Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ενδιαφέροντες 

Σολέρτη 'Ατη: Εβένινη Δίνη

                                  Βιογραφικό

     Η Άτη Σολέρτη (κατά κόσμον Σοφία Αργυροπούλου) γεννήθηκε στη Πάτρα στις 28 Ιουνίου 1983, τέλειωσε τη β'βάθμια εκπαίδευση εκεί και πέτυχε την είσοδό της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ολοκληρώνοντας το τμήμα Ιστορίας κι Αρχαιολογίας. Έχει λάβει μάλιστα μέρος και σε ανασκαφές, υπό την επίβλεψη διαφόρων καθηγητών της. Γνωρίζει καλά 4 γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά κι Ισπανικά) κι έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Εβένινη Δίνη». Έχει κερδίσει το 3ο Βραβείο Σύνταξης Στίχων, για το τραγούδι «Quatres Roses Pour Marie» του γάλλου συνθέτη Pascal Comelade, στη συμμετοχή της στο διαγωνισμό Concours De Paroliers, που διεξήγαγε το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1997. Τώρα ζει εργάζεται και γράφει στη Πάτρα.




------------------------------------------------------------------------------

                  Εσπερινός

"Παιδί μου!" φώναξε η μάνα μου

κι εγώ έστεκα εκεί.

Στη μέση του προαυλίου, με χέρια διπλωμένα αναρωτιόμουν...

Τι, δε ξέρω.

Σταμάτησαν οι σκέψεις ξέρω να χορεύουν σταμάτησαν

οι σκέψεις παλεύουν σταματημένες ξέρω...

Σε ροζ φόντο.

Μένω.

 

"Παιδί μου!" φώναξε η μάνα μου

κι εγώ έστεκα εκεί.

Να τρέχω μέσα στην αυλή ενός νεκροταφείου...

Με πόδια αλύγιστα, σταματημένος...

Γιατί, δε ξέρω.

Σταμάτησαν οι τύψεις να υφαίνουν ξέρω τύψεις να υφαίνουν

οι τύψεις χορεύουν σταματημένες ξέρω...

Σε ροζ φόντο.

Μένω.

 

"Παιδί μου!" φώναξε η μάνα μου

κι εγώ έστεκα εκεί.

Ξέρω. Σταματημένος τυλιγμένος σε ίλιγγο μπλεγμένος

σε μπαλόνια τυλιγμένος ξέρω μπλεγμένος σε ίλιγγο.

Μένω.

Σε ροζ φόντο.

Φεύγω;

 

"Παιδί μου!" φώναξε η μάνα μου

κι εγώ έστεκα εκεί.

Ξέρω.

Τα παιδιά παίζουν στο σχολείο, στην αυλή του ιλίγγου,

προαύλιο νεκροταφείου.

Μπαλόνια οι καμπάνες και ροζ εσπερινοί υφαίνουν ξέρω τύψεις χορεύουν...

Γιατί, δε ξέρω.

 

"Παιδί μου!" φώναξε η μάνα μου

κι εγώ έστεκα εκεί.

Ξέρω.

Μένω.

Το φόντο είχε γίνει μαύρο. Φεύγω.

                    Ελεανόρ

 

Στη Ρυέλ των Κοκκιγιάρ, μαχαίρωσα μια πόρνη.

Ελεανόρ!

Έλεος!

Ποιος δίχασε τον ποιητή απ' το μονάκριβό του γιο;

Ελεανόρ!

Άσπρο το ρόδο. Μαύρες τελείες συναντώ. Ζάρι!

Ελεανόρ!

Το αίμα σου δε βλέπω.

Κόκκινο παραγγέλνω. Κρασί των Στεναγμών.

Ελεανόρ!

Μες στο μανίκι μου, κρυφή μορφή. Δεκαεφτά χρονών.

Καρδιά μου, Ντάμα κούπα! Δίχασες πνεύμα κι αίμα!

Στίχο να σε χωρέσει δε θα βρω.

Ελεανόρ!

Μες στα σομόν σατέν σου αναπνέω.

Τα τυρκουάζ στολίδια σου κοιτώ.

Λευκές δαντέλες με μαύρα κρέπια προσκυνώ. Ζάρι!

Ελεανόρ!

Στης μοίρας τον αργό χορό,

άγρυπνος, διψασμένος, τάματα φορτωμένος,

σέρνομαι...

Διχασμένος.

Στον τόπο σου ξαναγυρνώ.
Μες στο ζεστό κορμί σου.

Γλυκά αγγίζω το φιλί σου.

Ελεανόρ!

Δίχασες πνεύμα κι αίμα!

Αργά ξεδένω τις κλωστές που δένουν ντύματα στη γύμνια.

Λευκές κορδέλες λύνονται σαν τα κατάμαυρα μαλλιά σου αφήνονται. Ζάρι!

Ελεανόρ!

Το στήθος σου γυμνό, του ανέμου ψιθυρίζει... Τον δίχασες κι αυτόν!

Το αίμα σου δε βλέπω.

Κόκκινο παραγγέλνω. Κόκκινο! Θα σε πιω.

Το άρωμά σου γεύομαι. Μεθάω. Σ' ονειρεύομαι.

Στα τυρκουάζ στολίδια σου κεντώ... βυθούς που μείναν' διψασμένοι,

αιώνες ξεχασμένοι.

Ελεανόρ!

Σε βρήκα!

Ο δολοφόνος είναι εδώ.

Άσπρο το δέρμα σου. Μαύρα τα νύχια του. Ζάρι!

Ελεανόρ!

Σε βρήκα!

Μεταξωτά υφάσματα, λεπτά, αέρινα... με τ' άρωμά σου με υπνωτίζουνε...

Ελεανόρ!

Γλυκιά μου πόρνη!

Γλυκά με σφίγγουνε...

Ελεανόρ!

Σε βρήκα!

Συγχώρεσε με που άργησα.
Μαζί σου θα 'μαι πάντα ζωντανός.

Και διχασμένος!

Συγγενής.

Ποιητής.

Ελεανόρ!

Πίνω στο φόνο σου!

Ορφανή μου! Μικρή μου πόρνη!
Χαριτωμένη Ελεανόρ!

Πίνω σε σένα...

και σου ξεσκίζω με μανία κάθε σου φλέβα, αρτηρία...

Άσπρο το σχήμα της καρδιάς. Μαύρο το αίμα της. Ζάρι!

Νίβομαι...

και συνεχίζω να ξεσκίζω τη θεϊκή σάπια κοιλιά...

Θα σ' απαλλάξω κι από μήτρα. Τώρα! Πριν είναι αργά!

Μη κλαις μικρούλα! Μη φοβάσαι!

Ο δολοφόνος είναι εδώ.

Ρίχνει το ζάρι από μέσα...

Ο δολοφόνος μένει μέσα.

Γλυκιά μου Ελεανόρ!

Στο είπα!

Δέθηκα με την Ντάμα κούπα.

Άνεμος γίνομαι. Ρήγας σπαθί.

Εκδικητής.

Ελεανόρ!

Προσκυνητής.

Στο είπα!

Θέλω να μείνω ποιητής.
Δε θέλω άλλους συγγενείς!

     Οι Κόρες Του Σατανά

 

Κόρη του Σατανά με κράζουν...

γιατί τις Κυριακές γελώ αντί να κλαίω...

και τα παράθυρά μου τρίζουνε τρομαχτικά,

καθώς οι άνεμοι του αφέντη μου ξεχύνονται...

και τα χτυπούν αλύπητα.

Τι φταίω εγώ αν τα παράθυρά  μου τρίζουν βροντερά

κι άμα τα μάτια μου δάκρυα πια δε βγάζουν;

 

Κόρη του Σατανά με κράζουν...

γιατί τις νύχτες κοιμάμαι σκεπασμένη με κόκκινο πανί,

όπως αυτό που αφηνιάζει ταύρο...

κι ένα λουλούδι πάλλευκο έχω για κόσμημα στ' αυτί.

Τι φταίω εγώ αν με κρυφοκοιτάζουν

πίσω απ' τις τρύπιες γρίλιες του ξύλινου παραθυριού;

 

Κόρη του Σατανά με κράζουν...

γιατί τα μάτια μου αλλάζουν χρώμα

και τα μακριά ξανθά μαλλιά μου πάντοτε

μένουνε λυτά και μπερδεμένα.

 

Τα Σάββατα περιγελώ τις Κυριακές...

μα τις Δευτέρες τις δοξάζω!

Δε ζητιανεύω στις αργίες...

ούτε κεριά στις εκκλησιές ανάβω.

Τσιγάρα ανάβω.

Φωτιές βάζω.

Μ' αυτά γελάω.

 

Οι δήμιοι γίνανε πολλοί μες το χωριό του Νότου.

Κόρη του Σατανά... όλοι κράζουν!

Στα χέρια τους κρατάνε πέτρες.

Μ' αυτές ματώσανε τις γρίλιες του ξύλινου παραθυριού.

 

Κόρη του Σατανά...

με κάθε πέτρα που πετάνε... κράζουν.

Πάλι γελάω.

Τσιγάρα ανάβω.

Φωτιές βάζω και γελάω.

 

Το δέρμα μου χτυπάνε οι πέτρες.

Φωτιές βάζουν.

Σκιές και στάχτες γύρω μου.

Πάλι γελάω.

 

Κόρη του Σατανά με κράζουν.

Τι φταίει η πόρνη κι η ζητιάνα

που κείτονται γυμνές μπροστά σε πέτρες από σάρκα;

Τι φταίει η ανέχεια;

Ποιόν δικάζουν;

Τι φταίνε οι μάνες που γεννάνε κόρες που ξεθωριάζουν;

 

Κόρες του Σατανά τις κράζουν!

Τσιγάρα ανάβουν.

Φωτιές βάζουν.

Οι φλόγες κράζουν...

Κόρες του Σατανά δοξάζουν!

                                         Κανόνες Επιβίωσης


     Χτες μπήκε σφήνα απ’ το παράθυρο, μέσα στην κάμαρα της κυρίας του πάνω ορόφου, ένα μικρό κι αδέσποτο, σχεδόν αναίσθητο μα ωστόσο αιμοβόρο τρωκτικό. Το αντιλήφθηκε την ώρα που έκανε το μπάνιο της. Το αφουγκράστηκε. Ίσως να ένιωσε την άλλη αύρα. Τη διαφορετική, σιμά να πλησιάζει. ΄Κείνη την ώρα, δεν άφησε καμία σκέψη να εισχωρήσει στο μυαλό της, να διαμορφώσει το αυθόρμητο συναίσθημα. Πρωτόγονη η αίσθηση του διαφορετικού. Πηγαία εκτίμηση. Κανένας τρόμος, καμιά απέχθεια κι υστερία δεν κυριάρχησε στην έκφραση. Το βλέμμα έστρεψε μεμιάς στην άλλη αύρα. Στη θέα έκρυψε ένα βλέμμα βαθύ, γεμάτο καλοσύνη. Το καλωσόρισε στον κόσμο της. Στο βάθος της ψυχής της. Κάτι ζητούσε να της πει. Ίσως να πει εκείνη. Μονάχα ένιωσε. Βαθιά. Το παρελθόν το μακρινό…, το κοντινό…, το σάπιο. Έκανε σκέψεις… Τόσες πολλές… Μοναχικές και ανθρώπινες, σακατεμένες και ορφανές, μέρος μιας θρονιασμένης αθωότητας τόσο αγνής και σκοτεινής συνάμα. Βαριές κι αόριστες. Άγνωστες σκέψεις.
     Αυτή η κυρία του πάνω ορόφου, ήταν στ’ αλήθεια ένα τόσο παράξενο πλάσμα! Μυστήρια φύση! Όσες φορές τη συναντούσα στο ασανσέρ ήτανε πάντα σκεφτική και ανήσυχη. Κάθε φορά ρωτούσε για την ώρα κι εκνευριζόταν που ξεχνούσε το ρολόι της. Ωστόσο δεν βιαζότανε ποτέ. Μιλούσε πάντοτε με γρίφους κοιτάζοντας στο άπειρο - όταν ξεχνούσε να φορέσει τα μαύρα γυαλιά της - σαν να συνομιλούσε η σκέψη της με κάποιο όν αέρινο, που πάλευα κι εγώ τριγύρω να διακρίνω. Εμένα πάντα μου χαμογελούσε. Φαινόταν να με συμπαθεί. Δεν έμοιαζε ποτέ να είναι λυπημένη. Μα ούτε και χαρούμενη έμοιαζε. Αυτό το βλέμμα της με μπέρδευε τόσο! Δεν το ‘λεγες νωχελικό. Ούτε ασαφές. Έκρυβε μέσα του βαθιά, μια φιλική μελαγχολία. Άλλοτε το ‘λεγες καχύποπτο και διεισδυτικό. Άλλοτε συμπονετικό και πάντοτε ονειροπόλο.
     Κάθε φορά όλο και πιο μαγνητική και σαγηνευτική η κυρία του πάνω ορόφου, έτρεφε με τη ματιά της, δίχως εκείνη να το ξέρει, κάθε ανυποψίαστο κύτταρο της ξεπεσμένης φαντασίας μου. Μου άρεσε τόσο πολύ να την κοιτάζω, ακόμα κι αν κινδύνευα να γίνω ένα άρρωστο και απωθητικό παράσιτο, δίπλα στην σκοτεινή σκιά της. Κάτι που με καλούσε σε μια ενδότερη ανασκόπηση, μου είχε γίνει εμμονή. Κάτι που στιγμιαία καρφώθηκε στο νου μου. Κάτι ζητούσε να μου πει. Είχε από μένα αποφασιστεί προτού προλάβω να σκεφτώ κάθε γιατί. Προτού προλάβω οτιδήποτε να συνειδητοποιήσω. Είχα βαλθεί να φτάσω μέχρι και τον ψηλότερο όροφο, προκειμένου να ικανοποιήσω την περιέργεια της φύσης μου. Ναι! Είχα ιδεαστεί. Από κακόμοιρο παράσιτο ίσως και να κατάφερνα να γίνω ένα μ’ εκείνη. Τη μεγαλόπρεπη σκιά της κυρίας του πάνω ορόφου!
     Αυτή… ζούσε για χρόνια μόνη. Εκεί ψηλά. Στον πάνω όροφο της πολυκατοικίας. «Στην απομόνωση», όπως έλεγε. Τον προτιμούσε γιατί της άρεσε η θέα, είχε πει στον ιδιοκτήτη. Το παράξενο ήταν πως υπέφερε συχνά από ιλίγγους κι υψοφοβία. Αυτό μου το εκμυστηρεύτηκε μια φορά που κλείστηκα μαζί της στο ασανσέρ και πιάσαμε κουβέντα. Της άρεσε να προκαλεί τους φόβους της είχε πει για να τους ξεπερνά. «Ίσως και να ‘ναι έτσι», της απάντησα. «Ο φόβος είναι το πιο περίεργο συναίσθημα, αγαπητέ.» μου είπε. «Αυτόν αναλύουμε στην ουσία όσο ζούμε. Αποτελεί το κίνητρο της επιβίωσης. Της ίδιας της ζωής. Όμως μαθαίνουμε να ζούμε μόνον αν τον απελευθερώσουμε απ’ το σκοτάδι που τον κυκλώνει…» Ίσως να μάντεψε πως μ’ έπιασε η κλειστοφοβία μου, σκέφτηκα. Ίσως να θέλει να παίξει με το φόβο μου. «Δεν φοβάμαι», βιάστηκα να της πω. Και σκέφτηκα πως λειτούργησα λανθασμένα. Εκείνη δεν απάντησε. Μόνο μου χαμογέλασε, φορώντας επιδέξια τα μαύρα της γυαλιά. «Ξέρετε, καμιά φορά, σας ακούω να παίζετε πιάνο… και…παίζετε υπέροχα» πήρα το θάρρος να της πω, μα το ‘κανα καθαρά για να κρύψω την αμηχανία μου, που ωστόσο δεν ξέρω από τι είχε προέλθει. Ή μάλλον δεν ήθελα να παραδεχτώ. Ένιωθα πως η κυρία του πάνω ορόφου, είχε την ικανότητα να βλέπει μέσα μου, τι νιώθω…, τι σκέφτομαι…, τι θα πω. Ευτυχώς που είχε φορέσει τα γυαλιά της κι έτσι μετριαζόταν η δική μου σύγχυση. Ίσως να τα ‘βαλε επίτηδες, σκέφτηκα. Επίτηδες, επειδή κατάλαβε πως νιώθω. Προσπάθησα να μείνω ήρεμος. «Με κάνετε να ταξιδεύω», της είπα, επανερχόμενος στην κουβέντα μας. «Αν το ‘χετε ανάγκη, αγαπητέ, μη στηρίζεστε στη μουσική», μου είπε κοφτά και ρώτησε την ώρα. «Κοντεύει εννέα», απάντησα. «Ο χρόνος τρέχει, αγαπητέ, τρέχει. Μιλώντας για ταξίδια…, λοιπόν, αν μου ‘διναν φτερά, θα πήγαινα κάπου μακριά και αφιλόξενα. Προς το Βορρά. Εκεί όπου όλα μένουν παγωμένα και ακίνητα. Ίσως να σταματάει κι ο χρόνος…» είπε γελώντας κι ελαφρώς ειρωνικά. Ίσως αυτό να ‘θελε για την ίδια την ύπαρξη. Αυτό να επιθυμούσε να συμβεί και σ’ αυτή, σκέφτηκα. Ένας ήχος οξύς διαπέρασε το γέλιο της κι η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε. Βγαίνοντας, την κοιτούσα αμήχανα, πλήρως ακινητοποιημένος. Της έγνεψα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά κι ανέβηκε όροφο. Θα πρέπει να ήταν πλήρως δυστυχισμένη. Μάλλον γιατί ποτέ δεν ένιωσε πλήρως ευτυχισμένη, είπα μέσα μου μπαίνοντας δειλά στο διαμέρισμά μου. Μια ώρα πέρασε κι όλο σκεφτόμουν… Το φόβο. Την ύπαρξη. Το χρόνο. Το ταξίδι. Το βλέμμα. Τα μαύρα γυαλιά. Το ασανσέρ. Το πιάνο. Τη σκέψη. Την κυρία του πάνω ορόφου! Δεν ήταν δα και τόσο ψηλά. Άκουγα κάθε της βήμα. Ελαφρύ κι αδιάφορο. Μεθυσμένο και γρήγορο. Ενοχικό και αβέβαιο. Σίγουρο και ρευστό. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Θα πρέπει να ‘ναι νευρική τώρα, σκέφτηκα. Κάποια σκέψη στο μυαλό της χορεύει και την ταλαιπωρεί. Ποια όμως; Τι τη μεθά και κάνει κύκλους πάνω σε ένα ξύλινο, σάπιο πάτωμα; Η περιέργεια του να μάθω τι γίνεται μέσα στο νου της, πως γεννιέται, θεριεύει και κυριαρχεί κάθε της σκέψη, είχε φρενιάσει όλο μου το είναι. Έπρεπε να τη δω. Το χέρι κάποιας δύναμης δημιουργικής με τραβούσε προς τα πάνω. Κάποιο ανεξήγητο μυστήριο, ζητούσε να λυθεί. Ανέβηκα από τις σκάλες. Είχα ξεχάσει πως λειτουργούσε το ασανσέρ. Η βαριά μαύρη πόρτα του διαμερίσματός της, φάνταζε τρομερά αδιαπέραστη. Επιτελούσε την ίδια λειτουργία μ’ εκείνη των μαύρων της γυαλιών. Μου όξυνε την περιέργεια εκ νέου. Πώς να ‘ταν άραγε το εσωτερικό της; Χωρίς να ξεδιαλύνω την ομίχλη της σκέψης μου, χτύπησα το κουδούνι. Ένιωσα την παλάμη μου να ιδρώνει, λες κι είχα κάνει κάτι κακό. Αγωνιούσα. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν ενοχικά... Κι οι σκέψεις φώναζαν δυνατά μέσα στο κεφάλι μου. Γιατί δεν άνοιγε κανείς; Βρισκόμουν στον πάνω όροφο και η κυρία ήταν μέσα. Τι συμβαίνει; Μήπως κάποια ανώτερη δύναμη την εξαφάνισε για να μείνω με την απορία; Και γιατί τώρα που βρήκα τη δύναμη να έρθω κοντά της; Κάποιος ήθελε να με περιπαίξει. Ήταν σίγουρο. Όμως όχι! Δεν φοβήθηκα. Ξαναχτύπησα το κουδούνι. Αυτή τη φορά κοκκίνισα ολόκληρος από ντροπή. Κανένα βήμα δεν ακουγόταν από μέσα. Έσφιξα αγχωτικά τις ιδρωμένες μου παλάμες, παύοντας κάθε σκέψη κι έκανα να φύγω. Ένα τρίξιμο ακούστηκε κι η μαύρη πόρτα άνοιξε. «Ευχαριστώ που περιμένατε». Γύρισα προς αυτήν και κοίταξα με έκπληξη την κυρία του πάνω ορόφου. Παραδόξως, δεν πίστευα πως θα την έβλεπα. Όμως, το ξέρω πως αυτό περίμενα. Γι’ αυτόν τον σκοπό είχα ανέβει με κόπο τόσες σκάλες. Η παρουσία της, λειτουργούσε για μένα σαν σωτήριο όραμα. «Είχα βγει στο μπαλκόνι και κοιτούσα στο δρόμο. Όλα ‘κει κάτω είναι τόσο ζωντανά! Περάστε, παρακαλώ..» μου είπε και με οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού της. «Θα φτιάξω καφέ, σιγοψιθύρισε. Καθώς περπάτησα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να προσαρμόσει το κάθε βήμα του στα δικά της, σαν να ‘ταν ένας τρόπος να μάθω τις σκέψεις της. Μου έδειξε το καθιστικό. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί και ελαφρώς κιτρινισμένοι. Ίσως να έφταιγε ο φωτισμός όμως που τους χάριζε αυτή την ωχρή όψη. Σε κάθε γωνιά υπήρχαν τραπεζάκια φορτωμένα χαλασμένα ρολόγια διαφόρων σχημάτων και πολύχρωμα κεριά. Θα έκανε συλλογή, σκέφτηκα. Τα έπιπλα παλιά και φθαρμένα σε καφεκόκκινη απόχρωση, κρατούσαν ακόμα πάνω τους τη λάμψη μιας ξεχασμένης εποχής. Κάθισα πάνω σε μια πολυθρόνα που είχε τοποθετηθεί στο βάθος, δίπλα από τη μεγάλη τραπεζαρία. Γύρω της δεν υπήρχαν άλλα καθίσματα. Η κυρία του πάνω ορόφου δεν ήρθε προς το μέρος μου. Στεκόταν όρθια μπροστά απ’ τη τζαμαρία του μεγάλου μπαλκονιού. Κοιτούσε σιωπηλά τον έξω κόσμο. Κοιτούσα κι εγώ… Έτσι όπως δεν υπήρχαν κουρτίνες και το φως των κεριών έπεφτε κυματιστά πάνω στο γυάλινο τζάμι, μπορούσα να δω αλλοιωμένες τις εικόνες των γύρω κτηρίων, κάνοντας στο μυαλό μου μυστικούς συνειρμούς και αλλόκοτες παρομοιώσεις. Κάποια απ’ αυτά τα κτήρια έμοιαζαν με ψηλόλιγνους μοναχούς που προσεύχονταν ευλαβώς στους ανέμους. Άλλοτε μου έμοιαζαν πλοία της πρώτης γραμμής, πολυτελή και ανυπόμονα να σαλπάρουν. Κάποιες από τις πάνω γραμμές της ταράτσας του ακριβώς απέναντι οικοδομήματος, σχημάτιζαν φόρμες που μόνο σε ζώα θα μπορούσα να αποδώσω. Η φαντασία μου κάλπαζε τόσο δυνατά, που μ’ έπιασα να γελώ αφηρημένος. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η κυρία του πάνω ορόφου, με κοίταξε βαθιά και είπε: «Και οι άνθρωποι, αγαπητέ μου, αν τους παρατηρήσεις, μοιάζουν και αυτοί με ζώα. Κάποιοι απ’ αυτούς ανάλογα τις κλίμακες και τα επίπεδα ίσως, παρομοιάζονται με λέοντες, μ’ αρπακτικά, με ερπετά και τρωκτικά. Ανάλογα τις σκέψεις που οδηγούν στις πράξεις. Στην επιβίωση». Σάστισα. Ένιωσα να βουλιάζω εντελώς μουδιασμένος στην πολυθρόνα μου και να καίγομαι, ενώ ένας ασταμάτητος ήχος σαν συναγερμός, χτυπούσε δυνατά στ’ αυτιά μου. Τι γίνεται; Πως μάντεψε τις σκέψεις μου; Κάποιος έχει βαλθεί να με τρελάνει. Η ίδια η κυρία του πάνω ορόφου έχει αρχίσει και γίνεται τρομακτικά επικίνδυνη. Παίζει με το μυαλό μου. Δεν μπορεί να ‘ναι σύμπτωση. Πως γίνεται να βλέπει κι εκείνη ότι κι εγώ; Σάμπως μιλούν τα κτήρια ή μήπως ντύνονται το ίδιο στου καθενός τη φαντασία; Θέλει να με παγιδεύσει, σκέφτηκα. Έχει βάλει σκοπό της ζωής της να παίξει με τους φόβους κάθε οντότητας. Όμως δε θα την αφήσω να παίξει μ’ εμένα. Αυτή τη φορά πρέπει να μάθει να φέρεται. Αλλά… τι έκανε; Τι αποδείξεις έχω; Θα με βγάλει τρελό. Ξέρει καλά να κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις ή… τα γυαλιά της. Δε ξέρω. Θέλει να με μπερδέψει. Να με βάλει σε σκέψεις. Να με παιδέψει. Όμως… κι εγώ… γι’ αυτό είχα έρθει να τη δω. Προσφέρθηκα για παιχνίδι της. Φταίω. Το παραδέχομαι. Τη βρίσκω ακαταμάχητα δυναμική. Τη σκέφτομαι συνέχεια από τότε που την είδα πρώτη φορά. Μου ‘χει γίνει εμμονή γιατί κρατά κάθε μου σκέψη σε εγρήγορση, ακόμα κι αν σαδιστικά όλο ανεβάζει τον πήχη. Σκέψεις πάνω στις σκέψεις… Τόσες μα τόσες σκέψεις! Κουράστηκα να προσπαθώ να φτάνω εκεί που θέλει. Το μόνο που καταφέρνει είναι να μένει μόνη, παρέα με τα κηρύγματα που μόνο σωτηρία δεν φέρνουν. Αναρωτιέμαι, αυτό θέλησε για ‘κείνη; Τους γρίφους και τα μυστικά; Βρίσκεται μπλεγμένη, κι εγώ δεν ξέρω πόσο χρόνο, μέσα σε φρικαλέες θεωρίες που όσο κι αν ανυψώνουν, κάτι δε λένε. Κάτι δε δίνουν. Κάπου έχει χαθεί. Πόσο θα ‘θελα αλήθεια να φωνάξω με δύναμη κάθε μου σκέψη για ν’ ακούσει… Θέλει βοήθεια. Λέει πως έχει νικήσει κάθε φόβο, κι όμως ακόμα κοιτά από ψηλά τον κάτω κόσμο. Γιατί τότε δεν βρίσκεται ήδη στον πάνω; Ξάφνου γύρισε ήρεμη προς εμένα βγάζοντας αργά τα μαύρα της γυαλιά. «Προσέξτε τα παράσιτα αγαπητέ μου! Τα άρρωστα και αφιλόξενα παράσιτα», είπε. Ένιωσα προσβεβλημένος. Τι ήθελε να πει; Τι είχε καταλάβει; Δεν έμοιαζα με το παράσιτο, που ίσως ήμουν. Με είχε μάλλον παρεξηγήσει. Ήμουν απλά λιγάκι διαφορετικός. Αυτό που ήθελα, ήτανε μόνο να βρεθώ κοντά της για να μάθω. Κάτι να πάρω. Κάτι δικό της. Κάτι χρήσιμο. Εκείνη συνέχισε να μονολογεί. «Η καθημερινότητα χρειάζεται διέξοδο. Δεν ήμουν πάντα μόνη. Παλιά έμενα σε μονοκατοικία… μάλλον σε αγροικία. Ήτανε τότε που είχα τις πολλές επισκέψεις και κάθε μέρα είχα γιορτή. Λάτρευα να υμνώ την ύπαρξη. Ακόμα και τότε…, αγαπητέ, όσο κι αν πάλευα να διακρίνω τους ανθρώπους γύρω μου, έβλεπα μόνο ζώα. Ο τρόπος τους, η έκφρασή τους, όλα τόσο ίδια. Τόσο ανθρώπινα. Η γέννα και ο θάνατος. Τα όνειρα. Τα ψέματα. Ο έρωτας. Οι φίλοι. Μια απάτη όλα. Οι σκέψεις δίχως λόγια. Όταν υπάρχουνε πληγές που δε μπορούν να κλείσουν, η μοναξιά κι η απομόνωση, αυτή… του πάνω ορόφου, με την υψοφοβία και τους ιλίγγους, σε μεταφράζει κρατώντας σε μακριά και στις κλείνει παραδόξως. Δεν ξέρω αν έμαθα καλά τον εαυτό μου. Νιώθω τουλάχιστον ασφάλεια έτσι». Το βλέμμα της κυρίας του πάνω ορόφου τώρα ήταν υγρό, στραμμένο στο κενό. Έτοιμο να δακρύσει. Ίσως να θυμήθηκε κάτι. Ίσως να μετάνιωσε για κάτι… Ό, τι είχε ζήσει ή αντικρίσει, έδινε την εντύπωση πως είχε τυλιχτεί σε μια μελαγχολία και μια θλίψη ακαθόριστη. Θα είχε υποφέρει πολύ, σκέφτηκα. Ένιωσα το βάρος στη ψυχή της. Είχα συγκινηθεί όμως δεν ήθελα η όψη μου να το δείξει. Δεν ήθελα να νομίζει η κυρία του πάνω ορόφου ότι τη λυπάμαι. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, είπε, στοχαστικά. «Ξέρετε, ο ρόλος του θύτη μοιάζει πρωταγωνιστικός. Το θύμα υποφέρει. Όμως επιβιώνει. Ξαναγεννιέται μαθαίνοντας. Στο τέλος όλα εξαρτώνται από ένα ζάρι. Αυτό που δείχνει πάντα αλλάζει». Άφησε μερικά δευτερόλεπτα να περάσουν και συνέχισε. «Να μάθετε να εκτιμάτε τα απλά και καθημερινά. Την κατοικία που μένετε, το ασανσέρ που λειτουργεί, τη μουσική που ενοχλεί, ένα τηλέφωνο που χτυπά ακόμα κι αν δεν είναι για σας το τηλεφώνημα. Ανθρώπινες συνήθειες. Μη χάνεστε στις άκαρπες αναζητήσεις. Δε χωρά βία στις ερμηνείες. Οι θεωρίες που ανυψώνουν φέρνουν ιλίγγους. Κάτι δε λένε. Κάτι δε δίνουν. Λέω πως έχω νικήσει κάθε φόβο, κι όμως ακόμα κοιτάω από ψηλά τον κάτω κόσμο!» Τι παράξενο! Αυτή τη φορά κάθε μου σκέψη ήταν και δική της. Είχα συναντηθεί ουσιαστικά με την κυρία του πάνω ορόφου. Είχα δει μέσα της κι εκείνη σε μένα. Δεν έμοιαζα πια με παράσιτο, ούτε και ήμουν. Ένιωθα πλήρης. Ένα μ’ εκείνη. Έτοιμος ν’ αφεθώ σ’ ένα σωρό απλές και καθημερινές, ανθρώπινες συνήθειες. Ναι. Είμαι ένας άνθρωπος, απλός, συνηθισμένος, σκέφτηκα. Κι αυτή… ήταν απλά η κυρία του πάνω ορόφου! Πόση απογοήτευση αλήθεια, φαινόταν στη ματιά της. Αυτή και η φρικτή επανάληψή της, θα πρέπει να τη σάπιζαν. Έμοιαζε παραιτημένη έτσι απλά, κενά. Μοναχική και απορημένη. «Ό,τι πιστεύουμε απ’ την αρχή γίνεται μοίρα. Να το θυμάσαι». Αυτή ήταν η τελευταία φράση της πριν βάλει τα γυαλιά της. Κάτι με σήκωσε από την πολυθρόνα. Ένα παράξενο συναίσθημα. Σαν ένας ρόλος εξομολόγου να είχε εκπληρωθεί χωρίς λόγο. Σαν ένας τρίτος να διέκοψε μια ζεστή επαφή. Μια κρύα αύρα στον αέρα. Μύριζε πτώμα ο αέρας. Μ’ έπιασε σύγκρυο και τάση για ναυτία. Ό,τι ένιωθα ήτανε σκοτεινό και αποπνικτικό. Λειτούργησα άκρως παρορμητικά. «Θα το θυμάμαι» φώναξα τρέχοντας προς την έξοδο. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα κι αφού κατέβηκα με φόρα τα σκαλιά, ο κάτω όροφος φάνταζε μίζερος πια στα μάτια μου. Η μικρή πόρτα του διαμερίσματός μου είχε γεμίσει ρωγμές. Το ίδιο και οι τοίχοι του εσωτερικού. Ίσως θα έπρεπε ν’ αλλάξω σπίτι, σκέφτηκα στιγμιαία. Κάθισα ιδρωμένος, νωχελικά άρρωστος στο κρεβάτι του δωματίου μου. Κοίταξα το ταβάνι. Κάτι σερνότανε στο πάτωμα του πάνω ορόφου. Κάτι μικρό. Κάτι αδέσποτο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Χάρηκα χωρίς να ξέρω γιατί. Σήκωσα γρήγορα το ακουστικό. Δεν ήταν για μένα. Όμως εκτίμησα το χτύπο. Τηλεφωνούσαν από ένα γραφείο μυοκτονιών. Είχαν τρυπώσει κάμποσα ποντίκια στο υπόγειο της πολυκατοικίας και έψαχναν τον ιδιοκτήτη. Θέμα ρουτίνας, σκέφτηκα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κοιτώντας και πάλι το ταβάνι, επίμονα αυτή τη φορά. Προσπαθούσε η ματιά μου με κάθε δύναμη να διαπεράσει τον τοίχο. Να φτάσει εκεί ψηλά. Στον πάνω όροφο. Σκεφτόμουν τον πάνω όροφο συνέχεια. Ολοκληρωτικά. Παρατηρώντας κι ερμηνεύοντας δίχως να προκαλώ με βία την ερμηνεία. Σαν μέσα από καθρέφτη οραματιζόμενος… Ο βίος. Η μοναξιά. Ο άνθρωπος. Η Κυρία του πάνω ορόφου! Η ώρα είναι σχεδόν δώδεκα. Τη μαγική στιγμή που περιμένει κάθε πλάσμα, ένα μικρό και άρρωστο ποντίκι βρίσκεται ανυποψίαστο μέσα στην κάμαρα της κυρίας του πάνω ορόφου. Βγαίνοντας απ’ το μπάνιο της, την περίμενε μια έκπληξη απ’ τη μοίρα. Εκείνη, ξέρει τώρα πια. Όλες αυτές οι σκέψεις, οι λέξεις, μόνο και μόνο γιατί το βλέμμα της, ήταν το ίδιο μ’ εκείνο του μικρού κι αδέσποτου τρωκτικού όταν διασταυρώθηκε η ματιά τους. Είχαν το ίδιο χρώμα μάτια, το ίδιο σχήμα. «Ίσως να ήμουν έτσι» σκέφτηκε η κυρία, παίζοντας το παιχνίδι της, «αν έμοιαζα με ζώο». «Πέρασε» του είπε. «Βάζω καφέ». Εκείνο, μη θέλοντας άλλο, έκοβε βόλτες στο σαλόνι της χοροπηδώντας άστατα, μίζερα κι εκνευριστικά. Εκείνη το κοιτούσε βυθισμένη, σχεδόν υπνωτισμένη από σκέψεις… Ποιος ξέρει που ταξίδευε πάλι! Σε ποια βάθη του νου. Σκέψεις… για μια κατώτερη μορφή ύπαρξης. Διαφορετική. Αδέσποτη. Ίσως και ξέγνοιαστη. Σκέψεις για ένα πλάσμα μοναχικό και τρομαγμένο. Κυνηγημένο. Αθόρυβο προσμένοντας… στοργή και προστασία. Το καταφύγιο μιας σκέψης! Διψασμένο για κάτι παραπέρα. Ίσως πονηρεμένο. Ύπουλο κι εκδικητικό. Πολύ καλά γνωρίζει να μεταμορφώνεται. Να μηχανορραφεί. Να στήνει ενέδρες. Να υποβάλλει σκηνές με τα χαμόγελα και με τις κολακείες. Να κρύβει μέσα του οχετούς κι αισχρές δολοφονίες της αθωότητας και της ορφάνιας. Σκέψεις…. Σκέψεις για ένα πλάσμα τόσο δα που γνώριζε πώς να επιβιώνει και να χοροπηδά γιορτάζοντας, εναλλασσόμενο τις λύπες, τις δυστυχίες, τις χαρές. Σκέψεις για ένα πλάσμα τόσο δα… συντροφικό κι απαλλαγμένο από το φόβο και συνεπώς απ’ τη ζωή. «Το τίμημα της αγανάκτησης σφυρηλατείται στο ίδιο το συναίσθημα που μας το προκαλεί». Αυτή η φράση γύριζε συνεχώς μες στο κεφάλι της κυρίας του πάνω ορόφου, ενώ τα μάτια της είχανε ώρα στυλωθεί πάνω στο ξύλινο και σάπιο πάτωμα. Τ’ αυτιά της είχαν τεντωθεί λες και περίμεναν ν’ ακούσουν την απάντηση, εκείνη που περίμενε η πιο βαθιά της σκέψη. Δίχως να βάλει τα μαύρα της γυαλιά αυτή τη φορά, σκύβοντας, έπιασε το ποντίκι δίχως κόπο. Φύσηξε την αναπνοή της πάνω στο τρίχωμα της ράχης του και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Εκείνο έβγαλε απ’ το στόμα του έναν παράξενο ήχο. Εκείνη γέλασε. Συνέχισε να του ψιθυρίζει κι εκείνο να γελά. Να βγάζει απότομους, κοφτούς, φάλτσους και τσιριχτούς ήχους. Έμοιαζαν να μιλάνε. Να επικοινωνούν. Είχαν το χάρισμα. Την ευλογία. Το διάλογο. Η κυρία του πάνω ορόφου, έμοιαζε έτοιμη να ρισκάρει να ξεπεράσει κάθε φόβο. Ίσως είχε αργήσει λίγο. Θα έσωζε το ζώο από τη μοίρα του. Θα το έκανε καλά. Θα δούλευε σκληρά. Θα ‘παιζε μ’ άλλους όρους. Θα εξερευνούσε διαφορετικά μονοπάτια στη σκέψη. Τα ταιριαστά των άλλων… ζώων ή ανθρώπων. Λίγη η σημασία που τους έδινε. Σκέφτηκε, έτσι θα ξέφευγε από τη μοναξιά της δικής της σκέψης και πράξης. Της δικής της πορείας. Η θέα από ψηλά, είναι αλήθεια, την είχε ζαλίσει αρκετά. Εκείνη ευθυνόταν για τους ιλίγγους και την υψοφοβία κι ας πάσχιζε να πείσει τον εαυτό της, πως έφταιγαν οι σκέψεις της, που ήταν πάντοτε πολλές και ταραγμένες. Το τρωκτικό έμοιαζε να συμφωνεί. Χαμογελούσε όλη την ώρα ανενδοίαστα, αφήνοντας τα κοφτερά, μικρά του δόντια να φανούν έξω απ’ τα χείλη του. Σαν απειλή. Σαν καλωσόρισμα. Σαν μιαν ενέδρα. Σαν μια σανίδα σωτηρίας ωστόσο. Θα έκαναν μια συμφωνία. Θ’ αντάλλαζαν τα μυστικά της επιβίωσης. Κανόνες και όρους. Κόλπα και σκέψεις μύχιες. Κινήσεις καίριες κι αποφασιστικές. Η κυρία του πάνω ορόφου θα άλλαζε όψη. Όμως θα ταίριαζε σ’ ένα πιο οικείο περιβάλλον. Θα μετακόμιζε ίσως σε άλλον όροφο. Κατώτερο. Ίσως να διάλεγε το υπόγειο. Όμως δεν θα ‘φευγε από την πολυκατοικία. Το επόμενο πρωί δεν ακούστηκε τίποτα από τον πάνω όροφο. Κανένας θόρυβος. Ή μάλλον… ανελέητη φασαρία. Ήταν εκείνη τη στιγμή που ένας άνθρωπος άλλαζε ρόλο μ’ ένα τρωκτικό. Εισέβαλε ο ένας στη ζωή του άλλου, στο όνομα της επιβίωσης. Τα επίπεδα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Δίχως τύψεις και ενοχές. Δίχως μετάνοιες κι υστερίες. Σαν μια γιορτή! Η μεταμόρφωση είχε γίνει. Τα πιόνια είχανε στηθεί. Όλα ήταν έτοιμα. Η κυρία του πάνω ορόφου πέταξε αργά και σταθερά το ζάρι. Αυτό… πλανήθηκε κάμποση ώρα στον αέρα. Ύστερα… έπεσε αθόρυβα και άφοβα σ’ ένα ξύλινο, σάπιο πάτωμα. Εγώ δεν είδα τη ζαριά. Δεν ήθελα να δω. Αρνήθηκα. Δεν ξέρω αν άξιζε, αλήθεια. Σήμερα… ακούγεται ήδη κάτι το διαφορετικό. Η άλλη αύρα.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers