Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Λαογραφικά 

Κοντογιάννη Στέλλα: Επαγγελματικός Βίος Στις Κυκλάδες

                         Το Επάγγελμα Του «Γύφτου»

     Ένα παραδοσιακό επάγγελμα που απαντά στις Κυκλάδες είναι του "γύφτου" (=σιδηρουργού). Αυτός κατασκευάζει με ιδιόρρυθμο τρόπο τις «αξίνες» (=τσάπες). Από ένα κομμάτι ατσάλι χτυπώντας το, όπως είναι πυρωμένο κόκκινο από τη φωτιά το κάνει φύλλο. Το τελικό σχήμα είναι επίμηκες ισοσκελές τρίγωνο, που κατά τη μικρή βάση φέρει ενσωματωμένη υποδοχή -οπή- για το πέρασμα του στυλιαριού. Αυτό το σχήμα και το μικρό βάρος έναντι της τσάπας του εμπορίου τη κάνουν να είναι το αγαπητό εργαλείο του αγρότη. Κάθε σκάλισμα της γης, καθώς και για το «λάκκισμα» (=ξελάκωμα) της αμπελιάς, είναι το μόνο εργαλείο που ευνοεί την εργασία αυτή. Γιατί είναι οι αμπελιές χαμηλά, λίγο από το έδαφος σηκωμένες κι είναι αδύνατον να εργασθεί η τσάπα του εμπορίου.
     Επίσης ο "γύφτος" κατασκευάζει το υνί του αρότρου, πελέκια και οτιδήποτε σιδηρά αντικείμενα καθώς και τα ιδιόρρυθμα «φερεντίνια», που είναι το απαραίτητο μαχαίρι στην τσέπη του κάθε αγρότη. Αποτελείται από μια δρεπανοειδή λάμα που καταλήγει σε μια ουρά σαν καρφί, που καρφώνεται σε ένα κομμάτι χοντρό κλαδί συκιάς για λαβή, καθώς το κλαδί έχει την ψύχα (εντεριώνη) στο κέντρο και επιτρέπει να περνά το σίδερο. Στα παλιά χρόνια η εργασία του κλαδέματος της αμπελιάς γινόταν με την φερεντίνα. Οι ψαλίδες που υπάρχουν σήμερα δεν υπήρχαν τότε.

                Η Καλαθοπλεκτική Ως Επάγγελμα Στη Σαντορίνη

Ι) Είδη καλαθιών:
     Το πλαστικό ως υλικό κατασκευής διαφόρων ειδών ήταν άγνωστο την παλιά εποχή. Αντιθέτως η αφθονία της λυγαριάς και των καλαμιών ως πρώτης ύλης είχε αποτέλεσμα την τεράστια ανάπτυξη της καλαθοπλεκτικής ως επαγγέλματος.
     Επίσης η αλματώδης επέκταση της τοματοκαλλιέργειας, η ίδρυση κονσερβοποιείων πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι αργότερα η ίδρυση οινοβιομηχανιών στη δεκαετία του 1950, έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο επάγγελμα.
     Η χρυσή εποχή για τους «κοφινάδες», όπως λέγονται στη Σαντορίνη οι καλαθοποιοί, μπορούμε να τοποθετήσουμε από το μέσον της δεκαετίας του 1930 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Έτσι βλέπουμε κατά τη δεκαετία του 1930 να βρίσκονται σε λειτουργία 14 εργαστήρια καλαθοπλεκτικής με άριστους τεχνίτες που προμήθευαν τις βιομηχανίες και τους αγρότες με κοφίνια και διάφορα καλάθια.
     Δυστυχώς όμως για τους επαγγελματίες η πιο παραγωγική περίοδος που εργάζονταν πυρετωδώς για να ανταποκριθούν στη ζήτηση, δεν κράτησε πολλά χρόνια. Η καλλιέργεια της τομάτας είχε αρχίσει να περιορίζεται. Τα κονσερβοποιεία έκλειναν. Τα αμπέλια εξαιτίας της μικρής στρεμματικής απόδοσης εγκαταλείπονταν σιγά-σιγά και ο αγροτικός πληθυσμός μετατρέπεται σε αστικό με την ενασχόλησή του σε τουριστικά επαγγέλματα. Από την άλλη πλευρά η ευρεία διάδοση των πλαστικών συνετέλεσε ώστε να περιοριστεί το επάγγελμα του κοφινά και σήμερα να υπάρχει ένας και μόνο, ο Γιώργης ο Καφούρος, που έχει το εργαστήριό του στο Μεγαλοχώρι.
     Οι λυγαριές είχαν φυτευθεί από πολύ παλιά στις άκρες των δρόμων και ως όρια γειτονικών κτημάτων. Ο κάθε ιδιοκτήτης του κτήματος περιποιείται και σοδεύει τα φυτά, λυγαριές, που είναι στην περιοχή του. Σήμερα με την επέκταση των πλαστικών εγκαταλείπεται σιγά - σιγά και η καλλιέργεια τους. Οι βέργες λυγαριάς κόβονται περί τα μέσα Αυγούστου. Απλώνονται στον ήλιο να ξηρανθούν, μετά τινάσσονται να πέσουν τα φύλλα και φυλάγονται σε στεγνό χώρο όρθια. Όταν πρόκειται να δουλευτούν γίνεται διαλογή και καθαρίζονται από τις πλαϊνές παραφυάδες. Ραντίζονται με νερό επί μερικές μέρες, για να είναι πιο ευλύγιστες κατά την επεξεργασία.
     Μ' αυτές κατασκευάζονται διαφόρων ειδών αντικείμενα. Πανέρια, καλάθια, κοφάκια, μισοκόφινα, κοφίνια, κρασοκόφινα, αλυοσαρωνιές, σαρωνίδια, επενδύσεις γαλονιών και δαμιζανιών. Βασικό σχήμα σ' όλα αυτά τα μεγέθη σκευών μεταφοράς είναι ο αντεστραμμένος κόλουρος κώνος με τη μικρή βάση για πυθμένα. Στα καλάθια και κοφάκια προσέθεταν και βέργες από καλάμι σχιστό, για καλύτερη εμφάνιση.

ΙΙ) Περιγραφή πλεκτών ειδών:
     Αρχίζοντας από το πιο μικρό έχουμε το «καλαθάκι» που έχει ένα χέρι κυκλοτερές πάνω στα χείλη με τις άκρες του εκ διαμέτρου αντίθετα. Σ' αυτά χωράνε 2-4 κιλά σταφύλια και χρησιμοποιούνται συνήθως για αποστολή δώρων. Στο ίδιο σχήμα κατασκευάζονται και μεγαλύτερα, που χωράνε 8-10 κιλά σταφύλια, τα οποία κρατούν οι γυναίκες κατά τον τρύγο.
     Κατόπιν έχουμε το «κοφάκι» που χωράει 10-14 σταφύλια. Ο τύπος αυτός των καλαθιών έχει δύο «χέρια» και διαμέτρου αντίθετα, που εκφύονται από τα χείλη του καλαθιού. Χρησιμοποιούνται από τους άντρες κατά τον τρυγητό, αλλά και για διάφορες άλλες εργασίες μεταφοράς υλικών σε μικρές αποστάσεις. Η κάθε οικογένεια παλιότερα στην καθημερινή χρήση είχε το καλάθι και το κοφάκι. Ακόμη και στις οικοδομικές εργασίες ήταν απαραίτητα.
     Στον τύπο αυτό καλαθιών κατασκευάζονται τα «μισοκόφινα» που έχουν όμως τα δύο χέρια στα πλάγια και λίγο πιο πάνω από το μέσον του ύψους. Αυτά χωράνε περίπου 25 κιλά σταφύλια και χρησιμοποιούνται για διάφορες εργασίες μεταφοράς. Πολλοί γυρολόγοι μεταπράτες φόρτωναν άλλοτε στο ζώο δύο μισοκόφινα με τις διάφορες πραμάτιες μαναβικής ή μπακαλικής και περιφερόμενοι στα χωριά πουλούσαν τα εμπορεύματά τους.
     Εκείνα που έχουν μεγάλη κίνηση για τη μεταφορά των σταφυλιών στις κάναβες και στις οινοβιομηχανίες είναι τα «κοφίνια». Είναι ακριβώς στον τύπο του μισοκόφινου αλλά μεγαλύτερα. Έχουν εσωτερικές διαστάσεις περίπου: διάμετρος της βάσης (πυθμένα) 0,35μ, του στομίου 0,48 μ, το δε ύψος εσωτερικά είναι 0,44μ. Η χωρητικότητά τους κυμαίνεται από 40-45 και καμιά φορά 50 κιλά. Το βάρος εξαρτάται από το μέγεθος των κοφινιών, γιατί οι διαστάσεις διαφέρουν κατά μερικά εκατοστά του μέτρου, αλλά εξαρτάται όμως και από το γέμισμα που κάνουν οι εργάτες.
     Τα κοφίνια αποτελούν περιουσία της κάναβας (=οινοποιείου). Η χρήση των κοφινιών εξακολουθεί και σήμερα χάρη στις καλές ιδιότητες της λυγαριάς. Τα κοφίνια αντέχουν στη χρήση λόγω της ευλυγισίας της λυγαριάς, ενώ παράλληλα έχουν καλό αερισμό. Επί πλέον λόγω του σχήματός τους φορτώνονται στα ζώα πιο εύκολα, δένοντάς τα στο σαμάρι. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία για τη συντήρηση είναι να γίνεται το πλύσιμο μετά τη βεντέμα στη θάλασσα και με προσοχή να φεύγουν οι ξηρές ρόγες που υπάρχουν ενδιάμεσα στις βέργες, ώστε να μην προσελκύουν τα ποντίκια. Το αλάτι δε που ξηραίνεται πάνω στις βέργες εμποδίζει το σαράκι. Τα κοφίνια δεν αποτελούν μέτρο παραγωγής, γιατί δεν έχουν όλα ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις. Χοντρικά μπορεί να κρίνει ο αμπελουργός τι ποσόν περίπου έκαμε το αμπέλι και να το συσχετίσει με κάποιο άλλο αμπέλι ή να το συγκρίνει με την παραγωγή παρελθόντων ετών.

                                     Κρασοκόφινο

     Τούτο είναι σχεδόν όμοιο με το κοινό κοφίνι. Διαφέρει κατά το ότι γίνεται κατά παραγγελία, ώστε το πλέξιμο των βεργών να γίνει πιο αραιό. Χρησιμοποιείται κατά την ώρα που πατιώνται τα σταφύλια στο πατητήρι. Τοποθετείται κάτω από την άφλα (οπή που συνδέει το πατητήρι με το ληνό, την υπόγεια δεξαμενή όπου ρέει το γλέυκος) για να συκρατεί τα στρέμφυλα που τυχόν παρασύρονται με τη ροή του γλεύκους προς το ληνό. Ενεργεί δηλαδή σαν φίλτρο.

                                Το «Ζυγιστό Κοφίνι»

     Το καλάθι και το κοφάκι δεν αποτελούσαν ποτέ μέτρο σταφυλοπαραγωγής, καθώς αυτά κατασκευάζονται σε διάφορα μεγέθη και επομένως δεν είναι σταθερής περιοεκτικότητας. Είναι βοηθητικά σκεύη για τον τρυγητό.
     Κατά την παλιά εποχή ο στατήρας (καντάρι) και πολύ περισσότερο η πλάστιγγα αποτελούσαν είδη σπάνια ή και ανύπαρκτα στη πιο παλιά εποχή. Η μέτρηση όμως της ποσότητας των σταφυλιών που θα παρέδιδε ο σταφυλοπαραγωγός στον έμπορο ή σε μεγαλύτερο παραγωγό για οινοποίηση, έπρεπε να γίνεται με κάποια μονάδα και κατά το δυνατόν με ακρίβεια. Χρειαζόταν, λοιπόν, να υπάρχει κάποιο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας. Το καλάθι, με την έννοια που γράφουμε παραπάνω, ήταν σχετικά μικρό, το κοφίνι πάλι μεγάλο, γιαυτό είχαν επιλέξει σα χρυσή τομή και κατασκεύαζαν έν ενδιάμεσο, το «μισοκόφινο» με ορισμένες διαστάσεις που το είχαν για μονάδα ποσότητας των σταφυλιών. Με βάση αυτό γινόταν η συναλλαγή. Όταν αργότερα επί τουρκοκρατίας, καθιερώθηκε ως μέτρον βάρους η «οκά», τότε ζύγιζαν τα σταφύλια που έπαιρνε το μισοκόφινο και βρήκαν ότι χωρούσε 16 οκάδες.
     Αργότερα κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν γενικεύτηκε το ζύγισμα με το καντάρι και την πλάστιγγα, δεν ήταν εύκολο να αποβληθεί η συνήθεια που είχε αποκτηθεί, έτσι παρέμεινε η συναλλαγή των εμπόρων με τους σταφυλοπαραγωγούς να γίνεται πάλι με το «ζυγιστό κοφίνι». Μετέτρεπαν δηλαδή το βάρος των οκάδων σε αριθμό «ζυγιστών κοφινιών» με βάση μονάδος 16 οκάδες σταφύλια.
     Έτσι το 1926 βρίσκουμε σε παλιά κατάστιχα εμπόρων -τα οποία φυλάσσονται με επιμέλεια- συναλλαγή με 40 δραχμές το «κοφίνι» τα άσπρα σταφύλια και με 32 δραχμές τα μαύρα. Δηλαδή η τιμή των άσπρων σταφυλιών ανά οκά αντιστοιχούσε με 2,50 δραχμές και των μαύρων με 2,00 δραχμές.
     Για την ιστορία παραθέτουμε ένα παράδειγμα τέτοιας συναλλαγής, όπου οι 303 οκάδες ασύρτικο κι οι 77 οκάδες μαντηλαριά μετατρέπονται σε συμμιγείς αριθμούς «ζυγιστών κοφινιών», οπότε πολλαπλασιαζόμενοι με την τιμή του ενός «ζυγ. κοφ.» έχουμε την αξία των σταφυλιών.

303οκ/16 = 18 ζυγιστά κοφίνια +15οκ=(18+ 15/16)χ 40δρχ= 757,50
77οκ/16 = 4 ζυγιστά κοφίνια +13οκ=(4+ 13/16)χ 32δρχ       = 154,00
                                              Σύνολο αξίας σταφυλιών          = 911,50δρχ

     Τέτοιου είδους μετρήσεις όγκου αντιπροσωπεύουσες βάρος ήταν σε κοινή χρήση. Π.Χ. για τα στερεά (όσπρια και δημητριακά) είχαν το «μισοκοίλι», διβώτιο χωρητικότητας 12 οκάδες αρακά. Φυσικά στα δημητριακά είχε διαφορετικό βάρος ανάλογα το είδος, λόγω διαφορετικού ειδικού βάρους. Για το κρασί είχαν το «σέκιο» χωρητικότητας 8 οκάδες κρασί ξηρό.
     Κάτι ανάλογο γινόταν και στη Ζάκυνθο με την πώληση της σταφίδας.

     Σημ: Σχετικά με τις μονάδες βάρους στη Σαντορίνη είχαν και το «καντάρι» ισοδύναμο με 44 οκάδες που το χρησιμοποιούσαν στα κρεμμύδια και στον ασβέστη, και επίσης το «ζύγι» ισοδύναμο με 100 οκάδες που χρησιμοποιόταν για τα καυσόξυλα. Η συναλλαγή αυτών στο χοντρικό εμπόριο γινόταν με βάση τιμής της αντίστοιχης μονάδας, όχι με την οκά.

                             Μικροπαραγωγοί Χωρίς Κάναβα

     Τώρα σχετικά με τα σταφύλια, οι μικροπαραγωγοί που δεν είχαν κάναβα, είχαν όμως οικονομική άνεση, απόφευγαν να πουλήσουν τα σταφύλια τους κατά τον τρυγητό, γιατί πίστευαν ότι το χειμόνα θα απολάμβαναν μεγαλύτερο κέρδος. Αυτοί συνεννοούνταν με τις «κάναβες» (ιδιοκτήτες καναβών που παραλάμβαναν σταφύλια και τα οινοποιούσαν για λογαριασμό τους. Ο θεσμός αυτός δηλαδή το να οινοποιεί κάποια κάναβα σταφύλια για λογαριασμό του μικροπαραγωγού ακολουθούσε ορισμένους κανόνες. Πράγματι υπήρχε κανονισμός σύμφωνα με τον οποίο για να δικαιούται να λαμβάνει ο μικροπαραγωγός ένα βουτσί (336 οκάδες) άσπρο μπρούσκο κρασί, άνω των 15ο Vol έπρεπε να παραδώσει 35 «ζυγιστά κοφίνια» δηλαδή 35 χ 16 = 560 οκάδες ασύρτικο σταφύλι, ενώ για ένα βουτσί μαύρο μπρούσκο, τουλάχιστο στους 13ο Vol, έπρεπε να παραδώσει 40 «κοφίνια ζυγιστά» ήτοι 40 χ 16 = 640 οκάδες μαντηλαριά. Εννοείται ότι αν ο καναβιέρης ήθελε να φανεί φιλικός, κανόνιζε μερικές οκάδες λιγότερο σταφύλι κατά βουτσί. Η ποσοτική αυτή διαφορά μεταξύ ασύρτικου και μαντηλαριάς υπήρχε γιατί η μαντηλαριά είναι μικρότερου σακχαρικού τίτλου. Με φυσική ωρίμανση φτάνει τους 10ο με 11ο και πολύ σπάνια τους 12ο Vol.
     Έτσι προκειμένου να φτάσει στους 13ο το μαύρο κρασί έπρεπε να προστεθεί συμπυκνωμένος μούστος από σταφύλια ψημένα στον ήλιο. Σ' αυτά τα επιπλέον σταφύλια συμπεριλαμβάνονταν τα ψημένα σταφύλια καθώς και τα έξοδα οινοποίησης, οι φύρες και η ασφάλεια του προϊόντος, αφού η κάναβα είχε την ευθύνη για κάθε απρόοπτο.
     Ακόμη το 1950 ίσχυε ο θεσμός του να οινοποιούν μερικές κάναβες σταφύλια για λογαριασμό μικροοινοπαραγωγών. Έτσι βλέπουμε την τότε νεοσύστατη εταιρία Α.Β.Ι.Σ. να οινοποιεί για λογαριασμό διαφόρων αμπελουργών με ορισμένο ποσό σταφυλιών κατά βουτσί και είδος κρασιού. Υπάρχει αντίγραφο της εγκυκλίου ίδρυσης και λειτουργίας της.

                                            Στομόχι

     Οι κοφινάδες, εκ παραλλήλου με τα καλάθια και τα κοφίνια, έπλεκαν και «στομόχια» (φίμωτρα). Αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι αγωγιάτες, για κάλυψη του στόματος και των ρωθώνων των ζώων για να τα προστατεύει από τα δήγματα των οίστρων. Επίσης εμποδίζει το ζώο από το να φάει κατά την ώρα της εργασίας. Εκτός από τα παραπάνω είδη έπλεκαν με ψιλές βέργες λυγαριάς πλέγμα για προστασία μεγάλων φιαλών, γαλονιών και δαμιζανών.
     Τέλος με τις βέργες που είναι ακατάλληλες για τα πλεχτά είδη, φτιάχνουν τις «αλυοσαρωνιές» ή «αλυ(γ)αρόσκουπες» που χρησιμοποιούνται στα αλώνια, στις αυλές και γενικά όπου έχουμε πλακόστρωτο δάπεδο.
     Επίσης έχουμε τα «αλυοσαρωνίδια» που είναι χρήσιμα κατά το πάτημα των σταφυλιών στο πατητήρι, στο πλύσιμο των επιφανειών πατητηριού και ληνού και ειδικά στο πλύσιμο των κοφινιών.

                                                          Στέλλα Κοντογιάννη
                                                   Υποψήφια Διδάκτωρ Λαογραφίας

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers