ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

Ðýñãáñçò Ãéþñãïò: Óêéåò & Åéêüíåò...

Εν Θερμοπýλαις
                               
(γρÜμμα ενüς στρατιþτη)                                  

                                                                    -Ως πüτε οι γενναßοι
                                                                    των ενüχων θα 'ναι
                                                                           το λευκü Üλλοθι;
-

Λιγüστεψαν πια αυτÜ που καρτερþ
στις Θερμοπýλες πατÝρα
ΧÜλασε το κορμß μου η αναμονÞ
-πονÜω πριν τις βροχÝς
και τρßβω τους αστραγÜλους με λÜδι
üπως οι γÝροι παλιÜ-

Με πειρÜζει κι η θýμησÞ σου
να περιμÝνεις τη μεγÜλη μου νßκη
εφημερßδες στο καφενεßο
κÜθε μÝρα διαβÜζοντας 

¼μως εγþ, πολυμÞχανος της εποχÞς ποτÝ δεν υπÞρξα
οýτε σÞκωσα Δοýρειους ßππους, Üλλους να κÜψω
Οδυσσεýς της συμφορÜς θα μου πεις
αφοý δε μπüρεσα ποτÝ να στηρßξω μια νßκη 
πÜνω σε Üλλων δυστυχßα
-ßσως γι' αυτü να Ýγινα
της Üμυνας στρατιþτης-

Μα η πικρÞ αλÞθεια πατÝρα
εßναι πως εχθρü ακüμη δεν εßδαμε
αντß τους ΠÝρσες, κουνοýπια απωθοýμε
με üπλο μας το ΑουτÜν

Χρüνια καθüμαστε Üπραγοι καταστρþνοντας σχÝδια
δοκιμÜζοντας τα νεýρα μας üλη μÝρα
Μας Ýχει τρελÜνει αυτÞ η αναμονÞ
κι οι ανιχνευτÝς μετÜ απü μÝρες
ωχροß γυρßζουν με Üδειο βλÝμμα

Ακονßζουμε σπαθιÜ κι ακüντια μα εχθρüς πουθενÜ
¼λο νομßζουμε πως Ýρχεται μÝσα σε σýννεφα σκüνης
και τρÝχουμε ασθμαßνοντας στις γραμμÝς
μα τßποτε Üλλο απÝναντι τελικÜ
παρÜ ο ψεýτης αγÝρας

Καθþς φαßνεται
ο ΞÝρξης μας περιφρονεß
δε μας υπολογßζει
ºσως πÜλι, ποτÝ να μη ζÞλεψε
üσα τÜξαμε εμεßς να φυλÜμε
Þ μπορεß να πÝρασε κιüλας
-χωρßς να πÜρουμε εßδηση-
κι Þδη να μας κυβερνÜ

-ΠÜντως εδþ ευρÝως ψιθυρßζεται
πως οι μÜχες δε δßδονται πια σε Θερμοπýλες
μπορεß με τα τηλÝφωνα να κανονßζονται
των πüλεων οι παραδüσεις
σ' εχθροýς που τις κατÝχουν
χωρßς να φαßνονται ποτÝ-

Οπüτε νßκες απü μας μη καρτερÜς
Þ τρελοß θα γυρßσουμε
Þ καθüλου
-γιατß γυρισμüς χωρßς μÜχη στο σπßτι
εßναι, πατÝρα, ντροπÞ-

ΦßλησÝ μου τη μÜνα
-θα 'χει πολý γερÜσει-
και τον Üρρωστο αδερφü
-πüσο νοστÜλγησα τη μουριÜ στην αυλÞ
κι Ýναν καφÝ στη σκιÜ της!-

ΞεχÜστε με τþρα
βγÜλτε τα πÝρα μüνοι
ßσως λιποτακτÞσω και στα βουνÜ χαθþ
αν δε με βροýνε παγωμÝνο το πρωß
απü συντρüφου χÝρι

                                     Ο Υιüς σου
ο εν Θερμοπýλαις Üκαπνος στρατιþτης 
                                                                         ¸τη πολλÜ

      'Αυλη Πüλη

ο αρχιτÝκτονας

ΚÜποτε φτωχüς

σþμα σφριγηλü και διψασμÝνο

τους πρþτους αποπειρÜθηκε
ασýνετους στßχους

σκýβοντας σε χαρτιÜ

με περισσÞ αποκοτιÜ

Τþρα ξεφτισμÝνο φτερü

Ýνα μÜτσο ρυτßδες πÜνω σε κüκαλα

με κüπο τα βÞματÜ του σÝρνει

στην Üυλη πüλη

στα σπουδαßα των Ýργων του κτßσματα

στο μÝσον μιας κουστωδßας

οψßμων πιστþν και μαθητþν

ΕπιφωνÞματα υμνοýν θαυμασμοý

την ολοφÜνερα μεσημβρινÞ

των κτισμÜτων διÜταξη

κουβÝντες

πþς παßζουν με του Þλιου το φως

οι Üχραντοι δρüμοι, οι μετüπες

και τα σοφÜ δεσßματα

Παρατηροýν τη γυαλÜδα των λÝξεων

την μεγαλüπρεπη υμνοýν, ευλυγισßα των στßχων

με Ýμπειρο μÜτι μετροýν

την αντοχÞ στον χρüνο θεμÜτων και ρυθμþν

Τα ποσοστÜ ρεαλισμοý εκθειÜζουν

και των υπüγειων νερþν

που συχνÜ σε κρυστÜλλινους πßδακες ξεσποýν

τη κρυφÞ συνδρομÞ-

Υποκλßνεται η κουστωδßα σεμνÜ

στην σεπτÞ του αρχιτÝκτονα σκιÜ

   το πηγÜδι

Μα αυτüς αλλοý.

Με μÜτι ψηλαφßζει υγρü

ανασασμοýς των στßχων του

στη πüλη του βλÝπει

üσα στους Üλλους

παντοτινÜ θα μεßνουν κρυμμÝνα
-πüτε στÞθηκε και πþς το κÜθε ποßημα

την ανÝχεια που δÝνει τα θεμÝλια

την χρüνια περιφρüνηση των ζωντανþν

Üφαντους πüθους

χÜδια

τελειωμÝνα λüγια και χαμÝνα πρüσωπα

που παßζουν κρυφτü πßσω απ' τους κßονες

και απαλÜ αερÜκια που ανεβαßνουν τις σκÜλες

ενþ τρßλιες πεθαμÝνων πουλιþν κουβαλοýν

και μυρωδιÝς

απü παλιÝς αγαπημÝνες ΚυριακÝς-

Μ' αυτüς αλλοý.

Ýκπληκτος

πþς τον αποστÝγνωσε μια τÝτοια πüλη

μια Üυλη πüλη

πüσο ýπουλα του ροýφηξε το αßμα

Αλλοý.

Στο μαýρο της πüλης του τρομαχτικü πηγÜδι

του παλαιοý του χÝρσου τρομαχτικü πηγÜδι

που γýρω του Ýχτιζε μÞπως το εξαλεßψει

μα τþρα νÜτο πÜλι σκοτεινü

που σιωπηλÜ του γνÝφει

απü τη πüλη που ýψωσε

να τον αποχωρßσει...

     ΠροσμονÞ 
   
ΜικρÞ, δροσÜτη βρýση
διψþ, μη κελαρýζεις

Εßναι οι παλιÝς αγÜπες που με πλÜσανε
και πüτισαν με τη μορφÞ τους τη μορφÞ μου
εßναι οι ριγηλοß οι χωρισμοß
κÝρινα ομοιþματα βουβÜ
στις πιο βαθιÝς σπηλιÝς
κι ακßνητα
μα που φοβÜσαι σα περνÜς
μÞπως σ' αγγßξουν

Εßναι οι δρüμοι που αφÝθηκαν μισοß
στη προσμονÞ του στÞθους σου
¼λου του κüσμου το ανεκπλÞρωτο
στην ευωδιÜ του στÞθους σου να με καλεß
να ξαναζÞσω ü,τι μοιÜζει με χαμÝνο

Θα εγερθοýν τα σþματα
και τα χαμÝνα ονüματα
üταν σ'αγγßξω
και οι παλιÝς ημÝρες
λησμονημÝνα αρþματα
τα χÝρια τους θα πλÝξουν στα μαλλιÜ μου

      ΦεγγοβολιÜ
  
ΦεγγοβολιÜ στη νýχτα μου
πþς ν'αφεθþ στον Üνεμο
και την αδßστακτη φωτιÜ που με προστÜζει
καπνüς ο εαυτüς μου
χÜνεται αψηλÜφητος κι αλλÜζει
καθþς μια χßμαιρα με üλες τις ευχÝς
και μ' üλες τις κατÜρες με προετοιμÜζει
γι' Üλλο ταξßδι ονειρευτü
γιατß με σÝνα την ΙθÜκη μου ζυγιÜζει...

Ο ΑθÝατος Των Συζýγων Κüσμος

¼σοι υπÝγραψαν
ευλογÞθηκαν
κτÞμα να τις Ýχουν για πÜντα

Μα üταν ησυχασμÝνοι μακαρßως κοιμοýνται
αυτÝς σε μουσκεμÝνα εσþρουχα ονειρεýονται
ν' αποδροýν απü την Üδικη κλßνη

Και μ' Ýνα φιλß
στων παιδιþν τ' ανυποψßαστα πρüσωπα
Ýτσι ιδρωμÝνες ιππÝυουν Üλογα φτερωτÜ
και μÝσα σε Ýναστρους πετþντας ουρανοýς

ξεπεζεýουν ξÝπνοες, αλλüκοτες, τρελλÝς
σε ξÝνα κρεββÜτια
χωρßς üνομα
χωρßς πρüσωπο
εραστþν

            Σμýρνη
 
ΥποψιασμÝνα τα δÝντρα
πως οι θανατερÝς πνοÝς φτÜνουν
τις ρßζες απ' το χþμα τραβÞξαν
και δÜκρυα πüνου απ' τις σχισμÜδες ανÜβλυσαν
 
¸τσι, με ξεριζωμÝνα πλοκÜμια
σχημÜτισαν ουρÝς
κι Ýπιασαν αργÜ να προχωρÜνε τα δÝντρα
κρατþντας μπüγους στα κλαριÜ
και μωρÜ που Ýσκουζαν
μÝσα στ' Üνθη τ' αλλοπαρμÝνα
 
Προχωροýσαν σκυφτÜ
σαν αüρατο πÜνω τους βÜρος
να βγουν απ' της φωτιÜς τον θþρακα
να φýγουν απ'το χþμα που δικü τους Þταν
και τþρα χÜσκει Ýρημο με ανοιχτÜ στüματα
τρýπες που μαρτυρÜνε τον üλεθρο
 
Που να κατοικÞσουν τüσες μνÞμες πια
παρÜ σ' αυτÝς τις ζαρωμÝνες πεταλοýδες
που ακολουθοýν την πορεßα των δÝντρων
προς τα αλμυρÜ νερÜ...

                 Μινþταυρος

Καιρüς να δοýμε στα μÜτια την αλÞθεια
για ü,τι συνÝβη τüτε στη μακρινÞ τη ΚρÞτη
στου Μßνωα το βασßλειο, που την ΑθÞνα εßχε
με κατÜρα πολýχρονη γερÜ δεμÝνη
 
Ο ΘησÝας στον σκοτεινü λαβýρινθο
βρÞκε τον Μινþταυρο μα δε τον σκüτωσε
αντßθετα ο γιος του Αιγαßα Ýπεσε απ' το τÝρας
που ακολουθþντας το κουβÜρι
Ýξω στο κüσμο βγÞκε
με του ΘησÝα τη μορφÞ
 
Δε τον αναγνþρισε κανεßς
η λýπη
-μαýρη πεταλοýδα-
πÝταξε απ' το στÞθος των ταμÝνων νÝων
που ξÝσπασαν σε αναφιλητÜ λυτρωτικÜ
οι ναýτες ζητωκραýγασαν, ετοßμασαν γιορτÞ
με σφÜγια, με κüκκινα κρασιÜ
κι η ΑριÜδνη σκßρτησε κρυφÜ απü χαρÜ
 
ΜονÜχα ο Αιγαßας, μονÜχα εκεßνος
απü μακριÜ αντικρßζοντας το πλοßο
κατÜλαβε το φοβερü το μυστικü
και Ýπεσε απ' τον βρÜχο...
 
Απü τüτε στο Üδειο θρüνο
κÜθεται ο Μινþταυρος
κι üψεις αλλÜζοντας
τη δüλια ΑθÞνα κυβερνÜ
 
Τη μÝρα
φορþντας το στÝμμα και τα μπιχλιμπßδια του
για Ýργα, νüμους, για πρüοδο μιλÜ
και το καλü των πολιτþν
μα σαν η νýχτα πÝσει
τον πνßγει η μÜσκα
παλιÝς συνÞθειες τον τραβοýν
 
τη πρωινÞ αμφßεση με ανακοýφιση πετÜ
κι Ýξω στη πüλη Üνεμος
Üνεμος κακüς φυσÜ...

 ΣαρκοφÜγα ΜοσχÜρια
 
ΦοβÜμαι τους ýμνους πια
κι ας Ýχω μÝσα μου βαθιÜ
ποτÜμια αναßμακτα τραγοýδια
 
πως να ρεμβÜσω φανταστικÝς εποχÝς
πþς ν' αποστρÝψω απ' το κüσμο τα μÜτια
τις νýχτες
λυπημÝνα τη πüρτα χτυπÜν οι αλÞθειες
κι αγκÜθια σε στßχους ανθßζουν τις νýχτες
Δε τραγουδþ
 
-ΚÜποτε
üταν οι βελουδÝνιοι αποκαρδßωναν
με τεχνÜσματα τους γενναßους
οι ζωντανÝς μεραρχßες του Þλιου
ανÝμεναν πεισματικÜ παρεταγμÝνες
ν' αποδüσουν τιμÝς
 
με χρωμÜτων χειροκροτÞματα
με ασπασμοýς πανδαισßας
τις πýλες ν' ανοßξουν σε κÜθε γενναßο
 
Μα τþρα να πÜνε που
μιÜσματα στις μεραρχßες κι αταξßα
 
σε συμπληγÜδες μαρτυροýν οι γενναßοι
χρüνια λαθεýοντας
η κραυγÞ των σοφþν πως εßναι σιγÞ
γι' αυτü γερÜσαν και δε μßλησαν ακüμη-
 
Δε τραγουδþ
üταν πα να τραγουδÞσω
στο στüμα μου μπερδεýεται
Ýνας ψüφιος αχινüς
και πως αλλιþς
που αντικρßζω ο Üτυχος
σαρκοφÜγα μοσχÜρια
Στο σþμα του καλοκαιριοý
Ýνα κακü Μπωντλαßρ
 
¾πουλο το παγκüσμιο δÝντρο
στο καρποφüρο γÝλιο του, αüρατο σÝρνεται
Ýνα σκουλÞκι που μας ορÝγεται
 
Ποιος ξÝρει τι κþνεια κουβαλÜ ο ΜαÀστρος
κι ο ΛεβÜντες
 
-δεν Þταν ýμνος αυτüς, Þτανε θρÞνος
επιτÜφιο σÜλπισμα ομορφιÜς προγραμμÝνης-

      Οι Πολιτεßες Το Πρωß...
 
Οι πολιτεßες το πρωß, αθþες μοιÜζουν
 
ο Þλιος κατεβαßνει σα πραματευτÞς
ανοßγει τα μπαγκÜζια του στις γειτονιÝς
λαλþντας τη πραμÜτεια
 
κυρÜδες Ýρχονται με τσÜντες πλαστικÝς για να γεμßσουν
μες στα κεφÜλια τους σφυρßζουνε οι Ýγνοιες
üπως οι σφÞκες γýρω απ' τη φωλιÜ
 
φτÜνουν με τα τραπÝζια τους οι γÝροι
ρουφþντας καφÝδες αχνιστοýς
γÜτος ο θÜνατος στα πüδια
που üλο να φýγει τον σκουντοýν
μ' αυτüς σα χÜδι απαλüς και παιχνιδιÜρης
στα πüδια που τον διþχνουν επιστρÝφει
 
κορνÜρουν αυτοκßνητα στους δρüμους να προφτÜσουν
πλευρßζουν τραßνα τους σταθμοýς να ξεφορτþσουνε
παραγγελιÝς, φορτßα
 
για λßγα ψßχουλα φωτüς πεσμÝνα κÜτω
που δε τα καταδÝχτηκε κανεßς
Ýνα μυρμÞγκι ασθμαßνοντας
τρÝχει να φÝρει τ' Üλλα
 
ΧιλιÜδες μÝλισσες κινοýν, χιλιÜδες πεταλοýδες
Μπαßνουν τα δÝντρα στη σειρÜ
κÜνουν σημειωτüν και περιμÝνουν
 
Τραβοýν κουπß λουλουδικÜ μÝσα στις γλÜστρες
κι Ýνα παιδß
τη μπÜλα βαστþντας τρυφερÜ σα να κρατÜει πλανÞτη
το βÞμα ζυγιÜζει για Üλμα ζηλευτü
σε ουρÜνιο καλÜθι
 
Τα λεωφορεßα της γραμμÞς φÝρνουν απßθανα πουλιÜ
που φτερουγßζουν στις χειρολαβÝς και τα καθßσματα
σαýρες, βατρÜχια λιÜζονται στην οροφÞ
και Ýνας αλιγÜτορας τρÝχει βαριÜ στο δρüμο
 
Κι ο πρÜος ο ηλιματευτÞς με τη τραγιÜσκα του στραβÜ
καπνßζοντας Ýνα χρυσüσκονης τσιγÜρο
τυλßγει σε χÜρτινα το φως και το ζυγßζει
χορεýουν σε πλÞκτρα δÜχτυλα, πηδοýν
της μοιρασιÜς της ξÝφρενης προβÜλλοντας
τον ισολογισμü
 
οι πολιτεßες το πρωß, αθþες
κι αφελεßς ομοιÜζουν

       ΙδιωτικÞ Θλßψη
                  (σ' Ýνα φßλο που χÜθηκε)
 
Φßλε, απüψε η παρÝα μας συνÜχτηκε
εßναι γεμÜτο το ποτÞρι και σε περιμÝνει
βρÝχει στο δρüμο, το φεγγÜρι χÜθηκε
μα κÜτι στον αÝρα μας πικραßνει
 
¼μως σαν Ýρθεις θα καθßσουμε
üπως παλιÜ, Þσυχα να τα ποýμε
μπορεß, που ξÝρεις, να μεθýσουμε
και στη βροχÞ αγκαλιαστÜ να βγοýμε
 
¸λα με το βρεμμÝνο πανωφüρι σου
τßναξε τα γκρßζα σου μαλλιÜ
παßξε τ' ασημÝνιο κομπολüι σου
κι ας κÜτσουμε στη γνþριμη γωνιÜ
 
Τüτε μπορεß να ταξιδÝψουμε
πßσω απ' τα σýννεφα, πÝρα στ' αστÝρια
μπορεß ακüμα και τη μοßρα να πλανÝψουμε
και να της κλÝψουμε του πüνου τα μαχαßρια
 
Μπορεß με τα τραγοýδια μας να υψþσουμε
μßα φωνÞ στον ουρανü μεγÜλη
τους Üσπλαχνους θεοýς να μαλακþσουμε
που ρßχνουνε φωτιÜ στη γη κι ατσÜλι
 
Μπορεß με τ' ÜλογÜ μας να καλπÜσουμε
στα πρÜσινα αμÜραντα λιβÜδια
μπορεß εμεßς να μη σκουριÜσουμε
να μη... να μη μας πÜρουν τα σκοτÜδια
.............................
¼μως τα τσιγÜρα μας καπνßσαμε
αδειÜσαν τα ποτÞρια
η þρα πÝρασε, δε φÜνηκε
η ωραßα σου μορφÞ
 
εßπανε... -"κÜποιος χÜθηκε"
κοπÞκαν τα γεφýρια
τα μÜτια μας βουρκþσανε
στου δρüμου τη στροφÞ...
___________________________________________________________

                           1928: Σ' ¸να Μικρü Χωριü

     Το πρωß, ο Παýλος ο Φοýρκας, βγÞκε κατσοýφης απ' το σπßτι, κατοýρησε στο πεýκο και κουμπþνοντας το παντελüνι Ýριξε μια ματιÜ στον καιρü. Μαýρα σýννεφα Þταν μαζεμÝνα απ' Üκρη σ' Üκρη του ουρανοý και μπουφÜριζε. ''ΣκατομÝρα!'' ψιθýρισε και πÞρε τορü για τη πλατεßα. Σε λßγο üμως, αντßθετα απü τον δρüμο του, Üρχισε να συναντÜει κüσμο που πÞγαινε στην εκκλησßα και μüνο τüτε θυμÞθηκε πως Þταν ΚυριακÞ. ''Τον αντιοβραßο μου!'' σκÝφτηκε σιχτιρßζοντας τον εαυτü του, που δε ξýπνησε νωρßτερα να πÜει στο καφενεßο.
 -''ΚαλημÝρα Παýλο!'' Üκουγε κÜθε τüσο. Μουρμοýριζε κÜτι μÝσα απü τα δüντια του και τÜχενε το βÞμα.  ¼ταν Ýφτασε στη πλατεßα και χþθηκε στο καφενεßο, Ýνιωσε τÝτοιαν ανακοýφιση, που παραλßγο να πει καλημÝρα στον ΛιÝτα, που φορþντας μιαν Üσπρη ποδιÜ σιγýριζε περιμÝνοντας πελÜτες. Ο Παýλος που Þταν ο πρþτος, διÜλεξε μια γωνιÜ κι Ýκατσε.
 -''¸να κατοστÜρι!'' πρüσταξε με τη μÜγκικη προφορÜ του.
     Ο Παýλος ο Φοýρκας, Þταν γεννημÝνος για το καλýτερο Þ το χειρüτερο. ΣπÜνιο κοφτερü μυαλü, μα ο τüπος κι η εποχÞ που γεννÞθηκε, τον αδικÞσανε. ¹ Ýτσι πßστευε τουλÜχιστον. Γι' αυτü, μισοýσε και τον τüπο και την εποχÞ. ΚÜτω απü διαφορετικÝς συνθÞκες, θα Þταν ßσως Ýνας μεγÜλος Üντρας, διανοοýμενος, καλλιτÝχνης Þ κÜτι τÝτοιο, μα τþρα δεν Þταν, παρÜ Ýνας φτωχüς εργÜτης στ' αμπÝλια και τα χωρÜφια ξÝνων, με μοναδικÞ περιουσßα τα δυο του χÝρια, που Ýπρεπε να κÜνουν τα πÜντα για να θρÝψουν μια μεγÜλη οικογÝνεια.
     Ο Παýλος εßχε πλÞρη επßγνωση αυτÞς της κατÜστασης κι Ýτσι, αντιπαθοýσε ü,τι φαινüταν ανþτερο απü κεßνον: νοικοκυρÝους και φρüνιμους, και δεν Ýχανε την ευκαιρßα να ρßχνει τα φαρμακερÜ του βÝλη παντοý. Απßστευτα ετοιμüλογος, εßχε το ταλÝντο να γρÜφει μια μεγÜλη ιστορßα σε τρεις λÝξεις, συμπυκνþνοντας μÝσα τους μιαν εκρηκτικÞ δýναμη που αποδιοργÜνωνε τον Üλλο και τον Üφηνε θεüγυμνο σ' Ýνα αδßστακτα ειρωνικü βλÝμμα που τον Ýφτυνε. Ο Παýλος üμως εßχε κι Ýνα κουσοýρι. Δε μποροýσε να λειτουργÞσει χωρßς κρασß. ¼ταν δεν Ýπινε, Ýμοιαζε τρωτüς και ξεκοýρδιστος σα γÝρος. Το κρασß, δεν Þταν γι' αυτüν μüνο πηγÞ δýναμης που τον βοηθοýσε ν' αντÝχει τη σκληρÞ χειρωνακτικÞ δουλειÜ. ¹ταν και πηγÞ Ýμπνευσης, για να βλÝπει βαθýτερα ανθρþπους και πρÜματα. Να κατεβÜζει πιο εýκολα, μανδýες και προσωπεßα. Κι αυτü για τον Παýλο, Þταν η μεγαλýτερη ηδονÞ. ¼,τι απολÜμβανε περισσüτερο στη ζωÞ του, Þταν η αμηχανßα των θυμÜτων του στις ακαριαßες του επιθÝσεις. Κι οι επιθÝσεις, Þταν απαραßτητες στο πüλεμο που εßχε ανοßξει, εδþ και χρüνια με τα πÜντα γýρω του. Και προπαντüς με τη μιζÝρια. Ακüμη και τη δικÜ του...
     Ο ΛιÝτας Üφησε στο τραπÝζι τη καρÜφα κι Ýνα ποτÞρι και κατÜ το συνÞθειü του, Ýφτυσε με δýναμη τις χοýφτες κι Üρχισε να τις τρßβει κατευθυνüμενος στο πÜγκο. ''ΞεφτιλισμÝνε βρωμιÜρη!'' ψιθýρισε αηδιασμÝνος ο Παýλος και γÝμισε το ποτÞρι. Αν Þταν Üλλη þρα, θα του πÝταγε στα μοýτρα κανÜ καντÞλι, μα Þταν ακüμη στεγνüς, γι' αυτü Ýφερε το κρασß στα χεßλη κι Üρχισε να το γεýεται παρατηρþντας με τα μικρÜ πονηρÜ μÜτια του τον καφετζÞ, που πρÜμα παρÜξενο σÞμερα, Ýδειχνε ανÞσυχος. Δεν Ýβαζε κþλο κÜτω. Εßχε μια περßεργη ταραχÞ. Σκοýπιζε το πÜτωμα, το σφουγγÜριζε, περνοýσε τα τραπÝζια συνÝχεια μ'Ýνα πανß, καθÜριζε τα τζÜμια κι üλο Ýριχνε ξýλα στη σüμπα που μÝσα της φουρτοýνιαζε η φωτιÜ, ενþ Üλλες φορÝς ψυχοραγοýσε. ¸φτασε στο σημεßο να γρÜψει σ'Ýνα τετρÜγωνο χαρτüνι ''ΤΡΙΣ ΔΕΚΑΡΕΣ Ο ΚΑΦΕΣ" με μεγÜλα ανορθüγραφα γρÜμματα και να το κολλÞσει φÜτσα-κÜρτα στο μπροστινü τζÜμι.
     Ο Παýλος üσο τον παρατηροýσε, τüσο τον τρþγανε τα φßδια. ''Τι να 'χει αυτüς σÞμερα" αναρωτιüταν "τι üνειρο εßδε!...Ýριξε μÝχρι και τη τιμÞ του καφÝ ο τσιφοýτης μπαααα...'' Το 'φερε απü 'δω, το τριβÝλισε απü 'κει και ξαφνικÜ κατÜλαβε. ΚατÜλαβε και του 'ρθε να χτυπηθεß απü τα γÝλια. ''Α τη σουπιÜααααα... α τη λουμπßνααααα... α τη σιγανοπαπαδιÜααα...'' Ο Παýλος θυμÞθηκε οτι σÞμερα Üνοιγε δßπλα στο μαγαζß του ΛιÝτα, καινοýριο καφενεßο. Ολοκαßνουριο! ΒαμμÝνο στη τρßχα, με καινοýρια τραπÝζια, καρÝκλες και φλυτζανοπüτηρα. ¹πιε το κρασß του και παρÜγγειλε κι Üλλο. Η μÝρα Üρχισε να φτιÜχνει...
     Θα τον προτιμÞσουν; Και γιατß να μη τον προτιμÞσουν δηλαδÞ, τι τους Ýκανε; Δε τους εßχε εξυπηρετÞσει τüσα χρüνια; Δε τους εßχε σταθεß σα δοýλος; Απü τη μαýρη νýχτα σηκωνüτανε να τους προλÜβει και μαýρη νýχτα το 'κλεινε τοýτο το ρημÜδι. Κι αν πεις για πüσα Üκουγε; ¼ποιος Þθελε να ξεσπÜσει, πÜνω του ξÝσπαγε, üποιος Þθελε να βρßσει, αυτüν Ýβριζε. Μα αυτüς εκεß, χωρßς βαρυγκüμια και να οι καφÝδες, να το κρασß, να τα ουζÜκια, να οι μεζÝδες. Πüσες φορÝς δε ξαγρýπνησε μÝχρι τα ξημερþματα, ενþ του κλεßνανε τα μÜτια απü τη νýστα, μüνο και μüνο για να μη χαλÜσει μια παρÝα που Þτανε στο κÝφι; Κι αν πεις τα βερεσÝδια; Να πÞχτρα το τετρÜδιο! "Βασßλη δεν Ýχω σÞμερα... Βασßλη εßμαι στεγνüς.. ΓρÜφ' τα Βασßλη!"
     Γιατß να μη τον προτιμÞσουν; ΕπειδÞ εßχε αυτü το ελλÜτωμα -το μüνο του ελλÜτωμα δηλαδÞ- να φτýνει τις χοýφτες τη στιγμÞ που σÝρβιρε; Μα αυτü δεν Þταν τßποτα, απü ικανοποßηση το 'κανε. Που σÝρβιρε. Για τη δουλειÜ. Δε χαßρεσαι εσý Üμα η δουλειÜ πÜει καλÜ; Κι Ýπειτα Þταν κÜτι που δε μποροýσε να το κüψει. ¹ταν σαν ανοιγüκλεισμα του ματιοý Ýνα πρÜμα, μπορεßς εσý να κüψεις το ανοιγüκλεισμα του ματιοý; ΜÞπως δε προσπÜθησε; Τüβαζε σκοπü, "δε θα το κÜνω τþρα, δε θα το κÜνω..." και μüλις ακουμποýσε τη παραγγελßα στο τραπÝζι φραπ!... τα χÝρια σηκþνονταν μüνα τους και τα 'φτυνε. ¼μως σÞμερα, πÜει τÝλειωσε κι αυτü θα 'κοβε, ναι κι αυτü το ανοιγüκλεισμα του ματιοý για χατÞρι τους...
     Γιατß δηλαδÞ; ΕπειδÞ Üνοιξε καινοýριο καφενεßο Ýνας χÜχας; ¸νας αρχιτεμπÝλαρος, που μÝχρι να σηκþσει το Ýνα πüδι βρωμÜει τ' Üλλο; ¸νας αποτυχημÝνος που χαÀρι στη ζωÞ του δεν εßδε; Και που ξÝρει αυτüς... üχι που ξÝρει αυτüς απü πελÜτες; Διüτι το κατÜστημα κýριε, πρÝπει να γνωρßζει απü ψυχολογßα πελÜτη, üχι ψεýτικα πρÜματα! Γιατß δηλαδÞ, επειδÞ μοστρÜρει πεντÝξι καινοýριες καρÝκλες; Ε και; Να σε καναδυü μÞνες, θα παλιþσουν κι αυτÝς. Οι βλÜκες! Που θα πÜνε; Εδþ, στη σιγουριÜ θα 'ρθουνε. ΔοκιμασμÝνα πρÜματα... ΕγγυημÝνα!
     ΤÝτοια σκεφτüταν ο ΛιÝτας κι üσο πλησßαζε η þρα να σχολÜσει η εκκλησßα, τüσο η ταραχÞ του δυνÜμωνε. ΞαφνικÜ στη πüρτα φÜνηκε, λιγÜκι λαχανιασμÝνος ο ΝÜκος, ο αδικημÝνος απü τη φýση κι ελαφρýς στο μυαλü γιος του.
 -"Που 'σαι ρε, το φλÜρο μου;'' τον πρüγκηξε ο ΛιÝτας μüλις τον εßδε. Το παιδß, εßχε τüση εμπιστοσýνη κι Ýτρεφε τÝτοιον θαυμασμü στον πατÝρα, που αν τον ρωτοýσες ποιος Þταν ο σημαντικüτερος Üντρας στην ιστορßα του ανθρþπινου γÝνους, θα σου τον Ýδειχνε. ¹ταν δεμÝνο μαζß του και παρ' üλη του την ελαφρüτητα, εßχε αναπτýξει κοντÜ του μια συμφεροντολογικÞ κουτοπονηριÜ, þστε να νιþθει απüλυτα Ýνοχο σÞμερα, που το πÞρε λßγο παραπÜνω ο ýπνος, μια τüσο σημαντικÞ μÝρα για το μαγαζß τους. Γι' αυτü, χωρßς να πει τßποτα, πÞγε στα ενδüτερα, φüρεσε μιαν Üσπρη ποδιÜ και στÜθηκε στην εξþπορτα, γελþντας ηλßθια και κÜνοντας υποκλßσεις στον αÝρα. ''Θα χαμογελÜς και θα σκýβεις συνÝχεια το κεφÜλι!'' του 'χε πει απü βραδßς ο πατÝρας...
 -"Μπαμπ....μπαμπÜ ε...ε...Ýρχονται!'' εßπε ξαφνικÜ το αγüρι, που Þταν και βραδýγλωσο κι Üρχισε να εντεßνει τα χαμüγελα και τις υποκλßσεις. Με το ''Ýρχονται'' του μικροý, ο ΛιÝτας -καθÜριζε εκεßνη τη στιγμÞ για πολλοστÞ φορÜ τα τραπÝζια- πÝταξε το πανß πßσω απü τον πÜγκο κι αστραπιαßα κÜθισε σ' Ýνα τραπÝζι. ¸πιασε να σιγοσφυρßζει Ýνα σκοπü, παριστÜνοντας τον αδιÜφορο...
     Ο Φοýρκας που Þταν ικανüς να πληρþσει για να δει τÝτοιο θÝαμα, πÝταγε στους εφτÜ ουρανοýς. Κιχ δεν Ýβγαζε. Εßχε μαζευτεß στη γωνιÜ του και προσπαθοýσε να περÜσει üσο πιο απαρατÞρητος γßνεται, για να τους αφÞσει να λειτουργÞσουν αυθüρμητα. Και το 'χε μισοκαταφÝρει. Οι Üλλοι μÝσα στη ταραχÞ τους, τον εßχαν σχεδüν ξεχÜσει.
     Η πρþτη που Ýφτασε στη πλατεßα, Þταν η παρÝα του δÜσκαλου. Ο ΝÜκος üταν πÝρασαν απü μπροστÜ του, εßχε γßνει ολüκληρος μια υπüκλιση, μα αυτοß τον αγνüησαν και προχþρησαν για το καινοýριο καφενεßο. Ο ΛιÝτας αν και κüντευε να πÜθει συμφüρηση, συνÝχιζε να το παßζει Üνετος σιγοσφυρßζοντας κι Ýκανε πως δε πρüσεξε καν τη παρÝα που πÝρασε.
     Το ßδιο Ýγινε με τη δεýτερη και τρßτη παρÝα. ΠÝρασαν απü μπροστÜ του και χωρßς καν να ρßξουν μια ματιÜ προσπÝρασαν. Ο ΛιÝτας σταμÜτησε να σφυρßζει, Üπλωσε τα χÝρια πÜνω στο τραπÝζι, τα 'πλεξε κι Üρχισε να κοιτÜζει φανερÜ πια τις παρÝες. 'Εβραζε! ¼ταν Ýφτασε το μεγÜλο κýμα με τον πρüεδρο και τους συμβοýλους, ο ΛιÝτας αναθÜρρησε. "Αυτοß θα 'ρθουν! Δε μπορεß... τους Ýχω ψηφßσει!'' σκÝφτηκε, μα το μεγÜλο κýμα συνÝχισε üπως οι Üλλοι. Η χειρüτερη μαχαιριÜ... προδοσßα!
     ΠÝρασαν κι Üλλοι, μÝχρι που Üρχισαν ν' αραιþνουν. Κανεßς, οýτε Ýνας δε φιλοτημÞθηκε να μπει στο παλιü καφενεßο κι ας εßχε γßνει ο ΝÜκος ερπετü απü τις υποκλßσεις. Ο ΛιÝτας πια δε βαστιüταν. Εßχε αρχßσει να τρÝμει... Και τüτε, την οριακÞ εκεßνη στιγμÞ, Ýκανε το λÜθος να γυρßσει και ν' αντικρýσει το βλÝμμα του Φοýρκα, που φαινüταν να εßναι απü þρα καρφωμÝνο πÜνω του. ¸να βλÝμμα διεισδυτικü, ειρωνικü κι Ýνα αμυδρÜ κοροúδευτικü μειδßαμα, που Ýκανε τον ΛιÝτα να νιþσει πÝρα για πÝρα ξεβρÜκωτος. ¹ταν το τελειωτικü χτýπημα. ΠετÜχτηκε απ'τη καρÝκλα, σα να καθüταν πÜνω σε αχινοýς.
 -''Παýλο γαμιÝσαι!'' εßπε κι Ýτρεξε στη πüρτα. ¸δωσε μια σπρωξιÜ στο ΝÜκο που σωριÜστηκε και βγÜζοντας αφροýς απü το στüμα, φþναξε στους αποσβωλομÝνους συγχωριανοýς του... "Ρε σεις πουλημÝνοι! Εμεßς χειρομπομπßδες πουλÜμε"; Κι επειδÞ Ýτυχε κεßνη τη στιγμÞ να περνÜει η παρÝα του παπÜ με τους ψαλτÜδες συνÝχισε... "Χιτþνες μου λÝτε μÝνα... χιτþνες! Δþστε μου και μÝνα Ýνανε ντε!" ¸βγαλε üπως-üπως τη ποδιÜ, τη πÝταξε στο δρüμο κι Ýφυγε για το σπßτι, ολοκüκκινος, οικτρüς, δυστυχισμÝνος...
     Ο ΝÜκος μπÞκε στο μαγαζß, ξεσκονßζοντας τη ποδιÜ του. ¸πιασε μια γωνιÜ και μüνο που δεν Ýκλαιγε.
 -"ΜωρÝ το χρειαζüσταν το καζßκι!'' ψιθýρισε ο Παýλος.
     Εκεßνη την þρα εßδε τον φßλο του, τον ΑγγελÞ τον τελÜλη να περνÜ στη πλατεßα. ¸ριξε Ýνα σφýριγμα και σÞκωσε το χÝρι. Ο ΑγγελÞς τον εßδε και κατευθýνθηκε προς το καφενεßο του ΛιÝτα.
 -"Καλως τον αηδονÜρη!'' του 'πε ο Παýλος, μüλις εκεßνος Ýφτασε "ΚÜτσε!'' Ο ΑγγελÞς τßναξε απü την υγρασßα τα μαλλιÜ του.
 -"Κωλüκαιρος!" εßπε και κÜθισε. ''Τß κερνÜς";
 -"¼,τι θες, Üλλος πληρþνει...'' εßπε με νüημα ο Φοýρκας.
 -"Ποιüς";
 -"Ο ΛιÝτας απü τη χαρÜ του... 'Ασε, Ýχασες θÝατρο με τον τσιφοýτη" και του εξÞγησε εν ολßγοις τι συμβαßνει.
 -"Ρε το φουκαρÜ!" εßπε στο τÝλος ο ΑγγελÞς
 -"Ρε τον μασκαρÜ να λες! ΝÜκο!'' Ο ΝÜκος σηκþθηκε απü την θÝση του και πλησßασε Üκεφος. "ΠιÜσε Ýνα ποτÞρι κι Ýνα κατοστÜρι!'' Ο ΝÜκος Ýκανε να φýγει. "Και μεζÝ!'' πρüσταξε ο Παýλος.
 -"Τß λες ρε; κληρονüμησες τßποτα;'' εßπε απορημÝνος ο φτωχüς ΑγγελÞς. ¹ταν μαθημÝνοι χρüνια στο ξεροσφýρι λüγω αφραγκßας. Μüνο σε ειδικÝς περιπτþσεις παρÜγγελναν κρασß με μεζÝ. ΚÜθε ΠÜσχα που λÝμε. Ο Παýλος Ýφερε το δÜχτυλο κÜτω απ' τη μýτη.
 -"Μþκο!... 'Αλλος πληρþνει!'' ¼ταν ο ΝÜκος Ýφερε το κατοστÜρι κι Ýνα πιÜτο με μεζεκλßκια, στρþθηκαν να πßνουν και να μασουλÜνε. ¸πειτα απü λßγο, ο ΠÜυλος παρÜγγειλε κι Üλλη παρτßδα. ¸πειτα κι Üλλη, καθησυχÜζοντας κÜθε φορÜ τον καημÝνο τον ΑγγελÞ, που διαμαρτýρονταν για το πως θα πληρþσουν. ΚÜποια στιγμÞ ο ΑγγελÞς σηκþθηκε.
 -"¸χω δουλειÜ ρε, πρÝπει να φýγω...'' ¸δειξε τα μεζεκλßκια. "Τß θα γßνει;''
 -"ΦÝγα!'' τοýκανε ο Üλλος.
Μüλις Ýφυγε ο τελÜλης, ο Παýλος φþναξε το ΝÜκο.
 -"ΝÜκο!''
 -''Νννν...ναι....ναι θεßο!''
 -"Βρε παιδß! Δε βαστÜω λεφτÜ. ΦÝρε αυτο το τεφτÝρι να γρÜψω το λογαριασμü... μη χÜσετε κι εσεßς...".Το παιδß δεν υποψιÜστηκε τßποτα, μα και να υποψιÜστηκε, δεν Þθελε να πÜει κüντρα στον μοναδικü πελÜτη που προτßμησε σÞμερα το μαγαζß τους.
 -"Ννννν...να...να το φÝρω θεß...θ..θεßο!''
     Ο Παýλος, Þξερε φυσικÜ πως ο μικρüς εßναι μπιτ για μπιτ αγρÜμματος και βÝβαια εßχε κÜτι παλιοýς λογαριασμοýς, που του 'χανε γßνει βραχνÜς. Σε λßγο ο ΝÜκος, που Þταν ο μüνος που Þξερε, ποý ο πατÝρας του Ýκρυβε το τεφτÝρι, το 'φερε και το 'δωσε στον Παýλο. Εκεßνος το ξεφýλλισε, βρÞκε τ' üνομÜ του κι Ýπιασε το μολýβι.
 -"Πüσο το 'χετε το κατοστÜρι ΝÜκο";
 -''Τε..τÝσσερις δεκÜρες''.
 -"ΠÝντε εγþ και τρßα ο ΑγγελÞς οκτþ... επß τÝσσερα.. τρεις κι εßκοσι" εßπε ο Παýλος και διÝγραψε με μια γραμμÞ, üλους τους παλιοýς λογαριασμοýς. "Οι μεζÝδες";
 -"¸..ε..Ýνα πε....πενηνταρÜκι!'' εßπε το παιδß
 -"¸να πενηνταρÜκι...επß τρßα, μιÜμισυ!" εßπε ο Παýλος κι Ýγραψε δßπλα Ýνα ανορθüγραφο εξοφλßθη. "ΠιÜσε και δÝκα τσιγÜρα!" Ο ΝÜκος Ýτρεξε να φÝρει τα τσιγÜρα. "ΚÜντα εßκοσι! Πüσο πÜνε";
 -"¸..εε...Ýνα φρÜγκο!''
 -"¸να φρÜγκο!'' επανÝλαβε ο Παýλος μιμοýμενος τη τζßφρα του ΛιÝτα, που πιστοποιοýσε το γνÞσιο της διαγραφÞς. ΠÞρε τα τσιγÜρα, τÜβαλε στη τσÝπη κι Ýδωσε το τεφτÝρι στον ΝÜκο. "ΠÜρτο ρε παιδß... Μη χÜσετε κι εσεßς. ΑρκετÜ πÜθατε σÞμερα!''

                               ΦÜσουρας & ΠÜλι ΦÜσουρας...

     Τþρα, πüτε ακριβþς πρωτοεμφανßστηκαν τα γκοýντις, δε θυμÜμαι. Θα πρÝπει να Þταν εκεß περßπου, λßγο μετÜ το ογδüντα. ΜÝχρι τüτε, στις επαρχιακÝς τουλÜχιστον πüλεις, ο κüσμος συνÞθιζε να τρþει παραδοσιακÜ. Σ' εστιατüρια. ¸να τÝτοιο στην üμορφη πüλη μας, Þταν και του ΦÜσουρα. Ξακουστü εστιατüριο, ελληνικüτατο. Μπαßνοντας μÝσα, χüρταινες μονÜχα με τις μυρωδιÝς. Κι οι πελÜτες, ζεστοß Üνθρωποß, απλοß. ΧωριÜτες που Ýρχονταν στη πüλη για δουλειÝς κι Þθελαν λßγο πριν φýγουν, ν' απολαýσουν μια ζεστÞ σοýπα με λßγο κρασÜκι, δημüσιοι υπÜλληλοι, καταστηματÜρχες, Ýμποροι, ακüμα και μαθητÝς. Ζεστü περιβÜλλον που Ýδενε με τη νοοτροπßα του κüσμου. Μπαßνοντας εκεß, δεν σε κοßταζε κανεßς ýποπτα Þ καχýποπτα κι αν κÜποιος σε φþναζε, σε φþναζε μονÜχα γιατß Þταν γνωστüς κι Þθελε να σε προσκαλÝσει στο τραπÝζι του. Αν τýχαινε μÜλιστα κι Þταν χειμþνας, Ýβρεχε κι Ýκανε κρýο, στου ΦÜσουρα Þταν σκÝτο μεγαλεßο. Τα τζÜμια νοτßζονταν απü την Üχνα τüσο, που δε μποροýσες να διακρßνεις Ýξω, παρÜ μüνο τις σκιÝς των περαστικþν, που περπατοýσαν στο πεζοδρüμιο τυλιγμÝνοι στα παλτÜ τους. Παντοý μυρωδιÝς, κουταλοπßρουνα που χτυποýσαν στα πιÜτα, ζεστÝς κουβÝντες κι εβßβα και τα γκαρσüνια που πηγαινοÝρχονταν, κουβαλþντας δßσκους με διÜφορα. Σωστüς παρÜδεισος.
     Ο ΓιαλÞς κι ο ΤαλιαπÝς Þταν μαθητÝς του Λυκεßου. ΚατÜγονταν κι οι δυο απü το ßδιο χωριü, μα νοßκιαζαν Ýνα μικρü δωματιÜκι στη πüλη για να παρακολουθοýν τα μαθÞματα του σχολεßου τους. ¸να δωμÜτιο που χωροýσε ßσα-ßσα, δυο κρεβÜτια και δυο καρÝκλες. ΛεφτÜ δεν εßχανε πολλÜ. Σχεδüν καθüλου. Τη τρßτη κιüλας μÝρα της εβδομÜδας, τους τÝλειωνανε. ΜετÜ, τη βγÜζανε μ' αβγÜ και πατÜτες που φÝρναν απü το χωριü. Μα κÜθε ΔευτÝρα, το 'χανε συνÞθειο, να πηγαßνουν στο εστιατüριο του ΦÜσουρα για ν' απολαýσουν την ατμüσφαιρα και προπαντüς, το φαγητü που τους Üρεσε πιο πολý. Μια ζεστÞ φασολÜδα με φρÝσκο ψωμß. ¼μως δεν Üργησαν να κÜνουν τη γνωριμßα τους με τα γκοýντις, μιας κι αυτÜ Üρχισαν κÜποτε να φυτρþνουν σα μανιτÜρια, σε κÜθε γωνιÜ της ΕλλÜδας.
     Εκεßνη την ημÝρα, εßχαν τσεπþσει απü το σχολεßο, το ποσü των επτακοσßων δραχμþν ο καθεßς, Ýνα βοÞθημα που 'δινε δυο φορÝς το χρüνο η πολιτεßα, για τα Ýξοδα μετακßνησης üσων παιδιþν Þταν απü τα χωριÜ. Με το σχüλασμα λοιπüν, εßχανε κÜθε λüγο να αισθÜνονται Πλοýσιοι, γιατß αυτÞ την εποχÞ, επτακüσιες δραχμÝς στη τσÝπη ενüς φτωχοý μαθητÞ, δεν Þταν καθüλου ευκαταφρüνητο ποσü. Επüμενο Þτανε λοιπüν, εκεßνο το μεσημÝρι, να μη τους χþραγε το δωματιÜκι. Οýτε Þτανε δυνατü να συμβιβαστοýν με τηγανιτÝς πατÜτες. Αφοý Üφησαν τα βιβλßα στο τραπÝζι, αποφÜσισαν να βγουν Ýξω για φαγητü. Ο καιρüς Þταν μουντüς. ΒαριÜ σýννεφα Þταν απλωμÝνα στον ουρανü κι Ýριχνε χιονüνερο.
 -"Μπορεß να το γυρßσει σε χιüνι" εßπε ο ΓιαλÞς και σÞκωσε το γιακÜ του. ΠÞγαιναν γραμμÞ για του ΦÜσουρα, μα πÝσανε πÜνω στο γκοýντις, που εδþ και λßγο καιρü, εßχε κÜνει την εμφÜνισÞ του στη πüλη. Δεν εßχανε ξαναμπεß μÝσα οýτε εßχαν ιδÝα, τι ακριβþς Þταν το γκοýντις. ΞÝρανε μüνο πως Þτανε φαγÜδικο. Ο ΓιαλÞς κοντοστÜθηκε.
 -"Ρε συ, δε μπαßνουμε σ' αυτü το καινοýριο; Καλü φαßνεται!" εßπε και κüλλησε τη μýτη του στη τζαμαρßα. Σχεδüν üλο το κεφÜλι του Þτανε χωμÝνο στο γιακÜ κι εßχε τα χÝρια στις τσÝπες. Πρüσωπο, κατακüκκινο απü το κρýο.
 -"Ρε πÜμε στου ΦÜσουρα!" εßπε ο ΤαλιαπÝς και κßνησε να φýγει. ¹ταν üμως αργÜ. Ο ΓιαλÞς εßχε σπρþξει τη πüρτα κι Ýμπαινε μÝσα. Μüλις μπÞκε, Ýτριψε ικανοποιημÝνος τα χÝρια, διÜλεξε τραπÝζι και κÜθισε. Ο Üλλος, θÝλοντας και μη τον ακολοýθησε, κοιτÜζοντας καλÜ-καλÜ τα ιερογλυφικÜ αγγλικÜ της ασπροκüκκινης φßρμας. Δε σκαμπÜζανε κι οι δυο γρι αγγλικÜ κι ας διδÜσκονταν στο σχολεßο. Τα 'χαν εξορßσει παντελþς απü τα ενδιαφÝροντα τους και δεν τους Ýδιναν καμιÜ σημασßα. Απüμειναν να εξετÜζουν το χþρο, χωρßς να μιλοýν.
 -"Καλü φαßνεται!" εßπε κÜποια στιγμÞ ο ΓιαλÞς.
 -"Σα του ΦÜσουρα, üχι".
 -"Και καθαρü!"
 -"Μüνο οι γκüμενες αξßζουν", εßπε ο ΤαλιαπÝς, κοιτþντας στο βÜθος τις κοπÝλες με τα ομοιüμορφα κατακüκκινα ροýχα. Ο ΓιαλÞς τρÜβηξε το φερμουÜρ απü το μπουφÜν του κι Üπλωσε τα χÝρια στο τραπÝζι.
 -"Τι θα φÜμε";
 -"Μια απü τα ßδια. ΦασολÜδα!"
 -"Κι Ýχω μια πεßνα..."
     Περßμεναν κÜνα τÝταρτο, μα κανÝνας δεν Þρθε στο τραπÝζι για παραγγελßα. Στο μεταξý, πελÜτες μπαινüβγαιναν. ΚÜποτε η υπομονÞ τους εξαντλÞθηκε. Ο ΓιαλÞς εßχε ανÜψει κιüλας απü τη ζÝστη. ¸βγαλε το μπουφÜν και το φüρεσε πßσω του, στη πλαστικÞ καρÝκλα.
 -"ΚαλÜ ρε, που 'ναι το γκαρσüν;" εßπε αγανακτισμÝνος ψÜχνοντας τριγýρω. Ο ΤαλιαπÝς Ýσκυψε συνωμοτικÜ προς το μÝρος του.
 -"Αυτοß εδþ", Ýδειξε μ' Ýνα αδιüρατο νεýμα του κεφαλιοý, το ζευγÜρι που Ýτρωγε δßπλα τους, "Þρθαν μετÜ απü μας και τρþνε!"
 -"Μας γρÜφουν!" Ýκανε τσαντισμÝνος ο ΓιαλÞς και σηκþθηκε κοιτÜζοντας προς το βÜθος που βρßσκονταν οι κοπÝλες. Μια απ' αυτÝς, τον εßδε. Ο ΓιαλÞς σÞκωσε το χÝρι.
 -"Το κατÜστημα εßναι σελφ-σÝρβις", φþναξε κεßνη. ΚÜμποσοι απü τους πελÜτες στρÜφηκαν προς το μÝρος τους. Ο ΓιαλÞς τα 'χασε. Κοýνησε λßγο το κεφÜλι και ξανακÜθισε σα βρεμÝνη γÜτα.
 -"Τι εßπε ρε;" ψιθýρισε ανÞσυχος. Ο ΤαλιαπÝς, Üρχισε να νιþθει κι εκεßνος Üβολα.
 -"Ρε, μÞπως εßναι τßποτα φαγÜδικο της υψηλÞς κοινωνßας και δε θÝλουν να μας σερβßρουν";
     Ο ΓιαλÞς απüμεινε για λßγο σκεφτικüς. Λες να 'ταν Ýτσι τα πρÜματα; Λες να 'ρχονται τßποτα δÞμαρχοι και τÝτοιοι εδþ μÝσα κι αυτοß μποýκαραν σα να 'ταν το αφÜν-κατÝ της πüλης; ΠÜντως Þταν χλιδÜτο το κατÜστημα. Κοßταξε με τρüπο τους πελÜτες τριγýρω. Μπα, ßδιοι μ' αυτοýς φαινüντανε, μα πÜλι που ξÝρεις... σÜμπως Ýχουνε καμιÜ στÜμπα οι δÞμαρχοι; Μερικοß üμως λοξοκοιτοýσαν περßεργα.
 -"ΞÝρω 'γω... πÜμε να φýγουμε;" ψιθýρισε  ρßχνοντας τα μÜτια του στη πüρτα. ¹ταν Ýτοιμοι να φýγουν, üταν ακοýστηκε πÜλι η φωνÞ της κοπÝλας.
 -"ΠρÝπει να 'ρθετε 'δω να παραγγεßλετε!"
 -"ΠÝστο μας ντε!" ψιθýρισε ανακουφισμÝνος ο ΓιαλÞς και σηκþθηκε. Τον ακολοýθησε κι ο Üλλος, μα üταν Ýφτασαν στο πÜγκο, τους περßμενε κι Üλλη Ýκπληξη. Ενþ στου ΦÜσουρα, üλα τα φαγητÜ Þταν αραδιασμÝνα στη βιτρßνα, εδþ δεν υπÞρχε τßποτα.
 -"Τι θα θÝλατε;" τους ρþτησε ευγενικÜ η κοπÝλα.
 -"ΦασολÜδα!" εßπε ο ΤαλιαπÝς. Η κοπÝλα πÞγε να γελÜσει μα κρατÞθηκε.
 -"Δεν Ýχουμε φασολÜδα".
     Απüμειναν κι οι δυο αποσβολωμÝνοι. Γιατß δεν Þταν μüνον üτι αυτü το φαγÜδικο δε διÝθετε το αγαπημÝνο τους φαγητü, δε μποροýσαν να κατανοÞσουν τι σüι φαγÜδικο Þταν αυτü χωρßς φασολÜδα. Και μÜλιστα στη καρδιÜ του χειμþνα! ΞαφνικÜ νιþσανε ξÝνοι. Σα να μη βρßσκονταν στη γη. Σα μια μαγικÞ κι αüρατη δýναμη να τους εßχε μετÝφερει κÜπου αλλοý, κÜπου πολý μακριÜ. Στο διÜστημα. Ναι, σε κÜποιον απομακρυσμÝνο γαλαξßα. ºσως σ' Ýνα διαστημικü σταθμü. Περßεργες καρÝκλες, τραπÝζια, μυστÞρια μÝταλλα, πλαστικÜ λουλοýδια.
 -"Τι Ýχετε;" κατüρθωσε κÜποια στιγμÞ να ψελλßσει ο ΤαλιαπÝς.
 -"ΧÜμπουργκερ, τσßζμπεργκερ, κλαμπ-σÜντουιτς..."
     Τα παιδιÜ κοιτÜχτηκαν μεταξý τους με τρüμο. ΝÜτο! ΔιαστημικÜ φαγητÜ. ¸νας Θεüς ξÝρει τι Þταν. 'Αλλος Θεüς. Για λßγην þρα, δε λÝγανε τßποτα. Τι να πουν, ιδÝα δεν εßχανε τι φαγητÜ Þταν αυτÜ. Ο ΓιαλÞς Þθελε ν' ανοßξει η γη να τον καταπιεß. Του 'χε φýγει κι η πεßνα, του 'χανε φýγει üλα. Τι ν' απαντοýσε; Και να 'θελε να παραγγεßλει κÜτι απ' αυτÜ μüνο και μüνο για να μη γßνει ρεζßλι, δε θυμüταν πως τα 'πε η κοπÝλα. Και να θυμüταν, θα στραμποýλαγε τη γλþσσα του και δε θα μποροýσε να τα προφÝρει. Ναι, ρεζßλι θα γινüντουσαν -αν δεν εßχαν κιüλας γßνει- γι' αυτü Þθελε ν' ανοßξει η γη και να τον καταπιεß. Γιατß üλα τ' Üντεχε ο ΓιαλÞς, μüνο το ρεζιλßκι δεν Üντεχε. ¸νιωθε κιüλας Ýνα σωρü μÜτια κολλημÝνα στη πλÜτη του, Ýτοιμα να ξεσπÜσουνε σε γÝλια. Δεν υπÞρχε αμφιβολßα, κουταμÜρα κÜνανε που μπÞκαν εδþ μÝσα, αλλÜ τþρα τι γßνεται;
 -"ΚοιτÜξτε πÜνω, τι σας αρÝσει" εßπε η κοπÝλα και προχþρησε λßγο αριστερÜ ν' ανακατÝψει κÜτι πατÜτες που τηγανßζονταν σ' Ýνα συρμÜτινο δßχτυ. Προς στιγμÞν ανακουφßστηκαν. ΣτρÝψανε τα κεφÜλια τους ψηλÜ. ΜεγÜλες Ýγχρωμες φωτογραφßες με διÜφορα παρÜξενα φαγητÜ βρßσκονταν εκεß. 'Αρχισαν να τα παρατηροýν Ýνα-Ýνα.
 -"Αποφασßσατε"; Η κοπÝλα βρισκüταν και πÜλι μπροστÜ τους.
 -"Εγþ θÝλω αυτü!" εßπε ο ΤαλιαπÝς λιγÜκι νευριασμÝνος, γιατß Þξερε πως εßχε κοκκινßσει σα παντζÜρι.
 -"Τσßζμπεργκερ;" ρþτησε η κοπÝλα.
 -"Ναι απ' αυτü".
 -"Πüσα";
 -"Δýο", εßπε χωρßς καλÜ-καλÜ να σκεφτεß. Τþρα πως του 'ρθε αυτü το δýο; ΞαφνικÜ φοβÞθηκε πως η κοπÝλα θα ξεσποýσε σε γÝλια. Θα τον περνοýσε για λιμÜρη. Στη φωτογραφßα αυτü το τσßζμπεργκερ, φαινüτανε τερÜστιο. Αν Þταν Ýτσι και στη πραγματικüτητα; Θα μποροýσε Üραγε να τα φÜει τüσο μεγÜλα που δεßχνανε; Και δε θα γελοýσε ο κüσμος αν Ýβλεπε να 'χει μπροστÜ του αυτÜ τα δýο Üτιμα τσßζμπεργκερ, που μοιÜζαν να 'ναι μεγÜλα σα γαλοποýλες; Ρε που Ýμπλεξε... ¼μως η κοπÝλα, δε ξÝσπασε σε γÝλια. Μüνο φþναξε δυνατÜ τη παραγγελßα προς τις Üλλες. ¸πειτα στρÜφηκε στον ΓιαλÞ.
 -"Εσεßς";
 -"Απ' αυτü..."
 -"Κλαμπ-σÜντουιτς";
 -"Ναι απ' αυτü..."
 -"¸να κλαμπ-σÜντουιτς!" ξαναφþναξε δυνατÜ κεßνη. "Τι θα πιεßτε;" τους ξαναρþτησε. Ο ΓιαλÞς δεν Ýχασε καιρü:
 -"Νερü!" εßπε αμÝσως με θριαμβευτικü ýφος, πιστεýοντας üτι της την εßχε φÝρει. ¼χι θα 'κανε το λÜθος, να παραγγεßλει τßποτε Üλλο, σα τη φασολÜδα και να το πηγαßνανε πÜλι απü την αρχÞ. ¼μως... Ýχει πλÜκα να τους φÜνηκε πÜλι αστεßο που ζÞτησε νερü... Ýχει πλÜκα να μην εßχανε... Ακüμα κι αυτü θα 'πρεπε να το περιμÝνει εδþ μÝσα, ανÜθεμα την þρα και τη στιγμÞ που μπÞκανε... ¼μως η κοπÝλα Üρχισε να ετοιμÜζει δυο κüκκινους δßσκους με τ' απαραßτητα. ¸βαλε στον καθÝνα απü 'να πλαστικü ποτÞρι νερü. Ευτυχþς ξεμπερδÝψανε. Ευτυχþς...
 -"Στα τσßζμπεργκερ, θÝλετε σος;" φþναξε μια κοπÝλα απü το βÜθος κοιτÜζοντας κατÜματα τον ΤαλιαπÝ. Κεßνος, τα 'χασε πÜλι. 'Αλλα βÜσανα! Τþρα, τι σκατÜ Þταν αυτü το σος; Λοξοκοßταξε τον ΓιαλÞ, περιμÝνοντας βοÞθεια. ΜÜταιος κüπος! Ο Üλλος Ýμοιαζε περισσüτερο χαμÝνος απü τον ßδιο. Θα μποροýσε απλÜ να πει üχι, αλλÜ εßχε κολλÞσει. Χωρßς καλÜ-καλÜ να το καταλÜβει, σÞκωσε τρÝμοντας το χÝρι κι Ýσμιξε σχεδüν τον δεßκτη με τον αντßχειρα.
 -"ΒÜλτε αλλÜ... λßιιγο..."
Η κοπÝλα Ýσταξε σε δυο μπιφτÝκια, μερικÝς σταγüνες απü Ýνα παχýρρευστο υγρü. ¸πειτα τα καπÜκωσε με ψωμÜκια. ΑυτÜ θα 'τανε τα τσßζμπεργκερ. ¼χι δεν Þτανε σα γαλοποýλες, μια χαψιÜ Þτανε! Σε λßγο οι δßσκοι Þτανε μπροστÜ τους. ΕτοιμÜστηκαν να τους πÜρουνε και να πÜνε επιτÝλους στο τραπÝζι μα η κοπÝλα κÜτι χτýπησε στη ταμειακÞ μηχανÞ.
 -"Ογδüντα πÝντε δραχμÝς!" εßπε και περßμενε να τη πληρþσουν.
     "Ωραßο μαγαζß! Παßρνουνε τα λεφτÜ μπροστÜ να μη λακßσουμε! 'Αμα με ξαναδεßτε γρÜφτε μου!" σκÝφτηκε ο ΤαλιαπÝς καθþς Ýβγαζε απü τη τσÝπη λεφτÜ, να πληρþσει. ΤÝλος, πÞραν ο καθεßς το δßσκο του και πÞγανε στο τραπÝζι τους. Η αλÞθεια Þτανε πως Þθελαν να φýγουν. ΑλλÜ Ýπρεπε να κÜτσουν να φÜνε üπως-üπως αυτÜ τα πρÜγματα που παραγγεßλανε και μετÜ να πÜνε στην ευχÞ του Θεοý. Η μÜλλον, στου ΦÜσουρα θα πηγαßνανε, γιατß αδýνατο να χορτÜσουνε με τοýτα 'δω.
     Ο ΤαλιαπÝς Ýπιασε να ξετυλßγει σιγÜ-σιγÜ το χαρτß περιτυλßγματος του τσßζμπεργκερ. ¼ταν το ξεγýμνωσε, Üρχισε να το εξετÜζει απ' üλες τις μεριÝς. Το Üνοιξε κιüλας, κοßταξε καλÜ-καλÜ το περιεχüμενο, το μýρισε, ξανÜκλεισε το καπÜκι, πÜλεψε για λßγο με τη σκÝψη αν Ýπρεπε να το πετÜξει Þ να το φÜει, στο τÝλος üμως το αποφÜσισε. Μια ψυχÞ που 'ναι να βγει ας βγει. 'Αρχισε να το φÝρνει σιγÜ-σιγÜ στο στüμα. Μα τüτε ακριβþς, Üκουσε το σκοýξιμο του ΓιαλÞ. ΣÞκωσε τα μÜτια.
     Ο ΓιαλÞς Ýδειχνε να 'χει πÜθει ξαφνικÜ συγκοπÞ. Τα μÜτια του κüντευαν να πεταχτοýν Ýξω απü τις κüγχες. Εßχε κοκκινßσει σα παπαροýνα. Το στüμα του Þταν ορθÜνοιχτο και μπουκωμÝνο απ' αυτü το περßεργο πρÜγμα που 'χε παραγγεßλει. Κι Ýσκουζε... Για λßγα δευτερüλεπτα ο ΤαλιαπÝς δεν Þξερε τι να κÜνει.
 -"Τß Ýπαθες ρε"; Τßποτα! Ο ΓιαλÞς δεν Ýδινε απÜντηση και πþς να δþσει Üλλωστε Ýτσι μπουκωμÝνος που 'τανε. Μüνον Ýσκουζε ολοÝνα και περισσüτερο. Ο ΤαλιαπÝς σηκþθηκε κι Üρχισε να τον χτυπÜ με δýναμη στη πλÜτη, νομßζοντας πως πνιγüταν. Ο Üλλος üμως, με το 'να χÝρι τον Ýσπρωχνε μακριÜ, με τ' Üλλο, προσπαθοýσε να βγÜλει το κομμÜτι του κλαμπ-σÜντουιτς που του 'φραζε το στüμα. ΔιÜφοροι πελÜτες σηκþθηκαν απü τις θÝσεις τους κι Üρχισαν να μαζεýονται ανÞσυχοι τριγýρω. Ο ΓιαλÞς κÜποια στιγμÞ τα κατÜφερε. ΤρÜβηξε απü το στüμα του το τριγωνικü κομμÜτι κι Üρχισε, λυτρωμÝνος, να παßρνει βαθιÝς ανÜσες. ¼ταν συνÞλθε κÜπως, Ýδειχνε πολý θυμωμÝνος. 'Αρχισε να ψÜχνει τα υπüλοιπα κομμÜτια που βρßσκονταν απεßραχτα στο δßσκο του. Ναι, üλα εßχαν μÝσα τους, περασμÝνη κÜθετα μιαν οδοντογλυφßδα που ßσα-ßσα φαßνονταν η μýτη της. ΑυτÞ εßχε κÜνει τη ζημιÜ. Ο ΓιαλÞς χωρßς να ξÝρει, πÝρασε üλο το τριγωνÜκι στο στüμα του, μα η οδοντογλυφßδα στÜθηκε üρθια στον ουρανßσκο και την υπογλþσσια χþρα μην αφÞνοντας περιθþριο στον ΓιαλÞ, ν' ανοιγοκλεßσει το στüμα. Τþρα εßχε θυμþσει πολý.
 -"Οι παλιοσκρüφες, μας κÜνανε πλÜκα! ¸χουνε κρýψει οδοντογλυφßδες εδþ μÝσα!" εßπε κι Ýριξε Ýνα αγριωπü βλÝμμα στις κοπÝλες, που παρακολουθοýσαν ανÞσυχες.
 -"¼χι κýριε!" διαμαρτυρÞθηκε μια απ' αυτÝς, "Ýτσι σερβßρεται το κλαμπ-σÜντουιτς..."
 -"Να το φας μüνη σου μωρÞ!" εßπε ο ΓιαλÞς και πÞρε το μπουφÜν του απü τη καρÝκλα. "ΠÜμε να φýγουμε απü δω!" εßπε στο φßλο του και με γοργÜ βÞματα διÝσχισε το μαγαζß, Ýσπρωξε με δýναμη τη πüρτα και βγÞκε Ýξω.
     ΑυτÞ τη φορÜ, πÞγανε κατευθεßαν στου ΦÜσουρα, χωρßς ν' αλλÜξουνε κουβÝντα. Μüλις πÝρασαν μÝσα και τα πüδια τους πÜτησαν το ξýλινο πÜτωμα του εστιατορßου, Þρθανε στα συγκαλÜ τους. Σα να πατÞσανε στÝρεα γη, σα να επÝστρεψαν απü το μακρινü γαλαξßα που μÝχρι τþρα βρßσκονταν. ¸να σωρü γνþριμοι τρωγüπιναν κουβεντιÜζοντας. ΚÜποιοι τους χαιρετÞσανε φιλικÜ. Τα γκαρσüνια üπως πÜντα πηγαινοÝρχονταν. Η σüμπα πετρελαßου στο κÝντρο του μαγαζιοý, Ýκαιγε αγÝρωχα στÝλνοντας τη ζÝστη της και στη τελευταßα ακροýλα. ¸πιασαν Ýνα τραπÝζι και κÜθισαν. Σχεδüν αμÝσως, τους Þρθε Ýνα μισüκιλο κερασμÝνο. Ο ΓιαλÞς ανÜσανε ανακουφισμÝνος, καθþς γÝμιζε τα ποτÞρια. Τσουγκρßσανε και σÞκωσανε τα ποτÞρια στη παρÝα που τους κÝρασε. Σε λßγο, δυο ξÝχειλα πιÜτα ζεστÞς και μυρωδÜτης φασολÜδας, εναποτÝθηκαν με προσοχÞ κÜτω απü τη μýτη τους. Και φÝτα. Κι ελιÝς. Και μπüλικο ψωμß.
     'Αρχισαν να τρþνε μ' üρεξη, ενþ κÜθε τüσο σταματοýσανε και ρουφοýσανε το κρασÜκι τους. Στο τÝλος Üναψαν τσιγÜρο. Ο ΓιαλÞς μες απ' τους καπνοýς, χορτασμÝνος και λßγο ζαλισμÝνος, απολÜμβανε τις ωραßες στιγμÝς...
     Θα μποροýσαν να καθßσουν Ýτσι μÝχρι το βρÜδυ μα κÜποτε σηκþθηκανε, πληρþσανε και βγÞκαν. ¸ξω Ýκανε φοβερü κρýο, ενþ χοντρÝς νιφÜδες χιονιοý, εßχαν αρχßσει να πÝφτουν απü παντοý. Καθþς φοροýσαν τα μπουφÜν, οι ματιÝς τους συναντÞθηκαν.
 -"Ρε ΦÜσουρας και πÜλι ΦÜσουρας!" εßπανε σχεδüν ταυτüχρονα και ξεσπÜσανε σε γÝλια...

                                             Η ΕπιστÞμη

     Για τον ΚακÜτση , αυτüν τον απßθανο γÝροντα που μÝχρι τÝλος της ζωÞς του, δεν Ýχασε το κουρÜγιο και το κÝφι του να πειρÜζει και να στÞνει φÜρσες στους ανθρþπους, Ýχω ξαναγρÜψει. Μα Ýνας ΚακÜτσης, δε μπορεß να μεßνει για πολý Þσυχος. Μπορεß να μην Ýχει τη δυνατüτητα πια να ενοχλεß αφοý εδþ και κÜμποσα χρüνια κοιμÜται Þσυχος στην αγκαλιÜ της γης, Ýχει üμως τη δýναμη να τσιγκλÜ Ýνα συγγραφÝα. Γιατß ο ΚακÜτσης Þταν με τον τρüπο του Þρωας. ¸νας απλüς κι αγαπημÝνος Þρωας, που η απουσßα του φτþχυνε μια για πÜντα τη πλατεßα του χωριοý μας. Γιατß η πλατεßα Þταν ο τüπος της δρÜσης του. Εκεß και το σπßτι του, Ýνα μικρü πÝτρινο σα χελιδονοφωλιÜ. Με τη περγουλιÜ και τη τζιτζιφιÜ στη στενÞ αυλÞ και τις γλÜστρες πÜνω στη μαντροýλα που με τüση φροντßδα διατηροýσεν εκεßνος, μαζß με τη γριÜ του τη κυρÜ Πηνελüπη. ¸τσι σÞμερα, τοýτο το καλοκαιριÜτικο απüγευμα, πÞρα το τραπÝζι, τα χαρτιÜ, τη πÝνα και βολεýτηκα κÜτω απ' τον ßσκιο της μουριÜς, να γρÜψω κÜτι για κεßνον. Θα σας διηγηθþ λοιπüν, πως την Ýφερε κÜποτε στον ελαφρý κι ευκολüπιστο ΜπελκεμÝ...
     Εκεßνος ο αθεüφοβος πÜλι, ερχüταν στο καφενεßο για να κοιμηθεß λες και δεν εßχε σπßτι. Δε προλÜβαινε καλÜ-καλÜ να καθßσει Þ να πει δυο κουβÝντες μ' Ýναν Üνθρωπο, τον Ýπαιρνε ο ýπνος κανονικÜ στη καρÝκλα και ροχÜλιζε του σκοτωμοý. Οι περισσüτεροι κορüιδευαν, μα κατÜ βÜθος κατανοοýσαν αυτÞ τη τÜση για ýπνο του ΜπελκεμÝ και λßγο πολý, την εßχαν αποδεχτεß. Μα üχι κι ο ΚακÜτσης. ¼σο τον Ýβλεπε να κοιμÜται μακαρßως στο καφενεßο, τüσο του την Ýδινε. ¹θελε λοιπüν, απü καιρü να του τη φÝρει. ΚÜποτε λοιπüν, πραγματοποßησε το μεγαλοφυÝς σχÝδιο του.
     Μα να πως Ýγιναν τα πρÜματα:
     Μεσοκαλüκαιρο κι ο ΜπελκεμÝς εßχε αποκτÞσει τη συνÞθεια, να 'ρχεται στη πλατεßα καταμεσÞμερο που συνÞθως δεν Þταν κανεßς. ¸πιανε μια καρÝκλα κÜτω απ' τη ροδιÜ, χÜζευε για λßγο, χασμουριüταν και τελικÜ παραδιδüταν στην αγκαλιÜ του ΜορφÝα. Κεßνη την ημÝρα ο ΚακÜτσης, τη περßμενε πως και πως. Κρατοýσε στο ψυγεßο καμιÜ δεκαριÜ τσαμπιÜ σταφýλια, ειδικÞ παραγγελßα για τη δουλειÜ που 'χε βÜλει στο νου του. Μüλις Üδειασεν η πλατεßα για το μεσημεριÜτικο ýπνο, τα πÞρε μαζß με μια αδιüρατη Üχρωμη κλωστοýλα, πÞγε απÝναντι στο καφενεßο και για λßγη þρα, επιδüθηκε στο Ýργο του... ΤÝλος, απüμεινε για λßγο να το θαυμÜσει. ΠρÜγματι, Þταν ωραßο θÝαμα! Τα τσαμπιÜ των σταφυλιþν, κρÝμονταν ανÜμεσα στα φýλλα και τ' Üγουρα ρüδια, περÞφανα και μυρωδÜτα! Και το κυριüτερο, η κλωστοýλα που τα ‘χε δÝσει πÜνω στα κλαδÜκια της αθþας ροδιÜς, δε φαινüταν καθüλου. Ο ΚακÜτσης, χαμογÝλασε πονηρÜ κι Ýτρεξε σπßτι του. Μοýλωξε κÜτω απ' τη τζιτζιφιÜ περιμÝνοντας...
     Σε λßγο, φÜνηκε να 'ρχεται με το τεμπÝλικο βÞμα του ο ΜπελκεμÝς. ΔιÜλεξε μια καρÝκλα απü τις τüσες που Þταν αραδιασμÝνες Ýξω απ' το κλειστü καφενεßο κι Üραξε. ¸πιασε να παρατηρεß τον ασβεστωμÝνο κορμü της ροδιÜς που ανεβοκατÝβαινε μια ατÝλειωτη σειρÜ απü μυρμÞγκια... Ο ΚακÜτσης Ýτρεφε την ελπßδα, πως ο ΜπελκεμÝς θα σÞκωνε κÜποια στιγμÞ τα μÜτια και θα 'βλεπε το παρÜλογο της εικüνας. ¹θελε να κÜνει χαβÜ με τη κουτÞ ÝκπληξÞ του. Θα συγκρατοýσε τις κινÞσεις και τους μορφασμοýς του για μÞνες, ßσως για χρüνια και θα ξεκαρδιζüταν στα γÝλια. Απü μÝσα του üμως. Γιατß ο ΚακÜτσης, σπÜνια γελοýσε φανερÜ. Διατηροýσε πÜντα, Ýνα σοβαρü κι αμεßλικτο ýφος σα θυμωμÝνο Üγαλμα. ΜÝσα του üμως, Þταν σκασμÝνος στα γÝλια. ¸να ακρÜτητο γÝλιο που βÜσταγε μια ζωÞ. ¼πως πÞγαινε üμως ο ΜπελκεμÝς, θα του χÜλαγε τη δουλειÜ. Δεν Ýλεγε να σηκþσει το κουφιοκÝφαλü του και το χειρüτερο, εßχε αρχßσει να χασμουριÝται. Λßγο ακüμα και θα τον Ýπαιρνε ο ýπνος!
 -«ΚουτογÝρο!»  ψιθýρισε ο ΚακÜτσης και σηκþθηκε Ýτοιμος να εφαρμüσει το εναλλακτικü σχÝδιο του. Πλησßασε, στÜθηκε κÜτω απ' τη ροδιÜ κι Üρχισε φανερÜ πια να παρατηρεß τα σταφýλια που κρÝμονταν απ' τα κλαριÜ της ροδιÜς. Ο ΜπελκεμÝς, εßχε Þδη αρχßσει να τα βλÝπει üλα θολÜ. ¸τοιμος να τον πÜρει ο ýπνος, οýτε ενδιαφÝρθηκε να δει τι κοιτÜζει, με τüση προσοχÞ ο Üλλος. Σα να 'ταν ο ΚακÜτσης Ýνα δÜχτυλο που του 'δειχνε το φεγγÜρι, εκεßνος κοιτοýσε το δÜχτυλο σα χαζüσκυλο. ¸κλεισε περισσüτερο τα μÜτια. Ο ΚακÜτσης τσαντßστηκε. ΤρÜβηξε με θüρυβο μια καρÝκλα, ανÝβηκε πÜνω κι Ýκοψε Ýνα τσαμπß απ' τη ροδιÜ. ¸τσι ανεβασμÝνος στη καρÝκλα, Üρχισε να δοκιμÜζει τις ρþγες. Τüτε μüνο, πÞρε πρÝφα ο Üλλος. ΞαφνικÜ, τα μÜτια του Üνοιξαν διÜπλατα. Μια κοιτοýσε τη ροδιÜ, μια το τσαμπß στα χÝρια του ΚακÜτση που μασοýλαγε ανÝκφραστος κι αδιÜφορος. ΠετÜχτηκε üρθιος κι αυτÞ τη φορÜ, Ýριξε τα μÜτια ßσα πÜνω στη ροδιÜ.
     ¹μαρτον Κýριε! ¸να σωρü σταφýλια κρÝμονταν απ' αυτÞ! Για μια στιγμÞ, νüμισε πως ονειρεýεται κι Ýτριψε τα μÜτια του. Τßποτα üμως. ¼ταν τα ξανÜνοιξε, τα ßδια αντßκρισε. Για λßγα δευτερüλεπτα, Ýχασε τη μιλιÜ του. Ανοιγüκλεινε το στüμα μη μπορþντας ν’ αρθρþσει λÝξη.
 -«Εεεεε...»  φþναξε κÜποτε.
 -«¸λα», Ýκανε αδιÜφορα ο ΚακÜτσης.
 -«Τιιιι κÜνεις εκεß
 -«Τρþω
 -«Τιιιι τρως
 -«Σταφýλια
 -«Ααπ... ααπ' τη ροδιÜ ρε βλÜμη
 -«Απ' τη ροδιÜ. ΘÝλεις
     Ο ΜπελκεμÝς Üπλωσε το χÝρι και πÞρε τη ρüγα που του Ýτεινε ο Üλλος. Πρþτα τη μýρισε και μετÜ την Ýφερε μ' επιφýλαξη στο στüμα. Ναι, Þταν πραγματικü σταφýλι. Και νοστιμüτατο... Ο ΚακÜτσης του 'δωσε κι Üλλη ρüγα μα ο ΤÜσος δε τη πÞρε. Δε πÞγαινε τßποτα κÜτω. 'Αρχισε να φÝρνει γυροβολιÜ τη ροδιÜ, μα τη κοιτοýσε με τÝτοιο φüβο, σα να 'ταν εκεßνη κÜποιο ανÞμερο θεριü που κοιμüταν και μποροýσε ανÜ πÜσα στιγμÞ να ξυπνÞσει και να τον αρπÜξει.
 -«Καιαι... βγα... βγÜζει σταφýλια η ροδιÜ;», κατüρθωσε να ψελλßσει στο τÝλος, μη μπορþντας να πιστÝψει στα μÜτια του. Ο Üλλος κοýνησε, αγανακτισμÝνος τÜχα, τα χÝρια.
 -«Ομπüοο... που να σου εξηγþ εσÝνα τþρα...»
     Ο ΜπελκεμÝς σωριÜστηκε αξιολýπητος σε μια καρÝκλα.
 -«ΞÞγα ρε...», εßπε, σχεδüν παρακαλεστικÜ.
     Ο ΚακÜτσης, Ýκοψε Ýνα τσαμπß, κατÝβηκε απ' τη καρÝκλα και του το 'δωσε. Ο Üλλος το πÞρε απü αμηχανßα περισσüτερο, μα το βÜσταγε σα να βÜσταγε σκαντζüχοιρο απü τα αγκÜθια. Ο ΚακÜτσης κÜθισε σε μια καρÝκλα δßπλα και συνÝχισε να τσιμπολογÜ το δικü του.
 -«¸νας φßλος μου γεωπüνος... μεγÜλο μυαλü!» εßπε κι Ýφτυσε μερικÜ κουκοýτσια, «μου 'δωσε το χειμþνα μιαν Ýνεση. Μου 'πε να τη κÜνω της ροδιÜς περασμÝνο ΦλεβÜρη, για να βγÜλει πρþιμα σταφýλια και μετÜ ρüδια».
     Ο ΜπελκεμÝς, Ýβγαλε Ýναν αδιüρατο στεναγμü ανακοýφισης. ¸νιωσε σα να 'πιασε επιτÝλους, το μßτο της ΑριÜδνης. Για λßγα δευτερüλεπτα üμως, παρÝμεινε ακßνητος. ¸μοιαζε να σκÝφτεται.
 -«Σοβαρþς;» εßπε στο τÝλος, ελαφρÜ αναθαρρημÝνος.
 -«Σοβαρþς
     ¸φαγε μια ρüγα. Οι χυμοß της χýθηκαν στο στüμα του. ΕυχαριστÞθηκε.
 -«¿στε Ýνεση
 -«¸νεση».
     ¸κανε μια τελευταßα προσπÜθεια αμφισβÞτησης.
 -«Και πως δε τα 'χα πÜρει πρÝφα εγþ μÝχρι τþρα...»
     Ο ΚακÜτσης σα ν' αγρßεψε. ¾ψωσε τη φωνÞ του:
 -«Ναι! Εßσαι κι ανοιχτομÜτης! Τι πρÝφα να πÜρεις εσý ρε ΤÜσο που κοιμÜσαι üρθιος; Αφοý εßσαι και κουτüς! Να, τþρα Üμα δεν ερχüμουν εγþ, θα τα 'βλεπες
 -«...»
 -«Θα τα 'βλεπες
     Ο ΜπελκεμÝς κοýνησε αρνητικÜ το κεφÜλι. Ναι, εßχε δßκιο ο ΚακÜτσης. Τüσο καιρü κρÝμονταν απ' τη ροδιÜ Ýνα σωρü σταφýλια σα λαμπιüνια χριστουγεννιÜτικου δÝντρου κι αυτüς δεν εßχε πÜρει χαμπÜρι. Μπορεß να 'τανε πραγματικÜ κουτüς. ¸πρεπε να το πÜρει απüφαση πια. Τüσοι και τüσοι του το 'λεγαν. ¾πνο τον ανεβÜζανε, κουτü τον κατεβÜζανε.
 -«Ε, τüτε βοýλωστο κι Üσε με να φÜω», εßπε ο ΚακÜτσης.
     ΠÝρασε λßγη þρα. Ο ΜπελκεμÝς Üρχισε να τρþει σιγÜ-σιγÜ το τσαμπß του.
 -«¿στε Ýνεση ε
 -«Ναιαιαι...»
 -«Νüστιμο πρÜμα
 -«Πρþτο...»
 -«Και πρþιμα
 -«Πρþιμα...»
 -«Ρε κοßτα να δεις τι φτιÜνουνε...»
 -«Και που 'σαι ακüμα...»
 -«Η επιστÞμη
 -«Η επιστÞμη...»
     ΣυνÝχισαν να τρþνε χωρßς να μιλοýν.
 -«¸χουνε κÜτι απü γÝψη ροδιοý üμως...» εßπε κÜποια στιγμÞ ο ΜπελκεμÝς.
     Του ΚακÜτση του 'ρθε να πÝσει απ' τη καρÝκλα, μα κρατÞθηκε.
 -«Λßγο... δε το καταλαβαßνεις...» απÜντησε προσπαθþντας να μεßνει σοβαρüς.
 -«Και δε μου λες, Ýχεις ακüμα απ' αυτÞ την Ýνεση
 -«Ναι, γιατß
 -«Να, Ýχω μια ροδιÜ στο σπßτι...»
     Ο ΚακÜτσης Ýκανε τον σκεφτικü:
 -«Να μου το θυμßσεις ΦλεβÜρη, γιατß μου 'χουνε πει πολλοß».
     ¸δειξε τα τσαμπιÜ που κρÝμονταν απ' το δÝντρο.
 -«ΘÝλεις Üλλο
 -«ΜετÜ ρε, φοýσκωσα...»
     Τα μÜτια του ΜπελκεμÝ μισüκλεισαν. ¸πιασε να χαζεýει πÜλι τα μυρμÞγκια που ανεβοκατÝβαιναν στο κορμü της ροδιÜς, μια εικüνα που üλο θüλωνε. Αφοý εßχε φορτþσει τα πÜντα στην επιστÞμη, τßποτα δεν Þταν παρÜλογο πια. Στο κÜτω-κÜτω, επιστÞμη Þταν αυτÞ. Ας Ýκανε ü,τι Þθελε. Μπορεß να 'ρχüταν þρα, να 'βγαζε αφτιÜ και στου γαúδÜρου τα καποýλια... Τα μÜτια του, σιγÜ-σιγÜ, βÜρυναν. Σε λßγο ροχÜλιζε μακαρßως. Μια μýγα προσγειþθηκε στη μýτη του.
     Ο ΚακÜτσης, περßμενε λßγο κι üταν σιγουρεýτηκε, Ýβγαλε απ' τη τσÝπη Ýνα σπÜγκο και του 'δεσε το πüδι στο ποδÜρι της καρÝκλας. ¸πειτα μÜζεψε τα σταφýλια απü το δÝντρο κι Ýγινε καπνüς.
     Το ßδιο απüγευμα, üσοι βρßσκονταν στη πλατεßα, προσπαθοýσαν να βρουν Üκρη απü τα μπερδεμÝνα κι ακατÜληπτα λüγια του ΜπελκεμÝ. Μüλις εßχε ξυπνÞσει και πÞγε να φýγει, μα η καρÝκλα του 'πιασε το πüδι και κουτρουβαλιÜστηκε μαζß μ' αυτÞ, φαρδýς-πλατýς στο τσιμÝντο. ¸δειχνε μια τη ροδιÜ, μια το σπßτι του ΚακÜτση, μια τους σκελετοýς δυο σταφυλιþν που βρßσκονταν κÜτω. ΜονÜχα ο υπαßτιος üλων αυτþν, που πüτιζε αδιÜφορος τα λουλοýδια, προσπαθοýσε να κρατÞσει τα γÝλια. Κοßταζε με την Üκρη του ματιοý του τον ΜπελκεμÝ κι αναλογιζüταν πüσο ευτυχισμÝνος πραγματικÜ Þταν και χßλια χρüνια να 'χε μπροστÜ του, σε τοýτη την απßθανη πλατεßα θα 'θελε να ζÞσει...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers