ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Ðéêáôüñïò ÉùÜííçò: Êñçò ÔáîéäåìÝíïò ÐïéçôÞò (~16ïò áé. ì.×.)

                                    Βιογραφικü

     Ο ΙωÜννης Πικατüρος Þταν ¸λληνας ποιητÞς που γεννÞθηκε στο ΡÝθυμνο της ΚρÞτης, πιθανþς στις αρχÝς του 16ου αι. Δεν Ýχουμε πολλÜ στοιχεßα για τη ζωÞ του κι Ýτσι θα αρκεστοýμε στα λßγα. (ημ: Να υπενθυμßσω πως το ΓλωσσÜρι εßναι εδþ!)
     ¸γραψε το ποßημα, Ρßμα ΘρηνητικÞ Εις Τον Πικρüν Κι Ακüρεστον ¢δην απü 563 ομοιοκατÜληκτους στßχους, στο οποßο περιγρÜφει τη φανταστικÞ ιστορßα του. Οι περισσüτεροι κρητικοß ποιητÝς εßναι φειδωλοß σε πληροφορßες για την καταγωγÞ τους, üχι üμως αυτüς. Καμαρþνοντας μετÜ τον τßτλο του ποιÞματüς του δηλþνει: Ποßημα κυρ-ΙωÜννου Πικατüρου εκ πüλεως Ρηθýμνης. Τη πατρßδα του δεν την ονομÜζει ΡÝθυμνο üπως τη λÝει ο Σαχλßκης κι üλοι οι σýγχονοß του, -üπως φανταζüμαστε-  αλλÜ ΡÞθυμνα, üπως οι αρχαßοι πρüγονοß του. Εκτüς αυτοý, δεν τη λÝει χþρα Þ κÜστρο, ονομασßα που χρησιμοποιεßται για üλες τις πüλεις, αλλÜ πüλις, üπως η Κωνσταντινοýπολη κι Üλλες μεγÜλες πüλεις. ΚÜπως υπερβολικü ßσως για μια κωμüπολη üπως το ΡÝθυμνο εκεßνη την εποχÞ, 5.000 ψυχþν, πολý μικρüτερη απü τα ΧανιÜ και το ΧÜνδακα, η 3η πüλη, το 3ο διοικητικü κÝντρο, μÜλλον και το 3ο λιμÜνι. ¢νθρωπος με επßγνωση της ιστορßας και της σημασßας της πüλης, μιας απü τις φημισμÝνες εκατüν πüλεις της ΚρÞτης; ¼χι. Δε συγκρßνει και δεν επαινεß üπως ο Ντελλαπüρτας (μελλοντικü θÝμα Üρθρου για το ΣτÝκι) την πατρßδα του στα ΕρωτÞματÜ του, (στ. 1205-06). Εßναι απλþς μορφωμÝνος Üνθρωπος. Το αρχαúστικü üνομα της πüλης μπορεß να εξηγεßται απü τη χρÞση του στους κýκλους των μορφωμÝνων (κωδικογρÜφων κι Üλλων λογßων) που κατÜγονταν απü το ΡÝθυμνο Þ δροýσαν εκεß και χρησιμοποιοýσαν στα γραπτÜ τους αυτÞ τη μορφÞ του ονüματος.
      Για τον εαυτü του περιορßζεται στην Ýνδειξη κυρ. Δε δηλþνει περÞφανα πως εßναι ευγενÝστατος Üρχων, üπως ο μισÝρ Þ ο κυρ-Μαρßνος ο ΦαλιÝρος. Σßγουρα δεν θα ανÞκει στους βενετοýς ευγενεßς του νησιοý. Εßναι πολý δýσκολο να εξακριβþσει κανεßς αν αυτüς Þ η οικογÝνειÜ του ανÞκουνε στους κρητικοýς ευγενεßς Þ τους 2ης κατηγορßας ευγενεßς του νησιοý. ¢λλα επþνυμα λογοτεχνικÜ Ýργα 15ου αι. που να δηλþνουνε και το üνομα του ποιητÞ δε σþζονται Þ δε δßνουνε σßγουρα στοιχεßα. Τα συμβολαιογραφικÜ Ýγγραφα του 15ου αι. τις περισσüτερες φορÝς χρησιμοποιοýν αδιακρßτως για αστοýς-πολßτες (cittadini) κι ευγενεßς το ser. Το ßδιο το Ýργο, δεν παρÝχει στοιχεßα για τον ßδιο, πÝραν του üτι τα ελληνικÜ του εßναι θαυμÜσια και χρησιμοποιεß με Üνεση το 15σýλλαβο στßχο. ΑυτÜ κι η σχÝση του Ýργου του με τον Απüκοπο του ΜπεργαδÞ, üποιας μορφÞς κι αν εßναι (σχÝση εξÜρτησης Þ αντßδρασης), μας οδηγεß στο να το χρονολογÞσουμε περß το 15ο αι.
     Μια περßληψη πρþτα και μετÜ βλÝπουμε τυχüν στοιχεßα. ¸νας μαýρος υποτßθεται πως τον πÝταξε στον φÜρυγγα ενüς φοβεροý δρÜκοντα. ΦτÜνοντας στο εσωτερικü του θηρßου, ανακαλýπτει üτι βρßσκεται στον ¢δη. Μπρος στη πýλη κÜθεται Ýνας τρικÝφαλος üφις. Ο ΧÜρος καταφθÜνει καβÜλα πÜνω στο Üλογο και τον ρωτÜ γιατß Þρθε στον ¢δη. Ο θνητüς απαντÜ πως Þρθε για να δει και να γνωρßσει το θρüνο, τα μÝγαρα, τις χþρες και τους δεσμþτες του ΧÜρου. Ο ΧÜρος τονε παßρνει λοιπüν μαζß του και τονε γυρßζει παντοý στον ¢δη. Το πνεýμα του ποιÞματος, τελικÜ, που εßναι αρκετÜ δýσκολο να προσδιοριστεß με ακρßβεια, επειδÞ ακριβþς üπως κι η Üλλη κατÜβαση στον ΚÜτω Κüσμο του Απüκοπου, δυστυχþς, Ýχει χÜσει το τÝλος του, εßναι αρκετÜ απαισιüδοξο. Ως προς αυτü ταιριÜζει πιüτερο με τον πεσιμισμü των Ýργων του τÝλους του 15ου αι.



      Ο ¢δης του εßναι ο νεοελληνικüς, üπου üλοι οι νεκροß, καλοß και κακοß, βρßσκονται μαζß στην ßδια υποχθüνια Þ ‘υποÜδεια’ φυλακÞ του ΧÜρου. Ο ΧÜρος στο αρχικü ποßημα δεν εßναι ο κυνηγüς, üπως τον ερμÞνευαν μÝχρι τþρα οι μελετητÝς, αλλÜ Ýνας καβαλλÜρης φονιÜς με βαρý οπλισμü. Δεν εßναι üμως αυτεξοýσιος. Την εξουσßα του του την Ýδωσε ο Θεüς, πους ορßζει τα πÜντα. Εßναι μια ιδÝα που εκφρÜζεται συχνÜ απ' εδþ και πÝρα. Η συζÞτηση για τη προÝλευση του ΧÜρου καβαλÜρη (Θραξ ιππüτης, Ετροýσκικος ΧÜρουν Þ δυτικüς καβαλλÜρης) δεν Ýχει καταλÞξει ακüμα σε οριστικÜ συμπερÜσματα. ¸να στοιχεßο που δεßχνει κÜποια οικειüτητα με τον αρχαιοελληνικü ¢δη εßναι ο 3κÝφαλος φýλακας της εισüδου κι εξüδου απü τον ¢δη. Ο ποιητÞς δεν αναφÝρει το üνομα του ΚÝρβερου και δεν τον παρουσιÜζει ως σκýλο. Γι' αυτüν εßναι φßδι Þ δρÜκος. Ο ρüλος του φýλακα üμως και το παρουσιαστικü του εßναι αυτÜ του αρχαßου ΚÝρβερου. Το üτι αυτü το στοιχεßο του δρÜκοντα φýλακα της πüρτας του ¢δη δεν Þτανε ξÝνο προς τη λαúκÞ παρÜδοση αποδεικνýεται κι απ' το γεγονüς üτι ακριβþς αυτÞ η περιγραφÞ ενσωματþθηκε στο κρητικü μοιρολüι που διασþζει στßχους του Πικατüρου και του ΧορτÜτση.
    Ο ποιητÞς επομÝνως εßναι γÝννημα-θρÝμμα Ρεθýμνου, καλüς γνþστης της ελληνικÞς γλþσσας του περιβÜλλοντüς του, του παραδοσιακοý ελληνικοý μÝτρου και της σχετικÜ πρüσφατης ομοιοκαταληξßας. ΞÝρει τις νεοελληνικÝς δοξασßες για το ΧÜρο και τον ΚÜτω Κüσμο. Προδßδει üμως με το στοιχεßο του (ανþνυμου) ΚÝρβερου, που 'χει μεταμορφωθεß σε φßδι-δρÜκο και κÜποια οικειüτητα με τον αρχαιοελληνικü πολιτισμü. Απü την Üλλη, η παρουσßα δυτικþν εικαστικþν και λογοτεχνικþν μοτßβων στο Ýργο του δεßχνει την εξοικεßωσÞ του με ορισμÝνες üψεις των καθολικþν δοξασιþν σχετικÜ με τη μεταθανÜτια τýχη των ανθρþπων.
    Η ταýτιση του Πικατüρου, του ποιητÞ, με υπαρκτü πρüσωπο Þταν μÝχρι πρüσφατα αδýνατη. Το ßδιο ßσχυε και για τον ΜπεργαδÞ. Δε διαθÝταμε αρχειακü υλικü για το ΡÝθυμνο. Οι 1ες γραπτÝς μαρτυρßες για την οικογÝνεια Πικατüρου στο ΡÝθυμνο χρονολογοýνταν απü το 1570 και μετÜ.10 Η οικογÝνεια τüτε ανÞκε στους κρητικοýς ευγενεßς. Πρüσφατα ο van Gemert εντüπισε στα ΚρατικÜ Αρχεßα της Βενετßας Ýνα μικρü φÜκελο νοταριακþν πρÜξεων του συμβολαιογρÜφου Zuane Longo, που στα χρüνια 1487-1490 εßχε Ýδρα το ΡÝθυμνο. Στις πρÜξεις αυτÝς εμφανßζονται ορισμÝνα μÝλη της οικογÝνειας Πικατüρου (Picator / de Picatoribus, Peccator): ο κρητικüς ευγενÞς Νικüλαος, μßα φορÜ μαζß με τον πατÝρα του Pantaleo, ο καθολικüς επßσκοπος ΜÞλου ΙÜκωβος και κÜποιος ser Johannes.
      Αυτüς ο Ioannes Picator / de Picatoribus απαντÜται στο πρωτüκολλο του Longo απü τις αρχÝς του 1487. Κινεßται στους κýκλους των κρητικþν κι Üλλων ευγενþν, μαζß με τους οποßους υπογρÜφει πρÜξεις ως μÜρτυρας. Απü το 1489 εμφανßζεται ως θετüς γιος του τüτε Þδη πρþην επισκüπου ΜÞλου. Οι πολý λßγες πρÜξεις που σþζονται τον παρουσιÜζουν ως πληρεξοýσιο του θετοý του πατÝρα να εκτελεß αποστολÝς στο ΧÜνδακα και στα ΧανιÜ. Η ανατροφÞ του στο ελληνικü περιβÜλλον της ΔυτικÞς ΚρÞτης, οι επαφÝς του με τους ντüπιους ευγενεßς στο ΡÝθυμνο και με τους αντιπροσþπους της ηγεσßας της καθολικÞς εκκλησßας στη ΚρÞτη και στη ΜÞλο, πρÝπει να του χαρßσανε μüρφωση με διπλü προσανατολισμü, την ΑνατολÞ και τη Δýση. Δε διαθÝτουμε στοιχεßα για να διαπιστþσουμε αν ο ΙÜκωβος υιοθÝτησε το παιδß πριν απü τη χειροτονßα του ως επισκüπου. Σýμφωνα με το (καθολικü) εκκλησιαστικü δßκαιο, η υιοθεσßα μÜλλον δεν επιτρÝπεται σε (ανþτερο) κληρικü. Αυτüς εßναι ο κανüνας. Η πραγματικüτητα του τÝλους του 15ου αιþνα παρουσιÜζει, ακüμα και στους ανþτερους κýκλους, πολλÝς αποκλßσεις. Ο πÜπας ΙννοκÝντιος Η' (1484-1492) εßχε Ýνα γιο και μßα κüρη κι ο διÜδοχüς του, ο ΑλÝξανδρος ΣΤ', εßχε 4 παιδιÜ.
      Τα στοιχεßα αυτÜ, πολý πενιχρÜ, εßναι δυστυχþς τα μüνα που διαθÝτουμε κι εßναι εξαιρετικÜ απßθανο να βρεθοýνε ποτÝ Üλλα. Με βÜση αυτÜ, ο van Gemert πιθανολογεß πως ο ΙωÜννης θα γεννÞθηκε γýρω στα 1465-1470, μες στη περßοδο της απαισιοδοξßας μετÜ την Üλωση της Κωνσταντινοýπολης, την επÝλαση των Οθωμανþν και τις συνεχεßς φυσικÝς καταστροφÝς. ΓενικÜ το περιβÜλλον αυτοý του ΙωÜννη Πικατüρου συμπßπτει σε αρκετÜ σημεßα με τα στοιχεßα που διαθÝτουμε για τον ποιητÞ: ονοματεπþνυμο, μüρφωση, γνωριμßες κι Ýξω απü το χþρο του Ρεθýμνου. ΠαρÜλληλα με τον Πικατüρο, ο van Gemert μεταθÝτει και τον ΜπεργαδÞ προς το 2ο μισü του 15ου αι. και προτεßνει να ταυτιστεß με κÜποιον Petrus Bergadhin, Ýναν 2ης γενιÜς βενετοκρητικü ευγενÞ, κÜτοικο ΧÜνδακα και μικρü φεουδÜρχη, που Ýχει εξελληνßσει το επþνυμü του Þδη απü Bragadin(o)/Bregadin(o) σε Bergadhin/ΜπεργαδÞς. Εßναι ο μüνος Bergadhin που μαρτυρεßται τον 15ο αι. στο ΧÜνδακα και στο ΡÝθυμνο. Ο κλÜδος του Ρεθýμνου διατηροýσε το βενετικü τýπο του επþνυμου Bragadin(o). Οι μαρτυρßες που διαθÝτουμε γι' αυτüν χρονολογοýνται απü το 1463 μÝχρι και το 1495. Το 1502 Ýχει πια πεθÜνει. ΠρÝπει να Þτανε περßπου 20 χρüνια μεγαλýτερος απü τον ΙωÜννη Πικατüρο που βρßσκεται στα πρωτüκολλα του Zuane Longo. Παρüλο που οýτε η μια ταýτιση οýτε η Üλλη εßναι σßγουρη, τεßνουμε κι εμεßς να τη θεωρÞσουμε πιθανÞ. ¸στω με κÜποιαν επιφýλαξη δεχüμαστε τη χρονολüγηση και των 2 Ýργων στο 2ο μισü του 15ου αι., τον Απüκοπο αρχαιüτερο και τη Ρßμα ΘρηνητικÞ νεþτερο. Ο Vejleskov θεωρεß και τις 2 υποθÝσεις πολý αδýνατες και τις απορρßπτει. Φαßνεται πως παραμερßζει εýκολα το επιχεßρημα για τη μÝχρι τüτε Üγνωστη μορφÞ του επιθÝτου ΜπεργαδÞς.
     Ας επιστρÝψουμε λιγÜκι στο Ýργο. Παρατηροýμε 2 πρÜγματα: πρþτον δεν προσφωνεß πουθενÜ το κοινü του, üπως Üλλοι σýγχρονοß του και δεýτερον, ο ΧÜρος δε ζητÜ απü τον Üνθρωπο επισκÝπτη να μεταδþσει τις εμπειρßες και παρατηρÞσεις του στους (αμαρτωλοýς) Χριστιανοýς, üπως επßσης σε Üλλα σýγχρονα Ýργα, πχ. στο ανþνυμο ποßημα, τη ΠαλαιÜ και ΝÝα ΔιαθÞκη. Ο επισκÝπτης ο ßδιος δικαιολογεß την επßσκεψÞ του, πιεσμÝνος απü τη ξαφνικÞ συνÜντηση με τον ΧÜρο, με τη προσωπικÞ επιθυμßα να δει το βασßλειü του. Το κοινü που εßχε υπüψη του ο Πικατüρος πρÝπει να Þταν ελληνüφωνο Þ τουλÜχιστον και ελληνüφωνο, εξοικειωμÝνο με τις (νεο)ελληνικÝς δοξασßες για τον ¢δη και το ΧÜρο. Το γεγονüς üτι ο ποιητÞς, εκτüς απ’ αυτÜ, δεν αναφÝρει οýτε το üνομα του φýλακα-φιδιοý πρÝπει να σημαßνει πως το κοινü του μÜλλον δεν εßχε κλασσικÞ μüρφωση. Για τον επισκÝπτη δεν εßναι αυτονüητο üτι üλοι οι θνητοß περνοýν απü την ßδια γÝφυρα καταλÞγοντας στην ßδια φυλακÞ, üπου κοιμοýνται τον ýπνο της λησμονιÜς χωρßς να θυμοýνται κανÝνα και χωρßς Üλλοι να τους θυμßζουνε την αμαρτωλÞ τους ζωÞ. ΠρÝπει να υποθÝσουμε λοιπüν πως το κοινü του δεν Þταν ορθüδοξο. Ο ορθüδοξος δε θα παραξενευüταν απü τον ¢δη, τον κοινü για üλους.
      Για καθολικοýς κι ουνßτες η απüρριψη του καθαρτηρßου πυρüς (κι Ýμμεσα και της υπαρκτÞς Κüλασης και του ουρÜνιου Παραδεßσου) πρÝπει να 'ταν μεγÜλη Ýκπληξη, ιδßως μετÜ τη Σýνοδο της ΦερρÜρα-Φλωρεντßας και τις οξýτατες διαμÜχες που ακολουθÞσανε. Το 1ο θÝμα που τÝθηκε εκεß, θÝμα που δßχαζε ακüμα και τους ορθüδοξους μεταξý τους, Þταν αυτü του Καθαρτηρßου.
      Ο Πικατüρος δεν υπαινßσσεται οýτε τη καθολικÞ Üποψη του καθαρτηρßου πυρüς, οýτε τη συμβιβαστικÞ λýση κÜποιας ενδιÜμεσης καθαρτικÞς φÜσης, που Ýγινε τελικÜ δεκτÞ. Η παρÜσταση που δßνει εßναι τελεßως ανεξÜρτητη απü τις θεολογικο-φιλοσοφικÝς συζητÞσεις για την ýπαρξη Þ μη του Καθαρτηρßου. Ο ΙωÜννης Πικατüρος, αν ο ποιητÞς εßναι πρÜγματι ο θετüς γιος του ρωμαιοκαθολικοý επισκüπου ΜÞλου, μπορεß να κινοýνταν στους κýκλους των βενετþν και κρητικþν ευγενþν, η εικüνα που παρουσιÜζει ωστüσο εßναι αυτÞ της ελληνικÞς λαúκÞς παρÜδοσης, εμπλουτισμÝνη με ορισμÝνα (φρικιαστικÜ) δυτικÜ στοιχεßα. Τη προÝλευση και τη σημασßα τους πρÝπει να τις καταλÜβαινε, τüσον ο ßδιος üσο και το κοινü του, πολý καλÜ. Το ßδιο ισχýει εν μÝρει και για τον ΜπεργαδÞ. Κι αυτüς αποφεýγει να υπαινιχθεß τις αποφÜσεις της Συνüδου της Ýνωσης. Κι αυτüς παρουσιÜζει μια μορφÞ του ενιαßου ελληνικοý ¢δη, αν και πολý αφαιρετικÜ. Οι δικοß του νεκροß δεν κοιμοýνται και δε  ξεχνοýν. Αυτü που θυμοýνται üμως δεν εßναι οι αμαρτßες τους, αλλÜ οι χαρÝς της ζωÞς. Κι αυτÞ εßναι μια απü τις διαφορÝς του κοινÞς περßπου Ýμπνευσης κι αφετηρßας Ýργου των.
______________________________

                Ρßμα ΘρηνητικÞ Εις Τον Πικρüν Κι Ακüρεστον ¢δην


ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΙΚΡΟΝ ΚΑΙ ΑΚΟΡΕΣΤΟΝ ΑΔΗΝ
ΠΟΙΗΜΑ ΚΥΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΙΚΑΤΟΡΟΥ
ΕΚ ΠΟΛΕΩΣ ΡΗΘΥΜΝΗΣ

Ὡς πρικαμÝνος μὲ χολÞν, διατὶ πολλὰ ἐγρýπνου',              1
ἤθεκα ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, νὰ πÜρω ἀÝραν ὕπνου.                   2
ἘφÜνιστÞ μου κεßτοντα εἰς ὑπνοφαντασιÜ μου                 3
-ἐπüνειν τὸ κεφÜλι μου κι ἔκλαιγεν ἡ καρδιÜ μου-,           4
ἐφÜνιστÞ μου νὰ περνῶ σ᾿ ἕνα λεφτὸ λαγκÜδι                   5
καὶ μÝσα ἔγεμε θεριÜ, ἀμÝτρητο κουρÜδι.
ΜÝσα στὸ μÝσον τῶν θεριῶν δρÜκον μεγÜλον εἶδα
καὶ μÝσα ἀπὸ τὸ στüμα του φαρμÜκιν ἐξεπÞδα
καὶ μÝσα ἀπὸ τὸ κοῦφος του λüγχες φωτιᾶς ἐβγαῖναν,
σπßθες ὁμÜδι μὲ καπνὸν κι ἔρχονταν πρὸς ἐμÝναν.           10
Κι ὁ δρÜκος τοῦτος ἔστεκε, ὡς λÝοντας ἐμουγκᾶτον
καὶ φαßνεταß μου τÜχατες κι ἐμÝναν ἀπονᾶτον.
Κι ἐγὼ πολλὰ ἐφοβÞθηκα κι ἀρχßζω νὰ τρομÜσσω,
μÞπως ἀπὸ τὸ στüμα του μὲ θÜνατον περÜσω.
Καὶ πÜραυτα μετὰ σπουδῆς ὀμπρὸς ὀπßσω ἐστρÜφη·       15
μÝσα στὸ λεφτολÜγκαδον ἐπÞδα σὰν τὸ λÜφι.
Κι ἐγὼ ὅσο ἠμπüρουν ἔφευγα ἐκ τὸ θεριὸν ἐκεῖνο,
ὀγιὰ νὰ φýγω νὰ κρυφθῶ ἐκ τὸ κακὸν ἐκεῖνο.
Κι ἀπ᾿ αὖτο ν᾿ ἀπολυτρωθῶ, νὰ φýγω δὲν ἠμπüρουν
κι ἐκεῖνο τὸ κακὸ θεριὸ φÜγει με θÝλει, ἐθþρουν:           20
ἦτον τὸ μÜτι του σ᾿ ἐμÝν, ἀρχßζει νὰ τὸ στÝνη
κι ἐκßνησε νὰ πηλαλῆ, ἀπÜνω μου νὰ βγαßνη.
Κι ἐσκüπησÜ το πÜραυτα τὸ πὼς ἐχθρὸν τὸν ἔχω
κι εἶπα: «Πριχοῦ ἔρθη ἀπÜνω μου, ἂς πηλαλῶ, νὰ τρÝχω».

Λοιπὸν ὁ νοῦς μου ἐγÝμισε στὸ φýγει νὰ κινÞσω·            25
καὶ τὸ κινÞσει, πÜραυτα κι ὁ δρÜκος ἐξοπßσω!
Καὶ μὲ θυμὸν μ᾿ ἐζýγωνε κι ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ πÜγει
κι ὡσὰν ἐχθρὸς ἐβοýλετον νὰ σþση νὰ μὲ φÜγη.
Κι ἐγὼ φοβþντας δυνατὰ νὰ μὴ μὲ καταφθÜση,
ὅσον ἠμπüρουν ἔφευγα κι ἔτρεχα, μὴ μὲ πιÜση.              30
Καὶ πηαßνοντας μοῦ ἐφÜνηκε νὰ δῶ νερü, λιμνιþνα,
καὶ ποταμὸν ἀπÝρατον καὶ δÜσος καλαμιþνα,
κι ἔτρεχεν αἷμα καὶ νερü, θολὸν καὶ βουρκωμÝνον,
καὶ μÝσα ἐτρÝχασιν θεριÜ, κεφÜλια ᾿ποθαμÝνων.
Καὶ ἐκ τὸν φüβο τοῦ θεριοῦ στὸν ποταμὸν ἐμπῆκα         35
καὶ μὲ μεγÜλο κßντυνο ἀντßπερÜ του ἐβγῆκα. /
Καὶ τὸ περÜσει καὶ σταθῆ στὸν ποταμὸν ἐκεῖθες,
φωνὴ μὀφÜνη κι ἤκουσα: «Ἄθλιε, πüθεν ἦλθες,
ὁπὄν᾿ τὸ σπßτι τοῦ θεριοῦ, ἡ κατοικιὰ τοῦ δρÜκου
καὶ τὄμπα κι ἔβγα τῆς αὐλῆς τοῦ ΧÜρου τοῦ κορÜκου;» 40
Καὶ στÝνομαι ν᾿ ἀφικραστῶ τßς ἦτον ὁπὀμßλει
κι εἶδα τὸν δρÜκο κι ἔστεκε στοῦ ποταμοῦ τ᾿ ἀχεßλι
καὶ μπαßνει μÝσα στὸ νερὸ κι ἔρχετον ὅθεν ἤμουν
κι ἔπασχεν, ὡς μοῦ φαßνεται, νὰ πÜρη τὴν δοχÞ μου.
Λοιπὸν τὸ δεῖν το, πÜραυτα τὸν δρüμο πÜλι ἐπῆρα.         45

Καὶ τüσα ὁποὺ ᾿κουρÜστηκα, ὄψια τῆς γῆς καθßζω·
τὰ γüνατÜ μου ἐτρÝμασι ᾿κ τὴν στρÜτα τὴν γυρßζω.
Κι ὁ ἵδρωτÜς μου ἐκßνησε, τὰ γüνατÜ μου ἐτρÝμαν
κι ὀμπρὸς ὀπßσω ἐγýρισα τὸ ποῦ νὰ κÜμω στÝμα
καὶ νÜ ᾿βρω τüπο νὰ βολῆ νὰ πᾶ ν᾿ ἀποκουμπÞσω           50
κι ἀπὸ τὸ στüμα τοῦ θεριοῦ νὰ φýγω νὰ γλυτþσω.
Κι ἐφÜνιστÞ μου τÜχατες νὰ δῶ ᾿να μÝγα σπÞλιο
εἰς ἕνα σκßσμα φαραγγιοῦ, μαῦρο καὶ δßχως ἥλιο.
Κι ὁ νοῦς μου τὸ ἐγÝμωσε νὰ φýγω ἀπὸ τὸν κÜμπο,
νὰ πηλαλÞσω δυνατὰ στὸ σπÞλιο μÝσα νÜ ᾿μπω.              55
Λοιπὸν στὸ σπÞλιον ἔδραμα, στὸν σκοτεινὸ τὸν τüπο,
δρομαχισμÝνος δυνατὰ καὶ μὲ μεγÜλο κüπο.
Καὶ τü ᾿μπει μÝσα καὶ σταθῆ, εἶδα ἕναν μαυροφüρο
καὶ θὲ νὰ στρÝψω, πÜραυτα κι ὁ δρÜκος ἔν᾿ στὸν πüρο!
Κι εὐθýς τὸ στüμα του ἄνοιξε, μαῦρον καπνὸν ἐβγÜνει    60
κι ὁ μαυροφüρος μ᾿ ἅρπαξε, στὸ στüμα του μὲ βÜνει.
Κι ἐφÜνη μου, ἐγκρεμνßστηκα στῆς μαýρης γῆς τὸν πÜτο
κι ἐβοýλησα κι ἐδιÜβηκα στὸν Ἅδην ἀποκÜτω.
Κι ηὗρα τὲς πüρτες σφαλιστὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμÝνα
καὶ μετὰ μαῦρα φλÜμπουρα ἀπÝξω τεντωμÝνα.                 65
Κι εἶδα τὸν ΧÜρο κι ἔμπαινε κι ἔβγαινε θυμωμÝνος,
σὰν μακελÜρης καὶ φονιὰς τὰ χÝρια ματωμÝνος,
μαῦρον ἐκαβαλßκευε, ἐβÜστα καὶ κοντÜρι
κι ἐκρÜτειεν εἰς τὴν χÝραν του σαγßτα καὶ δοξÜρι·
κι εἶχε θωριὰν ἀγριüθωρη, μαýρη κι ἀλλοτριωμÝνη          70
κι ἡ φορεσιÜ του χÜλκινη καὶ καταματωμÝνη.

Τὸ δεῖν τον, ἐφοβÞθηκα κι εἶπα: «Ἂς διαγεßρω πßσω
κι ἂς κÜμω τρüπο κι ὀρδινιὰ τὴν στρÜτα νὰ γυρßσω.
Τßς ξεýρει πῶς νὰ τοῦ φανῆ, μÞπως διὰ μὲν μανßση
καὶ μὲ θυμὸν καὶ χüλητα ἀπÜνω μου κινÞση                      75
καὶ πῆ μου: “Τß ᾿θελες ἐδῶ;” Τß ἀπüκριση νὰ δþσω
καὶ ἴντα πρüφαση νὰ βρῶ τὸν ΧÜρο νὰ μερþσω;»
Λοιπὸν δι᾿ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴν ἐσποýδασα νὰ στρÝψω
κι ὀμπρὸς ὀπßσω νὰ στραφῶ, νὰ πÜγω νὰ μισÝψω.
Εἰσμιὸν στὴν πüρταν ἔραξα / κι ηὗρα την σφαλισμÝνη,     80
περατωμÝνη δυνατὰ καὶ κατακλειδωμÝνη.
Κι ὀμπρὸς στὴν πüρταν ἤτονε, εἰς τὸ μπασεβγασßδι,
ὄφης τρικεφαλüστομος δεμÝνος μ᾿ ἁλυσßδι·
κι ὡσὰν πορτÜρης ἔβλεπε πüρτα κι αὐλὲς ὁμÜδι,
μÞπως καὶ λÜθη τον τινὰς κι ἔβγη ἔξω ἀπὸ τὸν Ἅδη.          85
Καὶ τὸ στραφῆν καὶ τὸ νὰ ἰδῆ, ἐταýρισε τὸ φßδι
καὶ σὰν τὸν σκýλον ἔσυρε νὰ κüψη τ᾿ ἁλυσßδι
κι ἔδρασσε νÜ ᾿ρθη ἀπÜνω μου, νὰ φθÜση νὰ μὲ πνßξη,
ὡσὰν θερßο ποý ᾿τονε ὡς γιὰ νὰ μὲ ξεσκßση.
Τü ᾿να του στüμαν ἔβγανε φωτιÜ, καπνὸ κι ἀπýρι,              90
τ᾿ ἄλλο φαρμÜκιν ἔγεμε τῆς πüρτας τὸ προθýρι
καὶ τ᾿ ἄλλον αἷμαν ἔρρεγε κι ἀκνßδα μὲ τὸν βρüμο.
Ἔποικεν ὄχλητα πολλὴ καὶ σýγχυση καὶ τρüμο
κι ὁ Ἅδης ἐταρÜχθηκε κι οἱ πüρτες ἐσαβÜξαν
κι ἀπὸ τὸν φüβον τὸν πολὺν τὰ μÝλη μου ἐτρομÜξαν.          95

Κι ἀκοýει ὁ ΧÜρος τὴν ὄχλησιν ὁποý ᾿χεν ὁ πορτÜρης
κι ἦρθε στὴν πüρτα τρÝχοντας στὸν μαῦρο καβαλÜρης.
Κι ἀπομακριὰς ἐφþναξε: «Ποιὸς ἐκ τὸν Ἅδη βγαßνει;»
καὶ «Ποιὸς στοῦ ΧÜρου τὴν αὐλὴν ἀποτρομᾶ καὶ μπαßνει;»
Καὶ τÜχα τüτες ἔσωσε κι ἐσυναπÜντησÝ μου·                      100
λÝγει μου: «Τß ᾿θελες ἐδῶ στὸν Ἅδην, ἀδελφÝ μου;
Καὶ ποιὸς ἐδῶ σ᾿ ἐκÜλεσε ᾿γοýμενον ἢ κελÜρη
κι ἴντα δουλειὰ στὸ σπßτι μου ἤθελες, παλικÜρι;
Ἔχεις ἐγνþραν ἐδεπÜ, φßλον σου συντοπßτη,
ἢ συγγενὴ καὶ γεßτονα στοῦ ΧÜροντος τὸ σπßτι; 105
Ποιὸς δρüμος σ᾿ ἔφερεν ἐδῶ, ποιὰ στρÜτα, παλικÜρι,
κι ἦρθες στὸν Ἅδην ἄβουλα δßχωστα τοῦ πορτÜρη;
ΠοιÜ ᾿ν᾿ ἡ ὁδüς σου; Πüθεν πᾶς; Τß θÝλεις; Τß γυρεýεις;
ΒλÝπω τὸν δρüμον ἔσφαλες! Καὶ πüθεν ταξιδεýεις;
Στὸν Ἅδην ἐταξßδεψες κι ὁ ΧÜρος ἔπιασÝ σε                       110
κι ὁ δρÜκος ποὺ σ᾿ ἐζýγωνε, βλÝπω, ἐκυνÞγησÝ σε.
Εἰς ἄβυσσον ἐξÝπεσες, στὸν Ἅδην ἐκατÝβης.
Ἔχεις ἐλπßδα - λÝγει μου - στὸν κüσμο πλÝον ν᾿ ἀνÝβης;»
Καὶ τÜχα τüτ᾿ ἐστρÜφηκα κι ὀμπρüς του γονατßζω
καὶ μὲ τὸν φüβον τὸν πολὺν νὰ τοῦ συντýχω ἀρχßζω.
Κι ἐσýντυχÜ του ἀφεντικÜ, λÝγω του: «Ἂν ἔν᾿ κι ὁρßζεις,
τß ᾿τον ὁ δρüμος μου ἐδεπÜ, ἄκουσε, νὰ γνωρßζης.
Ἦλθα νὰ δῶ τὸν τüπο σου, νὰ δῶ τὴν ἐπαρχιÜ σου,
νὰ ἰδῶ ποῦ στÝκει τὸ θρονß, ΧÜρο, τῆς βασιλειᾶς σου,
νὰ δῶ τὰ κÜστρη τὰ κρατεῖς, τὲς χῶρες τὲς κουρσεýεις,       120
τὴν ἀφεντιὰ τὴν ἔλαβες πῶς τὴν καθοδηγεýεις,
κι αὐτοὺς τοὺς παßρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ ρßκτεις καὶ σκοτþνεις,
τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες πῶς τοὺς περιμαζþνεις
εἰς ἴντα τüπο καταντοῦν, ᾿ς ποιὰ φυλακὴ τοὺς βÜνεις
καὶ δὲν θυμοῦνται νὰ στραφοῦν καὶ στὴν ὁδὸ νὰ μποῦσιν
τοὺς φßλους, τὴν ἐγνþραν τους πÜλι νὰ ᾿ρθοῦν νὰ δοῦσιν.

Φιλοτιμᾶς τους τÜχατες, σὲ κοῦρτες τοýσε βÜνεις
κι εἰς γÜμους καὶ ξεφÜντωσες κι εἰς λυγερὲς τοὺς βγÜνεις;
Ἄλλες στολὲς καὶ φορεσιὲς εὑρÞκασιν κι ἐβÜλαν
κι ἀπὸ τὸν νοῦν τους πÜντοτε τοὺς φßλους τους ἐβγÜλαν;     130
Ἐλησμονῆσαν τÜχατες; Θυμοῦνται νὰ διαγεßρουν
ἢ φλακισμÝνους τοὺς κρατεῖς καὶ βλÝπεις τους τριγýρου;»
ΛÝει μου: «Ἂν ἦλθες γιὰ νὰ δῆς τοῦ ΧÜροντος τὰ κÜστρη,
δεῖ θÝλεις χῶρες σκοτεινÝς, ποὺ δὲν τοὺς φÝγγουν τ᾿ ἄστρη,
καὶ τüπους ἀνεγνþριστους, χωρὶς αὐλὲς καὶ στρÜτες,
καὶ μονοπÜτια ἀπÝρατα, ποὺ δὲν περνοῦν διαβÜτες.
καὶ πüρτες πÜντα σφαλιστὲς καὶ σφικτοκλειδωμÝνες.
Καὶ ξεῦρε ὅσοι ἔρθουν ἐδεπὰ τοῦ κüσμου δὲν θυμοῦνται,
εἰς ἕναν τüπο κεßτονται κι ἀγνþριστοι κοιμοῦνται.
Χαρὲς ἐδῶ δὲν γßνονται, στολὲς οὐδὲν θυμοῦνται,                140
μᾶλλον τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦν λýουν καὶ καταλυοῦνται.
Καὶ ταπεινὰ πορεýονται κι ἀλÜλητα δοικοῦνται
κι ἀλλÞλως των οἱ ταπεινοὶ δεßχνουν καὶ δὲν λυποῦνται.
Γνþριμοι δὲν γνωρßζονται καὶ φßλοι οὐδὲν θυμοῦνται,
οὐδὲ γειτüνοι κι ἐδικοὶ ποιοὶ εἶν᾿ ἀναρωτοῦνται.
Οὐδὲ κορÜσια μὲ τοὺς νÝους ἀφÞνω ν᾿ ἀγαποῦνται
καὶ νὰ περιλαμβÜνουνται, ἀλλÞλως νὰ φιλοῦνται.
Καὶ χρüνοι ἐδῶ δὲν περπατοῦν, μῆνες οὐδὲν θυμοῦνται,
οὐδὲ στοῦ ΧÜρου τὴν αὐλὴν ὧρες οὐδὲν μετροῦνται.

Τὸν οὐρανὸν δὲν βλÝπουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη νὰ φωτßση,
οὐδὲ τὸν ἥλιον ὅταν πᾶ, λÝγω, νὰ βασιλεýση,                       150
ἀμ᾿ εἶναι πÜντα σκοτεινοß, μαῦροι καὶ ἀλλοτριωμÝνοι
καὶ μὲ τὴν θλßψη κÜθονται ὅλοι πολλὰ θλιμμÝνοι.
Ταξßδια ἐδῶ δὲν γßνονται νὰ δÝχουνται τινÜδες,
οὐδὲ καρÜβια μπαßνουσιν μὲ τοὺς πραγματευτÜδες.
Καὶ τÜχα κÜτεργα ἐδεπὰ πιστεýεις νὰ γυρßζουν
κι οἱ ναῦτες τους νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χαροκοπßζουν;
Ἢ νÜ ᾿βρης χῶρες νÜ ᾿χουσιν ἀφεντικὰ παλÜτια
ἢ κÜστρη πυργογýριστα μ᾿ αὐλὲς καὶ μονοπÜτια,
ἢ φüρους μὲ τὲς ἔπαρσες καὶ μὲ πραγματευτÜδες,                160
νὰ πραγματεýωνται ἄρχοντες, νὰ βÜνουν πωλητÜδες;
Ἐδῶ ᾿ς θρονιὰ δὲν κÜθουνται νὰ κρßνουσιν κριτÜδες,
οὐδὲ ραβδιὰ βασιλικὰ κρατοῦσιν οἱ ρηγÜδες.

ἈφÝντες δὲν γνωρßζονται ἀπὸ τοὺς δουλευτÜδες,
οἱ σκλÜβες καὶ ὑποχεριὲς μÝσα ἀπὸ τὲς κυρÜδες.
ΠολÝμοι ἐδῶ δὲν γßνονται, στρατιὲς οὐδὲν στρατεýουν,
οὐδὲ φουσÜτα κÜμνουσιν, οὐδὲ ἄρματα γυρεýουν.
Κι ἂν ἔν᾿ καὶ θÝλεις καὶ ποθεῖς, φßλε, νὰ δῆς τὸν Ἅδη,
θÝλω σὲ πÜρει, ἅμα θÝς, τþρα μ᾿ ἐμὲν ὁμÜδι,
νὰ δῆς, νὰ μÜθης τὰ κρατῶ καὶ τÜ ᾿χω μετὰ μÝνα                 170
καὶ τὰ κορμιὰ τὰ τßμια ποῦ τÜ ᾿χω ᾿ποθεμÝνα».
ΛÝγω του: «Ἂν θÝλεις τὸ λοιπüν, ἅμαν ὁρßζεις νÜ ᾿λθω,
στὸν ὁρισμü σου νÜ ᾿λθω ᾿δÜ, νὰ δῶ κι ἐγὼ νὰ μÜθω.
Μὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ: νὰ μὴ μὲ ἀναχωρßσης
καὶ ᾿ς τüπον ἀγριογνþριμον μüνον μηδὲν μ᾿ ἀφÞσης».
Λοιπüν, καθὼς μοῦ ᾿φÜνηκε, εἶπε μου τüπο νÜ ᾿βρω
νὰ καβαλκεýσω πßσω του ξεκÜπουλα στὸν μαῦρο,
καὶ διὰ νὰ μὴν τὸν φοβηθῶ ἔχωνε τ᾿ ἄρματÜ του.
Λοιπὸν μὲ θÜρρος, ἄφοβα ἐσßμωσα κοντÜ του
κι ὀμπρὸς ὀπßσω ἐγýρισε κι ἔκλινε τὸ κοντÜρι                     180
κι ἀπüσκυψε κι ἐπῆρε με στὸν μαῦρο καβαλÜρη.

Ἀπεßτις ᾿καβαλκεýσαμε, λÝει μου: «Σφικτὰ μὲ κρÜτει»,
κι ἐκÝντησε τὸν μαῦρο του κι ἄρχισε κι ἐπερπÜτει.
Λοιπὸν ἐτüτες πÜραυτα ἐπιÜσαμε τὸν δρüμο
κι ἐπερπατοῦμαν σκοτεινÜ, στὸν φüβο καὶ στὸν τρüμο.
Κι ὀμπρὸς κι ὀπßσω ἐγýριζα καὶ πÜντα σκüτος ᾿θþρουν
καὶ τßποτες ὀγιὰ νὰ ἰδῶ ἄλλον οὐδὲν ἠμπüρουν.
Κι ἀπεßτις ὥρα ἐδιÜβηκε, ἀκοýω νερὰ ἐβροντοῦσαν
καὶ τÜχα κÜτω ἐτρÝχασιν κι εἰς τ᾿ ἄβυσσα ἐκτυποῦσαν.
ΛÝγω του: «ΧÜρο, τß ἔν᾿ αὐτὸ ὁποὺ βροντοκτυπÜει              190
καὶ τß ἔν᾿ τ᾿ ἀκοýγω κι ἔρχεται καὶ πüθεν κατεβαßνει;»
ἈπιλογÞθη κι εἶπε μου: «ΠοτÜμι ἔν᾿ καὶ τρÝχει,
τὸ ποιὸ ποτÜμι οὐδὲ εἷς ἀξιþθη νὰ κατÝχη.
Τὸ βÜθος του ἔναι ἀμÝτρητο, τὸ πλÜτος του ἔναι μÝγα
κι ὅλες οἱ βρýσες τρÝχουσιν στὴν ἐδικÞν του φλÝγα.
Καὶ τὰ θηριὰ τριγýρου του φüβος καὶ μιὰ τρομÜρα
καὶ δρÜκοντες κι ἐβγαßνουσιν στὸ χεῖλος μιὰ τρομÜρα.
Καὶ βλÝπε, ἀπεὶν σιμþσωμε, μὴ φοβηθῆς τὸ βýθος
καὶ τοῦ νεροῦ τὸν βροντισμὸν καὶ τῶν θεριῶν τὸ πλῆθος».
Καὶ τÜχα τüτες ᾿σþσαμεν εἰς τοῦ νεροῦ τὸν τüπο                  200
κι ὅλα τὰ μοῦ ᾿πεν εἶδα τα κι ἦσαν εἰς ὅμοιον τρüπο.
Κι ἀνÜμεσα τοῦ ποταμοῦ ἤτονε μιὰ καμÜρα
ψηλÞ, στενὴ κι ἀπÝρατη, φüβος καὶ μιὰ τρομÜρα.

ΛÝει μου: «Αὐτὴν τὴν γÝφυρα μÝλλεται νὰ διαβοῦμε
καὶ μὲ μεγÜλο κßντυνο κÜτεχε νὰ περνοῦμε».
Καὶ τÜχα ἀπÜνω ἀνÝβημαν κι ἀγÜλια ἐπερπατοῦμαν
κι ἀντÞρητα ἐδιαβαßναμε κι ἀκüπιαστα ἐπερνοῦμαν.
Κι ἀπεßτις ἐκατÝβημαν ἐκ τὴν καμÜρα κÜτω,
ἤρχισε πÜλι πρὸς ἐμὲν ὁ ΧÜρος κι ἐδηγᾶτον.
ΛÝγει μου: «Τßς ἀξιþθηκε νὰ μπῆ στὸν Ἅδη μÝσα,
νὰ μὴν εἰποῦν κι ἀπüθανε καὶ τὰ μαλλιÜ του ἐπÝσαν;
Καὶ τßς αὐτὴν τὴν γÝφυραν ἐπÝρασε κι ἐμπῆκε
καὶ πÜλι τὴν ἐστρÜφηκε κι ἐγýρισε κι ἐβγῆκε;»
ΛÝγει μου: «Ἤξευρε κι αὐτοῦ περνοῦν οἱ μισεμÝνοι,
οἱ ποιοὶ ἐκ τὸν κüσμο λεßπουσιν κι ἐδῶ εἶναι πλακωμÝνοι.
Κι αὐτὴν τὴν στρÜτα γδÝχουνται νὰ κÜμουν ὁποὺ ζοῦσιν
κι ὁμÜδι μὲ τὸν ΧÜροντα ὅλοι ἀπ᾿ ἐδῶ περνοῦσιν.
Λοιπὸν νὰ φýγη ποιὸς μπορεῖ ᾿κ τὸν ποταμὸν ὁποý ᾿δες;
Διαταῦτος φρüνιμα σκοπεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐτοῦτο:
Δι᾿ αὐτὸν ὁ κüσμος, τ᾿ ἀγαθὰ κι οἱ ἔπαρσες λιγαßνουν            220
κι ὡσὰν λουλοýδι ψýγουνται καὶ ὡς ἀθὸς διαβαßνουν.
Κι ἂν ἔζησεν ὁ ἄνθρωπος, χßλιων χρονῶν νὰ ᾿γßνη,
ὡσὰν ἐψὲς τοῦ ᾿φÜνησαν κι ἦσαν οἱ χρüνοι ἐκεῖνοι.
Καὶ λÝγει μÝσα του ὁ ἐλεεινüς: “Τὸν βιüν μου ποῦ ν᾿ ἀφÞσω;”
κι ὥστε νὰ νιþση ἐδιÜβηκε κι ὅλα τ᾿ ἀφÞνει ὀπßσω.

Ωσὰν κερὶν ἐφÜνισε κι ὡς χüρτος ἐμαρÜνθη
κι ὡσὰν ἀπὸ τὸ πρüσωπο τῆς γῆς ἐπαραπÜρθη.
Κι ὁμοιÜζει τοῦ πραγματευτῆ ὁποὺ δοικᾶ στὸ φüρος,
ὁποὺ ἀγορÜζει καὶ πουλεῖ τῆς πραγματειᾶς τὸ δῶρος.
Διατὶ κι ὁ κüσμος φüρος ἔν᾿ κι ἡμεῖς πραγματευτÜδες
κι ὁποὺ ἀγορÜση ἀγüρασε τοῦ κüσμου τὲς πραγμÜτειες.
Λοιπὸν ὁποὺ πραγματευτῆ τὲς πραγματειὲς ἐκεῖνες,
χαρὰ στὸν ὁποὺ ἀγüρασε μισθοὺς κι ἐλεημο / σýνες.
Χαρὰ λοιπὸν στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ στὸ σπßτι τοý ᾿σαν
ξÝνα, πτωχὰ κι ἀμÜλωτα κι ἀπὸ τὸν βιüν του ἐζοῦσαν.
Διατὶ ὁ ᾿λεεινὸς ὁ ἄνθρωπος μüνον αὐτὸ εὑρßσκει
κι αὐτὸ κερδαßνει καὶ βαστᾶ δι᾿ ἀκριβὸ κανßσκι.
Κι αὐτὸν ὁ ΧÜρος δὲν ἁρπᾶ, ὁ ΧÜροντας τιμᾶ τον
καὶ μὲ φωτιὰ τὴν γÝφυραν ἀντßπερα περνᾶ τον.
Λοιπὸν εἰς τÝτοιες πραγματειὲς τὸ βιοτικü του ἂς βÜνη            240
καὶ μὴ φοβᾶται θÜνατον, καλὰ κι ἂν ἀποθÜνη».
ΛÝγει μου πÜλι δεýτερον: «Τὰ σοῦ ᾿πα ἐγροßκησÝς μου
καὶ τÜχατες τὰ λüγια μου, φßλε, ἀφικρÜστηκÝς μου;»
ΛÝγω του: «ΤÜ ᾿πες ἤκουσα καὶ λüγος δὲν χωρßζει,
καὶ λÜθος δὲν εὑρßσκεται, ἀμ᾿ ἔναι σὰν τ᾿ ὁρßζεις.
Μιὰ τþρα χÜρη σοῦ ζητῶ, ΧÜρο, καὶ κÜμε μοý την:
δεῖξε μου αὐτοὺς ὁποὺ περνοῦν τὴν γÝφυραν ἐτοýτην».

ΛÝγει μου: «Ἔλα τὸ λοιπüν, μετὰ χαρᾶς νὰ πᾶμε»,
κι ἀπὸ τὴν βιὰν ὁ μαῦρος του οὐδὲν ἐπÞδα χÜμαι.
Καὶ τÜχατε, ὡς μοῦ ᾿φÜνηκε - λÝγω σου ὅσον εἶδα -
απὸ τὸν δρüμον τὸν πολýν, μαῦρα λαγκÜδια ἐπÞδα.
Κι ἀπüτις ἐπερÜσαμεν ἀμÝτρητο κομμÜτι,
τüτες τὸν δρüμον ἔπαυσε καὶ σιγανὰ ἐπερπÜτει.
Καὶ τÜχα ἐκεῖ ἐστÜθημαν κι ἀκοýγω κλÜημα μÝγαν
μὲ βροῦχος καὶ μὲ θρηνισμὸν κι “ὀγüι σ᾿ ἐμὲν” ἐλÝγαν.
Σὰ νÜ ᾿χεν εἶσται τÜχατες ξüδι βαρὺν ἐκλαῖγαν.
ΛÝγω του: «Τß ἔναι, ΧÜροντα, ὁ ἀλαλαγμὸς ἐκεῖνος,
καὶ ποßους ἔσφαξαν ἐδῶ καὶ βγαßνει τÝτοιο θρῆνος;»
ΛÝει μου: «Αὐτὸς ὁ θρηνισμὸς ἐβγαßνει ἐκ τὸ φουσÜτο
τ᾿ ἀρßφνητο κι ἐξÜκουστο ἀπὄναι ἐδῶ ἀποκÜτω·                       260
κι ἐπὰ κοντÜ ᾿χω τὴν φλακὴ πὄν᾿ τῶν νεκρῶν τὸ πλῆθος,
ὁποὺ σκεπÜζει ἡ πüρτα της μὲ μαυρισμÝνο λßθος.
Λοιπὸν u954 κατÝβα, πÝζευσε νὰ μπῆς νὰ δῆς τὸ θρῆνος».
Καὶ τὸ πεζεýσει, πÜραυτα ἐπÝζευσε κι ἐκεῖνος.
Κι ὀμπρὸς ἐκεῖ ἐστÜθημαν κι ἦτον δεντρὸ μεγÜλο
καὶ ἔδεσε τὸν μαῦρο του νὰ μὴν σαλεýση ζÜλο.
Κι ὡσὰν παρÝκει τοῦ δεντροῦ εἶδα θεριὸν ἀσπßδα
κι ἦτον εἰς πλÜκαν κÝρκελος, δεμÝνος μ᾿ ἁλυσßδα.
Καὶ τÜχα ἐκεῖ ἐσιμþσαμε καὶ μπÞγει τὸ κοντÜρι
καὶ τὸ κιρκÝλιν ἔπιασε, σηκþνει τὸ λιθÜρι
και λÝγει: «Σßμωσε κοντὰ νὰ δῆς τὴν ἄγρια κοßτη,
τὴν φυλακὴ τὴν σκοτεινὴ καὶ τῶν νεκρῶν τὸ σπßτι».
Κι ἀπὸ τὴν χÝρα μ᾿ ἔπιασε κι εἶπα του: «Ὀμπρὸς ἐσý ᾿πα»,
κι ἐγὼ ξοπßσω ἐκλοýθουν του στὴν μαυρισμÝνη τρýπα.

ΣκÜλαν ἐκατεβαßναμε, εἶχε στενὰ σκαλÝρια,
ἀγÜλι ἀγÜλι ἐπηαßναμε κρατþντα ἀπὸ τὰ χÝρια.
Κι ἀπεὶν ἐκατεβÞκαμεν ἀπὸ τὴν σκÜλα κÜτω
κι ἐστÞσαμε τὰ πüδια μας στῆς φυλακῆς τὸν πÜτο,
ἀπὸ τὴν χÝρα μ᾿ ἄφηκε καὶ τὴν ζωσιÜν του πιÜνει
κι ἀπὸ τὸ πλÜι του ἔβγαλε κλειδιÜ, ὡσὰν μοῦ ἐφÜνη.               280
Καὶ τÜχα πüρταν ἤνοιγε κι εἶπε μου νὰ σιμþσω
κι ἅμα τ᾿ ἀνοßξει, πÜραυτα ἐμπÞκαμεν ἀπüσω.
Κι ἐκ᾿ εἶδα ἀφÝντες, ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ ρηγÜδες
καὶ βασιλῆδες φοβεροὺς κι ὄμορφους ἀμιρÜδες
καὶ παλικÜρια καὶ παιδιÜ, κορÜσια ἀναπλεμÝνα
κι εἶχαν εἰς τοὺς σφονδýλους τους σκουλÞκια φωλεμÝνα.
Καὶ κεßτονται τὰ ταπεινὰ σὰν πρüβατα σφαμÝνα
κι ἔχουν τὰ χÝρια σταυρωτÜ, τὰ μÜτια καλυμμÝνα.
Κι ἐγὼ πολλὰ ἐλυπÞθηκα κι ἀρχßζω νὰ φωνÜζω
καὶ μὲ τὴν γλþσσα δυνατὰ τὸν ΧÜρο ν᾿ ἀτιμÜζω.

ΛÝγω του: «ΧÜρε δολερὲ καὶ μυριασβολωμÝνε,
ἐχθρὲ τ᾿ ἀθρþπου τοῦ ᾿λεεινοῦ, πÜντοτες βουλισμÝνε,
καὶ δὲν λυπᾶσαι τοὺς καλοὺς ἄντρες τοὺς ἀντρειωμÝνους,
τοὺς ἄρχοντες, τὲς λυγερὲς καὶ νÝους κανακεμÝνους;
Νὰ τοὺς ἁρπÜζης μὲ σφαγὴ ᾿κ τὰ χÝρια τῶν τινÜδων,
διὰ τὲς θλßψες καὶ πικριὲς καὶ πüνους τῶν μανÜδων.
Ἄσι τους, μαῦρε ΧÜροντα, νὰ πολεμοῦν τὰ κÜστρη,
τὲς νýκτες νὰ στρατεýουσιν, νὰ φÝγγουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη
κι ἄς τους νὰ βλÝπουν εἰς τὴν γῆν τὸν ἥλιο καὶ φεγγÜρι
καὶ μὴν ρουφᾶς τὸ αἷμα τους ὡσὰν ξερὸ σφογγÜρι.                  300
Μὰ παῖρνε ἐκ τοὺς ἄτυχους καὶ γÝροντες ἐκτÜφια,
κουτσοýς, τυφλοýς, παρÜλυτους, ρßκτε τους ᾿ς μαῦρα θÜφια
καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς καλοὺς μηδὲν τοὺς κονταρεýης,
τοὺς ἀντρειωμÝνους, ΧÜροντα, μηδὲν τοýσε δοξεýης».
Κι ὁ ΧÜρος τÜχα, ὡς ἔδειξεν, ἄρχισε κι ἐλυπᾶτον
κι ἐκοýνειε τὸ κεφÜλι του κι αὐτὸ ἀπιλογᾶτον:
«Ἂν ἤτονε νὰ ᾿πÞγαινε στὸν Ἅδην ἄλλος γι᾿ ἄλλον,
πολλοὶ νὰ μοῦ ᾿παν: “ΧÜροντα, ἄς τον αὐτὸν καὶ νÜ ἄλλον”.
Μὰ ξεῦρε τοῦ / το ἀπὸ μὲν κι ἔχε το πÜντα θÜρρος,
πὼς δὲν χαρßζει προτιμὲς στὸν θÜνατον ὁ ΧÜρος.                      310
ΒλÝπεις ἐτοῦτο τὸ βαστῶ τὸ σιδερὸ δοξÜρι
καὶ τὲς σαΐτες τὲς βαριὲςκαὶ τὸ μακρὺ κοντÜρι;
{Τοῦτα δοξεýουν ἄρχοντες, ἀφÝντες καὶ κριτÜδες.}

Τοὺς δυνατοὺς πληγþνουσιν, τοὺς ἄπιαστους σκοτþνουν
καὶ τοὺς ψηλοπερÞφανους δοξεýουσιν †τοῦ τüνου†.
{Καὶ ξεχωρßζει ἀδελφοýς, πατÝρες ᾿κ τὰ παιδιÜ των
καὶ πλουτισμÝνους ἄρχοντες ἀπὸ τὰ γονικÜ των·
καὶ τὲς μανÜδες θλßβει τες, τὲς ὕπανδρες χηρεýει,
βÜνει τους μαῦρες φορεσιὲς κι ὅλες τὲς κουτρουλεýει.}
Ἐγὼ τὰ κÜστρη πολεμῶ καὶ μüνος τὰ κουρσεýω                        320
κι ὡς πρüβατα τοὺς ἄντρες τους σφÜζω τους καὶ μισεýω·
καὶ λÝοντες ἀμÝρωτους δßχως σπαθὶ τοὺς παßρνω
καὶ δßχως ὄχλο σýγχυσης μÝσα ᾿δεπὰ τοὺς φÝρνω.
{Κι ὅποτε σþσω, πολεμῶ, γεμßζω τὸ δοξÜρι,
καβαλικεýω τὸ φαρὶν καὶ παßρνω τὸ κοντÜρι·
καὶ ἀπÜνωθÝν τους στÝνομαι, δοξεýω τὲς καρδιÝς τους
καὶ μὲ τὴν λüγχη τὴν πικριὰ ἐβγÜνω τὲς ψυχÝς τους.}
Ἐδῶ στὸν Ἅδη τὸν πικρὸ κι ἀπολησμονημÝνο
κι εἰς τὸ φουσÜτο τὸ ἄμετρο καὶ πολυπληγωμÝνο
δÝνω τους μὲ τὴν ἅλυσον, καλοὺς κακοὺς ὁμÜδι,                        330
καὶ καταλεῖ τους τὸ πλακὶ καθημερνὸ στὸν Ἅδη.
Καὶ μÝνουσιν εἰς τὸν βυθüν, στοῦ δρÜκοντος τὸ στüμα,
στὴν στρÜτα τὴν ἀγιÜγερτο, στὸ μαυρισμÝνο στρῶμα,
ἐκεῖ ὁποὺ ᾿θÝκασιν πολλοὶ καὶ δὲν μποροῦν νὰ γÝρθουν,
᾿κ τὸν Ἅδη τὸν ἀχüρταγο στὴν γῆν ἀπÜνω νὰ ἔρθουν».
Καὶ τÜχα τüτε ἐκßνησα τὸν ΧÜρο ν᾿ ἀγενßζω
κι ἀνÜταξÜ τον ἄχρηστα καὶ τ᾿ ὄνομÜ του βρßζω.

ΛÝγω του: «ΛÜβρα καὶ φωτιÜ, ΧÜροντα, νὰ σὲ κÜψη
κι ὁ Βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ μαγÜρι νὰ σὲ πÜψη!»
Καὶ τÜχατε ἀποκρßθηκε: «Διατß μὲ ἀγενßζεις                                340
καὶ τß σοῦ φταßγω, ἄνθρωπε, κι ἀναßσχυντα μὲ βρßζεις;»
Κι εἶπα του: «ΤÜχα δὲν μπορεῖς νὰ κÜμης ὀγιὰ φßλους,
νὰ μÜχεσαι μὲ τοὺς κακοýς, ποὺ διÜγουν σὰν τοὺς σκýλους;»
ΛÝγει μου: «Ξεῦρε, φßλε μου, κι ὁ κüσμος μýλος ἔναι
καὶ νοικοκýρης τὸν κρατεῖ κι ἀργὸς ποτὲ δὲν ἔναι·
κι ἄνωθεν ἔναι ὁ μυλωνÜς, ὁ Θεὸς αὐτὸς γροικᾶται·
κι ἅμα τ᾿ ὁρßσει, πÜραυτα ὁ μýλος ᾿ς μιὸν κινᾶται
κι ἄλλους ἀλÝθει καὶ μασεῖ καὶ βÜνει τους στὸν Ἅδη
κι ἄλλους σηκþνει ἐκ τὸν βυθὸν στοῦ κüσμου τὸ λαγκÜδι».
ΛÝγω του πÜλι: «ΧÜροντα, ρωτῶ σε μ᾿ ἄξιο θÜρρος,                  350
παρακαλῶ σε τὸ λοιπüν, μηδὲν τὸ πÜρης βÜρος:
τοýτους τοὺς παßρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ βÜνεις εἰς τὸν Ἅδη
καὶ τοὺς λαλεῖς ὡς πρüβατα καὶ μακελειοῦ κουρÜδι,
τÜχα σ᾿ αὐτοὺς ὁ μυλωνὰς ὁποý ᾿πες - ἐνθυμᾶσαι; - ,
αὐτὸς σὲ πÝμπει πρὸς ἐμᾶς καὶ ὁριστὰ κινᾶσαι
κι ἐσὲ δεσπüτην στÝλλει σε δßχως αἰτιὰν καὶ τρüπον
ἢ ἐσὺ ἀτüς σου ἐχθρεýεσαι τὸ γÝνος τῶν ἀνθρþπων;»

ΛÝει μου: «Τß ἔναι τὸ ρωτᾶς, τß ἔναι αὐτὸ τὸ λÝγεις
Δὲν τὸ κατÝχεις, ἄνθρωπε, -μὰ πρὸς ἐμÝνα κλαßγεις-
καὶ ἄβουλα τοῦ αὐθεντὸς τßποτας δὲν κινᾶται,                             360
οὐδὲ ἄνθρωπος, οὐδὲ θεριü, οὐδὲ πουλὶ γεννᾶται;
Δὲν πÝφτει φýλλον εἰς τὴν γῆν ἐκ τὸ δεντρὸν ἀπÜν
ἀνüριστα τοῦ ἀφεντüς, καθὼς καταλαμβÜνω.
Μᾶλλον αὐτὸς μὲ ἀνüρθωσε ποτὲ νὰ μὴν καθßζω,
νὰ καλικεýω τὸ φαρßν, τὸν κüσμο νὰ γυρßζω.
Καὶ καταξιᾶς μοῦ τ᾿ ἄφηκε τ᾿ ἀθρωπινὸ κουρÜδι
καὶ δßδω τους τὸν θÜνατο καὶ βÜνω τους στὸν Ἅδη.
Δßχως αὐτεῖνον τßποτες δὲν δýνομαι νὰ κÜμω,
οὐδ᾿ ἐξουσιÜζω τßποτας: ἕνα κουκκÜκιν ἄμμο».
Κι ἀκοýγοντα τὰ μοῦ ᾿λεγε πικρὰ ἄρχισα νὰ κλαßγω                    370
καὶ πÜλι τüτε ἐκßνησα τοῦ ΧÜροντα νὰ λÝγω:
«Νὰ μὴν ἠμπüρεσε τινὰς ν᾿ ἀρÜξη σὰν τὸ σκýλο
καὶ μÝσα ἀπὸ τὰ χÝρια σου νὰ ξεγλυτþση φßλο,
ἢ μὲ χρυσÜφιν ἄμετρο νÜ ᾿στρεψεν εἷς υἱüν του,
γὴ συγγενὴν ἢ κýρην του ἢ μÜνα ἢ ἀδελφüν του,
ἢ νÜ ᾿καμε παρÜταξη καὶ γÜμο, νὰ σ᾿ ἐπῆρε
κι εἰς τὸν χορὸ νὰ σ᾿ ἔμπασε, νὰ σοῦ ᾿πε: “ΧÜρο, σýρε”;
ΤÜχα μὲ παραδιÜβασες, λÝγω, νὰ σοῦ μιλÞση,
τοὺς συγγενοὺς καὶ φßλους του μπορεςς νὰ λησμονÞσης;»

«Δὲν τὸ ἠξεýρεις κι ὁ Θεὸς καρδιογνþστης ἔναι                          380
κι ἄνω στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ λÜθος αὐτὸς δὲν ἔναι!
Κι ἅμαν ὁρßση, νὰ μοῦ πῆ: “ΧÜρο, στὸν κüσμον ἄμε
κι ὅποιον σοῦ δεßξω σκüτωσε καὶ ρßξε τονε χÜμαι”,
πῶς ἠμπορῶ νὰ παραβγῶ, σφÜλω τῆς ἐντολῆς του,
ἂν ἔν᾿ κι ἐμὲν ἀνüρθωσε νὰ κÜμνω τὲς δουλειÝς του;»
ΛÝγω του πÜλι δεýτερον: «Ἔδε ᾿πιτß / μιο τοῦτο
κι ἔδε μυστÞριο φοβερὸ καὶ θαýμασμα ὁποý ᾿τον!
Λοιπὸν ρωτῶ σε, πÝς μου το, ΧÜρο, ἂν ἔν᾿ κι ὁρßζεις
κι ἅμα τὸ ξεýρεις, ἄρχισε νὰ τὸ διαχωρßζης:
τßς ἡ αἰτßα ἤτονε κι ὁ ἄνθρωπος ἐγÝνη,                                         390
†ἅμαν† βαστᾶ τὸν θÜνατο κι †ἅμαν† στὸν Ἅδη μπαßνει;
Παρακαλῶ σε, πÝ μου το, διατὶ ἔχωσαν τὸν τρüπο:
διὰ τß ἀφορμὴ γυρεýετε τὸ γÝνος τῶν ἀνθρþπων;»
Καὶ τÜχα αὐτὸ τὸ ρþτημα ἐστÜθη κι ἤκουσÝ μου
κι ὡς θεολüγος δÜσκαλος ἀρχßνα κι ἔλεγÝ μου:                            395

«ἈρχÞν ὅντεν ἐκτßστησαν οἱ δυὸ ἀδελφοὶ φωστῆρες,
ἥλιος, φεγγÜρι, οὐρανüς, ὁ κüσμος κι οἱ ἀστÝρες,
οἱ οὐρανοὶ ἐδοξÜστησαν, ᾿κ τὸν Θεὸν ἡ γῆς ἐκτßστη,
τὸ πνεῦμα ἐκατÝβηκε κÜτω στὴν γῆν ποὺ ᾿κτßστη
κι ἔκαμε κι ἐδιαχþρισε μÝρα λαμπρὴ καὶ σκüτος                         400
κι ἅψεν ἡ μÝρα μὲ τὸ φῶς καὶ τ᾿ ἄστρη μὲ τὸ σκüτος·
κι ἔκαμε κÜμπους καὶ βουνὰ καὶ ὀρεινὰ λαγκÜδια,
θÜλασσα μὲ τοὺς ποταμοὺς καὶ δροσερὰ λιβÜδια
καὶ δÝντρη δροσοφýτευτα, κλωνÜρια νὰ βαστοῦσι,
ν᾿ ἀθοῦν καὶ νὰ μυρßζουσιν καὶ πÜντα νὰ καρποῦσι·                    405
κι ἐκαρποβλÜστησε τὴν γῆν πÜσα λογῆς χορτÜρι
καὶ πÜσα ἑνὸς ἐχÜρισε τὴν ἐδικÞν του χÜρη·
κι ἔκαμεν ὄρνεα καὶ πουλιὰ στὰ νÝφη νὰ πετοῦσι,
νὰ τρῶν ἐκ τὸν καρπὸν τῆς γῆς καὶ νὰ παιδοκομοῦσι·
κι ἔκαμε τὰ θεριὰ τῆς γῆς, τὰ ψÜρια τῆς ἀβýσσου.                       410

{Τὰ νÝφη ἐδῶκε τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὸν βορÝα νὰ τρÝχουν,
νÝφη νὰ ρßκτουν τὰ νερÜ, ὄψια τῆς γῆς νὰ βρÝχουν.}
Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔκαμε κι ἦσαν καλοκτισμÝνα,
ἀνορθωμÝνα δυνατὰ καὶ τÝλεια ὀρθωμÝνα.
ΠÜραυτα ἐδιÜβην ἡ βουλὴ τῆς ὕψιστηςΤριÜδος,                           415
Πατρüς, Υἱοῦ καὶ Πνεýματος, ἀχþριστης ὁμÜδος,
κι εἶπαν νὰ κÜμουν ἄνθρωπον νÜ ᾿χη ψυχὴ καὶ σῶμα,
νÜ ᾿χη ψυχὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σÜρκα ἀπὸ τὸ χῶμα·
καὶ νÜ ᾿ναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γÝννημα ἐδικüν τως
καὶ κατ᾿ εἰκüναν ἴδιαν κι εἰς ὁμοιüτητÜν τως·                                420
νὰ γÝνη αὐθÝντης τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ κρÜτος ἐδικü του,
καὶ τῶν ἀγγÝλων βασιλεὺς καὶ δüξα τοῦ πατρüς του.
Κι ὁ ΠλÜστης τüτε ἐκÝλευσε κι ἦρθε στὸν κüσμο κÜτω
κι ἐπιÜσε χῶμα καὶ νερὸ ἀπὸ τῆς γῆς τὸν πÜτο·
κι ἐκ τὸν πηλüν των ἔκαμε τὸν πρῶτο τῶν ἀνθρþπων.                   425

{Ἀτüς του τὸν ἐποßησε, εὐλüγησε κι ἔγινÝ τον.}
Λοιπὸν ἀπεὶν τὸν ἄνθρωπον ἔπλασε κι ἔκαμÝ τον,
θÝτει τὸν ὄψια τῆς γῆς ἐκεῖ κι ἐκοßμησÝ τον·
κι ἐκ / τὴν δεξιÜν του τὴν πλευρὰ ἕνα πλευρὸν ἐβγÜνει
καὶ τὴν γυναßκαν ἔπλασε κι ἐκ τῶν ὀστÝων του βÜνει                     430
κι εἶπεν: “Ἐγεßρεσθε ἐκ τῆς γῆς”, κι ἐγÝρθησαν κι ἐστÝκαν·
κι εἶπε τὸν ἄνθρωπον Ἀδὰμ καὶ Εὔα τὴν γυναßκα.
Κι Ἀδὰμ πÜραυτα ἐλÜλησε: “Ὀστοῦν ἐκ τὰ ὀστÜ μου
καὶ σÜρκα ἐκ τὴν σÜρκα μου κι αἷμα ἐκ τὴν καρδιÜ μου”.
Καὶ πÜραυτα ἐσμßξασιν μὲ παρρησιὰ μεγÜλη                                   435
κι ἔλαμπαν εἰς τὴν ὀμορφιÜ, ὡς τοῦ ἡλιοῦ τὰ κÜλλη.
Κι εὐλüγησÝ τους εἰς τὴν γῆν τὸ σπÝρμα τους νὰ μÝνη,
στὴν οἰκουμÝνη πÜντοτες ν᾿ αὐξαßνη, νὰ πληθαßνη·
καὶ μÝσα στὴν παρÜδεισον ἀτüς του ἔβαλÝν τους
κι ὅλη τοὺς τὴν ἐχÜρισε κι ἀφÝντες ἔκαμÝν τους·                             440
κι εἶπεν τους: “Ὅλα τὰ δεντρὰ κι ἡ αὐλὴ τῆς παραδεßσου
ἂς ἔν᾿ τῆς Εὔας σÞμερον κι ἐσÝν, ἈδÜμ, δικÞ σου”.

Ἕνα δεντρὸ τῶν ἔδειξε κι εἶπεν των: “Τοῦτο θÝλω
᾿ς τοῦτο νὰ μὴν ἁπλþσετε, γιατὶ ἐγὼ τὸ θÝλω.
Κι ἂν ἔν᾿ κι ἐσεῖς θελÞσετε εἰς τὸ δεντρὸ νὰ πᾶτε,                           445
ἀπÜνω μ του ν᾿ ἀγγßσετε κι ἐκ τὸν καρπὸ νὰ φᾶτε,                           446
θÜνατον θÝλετε ντυθῆ καὶ πÝσειν εἰς τὸν Ἅδη                                   447
καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ θÝλετε δεῖν ὁμÜδι”.                                     448
..................................ΤÝλος λεßπει..................

             &&&$$$%%%###@@@€€€

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers