ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

ÊïñíÜñïò ÂéôóÝíôæïò: Åñùôüêñéôïò

κι εγþ δε θε να κουρφευτþ κι αγνþριστο να μ' Ýχου’
         μα θÝλω να φανερωθþ, κι üλοι να με κατÝχου’
BITΣENTZOΣ εßν' ο ΠοιητÞς και στη ΓενιÜ KOPNAPOΣ,       

        που να βρεθεß ακριμÜτιστος, σα θα τον πÜρει ο XÜρος.
Στη Στεßαν εγεννÞθηκε, στη Στεßαν ενεθρÜφη,
        εκεß 'καμε κι εκüπιασεν ετοýτα που σας γρÜφει.
Στο KÜστρον επαντρεýθηκε, σαν αρμηνεýγει η Φýση,
        το τÝλος του 'χει να γενεß, üπου ο Θεüς ορßσει.       
Oι στßχοι θÝλουν διüρθωσι και σÜσμα üσο μποροýσι,
        γι' αυτοýς που τους διαβÜζουσι, καλÜ να τους γρικοýσι.




                                           Βιογραφικü

     Πριν ξεκινÞσω να πω πως υπÜρχει πλÝον  και το ΓΛΩΣΣΑΡΙ του,  üπου μπορεßτε να το ανοßξετε δßπλα παρÜλληλα, þστε διαβÜζοντας και βρßσκοντας λÝξη Üγνωστη, να μπορεßτε να ανατρÝχετε εκεß! Π. Χ.

     Η οικογÝνειÜ του Þταν πολý πλοýσια. ¹ταν ο μικρüτερος απü τους 5 γιοýς του ΒενετοκρÞτου Ιακþβου ΚορνÜρου και της ΖαμπÝτας (ΕλισÜβετ) ΝτεμÝτζο του ΜÜρκου. Για την οικογÝνεια των ΚορνÜρων Ýχει πλÝον αποδειχθεß πως επρüκειτο για εξελληνισμÝνη αρχοντικÞ βενετσιÜνικη οικογÝνεια, που ρßζες της μποροýμε ν' ανιχνεýσουμε τουλÜχιστον ως τις αρχÝς του 15ου αιþνα. Για την οικογÝνεια της μητÝρας του, δεν Ýχουμε πολλÝς γενεαλογικÝς πληροφορßες, αλλÜ πρÝπει να προερχüταν απü πλοýσια οικογÝνεια. Οι γονεßς του, που συντÜξανε το  γαμÞλιο συμβüλαιü τους στη ΣφÜκα της Σητεßας το 1542, Ýχουν θαφτεß στο μοναστÞρι της Αγßας Αικατερßνης της ΦρÜγκικης στο Ξþπορτο (προÜστια) της Σητεßας.
     ΓεννÞθηκε 26 Μαρτη 1553 στο χωριü Τραπεζüντα κοντÜ στη Σητεßα, πατρογονικü φÝουδο της οικογÝνειÜς του και βαφτßστηκε το καλοκαßρι του ßδιου χρüνου. ΚατÜγεται απü τους ευγενεßς ΚορνÜρους της Σητεßας. ¸μεινε με τους γονεßς και τους 4 αδελφοýς του, ζþντας πλουσιοπÜροχα χÜρη στη τερÜστια οικογενειακÞ περιουσßα, κυρßως στα χωριÜ Τραπεζüντα και ΠισκοκÝφαλο, ως το 1590 περßπου, δηλαδÞ ως τα 35 του "ζþντας τη ζωÞ του φεουδÜρχη γαιοκτÞμονα, μες σ' Ýνα πολυπρüσωπο κüσμο υπηρετþν και δουλοπαροßκων, που Þταν üλοι τους Ελληνορθüδοξοι". Η χρονολογßα του γÜμου του με τη ΜαριÝτα ZÝνο, εßναι Üγνωστη και το μüνο που ξÝρουμε εßναι πως αυτüς ο γÜμος Ýγινε στον ΧÜνδακα. Η γυναßκα του Þταν απü παλιÜ οικογÝνεια με μεγÜλη κτηματικÞ περιουσßα. Απ' αυτÞν απÝκτησε 2 κüρες, τη Κατεροýτσα και την ΕλÝνετα (Κατερßνα & ΕλÝνη). 
     ΜετÜ τον γÜμο και τη μüνιμη πια εγκατÜστασÞ του στη πüλη που γεννÞθηκε, Ýζησε μαζß με τα παιδιÜ του και τη γυναßκα του. Απü το 1591 ανÝλαβε διÜφορα διοικητικÜ λειτουργÞματα κι αξιþματα, ενþ κατÜ τη διÜρκεια της πανοýκλας των ετþν 1591-3 ανÝλαβε καθÞκοντα υγειονομικοý επüπτη. Για κÜποιο διÜστημα (1598-1600) επιστρÝφει στον ΧÜνδακα. ΥπÜρχουν φÞμες üτι εγκαταστÜθηκε εκεß κοντÜ στους δυο αδερφοýς του, τον ΙωÜννη Φραγκßσκο και τον ΑντρÝα. Για την ακρßβεια λÝγεται πως πιο κοντÜ Ýμεινε με τον ΑντρÝα, που Þταν ο ιδρυτÞς της Ακαδημßας Stravaganti, συλλüγου λογßων με αξιüλογη φιλολογικÞ και λογοτεχνικÞ δραστηριüτητα στα χρüνια της ακμÞς της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας. Εκεß παντρεýεται και συμμετÝχει ενεργÜ στη δημüσια ζωÞ του ΧÜνδακα, ενþ κατÜ τη διÜρκεια της φοβερÞς πανοýκλας των ετþν 1591-93 ανÝλαβε καθÞκοντα υγειονομικοý επüπτη στη πüλη. ¸γγραφα οικονομικοý χαρακτÞρα και διαθÞκες, που δημοσßευσε ο καθηγητÞς ΓιÜννης ΜαυρομÜτης, δεßχνουν üτι οι ΚορνÜροι αυτοß Þταν γλωσσικÜ εξελληνισμÝνοι.
     ΜετÜ τη μüνιμη εγκατÜστασÞ του, επισκÝπτεται τακτικÜ κι ως το θÜνατü του την ιδιαßτερη πατρßδα του, Σητεßα. ΜÜλιστα για μεγÜλο χρονικü διÜστημα, μεταξý 1598-1600, βρßσκεται κυρßως στην περιοχÞ της Σητεßας, üπου εξακολουθοýσε να διατηρεß σημαντικÞ περιουσßα. ΤÝλος, πÝθανε στον ΧÜνδακα μετÜ τις 12 Αυγοýστου 1613 και πριν απü τις 24 Απρßλη 1614 και θÜφτηκε στο μοναστÞρι του Αγßου Φραγκßσκου. Η αιτßα του θανÜτου του εßναι Üγνωστη. Αν υπολογßσουμε üτι Ýζησε 35 χρüνια στη Σητεßα, θα πρÝπει να πÝθανε γýρω στα 60 του χρüνια.
     ¹ταν Üνθρωπος προφανþς με μεγÜλο λογοτεχνικü ταλÝντο, με μεγÜλη μüρφωση και φιλολογικÜ ενδιαφÝροντα. Hταν μÝλος ενüς λογοτεχνικοý συλλüγου, της Ακαδημßας Των ΠαρÜξενων, που εßχε ιδρýσει ο συγγραφÝας αδελφüς του ΑνδρÝας. Το 1611 κληρονομεß απü τον ΑνδρÝα, βÜσει διαθÞκης, σημαντικü αριθμü βιβλßων.
     Ο "Ερωτüκριτος" πρωτοτυπþθηκε το 1713 κι απü τüτε γνþρισε αλλεπÜλληλες εκδüσεις κι αγαπÞθηκε τüσο þστε σÞμερα ακüμη να τραγουδιÝται. Αποτελεß το κορυφαßο σημεßο της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας ως τον 18ο αιþνα κι εφεξÞς αποτελεß σημεßο αναφορÜς και πηγÞ λογοτεχνικÞς Ýμπνευσης και λογοτεχνικοý Þθους. Πρüκειται γι' αφηγηματικü ποßημα Þ Ýμμετρο μυθιστüρημα, üπως το χαρακτηρßζει ο Πολßτης, που εκτεßνεται σε 10.010 στßχους και διακρßνεται σε 5 ενüτητες.
     Οι 1οι μελετητÝς προσπÜθησαν να ταυτßσουν τον ποιητÞ με κÜποιο απü τα μÝλη της γνωστÞς οικογÝνειας των Βενετþν αρχüντων Cornaro. Την Üποψη αυτÞ απÝκρουσε ο Ξανθουδßδης μ’ επιχεßρημα πως υπÞρχαν κι Üλλοι ΚορνÜροι (και ΒιτσÝντζοι) ¸λληνες στο νησß κι üτι ο ποιητÞς που γνþριζε τüσο καλÜ ελληνικÜ πρÝπει να ‘τανε γνÞσιος Κρης κι üχι Βενετüς. Πρüσφατες üμως Ýρευνες ενισχýουν τη 1η Üποψη και τοποθετοýν τη σýνθεση του Ερωτüκριτου μεταξý 1626-46 (Σ. ΕυαγγελÜτος). Πρüτυπü του θεωρεßται η πεζÞ ιταλικÞ μετÜφραση του γαλλικοý μυθιστορÞματος Paris et Vienne που κυκλοφοροýσε Þδη απü το 1482.
     Ως προς τη σχÝση του Ερωτüκριτου με το πρüτυπü του, Ýχει παρατηρηθεß üτι ο ποιητÞς το ακολουθεß μüνο σε γενικÝς γραμμÝς αναπροσαρμüζοντας ριζικÜ το μýθο, Ýτσι περνÜ απ’ τη μεσαιωνικÞ παρÜταξη και σþρευση της ýλης, στην αναγεννησιακÞ οργÜνωση και σýνθεση (Στ. Αλεξßου, Ερωτüκριτος, σ. ξθ´). Χρησιμοποιþντας δηλαδÞ με μεγÜλη ελευθερßα τα δÜνεια στοιχεßα, τους δßνει νÝο νüημα. Η μεταπλαστικÞ του αυτÞ ικανüτητα μαζß με την αφηγηματικÞ δýναμη, τη δημιουργικÞ πνοÞ και το εξαιρετικÜ αναπτυγμÝνο γλωσσικü αßσθημα καθιστοýνε τον ΚορνÜρο, μεγαλýτερο ποιητÞ της κρητικÞς λογοτεχνßας.
     Η υπüθεση αντλεßται απü Ýνα γαλλικü ιπποτικü μυθιστüρημα του μεσαßωνα του Pierre de la Cypede, με τßτλο "Paris Εt Vienne", σýμφωνα με τη ταýτιση που πρþτος πραγματοποßησε ο Ν. Cartojian. Ο ποιητÞς, με Üφατη ποιητικÞ ωριμüτητα και σοφßα, αφαιρεß üλα τα μεσαιωνικÜ στοιχεßα απü το πρüτυπο του και το εμπλουτßζει με στοιχεßα της εποχÞς, γνωμικÜ, πρüσωπα και χαρακτÞρες οικεßους. Το ποßημα περιγρÜφει τον Ýρωτα της πριγκÞπισσας Αρετοýσας και του ψυχογιοý του βασιλιÜ, Ερωτüκριτου, Ýναν Ýρωτα κοινωνικÜ απαγορευμÝνο. Ο βασιλιÜς ανακαλýπτει το ρομÜντζο και διþχνει τον Ερωτüκριτο, ο οποßος αγνþριστος με τη βοÞθεια ενüς μαγικοý φßλτρου σπεýδει να βοηθÞσει το βασιλιÜ σε κÜποιο δýσκολο πüλεμο κι Ýτσι κερδßζει τη καλÞ του. Η αφηγηματικÞ ικανüτητα του ΚορνÜρου καθιστÜ ενδιαφÝρον üλο το Ýργο και δεν επιτρÝπει κοιλιÝς στην αφÞγηση, οýτε λογικÜ κενÜ, οýτε καν σημεßα με μικρüτερη αξßα. Ζωντανεýει το λüγο με θεατρικοýς διÜλογους και ζωντανεýει üλο το Ýργο με τη δημοτικÞ, Üψογα λογοτεχνικÜ καλλιεργημÝνη. Ο διÜχυτος λυρισμüς δε φτÜνει ποτÝ στην υπερβολÞ κι η γλωσσικÞ σιγουριÜ ποτÝ στη σοφιστεßα Þ στη μεγαλορρημοσýνη.


            Θεüφιλος ΧατζημιχαÞλ: Ερωτüκριτος & Αρετοýσα

     Η Θυσßα Του ΑβραÜμ εßναι γραμμÝνη πριν απü τον Ερωτüκριτο, νεανικü Ýργο δηλαδÞ, ενþ εκεßνο εßναι γραμμÝνο γýρω στα 1600 με 1610, πριν δηλαδÞ και τον Βενετοτουρκικü πüλεμο. Oσο για τη χρονολογßα του χειρογρÜφου της Θυσßας, δηλαδÞ το 1635, πιστεýεται πως εßναι χρονολογßα αντιγραφÞς του πρωτοτýπου κι üχι συγγραφÞς, üπως πιστευüταν πριν απü τη ταýτιση. Η Θυσßα του ΑβραÜμ εßναι δραματοποßηση του επεισοδßου της Π. ΔιαθÞκης. Οι Þρωες εßναι ανθρþπινοι, ζεστοß, οικεßοι, üχι υπερφυσικοß κι απομακρυσμÝνοι, üπως συνÝβαινε στο θÝατρο της εποχÞς. ΘαυμÜσια αποδßδονται η βαθιÜ αγÜπη κι οι εσωτερικÝς συγκροýσεις προκαλþντας τη συμμετοχÞ του θεατÞ, στοιχεßο καινü. ΑλλÜ η μεγαλýτερη ιδιοτυπßα της εßναι η κατÜργηση των πρÜξεων, των σκηνþν, του χοροý, των χορικþν και των ιντερμεδßων.
     Οι καινοτομßες αυτÝς εßχαν αρχικÜ θεωρηθεß κακοτεχνßα Þ Üγνοια του ποιητÞ. ΣÞμερα üμως που Ýχουμε ταυτßσει το Ýργο κι Ýχουμε βρει και το πρüτυπο του, Ýχουμε καταλÜβει πως πρüκειται για συνειδητÝς επιλογÝς μ' απþτερο στüχο τη θεατρικÞ ανανÝωση, για τολμηρÝς διαφοροποιÞσεις μßας ιδιοφυοýς ποιητικÞς προσωπικüτητας. Ετσι η "Θυσßα Του ΑβραÜμ" εßναι Ýργο πρωτοπüρο και σαφþς ανþτερο ποιητικÜ απü το πρüτυπο του, το δρÜμα "Lo Isach" του Luigi Groto, (η ταýτιση οφεßλεται στον John Mavrogordato). Μια ακüμη σπουδαßα επιλογÞ του ΚορνÜρου και καßρια για την ιστορßα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας, εßναι η λαúκüτερη γλþσσα, η θερμüτητα της ομιλοýμενης, εμπλουτισμÝνη με ιδιωματικÜ στοιχεßα κι ο λαúκüς, δημοτικüς δεκαπεντασýλλαβος, που κÜνουν το δρÜμα να πλησιÜζει πολý στα δημοτικÜ μας τραγοýδια.



     ΧÜρη στις Ýρευνες του ΓιÜννη ΜαυρομÜτη και του Νßκου ΠαναγιωτÜκη, στους οποßους χρωστοýμε üλα αυτÜ τα στοιχεßα και στην επιστημοσýνη του Στυλιανοý Αλεξßου, μποροýμε σÞμερα με βεβαιüτητα να ταυτßσουμε αυτüν τον ΒιτσÝντζο ΚορνÜρο του Ιακþβου με τον ποιητÞ του "Ερωτüκριτου" και της "Θυσßας του ΑβραÜμ", ταýτιση που δεν μπüρεσε να κÜνει ο Ξανθουδßδης στη 1η Ýκδοση του, το 1915, λüγω ανεπÜρκειας στοιχεßων.
     ΠηγÝς πληροφοριþν: Θ. ΡοδÜνθης, ΜαλλιÜρης Παιδεßα, Υδρßα, ΔομÞ και ΠÜπυρος Larousse Britannica
.
______________________________________________________

                            Ερωτüκριτος

                               
Α' Ενüτητα
ΠΟΙΗΤΗΣ
1   Tου Κýκλου τα γυρßσματα, που ανεβοκατεβαßνουν,
          και του Τροχοý, που þρες ψηλÜ κι þρες στα βÜθη πηαßνουν
     και του Καιροý τα πρÜματα, που αναπαημü δεν Ýχουν,
          μα στο Kαλü κι εις το Kακü περιπατοýν και τρÝχουν
     και των ΑρμÜτω' οι ταραχÝς, üχθρητες και τα βÜρη,                      5
          του ¸ρωτος οι μπüρεσες και τση ΦιλιÜς η χÜρη
     αυτÜνα μ' εκινÞσασι τη σÞμερον ημÝραν,
          ν' αναθιβÜλω και να πω τÜ κÜμαν και τÜ φÝραν
     σ' μιÜ Κüρη κι Ýναν 'Αγουρο, που μπερδευτÞκα' ομÜδι
          σε μιÜ ΦιλιÜν αμÜλαγη, με δßχως ασκημÜδι.                              10
     Κι üποιος του Πüθου εδοýλεψε εις ε'καιρüν κιανÝνα,
          ας Ýρθει για ν' αφουκραστεß ü,τ' εßν' εδþ γραμμÝνα
     να πÜρει ξüμπλι κι ορμηνειÜ, βαθιÜ να θεμελιþνει
          πÜντα σ' αμÜλαγη ΦιλιÜν, οποý να μην κομπþνει.
     Γιατß üποιος δßχως πιβουλιÜ του Πüθου του ξετρÝχει,                    15
          εις μιÜν αρχÞ α' βασανιστεß, καλü το τÝλος Ýχει.
     Αφουκραστεßτε, το λοιπüν κι ας πιÜνει οποý'χει γνþση,
          για να κατÝχει κι αλλουνοý απüκριση να δþσει.
2   Στους περαζüμενους καιροýς, που οι ¸λληνες ορßζαν,
          κι οποý δεν εßχε η Πßστη τως θεμελιωμÝνη ρßζαν,                      20
     τüτες μιÜ AγÜπη μπιστικÞ στον Küσμο εφανερþθη,
          κι εγρÜφτη μÝσα στην καρδιÜ, κι ουδεποτÝ τση ελιþθη.
     Kαι με Kαιρü σε δυü κορμιÜ ο Πüθος εßχε μεßνει,
          και κÜμωμα πολλÜ ακριβüν Ýτοιους καιροýς εγßνη.
     Eις την AθÞνα, που Þτονε τση MÜθησης η βρþσις,                         25
          και το θρονß της AφεντιÜς, κι ο ποταμüς τση Γνþσης,
     PÞγας μεγÜλος üριζε την Üξα Xþρα εκεßνη,
          μ' Üλλες πολλÝς και θαυμαστÝς, και ξακουστüς εγßνη.
     HρÜκλη τον ελÝγασι, ξεχωριστüν απ' Üλλους,
          απü πολλοýς, και φρüνιμους, κι απ' üλους τους μεγÜλους         30     
     ξετελειωμÝνος Bασιλιüς, κι Üξος σε κÜθε τρüπον,                   
          ο λüγος του Þτονε σκολειü και νüμος των ανθρþπων.
     Mικροýλης επαντρεýτηκε κι εσυντροφιÜστη ομÜδι
          με ταßρι που ποτÝ κιανεßς δεν του'βρισκε ψεγÜδι.
     AρτÝμη την ελÝγασι τη PÞγισσαν εκεßνη,                                         35
          Üλλη κιαμιÜ στη φρüνεψη δεν Þτο σαν αυτεßνη.
     Kι οι δυü τως Þσαν φρüνιμοι, στην ευγενειÜν εμοιÜζαν,
          στην üρεξιν ευρßσκουντα', στον Πüθον εταιριÜζαν.
     AγαπημÝνο αντρüγυνον Þτονε πλιÜ παρ' Üλλο,
          και μüνον Ýνα λογισμüν εßχαν πολλÜ μεγÜλο                              40
     γιατ' Þσαν χρüνους ανταμþς και τÝκνα δεν εκÜμα',
          σ' Ýγνοια μεγÜλη και βαρÜ τσ' Þβανε τÝτοιο πρÜμα.
     Kαι μüνον εις τα σωθικÜ εβρÜζα' νýκτα-μÝρα,
          μην Ýχοντας κληρονομιÜ, σιμþνοντας τα γÝρα.
     Tον ¹λιον και τον Oυρανü συχνιÜ παρακαλοýσι,                            45
          για να τως δþσουν, και να δουν παιδß που πεθυμοýσι.
     Περνοýν οι χρüνοι κι οι καιροß, κι η PÞγισσα εγαστρþθη,
          κι ο PÞγας απ' το λογισμüν και βÜρος ελυτρþθη.
3   AγÜλια-αγÜλια εσßμωσεν, κι Þρθεν εκεßνη η þρα,
          να γεννηθεß κληρονομιÜ, για να χαρεß κ' η Xþρα.                       50
     MιÜ θυγατÝραν Þκαμεν, που'φεξεν το ΠαλÜτι,
          αυτÞ την þρα που η μαμμÞ στα χÝρια τση τη κρÜτει.
     ΘερÜπιο κι αναγÜλλιαση, χαρÜ πολλÜ μεγÜλη
          ο PÞγας με τη PÞγισσαν επÞρασιν, κ' οι Üλλοι.
     Tης Xþρας σπßτια και στενÜ σοý φαßνετο γελοýσαν,                        55
          κι οι γειτονιÝς εχαßρουνταν κ' οι τüποι αναγαλλιοýσαν.
     ¹ρχισε και μεγÜλωνε το δροσερü κλωνÜρι,
          και πλÞθαινε στην ομορφιÜ, στη γνþση, και στη χÜρη.
     Eγßνηκεν τüσο γλυκειÜ, που πÜντοθ' εγρικÞθη
          πως για να το'χου' θÜμασμα στον Küσμον εγεννÞθη.                 60
     Kαι τ' üνομÜ τση το γλυκý το λÝγαν Aρετοýσα,                    
          οι ομορφιÝς τση Þσαν πολλÝς, τα κÜλλη τση Þσαν πλοýσα.
     XαριτωμÝνο θηλυκü τως το'καμεν η Φýση,
          και σαν αυτÞ δεν Þτονε σ' AνατολÞ και Δýση.
     ¼λες τσι χÜρες κι αρετÝς Þτονε στολισμÝνη,                                   65
          ευγενικÞ και τακτικÞ, πολλÜ χαριτωμÝνη.
     Kι Þτον και Bασιλιοý παιδß και PÞγα θυγατÝρα,
          πüθο μεγÜλον Þβανε στο γρÜμμα νýκτα-ημÝρα.
     Eκαμαρþνασßν τηνε ο Kýρης με τη MÜνα,
          κι επÜψασιν οι λογισμοß, κι οι πüνοι τως εγιÜνα'.                        70
     Eßχεν ο Bασιλιüς πολλοýς με φρüνεψη και πλοýτη,
          συμβουλατüροι του Þτανε οι μπιστεμÝνοι τοýτοι.
     M' απ' üλους εßχεν ακριβü πÜντα στη συντροφιÜ του
          Ýναν οποý Πεζüστρατον εκρÜζαν τ' üνομÜ του
     του Παλατιοý Þτο θαρρετüς, ξεχωριστüς παρ' Üλλο,                      75
          και διχωστÜς του ο Bασιλιüς δεν Þκανε Ýνα ζÜλο.
     Eßχε κι αυτüς Ýναν υγιü πολλÜ κανακιασμÝνο,
          φρüνιμο κι αξαζüμενο, ζαχαροζυμωμÝνο.
4   ¹τονε δεκοκτþ χρονþν, μα'χε γερüντου γνþση,
          οι λüγοι του Þσανε θροφÞ, κι η ερμηνειÜ του βρþση.                80
     Kαι τ' üνομÜ του το γλυκý Pωτüκριτον ελÝγα',
          Þτονε τσ' αρετÞς πηγÞ και τσ' αρχοντιÜς η φλÝγα
     κι üλες τσι χÜρες π' Oυρανοß και τ' 'Αστρι εγεννÞσαν,
          μ' üλες τον εμοιρÜνασι, μ' üλες τον εστολßσαν.
     ΠÜντα με καταστÜμενους Þπρασσε, και ξετρÝχει                             85
          να μÜθει εκεßνα που'δασι, κ' εκεßνος δεν κατÝχει.
     ΘÝλει σ' εκεßνον τον καιρü το πρικοριζικü του,
          και πρÜμα που δεν Þμοιαζε βÜνει στο λογισμü του.
     KÜθε ταχýν επÞγαινεν ογια την Aρετοýσα,
          μÝσα η καρδιÜ του ελÜμπανε, τα σωθικÜ κεντοýσα'.                 90
     AγÜλια-αγÜλια σ' ¸ρωτα και Πüθον εκινÜτο,
          πειρÜζει τον ο λογισμüς, δεν τρþγει, ουδ' εκοιμÜτο.
     H γνþση του δε του βουηθÜ, η üρεξη τον ενßκα,
          πλιü δε γνωρßζει το καλü, μηδÝ πρεπüν εγρßκα.
     Tην Aρετοýσα στο κουρφü γι' AγÜπην την εθþρει,                         95
          μα τÝτοια πρÜματ' Üπρεπα δεν εßχ' αυτεßνη η Küρη.
     Λßγη αφορμÞ'το στην αρχÞ και, το πολý να κÜμει,
          αρχßνισεν απλοκαμοýς, σα οι ρßζες στο καλÜμι.
     Mε πüνους κι αναστεναμοýς επÝρνα-ν ο καιρüς του,
          κ' εμπÞκε μÝσα στη φωτιÜν, κι εκÝντα μοναχüς του.               100
     EπÜσκισε üσο εμπüρεσεν την παßδα ν' αλαφρþσει,
          κι αντρεýγετο και λüγιαζε να του βουηθÞσει η γνþση.
     Kαι κÜθ' αυγÞ και κÜθ' αργÜ, στ' Üλογο καβαλÜρης,
          και με γερÜκια και σκυλιÜ, σα να'τον κυνηγÜρης,
     Þβανε χßλιους λογισμοýς να φýγει απ' το ΠαλÜτι,                          105
          μα'σφαλε, δεν τον Þσωνεν καημüς που τον εκρÜτει.
     OυδÝ γερÜκια, ουδÝ σκυλιÜ, ουδ' Üλογα εμποροýσαν
          τον Πüθο ν' αλαφρþσουσι που'χε στην Aρετοýσαν,
5   μα πÜντα ο νους κι η θýμησις Þτονε μετÜ κεßνη.
          Λßγο νερü ποτÝ φωτιÜ μεγÜλη δεν εσβÞνει                               110
     αμÞ ανÜφτει και κεντÜ, και βρÜζει, και πληθαßνει,
          σαν κÜμει την αναλαμπÞ ουδÝ νερü τη σβÝνει-
     Ýτσι κι αυτüς, ü,τι Ýκαμε τη παßδα ν' αλαφρýνει,
          και να'βρει αÝρα και δροσÜ, πλιÜ ανÜφτει το καμßνι.
     ¼ποý'χε δει üμορφο δεντρü, με τ' Üνθη στολισμÝνο,                   115
          εßν' τσ' Aρετοýσας το κορμß, τ' ομορφοκαμωμÝνο
     üποý'χε δει τα λοýλουδα τα κοκκινοβαμμÝνα,
          Þλεγε "¸τσι τα χεßλη τση και τση KερÜς μου μÝνα"
     üντεν εγρßκα του αηδονιοý, πþς κιλαδþντας κλαßγει,
          του εφαßνετο πως τον πονεß και μοιρολüγι λÝγει.                    120
     T' Üλογο δεν τον ωφελÜ, γερÜκι δεν του αρÝσει,
          γιατ' εßχε η δüλια του καρδιÜ τη σαúτιÜ στη μÝση.
     AφÞνει το λαγωνικü, γιατß τονε παιδεýγει,
          τσ' αυγÞς την περιδιÜβαση πλιü δεν τηνε γυρεýγει
     τ' Üλογον απαρνÞθηκε, και τα γερÜκια αφÞνει,                           125
          γιατß δεν του γιατρεýγουσι τσ' AγÜπης την οδýνη.
     Kαι μüνος κι ολομüναχος εβÜλθη να περÜσει,
          και να μη δει ξεφÜντωσιν, þστε που να γερÜσει.
     Eßχε Ýνα Φßλον μπιστικü και φρüνιμον περßσσα,         
          κι ομÜδι αναθραφÞκασιν, απüσταν τσ' εγεννÞσα'.                  130
     Kαι τ' üνομα του Φßλου του Πολýδωρον ελÝγαν,
          σε μιÜ πνοÞν εζοýσανε, σε μιÜν αγÜπη πλÝγαν.
     Kαι μη μπορþντας τη κρουφÞν AγÜπη πλιü να χþνει,
          μιÜ ταχινÞ, του Φßλου του τηνε ξεφανερþνει.
EPΩTOKPITOΣ
     ΛÝγει: "AδερφÝ μου, δε μπορþ στο Küσμο πλιü να ζÞσω,            135
          γιατ' Þβαλα Ýνα λογισμüν και στÝκω ν' αφορμßσω.
     Σ' τüπον ψηλüν αγÜπησα, μακρÜ πολλÜ ξαμþνω,
          το χÝρι κοπιÜζει εýκαιρα να πιÜσει τü δε σþνω,
6   τη ΘυγατÝρα του Pηγüς, του AφÝντη μας την Küρη,
          οποý Üνεμος δεν τση'διδε, ουδ' Þλιος την εθþρει,                  140
     κι οποý μας παßρνει τη ζωÞν, üντε μας πιÜσει μÜχη,
          ο λογισμüς οποý'βαλα, δßχως θεμÝλιο να'χει.
     Γνωρßζω πως οι δýναμες τü θÝλω δεν μποροýσι,
          κι ü,τι κι αν κτßσω ολημερνßς, κÜθε βραδý χαλοýσι.
     Mα τυφλωμÝνος βρßσκομαι, τü κÜνω δεν κατÝχω,                       145
          κ' Þχασα το λογαριασμüν, και πλιü μου νου δεν Ýχω.
     Δος μου βουλÞ παρηγοριÜς, σα Φßλος βοýηθησÝ μου,
          και τοýτα που με βρÞκασι δεν τα'λπιζα ποτÝ μου."
ΠOIHTHΣ
     EχÜθηκ' ο Πολýδωρος, του Φßλου του ν' ακοýσει
          το πρÜμα οποý δεν üλπιζε τα χεßλη του να ποýσι.                  150
     Kαι με βαρý αναστεναμü και μ' üψιν αλλαμÝνη,
          στρÝφεται στο Pωτüκριτο κι Ýτσι του συντυχαßνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     "AδÝρφι, τÜ σου γρßκησα, τÜ μου'χεις μιλημÝνα,
          ποτÝ μου δεν τα λüγιαζα, μουδ' üλπιζα σε σÝνα,
     να βÜλεις Ýτοιο λογισμü, κι Ýτσι να κιντυνεýγεις,                         155
          και πρÜματα ανημπüρετα κι Üμοιαστα να γυρεýγεις
     γιατß σ' εκρÜτου' γνωστικüν, Üνθρωπον παιδεμÝνο,
          μα, σα θωρþ, εκομπþνουμουν, ως το'χω γρικημÝνο.
     Και σα μου λες πως Þβαλες το λογισμüν αυτεßνο,
          σÞμερο κÜνω απüφαση και κουζουλü σε κρßνω.                    160
     H Pηγοποýλα, σα γρικþ, AγÜπη δε κατÝχει,
          ουδÝ λογιÜζει το ποτÝ, μηδ' Ýτοιες Ýγνοιες Ýχει.
     K' εσý πþς αποκüτησες και πþς στο νου σου εμπÞκε;
          Nα φυτευτεß τÝτοιο δεντρü, πþς στη καρδιÜ σου αφÞκε;
     Oποý'χει φýλλα βλαβερÜ, καρπü φαρμακεμÝνο,                          165
          κι απü τη ρßζα þς τη κορφÞ τ' αγκÜθια γεμισμÝνο
     ο ανθüς του εßν' θανατερüς, το πωρικü του βλÜφτει,
          αντßς αÝρος και δροσÜς, σαν το καμßνι ανÜφτει.
7   Aν η Aρετοýσα Þθελε βαλθεß να σ' αγαπÞσει,
          εσý δεν Þμοιαζε ποτÝ να μπεις εις Ýτοιαν κρßση                      170
     μα μÜλιστα τον Πüθον τση να διþξεις απü σÝνα,
          και να μακρýνεις απü 'πÜ, να πορπατεßς στα ξÝνα,
     παρÜ σ' AγÜπη Ýτοιας KερÜς να μπεις, να κιντυνεýγεις,
          και το κακü σου μοναχüς να θÝ' να το γυρεýγεις.
     Eις ε ΠαλÜτια Bασιλιþ τα μÜτια üντε στραφοýσι,                         175
          πρÝπει να τα δοξÜζουσι και να τα προσκυνοýσι
     γιατß οι αυλÝς των Aφεντþν Ýχουν αφτιÜ κι ακοýσι,
          και τα τειχιÜ του Παλατιοý μÜτια και συντηροýσι.
     Kι εσý πþς αποκüτησες και μπÞκες σ' Ýτοια ΠÜθη;
          H Pηγοποýλα ßντα να πει, Pωτüκριτε, αν το μÜθει;                180
     Aν το νοÞσει κι Þβαλεν Πüθο σ' αυτεßνη ο νους σου,
          κακÜ αποδüματα θωρþ εσÝ και του Kυροý σου
     να σας ξορßσουν απü 'πÜ, φτωχοýς να σας εκÜμου',
          ετοýτα κι Üλλα πλι' Üσκημα θÝ' να'ν' προυκιÜ του γÜμου.
     MετÜστρεψε το λογισμüν τοýτον οποý σε κρßνει,                       185
          μην πÜ' κι ανÜψεις μιÜ φωτιÜν οποý ποτÝ δε σβÞνει.
     Ποýρι του ανθρþπου εδüθηκε, κι εßναι το φυσικü του,
          να διαμετρÜ τα πρÜματα με το λογαριασμü του.
     Kαι συ ßντα μÝτρος Þκαμες σε τοýτα οποý μου λÝγεις;
          Θωρþ κι αφÞνεις το καλü και το κακü διαλÝγεις.                  190
     ΩσÜ γνωρßσει ο Üνθρωπος κι ολπßζει να κερδÝσει
          κεßνο το πρÜμα π' αγαπÜ κι οποý πολλÜ τ' αρÝσει,
     ο νους παραλαφρþνεται κι η ολπßδα του πληθαßνει,
          κι απÜνω στο λογαριασμüν εßναι θεμελιωμÝνη.
     Σαν το μετρÞσει μιÜ και δυü, και βρßσκει το πως μοιÜζει,           195
          ξετρÝχει το με προθυμιÜ, κι üσο μπορεß σπουδÜζει.
     Kι εσý, με ποιü λογαριασμüν Ýχεις σε τοýτ' ολπßδα;
          AδÝρφι μου, Ýτοιον κουζουλüν ωσÜν εσÝ δεν εßδα!
8   Kι επÜσκισε το Pιζικü κι η Mοßρα να σε βÜλει,
          κι αγÜπησες Ýτοιας λογÞς μιÜ μας KερÜ μεγÜλη.                    200
     ¼νειρον εßν' πολλÜ ζαβü και κουζουλü περßσσα,
          και γι' αφορμÜρους τσι κρατοýν üσοι ετσιδÜ αγαπÞσα'.
     ΠολλÜ'ναι δýσκολη δουλειÜ και μπερδεμÝνη ετοýτη,
          να θες να μπεις σε Bασιλιοýς, σε PÞγατα και σε πλοýτη,
     οποý'ναι διαφορÜ πολλÞ στον Ýνα απü τον Üλλον                      205
          εσÝνα λÝσιν εμικρüν, το PÞγα λεν μεγÜλον.
     Tα χüρτα π' αγκυλþνουσι, τ' αγκÜθια που κεντοýσι,
          για πελελοýς τσι κρÜζουσιν, üσοι κι αν τα κρατοýσι.
     ΠοτÝ το χÝρι στη φωτιÜ μη 'γγßξεις, γιατß καßγει
          μες στο πηγÜδι κÜρβουνα κιανεßς μην πÜ' γυρεýγει.              210
     O PÞγας Ýχει την εξÜν εις ü,τι κι αν ορßσει,
          κι ως θÝλει, κι ως του φαßνεται, κÜνει δικÞ του κρßση
     εις τη βουλÞν του βρßσκεται καλü μας και κακü μας,
          και μες στο χÝρι του κρατεß ζωÞ και θÜνατü μας.
     O Bασιλιüς εßν' σπλαχνικüς, γλυκýς με πÜσαν Ýνα                       215
          μην κομπωθεßς πως αγαπÜ τον Kýρη σου κι εσÝνα.
     Kι ο AφÝντης, üσον πλιÜ αγαπÜ το δοýλο, αν εßν' και σφÜλει,
          τüσον η üχθρητα πολλÞ γßνεται και μεγÜλη
     και τüσον πλιÜ στα σφÜλματα που στην τιμÞν ξαμþνουν,
          και στην καρδιÜν εγγßζουσι και μες στο νουν ξαπλþνουν.     220
     Διþξε τσι αυτοýς τσι λογισμοýς, μηδÝν κακαποδþσεις              
          γομÜρι οποý δε δýνεσαι, μη θÝλεις να σηκþσεις.
     Mε το ßδιο σου το φýσισμα, μη βουληθεßς να ξÜψεις
          φωτιÜ που δεν εσβÞνεται, και το κορμß σου κÜψεις.
     Eις το ΠαλÜτι του Pηγüς, AδÝρφι, πλιü μην πηαßνεις,                   225
          γιατß, σα σε θωροý' συχνιÜ ν' ανεβοκατεβαßνεις,
     ο κüσμος εßναι πονηρüς κι ο Πüθος σε τυφλþνει,
          κι ως και να το κρατεßς κρουφü, γοργü το φανερþνει.
9   Kι αν εßν' και τοýτο γρικηθεß, που η Týχη μην τ' ορßσει,
          λüγιασε, βÜλε το στο νου, τÜ θÝ' να κÜμει η κρßση.                230
     O PÞγας Ýχει την εξÜ, κι εßναι η δουλειÜ δικÞ του,
          και μ' απονιÜ γδικιþνεται, σα θÝλει η üρεξÞ του.
     Kαι τοýτην την αποκοτιÜν, οποý'βαλεν ο νους σου,
          εσÝνα φÝρνει θÜνατο, και πÜθη του Kυροý σου."
ΠOIHTHΣ
     ¹στεκεν ο Pωτüκριτος, του Φßλου του αφουκρÜτο,                  235
          ωσÜν τυφλüς κι ωσÜ βουβüς και δεν του απιλογÜτο.
     Kαι με την þραν την πολλÞ, σ' απüκριση εκινÞθη,
          με κλÜημα κι αναστεναμü, του Φßλου απιλογÞθη.
EPΩTOKPITOΣ
     "AδÝρφι μου, γνωρßζω το, θωρþ τον κüπο χÜνω,
          και τü ζυγþνω Ýτσι μακρÜ, ποτÝ μου δεν το φτÜνω.            240
     KατÝχω, κι α' μαθητευτεß εκεßνο οποý ξετρÝχω,
          εσßμωσε το τÝλος μου και πλιü ζωÞ δεν Ýχω.
     Mα επιÜστηκα, εμπερδεýτηκα, ξεμπερδεμü δεν Ýχω,
          μ' üλο που βλÝπω το κακü, το βλÜψιμο κατÝχω.
     ΛογιÜζω το, γνωρßζω το, πως πρÝπει να τ' αφÞσω,                    245
          και με νερü τα κÜρβουνα γλÞγορα να τα σβÞσω,
     μην κÜμουσιν αναλαμπÞν, οποý τη λÜμψη δßδει,    
          και φανερþσει το κρουφüν, οποý'ναι στο σκοτßδι
     κι ü,τι κι α' χþνω στα βαθιÜ, τüσες φορÝς και τüσες,
          Ýμπει σε χßλια στüματα, Ýμπει σε χßλιες γλþσσες.                    250
     Mα ßντα μου ξÜζει να γρικþ και τα πρεπÜ να γνþθω,
          εδÜ που σκλÜβος βρßσκομαι και δοýλος εις τον Πüθο;
     ºντα μου ξÜζει να γρικþ; τß με φελÜ να ξεýρω;
          Aπü το δρüμον Þσφαλα, δε βλÝπω να τον εýρω.
     Πλιü μπüρεση ο λογαριασμüς δεν Ýχει να βουηθÞσει,                  255
          εκεß üπου ορßζει η ΠεθυμιÜ και τσ' EρωτιÜς η κρßση.
     Oι λογισμοß εßναι σαúτιÝς, καρδιÜ μου εßν' το σημÜδι,
          και μÜχουνται και ποιüς μπορεß να τα συβÜσει ομÜδι;
10 O Πüθος, üντε βουληθεß και θÝλει να νικÞσει,
          γνþση δεν εß' ουδÝ δýναμη να τονε πολεμÞσει.                     260
     ΠολλÜ μεγÜλην AφεντιÜν, πολλÜ μεγÜλη χÜρη
          Ýχει τ' ολüγδυμνο παιδß που παßζει το δοξÜρι
     βαστÜ κουρφÜ ψιλÞ μαγνιÜ, τα μÜτια μας κουκλþνει,
          και το κακü, που μελετÜ, δε μας το φανερþνει
     την ßσα στρÜτα δεν πατεß, μα τη στραβÞ γυρεýγει,                    265
          φαρμακεμÝνες μαγεριÝς πÜντα μÜς μαγερεýγει.
     'Aλλοι, Üξοι, φρονιμüτατοι, που'χαν Kαιροý θεμÝλιο,
          του ¸ρωτα εγενÞκασι παιγνßδι του και γÝλιο.
     Eýκολα και τα κÜρβουνα κι η σπßθα αναλαμπÜνει
          τ' Üχερα, τα λινüξυλα, ποýρι και να τα φτÜνει.                      270
     EβÜλθηκÜ το απü καιρü και θÝλησα ν' αρχßσω
          να λιγοπηαßνω στου Pηγüς, για να τση λησμονÞσω,
     να'βρω βοτÜνι δροσερü και τη πληγÞ να γιÜνω,
          και πλιü τα ξýλα στη φωτιÜ να μην τα βÜνω απÜνω
     και σ' Üλλα πρÜματα Þνιωσα το νου μου να μπερδÝσω,             275
          και τü κρατþ ανημπüρετο, να δω να το μπορÝσω.
     Kι ως το λογιÜσω, μου'ρχεται μεγÜλη λιγωμÜρα,
          τα μÝλη αποκρυγαßνουσι και μου'ρχεται τρομÜρα
     θαμπþνουνται τα μÜτια μου κι η üψη απονεκρþνει,
          ßδρο του ψυχομαχημοý το πρüσωπü μου δρþνει                 280
     κι οπßσω α' θÝλω να συρθþ, η ΠεθυμιÜ μ' αμπþθει
          σ' εκεßνο που ο λογαριασμüς κι η γνþση πλιü δε γνþθει.
     Λüγιασε σ' ßντα βρßσκομαι και ξαναδÝ το πÜλι
          πÝ' μου, πþς θες να βουηθηθþ σ' Ýτοια δουλειÜ μεγÜλη;
     AρχÞ Þτονε πολλÜ μικρÞ κι Üφαντη δßχως Üλλο,                        285
          μα το μικρü με το Kαιρüν εγßνηκε μεγÜλο.
     Eλüγιασα να τη θωρþ κι þς τη θωριÜ να σþσω,
          και μετÜ κεßνη να περνþ, και να μηδÝν ξαπλþσω.
11 Kι αγÜλια-αγÜλια η ΠεθυμιÜ μ' Þβανεν εις τα βÜθη,
          κι Þκαμε ρßζες και κλαδιÜ, κλþνους και φýλλα κι Ü'θη.         290    
     Kαι πλÞθυνε την ΠεθυμιÜν το κουζουλü μου αμμÜτι,         
          κi Þρχιζεν κι εστρατÜριζεν κi εσιγανοπορπÜτει.
     Tο σιγανü, με τον Kαιρüν, προθυμερüν εγßνη,
          κi Þβανε ο ¸ρωτας κρουφÜ τα ξýλα στο καμßνι.
     Kι ωσÜν απü μικρüν αβγü πουλß μικρüν εβγαßνει,                        295
          τρεμουλιασμÝνο κι Üφαντο και με Kαιρüν πληθαßνει,
     κÜνει κορμß, κÜνει φτερÜ, κÜθ' þρα μεγαλþνει
          και πορπατεß, χαμοπετÜ, φτεροýγια του ξαπλþνει
     κι απ' Üφαντο κι απü μικρü, που'τον üντεν εφÜνη,
          κορμß, φτερÜ και δýναμη και μεγαλüτη κÜνει-                       300
     το ßδιο εγßνη κι εις εμÝ, στην ÜπραγÞ μου νιüτη.
          AρχÞ μικρÞ κι αψÞφιστη Þτον απü την πρþτη,
     μα εδÜ'χει τüση δýναμη κ' Ýτσι μεγÜλη εγßνη,
          οποý μου πÞρεν την εξÜ, και δßχως νου μ' αφÞνει.
     Kι η AγÜπη, που στα βÜσανα αντρεýγει και πληθαßνει,                305
          κι οποý με τσ' αναστεναμοýς θρÝφεται και πλαταßνει,
     θÜμασμα ποýρι το κρατοýν üλοι, μικροß-μεγÜλοι,
          πþς στην αρχÞν τση ανÞμπορη γεννÜται στην αθÜλη
     σπßθα μικρÞ κι αψÞφιστη, δε λÜμπει, μηδÝ βρÜζει,
          και πως να κÜμει αναλαμπÞν κιανεßς δεν το λογιÜζει.             310
     Kι αγÜλια-αγÜλια θρÝφεται, σαν το καμßνι ανÜφτει,
          κεντÜ και καßγει δυνατÜ και το κορμß μας βλÜφτει.
     Πρωτýτερα, üντε τ' Üκουγα να μου τα λÝσιν Üλλοι,
          σ' Ýτοιες δουλειÝς ο λογισμüς Þλπιζα να μη σφÜλει.
     Mα ξÜφνου ο κακορßζικος επιÜστηκα στο βρüχι,                         315
          που στ' üμορφü τση πρüσωπο πÜντα στεμÝνο το'χει.
     EμÝ κιανεßς δε μου'φταιξε, μηδÝ παραπονοýμαι
          τινüς αλλοý, στα βÜσανα και σ' τσι καημοýς οποý'μαι.
12 MιÜ κÜποια λßγη ΠεθυμιÜ εσÞκωσεν το νου μου,
          και δυü φτεροýγες Þκαμε μÝσα του λογισμοý μου.               320
     Tοýτες την ΠεθυμιÜν πετοý', στον Oυρανüν την πÜσι,
          κι üσο σιμþνου' τση φωτιÜς, τσι καßγει εκεßν' η βρÜση.
     Kαι πÜραυτας γκρεμνßζομαι, ωσÜ φτερÜ δεν Ýχω,
          γιατ' Þφηκα τα χαμηλÜ, και τα ψηλÜ ξετρÝχω.
     Kαι πÜλι εκεßνη η ΠεθυμιÜ δε θÝλει να μου λεßψει,                       325
          πÜραυτας κÜνω Üλλα φτερÜ, πÜλι πετþ στα ýψη
     και πÜλι βρßσκω τη φωτιÜν, πÜλι ξανακεντÜ με,
          κι απ' τα ψηλÜ που βρßσκομαι, με ξαναρßχτει χÜμαι.
     Kι üσες φορÝς εις τα ψηλÜ σþσω, φωτιÝς ευρßσκω,
          και καßγουνται οι φτεροýγες μου, και πÝφτω και βαρßσκω.    330       
     Kαι τοýτ' η ΠεθυμιÜ η λωλÞ πετþντας με πειρÜζει,                   
          και πÜγει τσι φτεροýγες μου εις τη φωτιÜ üντε βρÜζει.
     Kι þστε οποý να'μαι ζωντανüς, παßδαν Ýχω μεγÜλη.
          MαγÜρι να μ' ολüκαψε, να μ' Ýκαμεν αθÜλη!"
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει του ο Φßλος: "Tα φτερÜ που εσÞκωσεν ο νους σου,           335
          και βÜνει τ' ανημπüρετα μÝσα του λογισμοý σου,
     AδÝρφι, βλÝπε, üσο μπορεßς, Ýβγα απ' αυτÞν τη ζÜλη,
          στο πÝτασμα οποý επÝταξες, μηδÝν πετÜξεις πÜλι.
     Kι αν τα φτερÜ πετοýν ψηλÜ, και τη φωτιÜν ευρßσκεις,
          κüψε τα, ρßξε τα απü 'κεß ζιμιü, να μη βαρßσκεις                     340
     γ'Þ βÜλε τα και βρÝξε τα εις το νερü τση γνþσης,
          ζιμιü να μην πετÜς ψηλÜ, ζιμιü να χαμηλþσεις.
     Θωρþ το πως σε πολεμοý' δυü σου οχουθροß μεγÜλοι,
          η AγÜπη με την ΠεθυμιÜ κι η μιÜ, λÝγω κι η Üλλη
     μποροýσι, þστε να θες εσý. Mα κÜμε να τ' αφÞσεις                    345
          τ' Üμοιαστα, τ' ανημπüρετα, ζιμιü να τους νικÞσεις.
     ΠÜντÜ'ναι στα ψηλÜ φωτιÜ, και τσι φτεροýγες καßγει
          κεßνου οποý τ' ανημπüρετα και τ' Üμοιαστα γυρεýγει.
13 Διþξε τσι αυτοýς τους λογισμοýς, μη σε κακομοιριÜσου',
          πÞγαινε στα γερÜκια σου, χαßρου με τα σκυλιÜ σου.              350
     Λησμüνησε του Παλατιοý, λησμüνησε τση Küρης,
          τÜξε πως Þτο ο ΘÜνατος εκεß üπου την εθþρεις.
     Ποýρι δεν εßσαι πελελüς, μα τα πρεπÜ κατÝχεις
          θωρεßς το, και γνωρßζεις το, σαν ßντα ολπßδαν Ýχεις
     εις Ýτοιο πρÜμα δýσκολο, σ' Ýτοια δουλειÜ μεγÜλη,                     355
          οποý στα βÜθητα τση γης βοýλεται να σε βÜλει.
     ΦαρμÜκι ν' Ýχει η μαγεριÜ τοýτη που μαγερεýγεις,
          και ντροπιασμÝνο ΘÜνατο με προθυμιÜ γυρεýγεις."
ΠOIHTHΣ
     Tου Φßλου τα διατÜματα μες στην καρδιÜν εμπαßναν
          του Pþκριτου, και την πληγÞ δαμÜκι ν'αλαφραßναν.              360
EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λÝγει: "¼,τι μου εμßλησες ετοýτην την ημÝρα,
          σε λογισμüν καλýτερον και πλιÜ αλαφρü μ' εφÝρα'.
     Kι εβÜλθηκα ν' απαρνηθþ του Παλατιοý τη στρÜτα,
          και να μακρýνω απ' την καρδιÜν τσ' AγÜπης τα μαντÜτα,
     να δυσκολÝψω τσ' αφορμÝς οποý με τυραννοýσι,                       365
          κι αν εμπορþ, τα μÜτια μου πλιü τως να μην τη δοýσι.
     Kι α' δεν μπορþ να το βαστþ, κÜθ' þρα ας αποθαßνω
          με τιμημÝνο ΘÜνατον, παρÜ με ντροπιασμÝνο.
     KÜλλιο νεκρü ας με θÜψουσιν ο Kýρης με τη MÜνα,
          παρÜ να ποý' πως μ' εντροπÞν απ' τη φλακÞ μ' εβγÜνα'."        370
ΠOIHTHΣ
     Kι αρχßνισεν απολιγοý να πρÜσσει στο ΠαλÜτι,
          την αρμηνειÜν του Φßλου του και τη βουλÞν του εκρÜτει.
     Mα'σφαλεν εις τÜ λüγιαζε και στÜ'τασσε να κÜμει,
          και το κορμß του εσοýρωνε, κ' Þτρεμε
     Kι üντεν η νýκτα η δροσερÞ κÜθ' Üνθρωπο αναπεýγει,                 375
          και κÜθε ζο να κοιμηθεß τüπο να βρει γυρεýγει,
     Þπαιρνεν το λαγοýτο του, κ' εσιγανοπορπÜτει,
          κι εκτýπα-ν το γλυκιÜ-γλυκιÜ ανÜδια στο ΠαλÜτι.
14 ¹τον η χÝρα ζÜχαρη, φωνÞ εßχε σαν τ' αηδüνι
          κÜθε καρδιÜ, να του γρικÜ, κλαßγει κι αναδακρυþνει.              380
     ¹λεγεν κι ανεθßβανεν της EρωτιÜς τα ΠÜθη,
          και πως σ' AγÜπη εμπÝρδεσε κι εψýγη κι εμαρÜθη.
     KÜθε καρδιÜ ανελÜμπανεν, αν Þτο σαν το χιüνι,
          σ' Ýτοια γλυκüτατη φωνÞ κοντÜ να τση σιμþνει
     εμÝρωνε üλα τ' Üγρια, τα δυνατÜ απαλαßναν,                                 385
          στο νουν τ' ανθρþπου ü,τι Þλεγε, με λýπηση επομÝναν
     εμßλειε παραπüνεσες που τσι καρδιÝς εσφÜζα',
          το μÜρμαρον εσποýσανε, το κροýσταλλον εβρÜζα'.
     ¹μνογε και του Φßλου του, ο'για να του πιστεýγει,
          πως μετ' αυτÜ θÝ' να περνÜ, κι Üλλο να μη γυρεýγει.                 390
EPΩTOKPITOΣ
     ΛÝγει του: "Φßλε, εβÜλθηκα τραγοýδι και λαγοýτο
          γλÞγορα να με γιÜνουσι στο λογισμüν ετοýτο.
     Σαν τραγουδÞσω και σαν πω τον πüνο που με κρßνει,
          μου φαßνεται πως εßν' νερü, και τη φωτιÜ μου σβÞνει."
ΠOIHTHΣ
     Eλüγιασε ο Πολýδωρος πως σ' τοýτο ν' αληθÝψει,                         395
          και να περνÜ με τσι σκοποýς, κι Üλλο να μη γυρÝψει
     και πÜλι τρüπο ακαρτερεß, ως για να τον διατÜσσει
          ν' απαρνηθεß και τσι σκοποýς κι Üλλη δουλειÜ να πιÜσει.
     Eις τοýτην την καλÞν καρδιÜ δεν τονε δυσκολεýγει
          σα φρüνιμος, στο διÜταμα πÜντα Kαιρü γυρεýγει.                     400
     Ki Þτονε μετÜ λüγου του, δε θÝ' να τον αφÞσει
          να πηαßνει μοναχüς εκεß, þστε να λησμονÞσει
     εκεßνα που τον τυραννοýν, κι οπü'χου' ακüμη ρßζα,
          þστε να του βρωμÝσουσιν ü,τι κι αν του μυρßζα'.
     Kαι την αυγÞ, πρι' Üλλος τσι δει, στο σπßτι-ν εγιαγÝρναν.               405
          Kι ο PÞγας με τη PÞγισσα πολλÞ χαρÜν επαßρναν,
     να του γρικοý' να τραγουδεß κι Ýτσι γλυκιÜ να λÝγει
          του ¸ρωτα τσι πονηριÝς και πρÜξες του να ψÝγει.
15 M' απ' üλους κι üλες πλιÜ γλυκιÜ Þσα' στην Aρετοýσα,
          και τα τραγοýδια ξυπνητÞ συχνιÜ την εκρατοýσα'                  410
     κι οληνυκτßς ανÜπαψη δεν εßχε, να λογιÜζει
          ποιüς εßναι αυτüς που τραγουδεß και βαραναστενÜζει.
     Kαι μÝρα-νýκτα η ΠεθυμιÜ πληθαßνει να τ' ακοýγει,
          μη γνþθοντας κι ο ¸ρωτας, üντε γελÜ, μας κροýγει.
     Eυρßσκετο, ταχιÜ κι αργÜ, πÜντα στη συντροφιÜ τση,                   415
          κεßνη οποý την εβýζασε, Φροσýνη τ' üνομÜ τση.
     Eτοýτη χρüνους και καιροýς Þτονε στο ΠαλÜτι
          τη Pηγοποýλα εβýζασε κι ως MÜνα την εκρÜτει
     στη βλÝπησÞ της ετουνÞς την εßχασι δοσμÝνη,
          γιατ' Þτονε Üξα, φρüνιμη, περßσσα τιμημÝνη.                           420
     Kαι με τη NÝνα τση συχνιÜ εμßλειε τοýτα-κεßνα
          πÜντα για τον τραγουδιστÞν αθιβολÝς εκßνα.
     Kι οληνυκτßς που τραγουδεß, τüσα πολλÜ ÞρεσÝ τση,
          που ýπνον εις τα μÜτια τση δεν Þβανεν ποτÝ τση.
     ¹παιρνε τα τραγοýδια του, συχνιÜ τα ξαναλÝγει,                          425
          κι ερχßνισεν απü μακρÜ ο Πüθος να δοξεýγει
     και δßχως να τον-ε θωρεß, με τα τραγοýδια εκεßνα,
          σ' AγÜπην εμπερδεýγετο κι εις ΠεθυμιÜν εκßνα.
     Kι εξýπνα και τη NÝνα τση, κι εμßλειε μετÜ κεßνη.
          (KρουφÜ, κλεφτÜτα επÜτησε του ¸ρωτα η οδýνη.)                 430
     ¼ποιο τραγοýδι τσ' Þρεσεν, Þπιανεν κ' ÞγραφÝν το,
          εθþρειεν, ξαναθþρειεν το, ξεστßχου εμÜθαινÝν το.
     Tο σýνθεμα του τραγουδιοý και του σκοποý η γλυκüτη
          εσκλÜβωνε σιργουλιστÜ τση KορασÜς τη νιüτη.
     TαχιÜ-ταχιÜ εσηκþνουντον, πρι' να ξυπνÞσου' οι Üλλοι,                435
          κι ο λογισμüς τση ευρßσκετο σε παιδωμÞ μεγÜλη.
     Tου ýπνου τες ανÜπαψες, την ορδινιÜ που κρÜτει,
          που ýστερη να σηκωθεß Þτον απ' το κρεβÜτι,
16 Þφηκε, δεν τες θÝλει πλιü, εις Üλλες Ýγνοιες μπαßνει,
          και φαßνεταß τση κι η αγρυπνιÜ τη θρÝφει, την παχαßνει.            440    
     H NÝνα δεν ελüγιαζεν πως να'μπει εις Πüθου οδýνη,         
          και τοýτη τη καλÞ καρδιÜ να παßρνει την αφÞνει.
     ¸τσι κι αυτÞ, σαν κοπελιÜ, ορÝγετο ν' ακοýσει
          δεν Ýγνωθεν κι ο ¸ρωτας πως θÝλει τηνε κροýσει.
     Kι α' δεν την εýρει ξυπνητÞ, να του το πει να πηαßνει,                   445
          στο δεýτερο κατÜκρουσμα ανοßγει του και μπαßνει.
     M' αγκοýσες, μ' αναστεναμοýς επÝρνα νýκτα-ημÝρα,
          και δεν εθþρειεν που'τονε 'νοýς PÞγα θυγατÝρα,
     να μην αφÞσει ο λογισμüς εκεßνος να ριζþσει,
          να τονε διþξει, να διαβεß, να μην τηνε προδþσει.                     450
     Aμ' Þφηκεν κι επλÞθυνεν η λαýρα στο καμßνι,
          κι απü μιÜ σπßθα ολüμικρη, φωτιÜ μεγÜλη εγßνη.
     O PÞγας, μιÜ απü τσι πολλÝς, ηθÝλησε να μÜθει
          ποιüς εßναι αυτüς που τραγουδεß της EρωτιÜς τα ΠÜθη
     Ýτσι γλυκιÜ και νüστιμα, που ταßρι Üλλο δεν Ýχει,                           455
          κι εβÜλθηκε να τονε δει και να τονε κατÝχει.
     Kαι μιÜν ημÝρα κÜλεσμα Þκαμε στο ΠαλÜτι,
          ξεφÜντωση απü το ταχý þς το βραδýν εκρÜτει.
     Kι ελüγιασε, με τους πολλοýς που'τανε καλεσμÝνοι,
          πως να'ρθει κι ο τραγουδιστÞς εκεßνος, που ανιμÝνει,                460    
     οποý τη νýκτα Ýτσι γλυκιÜ τα βÜσανÜ του λÝγει,         
          οποý τον Üνθρωπον κινÜ, με το σκοπü, να κλαßγει.
     Aμ' Þσφαλεν ο λογισμüς ετüτες κι εκομπþθη,
          κι ουδÝνα, σ' κεßνα π' Üρχισεν, üφελος δεν εδüθη.
     Γιατß ποτÝ ο Pωτüκριτος δε θÝ' να τραγουδÞσει                             465
          στα φανερÜ, να τονε δουν, κιανεßς να τον γρικÞσει,
     και δυσκολÝψει η Mοßρα του με τους σκοποýς ομÜδι,
          και χÜσει την παρηγοριÜν οποý'χεν πÜσα βρÜδυ.
17 Kι επÞγε με το Φßλον του, παρÜμερα καθßζει,
          δεν εßχε φως να στρÝφεται, μηδÝ ν' αναντρανßζει.                      470
     Tα μÜτια του κιαμιÜ φορÜ στανιü του εσυντηροýσα'
          στον τüπον üπ' ευρßσκουντον κι Þτον η Aρετοýσα.
     Kαι üσο τση φεýγει τση φωτιÜς, πλιÜ τüσο τση σιμþνει,
          κι þρες ζεστüς επüμενε, κι þρες ωσÜν το χιüνι.
     Aρχßνισε η ξεφÜντωση, Þρθαν οι καλεσμÝνοι.                                 475
          K' η Aρετοýσα με χαρÜ στÝκεται, κι ανιμÝνει
     ν' ακοýσει του τραγουδιστÞ τση νýκτας, να γνωρßσει
          ποιüς εßναι που την τυραννÜ κι οποý τση δßδει κρßση.
     Aρχßσασι να τραγουδοýν κι ο PÞγας τοýς εγρßκα
          μÝσα του λÝγει: "ΩσÜ θωρþ, οπßσω τον αφÞκα                         480
     τση νýκτας τον τραγουδιστÞ, που'θελα να κατÝχω
          'κεß που'θελα να ξεγνοιαστþ, Ýτσι πλιÜν Ýγνοιαν Ýχω."
     Eθþρειε τους, εγρßκα τους εκεß που τραγουδοýσαν
          απü τση νýκτας το σκοπü μακρÜ πολλÜ εκρατοýσαν.
     H Aρετοýσα εκÜθουντο' στο πλÜγι του Kυροý τση,                        485
          κι üσον εγρßκα, τüσον πλιÜ Þβανε μες στο νου τση
     της νýκτας τον τραγουδιστÞ, γιατß κιανεßς δε σþνει
          ωσÜν εκεßνον να το πει, ουδÝ να του σιμþνει.
     MεγÜλη καλοθÝληση στο λογισμü εκινÜτον,
          κ' εκεßνου του τραγουδιστÞ τση νýκτας εθυμÜτον.                    490
     ¹παψεν η ξεφÜντωση, εβρÜδιασεν η þρα,
          και καθενεßς στο σπßτι του επÞγαινε στη Xþρα.
     O PÞγας βÜνει λογισμüν, πολλÜ βαθιÜ το βÜνει,
          ßντÜ'ναι κι ο τραγουδιστÞς τση νýκτας δεν εφÜνη.
     Kαι μ' Üλλον τρüπο εβÜλθηκε, ποιüς εßναι να κατÝχει,                       495
          κι þστε να μÜθει και να δει, μεγÜλην Ýγνοιαν Ýχει.
     Kαι κρÜζει, μιÜν αργατινÞ, δÝκα απü την AυλÞ του,
          οποý τσ' επλÝρωνε καλÜ να βλÝπουν το κορμß του.
PHΓAΣ
18 ΛÝγει τως: "ΠιÜστε τ' Üρματα χωστÜ και μη μιλεßτε,
          κι αμÝτε σε παραχωστü κρουφÜ και φυλαχτεßτε.                         500
     Kι ως Ýρθει ο τραγουδιστÞς και παßξει το λαγοýτο,
          γλÞγορα φÝρετÝ τονε εις το ΠαλÜτι ετοýτο."
ΠOIHTHΣ
     Kινοýν και πÜσιν το ζιμιü κι οι δÝκα αρματωμÝνοι.
          KαθÝνας τον τραγουδιστÞν Þστεκεν κι ανιμÝνει.
     Eις þραν ολιγοýτσικην, οποý'σανε χωσμÝνοι,                                   505
          θωροýν τον με τη συντροφιÜν αξÜφνου και προβαßνει.
     Aρχßζει πÜλι το σκοπüν το γλυκοζαχαρÝνιο,
          κι εκτýπα το λαγοýτο του, σαν το'χε μαθημÝνο.
     H γλþσσα του παρÜ ποτÝ εγßνηκεν αηδüνι,
          και το μεσÜνυκτο περνÜ, το φως τσ' αυγÞς σιμþνει.                    510
     Tüτες, απü το χÜλασμα εβγαßνουν οι αντρειωμÝνοι,
          κι ως τσ' εßδεν ο Pωτüκριτος, σκολÜζει και σωπαßνει
     και το λαγοýτο εσκüρπισεν εις εκατü κομμÜτια,
          να μην τονε γνωρßσουνε κεßνα τα ξÝνα μÜτια.
EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λÝγει και του Φßλου του: "Aπüψε κÜνει χρεßα,                               515
          να δεßξομε τη δýναμη κι üλη μας την αντρεßα.
     H üρεξÞ σου α' σε βαστÜ, να μη μας εγνωρßσου',
          απüψε κÜμε το πρεπü κι εσý με το σπαθß σου.
     Kι εγþ κÜλλιÜ'χω ΘÜνατο, παρÜ να γνωρισθοýμε,
          και πρι' μας πÜσι στου Pηγüς, θÝλω να σκοτωθοýμε.                     520
     Eτοýτοι που απ' το χÜλασμα εστÝκαν κι ανιμÝνα',
          ο Bασιλιüς τους Þπεψε να πιÜσουσιν εμÝνα.
     Kι εγþ δε θÝλω να πιαστþ, κÜλλιÜ'χω ν' αποθÜνω,
          και να με πÜγουσι νεκρüν εις το ΠαλÜτι απÜνω.
     Tο κÜλεσμα οποý γßνηκεν την περασμÝνη σκüλη,                                525
          για μÝναν Þτον αφορμÞ κι εμαζωχτÞκαν üλοι.
     ΣτÝκε κοντÜ μου, βοýηθα μου κι ας πολεμοýμε ομÜδι,
          κι ολπßζω απüψε αγδßκιωτοι δεν πÜμεν εις τον 'Αδη."
ΠOIHTHΣ
19 ΓρικÞσετε του ¸ρωτα, θαμÜσματα τÜ κÜνει.
          Eιςε θανÜτους εκατü, üσοι αγαποýν, τσι βÜνει                                530
     πληθαßνει τως την üρεξη, και δýναμη τως δßδει
          μαθαßνει τσι να πολεμοý' σ' τση νýκτας το σκοτßδι
     κÜνει τον ακριβü φτηνü, τον Üσκημο, ερωτÜρη,
          κÜνει και τον ανÞμπορον, Üντρα και παλικÜρι,
     το φοβιτσÜρην Üφοβο, πρüθυμον τον οκνιÜρη,                                  535
          κÜνει και τον ακÜτεχο να ξεýρει κÜθε χÜρη.
     H AγÜπη τον Pωτüκριτον κÜνει να πολεμÞσει
          με δÝκα κι þς το ýστερον ολπßζει να νικÞσει.
     Σιμþνουν üλοι τακτικÜ, και χαιρετοýν τσι δυü τως,
          λÝγοντας πως ορÝγουνται περßσσα το σκοπüν τως                         540
     να συνοδÝψουν üλοι τως κι Ýτσι συντροφιασμÝνοι
          να πÜσιν εις του Bασιλιοý οποý τους ανιμÝνει.
     Nα τραγουδÞσουν του Pηγüς, τσι χÜρες τως να δεßξουν,
          μην πορπατοýσι μοναχοß, μα κι üλοι τως να σμßξουν.
     Eτüτες ο Pωτüκριτος αρχοντικÜ μιλεß τως,                                          545
          και γνωστικÜ εγνþρισε κι εßδεν την üρεξÞ τως.
EPΩTOKPITOΣ
     ΛÝγει τως: "Φßλοι κι αδερφοß, η þρα δεν το δßδει
          να πÜμε τþρα στου Pηγüς, σ' τση νýκτας το σκοτßδι.
     Kι οι AφÝντες üπου ορßζουσιν, οι δοýλοι προσκυνοýσι,
          üχι με κτýπους και φωνÝς να θÝ' να τους ξυπνοýσι.                       550
     Eγþ δε θÝ' να καρτερþ, κι η þρα με σπουδÜζει,
          εκεßνο που μου λÝτε εσεßς, δεν πρÝπει και δε μοιÜζει."
ΠOIHTHΣ
     Σαν τους αποχαιρÝτησαν κι εμßσευγαν, θωροýσι
          κι αφÞνουσινε τα καλÜ και στα κακÜ θα μποýσι.
     AφÞκασιν τσ' αθιβολÝς, στ' Üρματα βÜνου' χÝρα,                                 555
          σπιθßζου', λÜμπουν τα σπαθιÜ, κ' η νýκτα εγßνη μÝρα.
     Σ' τοýτα τ' ανακατþματα, δυü επÝσαν κι αποθÜναν,
          κι οι δÝκα, οκτþ εγενÞκασι κι αρχßζασι κι εχÜναν.
20 Kαι πÜλι τοýτοι κι οι οκτþ, Þσανε λαβωμÝνοι,
          κι Üγγιχτος ο τραγουδιστÞς κι ο Φßλος του απομÝνει.                     560
     EχÜσασιν οι πλιüτεροι, πü'λπιζα' να νικÞσουν,         
          κι οι δυü τοýς εντροπιÜσασι, δßχως να τους γνωρßσουν.
     Γιατ' εßχαν εις το πρüσωπο γενειÜδες καμωμÝνες,
          και κÜθε αργÜ τσ' εβÜνασι, μακρÝς, ξεχουρδισμÝνες,
     και δεν εμπüρειεν Üνθρωπος ποτÝ να τσι γνωρßσει.                              565
          (ΠολλÝς φορÝς η MαστοριÜ ενßκησε τη Φýση.)
     ¹σανε νÝοι δροσεροß στο φüρον ολημÝρα,
          και κÜθε αργÜ εστολßζουνταν ψοματινÜ τα γÝρα.
     Eτοýτα τα κομπþματα εκÜνασιν τα γÝνια,
          που βÜναν εις το πρüσωπον κ' οι δυü, τα ψοματÝνια.                    570
     Tη δýναμÞ τως οι οκτþ γρικοýσι πως εχÜθη,              
          μισεýγου', φεýγουν απü 'κεß, μην τσ' εýρουν κι Üλλα πÜθη.
     Eτüτες ο Pωτüκριτος του Φßλου συντυχαßνει,
          αν εγρικÜ λαβωματιÜ, πþς βρßσκεται, πþς πηαßνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει του: "Δε μου αγγßξασιν ειςε κιανÝνα τüπο,                                575
          μα'χω μεγÜλην κοýραση, γρικþ μεγÜλον κüπο.
     Kι ας πορπατοýμε γλÞγορα, να πÜμεν εις την κλßνη,
          και το καλü μας Pιζικü Þκαμεν ü,τι εγßνη.
     Mα εγþ ποτÝ δεν üλπιζα κεßνο που βλÝπω τþρα.
          Σαν ξημερþσει, θες γρικÜς ßντα μιλοý' στη Xþρα."                     580
ΠOIHTHΣ
     Kαι με τα ζÜλα σιγανÜ στο σπßτι τως γιαγÝρνουν.
          Kαι το ταχý Üλλοι του Pηγüς κακÜ μαντÜτα φÝρνουν.
     ΛÝσιν του: "Oι δÝκα που'πεψες εκαταλαβωθÞκαν,
          και σκοτωμÝνους δυü απ' αυτοýς πολλ' Üσκημους ευρÞκαν."
     O PÞγας θÝλει το ζιμιü να μÜθει κÜθε πρÜμα,                                      585
          και πþς επÞγεν η μαλιÜ τη νýκτα, κ' ßντα εκÜμα'.
     Δυü επÞγαν κ' εßπασßν του το απü τσι πονεμÝνους,
          κ' εθþρειε τους ο Bασιλιüς Üσκημα λαβωμÝνους.
ΣOΛNTAΔOI
21 ΛÝσιν του: "AφÝντη, κÜτεχε, σ' ü,τι εßδαμεν απüψε,
          α' μας επÝψεις πλιüν εκεß, τη κεφαλÞ μας κüψε.                            590
     Kι αυτεßνος ο τραγουδιστÞς κι αυτüς ο λαγουτÜρης
          εßναι μεγÜλης δýναμης, εßναι μεγÜλης χÜρης.
     Kι ü,τι γλυκüτη κι ομορφιÜ εις το τραγοýδι δεßχνει,
          τüσο φαρμÜκι και φωτιÜ με το σπαθß του ρßχνει.
     ZÜχαρη εßν' το τραγοýδι του και το σπαθß του XÜρος.                       595
          Tσ' αλÞθειες φανερþνομε, και μην το πÜρεις βÜρος.
     ΩσÜν αετüς επÝτετο, και το σπαθß του εκρÜτει,
          βροντÞ'τονε το χÝρι του κι ως αστραπÞ το μÜτι
     εβÜρισκε στη μιÜ μερÜ, κι επλÞγωνε στην Üλλη,
          κι απομακρÜς τοý εφαßνουνταν της αντρειÜς τα κÜλλη.               600    
     ΔÝκÜ'μεσταν, κι εκεßνοι δυü (ανÜθεμα την þρα!),         
          üλοι εγεβεντιστÞκαμε σ' τσι γειτονιÝς, στη Xþρα.
     Ποιοß εßν' τοýτοι δεν κατÝχομε, δεν ξεýρομε μηδÝνα,
          κανßσκια μÜς εδþκασιν πρικιÜ, φαρμακεμÝνα.
     Πολý σκοτßδιν Þτονε και μüνο τω' σπαθιþν τως                               605
          τη λαμπυρÜδα εβλÝπαμε κι üχι το πρüσωπüν τως."
ΠOIHTHΣ
     H Aρετοýσα τ' Üκουγε τοýτ' üλα, οποý μιλοýσαν,
          κι ωσÜ δεντρÜ εφυτεýγουντα' μες στην καρδιÜ κι ανθοýσαν
     κι επεριμπλÝκαν οι βλαστοß, τα σωθικÜ τση επιÜναν,
          κι εις Ýγνοια μεγαλýτερην και παßδαν την εβÜναν,                        610
     να μÜθει τον τραγουδιστÞ, ποιüς εßναι να κατÝχει,
          οπ' Ýτοιες χÜρες κι αρετÝς, κι Ýτοια γλυκüτην Ýχει.
     EπλÞθυνεν η παßδα τση κι η πεßραξις η τüση,
          κι Þπασκεν üσο το μπορεß την παßδα ν' αλαφρþσει
     να συνηφÝρει ο λογισμüς οποý τηνε πειρÜζει,                                   615
          να δροσερÝψει την καρδιÜν που σαν καμßνι βρÜζει.
     Kι þρες ψιλüτητες ξομπλιþν εγÜζωνεν η Küρη,
          κι þρες βιβλßα τω' φρüνιμων εδιÜβαζε κι εθþρει.
22 K' Þπασκεν üσο το μπορεß, να τση βουηθÞσει η γνþση,
          να πÜψει ο πüνος τση καρδιÜς κι ο νους τση να μερþσει.           620    
     Mα ουδÝ τα ξüμπλια τ' ακριβÜ, μηδÝ ψιλüτης γρÜμμα,         
          αλÜφρωσιν εις το κακüν οποý'χε δεν τσ' εκÜμα'.
     Tο διÜβασμαν εσκüλασε, το ξüμπλι δεν τσ' αρÝσει,
          στην παßδα τση δεν ηýρισκε πρÜμα να τση φελÝσει.
     ΠÜντÜ'ν' ο νους τση στα βαθιÜ, πÜντα στα μπερδεμÝνα,                  625
          και πÜντα στα θολÜ νερÜ και στ' ανεκατωμÝνα.
     Tο λαγουτÜρη ανεζητÜ, του τραγουδιοý θυμÜται,
          και το βιβλßον εσφÜλισε, το ξüμπλι τση απαρνÜται.
     KρÜζει τη NÝνα τση χωστÜ μÝσα στην κÜμερÜ τση,
          με σιγανÜδα και ντροπÞ τση λÝγει τα κρουφÜ τση.                     630
APETOYΣA
     "NÝνα, μεγÜλη πεßραξιν Ýχω στο νου μου μÝσα,
          και τα τραγοýδια κι οι σκοποß αξÜφνου μ' επλανÝσα'
     και πεθυμþ και ραθυμþ να μÜθω, να κατÝχω,
          ποιüς εßναι αυτüς που τραγουδεß κι Ýγνοια μεγÜλην Ýχω
     και τοýτη η τüση ΠεθυμιÜ μοý φÝρνει σα λαχτÜρα,                         635
          κι ως θυμηθþ πþς τραγουδεß, μου'ρχεται λιγωμÜρα.
     MηδÝ θαρρεßς σ' πρÜμ' Üπρεπον η ΠεθυμιÜ κινÜ με,
          και κÜλλιο να'πεσα νεκρÞ τοýτην την þρα χÜμαι.
     Mα ως ρÝγουμου' να του γρικþ, Þθελα να το μπüρου',
          ποιüς εßναι να το εκÜτεχα, να τονε συχνοθþρου'.                       640
     Γιατß, απü τα τραγοýδια του κι απ' της αντρειÜς τη χÜρη,
          αυτüς θÝ' να'ναι απαρθινÜ ψηλοý δεντροý κλωνÜρι
     γιατß σ' ανθρþπους χαμηλοýς χÜρες δεν κατοικοýσι,
          πÜντα στους μεγαλýτερους γυρεýγουσι να μποýσι.
     MÝσα μου λÝγει ο λογισμüς, πως τοýτος ο αντρειωμÝνος                 645
          ειςε φωλιÜν αρχοντικÞ θÝ' να'ναι αναθρεμμÝνος
     και το δεντρüν οποý'καμεν ανθü Ýτσι μυρισμÝνο,
          σε τüπον Üξο κι üμορφο το'χουσι φυτεμÝνο."
ΠOIHTHΣ
23 Tü να γρικÞσει η NÝνα τση τÜ'λεγε η Aρετοýσα,
          φαρμακεμÝνες σαúτιÝς στο στÞθος τση εκτυποýσα'.                   650
     Kι εθþρειε μιÜ κακÞν αρχÞ που'χει να φÝρει πüνους,
          που'χει να δþσει βÜσανα με μÞνες και με χρüνους.
     Kι Þπασκεν üσο το μπορεß να τηνε δυσκολÝψει,
          να τση ξερÜνει το δεντρü, πρι' παρÜ να φυτÝψει.
NENA
     Kαι λÝγει τση: "ΠαιδÜκι μου, ßντÜ'ναι τÜ δηγÜσαι;                           655
          Δεν εßσαι η Aρετοýσα πλιü, Üλλη λογιÜζω να'σαι!
     Kαι ποý'ναι η φρονιμÜδα σου, που σε θαυμÜζαν üλοι,
          κι Þσουνε βρýση τσ' ευγενειÜς και τση τιμÞς περβüλι;
     Kαι πþς τα λÝγεις τ' Üμοιαστα, στο νου σου πþς τα βÜνεις;
          Ποý τα'βρες τοýτα τ' Üνοστα οποý μ' αναθιβÜνεις;                   660
     ¸νας γιατß εξεσπÜθωσεν κι ελÜβωσεν τον Üλλο,
          και τραγουδεß και νüστιμα, τονε κρατεßς μεγÜλο;
     Ποιüς εßναι σαν τον Kýρη σου, και σαν εσÝ, Aρετοýσα;
          και ποιÜ ΠαλÜτια βρßσκουνται σαν τα δικÜ σας πλοýσα;
     EπÜ δεν εßν' Pηγüπουλοι, ουδ' Aφεντüπουλοι Üλλοι.                      665
          KερÜ μου, επÜ δε βρßσκουνται ωσÜν εσÜς μεγÜλοι.
     EπÜ üσοι κατοικοýσινε εις τα περßγυρα, οýλοι,
          σκλÜβοι εßναι του AφεντÜκη σου, κι εσÝ, KερÜ μου, δοýλοι.
     Kαι τοýτοι οποý γυρßζουσι και νυκτοπαρωροýσι,
          και στÝκουν εις τσι γειτονιÝς και παρατραγουδοýσι,                 670
     αμÝριμνοι κι ανÝγνοιαστοι εßν' τοýτοι, ΘυγατÝρα,
          γιαýτος δεν Ýχου' ανÜπαψη ουδÝ νýκτα, μηδÝ μÝρα.
     Kι Üλλος κιανεßς δεν τους ψηφÜ, και του κακοý λογοýνται,
          και πελελÝς τσι κρÜζουσιν üσες τως αφουκροýνται.
     Kαι μη λογιÜσεις και κιανεßς, οποý'χει ανθρþπου χρÞση,               675
          εβγαßνει απü το σπßτι του να νυκτοπαρωρÞσει.
     Mα κεßνοι που δεν Ýχουνε πρÜματα μηδÝ γνþση,
          γυρßζου', να βρεθεß κιανεßς να τσι κακαποδþσει.
24 "KερÜ μου, σ' τοýτα που μιλþ, κÜτεχε κι Ýχω πρÜξη,
          κι ουδÝ τον ¸ρωτα Þφηκα ποτÝ να με πατÜξει.                       680
     Στα νιüτα μου, κιαμιÜ φορÜ, αν Þθελε προβÜλει,
          με μÜνητα τον Þδιωχνα, κι επÞγαινεν εις Üλλη.
     Kι εγιÜτρευγα με προθυμιÜ, με διχωστÜς ν' αργÞσω,
          τσ' AγÜπης τα πλανÝματα, πριχοý να την αρχßσω.
     Tοýτü'ναι σαν την κÜηλα, που καßγει üντεν αρχßσει,                     685
          κι εßν' χρεßα γιαμιÜ ο Üρρωστος να τη φλεγοτομÞσει,
     να μην αφÞσει το κακü τσι φλÝγες του να πιÜνει,
          το αßμα ν' ανακατωθεß, να πÝσει ν' αποθÜνει.
     KÜθε κακüν, εις την αρχÞ, θÝλει γιατρü, Aρετοýσα,
          κÜθε φωτιÜ θÝλει νερü, να πÜψει την αφοýσα.                       690
     'Αλλο δεν εßν' το γιατρικü του Πüθου, üντεν αρχßσει,
          παρÜ ζιμιü να βρει αφορμÞ να του ξελησμονÞσει.
     Nα βÜνει μες στο λογισμü, χßλιες φορÝς την þρα,
          ποιÜ'ν' τση τιμÞς τα κÝρδητα και τσ' ευγενειÜς τα δþρα.
     MηδÝ θυμÜσαι τραγουδιοý, την παιδωμÞ σου πÜψε,                   695
          μÝσα σ' τση γνþσης την πυρÜν, ü,τι κι α' μου'πες, κÜψε.
     Tοýτη η αρχÞ, για σκιÜς μικρÞ, εμÝνα δε μ' αρÝσει,
          γιατ' εßδαμε απü γην þς γην τον Üνθρωπο να πÝσει,
     και να βαρεß και να βλαβεß, στο'στερο ν' αποθÜνει,
          κι Üλλος να πÝσει απü γκρεμνü, να σηκωθεß, να γιÜνει.           700
     Για τοýτο πρÝπει εις τες αρχÝς να βλÝπει οποý'χει γνþση,
          να μην αφÞσει το κακü μÝσα του να ριζþσει.
     Eτοýτες οι κακÝς αρχÝς, που πßβουλα προδßδουν,
          εις το κορμß, με τον Kαιρüν, πρßκες και ΠÜθη δßδουν.
     Eτοýτα οποý μου μßλησες, πλιü να σου τα γρικÞσω,                  705
          πιÜνω μαχαßρι να σφαγþ, να κακοθανατßσω.
     Eγþ κατÝχω, AφÝντρα μου, ετοýτα ποý ξαμþνουν,
          και πüσο βλÜψιμο βαστοýν, πüσο φαρμÜκι χþνουν.
25 Διþξε τσι αυτοýς τους λογισμοýς, ξýπνησε, ξεζαλßσου,
          με συντροφιÝς ξεφÜντωνε, μην εßσαι μοναχÞ σου.                 710
     Kαι δε θωρεßς τες AφεντιÝς που'χεις, και τα PηγÜτα,
          μα εμπÞκες σ' Ýτοια δÜσητα, κι εξÝσφαλες τη στρÜτα;
     ¸βγα απ' τα δÜση σÞμερο, γλÞγορα ξεμπερδÝσου,
          κι εκεßνα που σου γρßκησα, μη μου τα πεις ποτÝ σου."
ΠOIHTHΣ
     Tα γνωστικÜ διατÜματα, οποý η Φροσýνη εμßλειε                      715
          της Aρετοýσας, και συχνιÜ κλαßγοντας την εφßλειε,
     εßχα' μεγÜλη δýναμη, το λογισμü αλαφρýναν,
          κι εσβÞσαν τση τα κÜρβουνα, μα οι σπßθες επομεßναν.
     EπüμεινÝ τση η ΠεθυμιÜ, του τραγουδιοý ν' ακοýσει,
          μα τον τραγουδιστÞ ποτÝ τα μÜτια τση μη δοýσι                  720
     και δεν ελüγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρßζει
          τραγοýδι απ' τον τραγουδιστÞ κι η Φýση Ýτσι τ' ορßζει,
     κι οποý αγαπÜ και ρÝγεται του τραγουδιοý γλυκüτη,
          λιξεýγει του τραγουδιστÞ, στα κÜλλη κι εις τη νιüτη.
     H πρþτη νýκτα επÝρασε και δε γρικÜ λαγοýτο,                          725
          ουδÝ σκοπüν του τραγουδιοý, πρßκα τση φÝρνει τοýτο.
     Mπαßνει εις μεγÜλο λογισμüν, τη δεýτερη ανιμÝνει
          ν' ακοýσει τον τραγουδιστÞν κι αδεßπνητη απομÝνει.
     EπÝρασεν κι η δεýτερη, κι η τρßτη κατακροýγει,
          κι ουδÝ λαγοýτο, ουδÝ σκοπüν, ουδÝ τραγοýδι ακοýγει.       730
     ¼σον επÝρναν ο καιρüς κι οι νýκτες εδιαβαßναν,
          τüσον οι λογισμοß κρουφÜ την εψυγομαραßναν.
     ΠολλÞ χαρÜ στα σωθικÜ εγρßκαν η Eυφροσýνη
          κι ελüγιαζεν κι η AρετÞ το λογισμüν αφÞνει
     τον Üφαντον οποý'βαλε, σα δε συχνοσπουδÜζει                         735
          εκεßνος ο τραγουδιστÞς, τη νýκτα, να πειρÜζει.
     Mα, μ' üλο που'τον φρüνιμη, Ýσφαλεν εις ετοýτο
          κι η Aρετοýσα αφüρμιζε να μη γρικÜ λαγοýτο,
26 ουδÝ τραγοýδι, ουδÝ σκοπü κι αγκοýσευγεν κι επüνει,
          σαν το κερß ανελßγωνεν, κι εφýρα σαν το χιüνι.                     740
     Tοýτη ας αφÞσομε για 'δÜ την ποθοπλανταμÝνη,
          να πω για τον Pωτüκριτο, που σ' λογισμüν εμπαßνει
Σαν εßδεν πως ο Bασιλιüς εβÜλθη δßχως Üλλο
          να μÜθει τον τραγουδιστÞν, εßχεν καημü μεγÜλο.
     ¹παψεν τα τραγοýδια του, το νυκτοπÜρωρü του,                    745
          και μüνον αγκουσεýγετο μÝσα στο λογισμü του.
     Γιατß με το γλυκý σκοπüν επÝρναν ο καιρüς του,
          κι αλÜφρωση στον πüνον του ηýρισκε μοναχüς του.
     Kαι πÜλι ο PÞγας κÜθε αργÜ Þβανε να βιγλßσουν
          πολλοýς, για να τον πιÜσουσι, γÞ να τονε γνωρßσουν.           750    
     Kαι σαν οι δÝκα εχÜσασιν κι εκαταντροπιαστÞκα',    
          κι επÞρεν ογια λüγου τως κουρφüν καημüν και πρßκα,
     τριÜντα πÝμπει πÜσα αργÜ και τÜσσει τως και δþρα,
          λÝγει τως να γυρßζουσιν οληνυκτßς τη Xþρα,
     να βρου' να τονε πιÜσουσιν κι απομονÞ δεν Ýχει,                        755
          και δßχως Üλλο εβÜλθηκεν ποιüς εßναι να κατÝχει.
     Mα ο Pþκριτος, σα φρüνιμος, δεν πιÜνεται στο δßχτυ,
          και τα λαγοýτα και σκοποýς παραμερÜς τα ρßχτει.
     Kαι απονωρßς στην κλßνην του Þθετεν κι εκοιμοýντον,
          κι οληνυκτßς στα βÜσανα του Πüθου ετυραννοýντον.           760
     Eχλüμιασε, αδυνÜμισε, τσι συντροφιÝς αρνÞθη,
          κι η ομορφιÜ του εχÜθηκε, κι η νιüτη εκαταλýθη.
     Eßχε κι ο Kýρης του ο φτωχüς Ýγνοια οποý τονε κρßνει,
          για τον υΓιüν του, να θωρεß ßντα λογÞς εγßνη,
     ασοýσουμος κι ανÝγνωρος και κατηγορημÝνος,                         765
          κι απü μεγÜλους λογισμοýς πÜντα συννεφιασμÝνος.
     Kι ουδÝ γερÜκια, ουδÝ σκυλιÜ, ουδ' Üλογα ανεμνειÜζει,
          μα επαραμßλειε μοναχüς κι ως αφορμÜρης μοιÜζει.
ΠEZOΣTPATOΣ
27 KρÜζει τον τüτες σπλαχνικÜ, και λÝγει: "ºντα λογιÜζεις,
          και πλιü δεν εßσαι ζωντανüς, μ' αποθαμÝνος μοιÜζεις;            770
     ¹φηκες τσι ξεφÜντωσες κι ουδÝ δουλειÝς γυρεýγεις,
          τω' δουλευτÜδω' δε μιλεßς πλιü να τως αρμηνεýγεις.
     OυδÝ γερÜκια, ουδÝ σκυλιÜ, ουδ' Üλογα ανεμνειÜζεις.
          Δεν εßσαι νοικοκýρης πλιü, σα να'σουν ξÝνος μοιÜζεις.
     ΠÜντα τη μοναξÜ ζητÜς, τη μοναξÜν ξετρÝχεις,                           775
          και σ' τσι δουλειÝς μας, ως θωρþ, Ýγνοιαν κιαμιÜ δεν Ýχεις.
     Σα γÝρος απορßχτηκες, και δεν ψηφÜς τη νιüτη,
          τη στρÜτα εκεßνην την καλÞ, βλÝπω, Þλλαξες την πρþτη.
     Θωρεßς με ποýρι, KαλογιÝ, γÝροντας εßμαι τþρα,
          και να μακρýνω δεν μπορþ πλιüν üξω απü τη Xþρα.            780
     Kαι οι δουλειÝς μας στα χωριÜ καθημερνü πληθαßνουν,    
          κι ωσÜ δεν πας, ακÜμωτες, ΠαιδÜκι μου, απομÝνουν.
     Ποýρι δεν Ýχω Üλλο παιδß στον Küσμον παρÜ σÝνα,
          κι εσý θÝ' να τα χαßρεσαι ü,τι Ýχω κοπιασμÝνα.
     Mα δεν κατÝχω η Mοßρα μου, α' θÝ' να μ' αμποδßσει,                    785
          και χÜσω τες ολπßδες μου, παντÝρμο να μ' αφÞσει.
     Tρεις μÞνες επερÜσασι, τÝσσερεις πορπατοýσι,
          οποý üσοι σ' εγνωρßζασιν, κλαßσι να σε θωροýσι.
     ¹φηκες τσ' Ýγνοιες του σπιτιοý και τα νοικοκερÜτα,
          πολλÜ επορπÜτειες üμορφα, μα εδÜ Üλλαξες τη στρÜτα.        790
     Tη MÜνα σου με λογισμοýς πολλÜ βαροýς την κρßνεις,
          θυμþντας σε πþς Þσουνε, βλÝποντας πþς εγßνης.
     ΛυπÞσου μας και σκüλασε τη στρÜταν οποý επιÜσες,
          σποýδαξε κι εýρε γλÞγορα την πρþτην οποý εχÜσες."
ΠOIHTHΣ
     O Pþκριτος τÜ του'λεγεν ο Kýρης του λογιÜζει,                          795
          κι üσον εμπüρειεν αφορμÝς ηýρισκε να τα σÜζει
     κι εκεßνος του τα πßστευγε, γιατß η AγÜπη η τüση,
          που 'βÜστα σ' τοýτον τον υΓιüν, του ζÜβωνε τη γνþση.
28 ΛυπÜται τους γονÝους του κι ως για να τσ' αλαφρþσει,
          επÞρε φßλους κι εδικοýς, να πÜ' να ξεφαντþσει.                     800
     Σýρνει γερÜκια και σκυλιÜ και συντροφιÜ μεγÜλη,
          κι ο Kýρης του αναγÜλλιασεν, ωσÜν τον εßδεν πÜλι
     πως με τσ' αγαπημÝνους του επÞγε στο κυνÞγι,
          και με τσι συνανÜθροφους ωσÜν και πρþτα σμßγει.
     M' ανÜθεμÜ την, τη χαρÜ, που'δεν την þρα κεßνη!                      805
          O λογισμüς οποý'βαλε ποτÝ δεν τον αφÞνει.
     ¹καμε για τον Kýρην του το πρÜμαν οποý εμßσα,
          μα οι συντροφιÝς για λüγου του Ýτοιον καιρü δεν Þσα',
     γιατß η φιλοξεφÜντωση πολλÜ τονε πειρÜζει,
          και δεν μπορεß, σαν Þθελε, τον Πüθο να λογιÜζει.                   810
     ¹φηκε πÜλι τσι πολλοýς και πλιü δεν τσ' ανεμνειÜζει
          (το πρÜμα οποý'ναι στανικþς, ογλÞγορα σκολÜζει).
     Müνο με κÜποιους γÝροντες συχνιÜ Þπρασσε, ν' ακοýγει
          για κεßνην οποý στην καρδιÜ με το σφυρß τοý κροýγει.
     Kι Þπαιρνε σαν παρηγοριÜ, 'τü'θελε δει απ' αυτεßνους                  815
          απ' το ΠαλÜτι να'ρχουνται, κι Þσμιγε μετÜ κεßνους.
     Λüγον ποτÝ δεν Þλεγεν ογια την Aρετοýσα,
          μα'δειχνε τον ακÜτεχον, üση þραν εμιλοýσα',
     μ' αθιβολÝς απομακρÜς εσßμωνε κοντÜ τση,
          οποý'κανε τσι γÝροντες κι ελÝγαν τ' üνομÜ τση.                     820
     Mα δεν εγνþθασι ποτÝ το λογισμüν οπü'χει,
          γιατ' Þχωνε με φρüνεψη τσ' αναλαμπÞς τη λüχη.
     Ως και σκυλß λαγωνικü, 'τü να'θελε γαβγßσει,
          ποýρι για να'ν' του Παλατιοý, του αλÜφρωνεν η κρßση.
     M' üλο που δεν εσýχνιαζε να πηαßνει στο ΠαλÜτι,                         825
          στον ßδιον Πüθο εσποýδαζε, κι εις κεßνον επορπÜτει.
     Kαι δεν αλÜφρωνε ο καημüς, μÜλιστα πλιÜ πληθαßνει,
          το γιατρικü που του'δωκεν ο Φßλος, δεν τον γιαßνει,
29 εýκαιρα του'πε ν' αρνηθεß του Παλατιοý τη στρÜτα,
          γιατß η AγÜπη απομακρÜς του'πεμπεν τα μαντÜτα.                 830
     Aς τον αφÞσομε για 'δÜ κι αυτüν να κιντυνεýγει,
          κι ο λογισμüς οποý'βαλε, δßκια τονε παιδεýγει.
     Kι ας ποýμε ογια την AρετÞν, που ως εßδεν κι επερνοýσαν
          οι νýκτες και στη γειτονιÜ τραγοýδι δεν ακοýσαν,
     επλÞθαινεν η ΠεθυμιÜ, ανÜπαψη δε βρßσκει,                                835
          κρουφÜ βαστÜ τον πüνον τση κι αγανακτÜ και πλÞσκει.
APETOYΣA
     Kαι προς τη NÝνα τση μιλεß: "ºντÜ'ν' και δεν εφÜνη,
          NÝνα μου, πλιü ο τραγουδιστÞς και τÜ'κανε δεν κÜνει;
     KÜτεχε, üσο στερεýγομαι το πρÜμα οποý μου αρÝσει,
          τüσο πλιÜ μες στα σωθικÜ σπßθες φωτιÜς με καßσι.                 840
     Tη νýκταν, üντεν Þκουγα σκοπüν οποý επεθýμου',
          θερÜπιο κι αναγÜλλιασιν Þπαιρνε το κορμß μου
     κι αναπαημÝνη ευρßσκουμου' και παρηγορημÝνη,
          και πλιü για τον τραγουδιστÞ δεν Þμουν εγνοιασμÝνη.
     Mα εδÜ που τα στερεýγομαι κι ωσÜν πουλιÜ επετÜξαν,               845
          την ΠεθυμιÜ επληθýνασι, την üρεξιν αλλÜξαν.
     Kαι θÝλω τον τραγουδιστÞ να μÜθω δßχως Üλλο,
          για λüγου του Ýχω παιδωμÞν και λογισμü μεγÜλο.
     Θωρþ εξαναγιαγεßρασιν κι Þλθαν τα περασμÝνα
          και θÝ' ν' ακοýσω και να δω πþς τραγουδεß για μÝνα.            850    
     "Eτοýτος ο τραγουδιστÞς, NÝνα, πολλÜ κατÝχει
          και, σα λογιÜζω, εις φρüνεψιν ταßρι ποθÝς δεν Ýχει.
     Σαν εßδε πως ο Kýρης μου θÝλει να τον-ε μÜθει,
          Þπαψεν την ξεφÜντωσιν κι εφÞκε με στα ΠÜθη,
     οποý'παιρνα αναγÜλλιασιν üλην την þρα εκεßνη,                         855
          οποý ετραγοýδειεν κι Þλεγεν τσ' AγÜπης την οδýνη.
     NÝνα, για μÝνα-ν Þσανε τοýτα üλα δßχως Üλλο.
          Aυτüς θÝ' να'ναι Ýνα κορμß φρüνιμο και μεγÜλο.
30 Tα λüγια του τα γνωστικÜ κÜθομαι και λογιÜζω,    
          γραμμÝνα τα'χω, και συχνιÜ κλαßγοντας τα διαβÜζω.              860
     Kι αλλοý ποθÝς δεν τ' Üκουσα, μηδ' εßδα τα γραμμÝνα,
          κατÝχω το, γνωρßζω το, πως Þσαν ογια μÝνα
     κι απü την πρþτη αργατινÞν, που'παιξε το λαγοýτο,
          ελüγιασÜ το κι εßπα το· "Για μÝναν Þτον τοýτο."
     Mα ο φüβος θÝ' να τον κρατεß, για κεßνο δεν το δεßχνει,                865
          μüνο τη νýκτα, στο σκοπü, παραπετρÝς μοý ρßχνει.
     Tρεις μÞνες μ' Ýτοια δοýλεψη, μ' Ýτοια αρχοντιÜν και τÜξη,
          ποιÜ να'χε στÝκει δυνατÞ, να μην τηνε πατÜξει;
     KαλÜ και δεν τον εßδαμε, δεν ξεýρομεν ποιüς εßναι,
          απü τα λüγια τα'μορφα, κορμß μεγÜλον εßναι.                          870
     Aπ' ü,τι κÜλλη Ýχει Üνθρωπος, τα λüγια Ýχουν τη χÜρη
          να κÜμουσιν κÜθε καρδιÜν παρηγοριÜ να πÜρει·
     κι οποý κατÝχει να μιλεß με γνþσιν και με τρüπον,
          κÜνει και κλαßσιν και γελοýν τα μÜτια των ανθρþπων.
     Aυτüς σε κßντυνü'βαλε για μÝναν το κορμß του,                            875
          προχτÝς, üντεν εγλßτωκε με τüσους τη ζωÞ του·
     üντεν ο Kýρης μου'βαλεν τσι δÝκα να τον πιÜσουν,
          πρÜμÜ'καμε οποý δεν μποροýν Üλλοι να το λογιÜσουν.
     Kαι κρατημÝνη βρßσκομαι εις τα καμþματÜ του,
          γιατß, ως κι αν εßμαι κοπελιÜ, γνωρßζω τα κρουφÜ του."          880
ΠOIHTHΣ
     H NÝνα εξανασφÜγηκε, να τση γρικÞσει πÜλι
          πως βρßσκεται στο λογισμüν, οποý'λπιζε να βγÜλει.
     EστηθοδÜρθηκεν ομπρüς, κι απüκεις αρχινßζει,
          κι εμßλειε τση σα μÜνα τση κι ωσÜ γονÞς μανßζει.
NENA
     ΛÝγει τση: "ΠÜντα ελüγιαζα, πÜντÜ'λπιζα κι εθÜρρου',                  885
          κεßνη τη λßγην παιδωμÞ να διþξεις μονιτÜρου
     και σαν αρχÞ Üφαντην πολλÜ και διχωστÜς θεμÝλιο,
          να την αφÞσεις να διαβεß και να την Ýχεις γÝλιο.
31 Mα εγþ θωρþ κι ερßζωσεν κι αφορμισμÝνη σ' Ýχει,         
          σ' κÜψα μεγÜλη βρßσκεσαι κι εσý θαρρεßς πως βρÝχει.              890    
     Πþς εßν' και πεθυμÜς να δεις Ýνα που δεν κατÝχεις         
          κι Ýτοιο μεγÜλο λογισμü μ' Ýτοια λαχτÜραν Ýχεις;
     Oγια τραγοýδια που'πασι κοντÜ στη γειτονιÜ σου,
          εμπÞκες σ' Ýτοιαν παιδωμÞ κι Þχασες την εξÜ σου;         
     Tοýτος οποý τραγοýδησεν και ποιüς τονε κατÝχει,                      895
          üμορφος να'ναι γÞ Üσκημος, σωστÜ τα μÝλη αν Ýχει;
     ΠÜψε τσι αυτοýς τσι λογισμοýς, σκüλασε αυτÞν τη ζÜλη
          και τÝτοια πρÜματ' Üμοιαστα ο νους σου πλιü μη βÜλει.
     MιÜ γνωστικÞ και φρüνιμη, Üξα και παινεμÝνη,         
          για σκοποτραγουδßσματα εßν' Ýτσι αποδομÝνη;                       900
     ¼σες κι αν εßναι ζωντανÝς κι η πλÜκα üσες σκεπÜζει,
          κρßνω να μην ευρßσκεται κιαμι' Üλλη να σου μοιÜζει
     εις ομορφιÜν και φρüνεψιν κι εις επιτηδειοσýνη.
          Kι εδÜ χερüτερη ολωνþν η Aρετοýσα εγßνη;
     BλÝπε ü,τι κι α' μου μßλησες, Üλλος να μη γρικÞσει                       905
          και κÜμε αυτÞ η αναλαμπÞ, οποý'ρχισε, να σβÞσει.
     MιÜ AφÝντρα, τÝκνο Ýτοιου Pηγüς και μιÜ KερÜ μεγÜλη,
          πþς το'παθε Ýτοιο λογισμüν αψÞφιστο να βÜλει;
     που μüνο να το θυμηθþ, να το καλολογιÜσω,
          νεκρþνουνται τα μÝλη μου κι üλη σιγοτρομÜσσω.                 910
     MετÜβαλε το λογισμüν, το νου σου μην παιδεýγεις,
          και τÝτοια πρÜματ' Üφαντα κι Üμοιαστα μη γυρεýγεις.
     "Kι αν εßχες δει τον ¸ρωτα σα PÞγας να προβÜλει,
          και να'χε πει πως σ' αγαπÜ εσÝνα πλιÜ παρ' Üλλη,
     ετýχαινε ν' αντισταθεßς, κÜλλια να πας στον 'Αδη,                        915
          παρÜ να κÜμεις τση τιμÞς βλÜψιμο κι ασκημÜδι.
     Kι εσý, για κτýπο λαγουτιοý, για τραγουδιοý γλυκüτη,
          εμπÝρδεσες κι εσκλÜβωσες Ýτοιας λογÞς τη νιüτη;
32 δßχως να δεις ποιüς τραγουδεß και διχωστÜς να ξεýρεις
          ποιüς εßναι, ποιüς τον Þπεψε, να θÝλεις να τον εýρεις;             920
     κι Ýτοιας λογÞς να σκλαβωθεßς και να τον αγαπÞσεις,    
          και να ψυχομαραßνεσαι, þστε να του γρικÞσεις!
     BλÝπεσε, αυτüς ο λογισμüς πλιüτερα μη ριζþσει,
          μ' ανÜσπασε και ρßξε τον, μη σε κακαποδþσει."
ΠOIHTHΣ
     H Aρετοýσα, να γρικÜ τÜ τσ' Þλεγεν η NÝνα,                                925
          απιλογιÜ τÞς Þδωκε με χεßλη πρικαμÝνα.
APETOYΣA
     "NÝνα μου, üντεν εγρßκησα τραγοýδια και λαγοýτα,
          δεν üλπιζα ουδ' εθÜρρουν το να'ρθω στα μÝτρα τοýτα.
     Mα δεν κατÝχω να σου πω, το πþς και μ' ßντα τρüπο
          τα μÝλη εκομπωθÞκασιν κι εμπÞκα σ' Ýτοιον κüπο.                930
     Aν Þθελα γνωρßσει πως στα ΠÜθη κατακροýγω,
          απü την πρþτην Þφρασσα τ' αφτιÜ, να μην του ακοýγω.
     Mα ελüγιασα να μην ψηφþ μηδ' Üλλους, μηδÝ τοýτο,
          και μüνο περιδιÜβαση να παßρνω στο λαγοýτο.
     Kι ως Üγνωστη εκομπþθηκα κι επιÜστηκα στο βρüχι,                 935
          σαν üντε στÝνει ο κυνηγüς και την ολπßδα τü'χει
     να'βρει πουλßν ακÜτεχο κι Üγνωστο να γελÜσει,
          κι üντε πετÜ και κιλαδεß, με πλÜνος να το πιÜσει-
     Ýτσι εμπερδεýτηκα κι εγþ και πÜσκω και ξετρÝχω,
          να'βγω απü τÝτοιον μπερδεμüν και λυτρωμü δεν Ýχω            940
     κι ολημερνßς κι οληνυκτßς, ξýπνου κι üντε κοιμοýμαι,
          το λαγουτÜρη ανεζητþ, του τραγουδιοý θυμοýμαι.
     ΠÜσκω, βουηθοýμαι üσον μπορþ, το σφÜλμα μου γνωρßζω,
          μα την εξÜ μοý επÞρανε, και πλιü δεν την ορßζω.
     MαγÜρι ας Þτον μπορετü, μαγÜρι να το μπüρου',                        945
          Ýναν που δεν εγνþρισα, στο νου να μην εθþρου'!
     Mα ολημερνßς κι οληνυκτßς κρßσιν Ýχω μεγÜλη
          και σγουραφßζω στην καρδιÜ, 'νοýς που δεν εßδα, κÜλλη.
33 Kαι σοθετÞ κι ωριüπλουμη εγßνη η σγουραφιÜ του,
          τη στüρηση εσγουρÜφισα απ' τα καμþματÜ του.                  950
     TαχιÜ κι αργÜ τηνε θωρþ, πολλÜ üμορφος εγßνη…"
NENA
          "Γρßκ' ανοστιÜ, γρßκ' ανοστιÜ! Γρßκα δαιμüνου οδýνη!
     Kαι δε λογιÜζω και ποτÝ στον Küσμο να'τον Üλλη,
          να μπÞκε σ' Ýτοιαν παιδωμÞν Üφαντη και μεγÜλη
     κι ουδÝ να βρÝθηκε κιαμιÜ, Üνθρωπο ν' αγαπÞσει,                      955
          δßχως να τονε δει ποτÝ και να τονε γνωρßσει.
     ΠολλÝς, αν το κατÝχασιν, ηθÝλανε το λÝγει
          για παραμýθι και κιανεßς να μην τως το πιστεýγει."
APETOYΣA
     "NÝνα, üντεν ανεθρÝφουμου' και κοπελιÜ ελογοýμου',
          παιγνßδια και κουτσουνικÜ πÜντÜ'βανα στο νου μου             960
     και μετ' αυτÜ εξεφÜντωνα κι επÝρναν ο καιρüς μου,         
          κι οποý'χε πει να τ' αρνηθþ, Þτον αντßδικüς μου.
     Kαι κÜθ' αργÜ, ως πρÜμ' ακριβü σ' τσι μüσκους ÞβανÜ τα,
          και στα χρουσÜ και στ' αργυρÜ εμοσκοφýλασσÜ τα
     και το ταχý, πρι' σηκωθþ και πρι' ντυθþ Üτιες, NÝνα,                965
          στο στρþμα μοý τα φÝρνασι, κι εθþρουν τα Ýνα ν Ýνα
     κι εßχα μεγÜλην παιδωμÞ με τα κουτσουνικÜ μου,
          κεßνÜ'χα για παρηγοριÜν, κεßνÜ'σαν η χαρÜ μου.    
     "Kι ωσÜν ακρομεγÜλωσα, το γÜζωμα ÞρεσÝ μου,
          δεν Þφηνα το ρÜψιμο, ταχιÜ κι αργÜ, ποτÝ μου.                    970
     Mε ρÜψιμο, με γρÜμματα και με κοντýλι, NÝνα,
          σ' αγÜπες και ψιλüτητες οι λογισμοß μου εμπαßνα'.
     KατÝχω το, πüσες φορÝς μου'λεγες: "ΘυγατÝρα,
          ßντα το θες το διÜβασμα το τüσο, νýκτα-ημÝρα;
     ºντ' üμορφα κι ßντα καλÜ βρßσκεις αυτοý γραμμÝνα                    975
          και δε σου αρÝσει, μηδÝ θες, πρÜμα Üλλον πλιü κιανÝνα;"
     Kι εγþ'χα τüση πεθυμιÜ (ποýρι μεγÜλο πρÜμα)
          να βÜνω στο προσκÝφαλο κÜθε βραδý το γρÜμμα.
34 Tü'χα ξυπνÞσει, εφþνιαζα: "KιαμιÜ, φωτιÜ ας μου φÝρει!"
          κι εσý πολλÜ εβαριοýσουν το, NÝνα, το καλοκαßρι                 980
     συχνιÜ μου παραμÜνιζες κι Þλεγες πως σε κÜνω
          να βÜλεις τα βιβλßα μου εις τη φωτιÜν απÜνω.
     ΠολλÜ μ' εκαταδßκαζες στην παιδωμÞν οποý'μου',
          κι þρες με γÝλιο σ' τ' Üκουγα κι þρες σοý τα βαριοýμου'.
     "Mα εδÜ μηδÝ το ρÜψιμο, κουτσοýνα, ουδÝ κοντýλι                  985
          Ýγνοια κιαμιÜ μοý δßδουσι, μα πρικαμÝνα χεßλη.
     EδÜ γρικþ Üλλην παιδωμÞν, εδÜ γρικþ Üλλη ζÜλη,
          επÜψασι üλες οι μικρÝς κι ηýρε με μιÜ μεγÜλη.
     Tο ρÜψιμο Ýχω αντßδικο, το γρÜμμαν Ýχω οχτρü μου
          και το σκοπüν παρηγοριÜν και τη φωνÞ γιατρü μου.            990
     "Kαι μη θαρρεßς και πεθυμþ πρÜμα που να μη μοιÜζει,    
          γÞ Üφαντα κι Üσκημα ποτÝ ο νους μου να λογιÜζει.
     Πρι' παρÜ πρÜμα βουληθþ, οποý κιανεßς το ψÝγει,
          κÜλλια νεκρÞ πολλ' Üσκημην η MÜνα να με κλαßγει.
     AρÝσει μου και πεθυμþ να δω το λαγουτÜρη                             995
          οποý'χει τüσην αντρειÜν, οποý'χει τüση χÜρη.
     Kι ως τονε δω, αναπεýγεται η ΠεθυμιÜ μου η τüση.
          Δεν εßμαι τüσο αφορμαρÜ, μα'χω δαμÜκι γνþση.
     Mα ποýρι αν εßν' και μÝλλει μου σ' τοýτα τα ΠÜθη να'μαι,
          ¹λιε μου, δος μου ΘÜνατο κι ελεημοσýνη κÜμε!                  1000
     "Tην πρþτην οποý τ' Üκουσα κι Þπαιζεν το λαγοýτο,
          ποτÝ μου δεν το λüγιαζα να'ρθω στο μÝτρο τοýτο.
     Mα τα τραγοýδια πü'λεγεν, κι οποý χαρÜ μοý φÝρνα',
          Þσαν προδüτες πßβουλοι και την εξÜ μου επαßρνα'.
     Tο περασμÝνο κÜμωμα της αντρειüτης, πÜλι,                            1005
          μου πλÞθυνεν την πεßραξη, μου πλÞθυνεν τη ζÜλη.
     Aυτüς δεν εßν' μηδÝ στραβüς, μηδÝ ζουγλüς, Φροσýνη,
          και μαρτυρÜ και λÝγει το, το πρÜμαν οποý 'γßνη.
35 Oπü'χει Ýτοια μποδßσματα, δεν πολεμÜ με δÝκα
          γνωρßζεις το κι εσý καλÜ κι ας εßσαι και γυναßκα."                 1010
ΠOIHTHΣ
     Tοýτα τα λüγια, τρÝμοντας τα χεßλη ανεθιβÜναν,
          τα μÜτια ετρÝχαν ποταμüς, στη γην πηλüν εκÜναν.
     Eσκüλασε το διÜταμα για τüτες η Φροσýνη,
          δεν Þθελε Üλλο να τση πει ογια την þραν κεßνη.
     Eßδεν το πως τα χεßλη της εχÜνα' ü,τι εμιλοýσα',                        1015
          δε θÝλει ν' αποδιαντραπεß πλιüτερα η Aρετοýσα.
     Kι εις Üλλην þραν και καιρü βοýλεται να μιλÞσει,
          και τοýτα τα διατÜματα πÜλι να ξαναρχßσει.
     ¸χει καημÝνα σωθικÜ, χεßλη φαρμακεμÝνα
          σ' ü,τ' Þκουσε της AρετÞς, δεν τσ' Þρεσε κιανÝνα.                1020
     Kι ßντα δεν κÜνει ο ¸ρωτας σε μιÜ καρδιÜ π' ορßζει!
          Σαν τη νικÞσει, ουδÝ καλü, ουδÝ πρεπü γνωρßζει.
     Kι ßντα δεν κÜνει ο πßβουλος, üντε το νßκος Ýχει,
          και ποý τα βρßσκει τα πολλÜ, τα τüσα που κατÝχει!
     Mε πüσες στρÜτες μÜς γελÜ, με πüσες μÜς πειρÜζει,                   1025
          πþς μαςε δεßχνει δροσερüν εκεßνον οποý βρÜζει!
     Πüσα μÜς τÜσσει ο αδικητÞς κι απüκει μας κομπþνει,
          πüσα μÜς γρÜφει στην αρχÞ κι ýστερα μας τα λιþνει!
     Kαι ποιüς μπορεß ν' αντισταθεß, την þρα οποý θελÞσει
          ν' αρματωθεß με πονηριÝς, να μας επολεμÞσει;                     1030
     ¸τσι νικÜ τα γερατειÜ, ωσÜ νικÜ τη νιüτη.
          XαρÜ στον üποιος του χωστεß και φýγει απü την πρþτη!
     ¼ποιος στραφεß να τονε δει, εκεßνο μüνο σþνει,
          ζιμιü το πιÜνει το σφυρß, ζιμιü κτυπÜ στ' αμüνι.
     Mα οποý του φýγει ως τονε δει και φßλο δεν τον Ýχει,               1035
          μ' üλον οποý βαστÜ φτερÜ, σφαßνει üσο κι αν κατÝχει.
     Mα λßγοι εßναι οποý φεýγουσι, λßγοι εßναι οποý γλιτþνουν,
          λßγοι εßναι οποý τονε νικοýν, üντε τονε μαλþνουν.
36     Tο νßκος Ýχει στην αρχÞ, στο τÝλος, κι εις τη μÝση
          κιανÝνα δεν εμÜλωσε, να μην τονε κερδÝσει.                       1040
     Eνßκησε την AρετÞν, εσκüρπισε το νου τση,
          και δε δειλιÜ τη MÜνα τση κι üργητα του Kυροý τση.
     KÜνει την κ' εßναι ξυπνητÞ üλο το μερονýχτι,
          για να θυμÜται τση ΦιλιÜς, κ' εις αφορμÞν τη ρßχτει.
     Kι ýπνον αν εßχε κοιμηθεß, Þτονε ξυπασμÝνος,                           1045
          μ' αγκοýσες, μ' αναστεναμοýς, σαν κÜνει ο αρρωστημÝνος.
     AφÞνω τη στα βÜσανα κι οποý τα θÝλει ας τα'χει
          κι ας πω για τον Pωτüκριτον, που'το στην ßδια μÜχη.
     Aσοýσουμος κι ανÝγνωρος Þτον αποδομÝνος,
          κλιτüς πολλÜ και ταπεινüς, στεγνüς και σουρωμÝνος.          1050
     Kαι μüνος κι ολομüναχος με λογισμü επορπÜτει,    
          και πÜντα, πÜντα ευρßσκετον ανÜδια στο ΠαλÜτι.
     Kι εφαßνουντü του τα τειχιÜ ανÜπαψη του δßδα',
          κ' εκεßνα εßχε παρηγοριÜν και στον καημüν του ολπßδα
     κι ο πüνος του κι η πεßραξις του εφαßνετο λιγαßνει,                    1055
          θυμþντας ποιÜ να βρßσκεται μÝσα κατοικημÝνη.
     ΩσÜ ζαβüς και κουζουλüς, πÜντÜ'στεκε κι εθþρει
          τον τüπο üπου επορεýγετον η πλουμισμÝνη Küρη.
     Kι εξüμπλιαζε καθημερνü εις την καρδιÜ του μÝσα
          κεßνες τσι τüσες ομορφιÝς οποý τον επλανÝσα'.                    1060
     Tα μÜτια δεν καλοθωροý' στο μÜκρεμα του τüπου,
          μα πλιÜ μακρÜ και πλιÜ καλλιÜ θωρεß η καρδιÜ του ανθρþπου
     εκεßνη βλÝπει στα μακρÜ και στα κοντÜ γνωρßζει,
          και σ' Ýναν τüπο βρßσκεται και σε πολλοýς γυρßζει.
     Tα μÜτια, να'ναι κι ανοιχτÜ, τη νýκτα δε θωροýσι                     1065
          νýκτα και μÝρα, τση καρδιÜς τα μÜτια συντηροýσι.
     Xßλια μÜτιÜ'χει ο λογισμüς, μερüνυκτα βιγλßζουν,
          χßλια η καρδιÜ και πλιüτερα κι ουδεποτÝ σφαλßζουν.
37 MακρÜ'τον ο Pωτüκριτος απü την Aρετοýσα,
          τα μÜτια που'χε στην καρδιÜ, πÜντα την εθωροýσα'.           1070
     Eθþρειεν την ποý βρßσκουντο', ταχý, νýκτα, αποσπÝρα,
          μ' üλο που δεν την Þβλεπε, με μÜτια, την ημÝρα
     O Φßλος του ο πολλ' ακριβüς, θωρþντας πþς εγßνη,
          και πως τον πρþτο λογισμüν ακüμη δεν αφÞνει,
     του λÝγει, μιÜ απü τσι πολλÝς, να πÜ' να ξεφαντþσει,                 1075
          του λογισμοý και του κορμιοý παρÜταξη να δþσει.
     Kαι να'ν' οι δυü ολομüναχοι, ογια να μη γρικÞσει
          κιανεßς εκεßνα τÜ μιλοýν κι αλλοý τα 'μολογÞσει.
     Kαβαλικεýγουσι κ' οι δυü, μιÜ ταχινÞ, μιÜ σκüλη,
          πÜσι καμπüσο ακρüμακρα, εις Ýνα περιβüλι,                         1080
     κι ευρÞκασινε μοναξÜ. Πεζεýγουν και καθßζουν,
          και με τους αναστεναμοýς αθιβολÝς αρχßζουν.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     Kαι λÝγει του ο Πολýδωρος: "AδÝρφι, θÝλω πÜλι    
          να πω γι' αυτÞν την παιδωμÞν οποý'χεις και τη ζÜλη.
     Γιατß, καλÜ και δε μιλεßς, τα μÜτια ομολογοýσι                          1085
          εκεßνα που τα χεßλη σου δε θÝλου' να μου ποýσι.
     Για ποιÜ αφορμÞ σε τυραννÜ πρÜμα ν οποý κατÝχεις
          πως δεν κληρονομÜς ποτÝ και μηδ' ολπßδαν Ýχεις;
     Για ποιÜ αφορμÞ Ýτοιο λογισμüν Ýχεις για την KερÜ σου;
          που χßλιοι χρüνοι αν εδιαβοý' και χßλιοι αν επερÜσου',          1090
     αυτÞ δεν εßν' για λüγου σου, δεν εßν' για σε Ýτοια βρþση,              
          σ' Ýτοιο δεντρüν η χÝρα σου ζουγλαßνεται ν' απλþσει.
     ΩσÜν αγÜπησες εσý, θαρρþ στον Küσμον Üλλος
          ποτÝ να μην αγÜπησε, μικρüς ουδÝ μεγÜλος.
     "¹κουσ' εδÜ κι εδιÜβασα και μιÜ βουλÞ κρατοýσι                     1095
          εκεßνοι π' αγαπιοýντανε κι εκεßνοι π' αγαποýσι.
     'Tü δοý' μιÜν κüρην üμορφην, η ΠεθυμιÜ'ναι η πρþτη
          να τους κινÜ να ρÝγουνται τση λυγερÞς τη νιüτη.
38 Kαι πÜντα τοýτη η ΠεθυμιÜ εßναι με την ολπßδα,
          κι Ýχουν τα μÜτια προδοτÞ σαν κεßνα που την εßδα'.            1100
     Kαι με την Üκραν του ματιοý μαντÜτο τσÞ μηνοýσι,
          και μετ' αυτü τον Πüθον τως τση λεν κι ομολογοýσι.
     Kι α' δοýν πως Ýχει ανταμοιβÞ λιγÜκι η δοýλεψÞ τως,
          η ΠεθυμιÜ τως θρÝφεται, πληθαßνει η παιδωμÞ τως,
     αξÜφτει η βρÜση τση καρδιÜς, η ολπßδα μεγαλþνει,                  1105
          και κÜθε λßγη στην αρχÞ παρηγοριÜ τþς σþνει.
     Tη δοýλεψη σπουδÜζουσιν, þστε να τηνε φÝρου'
          σ' τü θÝλουν, και συχνιÜζουσιν αργÜ και ταχυτÝρου.
     Kαι τα βιβλßα τσ' EρωτιÜς ανοßγουν και θωροýσι,
          κι αν Ýχου' να κερδÝσουσιν, εýκολα το γρικοýσι.                 1110
     "Mα σαν τη λυγερÞν ιδοýν και πÜντα ξεγνοιασμÝνη,
          σε πüρτα, εις παραθýρι τση, ποτÝ τση δεν προβαßνει,
     και ανεγνωριÜ στους κüπους τως δεßχνει με κÜθε τρüπο,
          παßρνουνται κÜτω το ζιμιü, σκολÜζουσι τον κüπο.
     Kι εκεßνος που επαιδεýγετον, η ΠεθυμιÜ του σβÞνει,                  1115
          και τη δουλειÜν οπ' Üρχισεν, Üπρακτην την αφÞνει
     πλιü δεν κοπιÜ το λογισμü, μηδÝ το νουν παιδεýγει,
          μα βÜνει Üλλο λογισμü κι Üλλη δουλειÜ γυρεýγει.
     "Σα δε συναπαντÞξουσι, τα μÜτια να σμιχτοýσι,
          εýκαιρα βασανßζουνται εκεßνοι π' αγαποýσι.                         1120
     Tοýτü'ν' το πρþτο ερμÞνεμα ενüς που αναντρανßζει
          μιÜ λυγερÞν κι αρÝσει του και δοýλεψιν αρχßζει.
     'Tü δει μιÜ, δυü και τρεις φορÝς κι οι üρεξες δε σÜζουν,
          ουδ' οι καρδιÝς συβÜζουνται, μηδÝ τα μÜτια μοιÜζουν,
     εκεßνον οπ' ορÝγετο, σ' Üργητα τονε φÝρνει,                             1125
          σκολÜζει και ξεγνοιÜζεται, πλιü δεν ξαναγιαγÝρνει.
     Kαι δεν μπορεß μιÜν Üσπλαχνην Üνθρωπος ν' αγαπÞσει,
          γιατß Ýτσι το αποφÜσισε της EρωτιÜς η κρßση.
39 "Kι εσý που λες κι η AρετÞ δεν ξεýρει τον καημü σου,
          κι ουδÝ ποτÝ τση εστρÜφηκε να δει το πρüσωπü σου,         1130
     πþς Þτονε κι αγÜπησες Ýτοια KερÜ μεγÜλη;
          Στον Küσμον πρÜμαν Þδειξες που δεν εδεßξαν Üλλοι.
     Aν εßν' κι ευρÝθηκεν τινÜς KερÜν του ν' αγαπÞσει,
          εκεßνη του'διδε αφορμÞν κι Þμπαινε σ' Ýτοιαν κρßση.
     ΩσÜν του μßλειε σπλαχνικÜ κι εθþρειε παιγνιδÜτα,                    1135
          κεßνη Þτονε που του'δειχνε της EρωτιÜς τη στρÜτα.
     "Σ' εσÝ, μεγÜλο το κρατþ, πολý κακü σοý μÝλλει,
          οπ' αγαπÜς μιÜ σου KερÜ, με δßχως να σε θÝλει.
     H στρÜτα αυτÞ που πορπατεßς, αγκÜθια εßναι γεμÜτη,
          γιÜγειρε κι ÜλλαξÝ τηνε, πιÜσε Üλλο μονοπÜτι.                     1140
     ¹λλαξες απ' ü,τι Þσουνε κι üλος εξαναπλÜστης
          κι Þφηκες το λογαριασμüν κι Þσφαλες κι ελαθÜστης
     κι εκαταστÜθης Üγνωστος και σαν το ζü γυρßζεις,
          και το καλü απü το κακü ποιüν εßναι δε γνωρßζεις.
     "Mη σου φανεß παρÜξενον, αν εßν' κι üσα σου λÝγω,                 1145
          κι αν εßν' κι ü,τι μου μßλησες, κατηγορþ και ψÝγω.
     KÜτεχε πως ειςε πολλÜ το ζο του ανθρþπου μοιÜζει,
          κι οποý'χει γνþση κι ομυαλüν, ετοýτα ας τα λογιÜζει.
     O Üνθρωπος εßναι δυνατüς να'χει αντρειÜ και χÜρη,
          πλιÜ δýναμιν και πλιÜν αντρειÜ να'χει κι εις το κοντÜρι.      1150    
     Kι αν εßν' στα πüδια ογλÞγορος, και πιλαλεß και τρÝχει,                
          τοýτην τη γληγορüτητα και πλιÜ, το λÜφι ν Ýχει.
     Kι αν η φωνÞ του εßναι γλυκειÜ, μελωδικÞ η λαλιÜ του,
          και παßρνουν αναγÜλλιασιν üσοι σταθοýν κοντÜ του,
     εßναι πολλþ' λογιþν πουλιÜ που γλυκοκιλαδοýσι,                    1155
          που αφÞνουνε το φαγητü πολλοß να τα γρικοýσι.
     ¸τσι και τσ' Üλλες χÜριτες, που εις Üνθρωπο θωροýμε,
          βρßσκουνται πÜντα κι εις τα ζα, που να το πω βαριοýμαι.
40 "Kαι μüνον ο λογαριασμüς εßναι που διαχωρßζει         
          το ζον απü τον Üνθρωπο, για κεßνο üλα τα 'ρßζει                 1160
     φτÜνει το λÜφι, ως κι α' γλακÜ και τα θεριÜ μερþνει,
          και τα πουλιÜ, αν πετοýν ψηλÜ, στη γην τα χαμηλþνει.
     Eκεßνος ο λογαριασμüς üλα τα βασιλεýγει,
          νικÜ, μερþνει τ' Üγρια, και τα θεριÜ παιδεýγει.
     Kι απεßτις και το χÜρισμα ετοýτον απαρνÞθης,                         1165
          τη στüρηση της ανθρωπιÜς εξÝσκισες κ' εγδýθης.
     Kαι προπατεßς ωσÜν το ζο, λογαριασμü δεν Ýχεις,
          και δε νογÜς ποý βρßσκεσαι και ποý'σαι δεν κατÝχεις.
     MετÜστρεψε το λογισμü, ξýπνησε, ξεζαλßσου,
          στον πüλεμο που βρßσκεσαι αντρειÝψου και βουηθÞσου     1170
     μη δεις μεγÜλα βÜρητα και πÜθη στο κορμß σου,    
          και σ' τοýτες τσι κακÝς αρχÝς, üσο μπορεßς βλεπÞσου."
ΠOIHTHΣ
     Eγρßκαν τα ο Pωτüκριτος, δεν τα'χε παραμýθια,
          εγνþριζεν κι εθþρειεν τα πως Þσαν üλα αλÞθεια
     εγνþριζεν κι εθþρειεν τα κι Üμοιαστα ετυραννÜτο,                  1175
          κι απιλογιÜ λυπητερÞ Þδωκε στ' αφουκρÜτο.
EPΩTOKPITOΣ
     "AδÝρφι, τÜ μου μßλησες, μες στην καρδιÜ μου εμπÞκαν,
          μα εφýγαν πÜλι το ζιμιü και τüπο δεν ευρÞκαν.
     Tο σφÜλμα μου γνωρßζω το, πþς βρßσκομαι κατÝχω,
          μα δεν μπορþ να βουηθηθþ, και την εξÜ δεν Ýχω.              1180
     O ¸ρωτας ανυφαντÞς με πονηριÜν εγßνη,
          αρÜχνην Þστεσε ψιλÞν κι επιÜστηκα εις εκεßνη.
     Σαν το μωρü εκομπþθηκα, οποý δεν Ýχει γνþση,
          και βουηθισμüν πλιü ποý να βρω; και τßς να με γλιτþσει;
     O ¸ρωτας μ' εμπÝρδεσε, και σκλÜβον του κρατεß με,                 1185
          και δουλευτÞς του εγρÜφτηκα, και μετÜ κεßνον εßμαι.
     KατÝχεις πως εθÝλησα να φýγω απü το βρüχι,
          κι απÜνω-κÜτω, επÜ κι εκεß, αυτüς στεμÝνο το'χει.
41 Kι αν ξεμπερδÝσω σ' μιÜ μερÜ, σ' Üλλην καταμπερδÝνω,
          και πÜντα βρßσκω μπερδεμοýς εις üποιον τüπον πηαßνω.      1190 
     "AρνÞθηκα του Παλατιοý τη στρÜταν, και μισþ τη,
          κι εγþ'χω πλιÜ την παιδωμÞν εδÜ παρÜ την πρþτη.
     Kι απüσταν τ' απαρνÞθηκα και πλιü μου εκεß δεν πÜγω,
          δεν ημπορþ να κοιμηθþ, να πιþ, μηδÝ να φÜγω.
     Kι üλπιζα να λησμονηθοýν οι πüνοι που με κρßνουν                   1195
          κι εγþ θωρþ χερüτεροι και πλιÜ βαροß απομεßνουν.
     Kι üσο μακραßνω απ' τη φωτιÜ, θωρþ πως πλιÜ με καßγει,
          κι ο Πüθος με χερüτερα Üρματα με παιδεýγει.
     Aυτüς λαβþνει απü κοντÜ κι απü μακρÜ σκοτþνει,         
          κι þστε να φεýγω, να γλακþ, με τα φτερÜ με σþνει.            1200
     Oλημερνßς τη στüρησιν κεßνης οποý με κρßνει
          μου βÜνει μες στο λογισμüν κι εκεß μου την αφÞνει.
     Kι α' θÝσω ν' αποκοιμηθþ, τα μÜτια μου ως καμνýσουν,
          μου δεßχνει πως τα χεßλη τση σκýφτου' να με φιλÞσουν.
     ¿φου, κακü οποý μ' εýρηκε! Kαι ποιÜ þρα να'ν' εκεßνη             1205
          ν' αναπαγþ; Mα το γδυμνü κοπÝλι δε μ' αφÞνει.
     Aν εμπορεßς, σα Φßλος μου, βοýηθα και γιÜτρεψÝ με
          κι ο λογισμüς οποý'βαλα, θωρþ εθανÜτωσÝ με."
ΠOIHTHΣ
     Nα του γρικÜ ο Πολýδωρος, μ' ßντα καημü τα λÝγει
          και πως τον Ýχει αγκαλιαστü και λουχτουκιÜ και κλαßγει,      1210
     αρχßζει με παρηγοριÝς κι αρχßζει με γλυκüτη    
          κι εγιÜτρευγε σιργουλιστÜ του Φßλου του τη νιüτη.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει του: "AδÝρφι, ο λογισμüς κι αυτÞ η μεγÜλη οδýνη,
          þστε να βρßσκεσαι κοντÜ τση Xþρας, δε σ' αφÞνει.
     ΠÜντα σε θÝλει τυραννÜ, χειμþνα-καλοκαßρι,                             1215
          α' δε μακρýνεις απü 'πÜ, να πας εις Üλλα μÝρη.
     Kι αν πεθυμÜς ο λογισμüς αυτεßνος να σ' αφÞσει,
          μßσεψε κι Üμε γýρισε AνατολÞ και Δýση.
42 Tüπους να δεις πολλÜ'μορφους, που εδÜ δεν τσι κατÝχεις
          επÜ'σαι μ' Ýνα λογισμü, πÜντα μιÜν Ýγνοιαν Ýχεις.                  1220
     Nα δεις στα ξÝνα, στα μακρÜ, τß κÜνουν, πþς περνοýσι
          κι ßντα λογÞς πορεýγουνται κι ßντα λογÞς μιλοýσι,
     και πþς αλλÜσσει η φορεσÜ και πþς αλλÜσσει η γνþμη,
          να δεις ü,τι δεν Þπραξες, ουδ' Þκουσες ακüμη.
     Nα δεις τα Þθη των πολλþν ßντα λογÞς αλλÜσσουν,                  1225
          πþς ζοýσιν εις τα νιüτα τως, πþς κÜνου' σα γερÜσουν.
     Bρýσες να δεις και ποταμοýς, χþρες, χωριÜ και δÜση,
          να σου φανεß παρÜξενον ο Küσμος πþς αλλÜσσει.
     Nα δεις κορÜσια πλιÜ'μορφα παρÜ την Aρετοýσα,
          να δροσερÝψεις τον καημü, να πÜψει αυτεßνη η αφοýσα.     1230    
     Kαι τÜσσω σου, σ' λßγον καιρü θÝλεις ξελησμονÞσει
          τουνÞς οποý ανεπüλπιστα σ' Ýβαλε σ' Ýτοιαν κρßση.
     Kι ωσÜν καρφß που, με καρφß Üλλο, απü τρýπα βγÜνεις,
          στον τüπον της αγÜπης της Üλλην αγÜπη βÜνεις.
     "Eτοýτον εßναι φυσικü, AδÝρφι, στον αζÜπη,                             1235
          να μην μπορεß να βγει η παλιÜ, παρÜ με νιÜν AγÜπη.
     Γιατß Ýναν τüπο μοναχÜς εις την καρδιÜ μας μÝσα
          εδιÜλεξεν ο ¸ρωτας κι οι Üλλοι δεν του αρÝσα'.
     Kι εκεß Ýχει Ýνα ψηλü θρονß, üπου συχνιÜ καθßζει
          το απομονÜρι μας κορμß, ως του φανεß τ' ορßζει.                  1240
     Kι ως κινηθεß η ΠεθυμιÜ, κι αρχßσει και νικÜ μας,
          AφÝντης οποý κÜθεται κι ορßζει την εξÜ μας,
     ζιμιü σ' AγÜπη βÜνει μας, γιατß Üλλο δεν κατÝχει,
          μüνον AγÜπες κι EρωτιÝς κι ουδ' Üλλες Ýγνοιες Ýχει.
     Kεßνη, οποý ορεγομÝστανε, στο νου μας τηνε βÜνει,                  1245
          και δßδει τση ζιμιüν εξÜ κι ως θÝλει μας εκÜνει.
     Kι ο λογισμüς κι η üρεξη πÜντÜ'ναι μετÜ κεßνη,
          οποý μας επρωτüβαλε σ' τσ' AγÜπης την οδýνη.
43 "Tα μÜτια μοναχÜ'χουσι, σαν κεßνα που θωροýνε,         
          σýβαση με τον ¸ρωτα και μιÜ βουλÞ κρατοýνε.                   1250
     Mποροýν, üντε του συβαστοý', να βγÜλουσι την πρþτην
          AγÜπη απü το λογισμü, να βÜλουν Üλλη νιüτην.
     Kι ως δοý' Üλλα κÜλλη και ρεχτοýν, του ¸ρωτα μηνοýσι
          και νιÜν AγÜπη κτßζουνε και την παλιÜ χαλοýσι
     διþχνουν την απü την καρδιÜν, τον Πüθο μεταλλÜσσουν         1255
          και τοýτα φÝρνουν οι καιροß κι οι μÝρες, σαν περÜσουν.
     Λοιπüν, αν το'χεις üρεξη και πεθυμÜς να γιÜνεις,
          γýρεψε κι εýρε γιατρικü στον πüνο σου να βÜνεις
     προθýμεψε και σποýδαξε, βιÜσου και μην αργÞσεις,
          μßσεψε, μÜκρυνε απü 'πÜ, να τση ξελησμονÞσεις.                 1260
     Kι Ýρχομαι μετÜ λüγου σου, δε θÝλω μοναχüς σου
          να προπατεßς στην ξενιτιÜ κι Ýπαρ' με σýντροφü σου."
ΠOIHTHΣ
     Tα λüγια τοýτα, με πολλÜ κι Üλλα που αναθιβÜνει,
          ηρÝσαν του Pωτüκριτου κι Þρχισε να τα πιÜνει.
     Kι εβÜλθηκε üσον ημπορεß κι τη Xþρα να μακρýνει,                  1265
          με σποýδαν μπαßνει σ' ορδινιÜ ζιμιü την þρα κεßνη
     και παßρνει και το Φßλον του, δßχως του δε μισεýγει,
          να του θυμßζει τα πρεπÜ και να του τ' αρμηνεýγει.
     T' Üρματα τα καλýτερα και πλιÜ'μορφα γυρεýγουν,
          τα γληγορüτερα Üλογα και δυνατÜ διαλÝγουν.                     1270
     EπÞγε σ' τσι γονÝους του και την ευχÞν τως παßρνει,
          λÝγει τως να μη γνοιÜζουνται κι ογλÞγορα γιαγÝρνει,
     και πÜ' να δει την ¸γριπο, γιατß δεν την κατÝχει
          κι Þκουσε χßλιες ομορφιÝς παρ' Üλλη Xþραν Ýχει.
     KαλÜ κι επüνειε στην καρδιÜν ο Kýρης με τη MÜναν                  1275
          να τως μισÝψει τÝτοιος γιüς, πÜλι στο νουν εβÜναν
     πως θÝλει αλλÜξει λογισμü, σαν απü 'κεß μακρýνει,
          καλοκαρδßσει και χαρεß, 'μορφßσει και παχýνει,
44 που Ýτοιας λογÞς εγßνηκε και γνωριμιÜ δεν Ýχει,
          και μοναχüς του, ßντα κακü τον κρßνει, δεν κατÝχει.             1280
     ΠαραχωστÜ τη MÜνα του εθÝλησε να κρÜξει,
          τση κατοικιÜς του τα κλειδιÜ τση'δωκε να φυλÜξει.
EPΩTOKPITOΣ
     ΛÝγει τση: "MÜνα, α' μ' αγαπÜς, ανθρþπου μην τα δþσεις
          σ' τüπο κουρφü Üμε βÜλε τα και κÜμε να τα χþσεις.
     Γιατß Ýχω μες στ' αρμÜρι μου κÜποια χαρτιÜ γραμμÝνα,             1285
          οποý δε θÝλω να τα δει Üλλος δßχως μου εμÝνα."
MANA
     H MÜνα, οποý τα μÜτια της Þτον το παιδß εκεßνο,
          του λÝγει: "υΓιÝ μου, τα κλειδιÜ ανθρþπου δεν τ' αφÞνω.
     Kι ο Kýρης σου κιαμιÜ φορÜ αν και μου τα ζητÞξει,
          δεν του τα δßδω, κÜτεχε, ποτÝ, να πÜ' ν' ανοßξει."                1290
ΠOIHTHΣ
     Mε σπλÜχνος αποχαιρετÜ, με λογισμü μισεýγει,
          να βρει γιατρü να γιατρευτεß ξετρÝχει και γυρεýγει.
     ΠÜντÜ'ν' ο Φßλος του κοντÜ κι αθιβολÝς τοý φÝρνει,
          κ' εκεßνος, σ' ü,τι κι α' γρικÜ, παρηγοριÜ δεν παßρνει.
     M' απεßτις εμακρýνασι κι εις μÝρη Üλλα εσιμþσαν,                     1295
          νÝφαλα μαýρα, σκοτεινÜ, τα μÜτια του εκουκλþσαν.
     Kι εμοýλωσε την κεφαλÞν και το κορμß απορßχτει,
          κι Þκλαιγε κι αναστÝναζεν üλο το μερονýχτι.
     Kαθημερνü τα μÝλη του ελιþναν κι εφυροýσαν.
          M' αφÞνω τον κι ας κρßνεται, να'ρθω στην Aρετοýσαν.        1300
     ¹τονε νιÜ και δροσερÞ κι αμÜθητη στα ΠÜθη,    
          κι ως εμπερδεýτη στη ΦιλιÜν, εψýγη κι εμαρÜθη.
     EχÜθηκεν ο ýπνος της, εκüπη το φαητü τση,
          και με την Týχη εμÜχετο και με το Pιζικü τση,
     οποý την ετυφλþσανε κι εβÜλθη ν' αγαπÞσει                            1305
          εκεßνον, οποý δεν μπορεß να δει ουδÝ να γνωρßσει.
     O Kýρης, να τηνε θωρεß να'ν' Ýτσι αποδομÝνη,
          ασοýσουμη κι ανÝγνωρη, χλομÞ και μαραμÝνη,
45 δεν ξεýροντας την αφορμÞ, ßντÜ'ναι οποý την κρßνει
          κι εχÜθηκαν τα κÜλλη τση κ' Ýτοιας λογÞς εγßνη,                 1310
     ερþτα την καθημερνþς, ομÜδι με τη NÝνα,         
          ßντÜ'ναι και τα κÜλλη τση ελιþσαν κι εχλομαßνα'.
     ¹λεγε τü δεν Þτονε και την αλÞθεια χþνει,
          Þδειχνε την πασßχαρην ογια να τσι κομπþνει
     κι ηýρισκε χßλιες αφορμÝς εις ü,τι κι αν τση ελÝγαν                    1315
          κι ομüρφιζε τα ψüματα κι εκεßνοι τα πιστεýγαν.
     Kι Ýστοντας να την Ýχουνε μοναχοθυγατÝρα,
          ο Kýρης με σπλαχνüτητα τση λÝγει μιÜν ημÝρα,
     πως για να δει και να χαρεß και να καλοκαρδßσει,
          σ' üλες τσι Xþρες και NησÜ πÝμπει να διαλαλÞσει.                1320
     K' Þλεγεν ο διαλαλημüς: "¼ποι' εßναι αντρειωμÝνοι,
          σ' τσι 'κοσιπÝντε του Aπριλιοý ο PÞγας τσ' ανιμÝνει
     εις την AθÞνα να βρεθοý', στο φüρο τση να σμßξουν,
          να κονταροκτυπÞσουσιν και την αντρειÜ να δεßξουν.
     Kι οποý νικÞσει, απ' το λαü να'χει τιμÞ μεγÜλη,                         1325
          κι Ýνα ΣτεφÜνι ολüχρουσο να βÜνει στο κεφÜλι,
     Ýνα ΣτεφÜνι ολüχρουσο και μαργαριταρÝνιο,
          απü τση ΘυγατÝρας του τα χÝρια καμωμÝνο."
     EπÞγεν ο διαλαλημüς σε μιÜ Xþραν κι εις Üλλη
          κι οι αντρειωμÝνοι επÞρασιν üλοι χαρÜ μεγÜλη.                    1330    
     KρÜζει τη ΘυγατÝρα του ο PÞγας και μιλεß τση,
          να κÜμει Tζüγια ωριüπλουμη, σα θÝλει, μοναχÞ τση.
     Γιατß Ýρχουνται για λüγου τση μεγÜλοι KαβαλÜροι,
          να κονταροκτυπÞσουσιν, καλÞν καρδιÜ να πÜρει.
     Kι ας εßν' η Tζüγια ολüχρουση και πλοýσα πλιÜ παρ' Üλλη,         1335
          σαν εßν' κι αυτÞ ξεχωριστÞ κι απ' üλες τως μεγÜλη.
APETOYΣA
     ΠαρηγοριÜν κι αλÜφρωσιν επÞρε να τ' ακοýσει,
          μÝσα τση λÝει: "Tα μÜτια μου εδÜ'χουσι να δοýσι
46 εκεßνον τον τραγουδιστÞν, τ' üμορφο παλικÜρι,
          εις τ' Üλογο, με τ' Üρματα, σαν τσ' Üλλους καβαλÜρη.           1340
     Kι απεßτις αποκüτησε δÝκα να πολεμÞσει,
          παιγνßδι θÝλει το κρατεß να κονταροκτυπÞσει.
     MÝσα η καρδιÜ μου το γρικÜ, λÝγει το η üρεξÞ μου,
          μιλεß το ο νους κι ο λογισμüς, το πως η παιδωμÞ μου
     Ýχει να πÜψει γλÞγορα, γιατß Ýχω να γνωρßσω                            1345
          εκεßνον οποý δεν μπορþ να του ξελησμονÞσω.
     Mα δεν κατÝχω ßντα λογÞς να ξεδιαλýνω τοýτο
          κι ο καβαλÜρης δε βαστÜ στα χÝρια του λαγοýτο,
     να το κτυπÜ, να του γρικþ και το σκοπü να λÝγει,
          γιατß κοντÜρια κι Üρματα τÝτοιον καιρü γυρεýγει.                 1350
     Mα ολπßζω κι απü την αντρειÜν, οποý δεν εßναι εις Üλλο,
          να γνωριστεß και θÜμασμα θα το κρατþ μεγÜλο."
ΠOIHTHΣ
     Kαι πÜραυτα με προθυμιÜ και Πüθον, αρχινßζει,
          και Tζüγια κÜνει ολüχρυση, πλουμιÜ τηνε στολßζει.
     MÝσα σε τοýτον τον καιρüν, εις αρρωστιÜ μεγÜλη                      1355
          Þπεσεν ο Πεζüστρατος, με κÜηλες και με ζÜλη.
     Eμπαινοβγαßναν οι γιατροß κι üλοι τον εφοβοýνταν,
          κι εις το ΠαλÜτι του Pηγüς πολλÜ τον ελυποýνταν.
     Γιατß Þτο συμβουλÜτορας του AφÝντη εις πÜσα τρüπον,
          πÜντα με λüγια φρüνιμα εβοýηθα των ανθρþπων.                1360
     H Xþρα εκεß εμαζþνουντον κι üλη τον ελυπÜτο,
          πÝμπουν και του Pωτüκριτου σπουδαχτικü μαντÜτο.
     HθÝλησε κι η PÞγισσα να πÜγει μιÜν ημÝρα,
          μ' Üλλες πολλÝς του Παλατιοý και με τη ΘυγατÝρα.
     Kι απονωρßς απüγεμα συντροφιαστÝς κινοýσι,                             1365
          στον Üρρωστον επÞγασι, πþς βρßσκεται να δοýσι.
     Eßχε καλýτερη μερÜν κι αλÜφρωση επαρμÝνη,
          κι üλοι οι γιατροß, με μιÜ βουλÞν, ελÝγασι πως γιαßνει.
47 Tου ΠεζοστρÜτη η γυνÞ, σαν εßδεν την KερÜν τση
          και την Aφεντοποýλα τση, σα σκλÜβα προσκυνÜ τσι             1370
     κι απ' τη χαρÜ τση την πολλÞν, παρÜτρομος κρατεß τη,    
          πως Þρθασιν οι PÞγισσες στου δουλευτÞ το σπßτι.
     Δεν ξεýρει ßντα παρÜταξη της AρετÞς να δþσει,
          ποý να την πÜγει για να δει, να πÜ' να ξεφαντþσει.
     Eßχε περβüλι ορεκτικü, με δÝντρη μυρισμÝνα,                              1375
          σαν κεßνον ομορφýτερο δεν Þτον Üλλον Ýνα.
     Στο περιβüλι πÜσινε, τη χÝραν της εκρÜτει,
          και πιÜνει ανθοýς και ραßνει τη, ρüδα και περιχÜ τη.
     Kι üποý'τον üμορφο δεντρüν, εστÝκαν κι εθωροýσα',
          üλα τα μυριορÝγετο κι επαßνα η Aρετοýσα                             1380
     Þσανε με λογαριασμü και μÝτρος σοθεμÝνα,
          και με μεγÜλη μαστοριÜ και τÝχνη φυτεμÝνα.
     Στην τÝλειωση του περβολιοý ευρßσκετο κτισμÝνη
          μιÜ κατοικιÜ, με μαστοριÜ μεγÜλη καμωμÝνη.
     Tοýτη Þτον του Pωτüκριτου, και χþρια την εκρÜτει,                  1385
          με στüλισες βασιλικÝς, ωσÜ Pηγüς ΠαλÜτι.
     Eκεß'γραφε, εκεß διÜβαζε, τη νýκτα εκεß εκοιμÜτο,
          εκεß τα ΠÜθη μοναχüς και πüνους του εδηγÜτο.
     H MÜνα του εßχε το κλειδß, κι εßχε του κι αμοσμÝνα
          να μην αφÞσει εκεß να μπει ποτÝ Üνθρωπον κιανÝνα               1390
     μα τüτες το λησμüνησε, κι ηθÝλησε ν' ανοßξει,
          και του σπιτιοý την ομορφιÜ και στüλιση να δεßξει.
     EμπÞκασινε και θωροýν την κατοικιÜν εκεßνη,
          κι ελÝγαν κι ομορφýτερη δεν Þτο, μηδ' εγßνη.
     Tο στüλισμα, το σüθεμα, κι ü,τι Þσαν εκεß μÝσα,                          1395
          üλα τα μυριορÝγουντα', περßσσα τως αρÝσα'.
     M' απ' üλες πλιÜ τα ορÝγουντον τοýτ' üλα η Aρετοýσα,
          παρηγοριÜ κι αλÜφρωση τα μÝλη τση εγρικοýσα'.
48 Kαι μÝσα οποý τα ξüμπλιαζε κι οποý τα συχνοθþρει,
          μιÜ πορτοποýλα απüχωστην εξÜνοιξεν η Küρη.                      1400
     Kι Ýνα κλειδßν εκρÝμουντο μ' Ýνα χρουσü βαστÜγι,
          εκεß κοντÜ στην Üνοιξη τση πüρτας, στο'να πλÜγι.
     Tοýτη Þτο του Pωτüκριτου η ακριβοκÜμερÜ του,
          που'μπαινε μüνιος, μοναχüς κι Þγραφε τα κουρφÜ του.
     Eßχε γραφüριο ολÜργυρο, καδÝγλα χρουσωμÝνη,                        1405
          καλαμαρθÞκη πλουμιστÞ και μαργαριταρÝνη.
     AυτÜ'σα' μες στην κÜμερα μüνο και τα χαρτιÜ του,
          που'γραφε κι εσγουρÜφιζε τα παραδÜρματÜ του.
     H Aρετοýσα το κλειδß πιÜνει ζιμιü κι ανοßγει.
          Σ' κεßνον τον τüπον Þκαμεν πολλÜ'μορφο κυνÞγι.                  1410
     EμπÞκε μÝσα μοναχÞ και του αρμαριοý σιμþνει,
          την πρþτην Üνοιξη θωρεß, πιτÞδεια ανασηκþνει,
     κι Þλαχεν εις τη χÝρα της, πρþτο χαρτß που 'πιÜσε,
          πρÜμα που την εζÜλισε κι üλον το νου τση εχÜσε.
     ¼,τι τραγοýδια κÜθ' αργÜ Þκουγε του EρωτÜρη,                        1415
          üλα γραμμÝνα τα'βρηκεν ως Þνοιξεν τ' αρμÜρι.
     ΣπουδαχτικÜ τα διÜβασε και πÜλι εκεß τ' αφÞνει,
          βγαßνει üξω, δεßχνει πως πονεß κι αποκουμπÜ στην κλßνη.
     EζÞτηξε να κοιμηθεß λßγο την þραν κεßνη,
          για να περÜσει ο πüνος της, μην πÜ' να της πληθýνει.             1420
     ¼λες απüξω τσ' Þβγαλε και τη Φροσýνη μüνο              
          μÝσÜ'θελε για συντροφιÜ, να τση βουηθÜ στον πüνο.
     Δεßχνει τση κι εμαντÜλωσε κι απüκεις τηνε κρÜζει,
          λÝγει της πως ουδÝ κακü, ουδÝ πüνος την πειρÜζει.
     M' ας τσ' ακλουθÜ, και θÝλει δει πρÜμα που δεν τ' ολπßζει,            1425
          και με θεμÝλιο σÞμερον ο Πüθος της αρχßζει.
APETOYΣA
     "Aκλοýθα, NÝνα, σιγανÜ και μßλειε αγÜλια-αγÜλια,
          και σÞμερο επακοýστηκα στα τüσα παρακÜλια."
ΠOIHTHΣ
49 Παßρνει τηνε, και το ζιμιü στην κÜμεραν εμπαßνου',
          οποý'σα' εκεßνα τα χαρτιÜ του νιοý του δοξεμÝνου.                1430
     Kαι πιÜνει και διαβÜζει τα κι εγρßκα τα η Φροσýνη,
          και σαúτιÜν εις την καρδιÜν τσ' Þρθεν την þραν κεßνη.
     MÝσα τση λÝγει ο λογισμüς: "Tην Küρη üσα επροδþσαν
          ευρßσκουνταν πολλÜ μακρÜ, μα 'δÜ κοντÜ εσιμþσαν."
     Eθþρειε μιÜ κακÞν αρχÞν, που'χε να φÝρει πüνους,                     1435
          που'χε να φÝρει βÜρητα, με μÞνες και με χρüνους.
APETOYΣA
     H AρετÞ ως εδιÜβασε του Πüθου τα γραμμÝνα,
          τση λÝγει μ' αναστεναμοýς: "ºντα μου λÝγεις, NÝνα;
     Eκεßνον οποý εγýρευγα κι ουδ' ηýρισκα ποτÝ μου,
          αφνßδια κι ανεπüλπιστα σÞμερον ÞλαχÝ μου.                           1440
     Kαι τα τραγοýδια κι οι σκοποß και της αντρειÜς η χÜρη,
          εßν' εκεινοý οποý μÝλλεται γυναßκα να με πÜρει.
     Oι λογισμοß ελαφρýνασι κι Þπαψε η παιδωμÞ μου,
          οποý μου φαßνουντο þς εδÜ πως ζωντανÞ δεν Þμου'."
NENA
     H NÝνα, τüτες, κλαßγοντας, λÝγει στην Aρετοýσα:                        1445
          "ºντÜ'ναι τοýτα τ' Üφαντα, τ' αφτιÜ μου που σ' ακοýσα';
     Γιατß ηýρες γρÜμμα και χαρτιÜ και λüγια της αγÜπης,
          ζιμιü σ' επÞρεν η χαρÜ και τüσα επαρατρÜπης;
     ΣυμπÜθιο θÝλω, να σου πω, KερÜ και ΘυγατÝρα,
          πως σαν αφορμαρÜ μιλεßς ετοýτην την ημÝρα.                        1450
     ºντα μεγÜλον Þτονε, αν ηýρες εις τ' αρμÜρι
          τραγοýδια κι ο Pωτüκριτος κατÝχει και ριμÜρει;
     ΓÞ και ποθÝς τα γρßκησε κι αυτüς, ωσÜν κι εσÝνα,
          κι αρÝσασßν του κι εκεινοý κι Ýχει τα επÜ γραμμÝνα
     και σαν τα ρÝχτηκες κι εσý, τα ρÝχτηκε κι ετοýτος.                     1455
          M' ανÜθεμα το διÜφορο, των τραγουδιþν το πλοýτος!
     Kαι πüσοι κακορßζικοι, πüσοι φτωχοß ψειριÜροι,
          του τραγουδιοý Ýχου' μÜθηση και του σκοποý τη χÜρη;
50 ΛογιÜζεις κι ο Pωτüκριτος τα'καμεν ογια σÝνα;
          ΩσÜ θωρþ, πλιü δε γρικÜς λογαριασμüν κιανÝνα.                   1460
     Kαι πüτες ο Pωτüκριτος Þρθε να δει το PÞγα;
          μüνον αργÜ και πÜρωρα και να σταθεß και λßγα.
     Kαι πüτ' εστρÜφη να σε δει και να σ' αναντρανßσει;
          γÞ πüτες αποκüτησε λüγο να σου μιλÞσει;
     ¸νας, παιδß μου, οπ' αγαπÜ, ολημερνßς συχνιÜζει                          1465
          και να θωρεß ταχιÜ κι αργÜ την κüρη δε σκολÜζει.
     Kι ετοýτος, μÝρες και καιροýς εßναι που δεν εφÜνη
          Üλλες δουλειÝς γυρεýγει αυτüς, KερÜ μου κι Üλλα κÜνει.
     BÜλ' εκεß που'βρες τα χαρτιÜ κι αυτü το ξÝνο πρÜμα
          μη θÝ' να δεßξεις κÜμωμα, οπ' Üλλες δεν εκÜμα'."                    1470
ΠOIHTHΣ
     H Aρετοýσα δε μιλεß, μα εγýρευγε στ' αρμÜρι,
          για να'βρει κι Üλλο τßβοτσι τσ' AγÜπης, να το πÜρει.
     Eις τ' αρμαριοý την Üνοιξιν τη δεýτερην ευρßσκει
          πρÜμ' ακριβü, που τσ' Þπεψεν ο ¸ρωτας κανßσκι.
     ΣγουραφιστÞ ηýρηκεν εκεß κι εßδεν τη στüρησÞ τση,                   1475
          πρÜμÜ'τονε που επλÞθυνε πολλÜ την παιδωμÞ τση.
     ¹τον εκεßνη η σγουραφιÜ με μαστοριÜ μεγÜλη,
          οποý δεν εξεχþριζες τη μιÜν απü την Üλλη.
     Mε τüσην πιδεξüτητα την εßχεν καμωμÝνη,
          οποý'το σαν τη ζωντανÞν ßδια η σγουραφισμÝνη.                   1480
     Eφαßνετü σου και γελÜ κι Þθελε να μιλÞσει
          κι η TÝχνη σ' Ýτοιο κÜμωμα ενßκησεν τη Φýση.
     Kιανεßς δεν την εκÜτεχεν τη σγουραφιÜν εκεßνη,
          γιατß απü του Pωτüκριτου τα ßδια χÝρια εγßνη.
     Kι ουδÝ στον τüπον που'τονε, Üνθρωπος δεν εμπÞκε,                  1485
          κι ουδÝ για να στραφεß να δει κιανÝνα δεν αφÞκε.
     Σ' ψιλü πανßν η σγουραφιÜ Þτονε καμωμÝνη,
          στην Üνοιξιν τη δεýτερην την εßχε φυλαμÝνη.
51 Kι ως το'πιασε στη χÝρα τση, ζιμιü το ξετυλßσσει,
          κι εφÜνιστÞ τση κι Þστραψεν η AνατολÞ κι η Δýση                 1490
     και μες στα μÜτια τσ' Þδωκε φωτιÜ κι αστροπελÝκι
          κι ωσÜ βουβÞ κι ωσÜν τυφλÞ κι ωσÜν το λßθο στÝκει.
     ¸τσι καμπüσο καρτερεß κι απüκει αναντρανßζει,
          την πρüσοψÞ τση σπλαχνικÜ στη NÝναν τση γυρßζει.
APETOYΣA
     ΛÝγει τση: "NÝνα, ßντ' Üλλο πλιü σημÜδι θÝ' να δοýμε;                 1495
          ΣφαλτÜ επροπÜτου' και τυφλÜ, μα εδÜ κατÝχω ποý'μαι.
     TÜ χþνουντα, τÜ κρýβουντα, σÞμερον ευρεθÞκα',
          κι εις παßδα μεγαλýτερην κι εις Ýγνοια νιÜν εμπÞκα.
     Tο πρÜμα εβεβαιþθηκεν, καλü θεμÝλιον Ýχω,
          εκεßνος οποý μ' αγαπÜ, ποιüς εßναι τον κατÝχω.                     1500
     Eις τα τραγοýδια μοý'βρισκες λογαριασμüν κιανÝνα,
          μα σ' τοýτο που θωρεßς εδÜ, ßντα μου βρßσκεις, NÝνα;
     ºντ' αφορμÞ τον Þφερεν εμÝ να σγουραφßσει;
          κι ßντα κ' εφýλαγÝ με επÜ, δßχως να μ' αγαπÞσει;
     Φροσýνη μου, Φροσýνη μου, Üφις τα παραμýθια,                      1505
          σαν τη γνωρßζεις, πÝ τηνε σÞμερο την αλÞθεια.
     Aυτüνος θÝ' να χÜνεται στον Πüθον ο-για μÝνα,
          τÜ ειδα το φανερþνουσι και τÜ'χω γρικημÝνα.
     Θωρεßς με πüση μαστοριÜν και τÝχνην ÞκαμÝ με;
          ΠιÜσ' ξüμπλιασε τη σγουραφιÜν κι απüκει στρÜφου δÝ' με,     1510
     και δε θες εýρεις διαφορÜν απü τη μιÜ þς την Üλλη.         
          Λüγιασε τÝχνη κι αρετÞ και μαστοριÜ μεγÜλη!
     ΠÝ' μου, ποιÜ χÜρη βρßσκεται και να μηδÝν την Ýχει;
          Ποιüς Üλλος εγεννÞθηκε να ξεýρει τÜ κατÝχει;"
ΠOIHTHΣ
     ΠιÜνει φυλÜσσει το ζιμιü τη σγουραφιÜν εκεßνη,                           1515
          και στα χαρτιÜ των τραγουδιþν κλÝφτρα του Πüθου εγßνη.
     Kι επÜψασιν οι λογισμοß οι πρþτοι κι Þρθαν Üλλοι,
          θεμελιωμÝνοι πλιÜ βαθιÜ, και πλιüτερα μεγÜλοι.
52 Σαν ο τυφλüς, οποý ποτÝ στρÜταν καλÞ δε βρßσκει,
          σκοντÜφτει, πεδουκλþνεται και πÝφτει και βαρßσκει,              1520
     αγανακτÜ στη ζÞσιν του, το ΘÜνατüν του κρÜζει,
          βαραßνει προς το Pιζικüν οποý τονε πειρÜζει,
     και πÜντ' αναζητÜ το φως, βαριÝται το σκοτßδι,
          γιατß η τυφλÜγρα βÜσανα και πεßραξες του δßδει
     κι αξÜφνου, üντε σε πλιÜ κακÞ στρÜτÜ'ναι μπερδεμÝνος,             1525
          πÜρουσι φως τα μÜτια του, ξετυφλωθεß ο καημÝνος,
     πασßχαρος, καλüκαρδος κι ελεýτερος γυρßζει,
          του Hλιοý τσ' ακτßνες φχαριστÜ, γιατß το φως γνωρßζει-
     Ýτσι κι αυτεßνη το'παθε τüτες την þραν κεßνη
          τυφλÞ Þτονε κι ολüτυφλη κι εδÜ με φως εγßνη,                       1530
     τυφλÜ επροπÜτειε στη ΦιλιÜ, τυφλÞ Þτονε στα ΠÜθη,
          τυφλÜ επασπÜτευγε να βρει τüν αγαπÜ, να μÜθει,
     τα μÜτια τση εξεφÝξασι, τη συννεφιÜν εδιþξαν
          και την τυφλÜγρα αφÞκασι, το σκüτος εζυγþξαν.
     EδÜ'βρηκε τü εγýρευγε και πλιü δεν το ξετρÝχει,                          1535
          εδÜ'ναι σ' Üλλο λογισμüν κι εδÜ Üλλην Ýγνοιαν Ýχει.
NENA
     ΛÝγει τση η NÝνα: "Δεν μπορþ να σου συντýχω τþρα.
          Nα πÜμεν εις της PÞγισσας, μας εσπουδÜζει η þρα.
     Kι εγþ'χω να σου πω πολλÜ, κι α' θÝλω να τ' αρχßσω,
          δεν Ýχω τüπο ουδÝ καιρüν εδÜ να τα μιλÞσω.                         1540
     OμÜδι θÝ' να μεßνομε και θÝλεις μου γρικÞσει,
          ßντÜ'ναι αυτüς ο λογισμüς και θÝ' να σ' αφορμßσει."
ΠOIHTHΣ
     Tην πüρτα εξεμαντÜλωσε, και βγαßνει η Aρετοýσα,
          και τüτες για τον πüνον της üλες την ερωτοýσα'.
     ΛÝγει, λιγÜκις Þτονε κι ως επαρακοιμÞθη,                                      1545
          επÝρασεν κ' εσκüρπισεν, και πλιü δεν εγρικÞθη.
     ¹σμιξε με τη MÜνα τση, γιαγÝρνει στο ΠαλÜτι
          κι ü,τι ηýρηκεν εφýλαξεν, κουρφÜ πολλÜ τα εκρÜτει.
53 EβρÜδιασεν, ενýκτιασεν, και πÜ' να κοιμηθοýσι,
          κοντÜ-κοντÜ σιμþνουσι και σιγανÜ μιλοýσι.                             1550
     Πρþτη εßν' η NÝνα που'ρχισε κι εßπε στην Aρετοýσα
          σ' ü,τι εßδασι τα μÜτια τση κι ü,τι τ' αφτιÜ τση ακοýσα'.
NENA
     "KερÜ και ΘυγατÝρα μου, δÝ' το και καλοδÝ' το
          κι εις λογισμüν πολλ' Üφαντον εμπÞκες, κÜτεχÝ το.
     Eýκολον εßναι το κακüν κι üποιος βαλθεß το κÜνει                         1555
          κι üποια επληγþθη στην τιμÞ, δεν εßδαμε να γιÜνει.
     ΩσÜν το πρþτο μπερδεθεß, το δεýτερο ακλουθÜ του,
          το τρßτο και το τÝταρτο ξεσφαßνει και τσουρλÜ του
     ποσþς δεν αναπεýγεται, þστε να πÝσει κÜτω
          και κÜνει αρχÞν εις την κορφÞν και τÝλος εις τον πÜτο.            1560    
     Kι οποý δε σþσει γλÞγορα σπßθα φωτιÜς να σβÞσει,
          δýνεται χþρες, και χωριÜ, και δÜση να κεντÞσει.
     Γιαýτος τυχαßνει στην αρχÞν, εκεßνοι οποý'χου' γνþση,
          να μην αφÞσουν το κακü να περισσοξαπλþσει.
     Γιατß τη φýσιν το κακü πολλÜ κακÞν την Ýχει,                               1565
          μ' Ýναν πüδÜ'ναι üντε κινÜ και με τα χßλια τρÝχει
     και πρÜματα που φαßνουνται εýκολα στην αρχÞ τως,
          εßναι βαρÜ και δýσκολα πολλÜ στην τÝλειωσÞ τως
     κι üποιος τα ρÝγεται ακλουθÜ κι ü,τι του αρÝσει κÜνει,
          κομπþνεται και βλÜβεται και μ' εντροπÞν τα χÜνει.                  1570
     Kαι τ' Üμοιαστα καμþματα, που τσ' üρεξης αρÝσουν,
          χÜνουσι και ζημιþνουσι, αμ' üχι να κερδÝσουν.
     "Στον Πüθον, üπου βρßσκεσαι, σα γÝλιον εκινÞθη,
          κ' εδÜ ξαμþνει κßντυνα και γκρεμνισμοýς στα βýθη.
     Kαι λüγιασε σα φρüνιμη, KερÜ μου, να σκολÜσεις                           1575
          ετοýτην την κακÞν αρχÞν, και τÜ'σφαλες να σÜσεις.
     ºντÜ'ν' οι τüσες σου χαρÝς üλο το μερονýκτι;
          Γιατ' ηýρηκες τη σγουραφιÜ στου δουλευτÞ το σπßτι,
54 γιατ' ηýρες στßχους τραγουδιþ' γραμμÝνους, μες στ' αρμÜρι,
          για τοýτον ο Pωτüκριτος εßν' Üξος να σε πÜρει;                        1580
     Eßς που'τρεμεν, ως σ' εßχε δει, σαν τρÝμει το καλÜμι,
          πþς μελετÜς και πþς το λες ταßρι του να σε κÜμει;
     'Αλλαξ' αυτüν το λογισμü, μηδÝν κακαποδþσεις
          μη θÝλεις με τα ΠÜθη σου ξüμπλι αλλωνþ' να δþσεις.
     Δε θÝ' να φÜγω ουδÝ να πιþ, þστε να παραδþσω,                        1585
          και του κορμιοý μου ΘÜνατον εβÜλθηκα να δþσω,
     να μη θωροýν τα μÜτια μου, νýκτα αλλ' ουδÝ και μÝρα,
          το πþς εκακαπüδωκε 'νοýς PÞγα ΘυγατÝρα."
ΠOIHTHΣ
     H Aρετοýσα, ü,τ' Þλεγεν η NÝνα τση, τα εγρßκα,
          κι εγνþριζεν το σφÜλμα της, μα ο Πüθος την ενßκα.                 1590
     ΩσÜν παιδß τση σπλαχνικÜ, üχι ως KερÜ, μιλεß της
          σιμþνει και το μÜγουλο βÜνει στην κεφαλÞ της.
APETOYΣA
     ΛÝγει τση: "NÝνα, βλÝπω το, γνωρßζω το απατÞ μου,
          πως εýκολα εσκλαβþθηκα, δεν εßμαι πλιü σαν Þμου'.
     MαγÜρι τοýτα στην αρχÞ να τα'θελα κατÝχει,                               1595
          πως η AγÜπη βÜσανα κι ο Πüθος πρßκες Ýχει.
     MαγÜρι να'το βολετü, μαγÜρι να το μπüρου',
          να μην τον εßχα στην καρδιÜ, συχνιÜ να τον εθþρου'.
     Mα πιÜστηκα σαν το πουλß, πλιü δεν μπορþ να φýγω
          κι þς κι εδεπÜ που σου μιλþ, εκεßνον αξανοßγω.                      1600    
     Kι αν πρþτας τον αγÜπησα, δßχως να τον κατÝχω,         
          εδÜ διπλÜ και τρßδιπλα μες στην καρδιÜν τον Ýχω.
     Kαι πþς εßν' μπορετü να βγω απü τα ΠÜθη που'μαι,
          αν εßναι πÜντα μετÜ με, ξýπνου κι üντε κοιμοýμαι;    
     EσÝνα φαßνουνται εýκολα, γιατß δεν εßσαι σ' τοýτα,                       1605
          και δεν ψηφÜς τες ομορφιÝς, τραγοýδια ουδÝ λαγοýτα.
     Mα οποý'ναι μÝσα στη φωτιÜν, κατÝχει ßντÜ'ναι η βρÜση,
          κι ουδÝ κιαμιÜ Üλλη το γρικÜ, α' δεν το δικιμÜσει.
55 "Παιγνßδι μας εφαßνεται, 'τü δοýμε φουσκωμÝνη
          απü μακρÜ τη θÜλασσα, κι Üγρια, και θυμωμÝνη,                    1610    
     με κýματα Üσπρα και θολÜ, βρυγιÜ ανακατωμÝνα    
          και τα χαρÜκια üντε κτυποýν κι αφρßζουν Ýναν-Ýνα.
     Kι εκεßνους τσ' ανακατωμοýς και ταραχÝς γρικοýμε
          και δßχως φüβο απü μακρÜ, γελþντας τσι θωροýμε.
     Mα κεßνος που στα βÜθη της εßναι και κιντυνεýγει,                        1615
          και να γλιτþσει απ' τη σκληρÜ, ξετρÝχει και γυρεýγει,
     αυτüς κατÝχει να σου πει κι απüκριση να δþσει,
          ßντÜ'ναι ο φüβος του γιαλοý, αν εßναι και γλιτþσει,
     και των κυμÜτω' ο πüλεμος, και των ανÝμω' η μÜχη.
          Kαι δε γνωρßζει το κακü κιανεßς, α' δεν του λÜχει.                    1620
     "Σαν πþς θαρρεßς και βρßσκομαι και σ' ßντα παßδαν εßμαι,
          κι ßντα θεριü στο στüμα του μ' Ýβαλεν και κρατεß με;
     Σε δυü πρÜματ' αντßδικα στÝκω και κιντυνεýγω,
          να τα συβÜσω και τα δυü ξετρÝχω και γυρεýγω,
     και βÜνω κüπο, μα θωρþ και μπορετü δεν εßναι                           1625
          το'να με τ' Üλλο μÜχεται κι οχθρüς μεγÜλος εßναι.
     Aπü τη μιÜ'χω του Kυροý το φüβον που με κρßνει,
          κι απü την Üλλην τση ΦιλιÜς κι AγÜπης την οδýνη.
     Φοβοýμαι τον, τον Kýρη μου, το πρÜμα ντρÝπομαß το
          κι α' θÝλω οπßσω να συρθþ, NÝνα μου, κÜτεχÝ το,                  1630
     ο ¸ρωτας στÝκει ανÜδια μου και τ' Üρματα μου δεßχνει,
          βαστÜ φωτιÜ κι αναλαμπÞ, κι απÜνω μου τη ρßχνει.
     Kαι δεν κατÝχω ßντα να πω, κι ßντα ν' αποφασßσω,
          τßνος να κÜμω θÝλημα και πÜλι ποιοý ν' αφÞσω.
     Φüβος και Πüθος πολεμÜ κι εγþ'μαι το σημÜδι,                            1635
          και δεν μπορþ τοýτα τα δυü να τα συβÜσω ομÜδι.
     KριτÞ μ' εβÜλαν και τα δυü κι απüφαση γυρεýγουν,
          πολλÜ με βασανßζουσιν, πολλÜ με κιντυνεýγουν.
56 Ως βουληθþ του Kýρη μου το Δßκιο να μιλÞσω,
          ο ¸ρωτας μανßζει μου πως θÝ' να τον αφÞσω                          1640
     κι üσο κι αν εßναι δυνατü, να κÜμω δε μ' αφÞνει,
          στη σημερνÞν απüφαση, στον Kýρη δικιοσýνη
     και μ' üλο που το Δßκιο του καθÜρια το γνωρßζω,
          χÜνει ο γονÞς μου, σα θωρþ, στανιþς μου αποφασßζω.
     H AγÜπη στÝκει ανÜδια μου κι Üδικα τυραννÜ με,                         1645
          μ' Üρματα φοβερßζει με και με φωτιÜ κεντÜ με
     με το ξιφÜρι μοý μιλεß, με τη σαÀτα λÝγει,
          το Δßκιο τση μ' αναλαμπÞ και φλüγα το γυρεýγει.
     Kι α' δεν τση κÜμω θÝλημα, με τη φωτιÜ με καßγει,
          και πλιÜ παρÜ τον Kýρη μου βαρßσκει και δοξεýγει.                 1650
     Kι ως βουληθþ, στον πüλεμον οποý'μαι, να νικÞσω,
          τÝσσερα ζÜλα κÜνω ομπρüς, κι οκτþ γιαγÝρνω οπßσω.
     "Kι ας εßσαι, NÝνα, θαρρετÞ και μ' üλο που η AγÜπη
          μ' Ýβαλε σε βαθιÜ νερÜ, κι ο νους μου επαρατρÜπη,
     ποτÝ δε θÝλεις δει σ' εμÝ πρÜμ' Üπρεπο κιανÝνα,                           1655
          κι ας καßγουνται τα μÝλη μου, κι ας εßν' τυραννισμÝνα.
     Kαι σκιÜς εις το δακτýλι μου αυτüς δε θÝλει απλþσει,
          κι ας τυραννÜται το κορμß, þστε ν' αποτελειþσει.
     Kι ουδÝ ποτÝ απü λüγου μου δε θÝλει δει κανßσκι,
          μ' üλο που ο Πüθος πολεμÜ, μ' üλο που μου βαρßσκει,            1660    
     μηδ' Üλλο πρÜμα-ν Üμοιαστο, παρÜ μιλιÜς ολßγο,
          στ' απομονÜρια τση ΦιλιÜς ολπßζω να του φýγω.
     Kι αν αγαπÜ, κι αν αγαπþ, ο Kýκλος σα γυρßσει,
          κι η MÜνα μου το συβαστεß κι ο Kýρης μου τ' ορßσει
     να'ν' Üντρας μου ο Pωτüκριτος, τüτες κι εγþ να κÜμω               1665
          κÜθε πρεπü, κÜθε μοιαστü, στον εδικü μου γÜμο.
     Kαι δßδε μου παρηγοριÝς, τα ΠÜθη ν' αλαφρþσου',
          μηδÝν πληθýνει ο πüνος μου και ξεψυχÞσω ομπρüς σου.
57 Πλιü μη μου δεßχνεις δυσκολιÝς κι ευρÝ το γιατρικü μου,
          εγρßκησες τη γνþμη μου κι εßδες το λογισμü μου."                 1670
ΠOIHTHΣ
     Oληνυκτßς πειρÜζουνται δßχως να κοιμηθοýσι,         
          üντε τα ξημερþματα και φως τσ' αυγÞς θωροýσι.
     ¹ρθεν η μÝρα η λαμπυρÜ, σηκþνουνται, καθßζουν,
          στη χÝρα τως το μÜγουλο κι οι δυü τως τ' ακουμπßζουν.
     Kι ωσÜ βουβÝς κι ωσÜν κουφÝς κι ωσÜν τυφλÝς εμοιÜζαν,            1675
          και πρÜματα πολλþ' λογιþν εστÝκαν κ' ελογιÜζαν.     
     H NÝνα τση, σα φρüνιμη, Þβανεν εις το νου της
          για το κακü, που μελετÜ η Küρη, του κορμιοý της
     και τω' γονιþν την εντροπÞν, που θÝ' να κÜμει, εθþρει,
          κιαμιÜ βοÞθεια Ýτοιον καιρü να δþσει δεν εμπüρει.                1680
NENA
     ΛÝγει: "Aν το πω του Bασιλιοý, κι αν τηνε μαντατÝψω,
          σκοτþνει την και δεν μπορþ ýστερα να γιατρÝψω.
     Kαι πÜλι, αν το κρατþ κρουφü και δεν το 'μολογÞσω,
          και προπατεß το πρÜμα ομπρüς κι Ýτοιας λογÞς τ' αφÞσω,
     τοýτü'χει να μαθητευτεß, ü,τι καιρüς γυρßσει                               1685
          κι ο Kýρης ωσÜν πßβουλη βÜνει να με φουρκßσει.
     Kαι θÝλει πει και μιÜ βουλÞ Þμουνε μετÜ κεßνη
          και πλιü μιÜν þρα ζωντανÞ στον Küσμο δε μ' αφÞνει.
     Ποýρι ο Kαιρüς ας προπατεß, ας πηαßνει κι ας περÜσει,
          μÞπως και ξελησμονηθεß ο Πüθος, σα γερÜσει.                       1690
     Kαι το μακρý πολλÝς φορÝς εßδα καλü να φÝρει,
          κι η μÝρ' αλλιþς να'ν' το ταχý κι αλλιþς το μεσημÝρι.
     Aκüμη κι ο Pωτüκριτος στην ξενιτιÜ γυρßζει,
          και τßς κατÝχει αν Þλαχε σ' τüπον που δεν ολπßζει;
     γÞ σκλÜβον τον επιÜσασι και ΘÜνατο του δþκαν;                      1695
          γÞ κι Üλλα κÜλλη λυγερÞς πÜλι τον επροδþκαν;
     Kι απεßτις τüσον εýκολα πιÜνεται και μπερδÝνει,
          τßς ξεýρει αν εßν' κι αγÜπησεν Üλλην κοπÝλα, ξÝνη,
58 κι απαρνηθεß τον Kýρην του, τση MÜνας λησμονÞσει,
          και τσ' Aρετοýσας τη ΦιλιÜ και την AγÜπη αφÞσει;                1700
     Kι Ýστοντας κι απü λüγου τση να μην ιδεß σημÜδι
          του Πüθου, και να μη θαρρεß να σμßξουσιν ομÜδι,
     αν Ýχει AγÜπη μÝσα του, γλÞγορα λησμονÜται,
          πρÜμα, που δεν αφÝντεψεν, α' χÜσει, δε λυπÜται.
     Kι η AρετÞ το σφÜλμα της δει το, και καλοδεß το,                       1705
          και διþξει και ζυγþξει το, κεßνο που εδÜ ποθεß το
     και σιγανÜ, με φρüνεψιν, üλα τα θÝλει σÜσει,
          κι Üνοστος καταστÝνεται ο Πüθος, σα γερÜσει.
     ΠÜλι κι εγþ καθημερνü θÝλω τηνε διατÜσσει,
          κι üλα τα πρÜματα ο Kαιρüς χαλÜ και μεταλλÜσσει."             1710
ΠOIHTHΣ
     Tοýτα λογιÜζει η NÝνα τση κι Üλλα λογιÜζει κεßνη,
          κι Üλλα ξομπλιÜζει η AρετÞ κι Üλλα θωρεß η Φροσýνη.
     Tης AρετÞς η ΠεθυμιÜ επλÞθαινε ν' ακοýσει
          ποý βρßσκεται ο Pωτüκριτος, μαντÜτο να τση ποýσι.
     Kι εμÜθαινε καθημερνü, που'ρχουνταν στο ΠαλÜτι                     1715
          ξÝνοι κι ελÝγαν του Pηγüς σ' ποιοýς τüπους επορπÜτει.
     Kι Þπαιρνε σα παρηγοριÜ πως εßν' καλÜ ν' ακοýσει,
          μα δεν ερþτηξε ποτÝ ν-εκεßνη να τση ποýσι.
     Mε φρüνεψη λαχτÜριζε, με γνþση ετυραννÜτο,
          μÝσ' εκαψοφλογßζουντο κι üξω δεν εγρικÜτο.                       1720
     Aς λαχταρßζει, ας καßγεται, ας εßναι μαραμÝνη,
          κι ας πω για τον Pωτüκριτο, πþς βρßσκεται, πþς πηαßνει.    
     ¼σον εξενιτεýγουντον μακρÜ απü την AθÞνα,
          και τüσον πλιÜν οι λογισμοß τσ' AγÜπης τον εκρßνα'.
     EμÜργωνεν εις τη φωτιÜν κι Þβραζε στον αÝρα,                          1725
          εßχε τον ¹λιο σκοτεινüν και μαýρη την ημÝρα.
     Kαι το βοτÜνι οποý'βρηκεν ο Φßλος, πλιÜ βαραßνει
          και την πληγÞ του κακουργÜ, αμ' üχι να τη γιαßνει.
59 Kι η αρμηνειÜ που του'δωκεν, Þσφαλε, δεν εσÜσε,
          μα πλιÜ βαραßνει το κακü, πλιÜ μÝσα τον επιÜσε                     1730
     κι εγýρισε εις χερüτερο και πλιÜν οχθρüς του εγßνη,
          κι üσο μακραßνει της φωτιÜς, πλι' Üφτεν εις το καμßνι.
     Tα μÜτια του üπου εστρÝφουνταν κι üπου κι αν εθωροýσα',
          δεν εßδαν ομορφýτερην απü την Aρετοýσα.
     Kαι τüσο πλιÜ τα κÜλλη τση τον εψυγομαραßναν,                        1735
          κι ο νους δεν αλαφρþνουντον, ουδ' οι πληγÝς εγιαßναν.
     Δεν ξεýρει πλιÜ ο Πολýδωρος ßντα βουλÞ να δþσει,
          ο ¸ρωτας Ýχει μÜθηση πλιÜ παρ' αυτüν και γνþση,
     γιατ' εßναι σε θρονß ψηλü και πλοýσιο και μεγÜλο,
          και πλιÜ κατÝχει, πλιÜ μπορεß, παρÜ κιανÝναν Üλλο.                 1740
     MÝσα σε τοýτο το καιρüν ο στρατολÜτης φθÜνει
          κι Þμαθε για τον Kýρη του, πως στÝκει ν' αποθÜνει.
     Eμßσεψε σπουδαχτικÜ να πÜγει στην AθÞνα,
          γιατß με λüγια σπλαχνικÜ η MÜνα του τοý μÞνα.
     Eßπεν το και του Φßλου του, το πως τσι βιÜζει η þρα                   1745
          γλÞγορα να γιαγεßρουσι στην εδικÞν τως Xþρα.
     (Δεν Þτο για τον Kýρην του ετοýτα οποý σπουδÜζει,
          μα ο λογισμüς της AρετÞς εßναι που τονε βιÜζει,
     και τον καιρüν οποý'λειπε Ýτσι μακρÜ απü κεßνη,
          επλÞθαινεν ο πüνος του κι αμÝτρητος εγßνη.)                         1750
     ΣπουδαχτικÜ γιαγÝρνουσι, τη στρÜτα γληγοροýσι,
          σþνου' στη Xþρα βιαστικÜ, τον Üρρωστο να δοýσι.
     AλÜφρωση ο Pωτüκριτος εγρßκησε στα ΠÜθη,
          που αποθαμÝνος Þτονε κι Þζησεν κι ανεστÜθη.
     Tον Kýρην του καλýτερα ηýρεν και δßχως βÜρος,                        1755
          για 'δÜ δεν εφοβοýντονε να τονε πÜρει ο XÜρος.
     EπÞραν üλοι τως χαρÜ, μα πλιÜ η καημÝνη MÜνα,
          κι ωσÜν τον εßδεν, οι πληγÝς του λογισμοý τση εγιÜνα'.
60 ΠÜν' τα μαντÜτα εδþ κι εκεß κι ανεβοκατεβαßνα',
          πως Þρθεν ο Pωτüκριτος, οποý'τον εις τα ξÝνα.                      1760
     Kαι φÝρνει ο αÝρας τη λαλιÜν τοýτη στην Aρετοýσα,
          χαρÜ μεγÜλην Þδειξε, τ' αφτιÜ τση üντ' τ' ακοýσα',
     κι αÝρας μες στα σωθικÜ και δροσερÜδα μπÞκε,
          κουρφÜ-κουρφÜ χαιρÜμενη περßσσα την αφÞκε
     κι αξÜφνου, üντε το γρßκησε πως Þσωσε στη Xþρα,                    1765
          εχλüμνιανε, εκοκκßνισε χßλιες φορÝς την þρα.
     Kαι για να μη γνωρßσουσιν οι Üλλοι τη χαρÜ τση,
          με σιγανÜδα εσýρθηκε μÝσα στην κÜμερÜ τση.
     Eκεß Þτονε κι η NÝνα τση και δυü καρδιÝς βαστοýσι
          κεßνα οποý γιαßνουσιν τη μιÜ, την Üλλην αρρωστοýσι.            1770
     EβÜλθηκεν η λυγερÞ, σα φρüνιμη, να χþσει              
          τσ' αγÜπες τση κι Ýτσι εýκολα να μην τες φανερþσει.
     Nα μην μπορεß ο Pωτüκριτος ποτÝ να τη γνωρßσει,
          πως Ýχει βÜσανα EρωτιÜς, πως Ýχει Πüθου κρßση
     κι αγÜλια-αγÜλια, με Kαιρü, να του το φανερþσει,                       1775
          ζÜλο και ζÜλο να κινÜ κι ο Πüθος να ξαπλþσει.
     Στολßζεται, αποφτιÜνεται, κι εις του Kυροý τση πηαßνει,
          και με μεγÜλην ΠεθυμιÜ να τονε δει ανιμÝνει.
     Eκεßνος, ως επÝζεψε, πρþτη δουλειÜ που κÜνει,
          κρÜζει κρουφÜ τη MÜνα του και τα κλειδιÜ του πιÜνει,           1780
     να γρÜψει πÜλι βÜσανα και παßδα που τον κρßνει,         
          να βÜλει ξýλα στη φωτιÜ, κÜρβουνα στο καμßνι.
     Aνοßγει το αρμαρÜκι του να βρει τη σγουραφιÜ του,
          να κανακßσει στο πανß με σπλÜχνος την KερÜ του.
     Ως Þνοιξεν και δε θωρεß τη στüρησιν εκεßνη,                                1785
          σ' αφüρμισιν τον Þριξε κι Üλλος εξαναγßνη
     απÜνω-κÜτω εγýρευγε, με παιδωμÞ και ζÜλη-
          και σα' üντε κοιμηθεß παιδß σ' τση μÜνας τη μασκÜλη,
61 πολλ' ακριβü και μοναχü, πολλÜ κανακεμÝνο,
          κι ως θα του δþσει το βυζß, το βρßσκει αποθαμÝνο,                 1790
     σηκþνει, ξαφορμßζει ο νους στο ξαφνικü μαντÜτο,
          να δει νεκρü στα χÝρια της παιδßν οποý εκοιμÜτο,
     συρθεß το αßμα στην καρδιÜν κι η üψις απομεßνει
          Üσπρη, χλομÞ σα του νεκροý, Ýτοιας λογÞς εγßνη.
     AποκρυγιÜναν το ζιμιü της νιüτης του τα μÝλη,                            1795
          ως εßδεν πως δεν ηýρηκεν εκεßνον οποý θÝλει.
     Tα μÜτια κÜνει ωσÜ νεκρÜ κι η üψις του απομÝνει
          με δßχως αßμα ζωντανü, ωσÜν αποθαμÝνη
     και ζαλισμÜρα του'δωκε, παρÜτρομος μεγÜλος,
          και δεν εκÜτεχε να πει, γÞ εκεßνος εßναι, γÞ Üλλος.                   1800
     Σαν üνειρον του εφαßνετο, και πως κοιμÜται εθÜρρει,
          και να ξυπνÞσει ενßμενε να τα'βρει μες στ' αρμÜρι.
     Σαν επαρασυνÞφερεν ο λογισμüς του μÝσα,
          Þρχισε να καλοθωρεß ποιοß να'ναι οποý του φταßσα'.
EPΩTOKPITOΣ
     "Tßς να τα πÞρεν απü 'κεß και τßνος να τα πÞγαν;"                         1805
          λÝγει: "δεν Þτανε πουλιÜ τα γρÜμματα κι εφýγαν.
     Kι ουδ' εßναι μπορετü κι επÜ κλÝφτης να μπÞκε μÝσα,
          γιατß γυρÝψειν Þθελεν ασÞμι γÞ τορνÝσα,
     γÞ κι Üλλο τßβοτσι ακριβü. Mα τα γραμμÝνα κεßνα
          οι κλÝφτες αν τα θÝλα' βρει, στον τüπον τως τ'αφÞνα'."          1810    
ΠOIHTHΣ
     KρÜζει τη MÜναν το ζιμιü, ρωτÜ, ξαναρωτÜ τη,         
          σαν κεßνη οπ' üλα τα κλειδιÜ στα χÝρια της εκρÜτει.
MANA
     Eκεßνη, μ' üρκους φοβεροýς, του λÝγει: "Tο κλειδß σου,
          υΓιÝ μου, εγþ το φýλαξα, στην ξενιτιÜ üντεν Þσου',
     κι ανθρþπου δεν το θÜρρεψα, ουδ' Þφηνα ποτÝ μου,                  1815
          να'θελε μπει Üλλος δßχως σου, να ζÞσεις, καλογιÝ μου.
     MιÜν þρα μüνο η PÞγισσα Þρθε κι η Aρετοýσα,
          να δοýσινε τον Kýρη σου, το βÜρος σαν ακοýσα'.
62 Kαι στο περβüλι ηθÝλησεν, εκεßνην την ημÝρα,
          να πÜρει περιδιÜβαση τ' AφÝντη η ΘυγατÝρα.                          1820
     Kι ορÝγετο να συντηρÜ τα δεντρικÜ που ανθοýσα',
          περßσσα τα ξενßζουντα' üσες κι αν τσ' ακλουθοýσα'.
     ¼λο το τριγυρßσασι, στην κατοικιÜ σου εσþσαν,
          κι απüξω σαν την εßδασι, την εποκαμαρþσαν.
     Kι εφÜνη μου να'ναι πρεπü, ν' ανοßξω να'μπου' μÝσα,                   1825
          γιατß εθþρουν την KερÜν, απüξω, πως τσ' αρÝσα'.
     Mε τÜξιν και με φρüνεψιν εμπÞκαν κι εθωροýσαν,
          τσι στüλισες ορÝγουνταν, τσι πÜστρες επαινοýσαν.
     Kαι δεν απλþσασιν ποθÝς, μüνον η Pηγοποýλα,
          που'νοιξεν κι εστοχÜστηκεν εις την καμεροποýλα.                 1830
     Mα τßβοτσι δεν Þπιασε, μα το ζιμιüν εβγÞκε,
          μηδ' Üπλωσε, μα σαν KερÜ, ως τα'βρηκε τ' αφÞκε.
     ΠρÜμα σοý λεßπει, και ζητÜς; ΞελησμονÜς το, ΓιÝ μου,
          και το κλειδß σου κιανενüς δεν το'δωκα ποτÝ μου."
ΠOIHTHΣ
     'Tü 'κουσεν ο Pωτüκριτος τ' αναθιβÜνει η MÜνα,                          1835
          τα λüγια τση σε λογισμοýς μεγÜλους τον εβÜνα'.
     Mα δεν το ξεφανÝρωσε, μÝσα κρουφü το 'κρÜτει.
EPΩTOKPITOΣ
          ΛÝγει: "¼,τι κι αν εκροýφευγα, ξεýρουν το στο ΠαλÜτι.
     Kι αν τα'πιασεν κι εδιÜβασεν και τα'δεν η Aρετοýσα,
          λογιÜζω πως πολλÝς φορÝς τ' αφτιÜ τση μου τ' ακοýσα'.        1840
     Kι η σγουραφιÜ εβεβαßωσεν κι Þκαμε να γνωρßσει,              
          πως βρßσκομαι για λüγου τση σ' Πüθου κι AγÜπης κρßση.
     Σ' ü,τι μιλεß ο λογαριασμüς, πολλÜ Þθελε μανßσει,
          γεßς δουλευτÞς του Παλατιοý τüσο ν' αποκοτÞσει,
     να σγουραφßσει μιÜ KερÜ, να την κρατεß χωσμÝνη,                       1845
          και κÜθε αργÜ να τραγουδεß η AγÜπη πþς μαραßνει.
     Kαι του Kυροý της τα'δειξε και δε μου λεßπουν ΠÜθη
          κι εδÜ'βρε τον τραγουδιστÞ, που γýρευγε να μÜθει.
63 Kαι τοýτον ο λογαριασμüς εýκολα μου το δεßχτει,         
          τη σγουραφιÜν και τα χαρτιÜ κρατεß τα, δεν τα ρßχτει.           1850    
     Για χαλασμü μου τα'πιασεν κεßν' üλα απü τ' αρμÜρι,         
          üχι να θÝ' να τα θωρεß, να μÜθει να ριμÜρει.
     TÜ'χωνα εξεχωστÞκανε, τÜ 'κροýφευγα εφανÞκαν,
          και τÜ μου δßδασι χαρÜν, οχθροß μου εδÜ εγενÞκαν.
     AνÜθεμα το Pιζικü, ανÜθεμα την þρα,                                         1855
          που ο Φßλος μοý'δωκε βουλÞ να πÜγω σ' Üλλη χþρα!"
ΠOIHTHΣ
     ΣτÝκει, λογιÜζει και θωρεß ßντα μπορεß να κÜμει,
          να βουηθηθεß σ' Ýτοια δουλειÜν και τρÝμει σαν καλÜμι.
     Kι αν τονε κρÜξει ο Bασιλιüς να τον αναρωτÞξει,
          μ' ßντα λογÞς λογαριασμü το μαýρο Üσπρο να δεßξει.              1860
     Kαι με μεγÜλο λογισμü θωρεß, ξαναθωρεß το,
          γιατß Ýβλεπε το κÜμωμα πολλÜ καθÜριον Þτο.
     ZερβÜ-δεξÜ το εγýριζεν, πÜντÜ'βρισκεν πως φταßγει,
          γιατß το φως τ' ολüλαμπρο νýκτα κιανεßς δε λÝγει.
     Oγια λιγüτερο κακü, θÝ' να σταθεß στο σπßτι,                               1865
          και σ' τσ' Üλλους τοýτην τη δουλειÜν πολλÜ κουρφÞ κρατεß τη.
     Müνον εις τον Πολýδωρον üλα τα φανερþνει
          και κÜποια που του κοýρφευγεν, εδÜ δεν του τα χþνει.
     Eßπεν του για τη σγουραφιÜν, ποý'τον και πþς εχÜθη,
          κι ως τ' Üκουσεν ο Φßλος του, ασÜλευτος εστÜθη                  1870
     και δεν κατÝχει ßντα να πει κι ßντα βουλÞ να δþσει,
          εις Ýτοια πρÜματα ψιλÜ κομπþνεται κι η γνþση.
     EκρÜτειεν το γι' απαρθινü, πως στου Pηγüς τη χÝρα
          βρßσκουντ' εκεßνα τα χαρτιÜ απü την πρþτη μÝρα.
     Ποýρι Þδωκεν κι αυτüς βουλÞ, στο σπßτι ν' απομεßνει                  1875
          ο Pþκριτος, þστε να δοý' για τη δουλειÜν εκεßνη.
     KαταχωστÜ, με πονηριÜν και γνþση να ξανοßξουν,
          κι αν εμπορÝσουν το κακü και βÜρη αλλοý να ρßξουν.
64 Kαι να'βρου' φßλους και δικοýς, κουρφÜ να το μιλÞσουν,
          να ψομομαρτυρÞσουσιν, ογια να του βουηθÞσουν.               1880
     Nα πουν πως Üλλος τα'δωκε στου Pþκριτου τη χÝρα,
          να σÜσουσιν τα λüγια τως, στην þρα, στην ημÝρα.
     Kαι για κιανÝναν Üνθρωπον, που να'ναι αποθαμÝνος,
          να πουν πως κεßνος τα'δωκε, να βουηθηθεß ο φταισμÝνος.
     Tοýτ' η βουλÞ, που του'δωκεν ο Φßλος, δεν τ' αρÝσει,                 1885
          δεν Ýχει πüδια να σταθεß εκεßνος οποý φταßσει.
EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λÝγει: "Φßλε, α' μ' αγαπÜς και θες να μου βουηθÞξεις,
          εις το ΠαλÜτι πÞγαινε, να δεις και να ξανοßξεις
     στου Bασιλιοý το πρüσωπον, αν εßναι μανισμÝνος,    
          γÞ ποýρι και χαιρÜμενος και καλοκαρδισμÝνος.                      1890
     Kι α' σου μιλÞσει σπλαχνικÜ, για λüγου μου ρωτÞξει,
          γÞ ανÜβλεμμα Üγριο και θολü και γρινιασμÝνο δεßξει,
     να'ρθεις ζιμιü να μου το πεις, να μÜθω τα μαντÜτα,
          να ξοριστþ, να πορπατþ σ' τση ξενιτιÜς τη στρÜτα.
     Kι αγÜλια-αγÜλια να φυρþ, οι ολπßδες σα χαθοýσι,                      1895
          και το μαντÜτο γλÞγορα να'ρθου' να σας εποýσι,
     πως για τον Πüθον τση εκεινÞς που αγÜπησα στανιþς της,
          απüθανα κι ετÝλειωσα κι εχÜθηκ' απ' ομπρüς της.
     Nα το γρικÞσει, να χαρεß κι ü,τι Ýσφαλα, για κεßνη
          να μην αναθιβολευτεß κι ανÝγνοια ν' απομεßνει."                      1900
ΠOIHTHΣ
     O Φßλος του ανεδÜκρυωσε στα λüγια που του ακοýγει
          κι η πρßκα του κι ο πüνος του μες στην καρδιÜν τοý κροýγει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει του: "Mην πρικαßνεσαι, τοýτην την Ýγνοια δος μου
          και να ξανοßξω στü μπορþ, σου τÜσσω μοναχüς μου.
     Kι ü,τι σημÜδια θÝλω δει, να σου τα πω κι εσÝνα,                        1905
          να συμβουλÝψομεν κι οι δυü εις τÜ'χεις καμωμÝνα."
ΠOIHTHΣ
     Eτοýτος Þπρασσε συχνιÜ στου PÞγα το ΠαλÜτι,
          μ' AγÜπες δεν εγýρευγεν, ουδÝ ΦιλιÝς εκρÜτει.
65 Kι εκßνησε, σα δουλευτÞς, να πÜ' να χαιρετÞσει,
          ογια να δει το πρüσωπο του AφÝντη, να γνωρßσει.                 1910
     Eýκολα κεßνοι οποý μποροýν κι οι AφÝντες οπ' ορßζουν,
          σ' Ýτοια μεγÜλα σφÜλματα γρινιοýσιν και μανßζουν.
     EπÞγε μ' Ýτοιο λογισμüν και χαιρετÜ το PÞγα,
          κι αυτüς πασßχαρος ρωτÜ και λÝγει, πþς επÞγα'
     στα ξÝνα, που γυρßζασι κι ßντα μαντÜτα εφÝρα',                          1915
          και δßδει του κι εφßλησεν τη σπλαχνικÞν του χÝρα
     και με το γÝλιο τοý μιλεß, χαρÜν πολλÞν του κÜνει,
          ρωτÜ για τον Pωτüκριτον, ποý'ναι και δεν εφÜνη.
     ¹τον εκεß κι η AρετÞ, τÜ λÝγασιν εγρßκα,
          και τα κρουφÜ τση εφýλαξε κι üξω δεν εφανÞκα'.                 1920
     Ποýρι δεν Þτον μπορετüν üλους να τσι κομπþνει,
          κι εγνþρισ' ο Πολýδωρος κεßνο οποý σ' τσ' Üλλους χþνει.
     Eßδεν τηνε χαιρÜμενην, εßδεν την ξεγνοιασμÝνη.
          ºντα σημÜδια θÝλει πλιü να στÝκει, ν' ανιμÝνει;
     Σαν ηýρηκεν καλÝς καρδιÝς, ζιμιü επαρηγορÞθη,                        1925
          και με γλυκüτη, του Pηγüς, στÜ του'πε, απιλογÞθη.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει: "O Pωτüκριτος κακÜ βρßσκεται για την þρα,    
          κι εις το κλινÜρι κεßτεται ως Þρθεν εις τη Xþρα."
ΠOIHTHΣ
     H Aρετοýσα ως τ' Üκουσεν, εχλüμιανε κι εφÜνη    
          το πως ετοýτη η αρρωστιÜ μες στην καρδιÜν την πιÜνει.      1930
     (Σφαßνει οποý πει κι οι λογισμοß τ' ανθρþπου δε γρικοýνται,
          γιατß με δßχως εμιλιÜ στο πρüσωπο θωροýνται,
     ας πÜσκει ποýρι üσον μπορεß Üνθρωπος να τα χþνει,
          τ' αμμÜτι και το πρüσωπον üλα τα φανερþνει.
     Mπορεß, λßγη þρα, οποý γρικÜ, κιανÝνα να κομπþσει,                 1935
          μα γλÞγορα γνωρßζεται κεßνο που θÝ' να χþσει.)
     Eγνþρισε ο Πολýδωρος, κατÝχοντας και τ' Üλλα,
          πως οι γραφÝς κι η σγουραφιÜ σε Πüθο την εβÜλα'.
66 'Kεß οπü'χε την παρηγοριÜν, το πως δεν τα κατÝχει
          ο PÞγας κεßνα τα κρουφÜ κι ουδ' Ýτοιαν Ýγνοιαν Ýχει,            1940    
     πρικαßνεται κι εις τÜ θωρεß, σα φρüνιμος, λογιÜζει
          το πως δεν Þσβησε η φωτιÜ, μα εις δυü κεντÜ και βρÜζει.
     ΔειλιÜ τÝτοιαν κακÞν αρχÞν, το τÝλος τση φοβÜται,
          κι üχι τον Ýνα μοναχÜς, μα και τους δυü λυπÜται.
     Mισεýγει κι αποχαιρετÜ, στου Φßλου του γιαγÝρνει,                     1945
          και τα μαντÜτα, ως φρüνιμος, συγκεραστÜ τα φÝρνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει του: "AδÝρφι, κÜτεχε κι ο PÞγας δεν το ξεýρει
          ακüμη εκεßνο το κακü που μÝλλεται να σ' εýρει.
     Kι ολüχαρος ερþτηξεν, ως μ' εßδεν, ογια σÝνα,
          και πþς τα πÞγαμεν κι οι δυü που λεßπαμε στα ξÝνα.              1950    
     Mα τσ' AρετÞς το πρüσωπο καθÜρια φανερþνει              
          πως Ýχει μÜνητα πολλÞ, μα ως φρüνιμη τη χþνει.              
     Mα τ' üνομÜ σου ως τ' Üκουσε, σ' τüσην οχθρÞτα μπÞκε,
          φαρμÜκι απ' τα ρουθοýνια τση με τον καπνüν εβγÞκε
     και σιγανÜ τα χεßλη της ανεβοκατεβÞκα',                                     1955
          και μες στο στüμα εμßλησεν, οποý Üλλος δεν εγρßκα.
     Kι απ' του στομÜτου τον καπνü κι απ' τα σημÜδια τση üλα,    
          με μÜνητÜ ειδα και να πει: "O κλÝφτης Þρθε κιüλα;".
     Tα χεßλη τÜ ξαμþνασι, δßχως να τα μιλοýσα',
          τα μÜτια μου εγρικÞσασι, τ' αφτιÜ ü,τι δεν ακοýσα'.               1960
     Kαι λÝγω σου να βλÝπεσαι και τη φωτιÜ να σβÞσεις,
          και στο ΠαλÜτι του Pηγüς πλιü σου να μην πατÞσεις.
     Tη MÜνα και τον Kýρη σου η AρετÞ λυπÜται,    
          γιαýτος το σφÜλμα οποý'καμες, για 'δÜ δε 'μολογÜται.
     Γιατß κατÝχει, κι αν το πει, ο PÞγας δεν αφÞνει                             1965
          αγδßκιωτος σ' Ýτοια δουλειÜ μεγÜλη ν' απομεßνει.
     M' αν εßν' και δει απü λüγου σου ξüμπλι κιανÝναν Üλλο,    
          το φανερþνει του Kυροý, κÜτεχε, για μεγÜλο.
67 Kι αν εßναι και φανερωθεß κι ο PÞγας να το μÜθει,
          κακομοιριÝς το σπßτι σας Ýχει πολλÝς να πÜθει.                        1970
     Για τοýτο, ξþφευγε απü 'κεß, δεßχνε πως δεν κατÝχεις,
          και πως ουδ' Ýτοιο λογισμüν, ουδ' Ýτοιαν Ýγνοιαν Ýχεις.    
     Για να λογιÜσει πως ποθÝς τα'βρες κι ελÜχασß σου
          κι Üκακα, δßχως πονηριÜ, τα'χες στη φýλαξÞ σου.
     Kαι μη ζητÜς κιαμιÜ βολÜ να μÜθεις τßς τα πιÜσε,                          1975
          και φρüνιμος παρÜ ποτÝ εδÜ τυχαßνει να'σαι.
     Nα'ρθει να ξελησμονηθεß το πρÜμα, να περÜσει,    
          μα 'δÜ, που βρÜζει, βλÝπεσε, και καßγει οποý το πιÜσει."
ΠOIHTHΣ
     ¹στεκεν ο Pωτüκριτος με λογισμüν κι εγρßκα,
          λßγη την εßχε τη χαρÜ, μεγÜλη Þτον η πρßκα.                           1980
     Πως δεν κατÝχει ο Bασιλιüς, τοýτο πολλÜ τ' αρÝσει,
          μα οι μÜνητες της AρετÞς βρÜζουν πολλÜ και καßσι.
     Στο σπßτι εβÜλθη να σταθεß, μÝρες να μην τον δοýσι,
          κι üντε ρωτÞξει ο Bασιλιüς, πως εßν' κακÜ να ποýσι.
     Tον αρρωστÜρην Þκαμε κι ο Kýρης το πιστεýγει,                         1985
          και γιατρικÜ πολλþ' λογιþν πÝμπει να του γυρεýγει.
     H AρετÞ, με λογισμüν, την αρρωστιÜ του 'γρßκα,    
          μες στη καρδιÜ 'χε το καημü, στα σωθικÜ την πρßκα.
     O Kýρης τση καθημερνü Þπεμπε να μαθαßνει,
          χαρÜ μεγÜλην Þπαιρνε, 'τü θÝλαν πει πως γιαßνει.                    1990
     Γιατß τον Kýρην του ακριβüν τον εßχε στο ΠαλÜτι,
          Ýτσι κι αυτüνο το παιδß σα τÝκνο τον εκρÜτει.
     MÝσα σε τοýτον τον καιρü κι ημÝρες που περνοýσα',
          τÝσσερα μÞλα δßφορα ηýρεν η Aρετοýσα.
     ΠÝμπει και κανισκεýγει τα εις τ' Üρρωστου τη MÜνα,                    1995
          κεßνα εγενÞκασι γιατροß κι εκεßνα τον εγιÜνα'.
     Σαν τα ειδε και σαν του'πασι πως εßν' απ' το ΠαλÜτι,    
          κι εßπασι ποιÜ τως τα'πεψε και ποιÜ χÝρα τα 'κρÜτει,
68 οληνυκτßς ελüγιαζε, καθüλου δεν κοιμÜται,
          και μ' Ýτοια ξüμπλια φανερÜ, αντρεýγει, ξεφοβÜται.                2000
EPΩTOKPITOΣ
     ΛÝγει: "Πþς εßναι μπορετü, πþς μοιÜζει τοýτο, να'χει
          η Aρετοýσα μετÜ με τüσην κακιÜν και μÜχη,
     αν εßν' και καταπþς θωρþ κι οπü'χω γνωρισμÝνα,
          τη MÜνα μου εκανßσκεψε ξαρρωστικü για μÝνα;
     Δε θÝλω πλιü, για Ýτοια δουλειÜ, του Φßλου να μιλÞσω,               2005
          τη γνþμη του κατÝχω την, πÜντα με σýρνει οπßσω
     κι αμπüδισμα και δυσκολιÝς και μπÝρδεμα μου βÜνει,    
          και χþνει μου το γιατρικü, οπü'χει να με γιÜνει.
     Eις τÜ γρικþ κι εις τÜ θωρþ κι εις ü,τι μ' αρμηνεýγει
          ο ¸ρωτας, η AρετÞ να βλÜψει δε γυρεýγει                              2010
     κιανÝνα για τη σγουραφιÜ, μηδÝ για τα γραμμÝνα,
          ουδ' üρεξιν κιαμιÜν κακÞ δεν Ýχει μετÜ μÝνα.    
     Kι αν εßχεν εßσται απαρθινÜ και τüσα να μανßσει,
          Þθελε στρÜψειν þς εδÜ, να βρÝξει, να χιονßσει.
     Mα εγþ θωρþ καλοκαιριÜ, μÝρα σιγανεμÝνη,                              2015
          και νÝφαλο στον Oυρανü θολü δεν απομÝνει.
     (ΠÜντα η γυναßκα ανερωτÜ, και πεθυμÜ ν' ακοýσει    
          πως üλοι τηνε ρÝγουνται κι üλοι την αγαποýσι.
     Kι ουδÝ μανßζει, ουδÝ γρινιÜ, αμÝ πολλÜ τσ' αρÝσει,
          üλοι, μεγÜλοι και μικροß, üμορφη να τη λÝσι.)                        2020
     Kι αν ηýρε τα τραγοýδια μου, το σκιÜσμα τσ' ομορφιÜς τση,
          δεν εκακοσυνεýτηκε, μα'χει το για χαρÜ τση.    
     ΛογιÜζει πως, σα δουλευτÞς οποý'μαι στο ΠαλÜτι,
          Þπιασα κι εσγουρÜφισα το σκιÜσμαν οποý εκρÜτει.
     Δε θÝλει πει πως αγαπþ, μα σε καλü το βÜνει                              2025
          κι Ýτοια γλυκüτη κι ομορφιÜ ποτÝ κακü δεν κÜνει.
     ΓλÞγορα θÝ' να σηκωθþ, να πω το πως εγιÜνα',    
          κι επÝρασÝ μου το κακü κι οι πüνοι που με πιÜνα'.
69 Kι εις το ΠαλÜτι μοναχüς θα πÜγω μιÜν ημÝρα,
          και να φιλÞσω, ως δουλευτÞς, του AφÝντη μου τη χÝρα.       2030
     Για να γνωρßσω και να δω εις ßντα στρÜταν εßμαι,
          κι ο λογισμüς οποý'βαλα, γÞ γιαßνει, γÞ αρρωστεß με."
ΠOIHTHΣ
     H κÜηλα η ψοματινÞ επÝρασε κι εδιÜβη,    
          νερü γυρεýγει στη φωτιÜν, πρι' να τον αναλÜβει.
     Nτýνεται και σηκþνεται κι απεßτις εσηκþθη,                              2035
          δυü μÝρες Þτο σφαλιστüς κι απüκει εφανερþθη.
     Θωροýν τον φßλοι κι εδικοß, παßρνουν χαρÜ μεγÜλη,    
          που πρþτα εκεß δεν Þφηνε κιανÝνα να προβÜλει.
     ¹ρθεν κι ο Φßλος και θωρεß το Φßλο σ' Üλλα φýλλα
          κι εκÜμα' νεκρανÜστασιν της AρετÞς τα μÞλα.                      2040
     ΓρικÜ του κι ελογÜριαζε να πÜγει στο ΠαλÜτι,
          και τα διατÜματÜ'διωξεν κι Üλλη βουλÞν εκρÜτει.
     Eλüγιαζε ο Πολýδωρος, το πως κρουφü θÝ' να'ναι
          μαντÜτο απü την AρετÞ, για κεßνο τον εγιÜνε.
ΠOΛYΔΩPOΣ
     ΛÝγει: "¼,τι κι αν εκüπιασα, θωρþ νεκρÜ επομεßνα',                  2045
          και χορτασμÝνον ηýρηκα Ýναν που τüσο επεßνα."
ΠOIHTHΣ
     Για τüτες πλιü δεν του μιλεß κι ελüγιαζε πως Ýχει    
          κρουφü μαντÜτο τσ' AρετÞς, þστε να το κατÝχει.
     Στολßζεται ο Pωτüκριτος να πÜγει στο ΠαλÜτι,
          με ταπεινüτη εκßνησεν και μ' Ýγνοιαν επορπÜτει.                  2050
     ¹βανε χßλιους λογισμοýς, ßντα ν' αποφασßσει,
          κι ßντα να κÜμει προς αυτüν της AρετÞς η κρßση.    
     Δε θÝλει παρÜ μιÜ φορÜ να την αναντρανßσει,
          κι αν Ýχει μÜχην προς αυτüν, να δει, να τη γνωρßσει.
     Kι απüκει πλιü να μη στραφεß στον τüπο οποý'ν' εκεßνη,            2055
          να καßγεται ολομüναχος σ' τσ' AγÜπης το καμßνι.
     Eσßμωσε του Παλατιοý, ανÝβηκε τη σκÜλα    
          κεßνη οποý τον επüτιζεν το μÝλι και το γÜλα.
70 Eμπαßνει μÝσα, χαιρετÜ, σα δουλευτÞς, το PÞγα,
          προς τη μερÜν της AρετÞς εστρÜφηκεν ολßγα.                     2060
     Kι εκεßνη, με τη πονηριÜ, δεν Þθελε, για πρþτη,
          να δει το πως ορÝχτηκε του Pþκριτου τη νιüτη.
     Eχλüμιανε κι εκρýγιανε, την ßδιαν þραν πÜλι
          εξÜψα', εξεκοκκßνισαν τα πλουμισμÝνα κÜλλη
     ανοßγαν κι εσφαλßζασι τα φýλλα τση καρδιÜς της,                     2065
          και με την πρßκαν Þτονε συγκεραστÞ η χαρÜ της.
     Στου Πüθου τα μπερδÝματα εßχε χαρÜ μεγÜλη,    
          να βλÝπει Ýνα[ν], που αγαπÜ, μ' Ýτοια ομορφιÜ και κÜλλη.
     Mα ως εßχε βÜλειν εις το νου κι ως Þθελε λογιÜσει
          ποιÜ στρÜτα μÝλλει να κρατεß, και ποιÜ βουλÞ να πιÜσει,      2070
     να'βγει το πρÜμα με τιμÞν, οποý'βαλε στο νου της,    
          και να γενεß με την ευχÞ MÜνας και του Kυροý της,    
     χολικιασμÝνη επüμενεν και πüλεμο μεγÜλο
          εßχε στα φýλλα τση καρδιÜς για το'να και για τ' Üλλο.
     KρουφÜ τον ανεντρÜνιζεν κι ουδÝ πολυσυχνιÜζει,                     2075
          ακÜτεχη σ' Ýτοια δουλειÜν και δßχως Πüθο μοιÜζει.
     Kι εκεß üπου πÜντα σαν KερÜ, ανÝγνοια τον εθþρει,    
          εδÜ κλιτÜ κ' εντροπιαστÜ τον Þβλεπεν η Küρη.
     Kαι σ' Ýτοια χρεßαν αντρεýγετο να τση βουηθÞσει η γνþση,
          και την AγÜπη Ýτσι εýκολα να μην του φανερþσει               2080
     να τον-ε σýρει τον καιρüν, üπου μπορεß να σþσει,
          και τα κρουφÜ τση ο Pþκριτος ποτÝ να μην τα νιþσει.    
     Mα τοýτο σφαßνει οποý το πει, ο Πüθος δεν κομπþνει,    
          μα üποια αγαπÜ, σ' τüν αγαπÜ γοργü το φανερþνει.
     ¹ρχισεν ο Pωτüκριτος, του Παλατιοý συχνιÜζει,                       2085
          κι ουδÝ τα πßσω συντηρÜ, μηδÝ τα μπρος λογιÜζει.
     KιαμιÜ φορÜ με φρüνεψιν την Aρετοýσα εθþρει,    
          για να γνωρßσει ßντα καρδιÜν κι üρεξιν Ýχει η Küρη,
71 κι αν Ýχει μÜχη και κακιÜ κι αν εßναι γρινιασμÝνη,
          και τÝτοια απüφαση Þστεκε με φüβον κι ανιμÝνει.                 2090
     Tην πρþτη εστρÜφη απολιγοý, τη δεýτερην πληθαßνει,
          την τρßτην παßρνει αποκοτιÜν, πλιü παραμπρüς εμπαßνει.  
     ΔÝ' την και ξαναδÝ' τηνε, αρχßνισεν κι η Küρη    
          κι εσυχνοστρÝφετο κι αυτÞ, με σπλÜχνος τον εθþρει
     'κεß οποý'θελε να κρατηχτεß, καιρüς πολýς να διÜβει,                2095
          ¸ρωτας τσ' Þφτε τη φωτιÜ κι Þστεκε ν' αναλÜβει.
     Eθþρειε τον Pωτüκριτον πþς Þτον κι ελυπÜτο    
          και με την Üκραν του ματιοý συχνιÜ τοý απιλογÜτο.
     Eις κÜποιον τρüπον, εις τ' αλλοý Þπαιζε με το μÜτι,
          οποý εγνωρßζασι κι οι δυü πως μιÜ ΦιλιÜ τσ' εκρÜτει.           2100
     ¹μοιασεν ο Pωτüκριτος κεßνου του στρατολÜτη         
          που'λαχε εις ποταμιÜ θολÞν κι εßναι νερü γεμÜτη.
     Kι ως τηνε δει, φοβÜται τη, δειλιÜ να την περÜσει,
          μα βιÜζεται κι αποκοτÜ να μπει, να δοκιμÜσει.
     Kι αγÜλια-αγÜλια πορπατεß, ζÜλο και ζÜλο κÜνει,                        2105
          να δει το βÜθος του νεροý, βÝργα κρατεß και βÜνει.
     ΠÜντα τση βÝργας ακλουθÜ κι εκεßνη τιμονεýγει,    
          την πλιÜν ανÜβαθη μερÜν, και πλιÜ'φκολη γυρεýγει.
     Kι απεßτις δει και καλοδεß και λßγο βÜθος Ýχει,
          περνÜ, ξαναπερνÜ τηνε, και φüβο πλιü δεν Ýχει-                    2110
     Ýτσι αυτεινοý τα μÝλη του ετρÝμαν κι εδειλιοýσα',
          την πρþτην οποý στρÜφηκεν κι εßδε την Aρετοýσα'.
     Kι αγÜλια-αγÜλια αρχßνισεν αποκοτιÜ να παßρνει,
          να συχνοπηαßνει στου Pηγüς και να σπουδογιαγÝρνει.
     Kαι δοκιμÜζοντας κι αυτüς το βÜθος των κυμÜτων,                   2115
          ηýρεν ανÜβαθα νερÜ και πλιü δεν εφοβÜτον.
     Eγνþριζε στα μÜτια τση τον πüνον τση καρδιÜς της    
          κι εις τη χλομÜδα την πολλÞ κι εις την αδυναμιÜ της.
72 Tο πρÜμα πλιü δεν εßν' χωστü στον Ýνα κι εις τον Üλλο,
          γιατß γνωρßσασι κι οι δυü πως προπατοý' Ýνα ζÜλο.               2120
     H Aρετοýσα, üσον μπορεß, Þπασκε να το χþνει,
          μα ο ¸ρωτας ο πßβουλος τηνε ξεφανερþνει.    
     Kι üσο με γνþση πονηριÜς να κουρφευτεß γυρεýγει,
          ο Πüθος τη φανÝρωνε, η AγÜπη μαντατεýγει.
     TÜ'χουσι μες στο λογισμüν, κιανεßς δεν τα κατÝχει,                     2125
          μηδ' Üλλος τοýτα τα γρικÜ, μüν' üποιος Ýγνοιαν Ýχει.
     H NÝνα τση τα κÜτεχε κι ο Φßλος του EρωτÜρη    
          κι εσφÜζουνταν καθημερνü για τα δικÜ τως βÜρη.
     Πλιü οι ερμηνειÝς τως δεν μποροýν üφελος να τως κÜμου',
          προξενητÜδες μοναχÜ θÝ' να'ν' κι οι δυü του γÜμου.             2130
     Eκρουφοαναντρανßζασι κι εκρουφοσυντηροýσαν,
          γÝλιο δε δεßχνει ο γεßς τ' αλλοý, μηδÝ ποτÝ εμιλοýσαν.
     EδÝτσι επÝρναν ο Kαιρüς, τα μÜτια Þσανε μüνον
          που εμολογοýσαν τση καρδιÜς τα ΠÜθη και τον πüνον.
     Tο ανÜβλεμμα της AρετÞς εßναι στο ναι κι εις τ' üχι                     2135
          με φρüνεψη το κÜρβουνον εις την αθÜλη το'χει.
     Δε θÝ' να δεßξει κ' εýκολα ο Πüθος την ορßζει    
          μÝσα εßχε βρÜσιν και καημüν κι απüξω δεν καπνßζει.
     Kαι μ' üλο που ο Pωτüκριτος εγνþριζε κι εθþρει
          πως σπλαχνικÜ συχνιÜ-συχνιÜ αναντρανßζει η Küρη,             2140
     ποτÝ του δεν αποκοτÜ λüγο να τση μιλÞσει,
          γιατ' Þθελε πλιÜ φανερÜ την Küρη να γνωρßσει.
     Kι üλα τ' αναντρανßσματα που'διδε η Aρετοýσα,
          η τÜξη κι η γλυκüτητα πÜντα τα συγκερνοýσα'.
     Kι ογια τιμÞ κι ογια ευγενειÜ κι ογια μεγαλοσýνη,                       2145
          να τη γνωρßσει Ýτσι καλÜ ακüμη δεν αφÞνει.
     Kαι μ' üλο που'χε πεθυμιÜ να τονε κÜμει Tαßρι,
          θÝλει κ' ετοýτον ο Kαιρüς με γνþση να το φÝρει.
73 Eθþρειε το, αναπεýγετο κι εκεßνο τηνε σþνει
          και δßχως σποýδα, σιγανÜ, να φτÜσει το ζυγþνει.                 2150
     Kι ευρßσκετο ο Pωτüκριτος μÝσα στο ναι κι εις τ' üχι,
          þρες σ' αÝρα δροσερü κι þρες σ' φωτιÜ κι εις λüχη.
     ¹τρεμεν, εφοβÜτονε κι εβλÝπουντο μη σφÜλει,
          να δεßξει τον αδιÜντροπο σ' Ýτοια KερÜ μεγÜλη.
     Kαι πÜντα με κλιτüτητα και με ταπεινοσýνην                            2155
          εθþρειε κι αναντρÜνιζε την ομορφιÜν εκεßνην.
EPΩTOKPITOΣ
     Kι Þλεγε μες στου λογισμοý: "KατÝχω και γνωρßζω,
          κι Üξος δεν εßμ' εγþ ποτÝ τÝτοιαν KερÜ να ορßζω,
     και να την κÜμω Tαßρι μου. Kαι το λοιπüν τυχαßνει
          ο δουλευτÞς, σα δουλευτÞς, εις την KερÜ να πηαßνει.          2160
     Tοýτο με σþνει κι ας περνþ, σþνει με και κατÝχω
          πως ρÝγεται να με θωρεß, κÝρδος μεγÜλον Ýχω.
     Kαι τßβετσι Üλλον απ' αυτÞ δε μοιÜζει ν' ανιμÝνω,
          ετοýτο ας Ýχω για θροφÞ, να τρþγω, να χορταßνω."
ΠOIHTHΣ
     ¼ποι' αγαποýσιν καρδιακÜ, παρηγοριÜ μεγÜλη                        2165
          παßρνου' να βλÝπουν εßς του αλλοý των ομματιþν τα κÜλλη.
     Xαßρουνται, αναγαλλιοýσινε με τη θωριÜν εκεßνη,
          κι α' θÝλου' να στραφοýν κι αλλοý, η AγÜπη δεν τσ' αφÞνει.
     ¸τσ' Þτο στον Pωτüκριτον, Ýτσι στην Aρετοýσαν
          με τη θωριÜν εθρÝφουνταν, μαστορικÜ επερνοýσαν,          2170
     δασκαλικÜ επορεýουνταν, μ' üλον οποý'το η πρþτη
          που εμπÞκε σ' Ýτοια βÜσανα η ÜπραγÞ τως νιüτη.    
     Mην το κρατεßτε ογια πολý, μη το θαυμÜζεστ' üλοι,
          τοýτες οι τÝχνες βρßσκουνται σ' τση Φýσης το περβüλι.
     Kι εις πρÜματα πολλþ' λογιþν, π' Üνθρωπος δε κατÝχει            2175
          κι ουδ' Þπραξε, μηδ' εßδεν τα, μÜθηση η Φýσις Ýχει.          
     Σα το μωρüν, οποý κιανεßς φαητü δεν τ' αρμηνεýγει
          κι εκεßνο, ü,τι þρα γεννηθεß, να βρει βυζß γυρεýγει,
74 απ' την κοιλιÜν τση μÜνας του η Φýση δασκαλεýγει,
          και το βυζß για ζÞση του να το'βρει πασπατεýγει.                2180
     Kαι δßχως να'χει δÜσκαλο, με μÜθηση γεννÜται,
          κλαßει, γυρεýγει το βυζß κι η μÜνα το λυπÜται.
     Kι αν εßναι και γιαμιÜ-γιαμιÜ γÜλα δεν το ταγßσει,
          στο στüμα τα δακτýλια του βÜνει να πιπιλÞσει.
     Δεßχνει τη χρεßαν του το ζιμιü κι ομολογÜ τÜ θÝλει,                   2185
          μ' üλον οποý'ναι Ýτσ' Üφαντο και βρÝφος, και κοπÝλι-
     Ýτσ' εßναι κι εις τον Üγουρο και κüρη, üντεν αρχßσουν
          ΦιλιÜ να κÜμουν τσ' EρωτιÜς κι εμποýσι ν' αγαπÞσουν.
     M' üλον οποý'ναι η πρþτη τως, και μÜθηση δεν Ýχουν,
          τü κÜνει χρεßα σ' Ýτοιες δουλειÝς γνωρßζουν και κατÝχουν.   2190
     ΔÜσκαλος εßν' ο Pþκριτος κι η Aρετοýσα πÜλι    
          χþνει τον Πüθο φρüνιμα, σα να'τον και μεγÜλη.
     Kι ωσÜ να θÝλασι βρεθεß Üλλη φορÜ και λÜχει
          εις Ýτοιον πüλεμο, γρικοýν ßντα ζητÜ Ýτοια μÜχη.                 2194

                                   συνεχßζεται... η  Β' Ενüτητα  

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers