ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Öéëýñáò Ñþìïò: ÔáñáãìÝíç ÔñõöåñÞ Øõ÷Þ

    Βιογραφικü

     Κορßνθιος ποιητÞς και δημοσιογρÜφος, με τραγικü τÝλος. ΕντÜσσεται στον κýκλο των νεορρομαντικþν ποιητþν του ΜεσοπολÝμου.
     Ο γνωστüς κυρßως ως ποιητÞς και δημοσιογρÜφος Ρþμος Φιλýρας (φιλολογικü ψευδþνυμο του ΙωÜννη Οικονομüπουλου) γεννÞθηκε το 1888 στο ΚιÜτο Κορινθßας και το 1902 εγκαταστÜθηκε με την οικογÝνειÜ του στον ΠειραιÜ, üπου ολοκλÞρωσε τις εγκýκλιες σπουδÝς του.  Η 1η εμφÜνισÞ του στο λογοτεχνικü χþρο πραγματοποιÞθηκε με πεζü που δημοσιεýτηκε στο περιοδικü της ΜυτιλÞνης, ΧαραυγÞ. ΜαθητÞς Γυμνασßου ακüμη, Üρχισε να συνεργÜζεται με περιοδικÜ κι εφημερßδες της εποχÞς (ΝουμÜς,  ΔιÜπλαση των Παßδων, Ακρüπολις, Πρüοδος, ΝÝα ΕλλÜς, Πατρßς, Ελεýθερον ΒÞμα, ΚαθημερινÞ, Ηγησþ, Εστßα, ΝÝα Εστßα, Κýκλος, Ξεκßνημα κ.Ü.), üπου δημοσßευσε ποιÞματα, χρονογραφÞματα και παρουσιÜσεις βιβλßων. Οι δημοσιεýσεις ποιημÜτων και πεζþν στη ΔιÜπλαση Των Παßδων, Þτανε πÜντα με το πραγματικü του üνομα. Απü το 1903 υιοθÝτησε το λογοτεχνικü ψευδþνυμο Ρþμος Φιλýρας για τα ποιÞματα που δημοσßευε στο λογοτεχνικü περιοδικü ΝουμÜς. Το 1911 εξÝδωσε τη 1η του ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο «Ρüδα Στον Αφρü». 
     Το 1916 διορßστηκε αρχικÜ αρχειοφýλακας και στη συνÝχεια γραφÝας στο Δικαστικü Σþμα Στρατοý. Την ßδια χρονιÜ εξÝδωσε το πεζü «Ο Θεατρßνος Της ΖωÞς» (1916). ¸φτασε ως το βαθμü του υπολοχαγοý και κατÜ τη διÜρκεια των Βαλκανικþν ΠολÝμων πολÝμησε στη Μακεδονßα και την ¹πειρο, που Ýπαθε κρυοπαγÞματα. Κεßνη τη περßοδο εξÝδωσε Üλλες 5 ποιητικÝς συλλογÝς: «Γυρισμοß» 1912-1918 (1919), «Οι Ερχüμενες» (1920), «Κλεψýδρα» (1921), «Πιερρüτος» (1922), «Θυσßα» (1923).
     Ο Ρþμος Φιλýρας ανδρþθηκε μες στο κλßμα των αλλεπÜλληλων πολÝμων που συγκλüνισαν την ελληνικÞ κοινωνßα κι ολüκληρο το κüσμο στις 2 1ες 10ετßες του 20οý αιþνα. ¸φηβος στρατιþτης στους βαλκανικοýς πολÝμους, ανθυπολοχαγüς τη περßοδο του Α' Παγκ. Πολ., ζει εκ των Ýσω την οδýνη του πολÝμου και μ' ευαισθησßα κι οξυδÝρκεια διαισθÜνεται και διαβλÝπει την αστÜθεια και τ' αδιÝξοδα των μελλοýμενων καιρþν.
     Το 1924 αποτÜχθηκε απü το στρατü λüγω ανßατης αφροδßσιας πÜθησης (σýφιλης). Το 1927 κλεßστηκε εθελοντικÜ στο ΔρομοκαÀτειο με προχωρημÝνη σýφιλη, ενþ Ýπασχε απü την ασθÝνεια Þδη 8 χρüνια προτοý εισαχθεß στο ßδρυμα. Τα 1α χρüνια στο ΔρομοκαÀτειο ο νους του δεν εßχε διαταραχθεß, σιγÜ-σιγÜ üμως Üρχισε να βυθßζεται στη παρÜνοια. 23 χρüνια Ýζησε με τη σýφιλη. ΠÝθανε στο ΔρομοκαÀτειο, μεσοýσης της γερμανικÞς κατοχÞς, στις 9 ΣεπτÝμβρη 1942.
     Την εποχÞ που ο Φιλýρας εισÜγεται στο ΔρομοκαÀτειο, χαßρει ιδιαßτερης εκτßμησης στη φιλολογικÞ ΑθÞνα της εποχÞς. Ο ΒÜρναλης χαρακτÞριζε τον Φιλýρα, Ρεμπþ της ΕλλÜδος, κÜτι που θα επισημÜνει κι ο ΜαλακÜσης, συσχετßζοντας την ποßησÞ του με το «ΜεθυσμÝνο ΚαρÜβι» του Ρεμπþ και τα «Ασματα του Μαλντορüρ» του Λωτρεαμüν. Τοποθετεßται στον κýκλο των λεγüμενων νεορομαντικþν ΕλλÞνων ποιητþν του ΜεσοπολÝμου, ανÜμεσα στους Λαπαθιþτη, ΟυρÜνη, ΚαρυωτÜκη, ¢γρα, ΚλÝωνα ΠαρÜσχο, ενþ επιρροÝς δÝχτηκε απü τους παλιüτερους ΜαλακÜση, Δροσßνη, ΓρυπÜρη, Πορφýρα και Üλλους.
     Εßναι Ýνας απü τους λογοτÝχνες της εποχÞς που νοσηλεýτηκαν κατÜ καιροýς στο ΔρομοκαÀτειο (μεταξý αυτþν οι Βιζυηνüς, ¢ριστος ΚαμπÜνης, ΜιχαÞλ ΜητσÜκης, ΓερÜσιμος Βþκος, ΧαλεπÜς) μερικÜ απü τα Ýργα των οποßων δημιουργÞθηκαν κατÜ τη διÜρκεια του εγκλεισμοý τους, σε περιüδους πνευματικÞς διαýγειας. Η κριτικüς της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας Λ. Τσιριμþκου μνημονεýει τη μακρüχρονη αντοχÞ των περισσοτÝρων στα ΕλληνικÜ ΓρÜμματα, παρÜ τη ψυχικÞ τους νüσο και σχολιÜζει πως επιπüλαιοι συσχετισμοß βßου κι Ýργου περιθωριοποßησαν επß μακρüν τον ΜητσÜκη στη περιοχÞ της «συμπαθοýς γραφικüτητας» Þ της «ιδιÜζουσας περßπτωσης», περιοχÞ στην οποßα καθηλþθηκε επßσης επß μακρüν ο Βιζυηνüς κι απü την οποßα επεßγει να εξÝλθει κι ο Φιλýρας.



     Ο ΚαρυωτÜκης Ýγραψε για το Φιλýρα το ποßημα με τον τßτλο «ΥποθÞκαι». Ο σκηνοθÝτης ΓιÜννης ΑναστασÜκης, που δραματοποιÞσε το 2009 τον βßο του ποιητÞ στο ιστορικü ßδρυμα στη παρÜσταση «Να Μου Στεßλετε Μια Ρεποýμπλικα!», σχολιÜζει: «Ο ΚαρυωτÜκης τον επισκÝφθηκε στο ΔρομοκαÀτειο και μετÜ Ýγραψε το ποßημα. ΛÝγεται üτι κι ο ΚαρυωτÜκης Ýπασχε απü σýφιλη και δεν Þθελε να Ýχει την ßδια κατÜληξη με τον Φιλýρα, πιθανþς αυτüς να Þταν κι ο βασικüς λüγος της αυτοκτονßας του». Το 1927 εισÞχθη ο Φιλýρας στο ΔρομοκαÀτειο, το 1928 αυτοκτüνησεν ο ΚαρυωτÜκης.

             Μοßρα ¢γει

Α, στο λαü πþς μ'Ýριξεν η μοßρα,
πþς μ' Ýκρουσε στη θεßαν ανατροφÞ
και μ' Üφησεν ο δýσμοιρος και πÞρα
τη χλεýη, τη βρισιÜ και τη ντροπÞ.

¼χλε λαÝ, βαρβÜρων σπÝρμα νüθο,
ποý την βρßσκεις την κρßση και χτυπÜς
στη ρßζα τον ακüρεστü μου πüθο.
Α, μαστροπÝ, στην Üβυσσο με πας!

(κι εδþ απαντÜ ο ΚαρυωτÜκης με τις…)

           ΥποθÞκαι

Οταν οι Üνθρωποι θÝλουν να πονεßς,
μποροýνε με χεßλιους τρüπους.
Ρßξε το üπλο και σωριÜσου πρηνÞς,
üταν ακοýσεις ανθρþπους.

Οταν ακοýσεις ποδοβολητÜ
λýκων, ο Θεüς μαζß σου!
Ξαπλþσου χÜμου με μÜτια κλειστÜ
και κρÜτησε την πνοÞ σου.

ΚρÜτησε κÜποιον τüπο μυστικü,
στον πλατý κüσμο μια θÝση.
Οταν οι Üνθρωποι θÝλουν το κακü,
του δßνουν üψη ν' αρÝσει.

Του δßνουν λüγια χρυσÜ, που νικοýν
με την πειθþ, με το ψÝμα,
üταν [οι] Üνθρωποι διαφιλονικοýν
τη σÜρκα σου και το αßμα.

Οταν Ýχεις μια παιδικÞ καρδιÜ
και δεν Ýχεις Ýνα φßλο,
πÞγαινε βÜλε βÝρα στα κλαδιÜ,
στη μπουτονÝρια σου φýλλο.

Ασε τα γýναια και το μαστροπü
Λαü σου, Ρþμε Φιλýρα.
Σε βÜραθρο πÝφτοντας αγριωπü,
κρÜτησε σκÞπτρο και λýρα.

     Πολý περισσüτερα, 350 και πλÝον, εßναι τα ποιÞματα που Ýγραψε μετÜ τον εγκλεισμü του στο ΔρομοκαÀτειο. Οσοι τον επισκÝπτονταν Ýφευγαν με χειρüγραφÜ του, λυρικÜ και παραληρηματικÜ ποιÞματα σκαλισμÝνα σε σημειωματÜρια, σε κουρελüχαρτα, σε κουτιÜ τσιγÜρων. Με τον ßδιο τρüπο δραπÝτευσε το ημερολüγιü του, το οποßο δημοσιεýθηκε σε συνÝχειες στη ΚαθημερινÞ το 1929 με τον τßτλο «Η ΖωÞ Μου Στο ΔρομοκαÀτειον».
     Με πρωτοβουλßα του Αιμßλιου Χουρμοýζιου, που εßχε επισκεφθεß τον ποιητÞ στο ψυχιατρεßο, η ΚαθημερινÞ δημοσßευσε το αυτοβιογραφικü αυτü κεßμενο απü τις 23 Ýως τις 29 Ιουνßου του 1929, συνοδεýοντας τις 1ες 2 δημοσιεýσεις με φωτογραφßες του ποιητÞ μÝσα απü το ΔρομοκαÀτειο.
     Ο σκηνοθÝτης Γ. ΑναστασÜκης σημειþνει üτι ο Φιλýρας ναι μεν εßναι κλεισμÝνος σε ψυχιατρεßο ανÜμεσα σε ψυχασθενεßς, η αγωνßα του üμως εßναι üτι «δεν εßναι τüσο τρελüς üσο θα ‘πρεπε, επειδÞ διαθÝτει μνÞμη. Οι Üλλοι εκεß μÝσα δε θυμοýνται την Ýξω ζωÞ. Αυτüς δεν ταυτßστηκε με τους Üλλους, Þταν μια περιπλανþμενη σκιÜ ποιητÞ ανÜμεσα σε ανθρþπους που Ýχουν χαθεß στο δικü τους κüσμο. Δεν ανÞκει λοιπüν οýτε στους Ýξω οýτε στους μÝσα. ΠολλÝς φορÝς πÝφτει σε αντιφÜσεις, αν θÝλει να ζÞσει Ýξω με τους γνωστικοýς, τους λογικοýς Þ να μεßνει εκεß μÝσα. Του αρÝσει να λÝει üτι Þταν επιλογÞ του το ΔρομοκαÀτειο. Ενας αυτεγκλεισμüς. Ισως, τελικÜ, Ýχουμε μια κλασικÞ περßπτωση ιδρυματοποßησης».

   «Οταν συνÞλθα -με μÜζεψαν κÜτι περαστικοß- τρικλßζοντας, τρÜβηξα για το ξενοδοχεßον μου. Απü τüτε κατÜλαβα üτι εßχα παραισθÞσεις. Κι Þλθα εδþ στο ΔρομοκαÀτειον με üλη τη θÝλησßν μου για να γßνω καλÜ».

   «ΠουθενÜ αλλοý το αßσθημα της ερημιÜς, της απομονþσεως, δεν εßνε τüσο οδυνηρÜ καταθλιπτικüν üσο εις το Üσυλο των παραφρüνων. ¼,τι χαρακτηρßζει την τρÝλλαν εßνε Ýνας απüλυτος κι αθþος εγωισμüς που αιχμαλωτßζει αδιÝξοδα την ψυχÞν μÝσα εις τον ßλιγγον των υποκειμενικþν παραισθÞσεþν της. ΚαμμιÜ επικοινωνßα με την πραγματικüτητα, καμμιÜ επαφÞ με τους “Üλλους”, κανÝνας τρüπος συνεννοÞσεως μεταξý του ενüς και του Üλλου τρελλοý».

    «ΠÜντως, πριν καν μπει μÝσα», επισημαßνει ο Γ. ΑναστασÜκης, «Ýκανε πρÜγματα που Ýδειχναν üτι δεν πÜει καλÜ. ΚατÜ τη διÜρκεια των Βαλκανικþν ΠολÝμων υπηρÝτησε στη 1η γραμμÞ ως Ýφεδρος ανθυπολοχαγüς, Ýχασε και 2 δÜχτυλα. Οταν τραυματßστηκε, απÝστειλε ο ßδιος τηλεγρÜφημα στην ΑθÞνα üτι πÝθανε. Μüλις που πρüλαβε τη δημοσßευση νεκρολογιþν, δικαιολογοýμενος üτι… αστειευüταν».

[…]Αýριο οι εφημερßδες θα εßχαν τη νεκρολογßα του. Και ω του θαýματος! Την Üλλη μÝρα οι εφημερßδες αφιÝρωναν στÞλες ολüκληρες στην ΤραγικÞν αυτοκτονßαν. Οι συγγενεßς κι οι φßλοι του ΓαλαζÞ πλημμýριζαν το σπßτι του σε ομÜδες. ΠÜει ο ΓαλÜζÞς! ΔÜκρυα, λýγμοß, λιποθυμßες εμπροστÜ στη θýρα.
     ΕπÜνω στο πÜτωμα του αντρÝ ο αθεüφοβος ΓαλαζÞς εßχε χαρÜξει απü καιρü την ΠεντÜλφα της Αρλοýμπας, που τþρα τη διασκÝλιζαν χωρßς υποψßα τüσοι Üνθρωποι, τη στιγμÞ που αυτüς στο νοσοκομεßο γελοýσε -στο χÜδι των αγαθþν γονιþν, το πλατý γÝλιο του Χαχαμßου.

        (απü το πεζü αυτοβιογραφικοý χαρακτÞρα, «Ο Θεατρßνος Της ΖωÞς» 1916).


     Τα ÜπαντÜ του επιχεßρησε να συγκεντρþσει και κυκλοφüρησε το 1939 ο Αιμßλιος Χουρμοýζιος, που εßχε απευθýνει Ýκκληση σε üσους εßχαν χειρüγραφα του ποιητÞ να του τα αποστεßλουν. ΜεσολÜβησε üμως ο πüλεμος κι η προσπÜθεια Ýμεινε ημιτελÞς. Το 1974 ο ποιητÞς ΤÜσος Κüρφης εξÝδωσε 70 απü τα ποιÞματα που εßχε γρÜψει ο Φιλýρας κατÜ τη διÜρκεια του 15Üχρονου εγκλεισμοý του στο Δρομοκαßτειο (Ρþμος Φιλýρας: ΣυμβολÞ στη ζωÞ και το Ýργο του). ΑνÝκδοτα ποιÞματÜ του εξÝδωσε πολý αργüτερα ο ΝαπολÝων Παπαγεωργßου (Πορτραßτα & ΚειμÞλια, 1981).



     Το 2007 κυκλοφüρησε απü τις εκδüσεις Καστανιþτη το βιβλßο «Η ΖωÞ Μου Εις Το ΔρομοκαÀτειον» κι Üλλα αυτοβιογραφικÜ που περιλαμβÜνει 3 αφηγηματικÜ κεßμενα. «O Θεατρßνος Της ΖωÞς», που κυκλοφüρησε αυτοτελþς το 1916.  «Η ΠαρÜδοξη Αυτοβιογραφßα Του Ποιητοý Ρþμου Φιλýρα», που δημοσιεýτηκε 1η φορÜ στην εβδομαδιαßα εφημερßδα ΟικογÝνεια, το 1927. Και το «Η ΖωÞ Μου Εις Το ΔρομοκαÀτειον», που δημοσιεýθηκε 1η φορÜ σε συνÝχειες στη ΚαθημερινÞ το 1929, 2 χρüνια μετÜ την εισαγωγÞ του ποιητÞ στο ßδρυμα.
     Το 2013, με αφορμÞ τα 70 χρüνια απü τον θÜνατü του το 2012, κυκλοφüρησαν σε 2τομη συγκεντρωτικÞ Ýκδοση, με την επιμÝλεια του Χ. Λ. ΚαρÜογλου και της Αμαλßας ΞυνογαλÜ, τα ποιÞματα των 6 εκδομÝνων ποιητικþν συλλογþν του κι üλα τα ποιÞματα τα εγκατεσπαρμÝνα σε περιοδικÜ κι εφημερßδες της εποχÞς του. Η Ýκδοση ολοκληρþνεται με ευρετÞρια τßτλων και 1ων στßχων, σημειþσεις και γλωσσÜρι. Ο βιβλιογραφικüς μüχθος των επιμελητþν εßναι τιτÜνιος, δεδομÝνων των δυσκολιþν ανεýρεσης πολλþν αυτογρÜφων του Φιλýρα. Δεν κατÜφεραν να τα εντοπßσουν üλα και το ομολογοýν. Τα ευρεθÝντα που δημοσιεýουν üμως υλοποιοýν το αρχικü σχÝδιο του Χουρμοýζιου και αρκοýν για την επανεκτßμηση μιας πολý ενδιαφÝρουσας αλλÜ ξεχασμÝνης λυρικÞς φωνÞς.
     Ο Ρþμος Φιλýρας τοποθετεßται στον κýκλο των λεγüμενων νεορομαντικþν ΕλλÞνων ποιητþν του ΜεσοπολÝμου, ανÜμεσα στους Λαπαθιþτη, ΟυρÜνη, ΚαρυωτÜκη, ¢γρα, ΚλÝωνα ΠαρÜσχο, ενþ επιρροÝς δÝχτηκε απü τους παλιüτερους ΜαλακÜση, Δροσßνη, ΓρυπÜρη, Πορφýρα κι Üλλους. ΕπηρεÜστηκε, επßσης, Ýντονα απü το ρεýμα του συμβολισμοý κι υπÝταξε τη τεχνικÞ της γραφÞς του και τη γλωσσικÞ του Ýκφραση στην ανÜγκη να μεταδþσει τα συναισθÞματÜ του με Üμεσα αντιληπτü τρüπο. Στο Ýργο του υμνεß την ομορφιÜ της φýσης και της γυναßκας και προσπÜθησε να συλλÜβει και να μεταδþσει μια ιδανικÞ εικüνα τους, που να υπερβαßνει τα συμβατικÜ πλαßσια.


                   To ΔρομοκαÀτειο την εποχÞ του Βιζυηνοý

     Το 1939, ο ποιητÞς Ρþμος Φιλýρας (κατÜ κüσμον ΙωÜννης Οικονομüπουλος) εßναι 50 ετþν και βρßσκεται Þδη, λüγω σýφιλης, 12 χρüνια στο ΔρομοκαÀτειο (την εμπειρßα του την Ýχει ο ßδιος αφηγηθεß και το κεßμενο το Ýχει εκδþσει μαζß με κÜποια Üλλα ο ΓιÜννης Παπακþστας: Η ζωÞ μου εις το ΔρομοκαÀτειον κι Üλλα αυτοβιογραφικÜ, Καστανιþτης, 2007). Σε 3 χρüνια, μεσοýσης της ΚατοχÞς, θα πεθÜνει. Το 1939, ωστüσο, προλαβαßνει να δει δημοσιευμÝνο τον Α' τüμο των ποιημÜτων και των πεζþν του, αυτþν που εßχε δημοσιεýσει πριν απü το φρενοκομεßο, σε επιμÝλεια και με εισαγωγÞ του φßλου του Αιμßλιου Χουρμοýζιου, στις εκδüσεις Γκοβüστη. Στüχος του Χουρμοýζιου εßναι να δημοσιεýσει τα ¢παντα του Φιλýρα, αλλÜ τον προλαβαßνει ο πüλεμος. Το σχÝδιü του Ýρχεται ωστüσο σε αντßθεση με εκεßνο του ΜαλακÜση, επßσης φßλου του Φιλýρα, που θεωρεß üτι πρÝπει να γßνει επιλογÞ κι ανθολüγηση του Ýργου του, ισχυριζüμενος μÜλιστα üτι αυτÞ Þταν κι η εκπεφρασμÝνη βοýληση του ßδιου του ποιητÞ. ¼πως και να Ýχει, ως πριν απü λßγους μÞνες, οπüτε και κυκλοφüρησε η δßτομη συγκεντρωτικÞ Ýκδοση των ποιημÜτων του Φιλýρα απü τους Χ. ΚαρÜογλου και Α. ΞυνογαλÜ, με τη διευκρßνιση üτι πρüκειται πÜντα για τα ευρεθÝντα ως τη στιγμÞ που μπÞκε μια τελεßα στο Ýργο τους, κανÝνα ολοκληρωμÝνο σχÝδιο Ýκδοσης του Ýργου του Φιλýρα δεν εßχε ευοδωθεß. Τις πρþιμες προσπÜθειες, τις καλÝς προθÝσεις αλλÜ και τις εκδüσεις που προηγÞθηκαν της συγκεντρωτικÞς αυτÞς Ýκδοσης τις καταγρÜφουν οι επιμελητÝς στην εισαγωγÞ τους: το ενδιαφÝρον του Γ. Σαββßδη, τις εκδüσεις των Τ. Κüρφη, Ν. Παπαγεωργßου και Σ. Κüλλια, τις συνεισφορÝς αρχεßων κι ιδιωτþν στη δικÞ τους Ýκδοση -ο Χουρμοýζιος εßχε επßσης κÜνει Ýκκληση προς üλους üσους εßχανε στα χÝρια τους ποιÞματα του Φιλýρα, ο οποßος στο ΔρομοκαÀτειο τα δþριζε, γραμμÝνα σε κÜθε εßδους χαρτιÜ και χαρτÜκια, στους επισκÝπτες του.
     Οι επιμελητÝς μüχθησαν πραγματικÜ για να συγκεντρþσουν απü ποικßλα Ýντυπα και πηγÝς τα ποιÞματα του, της Β' περιüδου ειδικÜ, πολλÜ απü τα οποßα εßναι Þ παραδßδονται αποσπασματικÜ. ΕπιλÝγουν να παρουσιÜσουν το σýνολο των ευρεθÝντων ποιημÜτων, συμφωνþντας με τον Χουρμοýζιο εντÝλει κι üχι με τον ΜαλακÜση, αλλÜ και με τον ΣυκουτρÞ, üπως σημειþνουν, που θεωρεß üτι η Ýκδοση του Ýργου ενüς συγγραφÝα πρÝπει να περιλαμβÜνει το σýνολο των κειμÝνων του, ακüμη κι αυτþν που τον εκθÝτουν. Η εκδοτικÞ τους δουλειÜ παρουσιÜζεται αναλυτικÜ, οι παρεμβÜσεις τους και, κυρßως, οι μη παρεμβÜσεις τους, στη στßξη λüγου χÜρη, που γßνεται πολý ιδιαßτερη προúüντος του χρüνου με τα πολλÜ κüμματα. Υποστηρßζοντας τον αναγνþστη με ευρετÞρια και σημειþσεις, αλλÜ και γλωσσÜρι στο τÝλος, ανοßγουν με την ÝκδοσÞ τους τον δρüμο για μελλοντικÝς δουλειÝς πÜνω στο Φιλýρα αλλÜ και στον παραγνωρισμÝνο μεσοπüλεμο.



     Με τον Φιλýρα, μορφÞ εκκεντρικÞ που προκαλοýσε συχνÜ τον χλευασμü των συγχρüνων του, ασχολÞθηκαν πολλοß κριτικοß και πολý νωρßς, ο ΤÝλλος ¢γρας, ο ΚλÝωνας ΠαρÜσχος. Τονε κρÜτησαν, üπως και τüσους Üλλους, στη συζÞτηση περß τον μεσοπολεμικü λυρισμü, οι ανθολογßες: η ΧαμηλÞ ΦωνÞ του Μανüλη ΑναγνωστÜκη, Οι ποιητÝς του μεσοπολÝμου κι οι ΚυριακÝς μες στο χειμþνα του ΣωτÞρη ΤριβιζÜ, η παρουσßασÞ του απü τον ΓιÜννη ΔÜλλα στη σειρÜ «Εκ νÝου» των εκδüσεων Γαβριηλßδη. ΣÞμερα Ýχουμε την ευκαιρßα να προσεγγßσουμε ολοκληρωμÝνο το Ýργο του και να σχηματßσουμε ο καθÝνας τη δικÞ του εικüνα για τον ποιητÞ -που ο Κ.Θ. ΔημαρÜς θεωροýσε ρηχü κι Ýξω απü τον καιρü του, ο Λßνος Πολßτης επεσÞμαινε την ειρωνεßα και τον σαρκασμü του ως στοιχεßα νεωτερικÜ κι ο Κþστας Στεργιüπουλος τον ενÝταξε στην ανανεωμÝνη παρÜδοση του νεορομαντισμοý και του νεοσυμβολισμοý-μετασυμβολισμοý.
     Ο ΜιλτιÜδης ΜαλακÜσης κι ο Κþστας ΒÜρναλης τον Ýλεγαν «Ρεμπþ» της ΕλλÜδας και Ρεμπþ σßγουρα ο Φιλýρας δεν εßναι, σε κανÝνα επßπεδο, ενüρασης και ποιητικÞς. ΜÜλλον πλησιÜζει τους φανταιζßστες των αρχþν του αιþνα, με το αßτημÜ τους για την απελευθÝρωση του νου και της καρδιÜς που μπορεß να προσδþσει νÝες üψεις στον κüσμο -τους γνþριζε δε απü νωρßς, το μαρτυρÜ η μετÜφραση του ΒερερÝν που συγκαταλÝγει Þδη στα «Ρüδα Στον Αφρü» του 1911. Ο ΒÜρναλης πÜλι τον συγκρßνει με τον ΚαρυωτÜκη  -κÜνοντας μια πολý ωραßα επισÞμανση: «Η ποßησÞ του κινιÝται κατακüρυφα προς τα ýψη, και του ΚαρυωτÜκη κÜθετα προς τον τÜφο». Δε γνωρßζουμε αν ισχýει η αρχικÞ παρατÞρηση του ΒÜρναλη: üτι ο ΚαρυωτÜκης μισοýσε τη ζωÞ και ο Φιλýρας πρÜγματι πολý την αγαποýσε. Μπορεß και το αντßθετο, με δεδομÝνο το ρομαντικü αßτημα του απüλυτου στον ΚαρυωτÜκη και τη «γεýση πßκρας κι απογοÞτευσης, μια θλßψη για τα χαμÝνα ιδανικÜ», που επισημαßνει ο Λßνος Πολßτης στον Φιλýρα, γνωρßσματα που συνÜδουν προς την εικüνα του ως φασουλÞ, πιερüτου αλλÜ και Μþμου -στον οποßο συναντÜ φυσικÜ τον ΒÜρναλη. ¼πως και να ‘χει, ο Φιλýρας γρÜφει μια ποßηση των σαλονιþν, στα οποßα Üλλωστε σýχναζε και μια ποßηση του ανοιχτοý χþρου που εßναι τüσο πιο αυθεντικÞ üσο καταγρÜφει βιωμÝνες αστικÝς εικüνες, μια ποßηση ερωτικÞ και φαντασιωτικÞ και μια Üλλη Ýντονα αυτοαναφορικÞ, που ο ßδιος αυτοπροσδιορßζεται συχνÜ ως τρελüς και μÜλιστα πολý πριν κλειστεß στο Üσυλο, αλλÜ κι ως παλιÜτσος -δηλþνοντας Ýτσι με τρüπο απüλυτα νεωτερικü και τη περιθωριοποßησÞ του αλλÜ και την αναßρεση της τÝχνης καθαυτÞς σε επßπεδο αισθητικü, üπως λÝει ο Σταρομπßνσκι στο εμβληματικü βιβλßο του «Το Πορτραßτο Του ΚαλλιτÝχνη Ως ΣαλτιμπÜγκου».
     Με φüρμες και ρυθμοýς ποικßλους, με στßχους που κουτσαßνουν επßτηδες Þ απü αδυναμßα αλλÜ και συχνÜ φÝρνουνε στο τραγοýδι, δημοτικιστÞς και γλωσσοπλÜστης, ο Φιλýρας δε φοβÜται να παßξει με τις μορφÝς üσο και να αναμεßξει τα γλωσσικÜ επßπεδα -να γρÜψει στη καθαρεýουσα Þ να σωρεýσει δÜνειες λÝξεις, που μαρτυροýν, μαζß και με τις μεταφρÜσεις του, τη γνþση του κυρßως της γαλλικÞς (βλ. π.χ. το ενδιαφÝρον ποßημα «Οι μ' εν' üνομα, αστÝρες» αλλÜ και το «κι η Βρισηßδα, ΟυγγαρÝζα, Πρþσα», με την επιφýλαξη πÜντα üτι ορισμÝνες επιλογÝς δεν προκýπτουν απλþς απü την ασθÝνειÜ του).
     ΠροσκολλÜται επßσης σε σημαντικÝς για τη κοσμοαντßληψÞ του λεξιλογικÝς επιλογÝς, διαχρονικÜ Þ εποχιακÜ: στο επßθετο «μÜγος» και üχι μαγικüς, που το κλßνει και στο θηλυκü και στο ουδÝτερο σε üλο το Ýργο του, στο επßθετο «ολÜπαλος» τη περßοδο πριν το φρενοκομεßο, που σηματοδοτεß τη πολυσημßα της απαλüτητας στην αντßληψÞ του για το ωραßο στη συγκεκριμÝνη περßοδο (βλ. και το ποßημα «Στην απαλοσýνη σου»). Αν το επßθετο μÜγος δηλþνει την υπερβατικüτητα στην οποßα τεßνει η ποßησÞ του, ως πρüθεση ενßοτε, μια Üλλη λÝξη μοιÜζει να βρßσκεται στο κÝντρο της ποιητικÞς του αντßληψης, Üμεσα συνδεüμενη με τα ýψη που επισημαßνει ο ΒÜρναλης: εßναι η λÝξη «αιθÝρας» και δηλþνει απü Üλλη σκοπιÜ την υπÝρβαση, την αναζÞτηση του ýψους και της ανÜτασης που χαρακτηρßζει τη ποßησÞ του, απü τη 1η αρχÞ της, μαζß με κεßνη του φωτüς και του ρυθμοý (βλ. τα ποιÞματα «ΦωτολÜτρης» και «Ρυθμüς» στα Ρüδα στον αφρü, αλλÜ και πολλÜ Üλλα στη β´ περßοδο, üπως το ποßημα «Στα ýψη»). Στους Γυρισμοýς, πÜντως, η ανÜγκη αυτÞ για ουρανü, üπως θα την ονομÜσει μετÝπειτα ο Σαχτοýρης, δßνει Ýνα σονÝττο-αυτοπροσωπογραφßα, το «ΥπερÜνω», που «επÜνω απ' της Αβýσσου τ' Üγρια σκüτη / και πÝρα απü του πλÞθους τη βοÞ» (αυτü το τρομερü πλÞθος που τον στοιχειþνει αλλÜ και συστηματικÜ το προκαλεß) καταλÞγει:

Κι αν η πßστη στη χßμαιρα Üλλης πλÜσης,
δε γλυκÜνει την πßκρα στη ψυχÞ,
Ανυπαρξßα, κι αν δεν μας ξεγελÜσεις

οι κοσμικοß κι οι απüκοσμοι μαζß
να ποýμε πως εζÞσαμε σε αμÜχη,
μÝσα, μα και σαν Ýξω απ' τη ΖωÞ!

     Αν ο Φιλýρας Þτανε ζωγρÜφος, πολýς λüγος θα γινüτανε σε κÜθε περßπτωση για τις προσωπογραφßες και τις αυτοπροσωπογραφßες του. Προσωπογραφßες γυναικþν πολý υπαρκτþν κι Üλλων φανταστικþν, με üρους που παρÜ τις βουκολικÝς, ενßοτε και πετραρχικÝς -και üχι μüνο λüγω σονÝτου- αντηχÞσεις τους, παραπÝμπουν με τον ιδανισμü τους στη ποßηση των τροβαδοýρων. Προσωπογραφßες φßλων κι αγαπημÝνων προσþπων, ελÜχιστων ιστορικþν μορφþν, üπως ο ΚεμÜλ Þ ο ΣτÜλιν, ομοτÝχνων, αγαπημÝνων ποιητþν και δικÝς του φυσικÜ, του «Γüη» στο ομþνυμο ποßημα στα Ρüδα στον αφρü του 1911, του Πιερüτου του 1922 κι üλων üσων ακολουθοýν σε ποιÞματα της ΑποκριÜς {üπως το «ΑποκριÜτικο» (1927), που κλεßνει με τον στßχο: «¢νθρωπε, χÜσκε ωσποý ν' ανÝβεις στον αιθÝρα»} Þ μüνοι τους, μαζß με φασουλÞδες και τον Μþμο. ΑυτÞ ακριβþς η διÜσταση ανÜμεσα στα πρüσωπα παρουσιÜζει ενδιαφÝρον κι αξßζει να εξεταστεß σε σχÝση με τη κÜθετη διÜσταση που ενþνει τα ποθητÜ ýψη και τον αιθÝρα με το βÜθος των ωκεανþν αλλÜ και της γης: αναδεικνýει τη περιθωριακÞ θÝση του καλλιτÝχνη, τον διχασμü του που Ýχει επισημÜνει και σχολιÜσει ο ΓιÜννης ΔÜλλας και την απελπισßα του μπρος üχι μüνο στη κοινωνßα αλλÜ και στον ßδιο το λüγο. ΑυτÞ την απελπισßα εκφρÜζει ωραßα το πικρü ποßημα «Δεν Ýφτασα ψηλÜ» (1940):

Με τα λειψÜ μου τα φτερÜ, αχ δεν ανÝβηκα ψηλÜ
δεν Ýζησα πλατιÜ, γοερÜ, δεν Ýκραξα στ' αστÝρια,
δεν πÝταξα σ' Üλληνε γη, δεν Üκουσα να μου μιλÜ
κÜποιο πουλß που φþναζε σ' ουρανικÜ λημÝρια.

Δεν Ýκρουσα την Üρπα μου σ' ουρÜνιους σκοποýς,
δε ρýθμισα το στßχο μου σε νüτα μαγεμÝνη
και δεν απüσταξα χυμοýς απü καρποýς κι οποýς
που σýνθεση πρωτüφαντη να φτιÜξω ονειρεμÝνη.

     Η φωνÞ του Φιλýρα εßναι μια γνÞσια ποιητικÞ φωνÞ που χαρακτηρßζεται απü πηγαßο λυρισμü. Θεωρεßται üτι ανÞκει στον κýκλο των λεγüμενων νεορομαντικþν και νεοσυμβολιστþν ΕλλÞνων ποιητþν του ΜεσοπολÝμου και συγκαταλÝγεται ανÜμεσα στους Λαπαθιþτη, ΟυρÜνη, ΚαρυωτÜκη, ¢γρα, ΚλÝωνα ΠαρÜσχο ενþ επιρροÝς δÝχτηκε απü τους παλιüτερους ΜαλακÜση, Δροσßνη, ΓρυπÜρη, Πορφýρα και Üλλους. Η ποßησÞ του κινεßται στην ατμüσφαιρα του ρεýματος του συμβολισμοý, αν και πολý συχνÜ δεν υπαινßσσεται τα αισθÞματÜ του μÝσω συμβüλων απü τη φýση, αλλÜ μιλÜει ξεκÜθαρα για αυτÜ.
     ΔιÜχυτη θλßψη και μελαγχολßα, ονειρικÞ ατμüσφαιρα, καταφυγÞ στην ομορφιÜ και την αγνüτητα της φýσης, εξιδανßκευση του Ýρωτα και της γυναßκας, μουσικüτητα και μελωδικüτητα στο στßχο, χρÞση δικοý του λεξιλογßου και κατασκευÞ λÝξεων, εξομολογητικüς, χαμηλüφωνος τüνος του ποιητικοý υποκειμÝνου που ως "εγþ" και απευθýνεται στο "εσý" εßναι κÜποια απü τα χαρακτηριστικÜ της ποßησÞς του. Μια ζωÞ ονεßρου κι εφιÜλτη, Ýνας Üνισος δημιουργüς που üμως Ýχει πολλÜ ακüμη να μας πει κι η παροýσα εξαιρετικÞ Ýκδοση επιτÝλους του το επιτρÝπει.


Χειρüγραφο ποßημÜ του, πÜνω αριστερÜ, φαßνεται η σφραγßδα του Ιδρýματος

     Το ιδιαßτερο με τον Φιλýρα εßναι πως απü τüτε που τον Ýκλεισαν στο ¢συλο, χÜριζε ποιÞματÜ του, με τις φοýχτες μÜτσα τσαλακωμÝνα χαρτιÜ, σε üποιον τον επισκεπτüταν. ΠοιÞματα Üλλοτε μεγαλοφυÞ κι Üλλοτε παραληρηματικÜ συχνÜ και τα δυο μαζß, Üλλα μισοτελειωμÝνα κι Üλλα καθαρογραμμÝνα. ΠολλÜ απ' αυτÜ δημοσιεýτηκαν σ' Ýντυπα της εποχÞς, Üλλα λανθÜνουν και κανεßς δε ξÝρει πüσα τÝτοια χαρτιÜ βρßσκονται σε χÝρια ιδιωτþν και πüσα Ýχουν χαθεß και πεταχτεß. Οπüτε, κανεßς δε μπορεß να βεβαιþσει üτι δε θα βρεθοýν αýριο κι Üλλα.
     Ο ΒÜρναλης θεωροýσε ΚαρυωτÜκη και Φιλýρα, σαν τους δυο σημαντικüτερους ποιητÝς του μεσοπολÝμου: Ο Ýνας [ΚαρυωτÜκης] μισοýσε τη ζωÞ, ο Üλλος [Φιλýρας] την αγαποýσε. Αλλ' üλη του η ζωÞ Þταν ο εαυτüς του. ¸ξω απ' τη φýση αγνοοýσε τους ανθρþπους. Κι απü τους ανθρþπους μονÜχα τις γυναßκες αγαποýσε -κι αυτÝς της φαντασßας του. Ενþ ο ΚαρυωτÜκης δεν Ýβλεπε πουθενÜ το ιδανικü. Τουναντßον τα μßκραινε και τα ξεγýμνωνε üλα απü κÜθε λÜμψη -ακüμα και τις γυναßκες. Ο Φιλýρας Þταν ευχαριστημÝνος με τον εαυτü του. ΜεγαλομανÞς, «γüης» και καταχτητÞς οραμÜτων. Η ποßησÞ του κινιÝται κατακüρυφα προς τα ýψη· και του ΚαρυωτÜκη κÜθετα προς τον τÜφο.

¸τσι και μες στα στÞθια μου σα Γßγαντες παλεýουν
η φλüγα με τη σκÝψη μου σε θλιβερü σκοπü
κι ωιμÝ δεν ξÝρω τι Ýχουνε, δεν ξÝρω τι γυρεýουν.
Να με συντρßψουν θÝλουνε, δεν ξÝρω και πονþ.

(το Ýγραψε 15 ετþν, το 1903).

     ΠÜρα πολλÜ ποιÞματα Þτανε γραμμÝνα για γυναßκες, συνÞθως ιδανικÝς και πολλÜ Ýχουνε γυναικεßο üνομα για τßτλο, üπως:

                      ΜαφÜλντα

Στη σκÜλα εφÜνης του μαρμÜρινου μεγÜρου
με το χρυσüυφο φüρεμα σαν πριγκηπÝσσα
παραμυθιþν, με το πουρποýλισμα ενüς γλÜρου
που στου πελÜου την απλωσιÜ πετÜει μÝσα.

Σαν πλασμÝνη απü μÜρμαρο της ΠÜρου
φßνα κορμοστασιÜ, τρÝμει η ανÝσα
στο κοραλÝνιο χεßλι, του λαβÜρου
κýματα η φορεσιÜ σου -Ýγια λÝσα.

Και στο χορü πετÜς το σþμα ως τüπι·
τρεμουλÜει το στÞθος και σπαρÜζει
στης ορχÞστρας το ρυθμικü μαρÜζι.

Απü τα τζÜμια φαßνονται Üλλοι τüποι
και ταξιδεýει ο νους εκεß που μüνο
η ρÝμβη βαλσαμþνει κÜθε πüνο.

     Ο Φιλýρας Þταν εýκολος στüχος για την πρüγκα των Αθηναßων της δεκαετßας του 1920. ¸λεγε πως εßναι απüγονος βυζαντινþν αυτοκρατüρων κι αρραβωνιαστικüς της πριγκßπισσας ΙολÜνδης, εßχε ιδρýσει το Φεμινιστικü Κüμμα ΕλλÜδος κι Ýστελνε ανακοινþσεις στις εφημερßδες ως Αρχηγüς της ¸κτης ΚαταστÜσεως. Αν αυτÜ τα πßστευε üντως Þ αν το Ýκανε μüνο και μüνο για τη πλÜκα δε θα το μÜθουμε ποτÝ, αλλÜ τα σýνορα της φαντασßας με τη πραγματικüτητα δεν Þτανε πολý καθαρÜ. ¸να περιστατικü απü τη ζωÞ του μου φαßνεται χαρακτηριστικü. ΚÜποτε Þταν στο στρατü, ανθυπολοχαγüς-αρχειοφýλαξ. Παραπονιüταν üτι το φαγητü στη λÝσχη των κατþτερων αξιωματικþν δεν Þτανε τüσο καλü üσο στη χωριστÞ αßθουσα των ανþτερων. Μια και δυο, πÜει σ' Ýνα στρατιωτικü ραφτÜδικο, αγορÜζει επωμßδες συνταγματÜρχη, ξηλþνει τις δικÝς του και τις ρÜβει στη στολÞ. Οπüτε, πηγαßνει στη ΛÝσχη (στο σημερινü ¢ττικα) και στρþνεται στη καλÞ αßθουσα. Για κακÞ τýχη, σε λßγο Þρθε Ýνας αληθινüς συνταγματÜρχης, ο φροýραρχος Αθηνþν και του κßνησε τη περιÝργεια αυτüς ο Üγνωστος ομοιüβαθμüς του που οýτε καν τον χαιρÝτησε. Ο φροýραρχος φþναξε τον φαντÜρο της υπηρεσßας να τον ρωτÞσει ποιος εßναι ο Üγνωστος. ΚÜπου εκεß κατÜλαβε ο Φιλýρας üτι κÜτι δεν πÜει καλÜ, πλÞρωσε βιαστικÜ και σηκþθηκε να φýγει, αλλÜ ο φροýραρχος Üφησε το φαÀ του στη μÝση και τον ακολοýθησε. Κατεβαßνοντας στο δρüμο, ο Φιλýρας το Ýβαλε στα πüδια -στο κατüπι ο φροýραρχος κι οι διαβÜτες εßδαν το σπÜνιο θÝαμα να κυνηγιοýνται ξεσκοýφωτοι δυο συνταγματαρχαßοι στην οδüν Πανεπιστημßου!
     Μ' αυτÜ και μ' αυτÜ, χαμüς γινüταν κÜθε φορÜ που εμφανιζüταν ο Φιλýρας στα ΔαρδανÝλλια, üπως λεγüταν η περιοχÞ στην αρχÞ της Πανεπιστημßου (στο ýψος της Βουκουρεστßου και της Κριεζþτου) üπου τα δυο μεγÜλα αντικρινÜ καφενεßα, ΓιαννÜκη και ΝτορÝ. Ο καθÝνας, για να κÜνει το κομμÜτι του στη παρÝα του, θεωροýσε απαραßτητο να πειρÜξει τον Φιλýρα λÝγοντÜς του κÜτι για το ΒυζÜντιο -και να τον βρßσει αν δεν Ýπαιρνε απÜντηση. ¸χω μÜλιστα την αßσθηση üτι λßγο-πολý με τη θÝλησÞ του κλεßστηκε στο ßδρυμα, üπου εßχε προνομιακü καθεστþς μια και του επÝτρεπαν να δημοσιεýει σε περιοδικÜ κι εφημερßδες τις εντυπþσεις του. Σε Ýνα μÜλιστα τÝτοιο Üρθρο τοποθετεß την αρχÞ της τρÝλας του σε μια πÝτρα που Ýφαγε κατακοýτελα σε ηλικßα εφτÜ χρονþν. ΘÝλω να πω, Üλλοι τρüφιμοι διαμαρτýρονται üτι κακþς τους Ýχουνε κλεßσει μÝσα, κεßνος αντßθετα επÝμενε üτι εßναι τρελüς απü πολλÜ χρüνια -εßχε βρει την ησυχßα του, τους φßλους του, μακριÜ απü τον μαστροπü λαü. Και για να τελειþσω μ' Ýνα  αξιοπερßεργο, ο Φιλýρας Ýχει γρÜψει και σονÝτο αφιερωμÝνο στον ΙωσÞφ ΣτÜλιν, αν και διαφορετικü απü τα ποιÞματα του εßδους αυτοý:

                      Στον ΣτÜλιν

Μαýρη ¢ρκτος, στο βρÜχο του ΚαυκÜσου,

στην Οδησσü και στη Νοβοροσßσκη,
Üλλον, σÞμερα, η ζÞτηση, δε βρßσκει
ΜÝγαν, σ' Ýντονη δýναμη, του ¢σου,

Διαβαßνει, η Ανθρωπüτης κι απεικÜσου
ξανÜ, στα πüδια σου, ο λαμπρüς, και μνÞσκει,
Üναυδη, μπρος, στο θρßαμβο, της χαρÜς Σου,
Μπüλσεβε, στο τρακÜρισμα, και θνÞσκει.

Τα Σýμπαντα, οι Αρκτοýροι κι οι ΣτοιβÜδες,
οι ΑντÜρηδες με τις ΑμαδρυÜδες,
οι Φαýνοι, οι Σεληνοß στα λευκÜ νÝφη

κροýουν, των Πρßμων, το κρουστü το ντÝφι
και μαζεýουν, απü τα Κυβερνεßα,
των περεολουκþν, στρατοýς, πηνßα.

     Με τη ποιητικÞ του συλλογÞ «Ρüδα Στον Αφρü». εγκαινιÜζεται κι η παρουσßα του μετασυμβολισμοý και του νεορομαντισμοý στην ΕλλÜδα. Σýμφωνα με δικÞ του μαρτυρßα, ο Φιλýρας, Ýφαγε την «πετριÜ» του ποιητÞ üταν σε ηλικßα 7 χρονþν Ýφαγε πραγματικÜ μια πÝτρα στο κεφÜλι απü κÜποιον φßλο του. Κι Ýτσι ξεκßνησε η ποßηση...
     Η εξωτερικÞ του εμφÜνιση, τα υπερμεγÝθη γυαλιÜ με τους χοντροýς φακοýς, η μπÝρτα κι η Ýξαλλη ματιÜ τονε καθιστοýσανε συχνÜ αντικεßμενο ποιητικþν κι üχι μüνο χλευασμþν. Ο Φιλýρας üμως θαýμαζε. Θαýμαζε τη ποßηση και τους ποιητÝς. Θαýμαζε τις γυναßκες και τις ανÞγαγε σε μυθικÜ επßπεδα. Γι' αυτü στα ποιÞματÜ του συναντÜμε τüσες ΔουλτσινÝες, ΜελαχρινÝς, ΞανθÝς, ΤσιγγÜνες, νεραúδες σε οργασμü. Θαýμαζε τους συναδÝλφους του ποιητÝς και γι' αυτü δε φειδüταν χαρακτηρισμþν, «μ' ανακÞρυξε, θυμÜμαι, απερßφραστα, ΣÝλλεû της ΕλλÜδος!», αναφÝρει ο Λαπαθιþτης για τη 1η συνÜντησÞ του με τον Φιλýρα.
     Υποχρεþθηκε, μολονüτι φριχτÜ μýωψ, να υπηρετÞσει στους Βαλκανικοýς και μÜλιστα τοποθετÞθηκε στη 1η γραμμÞ και στα χιüνια της ΜανωλιÜσσας εξαιτßας κρυοπαγημÜτων, του Ýκοψαν δυο δÜχτυλα του ποδιοý. Τüτε αποφÜσισε ν' αυτοκτονÞσει τον επινοημÝνο εαυτü του, τον Ρþμο Φιλýρα, που Þτανε ψευδþνυμο. Ο στρατιþτης λοιπüν ΙωÜννης Οικονομüπουλος ανακοßνωσε με τηλεφþνημα στις εφημερßδες üτι ο ποιητÞς Ρþμος Φιλýρας αυτοκτüνησε. ΠανικοβλÞθηκαν οι γνωστοß και φßλοι ψÜχνοντας τα αγγελτÞρια θανÜτου. Ο πüλεμος σκοτþνει τους ποιητÝς!
     Στο ζενßθ της σýφιλης και λßγο πριν τονε κλεßσουνε στο ΔρομοκαÀτειο γρÜφει τον «Πιερρüτο». Δηλþνει το προσωπεßο του ποιητÞ απÝναντι στην επαπειλοýμενη τρÝλα. Αεικßνητος και περιÝργος Ýχει μια αßσθηση του χιοýμορ που του προκαλεß προβλÞματα στο τüτε κοινωνικü περιβÜλλον της ΑθÞνας αφοý ενßοτε φτÜνουνε στη μεγαλομανßα, χαρακτηριστικü σýμπτωμα του εκφυλισμοý του νευρικοý συστÞματος λüγω της σýφιλης. ΠαρουσιÜζεται στη ΛÝσχη Αξιωματικþν με ψεýτικες επωμßδες, τον αντιλαμβÜνεται Ýνας συνταγματÜρχης κι αρχßζει να τονε κυνηγÜ στην οδü Ερμοý.
     Λßγο αργüτερα, το 1922, υποβÜλλει υποψηφιüτητα για ανεξÜρτητος βουλευτÞς Κορινθßας Ýπειτα ΑθÞνας. Νομßζει, üσο τα συμπτþματÜ του οξýνονται, üτι εßναι διÜδοχος του θρüνου του Βυζαντßου, üτι διÜφορες βασßλισσες και πριγκßπισσες τον ερωτεýονται, στÝλνει γρÜμματα και τηλεγραφÞματα στους βυζαντινοýς προγüνους του. Γßνεται τρελüς. ¢λλο Ýνα προσωπεßο.
     Η ποιητικÞ του Ýχει Ýναν αισθηματικü υποκειμενισμü που εκφρÜζει το αßσθημα απομüνωσης του ποιητÞ απü το περιβÜλλον του. Τüλμησε να διαφοροποιηθεß απü τη ποιητικÞ φεουδαρχßα του ΠαλαμÜ και να μη πολυασχοληθεß με νüμους, κανüνες μετρικÞς και τεχνικÞς στßχου. Ωστüσο, η ποßησÞ του Ýχει συνÝπεια και ρυθμü εσωτερικü. ΓρÜφει σονÝτα σε πλÞρη αρμονßα κι Ýχει στοιχεßα απü τον αισθητισμü του Wilde κι απü τον λυρισμü των ΓÜλλων συμβολιστþν. Ισορροπεß ποιητικÜ ανÜμεσα στο φαßνεσθαι και στο γßγνεσθαι, των προσωπεßων. ΠÜντα οι ποιητÝς εßχανε προσωπεßα.
     Στο Φιλýρα üμως υπÜρχει παρÝλαση. Απü τις μορφÝς τις commedia de l' arte φτÜνει και μÝχρι τον αρχαιοελληνικü Μþμο. Κι üμως ο Μþμος του Φιλýρα παραμÝνει γνωστüς μüνο σε μερικοýς μανιακοýς της μεσοπολεμικÞς ποßησης ενþ ο Μþμος του ΒÜρναλη Ýγινε ποιητικü κατεστημÝνο. Κι üμως οι μεταγενÝστεροι πιερρüτοι του Σκαρßμπα Ýγιναν τραγοýδι. Του Φιλýρα;
     Το "ΣÜβανο Γελοßου" θα μποροýσε να ‘ναι γραμμÝνο στην επιτýμβια στÞλη του ποιητÞ. Θα μποροýσε να απευθýνεται στον εαυτü του. Στο ποιητικü Εγþ του που μοιÜζει με ανδρεßκελο με δÝρμα ξýλινο σα σταρÝνια þχρα. Το ποßημα, σονÝτο με πλεχτÝς ημιτελεßς ομοιοκαταληξßες δηλþνει το θÜνατο της ποιητικÞς υπüστασης. Ετεροκατευθυνüμενος ο ποιητÞς σε μιαν εποχÞ ανακατατÜξεων και δýσκολων κοινωνικþν διαμορφþσεων μÝνει μ' Ýνα λüγο φτιαγμÝνον απ' Üλλους, λüγος λαξευτüς με σμßλη. ΑυτÝς οι τεχνητÝς αρμονßες üμως, τα στεγανÜ που βÜζουνε τους ποιητÝς, εγκυμονοýν την Ýνταση, τη σφαγÞ.
     Τη σφαγÞ της ποßησης, που ηττÜται μεν αλλÜ η τελευταßα λÝξη της, η ανÜκρουση η τελευταßα, δεν εßναι η παρÜδοση αλλÜ η αυτοκτονßα μες στην απüλυτη αρμονßα. Μπορεß να ηττÜται ο ποιητÞς κι η ποßησÞ του αλλÜ παßρνει μαζß του τη βασßλισσα λÝξη του, τη μετουσßα της ποßησης και γι' αυτü χαρÜ τρελÞ μÝσα του κλεßνει. ¢ραγε ποιüς εßναι αρκετÜ τολμηρüς þστε να ξεθÜψει το σÜβανο.
     Το σÜβανο ενüς γελοßου;

          ΣÜβανο Γελοßου

Στη φιλντισÝνια των δοντιþν φραγÞ,
να τρÝμει ο λüγος λαξευτüς με σμßλη
κι' üταν μαζß το γÝλοιο σου σμιγεß,
κι' οι νüτες τρßξουν σκαστÝς στα χεßλη

ΟργÜνου πλÞχτρα ηχοýν στη σμαραγÞ,
που δÜχτυλα κινοýν λüγια και γÝλοια
κι' οι αρμονßες μηνοýνε μια σφαγÞ,
παραφωνßες μÜγες σ'Üυλα τÝλια.

Κι' η σιταρÝνια σου þχρα κυλιστÞ
μονüχρωμα, σαν σκÝπη, σαν αυλαßα,
θαρρεßς πως πÝφτει στην καμπανιστÞ

ΕπÜνω ανÜκρουση την τελευταßα,
-σÜβανο τÜχα μιας γλυκειÜς οδýνης,
ενþ χαρÜ τρελλÞ μÝσα σου κλεßνεις.

ΑποσπÜσματα απü το βιβλßο του "Η ΖωÞ Μου Στο ΔρομοκαÀτειο"

     Ο πατÝρας μου Þταν πολý αγαθüς και αγνüς Üνθρωπος, αλλÜ τον εγκρßνιαζε για τις ρητορικÝς του κλßσεις η μητÝρα μου, η Ασπασßα ΣαρεγιÜννη, μια μεγÜλη φυσιογνωμßα ενÜρετης και ωραßας και αρχοντικÞς γυναικüς, η οποßα εßχε φορÝσει το στÝφανο του μαρτυρßου απü οικονομικÞς απüψεως σ' üλη της τη ζωÞ και τη ζωÞ των δυο παιδιþν της, γιατ' Þταν ανιδιοτελÞς και καλÞ και απü θερμüτητα, καλωσýνην, αλληλοβοÞθειαν και αλληλεγγýην, ενÝδιδε στας μηχανορραφικÜς πιÝσεις των συγγενισσþν της και των συγγενþν της, αι οποßαι üλαι, αι περισσüτεραι σχεδüν, Ýκαμαν τη μπÜζα των πλουτßζουσαι, ενþ εκεßνη Ýμενε και Ýμεινε μÝχρι τÝλους πτωχÞ, μη λαβοýσα ποτÝ καμμßαν αμοιβÞν Þ ηθικÞν υποστÞριξιν απü καμμιÜν απü τας δÞθεν φßλας της και συγγÝνισσÝς της, απü τις παραδüπιστες και ολÝθριες αυτÝς κυρßες, για τον Þρεμον οικογενειακü μας βßο. Και δεν εßνε φυσικü, δεν εßνε πρÝπον, θα Þταν μÜλιστα αναßδεια, αυθÜδεια, αντιστροφÞ των üρων της φýσεως και ασÝβεια προς τη μνÞμη της, να μη την δικαιολογÞσω ειλικρινþς για üσα εßδα απü αυτÞ, που εßνε και τα καλλßτερα δþρα που μου χÜρισε.

     ΤιμÞ λοιπüν στο αριστοκρατικþτατο, καθÜριο αßμα της και στην αγßα και λατρευτÞ παρÜδοση της θεßας γενεÜς της, που της επÝβαλε Ýθιμο προαιþνιο, πηγÞ ζωÞς για το μεγαλýτερο θετü Þ üχι γυιü της, με την περßπαθην υπüκρουσι και πρßμα κυριαρχßα της μουσικÞς, της αγÜπης, του πüνου και του βασÜνου. ΣÞμερα που ξυπνþ ξαφνιασμÝνος, μα üχι και ταραγμÝνος πολý στην πραγματικüτητα, ανοßγω τα μÜτια μου και την αγαπþ περισσüτερο. Αχ! γιατß να πεθÜνη!… ΠοτÝ δεν το πßστεψα αυτü πραγματικþς, πως μπορεß να πεθÜνη και δεν Þθελα να πεθÜνη, σαν αυτü να εξηρτÜτο απü εμÝνα! ¸κλαιγα στην ιδÝα πως μποροýσε να πεθÜνη μια μÝρα και τη στιγμÞ εκεßνη που, ανÞσυχος, δεν επρüσμενα να 'δω ποτÝ στη ζωÞ μου, την εδοκßμασα μια 'μÝρα τραγικÜ, ýστερα απü σειρÜ βασÜνων, που της επÝβαλε ο καρκßνος που την Ýρριξε στο κρεββÜτι Ýπειτ' απ' üγκους που της ενεφÜνισε κοντÜ στο σαγüνι, με τραγικÝς «μεταστÜσεις» και συνÝπειες λεπτομερειακÝς πιο πολý για μÝνα, παρÜ για 'κεßνη, απü αισθητικÞς μÜλιστα απüψεως. Εßνε τραγικü, εßνε απßστευτο, πως ü,τι κι αν μου λÝνε σÞμερα, εγþ τη θεωρþ πÜντα και στον αιþνα μητÝρα μου πραγματικÞ, αφοý ηθικþς και ψυχικþς και στην ανατροφÞ και στο αßσθημα, Þταν πÜντα η «μαμÜ» μου η ακριβÞ, η μÜννα η παθητικÞ, η μητÝρα η καλüκαρδη, που τη θεωροýσα τσιγκοýνα μüνο, ενþ δεν Þταν, αφοý δεν εßχεν επαρκÞ τα μÝσα. ¸τσι την εξεμεταλλεýοντο οι Üλλες. ¸μπαιναν κι επενÝβαιναν στο σπßτι, σαν να Þταν στο δικü τους, καταχρþμεναι της καλωσýνης.


     Ο Üντρας της, γιατρüς, παρÜστεκε, λÝνε, στη γÝννα μου και μ' Ýβγαλε απ' την κοιλιÜ της μÜννας μου, αν βγÞκα απ' αυτÞ, üπως μου 'λεγαν, που σÞμερα ξÝρω καλÜ, üχι επειδÞ μου το 'παν, μα γιατß το αισθÜνθηκα, πως δε… βγÞκα. ΥπÞρχαν βλÝπετε λüγοι να κρυφτÞ η προÝλευσßς μου. Λüγοι που θα χτυποýσαν Üσχημα σ' Ýνα μικρü κωμοπολικü χωριü, σε στενÞ περιφÝρεια. Κι Ýτσι Ýφτιασαν το μýθο πως γεννÞθηκ' απ' το νüμιμο δεσμü του νομικοý και πραγματικοý πατÝρα μου και της νüμιμης, αλλÜ μη πραγματικÞς, δηλαδÞ μη φυσικÞς, μÜννας μου. Εßπαν πως γεννÞθηκα στο σπßτι ενüς ΜαγκαφÜ, στο ΚιÜτο, και η μÜννα μου, η νüμιμη κι üχι πραγματικÞ, Þταν σκεπασμÝνη με μαýρο μποξÜ, μπαμπουλωμÝνη σαν γνÞσια Βοναπαρτßνα Τουρκοποýλα!

...
     Προτοý γεννηθþ, πριχοý προετοιμασθÞ το Üνοιγμα των ανοιχτοκαστανþν γαλανþν ματιþν μου στο φως του Þλιου, στο φως του φεγγαριοý και αστριþν, στο φως του κüσμου, αισθÜνομαι τþρα πως εσκιρτοýσα στις φλÝβες του καθαυτοý πατÝρα μου, σε μια γλυκεßα, διαυγÞ κι ερωτικÞ, λεβÝντικη θερμÞ κι ιπποτικÞ διÜθεσι και στην γλυκüαιμη καρδιÜ και σÜρκα της καθαυτü μÜννας μου, με το συγκινητικþτερο παλμü και την πιο Ýνθεη μανßα. Και λÝω των "καθαυτü" πατÝρα μου και μητÝρας μου, γιατß προÝρχομαι απü το αßμα 15 πατερÜδων και 22 μαννÜδων πρþτης ποιüτητος αßματος, δηλαδÞ Αυτοκρατορικοý-Βασιλικοý και Üλλων τüσων, δευτÝρας ποιüτητος, δηλαδÞ μαρκησιακοý, πριγκηπικοý, δουκικοý, κομητικοý και τουρκαλβανικοý.
     ¹μουν νευρικüς, μικρüς, ιδιüτροπος, ιδιüρρυθμος, αλλοπρüσαλλος, βερÝμης, κλαψιÜρης, παραπονιÜρης, λιγüψυχος, ανυπüμονος, ατßθασσος, επßμονος, πεισματÜρης.
   -Τι εßσαι τÝλος πÜντων! Μου εßπε κÜποτε μια σπÜνια κυρßα που εßχα αγαπÞσει κι αγαπþ πÜντοτε, που την αγÜπησα üσο τßποτ' Üλλο στον κüσμο, με στοργÞ και πüνο, σαν αγαπημÝνη παρηγορÞτρα, μ' Üπειρη αγÜπη κι Ýρωτα αιþνιο και που κÜθε φορÜ τρÝμω στην ενθýμησß της, μην τýχη και τη xÜσω καμμιÜ μÝρα για πÜντα -ο μη γÝνοιτο. Βαθýτερα απ' üλες τις υπÜρξεις του μικροý μου xωριοý, μüλις ξýπνησα στην αßσθησι του κüσμου διαυγÝστερα, Ýδεσα τη ζωÞ μου αυτÞ τη γυναßκα, αν κι Þρθε αργüτερα απ' τη φαμßλια μου και απ' üλες τις Üλλες αντρßκειες και γυναικεßες υπÜρξεις στη ζωÞ μου. ΠλÜι στη μÜννα μου, που ενεψýχωσε, σα νεþτερÞ της, üλη τη στοργÞ για τη μÝλλουσα ζωÞ μας. Κι εßτε κοντÜ της, εßτε μακρυÜ της, τους ßδιους παλμοýς αισθÜνομαι πÜντα γι' αυτÞ κι αν Ýxω γßνει λßγο καρδιακüς, εßνε γιατß δεν εßμαι πÜντα κοντÜ της. Μπορεß η καλÞ μου να μη μ' αγαπÜ τüσο πολý και πÜντοτε, μπορεß ν' απασxüλησε το νου της με ματαιοδοξßες, üπως κι εγþ κÜποτε, μα εγþ θα την αγαπþ πÜντα στον αιþνα και μετÜ θÜνατον. Σ' Ýνα μüνο νεýμα της εγþ υποκýπτω και σωριÜζομαι δικüς της και μüνο δικüς της. ¼λ' η ζωÞ μου εßν' εκεßνη! Μα Þταν κι Üλλες, Þταν κι Üλλοι που μ' αγαποýσαν.
     ¹ταν προ πÜντων ο πατÝρας μου, ο ξανθüς λεβÝντης, ο ωραßος ιππüτης, ο αγνüς ιδεολüγος, ο ειλικρινÞς Üνθρωπος, ο λαμπρüς ΕλληνιστÞς, ο ευφρÜδης ρÞτωρ, ο ενθουσιþδης πατριþτης, ο φßλαλλος, ο αλτρουúστÞς, ο αυτοθυσιαζüμενος δια τους Üλλους, ο γεμÜτος αυταπÜρνησιν, ο γλυκýς ΒασιλÜκης, xÜρμα δι' üσους Þσαν εις θÝσιν να τον εννοοýν μÝσα εις το στενüν επαρxιακüν περιβÜλλον, αυτüν τον κυανüαιμον κι ευγενÞ, απüγονον üλων των Αυτοκρατüρων του Κüσμου, τον ανεπιτÞδευτον, απλüν και αφελÞ, κÜρφος διÜ τους εxθροýς του, λüγω της κυριαρxßας του επß των ψυxþν των καλþν και των κατακτÞσεþν του μεταξý των γυναικþν, η φÞμη των οποßων Ýφθανε μÝxρι των Αθηνþν και υπερÝβαινε και τα üρια της ΕλλÜδος, φθÜνουσα μÝxρι Λονδßνου και εκεßθεν μÝxρι των εσxατιþν της Κßνας.

[....]
     Ο καλüς μου πατÝρας μοý 'λεγε, üταν Þμουν μικρüς, εκνευρισμÝνος, παραπονιÜρης και κλαυθμηρüς:
 -Τι σου λεßπει; Δε μοý 'λειπε τßποτα. Μοý 'λειπε το ¢γνωστο, εκεßνο που ονειρευüμαστε να 'ρθη μια 'μÝρα στη ζωÞ μας σαν ραγδαßα βροχÞ ευτυχßας, σαν χαλÜζι αφθονßας, πλοýτου, σαν ξÝσπασμα της ανυπομονησßας μας για το απροσδüκητο, που τÜχα θα 'νε κÜτι νÝο, μßα απüλαυσι δριμεßα πνευματικÞ, γιατß üταν Þμαστε παιδιÜ με üνειρα και φιλοδοξßες, δεν επιτρÝπαμε στην αßσθησß μας να ομολογÞση πως διψÜμε τον Ýρωτα κι üχι την πνευματικÞ κατÜκτησι. Και που νÜ 'ξερα πως τα καλοκαιρινÜ μεσημÝρια μου κι οι νυχτερινοß μου ýπνοι, Þταν γεμÜτοι απüλαυσι...
     Τþρα που ξýπνησα κι üλο ξυπνþ στην ενθýμησι των περασμÝνων, μακαρßζω την παιδικÞ μου ευτυχßα για την ανÞσυχη ζεστασιÜ, τα χÜδια της μητÝρας μου και τüσων γυναικþν κοντÜ της, που Þθελα üμως να 'νε πυκνüτερη: Τüσο μοý 'λειπε η απüλαυσι, τüσο δυνατü αßμα Þμουνα, τüση υπεραιμßα ζÜλιζε τα μελßγκια μου, τüση δßψα ηδονÞς ετÜραζε, ταρÜζει και θα ταρÜζη το κορμß μου και το πνεýμα μου, ως που εντελþς να γερÜσω.

[....]
¼,τι με φλüγιζε περισσüτερο στην παιδικÞ, την εφηβικÞ μου ηλικßα και τþρα και πÜντα, Þταν η προσÞλωσι στη ρυθμικÞ και στην Ýμμετρη δημιουργικÞ εργασßα: Το να γρÜφω ποιÞματα, το να ριμÜρω στßχους, Þταν, εßνε και θα εßνε ο μοναδικüς στη ζωÞ μου προορισμüς, η μüνη μου κατεýθυνσις και φιλοδοξßα. ¼ταν Þμουν πιο μικρüς, σε στιγμÝς ανüητες σκÝψεως, Ýλεγα: Αν δεν γßνω εντüς τριþν ετþν μεγÜλος ποιητÞς, θ' αυτοκτονÞσω!
     Πολλοß καλοθεληταß Þ κοτσομπüληδες, μοχθηροß Þ αντßζηλοι, üπως θÝλετε, περιγελοýσαν τüτε αυτÞ μου την κουταμÜρα, αποδßδοντες εις ερωτικÜ Þ Üλλα ελατÞρια τον αφορισμü μου: Πατοýσαν και πατοýν στην πÞττα, γιατß ποτÝ δεν βρÝθηκα Þ πιστεýω να βρεθþ στη ζωÞ μου σε τüσο θολÞ ψυχολογικÞ κατÜστασι, þστε να αισθανθþ την ανÜγκη ν' αφαιρÝσω μüνος μου τη ζωÞ μου, εκτüς αν βρεθþ πιεσμÝνος απü δεινüτατα περιστατικÜ και πÜλι το αγαθü της ζωÞς θα 'χη αιþνιο για μÝνα το θÝλγητρο του...

[....]
     ¼,τι με εφλüγιζε στη ζωÞ μου, Þταν το να εßμαι, αν Þμουν, αν μποροýσα να εßμαι Þ και να μποροýσα να γßνω, τελειοποιþν ü,τι εßχα μÝσα μου ως «φυσικüν δþρον» στην υψηλüτερα και ανωτÝρα σημασßα της λÝξεως: «ΠοιητÞς». Δεν εýρισκα μεγαλýτερον προορισμüν για τη ζωÞ ενüς φωτισμÝνου, Διανοητικοý ανθρþπου, απü το να εßνε, αν Þτο, δημιουργüς, δηλαδÞ ποιητÞς, λυρικüς υμνητÞς, ενθουσιþδης απολογητÞς της ζωÞς, του συναισθÞματος και της συγκινÞσεως, της χαρÜς, του πüνου, του Ýρωτος, του καûμοý και του θανÜτου. ¼λα, Ýλεγα μÝσα μου, εßν' Ýνα επÜγγελμα, μßα επιστÞμη, εμπüριο, βιομηχανßα, βιοπÜλη, χρÞμα και ýλη: ¼,τι μÝνει, ü,τι μας υψþνει επÜνω απü τα καθημερινÜ, ü,τι μας δονεß, μας συγκινεß, μας ενθουσιÜζει, μας ρßχνει σ' Ýκστασι, μας συνεπαßρνει και μας ανεβÜζει στα ýψη της αισθÞσεως, εßνε αυτü το ποσüν συγκεκινημÝνης και ευνοúκÞς εις συγκßνησιν ουσßας, που Ýχουμε μÝσα μας, δηλαδÞ εκεßνο που λÝγεται τÜλαντον, επομÝνως η ΤÝχνη, ιδßως η θεßα Ποßησις, ο Λüγος, που εßνε «εν αρχÞ», üπως εßπε κι ο Χριστüς, η Ýκφρασις του συναισθÞματüς μας, η μετουσιωμÝνη σε ρυθμü και σε Þχο συγκßνησßς μας, το κρυφü μας αßσθημα Þ μαρÜζι, η αγÜπη μας, ο παλμüς της ζωÞς μας.

[…]
     Εßχαν μαζευτÞ τÝλος πÜντων, στην εποχÞ της νειüτης μου, απü την Κüρινθον þς το ΝτερβÝνι, προ πÜντων στο ΚιÜτο και στο Ξυλüκαστρο, üλοι οι αυτοκρατορικοß, βασιλικοß, μαρκησιακοß, πριγκηπικοß, δουκικοß, κομητικοß και μπÝικοι και πασαλßδικοι, ΤουρκικÞς κι ΑλβανικÞς και ΜαυριτανικÞς καταγωγÞς, κι αριστοκρατικοß Þ αρχοντικοß γüνοι, σε αυτÜ τα δυο μικρÜ μÝρη, φερτοß κι απ' τη Βοστßτσα, το ΚαμÜρι, τ' ΑρφαρÜ, την ΠÜτρα, τον Πýργο, τη Μεσσηνßα, την Τρßπολι, τη ΣπÜρτη, τη ΜÜνη!!! κ.λ.π.
     Κι ο δυνατüτερης, κρυμμÝνης καταγωγÞς κι αυθεντικþτερης, Þμουν εγþ, που δεν ανÝβηκ' ακüμα σε θρüνο, διÜδοχος με τα μεγαλýτερα σýγχρονα δικαιþματα σε τüσα Ýθνη απ' τις δυναστεßες τους, «ινκüγνιτος» αφημÝνος να ωριμÜση σε αστικÞ οικογÝνεια, να εκπαιδευθÞ ελληνüπρεπα κι üχι μαλθακÜ να βασανιστÞ, να υποφÝρη, αντßθετα προς τους πριγκηπÜκηδες τους μαμμüθρεφτους…
     Τþρα ξεπÝσαν τα τυπικÜ μεγαλεßα κι οι θρüνοι, και το μεγαλεßο της εργασßας και της αξßας κυβερνÜ δικαιüτερα τον κüσμο, το γνÞσιο μεγαλεßο του αßματος ριχτü μÝσ' στην πÜλη, üπου δε μπορεß παρÜ να διακριθÞ, αφοý αßμα δυνατü εßν' αυτü, επομÝνως πνεýμα, ικανüτης, μεγαλεßο ψυχÞς που λÜμπει κι αστρÜφτει üπου και να βρεθÞ, γιατß ο κüσμος κι η ζωÞ κι η βιοπÜλη εßν' ßδια, üπου κι αν βρßσκεται κανεßς, στα παλÜτια Þ στα καλýβια…
     Στις «βεγκÝρες» μ' Ýπαιρναν συχνÜ οι γονεßς μου μαζý, üταν δεν Þμουν κουρασμÝνος Þ δεν εßχα να διαβÜσω. ΑλλÜ πολλÝς φορÝς, ενþ συζητοýσαν οι Üλλοι στη αυλÞ ενüς σπιτιοý, μετÜ το δεßπνο, εμÝνα, που δεν Þμουν πολý συζητητικüς μ' Ýπαιρνε ο ýπνος.


     Κι üμως Þμουν καλüς. Το ζÜλισμα απ' την υπεραιμßα μου, μου 'φερνε την πλÞξι και τη μελαγχολßα. Γι' αυτü, üταν δε μποροýσα να κοιμηθþ, μου δßναν ναρκωτικÜ και τüτε συνÝβαιναν κι οι βÝβαια ενεργητικÝς Þ μυστικÝς, αλλÜ πÜντως και περßεργες ερωτικÝς συντηχιÝς κατÜ την þρα του υπνοναρκωμοý, του αποκαρþματος, που επß τüσα χρüνια αγνοοýσα εξ ολοκλÞρου. Αν εßχα το κÝφι ν' αναμνησθþ τι συνÝβαινε, Ýπρεπε να μεßνω σε Ýκστασι ολüκληρες þρες, απü ηδυπÜθεια παθολογικÞ: ΑλλÜ με φτÜνει που βρßσκω τις εποχÝς, απü την ηλικßα των «ναρκωτικþν παιδιþν μου», üπως τα λÝω, üταν τα ρωτÜω: Τα ναρκωτικÜ εξηκολοýθησαν σποραδικÜ στη ζωÞ μου συχνÜ þς το 1921, αραιüτερα απü τüτε þς τþρα…
     Φιλßες παιδικÝς του σχολεßου και του παιχνιδιοý, της αμπÜριζας και της εκδρομÞς, εßχα πολλÝς. ¸ξη τÜξεις τελεßωσα στο λεγüμενο πλÞρες Δημοτικü κι Ýμεινα δυο χρüνια στην Ýκτη, γιατß απερρßφθην στις εξετÜσεις που 'δωσα για το σχολαρχεßο, καθυστερÞσας, üπως πÜντα, στα ΜαθηματικÜ, που δεν τα μελετοýσα απü φυσικÞν αντιπÜθεια, γιατß απü μικρüς δεν εßχα καθüλου κλßσι σ' αυτÜ. Δεν Þμουν ποτÝ Üνθρωπος των αριθμþν και του υπολογισμοý, οýτε τüτε, οýτε και τþρα, οýτε ποτÝ! Και üμως εßνε Ýνα τüσο θετικü και δημιουργικü μÜθημα, που μετανοþ τþρα γιατß δεν επεδüθην σ' αυτü üταν Þταν ακüμη καιρüς.
     Ο πατÝρας μου, σχολÜρχης, ΕλληνιστÞς και τεχνολüγος, χαιρüταν βÝβαια που επεδιδüμην περισσüτερο στα ΕλληνικÜ, αλλÜ εθλιβüταν συγχρüνως που παραμελοýσα Ýνα μÜθημα τüσο πρακτικü, που θα συντελοýσε και στο μÝλλον στην επαγγελματικÞν ανÜδειξßν μου.


     Και üμως Þταν φυσικü μου φαßνεται να γßνω του εμμÝτρου λüγου μýστης. Για να ομολογÞσω üμως την αλÞθεια: Το μüνο ιδανικü της ζωÞς μου Þταν ανÝκαθεν και εßνε και θα εßνε η ποßησις, η ποιητικÞ δημιουργßα, το ποßημα. Το Ýμμετρο Ýργο!… Πιστεýω πως δεν αξßζει τßποτ' Üλλο στον κüσμο περισσüτερο απü το ποßημα, πως üλα τα Üλλα εßνε πρüσκαιρα, εκτüς απ' την τÝχνη, το Ýργο της τÝχνης, ποßημα, εικüνα, μουσικÞ, γλυπτικü Ýργο, αρχιτεκτüνημα, διακοσμητικÞ, κÝντημα κ.λ.π. Κι üμως, ο Üνθρωπος, ενüσω ζη, üσο αριστοκρατικþτερη ψυχÞ αν εßνε, τüσο υποφÝρει οικονομικþς και ψυχικþς στην εποχÞ του, üσο φßνος εßνε, τüσο πονÜει ευκολþτερα για την αποτυχßα στη ζωÞ του… ΖÞτημα ιδιοσυγκρασßας üμως εις üλα τα πρÜγματα κι οι συνÝπειÝς των…

[…]
     Ο διπλανüς μου εßναι Ýνας Üνθρωπος που ταξιδεýει. Προτοý πλαγιÜσουμε στο θÜλαμο για να κοιμηθοýμε, βγÜνει απü τις τσÝπες του Ýνα σωρü παλιüχαρτα και ατελεßωτα κουβÜρια σπÜγγους, πακετÜρει μεθοδικÜ το κρεβÜτι του, τα ροýχα, τα παποýτσια του και μας λÝει αντß για καληνýχτα «καλÞ αντÜμωση». Ταξιδεýει, πÜει στη Λειψßα, στο Παρßσι, στο Βερολßνο, στην Αßγυπτο, Ινδßες, Μαρüκο… ΕπιτρÝπεται ο πρþτος τυχþν νοσοκομÜκος με Ýνα σκοýντημα να ξυπνÜει και να ξαναφÝρνει πÜλι πßσω στο ΔρομοκαÀτειο τον Üνθρωπο που του δüθηκε με λßγα παλιüχορτα και κÜτι σπÜγγους να ταξιδεýει σαν το πουλß, να κÜνει κÜθε νýχτα κι απü Ýνα θεßο ταξßδι; Μια φορÜ που τον εξýπνησεν απüτομα ο νοσοκüμος, του φþναξε απελπισμÝνα: ¢σε με, για το Θεü, χÜνω το τρÝνο!
     Εßναι σýστημα αυτü, εßναι κοýρα αυτÞ, να παßρνουν τη μüνη ευτυχßα που απομÝνει στον τρελü; Τον γιατρεýουμε, μας λÝνε. ΜπρÜβο! Κι üταν γßνει καλÜ, θα ξανακÜνει ποτÝ του ταξßδι με Ýνα κομμÜτι σπÜγγο; ΖÞτω η τρÝλα! Εγþ ο Ρþμος το φωνÜζω.
     Η ßδια þρα χτυπÜ και για τρελοýς και για γνωστικοýς.
     Και γιατß ξαγρυπνοýν γýρω μας οι νοσοκüμοι; ΜοιÜζει σαν ειρωνεßα, σαν το «φýλακες γρηγορεßτε» των φυλακþν. Γρηγορεßτε μην τýχει και σας φýγει κανεßς! Μην τýχει και χÜσουν την παρτßδα του παιχνιδιοý Ýξω, σ´αυτüν τον παρÜλογο κüσμο. Τι λüγος! ΜÞπως επρüκειτο ποτÝ να κερδßσουμε;……………Εδþ αγαποýμε-αλλßμονο- πιüτερο τη ζωÞ. Γιατß τη χÜνουμε και την ξαναβρßσκουμε τυχαßα.


     Η þρα της πρωινÞς επισκÝψεως των γιατρþν- τι παρÜλογη κι ανþφελη φασαρßα. Δεν καταλαβαßνω την επιμονÞ τους να θÝλουν καλÜ και σþνει να μας γιατρÝψουν. Να μας γιατρÝψουν! Πρþτον, που δεν εßναι τüσο εýκολο. Κι Ýπειτα, εßναι απαραßτητο;……
     Καλοπροαßρετοι γιατροß μου, αν επιμÝνετε να με γιατρÝψετε απü κÜτι, γιατρÝψτε με απü τη λογικÞ. Απü τη λογικÞ κι απü τη μνÞμη που μου απÝμεινε, να μην ξαναθυμÜμαι τον Üμετρο πüθο της ζωÞς. Να, ελÜτε σε μÝνα, λευκοφüροι ψυχßατροι. Σκýφτε επÜνω μου: γιατß εγþ θυμÜμαι. Σ´αυτüν το θÜλαμο κανεßς Üλλος δε θυμÜται πιÜ εκτüς απü μÝνα!

     ΚÜνω γκÜφες τη μιÜ πÜνω στην Üλλη! Ρωτþ συνÝχεια -ο αφελÞς- τα υπÝροχα πρüσωπα της κοινωνßας των τρελþν και δεν μπορþ να κρατÞσω τα γÝλια. Ο Θεüς, ο τα πÜντα επισκοπþν, με βλÝπει απü το θρüνο του -Ýναν παλιοτενεκÝ του πετρελαßου- και μου κÜνει νεýμα να πλησιÜσω.
 -¢κουσε να σου πω, μου λÝει αγÝρωχος κι οργßλος…ΠρÝπει να μÜθεις να φÝρεσαι. Σου δßνω δυü μÝρες καιρü.
 -Τι πρÝπει, αν επιτρÝπει η παντοδυναμßα σου, να κÜνω σε δυü μÝρες;
-Να μη μας περνÜς για τρελοýς!


     Καλοπροαßρετοι γιατροß μου, αν επιμÝνετε να με γιατρÝψετε απü κÜτι, γιατρÝψτε με απü τη λογικÞ. Απü τη λογικÞ κι απü τη μνÞμη που μου απÝμεινε, να μην ξαναθυμÜμαι τον Üμετρο πüθο της ζωÞς. Να, ελÜτε σε μÝνα, λευκοφüροι ψυχßατροι. Σκýφτε επÜνω μου: γιατß εγþ θυμÜμαι. Σ´αυτüν το θÜλαμο κανεßς Üλλος δε θυμÜται πιÜ εκτüς απü μÝνα!

Η ζωÞ μου εις το ΔρομοκαÀτειον. Ο θÜνατος

     Ο μüνος που μας θυμÜται συχνÜ εßν' ο θÜνατος. Ακοýει τη μυστικÞ μας επßκλησι, στο αργü ατελεßωτο μÝτρημα των ραθýμων στιγμþν της βαρυθυμßας μας, την Üφωνη εκ βαθÝων ευχÞ μας, απÜνω στον ταραγμÝνο ýπνο μας, κι Ýρχεται, παρηγορητÞς και γοργοεπÞκοος, κομßζοντας τα υπÝρτατα δþρα του τα γλυκüπιοτα δυνατÜ βÜλσαμÜ του, που μας χαρßζουν ü,τι δεν μποροýν να μας χαρßσουν η βερονÜλη και η χλωρÜλη οýτε κανÝνα ναρκωτικü Þ παυσþδυνο… την τελειωτικÞ, την υπÝρτατη κÜλμα… τη γλυκειÜ δροσοπαροχÞ λýτρωσι… Πüσες φορÝς δεν τον ονειρεýονται στον ýπνο του και στον ξýπνο, τα πολυβασανισμÝνα νευρüσπαστα των ψυχþσεων, στα τραγικÜ φωτεινÜ τους διαλεßμματα, πüσες φορÝς δεν ονειρεýονται να τους χαμογελÜ, σα μια θαμπÞ ελπßδα γλυκοχαραυγÞς, ανÜμεσα απü την αχλý και τον ζüφο, που τους σκεπÜζει τα ταραγμÝνα τους λογικÜ…
     Και ξÝρουν πως το γλυκü τους üνειρο, η ελπßδα κι η γλυκαπαντοχÞ των βασανισμÝνων, αργÜ Þ γρÞγορα, θα στÝρξη μια φορÜ. Εßνε κι αυτü μια παρηγοριÜ, η μοναχÞ εδþ μÝσα παρηγοριÜ μας… ¼λοι κι αν μας ξεχÜσουν, αυτüς θα θυμηθÞ…


     Ο θÜνατος, μεταξý των ψυχοπαθþν γενικþς εßνε κÜτι το συνηθισμÝνο! Σε 650 αρρþστους εναλλασσομÝνους κατÜ διετßαν και κατÜ μÝσον üρον κατÜ το Þμισυ -αρρþστους που υπüκεινται σε βßαιες κρßσεις, σε κεραυνοβüλους παροξυσμοýς, σε θανÜσιμες εγκεφαλικÝς συμφορÞσεις- εßνε φυσικü να υποκýπτουν στον αιφνßδιο αποδεκατισμü Þ στην αργÞ φθορÜ της αρρþστειας, τουλÜχιστον 100-150 το χρüνο. Τüτε το μακρυνü, παρÜ την Αγßαν ΒαρβÜραν, νεκροταφεßον του Δρομοκαúτεßου, που το χþμα του Ýχει σκεπÜσει απ' τους δικοýς μας το Βιζυηνü, το ΜητσÜκη και τüσους Üλλους ακüμη, κι οποý εßνε τüσο μικρü, þστε κÜθε δυο-τρßα χρüνια να βγαßνουν οι παλαιüτεροι σταυροß για να μπαßνουν οι νÝοι, δÝχεται τους επιταφßους ψαλμοýς τοý εκÜστοτε παπÜ και του ψÜλτη, και την πÝνθιμη και μικρÞ συνοδεßα των νοσοκüμων. Τüτε, το μικρü εκκλησÜκι των Αγßων Αναργýρων -που διακοσμεßται τþρα με εικüνες και τοιχογραφικÜ ζωγραφÞματα απü την ζωγρÜφο κ. Κοντοποýλου και δι' εξüδων της φιλοτÝχνου κ. Καλλιüπης Γιαννßρη, που διαθÝτει γι' αυτü üλες τις εισπρÜξεις απü τα καναρßνια που συντηρεß και διατρÝφει εδþ, γßνεται θÝατρο συνταρακτικÞς παραστÜσεως, που και η σπαραξικÜρδιος ανθρωποπÜθεια του Αισχýλου ωχριÜ σχεδüν ενþπιον του απλοý αλλÜ μεστοý ελÝους και τρüμου θεÜματος… Εδþ οι κηδεßες εßνε σαν κρυφÝς και αγνοημÝνες απü τον Üλλο κüσμο. Τις ακολουθοýν λßγοι Þ Ýνα-δýο στενοß συγγενεßς, και κÜποτε και κανεßς, üταν ο θÜνατος εßν' αιφνßδιος Þ βαρÝθηκαν να 'ρθουν απü την ΑθÞνα οι γνωστοß τοý… αδüξου νεκροý
     Εδþ, ο θÜνατος φανερþνεται σε üλο το φρικτü μεγαλεßο του -σαν καγχασμüς μαζý και σαν θρÞνος… Εδþ ακοýμε την συνταρακτικÞ ευφρÜδειαν των νεκρωσßμων ψαλμþν, σαν πουλιÜ που τραγουδÜνε στο πεýκο, και στην ψυχÞ μας την τÝφρινη, την ελπßδα μιας ανεýρετης χαρÜς… «Ο πηλüς μεμελÜνωται· το σκεýος ερρÜγη· Üρτι λýεται η πονηρÜ του βßου πανÞγυρις…» Και η αυλαßα πÝφτει στην πρασινÜδα και στην τÝφρα μαζý… Τι μÝνει;
     Οýτε χαραμÜδα..

-=============================-

              Παρθενικü Τραγοýδι

Των δεκατÝσσερω χρονþν αντρεßεψ' ο ρυθμüς
και το κορμÜκι σου Ýνιωσε καινοýργια ανατριχßλα,
και σýναυγα σου διÜβηκε τις φλÝβες ο χυμüς
της Üνοιξης και της καρδιÜς τρεμοýλιασαν τα φýλλα...

Και ροδοσκÜσαν τα φιλιÜ στο κοραλÝνιο στüμα...
κι εßπεν η σÜρκα: -"ΣÞμερα κÜτι Üγνωστο ποθþ"
κι αλßμονο τον Ýρωτα δεν Ýνιωσες ακüμα
που φοýντωσε στα στÞθια σου της νιüτης τον ανθü!

                ΤραγικÞ Νýχτα

Απüψε στις κιθÜρες τους τα Πνεýματα
θα μÝλπουνε κρυφοýς ρυθμοýς και τρüμους
και στο ρυθμü του χαλαζιοý θα σÝρνουνε
μαýρους χοροýς οι καταχνιÝς στους δρüμους.

Οι αγÝρηδες μανιÜζοντας θα στÞνουνε 
τις σκÞτες τους στ' αφρüλουστα ακρογιÜλια, 
των λουλουδιþν τα ταßρια θα χωρßζουνε, 
μα και θα ορμοýν, θα οργþνουν τα κανÜλια.

Απüψε η νýχτα σκιÜχτρο στις ψυχοýλες μας 
και χÜροντας απÜνου απü τη κλßνη... 
Οι καταχνιÝς, που υφαßνουν το τρισκüταδο, 
θα' ρθουν να σαβανþσουν τη ΣελÞνη...

      Να Μην ¸χουν ΖÜρες

Να μην Ýχουν ζÜρες οι μορφÝς, αδρÝς,
ζÜρες μßσους, πÜθους, πüνου, μα χαρÝς,
στην ψυχÞ να πλÝνε και να μην ξεσποýν,
φυλαχτÝς για ωραßες, που θα τις χαροýν.

Εßναι σαν εικüνες οι Üνθρωποι βουβοß,
σαν ιππüτες, Üγιοι, üμορφοι, καλοß'
κατεβαßνουν üλοι δßχως πονηριÜ
μες στο μεσημÝρι, μες στη δημοσιÜ.

               Εαρινü

Ω, 'κεßνο το αλÜλητο στην Üνοιξη,
μες στη γλυκειÜ, την απαλÞ λαχτÜρα.
Ω, Ýνα πουλÜκι μÝσα μου λαλεß,
και τρÝμει, φτερουγιÜζει, λαχταρεß,

κÜτι απαλü κι απüκοσμο πολý... 
Και νιþθωντας πως κÜτι το καλεß 
Ýξω απ' τον εαυτü του κι απ' τη φýση, 
και θαρρþντας πως Üκουσε φωνοýλα,
 
τρÝμει σÜμπως στο λοýλουδο η δροσοýλα, 
και κοντεýει να φýγει απ' τη ψυχÞ μου 
και πετþντας στα μÜκρη της αβýσσου 
να γßνει χερουβεßμ του παραδεßσου...

                   Πορτραßτο

Στο δρüμο, που το πλÞθος τρÝχει αδιÜφορο
για κÜθε ωραßο, αγÜλι επερπατοýσες,
Ýμοιαζες σα να σε ýψωνε πνοÞ
και τßποτα σα να μην εμισοýσες.

Το βÞμα σου απαλü σαν Απολýτρωση
κι η üψη σου ολüασπρη σαν κρßνο
κι Ýπεφτε η λÜμψη της ματιÜς κι εφÜνταζε
το γαληνü χαμüγελü σου εκεßνο!

¸νας ιερεýς κÜποιας θρησκεßας απüκοσμης
Þ απü του ΒελασκÝζ το θεßο χρωστÞρα
ζωγραφισμÝνος Ανδαλοýσιος Üρχοντας,
πρüβαινες μÝς στην ανθρωποπλημμýρα.

Στον πολυθüρυβο το δρüμο Ýνα πρωß σ' αντßκρυσα
üραμα πρÜο, Üυλο, της αγιωσýνης
και στην ψυχÞ μου απüμεινες σαν εßδωλο
μιας αιθερßας, ονειρευτÞς γαλÞνης.

              Στον ¢δη
 
Μια μÝρα θα μισÝψουμε στα σκüτη
κι αν δεν το Þπιαμε üλο το ποτÞρι.
Κι αν δεν εμεßναμε σε θεßα αγνüτη,
το κορμß μας στον τÜφο θ' απογεßρει.

ΣτερνÞ αγÜπη θε να μοιÜζει πρþτη,
τüση λαχτÜρα μες στο πανηγýρι
της ζωÞς μας ανÜρπαζε κι η νιüτη
μας φοýντωνε του αßματος τη πýρη.
 
Οι κοπÝλες μονÜχα θα εικονßζουν
κÜθε χαρÜ που πÝρασε και πÜει
και θα στÝκουν εμπρüς μας σε παρÜτα.

Κι οýτε κι ο νους θα ξÝρει üταν θα σχßζουν,
σαν Üγγελοι των ουρανþν τα χÜη,
ποια πιο πολý μας χρýσωνε τα νιÜτα.

                         ΣκαραμαγκÜς

Σαν κÝντημα γýρω οι βρÜχοι κ' οι λüφοι του Κορυδαλλοý
στο λιμανÜκι, ονειρεμÝνο, του γραφικοý ΣκαραμαγκÜ
κ' οι βÜρκες στην ακρογιαλιÜ, που βÜζουν πλþρη αργÜ γι' αλλοý
τα παραγÜδια και τα' αγκßστρια κ' οι πετονιÝς αραδαριÜ.

¼λος γαλÞνιο αραξοβüλι ο κüλπος του ΣκαραμαγκÜ
κι αντßκρυ η θρυλικÞ Ελευσßνα, Κοýντουρα, ΜÜντρα και τα Βßλλια
κüττερα μÜγα, καραβÜκια, τρÜτες, που σÝρνονται αργÜ,
κι Üλλα πλεοýμενα που φεýγουν γοργÜ και παßρνουν φüρα μßλια.

Γλυκüχρωμα γαλÜζια ως πÝρα τα τρεμοσÜλευτα νερÜ,
τα κýματα μ' αφρüν ολÜσπρο, κÜπου στο βÜθος των κατÜρτια
και τα βουνÜκια και τα βρÜχια, τα δεντελλÝνια στη θωριÜ
και κÜποτε και κÜπου – κÜπου πανÜκια ολüλευκα και ξÜρτια.

Κι απ' üλα, απü τις αχτιβÜδες, και τα πετρÜδια στ' ακρογιÜλι
ως τα βουνÜκια και τα ψÜρια, που τ´ αγκιστρþνουν πετονιÝς
λÜμπει μια υγεßα και μιαν αýρα φυσÜει σα νßκη Þ μαúστρÜλι
πνÝει απ' τα βÜθη κ' Ýνα ρÝμα, παßρνει και ρÝει απ' τις ρονιÝς.

Κι απ' το Δαφνß, τη Σαλαμßνα, το Ναýσταθμο κι ακüμα πÝρα
ο θρßαμβος των τοπßων παßρνει και βασιλεýει γραφικÜ
σμßγουν το χþμα, το χαλßκι κ' οι γλÜροι στο γλαυκü του αιθÝρα
και νανουρßζεται η ψυχÞ μας στο κýμα αιθÝρια και γλυκÜ.

                ΥπερÜνω
 
Κι αν δοθÞκαμε ολÜκεροι στη νιüτη,
κι αν Üφραστα αγαπÞσαμε ü,τι ζει,
κι αν οι στερνοß δεν εßμαστε, οýτ' οι πρþτοι
Ýνθεν η ορμÞ μας ξεπετÜ εκεß
 
επÜνω απ' της αβýσσου τ' Üγρια σκüτη
και πÝρα απü του πλÞθους τη βοÞ:
δρüμο να μη χαρÜξουμε προδüτη,
στο χþμα χνÜρι μας να μη σταθεß.
 
Κι αν η πßστη στη χßμαιρ' Üλλης πλÜσης
δε γλυκÜνει τη πßκρα στη ψυχÞ,
Ανυπαρξßα κι αν δε μας ξεγελÜσεις,

οι κοσμικοß κι οι απüκοσμοι μαζß
να ποýμε πως εζÞσαμε σ' αμÜχη,
μÝσα μα και σαν Ýξω απ' τη ζωÞ!...

          Στις Τρεις ΕκλεκτÝς

Την ευτυχßα πρþτη φορÜ τη νιþθω,
στο πλÜι σας το γλυκü κι εßστε δικÝς μου,
αγαπημÝνες και σ' εμÝ, τον πüθο
και των τριþν να δÜμαζα, καλÝς μου.

ΑληθινÝς, γιατ' εßστε, με ποθεßτε
και σας ποθþ σαν φυσικÞ αρμονßα,
σαν πρωτüπλαστος, σαν Ανταßος, σαν ¹ρως,
επÜνω απ' την αντρßκεια μου μανßα.

Υγεßα μοý δßνει η γενναßα ορμÞ σας,
μου πλαταßνει τα στÞθη, μ' αντρειεýει.
κι αν στις κραυγÝς του Πüθου, στο φιλß σας
ξεχειλοýσα, η ιδÝα με μαγεýει.

Σαν στοιχεßο, απ' τους δρυμοýς που πνÝει
πνεýμα του ΑνÝμου, να χυθþ στις κλßνες,
μαζß σας Ýνα να γινþ κι οι Ωραßοι
στων Αιþνων να μ' ανυμνοýν τις δßνες.

Τ' üνειρο της ΖωÞς Μου, της ΖωÞς Σας,
ω! να γινüμουν για πολý κι αιþνια,
ο θρßαμβüς μου να 'σαστε, δικÞ σας
η δüξα, που τα χεßλη μας –αηδüνια

να μελωδοýν παντοτινÜ κουαρτÝτο,
που τßποτα ποτÝ να μη χωρÝσει
σε ýφος οργßων, λαχανιασμþν καρνÝτο
φιλß επιγλωσσιτü, χυμþν η βρýση.

Κι ýστερα, τη μια χαρωπÞ φιλßα
μια στοργικÞ αγÜπη, σφραγισμÝνη
με φυσικÞ την αßσθηση, ομιλßα
που τρÝμει, στην ενθýμηση δοσμÝνη.

                      ΠοιητÞς

Εßχα πÝσει σε βýθος, εßχα πÜντα τη μαýρη
κι ολοπÝλπιδη νýστα του βραχνÜ καταλýτη...
μες στο κÜμα του θÝρους, τη θλιμμÝνη και λαýρη
ποθοθÜνατη 'νεßρια του ορÜματος νÞτη.

¸χω λÞθαργου μοßρα κι εßχα παραμελÞσει
χρüνια. Κι üμως ο στßχος, ο ρυθμüς δεν ελεßπαν.
Εßχα ανÝβει εκεß που 'ναι μüναχα η βρýση...
κι η επιστÞμη, αν δεν εßχα, δεν θ' ανÝβαινα -εßπαν.

ΕπειδÞ κι εßχα χÜσει το ρÝγουλο, εßμαι
ο εμπνευσμÝνος ονεßρων και κüσμων προφÞτης,
ο πηγαßος ποιητÞς που στο σýννεφο κεßμαι,
ο μεγÜλος, ο θεßος των ρυθμþν υποφÞτης!

                 ΔιαθÞκη

Εγþ παρÞλθα, τραγουδþντας τη χαρÜ,
τις Ýμορφες, τα ρüδα και τ' αηδüνια.
Χορεýοντας και πßνοντας αδρÜ
Ýνιωσα απÜνω στα μαλλιÜ τα χιüνια.

Στου κýπελλου το κατακÜθι η συμφορÜ
κι η στÜχτη, που αψηφοýσα τüσα χρüνια.
Τþρα στο κýμα τα πετþ, μακριÜ,
τþρα με λιþνουν πüνοι και τριζüνια...

Σε νüτα και ρυθμü, στßχο μεστü
σ' Ýνα τραγοýδι επüθησα να κλεßσω
μιαν αρμονßα, νüημα σωστü.

Μα δεν κατüρθωσα θεßα να μιλÞσω,
παλμü να δþσω και να συγκλονßσω
την Üπειρη ψυχÞ του κüσμου σε σεισμü.

                  ΚαρτÝρι
 
ΠÜντα να περιμÝνω στ' ακρογιÜλι,
σαν Üλλοτε, σα χθες, σÞμερα -χρüνια!
μες απ' τη στÜχτη να πετιÝμαι πÜλι,
φοßνικας, κρßνο στα τετρÜκρυα χιüνια.

Τον ßδιο εμÝνα να θωρþ σε εικüνα,
σ' Ýνα γιαλü, προσμονητÞ του αγνþστου,
που 'ρχεται τÜχα σα σε νÜρκη αρρþστου,
μα γλιστρÜ κÜτω προς τον καλαμιþνα...
 
Καπνüς να βγαßνει απü Ýνα τζÜκι πÝρα,
να φτÜνει η βÜρκα χωρßς νÝο πιλüτο,
δßχως μαλλιÜ κυματιστÜ στον αÝρα,
üνειρο αγÜπης και στερνü και πρþτο.

                     ΦωτολÜτρης

ΠροσκυνητÞς εμßσεψα στο μακρυνü ερμοκκλÞσι,
που πÜνω στο βρÜχο υψþνεται λευκü σαν περιστÝρι,
κι Þπια νερü στη βρýση του, πλÜι στο κυπαρßσσι,
που η Μοßρα το θεμÝλιωσε με το λευκü της χÝρι.

Του κÜκου κι αν ξεδßψασα στο κÜμα τ' ΑλωνÜρη,
κι αν ηýρα μπρος μου ολÜνοιχτη του ερμοκκλησιοý τη θýρα,
φτερþνομαι σαν το πουλß στο πιο ψηλü κλωνÜρι,
προς μιας θρησκεßας υπÝρκοσμης τη φωτεινÞ πλημμýρα.

Ω Φως… σε σÝνα η προσευχÞ κι η δÝηση κι η λατρεßα,
που νÝο ρυθμü αυτιÜζομαι στ' ολüλαμπρü σου θÜμα,
τα βÜρυπνα τα μÜτια μου που κÜθε αυγÞν ανοßγεις,
να κοινωνÞσω επüθησα το φωτεινü σου ανÜμα…

                      ¢γνωστη

Απüψε και να μ' Ýβλεπε 'κεßνη π' αναζητþ,
αυτÞ που δεν εγνþρισα και που ποτÝ δεν εßδα,
που στη καρδιÜ μου ευλαβικÜ τüσο καιρü κρατþ,
σα κÜποια προμηνυτικÞ που με φωτßζει, αχτßδα.

Απüψε, που σκιρτÜ η καρδιÜ, το μÜτι λÜμπει αδρü,
σπιθßζει το αßμα μÝσα σου κι αγÜλλεται η ψυχÞ μου,
κι ανυψωμÝνη η σκÝψη μου στ' Üπειρο, μ' αργυρü
φως φεγγαρßσιο, αχνοφωτÜ, ντýνει την ÝκστασÞ μου...

               Χωρßς Σκοπü

¸τσι χωρßς σκοπü η ΖωÞ ριγμÝνη,
και ρÜθυμα ενþ ζοýμε στην ανßα,
μιÜ φλüγα αγÜπης ξÜφνου ν' ανασταßνει
την καρδιÜ μας, κρυφÞ χαλκομανßα!

Στο περιθþριο τÜχα πεταμÝνοι,
ξÝνοι προς κÜθε δρÜσεως τη μανßα,
Ýνα λικÝρ αδρü να μας προσδÝνει
με του ΥπερπÝραν την ευρυχωρßα!

Χαροýμενα να ζÞσουμε τα νιÜτα,
χωρßς δεσμοýς, που κυβερνÜ η ρουτßνα,
δßχως συμβÜσεις, συμφωνßες γεμÜτα.

ΕφÞμερα τα ειδýλλια τα φßνα,
να μαδοýν στ' Üγγιγμα πνοÞς καινοýργιας,
σαν ρüδου πρþιμου φýλλα, κρüσσια οýγιας.

                       Μπüρα Του ΜÜη

ΜÝσα στον ΜÜη αλÜλαζεν ο θρßαμβος του χειμþνα
και της βροχÞς το σýθαμπον εβρüντα ο κεραυνüς
και το χαλÜζι μÜραινε τη τροφαντÞ ανεμþνα
και τα μπουμποýκια π' Üνοιγαν ματÜκια προς το φως.

Και μÝσα στο τρισκüταδο δεν Ýλαμψεν η μÝρα
και δεν ακοýσαμε γλυκü τραγοýδημα πουλιþν,
μα να βογγÜ απüκοσμα τον καταλýτη αγÝρα
στα τρßστρατα των λιβαδιþν και των περιβολιþν.

Και τ' üνειρο μας που 'λεγε να λουλουδßσει τþρα
προσμÝνοντας τüσο καιρü του ΜÜη το λαýρο φως,
αλßμονο! η απÜντεχη το πρüφτασεν η μπüρα
και σα μπουμποýκι το 'καψεν ο μÝγας κεραυνüς...

                  Οι Ερχüμενες

Ν ‘ανοιγοκλεßνει η κουρτßνα και πßσω να φεýγουν,
να ‘ρχονται εδþθε, να μας αγγßζει η πνοÞ των,
κι οι τεμπελιÝς μας οι αθþες που πÜντα μας ρεýουν,
ν ‘ανοιγοκλεßνουν κι αυτÝς, δροσισμÝνες μαζß των.

Μαζß με κεßνες, που πλÜι μας με λýσσα βρυÜζουν,
μες στην αυλÞ, στο σαλüνι, στον πολυθüρυβο δρüμο,
που μας κοιτÜνε, μας γνÝφουν, γελοýν και φαντÜζουν
προς τη ματιÜ μας και στ' üνειρο και με πανÝρια στον þμο.

Στο γλυκολÜλο τ' αÝρι, ανεμßζει και φÝρνει
τα προσωπÜκια τους üλα, γλυκÜ, ροδισμÝνα,
εßναι ξανθÝς και μελÜχρες, λαχτÜρα τις παßρνει
γι' αυτÜ τα μÜτια μας σε γλυκü δÜκρυ λουσμÝνα.

Θα μπουν μαζß και θ' απλþσουν τα χÝρια,
θα μας χαúδÝψουν μαλλιÜ, στον αγÝρα σπαρμÝνα,
θα μας μιλÞσουν γλυκÜ σ`αγκαλιÜσματα αιθÝρια,
θα μας φιλÞσουν με χεßλη απαλÜ, μυρωμÝνα.

Κι üπως η βÜρκα, το κýμα μες στο μαúστρÜλι,
üπως σαλεýουν να φτÜσουν, ν' αγγßσουν στο μþλο,
Ýτσι τις σÝρνει σε μÝνα, κοντÜ στ' ακρογιÜλι,
εν' αερÜκι, ν' αδειÜσει το τσοýρμο τους üλο.

Να ξεχωρßσουνε τÝλος τα σþματα εμπρüς μου
απ' την ανοιγμÝνη κουρτßνα στÞλες να προβÜλλουν,
απü μακριÜ κι αν φθασμÝνες, τα πÝρα του κüσμου,
να γßνουν σωστÝς σιλουÝτες, χωρßς ν' αμφιβÜλλουν.

Κι üλο να τρÝμει η κουρτßνα, κοντÜ στο φεγγßτη,
üλο ν`αμπþχνουν οι πρþτες, λαχτÜρα να ιδοýνε,
ναν τις ιδþ να γεμßζουνε τÝλος το σπßτι,
να μη χωροýν και να μεßνουν και στην αυλÞ να μιλÜνε.

¹ρθαν, μα δεν τις θÝλω τüσες κοντÜ μου,
εßναι πÜρα πολλÝς, με κουρÜζουν, μ`αλλÜζουν,
παρ`τες, μητÝρα! να φýγουν, αν Þρθαν, αλιÜ μου .
Ολα τα βßτσια μου αν δουν, θα σπαρÜξουν.

Εßναι πολλÝς, Ýνα πλÞθος εγκÜρδιο για μÝνα,
γιατß δεν Þπια παρÜ την ψυχÞ των,
μüνο τα λüγια τους Üκουσα, μÜνα μου, τα χαúδεμÝνα,
κι ýστερα φýγαν, Þταν πÜρα πολλÝς, προς τη γη των.

Εßχα φυλÜξει βαθιÜ μου μονÜχα τη χÜρη,
μονÜχα τ`üνειρο δεν ονειρεýομαι τþρα;
Χωρßς ν`αφÞνουν κανÝναν ßσκιο κι αχνÜρι,
τις εßχα ιδεß να μου φÝρνουν περßσσια τα δþρα.

        Στο Χωρισμü Της...
 

Τη μÝθη της χαρÜς να σε κερνοýσα
που δεν ηýρες στον πρþτο σου δεσμü,
συ να γινüσουν της χαρÜς μου η μοýσα
κι ας μ' Ýσερνες προς Ýνα χαλασμü.
 
ΝτελικÜτη, κρινÝνια εσý, ολανθοýσα
μες στ' Üσπρο φüρεμÜ σου, εαρινü,
σεμνÞ, παρθενικÞ, χαμογελοýσα,
να ζοýσα στον απλü σου στοχασμü.
 
Κι ας Þταν üλη μαγικÞ σου χÜρη
μιαν απαλÞ να μýρωνε ζωÞ,
κρυσταλλÝνια σαν το μαργαριτÜρι,
 
γεμÜτη απü αγÜπη κι ηδονÞ:
-üλα χαροýμενα, σε ρýθμισμα Ýνα,
τα χτυποκÜρδια μας αρμονισμÝνα...

        Στον ¸ρωτα

¸ρωτα, ¸ρωτα, νιþθοντÜς σε
νιþθω να περνÜ της ψυχÞς μου σκüτος
η φωτεινÞ σου αχτßνα
και να γßνομαι üλος
Ýνας παλμüς

ΡÝε Þρεμα, Þρεμα μÝσα μου
και γßνου εσý üλος ο εαυτüς μου,
τüσο, που να γßνω περÞφανος
σαν Θεüς,
γιατß θα κλεßνω εντüς μου το μüνο Θεü,
γιατß θα εßμαι
ο παλμüς ο δικüς σου!

            Στον ¸ρωτα ΙΙ

Τι σε ξυπνÜει απ' το βαρý σου λÞθαργο,
που ζþνει σε ως τα τþρα απ' το χειμþνα;
Ποιο φως, ποιο μÜγι εγÞτεψε τη νÜρκη σου
κι αρχßζεις πÜλιν τον ωραßον αγþνα;

¼λα τριγýρω ελÜμψανε στην Üνοιξη,
θÜλασσες, ουρανοß, ρüδα και κρßνα...
Χαßρε κι Εσý που μου Þρθες, γλυκοξýπνητε,
να χýσεις τη δικÞ σου την αχτßνα...

                          ¸ρωτας

Την πüρταν εμαντÜλωσες κι Þρθες σιμÜ μου πÜλι,
μοý´σφιξες τα χÝρια μου κι Ýγειρες το κεφÜλι

να μου ειπεßς τ' ανεßπωτα που μüνο η νýχτα ξÝρει,
μÝσα στο τρισκüταδο της κÜμαρας, ω! ταßρι.

Κι εßπαμε üλα τα κρυφÜ, που και τα ρüδα λÝνε
στο περβüλι τις βραδιÝς με λßγωμα και κλαßνε.

Κι Üπλωσες τα χÝρια σου να μ' αγκαλιÜσεις πÜλι
κι Þρθε το ιερü φιλß σαν τρüπαιο μες στην πÜλη.

                         ¸μπνευση

Δεν εßν' Üλλο στον κüσμο απ' την Ýμπνευση μüνο,
μüνο αυτÞ νανουρßζει τον πικρü μας τον πüνο
και μας σþνει απ' του χρüνου τον βαρý τον κασμÜ.

Να σε βλÝπω, να παßρνω τα üλα σου, üλα τα ωραßα,
να τα λιþνω στου στßχου τον κυλοýμενο γýρο,
να τα κλþθω, να γßνουν πολλÜ, Ýνα, μια ιδÝα,
κι απ' της Ýμπνευσης üλα ραντισμÝνα το μýρο.

                            Eσý

Εσý, που της ζωÞς μου εγßνης ο ρυθμüς,
σε τüσες μÝσα ωραßες, ο μοναχüς καημüς,
ιδανικü μιας νιüτης κι ονεßρου χÜρη εσý,
το πιο ακριβü μου γκüλφι, το πιο παλιü κρασß.

Το πÝρα στις αγÜπες τις πρüσκαιρες, μαζß
και το σιμü καμÜρι που στην καρδιÜ μου ζει...
Εκεßνο που αναβÜλλω, τι πιο πολý ποθþ,
ü,τι Ýταξε για μÝνα πολýσοφη Κλωθþ.

Το πεπρωμÝνο ταßρι, το πιο γλυκü αγαθü,
που πλÜι μου Ýχω αναθÝσει, μα και θα μαραθþ
το προσφερτü απ᾽τη Μοßρα, ταμÝνο απ᾽τη ΖωÞ,

το αληθινü, το μüνο που ευφραßνει την ψυχÞ,
ü,τι γεννÞθη ατüφιο, σαν πλÜσμα ζωντανü,
στο λßκνο της ψυχÞς μου-σαν φýτρο εαρινü.

                      Αλλοτινü

Στο θεßο παλμü σου ο παλμüς μου-αρμονßα·
στη θεßα  φωνÞ σου να πÜλλεται η σÜρκα·
στο πÜναγνü σου το μýρο να πνÝω ευωδßα·
προς το λιμÜνι του ονεßρου αργüπλεε η βÜρκα...

Μα τι κατÜρα! οι καρδιÝς μας δεν πÜλλουν σαν πρþτα.
Ω! δεν ακοýω, δεν ακοýω καμιÜ νüτα·
ω αλßμονü μας εχÜθη και πÜει η ευωδßα
και παραδÝρνει η βαρκοýλα μες στην τρικυμßα...

              Στα ΞÝνα

Σε μια πüλη απü χρüνους Ýχω ζÞσει,
σ' Ýνα τοπßο, μüνο, μαγεμÝνο,
Ýχω την ßδια θÜλασσα αντικρßσει
και τßποτ᾽ Üλλο δε γνωρßζω ξÝνο.

Σε ταξßδι ατελεßωτο μεθýσι,
γιαλþν, πολιτειþν, χωρþν, πηγαßνω
μονÜχα μÝσα στ' üνειρο και ραßνω
με ρüδα τ' ÜπλωμÜ μου το παρθÝνο.

Κι η νοσταλγßα με καταλεß να φýγω
κÜποια νýχτα απü τα συνηθισμÝνα
απ' το χüρτασμα της χαρÜς το λßγο

Στ' Üγνωστο να βρεθþ, να πÜω στα ξÝνα,
θÜλασσες, νÝες γνþρες, Üλλα κÜλλη,
ν' αναστηθþ σε μÜγα, ζωÞν Üλλη.

                   ¹πειρος

ΚÜθε φορÜ που βρÝχει ο ουρανüς
θυμÜμαι τα δρολÜπια της Ηπεßρου
κι ανÜβει μÝσα μου βαθýς καημüς
και με κυλÜ στα σýθαμπα του ονεßρου.

Και βλÝπω μες στα χιüνια κÜποιο μ' üνειρο
σαν τον καρπü απ' το κλαρß να πÝφτει
και φλüγα ολüσβυστη στα στÞθια μου
κι üλα παρτÜ απ' τον πüλεμο του κλÝφτη.

               Μισεμüς

¼ταν επÜνω απü την ανßα σηκωθοýμε,
που μαýροι στοχασμοß μας περιζþναν
και πÜλι την αγνüτητÜ μας ευροýμε,
που πλÜνες σκοτεινÜδες εθολþναν,

χαριτωμÝνοι, ολüδροσοι, ξεχνοýμε
κÜθε μας Ýννοια, που τη δυναμþναν
μολÝματα παρÜκαιρα και ζοýμε
μες στη χαρÜ, που οι πßκρες επληγþναν.

ΚαρÜβι καλοτÜξιδο κι ο νους μας
μισεýει σε λιμÜνια ονειρεμÝνα
κι üλους τους βρßσκει στο νησß, δικοýς μας

βεγγαλικÜ να καßνε στο ακρογιÜλι,
να καρτεροýνε με μÜτια δακρυσμÝνα,
να μας απλþνουν διÜπλατην αγκÜλη.

              ΣονÝττο

Γλυκοýλι μεσουρÜνημα η ζωÞ σου
και φθÜνω αργÜ, μα εßναι καιρüς ακüμη,
στο χεßλι σου αν δεν κελαηδεß μια γνþμη,
θα τρυγÝψεις, θα σφßξεις την ψυχÞ σου.

Με χεßλη διψασμÝνα εγþ στην κüμη
θ' αφÞσω σου φιλιÜ, που μιας Αβýσσου
το σýρσιμü τους πνοηστü, μαζß σου,
να γßνω Ýνα κι ας μη θεν οι Νüμοι!

Στη φθινοπωρινÞ, ξÝθωρη þρα,
Üσπρων μαλλιþν κι αν Þταν υποψßα,
θαν τα φιλοýσα πιο θερμÜ, με θεßα

¸ξαρση, κι αν ρυτßδας στη μορφÞ σου
τη χαρακιÜ τη μαγικÞ αντικρßσω,
πιστÞν αγÜπη να μην πÜρω πßσω.

        Η Βαρþνη Σταφ
                                (απü την επιθεþρησιν "Αθηναúκü Σαλüνι")

Η μαντÜμ Σταφ εßμ' η Βαρüνη
στο ΕλλÜδα Þρθα: «ΒουαλÜ!»
στον κüσμον üλον εßμαι η μüνη
στο ντισκοýρ ντυ σαβουÜρ.

Του σαβουÜρ σουß ντοτüρα,
μοναδικÞ μες στο Παρß
διδÜσκω απταßστως και μπονüρα
το φÝρσιμο της ντερνιÝ κρι.

Πþς να κρατεßτε το πιροýνι,
κομÜν ιλ φο με σικ μανζÝ
πþς να τρυπÜτε το τακοýνι,
και πþς να παßρνετε μεζÝ.

Πþς να κοιτÜζετε με πüζα,
κι αφ' υψηλοý τους θεατÜς,
απü τη λüξα με σκερτσüζα
βλÝμματα τας ηθοποιÜς.

«Ιλ ε σαρμÜν» ν' αναφωνεßτε
πουρ λα πιÝς ντε λα πρεμιÝρ
και τßποτ' ας μην εννοεßτε
σι βουζ ετιÝ α λα ντερνιÝρ.

Στον καβαλιÝρο σας με νÜζι
ντε ντιρ – α λ' ουβερτýρ ντυ φοξ
απüτομα να μην αρπÜζει
τα χÝρια σας, δεν εßναι μποξ.

Ε ο ταγκü, α λα φιγκýρ –
σαν τρεμοσβÞνει κÜθε φως,
σας αγκυλþνει η μανικýρ ––
καημÝνε, τσßμπα μ' ελαφρþς!

Η ΜαντÜμ Σταφ εßμ' η Βαρüνη,
στο ΕλλÜδα Þρθα, πουρ βουÜρ,
στον κüσμον üλον εßμαι η μüνη
αλü ντισκοýρ ντυ σαβουÜρ.

         ¼σκαρ ΓουÜιλντ

¼ταν μια κüπια Ýκανες την εποχÞ σου,
ζητþντας τραγικüτητα στη φýση
και στη ζωÞ, στη φυλακÞ αναζÞσει
κι εκεß ‘χε η σκÝψη σου στην ξεστοχÞ σου.

Σαλþμη, Τραγωδßα η πρüθεσÞ σου
ξÝπεσε στ' Üσχημο, να ξεδιαλýσει
τον Πüνο απü την κüσμηση, η αισθητικÞ σου
χλεýη, κατÜντια, αυτοεξευτÝλισμα να χýσει.

Και στη λοκÜντα, σαν εβγÞκες ξεχασμÝνος
απü σοφοýς ποιητÝς και νÝους ανθρþπους
πικρüς, στυγνüς, καλüς κι αγνοημÝνος

Ξεψýχησες μονÜχος σ' Üλλους τüπους
κι ο λοκαντιÝρης στον πελÜτη του στεφÜνι
τον üποιον μ' Üγιο σεβασμü σοý βÜνει.

              Παλμοß

¢γγελε θεßε της σýντομης ζωÞς μου,
φως της θλιμμÝνης Üχαρης στρωμνÞς μου,
της μÜθησÞς σου η πεßρα να υπερβαßνει
τη ΛÜουρα του ΠετρÜρχη που εßναι ξÝνη.

ΘÜψτε τους πρωτινοýς κι αφÞστε εμÝνα,
στων αιθερßων μου λογισμþν τα φρÝνα
Þ ασýλληπτον Þ τßποτε, μαζß σας,
να πω την αρετÞ πως εßναι η γη σας.

Αφοý εßναι, κι αν η γνþση εßναι μαζß μας,
δε θÝλομε Üλλο δÜκρυο στη ζωÞ μας
απü τους θησαυροýς που εßναι η ψυχÞ σας,
κι εγþ ο φτωχüς ας μεßνω στην αυλÞ σας.

          ¸ρημοι

Νυχτþνει στον ΠροφÞτη Λια.
Δυο-τρßα φþτα μüνο·
κι Ýχομ' εδþ στην ερημιÜ
περÜσει τüσο χρüνο!

Σε λßγο σβÞνουνε τα δυο
κι Ýν' απομÝνει μüλις
και πÝρα εßναι κατÜφωτη
κι üλη στην τýρβη η πüλις.

¸πειτα, σβÞνει και το φως
που Ýμενε μονÜχο
κι εßναι σαν να βρισκüμαστε
σαν κρεμαστοß απü βρÜχο.

                         Μοναχικü

Στο νýχτωμα θριαμβικüν υψþθη το ΦεγγÜρι,
μα το πυκνü το φÝγγος του μου θÜμπωνε το μÜτι·
και σÜμπως μες στην ΤρικυμιÜ να βρÞκα αραξοβüλι,
κοιτοýσα κÜποιο γαλανü, τρεμüλαμπο αστερÜκι
που θÜρρευα κι αντßφεγγε κÜτι απ' τη ΜοναξιÜ μου...

               Δεν ¸φθασα ΨηλÜ

Με τα λειψÜ μου τα φτερÜ, αχ δεν ανÝβηκα ψηλÜ,
δεν Ýζησα πλατιÜ, γοερÜ, δεν Ýκραξα στ᾽ αστÝρια,
δεν πÝταξα σ᾽ Üλληνε γη, δεν Üκουσα να μου μιλÜ
κÜποιο πουλß που φþναζε σ᾽ ουρανικÜ λημÝρια.

Δεν Ýκρουσα την Üρπα μου σ᾽ ουρÜνιους σκοποýς,
δε ρýθμισα το στßχο μου σε νüτα μαγεμÝνη
και δεν απüσταξα χυμοýς απü καρποýς κι οποýς
που σýνθεση πρωτüφαντη να φτιÜξω ονειρεμÝνη.

Δεν ¹τανε Να Γßνω...

¸να πουλß που λÜλησε

στον Üνεμο της νιüτης,
στ' ολÜνθιστο απαλü κλαδß
κÜποιας αγÜπης πρþτης
 
και το τραγοýδι του Üλλαξε
σε πικρü ξÜφνου θρÞνο.
Δεν Þτανε να γßνω,
ü,τι Ýχω 'νειρευτεß...

        ΔιασκÝλισα Το Κατþφλι Του Ψυχιατρεßου

     ΔιασκÝλισα το κατþφλι του σα νεκρüς, üπως θα διασκÝλιζα μ' ακÝραιες τις αισθÞσεις το κατþφλι του ¢δη. Οι νοσοκüμοι κι οι γιατροß με τις λευκÝς καμιζüλες ποý κατÝβαιναν στην εξþθυρα να με παραλÜβουν και με ψαχοýλευαν με το βλÝμμα τους, Ýνα βλÝμμα μÝχρι οστÝων εξεταστικü και διασκεδαστικü, που μου ξÞλωνε ραφÞ προς ραφÞν -κρÜκ, κρÜκ, κρακ- σαν το τρυπÜνι του νεκροσκüπου το πετσß και τα κüκαλα και μου αναμüχλευε με τη λεπτÞ ερευνητικÞ του αιχμÞ την καρδιÜ και την κüγχη του εγκεφÜλου, μου Ýκαναν την εντýπωσιν -το θυμÜμαι σα να 'ταν τþρα- λευκοπτÝρυγων ÜγγÝλων νεκροπομπþν, που με εζýγιαζαν στην τρομερÞ ζυγαριÜ της αδυσþπητης κρßσεως, σε ποιο τÜχα κýκλο του καθαρτηρßου Þ της κολÜσεως θα Ýπρεπε να με κατατÜξουν.
     Κι οι χλομÝς, φασματικÝς, εφιαλτικÝς μορφÝς των αρρþστων, που τριγυρνοýσανε στον περßβολο, μου φανÞκανε σαν φαντÜσματα, σαν Üυλα και Üπιαστα φαντÜσματα ποý τριγυρνοýσαν στις üχθες του ¢ρνου και üπου στα χεßλη τους Ýτρεμε, μαζß με το Üφωνο "καλþς üρισες" το ερþτημα: "Τß νÝα απü τον απÜνω κüσμο, απü τον κüσμον των ζωντανþν";

      Σημ: ΠρÝπει να πω πως χρησιμοποßησα και κÜμποσα στοιχεßα και ποιÞματα απü τις üμορφες σελßδες του Νßκου ΣαραντÜκου και τον ευχαριστþ και δημüσια για την Üδεια!
                                                                                                                            ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers