ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Keats John: ÅñùôåõìÝíïò Ìå Ôç Ðïßçóç

Χωρßς εσÝ να υπÜρξω δε μπορþ.
       Η ζωÞ μου σταματÜ ως τη στιγμÞ,
                                         που θα σε ξαναδþ.
                Δεν βλÝπω πÝρα απü αυτü.
                    Μ' Ýχεις απορροφÞσει!

Βιογραφικü

     Ο Τζων Κητς Þταν ¢γγλος ρομαντικüς, λυρικüς ποιητÞς που γεννÞθηκε στο Λονδßνο το 1795 και πÝθανε στη Ρþμη το 1821. ΑφιÝρωσε τη σýντομη ζωÞ του στη τελειοποßηση μιας ποßησης που χαρακτηρßζεται απü δυνατÝς εικüνες και σχÞματα λüγου, τη μεγÜλη αισθητικÞ Ýλξη που ασκεß και τη προσπÜθεια να εκφρÜσει μια φιλοσοφικÞ στÜση μÝσα απü τους μýθους της κλασσικÞς αρχαιüτητας. ΠÝθανε στα 26 του απü φυματßωση στη Ρþμη üπου εßχε πÜει αναζητþντας θεραπεßα. Τα γνωστüτερα ποιÞματα του εßναι ο Ενδυμßων (Endymion), Η ¼μορφη Ασπλαχνη Κυρßα (La Belle Dame sans Merci), ΩδÞ Στη Μελαγχολßα (Ode on melancholy), ΩδÞ Σ´¸να Αηδüνι (Ode to a Nightingale), ΩδÞ Σε Μιαν ΕλληνικÞν Υδρßα (Ode to a Grecian Urn), ΩδÞ Στη ΨυχÞ (Ode to Psyche), Η ΠαραμονÞ της Αγßας ΑγνÞς (The eve of St. Agnes) κι ο Υπερßων (Hyperion).



    ΓεννÞθηκε σε μια περιοχÞ του Λονδßνου, το ΦÜισμπουρν, στις 31 Οκτþβρη του 1795 απü φτωχοýς γονεßς, -ο πατÝρας του ο Τομ Κητς, Þτανε σταυλßτης σ' Ýνα πλοýσιο ενοικιαστÞ αλüγων. ΠÝρασε δýσκολα παιδικÜ χρüνια δεδομÝνου πως Ýχασε νωρßς τον πατÝρα ενþ η μητÝρα του παντρεýτηκε ξανÜ σχεδüν αμÝσως και ξαναχþρισε. Με το θÜνατο του εýπορου παπποý του Τζων ΤζÝννιγκς απü τη πλευρÜ της μητÝρας και τους δικαστικοýς αγþνες που επακολοýθησαν για τη κληρονομιÜ, αποξενþθηκε απ' αυτÞν και στην ουσßα μεγÜλωσε με τη χÞρα γιαγιÜ και τα 2 του αδÝλφια Τομ και Τζωρτζ. Τον ΜÜρτη του 1810 πÝθανε κι η μητÝρα του απü φυματßωση. Στο σχολεßο που φοιτοýσε στο ¸νφηλντ υπÞρχε φιλελεýθερο πνεýμα κι εκεß αναπτýχθηκε μια ισχυρÞ φιλßα με τον Τσαρλς ΚÜουντεν Κλαρκ (Charles Cowden Clarke) τον γιο του διευθυντÞ του, που κρÜτησε για üλη του τη ζωÞ. Αργüτερα πÞγε μαθητευüμενος στον οικογενειακü του γιατρü κι Ýκανε σπουδÝς στο νοσοκομεßο ΓκÜυ üπου εντÝλει απÝκτησε την ειδικüτητα του βοηθοý χειρουργοý καθþς και γνþσεις φαρμακευτικÞς.
     Η ποßηση üμως Þτανε το κυρßαρχο ενδιαφÝρον του και το πρωτüλειο δεßγμα δουλειÜς του Þταν το Η Μßμηση Του ΣπÝνσερ αποτÝλεσμα εν μÝρει και της γνωριμßας του με τον Τσαρλς. Δεν Üργησε ν' ανακαλýψει τους σýγχρονους της εποχÞς του üπως, τους Λη Χαντ (James Henry Leigh Hunt) και Γουßλλιαμ Γουüρντσγουορθ (William Wordsworth) ενþ την ßδια εποχÞ Ýγινε μÝλος της Εταιρεßας των Φαρμακοποιþν. Το 1ο του σοννÝττο Þταν ΔιαβÜζοντας Πρþτη ΦορÜ Τον ¼μηρο Του ΤσÜπμαν. Εγινε φßλος με τον Λη Χαντ, γνþρισε τον ζωγρÜφο ιστορικþν θεμÜτων ΜπÝνζαμιν Ρüμπερτ ΧÝυντον (Benjamin Robert Haydon) τον ποιητÞ Τζων ΧÜμιλτον ΡÝûνολτς (John Hamilton Reynolds) κ
ι αργüτερα τον ΠÝρσι ΣÝλλεû (Shelley). Στα 21 του αποφÜσισε να εγκαταλεßψει τη χειρουργικÞ και φαρμακευτικÞ για ν' ασχοληθεß ολοκληρωτικÜ με τη ποßηση. Ο Τζων Þταν εκπληκτικÜ üμορφος, με κοκκινüχρυσα μαλλιÜ, κλασσικÜ χαρακτηριστικÜ, ζωηρÞ Ýκφραση, στητÞ κορμοστασιÜ αλλÜ μικρüσωμος.



     ¢φησε το Λονδßνο Απρßλη του 1817 γι' να αρχßσει την επεξεργασßα του Ενδυμßωνα στη μοναξιÜ της εξοχÞς. Το 1ο απü τα 4 βιβλßα των 1000 στßχων που αποτελοýνε το ποßημα γρÜφτηκε στο ΚÜριζμπρουκ (ΝÞσος ΓουÜιτ), το ΜÜργκεúτ, το ΚαντÝρμπουρυ και το ΧÜστινγκτ. Γýρισε στο ΧÜμστεντ, για να γρÜψει το 2ο κι εκεß συνδÝθηκε με στενÞ φιλßα με 2 γεßτονες, τον συλλÝκτη αρχαιοτÞτων και κριτικü Τσαρλς ΓουÝντγουερθ Ντιλκ (Charles Wentworth Dilke) και τον ερασιτÝχνη λογοτÝχνη Τσαρλς ΜπρÜουν (Charles Armitage Brown). Το 3ο βιβλßο γρÜφτηκε τον ΣεπτÝμβρη του ßδιου χρüνου στην Οξφüρδη, üπου Ýμεινε μαζß με Ýναν Üλλο καινοýργιο του φßλο, τον ΜπÝνζαμιν ΜπÝιλυ (Benjamin Bailey) φοιτητÞ Θεολογßας, με τον οποßο συζητοýσε θρησκευτικÜ και φιλοσοφικÜ θÝματα. ΜÝρος του 4ου γρÜφτηκε στο Λονδßνο και μÝρος στο Μποξ Χιλ, κοντÜ στο Ντüρκινγκ, κι ολοκληρþθηκε τις τελευταßες ημÝρες του ΝοÝμβρη. Στη διÜρκεια της συγγραφÞς του μορφοποßησε πολλÝς ιδÝες του σχετικÜ με τη Φιλοσοφßα και τη τÝχνη, τις οποßες εκθÝτει στα γρÜμματÜ του προς τον ΜπÝιλυ. Τον χειμþνα του 1817-1818 ενþ ο Κητς ζοýσε Ýντονη κοινωνικÞ ζωÞ γνωρßστηκε με τον Γουßλλιαμ Γουüρντσγουορθ (William Wordsworth) ο οποßος βρισκüταν τüτε στο Λονδßνο. Αν και θαýμαζε σχεδüν ανεπιφýλακτα τη ποßησÞ του, απογοητεýτηκε απü απü τον εγωκεντρισμü του. Επßσης Ýχασε την εμπιστοσýνη του στον Χαντ και φοβÞθηκε την επιθετικüτητα ορισμÝνων κριτικþν τους οποßους εßχε προσβÜλλει ο Χαντ. Τους 1ους μÞνες του 1818 ετοßμασε για Ýκδοση τον Ενδυμßωνα και Üρχισε να γρÜφει με θÝμα τον αρχαßο ελληνικü μýθο του υποσκελισμοý του ΤιτÜνα Υπερßωνα απü τον Απüλλωνα το Θεü του ¹λιου.



     ¼ταν ο αδελφüς του Τομ προσεβλÞθη απü φυματßωση, μεγÜλο βÜρος της φροντßδας και περßθαλψης του ανÝλαβε ο Τζων. Ο Üλλος αδελφüς του Τζωρτζ του Ýδωσε Ýνα δÜνειο 500 λιρþν πριν μεταναστεýσει στην ΑμερικÞ, που διεκδßκησε με την επιστροφÞ του στο Λονδßνο, λüγω οικονομικþν δυσχερειþν που αντιμετþπισε στη ΝÝα Γη, παßρνοντας μÝρος απü τη κληρονομιÜ του Τομ. Τα οικονομικÜ του δεν Þτανε ποτÝ ιδιαßτερα ανθηρÜ επιβαρýνονταν δε τüσο απü την ασθÝνεια του αδελφοý του, üσο κι απü τη μετÝπειτα δικÞ του φυματßωση. ΠολλÝς φορÝς οι κριτικοß Þταν ιδιαßτερα αυστηροß μαζß του, με αποκορýφωμα την Üδικη κριτικÞ που γρÜφτηκε απü την εφημερßδα Blackwood's, για τον Ενδυμßωνα, στην οποßα αναφÝρεται : "Καλλßτερα και σοφþτερα πειναλÝος φαρμακοποιüς, παρÜ πειναλÝος ποιητÞς, γýρνα λοιπüν στο σπßτι σου κýριε".
     Τα 2 1α βιβλßα τοý Υπερßωνα καθþς κι η εκπεφρασμÝνη πεποßθηση του οτι θα μεßνει στην ιστορßα ως σημαντικüς ¢γγλος ποιητÞς και μετÜ θÜνατον Þταν η απÜντησÞ του στις Üδικες κριτικÝς. Η ΙσαβÝλλα Τζüουνς (Isabella Jones) του Ýδωσε την ιδÝα για τη συγγραφÞ του ποιÞματος Η ΠαραμονÞ Της Αγßας ΑγνÞς ενþ ταυτüχρονα Þταν ερωτευμÝνος με την ΤζÝιν Κοξ (Jane Cox) εξαδÝλφη τοý Τζ.Χ.ΡÝινολτς και τη μεγÜλη του αγÜπη ΦρÜνσις (ΦÜννυ) ΜπρÜουν (Frances (Fanny) Browne). Με τη ΦÜννυ Ýζησε και τις καλλßτερες στιγμÝς της ζωÞς του, ιδιαßτερα μετÜ τον θÜνατο του αδελφοý του Τομ, οπüτε Þλθανε πολý κοντÜ και σχεδüν συμφþνησαν να αρραβωνιαστοýν. Αργüτερα Ýγραψε το το ημιτελÝς Η ΠαραμονÞ Του Αγßου ΜÜρκου ενþ εγκατÝλειψε την συγγραφÞ του Υπερßωνα στο 3ο βιβλßο απü Ýντονη ανησυχßα κι απογοÞτευση λüγω του θανÜτου του αδελφοý του Τομ. Με τη γειτνßαση του με τη ΦÜννυ και τη μητÝρα της που εν τω μεταξý μετακüμισαν δßπλα στο σπßτι του, Üρχισε μια περßοδος μεγÜλης Ýμπνευσης με Ýργα üπως ΠÜνω Σ' ¸να ¼νειρο (On a dream), το λυρικü ποßημα Η ¼μορφη ¢σπλαχνη Κυρßα (La Belle Dame sans Merci) και τα σημαντικþτερα Ýργα του üπως Οι μεγÜλες ωδÝς Στη ΨυχÞ (To Psyche), Στη Μελαγχολßα (On Melancholy), Σ''¸να Αηδüνι (To a Nightingale) και Για Μßαν Αρχαßαν ΕλληνικÞν Υδρßα (On a Grecian Urn).
     Τα Ýργα του, üπως το αφηγηματικü ποßημα ΛÜμια και το ¼θων Ο ΜÝγας γρÜφτηκαν ενüψει οικονομικοý αδιεξüδου, λüγω της δυστοκßας του αδελφοý του Τζωρτζ στην ΑμερικÞ. ¸τσι Ýφυγε απü το Λονδßνο και πÞγε στο ΣÜνκλιν (ΝÞσος του ΓουÜιτ) και στο Γουßντσεστερ (Winchester) üπου μακρυÜ απü τη ΦÜννυ κι εν μÝσω προβλημÜτων στη σχÝση τους, μετεσκεýασε τον ημιτελÞ Υπερßωνα στο Η Πτþση Του Υπερßωνα: ¸να ¼νειρο (The fall of Hyperion: A Dream) κι Ýγραψε το γαλÞνιο Στο Φθινüπωρο (To Autumn). Τον Οκτþβρη του 1819 μετακüμισε πÜλι στο Λονδßνο με προοπτικÞ να γßνει δημοσιογρÜφος, τελικÜ ανακÜλεσε, κι αρραβωνιÜστηκε επßσημα τη ΦÜννυ. Η σκιÜ της φυματßωσης που πλÝον Þτανε γεγονüς κι οι οικονομικÝς δυσκολßες του Τζωρτζ τονε καταβÜλανε κι Ýτσι εργÜστηκε χωρßς μεγÜλη πεποßθηση σ' Ýνα σατιρικü ποßημα: Το Σκουφß Του ΤζουτζÝ (The Cap and Bells) κλεßνοντας Ýτσι Ýνα κýκλο υψηλÞς Ýμπνευσης.

     Στις 3 ΦλεβÜρη του 1820, παρουσßασε πνευμονικÝς αιμορραγßες κι üπως κατÜλαβε κι ο ßδιος, αυτü Þταν ο αγγελιαφüρος του θανÜτου του. Οι γιατροß του συνÝστησαν αμÝσως σαν ýστατη ελπßδα για τη ζωÞ του Ýνα ταξßδι στην Ιταλßα üπου πÞγε τελικÜ με την οικονομικÞ βοÞθεια των εκδοτþν του μαζß μ' Ýνα νÝο καλλιτÝχνη τον Τζüζεφ ΣÝβερν (Joseph Severn). ΜετÜ απü συνεχεßς αιμορραγßες πÝθανε τελικÜ στις 23 του ΦλεβÜρη 1821 στα χÝρια του Τζüζεφ, μüλις 26 ετþν. ¼πως εßχε ζητÞσει, στον τÜφο του χαρÜχτηκε η φρÜση:

     Εδþ κεßται κÜποιος που τ' üνομÜ του Þτανε γραμμÝνο στο νερü.

     Η ýπουλη και κληρονομικÞ αρρþστια της φυματßωσης-που Þταν πολý διαδεδομÝνη την εποχÞ εκεßνη-τον εßχε καταταλαιπωρÞσει και τον εßχε κÜνει να προαισθανθεß και τον δικü του σýντομο θÜνατο, πÝθανε πριν ακüμα προλÜβει να ανθÞσει βιολογικÜ και να χαρεß, üχι μüνο τους καρποýς του Ýρωτα αλλÜ και της ζωÞς, που θα παρηγοροýσε τη μνÞμη του απü τα βÜσανα της νιüτης και των οικογενειακþν του ατυχιþν. ¢φησε το μÜταιο τοýτο κüσμο σε μικρüτερη ηλικßα απü τον ομüτονü του στη ποιητικÞ δüξα αριστοκρÜτη ΣÝλλευ,(1792-1822) που Ýφυγε κι αυτüς -απü πνιγμü- Ýν Ýτος μετÜ κι Ýπασχε απü την ßδια ασθÝνεια. ΧÜθηκε πιο νÝος κι απü τον πολý φημισμÝνο λüρδο ΜπÜιρον (1788-1824) που κι αυτüς Ýφυγε νωρßς αλλÜ η ποιητικÞ του δüξα κι ο θρυλικüς βßος του επισκßασε σχετικÜ τη φÞμη των Üλλων 2 ρομαντικþν. Μποροýμε να αναλογιστοýμε επßσης üτι σε μικρÞ ηλικßα Ýφυγαν οι εξÞς: το τρομερü παιδß της ΓαλλικÞς ποßησης ο Ρεμπþ, (1854-1891) ο ευαßσθητος ρομαντικüς Γερμανüς ποιητÞς, ΝοβÜλις (1772-1801),-ο οποßος Ýπασχε απü την ßδια πÜθηση, ο Λωτρεαμüν (ΝτυκÜς, 1846-1870), κι οι δικοß μας -τηρουμÝνων φυσικÜ των αναλογιþν- ο βασανισμÝνος στη ζωÞ Κþστας ΚρυστÜλλης (1868-1894) που Ýπασχε επßσης απü φυματßωση, ο ποιητÞς ΔημÞτριος Παπαρρηγüπουλος(1843-1873) γιος του ιστορικοý Κωνσταντßνου Παπαρρηγüπουλου, και φτÜνοντας μÝχρι τις μÝρες μας, ο ΑλÝξης Τραúανüς, ο Νßκος ΛαδÜς, ο Βασßλης ΚουρÞς κι Üλλοι, κι η χορεßα των μικρþν αυτþν Αδþνηδων επþνυμων κι ανþνυμων συνεχßζεται εσαεß συμπληρþνοντας το κομποσκοßνι αυτü της ζωÞς στον καρπü του θανÜτου.



    Ο Τζων Κητς. αυτü το τρυφερü και μοναχικü παιδß του αγγλικοý ποιητικοý στερεþματος που τüσο δυστýχησε στη προσωπικÞ του ζωÞ, που η Μοßρα τονε σημÜδεψε με πεßσμα, επιμονÞ κι ασπλαχνιÜ, Ýχει κερδßσει πλÝον την αθανασßα. Ο βασανισμÝνος σýντομος βßος του, η ταπεινÞ κι ασÞμαντη καταγωγÞ του, η τραγικÞ περιπÝτεια του ατομικοý του κüσμου, η μεγÜλη φτþχεια που τονε βασÜνιζε στη κουτσουρεμÝνη μικρÞς διÜρκειας ζωÞ του, η ονειροπüλα και μελαγχολικÞ του διÜθεση, ο Üδοξος και βασανιστικüς ερωτÜς του για τη ΦÜννυ ΜπρÜουν, αλλÜ κι η ογκþδης κι εντυπωσιακÞ παραγωγικüτητÜ του παρÜ τις αντιξοüτητες, η ενδιαφÝρουσα αν κι ατελÞς γονιμοποιüς σκÝψη του, η πρωτοτυπßα των συνθÝσεþν του, ο Üκρατος αισθησιασμüς του κι η μεγÜλη του αγÜπη να μελετÞσει üχι μüνο τους ποιητÝς της δικÞς του παρÜδοσης αλλÜ ιδιαßτερα την αρχαßα ελληνικÞ και λατινικÞ ποßηση. Η φιλÜσθενη φýση του, η αρρþστια της φυματßωσης που τονε ταλαιπþρησε και τον οδÞγησε τελικÜ νεüτατο στο θÜνατο, αρρþστια, απü την οποßα πÝθαναν βασανιστικÜ κι Üλλα μÝλη της πολυμελοýς οικογÝνειÜς του. Ο αδελφüς του Τüμ σε ηλικßα μüλις 18 ετþν το 1818, η μητÝρα του ΦρÜνσεζ ΤζÝννινγκς στα 1810, 8 Ýτη νωρßτερα üταν ο μικρüς Κητς Þταν μüλις 15 και φυσικÜ ο ßδιος ο ποιητÞς.

     ΑφιÝρωσε τη σýντομη ζωÞ του στη τελειοποßηση μιας ποßησης που χαρακτηρßζεται απü δυνατÝς εικüνες και σχÞματα λüγου, τη μεγÜλη αισθητικÞ Ýλξη που ασκεß και την προσπÜθεια να εκφρÜσει μια φιλοσοφικÞ στÜση μÝσα απü τους μýθους της κλασσικÞς αρχαιüτητας. Η ποßηση του Κητς, στις καλλßτερες της στιγμÝς, μεταδßδει μιαν Üμεση, ζωγραφικÞ σχεδüν εντýπωση τοý πρÜγματος Þ της κατÜστασης που περιγρÜφει. Αυτü εßναι συνÝπεια της θεωρßας του για τη χαμαιλεοντικÞ φýση τοý ποιητÞ, που ιδιοποιεßται το χαρακτÞρα κÜθε βιþματος, χωρßς να επιτρÝπει στο βαθýτερο του εγþ να επεμβαßνει στη μετÜδοση αυτοý που αισθÜνεται. Η αλληλογραφßα του αποκαλýπτει μιαν εκπληκτικÜ þριμη στÜση απÝναντι στη ζωÞ και τη τÝχνη και φανερþνει μ' ελÜχιστες εξαιρÝσεις, πρüσωπο αξιαγÜπητο, ακριβþς επειδÞ η ισορροπßα που 'χε κατορθþσει Þτανε το αποτÝλεσμα μιας νßκης πÜνω στην εσωτερικÞ βιαιüτητα τÞς ιδιοσυγκρασßας του. Η επßδραση πÜνω σ' Üλλους ποιητÝς Þτανε σημαντικÞ τον 19ο αι. και συνεχßζεται μÝχρι σÞμερα.
     Το μελαγχολικü φιλÜσθενο αυτü αγüρι μας εκπλÞσσει με τη τερÜστια προσπÜθεια που κατÝβαλε για να κατακτÞσει τον ποιητικü Παρνασσü üχι μüνο της εποχÞς και της γενιÜς του, σε πολý νεαρÞ ηλικßα Ýμαθε λατινικÜ και μετÝφρασε την ΑινειÜδα του Βιργιλßου, διÜβαζε τις ΩδÝς του Ορατßου απ' üπου κι Üντλησε τη τεχνικÞ των δικþν του Ωδþν. Η ανεξÜντλητη ευαισθησßα του, η καλλιεργημÝνη αισθαντικüτητα κι η ποιητικÞ του ιδιοφυÀα τον þθησαν να συνθÝσει τη μεγαλüπνοη δημιουργßα του üχι απλþς αντλþντας εικüνες, σκηνÝς, ιδÝες, γεγονüτα, καταστÜσεις, τεχνικÝς, αλλÜ μετασχηματßζοντας το υλικü που αντλοýσε με τη δýναμη της φαντασßας του και των προσωπικþν του εμπειριþν σε μια νÝα κι εκπληκτικÜ δημιουργικÞ ποιητικÞ πρüταση.
     ΣυγκÝντρωνε εικüνες κι εμπειρßες στο σýντομο διÜστημα του βßου του üπως το Ýντομο τη γýρη των λουλουδιþν για να τη μετατρÝψει σε νÝκταρ, σε ποιητικÞ αμβροσßα. Οι απüηχοι των ποιητικþν κι Üλλων φωνþν που διαφαßνονται στο Ýργο του δεν εßναι παρÜ η αφετηρßα η αφορμÞ του μεγÜλου ταξιδιοý της φαντασßας του που Üρχισε με πεßσμα κι επιμονÞ γνωρßζοντας το αποτÝλεσμα του εγχειρÞματüς του. Θυσßασε το ελÜχιστο üριο ζωÞς που του επιφýλασσε η Μοßρα να ζÞσει για να το ξοδÝψει για το λüγο και μýθο, εßναι το μοναχικü Αηδüνι της ρομαντικÞς ποßησης που νωρßς συνειδητοποßησε üτι ο μüνος χρüνος αθανασßας που του προσφÝρεται εßναι ο ποιητικüς. Τραγοýδησε την ομορφιÜ της φýσης πρþτα για τον εαυτü του σα μια καθαρτÞρια προσπÜθεια απÝναντι στην μιασματικÞ προσφορÜ της Μοßρας απÝναντι του. ΔιαισθÜνθηκε νωρßς το βιολογικü του τÝλος κι αξιοποßησε στρÝφοντας τις ελÜχιστες σωματικÝς του δυνÜμεις να συνενωθοýν μ' αυτÝς της εκπληκτικÞς φαντασßας του.



     Η Φýση στο Ýργο του εßναι υφαντουργüς και κοσμÞτρια της ατομικÞς του περιπÝτειας. Σαν αρχαßος Θεüς ΠÜνας υμνεß üχι τη Νýχτια πλευρÜ της ζωÞς üπως ο ΝοβÜλις, οýτε την αντιμετωπßζει με το μυστικιστικü δÝος ενüς Ουßλλιαμ ΜπλÝηκ, οýτε Ýχοντας την οραματικÞ ατμüσφαιρα ενüς Κüλλεριτζ, αλλÜ το ποιητικü θρüισμα της φωνÞς του εßναι το δροσερü αερÜκι της υψιπετοýς φαντασßας του, η μελαγχολικÞ αýρα των διεγερτικþν δυνÜμεων του φυσικοý χþρου που τροφοδοτοýν μ' ενÜργεια τη σκÝψη και πλÝρια αγαλλßαση τη ψυχÞ μας. Η προσωπικÞ θλßψη του νÝου ποιητÞ μετατρÝπεται σε ποιητικü λßπασμα για να ανθßσουν οι δημιουργικÝς του συνθÝσεις αφοý η ζωÞ λοιδορþντας, τον αποκλεßει απü Üλλες χαρÝς. Κι ενþ το σþμα του μαραγκιÜζει, οι αισθÞσεις του πεταρßζουνe σε φλογεροý λυρισμοý νÝφη, αποτυπþνοντας το θριαμβευτικü θÜμπος της φυσικÞς ομορφιÜς, το ακατανüητο κι απερßγραπτο κÜλλος του Ýξω κüσμου καθþς ανασχηματßζεται διαρκþς σε μιαν αÝναη πÜλι αναστÜσιμης διÜρκειας και ταυτοχρüνως μετασχηματßζει τις αισθÞσεις μας.
     Ο ΚÞτς δεν εßχε την επαναστατικÞ φýση ενüς αριστοκρÜτη ποιητÞ üπως Þταν ο ΣÝλλευ, δε διακýβευε την ερημιÜ του βßου του για ν' αλλÜξει κοινωνικÝς συνÞθειες, δεν θα 'γραφε ποτÝ μÜλλον μανιφÝστα υπÝρ του Αθεúσμοý üπως Ýπραξε ο ΣÝλλευ προκαλþντας το κατεστημÝνο της εποχÞς του, δεν εßχε την ευρýτητα της παιδεßας οýτε την ιδιοσυγκρασßα του Γουüρντγουορθ, παρüτι τον επηρÝασε στα 1α του ποιητικÜ βÞματα, η εικονοποιÀα του ΚÞτς εßναι κατÜ κÜποιο τρüπο πιο πληθωρικÞ απü των Üλλων 2, ορισμÝνες φορÝς μπουκþνει το ποιητικü αßσθημα, γßνεται φορτικÞ, πλεονÜζει του γενικþτερου σχεδιασμοý της ποιητικÞς σýλληψης. Ο αισθησιασμüς του ξεχειλßζει χωρßς μÝτρο, χωρßς συναßσθηση ü,τι λιγþνει η υπερβολικÞ Ýκθεση της ποιητικÞς φüρμας σε τüσο μεγÜλη λυρικÞ διÜθεση σ' Ýνα ποιητικü εßδος üπως εßναι οι ΩδÝς, Þ κι ορισμÝνα του σονÝττα. Απü την Üλλη, δεν Ýχει τη μεγαλοφυÞ μαεστρßα του ΜπÜιρον που οι μεγÜλες ποιητικÝς του συνθÝσεις επιδρÜσανε πÜνω στο Ýργο των μεταγενεστÝρων κι εδραιþσανε τη φÞμη του εξßσου με την Ýνδοξη περιπÝτεια του βßου του, τους μεγÜλους και διατυμπανισμÝνους του Ýρωτες με πρüσωπα της εποχÞς του και σßγουρα την ειλικρινÞ του αγÜπη για το ελληνικü απελευθερωτικü κßνημα και την αυτοθυσιαστικÞ προσφορÜ του στο Μεσολüγγι. Ο ΜπÜιρον "Ýκλεψε" κατÜ κÜποιο τρüπο Þ σκοτεßνιασε για Ýνα διÜστημα τη δüξα των Üλλων. ¼μως ευτυχþς, οι ποιητÝς των λιμνþν δεν οδηγÞσανε στο βυθü τη φÞμη του νεþτερου, μικρüτερου και κακüτυχου Κητς.



     Τον συνÝκριναν με τον μεγÜλο δραματουργü και κοινωνικü ανατροπÝα Σαßξπηρ. Ο Gilbert Highet στο ογκþδες και σημαντικüτατο βιβλßο του Η ΚλασσικÞ ΠαρÜδοση, γρÜφει üτι: "Ο Τζων Κητς Þταν ο Σαßξπηρ της επαναστατικÞς περιüδου απü πολλÝς απüψεις…" και "Ο Κητς Þταν ο Σαßξπηρ αυτÞς της ΑναγÝννησης του 19ου αι. üπως ο ΣÝλλευ Þταν ο Μßλτον της" καταλÞγει. ¼μως το τρομερü παιδß της ΑγγλικÞς ποßησης δε διÝθετε τον μαγνητικü εωσφορισμü που αποπνÝει ο λüγος του Σαßξπηρ, δεν αποπνÝει τον σαγηνευτικü ερωτισμü που αφÞνουνε τα ερωτικÜ σονÝττα και ποιÞματα του σαιξπηρικοý κüσμου. Εßναι Ýνας μοναχικüς τρυφερüς οδοιπüρος, λÜτρης της κλασσικÞς ομορφιÜς και της αρμονικÞς ισορροπßας στη φýση, Ýνας Δρυßδης, -αν στÝκει η παρομοßωση- που αγωνßζεται να καλμÜρει τις αισθÞσεις του καθþς απορροφÜ τους χυμοýς της φυσικÞς ομορφιÜς και μÝνει Ýκθαμβος κι εκστατικüς μπρος στους μýχιους ακατανüητους σκοποýς της, το διαρκÞ επιτελικü μυστικü σχεδιασμü της, τους μυριÜδες χυμοýς και γεýσεις των αποκαλυπτικþν της προθÝσεων. Ο Σαßξπηρ αναμορφþνει τον κüσμο, τον ξαναπλÜθει απü την αρχÞ, ξετυλßγει τις μικρÝς του ιστορßες σε μεγÜλο πολυσýνθετο εικονογραφικü καμβÜ που üλα μποροýν να συμβοýν απü την αρχÞ, τα πÜντα εßναι ανεκτÜ κι αβÝβαια, επισφαλÞ μες στον κοινωνικü μικρüκοσμο της εποχÞς. Ο κüσμος του Κητς εßναι πιο προσωπικüς, πιο ασφυκτικÜ δεμÝνος με τη βασανισμÝνη ζωÞ του, εßναι κατÜ κýριο λüγο, περιορισμÝνος απü τα τεßχη της προσωπικÞς περιπÝτειας του βßου του.
     Οι μεγÜλες του συνθÝσεις, Ενδυμßων & Υπερßων εßναι σπουδαßες τοιχογραφßες μιας μοναχικÞς ψυχÞς που ξεδιπλþνει το κουβÜρι της φαντασßας του βουτηγμÝνο στη χρυσüσκονη της ομορφιÜς. Εßναι μοναχικüς τροβαδοýρος της φýσης χωρßς ανταπüκριση στο κÜλεσμÜ του. ΟμοιÜζει üσον αφορÜ στη διÜθεσÞ του για ποιητικÞ αποτýπωση, της κλασσικÞς αρχαßας ομορφιÜς και, την αμÝριστη αγÜπη του για τον αρχαßο ελληνικü κüσμο, τη κλασσικÞ παιδεßα κι απεικüνιση μÝσω της ποιητικÞς και γλυπτικÞς τÝχνης αρχαßου ιδεþδους περß ομορφιÜς, με τις απüψεις των ρομαντικþν κι ßσως ιδιαßτερα τις θÝσεις του Ι. Βßνκελλμαν του Üλλου τραγικοý και λÜτρη του αρχαßου πνεýματος, που δολοφονÞθηκε κÜτω απü μυστηριþδεις συνθÞκες, στη καθ' ημÜς ποιητικÞ πατρßδα Ýρχεται στον νου το Ýργο του ΔημÞτρη ΚαπετανÜκη. Οι περισσüτεροι ρομαντικοß üχι μüνο στην Αγγλßα αλλÜ και σ' Üλλες ΕυρωπαúκÝς χþρες Þσαν ΝεοπλατωνιστÝς, κολυμποýσαν μες στη μεγÜλη και πλατιÜ θÜλασσα της μυστικÞς ομορφιÜς των Πλατωνικþν ιδεþν, λατρÝψανε την Αρχαßα ΕλλÜδα διαβÜζοντας τους αρχαßους συγγραφεßς Þ βλÝποντας στο Βρεττανικü Μουσεßο τα σπαρÜγματα της Αρχαßας ΕλληνικÞς ΤÝχνης. Το ßδιο κι ο Κητς, που παρüτι του Ýλειπε το θÜρρος του γονιμοποιοý τυχοδιωκτισμοý του ΜπÜιρον κι ο ριψοκßνδυνος αναρχισμüς και φιλελεýθερος επαναστατισμüς του ΣÝλλευ, λÜτρεψε την ΕλλÜδα μÝσα απü τα διαβÜσματÜ του -αν και δε γνþριζε αρχαßα ελληνικÜ- τη ΤÝχνη της ενþ, οι αρχαßοι της μýθοι της πανθεúστικÞς της θρησκεßας γονιμοποισανÝ τη σκÝψη του κι αρδεýσανε τις ποιητικÝς του συνθÝσεις.


                  Xειρüγραφο της ΩδÞς Σε Μιαν ΕλληνικÞν Υδρßα

     Ο μυθικüς καμβÜς της Lamia (310 στßχοι) που συναντÜμε στο Ýργο του παραπÝμπει στον αρχαßο Φιλüστρατο και στο παραγνωρισμÝνο βιβλßο του για τον αντßστοιχο ¸λληνα Ιησοý, τον Απολλþνιο ΤυανÝα. Η πασßγνωστη ΩδÞ Σε Μιαν ΕλληνικÞν Υδρßα προÝρχεται απü τη προσεκτικÞ παρακολοýθηση αρχαßων μνημεßων ΤÝχνης απü επισκÝψεις σε Μουσεßα της εποχÞς του και που με μεγÜλην ευκολßα διαπιστþνουμε τη ποιητικÞ απεικüνιση διαφüρων σκηνþν του φυσικοý τοπßου. Το ßδιο κι η ΩδÞ Στον Απüλλωνα, τα σονÝττα του στον ¼μηρο και Πρþτη ΝατιÜ Στον ¼μηρο Του ΤσÜπμαν, το ΒλÝποντας Τα Ελγßνεια καθþς κι Üλλες ποιητικÝς του συνθÝσεις που χωρßς δυσκολßα αναγνωρßζουμε τα διαβÜσματα και τις δεκÜδες αναφορÝς του σε πρüσωπα οφειλÞ της νεανικÞς του φαντασßας αλλÜ και τον ανεξÜντλητο εικονοποιητικü και μυθοπλαστικü πλοýτο της αρχαßας μυθολογßας απü üπου Üντλησε το υλικü του κι οικοδüμησε το ατομικü του Ýργο και δημιοýργησε τον ποιητικü του μýθο. Τα ευρετÞρια που υπÜρχουνε στις ξÝνες εκδüσεις των Ýργων συνοδεýονται με σελßδες απü αναφορÝς σε αρχαßα κεßμενα κι ονüματα της αρχαßας ελληνικÞς θρησκεßας και να φανταστεß κανεßς üτι ο νεαρüς φιλÜσθενος ποιητÞς δεν επισκÝφτηκε ποτÝ την ΕλλÜδα, οýτε εßχε την ευκαιρßα üπως Üλλοι συνομÞλικοß του να διδαχθεß αρχαßα ελληνικÜ, το αθþο παιδικü του πεßσμα, η αγÜπη του για την ελληνικÞ ΤÝχνη κι η ολοκληρωτικÞ αφοσßωσÞ του στο χþρο της ποßησης τον Ýκαναν να μη ξεχωρßζει την αλÞθεια απü την ομορφιÜ Ýτσι üπως οι αρχαßοι πßστευαν κι ιδιαßτερα ο ΠλÜτων.
     Το φαινüμενο Keats μες στη παγκüσμια γραμματεßα Ýχει και μιαν Üλλη πτυχÞ που θÝλει διερεýνηση. Δεν εßναι μüνον οι μακροσκελεßς και μεγαλüπρεπες ποιητικÝς του συνθÝσεις üπως του Ενδυμßωνα (4 βιβλßα πÜνω απü 4000 στßχοι), το σχεδßασμα της τραγωδßας του (σε 5 πρÜξεις) Otho Τhe Great, Þ τα αποσπÜσματα απü Üλλες του τραγωδßες κι ακüμα οι ξαναδουλεμÝνες ποιητικÝς του συνθÝσεις, το ποιητικü του Ýργο σχεδüν αμÝσως μετÜ τον πρüωρο θÜνατü του αναγνωρßστηκε και σßγουρα, θεωρÞθηκε ισÜξιο των Üλλων ρομαντικþν της εποχÞς παρÜ αγνοÞθηκε κι αυτü φαßνεται απü τις εκατοντÜδες Ýρευνες και μελÝτες που δημοσιευτÞκανε στη πατρßδα του κυρßως για τον ßδιο και τις συνθÝσεις του, συγκρßνοντÜς τον εßτε με τον Σαßξπηρ εßτε με τον Μßλτον, εßτε με τον ΣπÝνσερ εßτε με Üλλους δημιουργοýς της εποχÞς του αλλÜ και πριν απ' αυτüν, το θÝμα μÜλλον που τßθεται στο ποιητικü του φαινüμενο, εßναι üτι μÜλλον ανακαλýπτουμε Ýνα ποιητÞ που πρüσφερε με πÜθος τη σýντομη ζωÞ του στο θÝμα που λÝγεται Ποßηση διαισθανüμενος üτι θα κερδßσει επÜξια το πÜνθεο της αθανασßας Þ σωστüτερα κατανοþντας üτι δεν υπÜρχει αιωνιüτητα πÝρα απü τη ΤÝχνη, κι üτι μüνον αυτÞ οδηγεß το επßπονο κι ßσως μÜταιο παιχνßδι της ζωÞς στην αιωνιüτητα της ιστορικÞς φÞμης, Ýστω και για σýντομο διÜστημα, αλλÜ ο κüσμος, οι ιδÝες, οι απüψεις, οι θÝσεις, οι στοχασμοß που εκφρÜζει στα διÜφορα γρÜμματÜ του -που δεν εßναι και λßγα- κι οι απüψεις του σχετικÜ με το τß εßναι ποßηση, ποιüς ο ρüλος του ποιητÞ τß εßναι ποιητικÞ αθανασßα πþς αυτÞ κερδßζεται ποιÜ η λειτουργßα του ποιητικοý Ýργου κι Üλλα τεχνικÜ ßσως θα λÝγαμε προβλÞματα που τον απασχολÞσανε στο χρονικü διÜστημα των 3-4 ετþν που ανÝπτυξε τη ποιητικÞ του δημιουργßα κι οικοδüμησε την ωριμüτητα στη ποιητικÞ του σκÝψη.
     Τα γρÜμματα που κατÜ καιροýς Ýγραψε, δεν Ýχουν μεταφραστεß στα ελληνικÜ, για την ακρßβεια, το συνολικü corpus της επιστολικÞς του εργασßας. ΥπÜρχει ασφαλþς αναφορÜ και μετÜφραση επιστολικþν αποσπασμÜτων και διασýνδεση με το Ýργο του στο μοναδικü και βιβλßο οδηγüς της Μερüπης Οικονüμου Ο Τζων Κητς & Η ΕλλÜδα εκδ. Ι. ΣιδÝρης 1969, μια μελÝτη που μας προσφÝρει μια σφαιρικÞ κατατοπιστικÞ εικüνα για τον ßδιο τον ποιητÞ και το Ýργο του με μεταφρÜσεις αρκετþν ποιημÜτων του, ωδþν και σονÝττων του μ' ερμηνευτικÝς προσεγγßσεις της μελετÞτριας καθþς και δικÝς της μεταφρÜσεις. Το βιβλßο αυτü εßναι απαραßτητο για τον αναγνþστη- λÜτρη της ποßησης του Κητς κι εßναι το μοναδικü στα ελληνικÜ. Επßσης, στο 6μηνιαßο περιοδικü Ποßηση τεýχος 4/Φθινüπωρο 1994 στις σελßδες 101-112, ο ΒαγγÝλης Χατζηβασιλεßου σε εισαγωγÞ και μετÜφραση δικÞ του μας παρουσιÜζει 12 επιστολÝς του. ΒÜσευ του βιβλßο του Maurice Buxton Forman The Letters Οf John Keats Oxford press 1952 στη 4η Ýκδοση, τα γρÜμματα του ποιητÞ εßναι πÜνω απü 240, εκτüς απ' αυτÜ που του Ýχουνε στεßλει.


                                      Πρüχειρο χειρüγραφο

     Στην επιστολικÞ αυτÞ παρουσßαση του ποιητÞ απü το Χατζηβασιλεßου βλÝπουμε τη ποιητικÞ μεθοδολογßα που ακολουθοýσε, τα θεματικÜ μοτßβα που χρησιμοποιεß, τις αισθητικÝς του αρχÝς, τους δρüμους της ποιητικÞς του σκÝψης καθþς κι Üλλες απüψεις, θÝσεις κι ιδÝες, που δεν εκφρÜζουνε το ποιητικü σýμπαν ενüς νÝου ποιητÞ μüνον, αλλÜ κατÜ κÜποιο τρüπο εκπροσωποýνε και μια κυρßαρχη Üποψη του αγγλικοý ρομαντισμοý. Στα γρÜμματα γενικÜ που Ýστειλε στην αγαπημÝνη (σε αυτüν τον ανεκπλÞρωτο εφηβικü Ýρωτα), στα μÝλη της οικογενεßας, στους φßλους του, σε μιαν ηλικßα που Ýσφυζε απü τους αξüδευτους χυμοýς της ζωÞς, ανακαλýπτει κανεßς Ýνα Κητς που ναι μεν δε ξεφεýγει απ' το γενικþτερο κÜντρο των ιδεþν του, αλλÜ μας παρουσιÜζεται κÜπως πιο κυνικüς πιüτερο απαισιüδοξος üσον αφορÜ στη ποιητικÞ λειτουργßα και χρησιμüτητα, το ρüλο που παßζει η φαντασßα στη ποιητικÞ σýνθεση, τη τεχνικÞ της μικρÞς και μεγÜλης φüρμας που ακολοýθησε, στις επιστολÝς φανερþνεται νωχελικüτερος, πιüτερο ρεμβαστικüς, κÜπως καταβεβλημÝνος και σχετικÜ απαισιüδοξος για το ποιητικü του οικοδüμημα αν και πßστευε ακρÜδαντα σ' αυτü κι ενδüμυχα θεωροýσε -Ýστω κι αν το επßγραμμα στον τÜφο του μας υποδηλþνει Üλλα-, üτι θα κερδßσει τη φÞμη που ονειρευüτανε και φιλοδοξοýσε να φτÜσει.
     ΑλλÜ πþς συστεγÜζεται η ιδÝα του περß ποιητÞ-χαμαιλÝοντα με τον Üκρατο ιδεαλισμü του; Πþς ο ελπιδοφüρος ενθουσιασμüς της ποιητικÞς δημιουργßας μπορεß να συνοδοιπορÞσει με μιαν απÝχθεια προς το αναγνωστικü κοινü της ποιητικÞς του προσφορÜς; Μποροýμε αλÞθεια να γρÜψουμε μüνο για τον εαυτü μας χωρßς να μας ενδιαφÝρει η γνþμη των Üλλων; Εßναι και σε πιο βαθμü αυτοσκοπüς για Ýναν ποιητÞ εντÝλει ο ρüλος της ποßησης και πüσο μπορεß ν' αγγßξει η προσωπικÞ ευαισθησßα την επιθυμßα για ανακοýφιση των Üλλων; Τß εßναι εν τÝλει η ποßηση; Εýκολα το σκÝφτεσαι, δýσκολα το γρÜφεις.
     Τα γρÜμματÜ μας φωτßζουνε το ψυχικü κüσμο ενüς αθþου και φιλÜσθενου νÝου, που ενþ στÝκει μαγεμÝνος καθþς αντιλαμβÜνεται κι αγωνßζεται να ερμηνεýσει τη φýση γýρω του, ταυτüχρονα συνειδητοποιεß üτι üχι μüνο δν θα προλÜβει να ζÞσει üλ' αυτÜ που ονειρεýεται, τον οδηγεß ο πλοýσιος αισθησιασμüς του κι η καλπÜζουσα δýναμη της φαντασßας του αλλÜ και το πüσον απαραßτητη του εßναι η επιλογικÞ του ενδοστρÝφεια για να κερδßσει κι απολαýσει τον σýντομο χρüνο της ζωÞς που του δüθηκε απü τη Μοßρα.
     Νιþθει το τÝλος να πλησιÜζει και καταφεýγει τüσο στα βιβλßα üσο και στην επαφÞ του με τη φýση που θα στερηθεß σýντομα. Αγωνßζεται να ολοκληρþσει μια θεωρßα που θα τονε κÜνει üχι μüνο γνωστü αλλÜ ισÜξιο των Üλλων μεγÜλων ποιητþν. Το νεαρü της ηλικßας του σßγουρα τον οδηγεß στο συμπÝρασμα üτι ΑλÞθεια ßσον ΟμορφιÜ και το αντßστροφο. Ο Κητς δεν πρüλαβε να γερÜσει, το σþμα του δεν τονε βοÞθησε ν' αγωνιστεß για μεγÜλα πολιτικÜ Þ κοινωνικÜ ιδανικÜ, η ποßησÞ του δεν Ýχει ßχνος πολιτικÞς αναφορÜς Ýτσι üπως τη συναντÜμε στο Ýργο του ΜπÜιρον π.χ. και δε γνωρßζουμε αν θα 'γραφε κι αυτüς αν ζοýσε Þ δημιουργοýσε οικογÝνεια üπως ο ΝτοστογιÝφσκη πως η ΟμορφιÜ θα σþσει τον Κüσμο, σ' εποχÝς που τα κρÜτη αγωνßζονταν για την εθνικÞ τους ανεξαρτησßα την ανεýρεση της αυτοσυνειδησßα τους και γνωρßζοντας ιστορικÜ ü,τι ακολοýθησε η αγγλικÞ αποικιοκρατßα, η μαρξιστικÞ επανÜσταση κι οι Üλλες ιστορικÝς κüσμο-αλλαγÝς τüσο στον Ευρωπαúκü üσο και στο διεθνÞ χþρο. Το κßνημα του ρομαντισμοý που πηγÜζει τüσον απü τις ιδÝες του Ζαν Ζακ Ρουσσþ üσο κι Üλλων διαφωτιστþν, Þταν μια περιπÝτεια της σκÝψης üσο διÜστημα το φυσικü περιβÜλλον Þταν αλþβητο απü την ασυλλüγιστη επÝμβαση του ανθρþπου και το Üτομο εßχε συναßσθηση της κοινωνικüτητÜς του.


                             ΕπιστολÞ στην αγαπημÝνη του ΦÜννυ ΜπρÜουν

     Η βιομηχανικÞ επανÜσταση που ακολοýθησε Üλλαξε και τις συνθÞκες διαβßωσης και τον τρüπο που βλÝπουμε το φυσικü περιβÜλλον. Η εξιδανικευτικÞ ματιÜ επßσης που οι ρομαντικοß βλÝπανε την αρχαßα ΕλλÜδα κι ο μεγÜλος τους φιλελληνισμüς σßγουρα βοηθÞσανε το πρüβλημα της ΕλληνικÞς ανεξαρτησßας κι ΕπανÜστασης, üμως η πραγματικüτητα Þτανε διαφορετικÞ τüσο στον αρχαßο κüσμο üσο και στην εποχÞ τους. Οι Ναπολεüντειοι πüλεμοι και τα σημαντικÜ προβλÞματα που επισþρευσαν, δεν απασχüλησε το Ýργο τους, οι φιλοσοφικÝς αλλαγÝς κι ιδÝες πιüτερο μιλÞσανε στους Γερμανοýς ρομαντικοýς παρÜ στους ¢γγλους. Το ßδιο διαπιστþνουμε και στο χþρο της μουσικÞς Þ και σ' Üλλες μορφÝς τÝχνης. Οι ιστορικÝς συνιστþσες κÜθε χþρας εßναι διαφορετικÝς, το ßδιο συμβαßνει και με τα διÜφορα κινÞματÜ της.
    Ο Τζων Κητς üπως δεκÜδες μελÝτες για το Ýργο του αποδεικνýουνε δεν αγωνßστηκε μÜταια, η ποιητικÞ του φωνÞ ακοýγεται ακüμα και σÞμερα με νοσταλγßα και μια κρυφÞ αßσθηση χαμÝνης γαλÞνης, που προÝρχεται απ' τα χεßλη ενüς νÝου που δεν πρüλαβε ν' ανδρωθεß, ν' απολαýσει τη φθορÜ του χρüνου και να την αποτυπþσει σαν ιστορικÞ εξÝλιξη της ατομικÞς μας αθανασßας. Τ' üνομÜ του üμως μαζß με του ΜπÜιρον και του ΣÝλλευ βρßσκεται ανÜμεσα στην αγßα τριÜδα του αγγλικοý ρομαντισμοý.

   "Ο Κητς εßναι ο ποιητÞς του αποκλεισμοý ποθεß την εßσοδο σ’ Ýναν Üλλο, φανταστικü κüσμο. Στο ¾πνος & Ποßηση επικαλεßται τη στιγμÞ που θα μποροýσε και ο ßδιος να γßνει 'λαμπρüς πολßτης' του Παραδεßσου της Ποßησης..."  ΧÜρης Βλαβιανüς

   "Ο Κητς θα μποροýσε να χαρακτηρισθεß τρομερü παιδß των αγγλικþν γραμμÜτων, αν δεν βασανιζüταν απü τη φθßση που τον οδÞγησε στο θÜνατο στην ηλικßα των 26 μüνον ετþν. Ο συγγραφικüς του βßος δε ξεπερνÜ τα 10 χρüνια, που μολαταýτα Þταν αρκετÜ για να παραχθεß Ýργο που θα σημÜδευε τα παγκüσμια γρÜμματα..."  ΑναστÜσιος Βιστωνßτης

   "Εßναι αληθÝς üτι ο ποιητÞς οýτος, ο ¢γγλος Κητς, Þτο Üξιος εκμεταλλευτÞς του ΦιλοστρÜτου, εκ των ωραßων λüγων του οποßου συνÝθεσεν ευγενÝστατον ποßημα..."  Κωνσταντßνος ΚαβÜφης

   "Εßναι μια λατρευτικÞ εξαßρεση ο Κητς, ο ποιητÞς που νεüτατος πÝθανε συντριμμÝνος απü τη βαρβαρüτητα που του δεßξανε οι ¢γγλοι κριτικοß. Ο Κητς εßναι ο ερημικüς εραστÞς της Üδολης ομορφιÜς δανεισμÝνης, πλοýσια απü την αρχαßα ΕλλÜδα, χωρßς καμιÜ κοινωνικÞ φιλοδοξßα, χωρßς κανÝνα φιλοσοφικü σκοπü".  ΚωστÞς ΠαλαμÜς

   "Αν στ’ αλÞθεια υπÜρχει Ýνας αÝρας ποιητικüς, αυτüς μüνο μÝσα απ' τις ρωγμÝς της σπασμÝνης συμβατικüτητας πνÝει και ξεχýνει της ζωοδüτρες του ριπÝς.. Απü τη Σαπφþ, ßσαμε τον Σολωμü, τον Κητς..."  ΟδυσσÝας Ελýτης

   "Η ποßηση τραγουδÜ στην Αγγλßα με τη τριÜδα Κüλεριτζ, ΣÝλλευ, Κητς".  ΖÞσιμος ΛορεντζÜτος

   "Το Ýργο του Ýχει ταυτιστεß με τη μυστηριακÞ Ýλξη του ανεξÞγητου ΚÜλλους, που συνδÝει την ομορφιÜ του λυρισμοý του με την ανεξιχνßαστη ακτινοβολßα ενüς μυστηρßου".  ΜÞτσος Λυγßζος

Ο ¢γγελος Σικελιανüς Ýγραψε Ýνα ποßημα για τον πρüωρα χαμÝνο ποιητÞ:

       ΓιÜννης Κητς

(κλþνος του Απüλλωνα το χÝρι
πλατÜνου κλþνος λεßος και τροφαντüς,
απλωμÝνος πÜνω σας, να φÝρει
την αμβροσßα γαλÞνη του παντüς...)

“Στης Πýλου τον πλατý γιαλü, το φωτεινü, στοχαζüμουν
να φτÜνεις συντροφιÜ μου,
με το καρÜβι το αψηλü του ΜÝντορα αραγμÝνο αργÜ
στην αγκαλιÜ της Üμμου
δεμÝνοι με των εφÞβων, που πÝτονται με τους θεοýς,
φτερουγιαστÞ φιλßα
προς τα θρονιÜ να βαßνομε τα πÝτρινα, üπυ ο καιρüς
κι ο λαüς εκÜμαν λεßα,
τον Üντρα ν’ αντικρßσουμε που και στην Τρßτη γενεÜν
ατÜραχα εκυβÝρνα,
και για ταξßδια ο λüγος του και γι Üγιες γνþμες μÝστωνε
στα φρÝνα üσον εγÝρνα...

Στις τρÝτικης προς τους θεοýς δαμÜλας να βρεθοýμε, αυγÞ,
και τη θυσßα παρÝκει,
ν’ ακοýσουμε τη μια κραυγÞ που σýρανε οι τρεις κüρες του
σα βοýισε το πελÝκι,
την αργογýριστη ματιÜ τη μαυροτσßνορη, Üξαφνα
στα σκüτη πνßγοντÜς τη,
με των κερÜτων Üνεργο το μισοφÝγγαρο το αχνü,
περßχρυσο επλÜστη...

Τ’ απÜρθενü σου το λουτρü σαν αδερφÞ τον αδερφü
η αγÜπη μου λογιÜστη,
σýντας γυμνü θα σ’ Ýλουζε και μ’ üμορφο θα σ’ Ýντυνε
χιτþνα η ΠολυκÜστη.

Να σε ξυπνþ, στοχαζüμουν, με το ποδÜρι σπρþχνοντας,
σýντας αυγÞ χαρÜζει,
την þρα να μη χÜνομε, ζεμÝνον αφοý προσδοκÜει
το φωτεινü αμÜξι,
κι ολημερßς με τη σιωπÞν Þ με το λüγο τον απλüν,
οποý Ýρχεται και πÜει,
να κυβερνÜμε τα’ Üλογα οποý üλο σειοýνε το ζυγü
στο ‘να και στ’ Üλλο πλÜι...

Μα πιüτερο στοχαζüμουν, σýντας τα μÜτια σου τα δυο,
που τα ‘χες σαν αλÜφι,
στου ΜενελÜου τα δþματα θ’ αποξεχνιüταν στο χαλκü
και στο λαμπρü χρυσÜφι
και θα τηρÜγαν Üσειστα, βυθßζοντÜς τα σε βυθüν
αγýριστο στη μνÞμη,
τα κεχριμπαρÝνια τα βαριÜ, το φλþρο Þ τ’ Üσπρο φßλντισι,
το ιστορισμÝνο ασÞμι...

Στοχαζüμουν σα, σκýβοντας στ’ αυτß, θα σου ‘λεγα μ’ αργÞ
φωνÞ χαμηλωμÝνη:

«ΚρÜτει τα μÜτια σου, ω καλÝ, γιατß σε λßγο θα φανεß
στα μÜτια μας η ΕλÝνη,
αγνÜντια μας θε να φανεß του Κýκνου η κüρη η μοναχÞ,
σε λßγο, εδþ μπροστÜ μας,
και τüτε πια βυθßζομε στον ποταμü της ΛησμονιÜς
τα βλÝφαρÜ μας».

¸τσι μου ανÜφαινες λαμπρüς, üμως ποιοι μ’ Ýφεραν σ’ εσÝ
χορταριασμÝνοι δρüμοι!
Τα πýρινα εκατüφυλλα που ‘στρωσα στον τÜφο σου,
κι ανθεß για σÝνα η Ρþμη,
μου δεßχτουνε τα ολüχρυσα τραγοýδια σου, σαν τα κορμιÜ
που αδρÜ κι αρματωμÝνα
σε τÜφο αρχαßο πρωτÜνοιχτο κοιτÜς τα ακÝρια, κι ως κοιτÜς
βουλιÜζουνε χαμÝνα...

Κι üλο τον Üξιο θησαυρü το Μυκηναßο, που λüγιαζα
ν’ απßθωνα μπροστÜ σου,
τα κýπελλα και τα σπαθιÜ και τα πλατιÜ διαδÞματα,
και στη νεκρÞ ομορφιÜ σου
μια προσωπßδα σαν αυτÞ που σκÝπασε των Αχαιþν
το βασιλιÜ αποκÜτου,
ολüχρυση κι ολüτεχνη, πελεκητÞ με το σφυρß
στο αχνÜρι του θανÜτου!”

=================


ΡΗΤΑ:

 * Αν η ποßηση δεν Ýρθει με φυσικü τρüπο, üπως τα φýλλα σ' Ýνα δÝντρο, τüτε καλλßτερα να μην Ýρθει καθüλου.

* Η ποßηση πρÝπει να 'ναι σπουδαßα και διακριτικÞ, κÜτι που θα μπαßνει στη ψυχÞ του καθενüς και δεν θα τη ξαφνιÜζει μ' αυτü το ßδιο, αλλÜ με το θÝμα του.

* Το αξßωμα στη φιλοσοφßα δεν εßναι αξßωμα, μÝχρι ν' αποδειχθεß σωστü πÜνω στο κορμß μας: διαβÜζουμε εκπληκτικÜ πρÜγματα, μα δεν τα κατανοοýμε, μÝχρι να ζÞσουμε τις ßδιες εμπειρßες με το συγγραφÝα.
__________

ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

          ΩδÞ Σ' ¸να Αηδüνι

Η καρδιÜ μου πονεß. ΒαριÜ χαλαρþνει
τις αισθÞσεις μου νÜρκη, λες φαρμÜκι Ýχω πιει,
λες κι Üδειασα ολüγεμο κýπελλο αφιüνι,
λßγο πριν, και βυθßστηκα μÝσα στη λÞθη.
Δε φθονþ την ωραßα που σου 'λαχε τýχη,
μονÜχα πονþ απü χαρÜ στη χαρÜ σου,
των δεντρþν λαφροφτÝρουγη ΔρυÜδα εσý,
που σε μυριοπλεγμÝνες ηχηρÝς φυλλωσιÝς
απ' οξιÝς κι αρßθμητους ßσκιους, τον ýμνο
του καλοκαιριοý με γιομÜτη φωνÞ τραγουδεßς.

Ω! και ποιος μια γουλιÜ απ' το κρασß θα μου δþσει
που στη γης το κρατοýνε καιροýς να παγþσει,
να μυρßζει λουλοýδια και πρÜσινο αγρü
και του Þλιου μεθýσι και τραγοýδια, χορü
Ýνα πλÝριο ποτÞρι απü χþρα θερμÞ
γιομισμÝνο απ' τη γνÞσια πορφυρÞν ΙπποκρÞνη,
στ’ αλικüβαφα χεßλια του να σπιθßζει
üλο φοýσκες ο αφρüς, να μπορÝσω να πιω!
Κι αφÞνοντας πßσω τον κüσμο, μαζß σου,
στα σκοτÜδια του δÜσου μακρυÜ να χαθþ!

Να χαθþ να ξεχÜσω στ' αγÝρι, ν' απλωθþ,
το που συ μες στα δÜση δεν Ýχεις γνωρßσει,
τον κÜματο, την πλÞξη και τον πυρετü, εδþ
που το βüγγο ο Ýνας ακοýει του Üλλου,
το τρεμÜμενο αδýναμο των γÝρων κεφÜλι,
και τη νιüτη που ωχρÞ σιγοσβεß και πεθαßνει,
που κι η σκÝψη ακüμα απü θλßψη γιομßζει
και στα βλÝφαρα πÜνω μολýβι βαραßνει,
που η λÜμψη ωραßων ματιþν μια μÝρα κρατÜ,
μα κι η φλüγα που ανÜβουν δε ζει πιο πολý.

ΜακρυÜ! ΜακρυÜ! Θα πετÜξω κοντÜ σου!
Μα του ΒÜκχου οι πÜνθηρες δε θα με σýρουν,
θα με φÝρουν της ποßησης τ’ Üυλα φτερÜ σου,
κι ας μ’ αντßσκοβε ο νους μου βαρýς μÝχρι τþρα.
Να ’μαι κιüλας μαζß σου! Εßν’ η νýχτα γλυκειÜ
κι ßσως Üνασσα να 'ναι στο θρüνο η σελÞνη
και γýρω της μÜγος, απ' αστÝρια εσμüς!
Μα εδþ πÝρα μονÜχα δε φωτÜει Üλλο φως,
üσ' η αýρα απ' τα ουρÜνια στο φýλλωμα χýνει
και στα χορταριασμÝνα μονοπÜτια τα στριφτÜ.

Τι λουλοýδια στα πüδια μου ανθßζουν δεν ξÝρω,
μÞτε ποιü γλυκü μýρο πλανιÝται στους κλþνους,
μα στο ισκιüφωτο το μυρωμÝνο μαντεýω
την ξÝχωρη τοýτου του μÞνα ευωδιÜ,
üπου παßρνουν τα θÜμνα, τ’ ασπρÜγκαθα, η χλüη,
οι καρποß στ’ Üγρια δÝντρα, το ρüδο του αγροý,
ο μενεξÝς που σβηÝται γοργÜ μες στα φýλλα,
και το πρþτο παιδß του Μαγιοý, της μοσκιÜς
το μπουμποýκι λουσμÝνο σ’ απüσταγμα δρüσου,
που οι μýγες τα βρÜδια του θÝρους με βουÞ τριγυρνοýν.

Στο σκοτÜδι αφουγκρÜζομαι. Κι αν τüσες φορÝς
για τον Þσυχο θÜνατο αγÜπη εßχα νοιþσει
και με λüγια γλυκÜ σε στßχους καλοýσα
την πνοÞ μου απαλÜ στον αιθÝρα να πÜρει,
μα τþρα, σαν πλοýσια ηδονÞ μοý φαντÜζει,
δßχως πüνο, τα μεσÜνυχτα αυτÜ να πεθÜνω,
ενþ σ’ Ýκσταση γýρω σκορπÜς την ψυχÞ σου!
Θε να ψÜλλεις, μ’ ανþφελα θα ’ν’ για τ’ αυτιÜ μου.
Η θεúκÞ σου νεκρικÞ ψαλμωδιÜ
θ’ αντηχεß σε σωρüν απü χþμα.

Συ δεν πλÜστης για θÜνατο, αιþνιο πουλß.
Αχüρταγοι ανθρþποι δε σε πÜτησαν χÜμω,
η φωνÞ π’ ακοýω τþρα, σε χρüνια παλιÜ
κι απ’ τον Üρχοντα ακοýστηκε κι απü το δοýλο.
ºσως να ’ταν ο ßδιος ετοýτος σκοπüς,
üπου εχýθη στης Ρουθ τη θλιμμÝνη καρδιÜ,
καθþς την πατρßδα γλυκÜ νοσταλγþντας,
δακρυσμÝνη στεκüταν στα στÜχυα τα ξÝνα.
Αυτü να ’χε γητÝψει παραθýρια π’ ανοßγαν
σ’ αφρισμÝνα πελÜγη σε μια ξωτικÞν ερημιÜ.

ΕρημιÜ! σαν καμπÜνα η λÝξη με κρÜζει
να χωρßσω απü σÝ και μüνος να μεßνω!
Χαßρε! Να πλανÝσει η φαντασßα δεν εßν’ Üξια
üσον Ýχει τη φÞμη. Χαßρε πνεýμα απατηλü!
Το γλυκü σου τ’ αντßφωνο, σαν παρÜπονο,
σβηεß και πÜει, το γειτονικü λιβÜδι περνÜ,
το Þσυχο ρυÜκι, του λüφου την πλαγιÜ
και στο ξÝφωτο θÜβεται της Üλλης κοιλÜδας.
¹ταν üραμα; ¼νειρο που Ýπλεξε ο νους;
ΠÜει πια η μουσικÞ! Ξýπνιος εßμαι Þ κοιμÜμαι;

   Μτφρ.: Ελπßδα Δ. Γκßνη

      ΩδÞ Σε Μιαν ΕλληνικÞ Υδρßα

Ω! νýφη, ακüμα απÜρθενη, της ησυχιÜς της ιερÞς!
Συ ψυχοπαßδι της σιωπÞς, του χρüνου π’ αργοσβηεß,
ειδυλλιακÝ ανιστορητÞ, που μýθο ολÜνθιστο μπορεßς
να λες γλυκýτερα κι απ’ ü,τι ο στßχος θÝλει ειπεß:
τι θρýλος φυλλοστüλιστος στην πλÜση σου στοιχειþνει
θεþν Þ Θνητþν Þ και των δυο,
στα ΤÝμπη Þ σε κοιλÜδα ΑρκαδικÞ;
Τι Üνθρωποι ετοýτοι Þ ποιοι Θεοß;
Τι κüρες, π’ Üντρας δε ζυγþνει,
τι Üγριο κυνÞγι; ποιος αγþνας για φευγιü;
Και τι σουραýλια, κýμβαλα; ποιαν Ýκσταση μανιακÞ;

ΓλυκÝς οι μελωδιÝς π’ ακοýγονται, μα πιο γλυκÜ
πνÝουν οι ανÜκουστες, γι’ αυτü, αυλοß απαλοß, λαλεßτε,
μα üχι στης αßσθησης το αυτß, με Üυλη χÜρη, πιο ακριβÜ,
στο πνÝμα τα τραγοýδια σας αυλεßτε:
ωραßα νιüτη, κÜτω απ’ τις σκιÝς, ποτÝ δε θÝλει λεßψει
απü τα χεßλη σου ο σκοπüς κι ουδÝ τα φýλλα απ’ τα δεντρÜ·
απüκοτε αγαπητικÝ, ποτÝ φιλß δε θα χαρεßς,
αν και σιμÜ στον πüθο σου –μα μη σε πÜρει η θλßψη,
δεν μπüρειε αυτÞ να μαραθεß, θερÜπειο αν δεν δεις στερνÜ,
αιþνια συ θε ν' αγαπÜς κι εκεßνη ωραßα θα θωρεßς.

Αχ! σεις πανεýτυχα κλωνιÜ! τα φýλλα σας ποτÝ
δε θε να ρÝψουν κι Üνοιξη για πÜντα θα στολßζει·
κι ακοýραστε συ, μακÜριε μελωδÝ,
αιþνια το παιχνßδι σου νÝα τραγοýδια θα τονßζει·
πιο ευτυχισμÝνη αγÜπη! αγÜπη τρισευτυχισμÝνη!
ΠÜντα θερμÞ και π' üλο μÝλλεται να σε χαροýν,
με αιþνια λαχτÜρα, νεüτητα παντοτινÞ,
κι απ' ü,τι πνÝει τ' ανθρþπινα τα πÜθη γλυτωμÝνη,
που κüρο στη καρδιÜ και θλßψη της κληρονομοýν,
στο μÝτωπο Ýνα πυρετü, πßκρα στη γλþσσα τη στεγνÞ.

Ποιοß να 'ναι τοýτοι π' Ýρχονται, ιερÞ μια συνοδεßα;
Και το δαμÜλι που μουγγÜνει στα ουρÜνια,
μýστη ιερÝα, σε ποιü βωμü οδηγÜς για τη θυσßα,
τα μεταξÝνια του πλευρÜ με λουλουδιþν στεΦÜννυα;
Σαν τß χωριü σε ακροθαλÜσσι Þ σε ρυÜκι,
Þ σε πλαγιÜ βουνοý, μ' ακρüπολη üλο ειρÞνη,
απ' το λαü του ν' Üδειασε την Üγια τοýτη πρωινÞ;
Κι ω! συ χωριü, το κÜθε σου δρομÜκι,
θα 'ναι για πÜντα σιωπηλü· κι οýτε θα γεßρει μια ψυχÞ
ποτÝ να πει, γιατß Ýχεις Ýρμο μεßνει.

Ω! αττικü παρÜστημα! φüρμα ωριοπλασμÝνη
με αγαλματÝνια αντρþν γενιÜ, κüρες μ' ακρÜτη νιüτη,
με δÜσου κλþνια και τη χλüη πατημÝνη·
πλÜσμα σωπαßνον! σαν την αιωνιüτη
λυτρþνεις απ' τη σκÝψη, ω! παστορÜλι συ νεκρü!
Κι Ýρμη, με τα γερÜματα, τοýτ' η ελικιÜ σα θα ’ναι,
θα μνÞσκεις τüτε ακüμα συ μες στης ζωÞς τον πüνο,
φßλος του ανθρþπου, να του λες αιþνιο καιρü:
"Η ομορφιÜ ’ναι αλÞθεια, η αλÞθεια ’ναι ομορφιÜ", το μüνο
που ξÝρουμε στη γη κι üλοι να μÜθουνε χρωστÜνε.

         Μτφρ.: ΓιÜννης Κλ. Ζερβüς

¼ποιος Στη Πüλη Κλεßστηκε Καιρü (1816)

¼ποιος στη πüλη κλεßστηκε καιρü πολý,
γλυκαßνεται üταν αντικρßζει την πανþρια
κι ολÜνοιχτη üψη τ’ ουρανοý, üταν ψιθυρßζει
μια δÝηση κÜτω απ’ το θüλο το βαθý.
Πüσο ευτυχÞς, σαν με χορτÜτη την ψυχÞ,
και κουρασμÝνος, σε λημÝρι δροσερü φωλιÜζει,
μÝσα σε χλüη πυκνÞ κι εκεß διαβÜζει
Ýρωτα και θανÜτου ιστορßα αβρÞ.
Κι üταν γυρνÜει στο σπßτι του το δειλινü,
με αυτß που αρπÜζει του αηδονιοý τις τρßλιες, τη ματιÜ
στο συννεφÜκι που αρμενßζει αστραφτερü,
θρηνεß που η μÝρα κýλησε τüσο γοργÜ.
¼πως κυλÜ το δÜκρυ ενüς αγγÝλου,
στο διÜφανο ουρανü γλιστρþντας σιωπηλÜ.

       ¸φυγε Η ΜÝρα (1819)

¸φυγε η μÝρα, και μαζß üλα τα καλÜ.
Χεßλη, γλυκιÜ αγκαλιÜ, χÝρι απαλü, φωνÞ,
ανÜσες, ψιθυρßσματα, μισüλογα γλυκÜ,
μÜτια που αστρÜφτουν, αφημÝνη μÝση, θεßο κορμß.
ΜαρÜθη τ’ Üνθος κι üλες οι μπουμπουκιασμÝνες χÜρες του,
μαρÜθηκε στα μÜτια μου της ομορφιÜς η üψη,
μαρÜθηκε η μορφÞ της μες στα χÝρια μου,
μαρÜθηκαν φωνÞ, θÝρμη, παρÜδεισος, λευκüτης,
σβηστÞκαν Üκαιρα στο πÝσιμο του δειλινοý,
την þρα που νυχτερινÞ γιορτÞ των ßσκιων ξεκινÜ
ο μυρωμÝνος Ýρωτας κι υφαßνει το πυκνü
της σκοτεινιÜς το φÜδι, να σκεπÜσει τη χαρÜ.
Μα στης αγÜπης τη ΓραφÞ μια κι Ýχω σÞμερα εντρυφÞσει,
βλÝποντÜς με Ýτσι να νηστεýω, θα ’ρθει να με ναρουρßσει.

       Μτφρ.: Ασπασßα Λαμπρινßδου

      ¼ταν ΦοβÜμαι (1818)

¼ταν φοβÜμαι πιο πολý πως θα πεθÜνω,
και θα ’ναι ασýναχτο στο νου το γÝννημÜ μου,
τüμους δεν θα ’χω στοιβαγμÝνους ως επÜνω,
σιταποθÞκες με την þριμη σοδειÜ μου·

üταν σε νýχτα αστερωμÝνη ατενßζω
πελþρια σýμβολα τα νÝφη στον αιθÝρα,
και συλλογßζομαι, ποτÝ δεν θα ’ρθει μÝρα
με μÜγο χÝρι τις σκιÝς τους να ιστορÞσω·

κι üταν αισθÜνομαι πως πια δεν θα σε βλÝπω,
ωραßο πλÜσμα της στιγμÞς, σαν παραμýθι
τον ÝρωτÜ σου απερßσκεπτα να δρÝπω·

τüτε, στου κüσμου τη μεγÜλη παραλßα,
σκÝφτομαι μüνος, þσπου χÜνονται στα βýθη
και της αγÜπης και της δüξας τα πρωτεßα.

     Μτφρ.: Διονýσης ΚαψÜλης

          Στον ¾πνο (1819)

ΒÜλσαμο του μεσονυκτßου εσý απαλü,
το στοργικü το δÜχτυλü σου κλεßνει
μÜτια που βρßσκουν πια το φως πικρü,
τον ßσκιο θεúκÞς λÞθης τους δßνει.

Ω ¾πνε αβρÝ! Αν εßναι θÝλημÜ σου
κλεßσε τα μÜτια μου μες στη δικÞ σου ωδÞ,
Þ το αμÞν περßμενε, πριν το νανοýρισμÜ σου
μοý ρßξει παπαροýνα ευσπλαχνικÞ.

ΠÜνω στο μαξιλÜρι μου η μÝρα αυτÞ θα μεßνει
τρÝφοντας θρÞνους, αν δεν Ýρθει η βοÞθειÜ σου.
Σþσε με απ’ τη συνεßδηση που σκοτεινÞ εξουσßα
Ýχει πÜντα να σκÜβει σαν ποντßκι.

ΣτρÝψε üπως ξÝρεις το κλειδß στην κλειδαριÜ τη λεßα
και της ψυχÞς μου σφρÜγισε τη θÞκη.

      Μτφρ.: ΛÝνια Ζαφειροποýλου

                     Η ΦÞμη

Η ΦÞμη πεισματÜρικη, σεμνÞ θα μÝνει κüρη
γι’ αυτοýς που τÞνε τριγυρνÜν με δουλικü το γüνα.
Κι üμως, να, παραδßνεται σ’ Ýνα Üμυαλον αγüρι.
Πιο τρÝλαν Ýχει μια καρδιÜ που δεν γνωρßζει αγþνα.
Εßναι τσιγγÜνα. Δε μιλÜ σ’ üσους δεν Ýχουν μÜθει
μακριÜ απ’ αυτÞν να ’ναι Þσυχοι. ΝαζιÜρα, δεν αρÝσει
σιμÜ στ’ αυτß της ψßθυρο, θαρρεß κÜτι θα πÜθει
και σαν μιλÜν Üλλοι γι’ αυτÞν σε σκÜνδαλο θα πÝσει.
Εßναι τσιγγÜνα αληθινÞ, στο Νεßλο γεννημÝνη,
ζηλιÜρα σαν την ΠετεφρÞ. ΑυτÞς την καταφρüνια
μ’ Üλλη τüση πληρþσετε, ερωτοχτυπημÝνοι
σεις τροβαδοýροι. ΑγÝραστοι σεις καλλιτÝχνες αιþνια
τρελοß μην εßστε. Για το ‘Ýχε γεια’ κομψÜ απλþστε χÝρι
κι αν της αρÝσει πßσω σας το βÞμα της θα φÝρει.

               Για Τη ΘÜλασσα

Αιþνιο κρατÜ μουρμουρητü σ’ ακρογιαλιÝς πανÝρμες
και σε σφοδρÞν αναρροÞ χιλιÜδες και χιλιÜδες
σπηλιÝς μπουκþνει, μÝχρι που τα μÜγια της ΕκÜτης
τις παρατÜν με τους παλιοýς αχοýς ßσκιο γεμÜτους.
ΣυχνÜ Ýχει τÝτοια διÜθεση και τÝτοιαν ημερÜδα,
þστε και το μικρüτερο κοχλßδι δεν σαλεýει
μÝρες και μÝρες απü κει που κÜποτε Ýχει πÝσει,
üταν εßχαν ξαμοληθÞ των ουρανþν οι ανÝμοι.
Ω σεις, που μια τραχιÜ βουÞ την ακοÞ ζαλßζει
Þ και παραχορτÜσατε απü πλÞθος μελωδßες,
καθßστε σε καμιÜς σπηλιÜς το στüμα και ρεμβÜστε
ως ποý χορüς να σας ξαφνιÜσει, τÜχα, Ωκεανßδων.

Ποý εßναι ο ΠοιητÞς; Φανερþστε τον!

Ποý εßναι ο ΠοιητÞς; Φανερþστε τον!
Φανερþστε τον, εννÝα Μοýσες, για να τον γνωρßσω!
Εßναι ο Üνθρωπος που με τον Üνθρωπο
εßναι ßσος, εßναι αυτüς βασιλιÜς,
Þ φτωχüτερος απ’ τη φÜρα των ζητιÜνων,
Þ κÜτι Üλλο θαυμαστü
¸νας Üνθρωπος ßσως να’ ναι
ανÜμεσα σε πßθηκο και ΠλÜτωνα
Αυτüς εßναι ο Üνθρωπος που με το πουλß,
το σπουργßτι Þ τον αετü,
βρßσκει το δρüμο του σε üλα του τα Ýνστικτα.
Αυτüς Ýχει ακοýσει του λιονταριοý το βρυχηθμü,
και μπορεß να πει τι εκφρÜζει ο σκληρüς λαιμüς του,
Και σε αυτüν Ýρχεται της τßγρης
η κραυγÞ ευφραδÞς και πατÜ
στ' αυτß του σα γλþσσα μητρικÞ…

       Μτφρ.:   Β. ΕλεγÜς

        Meg Merrilies

Η γριοýλα Μεγκ Þταν τσιγγÜνα,
ζοýσε στους βÜλτους ζωÞ φτωχÞ,
εßχε για στρþμα της δεμÜτια ρεßκια,
και για καλýβι της üλη τη γη.

ΞυνÜ βατüμουρα, μÞλα της Þταν
το σπαρτοκÜρπι, μαýρη σταφßδα
του Üγριου ρüδου η δροσιÜ, κρασß της
και κÜθε μνÞμα, βιβλßου σελßδα.

Πεýκα ολομýριστα, γκρεμοß και λüφοι
Þταν αδÝλφια της, η φαμελιÜ της·
μ’ αυτÜ μιλοýσεν üλη τη μÝρα
και τ’ αγαποýσε με την καρδιÜ της.

ΜÝρες πολλÝς νηστικÝς περνοýσε
κι üταν το βραδινü της δεν εßχε πÜρει,
τα μÜτια στÞλωνε στον ουρανü,
για να χορτÜσει με το φεγγÜρι.

Μα σα λιοφþτιζεν, η Μεγκ στεΦÜννυ
απ’ αγιοκλÞματα πÜντα φοροýσε
δροσολουσμÝνα, και κÜθε βρÜδυ
τις βÝργες Ýπλεκε και τραγουδοýσε.

ΨαθιÜ απü βοýρλα φτιÜχναν με τÝχνη
γÝρικα δÜχτυλα που εßχαν ροζιÜσει·
ψαθιÜ απü βοýρλα που τα πουλοýσε
στα καλυβüσπιτα μÝσα στα δÜση.

Σα μια βασßλισσα Þταν γενναßα,
σαν αμαζüνα Þταν ψηλÞ,
κüκκινη κÜπα χοντρÞ φοροýσε
και στο κεφÜλι χοντρü ψαθß.
ΓÝρικα κüκκαλα πÜνε πια χρüνια
που στην αγκÜλη της Ýκλεισε η γη.

Μτφρ.: Μερüπη Οικονüμου

     Η ¼μορφη ¢σπλαχνη ΚυρÜ

Τι να 'χεις τÜχα, αρματωμÝνε ιππüτη,
κι Ýρμος πλανιÝσαι Ýτσι χλωμüς;
Τα βοýρλα πια ξερÜθηκαν στη λßμνη
και τα πουλιÜ δεν κελαηδοýν.

Τι να ’χεις τÜχα, αρματωμÝνε ιππüτη,
κι εßσαι Ýτσι λυπημÝνος, σκυθρωπüς;
Του σκßουρου ο κρυψþνας γÝμισε σιτÜρι
κι Ýχει τελειþσει ο θερισμüς.

ΒλÝπω Ýνα κρßνο πα’ στο μÝτωπü σου
υγρü απü την αγωνßα και τον πυρετü,
στα μÜγουλÜ σου ξÝθωρο Ýνα ρüδο
που πÝφτουνε τα φýλλα του νεκρÜ.

– ΑντÜμωσα μια νÝα στα λιβÜδια
πεντÜμορφη, μιας μÜγισσας παιδß,
με πλοýσια κüμη, ανÜλαφρο το πüδι
και με μÜτια παρÜφορα πολý.

Της Ýπλεξα στεΦÜννυ για το μÝτωπü της,
βραχιüλια και μια ζþνη ευωδερÞ·
με κοßταζε ολοÝνα σα να μ’ αγαποýσε,
αναστενÜζοντας γλυκÜ.

Την κÜθισα καβÜλα στ’ Üλογü μου
και τßποτε Üλλο δεν εßδα ολημερßς,
’τß σκýβοντας στο πλÜι μου τραγουδοýσε
Ýνα τραγοýδι μαγικü.

Ρßζες γλυκÝς και νüστιμες μοý βρÞκε,
Üγριο μÝλι και μÜννα δροσερü·
σßγουρα, ναι, σ’ αλλüκοτη μια γλþσσα,
μου ’λεγε: ‘‘ΑλÞθεια, σ’ αγαπþ!’’

Στη στοιχειωμÝνη μ’ Ýσυρε σπηλιÜ της
και στÝναζε λυπητερÜ·
εκεß της σφÜλισα τα εκστατικÜ της μÜτια
με τÝσσερα φιλιÜ.

Και μ’ αποκοßμισε με το νανοýρισμÜ της
κι Ýνα üνειρο εßδα – αλλοß σ’ εμÝ!
τ’ üνειρο το στερνü που εßδα ποτÝς μου
στου κρýου του λüφου την πλαγιÜ.

Πρßγκιπες, μαχητÝς και βασιλιÜδες
εßδα χλωμοýς, σαν να ’τανε νεκροß,
που φþναζαν, ‘‘Αχ, σ’ Ýχει σκλαβωμÝνο
la Belle Dame sans merci’’.

Εßδα τα λιμασμÝνα χεßλη στο σκοτÜδι,
να μου το λÝνε χÜσκοντας φριχτÜ·
και ξýπνησα και βρÝθηκα εδþ κÜτω,
στου κρýου λüφου την πλαγιÜ.

Και να γιατß πÜντα εδþ πÝρα μÝνω
κι üλο γυρνþ μονÜχος και χλωμüς,
αν και τα βοýρλα ξεραθÞκανε στη λßμνη
και τα πουλιÜ δεν κελαηδοýν.

Μτφρ.: ΔημÞτρης Σταýρου

         Στην Ακρßδα & Το Γρýλλο

Η ποßησις που βγÜζ' η γη μηδÝποτε πεθαßνει:
¼ταν μαραßνει τα πουλιÜ του λÜβρου ηλιου η πýρα
κι αρÜζουν στις δεντροδροσιÝς, φωνÞ γροικιÝται γýρα
σε λειβαδιοý θαμνüφραχτου χλüη φρεσκοκομμÝνη.

Ειν' της Ἀκρßδος η φωνÞ -κεßνη παßρνει κεφÜλι
στου θÝρους τη γλυκειÜ βολÞ– και τελειωμü δεν Ýχει
με τις χαρÝς, για ως κουραστεß απ' το τρελλü της κÝφι
κÜτω απ' αγριüχορτο τερπνüν ανÝτως αναθÜλλει.

Ἡ ποßησις που βγÜζ' η γη αναπαημü δεν κÜνει:
Στο Ýρμο χειμÝριο σýθαμπο, που ο παγετüς αργÜζει
σιωπÞν, απ' τη θερμÜστρα να! με Þχους λιγυροýς

του Γρýλλου το τραγοýδισμα, στη ζÝστα πÜντ' αυξÜνει,
κι ειἰς Ýναν που αποκÜρωσε μισÜγρυπνος, φαντÜζει
σαν της Ἀκρßδος üπου αχεß σε λüφους χλοεροýς.

   Μτφρ.: ΕυστρÜτιος ΣαρρÞς

    ΒλÝποντας Τα Ελγßνεια

Το πνεýμα μου εßν’ αδýναμο, βαραßνει
πÜνω μου η θνησιμüτητα σαν ýπνος.
ΚÜθε μου ανÝβασμα Þ κατÝβασμα εßναι ßχνος
μιας δυσκολßας θεúκιÜς που με πεθαßνει,

ωσÜν αετüς, π’ Üρρωστος κοιτÜει τον ουρανü.
Κι üμως, αχνÞ πολυτÝλεια εßναι να θρηνÞσω
που δεν πρÝπει θολοýς ανÝμους να κρατÞσω
φρÝσκους για ν’ Üνοιγε το μÜτι το πρωúνü.

¼πως οι δüξες οι θαμπüσκεφτες του νου
φÝρνουνε μÝσα στην καρδιÜ στιγμÝς θηρßου,
Ýτσι τα θαýματα ετοýτα με πονοýν

που σμßγουν την ελληνικÞ λÜμψη με του αγρßου
ξοδÝματος του Χρüνου -μ' Ýνα κýμα ωκεανοý
Ýναν Þλιο- Ýναν ßσκιο μεγαλεßου.

  Μτφρ.: ΘανÜσης ΓιαπιτζÜκης

          ¾πνος & Ποßηση

Τß 'ναι πιο αβρü απü αγÝρι θερινü;
Απ’ το κολιβρι τ' üμορφο πιο ειρηνικü,
που μια στιγμÞ σ' ολÜνοιχτο ανθü αγγßζει
κι εýθυμα μες στις φυλλωσιÝς βουÀζει;

Τß πιο Þσυχο απü τριαντÜφυλλο π' ανθεß
μακρυÜ απ' ανθρþπου μÜτι, σε χλοερü νησß;
Τß πιο γερü απü χλüισμα των λιβαδιþν;
Τß πιο κρυφü απ’ τη φωλιÜ των αηδονιþν;

Τι πιο γαλÞνιο απ’ της ΚορντÝλια τη μορφÞ;
Πιο ορÜματα γεμÜτο απ' ιστορßα λαμπρÞ;
Τß Üλλο απü σε, ¾πνε; Τα μÜτια μας γλυκοσφαλÜς
και νανουρßσματα πολλÜ μας σιγοτραγουδÜς.

Σε προσκεφÜλια γιορτινÜ λαφροσιμþνεις,
με παπαροýνες και μ' ιτιÜ μας στεφανþνεις.
Σε μποýκλες μßας καλλονÞς εισαι μπλεγμÝνος
κι απü το πρωúνü που θα 'ρθει βλογημÝνος,
γιατß σ’ üλα τα μÜτια τα γλυκÜ δßνεις ζωÞ,
λÜμποντας ν’ αντικρýσουνε τη νÝα την αυγÞ.

Μα τß 'ν' αυτü που ξεπερνÜει το νου;
Τß 'ναι φρεσκüτερο απü τα μοýρα του βουνοý;
Πιο απαλü, παρÜξενο, ωραßο, βασιλικü,
απü κýκνου φτερü και περιστÝρι κι απ' αητü;

Ποιü εßναι και ποιü δßπλα του να βÜλω;
Τη δüξα του δε ξεπερνÜ κανÝνα Üλλο.
Η θýμησÞ του φοβερÞ, γλυκειÜ, ιερÞ,
σκορπßζει κÜθ' ανοησßα κοσμικÞ.

Πüτ' Ýρχεται μ’ αστροπελÝκια τρομερÜ,
Þ με υπüκωφη βουÞ στης γης τα σωθικÜ.
Κι Üλλοτε σα μουρμοýρισμα απαλü,
μας λÝει μυστικÜ απü κÜτι θαυμαστü,

που πÜνωθÝ μας στον κενüν αγÝρα ζει.
Ρßχνουμ' ολüγυρα ματιÜ εξεταστικÞ
να δοýμ' αÝρινες μορφÝς, σχÝδια απü φως,
Þ ýμνος φτÜσει ως τ’ αυτιÜ μας μακρινüς,

μÞπως τη δÜφνη δοýμε 'κεß ψηλÜ,
που θα μας στεφανþσει üταν δε θα ζοýμε πια.
ΚÜποτε γßνεται περÞφανη η φωνÞ,
κι απ’ τη καρδιÜ βγαßνει δοξαστικÞ κραυγÞ.
¹χοι που το Δημιουργü θα συναντÞσουν,
και σα ψιθýρισμα σιγÜ-σιγÜ θα σβÞσουν...

¼ταν ΠρωτοδιÜβασα Τον ¼μηρο Του ΤσÜπμαν*

Ταξßδεψα σε μÝρη μακρυνÜ.
Βασßλεια και χþρες, Ýχω δει
πολλÜ νησιÜ στη ΔυτικÞ ακτÞ,
üπου οι ποιητÝς κÜνουν δουλειÜ.

Μου μßλησαν γι' απÝραντο τοπßο,
üπου βαθýνους ¼μηρος κρατεß,
αλλÜ ποτÝ δεν εßχα ασχοληθεß
ως üτου διÜβασα το μεγαλεßο.

ΑισθÜνθηκα για πρþτη μου φορÜ
αντßκρυζα Ýνα πλανÞτη Üγνωστο
Þ σαν ΚορτÝζ, με μÜτια λαμπερÜ
κοιτοýσε Ειρηνικü απÝραντο
με φοβερü στρατü βουβü
απü του ΝτÜριεν το ψηλü βουνü.

 * George Chapman (1559-1634). ¢γγλος ποιητÞς και θεατρικüς συγγραφÝας που Ýκαμε μια αριστουργηματικÞ μετÜφραση του ΟμÞρου στην αγγλικÞ γλþσσα.

Δþσ' Μου Καπνü, Γυναßκες & Κρασß

Δþσ' μου καπνü, γυναßκες και κρασß
þσπου να πω: "Σþνει, αρκετÜ!"
ΑντιρρÞσεις μη μου φÝρνεις εσý,
μÝχρι τη βλογημÝνη
ΑνÜστασης τη μÝρα, αυτÜ.
Γιατß, μα τη γενειÜδα μου,
θα εßναι η αγαπημÝνη
η Αγßα η ΤριÜδα μου.

       Το Τραγοýδι Της Θλßψης

Θλßψη, γιατß δανεßζεσαι υγεßας χρþμα φυσικü
απü χεßλη κοραλλÝνια;
Θα βÜψεις λευκÜ ρüδα μ' ερýθημα παρθενικü;
¹ τÜχα εßν' το χÝρι σου, απ' τη δροσιÜ υγρü,
ßσα π’ αγγßζει μαργαρßτας τον ανθü;

Θλßψη, γιατß δανεßζεσαι πÜθος αστρÜφτερü
απü μÜτι γερακßνας;
Στη λαμπηδüνα σπßθας φως για να χαρßσεις;
¹ κÜποιο βρÜδυ αφÝγγαρο, να χρωματßσεις,
σε σειρηνþν ακρογιαλιÝς, το κýμα τ' αλμυρü;

Θλßψη, γιατß δανεßζεσαι απü θρηνητικÜ,
τραγοýδια απαλüηχα;
Να δþσεις τ' αηδονιοý μßα θολÞν εσπÝρα
και να τ’ ακοýς σαν πÝφτει η δροσιÜ
αργÜ που η νýχτα Ýδιωξε τη μÝρα;

Θλßψη, γιατß δανεßζεσαι την αλαφροθυμιÜ
απü του ΜÜη τη χαρÜ;
Τη πασχαλßτσα ο εραστÞς ποτÝ δε θα πατÞσει
-και θα χορεýει απ’ τη νýχτα ως την αυγÞ;-
οýτ' απü χαμολοýλουδα που 'ναι για σÝνα ιερÜ,
üσο κι αν το 'θελε σε γλÝντι να σκορπßσει.

Τη θλßψη τη χαιρÝτησα κι εßπα μακρυÜ να φýγω
αλλÜ εκεßνη μ' αγαπÜ
ακοýραστα, τüσο καλÞ σε 'μÝ και σταθερÞ.´
Θα τη ξεγÝλαγα να την αφÞσω πßσω,
μα εßναι τüσο σταθερÞ σε 'με, τüσο καλÞ.
ΚÜτω απ’ τις φοινικιÝς στην ακροποταμιÜ
κÜθισα κι Ýκλαψα -σ’ üλο τον κüσμο τον πλατý
κανÝνας δε με ρþτησε που Ýκλαιγα, γιατß.

ΣυνÝχισα επß πολυ το κλÜμα μου γοερÜ
κι Ýτσι των νοýφαρων οι κοýπες γÝμισαν
δÜκρυα που 'χανε των φüβων μου τις παγωνιÝς.
ΚÜτω απ’ τις φοινικιÝς, στην ακροποταμιÜ
κÜθισα κι Ýκλαψα σα νýφη που τη γκρÝμισαν
απü τα σýννεφα τ'απατηλÜ, οι εραστÝς.
Μα σÜβανα Ýχει και παγßδες μοναχÜ,
κÜτω απ’ τις σκüτεινες τις φοινικιÝς,
στην ακροποταμιÜ;

      ΣτροφÝς

Λες πως μ' αγαπÜς, μα με φωνÞ
απ' της καλüγριας πιο αγνÞ,
που τραγουδÜ
Τον απαλü Εσπερινü,
στον ßδιο της τον εαυτü
Καθþς καμπÜνα αντηχεß:
Ω αγÜπα με αληθινÜ!

Λες πως μ' αγαπÜς, μα μ’ Ýνα
χαμüγελο ψυχρü, σα δειλινÜ
του Σεπτεμβρßου.
Λες κι Þσουν μοναχÞ
του Αγßου ¸ρωτα του Θεßου
Και νÞστευες ευλαβικÞ.
Ω αγÜπα με αληθινÜ!

Λες πως μ' αγαπÜς, αλλÜ τα δυο
τα χεßλια που ποθþ,
-μ' απüχρωση τη κοραλλιÜ,
δε στÜζουν πιüτερη ευτυχιÜ
απ'τα κορÜλλια στο βυθü-
ποτÝ τους δεν ανοßγουν για φιλιÜ.
Ω αγÜπα με αληθινÜ!

Λες πως μ' αγαπÜς, μα δεν ανταποδßδει
το χÝρι σου το τρυφερü
το σφßξιμο στο σφßξιμü μου.
Εßναι σαν Üγαλμα νεκρü
¼ταν το χÝρι το δικü μου
-κι ερωτευμÝνο Þδη-
καßει για το πÜθος, φανερÜ.
Ω αγÜπα με αληθινÜ!

Ψιθýρισε μια-δυο λÝξεις-φωτιÜ!
Και χαμογÝλασÝ με
σα να 'ταν να καþ απ' αυτÝς,
και σφιχταγκÜλιασÝ με,
φßλα με üπως κÜνουν οι εραστÝς
και θÜψε με μες στη καρδιÜ.
Ω αγÜπα με αληθινÜ!

   Η ΜουσικÞ Των Ποιητþν (1817)

Πüσοι βÜρδοι λαμπρýνανε το πÝρασμα ετþν,
κÜποιοι απ' αυτοýς μου θρÝψαν τη χαρÜ.
Θα ημποροýσα πÜλι βρÝφος να γινþ ξανÜ
απü την απüλαυσÞ τους, δω στη γη Þ και ψηλÜ.

Και συχνÜ, σαν καθßζω πλÜι στο χλωρü θυμÜρι,
θεν' να μποýν' στο νου μου üλ' αυτοß, σαν Ýνα σμÜρι,
αλλÜ σýγχυση καμμßα, οýτ' ενüχληση αγενÞ,
Ýτσι Þχοι Üμετροι, στο πÝρασμα των δειλινþν:
-Τα τραγοýδια των πουλιþν
-ψßθυροι των φυλλωσιþν
-το κελÜρυσμα νερþν
-η μεγÜλη η καμπÜνα, που επßσημα αντηχεß
-κι Üλλα χßλια τüσα που με βρßσκουνε εκεß.

ΣβÞνει η απüσταση και εßναι δßπλα μου ξανÜ
φτιÜχνοντας μουσικÞ γλυκειÜ κι üχι Üγρια ταραχÞ,

          ΩδÞ Στη Μελαγχολßα

Μη! ¼χι μη! Στη ΛÞθη να μη πας
και μη γουλιÜ τ' ακüνιτου να πιεις αναζητÜς.
Στο γαλανü σου μÝτωπο ποτÝ να μη δεχτεßς
πικρü Φιλß του Στρýχνου και ας εßναι δα,
δþρο Üλικο, της Περσεφüνης και της γης.
Θα φτιÜξεις κομπολüι με του ΣτÜμου τους καρποýς;
ΑλÞθεια της θλιμμÝνης σου ζωÞς;
Μα πþς αντÝχεις χÜροντα τριζüνι να τη δεις,
Þ πεταλοýδα νεκρικÞ στης Θλßψης τη πλαγιÜ;
Το μοιρολüι του γκιþνη να 'χεις συντροφιÜ;
ΦυλÜξου! Για' θα 'ρθει αχνüς ßσκιος στη σκιÜ.
για να σου πνßξει την αÝναη αγωνßα της ψυχης...

Μα σαν σκεπÜσει ο ζüφος τη μελαγχολßα σου
και ξÜφνου ψληλαθε νÝφος απλþσει δακρυσμÝνα
σκεπÜζοντας, πÝταλα ανθþν τα λιποθυμισμÝνα,
και λüφους πρÜσινους, νεκρικü σεντüνι τ' Απριλιοý,
τüτε τη θλßψη χüρτασε, με δρüσο ρüδου πρωινοý,
Þ στο ουρÜνιο τüξο που με κýμα σπÜει, τ' ακρογιαλιοý,
Þ στη παιþνια πÜ' στου πλοýτου του βασιλικοý
κι αν θυμωμÝνη 'ναι μια μÝρα η λατρεßα σου,
το χÝρι της φυλÜκισε και ας λυσσομανÜ
και πιες üλη τη φλüγα που τη καßει βαθιÜ
μÝσα στα σμαραγδÝνια μÜτια τα θολÜ!

ΜÝσα στην ΟμορφιÜ, Μελαγχολßα βλαστÜνει,
την ΟμορφιÜ που πρÝπει πÜντα να πεθÜνει
και πÜντα η ΧαρÜ εßν' Ýτοιμη να πει το "ΓειÜ".
Εκεß κι ο πüθος ΗδονÞς, σε δηλητÞριο γυρνÜ,
ενþ αχüρταγα το στüμα το μελßρρυτο ρουφÜ.
Ω, ναι! Κει μες στης ηδονÞς το θαυμαστü ναü,
πεπλο φορþντας μαýρο, το δικü της ιερü,
αθÝατη απ' üλους η Μελαγχολßα Ýχει στÞσει.
Εκτüς κι αν κÜποιου αδÜμαστη γλþσσα τολμÞσει
και ΧαρÜς σταφυλÞ ημπορÝσει να σπÜσει
πÜνω στον ουρανßσκο του αν το θελÞσει.
Μα τüτε η πανßσχυρη η Θλßψη θ' αναρπÜσει
τη θαρραλÝα του ψυχÞ, καταμεσÞς εκεß ψηλÜ
στ' αραχνιασμÝνα τρüπαιÜ της να κρεμÜσει.

   ΠλÝοντας Προς ΒυζÜντιο

Δεν εßναι τüπος για τους γÝροντες αυτüς.
Οι νÝοι αγκαλιασμÝνοι, πουλιÜ στα δÝντρα,
-τοýτες οι γενιÝς που πεθαßνουν- στο τραγοýδι τους,
ποτÜμια σμÜρια οι σολομοß,
θÜλασσες σμÜρια τα σκουμπριÜ,
το ψÜρι, η σÜρκα και το θÞραμα,
üσο βαστÜ το καλοκαßρι ψÜλλουν
το κÜθε τι που σπÝρνεται, γεννιÝται και πεθαßνει.
ΠαρμÝνοι απü τη λÜγνα τοýτη μουσικÞ üλοι αψηφοýν
του αγÝραστου του νου τους τα μνημεßα.

Ο γÝρος εßναι Ýνα τιποτÝνιο πρÜγμα,
κουρελιασμÝνο ροýχο πÜνω σε μπαστοýνι,
εκτüς αν η ψυχÞ χτυπÜει παλαμÜκια
και τραγουδÜει δυνατÜ, -πιο δυνατÜ-
στο κÜθε ξÝσκισμα θνητÞς της φορεσιÜς,
και δεν εßναι σχολειü του τραγουδιοý, παρÜ η μελÝτη,
των μνημεßων της δικÞς της μεγαλοπρÝπειας.
¸τσι λοιπüν αρμÝνισα τις θÜλασσες για να 'ρθω
στην Üγια πολιτεßα του Βυζαντßου.

Σοφοß που στÝκεστε στην Üγια φλüγα του Θεοý
σαν νÜ 'στε στο χρυσü ψηφιδωτü του τοßχου
Βγεßτε απ' την Üγια τη φωτιÜ, στροβιλιστεßτε.
γενεßτε δÜσκαλοι του τραγουδιοý για τη ψυχÞ μου.
ΚÜψετε τη καρδιÜ μου κι αναλþστε τη
που Üρρωστη απ' τον ποθο,
δεμÝνη σ' Ýνα ζþο που ξεψυχÜ,
δε ξÝρει τþρα τι εßναι! Και δεχτεßτε με
στη τεχνουργßα της αιωνιüτητας.

Κι Üπαξ και βγω απ' τη φýση, δε θα κρατÞσω
για τη σωμÜτινη ýπαρξÞ μου, τßποτε απ' αυτÞν,
αλλÜ μια τÝτοια που οι Γραικοß χýνουνε χρυσοχüοι,
απü σφυρÞλατο χρυσÜφι και μαλαματÝνιο σμÜλτο,
για να κρατÞσουνε ξυπνü τον νυσταλÝο ΡÞγα,
Þ στÞνουν σε χρυσü κλωνÜρι για να τραγουδÜ,
στους ΡÞγες και τις ΡÞγισσες του Βυζαντßου,
τÜ, που περÜσαν, που περνÜν, και που θα 'ρθουνε.
                                                                                            μτφρ.: ΠÜτροκλος

   Το 1820, στο κατÜστρωμα του πλοßου που τον οδηγοýσε στη Ρþμη, για τον τελευταßο σταθμü της ζωÞς του, ο 25χρονος Τζων Κητς Ýγραψε Ýνα πανÝμορφο ποßημα. Του 'δωσε τον τßτλο Λαμπρü ΑστÝρι (Bright Star) και το τοποθÝτησε ευλαβικÜ ανÜμεσα στις σελßδες ενüς βιβλßου που κουβαλοýσε στις αποσκευÝς του. Εν Ýτος μετÜ, ο Βρεττανüς ποιητÞς ξεψυχοýσε στην ιταλικÞ μητρüπολη üπου εßχε μετακομßσει, ελπßζοντας ματαßως πως το θερμüτερο και πιο φιλüξενο κλßμα της Ιταλßας θα μποροýσε να βοηθÞσει τον ασθενικü και φυματικü οργανισμü του. Το ποßημα που Üφησε πßσω του Þταν αφιερωμÝνο στο μεγÜλο ÝρωτÜ του για τη ΦÜννυ ΜπρÜουν. Οι δυο τους γνωρßστηκαν ως γεßτονες στο εξοχικü ΧÜμπστεντ του Βüρειου Λονδßνου, μετÝτρεψαν τη δειλÞ αρχικÞ Ýλξη σε Ýναν Ýρωτα που κατüρθωσε να νικÞσει ακüμη και το θÜνατο και, παρÜ τους αυστηροýς κοινωνικοýς κανüνες της εποχÞς που δεν θα επÝτρεπαν ποτÝ ο φτωχüς Κητς να σχετßζεται με μια κοπÝλα ανþτερης τÜξης, το ζεýγος αρραβωνιÜστηκε το 1819. Η πολυπüθητη γαμÞλια μÝρα δεν επρüκειτο, εν τοýτοις, να Ýρθει ποτÝ. ΑμÝσως μετÜ την απþλεια του αγαπημÝνου της και για το υπüλοιπο της ζωÞς της, η ΦÜννυ επαναλÜμβανε κÜθε βρÜδυ το ßδιο συγκινητικü τελετουργικü: περπατοýσε στους ανθισμÝνους κÞπους και στα καταπρÜσινα λιβÜδια üπου Üλλοτε βÜδιζαν μαζß με τον Κητς κι απÞγγελλε το ποßημα που της εßχε γρÜψει, με τα μÜτια της πÜντοτε βουρκωμÝνα...
     Αυτü παρατßθεται κÜτωθι σε δικÞ μου επßσης απüδοση και κλεßνει Ýτσι ολÜκερη τη παρουσßαση του
Τζων Κητς. Π. Χ.

           Λαμπρü ΑστÝρι

Λαμπρü αστÝρι, σταθερü να 'μουνα σαν εσÝνα,
¼χι σπιθÜκια ερημικÜ, στη νýχτα κρεμασμÝνα,
ψηλÜ με μÜτια ορθÜνοιχτα, αιþνια να θωρþ
της φýσης ερημßτης ξαγρυπνþν, μ'υπομονÞ,
αργÜ, τεμπÝλικα νερÜ στο Ýργο τους το ιερü:
ανθρþπινους γιαλοýς να εξαγνßζουνε στη γη.

¹ να θωρþ το μαλακü φρεσκοπεσμÝνο χιüνι,
οποý σε βÜλτους και βουνÜ λευκü σεντüνι απλþνει.
¸τσι το θÝλω, ασÜλευτος, να γÝρνω σταθερÜ
στ' Üγουρο στÞθος της καλÞς π' ανεβοκατεβαßνει
και να ξυπνþ σε τÜραγμα τυχüν, μ' ανησυχιÜ,
να την ακοýω ξυπνητüς αιþνια, π' ανασαßνει.

¸τσι μονÜχα θα 'θελα να ζÞσω,
ειδÜλλως κÜλλιο ν' αργοσβÞσω... 
                                                             
   μτφρ.: ΠÜτροκλος


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers