Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

Εν Πλω...

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα κορίτσι που δεν ήξερε... κι όχι μόνον αυτό... μα δεν ήξερε και τι δεν ήξερε. Είχεν όμως μιαν άσβεστη δίψα να μάθει κι έτσι μεγάλωνε, βαδίζοντας, ρωτώντας, ψάχνοντας, μα φαίνεται πως όταν κάποιος δε ξέρει τι ακριβώς ψάχνει, δε ξέρει μήτε και πως, μήτε και που να ψάξει, αλλά μήτε και ποιές είν' οι κατάλληλες ερωτήσεις και πως να τις κάνει.
     Μια νύχτα, που η Σελήνη έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα και με τα μαλλιά της, βρέθηκε να περιπλανιέται έξω, μοναχιά της! Δε δίστασε διόλου, μήτε φοβήθηκε. 'Αναψε μια καλή φωτιά, έβγαλε από το δισάκι κι έστρωσε τον υπνόσακο της κι έκατσε λιγάκι πριν ξαπλώσει, να χαζέψει τις ολοκόκκινες φλόγες, που γλύφανε τα κλαριά. Το βλέμμα της, βυθίστηκε μέσα τους...
......
     ...Ένας οδοιπόρος, που 'ξερε τι δεν ήξερε, περνώντας από 'κει, νιώθωντας μιαν απέραντη μοναξιά, γιατί η Σελήνη είχε κρυφτεί αρκετή ώρα, νιώθωντας ακόμα πιότερο μόνος βλέπωντας, από μακριά τη φωτιά, πλησίασε αργά και προσεκτικά, μή τρομάξει το κορίτσι. Της γύρεψε απαλά, να κάτσει μαζί της συντροφιά. Εκείνη στην αρχή τρόμαξε, παρόλο που 'τανε διακριτικός και μ' ήρεμο παρουσιαστικό. Έπειτα όμως, έψεξε τον εαυτό της κι του 'κανε χώρο να κάτσει. Έκατσε λοιπόν κοντά στη φωτιά και στο κορίτσι και κάρφωσε το βλέμμα του, στις φλόγες που γλύφανε τα κλαριά. Κύλησε λίγος σιωπηλός χρόνος, μ' αμήχανη σιωπή. Την έσπασε εκείνος, που άρχισε να μιλά. Να λέει... Να λέει...
     Μίλησε για διάφορα, μα τι περίεργο! Οι λέξεις του, δε μπαίνανε μέσα της. Πετούσαν ολόγυρα, της ανακατεύανε τα μαλλιά, της χαϊδέυανε τα μάγουλα και τ' αφτιά, της ανακουφίζανε τους φόβους κι ερωτοτροπούσανε με την άγνοιά της, μα ...μέσα της δε μπαίνανε. Δε κατάφερνε να συγκρατήσει τίποτε! Ίσως να μην είχε και τόση σημασία!
     Ύστερα από κάμποσην ώρα, -μα δε κουραζότανε να μιλά;- ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουνε κι οι αισθήσεις να μαυλίζονται...
      ......
     ...Όμως πάνω που θα την έπαιρνε ο ύπνος, από τη σιγανή βραχνή φωνή και το σταθερό ρυθμό που ακουγότανε, εκείνος σηκώθηκε απότομα. Συδαύλισε τη φωτιά, που σπίθισε φτιάχνωντας νέες πεινασμένες ολοκόκκινες φλογίτσες και λέγοντάς της πως πάει να φέρει ξύλα, απομακρύνθηκε. Βρήκε ευκαιρία τότε, να ρίξει μια ματιά στο δισάκι του, με περιέργεια. Δε θέλησε να το ανοίξει, μα το ψαχούλεψε με τα κρινένια δάχτυλά της και το περιεργάστηκε, έτσι απέξω-απέξω. Της τράβηξε τη προσοχή, σχεδόν αμέσως, η γωνιά ενός βιβλίου, που 'ξείχε, από μια τσέπη στο δισάκι. Το τράβηξε λιγάκι έξω, ίσα-ίσα να διαβάσει τίτλο και συγγραφέα: "Αν Μια Νύχτα Του Χειμώνα, Ένας Ταξιδιώτης..." του Ίταλο Καλβίνο. Γρήγορα-γρήγορα το 'βαλε στη θέση του και στράφηκε πάλι προς τη φωτιά κι ήταν καιρός, γιατί άκουσε τα βήματά του να πλησιάζουνε πάλι.
     Έρριξε τα νέα ξύλα που 'χε φέρει, στη φωτιά. Σιγά-σιγά, οι παλιές φλόγες, γέννησανε καινούργιες πιο πεινασμένες και πιο χαρούμενες και φώτισε κάπως περισσότερο ο χώρος ολόγυρα. Δεν έδειξε να πρόσεξε το δισάκι του, που στη βιασύνη της, είχεν αναστατώσει κι έμεινε όρθιος να τη κοιτάζει σιωπηλά. Τη πλησίασε -πάντα σιωπηλά- και στάθηκε μπρος της. Της έτεινε τα χέρια του. Εκείνη σαν υπνωτισμένη, άπλωσε και τα 'πιασε με τα δικά της. Τη τράβηξε ήρεμα, να σηκωθεί κι εκείνη υπάκουσε. Στάθηκε μπροστά του. Τη κοίταξε βαθιά, πολύ βαθιά στα μάτια. Πολύ βαθιά κι έντονα. Μπήκε μέσα στο βλέμμα της ..."βάναυσα" και τη παρέλυσε τελείως. Σήκωσε τις παλάμες του, ανοιχτές προς το μέρος της και της κράτησε έτσι μπροστά από τα στήθια της, χωρίς όμως να την αγγίξει. Μα ήτανε σα να το 'χε κάνει. Μ' επίκεντρο τα στήθια της, ξεκίνησε ένα κύμα ηλεκτρισμού και γρήγορα απλώθηκε παντού στο κορμί και στο μυαλό της. Σαν τις πεινασμένες νεογέννητες φλογίτσες που ορμήξανε στα κλαριά, έτσι και 'κείνο το κύμα...
     Σήκωσε -πιο πολύ από αμηχανία- και τις δικές της παλάμες, ακριβώς όπως είχε κάνει κι εκείνος και τις έφερε μπροστά από το στέρνο του, χωρίς να τον αγγίξει κι αυτή. Ένιωσε και το δικό του ηλεκτρισμό. Το μυαλό της πάσχισε ν' αντιδράσει, μα το κορμί, γλυκάμενο, αρνήθηκε να εκτελέσει τις άνωθεν εντολές! Αυτή η διχογνωμία, τη κράτησε εντελώς ακίνητη. Μάτια σε μάτια, παλάμες και στήθια, χωρίς άγγιγμα, συνέθεσαν ένα κρεσέντο αισθήσεων κι ακριβώς την ώρα, που διάλεξε η Σελήνη, να εμφανιστεί πανηγυρικά, ολόλαμπρη κι ασημένια, από το κρυφτούλι της στα σύννεφα, λούζοντάς τους με το φως της κι η φωτιά έκανε μια ξαφνική αναζωπύρωση, με σπιθίσματα, τριξίματα και νέες αναζωογονημένες φλογίτσες ξεπήδησανε ακόμα πιο πεινασμένες να γλύψουνε τα κλαριά, συντάραξε και τους δυό τους, ένας ισχυρότατος και σχεδόν ταυτόχρονος οργασμός! Είχε προηγηθεί εκείνη ελάχιστα κι εκείνος παρασυρμένος από τις συσπάσεις του κορμιού και τους ήχους της, ακολούθησε σχεδόν αμέσως, ξοπίσω!
     Κύλησε κάμποσος σιωπηλός χρόνος, ίσα για να ξαναβρούνε τις ανάσες τους. Έπειτα, εκείνος κατέβασε μάτια και χέρια, έσκυψε κι έρριξε κι άλλα κλαριά στη φωτιά κι έκατσε πάλι στη θέση του. Σε λιγάκι, άρχισε πάλι να της μιλά... Να λέει... Να λέει...
      ......
      ...Πετάχτηκε στον ύπνο της και τότε είδε πως είχε ρίξει όντως κι άλλα ξύλα στη φωτιά και φυσικά ...έλεγε ...έλεγε... Κάποια στιγμή, κατάλαβε πως την είχε ξυπνήσει, γύρισε, τη καλοσώρισε και της ανακάτεψε τρυφερά τα μαλλιά. Σηκώθηκε όρθιος, πήρε από το δισάκι του το βιβλίο, της το 'βαλε στη ποδιά κι άρχισε ν' απομακρύνεται χωρίς να κοιτάξει πίσω του ξανά.
     Έμεινε να τον κοιτάζει που χανότανε, ανέκφραστη, μέχρι να γίνει ένα με τις σκιές. Έπειτα κοίταξε το βιβλίο στα πόδια της: "Αν Μια Νύχτα Του Χειμώνα, Ένας Ταξιδιώτης..." του Ίταλο Καλβίνο. Ήτανε σίγουρη! Γύρισε το βλέμμα της πάλι πίσω στη φωτιά. Τα μάτια της βαλθήκανε να παρακολουθούνε, τις φλογίτσες που γλύφανε αδύναμα πια, τα καρβουνιασμένα κομμάτια, αυτών, που πριν λίγες ώρες ήταν ακόμα κλαριά...
......
     ...Ξύπνησε απότομα και το πρώτο που είδε, ήτανε τα μισοσβησμένα κάρβουνα, που πριν λίγες ώρες ήταν ακόμα κλαριά και τώρα πια σκέτη χόβολη που κάπνιζε. Ένιωσε κρύα, η φωτιά θα 'χε σβήσει πριν από λίγο κι ο Ήλιος σε λιγάκι θα 'παιρνε τη θέση της παιχνιδιάρας Σελήνης. Ήδη το πρώτο φως της αυγής είχεν αρχίσει να ζωντανεύει τις σκοτεινές σκιές.
     Ώστε ήταν όνειρο;
     Κλώτσησε χώμα κι έσβησε τη σχεδόν μισοσβησμένη φωτιά.
     Από το όνειρο αυτό, είχεν αποκομίσει: έναν ενύπνιο οργασμό, τον απόηχο του οποίου, είχεν ακόμα ολοζώντανο στο κορμί και στο μυαλό της, ένα βιβλίο -ποιός ξέρει πως-, με τίτλο, "Αν Μια Νύχτα Του Χειμώνα, Ένας Ταξιδιώτης..." του Ίταλο Καλβίνο και τη καθαρή πλέον επίγνωση του ...τι δεν ήξερε...

   "...Εν πλω..."                                                      Γενάρης 2005

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers