Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ποίηση-Μύθια 

Τότε Που Κυνηγούσα Τα Σύννεφα... (20-25 Ετών ...Παιδί)



                   Νυχτερινό

Σάπιο κουφάρι π' αναδίνει αποφορά
μεσ' τις πληγές του τις σκασμένες, αηδία,
πλήθος σκουλήκια μπαινο-βγαίνουνε με βία
και σμήνη μύγες πράσινες πετούνε με χαρά!

'Ορνια ορμούν και παίρνουνε κομάτια
και τα καταβροχθίζουν σε κλαριά, μοναχικά.
Κάποιο τσακάλι πλησιάζοντας δισταχτικά,
κλαίγοντας, ξερογλύφει τα μουστάκια!

Θα 'ρθουνε κι άλλα. Είν' ακόμα η αρχή.
Και όλα τους νεκρόζωα π' ο θάνατος τα τρέφει.
Θα σκούζουν, θα μαλλώνουνε, μα τίποτα δε τρέχει.
Όλα θα φαν' και θα χαθούν, πριν φέξει η αυγή.

Θα μείνουνε τα κόκαλα που θα τα φαν' οι σκύλοι.
Μαλλιά και ρούχα θα σαπίσουν, θα χαθούν.
Η μπόχα κι οι κηλίδες σε λιγάκι θα σβηστούν.
Ο ήλιος θα 'βγει το πρωί και θα κρυφτεί το δείλι.

Σε λίγο, ποιός απόθανε, κανείς δε θα θυμάται.
Αλήθεια... Πόσους έθρεψε εν άψυχο κορμί;
-Πολλοί γίνονται ξυλουργοί σα πέσει το δεντρί-.
Κι όλα τούτα γρήγορα, π' η γειτονιά κοιμάται!

                Αριστείον

Όταν γλυκόφερες στα χείλη το ποτήρι
κι ήπιες απ' τ' ούζο, -της πικρίας το πιοτί-
μου γέλασες δίχως να ξέρεις το γιατί,
κι ελίκνισές μου, της ψυχής το θυμιατήρι.

"Θαλασσοκόρη γελαστή και τρομαγμένη, αντάμα.
Μου 'διωξες με το γέλιο σου, το φόβο του θανάτου,
σα μόλις να 'χες γεννηθεί, στην άφρα του κυμάτου,
τέλεια ενσάρκωση, θαρρείς, βγαλτή σαν από θάμα!

Μα ο τρόμος σου την οπτασία αυτή θολώνει,
σα σύννεφο και νιώθω πως βαθιά πονάς.
Και πνίγεσαι μεσ' τα νερά, αντί να κολυμπάς!
Να! Μια τεράστια μέδουσα σε βλέπει και σιμώνει"!

Παίζεις με τ' αδειανό ποτήρι σου, στο χέρι.
Θα 'θελα η σκέψη μου, να 'ταν να ταξιδέψει
σα το γοργόφτερο πουλί, αλάργα να μισέψει,
ψηλά πετώντας, τη κλεμμένη σου χαρά πίσω να φέρει.

Λάμπουν τα μάτια σου τα δυό σα φαναράκια,
από της μέθης το γλυκύτατο φιλί
κι εγώ που πάντα φίλη μου σ 'ένιωθα, προσφιλή,
σ΄αφιερώνω τούτα 'δω, τα ταπεινά στιχάκια!



 (στην αγαπημένη φίλη Αριστέα Μανιαδή -που πρόωρα χάθηκε σε ηλικία 32 ετών- είχα προσφέρει αυτό το ποιηματάκι σα δώρο όταν ακόμα ήταν 20! Καλή σου ώρα 'Αρια εκεί που 'σαι.)

             Ανάλαφρο

"Έλα για λίγο Μούσα και συντρόφεψέ με.
Πιάσε το χέρι και βοήθα το μυαλό.
Να γράψω θέλω πάλι, βοήθησέ με,
για μια κοπέλλα, ένα ποιήμα καλό."

Κόρη λευκή, με πελαγίσια μάτια
που 'χεις ξανθούς χειμάρρους, για μαλλιά
και ρίχνεις γλυκοθύελλας κομάτια,
με τούτη τη βραχνή σου τη λαλιά!

Φρύδια γραφτά και δέρμα από σεντέφι.
Χείλη γλυκά: Φρουτάκια με χυμό!
Ο Πλάστης μας, μια μέρα που 'χε κέφι,
θα σμίλεψε τον άσπρο σου λαιμό!

Δόντια λευκά, σα μια σειρά μαργαριτάρια,
μα -αλίμονο- και πόσο κοφτερά!
Στο κόρφο σου, πόσα θα κλάψουν παληκάρια,
που ένα ΝΑΙ σου θα τους έδινε φτερά.

Λαμπάδινο κορμί -μια οπτασία-
που λαχταράς του σπίρτου τη φωτιά,
ν' ανάψεις και να λάμψεις, σαν οσία
και να μας κάψεις με τη φλόγα τη ξανθιά!

Θυμώνεις που κανέν' αντρίκειο χέρι
δε στο 'χτισε τ' ολόχρυσο κελλί
και που κανένα, ηδονής, αγέρι
δε σ' ανακάτεψε τ' ολόχρυσο μαλλί.

"Μούσα, για λίγο ακόμα, μη με εγκαταλείπεις.
'Ασε να γράψω το στιχάκι το στερνό!
Μέσα μου δέσανε σφιχτά δυό κόμποι λύπης,
που από 'κείνηνε πιο γρήγορα γερνώ!"

Δέξου αυτό, σπονδή μαζί και θυμητάρι,
σαν ένα δειγματάκι ταπεινό,
μιας γνωριμίας, που με γέμισε καμάρι!
"Τελειώνω εδώ, Μούσα, σ' ευχαριστώ".

(αφιερωμένο σε κάποιον πολύ παλιό έρωτα! Δε το είδε ποτέ! Να 'ναι καλά)

                    Συνενοχή

Ανήμερα Χριστούγεννα κι οι θλιβερές σκιές μας,
στον 'Αδη τούτο σέρνονται κι έρπουνε τη χολέρα.

Καμμένη γη κι οι άνθρωποι αστέρια πατημένα
κι η σκέψη μας τρισεύγενη σε άλση και παλάτια,
σ' όμορφους κήπους ανθηρούς, τα σύμφωνα πρεσβεύει.

Της ανθρωπιάς μας της σεμνής, βοήθεια να στέρξει,
τ'ς αδικημένους ορφανούς της γης, γλυκοπρογκάει.

Αλήτες και ανήθικοι, μιαροί με φλογοβόλα,
του θεϊκού στρατεύματος αγγέλοι, που γελούνε, 
καθώς απλώνουν τα φτερά χορεύοντας με ζέση
στα μεσιανά, το ροκ εντ ρολ του θρήνου, του θανάτου,
σφηνάκι όλο θα το πιω κι άλλο φαρμάκι χύστε.

Οι βλαστημιές των ζωντανών στο Χάροντα, στη λήθη 
του νου μου, αντίδοτο σεπτό, της σκέψης μου σκιάδι.

Σα νεκροζώντανος γυρνώ, μόνος απ' τη γενιά μου
ζητώντας τη παρηγοριά σε σαλεμένων σπίτια.

Μ' αλίμονο, συγχώρεση κανείς δε θα μου δώσει,
γιατί κι εγώ εστέργησα στου άδικου τη φτιάξη.


                     Φιγούρα

'Αλμπουρο καραβιού, που στο μπάρκο σαπίζεις.
Στην όψη σου, το λογικό του ποιητή, ριγά.
Που δίχως λέξη να 'πωθεί, εσύ τήνε γνωρίζεις
και με σκοτώνεις, χίμαιρα του νου, σιγά-σιγά!

Μέσα στη ρέμβη μου τρυπώνεις και με κλέβεις
και θέλεις τη γαλήνη μου, εσύ να διασαλέψεις.
Μα που γουστάρεις να με πας και έτσι με πλανεύεις;
Στο απαλό σου κάλεσμα, πνίγεις τις πράες σκέψεις.

Υπάρχεις στο πολεμιστή με το τραχύ το βλέμμα.
Μιλάς με κάθε ντουφεκιά κι ειν' η φωνή σκληρή.
Στου τραυματία βρίσκεσαι, το κόκκινο το αίμα
και στου γιατρού το χέρι, γιατρεύεις τη πληγή!

Θεά, σε νιώθω πλάϊ μου. Με σπρώχνεις βήμα-βήμα.
Ναι... με πηγαίνεις όπου θες χωρίς να με ρωτάς
και μοιάζω βράχος μοναχός, που τρώγετ' απ' το κύμα,
της ηρεμίας μου τη λησμονιά σαν άπονα πατάς.

Κι όταν σβήνω, τις νυχτιές, το κερί, 
συ θαρρώ, στο σκοτάδι γεννιέσαι,
απ' της σκέψης τη πόρτα, σκιά πετιέσαι σκληρή,
στη μικρή καμαρούλα κι ολούθε πλανιέσαι...

              Ένα Τραγούδι

Γι' αυτόν τον επιούσιο τον άρτο
πικρό τραγούδι έμαθα να τραγουδώ.
Λυράρη μου, αν θέλεις έλα παρ' το.
Τραγούδα το πολύ μακριά από 'δω.

Τραγούδα το σε ξένες πολιτείες,
σε ξένους τόπους, με τη λύρα σου γλυκά.
Ειν' όλες οι προσπάθειες αστείες,
για να ξεφύγουμ' απ' της λήθης τη σοδειά!

Για μια μπουκιά ψωμί και λίγο ήλιο,
μαρτύρησα τα πιο κρυφά μου μυστικά
και μοίρασα το πιο τρανό βασίλειο,
σε παραμύθια, για μικρά φτωχά παιδιά.

Για μία δόξας τοσοδούλικη πηγή,
πήρα βελόνι και το χέρι μου κεντώ
και γράφω με το αίμα απ' τη πλήγη,
το άνοστό μου τραγουδάκι αυτό!

             Αχιλλέας

Στα φοβερά της Στύγας τα νερά
σ' έχει η μάνα σου ξεπλύνει
κι αθάνατος περνιέσαι στη φθορά,
του χρόνου που μας φθίνει.

Δε τα φοβάσαι τα σπαθιά και τα μαχαίρια
τ' ακόντια και τα βέλη τα φαρμακερά
και μαύρο θάνατο σκορπίζεις με τα χέρια,
αυτά που τις νυχτιές χαϊδεύουν τρυφερά.

Μα τη γραμμή π' ορίσαν οι θεοί, αν θες προσπέρνα,
κι η αλαζονική σου πανοπλία θα σχιστεί.
Ξεχνάς πως σε κρατούσαν απ' τη φτέρνα,
όταν στη Στύγα είχες όλος βουτηχτεί;

Εκείνο το φθαρτό σημείο, σε κρατάει
δέσμιο της θεϊκής επιρροής, πάνω στη γη.
Ο Πήγασος που καβαλάς, σε παρατάει
κι από τα ύψη πέφτεις μες στη λάσπη τη θολή!

Αν τη περάσεις τη γραμμή, θε να πεθάνεις!
Μα θα πεθάνει το κορμί σου το φθαρτό
κι όχι η ψυχή, που είναι πάντα, ότι κι αν κάνεις,
αδούλωτη! Θα σ' ανυψώσει στο Θεό!

Τί κι αν δε τη περάσεις; Δε κερδίζεις!
Θα μέμφεσαι την άβουλή σου επιλογή.
Τον εαυτό σου ολοήμερα θα βρίζεις
και θα τον κάνεις έναν άστατο μπεκρή!

Ότι ειν' να κάνεις, κάν' το ευτύς και χαμογέλα!
Εμείς οι γήϊνοι στην ίδια τρύπα θα χωθούμε!
Μας δέρνει όλους μας η ίδια γνήσια τρέλλα,
τον εαυτό μας όμως δε το συγχωρούμε!

Με το χαμόγελο αυτό, αλλοιώς θα ζυγιαστείς
κι όταν διαλέξεις το ζαβό το μονοπάτι,
λίγο πριν να πεθάνεις -ναι- θ' αθωωθείς
και θα σου κλείσουν κι οι Θεοί, το ένα μάτι!

Έπειτα πάλι θα σοβαρευτούνε και στη γη μας,
τα έργα τους θα συνεχίσουν τα τρανά.
Έχουν πολλή δουλειά να κάνουν οι Θεοί μας:
Να μας μπερδεύουνε τα μονοπάτια τα ...στενά.

Γειά σου αθάνατε, με τη θνητή τη φτέρνα,
που δεν είχες κουκούτσι για μυαλό!
Τώρα, του Κάτω Κόσμου τις στρατιές, κυβέρνα,
αντί να ...κουμαντάρεις μια ...Λολό!

                    Δον Κιχώτης

Στης Πίστης το Μουλαρι, ανάποδα καβάλα,
καλπάζεις με καμάρι, Ήρωα ποντικέ.
Με το ζαβό Σπαθί σου, στης μάχης την αντράλα,
ρίχνεσαι με μανία, Ιππότα Ντενεκέ!

Είσαι το περιγέλιο του κόσμου του καλού
και τα παιδία με πέτρες πάντα σε χαιρετίζουν.
-Πόσο πονάνε τούτα- Μα 'συ ορμάς ντουγρού,
σύγχρονος Δον Κιχώτης, σε Μύλους που γυρίζουν!

Έπειτα, σα γυρίζεις νικητής και κουρασμένος,
πάντα ένα Σάντσο Πάντσα, θα ψάχνεις για να βρεις,
που θα σε ξεκουράζει ν' ακούει σα χαμένος,
όλες τις Ιστορίες που θα 'χεις να του πεις!

Πάντα μια Δουλτσινέα βαθιά στα σωθικά σου,
στις Σκέψεις, στις Ιδέες, πικρό θα σου 'ν' αγκάθι.
Στις τόσες σου τις Νίκες, στα τόσα Σχέδια σου
ΚΑΙ μια Δουλτσινέα, κουλούρια να σου πλάθει.

Έτσι περνά η Ζωή σου, μέσα στο Μεγαλείο
κι έφτασες να γίνεις εικοσιεφτά χρονών.
Το έχεις ξεφυλλίσει στη μέση το Βιβλίο,
μα όταν θα τελειώσει, εσύ θα 'σαι Απών!
                      
                 ΑυτοΚριτική

Πόσο μισώ τους μίζερους μου Στίχους,
που δε μπορούν να πουν αυτά που θέλω
και μου θυμίζουν τους τρισάθλιους τους τοίχους,
από 'να του Μεταξουργείου σαθρό Μπορντέλο.

Αντί καράβια, που γοργά να ταξιδεύουνε,
μεσ' σε τεράστιες θάλασσες Ιδανικών και Κάλλους,
μικρές βαρκούλες, που μπαλώματα γυρεύουνε,
οι στίχοι μου, που τους σκαρώνω για μεγάλους.

Έτσι, αντί στης Τέχνης τα Ουράνια,
να ανατείλλει το αστέρι το δικό μου
και να γεμίσω τους δικούς μου, περηφάνεια,
μένω στη γης και πνίγομαι στον εμετό μου!
                          
                    Λάχεση                       

Βράχοι, που κυλήσαν κάτου, απ' τη κορυφή
γκρέμισαν αλύπητα τις άδολες τις μνήμες
και πως να κλείσω τη λαχτάρα τη κρυφή
μέσα σε δύο ρίμες;

Δυο πληγές που άνοιξαν ξανά, εκεί ψηλά,
δυο στάλες αίμα που 'βρεξαν το χώμα σιωπηλά,
δυο βότσαλα που τρίφτηκαν: Μια σπίθα τόση δα!
Και να η πυρκαγιά!

Έξω ο τσουχτερός βοριάς σα δαίμονας σφυρίζει
και τα γυμνά τα μέλη μου λυγάνε παγωμένα.
Μα ο νους, στα βόλια τ' άστοχα πίσω, ξαναγυρίζει,
που ξέχασαν εμένα.

Πάνω στο δέντρο της χαράς, που βιαστικά, παιδί, τρυγούσα
τα φρούτα τα γλυκόχυμα, τα γλυκοκαμωμένα,
βλέπω πως 'κείνο το καρπό, που τόσο λαχταρούσα,
δεν έχει πια κανένα!

Και καληνύχτα σου Ζωή! Εγώ πα' να ξαπλώσω
πα' στα καρφιά, που στρώμα μου τα 'χω και προσκεφάλι,
με τα "γιατί" -π' απάντηση ας ήμποργα να δώσω-
κι ας μη ξυπνήσω πάλι!
          
      Ένα Παραλήρημα

Μάθε πως για να 'δω εσένα χάνω
Του ήλιου την ολόχρυση θωριά
...................................................
Ας ήταν στη κοιλιά σου να πεθάνω

Τα βήματά μου γίνανε βαριά
Και τ' άνθη στο παρτέρι μαραθήκαν
...................................................
Λόγια που μας επήγαν μακριά

Τ' αηδόνια που λαλούσαν βουβαθήκαν
Πνίγηκε το φεγγάρι στα θολά νερά
....................................................
Τα χρόνια μας που πήγαν και χαθήκαν

Τάχα ποιός φαρμακώνει τη χαρά
Ποιός θάλπει της νυχτιάς τη κτηνωδία
.....................................................
Όνειρα που ριχτήκαν στη πυρά

Ποιός φκιασιδώνει την αγάπη σ' αηδία
Ποιός βάφει μ' αίμα το ποτάμι πορφυρό
....................................................
Νότες από σατανική κι άδεια συγχορδία

Μια ζωή δε θα 'χουμε καιρό
Μέσα στη μοναξιά και μεσ' τη κοροϊδία
......................................................
Στην έρημό μας διψασμένοι για νερό

Αυτή θα 'ναι η δικιά μας τραγωδία...

              Χίμαιρα

Απατηλά όμορφη με πλάνεψες κι εμένα.
Τα μάγια σου με δέσανε σφιχτά και σφαλερά.
Τα νύχια σου, τα δόντια σου, πολύ φαρμακερά,
τα νιώθω μέσα στο κορμί, πολύ βαθιά μπηγμένα.

Φίδια γενήκαν τα όμορφα σου τα μαλλιά
και μου τυλίξανε τα πόδια και τα χέρια.
Βεντούζες που μ' απομυζούν, τα στήθη τα αιθέρια
και μια παγίδα ολόκλειστη, η ποθητή αγκαλιά!

Τα μάτια σου τα ονειρευτά, βύθισες στα δικά μου
κι εγώ 'κει μέσα θέλησα να πέσω να χαθώ,
τώρα να σου ξεφύγω, μάταια προσπαθώ.
Το στόμα σου, έμπυα πληγή, μου κλείνει τη μιλιά μου!

Η ήβη που λαχτάρισα, είναι σφηκοφωλιά
που δε μου χάρισε μήτε λεπτού σαγήνη.
Σε πίστεψα και νόμισα πως θα 'βρισκα γαλήνη,
μα έπεσα μονάχος μου στου δράκου τη σπηλιά!

                     Ονείρωξη

Βαρύνανε τα δυο τα βλέφαρά μου
και θα με παν' στη χώρα των ονείρων
κει που χορεύουνε κοπέλλες -ω χαρά μου-
κι άνθη ραίνουν με μοσκοβολιές τριγύρω.

Χαρά στα καταπράσινα λιβάδια, με τυλίγει,
που δεν αντίκρυσα με μάτια ξυπνητά.
Μπουμπούκι λάγνα που τα πέταλά του ανοίγει
στον ήλιο, που ολόχαρος κοιτά.

Θα μπλέχουν όλα τούτα σε παιχνίδια,
μέσα στο κοιμισμένο μου κεφάλι
κι ένα κορίτσι, φορτωμένο με πλουμίδια,
θα νανουρίζεται στην ανοιχτή μου αγκάλη.

Νεράιδες που θα μας κοιτάζουν θα γελάνε!
Θα 'ναι του χρόνου, ακίνητη η ρόδα.
Και τα πουλάκια που τριγύρω θα πετάνε,
θα μας φορτώνουνε την αγκαλιά, με ρόδα!

Θα κάνω μια παραγγελιά στ' αηδόνι,
να 'ρθει γλυκά για μας μονάχα να λαλήσει
και τ' ακριβό το γιασεμί, για το φεστόνι*,
για μας μονάχα θα μοσχοβολήσει.

Το ελάφι που ξεδίψαε στο ρυάκι
ήρθε και πονηρά κρυφοκοιτάζει,
πίσω απ' τις φτέρες, με αδιάκριτο ματάκι
κι ακόμα το γενάκι του σταλάζει.

Τέτοια κι άλλα τρελλά θα βλέπω στ' όνειρά μου,
μα πριν το πιο γλυκό να πιω ποτήρι,
μια στριγκιά θα μου τρυπήσει τα αυτιά μου:
Θα 'ν' το μπαγάσικό παλιό μου ξυπνητήρι!

* φεστόνι (ιταλ., κεφαλονίτικα) = η τελευταία ακροβελονιά-στόλισμα σε κάποιο ύφασμα.

                  Αναφορές

Φίλε Καβάφη, μες σ' αυτή τη "Σατραπεία",
όπου μας έσπειρε να ζήσουμ' ο Θεός,
ο Διαβολάκος, εξασκώντας μαστρωπεία,
μας κατευθύνει όπως 'ρέγεται αυτός!

Φίλε Σεφέρη, τον "Βασιλέα της Ασίνης",
που λες και δε γεννήθηκε ποτές,
σαν έμπορα και χρήστη ηρωϊνης
τον τσάκωσαν οι μπάτσοι επροχτές!

Φίλε Ελύτη, η μικρή σου η "Μαρίνα",
φτηνή κοκότα, κάνει πιάτσα στη Συγγρού,
φορώντας μίνι και τακούνια! Σαν "Τσαρίνα"
τη ξέρουνε στο στέκι του "Χοντρού"!

Ο "Φασουλής κι ο Περικλής" μας κυβερνάνε.
Δε το πιστεύεις μήτε 'συ, φίλε Σουρή,
μα τώρα οι φτωχοί μας δε πεινάνε
και τις νυχτιές, τους νανουρίζουνε ουρί!

Βρήκα τη λέξη, φίλε Καββαδία,
που έψαχνες με τη "παιδεία" να ριμάρει.
Είναι μονάχα η λέξη -sorry- "αηδία"
κι είχε κρυφά στο ντόκο ξεμπαρκάρει!

Από τον "Ύμνο εις την Ελευθερία" βρε Διονύση,
μας έμεινε μόνο ο ύμνος, δυστυχώς!
Η Λευτερίτσα μας επήγε να καθίσει,
σ' ένα λιμάνι, με δολάρια, ορθώς!

Ακόμα κι εσύ βρε φίλε Καρυωτάκη,
που 'σουνα πάντα τόσο μελαγχολικός,
θα γέλαγες με τη ψυχή σου πατριωτάκι,
αν τύχαινε κι ήσουν ακόμα ζωντανός!

Φίλε μου Παλαμά, οι "Γύφτοι" πάλι,
καρφιά 'τοιμάζουν και βαράνε τα σφυριά.
Ας παίρναμε το μαύρο μας το χάλι
και να το θάβαμε στο "Τάφο" σου βαθιά!

Μέσα στο "Καπνισμένο σου Τσουκάλι",
βράσαμε 'κείνες τις ουράνιες φακές,
αλλά τις ανταλλάξαμε και πάλι,
γιατι διψούσαμε βρε Ρίτσο, για τιμές!
                                                                  

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers