δÜκρυα.

Λοιπüν…
Ας μην πνιγüμαστε στους ορισμοýς.
Στις χρονικÝς και κτητικÝς αντωνυμßες.
(«ΣÞμερα»… «Χτες»… «Αýριο»…)

ΚλÜψαμε χτες στην ΑφρικÞ
με τα βασανισμÝνα μÜτια των ΝÝγρων.
Κι αýριο θα κλÜψουμε στη Σαúγκüν
με τα οργισμÝνα μÜτια των ΒιετναμÝζων.
Αýριο μπορεß να πÝσουμε στο Κονγκü
Þ να ιδρþσουμε στην Κοýβα.

Γιατß εßμαστε απü κεßνους
που ιδρþνουνε, πεθαßνουνε και κλαßνε
σε κÜθε κορμß που ιδρþνει και κλαßει.
Κρυþνουμε σÞμερα στη ζοýγκλα.
Ιδρþνουμε αýριο στον Αρκτικü.
Το κορμß μας εßναι Ýνας πλανÞτης.
Με üλα μαζß τα κλßματα.

Πüνεσε, κλÜψε, πεßνα.
Μüνο μη κÜνεις τον Üλλον
να πονÝσει και να πεινÜ.

Κι εσý φημισμÝνε, εσý δοξασμÝνε
εσý, δυνατÝ… ¸να μüνο ξÝρε:
Πως üσο ψηλÜ κι αν ανÝβεις
ποτÝ δε θα φτÜσεις το μπüι των χαμηλþν
που θυσιÜστηκαν για ψηλÜ πρÜγματα!

     3 ποιÞματα απü "Το Σπαθß Και Το Φιλß"

                         Το Κορßτσι Με Το ΦεγγÜρι Στο χÝρι

Το θυμüτανε. ΠÜντα. ΔυνατÜ. Τις μÝρες και τις νýχτες. Σαν «üνειρο», σα μοσκοβολιÜ, κι Ýλεγε… -το ‘λεγε üλες τις στιγμÝς, και το παρÜγγελνε με πÜθος στον εαυτü του¯ αν γλýτωνε, αν ξανανÝβαινε στο φως, να ψÜξει, να κοσκινßσει üλον τον κüσμο, þσπου να την βρει ¯ üποια κι αν Þταν, üπως κι αν την Ýλεγαν…¯ και να σκýψει να της φιλÞσει τα χÝρια, να την γεμßσει με δακρυσμÝνα «ευχαριστþ».
Εκεß μÝσα που τον Ýθαψαν, που τον εßχαν σα λεßψανο ριγμÝνο, λαχτÜρισε και δßψασε. Δßψασε για Ýνα σημαδÜκι χλüη, για μια σταλßτσα του απÜνω κüσμου. ¸να γÝλιο μικροý παιδιοý Þ Ýνα τζιτζßκι… ΚÜτι που να μη θυμßζει αυτüν τον μουχλιασμÝνο και πνιγερü τÜφο. Εκεß κÜτου τα ‘χε ξεχÜσει üλα. Το χρþμα του κüσμου, τη μÝρα. Τι χρþμα εßχε, αλÞθεια, η μÝρα; ¹ταν γαλÜζια; Þ Üσπρη;… Γιατß εδþ τα μÜτια του Þταν Üχρηστα, περιττÜ. Εδþ ζοýσε μüνο με τ’ αφτιÜ και τα δÜχτυλα. Την πρþτη μÝρα που τον κατÝβασαν εßχε μαζß του και τη μýτη του μα ýστερα την Ýχασε. Τον Ýπιασε καταρροÞ κι ανüστησαν üλα. Πρüφτασε μονÜχα να μυριστεß üτι βρομοýσε βαριÜ κι ανυπüφορα εκεß μÝσα… ΚÜτι σαν υπüνομος, σαν λÜκκος ψοφιμιþν. ¼τι βοýιζε σα βαθý πιθÜρι. ¾στερα üλα μπερδεýτηκαν. Το σκοτÜδι τα κατÜπιε και τ’ αφÜνισε üλα. ΚÜπως Ýτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον Üδη. ¸τσι Üχαρα, Ýτσι στυφÜ. Μüνο που τþρα πρÝπει να του πÜρουν αυτü τ’ üνομα, και να τον λÝνε «Απομüνωση». Θα του ταιριÜζει περισσüτερο.
Εßχε μια πßκρα, που την Ýφερε μαζß του απ’ Ýξω. ¼τι δεν πρüφτασε να δει το φεγγÜρι. Το σπßτι που κρυβüτανε Þταν παρÜμερο, σα μια γοýβα, με τα παρÜθυρα πÜντα κλειστÜ, πÜντα, μÝρα και νýχτα.
¢… το φεγγÜρι… ¸πρεπε να εßχε προφτÜσει να το δει. ¼μορφα εßναι και με τον Þλιο, ¯ Ü, ναι…¯ και μ’ αυτüν, εßναι πολý üμορφα. Μα με το φεγγÜρι… Μ’ αυτü εßναι αλλιþτικα. Ο κüσμος γßνεται μαγευτικüς, σαν παραμυθÝνιος. ΣκÝψου… Αυτüς κι εκεßνη ¯ το ΟλγÜκι¯ με φεγγÜρι. ΒρÜδυ αττικü. Και το φλýαρο ζεστü χερÜκι της χωμÝνο στο δικü του. Το ΟλγÜκι… ΑκουμπισμÝνο απÜνω του σφικτÜ στο ξýλινο καναπεδÜκι. Κι απü πÜνω η ακακßα με το φεγγÜρι μπλεγμÝνο στα κλαριÜ της. «ΟλγÜκι… κüψε μου κεßνο το χρυσü μÞλο» ¯ «Κλεßσε τα μÜτια να στο κüψω…». Το μÜγουλü της, τρυφερü, μεταξÝνιο, τριβüτανε μ’ Ýνα μικρü θρüισμα απÜνω του. «¿, τι γλυκü και μοσκοβολημÝνο φεγγÜρι…».
Τþρα που να εßναι, τι να κÜνει; Το ΟλγÜκι…
¹ταν τρυφερü, το μüνο τρυφερü συναπÜντημα της ζωÞς του. Μικρü… ολομüναχο. Ανßδεο απ’ τη ζωÞ και τις παγßδες της. Γελοýσε σα φρεσκοκομμÝνο ρüδι και δεν Ýβλεπε τους λýκους που ακüνιζαν γýρω της τα δüντια τους. Το εßχε ανταμþσει λßγο πριν απü το γκρεμü και τ’ Üρπαξε και το ‘σφιξε πÜνω στο τßμιο στÞθος του. Και το καλüπιασε. Κεßνη ακοýμπησε στο μπρÜτσο του και πÜτησε θαρρετÜ.
Μα αν γλýτωσε το ΟλγÜκι απ’ το γκρεμü κι απ’ τα δüντια των λýκων, Üλλος γκρεμüς, Ýνας αληθινüς τÜφος, ανοßχτηκε για τον ßδιο. ¢λλοι λýκοι Üρχισαν να μυρßζουν τα δικÜ του τα βÞματα. Το κατÜλαβε στην þρα. Και της το ‘πε ¯ κεßνη Ýτρεμε…
¯ ΞÝρεις, ΟλγÜκι. Το καταλαβαßνω, πως η ανÜσα μου εδþ πÜνου θα εßναι λßγη. Μια μÝρα θα με σýρουν σα φονιÜ, ναι, εμÝνα. Θα μου ζητÞσουν να πατÞσω το ψωμß μου. Να παραδþσω τους συντρüφους μου. Να βρßσω το δßκιο του νηστικοý. Να πω Þμαρτον για üλα που αγÜπησα. Κι εγþ θα πω «üχι». Και τüτε, ΟλγÜκι, ¯ δεν Ýχουμε καιρü να στο εξηγÞσω γιατ߯ τüτε μπορεß να με κρεμÜσουν ανÜποδα, Þ να με θÜψουν ζωντανü. Και να με κρατοýν, κρεμασμÝνο Þ θαμμÝνο, þσπου να πÝσω ν’ απαρνηθþ. Τüτε, ΟλγÜκι, θα μεßνεις ολομüναχο. Και πρÝπει να σφßξεις τα δüντια σου. Παντοý παραμονεýουνε λýκοι διψασμÝνοι για πλÜσματα σαν και σÝνα. ΠρÝπει να σφßξεις τα δüντια και να περιμÝνεις þσπου να με ξεθÜψουνε ¯ γιατß κÜποτε θα με ξεθÜψουνε. Θα κουραστοýνε και θα με ξεθÜψουνε. Τüτε θα μου ξαναδþσεις πÜλι να σφßξω το χερÜκι σου… και δε θα τ’ αφÞσω πια ποτÝ.
Που να εßναι Üραγε τþρα το μικρü του, το ολüμικρü του ΟλγÜκι;…
Εδþ κÜτου üλα Þταν μαýρα σαν κατρÜμι. ¼λα σκεπασμÝνα με νýχτα πηχτÞ. ΜπερδεμÝνα τα μερüνυχτα. ΣμιγμÝνη η νýχτα με τη μÝρα σε μια μüνη νýχτα χωρßς σýνορα. Εßχε πÜψει πια να μετρÜει, γιατß απü ποý ν’ αρχßσει; Με τι να μετρÞσει; Εδþ Þταν üλα Ýνα μονοκüμματο σκοτÜδι. Οι þρες, τα λεπτÜ, οι μÞνες και τα χρüνια. Τα ρολüγια και τα καλαντÜρια, Þταν γι’ αυτοýς που ζουν στο ξÝφωτο του κüσμου, που Ýχουν τα μÜτια, και που τους χρειÜζονται τα μÜτια. Εδþ «ζω» θα πει ψηλαφþ.
¸τσι σερνüταν αυτÞ η Üσωτη μαυρßλα, Ýτσι λßμναζε αυτÞ η ασÞκωτη πßσσα που απÜνω τη λÝνε χρüνο. Κι Ýτσι θα σερνüταν, κι Ýτσι θα λßμναζε… αν…
Αν δεν γινüτανε αυτü το θαμπωτικü και πρωτÜκουστο, αν κÜποτε, ξÜφνου δεν γινüταν φως. Τι Þταν; Απü ποý ξεκßνησε; Τι ζητοýσε;… Δεν Þξερε. Η αλÞθεια εßναι üτι Ýγινε, üτι κÜποτε ¯ μÝσα στα βαθιÜ Ýγκατα¯ Ýπεσε φως. Μüλις το εßδε, Ýτριψε καλÜ τα μÜτια του, κοýνησε το μυαλü του, μην Þταν ψÝμα, μην τον περιπαßζανε τα üνειρα. ¼χι. ¹ταν αλÞθεια! Σýρτηκε με τα τÝσσερα και κüλλησε τα μÜτια του στην τρυποýλα του κελιοý. ¹ταν φως! ¸να κορßτσι (üνειρο;…) Ýνα κορßτσι αλαφροπÜτητο περνοýσε με το φεγγÜρι στο χÝρι. Φßλησε το βρþμικο σανßδι της πüρτας… ¹ταν φως! Η ζωÞ Þταν ακüμη στη θÝση της! Μα δεν πρüφτασε να χαρεß. ΧοντρÜ βÞματα ακοýστηκαν ξοπßσω της. Και μ’ üλο του το σÜστισμα μπüρεσε να ξεχωρßσει τη βαριÜ σιλουÝτα του Σβαρτς, του βασανιστÞ και σκυλÜνθρωπου, που δÝκα ολÜκερα μερüνυχτα τον παßδευε, πριν τον θÜψει εδþ μÝσα. Ναι, Þταν αυτüς. Μα που την πÞγαινε την Üγνωστη με το φεγγÜρι; Δεν πρüφτασε να την μελετÞσει καλÜ, εßχε μüνο ξεχωρßσει τα μαλλιÜ της ¯ χρυσÜ πßσω απ’ το φως, και το μπüι της, αρκετÜ ψηλü. Τßποτ’ Üλλο. Τα βÞματα πÝρασαν κι Ýσβησαν.
ΚÜθισε να τρßβει τα μÜτια του. ¹ταν φως; ¹ταν αλÞθεια; Ο κüσμος πÝρασε απü δßπλα του γρÞγορος σαν αστραπÞ, και χÜθηκε πßσω απ’ το διÜδρομο. ¸χωσε το κεφÜλι του μÝσ’ στα μπρÜτσα κι απüμεινε κει. ΠÝρασαν þρες, δε θυμüταν πüσες. Σßγουρα. Δεν Þταν αληθινü ü,τι Ýτρεξε. Του φÜνηκε. ¼λα τα ‘φερε ο πυρετüς. Ο πυρετüς απ’ τις κακοφορμισμÝνες πληγÝς του. ¸τσι θα Þταν. Κρßμα…
Κοιμüταν. Τον εßχε κλεφτοπÜρει Ýτσι κουλουριασμÝνος, üπως Ýμενε. Μπορεß να ονειρεýτηκε κιüλα. ¸να üνειρο γεμÜτο φεγγÜρια, φεγγÜρια και κορßτσια. ¸να παγκÜκι μια ακακßα… Μα τι ‘ταν αυτü; ΣÞκωσε το κεφÜλι του. Το φεγγÜρι. Το κορßτσι με το φεγγÜρι ξαναπερνοýσε. ¼χι, δεν Þταν üνειρο… Δεν Þταν ψÝμα… Αχ… εξαßσιο πÝρασμα… χαμüγελο της ζωÞς. ΥπÜρχεις λοιπüν; Κι εσý γυναßκα, üποια κι αν εßσαι, να ‘σαι ευλογημÝνη. Αφοý υπÜρχει το φως üλα υπÜρχουν. Τþρα μπορεß να κυλÞσει üσος μαýρος χεßμαρρος θÝλει. Η ζωÞ υπÞρχε! Και τον περßμενε.
Τüτε ορκßστηκε. Αν ζοýσε, αν ανÝβαινε στο φως, να ψÜξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνÞσει, üποια κι αν Þταν, üπως κι αν την Ýλεγαν. Γιατß τον δυνÜμωνε, γιατß κατÝβηκε στα τÜρταρα, για να του φÝρει το φως, και την εγκαρτÝρηση.
¸τσι το θυμüταν: ΔυνατÜ, επßμονα, με πÜθος… ¼λον τον κατοπινü καιρü, üσος Þταν. Τον üρκο τον εßχε βÜψει στις πληγÝς του. Το θυμüταν κι üταν σýρτηκαν οι βαριÝς αλυσßδες ¯ γιατß κÜποτε οι αλυσßδες σýρτηκαν¯ και τον πÝταξαν ξανÜ στο φως. Θυμüταν και τα λüγια που αλλÜξανε ξοπßσω του οι φýλακες. «Μπορεßς απ’ την πÝτρα την ξερÞ να βγÜλεις νερü, απ’ αυτüν δε βγÜζεις λÝξη».
Δßπλα στο ΙεροξεταστÞριο Þταν Ýνα καφενεδÜκι. ΚÜθισε στην πρþτη καρÝκλα που σκüνταψε. ΚÜθισε, γιατß δεν μποροýσε οýτε να δει, οýτε να σκεφτεß, οýτε να περπατÞσει. Ακüμα ψηλαφοýσε… ¹ρθε Ýνας μεσüκοπος Üντρας και στÜθηκε απü πÜνω του.
¯ Απü κÜτω Ýρχεσαι;… του λÝει με πονετικÞ φωνÞ. Φαßνεσαι. Εßσαι σα χασÝς. Να σου φÝρω Ýνα καφεδÜκι, παιδß μου, να στυλωθεßς;
¯ Πüσον καιρü Ýχω; Τον ρωτÜ.
¯ Που να ξÝρω… Πüτε σε πιÜσανε; πε μου και θα το βροýμε.
¯ ΑρχÝς Απρßλη.
¯ Χμ… ΣÞμερα Ýχουμε τÝλη του ΝοÝμβρη.
¯ ΤÝλη του ΝοÝμβρη;…
ΕφτÜ μÞνες… ΕφτÜ ολοστρüγγυλους μÞνες… Μüνο με ψωμß… Νερü και ψωμß, που του το πετοýσαν αμßλητοι απ’ την τρυπßτσα. Αμßλητοι, για να μην ακοýσει ανθρþπινη μιλιÜ, κι αναθαρρÞσει…
Ο καφετζÞς ξαναγýρισε με το δßσκο.
¯ ΠÜρε, παιδß μου. Κι απüθεσε τον καφÝ.
Δεν τον πρüσεξε. ¸πεσε πÜνω στο νερü με λαχανητü.
¯ ΜπÜρμπα… του λÝει. Και γαντζþνει πÜνω στο ροýχο του. ΜπÜρμπα, üποιος κι αν εßσαι. ¸κανα Ýναν üρκο εκεß κÜτω. Και θÝλω τþρα που βγÞκα να τον ξεπληρþσω…
¯ Ποιον παιδß μου; ΛÝγε…
¯ ΚÜποτε… δεν ξÝρω πüτε. Μα μια μÝρα… ¯ Þ μια νýχτα…, δε θυμÜμαι¯ εκεß κÜτω Ýγινε φως. ¸να κορßτσι…
¯ ¢σε, ξÝρω.
¯ ΞÝρεις;
¯ Ναι, Üσε, ξÝρω… Να, εκειδÜ στο στενÜκι κÜθεται. Τη βλÝπεις κεßνη την πüρτα την κανελιÜ με το χεροýλι; ¸, κει κÜθεται.
¯ Ποιος; Το κορßτσι;
¯ Το κορßτσι. Δþσε στην πüρτα τρεις χτυπησιÝς και θα σ’ ανοßξουνε. Το ξÝρω το κορßτσι. Εßναι το τελευταßο κελεποýρι του Σβαρτς. ¸χει καναδυü μÞνες που το σπßτωσε.
¯ Του Σβαρτς;… ΚÜνει σαστισμÝνος. Και καλÜ, γιατß ο κýριος δεν πηγαßνει εκεß; Γιατß την κατεβÜζει στον μαýρο κüσμο, κÜτου στα Ýγκατα της γης;
¯ ¢πιαστος κüσμος, παιδß μου, χαλασμÝνος, πþς το λÝνε… Να, εßναι διüτροπος, διεστραμμÝνος, βßδα… πþς το λÝνε;
¯ ¢σε, μπÜρμπα, κατÜλαβα. Στην κανελιÜ πüρτα εßπες; ¢σε, κατÜλαβα. Γεια σου…
¸χωσε τη σκοýφια του βαθιÜ κι Ýφυγε. Παραπατοýσε σα μεθυσμÝνος. Σερνüταν τοßχο-τοßχο þσπου Ýφτασε στο χεροýλι της καφετιÜς πüρτας και κρεμÜστηκε απÜνω του. ¸να ξεπλυμÝνο μοýτρο χÜραξε την πüρτα και τον κοßταξε στυφÜ-στυφÜ.
¯ ΠÜαινε παρακÜτω, χριστιανÝ μου… Δεν Ýχει…
¯ Τι;
¯ Δεν Ýχουμε λιανÜ.
¸πιασε με δýναμη την πüρτα και την Ýσπρωξε μÝσα.
¯ ΛιανÜ;… ΛιανÜ εßπες; Για ποιον λοιπüν με πÝρασες;
Η γριÜ τον μÝτρησε φοβισμÝνη.
¯ ΚαλÜ… Κüπιασε. Μα τι ορßζεις;
¯ ΘÝλω… (ΣταμÜτησε. Τι Þθελε;… Σκοýπισε τον ιδρþτα του). ΘÝλω τη… (Μα πως την Ýλεγαν;). ΘÝλω… ΘÝλω τη… την «απαυτÞ»… τη λεγÜμενη του Σβαρτς.
¯ Χμ…Χμ… κÜνει η γριÜ και ξερογλεßφεται. Δεν εßναι για τα δοντÜκια σου, καψερÝ μου. ΠÜαινε.
¯ ¼χι, γιαγιÜ. ¼χι, να μη χαρþ τα μÜτια μου. Δεν…
¯ ΠÜαινε… πÜαινε… Δεν εßναι για κανÝναν. Μη βλÝπεις με κεßνον. ¸χει το λüγο της. Ποιον λüγο;… Κεßνη ξÝρει. ΚÜτι, λÝει, της Ýταξε… Δεν εßναι της «δουλειÜς» το κορßτσι, μÜτια μου. ΤρÜβα.
¯ ΓιαγιÜ… κÜνει και της σταυρþνει τα χÝρια. Δε με κατÜλαβες. Δε με νοιÜζει ποιανοý εßναι και τι κÜνει. Εγþ θÝλω μüνο να τη δω. Τßποτα Üλλο. Μüνο να τη δω.
¯ Να τη δεις; ¢λλο και τοýτο! Και γιατß;
Κεßνη την þρα ακοýστηκαν ξοπßσω βÞματα.
¯ Να… πες τα στην ßδια… λÝει η γριÜ. ¢κου, ¼λγα, κορßτσι μου. ΣτρÜφηκε. ΚοντÜ του Þταν Ýνα τραπÝζι…
¯ Τι εßναι, γιαγιÜ; Ρþτησε το κορßτσι.
Τüτε Ýγινε κÜτι σα σεισμüς. Μα αυτüς ωστüσο δεν Ýπεσε. ΣτÜθηκε αντßκρυ της σαν κÝρινη σκιÜ… (Το μικρü του πÜναγνο ΟλγÜκι…).
Κεßνη Ýπαιξε με δýναμη τα μÜτια. ¾στερα τα ‘κλεισε και περßμενε τα νýχια του. Δεν Ýγινε… Ο Üνθρωπος που στεκüτανε αντßκρυ της Ýβγαλε αργÜ-αργÜ το σκοýφο του και γονÜτισε. Κεßνη Ýπεσε στα χÝρια της γριÜς. ΚÜτι ζεστü Üγγιξε το μÝτωπü της… ¸να ζεστü στüμα πÝρασε σιγÜ, λεπτÜ, με ευλÜβεια απ’ τα μαλλιÜ της… Κι ýστερα ξεμÜκρυνε…
¢νοιξε τα μÜτια της. Ο Üνθρωπος με το φιλß Ýφευγε. Κι η τραγιÜσκα του… Þταν ακüμη κρεμασμÝνη απ’ το χÝρι… Της Þρθε να φωνÜξει. Να τρÝξει ξοπßσω του, να τον προφτÜσει…, μα τα πüδια της Þταν κολλημÝνα. ¹θελε να του φωνÜξει. Να περιμÝνει. Να δει πως θα πÝφτει, και πως θα φιλεß Ýνα-Ýνα τα βÞματÜ του… μα κεßνος εßχε ξεμακρýνει. Ακοýστηκε να κλεßνει ξοπßσω του η πüρτα.
Και τüτε… Τüτε κατÜλαβε… ¯ κι Ýμπηξε φωνÞ¯ κατÜλαβε… πως στον τÜφο που κατÝβηκε για να τον βγÜλει, Ýμεινε για πÜντα θαμμÝνη η ßδια…

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers