ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ó÷üëéá-Áñèñá 

ÄåñìéôæÜêçò ÌðÜìðçò: Ç Ëáúêüôçôá Ôçò ÊñçôéêÞò Ëïãïôå÷íßáò Á'

                          Η Λαúκüτητα Της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας

        ΑθÞνα 1990, Εκδüσεις Δωρικüς

   ΕιδικÞ ΑφιÝρωση: Στους ΔασκÜλους μου στη λýρα, Κþστα ΣουλαδÜκη, ΣÞφη ΜπουζÜκη και Νßκο ΛαμπÜραΜ. Δ.

   Σημ: ¸γιναν ελÜχιστες παρεμβÜσεις. ΑφαιρÝθηκε τμÞμα της σελ. 35 που Ýπρεπε κατÜ την Ýκδοση να αφαιρεθεß και ξÝφυγε απü την επιμÝλεια.   Μ. Δ.
---------------------------------------------------------------------------------------

                                ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜÝρος 1ον. ΕισαγωγÞ - Η γλþσσα - Η ενετοκρατßα στην ΚρÞτη
ΜÝρος 2ον. Η πρþτη περßοδος της πνευματικÞς ζωÞς
ΜÝρος 3ον. Η ΚρητικÞ ΑναγÝννηση
ΜÝρος 4ον. Η λαúκüτητα της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας - Περßοδος της Τουρκοκρατßας
ΜÝρος 5ον. Κρητικü δημοτικü τραγοýδι
ΜÝρος 6ον. Λαογραφικü ΙντερμÝτζο
ΜÝρος 7ον. Η "Κριτσοτοποýλα" ο "ΚαπετÜν-ΚαζÜνης" & Βιβλιογραφßα
---------------------------------------------------------------------------------------------

                                      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     ¸να ερþτημα που μας απασχολεß απü καιρü εßναι το εξÞς: Πþς μπορεß να υπÜρχει μεγÜλη ποßηση που να εßναι προσιτÞ, κατανοητÞ και αρεστÞ στον πολý κüσμο, και μεγÜλη ποßηση που να απευθýνεται μüνο σε μια μυημÝνη ελßτ; Γιατß Üραγε για να γρÜψεις σÞμερα καλÞ ποßηση, πρÝπει να απομακρυνθεßς üσο γßνεται περισσüτερο απü το μÝσο γοýστο;

     ¸να τÝτοιο ερþτημα πιστεýουμε πως θα Ýχει απασχολÞσει πολý κüσμο. ¼μως για μας τους Κρητικοýς το ερþτημα μπαßνει με μια ξεχωριστÞ Ýμφαση, γιατß μÝσα στην παρÜδοση μας υπÜρ­χει μια μεγÜλη ποßηση, η ποßηση του Ερωτüκριτου, ολοζþντανη, που απευθýνεται σε πολý πιο πλατιÝς μÜζες απ' üσες θα φιλοδοξοýσε να κατακτÞσει Ýνας σýγχρονος ποιητÞς. Το ερþτη­μα αυτü στÜθηκε η αφετηρßα της γραφÞς τοýτου του βιβλßου.

     ΑρχικÜ εßχαμε στüχο να γρÜψουμε απλþς Ýνα μικρü δοκßμιο με τßτλο «Η λαúκüτητα στην τÝχνη», üπου θα αναλýαμε τους üρους που κÜνουν την τÝχνη σε διÜφορες ιστορικÝς περιüδους πüτε να αφßσταται απü τον πολý κüσμο και πüτε να τον προσεγ­γßζει.

     ¸να ιστορικü παρÜδειγμα προσÝγγισης του πολý κüσμου απü την τÝχνη εßναι η λογοτεχνßα της λεγüμενης «ΚρητικÞς ΑναγÝν­νησης» (16ος-17ος αι.), και αυτÞ σκεφτÞκαμε να χρησιμοποιÞ­σουμε σαν αφετηρßα στην ανÜλυση μας. Αρχßσαμε λοιπüν τη μελÝτη της, και üσο βυθιζüμασταν σ' αυτÞ, τüσο πιο πολý μας συνÝπαιρνε η μαγεßα της, Ýτσι που τελικÜ αντß να δþσουμε μια σýντομη περßληψÞ της, δþσαμε ολüκληρη την ιστορßα της, με το κυρßως θÝμα να αποτελεß κÜτι σαν επßλογο. ΑυτÞ η ανισüτητα στην διαπραγμÜτευση δεν δικαιολογοýσε πια τον αρχικü τßτλο του Ýργου, γιατß τþρα στην ουσßα εßχαμε μπροστÜ μας μια ιστορßα της ΚρητικÞς λογοτεχνßας. Αποφασßσαμε λοιπüν να απαλεßψουμε τον επßλογο και να δþσουμε το Ýργο Ýτσι üπως (σελ. 7) τελικÜ διαμορφþθηκε, σαν μια ιστορßα της ΚρητικÞς λογοτε­χνßας. Τον τßτλο «Η λαúκüτητα της ΚρητικÞς λογοτεχνßας» τον δþσαμε για να δηλþσουμε αφενüς την αρχικÞ μας πρüθεση, και αφετÝρου την οπτικÞ γωνßα κÜτω απü την οποßα εßδαμε την ιστορßα της λογοτεχνßας αυτÞς.

     Εκδßδοντας το βιβλßο αυτü δεν Ýχουμε φιλολογικοýς στüχους. ΣυχνÜ δεν κÜνουμε ακριβεßς βιβλιογραφικÝς παραπομπÝς. Η ευγενÞς φιλοδοξßα μας εßναι να δεßξουμε στον απλü αναγνþ­στη τη μαγεßα της ΚρητικÞς λογοτεχνßας, να τον κÜνουμε να την αγαπÞσει και να επιδιþξει να διαβÜσει τα πρωτüτυπα Ýργα. Αν το καταφÝρουμε, τüτε το βιβλßο αυτü - μια συμβολÞ στη διατÞρηση της λαúκÞς μας παρÜδοσης - θα Ýχει πετýχει το στüχο του. (σελ. 8)

                                      Η ΓΛΩΣΣΑ

     Πρþτη προûπüθεση (αν κι üχι και μοναδικÞ) για να εßναι Ýνα Ýργο κατανοητü απü τις πλατιÝς λαúκÝς μÜζες, εßναι να Ýχει γραφεß σε γλþσσα που να την καταλαβαßνει ο πολýς κüσμος. Πρþτος δεßχτης λαúκüτητας λοιπüν ενüς λογοτεχνικοý Ýργου εßναι η γλþσσα. Στη χþρα μας υπÞρχε ανÝκαθεν μια πÜλη ανÜμεσα σε μια λüγια γλþσσα και σε μια γλþσσα καθομιλουμÝνη, που στα χρüνια μας εκφρÜζεται με τη μορφÞ της αντßθεσης ανÜμεσα στη δημοτικÞ και στην καθαρεýουσα. Πριν αρχßσουμε να μελετÜμε τις συνθÞκες που επικρατοýσαν στην ΚρÞτη τüτε που η ΚρητικÞ λογοτεχνßα Üρχισε δειλÜ δειλÜ τα πρþτα της φτερουγßσματα, καλü εßναι να ρßξουμε μια ματιÜ στην ιστορßα του γλωσσικοý μας ζητÞματος, üπως διαμορφω­νüταν τüτε στον Ελληνüφωνο βυζαντινü χþρο.

     Σ' üλη την περßοδο της βυζαντινÞς αυτοκρατορßας μÝχρι την Üλωση του 1204, η πνευματικÞ ζωÞ του τüπου περιστρÝφεται γýρω απü τα ανÜκτορα και το πατριαρχεßο. Καλλιεργεßται μια λüγια γλþσσα, Üμεσος απüγονος της αττικÞς διαλÝκτου, που διαφÝρει ουσιαστικÜ απü την «κοινÞ», τη γλþσσα του λαοý και των ευαγγε­λßων. Η γλþσσα αυτÞ, κατανοητÞ στους καλλιεργημÝνους και στον κλÞρο, εßναι ξÝνη στον απλü κüσμο. Ο αυτοκρατορικüς και ο εκκλησιαστικüς θεσμüς εßναι τüσο ισχυροß, þστε αυλÞ και κλÞρος δεν νιþθουν την ανÜγκη να κατÝβουν μÝχρι τον απλü λαü, κÜτι που θα αναγκαστοýν να κÜνουν αργüτερα, ζητþντας την υποστÞριξη του. Προς το παρüν, τα μüνα Ýργα που γρÜφονται στην καθομιλου­μÝνη εßναι τα «ΦτωχοπροδρομικÜ», σατιρικÜ στιχουργÞματα με Þρωα τον ταπεινωμÝνο και καταφρονεμÝνο, και σαν τον καραγκιü­ζη πÜντα πεινασμÝνο, Θüδωρο Πρüδρομο, μερικÜ ηθικολογικÜ και διδακτικÜ στιχουργÞματα üπως ο ΣπανÝας, Þ στιχουργÞματα εκλαú­κευμÝνης σοφßας üπως ο ΠτωχολÝων (του οποßου διαθÝτουμε και μια ΚρητικÞ παραλλαγÞ).

     ΧαρακτηριστικÞ στÜση των λüγιων απÝναντι στη λαúκÞ γλþσσα εßναι η περßπτωση του ΜιχαÞλ ΓλυκÜ, ο οποßος, Ýχοντας περιπÝσει (σελ. 9) σε δυσμÝνεια και βρισκüμενος στη φυλακÞ, γρÜφει απ' εκεß στον αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ Α' ζητþντας τη συγνþμη του Ýνα στιχοýργημα üχι σε λüγια γλþσσα, αλλÜ στη γλþσσα του λαουτζßκου, μπας και προκαλÝσει Ýτσι τον οßκτο του. Οι τÝτοιοι λüγιοι εξÜλλου εßναι που βÜφτισαν τον ιαμβικü δεκαπεντασýλλαβο, το στßχο του δημοτι­κοý μας τραγουδιοý, πολιτικü, που σε ακριβÞ μετÜφραση θα πει πουτανßστικος. 'Αξιοι απüγονοß τους στÜθηκαν και οι Φαναριþτες, οι οποßοι χαρακτÞρισαν τον «Ερωτüκριτο» σαν ανÜγνωσμα ελα­φρþν γυναικþν.

     Με την Üλωση της βασιλεýουσας κατÜ την τÝταρτη σταυροφορßα (1204) και με τον κατακερματισμü της αυτοκρατορßας, επÝρχονται κÜποιες διαφοροποιÞσεις. Ενþ το αßτημα μιας συμπαγοýς εθνικÞς ενüτητας οδηγεß τους λüγιους των τριþν αυτοκρατοριþν (Νßκαιας, Τραπεζοýντος και Ηπεßρου, τα μüνα απομεινÜρια με βυζαντινοýς ηγεμüνες της Üλλοτε τρανÞς βυζαντινÞς αυτοκρατορßας) στη χρÞση μιας καθαρÞς αττικÞς διαλÝκτου, σε μια προσπÜθεια αναθÝρμαν­σης της αρχαßας δüξας και καλλιÝργειας εθνικοý φρονÞματος, οι απüγονοι των φρÜγκων κατακτητþν, üπως λÝγει ο ΜÜριο Βßττι1 (Οι αριθμοß αναφÝρονται στη βιβλιογραφßα που παρατßθεται στο τÝλος του βιβλßου και üχι σε αριθμü υποσημεßωσης) «αρÝσκονται να ακοýν στα ελληνικÜ διηγÞσεις για τα κατορθþματα των σταυροφüρων και μνησßκακες κακολογßες εναντßον των ορθο­δüξων εχθρþν, των σχισματικþν, που θÝλουν να παραστÞσουν τους ¸λληνες». ΧαρακτηριστικÞ μαρτυρßα αυτÞς της κατÜστασης απο­τελεß το χρονικü του «ΜωρÝως», στιχοýργημα απü 9000 περßπου στßχους γραμμÝνο στην καθομιλουμÝνη ελληνικÞ.

     Η ταπεßνωση της αυτοκρατορßας, κüλαφος στις παρειÝς των λογιüτατων εκπροσþπων της κουλτοýρας της, τους υπενθυμßζει üτι υπÜρχει και ο λαüς. ¸τσι σε μια δεýτερη φÜση, αρχßζει να διαμορ­φþνεται σιγÜ σιγÜ μια τÜση να γρÜφουν Ýργα σε γλþσσα λαúκÞ. Τα θÝματα εßναι νεολατινικοß Þ αρχαιοελληνικοß μýθοι, τους οποßους παßρνουν οι συγγραφεßς απü δεýτερο χÝρι, απü τη λογοτεχνικÞ παραγωγÞ της Δýσης, που μÝσω της προηγοýμενης λατινικÞς διεßσδυσης Ýγινε πιο προσιτÞ στους ¸λληνες λüγιους. ΤÝτοια μυθιστορÞματα εßναι η «ΔιÞγησις ΑχιλλÝως», η «ΔιÞγησις πολýπα­θους Απολλþνιου του Τýρου», η «ΡιμÜδα του ΜεγαλÝξανδρου», ο «Πüλεμος της ΤρωÜδος» κ.Ü. Η μετριüτητα αυτþν των Ýργων οφεßλεται εν μÝρει στην ανυπαρξßα λογοτεχνικÞς παρÜδοσης στη (σελ. 10) γλþσσα του λαοý (τα «ψÞγματα» που αναφÝραμε δεν μποροýν να θεωρηθοýν σαν παρÜδοση) και εν μÝρει στην επßδραση της λüγιας βυζαντινÞς παρÜδοσης. Οι συγγραφεßς τους γρÜφουν στην λαúκÞ γλþσσα, üμως η στÜση τους εßναι η πατροπαρÜδοτη στÜση βυζαντι­νοý λüγιου.

     Τα πρþτα αυτÜ ψελλßσματα στην καθομιλουμÝνη αποκρυσταλλþ­νονται λßγο πιο ýστερα σε Ýργα με μεγαλýτερες αξιþσεις, üπως εßναι τα μυθιστορÞματα «Καλλßμαχος και Χρυσορρüη», «Λßβιστρος και ΡοδÜμνη», «ΒÝλθανδρος και ΧρυσÜντζα», «Φλþριος και Πλατζιαφλþρα» και «ΙμπÝριος και Μαργαρþνα», τα οποßα διαβÜστηκαν πολý στην εποχÞ τους.

     Εßναι χαρακτηριστικü üτι οι πιο διαπρεπεßς λüγιοι που Ýγραψαν στην καθομιλουμÝνη Þσαν ΚρητικÞς καταγωγÞς. Οι λüγιοι αυτοß δεν Þσαν δÝσμιοι του λογιοτατισμοý της αυτοκρατορικÞς αυλÞς, αλλÜ προÝρχονταν απü Ýνα περιβÜλλον αρκετÜ ομοιογενÝς πολιτιστικÜ, üπου η ανυπαρξßα λüγιας παρÜδοσης καθιστοýσε αυτüματα την καθομιλουμÝνη üργανο πνευματικÞς επικοινωνßας. ¼μως για τις κοινωνικÝς συνθÞκες της Βενετοκρατοýμενης ΚρÞτης, θα μιλÞσου­με πιο κÜτω διεξοδικÜ.

     Με την Üλωση της Κων/πολης απü τους Τοýρκους το 1453, Ýχουμε τις παρακÜτω εξελßξεις σχετικÜ με το γλωσσικü ζÞτημα. Οι λüγιοι της Κωνσταντινοýπολης καταφεýγουν στη Δýση, κυρßως στις ιταλικÝς πüλεις, για να αποφýγουν τον τουρκικü ζυγü. ΠροσλαμβÜνονται Ýμμισθοι στις ευρωπαúκÝς αυλÝς για την κλασσικÞ τους παιδεßα, και Ýτσι λüγοι καθαρÜ επαγγελματικοß τους υπαγορεýουν να μεßνουν πιστοß στη λüγια παρÜδοση.

     ΜετÜ την Üλωση, η καθολικÞ εκκλησßα αναλαμβÜνει μια τερÜστια προσπÜθεια να θÝσει το πατριαρχεßο κÜτω απü την επιρροÞ της. Το Ýδαφος εßναι πρüσφορο, γιατß το πατριαρχεßο αναζητεß συμμÜχους στη Δýση. Η μεσολαβητικÞ προσπÜθεια üμως που ανÝλαβε ο συμβιβαστικüς αρχιερÝας ΜÜξιμος Μαργοýνιος (1549-1602) ναυα­γεß, προσκροýοντας στην επιφυλακτικÞ στÜση του πατριαρχεßου.

     Οι παπικοß στην προσπÜθεια τους να αυξÞσουν την επιρροÞ τους στην ΑνατολÞ, δεν περιορßζονται μüνο σε διαβουλεýσεις στην κορυφÞ. ΑναλαμβÜνουν και μεγÜλες πρωτοβουλßες στη βÜση. Μια ολüκληρη στρατιÜ φραγκισκανþν, δομινικανþν και καπουτσßνων μοναχþν κατακλýζουν τον τουρκοκρατοýμενο ελλαδικü χþρο και προσφÝρουν κÜθε εßδους βοÞθεια σε φτωχοýς και αδýνατους, προσπαθþντας να προσηλυτßσουν τον κüσμο. Την πιο Ýντονη üμως (σελ. 11) δρÜση την αναλαμβÜνουν οι Ιησουßτες, οι οποßοι φτÜνουν στην Κωνσταντινοýπολη το 1583.

     Οι δραστηριüτητες αυτÝς δεν Üρεσαν βÝβαια καθüλου στους ορθüδοξους κληρικοýς, οι οποßοι προσπαθοýν με κÜθε μÝσο να αναχαιτÞσουν αυτÞ την παπικÞ διεßσδυση. Η προσπÜθεια τους αυτÞ κορυφþνεται üταν ανεβαßνει στον πατριαρχικü θρüνο ο Κýριλλος Λοýκαρης (1572-1638), σφοδρüς πολÝμιος των Ιησουιτþν. διεξÜγεται Ýνας αδυσþπητος ιδεολογικüς και προπαγανδιστι­κüς αγþνας, που Ýχει σα στüχο ποιος θα ασκÞσει μεγαλýτερη επιρροÞ πÜνω στις μÜζες. Και η επιρροÞ αυτÞ δεν μπορεß να ασκηθεß μÝσω κýρους. Ο ΠÜπας βρßσκεται μακριÜ χωρßς παρÜδοση μÝσα στον ελλαδικü χþρο, ενþ ο πατριÜρχης εßναι υπüλογος στο ΣουλτÜνο, και οι εξουσßες του μποροýν ανÜ πÜσα στιγμÞ να ανακληθοýν. Ο προσεταιρισμüς λοιπüν του λαοý θα γßνει πÜνω σε ιδεολογικÞ βÜση. Η προπαγÜνδα θα παßξει σπουδαßο ρüλο, και δεν μπορεß να γßνει σε Üλλη γλþσσα παρÜ σε αυτÞ που μιλÜει και καταλαβαßνει ο κüσμος. Οι παπικοß Ýκαναν την αρχÞ, και οι ορθüδοξοι δεν εßχαν Üλλη επιλογÞ παρÜ να τους ακολουθÞσουν.1

     Η πολιτικÞ αυτÞ του Πατριαρχεßου σχετικÜ με το γλωσσικü, που υπαγορεýτηκε απü τις αυξημÝνες ιδεολογικÝς ανÜγκες της ορθüδο­ξης εκκλησßας για την αντιμετþπιση του παπικοý ανταγωνισμοý, οδηγεß στην εμφÜνιση εξεχüντων εκκλησιαστικþν ρητüρων που μιλοýν σε γλþσσα λαúκÞ, üπως ο ΜÜξιμος Μαργοýνιος (1549-1602), ο ΜελÝτιος ΠηγÜς (περßπου 1550-1601), ο Φραγκßσκος Σκοýφος (1644-1697), ο Ηλßας ΜηνιÜτης (ΚεφαλονιÜ 1669-1714), ο ΕυγÝνιος Γιαννοýλης (περßπου 1600-1682) και ο Νεüφυτος Ροδινüς (Κýπρος 1570-1659). Ενδεικτικü του αναστÞματος των εκκλησιαστικþν αυτþν ανδρþν εßναι η σýνθεση «ΕγκωμιαστικÞς ακολουθßας για τους τρεις ιερÜρχες, ΜελÝτιο ΠηγÜ, ΓαβριÞλ ΤεβÞρο και ΜÜξιμο Μαργοýνιο» υπü του Ματθαßου ΜυρÝων (περßπου 1550-1624). ΑναφÝρουμε ακüμη τον Κρητικü ΠατριÜρχη ΑλÝξανδρο ΠαλλÜδα, που θρηνεß την πτþση του ΧÜντακα με απÝριττους δημοτικοýς στßχους.

     ¸νας Üλλος παρÜγοντας που προþθησε την δημοτικÞ Þταν και η ανακÜλυψη της τυπογραφßας. Η Βενετßα, λüγω του δεσμοý της με τις ελληνικÝς κτÞσεις της, διαμορφþνεται σιγÜ σιγÜ σε κÝντρο εκδοτικü και εμπορικü του ελληνικοý βιβλßου. Καθþς οι λüγιοι αποτελοýν περιορισμÝνο αναγνωστικü κοινü, οι εκδüτες προτιμοýν να εκδßδουν βιβλßα στη δημοτικÞ, γιατß Ýτσι αποκτοýν μεγαλýτερη κυκλοφορßα, που γι αυτοýς σημαßνει περισσüτερα κÝρδη.(σελ. 12)

     Τελειþνοντας λοιπüν με το γλωσσικü, επισημαßνουμε üτι στον ελλαδικü χþρο διαμορφþνεται μετÜ την Üλωση μια κατÜσταση που οδηγεß στην επιβολÞ της καθομιλουμÝνης σαν γλþσσα της εκκλη­σßας και της κουλτοýρας. Στο εξÞς πρþτος στüχος και κλÞρου και λüγιων εßναι να γßνονται κατανοητοß απü üσο γßνεται πιο πλατιÝς λαúκÝς μÜζες. (σελ. 13, η 14 κενÞ).

                         Η ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

     Το 1204 ξεκßνησε απü τη Δýση η τÝταρτη σταυροφορßα για την απελευθÝρωση των Αγßων Τüπων. ¼μως οι «Σταυροφθüροι» αυ­τοß, üπως ονομÜστηκαν αργüτερα, βρÞκαν πιο πρüσφορη απü την απελευθÝρωση των Αγßων Τüπων τη λεηλασßα της ΒυζαντινÞς Αυτοκρατορßας. ΚατÝλαβαν τη βασιλεýουσα, και η Üλλοτε τρανÞ αυτοκρατορßα μοιρÜστηκε ανÜμεσα σ' αυτοýς τους πλιατσικολüγους. Ο ΒονιφÜτιος ο Μομφερατικüς πουλÜει Ýνα τμÞμα απü το μερßδιο του, την ΚρÞτη, στους Ενετοýς, για χßλια ασημÝνια μÜρκα. Η αγοραπωλησßα αυτÞ στÜθηκε μοιραßα για τους Κρητικοýς. Ενþ σε λιγüτερο απü Ýνα αιþνα ανακτÞθηκε η αυτοκρατορßα, η ΚρÞτη Ýμελε να μεßνει υπüδουλη στους Ενετοýς για 450 ολüκληρα χρüνια, üχι για να γνωρßσει κατüπιν την ελευθερßα της, αλλÜ για να πÝσει σε χειρüτερη σκλαβιÜ, στα χÝρια των Τοýρκων. Να πþς περιγρÜφει ο ΣτÝφανος Ξανθουδßδης την κοινωνικÞ κατÜσταση της ΚρÞτης επß ΕνετικÞς κατοχÞς.

     Με τους Üποικους που Ýστειλε η Ενετßα, καθιερþθηκε απ' την αρχÞ στην ΚρÞτη το Δυτικü φεουδαρχικü σýστημα. Η χþρα στο μεγαλýτερο της μÝρος μοιρÜστηκε στους Ενετοýς Üποικους, üπως συμβαßνει με τους φεουδÜρχες. ΚαθÝνας πÞρε σαν φÝουδο Ýνα Þ περισσüτερα χωριÜ της ΚρÞτης που του τα καλλιεργοýσαν οι πÜροικοι (ΒιλλÜνοι), δßνοντας στον ÜρχοντÜ τους το 1/3 απ' το εισüδημα. Τα κýρια εισοδÞματα του Νησιοý εκεßνη την εποχÞ Þταν τα δημητριακÜ και το εξαιρετικü Κρητικü κρασß που πουλιüταν και στο εξωτερικü. ΚÜθε φεουδÜρχης Ýδινε Ýνα ορισμÝνο χρηματικü ποσü στο δημüσιο ταμεßο και Þταν υποχρεωμÝνος να προσφÝρει προσωπικÞ στρατιωτικÞ υπηρεσßα με δýο καβαλαραßους υπασπιστÝς που τους συντηροýσε ο ßδιος.

Στα θρησκευτικÜ ζητÞματα οι Ενετοß ακολοýθησαν μια σχετικÞ ανεξιθρησκεßα. Εßναι αλÞθεια üτι κατÞργησαν μητροπüλεις και εγκατÝστησαν Λατινοεπισκüπους, üμως ουσιαστικÜ δεν ενüχλησαν τον κατþτερο κλÞρο, και Üφησαν ελεýθερο το λαü να τελεß τα της λατρεßας του. Αυτü που τους ενδιÝφερε πρþτα απ' üλα Þταν η γαλÞνη του τüπου και γι' αυτü δεν Þθελαν να προκαλÝσουν το θρησκευτικü αßσθημα του λαοý, πρÜγμα που θα μποροýσε να οδηγÞσει σε φανατισμοýς και αναταραχÝς. ΕξÜλλου εßναι γνωστü το δüγμα των Ενετþν: Siamo Veneziani e poi Cristiani. Εßμαστε πρþτα Βενετοß, και μετÜ χριστιανοß.

     Η θρησκευτικÞ αυτÞ ανοχÞ, αν και τους γλýτωσε απü μεγαλýτε­ρους μπελÜδες, εßχε üμως και τα παρατρÜγουδα της, γιατß οι κρητικοß δεν Üφησαν ανεκμετÜλλευτα αυτÜ τα περιθþρια θρησκευ­τικÞς ανοχÞς που τους δüθηκαν. Να τι γρÜφει σχετικÜ ο Σπýρος ΖαμπÝλιος.

     Σýμφωνα με ομολογßα των Ενετþν, ο ορθüδοξος κλÞρος παßρνοντας θÜρρος απü την αδρÜνεια και των Διοικητþν και των Επισκüπων του νησιοý, Üρχισε απü την αρχÞ της 14ης εκατονταετηρßδας να προσηλυτß­ζει τους ξενοφερμÝνους Λατßνους και να μεταδßνει τους σπüρους της Ορθοδοξßας. ¸λληνες παπÜδες, παρακινημÝνοι απü την υπερβολικÞ τους αφοσßωση στο Ορθüδοξο δüγμα, προσποιηθÞκανε πως Þτανε πρüθυμοι να γßνουν Καθολικοß κι αφοý χειροτονÞθηκαν Λατινεπßσκοποι, προþθησαν με δραστηριüτητα την υπüθεση του προσηλυτισμοý. Εßναι βÝβαιο πως με ΑποστολικÞ ΕπιστολÞ του ΠÜπα Ουρβανοý του 5ου που την Ýστειλε στον Αρχιεπßσκοπο ΚρÞτης το 1368, απαγορεýεται στο εξÞς η εßσοδος οποιουδÞποτε Κρητικοý στα τÜγματα των Λατßνων Κληρικþν και αποκλεßονται απü τη Λειτουργßα και απü κÜθε ΡωμαúκÞ (καθολικÞ) ιεροτελεστßα üλοι οι ντüπιοι Επßσκοποι Þ γενικÜ Γραικοκατüλικοι (Ελληνοκαθολικοß).

    Οι Ενετοß μπορεß να Ýστειλαν βÝβαια τους δικοýς τους αποßκους στο νησß, και να τους μοßρασαν γαßες και προνüμια, üμως το ντüπιο αρχοντολüι, τους αρχοντορωμαßους, δεν τους Ýθιξαν ουσιαστικÜ. Αυτü Þταν μια πολý Ýξυπνη τακτικÞ απü τη μεριÜ τους. Αν Ýθιγαν τα συμφÝροντÜ τους, θα εßχαν κατüπιν να αντιμετωπßσουν Ýνα σýσσωμο λαü. Διαιρþντας üμως τον κατακτημÝνο πληθυσμü σε προνομιοýχους και μη προνομιοýχους, κατÜφεραν να διατηρÞσουν την κυριαρχßα τους. Να τι γρÜφει ο Σπýρος ΖαμπÝλιος για τον ντüπιο φεουδÜρχη, που φαßνεται πως Ýχει γενικüτερη ισχý.

     Ο τüτε 'Αρχοντας Þ Αρχοντüπουλος, Þτανε, βÝβαια, ¸λληνας κι αγαποýσε τους συμπατριþτες του για το κοινü σýμβολο της Πßστης, την ßδια þρα üμως Þτανε και φßλος του δυνÜστη για τους φεουδαρχικοýς τßτλους. Αν εξαιτßας της καταγωγÞς, της γλþσσας, της εκκλησßας, Þτανε προσκολλημÝνος στους συμπατριþτες του, üμως εξαιτßας των προνο­μßων του που ο Λατßνος Κýριος τα επικýρωνε κατÜ καιροýς, Þτανε προσκολλημÝνος στον τýραννο.

     Τα εκατüν πενÞντα πρþτα χρüνια της ενετικÞς κυριαρχßας, το νησß συγκλονßστηκε απü εξεγÝρσεις. ΑυτÝς αρχßζουν την επαýριο της εγκατÜστασης των Ενετþν, το 1212, με την επανÜσταση των Αγιοστεφανιτþν Þ των Αργυρüπουλων. Το 1217 Ýχουμε την επανÜ­σταση των Σκορδßληδων και των Μελισσηνþν. Το 1230 επαναστα­τοýν και πÜλι οι Σκορδßληδες και οι Μελισσηνοß, μαζß με τους Δρακοντüπουλους. Το 1273 ξεσπÜ η επανÜσταση των αδελφþν ΧορτÜτση, που ο Σπýρος ΖαμπÝλιος τους θÝλει προγüνους του ΧορτÜτση, του ποιητÞ της Ερωφßλης. Το 1283 Ýχουμε την επανÜ­σταση του ΑλÝξιου ΚαλλÝργη, που δεν σταματÜ παρÜ το 1299, με σýναψη ειρÞνης ανÜμεσα, στα δýο μÝρη. Το 1332 Ýχουμε την επανÜσταση του Κþστα Σμιρßλιου, που Ýγινε με την συνεργεßα του ΛÝοντα ΚαλλÝργη και των πεθερικþν του, των Καψοκαλýβηδων. Την ßδια χρονιÜ επαναστατοýν και οι ΨαρομÞλιγγοι, στην Ανατολι­κÞ ΚρÞτη. Το 1363 Ýχουμε Üλλη μια επανÜσταση, που αυτÞ τη φορÜ γßνεται απü τους ßδιους τους Ενετοýς ενÜντια στη μητρüπολη. Η επανÜσταση αυτÞ πνßγηκε στο αßμα. Μüλις üμως απεχþρησαν τα ενετικÜ στρατεýματα, ξεσηκþθηκαν αμÝσως τρεις αδελφοß ΚαλλÝργηδες, μαζß με τρεις Üλλες ενετικÝς οικογÝνειες. Και αυτÞ η επανÜ­σταση εßχε το ßδιο τÝλος.

     ΒλÝπουμε üτι üλες σχεδüν οι επαναστÜσεις που αναφÝραμε πÞραν το üνομÜ τους απü τους αρχοντορωμαßους, που Þσαν κÜθε φορÜ επικεφαλÞς του ξεσηκωμοý. Αυτü üμως δεν πρÝπει να δημιουργÞσει καμιÜ ψεýτικη εικüνα. Οι επαναστÜσεις Þσαν κατÜ βÜση επαναστÜσεις λαúκÝς. ¼λες τους ξεκινοýσαν απü την ýπαι­θρο (με εξαßρεση την ενετικÞς πρωτοβουλßας εξÝγερση του 1363), απü τον αγροτικü πληθυσμü, που μÝχρι και την τελευταßα στιγμÞ υπÝφεραν τα πÜνδηνα απü την ενετικÞ κατοχÞ. Δεν εßναι τυχαßο που βοÞθησαν τους Τοýρκους στην κατÜληψη του ΧÜντακα. Αν Ýμπαιναν επικεφαλÞς κÜθε φορÜ κÜποιοι αρχοντορωμαßοι, εßναι Þ γιατß Þσαν δυσαρεστημÝνοι με τους Ενετοýς, Þ γιατß Þλπιζαν σε μεγαλýτερα προνüμια αν πετýχαινε η επανÜσταση. Ο ΑλÝξης Καλ­λÝργης ξεκßνησε την επανÜσταση του 1283 για να την εξαργυρþσει κατüπιν με Üφθονα προνüμια, αφοý παζÜρεψε Üγρια με τους Ενετοýς με μυστικÝς διαπραγματεýσεις που κρÜτησαν μÝχρι το 1299. Ο μüνος αρχοντορωμαßος που φαßνεται πως κινÞθηκε απü αγνü ιδεαλισμü, και μÜλιστα με αρκετÜ επιδÝξιο και συνομωτικü τρüπο, Þταν ο ΛÝοντας ΚαλλÝργης, απüγονος του ΑλÝξη. ΣυνελÞφθηκε üμως με δüλο απü Ýνα θεßο του, ο οποßος τον Ýπνιξε ρßχνοντÜς τον στη θÜλασσα, δεμÝνο μÝσα σε Ýνα σακß.

     ΕξÜλλου, δεν εßναι απορßας Üξιο πως πολλÝς απü τις επαναστÜ­σεις αυτÝς συνετρßβησαν χωρßς τη βοÞθεια μητροπολιτικοý στρα­τοý; Ο λüγος εßναι πολý απλüς: οι Ενετοß εßχαν απλοýστατα την υποστÞριξη Üλλων ντüπιων αρχοντορωμαßων και ευκατÜστατων νοικοκυραßων οι οποßοι, ποντÜροντας σωστÜ, Þ κÝρδιζαν κατüπιν περισσüτερα προνüμια, Þ Ýπαιρναν τßτλους ευγÝνειας, αν δεν Þσαν Þδη τιτλοýχοι. Στο τÝλος μÜλιστα οι ευγενεßς εßχαν πληθýνει τüσο πολý, þστε ο τßτλος του ευγενοýς Üρχισε να ξευτßζει, με αποτÝλε­σμα να αναγκασθεß η μητρüπολη να βÜλει κÜποιο φρÝνο, απαιτþ­ντας την προηγοýμενη δικÞ της Ýγκριση πριν απü την απονομÞ οποιουδÞποτε τßτλου.

               Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

     Τι πνευματικÞ ζωÞ αναπτýσσεται κεßνη την εποχÞ;

     Η λüγια ζωÞ φαßνεται πως εßναι υποτυπþδης. Ο πρþτος Κρητικüς συγγραφÝας που γνωρßζουμε απü την Ýναρξη της ενετοκρατßας εßναι ο ΛεονÜρδος Δελλαπüρτας, που γεννÞθηκε λßγο πριν το 1350 κι ακμÜζει γýρω στα τÝλη του 14ου αιþνα. Μ' αυτüν αρχßζει μια σειρÜ συγγραφÝων που, ξεκινþντας απü τη δημοτικÞ, θα καταλÞ­ξουν στο Κρητικü ιδßωμα. ¼μως πριν απ' αυτüν τι υπÜρχει; Η επαναστατικÞ εποποιßα των προηγοýμενων διακοσßων χρüνων δεν γνþρισε Üραγε τους ραψωδοýς της;

    Εßναι πιθανü οι λüγιοι να μην εßχαν συγκινηθεß απü τον επανα­στατικü παλμü που συγκλüνιζε τον Κρητικü λαü τα χρüνια εκεßνα. ¼λες οι επαναστÜσεις ξεκινοýσαν απü την επαρχßα, απü την καταπιεσμÝνη αγροτιÜ, που ζοýσε στην κατÜσταση του δουλοπÜ­ροικου. Οι λüγιοι, συνÞθως αρχοντορωμαßοι, Þ τÝλος πÜντων απü τα ανþτερα στρþματα, ζουν στις πüλεις, στις οποßες δεν εßναι εýκολο να μεταδοθεß ο επαναστατικüς πυρετüς λüγω της ενετικÞς παρου­σßας. ºσως μÜλιστα να μη νιþθουν και τüσο δυσÜρεστη την κατοχÞ των Ενετþν, μια και Ýχουν σπουδÜσει στα πανεπιστÞμιÜ τους και Ýχουν εμποτισθεß απü το πνεýμα τους. ºσως πÜλι η ενετοκρατοýμενη κουλτοýρα δεν διÝσωσε Ýργα λüγιων που εßχαν εκδηλþσει επαναστατικÝς τÜσεις. Τα περισσüτε­ρα χειρüγραφα που Ýχουν σωθεß εßναι σε κþδικες ενετικþν βιβλιο­θηκþν.

    Μπορεß ακüμη να ευθýνεται και η ανυπαρξßα λüγιας παρÜδοσης στην ΚρÞτη (μÝχρι την Üλωση, πνευματικü κÝντρο Þταν η Κων/πολη) ενþ, ας μην ξεχνÜμε, η δημοτικÞ μüλις τüτε Ýκανε τα πρþτα δειλÜ βÞματα της.*

     ¼μως üποιοι και να εßναι οι λüγοι που δε μας σþζονται Ýργα Þ ονüματα λογßων απü την πρþτη αυτÞ περßοδο, ο λαüς εξακολουθεß να δουλεýει πÜνω στ' αχνÜρια της παρÜδοσης του τον δικü του λαúκü πολιτισμü. Ας δþσουμε και πÜλι το λüγο στον Σπýρο ΖαμπÝλιο.
     Οι Κρητικοß, μια ρÜτσα φλογερÞ κι ολοζþντανη, που αγαπÜ να τραγουδÜ και να χορεýει, οι Κρητικοß θαυμÜσιοι αυτοσχÝδιοι ποιητÝς και παραμυθÜδες, Ýκαναν στις μÝρες των Δουκþν τη λýρα Ýνα üπλο πιο επικßνδυνο για τον τýραννο, απü το τüξο, που χρησιμοποιþντας το, βÝβαια, με μαστοριÜ, απüχτησαν φÞμη μεγÜλη. 'Αδικα οι διÜφοροι ΑρμοστÝς φυλÜκισαν, κυνÞγησαν, τιμþρησαν τους πλανüδιους τραγουδιστÝς και μιμητÝς του ΟμÞρου· το τραγοýδι, Üπιαστο πνεýμα, θεÜ που προστατεýει τους βασανισμÝνους, ξεγÝλασε την αγωνßα και τις σκοτοý­ρες τους. Οι Κρητικοß εκεßνου του καιροý με τα τραγοýδια τους στÞσανε μνημεßα που δεν μπüρεσαν να τα καταστρÝψουν η φωτιÜ και τα üπλα των Ενετþν. Οι τραγουδιστÝς της ΚρÞτης (περßφημοι για τη φλüγα τους και τη γλυκεßα φωνÞ τους), αφοý Ýγιναν μοναδικοß ερμηνευτÝς της πατρßδας τους, οι μüνοι γνÞσιοι χρονογρÜφοι των γεγονüτων, περνοýσανε τις γειτονιÝς και τα χωριÜ, ξαναφÝρνοντας στη θýμησÞ τους Βυζαντι­νοýς αιþνες, εξυμνþντας των πεθαμÝνων τα χαρßσματα, διαλαλþντας την ευσÝβεια και την παλικαριÜ των προγüνων. Εßχαν τραγοýδια πατριωτικÜ για τους Üντρες, εßχαν μοιρολüγια για τις γυναßκες, εßχαν παρÜξενα και φανταστικÜ τραγοýδια για τα παιδιÜ, εßχαν ιστορßες αγßων και μαρτυρολογÞματα για τα μοναστÞρια. Το τραγουδÜκι που κυκλοφü­ρησε στου ΛÝοντα τον πνιγμü, ζητοýσε την εκδßκηση σε κÜθε γωνιÜ της ταπεινωμÝνης γης.

     Ο ΖαμπÝλιος πÜλι παραθÝτει το παρακÜτω ανÝκδοτο, πολý χαρακτηριστικü του Þθους των λαúκþν τροβαδοýρων. ¼ταν μετÜ την επανÜσταση του 1363, που οδÞγησε στην ανακÞρυξη της ΚρÞτης σε αυτüνομη πολιτεßα με την επωνυμßα «Δημοκρατßα του Αγßου Τßτου», ο δοýκας ΛεονÜρδος ρßχτηκε στη φυλακÞ, καθημερι­νÜ μαζευüταν Ýξω απü το κελß του Ýνα πλÞθος κüσμου για να χαζÝψει το αλυσοδεμÝνο θεριü. Κι ο ΖαμπÝλιος γρÜφει.

    "¸λαχε ανÜμεσα στους ενοχλητικοýς κι Ýνας τραγουδιστÞς, απ' αυτοýς που Ýχουν σαν επÜγγελμα να τραγουδοýν σατιρικÜ δημοτικÜ τραγοýδια και που του κατÝβηκε να διασκεδÜσει τη μελαγχολßα του φυλακισμÝνου με τη γλυκεßα του φωνÞ. Αφοý, λοιπüν, κοýρντισε τη λýρα, Üρχισε να τραγουδÜ μαζß της Ýνα πασßγνωστο τραγουδÜκι, που το 'χανε συνθÝσει πριν απü λßγο, για να υμνÞσουν την ΚρητικÞ λευτεριÜ. Ο Δοýκας δεν Þξερε ελληνικÜ. -«Τι λÝει αυτü το τραγοýδι;» ρþτησε τον τραγουδιστÞ ιταλικÜ. -«ΛιμπερτÜ!» (ελευθερßα) απÜντησε αυτüς με πÜθος, χρησιμοποιþ­ντας μια λÝξη ιταλικÞ, που την Þξεραν üλοι κεßνο τον καιρü. Και με χειρονομßες προσπÜθησε να εξηγÞσει στον πρþην ΑρμοστÞ, πως το τραγοýδι κεßνο κυκλοφοροýσε απü στüμα σε στüμα σ' ολüκληρο το νησß και πως το τραγουδοýσαν και τα μωρÜ ακüμη. -«Canzonette e Liberta, e duo cose che no sta», (Δε στεριþνουνε τα τραγουδÜκια την ελευθερßα) φþναξε σαρκαστικÜ ο Ενετüς".

     Συμφωνοýμε, τη λευτεριÜ δεν τη στεριþνουν μüνο τα τραγου­δÜκια. ¼μως τα τραγουδÜκια εßναι Üσφαλτος δεßκτης του πüσο αγωνßζεται και πονεß Ýνας λαüς για τη λευτεριÜ του.

    Ο ΛεονÜρδος Δελλαπüρτας εßπαμε πως γεννÞθηκε λßγο πριν απü το 1350 κι ακμÜζει γýρω στα 1400. ΥπηρÝτησε την Γαληνüτατη ΕνετικÞ Δημοκρατßα αρχικÜ σαν στρατιωτικüς, κατüπιν ως δικηγü­ρος, και τÝλος σαν πρεσβευτÞς στην Πýλη και σε διÜφορες Üλλες αυλÝς. Στα γερÜματÜ του κατηγορÞθηκε απü μια γυναßκα üτι την Üφησε Ýγκυο, ρßχτηκε στη φυλακÞ, κÜπου λßγο μετÜ το 1403, απελευθερþθηκε πριν το 1414 και πÝθανε το 1419 Þ το 1420.

     ¸γραψε τÝσσερα ποιÞματα με σýνολο στßχων πÜνω απü 4.000, ενþ το μεγαλýτερü του ποßημα, Ýνας απολογητικüς διÜλογος ανÜμε­σα σ' αυτüν και την ΑλÞθεια, Ýχει απü μüνο του 3.166 στßχους. Σ' αυτü το ποßημα ο ποιητÞς αφηγεßται την πολυτÜραχη ζωÞ του, περιγρÜφει τα βÜσανα και τις αδικßες που του Ýγιναν, ενþ η ΑλÞθεια προσπαθεß να τον παρηγορÞσει και να τον εμψυχþσει λÝγοντας του διÜφορες ιστορßες απü την Αγßα ΓραφÞ, τον αρχαßο κüσμο και τη σýγχρονη εποχÞ.

     Τα υπüλοιπα τρßα ποιÞματα του Δελλαπüρτα εßναι αρκετÜ σýντο­μα. Το Ýνα αναφÝρεται στα πÜθη του Χριστοý, και τα δýο Üλλα εßναι προσευχÝς για τη σωτηρßα της ψυχÞς. Απü το πρþτο σÜς παραθÝτουμε το μοιρολüγι της ΜÜρθας.

«ΧαλÜσετε, üρη και βουνÜ, δÝνδρα, εξερριζωθÞτε,

 θÜλασσα, ποßσε μουγκρισμüν και καταπüντισε με,

 εδÜ ας αστρÜψη η ΑνατολÞ, εδÜ ας βροντÞση η Δýση,

 τα τετραπÝρατα της γης εδÜ ας συντελεστοýσιν,

 εδÜ ας σκιστοýν οι επτÜ ουρανοß, ας πÝσουν τ' Üστρη χÜμαιν,

 εδÜ ας καρδιοπονÝσουσιν αγγÝλοι και αρχÜγγελοι,

 τα Σεραφεßμ, τα Χερουβεßμ τþρα ας μυριοπονÝσουν:

 Ο βασιλεýς των ουρανþν εις τον σταυρüν απÜνω

 Ýλαβε σÜνατον πικρüν... ¸δε παραδικßαν!...».

     Στα κεßμενα του Δελλαπüρτα παρεμβÜλλονται και στßχοι απü Üλλα Ýργα, πρÜγμα που θα συναντÞσουμε και σ' üλους τους μεταγενÝστερους συγγραφεßς, σημÜδι πως οι ßδιοι δε το θεωροýν καθüλου λογοκλοπÞ, αλλÜ σαν κÜτι το ολüτελα φυσικü κι αυτονüητο.

     Ο Δελλαπüρτας, αν και ανÞκει στην τÜξη των «καλλιεργημÝνων», γρÜφει üχι σε λüγια γλþσσα, αλλÜ σε λαúκÞ. Η γλþσσα του εßναι η «χωρßς ιδιωματικÝς τÜσεις διαδομÝνη σ' ολüκληρο τον ελληνικü χþρο δημοτικÞ» (Βßττι) κι αποτελεß «για σÞμερα το πρþτο γνωστü σκαλß στο δρüμο που φÝρνει στη βοσκοποýλα, στο ΧορτÜτση, στον ΚορνÜρο» (Σ. Αλεξßου).

    Ο συγγραφÝας της "ΡιμÜδας Κüρης & Νιου" που τοποθετεßται στον 15ο Þ το πολý στον αρχüμενο 16ο αιþνα, μας εßναι Üγνωστος. ΑνÞκει στην τÜξη των ανþνυμων εκεßνων λαúκþν δημιουργþν, που πλοýτισαν με το Ýργο τους τη δημοτικÞ μας παρÜδοση. «¸ργο δημοτικü, αλλÜ με σημÜδια λüγιας επεξεργασßας», üπως το χαρακτÞρισε ο ΔημαρÜς, δεßχνει τη σýγκλιση λüγιας και λαúκÞς δη­μιουργßας σε μια ποιητικÞ τÝχνη που χρησιμοποιεß τη γλþσσα του λαοý και τους εκφραστικοýς του τρüπους με την Üνεση και τη χÜρη της λüγιας δημιουργßας. ΘÝμα του Ýργου εßναι οι προσπÜθειες ενüς νÝου να κατακτÞσει μια κüρη. ΑυτÞ üμως του ζητÜει πρþτα να τη στεφανωθεß.


Ο νιüτερος ζητÜ φιλß κι η κüρη δαχτυλßδι.

Ο νιος το δαχτυλßδιν του, της κüρης δεν το δßδει.


Ο λüγος που δεν της δßνει το δαχτυλßδι εßναι üτι


Γιατß ποτÝ τ' αντρüγυνα, δεν πÝφτουν σ' μιαν καρδßαν,

μα, σαν απομακρýνουσι, χÜνουν την ερωτßαν.

Σαν κÜμουν Ýνα δυο παιδιÜ, τον πüθον απαρνοýνται

και την αγÜπην σχαßνονται, τον Ýρωτα βαριοýνται.

¼μως ο νÝος πηγαßνει μια νýχτα στην κÜμαρÜ της και βρßσκοντÜς την κοιμισμÝνη πετυχαßνει το σκοπü του.


'Αβουλα της εσßμωσε, στα χÝρια της εμπÞκε

και το πεθýμαν εκ καιρüν εις þρα μια το ποßκε.

Εξýπνησεν η λυγερÞ στα κανακÝματÜ της

κι εγνþρισε üτι Ýχασεν εις μια την παρθενιÜ της,

κι ο νιüτερος πεισματικÜ «βαλ' εδÜ δαχτυλßδι,

βÜλε αρραβþνα χÜρκαρη, και βλüγησης σφραγßδι».

Και μÝσα στες αγκÜλες της τον Üγουρον ετÞρα

κι Ýκλαιγε κι εβαραßνετον στη δολερÞ της μοßρα

ως πÝρδικα μοιρολογÜ και σαν τρυγüνα κλαßει

και προς αυτüν τον νιþτερον τοýτα τα λüγια λÝει

«Α βουληθεßς να μ' αρνηθεßς και να μ' αλησμονÞσεις,

εις την ΤουρκιÜ, στα σßδερα, πολλÜ ν' αγανακτÞσεις.

Σε τοýρκικα σπαθιÜ βρεθεßς, σε ΚαταλÜνου χÝρια

τα κριÜτα σου να κüφτουσι με δßστομα μαχαßρια.

ΑρÜπηδες να σ' εýρουσι και Μþροι να σε σþσουν

κι εις üχλον σαρακÞνικον τρεις μÜχαιρες σου δþσου

οι δυο ν' αγγßζουν στην καρδιÜ κι η Üλλη στα μυαλÜ σου,

κι εις τον αφρüν της θÜλασσας να βροýσι τα μαλλιÜ σου.

     Το ποßημα τελειþνει με τις συμβουλÝς που δßνει στις Üλλες κοπÝλες να μη τη πÜθουν üπως την Ýπαθε αυτÞ.

     Ο ΣτÝφανος Σαχλßκης εßναι απü τους πιο γνωστοýς ποιητÝς της πρþτης εκεßνης περιüδου ανÜπτυξης των Κρητικþν γραμμÜτιων. ΓρÜφει στα τÝλη του 15ου αιþνα και ανÞκε στην τÜξη των αρχοντορωμαßων. Στα νιÜτα του Ýκανε Üστατη ζωÞ, σπατÜλησε την περιου­σßα του και κατüπιν μετανιωμÝνος αποτραβÞχτηκε απü τη δρÜση στην ηρεμßα της υπαßθρου. Δεν αντÝχει üμως την πληκτικÞ αυτÞ ζωÞ, ξαναγυρνÜει στο ΧÜντακα, κÜνει το δικηγüρο, πλουτßζει, για να ξαναρχßσει την παλιÜ του αμαρτωλÞ ζωÞ και να καταλÞξει πÜλι στη φυλακÞ. Απü τη φυλακÞ ιστορεß τις ερωτικÝς του περιπÝτειες, και συμβουλεýει τους νÝους να μην πÜθουν τα üσα Ýπαθεν αυτüς. Ιδιαßτερες συμβουλÝς απευθýνει στον ΦραντζισκÞ, το γιο κÜ­ποιου φßλου του. Τρßα πρÜγματα του λÝει πρÝπει να αποφεýγει: «της νýχτας τα γυρßσματα, τα ζÜρια, και τις πολιτικÝς (πüρνες)».

255   ΚρυφÜ γαμιÝται η πολιτικÞ, εδþ και κει üπου θÝλει,

       και φαßνεται της νüστιμον σαν ζÜχαρη και μÝλι.

        ΜετÜ χαρÜς η πολιτικÞ θÝλει κρυφü γαμÞσι,

        þστε ν' αποδιαντραπÞ, þστε ν' αποκινÞση,

        και üποιος την κρατεß κρυφÜ, βιÜζεται να του παßρνη,

260  ροýχα και μπüτες και φελλοýς και ψοýνια να της φÝρνη.

       και πριν να την αφÞσει αυτüς, Üλλον γυρεýει νÜβρη·

        και παßρνει τοýτον σÞμερον και εκεßνον Ýχει αýρι.

       Η πολιτικÞ τον κüπελον τον θÝλει να γελÜση,

       την üψιν και την γνþμην της üλη της την αλλÜσσει.

265  φιλεß, περιλαμπÜνει τον, στα στÞθη τον μαλÜσσει

        και κÜμνει τον ολüχαρον, και κÜμνει να γελÜση,

       και λÝγει του: «ΟμμÜτια μου, ψυχÞ μου και καρδιÜ μου,

       απαντοχÞ, ελπßδα μου, θÜρρος, παρηγοριÜ μου»,

       και δεßχνει και ζηλεýει του üτι Üλλην καýχαν Ýχει,

270 και ως δια να δεßχνη üτι αγαπÜ, ψüματα τον ελÝγχει·

       και αλß τον εýρη πελελüν και βÜλη τον σ' αγÜπη

       και απü πολλÞς του πελελιÜς εκεßνος εξετρÜπη,

       και τρω τον και ρημÜσσουν τον και χÜνουν την ζωÞν του·

       ο που πιστεýει πολιτικÞς χÜνει και την τιμÞν του.

    Ο Σαχλßκης βρßσκεται στο μεταßχμιο της μεταβατικÞς εκεßνης φÜσης, üπου οι λüγιοι ποιητÝς περνÜνε απü τον ανομοιοκατÜληκτο στßχο στην ομοιοκαταληξßα, και μÜλιστα στη ρßμα, την ομοιοκατα­ληξßα δηλαδÞ κατÜ δßστιχα, üπως οι μαντινÜδες. Χαρακτηριστικü εßναι το γεγονüς üτι τα πρþτα του ποιÞματα εßναι ανομοιοκατÜληκτα, ενþ τα τελευταßα εßναι σε ρßμα, με ελÜχιστες εξαιρÝσεις.   Σκüρπιες ρßμες και ομοιοκαταληξßες ανÜ τρεις, τÝσσερις, πÝντε κ.λπ. στßχους βρßσκουμε στα περισσüτερα Ýργα της εποχÞς αυτÞς.

    Στα Ýργα του ο Σαχλßκης «κηρýττει την ηθικÞ με την αυτÜρεσκη περιγραφÞ της ßδιας του της ανηθικüτητας», λÝει με πνευματþδη τρüπο ο Hesseling. Αποφεýγει ακüμη τις παρεμβολÝς βιβλικþν και Üλλων αποφθεγματικþν φρÜσεων, στις οποßες καταφεýγουν κατÜ κüρον Üλλοι ηθικοδιδακτικοß ποιητÝς, γεγονüς που κÜνει τα Ýργα τους ελÜχιστα ελκυστικÜ. Χαρακτηριστικü της απÞχησης που εßχαν τα ποιÞματα του Σαχλßκη στην εποχÞ τους εßναι üτι εßχαν γßνει τραγοýδια.

    Στα Ýργα του Σαχλßκη βλÝπουμε Ýνα διÜχυτο μßσος κατÜ των γυναικþν και μÜλιστα των πορνþν, τις οποßες φαßνεται να θεωρεß υπεýθυνες για το κατÜντημÜ του. Ιδιαßτερα τα βÜζει με μια Κουταγιþταινα (ΒουλÞ των πολιτικþν), για την οποßα εκφρÜζεται με μεγÜλη αισχρüτητα.

ΓαμιÝται η Κουταγιþταινα κι ο σκýλος της γαυγßζει
και κλαßσι τα παιδÜκια της κι εκεßνη χαχανßζει.

    Το ßδιο πρüσωπο φαßνεται να κρýβεται και κÜτω απü την ΠοθοτσουτσουνιÜ (Αρχιμαυλßστρες), στην οποßα ο ποιητÞς απευ­θýνει εν εßδη επωδοý την ερþτηση:

ΕιπÝ με ΠοθοτσουτσουνιÜ, μαυλßζεις Þ γαμιÝσαι;

     Αλλοý τη βÜζει και καμαρþνει για τα προσüντα της:

Εγþ 'μαι η ΠοθοτσουτσουνιÜ, εγþ 'μαι η ψωλοπüθα,
εγþ 'μαι απÜνω εις üλες σας, εγþ 'μαι εδÜ κερÜ σας.

    ΟπωσδÞποτε ο Σαχλßκης δεν πρωτοτυπεß εκφρÜζοντας Ýνα τÝ­τοιο μßσος ενÜντια στις γυναßκες, παρüλο που οι προσωπικÝς του εμπειρßες και ταλαιπωρßες τον δικαιολογοýν απüλυτα, αλλÜ βρßσκε­ται στα πλαßσια μια γενικüτερης ποιητικÞς παρÜδοσης της εποχÞς, μιας παρÜδοσης μισογυνισμοý, üχι ειδικÜ ΚρητικÞς, αλλÜ πανευρωπαúκÞς, που Ýχει τις ρßζες της στον μεσαßωνα, και αποτελεß μια χολωμÝνη αντßθεση στους αυλικοýς Ýρωτες των ιπποτικþν μυθιστοριþν, üπου η γυναßκα σχεδüν θεοποιεßται. Ο μεσαιωνικüς αυτüς μισογυνισμüς Þταν με τη σειρÜ του Üμεσος απüγονος πατερικþν κειμÝνων, ιδιαßτερα του Χρυσοστüμου. Οι Üγιοι ΠατÝρες εßχαν χýσει στα γραφτÜ τους Üφθονο δηλητÞριο ενÜντια στις γυναßκες.

     Οι ποιητικÝς συμβÜσεις με τις οποßες εκφρÜστηκε αυτüς ο μισογυνισμüς Þσαν κατÜ βÜση τρεις. Η πρþτη Þταν Ýνας μακρýς κατÜλογος με αποφθεγματικÝς ρÞσεις κατÜ των γυναικþν, απü τον ¼μηρο, τους αρχαßους και την ΠαλαιÜ ΔιαθÞκη, μÝχρι τον τελευ­ταßο (ξÝνο) κερατωμÝνο βασιλιÜ. Η δεýτερη σýμβαση Þταν συμβου­λÝς σε νÝο που πρüκειται να παντρευτεß και η τρßτη Ýνας διÜλογος ανÜμεσα σε Ýνα υπερασπιστÞ και σε Ýνα πολÝμιο των γυναικþν.

     Το "ΣυναξÜριον Των Ευγενικþν Γυναικþν Και ΤιμιοτÜτων Αρχοντισσþν" βρßσκεται μες σ' αυτÞ την αντιφεμινιστικÞ παρÜδοση και γρÜφτηκε Þ ταυτüχρονα με τα τελευταßα Ýργα του Σαχλßκη, Þ λßγο αργüτερα (αρχÝς 16ου ακüμα δηλαδÞ). Αποτελεßται απü 415 δεκαπεντασýλλαβους στßχους, που οι περισσüτεροι ομοιοκαταληκτοýν κατÜ δßστιχα. Ο Üγνωστος συγγραφÝας που μιμεßται τον Antonio Pucci κι Üλλους συγγραφεßς, στην επßθεσÞ του κατÜ των γυναικþν, ακολουθþντας την πρþτη σýμβαση, επικαλεßται τις μαρτυρßες του ΣωκρÜτη, του Γαληνοý, του ΙπποκρÜτη, του Αριστο­τÝλη, του ΑβικÝνα κ.Ü.

     Ο τüνος üμως απü τον καιρü του Pucci και μετÜ αλλÜζει. Οι ποιητÝς ξεχνοýν τις αυθεντßες κι απü τις ýβρεις περνοýν στις αισχρολογßες. Δεßγμα της δεýτερης αυτÞς τÜσης, εκτüς απü τα ποιÞματα του Σαχλßκη, εßναι κι ο "¸παινος Των Γυναικþν", που αποτελεßται απü 735 οκτασýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους. Το Ýργο αυτü σε πολλÜ σημεßα ακολουθεß ξÝνα πρüτυπα, üπως εßναι ο "ΠορνοδιδÜσκαλος" του Pietro Aretino κι ο "Corbaccio" του ΒοκÜκκιου. Απü τον "ΠορνοδιδÜσκαλο" φαßνεται πως εßναι παρμÝ­νο και το παρακÜτω απüσπασμα, üπου ο ποιητÞς σατιρßζει τις γυναßκες που προσπαθοýν να φανοýν παρθÝνες την πρþτη νýχτα του γÜμου.

...και παρθÝνες να φανοýσι,

βÜνουν, κλεßουν και ματþνουν

.............................
τüτε λÝγει üτι «
πονεß

πιÜσετÝ τον, τον φονÝαν

διÜ να λÜβω πομονÞ»

..............................

κι ýστερα σαν της το κÜμει

λÝγει του üτι «ΣφαξÝς με

και αιματοκýλισες με».

Εßναι πολý χαρακτηριστικÞ εδþ η χρÞση του τροχαúκοý μÝτρου που χρησιμοποιεßται πλατιÜ στη σατιρικÞ ποßηση.

    Την ßδια εποχÞ γρÜφει και ο Μαρßνος ΦαλιÝρος. ΓεννÞθηκε λßγο πριν το 1397, και Þταν Ýνας απü τους πιο μεγÜλους φεουδÜρχες και γαιοκτÞμονες της ΚρÞτης, με σημαντικÞ πολιτικÞ δραστηριüτητα. Το πρþτο του Ýργο, η "Ιστορßα & ¼νειρο", εßναι «Ýνα ερωτικü üνειρο με κωμικορεαλιστικÜ χαρακτηριστικÜ που το διηγεßται ο ΦαλιÝρος με πολý κÝφι», λÝει o Arnold van Gemelt σε κριτικÞ Ýκδοση του Ýργου. Το γρÜφει ßσως κατÜ το 1418, τüτε που παντρεýεται τη γυναßκα του Fiorenza Zeno, μοναχοκüρη του δυνÜ­στη της 'Ανδρου Pietro Zeno και που στο Ýργο εμφανßζεται σαν Αθοýσα, που εßναι η ελληνικÞ μετÜφραση της Fiorenza. Ο ποιητÞς ονειρεýεται üτι πÜει στο σπßτι της αγαπημÝνης του και της εξομολο­γεßται τον Ýρωτα του.

 Ω πολυζητημÝνη μου, ω φως μου και ψυχÞ μου,

 και ποια καρδιÜ να διηγηθÞ την αναγÜλλιασÞ μου!

 Δüξα σοι ο Θιος κι επßτυχε ο δοýλος την κυρÜν του

 να την θωρÞ καλüγνωμη κατÜ την πεθυμνιÜν του.

 Δüξα σοι ο Θιος οκαß ο καιρüς και ο τüπος προξενοýσι

 αλßμονον üπ' αγαποýν να σκýφτου να φιλοýσι!

 Μα τοýτο το μεσüτοιχο, λÝγω, το σιδερÝνιο

 ευρßσκω να 'ναι ογιÜ εχθρüς και να 'ν κατακριμÝνο.

 Ω Λουλουδοýσα, τι Ýν' τ' αργεßς; ΚÜμε ν' αναγαλλιÜσω,

 βεργÝτα με το χÝρι σου δουμÜκι να το πιÜσω,

 χαιρÝτησÝ με σπλαχνικÜ και μετÜ με θαρρÝψου,

 Ýπαρ' κι εσý και δþσ' κι εμÝ δρüσος και θεραπÝψου.

 ΜηδÝν οκνεßς και κÜμε το, üτι ο καιρüς το δßδει

 να φÜμε με γλυκýτητα του πüθου μας τ' απßδι.

Η Αθοýσα διστÜζει να ενδþσει στις πιÝσεις του.

 Δεν Ýν' κακü οπüχει νουν τ' ανÜντιο να ντηρÜται

 'ς τοýτον ας εßσαι θαρρετüς: ο π' αγαπÜ φοβÜται.

 Εμεßς κρατοýμε μετÜ σας να 'χωμε δικιοσýνη

 και ωσÜν θωρþ δεν Ýχετε σ' εμÜς ελεημοσýνη

 κι εσεßς εις ü,τι φταßσετε üλα εßν' συμπαθημÝνα

 και τα δικÜ μας Ýχετε πÜντα κατακριμÝνα.

 ¼λα σ' εμÜς των Üτυχων συμπÝφτουσιν τα βÜρη

 κι εκεßνα τα 'χομε ντροπÞ Ýχετ' εσεßς καμÜρι.

Ο ποιητÞς εßναι üλο παρÜπονο.

 Τοýτα τα μÞλα τα θωρεßς, ψυχοýλα μας, κρυμμÝνα

 μÝσα'δεπÜ στα στÞθη σου τα μοσκομυριαμÝνα

 ετýχαινε και τ' Üλλα σου, τ' απüκρυφα σου κÜλλη,

 να μου χαρßσεις με χαρÜ, με λευτεριÜ μεγÜλη.

Αμ'  ÝσυρÝς με στην πηγÞν και στÝκω διψασμÝνος

 ομπρüς στο περιβüλι σου και εßμαι αποκλεισμÝνος.

 Αλßμονον, ο Üτυχος και πÜντα μπüδια βρßσκω

 και δεν κατÝχω πþς βαστþ και δεν αποθενÞσκω.

Στο τÝλος, αρχßζει να τη πιÝζει φοβερÜ. Η Αθοýσα διαμαρτýρε­ται.

Α.    Εßπα σου για τα στÞθη μου να μην τα πασπατεýγης,

       κÜτσε και γαργαλßζομαι.

Φ.                                       Και πÜλι τριζινεýγεις;

       ΔακÜνω σε και δÜκα με και ας κÜμωμεν ομÜδι

       μ' Ýνα γλυκüτατο φιλß ο εις τ' αλλοý σημÜδι.

Α.   Μη και πονþ, Üσι μ' εδÜ, Ýδε κακüς οποý 'σαι!

       Τοýτα, καλÝ, τα σßδερα δε γνþθεις και απαντοý σε;

Φ.   Και αυτÜ απü σÝνα τα 'χομε' και α θες κι εσý να πιÜσης,

       Ýχεις καιρüν και κÜμε το γοργü, πριχοý με χÜσης.

Α.   ΜηδÝ με σφßγγης και πλαντþ, καλÝ, δεν Ýχεις κÜψα;

Φ.   Μα κι Ýχω τüση και θαρρþ τα μÜρμαρα ν' ανÜψα.

       Δρþνεις. Και να την πÝτσα σου και πÜλι στρÝψε μοý τη,

       γιατß 'χω üντε μου λεßπεσαι αντßς εσÝνα τοýτη.

    ΑπÜνω που την Ýχει καταφÝρει, τον δαγκÜνει Ýνας ψýλλος και ξυπνÜει. ΓυρνÜει απü δω, γυρνÜει απü κει, ποý να ξανακοιμηθεß. ¸μεινε, που λÝνε, με τον πüθο στο χÝρι.

    Το "Ερωτικü Ενýπνιο" γρÜφτηκε ßσως λßγο μετÜ κι Ýχει ανÜλο­γο περιεχüμενο. ¼μως εßναι αρκετÜ ολιγüστιχο (μüλις 130 στßχοι σε σχÝση με τους 757 της "Ιστορßας") κι Ýχει καθαρÞ αφηγηματικÞ μορφÞ, χωρßς το δραματικü στυλ της. Τη ζημιÜ εδþ την κÜνει Ýνας πετεινüς, που τον ξυπνÜ στη πιο ακατÜλληλη στιγμÞ.

     Τα Ýργα αυτÜ οπωσδÞποτε δεν εßναι αριστουργÞματα. ¼μως δεν συμφωνοýμε με τον Βßττι üτι ο τρüπος που κüβονται τα üνειρα στη μÝση δεßχνει «το κακü γοýστο και τη μÝτρια φαντασßα του ποιητÞ». Λιγüτερη φαντασßα θα Ýδειχνε αν Ýβαζε για παρÜδειγμα Ýναν υπηρÝτη να τον ξυπνÞσει. Πιστεýω üτι ο ψýλλος κι ο πετεινüς μπαßνουν ηθελημÝνα για να δþσουν μια κωμικÞ εντýπωση δημιουργþντας μια anticlimax (αντικλιμÜκωση), με τον Þρωα να μεταβαßνει απü τις υψηλÝς σφαßρες του Ýρωτα στην πιο πεζÞ πραγματικüτητα.

     'Αλλα Ýργα του ποιητÞ εßναι η "Ρßμα ΠαρηγορητικÞ", Ýμμετρη επιστολÞ που την απευθýνει στον φßλο του ΜπενεδÝτο ΝταμουλÞ (περßπου 1425), θÝλοντας να τον παρηγορÞσει για τον αναπÜντεχο χαμü της γυναßκας των παιδιþν του και της περιουσßας του, λÝγοντας του πως τα εγκüσμια δεν Ýχουν καμιÜ αξßα, και αυτü που μετρÜει μονÜχα εßναι η αθανασßα της ψυχÞς, και οι «Λüγοι συμβου­λευτικοß», συμβουλÝς του ποιητÞ στον μοναχογιü του ΜÜρκο (πριν το 1430).

    Οι "Λüγοι Συμβουλευτικοß" ακολουθοýν σχεδüν κατÜ γρÜμμα τους "Λüγους Διδακτικοýς Του Πατρüς Προς Υιüν" του ΜÜρκου ΔεφαρÜνα, ποιητÞ που γεννÞθηκε στην ΖÜκυνθο. (Το ποßημÜ του "Ιστορßα Περß ΣωσÜννης" εßχε μεγÜλη διÜδοση στην ΚρÞτη τον καιρü της τουρκοκρατßας, και θα το συναντÞσουμε παρακÜτω). ΠαρενÝβαλε επßσης κομμÜτια διασκευασμÝνα απü τον "ΣπανÝα" που με τους ανομοιοκατÜληκτους στßχους του εßναι σαν τη μýγα μες στο γÜλα.

    Ο Βßττι αφÞνει αμφιλεγüμενο το σημεßο αν ο ΦαλιÝρος Ýκλεψε τον ΔεφαρÜνα Þ ο ΔεφαρÜνας τον ΦαλιÝρο. Πιστεýω üμως üτι ο ΦαλιÝρος Ýκλεψε απü τον ΔεφαρÜνα, γνþμη που υποστηρßζει κι ο Γεþργιος Ζþρας, για δýο λüγους. Πρþτον, γιατß εßναι απßθανο να παρεμβÜλλει σε πρωτüτυπους δικοýς του ομοιοκατÜληκτους στß­χους τους ανομοιοκατÜληκτους του "ΣπανÝα". Το πιο πιθανü εßναι να τους πÞρε απü δεýτερο χÝρι. ¸πειτα, στο δικü του στιχοýργημα αναφÝρει και την "ΣωσÜννα", Ýργο που ο ΔεφαρÜνας Ýγραψε πιθανüτατα μετÜ τους "Λüγους Διδακτικοýς". 'Αρα το δικü του Ýργο πρÝπει να Ýχει γραφτεß μετÜ κι απü τα δýο Ýργα του ΔεφαρÜνα.

     'Αλλο Ýργο του ΦαλιÝρου εßναι "Ο ΘρÞνος Εις Τα ΠÜθη Και Την Σταýρωσιν Του Κυρßου Και Θεοý Και ΣωτÞρος Ημþν, Ιησοý Χρι­στοý", ενþ με τ' üνομÜ του Ýχουν κατÜ καιροýς σχετισθεß Ýξι "Δημþδη ΠοιÞματα Αγνþστου ΣυγγραφÝως" κι η "ΡιμÜδα Κüρης & Νιου".

    Ο "Απüκοπος" του ΜπεργαδÞ (490 στßχοι, πρþτη Ýκδοση το 1519) απετÝλεσε το μπεστ σÝλλερ των ενετικþν εκδüσεων κι üχι Üδικα. ΠαρÜ το ιδιÜζον ýφος του, με τους πολλοýς αρχαúσμοýς του, σßγουρα αποτελεß Ýνα απü τα καλýτερα δεßγματα των πρþιμων Ýργων της ΚρητικÞς λογοτεχνßας, Ýργα τα οποßα, κατÜ τον Λßνο Πολßτη, «ξεπερνÜ σε λυρισμü και ποιητικÞ δýναμη».

    Το περιεχüμενο του ποιÞματος εßναι το εξÞς: Ο ποιητÞς βλÝπει üνειρο üτι γκρεμßζεται ζωντανüς στον 'Αδη. Εκεß τον περικυκλþ­νουν οι πεθαμÝνοι και τον ρωτοýν για τον απÜνω κüσμο και για τους δικοýς τους που εßναι ακüμη ζωντανοß. Ο ποιητÞς απαντþντας τους θρηνεß για την ευκολßα με την οποßα οι ζωντανοß ξεχνοýν τους πεθαμÝνους και καυτηριÜζει την πλεονεξßα των κληρικþν και την απιστßα των γυναικþν.

     Κι ο ποý τα δÜκρυα τους ψηφÜ, τα λüγια τους πιστεýει,
     αγρßμιν σ' λßμνην κυνηγÜ, κι εις τα βουνÜ ψαρεýει.

(ΠαρÜβαλε και την μαντινÜδα απü δßσκο του ΣταυρακÜκη:

¼ποιος στα λüγια τζη γροικÜ, και στσ' üρκους τση πιστεýγει,
πιÜνει στη θÜλασσα λαγοýς, και στα βουνÜ ψαρεýγει
).

Ο συγγραφÝας εκφρÜζει Ýντονα τον αντικληρικαλισμü του πα­ρουσιÜζοντας τους κληρικοýς να πολιορκοýν τις τεθλιμμÝνες χÞρες και να τις παρηγοροýν πÜνω στα μνÞματα.

Οι νιες, οποý εχηρÝψασιν, αλλþν χεßλη φιλοýσιν,

Üλλους περιλαμπÜνουσιν και σας καταλαλοýσιν.

Στολßζουν τους τα ροýχα σας, στρþνουν τους τ' Üλογα σας

κ' Ýχουν και λüγον μÝσα τους μη φÝρουν τ' üνομα σας.

Και τον εζÞσασιν καιρüν με την εσÜς ομÜδαν

εφÜνην τους ουκ Ýζησαν ημÝραν Þ εβδομÜδαν.

Ζþντα σας ελογßζοντα Üλλους τους αγαποýσαν.
να λεßψετε εσπουδÜζασιν, να εβγÞτ' επεθυμοýσαν

και απεßν εσÜς εθÜψασιν και τÜχα μαýρα εβÜλαν,

εδιφορÞσαν απ' αυτÝς κ' Ýκαμαν πÜλιν γÜλαν.

Απ' εντροπÞς εδεßχνασι δÜκρυα πικρÜ να χýνουν

και αυτÝς Ýλεγαν μÝσα τους με Üλλον Üντρα να μεßνουν.

ΑλÞθια, μοßραν απ' αυτÝς Ýδειξαν να χηρÝψουν,

να κÜτσουν εις τα σκοτεινÜ, Üντρα να μη γυρÝψουν

και εις ολιγοýτσικον καιρüν εβγÞκαν να γυρßζουν

και να ξετρÝχουν εκκλησιÝς, τον βιüν σας να χαρßζουν.

Βαστοýν κεριÜ και πατερμοýς, φοροýν πλατιÝς αμπÜδες,

αποτρομοýν και ρßκτουσιν Üγιασμα ωσÜν παπÜδες.

Και απü τες Ýξι Þ τες επτÜ, πÜσαν εορτÞν και σκüλην,

απεßν αφαλßσουν οι εκκλησιÝς και απεßν μισÝψουν üλοι,

τα μνÞματα σας διασκελοýν και απÜνω σας διαβαßνουν,

με τους παπÜδες ταπεινÜ, κρυφÜ να συντυχαßνουν

διÜ τα ευαγγÝλια να ρωτοýν, συχνÜ να κατουμýζουν,

μ' Ýναν ομμÜτιν να γελοýν, με τ' Üλλο να κανýζουν.

     Οι ιερωμÝνοι κεßνη την εποχÞ, φαßνεται πως εßχαν αναπτýξει με υπερβολικü ζÞλο τÝτοιες θεÜρεστες δραστηριüτητες. ¼ταν ο Σαχλßκης αποκαλεß την Κουταγιþταινα «φραρογαμημÝνη» (φρÜρος=καθολικüς καλογερος), σßγουρα χρησιμοποιεß λÝξη που Þταν του συρμοý στην εποχÞ του. ¸κφραση ενüς ανÜλογου λαúκοý αντικληρικαλισμοý εßναι κι η παροιμιακÞ φρÜση που παραθÝτει ο ΚαζαντζÜκης στον "ΑλÝξη ΖορμπÜ": «Ο Θεüς να σε φυλÜει απü τα πισινÜ του μουλαριοý και απü τα μπροστινÜ του καλüγερου».
     Ο Ρεθεμνιþτης ποιητÞς ΙωÜννης Πικατüρος, που ακμÜζει κι αυτüς την ßδια εποχÞ, μιμεßται τον ΜπεργαδÞ σε Ýνα στιχοýργημα γεμÜτο απαισιοδοξßα, την "Ρßμα ΘρηνητικÞ Εις Τον Πικρüν Και Ακüρεστον 'Αδην" (563 στßχοι). Ο ποιητÞς βλÝπει üνειρο üτι κατεβαßνει στον 'Αδη, γνωρßζεται με τον ΧÜροντα, ο οποßος προθυ­μοποιεßται να τον ξεναγÞσει. Στις περιγραφÝς του ποιητÞ αναβιþ­νουν üλες οι παραδüσεις του ελληνικοý λαοý για τον χÜρο, τον κÜτω κüσμο, τις κολασμÝνες ψυχÝς κ.λπ. ΠαραθÝτουμε Ýνα χαρακτηρι­στικü απüσπασμα, üπου περιγρÜφεται ο χÜρος.

Και φÜνη μου εγκρεμνßστηκα στης μαýρης γης τον πÜτο

και βοýλησα και διÜβηκα στον 'Αδην αποκÜτω,

κι ηýρα τις πüρτες σφαλιστÝς και τα κλειδιÜ παρμÝνα

και μετÜ, μαýρα φλÜμπουρα απÝξω τεντωμÝνα.

Κι εßδα τον χÜρον κι Ýμπαινε κι Ýβγαινε θυμωμÝνος.

Σαν μακελλÜρης και φονιÜς τα χÝρια ματωμÝνος

μαýρον εκαβαλßκευεν, εβÜστουν και γερÜκιν

και κρÜτειεν εις την χεßρα του σαγßταν και τοξÜκιν

κι εßχε θωριÜν αγριüθωρην, μαýρην κι αλλοτριωμÝνη,

κι η φορεσιÜ του χÜλκινη και καταματωμÝνη.

    Τη σýμβαση του ονεßρου για την ανÜπτυξη θÝματος την πρωτοβρÞκαμε στον ΦαλιÝρο. Και το θÝμα üμως της κατÜβασης στον 'Αδη δεν εßναι καινοýριο. ΚÜνει τη θεαματικÞ εμφÜνισÞ του στη θεßα Κωμωδßα του ΔÜντη, για να χρησιμοποιηθεß κατüπιν απü πολλοýς συγγραφεßς. Βρισκüταν εξÜλλου σε συμφωνßα με το πνεýμα της εποχÞς: Οι Üνθρωποι κατÝχονται Ýμμονα απü τη σκÝψη του θανÜ­του, και τους αρÝσει να βλÝπουν παραστÜσεις του περßφημου «μακÜβριου χοροý». Οι πßνακες του Μπρýγκελ και του Ιερþνυμου Μπος με σκηνÝς απü την κüλαση, αποπνÝουν μια ßδια ατμüσφαιρα.

     Απü τους πρþτους ποιητÝς της ΚρÞτης θα μνημονεýσουμε ακüμη τον Μανüλη ΣκλÜβο, που σε Ýνα στιχοýργημÜ του για τον σεισμü που συγκλüνισε τον ΧÜντακα το 1508 βρßσκει ευκαιρßα να καυτηριÜσει τα αμαρτÞματα των συμπολιτþν του, θυμßζοντας τους τη δευτÝρα παρουσßα, της οποßας προÜγγελο θεωρεß το σεισμü. Ενþ οι συμπατριþτες του ετοιμÜζονται να ξεσηκωθοýν, εκμεταλλευüμε­νοι την ευκαιρßα (τους αποτρÝπει τελικÜ ο ΚαλλÝργης), ο ΣκλÜβος διÜλεξε την þρα για να τους θυμßσει τις αμαρτßες τους! Επßσης ο Αντþνης ΑχελÞς, παραφρÜζοντας Ýνα ιταλικü Ýργο σε Üτεχνους στßχους, περιγρÜφει την πολιορκßα της ΜÜλτας απü τους Τοýρκους το 1565.

     Το πιο υπÝροχο üμως στιχοýργημÜ της εποχÞς εκεßνης εßναι η περßφημη «ΓαδÜρου, Λýκου & Αλεποýς ΔιÞγησις Ωραßα» (πρþτη Ýκδοση 1539), που Ýμεινε γνωστÞ με τη λαúκÞ ονομασßα "ΦυλλÜδα Του ΓαúδÜρου".

     Το στιχοýργημα αυτü δεν εßναι πρωτüτυπο, αλλÜ αποτελεß δια­σκευÞ ενüς προγενÝστερου Ýργου, του "ΣυναξÜριου Του ΤιμημÝνου ΓαδÜρου". Η γλωσσικÞ μορφÞ του το τοποθετεß πολý πριν απü το 1500. (Ο Κþστας Θρακιþτης μÜλιστα το τοποθε­τεß πριν το 1204 κι üχι ειδικÜ στην ΚρÞτη) κι εßναι μÜλλον Üτυχο κατασκεýασμα. Ο ΛευτÝρης Αλεξßου γρÜφει σχετικÜ:

    "Στο "ΣυναξÜρι", üπως και στο Δελλαπüρτα, βρßσκομε πρωτüγονη στιχουργικÞ, που μας θυμßζει κÜπου-κÜπου τ' ανεξÝλιχτα βυζαντινÜ δεκαπεντασýλλαβα στιχουργÞματα. Με τη διαφορÜ πως ο Δελλαπüρτας εßναι λüγιος, ενþ ο ποιητÞς του "ΣυναξÜριου" περισσüτερο λαúκüς στιχουργüς με μÝτριο τÜλαντο. Απü αδεξιüτητα κι αστÜθεια γοýστου ανακατεýει, üπως του Ýρχεται βολικü, αρχαúκÜ και συγκαιρινÜ του γλωσσικÜ στοιχεßα. ΚαταφÝρνει üμως κÜπου-κÜπου να βρßσκει ζωντα­νÝς εκφρÜσεις, γεμÜτες χιοýμορ, μÝσα στο τυχαßο μÜλλον συνταßριασμα των δεκαπÝντε συλλαβþν. Δεν του λεßπουν κÜπου-κÜπου κι ολüκληροι στßχοι με αξßα κι εκφραστικÝς εýρεσες πετυχημÝνες, που, καθþς εßπα, ο διασκευαστÞς της "ΦυλλÜδας" τις παßρνει αυτοýσιες, δεßχνοντας το φßνο γοýστο του".

    Ο τελευταßος εßναι επιδÝξιος στιχουργüς, Ýχει γοýστο ποιητικü και δε λεßπει οýτ' απ' αυτüν το πηγαßο χιοýμορ. Δε θα υποστηρßξουμε πως η στιχουργικÞ της "ΦυλλÜδας" βρßσκεται στο επßπεδο εκεßνης που συνα­ντοýμε στην "Ερωφßλη" και στο "Ρωτüκριτο". Τη πλησιÜζει üμως κι ßσως τη προετοιμÜζει.

     Η "ΦυλλÜδα Του ΓαúδÜρου" αποτελεß μια πολý καυτÞ κοινωνικÞ σÜτιρα. Πßσω απü τα τρßα ζþα-πρüσωπα του Ýργου, κρýβονται οι τρεις μεγÜλες κοινωνικÝς τÜξεις, οι ευγενεßς, ο κλÞρος κι ο λαüς. Στο στιχοýργημα αυτü καυτηριÜζεται η αυθαιρεσßα των δýο πρþτων εις βÜρος του λαοý. Το στιχοýργημα ξεκινÜει ως εξÞς:

'Αρχοντες, να γροικÞσετε, αν θÝλετε, δαμÜκι,

ο Λýκος με την Αλουποý πþς Þπιαν το φαρμÜκι.

Πþς Þτονε η αφορμÞ, πþς εκαταπιαστÞκαν,

και τι νοβÝλλα πÜθασι και πþς εντροπιαστÞκαν.

Σα φαßνεται, ο ΓÜδαρος ο καταφρονεμÝνος,

πÜντοτε κακορßζικος και παραπονεμÝνος,

σ' αφÝντην Ýλαχε κακüν, λωβüν και ψωριασμÝνον,

φτωχüν και κακομÜζαλον, πολλÜ δυστυχισμÝνον.

ΠοτÝ του δεν εχüρτασε, ποτÝ δεν αναπαýτη,

νýχτα και μÝρα δÝρνεται στον κÞπο για να σκÜφτη.

ΠÜσα πουρνüν εφüρτωνε το ΓÜδαρον εκεßνον

κι εις το παζÜρι επÞγαινε κι αυτεßνος μετÜ κεßνον.

ΛÜχανα τον εφüρτωνε, κρεμμýδια και μαροýλια,

ραπÜνια, αντßδια, κÜρδαμα, πρÜσα, κοκκινογοýλια.

'Αχερο δεν του βρßσκετο, κριθÜρι δεν ποτÜσσει,

να δþση του ΓαδÜρου του, να φÜη, να χορτÜση.

Τα λÜχανα καθÜριζε και του ρßχνε τα φýλλα,

κι üντεν εσκüλα το βραδý εφüρτωνÝν τον ξýλα.

Κι απü τον κüπον τον πολýν, την δοýλεψην την τüση,

κι εκ τες ξυλιÝς οποý παιρνεν, þστε να ξεφορτþση,

αδýνεψεν ο ΓÜδαρος και πλÝα δεν εμπüρει

κι απü την ψþραν την πολλÞν σαμÜρι δεν εφüρει.

Χειμþνα δεν εδýνετον ουδÝ και καλοκαßρι

ουδÝ για ξýλα να υπÜ ουδÝ νερü να φÝρη.

Και μια ΛαμπρÞ, μια ΚυριακÞ, τÜχα λυπÞθηκε τον

και πιÜνει και ξεστρþνει τον, Ýδυσε κι ÜφησÝ τον

να πα να περιβοσκηθÞ, κÜμποσο ν' ανασÜνει

να φα κλαδß απü δεντρü κι απü τη γης βοτÜνι,

να πÝση και να κυλιστÞ, το στüμα του ν' αφρßση,

να φα και χüρτον λιβαδιοý, να πιη κι απü τη βρýση.

     Το λιβÜδι βρßσκεται δßπλα στο δÜσος. Εκεß κÜνουν τη βüλτα τους η αλεποý κι ο λýκος, ψÜχνοντας για κυνÞγι. ΞαφνικÜ αντιλαμβÜ­νονται τον γÜιδαρο. Τον πλησιÜζουν, και με δüλο προσπαθοýν να τον παρασýρουν μÝχρι το σπßτι τους, για να τον ξεκοκκαλßσουν με την ησυχßα τους. Ο γÜιδαρος βÝβαια αντιλαμβÜνεται τις προθÝσεις τους, αλλÜ τι να κÜνει.

     Τον παßρνουν λοιπüν και μπαßνουν σε μια βÜρκα «üχι για να ψαρÝψουν, μα πÝρα στην ΑνατολÞ διÜ να ταξιδÝψουν». ΒÜζουν κλÞρο για τα καθÞκοντα που θα αναλÜβει καθÝνας τους πÜνω στη βÜρκα. Ναýκληρος γßνεται ο λýκος, τιμονιÝρης η αλεποý και κωπηλÜτης φυσικÜ ο γÜιδαρος. Στο δρüμο η αλεποý σκαρφßζεται Ýνα σχÝδιο πþς να τον σκοτþσουν. ΛÝει πως εßδε στο üνειρο της, üτι το βρÜδυ θα τους πιÜσει τρικυμßα και θα πνιγοýν. Καλü εßναι λοιπüν να εξομολογηθοýν τα κρßματÜ τους και να συγχωρÝσει ο Ýνας τον Üλλο.

    Πρþτος αρχßζει την εξομολüγηση ο λýκος. ΛÝει για τα γßδια, τους χοßρους και τα βüδια που Ýκλεψε και τα οποßα καταβρüχθισε μüνος του, χωρßς να δþσει σε κανÝναν Üλλο, και πüσο μετανιωμÝνος εßναι τþρα γι αυτü. Η αλεποý τον συγχωρεß. ΜιλÜει Ýπειτα κι αυτÞ για τα δικÜ της κρßματα, τις κüτες που Ýκλεψε. ΜετÜνιωσε üμως για üλα αυτÜ, και γι' αυτü ντýθηκε το ρÜσο. Τη συγχωρεß με τη σειρÜ του και ο λýκος. Ο γÜιδαρος üμως τι να πει, που δεν κÜτεχε να Ýχει κανÝνα κρßμα καμωμÝνο και μüνο το ξýλο που Ýτρωγε απü το αφεντικü του θυμüταν. Ο λýκος κι η αλεποý εξοργßζονται, γιατß τÜχα τους λÝει ψÝματα.

Και λÝγει τους «ΑφÝντες μου, τι Ýχετε με μÝνα;

Και ποýρι τüσα κρßματα δεν Ýχω καμωμÝνα.

Μüνον το μαρουλüφυλλον οπþ 'χω φαγωμÝνον,

και ποýρι δεν το Ýκλεψα, μα το χω δουλεμÝνον».

Τρομερü αμÜρτημα! Η αλεποý βγÜζει αμÝσως την απüφαση.

«ΑφορεσμÝνε ΓÜδαρε και τρισκαταραμÝνε,

αιρετικÝ κι επßβουλε, σκýλε μαγαρισμÝνε,

να φας το μαρουλüφυλλο εκεßνο χωρßς ξýδι!

Και πþς δεν επνιγÞκαμε σε τοýτο το ταξßδι;

Αλλ' üμως, ασεβÝστατε, κÜμε να το κατÝχης,

ο νüμος κατÜ πþς μιλεß, πλÝον ζωÞν δεν Ýχεις.

Στο Ýβδομον κεφÜλαιον το ηýρηκα γραμμÝνον,

να 'ναι κομμÝν' η χÝρα του, το μÜτι σου βγαλμÝνον.

Και πÜλιν στο δωδÝκατον κεφÜλαιον του νüμου

λÝγει να σε φουρκßσωμεν εγþ κι ο σýντεκνüς μου».

Ο γÜιδαρος στην απελπισßα του σκαρφßζεται μια πονηριÜ. Παßρ­νει παρÜμερα το λýκο και του λÝει:

«ΑφÝντη Λýκε, να σου πω δυο λüγια να γροικÞσεις,

απεßς μ' αγγßζει θÜνατος, σαν Ýγινεν η κρßσις,

το χÜρισμα οπþ χω γþ δεν θÝλω να το κρýψω,

ζþντα μου θÝλω κανενüς να του τ' αποκαλýψω.

Δεν θÝλω να τ' αφÞσω 'γω το τÜλαντον χωσμÝνον,

μα θÝλω κανενüς πτωχοý να το χω δανεισμÝνον,

μÞπως και κολαστþ κι εγþ εις τον καιρüν εκεßνο,

γιατß δεν εßν' αμÜρτημα μεγÜλο σαν αυτεßνο.

¹ξευρε το λοιπονιθÝς χÜρισμα Ýχω μÝγα

οπßσω εις τον πüδα μου, σαν οι γονεßς μου λÝγα.

Και üποιος μüνο το ιδÞ το χÜρισμα που λÝγω,

üλοι του οι αντßδικοι φεýγουσι, σου ομνÝγω.

Ακοýει, βλÝπει και μακρÜ, σαρÜντα μερþ στρÜτα,

κι εισÝ ροπÞν του οφθαλμοý γροικÜ και τα μαντÜτα».

Ο λýκος συνεννοεßται με την αλεποý να δουν πρþτα το «χÜρι­σμα» του γαúδÜρου, και μετÜ αφοý τον πνßξουν, να τον πÜνε στο σπßτι τους και να τον κÜμουν γεμιστü. Το τÝλος εßναι τüσο χαρισ­ματικü και πικÜντικο, που 'ναι καλýτερα να το παραθÝσουμε αυθεντικü.

ΛÝγει του Λýκου ν' ανεβÞ στην πρýμνην μοναχüς του

και Ýτσι τον ορδßνιασε: Γονατιστüς να στÝκη

τρεις þρες και να δÝεται, να μη σαλεýση απ' Ýκει.

Να λÝγη, να παρακαλÞ· «ΓÜδαρε, σου πιστεýω,

και δος εμÝνα χÜρισμα, εκεßνο το γυρεýω».

Και με πολλÞν ευλÜβειαν να λÝη τα πατερμÜ του.

Να πÜγη και η Αλουποý να στÝκεται κοντÜ του.

¼ταν στον Λýκον κατεβÞ η βουλλωμÝνη χÜρη,

εκεß κι αυτεßνη να βρεθÞ, δαμÜκι για να πÜρη.

Τüτες ο ΓÜδαρος ευθýς τζιλιμπουρδÜ και χρεß τον,

και üχι μüνον μια φορÜ, μα δεýτερον και τρßτον,

και ρßχνει τον στο πÝλαγος, να τüνε πνßξη μÝλλει,

κακÜ και κακþς Ýχοντα, ωσÜν αυτüς δεν θÝλει.

Σαν εßδεν η κερÜ Αλουποý τον ΓÜδαρον, πþς κÜνει

απü τον φüβον τον πολý αρχßνισε να κλÜνη.

Και τüτε ο κυρ ΓÜδαρος φωνÜζει και γκαρßζει

και συχνοκατουρεß πυκνÜ και συχνοπορδαλßζει.

ΣυχνÜ πηδÜ, τζιλιμπουρδÜ και την ουρÜν σηκþνει

πÝφτει, κυλιÝται, γÝρνεται και εξωματζουκþνει.

Γυρεýει και την Αλουποý, τρÝχει να τηνε σþσει

και με το μπουσδουγÝνι του καμπüσες να της δþση.

Κι αυτÞ, σαν εßδε κι Ýγινεν ο ΓÜδαρος φρενßτης,

στο πÝλαγος εγκρÝμισε κι Ýπεσε μοναχÞ της.

ΑπÞραν την τα κýματα, στον Λýκον την εβγÜλαν

κι απü τον φüβον ποý λαβεν, εφþναζε μεγÜλα.

ΕκÜθισαν ν' αναπαυθοýν, καμπüσον ν' ανασÜνουν,

ΓαδÜρου τα καμþματα εκεß τ' αναθυβÜνουν.

Ο Λýκος την κερÜ Αλουποý ερþτα την να μÜθη

και λÝγει του, πþς τρüμαξε κι ο νους της πþς επÜρθη.

«¼λα του τα καμþματα στÝκομαι και λογιÜζω

και δεν θυμοýμαι να τα πω και να τα λογαριÜζω.

Εκ την κοιλιÜ του Ýβγαλεν ωσÜν απελατßκι

μακρý, χοντρü και κüκκινο κι Þτον δßχως μανßκι.

ΛÝγει μου· «¸λα γλßγορα! Τι στÝκεις και παντÝχεις;

Για να σου κÜμω τη δουλειÜν εκεßνη που κατÝχεις!

Και τρüμαξα σαν τ' Üκουσα, κι Ýχεσα το βρακß μου,

Üφηκα και τα ροýχα μου, γεμÜτο το βρακß μου,

και γκρÝμισα στο πÝλαγος, μüνο για να γλυτþσω

εκ την περßσσα συμφορÜ κι εκ το κακüν το τüσον».

«Πες μου, κυρÜ συντÝκνισσα, ΓÜδαρος üντα πÞδα,

τ' απελατßκιν οποý λες, εγþ ποσþς δεν εßδα».

«Κυρ σýντεκνÝ μου, κÜτεχε κι εκ την κοιλιÜν του βγÞκε,

και σεßσθη και λυγßστηκε και πÜλι μÝσα μπÞκε.

Θαρρþ, üτι η κοιλßα του να 'ναι αρματοθÞκη,

κι εις ü,τι πüλεμον εμπÞ, να 'χη αυτüς τη νßκη.

ΜπουμπÜρδες να 'χη μπροýντζινες, τουφÝκια γεμισμÝνα,

να 'χη και βüλια αρßθμητα, δισσÜκια κρεμασμÝνα.

Η τýχη μας εβþθησε, να μη μας θανατþση,

και πÜλιν ως το ýστερον ο Θιος να μας γλυτþση».

ΡωτÜ τον και η Αλουποý· «Σýντεκνε, πþς υπÜγεις;

Και πþς εταπεινþθηκες; Και πþς εκατατÜγης;

ΛÝγει την «Μη με ερωτÜς και μη μου συντυχαßνης

κι απü την σÞμερον ποσþς καλü μη παντεχαßνης.

Θωρεßς, κυρÜ συντÝκνισσα, χωρßς αδüντια εßμαι,

το 'να μου μÜτι Ýχασα και τ' Üλλο μου πονεß με.

ΩσÜν ετζιλιμποýρδησεν εξÜφνου κι ÝμπωσÝ με,

και μÝσα εις το κοýτελον η κοπανιÜ ÝσωσÝ με,

εφÜνη μου, ο ουρανüς εχÜλασε κι ο κüσμος,

και Üστραψε κι εβρüντησε κι εγßνη μÝγας τρüμος.

Κι üνταν αυτüς με κτýπησε την κοπανιÜν εκεßνη,

επρÞσθη το κεφÜλι μου κι ωσÜν ασκß εγßνη.

Κι αστρÜψασι τα μÜτια μου και τÜραξ' ο μυαλüς μου

και τρüμαξαν τα σωθικÜ και χÜθη ο λογισμüς μου.

Ο νους μου εσκοτßσθηκε, δεν εßναι μετÜ μÝνα,

κι επÝσασι τα δüντια μου, δεν Ýμεινε κανÝνα.

Εγþ, κυρÜ ΣυντÝκνισσα, σ' εσÝν εθÜρρουν πÜντα,

να ξεýρης üλες τες δουλειÝς κι üλα τα κοντραμπÜντα.

Και θÜρρουν να 'χης φρüνεσιν, μυαλüν εις το κεφÜλι

και εκ τα καμþματα αυτÜ κανÝν να μη σου σφÜλλη.

Γιατß καυχÜσουν κι Ýλεγες, πως Þσουνε μαντεýτρα

και του κυρ ΛÝου του Σοφοý Þσουνε μαθητεýτρα.

Δε μου 'λεγες, πως Þσουνε πουτÜνα και μεθýστρα

και φραντζιασμÝνη και λωβÞ και μια κακÞ μαυλßστρα,

οποý με εξεμαýλισες κι επÞρες με μετÜ σου

και να χαθþ εκüντεψα εκ τα καμþματα σου.

ΠÜντοτε συ μου Ýλεγες, πως Ýχεις τüση γνþση,

και τþρα ο κυρ ΓÜδαρος εμÜς να ταπεινþση!

Δεν Ýχω εγþ την γνþσιν του ουδÝ την πονηρßαν,

αμ' Ýχει αυτüς, που γÝλασεν εμÜς τα δυο θηρßα».

Εκεßνη αποκρßθηκε- «Σýντεκνε, να κατÝχης,

κανÝνα δßκιο εις αυτü ηξεýρω, πως δεν Ýχεις.

Η γνþσις εßναι πανταχοý στον κüσμο διασπαρμÝνη,

κι εις Üπαντας η φρüνησις εßναι διασκορπισμÝνη.

ΚαλÜ και εßναι ΓÜδαρος και καταφρονεμÝνος,

αν Ýν' και κακορßζικος και καταδικασμÝνος,

εßδεν ο Θιüς την αδικιÜ και την κακογνωμιÜ μας,

την ανομßαν την πολλÞν και την συκοφαντιÜ μας,

και νüησιν του Ýδωκεν αντÜμα με την γνþσιν

δßχως να ξεýρη μÜθημα και γρÜμμα ν' ανÜγνωση,

και ρÞτορας εγßνηκε να μας καταμιτþση

και μες απü τα χÝρια μας να φýγη να γλυτþση.

Και üχι μüνον Ýφυγε μα κι εκοπÜνισÝ μας,

ανüητους μας Ýδειξε κι εκατασβüλωσÝ μας.

ΕπÞρε και τα ροýχα μας και εξεγýμνωσÝ μας,

επÞρε μας και την τιμÞν κι εκατεντρüπιασÝ μας». 

ΧαρÜ σ' εσÝ, κυρ ΓÜδαρε και εις την φρüνησßν σου,

γιατß με γνþσιν Ýφυγες, με την προτßμησßν σου.

Ω ΓÜδαρε, κυρ ΓÜδαρε, ΓÜδαρος πλιο δεν εßσαι,

πρÝπει σ' ετοýτο πþκαμες πÜντοτε να παινÞσαι.

Θαρρþ, για τοýτο και πολλοß ΓÜδαρον δεν σε κρÜζουν,

αλλÜ ως τιμιþτερον, Νßκον σε ονομÜζουν.

Το üνομα εκÝρδισες αυτü με πονηρßαν,

και την ζωÞν σου Ýγλυκες απ' αýτα τα θηρßα.

     Οι ποιητÝς που καταπιÜνονται με θρησκευτικÜ θÝματα την εποχÞ αυτÞ εßναι ελÜχιστοι και το Ýργο τους εßναι μετριüτατο, σε σýγκριση με τα λαúκÜ Ýργα της εποχÞς. Μια απü τις καλýτερες στιγμÝς αυτÞς της ποßησης εßναι το παρακÜτω απüαπασμα απü το ποßημα του ΑνδρÝου ΣκλÝτζα (15ος αι.).

Ο κýριος πÜντων μετÜ σοý, χαßρε χαριτωμÝνη,

πριν των αιþνων του Χριστοý μÞτηρ προωρισμÝνη.

ΧρυσÞ της αρετÞς πηγÞ, εξακουστÞ παρθÝνε,

Μαρßα, θÜρρος ολονþν, καρπÝ χαριτωμÝνε.

ΑγγÝλων και των ουρανþν δÝσποινα και κυρßα,

σωσμüς πενÞτων, των παντþν κυβÝρνησις στην χρεßαν.

Δοýλη και μÞτηρ του Χριστοý, χαρÜ των λυπουμÝνων,

το απαγκοýμπιον των πιστþν, ελπßς απελπισμÝνων.

Των νεκρωμÝνων η ζωÞ, εýρεσις ιατρεßας,

φλÝγα της ψυχοπüνεσης, μορφÞ της ευγενεßας.

ΘεμÝλιον, εýρεσις, αρχÞ, βÜθος ταπεινοσýνης,

πÜσης μακαριüτητος και ταπεινοφροσýνης.

Σκεýος τιμÞς κ' ευπρÝπειας, χÜριτος ουρανßας,

του ποιητοý το ιερüν, εýρεσις σωτηρßας.

Των λυπουμÝνων λýπησις, Ýγερσις των πεσμÝνων,

ζωÞς η ανακαßνησις, στÜσις των χαλασμÝνων.

     Ο Γεþργιος Χοýμνος (τÝλος 15ου αι.) συμβολαιογρÜφος, επεχεß­ρησε να αφηγηθεß την ιστορßα της ΠαλαιÜς ΔιαθÞκης σε στßχους, ξεκινþντας απü τη ΓÝνεση ("ΚοσμογÝνεση"), χωρßς πολý επιτυ­χßα üμως.

     Απü τον 16ο αι. μας σþζεται ακüμη Ýνα λειψü κεßμενο (112 στßχοι) που επιγρÜφεται "Λüγοι παρακλητικοß εις τα τßμια και Üγια πÜθη του κυρßου ημþν Ιησοý Χριστοý και θρÞνος της Υπεραγßας Θεοτüκου". Ο Μ. Μανοýσακας το χαρακτηρßζει σαν «Üχαρο και ξερü κατασκεýασμα, που η στενÞ προσκüλλησÞ του στο ευαγγελι­κü πρüτυπο το Ýχει στερÞσει και απü την πιο παραμικρÞ ποιητικÞ πνοÞ».

     ¼μως, αν οι ποιητÝς δεν καταδÝχονται να καταπιαστοýν με θρησκευτικÜ θÝματα, καταπιÜνονται μ' αυτÜ οι πεζογρÜφοι. Το Ýργο τους δεν Ýχει λογοτεχνικÝς φιλοδοξßες, αλλÜ βρßσκεται μÝσα στα πλαßσια του θρησκευτικοý εκεßνου διαφωτισμοý που αναπτý­χθηκε üπως εßπαμε απü την ορθüδοξη εκκλησßα για να αντιμετωπß­σει την παπικÞ διεßσδυση. ΠολλÜ üμως απü τα Ýργα αυτÜ δεν Ýτυχαν της επιδοκιμασßας της επßσημης εκκλησßας, καθþς ξÝφευ­γαν λßγο πολý απü το ορθüδοξο δüγμα και κÜποιοι μÜλιστα συγγραφεßς τους αφορßσθηκαν.

     Η θρησκευτικÞ πεζογραφßα της εποχÞς αυτÞς δεν Ýχει μελετηθεß αρκετÜ, μια και τα Ýργα της εßναι ελÜσσονα μπροστÜ στα πρþτα εκεßνα ζωηρÜ φτερουγßσματα της νεαρÞς μας ποßησης, αν και Ýχουν να προσφÝρουν γλωσσικÜ και λαογραφικÜ στοιχεßα. Γι' αυτü θα αφÞσουμε την κα ΕλÝνη Κακουλßδη που Ýχει ενδιατρßψει πÜνω στο θÝμα, να μας μιλÞσει σχετικÜ:

    "Η συγγραφικÞ δραστηριüτητα γýρω στα εκλαúκευτικÜ εκλαúκευτικÜ θÝματα κρÜτησε üλον τον 10ο αιþνα, τον 17ο και τον 18ο ακüμη. Τα Ýργα δεν εßναι πÜντοτε πρωτüτυπα. ΣυχνÜ μιμοýνται, αντιγρÜφουν Þ διασκευÜζουν ανÜλογα δυτικÜ· τα περισσüτερα Üλλωστε προÝρχονται απü ¸λληνες των βενετοκρατοýμενων νησιþν Þ απüδημους. Οι συγγρα­φτεßς εßναι Üνθρωποι με μικρüτερη Þ μεγαλýτερη μüρφωση, πολλοß Ýχουν τη δυνατüτητα να χρησιμοποιοýν στο πρωτüτυπο τις ιταλικÝς κυρßως, πηγÝς τους. Απü τα Ýργα τους δεν λεßπει πÜντα κÜποια αφελÞς νοοτροπßα. Ο λαüς τα υποδÝχεται με αγÜπη. Αυτü το δεßχνουν οι αλλεπÜλληλες εκδüσεις τους, και üταν ακüμη εßναι απαγορευμÝνα απü την επßσημη εκκλησßα. ΑλλÜ κι üσα Ýργα δεν Ýφτασαν ως το τυπογρα­φεßο κυκλοφüρησαν χειρüγραφα, μüνο που γι' αυτÜ δεν εßναι πÜντα εýκολο να μιλÞσουμε, αφοý πολλÜ μÝνουν ακüμη Üγνωστα. Οι συγγρα­φεßς των Ýργων αυτþν παßρνουν Ýτσι μια ιδιüτυπη θÝση στα γρÜμματα μας· πολλοß απ' αυτοýς χρησιμοποιοýν παρÜλληλα και την εκκλησιαστι­κÞ αρχαÀζουσα γλþσσα για τα καθαρÜ θεολογικÜ Ýργα τους Þ για την αλληλογραφßα τους. ¼λοι üμως συμφωνοýν σε Ýνα θÝμα: τα Ýργα που απευθýνονται στους πολλοýς πρÝπει να μιλοýν στη ζωντανÞ γλþσσα τους, και σ' αυτü το σημεßο διακρßνονται απü τους αρχαúστÝς της εποχÞς. Τα θÝματÜ τους εßναι ποικßλα: δογματικÜ, ερμηνευτικÜ, απολο­γητικÜ, κÞρυγμα γραπτü (και προφορικü), λαúκÝς διηγÞσεις. Οι λογοτε­χνικÝς απαιτÞσεις üχι μεγÜλες".

     Για παρÜδειγμα αναφÝρω μερικοýς (χωρßς να παραλεßψω το "'Ανθος Χαρßτων" (1529), μετÜφραση απü τα ιταλικÜ καμωμÝνη απü Üγνωστον ¸λληνα, τον Ιωαννßκιο ΚαρτÜνο (πÝθανε περßπου το 1500), τον πρþτο συγγραφÝα εκλαúκευτικοý βιβλßου, του "'Ανθους της ΠαλαιÜς και ΝÝας ΔιαθÞκης" (Βενετßα 1530), τον ΜανουÞλ Μαλαξü (πÝθανε περßπου το 1581), με την "ΠατριαρχικÞ Ιστορßα" και τον "ΝομοκÜνονÜ" του, τον Δαμασκηνü Στουδßτη (πÝθανε περßπου το 1577), με τον "Θησαυρü" του, τον ΝαθαναÞλ Χßκα (πÝθανε περßπου το 1021), και τους μεγÜλους, τον ΜÜξιμο Μαργοýνιο και τον ΜελÝτιο ΠηγÜ. Η συμβολÞ του καθενüς απ' αυτοýς στο Ýργο της διαφþτισης του λαοý διαφÝρει. Ο ΚαρτÜνος π.χ., που γρÜφει «διÜ να καταλÜβουν πÜντες... την θεßαν γραφÞν... και πÜσα μικρüς Üνθρωπος μüνον οποý να ηξεýρη να διαβÜζη», δßνει επιλογÞ απü ποικßλες ιστορικÝς και εκκλησιαστικÝς γνþσεις, δογματικÞ, ηθικÞ, λειτουργικÞ, ερμηνευτικÞ. Η διδασκαλßα του δεν εßναι απαλλαγ­μÝνη απü κακοδοξßες, γι' αυτü και συνÜντησε αυστηρÞ την κριτικÞ του Παχωμßου ΡουσÜνου κι αφορßστηκε απü την εκκλησßα. Ωστüσο στο λαü η επιτυχßα του βιβλßου Þταν καταπληκτικÞ, Þταν το πρþτο Ýργο που γραφüταν γι' αυτüν κι απαντοýσε με τρüπο κατανοητü (αδιÜφορο αν üχι εντελþς ορθüδοξο) στα θρησκευτικÜ ερωτÞματÜ του. Ο ΚαρτÜνος κατÜλαβε πρþτος την ανÜγκη να δοθεß στο λαü η πßστη του στη γλþσσα του. Ο Δαμασκηνüς Στουδßτης εκδßδει λüγους σε διÜφορες εορτÝς, δικοýς τους τους περισσüτερους. Ο ΙωÜννης ΝαθαναÞλ, εφημÝριος του αγßου Γεωργßου στη Βενετßα, στην "Ερμηνεßα Της Θεßας Λειτουργßας" του (1574) σημειþνει üτι κανÝνας δεν μπορεß να τον κατηγορÞσει που χρησιμοποιεß τη γλþσσα του λαοý, αφοý πρÝπει κανεßς να καταλαβαßνει ü, τι διαβÜζει («γιγνþσκεις Ü αναγιγνþσκεις;»).

     Ο Μαργοýνιος υποστηρßζει πþς η γλþσσα του λαοý δεν πρÝπει ν' αγνοηθεß απü την εκκλησßα, γι' αυτü και μεταφρÜζει Ýργα παλαιüτερα, συγγρÜφει εγχειρßδια θεολογικÜ και λüγους σε απλÞ γλþσσα. Η γλþσσα αυτÞ δεν εßναι ενιαßα στους διÜφορους συγγραφεßς. ΠολλÝς φορÝς και στα Ýργα του ßδιου συγγραφÝα. ΚÜποτε και στο ßδιο Ýργο, Ýχουμε Ýνα γλωσσικü ανακÜτωμα απü ιδιωματικÜ, διαλεκτικÜ και λüγια στοιχεßα. Ξεχωρßζει üμως παντοý η προσπÜθεια για τη χρÞση ενüς απλοý, κατανοητοý λüγου, που να πλησιÜζει üσο γßνεται στην ομιλοýμενη γλþσσα. Εßναι Üλλωστε η πρþτη σοβαρÞ προσπÜθεια για τη γραπτÞ καθιÝρωσÞ της.

    ΑνÜμεσα στους θρησκευτικοýς αυτοýς πεζογρÜφους συγκαταλÝ­γεται κι ο ΙωÜννης ΜορεζÞνος, πλοýσιος ιερÝας απü τον ΧÜντακα, που γρÜφει στα τÝλη του 16ου αιþνα. Το Ýργο του "Η Κλßνη Του Σολομþντος" δεν τυπþθηκε ποτÝ, εßχε üμως σημαντικÞ χειρüγρα­φη διÜδοση.

     ¼μως καιρüς εßναι να περÜσουμε στα αριστουργÞματα εκεßνα του τÝλους του 16ου και του 17ου αιþνα, που Ýδωσαν σ' üλη εκεßνη τη περßοδο το üνομα ΚρητικÞ ΑναγÝννηση.

--------------------------------------------------------
Σημ: Ο Μανοýσος Μανοýσακας υποστηρßζει την Üποψη πως η λογοτεχνßα δε μπüρεσε ν' αναπτυχθεß στους ταραγμÝνους δýο πρþτους αιþνες της ΕνετικÞς κυριαρχßας λüγω των αλλεπÜλληλων επαναστÜσεων. ¼μως το επιχεßρημα αυτü εßναι σχετικü, γιατß ξÝρουμε πως σ' επαναστατικÝς περιüδους πολλÝς φορÝς η λογοτεχνßα ανθεß.
---------------------------------------------------------

                               Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

 

     Η «Βοσκοποýλα» εßναι Ýνα απü τα πρþτα αριστουργÞματα της αναγεννησιακÞς αυτÞς περιüδου για τα ελληνικÜ γρÜμματα. Αν και η πρþτη μαρτυροýμενη Ýκδοση του Ýργου εßναι του 1627, η συγγραφÞ πρÝπει να Ýγινε γýρω στο 1600. ΕπηρεασμÝνο απü την ιταλικÞ ποιμενικÞ ποßηση της ΑναγÝννη­σης που εκφρÜζει την νοσταλγßα του αστοý για τη φυσικÞ ζωÞ τÞς υπαßθρου, το ειδýλλιο αυτü χαρακτηρßζεται απü σπÜνιες λογοτεχνι­κÝς αρετÝς. Η «ευαισθησßα στην ομορφιÜ του λüγου», η «κομψüτη­τα της Ýκφρασης», η «χÜρη των εικüνων», οι «ελαφρüτατες ψυχο­λογικÝς αποχρþσεις που δßνουν στους χαρακτÞρες των ηρþων εξαßσια ποý και ποý φωτοσκßαση» φανερþνουν, λÝγει ο ΔημαρÜς, Ýνα μεγÜλο δημιουργü.

     Η υπüθεση του Ýργου εßναι απλÞ: Ýνας νεαρüς βοσκüς και μια βοσκοποýλα συναντιþνται κι ερωτεýονται παρÜφορα ο Ýνας τον Üλλο. Συζοýν για λßγο καιρü, üμως ο νεαρüς βοσκüς εßναι αναγκα­σμÝνος να φýγει, καθþς περιμÝνουν απü στιγμÞ σε στιγμÞ τον πατÝρα της βοσκοποýλας. Κανονßζουν üμως να επιστρÝψει σ' Ýνα μÞνα. ¼μως, στο μεταξý αρρωσταßνει κι αθετεß Ýτσι την υπüσχε­ση του. Η βοσκοποýλα μη βλÝποντας τον καλü της να γυρßζει πεθαßνει απü το μαρÜζι. ¼ταν επιτÝλους εκεßνος Ýρχεται, βρßσκει το γÝρο πατÝρα της να θρηνεß την πεθαμÝνη κüρη του. Το Ýργο τελειþνει με τον σπαραγμü του βοσκοý.


Και ποιÜ παρηγοριÜ μπορεß να σþση

αλÜφρωσιν τζου πüνους μου να δþση...

Φßλους και συγγενεßς θÝλω μισÞσει

δεν θÝλω να σφαγþ μα θÝλω ζÞσει

δια νÜχω πüνους, πßκρες και λακτÜρες.

Μα θε να ζω και θε να παραδÝρνω

χßλιες φορÝς την þρα να πεθαßνω.

Τα üρη, τα χαρÜκια να με φÜσι

και να 'ναι η κατοικιÜ μου μÝσ' τα δÜση
μÝρα νýχτα να κλαßω, να θρηνοýμαι,

τα πÝνθη μου στα üρη να δηγοýμαι,

να κÜμω τα θηριÜ να με ακλουθοýσι,

να κλαßουν με τα μÝνα, να πονοýσι,

παντοýρα να μη παßζω, ουδÝ φιαμπüλι,

σ' λιβÜδι να μην μπω, ουδ' εις περβüλι

τα πρüβατÜ μου πλÝον να μην αρμÝξω

μüν' να περνþ κακüν καιρü κι αδÝξο...

     Οι 416 ενδεκασýλλαβοι ομοιοκατÜληκτοι στßχοι του αγνþστου συγγραφÝα, εßχαν τερÜστια απÞχηση. Ο Σολωμüς γýρω στο 1824 μαρτυρεß πως δεν υπÞρχε γυναßκα στην εποχÞ του που να μη γνþριζε τη βοσκοποýλα. Τον ισχυρισμü του ενισχýουν κι οι δÝκα παραλλαγÝς που κατÝχουμε του Ýργου1 (τÝσσερις ΚρητικÝς, δýο Ροδßτικες, δýο Χιþτικες, μια της ΜÞλου και μια της ΝÜξου), ενδεικτικÝς της τερÜστιας διÜδοσης που εßχε.

     ¸να Üλλο μεγÜλο Ýργο της ΚρητικÞς λογοτεχνßας της εποχÞς εκεßνης εßναι κι η «Θυσßα Του ΑβραÜμ». ΕμπνευσμÝνο και αυτü (üπως üλα σχεδüν τα Ýργα της ΚρητικÞς αναγÝννησης) απü Ýνα ιταλικü Ýργο, τον «ΙσαÜκ» του Luigi Groto, ξεπερνÜ κατÜ πολý το πρüτυπο του. ¼πως λÝγει ο ΑλÝξης Σολωμüς,5 «εκεßνα που πÞρε η Θυσßα απ' αυτü εßναι τα ψεγÜδια της κι εκεßνα που δεν πÞρε τα χαρßσματÜ της».

     Επßκεντρο του Ýργου δεν εßναι η θρησκευτικÞ συγκßνηση, üπως τουλÜχιστον υποδηλþνει το θÝμα, αλλÜ η λεπτÞ κι επεξεργασμÝνη διαγραφÞ της ψυχολογßας των ηρþων. Ο ΑβραÜμ δεν εßναι ολüτελα ο βιβλικüς ΑβραÜμ, Þ ο ΑβραÜμ των μεσαιωνικþν μυστηρßων (Ýργων θρησκευτικÞς προπαγÜνδας). Δεν δÝχεται αδιαμαρτýρητα τη θεúκÞ εντολÞ να σφÜξει τον ΙσαÜκ, αλλÜ ζητÜ απü τον Θεü να την ακυρþσει.

Ανεß για κρßμα η χÜρη σου αντßμεψη γυρεýγει

τιμþρησε τον ΑβραÜμ, το τÝκνο τι σου φταßγει;

¸παρ ΘεÝ τον ΑβραÜμ μ' üτι κι αν αφεντεýει

και ζωντανü τον ΙσαÜκ Üφησ' να σου δουλεýει.

Αφοý üμως «μετÜθεση δεν Ýχει το μαντÜτο», μετριÜζει την παρÜκλησÞ του και ζητÜ, Ýστω, να πεθÜνει ο ΙσαÜκ,

μα να του δþσει θÜνατο ο κýρης μην τ' ορßσεις.

     Αφοý και αυτÞ η παρÜκληση δεν εισακοýεται, παρακαλεß τουλÜ­χιστον το θεü να κÜνει þστε να μην αναγνωρßζει το τÝκνο του την þρα που θα τον σφÜζει,

γιατß Ýχω σÜρκα και πονþ, καρδιÜ και λαχταρßζω

     ΤÝλος ζητÜει απü τον θεü τη δýναμη να πνßξει τον πüνο του και να εκτελÝσει με τον πρÝποντα τρüπο τη θυσßα.

Κι εσý, θεÝ, που τ' üρισες, δþσ' δýναμη κι εμÝνα

να κÜμω τ' ανημπüρετα σÞμερο μπορεμÝνα,

να τüνε δω Üθος να γενεß, να μην αναδακρυþσω,

και τη θυσßα üπου ζητÜς, σωστÞ να σου τη δþσω.

     Η πιο δραματικÞ üμως μορφÞ εßναι η μορφÞ της ΣÜρας. ¼πως πολý σωστÜ εßπε κÜποιος, στο τÝλος του Ýργου στον αναγνþστη μÝνει περισσüτερο η μορφÞ της ΣÜρας, ο σπαρακτικüς της θρÞ­νος, παρÜ ο ΑβραÜμ με τη σχετικÞ πολυλογßα του. Εδþ φαßνεται περισσüτερο κι η μαστοριÜ του συγγραφÝα. Αν η ποßησÞ του δεν Ýφτανε το ýψος που απαιτεß το θÝμα του, ο πüνος της μÜνας που πρüκειται να χÜσει τα παιδß της, το Ýργο θα αποτýχαινε και θα Ýμοιαζε περισσüτερο με παρωδßα. ¼μως ο ποιητÞς εßναι πραγματι­κüς τεχνßτης στο λüγο. Εκεßνα τα υπÝροχα επαναλαμβανüμενα «οφοý» που βÜζει στο στüμα της ΣÜρας, που φαßνονται να βγαß­νουν κατ' ευθεßα απü τα βÜθη μιας ψυχÞς που συγκλονßζεται απü τον πüνο, πεßθουν περισσüτερο απü τις λεκτικÝς εικüνες με τις οποßες προσπαθεß να εκφρÜσει η ΣÜρα τον σπαραγμü της, φÝρνο­ντας στο μυαλü μας ανÜλογες μνÞμες.

¼φου μαντÜτο, üψου φωνÞ, üφου καρδιÜς λακτÜρα,

üφου φωτιÜ που μ' Ýκαψε, üφου κορμιοý τρομÜρα,

üφου μαχαßρια και σπαθιÜ, που μπÞκαν στην καρδιÜ μου

κι εκÜμαν εκατü πληγÝς μÝσα στα σωθικÜ μου!

     Ο ΑβραÜμ Ýχει τþρα να αντιμετωπßσει και την ωρυüμενη μητÝρα, που στο τÝλος του θρÞνου της πÝφτει λιπüθυμη.

ΑπÜνω στσι καημοýς καημüς κι απÜνω εις πρßκες πρßκα,

και προς τα πρþτα βÜσανα Üλλα για μια μ' ευρÞκα.

     Πριν προλÜβουν να ξεκινÞσουν για τη θυσßα, η ΣÜρα ξελιγþνεται. Το μαντÜτο το φÝρνει η ΤαμÜρ. ¼μως τον ΑβραÜμ κÜθε Üλλο παρÜ τον χαροποιεß η εßδηση.

Θαρρεß η δουλεýτρα κι Þφερε μαντÜτο που μ' αρÝσει.

Η ΣÜρρα ξελιγþθηκε κι Ýχει να με μπερδÝσει.

    Στη στιχομυθßα που ακολουθεß ανÜμεσα στη ΣÜρα και στον ΑβραÜμ, φαßνεται ο σπαραγμüς της ΣÜρας πιο συγκρατημÝνος μα πιο βαθýς, θα λÝγαμε πιο λυρικüς.

¼φου, παιδß τσ' υπακοÞς, ποý μÝλλεις να στρατεýεις;

'ς ποιον τüπο σ' εκαλÝσασι να πας να ταξιδÝψεις;

και πüτες να σε καρτερεß ο κýρης κι η μητÝρα;

ποιαν εβδομÜδα, ποιον καιρü, ποιο μÞνα, ποιαν ημÝρα;

     Ο ποιητÞς μεταχειρßζεται Üφθονα τα στοιχεßα της λαúκÞς παρÜδο­σης, γνωμικÜ, ευχÝς, παραβολÝς, λαúκÝς εκφρÜσεις. Αυτü κÜνει τους ÞρωÝς του πιο πειστικοýς, πιο ρεαλιστικοýς, και ταυτüχρονα το Ýργο του βαθιÜ λαúκü.

Κι ας τÜξω δεν το γÝννησα, μÞδ' εßδα το ποτÝ μου,

μα ναν' κερßν αφτουμÝνο εκρÜτουν κι ÞσβυσÝ μου.

     Πüσες φορÝς δεν Üκουσα αυτü το στßχο απü τη μητÝρα μου üταν, μικρüς, τýχαινε να τη στενοχωρÝσω!

Κι ας τÜξω η κακορßζικη πως δε σ' εßχα ποτÝ μου,

μα Ýνα κερÜκι αφτοýμενο εκρÜτου κι ÞσβυσÝ μου.

    (Το παραπÜνω δßστιχο το συναντοýμε και στον «Ερωτüκριτο» κι αν υποθÝσουμε üτι ο ποιητÞς της «Θυσßας» εßναι ο ßδιος με τον ποιητÞ του «Ερωτüκριτου», πρÜγμα που υποστηρßζουν πολλοß, τüτε το δßστιχο αυτü πρÝπει να προÝρχεται απü τη λαúκÞ παρÜδοση, γιατß μας εßναι δýσκολο να πιστÝψουμε πως Ýνας τüσο μεγÜλος ποιητÞς επαναλαμβÜνει τον εαυτü του.) Ξεκινοýν για τη θυσßα. ΦτÜνουν στην κορφÞ του βουνοý, κι ο ΑβραÜμ προσπαθεß να πÜρει δýναμη για να εκτελÝσει το Ýργο του:

Η σÜρκα αν εßναι και πονεß, απομονÞ ας Ýχει
γρικÜ το ο λογαριασμüς, üπου καλλιÜ κατÝχει.


     ΥπÜρχουν πολλÝς εκφρÜσεις σαν κι αυτÞ, ολüτελα παροιμιακÝς στην επιγραμματικÞ τους διατýπωση, που δßνουν μια πρüσθετη λαúκüτητα το Ýργο. Ο λαüς, αυτü το ξÝρουν καλÜ üσοι Ýχουν ζÞσει κοντÜ σε αγρüτες, αρÝσκεται να μιλÜει με επιγραμματικÝς εκφρÜ­σεις, παροιμßες, γνωμικÜ. Το γνωμικü και η παροιμßα αποτελοýν μοναδικÞ περßπτωση αποκρυσταλλωμÝνης εμπειρßας που 'ναι τüσο πλατιÜ διαδεδομÝνη στις μÜζες. ΠαρÜβαλε ακüμη:

ΕυλογημÝνε Σαβαþθ, δοξÜζω τ' üνομÜ Σου

φýλλο δεν πÝφτει απ' το δεντρü, χωρßς το θÝλημÜ Σου.

     Πιο κÜτω υπÜρχει το ßδιο δßστιχο ελαφρÜ παραλλαγμÝνο.

Ω πολυÝλεε ΘεÝ, δοξÜζω τ' üνομÜ Σου,

φýλλο δεν πÝφτει απ' το δεντρü, χωρßς το θÝλημÜ Σου.

     Κι αυτü το δßστιχο πρÝπει να εßναι λαúκÞς προÝλευσης, καθþς επαναλαμβÜνεται δýο φορÝς στο ßδιο κεßμενο. Μικρüς, το Üκουγα πολλÝς φορÝς απü τη γιαγιÜ μου.

Θε μου μεγαλοδýναμε, μεγÜλο τ' üνομÜ Σου

φýλλο δεν πÝφτει απü δεντρü, χωρßς το θÝλημÜ σου.

     Σημειþνουμε τÝλος αυτüν τον λαúκü τýπο ευχÞς:

Η ευκÞ τσ' ευκÞς μου καλογιÝ, εις τα στρατÝματÜ σου

και να ν' ομπρüς κι οπßσω σου, κι εις τα ποδüζαλÜ σου

     και πιο κÜτω:

Η ευκÞ τσ' ευκÞς μου τÝκνο μου εις τα στρατÝματÜ σου,

στο σφÜμα σου, στο κÜημα σου, στ' απομισÝματÜ σου.

     Μια ευχÞ του ßδιου τýπου εßχα ακοýσει επßσης πολλÝς φορÝς απü τη γιαγιÜ μου.

την ευκÞ τσ' ευκÞς μου να 'χεις
και χωρßς να κÜμεις να 'χεις
.

     Η γενικÞ «τσ' ευκÞς» επιτεßνει την Ýννοια που εκφρÜζει η ονομαστικÞ. ΠαρÜβαλε και τη βρισιÜ «διÜλε το σüι του σογιοý σου». Το τÝλος του μýθου εßναι σ' üλους γνωστü. Την τελευταßα στιγμÞ εμφανßζεται Üγγελος κυρßου και πιÜνει το χÝρι του ΑβραÜμ, πριν προλÜβει να εκτελÝσει τη θεúκÞ εντολÞ. ¸τσι το Ýργο τελειþνει με χÜπι-εντ.

Τα περασμÝνα εδιÜβησαν και τα γραμμÝνα ελιþσα,

επÜψασι τα κλÜματα, τα βÜσανα ετελειþσα.

     Η χαρÜ της μÜνας εκφρÜζεται με τους ßδιους εξαßσιους τüνους, üπως εκφρÜστηκε και προηγουμÝνως ο θρÞνος της.

Δεν ημπορþ να καρτερþ, να στÝκω ν' ανιμÝνω,

πα ν' απαντÞξω του παιδιοý γη αποý το νου μου βγαßνω.

ΕπÜ 'ναι ο κανακÜρης μου, üφου, η ψυχÞ μου βγαßνει

θωρþ η καρδιÜ μου δε βαστÜ 'ς τüση χαρÜ που μπαßνει.

     Η "Ερωφßλη" κι "Η Θυσßα Του ΑβραÜμ" αποτελοýν τα δýο κορυφαßα αριστουργÞματα του Κρητικοý θεÜτρου. Γι' αυτü δεν Ýχουν απο­φανθεß μüνο οι φιλüλογοι μα κι οι χιλιÜδες αναγνþστες, üπως μαρτυροýν οι αλλεπÜλληλες εκδüσεις των δýο αυτþν Ýργων. Για την "Ερωφßλη" υπÜρχουν επιπλÝον μαρτυρßες üτι παραστÜθηκε αρκετÝς φορÝς. Και για το Ýργο αυτü υπÜρχει Ýνα ιταλικü πρüτυπο, η «ΟρμπÝκκε» του ΤζιρÜλντι. Μικρüτερες επιρροÝς δÝχθηκε ο συγγραφÝας απü τον «ΒασιλιÜ Τορρισμüντο» του ΤορκουÜτο ΤÜσσο. Παρüλα ταýτα ο Βßττι λÝγει üτι «η εξÜρτηση του Ýργου απü ιταλικÜ πρüτυπα δεν ελαττþνει καθüλου την αξßα του», ενþ ο 'Αριστος ΚαμπÜνης, λιγüτερο συγκρατημÝνα, αναφωνεß πως κι απλÞ μετÜφραση να Þταν, ο μεταφραστÞς θα Üξιζε üσο και Ýνας ποιητÞς πρωτüτυπου Ýργου. Το Ýργο ξεκινÜει με το χÜρο που μιλÜει για την «ασυστασιÜ» της τýχης.


Το ψες εδιÜβη, το προψÝς μπλιο δεν ανιστορÜται,

σπßθα μικρÜ το σÞμερο στα σκοτεινÜ λογÜται...

    ¸χει και τις αποδεßξεις του:

Ποý των ΕλλÞνω οι βασιλειÝς; Ποý των Ρωμιþν οι τüσες

πλοýσιες και μπορεζÜμενες χþρες; Ποý τüσες γνþσες

και τÝχνες; Ποý 'ν οι δüξες τως; Ποý σÞμερον εκεßνες

στ' Üρματα κι εις τα γρÜμματα οι ξακουστÝς ΑθÞνες;


     Και προειδοποιεß αμεßλικτα τους θεατÝς:


Φτωχοß, τ' αρπÜτε φεýγουσι, τα σφßγγετε πετοýσι,

τα περμαζþνετε σκορποýν, τα κτßζετε χαλοýσι!

Σα σπßθα σβÞνει η δüξα σας, τα πλοýτη σας σα σκüνη

σκορποýσινε και χÜνουνται. Και τ' üνομα σας λιþνει

σα να 'ταν με το χÝρι σας γραμμÝνο εις περγιÜλι

στη διÜκριση της θÜλασσας...

     ¼μως Ýχει και μιαν Üλλη δουλειÜ να κÜνει ο χÜρος, να προλÝξει την Ýκβαση του τραγικοý μýθου. Ο μýθος δεν εßναι γνωστüς στις ΚρητικÝς τραγωδßες, αντßθετα μ' ü,τι συμβαßνει στις κλασσικÝς και γι' αυτü οι θεατÝς πρÝπει να μÜθουν το τÝλος του Ýργου. Εδþ δεν υπÜρχει κανÝνα σασπÝνς που χαρακτηρßζει το σýγχρονο δρÜμα, επηρεασμÝνο απü το μυθιστüρημα. Ο θεατÞς ξÝρει εκ των προτÝρων τι πρüκειται να συμβεß και τα λεγüμενα του Þρωα, καθþς κι üλα τα δρþμενα επß σκηνÞς, αξιολογοýνται στη βÜση της φοβερÞς προοπτικÞς.

     Η πρþτη πρÜξη (το Ýργο Ýχει συνολικÜ πÝντε), ξεκινÜει με τον μονüλογο του ΠανÜρετου, πλημμυρισμÝνο απü ερωτικü λυρισμü. ¸πειτα καταφτÜνει ο φßλος του ο Καρπüφορος, στον οποßο εκμυστηρεýεται τον ÝρωτÜ του για την üμορφη βασιλοποýλα Ερωφßλη, την κüρη του Φιλüγονου, του βασιλιÜ της ΜÝμφιδας, üπου διαδραματßζεται και η üλη υπüθεση του Ýργου. Στην αρχÞ, λÝει, προσπÜθησε να πνßξει αυτü το Üπρεπο συναßσθημα, üμως εκεßνο üλο και θÝριευε. Ο Καρποφüρος δεν εκπλÞσσεται.

Μη το 'χεις για παρÜξενο, γιατß το μποδισμÝνο

πρÜμα αγαπÜται πλειüτερο, και πλια 'ν' πεθυμισμÝνο.

     Ο ΠανÜρετος κατüπιν λÝει πüσο του στοßχισε üταν κÜποτε αναγκÜστηκε να βρεθεß μακριÜ απü την Ερωφßλη, για να ηγηθεß μιας εκστρατεßας ενÜντια στους εχθροýς της χþρας.

Δε φαßνουνται στον ουρανü τη νýκτα τη καθÜρια

τüσ' Üστρα, μηδÝ στο γιαλü τüσα δεν εßναι ψÜρια,

μηδÝ 'ς τσι κÜμπους λοýλουδα τüσα μπορεß βρεθοýσι,

μηδÝ ποτÝ τüσα πουλιÜ στα δÜση κατοικοýσι,

üσ' εßχε η δüλια μου καρδιÜ τüτες πουρνü και βρÜδυ

με τüσους αναστεναγμοýς βÜσανα πÜντ' αμÜδι.

     Ο χωρισμüς αυτüς στÜθηκε αιτßα να θεριÝψουν τα αισθÞματÜ του κι Ýτσι üταν επιστρÝφει νικητÞς, αποφασßζει να της εξομολο­γηθεß τον Ýρωτα του. Βρßσκει ανταπüκριση, üμως την υπÝρτατη ευτυχßα στην οποßα βρßσκονται οι δυο τους, την σκιÜζει το Üγχος για την Ýκβαση του δεσμοý τους.

Ω πüσα καλορρßζικος να κρÜζεται τυχαßνει

γης, αποý μια καλομοιριÜ δεν Ýχει γνωρισμÝνη,

γιατß γνωρßζοντÜς τηνε, στο 'στερο σαν του λεßψη,

να στÝκη πλιον του δε μπορεß δßχως καημü και θλßψη.

     Ο Καρποφüρος ρωτÜει:

Πε μου, να ζης, ΠανÜρετε, μπορεßς να την αφÞσης;

μπορεßς ποτÝ σου δßχως τσι μιαν þρα πλιο να ζÞσης;

    Για να πÜρει κατηγορηματικÞ την απÜντηση:

Πþς εßναι μπορεζÜμενο κορμß να ξεχωρßση

αποý την ßδιαν του ψυχÞ, και να μπορÞ να ζÞση;

χωρßς αÝρα το πουλß, χωρßς νερü το ψÜρι

πþς εßναι δυνατü τωνε να 'χουσι ζÞσης χÜρη;

    ΜετÜ εμφανßζεται στη σκηνÞ ο βασιλιÜς με τον σýμβουλο του. Ο βασιλιÜς πληροφορεß τον σýμβουλο πως γυρεýουνε την κüρη του δýο βασιλüπουλα για νýφη, και πως αυτüς, παρüλο που την υπεραγαπÜ και δεν θÝλει να την αποχωρισθεß, σκÝφτεται πως δεν εßναι σωστü να την Ýχει για πÜντα κοντÜ του, üτι πρÝπει να την παντρÝψει. Ο σýμβουλος μÝνοντας μοναχüς του μιλÜει για την ασυστασιÜ της τýχης, προεκτεßνοντας τα λüγια του χÜρου στον πρüλογο.

ΑνÝν κι οι καλορρßζικοι τον κýκλον εμποροýσα

του ριζικοý, με τα σκοινιÜ δεμÝνο να κρατοýσα,

γη ανÝν κι η τýχη σαν τροχüς δεν Þθελε γυρßζει,

κι εκεßνους, αποý κÜθονται ψηλÜ, να μη γκεμνßζη,

σÞμερο καλορρßζικο στον κüσμο πλια μεγÜλο

το ΒασιλιÜ μας εßχα πει παρÜ κανÝναν Üλλο·

μ' απεßτις κÜποιο ριζικü στον κüσμο ανακατþνει

και πλοýσιους ρßχνει χαμηλÜ, κι ανÞμπορους σηκþνει,

δεν πρÝπει πρßχου δη κανεßς το τÝλος, να παινÝση

’σ τς αρχÝς ποτÝ καλομοιριÜ τ' ανθρþπου, γη στη μÝση.

    Στη δεýτερη πρÜξη η Ερωφßλη εξομολογεßται στη ΝÝνα της τις σχÝσεις της με τον ΠανÜρετο. Μακαρßζει τις φτωχÝς κορασοποýλες, που σ' αυτÝς δεν μπαßνουν εμπüδια να πÜρουν αυτüν που αγαποýν.

ΠÜσα φτωχÞ κι ανÞμπορη, καθþς θωρþ, τυχαßνει

να 'ν απü μÝνα σÞμερα περßσσια ζηλεμÝνη,

γιατß ανισþς κι ορßζουσι Üλλοι την εμαυτÞ μου,

τη βασßλεια σκλαβιÜ κρατþ, την αφεντιÜ φλακÞ μου.

    Της εκμυστηρεýεται ακüμη τα μαýρα της προαισθÞματα.

Φοβοýμαι ασκιÝς, τρÝμω üνειρα, δειλιþ σημÜδια πλεßσια,

χßλιες φοβÝρες τ' ουρανοý με τυραννοýσιν ßσια...

Κι Üγρια τη νýκτα μ' εξυπνοýν χßλιες θωριÝς, και τοýτη

τη βαρεμÝνη μου καρδιÜ σκßζου και σφÜζου μοý τη.

Πþς παßρνουσι το ταßρι μου μÝσ' αποý την αγκÜλη

τοýτη συχνιÜ μου φαßνεται...


     Η δεýτερη πρÜξη κλεßνει με τη συνÜντηση Φιλüγονου και ΠανÜ­ρετου. Ο βασιλιÜς θÝλει να βÜλει τον ΠανÜρετο να μεσιτÝψει, να ξεψαχνßσει την κüρη του για να δει ποιο απ' τα δýο βασιλüπουλα προτιμÜ. Η τρßτη πρÜξη ξεκινÜει με τον μονüλογο της Ερωφßλης.


Τα γÝλια με τα κλÜματα, με τη χαρÜν η προßκα

μιαν þραν εσπαρθÞκασι κι ομÜδι εγεννηθÞκα.

Γιαýτως μαζß γυρßζουσι και το 'να τ' Üλλο αλλÜσσει

Κι üποιος εγÝλα το ταχý κλαßγει πρßχου βραδυÜσει...


     για να τα βÜλει κατüπιν με τον Ýρωτα που


χßλιες φορÝς μ' εξüδεψε, χßλιες να πιÜνει τüπο

στο νου μου δεν τον Üφηνα, μ' Ýνα Þ μ' Üλλον τρüπο,

χßλιες τ' αυτιÜ εμολýβωνα, για να μηδÝ γροικοýσι

τσι σιργουλιÝς του τσι γλυκÝς τα μÝλη να πονοýσι...

Μα κεßνος, μÜστορας καλüς γιατ' Þταν του πολÝμου,

μÝρα και νýκτα δυνατü πüλεμον ÝδιδÝ μου...

Κι þρες γλυκýς μου φαßνετο, κι þρες πρικýς περßσσια

κι þρες στρατιþτης δυνατüς, κι þρες παιδÜκιν ßσια...

Κι εδÜ που καλορßζικη παρ ' Üλλην εκρατοýμου

και χßλιες Ýτασσα χαρÝς και ανÜπαψες του νου μου,

τüνε θωρþ, τον πßβουλο και την αγÜπη αρχßζει

την ψεýτικη που μου 'δεßχνε σε μÜχη να γυρßζει.

    ¸ρχεται κατüπιν ο ΠανÜρετος και ακολουθεß «ο ομορφüτερος ερωτικüς διÜλογος που Ýγραψε ποτÝ ¸λληνας ποιητÞς». (ΑλÝξης Σολωμüς).

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

Στον Þλιον Ýχω ντÞρηση κι εις τ' Üστρα που περνοýσι

και τσι μορφιÝς σου, αφÝντρα μου, κÜτω στη γη θωροýσι

μηδÝ χυθοý κι αρπÜξου σε...

ΕΡΩΦΙΛΗ

¹ üμορφη εßμαι Þ Üσκημη. ΠανÜρετε, ψυχÞ μου,

για σÝναν εγεννÞθηκε στον κüσμο το κορμß μου.

     Ο διÜλογος κλεßνει με τον παγανιστικü üρκο της Ερωφßλης üτι θα εßναι αιþνια πιστÞ στον αγαπημÝνο της. Η τρßτη πρÜξη τελειþνει με την εμφÜνιση της σκιÜς του αδελφοý του βασιλιÜ, τον οποßο ο Φιλüγονος εßχε σκοτþσει για να του πÜρει τη βασιλεßα και τη γυναßκα του. ¸ρχεται απü τον 'Αδη για ν' απολαýσει με τα ßδια του τα μÜτια την καταστροφÞ που ετοιμÜζει σÞμερα η θεßα δßκη για τον αδελφü του.

     Οι τρεις πρþτες πρÜξεις εßχαν εισαγωγικü χαρακτÞρα, αποκαλý­πτοντÜς μας τα πρüσωπα, την ψυχολογßα τους και τις μεταξý τους σχÝσεις. Με την Ýναρξη της τÝταρτης πρÜξης, η δρÜση αρχßζει να εκτυλßσσεται γοργÜ. Η ΝÝνα μÜς λÝει üτι ο βασιλιÜς Ýμαθε για τις σχÝσεις της κüρης του με τον ΠανÜρετο, και τþρα üλοι περιμÝνουν Ýντρομοι την Ýκρηξη της οργÞς του. Κατüπιν ο βασιλιÜς διηγεßται στον σýμβουλü του πþς ανακÜλυψε ο ßδιος τις σχÝσεις της κüρης του με τον ΠανÜρετο, και ορκßζεται μανιασμÝνος üτι θα πÜρει εκδßκηση. ΞαφνικÜ καταφθÜνει η Ερωφßλη. ΠαραδÝχεται το σφÜλ­μα της να κÜνει γÜμο χωστÜ απü τον πατÝρα της, προσπαθεß üμως να τον πεßσει üτι ο ΠανÜρετος κι αν ακüμη δεν εßναι βασιλιÜς, Ýχει «αρετÝς περισσÝς» κι αυτÝς αξßζουν περισσüτερο.

Κýρη, καλλιÜ ναι, κÜτεχε, γης χαμηλοβγαλμÝνος

με πλÞσιες διÜξεις κι αρετÝς και χÜρες στολισμÝνος,

παρÜ πασ’ Ýνα βασιλιü πλουσιüτατο απü τüπους

κι απü αρετÝς φτωχüτερος παρÜ μικροýς ανθρþπους.

     Ο βασιλιÜς φυσικÜ δεν πεßθεται. Τüτε η Ερωφßλη βÜζει σ' ενÝργεια τα παρακÜλια.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Γýρισ' ΑφÝντη μου, να ζης, γýρισε προς εμÝνα

τ' ομμÜτια, που κρατεßς στη γη περßσσια θυμωμÝνα,

γýρισε δþσ' μου μια γλυκειÜ θωριÜ, να ξορισθοýσι

σα νÝφαλα εκ τον Üνεμον οι φüβοι, που κρατοýσι

το νου μου τσι βαριüμοιρης μεσοξετρουμισμÝνο,

κι απü το φüβο ζωντανÞ στον 'Αδη κατεβαßνω.

     ¼μως κι αυτÜ δεν Ýχουν αποτÝλεσμα. Η Ερωφßλη αρχßζει να ψυχανεμßζεται το φοβερü τÝλος.

ΕΡΩΦΙΛΗ

ΟúμÝνα, κορασßδες μου, κι εßντα πολλÜ τρομÜσσω,

σÞμερα με το ταßρι μου στον 'Αδη μην περÜσω.

ΜÜννα ακριβÞ μου, σκιÜς εσý 'ς τοýτο συμπÜθησÝ μου

το φταßσιμον, αποý 'καμα και τüπον Üδειασε μου

κÜτω στον 'Αδη, να μπορþ να στÝκω μετÜ σÝνα,

δýο πρικαμÝνες να μεστÜ μ' üνομα μüνον Ýνα.

    Κατüπιν ακολουθεß μια στιχομυθßα ανÜμεσα στο βασιλιÜ και τον σýμβουλο. Ο σýμβουλος προσπαθεß να μεταπεßσει το βασιλιÜ και να μην εκδικηθεß τους δýο ερωτευμÝνους και τονßζει κι αυτüς την αξßα που Ýχουν οι αρετÝς συγκρινüμενες με τα πλοýτη.

Οι φρüνιμοι, Üξιε ΒασιλιÝ, φτþχεια συντροφιασμÝνη

με διÜξες κι αρετÝς κρατοý πλειüτερα τιμημÝνη,

παρÜ πολλÞ πλουσιüτητα και βασιλειÜ μεγÜλη,

γδυμνÞ απü πÜσαν αρετÞ, και δßχως χÜριν Üλλη·

γιατß τα Ýχη τα πολλÜ και τα περßσσια πλοýτη

δεν εßν' 'ς τς αθρþπους πÜντοτε, αμ' þρες τα 'χουν τοýτοι,

κι þρες ξαφνßδια χÜνουνται, και παßρνουσßν τως τ' Üλλοι,

και πÜντα πηαßνου κι Ýρχονται σαν κýμα 'ς περιγιÜλι

γι' αýτως τσι πλοýσιους βλÝπομε συχνιÜ το πþς φτωχαßνου,

και τσß φτωχοýς κιαμιÜ φορÜ πþς βασιλιοß απομÝνου·

     Κατüπιν βλÝπουμε τον ΠανÜρετο αλυσοδεμÝνο μπροστÜ στο βασιλιÜ. Αναγνωρßζει το τι του χρωστÜ, λÝει üμως üτι κι αν Ýσφαλε, το σφÜλμα του εßναι συγχωρητÝο.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

Στα χÝρια σου μ' ανÜθρεψες, μεγÜλον ÝκαμÝς με,

πολλÝς κι αρßφνητες τιμÝς, ΑφÝντη μ' ÜξιωσÝς με,

και πÜντα μου το γνþριζα, πÜντα 'φχαρßστησÜ σου

και μπιστικÜ στο δýνουμου πÜντα μου 'δοýλεψÜ σου·

μα 'σφαλα, μολογþ σου το, κι Ýμεινα νικημÝνος

αποý τον πüθο, κατÜ πþς πÜντα συνηθισμÝνος

εßναι τσ αθρþπους να νικÜ· δεν Þμουν με τς οχθροýς σου

προδüτης σου, δεν Ýδωκα τσι τüπους τς εδικοýς σου

τοχθροý σου· νιüτη κι ομορφιÜ, σπλÜχνος και καλωσýνη

μου κÜμασινε την καρδιÜ στον πüθο να συγκλßνη.

    Του αποκαλýπτει κατüπιν πως εßναι κι αυτüς βασιλüπουλο, γιος του Θρασýμαχου, του βασιλιÜ της ΤζÝντζας. Ο Φιλüγονος κÜθε Üλλο παρÜ τον πιστεýει. Του υπενθυμßζει τις δοýλεψÝς του, πüσες φορÝς νßκησε τους εχθροýς του κι Ýσωσε τη χþρα απü δýσκολες στιγμÝς. Ο ΒασιλιÜς üμως δεν φαßνεται να συγκινεßται. Την απüφα­σÞ του την Ýχει παρμÝνη.

     Στην τελευταßα πρÜξη ακοýμε τον μαντατοφüρο να περιγρÜφει τα τüσα βασανιστÞρια στα οποßα υπÝβαλε ο Φιλüγονος τον ΠανÜρε­το. Πρþτα οι δοýλοι τον κτυποýν μÝχρι λιποθυμßας, Ýπειτα του κüβουν τη γλþσσα και του βγÜζουν τα μÜτια. Το τελειωτικü κτýπημα το δßνει ο ßδιος ο βασιλιÜς, καρφþνοντας το σπαθß του στο στÞθος του. Αφοý εßναι πια νεκρüς, του κüβουν κεφÜλι, χÝρια, πüδια, του ξεριζþνουν και την καρδιÜ απü τα στÞθη κι üλα μαζß τα ρßχνουν μÝσα σε Ýνα χρυσü «βατσÝλι». ¸πειτα ο βασιλιÜς βÜζει και του φωνÜζουν την Ερωφßλη. ΑυτÞ, ξεκινþντας να τον βρει, προαισθÜνεται ακüμα μια φορÜ το φοβερü τÝλος που σιμþνει.

ΕΡΩΦΙΛΗ

ΝÝνα, ποθαßνω, λÝγω σου, κι αν εßναι μπορετü σου

'ς μιαν Üρκλα με το ταßρι μου τα χÝρια σου ας με χþσου·

τα κακορρßζικα κορμιÜ τ' αδικοσκοτωμÝνα

χþμα στον 'Αδη ας γενοýν τον πρικαμÝνον Ýνα,

καθþς τα δυο με μια ψυχÞ στον κüσμ' απÜνω 'ζοýσα,

κι αγαπημÝνα πÜντα τως μια θÝλησι κρατοýσα

κι üσο γλυκý μ' επüτισες γÜλα, παρακαλþ σε,

τüσα νεκρÞς τη σÞμερο δÜκρυα πρικιÜ μου δþσε.

     Πηγαßνει στο βασιλιÜ, ο οποßος υποκρßνεται üτι την Ýχει συγχωρÞσει και της ζητÜ να ανοßξει το βατσÝλι να δει τα δþρα που της Ýχει ετοιμÜσει. Για μια στιγμÞ η χαρÜ φουσκþνει στα στÞθη της Ερωφßλης. ¼μως καθþς σιμþνει το βατσÝλι φüβος τÞς πλακþνει πÜλι την καρδιÜ.

ΕΡΩΦΙΛΗ

ΤρÝμ' η καρδιÜ μου και κτυπÜ, τ' αμμÜτια μου δειλιοýσι,

και προς αυτü το χÜρισμα τρομÜσσου να στραφοýσι,

κ' η χÝρα μου μηδÝ ποσþς δε θÝλει να σιμþση,

κι ως üφις Üγριος να 'τονε, τρομÜσσει να τ' απλþση.

     Ανοßγει το βατσÝλι και βλÝπει μÝσα τα μÝλη του αγαπημÝνου της, για να πληροφορηθεß στη συνÝχεια απü τον πατÝρα της üτι το σþμα του δüθηκε τροφÞ στα λιοντÜρια.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Ω κýρι μου, μα κýρι πλιο γιÜντα να σ' ονομÜζω,

κι üχι θεριüν αλýπητο κι Üπονο να σε κρÜζω,

πειδÞ περνÜς στην üρεξι πÜσα θεριü του δÜσου,

και πλια Üγρια παρÜ λιονταριοý μüδειξες την καρδιÜ σου.

Θεριü λοιπüν αλýπητο παρÜ θεριü κιανÝνα,

για ποια αφορμÞ δεν Ýσφαξες την ταπεινÞν εμÝνα;

Μα κεßνο, που δεν Ýκαμε το χÝρι τ' απονü σου,

θÝλει να κÜμει μüνια μου, σκιας με το στανικü σου,

γιατß δεν εßναι μπορετü, μηδÝ ποτÝ τυχαßνει,

μιαν þρα αποý το ταßρι μου να ζιω ξεχωρισμÝνη.

Ταßρ ' ακριβü μου και γλυκý, φως και παρηγοριÜ μου,

και πþς σε βλÝπουν τσι φτωχÞς τ' αμμÜτια τα δικÜ μου,

και μ' üλον τοýτο δýνουνται τα μÝλη μου και ζοýσι,

τ' αμμÜτια μου και βλÝπουσι, τα χεßλη και μιλοýσι....

ΠανÜρετÝ μ ' ΑφÝντη μου, ποý 'ν τα πολλÜ σου κÜλλη,

ποý κεßν' η νüστιμη θωριÜ, και πÜσι χÜρι σου Üλλη;

ποý   ναι τ' αμμÜτα τα γλυκιÜ; ποιο Üπονο μαχαßρι

σου τα βγÜλε κι ετýφλωσε, οúμÝ! ακριβü μου ταßρι;

στüμα μου νοστιμþτατο και μοσκομυρισμÝνο,

βρýσι ολωνþ τþν αρετþ, ζαχαροζυμωμÝνο,

γιÜντα τα πλουμισμÝνα σου και τα γλυκιÜ σου χεßλη

τη δοýλη σου δεν κρÜζουσι, οúμÝ, την Ερωφßλη;

γιÜντα σωπÜς στον πüνο μου, γιÜντα στα κλÜηματÜ μου

δε συντυχαßνεις δυο μικρÜ λüγια 'ς παρηγοριÜ μου;

μα δßχως γλþσσ' απüμεινες, και πþς να μου μιλÞσεις,

πþς την πολλÜ βαριüμοιρη να με παρηγορÞσεις;

πþς να μου παραπονεθης, πþς να μου πης, «ψυχÞ μου,

για σÝνα μüνο θÜνατον επÞρε το κορμß μου;».

Κ' εσÜς, χερÜκια μ' ακριβÜ, ποια χÝρια αποκοτÞσα,

κι Üπονα αποý το δüλιο σας κορμß σας εχωρßσα;

χÝρια, που σας ετýχαινε σκÞπτρο να σας βαραßνη,

και μοναχÜς να δßδετε νüμο στην ΟικουμÝνη,

για ποια αφορμÞ δεν πιÜνετε τα χÝρια τα δικÜ μου;

γιÜντα στο στÞθος σπλαχνικÜ κι απÜνω στην καρδιÜ μου

δεν 'γγßζετε ν' αλαφρωθÞ, τσß πüνους τσι να χÜση,

κ' ετοýτη την τρομÜρα τζι την τüση να σκολÜση;

Και συ, καρδιÜ αντρωμÝνη μου, του πüθου φυλακτÜρι,

ποιο 'τον εκεßνο τ' Üπονο κι αγριþτατο λιοντÜρι,

που σ' Ýβγαλ' εκ τον τüπο σου, κ' αιματοκυλισμÝνη

τ' αμμÜτια μου να συντηροý μ' Ýκαμε την καημÝνη;

καρδιÜ μου αγαπημÝνη μου, γλυκþτατη καρδιÜ μου,

πüσα του πüθου βÜσανα εßχες για üνομα μου!

πÜντα 'ζειες μ' αναστεναγμοýς, κι εθρÝφουσου με πρßκες,

κ' εις το 'στερο ανασπÜστηκες, κ' εκ το κορμß σου βγÞκες,

για να μπορþ τριγýρω σου να 'δω, πþς ει γραμμÝνο

τ' üνομα τς Ερωφßλης σου το πολυαγαπημÝνο.

¿φου πρικý μου ριζικü, κι αντßδικÞ μου μοßρα,

τüσα γοργü μ' εκÜμετε νýφη γιαμιÜ και χÞρα!

μοßρα κακÞ για λüγου μου, κομπþτρα κι ωχθρεμÝνη,

'ς ποιο τÝλος μ' εκατÜφερες την πολυπρικαμÝνη!

ποιο πρÜμα μ' Ýκαμες να δω, ποιαν πρßκα να γνωρßσω.

Ποια παιδωμÞ, ποιο βÜσανο, ποιο πüνο να γροικÞσω!....

Την πüρτα τςß ΠαρÜδεισος μ' Üνοιξες, κι απü κεßνη

στην Κüλασι μ' επÝρασες, κι αλýπητα με κρßνει·

ψευτü καλü μου χÜρισες, κι ως üνειρον εχÜθη,

σα χüρτον εξερÜθηκε, σα ρüδον εμαρÜδη·

σαν αστραπÞ Üψε κι Ýσβησε, κι Ýλυσε σαν το χιüνι,

σα νÝφαλον εσκüρπισε, στον Üνεμο σα σκüνι.

Μα δε φυρÜς τα πÜθη μου δε μου λιγαßνεις πρßκα,

κ' οι πüνοι μου κ' οι κρßσεις μου παντοτινÜ γενÞκα,

και πλειüτερη την παιδωμÞ για να 'χω και τα βÜρη

τα πÜθη μου δεν Ýχουσι να με σκοτþσου χÜρι.

Μα κεßνο, που δε δýνεται τüσος καημüς να κÜμη,

θÝλει το κÜμει η χÝρα μου και το μαχαßρ' αντÜμη,

στον ¢δη να με πÝψουσι, κι ο κýρις Üπονος μου

τη βασιλειÜν του ας χαßρεται και τσι χαρÝς του κüσμου.

ΣτÞθος μου κακορρßζικο, καρδιÜ μου πρικαμÝνη,

πüσα 'τονε καλýτερο ποτÝ μου γεννημÝνη

στον κüσμο να μην εßχα 'σται, πüσα τüνε καλλιÜ μου

λÜψ' Þλιου να μη δοýσινε τ' αμμÜτια τα δικÜ μου.

Το πνÝμα σου, ΠανÜρετε, ταßρι γλυκýτατο μου,

παρακαλþ σε να δεχτÞ το πνÝμα το δικü μου,

'ς Ýνα να στεκομÝστανε τüπο, και μιαν ομÜδι

Κüλασι γη ΠαρÜδεισο να γνþθωμε στον ¢δη.

ΠανÜρετε, ΠανÜρετε, ΠανÜρετε, ψυχÞ μου,

βοýηθα μου τςι βαριüμοιρης και δÝξου το κορμß μου.

«Εδþ πιÜνει το μαχαßρι, οποý Þτονε στο βατσÝλι και σφÜζεται και πÝφτει σκοτωμÝνη· και εις λιγÜκιν Ýρχουνται οι κορασßδες της γυρεýοντÜς τηνε», συνεχßζει ο συγγραφÝας δßνοντας τις σκηνοθετι­κÝς του οδηγßες. Κατüπιν εμφανßζεται η ΝÝνα μαζß με τις κορασßδες της Ερωφßλης. ΒλÝποντας το νεκρü της σþμα, ξεσπÜει σε θρÞνο.

ΟιμÝνα, Ερωφßλη μου, τον 'Αδη πως πλουταßνεις

με τς ομορφιÝς σου τσι πολλÝς, κι üλη τη γη φτωχαßνεις.

     ¸πειτα Ýρχεται ο βασιλιÜς, ο οποßος σχολιÜζει ψυχρÜ το θÜνατο της κüρης του. Οι γυναßκες οργισμÝνες τον ρßχνουν κÜτω και τον σκοτþνουν. ΜετÜ παßρνουν το σþμα της Ερωφßλης και το πÜνε μÝσα να το περιποιηθοýν για την ταφÞ.

     Δεν χρειÜζεται να μιλÞσουμε για τις αρετÝς του Ýργου, που üλοι σας θα Ýχετε αντιληφθεß μετÜ απü τüσους στßχους που παραθÝσαμε. Θα σταθοýμε μüνο σε μια παρατÞρηση, Þ μÜλλον μια σýγκριση που κÜνει ο 'Αγγελος ΤερζÜκης ανÜμεσα στον ποιητÞ της "Ερωφßλης" και τον ποιητÞ της "Θυσßας Του ΑβραÜμ". Πιστεýει πως ενþ το Ýργο του ΚορνÜρου εßναι πιο Üρτιο θεατρικÜ, στο στßχο ο ΧορτÜτσης φαßνεται πιο τεχνßτης. ΞÝρει το διασκελισμü κι οι τομÝς του Ýχουν μεγαλýτερη ποικιλßα. Οι στßχοι του ΚορνÜρου απενα­ντßας βαδßζουν ζευγαρωτÜ, σαν τις μαντινÜδες. Τη δýναμη των στßχων του ΚορνÜρου, παρÜ την τεχνικÞ τους κατωτερüτητα, θα τη δοýμε και παρακÜτω στον «Ερωτüκριτο».

     Η δεýτερη μεγÜλη λυρικÞ τραγωδßα που Ýχει να μας παρουσιÜσει το Κρητικü θÝατρο εßναι ο «ΒασιλιÜς Ροδολßνος», του ΙωÜννη ΑνδρÝα Τρþιλου. Για πρüτυπü του Ýχει τον «ΒασιλιÜ Τορρισμüντο» του ΤορκουÜτο ΤÜσσο, ο οποßος με τη σειρÜ του δανεßστηκε το θÝμα του απü Αγγλοσαξωνικοýς μýθους. ΓρÜφτηκε μετÜ την "Ερωφßλη" και τον "Ερωτüκριτο", Ýργα απü τα οποßα επηρεÜζεται ο ποιητÞς. Η τραγωδßα αυτÞ, üπως γρÜφει ο Στυλιανüς Αλεξßου, «κινεßται μÝσα στον κþδικα βßας και πÜθους του Ιταλικοý μπαρüκ, που επαυξÜνεται μÜλιστα με μεγαλýτερο αριθμü θανÜτων». Στην τÜση προχωρημÝνου μπαρüκ που χαρακτηρßζει το Ýργο αποδßδει η ΜÜρθα Αποσκßτη το Ýντονα αισθησιακü στοιχεßο του Ýργου.

     Η υπüθεση του Ýργου εßναι η εξÞς: Ο Τρωσßλος, ο βασιλιÜς της Περσßας, παρακαλεß το φßλο του Ροδολßνο, βασιλιÜ της ΜÝμφιδας, να τον βοηθÞσει να παντρευτεß την Αρετοýσα την οποßα ο πατÝρας, ο ΡÞγας της Καρχηδüνας, δεν θÝλει να του δþσει, γιατß παλιÜ εßχε λεηλατÞσει τη χþρα του. Ο Ροδολßνος τη ζητÜει απü τον πατÝρα της σαν δικÞ του γυναßκα, πρüταση που γßνεται δεκτÞ.

     ΕπιστρÝφοντας στη χþρα του, το πλοßο τους πÝφτει πÜνω σε θαλασσοταραχÞ, και βουλιÜζει κοντÜ σε Ýνα ερημικü ακρογιÜλι. Σýρονται μισοπεθαμÝνοι στην ακτÞ, και ερωτεýονται ο Ýνας τον Üλλο. Ο Ροδολßνος üμως κατüπιν νιþθει τýψεις που πρüδωσε την εμπιστοσýνη του φßλου του κι αγωνιÜ για τη στÜση που θα κρατÞσει üταν μÜθει το γεγονüς. Αποφεýγει να ξανακÜνει Ýρωτα με την Αρετοýσα, ρßχνοντÜς την Ýτσι σε τρομερÝς αμφιβολßες. Ο θÜνατος εßναι μüνιμα στη σκÝψη του. ¼ταν Ýρχεται μÜλιστα κι ο φßλος του, η αγωνßα του κορυφþνεται. ΣκÝπτεται να του δþσει γυναßκα την αδελφÞ του ΡοδοδÜφνη σαν εξιλÝωση και για να κατευνÜσει τη σßγουρη οργÞ του. Η Αρετοýσα ξαφνικÜ καταλαβαß­νει üτι προοριζüταν για τον Τρωσßλο και πιστεýει πως ο μüνος λüγος που ο Ροδολßνος την κρÜτησε κοντÜ του Þταν για να κληρονομÞσει το βασßλειο του πατÝρα της. ΑπελπισμÝνη αποφασßζει να πιει δηλητÞριο για να αυτοκτονÞσει.

Αμ εßντα κÜμνω;.. Γιαντ' αργþ;.. Τι πρÜμα μπλιο ανιμÝνω;...

Φοβοýμαι ακüμη;.. ¹ αγαπþ τον τüσο αγαπημÝνο;...

     Ο Ροδολßνος τη βρßσκει λßγο πριν ξεψυχßσει. Πεθαßνει ανταλλÜσοντας λüγια αγÜπης με τον αγαπημÝνο της, που μη αντÝχοντας τον πüνο, θα αυτοκτονÞσει αμÝσως μετÜ στο πλÜι της. Ο Τρωσßλος, συντριμμÝνος απü τη θλßψη καθþς μαθαßνει üτι στÜθηκε η αιτßα να πεθÜνει ο καλýτερüς του φßλος κι η γυναßκα που αγαπÜ, αυτοκτο­νεß κι αυτüς.

     Ο Τρωßλος, λÝγει ο Σολωμüς,5 Ýχει περισσüτερο νοοτροπßα αφη­γηματικοý ποιητÞ παρÜ θεατρικοý, ηδονßζεται ζωγραφßζοντας τε­λετÝς. ¼μως, αν και λεßπει η εξωτερικÞ δρÜση, η εσωτερικÞ, η «πεμπτουσßα της δραματικÞς ποßησης», περισσεýει. ¸ργο ψυχανα­λυτικü, üπως το χαρακτηρßζει, βρßσκεται στον αντßποδα της "Ερωφßλης". Οι συγκροýσεις εßναι εσωτερικÝς, και η δρÜση συντελεßται υποσυνεßδητα. ¼λα αυτÜ φÝρνουν το Ýργο αυτü πολý κοντÜ στην εποχÞ μας.

     Ο «ΖÞνων» εßναι μια τραγωδßα που Ýχει για θÝμα της Ýνα ιστορικü γεγονüς, την ανατροπÞ του ΖÞνωνα (474-491) απü τον ΑναστÜσιο. Ο Üγνωστος συγγραφÝας Ýχει σαν πρüτυπü του το Ýργο «ΖÞνων Þ η Üτυχη φιλοδοξßα» του 'Αγγλου Ιησουßτη Τζüζεφ ΣÜιμον. ¼λο το Ýργο εßναι γεμÜτο απü παλατιανÝς ßντριγκες και πτþματα. ΠαρÜ τις κÜποιες αρετÝς του το Ýργο εßναι τελικÜ αρκετÜ μÝτριο. ΜÜλιστα ο απρüσεκτος συγγραφÝας βÜζει Ýναν ανýμφευτο πρωθιερÝα να Ýχει Ýνα γιο.

     Ο «Γýπαρης» (Þ «Πανþρια») του ΧορτÜτση εßναι προγενÝστερος απü την "Ερωφßλη". Εßναι επηρεασμÝνο απü την ποιμενικÞ παρÜδοση της ιταλικÞς αναγÝννησης που κηρýσσει την επιστροφÞ στη φýση και που πιο πρþτα, üπως εßδαμε, εßχε εμπνεýσει τη «Βοσκοποýλα». Τα πρüτυπÜ του εßναι ο «Πιστüς Βοσκüς» του Γκουαρßνι κι ο «Αμýντας» του ΤÜσσο.

     Ο μýθος εßναι απλüς. ΠεριγρÜφεται ο Ýρωτας δýο βοσκþν για δýο üμορφες βοσκοποýλες, που θα τους βγÜλουν την πßστη μÝχρι να πÝσουν στην αγκαλιÜ τους. ΑντιστικτικÜ παρουσιÜζονται οι γεροντοÝρωτες του γεροβοσκοý πατÝρα της Πανþριας (της μιας απü τις δýο βοσκοποýλες) με τη γριÜ Φροσýνη, για να θυμßσουν πως

φεýγει ο καιρüς σαν το πουλß, τα πρÜματα γεροýσι,

üλα του κüσμου πÜντοτε τα χüρτα δεν ανθοýσι.

    ΕξÜλλου το ενδιαφÝρον του Ýργου, üπως λÝγει ο Σολωμüς, δεν βρßσκεται στην υπüθεση, αλλÜ στον «λυρισμü του στßχου, στην ατμüσφαιρα της υπαßθριας ζωÞς, στη ζωντÜνια της ερωτικÞς σýγ­κρουσης».

Ο Ýρωτας εßναι κι εδþ πρωταγωνιστÞς, üμως με διαφορετικü τρüπο απ' üτι στις τραγωδßες. Ο Ýρωτας στα ποιμενικÜ ειδýλλια «üσο αγχþδης κι αν παρουσιÜζεται», λÝει πÜλι ο Σολωμüς, «εßναι κατÜ κανüνα ευτρÜπελος. Δεν του λεßπει ποτÝ μια δüση σατιρικÞς υπερβολÞς. Ο απελπισμÝνος εραστÞς χτυπιÝται με τον πιο συγκινη­τικü και μαζß με τον πιο διασκεδαστικü τρüπο».

Ω, δÜση μου πυκνüτατα, φýγετε απü σιμÜ μου,

μη σας εκÜψου σÞμερο, τ' αναστενÜματÜ μου,

     αρχßζει ο Γýπαρης τον ερωτικü του θρÞνο. Μα τι Ýχει τÝλος πÜντων αυτÞ, και εßναι τüσο ξετρελαμÝνος μαζß της;

Ýνα χιονÜτο κοýτελο, δυο μÜτια ζαφειρÝνια,

δυο χεßλη κατακüκκινα, δυο χÝργια μαρμαρÝνια,

γεις κρουσταλλÝνιος τρÜχηλος, βυζÜκια δυο και στÞθη

ολÜργυρα, χρυσÜ μαλλιÜ νερÜιδας ßδιας Þθη...

    Εκεßνη üμως, δεν συγκινεßται με τον ÝρωτÜ του· απεναντßας, λες και χαßρεται να τον αποδιþχνει.

Τα πÜθη μου τη θρÝφουσι κι οι πρßκες μου τη ζοýσι

κι εισÝ πολλÝς οι πüνοι μου δροσÝς τÞνε κρατοýσι,

το γÝλιο μου πρικαßνει τη, θλßβει τη η χαρÜ μου

κι αρρωστημÝνη γßνεται θωρþντας την υγειÜ μου!...

    Ο ποιητÞς, με το στüμα της γρια-Φροσýνης, δεν παραλεßπει να σατιρßσει τις γυναßκες που, ενþ κÜνουν τις δýσκολες, φλÝγονται απü χειρüτερους πüθους.

Στο τÝλος Ýρχεται ο απü μηχανÞς θεüς, ο γιος της Αφροδßτης, για να σþσει τους δýο ερωτευμÝνους ρßχνοντας στην αγκαλιÜ τους τις αγαπημÝνες τους.

     ¼μως, üπως στις κωμωδßες που θα δοýμε πιο κÜτω, οι δευτε­ρεýοντες κωμικοß χαρακτÞρες κρατοýνε περισσüτερο το ενδιαφÝ­ρον του θεατÞ. ¸τσι κι εδþ το ενδιαφÝρον μας το κερδßζει περισσüτερο απü τους πρωταγωνιστÝς η κερÜ Φροσýνη, που θυμüσοφα εκφρÜζει τη θλßψη της για τα γηρατιÜ τα στερημÝνα απü Ýρωτα. ΨÜχνει να βρει Ýνα βοσκü που κατÝχει να της φτιÜξει μια αλοιφÞ, που θα την ξανακÜνει νÝα. Κι Ýτσι και γßνει νÝα, θα πÜψει πια να κÜνει τη δýσκολη üπως τüτε. 
  

ΦΡΟΣΥΝΗ

Σαν üντεν Þμου κοπελιÜ δε θÝλω κÜμει τþρα,

αποý ποτÝ δεν Þθελα να δþσω αθρþπου γνþρα.

Θυμοýμαι το μεταγνωμü αποý 'χεν η καρδιÜ μου,

σαν εßδα κ' εψαρÞνασι κι ασπρßσα τα μαλλιÜ μου.

Για τοýτο αποý το στüμα μου, τ' «üχι» δε θÝλει πÝσει,

μα πασανüς τα χεßλη μου «μετÜ χαρÜς» θα λÝσι.

Ας Ýχη μüνο η αλοιφÞ χÜρη να με ξασπρßση

και τη χαημÝνη μου ομορφιÜ πÜλι να μου γυρßση.

ΓΥΠΑΡΗΣ

Σαν καμινÜδα καπνερÞ, ξαναχωματισμÝνη

θÝλεις γενÞ, μου φαßνεται, σαν αλειφτÞς, καημÝνη.

    Μ' Ýνα αληθινÜ σπαρταριστü τρüπο περιγρÜφει την πραγματικÞ ψυχολογßα της γυναßκας στην τÝταρτη σκηνÞ της πρþτης πρÜξης και δεν θα κουραστεßτε πιστεýουμε να τη διαβÜσετε ολüκληρη.

Κρßνω κι αν εκατÝχασι οι Üντρες οι καημÝνοι

τω γυναικþ την üρεξη καλÜ, καθþς τυχαßνει,

πþς λßγ' ηθÝλασι βρεθÞ την σÞμερον να κλαßσι

κι ανÝγνωρες κι αλýπητες τσι κüρες τως να λÝσι·

μηδÝ με τüσα κλÜηματα να τσι παρακαλοýσι,

μα παρακÜλια απ' αυτÝς λυπητερÜ ν' ακοýσι.

Γιατß δεν εßναι μηδεμιÜ σ' üλη την οικουμÝνη

μ' Üντρα να μη λιγþνεται να 'ναι συντροφιασμÝνη·

και να μην Ýχει πεθυμιÜ χßλιοι να τη θωροýσι,

χßλιοι να την παινοýσινε και να την αγαποýσι.

Γιαýτως θωρεßς πως κÜθουνται κι ολημερßς κτενßζου

την κεφαλÞ και με τσ' αθοýς τσ' üμορφους τη στολßζου

και ζαφορßζου τα μαλλιÜ και δαχτυλιδωμÝνα

τα κÜνου κι απομÝνουσι με τÝχνη σοθεμÝνα

τριγýρου του κοýτελου τως κ' εßναι πολλÜ εγνοιασμÝνες

να 'χουσι τσ' ασκημÜδες τως πÜσ' þρα σκεπασμÝνες·

νßβγουνται, κοκκινßζουνται και μοσκολαντουροýνται,

με τÝχνη βγÜνου τη μιλιÜ, με τÝχνη απιλογοýνται

με τÝχνη τα ματÜκια τως τα πλουμιστÜ γυρßζου

κι' üλες γυρεýγου την καρδιÜ τ' αθρþπου να φλογßζου·

σιγανοπορπατοýσινε και σιγανογελοýσι

και να τσι συντηροýσινε τα μÜτια προσκαλοýσι.

Δεßχνουσι μÝρος τω βυζιþ και κÜτω τ' αστραγÜλου

και χÜρη τση πορπατηξιÜς δßδουσι και του ζÜλου.

Και αν Þτα μπορετü ντωνε στη γη να μην πατοýσι,

μα στον αÝρα να 'χουσι φτεροýγες να πετοýσι,

μετÜ χαρÜς το κÜνασι για να μποροý ν' αρÝσου

των κοπελιÜρων ολωνþ. ΜηδÝ ποτÝ να πÝσου

μποροýσι σε χειρüτερη πρßκα και κακοσýνη

και μεγαλýτερο καημü καθþς την þρα κεßνη

αποý γνωρßζουσι το πως γυναßκα βρßσκετ' Üλλη

να τσι περνÜ στην ομορφιÜ κ' εις τα περßσσα κÜλλη·

γη τüτες, üντε βλÝπουσι τσ' Üντρες και τσι μισοýσι

και πως το πρüσωπü ντωνε να βλÝπου δεν ψηφοýσι.

Μα τοýτη ντως την πεθυμιÜ, την üρεξη και γνþμη

με χßλιους τρüπους να κρατοý χωστÞ γυρεýγου ακüμη

κ' η φýση τωνε να 'ναι αλλιþς- γιαδαýτος πορπατοýσι

τüσα πολλÜ περÞφανες και δεßχνου πως μισοýσι

τ' αγαφτικοý τως τη μιλιÜ και τη θωριÜν ομÜδι

δεßχνουσι με σκληρüτητα και βÜνου τζι στον 'Αδη.

Μ' αν εφρονÝψασι κι αυτοß ν' αλλÜξουσι δαμÜκι,

τσι κορασÝς δειν Þθελες να πιοýσινε φαρμÜκι·

δει τζ' Þθελες να τσ' ακλοθοý, δει τζ' Þθελες να κλαßσι

και να 'χου λýπηση σ' αυτÝς λυπητερÜ να λÝσι

τα χÜδια να σκολÜσουσι, ν' αφÞσου τα περßσσα

κι' ως μερωμÝνες αγελιÝς να πορπατοýσιν ßσα·

και μÝρα νýχτα του ταυριοý ξοπßσω να μουγκρßζου

και των αντρþ την απονιÜ την Üμετρη να βρßζου.

Κ' εγþ γυναßκα βρßσκομαι κι ωσÜ γυναßκα γνþθω

σε μιας γυναßκας λογισμü πüσα μπορεß τον πüθο.

Αν προπατÞ γη αν κÜθεται γη αν εßναι κοιμισμÝνη

βρßσκεται με τον Ýρωτα πÜντα συντροφιασμÝνη·

κι üσες φορÝς στραφοýσινε τα μÜτια τση να δοýσι

κιανÝνα νιο, τüσες φωτιÝς τα μÝλη τση γροικοýσι·

κι üσες θωρεß το γÝλιο ντου γη ακοýν του το τραγοýδι

τüσες στο στÞθος τση πληγÝς πÜντα τον ο πüθος δοýδει.

    Αργüτερα ξεχνÜ τις υποσχÝσεις που εßχε δþσει στον εαυτü της κι αποκροýει τις επιθÝσεις του γερο-Γιαννοýλη, που κοιτÜζει πως να την καταφÝρει. Του λÝει θυμüσοφα:

Ο Üνθρωπος üσο πλια γερνÜ, χÜνεται η δýναμÞ του

κι üσο λιγüτερα μπορεß, πληθαßν' η γιüρεξÞ του.

    ΚÜνει τη δýσκολη, δÝχεται üμως να συνοδÝψει τον Γιαννοýλη, αφοý τον βÜζει πρþτα να της υποσχεθεß πως δεν θα την πειρÜξει. Αυτüς υπüσχεται.

ΦΡΟΣΥΝΗ

Πιστεýγω σου κι ας πηαßνομε.

ΠΑΝΝΟΥΛΗΣ

'Αγωμε κι ακλουθþ σου

και πως το θÝλεις πλιüτερο παρ' απü με γροικþ σου.

     Και στις κωμωδßες τους οι Κρητικοß δραματουργοß επηρεÜζονται απü τις ιταλικÝς, που οι παραστÜσεις τους τον καιρü εκεßνο αφθονοýν στη μητρüπολη. Οι υποθÝσεις και των τριþν κωμωδιþν που κατÝχουμε κινοýνται στο ßδιο πÜνω κÜτω σχÞμα: Γεροξεκοýτηδες ερωτεýονται üμορφα κορßτσια Þ βρßσκονται ερωτικοß ανταγωνι­στÝς με üμορφα παλικÜρια, για να αποδειχθεß στο τÝλος üτι πρüκει­ται για τα χαμÝνα τους παιδιÜ, οπüτε ως διÜ μαγεßας μεταμορφþνο­νται σε στοργικüτατους πατερÜδες.

Και τα πρüσωπα εßναι περßπου τα ßδια, στυλιζαρισμÝνα. Ο γÝρος, η γριÜ, ο νÝος, η νÝα, ο δοýλος, η δοýλα, ο στρατιþτης, ο μαστρωπüς, η πüρνη. Να πþς τους περιγρÜφει ο ΑλÝξης Σολωμüς:

     Ο γÝρος θÜτανε: τσιγγοýνης Þ γκρινιÜρης Þ μισÜνθρωπος Þ ερωτιÜρης Þ πολλÜ απ' αυτÜ μαζß. Η γριÜ: παραμÜνα Þ ματρüνα Þ μεσßτρα. Ο νÝος: ερωτεμÝνος και δýστυχος. Η νÝα: ερωτεμÝνη και δýστυχη. Ο δοýλος: παμπüνηρος και καλüκαρδος. Η δοýλα: παμπüνηρη και καλüκαρδη. Ο παρÜσιτος: φαγÜς. Ο στρατιþτης: φωνακλÜς. Ο μαστρωπüς: μασκαρÜς. Η πüρνη: συμφεροντολüγα Þ ιδεολüγα Þ Ýνα κρÜμα κι απ' τα δýο.

     Ο "Κατζοýρμπος", η πρþτη απü τις τρεις κωμωδßες, αποτελεß ßσως και την πρþτη απüπειρα του ΧορτÜτση να δοκιμÜσει τις στιχουργι­κÝς και τις δραματικÝς του ικανüτητες. Ο μýθος, που «χωρÜει σε μια κýρια πρüταση», εßναι ο εξÞς: Η φιλοχρÞματη ΠουλισÝνα, με τη βοÞθεια της μαυλßστρας Αρκολßας, ρουφιανεýει την ψυχοπαßδα της ΚασσÜντρα, στο γερο ΑρμÝνη -μ' üλο που η μικρÞ αγαπÜει το Νικολü κι Ýχει βοηθü της τη σπλαχνικÞ Αννοýσα- þσπου στο τÝλος βγαßνει στο φως πως η ΚασσÜντρα εßναι η χαμÝνη κüρη του ΑρμÝνη κι Ýτσι ο παραλßγο αγαπητικüς γßνεται στοργικüς πατÝρας, για να τελειþσουν üλα με χαρÝς. ΑυτÞ η συμβατικÞ υπüθεση εßναι το πρüσχημα για να απολαýσουμε τους δοýλους με τα χοντρÜ χωρατÜ τους, τις μεσßτρες με τις θυμοσοφßες και τις κοσμοθεωρßες τους (πουτÜνα δßχως πονηριÜ, δßχως ονýχια η γÜτα, ρουφιÜνα δßχως ψüματα, κακÜ τωνε μαντÜτα) τις λατινικοýρες των δασκÜλων που γßνονται αιτßα σπαρταριστþν παρεξηγÞσεων, και τις κομπορρημοσýνες των ψευτοπαλληκαρÜδων που στο τÝλος ξευτελßζονται. Ο Σολωμüς λÝγει πως παρÜ τις ατÝλειÝς της η κωμωδßα αυτÞ Ýχει μια απλοúκüτητα κι Ýνα πρωτüγονο κÝφι που αφοπλßζουν. Πιστεýει üμως üτι γρÜφηκε για Ýνα Üξεστο κοινü κι üτι «με ψηφοθηρικü ζÞλο νεοφþτιστου απευθυνüταν στη λαúκÞ μÜζα και σκüπευε στα δικÜ της γοýστα».

     ¼μως Ýνας δραματουργüς, κÜνοντας το ντεμποýτο του θα προτι­μοýσε μÜλλον να αρÝσει στο καλλιεργημÝνο κοινü με το εξεζητημÝ­νο γοýστο, παρÜ στο πλατý κοινü. Κανεßς δραματουργüς με σοβα­ρÝς προθÝσεις δεν ξεκινÜει Ýχοντας σαν στüχο την εμπορικüτητα και την πλατιÜ απÞχηση, προκαλþντας την δυσφορßα των πιο απαιτητικþν θεατþν και κριτικþν. Το πιο πιθανü εßναι λοιπüν üτι την εποχÞ εκεßνη το λαúκü γοýστο Þταν και το κυρßαρχο γοýστο· σε Ýνα τüσο στενü περιβÜλλον üπως η ΚρητικÞ κοινωνßα, που οι τÝσσερις μεγαλουπüλεις της δεν υπερÝβαιναν σε πληθυσμü τις τριÜντα χιλιÜδες, τα περιθþρια πολιτιστικþν διαφοροποιÞσεων Þσαν πολý περιορισμÝνα. Και λαúκü και καλλιεργημÝνο κοινü θα πρÝπει να γελοýσαν με τα ßδια αστεßα.

     Δεν συμφωνοýμε επßσης με το Σολωμü που υποτιμÜ το «πορνο­γραφικü παιχνßδι», üπως το αποκαλεß, στο Κρητικü θÝατρο, γιατß δεν περιÝχει την κοινωνικÞ και πολιτικÞ σÜτιρα που περιÝχει λüγου χÜρη στον ΑριστοφÜνη Þ στον ΜακιαβÝλλι. Μπορεß οι βωμολοχßες του κι οι πορδολογßες του να μην Ýχουν τις πολιτικÝς αιχμÝς που Ýχουν στον ΑριστοφÜνη, αυτü üμως δεν τις εμποδßζει να εßναι πολý σπαρταριστÝς. ΣÞμερα υπÜρχει μια αντßληψη που τεßνει να επικρα­τÞσει σε προοδευτικοýς κýκλους, üτι μια κωμωδßα χωρßς κοινωνι­κÝς αιχμÝς και προεκτÜσεις δεν εßναι καλÞ. ¼μως εßναι χßλιες φορÝς καλýτεροι, οι Χοντρüς-Λιγνüς κι ο ΜπÜστερ ΚÞτον με το Üσοφο χιοýμορ τους (το üτι εξακολουθοýν να προβÜλλονται εßναι μια απüδειξη) παρÜ Ýνα σωρü Üλλες κωμωδßες που ξεκινÜνε με τις ευγενικÝς προθÝσεις να σατιρßσουν κÜποιες καταστÜσεις για να ξεπÝσουν τελικÜ σε Ýνα επιθεωρησιακü κακÝκτυπο.

     ΠρÝπει να μη ξεχνÜμε εξÜλλου (το για ποιους λüγους, αποτελεß Ýνα ενδιαφÝρον αντικεßμενο Ýρευνας) πως οι λειτουργßες εκεßνες που χαρακτηρßζονται «φυσικÝς ανÜγκες» καθþς και τα üργανα που συνδÝονται μ' αυτÝς, προκαλοýν πÜντα μια φαιδρÞ διÜθεση στον κüσμο και συνδÝονται με Ýνα σωρü ανÝκδοτα. ΑυτÞ η διÜθεση φαßνεται πως βρßσκεται βαθειÜ ριζωμÝνη μÝσα στην ψυχολογßα του πολιτισμÝνου ανθρþπου. ¼ταν ο ΜÜρκος Αντþνιος Φþσκολος στην κωμωδßα του «ΦορτουνÜτος» (την τρßτη κατÜ σειρÜ του Κρητικοý θεÜτρου) βÜζει τον ÞρωÜ του Μποζßκη να κλÜνει δυνατÜ πÜνω στη σκηνÞ και να γυρßζει να λÝει του κþλου του.

Σþπασε, μη μιλεßς εσý, üταν εγþ δηγοýμαι!

σßγουρα δεν εßχε υπüψη του πως Ýνας Üλλος κωμωδιογρÜφος, ο ΑριστοφÜνης, βÜζει τον ÞρωÜ του τον Δικαιüπολη (ΑχαρνÞς), να αφηγεßται πως κÜθεται στην αγορÜ και κλÜνει. Οýτε κι εκεßνος ο αμßμητος ηρακλειþτης εßχε υπüψη του τον στßχο του Φþσκολου, üταν, περπατþντας κÜποτε με τους φßλους του στο ΗρÜκλειο, κλÜνει δυνατÜ τÝσσερις φορÝς και, καθþς εκεßνη την στιγμÞ κτýπησε τÝσσερις η þρα το ρολüι του 'Αη ΜηνÜ, γυρνÜ πßσω το κεφÜλι του και λÝει του κþλου του με προσποιητü θαυμασμü. ΜπρÜβο! ΚαλÜ πας!

     Η δεýτερη κωμωδßα εßναι ο "ΣτÜθης", την οποßα ο Σολωμüς θεωρεß πιθανüτατα Ýργο του ΧορτÜτση. Ο πρüλογος του εßναι παρμÝνος απü την Ε' πρÜξη του "Γýπαρη", πρÜγμα που μας επιτρÝ­πει, κατÜ την Lidia Martini, να υποθÝσουμε üτι γρÜφηκε μετÜ απ' αυτüν. ¼μως αυτü δεν εßναι απüλυτα σßγουρο, γιατß εκεßνη την εποχÞ συνÞθιζαν να αλλÜζουν τους προλüγους στις διÜφορες παρα­στÜσεις. Ακüμη υποστηρßζει η Martini üτι η «σημερινÞ μορφÞ του ΣτÜθη δεν εßναι παρÜ μια μεταγενÝστερη διασκευÞ (Þ μÜλλον σýμπτυξη) του αρχικοý κειμÝνου. Θα την Ýκανε κÜποιος ηθοποιüς Þ θιασÜρχης, ο οποßος βρßσκοντας την κωμωδßα πολý εκτενÞ για τις παραστÜσεις του, περιÝκοψε απ' αυτÞν ορισμÝνες σκηνÝς που μποροýσαν να παραλειφθοýν κÜπως ανþδυνα, γιατß δεν αφοροý­σαν τα κýρια πρüσωπα του Ýργου».

     Την υπüθεση, που σýμφωνα με την Martini εßναι «η πιο περßπλοκη του Κρητικοý θεÜτρου», δεν θα την αναφÝρουμε, θα παραθÝ­σουμε üμως κÜποιους σπαρταριστοýς στßχους απü τα ßδια απολαυ­στικÜ πρüσωπα που φιγουρÜρουν και στις Üλλες κωμωδßες, τον λαßμαργο δοýλο, το σχολαστικü δÜσκαλο, τη μεσßτρα, τον ψευτοπαλληκαρÜ στρατιωτικü κ.λπ. ¸χουμε κÜποιους στßχους απü τον μπρÜβο, τον ψευτοπαλληκαρÜ.

ΜΠΡΑΒΟΣ

ΚαταραμÝνο ριζικü! κι ογιÜντα εις τον καιρü μου

δεν εßν' του ΞÝρξε ο πüλεμος και να τον Ýχω οχθρü μου!

γιÜντα δεν εßναι η ταραχÞ της Τρüγιας γη κι η μÜχη

τ' Ανßμπαλε τον θαυμαστοý και να 'μαι εκεß να λÜχη!

γιÜντα δεν εßναι οι παλαιοß πολÝμοι οποý 'σα πλÞσοι

στον üστρο και προς το βορρÜ, σ' ανατολÞ κι εις δýση,

να λÜχω μüνιος 'ς μια μερÜ και τα φουσÜτα εις Üλλη

να τþσε δßδω σκüτιση και ταραχÞ μεγÜλη!

και μüνο ετοýτο το σπαθß στα χÝρια μου το φßνο,

σπαθιÝς να ρßκτω εις μια μερÜ κι εις Üλλη μετÜ κεßνο,

πüδια και χÝρια, κεφαλÝς και μÝλη πÜσα μÝρα

κÜτω στη γη να βρÝχουσι να κÜμω οκ τον αÝρα,

να κÜμω βρýσες αßματα, σωροýς τα σκοτωμÝνα

κορμιÜ, και να χαλþ τειχιÜ με μÜτια θυμωμÝνα.

     ¸χουμε και τις παρεξηγÞσεις απü τις λατινικοýρες του δασκÜ­λου, εδþ με τις λÝξεις somaro και σομÜρι.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Calces sunare as δÝχομαι, dum ludo cum somaro

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

Και που 'ναι το σομÜρι σου, κι εγþ πα σου το πÜρω.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

A la roversa ü,τι μιλþ γροικÜς, γιατß δεν Ýχεις

γρÜμματα κακορßζικε.

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

                                    λßγα και συ κατÝχεις

λßγα, καημÝνε· τα βαστÜς με πßσσα κολλημÝνα

και πüτε λßγο ξεκολλοý, και πÝφτει σου Ýνα-Ýνα.

Πιο κÜτω Ýχουμε τον Πετροýτσο να κÜνει τον προξενητÞ στον Φüλα. Αυτüς του λÝει.

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

ΜηδÝ κι εγþ δεν το θωρεßς να παντρευτþ ποτÝ μου,

γιατß Ýχω δßκιαν αφορμÞ, Φüλα, και γρßκησε μου.

Χρüνοι 'ναι οποý Þμου στα ΝησÜ κι Þμουνε παντρεμÝνος,

μα πλια καλλιÜ 'χα να χα 'σται στους Τοýρκους σκλαβωμÝνος

γυναßκα μια εßχα ζηλιαρÜ πολλÜ, κακοδιαρμßστρα

στο σπßτι και κακüπλαστη, δßμουρη και μεθýστρα,

κακüβια, ανÜλατη, κοχλÞ, τüψια, ψειρομασκÜλα,

λεμενταρßστρα και γλωσσοý, φαγÜνα και βουβÜλα.

ΦΟΛΑΣ

Πετροýτσο, κατÜ τα πηλÜ δε να 'ναι και το φτυÜρι!

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟ!

Σþπασε, οζü, τα σÜλια σου, γρßκα τ' απομονÜρι.

Σαν εßδα τÝτοιο βÜσανο, σ' Ýνα καρÜβι εμπÞκα

οποý στην ΚρÞτη Þρχουντο, να φýγω τüση πρßκα'

δεν ξεýρω πþς το γρßκησε τοýτη η καταραμÝνη,

και βÜρκα μια την Ýφερε κι εις το καρÜβι εμπαßνει.

Στη στρÜτα θÝλει η μοßρα μου και μια φουρτοýνα αρχßζει,

μια νýκτα, με το θÜνατο να μÜσε φοβερßζη·

λÝγει ο καραβοκýρης μας, μα με λαλιÜ θλιμμÝνη:

«ΠαιδιÜ μου, χýση ας κÜμωμε, γιατß εßμεσταν πνιμÝνοι·

το πλια βαρý σας ρßξετε γομÜρι, μην αργÞτε,

γιατß καλλιÜ 'ναι η ζÞση μας, και μην το λυπηθεßτε!».

Τüτες ποιος Ýμπωθε βουτσß, ποιος Ýριχνε βαρÝλα,

ποιος Þδειαξε τα ροýχα του κι επÝτα την κασÝλα·

'ς τοýτο αυτÞ την αζουδιÜ ξÜφνου κι εγþ ÞρπαξÜ τη

και τÝτοια λüγια λÝγοντας ζιμιüν εγκρÝμνισÜ τη:

«'Αμε στο γερο-δαßμονα, γιατß βαρý γομÜρι

δεν Ýχω πλιüτερο απü σε, κι εκεßνος ας σε πÜρη!»

Με τÝτοιον τρüπο εγλßτωσα κι εβγÞκα αποý τα πÜθη,

κι αυτÞ εßπα πως επÞρασι τα κýματα κι εχÜθη·

σαν τοýτη και χειρüτερα να πÜσι üσες της μοιÜζου,

ζιμιü, τους κακορßζικους Üντρες να μην πειρÜζου.

Λοιπü, απεßτις το βροχü απ' αýτη Þθελα αδειÜσει,

Üλλη σου τÜσσω αληθινÜ ποτÝ να μη με πιÜση·

μαγÜρι κι Üλλοι σÞμερα το ξüμπλι μου να πιÜσα,

κι εις τοýτη την αθιβολÞ κι εκεßνοι να μου μοιÜσα,

γιατß γυναßκες Ýχουσι κι αυτοß σαν τη δικÞ μου

και τον καημü μου γνþθουσι χωσμÝνοι στο πετσß μου.

κι üσοι Ýχου τÝτοια θηλυκÜ κι απüκεις τα παντρεýγου

σκουλÞκους κÜνου ζωντανοß κι απü το νου ντως φεýγου.

ΦΟΛΑΣ

Το κολοκýθι, θε να πης, üποιο Ýκαψε περßσσα

στον τρÜφο απÜνω απü μακρÜ το Þβλεπε κι εφýσα.

Πετροýτσο, εδþ τς αφÝντες μας θωρεßς τσι πþς γελοýσι;

στην üψη φανερþνουσι üση χαρÜ βαστοýσι.

     Στον "ΦορτουνÜτο", του ΜÜρκου Αντþνιου Φüσκολου, Ýχουμε πÜλι τον ßδιο φαφλατÜ στρατιωτικü.

ΤΣΑΒΑΡΛΑΣ

Τη δýναμÞ μου την πολλÞ, τη φüρτσα τη μεγÜλη,

ποýρι εγνωρßσασßν τηνε σε μια μερÜ και σ' Üλλη

τουνÞς τση χþρας, και üπου πας πρÜμα Üλλο δε δηγοýνται,

μονÜχας τσι παλληκαριÝς αποý 'καμα θυμοýνται·

και τρÝμουν üλοι ωσÜ με δου σα σκýλοι το ΓενÜρη,

οι ΦρÜγκοι αμÜδι κι οι Ρωμιοß και οι λαúκοß και οι φρÜροι.

Και üντε μου δþσουν αφορμÞ το χÝρι μου να βÜλω

σε τοýτο μου το φρατουπß και σýρω να το βγÜλω

üξω αποý το φουκÜριν του, και το μπουνιÜλο πιÜσω,

κλησαστικοýς και λαúκοýς σýρνω να τεταρτιÜσω.

ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ

Για κεßνο μου παντÞξασι δýο φρÜροι ξεσκισμÝνοι

αποý το φüβο τον πολý και οι δυο 'σανε χεσμÝνοι

και γεις του αλλοý τως Þλεγε: «Στο μοναστÞρι, φρÜρο,

και φαßνεται μου οπßσω μου πως βλÝπω αυτü το ΧÜρο».


     Ο γÝρο Λοýρας στÝλνει τον φαμÝγιο του τον Μποζßκη για προξενητÞ στην κερÜ-ΜηλιÜ, που Ýχει για κüρη της την üμορφη ΠετρονÝλα.

Γνωρßζεις την κερÜ-ΜηλιÜ, τη χÞρα του ΦουντÜνα,

αποý 'ναι προς τη γειτονιÜ του Σα Σαλιβαδüρο,

απÜνω καθþς πηαßνομε εις του Γουβερναδüρο,

ανÜντια μÝσα στο στενü εις το Κερατοχþρι;

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Γνωρßζω τη, και ποýρι δα δεν εßμαι αποý τα üρη.

Μα να τη δω δε δýναμαι, γιατß 'ναι μια, ως λÝσι,

μßζερη, σκýλα και ζαβÞ, αποý για να μη χÝση

δεν τρþγει.

ΛΟΥΡΑΣ

                 Γρßκα. Μια φορÜ την ÞπιασÝ Ýνας πüνος...

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Και πþς δεν τη συμμÜζωξε τüτε ο κακüς τση χρüνος;

ΛΟΥΡΑΣ

... οπßσω στο ζερβü νεφρü, κι Þρχεντο στο βυζß τση,

με φüβο και με κßντυνο να πÜρη τη ζωÞ τση.

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Ας εßχεν πÜει στ' ανÜθεμα, γιατß να ζη κρßμα 'ναι.

ΜερμÞγκοι δυο δεν βρßσκουσι στο σπßτι τζη να φÜνε.

   Η προξενÞτρα η κερÜ ΠÝτρου σχολιÜζει.

ΠΕΤΡΟΥ

Δßκιο μου φαßνεται πολý κι εμÝνα να τη φτÜνη,

γιατß του γÝρο η αγκαλιÜ χνþτο και βρþμο εβγÜνει.

ΠολλÜ κακÜ συβÜζεται το ξßδι με το μÝλι,

και üμοιος τον üμοιον αγαπÜ, και üμοιος τον üμοιο θÝλει.

     Κι ο δÜσκαλος προσπαθεß να μεταπεßσει το γερο Λοýρα.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

'Αγωμε στα κομμÜτια!

Μα κι üντε δε μπορÞς εσý την κοπελιÜ να φτÜξης

σ' εκεßνο το χρειÜζεται, θα στÝκης να πλαντÜξης.

Γιατß τοýτες οι κοπελιÝς Üφτουν ωσÜν καμßνι

και εßναι χρεßα ολημερνßς Üντρας να τως το σβÞνη.

Για τοýτο θÝλου αδυνατü και νιο ταßρι να κÜνου

κι α βροýσι γÝρο, του λαφιοý το κÝρατο του βÜνου.

     Την κüρη βÝβαια στο τÝλος την παßρνει ο ΦορτουνÜτος, αφοý αποδειχθεß πως Þταν το χαμÝνο παιδß του Λοýρα, ο Νικολüς. Οι κωμωδßες αυτÝς οπωσδÞποτε δεν φτÜνουν το ýψος της «Ερωφßλης» και της «Θυσßας», ßσως και του «Γýπαρη» και του «ΒασιλιÜ Ροδολßνου». Αυτü üμως δεν σημαßνει πως εßναι μικρÞς αξßας.

     ΘυμÜμαι πριν μερικÜ χρüνια στην πλατεßα του χωριοý μου μια παρÜσταση του «ΦορτουνÜτου», της πιο μÝτριας -κατÜ το Σολωμü- κωμωδßας κι Ýνα κοινü να σπαρταρÜει κυριολεκτικÜ στα γÝλια.

     ΤελικÜ, εßτε οι κωμωδßες αυτÝς γρÜφτηκαν για Üσοφο εßτε για καλλιεργημÝνο κοινü, εßτε ξεκινοýσαν οι δημιουργοß τους απü ψηφοθηρικü ζÞλο εßτε απü μια ανεπτυγμÝνη αßσθηση λαúκüτητας, εßτε τα Ýργα αυτÜ εßναι Üρτια απü θεατρικÞ Üποψη εßτε üχι, γεγονüς εßναι üτι σκορποýν γÝλιο, Üφθονο γÝλιο, στον ßδιο εκεßνο κüσμο που τραγουδÜει τα πÜθη του Ερωτüκριτου και της Αρετοýσας, και που κÜνει την Ερωφßλη δημοτικü τραγοýδι. Αυτü δεßχνει üτι εßναι λαúκÝς, βαθιÜ λαúκÝς.

     Πριν κλεßσουμε το κεφÜλαιο για το Κρητικü θÝατρο θα πρÝπει να ποýμε δυο λüγια για τους προλüγους, το χορü και τα ιντερμÝδια. Και τα τρßα αυτÜ στοιχεßα αποτελοýν θεατρικÝς συμβÜσεις, που δεν προσθÝτουν τßποτα στη δρÜση, αλλÜ εßναι, ο μεν πρüλογος και τα ιντερμÝδια Ýκφραση του πνεýματος μπαρüκ της εποχÞς (λατρεßα του εντυπωσιακοý και του φαντασμαγορικοý), ο δε χορüς επιβßωση του χοροý της αρχαßας τραγωδßας.

     Μιλþντας για την «Ερωφßλη» εßπαμε üτι ο ΧÜρος προλογßζει το Ýργο, προλÝγοντας αυτÜ που θα συμβοýν και σχολιÜζοντας ταυτü­χρονα για το ασýστατο της τýχης.

Σ' üλους τους προλüγους τα πρüσωπα που εμφανßζονται εßναι μυθολογικÜ. Στον «ΦορτουνÜτο» εßναι η Τýχη, στον «ΒασιλιÜ Ροδολßνο» το Μελλοýμενο, στον «Γýπαρη» η ΘεÜ της κωμωδßας, ενþ στον «ΖÞνωνα» Ýχουμε συνολικÜ πÝντε πρüσωπα, πÝντε δαßμο­νες της ΕλληνικÞς μυθολογßας που προλογßζουν, τον 'Αρη, την Τισιφþνη, την Αληκτþ, την ΜÝγαιρα και τον Διüνυσο. Η εμφÜνιση τους εßναι εντυπωσιακÞ. ΠρÝπει να τους φανταστοý­με στη σκηνÞ ακριβþς üπως περιγρÜφουν τον εαυτü τους. Ο ΧÜρος στην «Ερωφßλη» για παρÜδειγμα αυτοπεριγρÜφεται ως εξÞς:

Η Üγρια κι η ανελýπητη κι η σκοτεινÞ θωριÜ μου

και το δραπÜν' οποý βαστþ, και τοýτα τα γδυμνÜ μου

κüκαλα κι οι πολλÝς βροντÝς κι οι αστραπÝς ομÜδι,

οποý τη γην ανοßξασι κι εβγÞκ' αποý τον 'Αδη,

ποιος εßμαι, μοναχÜ τωνε δßχως μιλιÜ μποροýσι

να φανερþσου σÞμερο 'ς üσους με συντηροýσι...

    Με ανÜλογο τρüπο περιγρÜφει και η Τýχη τον εαυτü της στον ΦορτουνÜτο.

Τοýτη μου η σβßγα, αποý κρατþ στο χÝρι και γυρßζω,

τοýτα τα μÜτια, αποý ως τυφλÞ παντοτινÜ σφαλßζω,

ετοýτη μου η κεφαλÞ, με χρυσÜ ντυμÝνη

μαλλιÜ εßναι στην ομπρüς μερÜ και οπßσω μαδισμÝνη,

ετοýτες οι φτεροýγες μου οποý ανοιγοσφαλßζω

κι üλο τον κüσμο Ýτσι αψÜ και γλÞγορα γυρßζω

ετοýτοι, αποý εις τη σβßγα μου θωρεßτε και γυρßζου,

κι Üλλοι στο βÜθος κεßτονται κι Üλλοι ψηλÜ καθßζουν

κι Üλλα σημÜδια πλειüτερα, αποý σε με θωρεßτε,

κρßνω πþς να  'ναι αφορμÞ, ποια 'μαι να θυμηθεßτε...

     Οι πρüλογοι στα ιταλικÜ Ýργα εßναι αρκετÜ αυτüνομοι απü το κυρßως Ýργο. Για τον «Πιστü Βοσκü» του Γκουαρßνι, για παρÜδειγ­μα, λÝγεται πως υπÜρχουν τüσοι πρüλογοι, üσα και τα ανεβÜσματα του Ýργου κι Üλλοι μεν απ' αυτοýς γρÜφηκαν απü τον ßδιο συγγραφÝα, Üλλοι δε απü Üλλους. Για το Ýργο "Filli di Sciro" (1607) του Guidubaldo Bonarelli Ýχουμε τρεις προλüγους, για ισÜριθμα ανεβÜσματα.

     Στα δικÜ μας Ýργα δεν Ýχουμε ανÜλογες περιπτþσεις. Το γρÜψιμο δεýτερου προλüγου τη στιγμÞ που υπÞρχε ο πρþτος, φαßνεται πως για τους ΚρÞτες δραματουργοýς Þταν μια περιττÞ σπατÜλη χρüνου. ¼μως και εδþ η αυτονομßα τους εßναι τüση, þστε ο συγγραφÝας του «ΣτÜθη» δεν διστÜζει να χρησιμοποιÞσει σαν πρüλογο του Ýργου του τον μονüλογο του Ýρωτα στην πÝμπτη πρÜξη του «Γýπαρη».

     Ο χορüς αποτελεß αναβßωση του χοροý της αρχαßας τραγωδßας, αναβßωση θνησιγενÞς, η οποßα θα καταλÞξει στην υποκατÜστασÞ του απü το κüρο της ¼περας. Τον βρßσκουμε στο τÝλος της κÜθε πρÜξης να φιλοσοφεß, να προσεýχεται Þ να συμπÜσχει με τους πρωταγωνιστÝς. Το πρþτο χορικü της «Ερωφßλης» εßναι Ýνας ýμνος στον Ýρωτα. Το δεýτερο εκφρÜζει τη νοσταλγßα των παλιþν καλþν καιρþν, το τρßτο αποτελεß Ýνα στοχασμü πÜνω στα πλοýτη και στη φτþχεια, και το τÝταρτο εßναι μια προσευχÞ στον Þλιο. Σας δßνουμε Ýνα δεßγμα απü το πρþτο χορικü, γραμμÝνο üπως βλÝπετε σε ενδεκασýλλαβες τερτσßνες.

Για σÝνα πÜσα φýτρα πρασινßζει

πÜσα δεντρü πληθαßνει και ξαπλþνει

και αθοýς κι οπωρικÜ μας εχαρßζει.

 

ΔÜσος τüσ' Üγριο ζο ποτÝς δεν χþνει

Þ ψÜρι ο γιαλüς, τη δýναμη του

να μη γροικοýν κι αυτÜ, να τα πληγþνει...

     Τα ιντερμÝδια αποτελοýν σýντομα κομμÜτια, που παßζονταν στα ενδιÜμεσα των πρÜξεων, με δικÞ τους, ανεξÜρτητη υπüθεση. Εßχαν θεαματικü χαρακτÞρα, και Üρεσαν πολý. Το πνεýμα μÜλιστα της εποχÞς Þταν τÝτοιο, þστε ο κüσμος πÞγαινε συχνÜ στο θÝατρο για να απολαýσει τη φαντασμαγορßα των ιντερμεδßων, με τα πλοýσια σκηνικÜ, τα φανταχτερÜ κουστοýμια, τις μορÝσκες (χορευτικÜ επεισüδια σε στυλ μπαλÝτου που συνÞθως αναπαριστοýσαν συμπλοκÝς με μαυριτανοýς) και τη μουσικÞ, παρÜ το καθαυτü Ýργο. Οι σκηνοθετικÝς οδηγßες των ιντερμεδßων δεßχνουν αρκετÜ καθαρÜ το θÝαμα που παρουσιαζüταν στη σκηνÞ. ΔÝστε για παρÜδειγμα δýο τÝτοιες σκηνοθετικÝς οδηγßες απü τα ιντερμÝδια της «Ερωφßλης».

  * Σε τοýτο κατεβαßνει Ýνα νÝφαλο και βγαßνει η Αρμßντα με τον ΡινÜλδο κι οι Δαßμονες φεýγουν. Η Αρμßντα μιλεß...

  * Εις τοýτο πετοýντοι οι Δαßμονες με φωτιÝς και στρÝπιτα και χαλοýσι το περβüλι και σηκþνουν την Αρμßντα και φεýγου και τελειþνει το δεýτερο ΙντερμÝντιο.

    Η ΚρητικÞ σκηνÞ δεν μποροýσε να Ýχει τον πλοýτο και τις τεχνικÝς δυνατüτητες της ιταλικÞς. ¸τσι, ενþ στα ιταλικÜ ιντερμÝ­δια το θÝαμα εξαφανßζει την ποßηση, στην ΚρητικÞ σκηνÞ οι περιορισμÝνες δυνατüτητες θεαματικÞς επßδειξης οδηγοýν σε Ýνα συμβιβασμü κι ο στßχος καλεßται μερικÜ να εκφρÜσει και ν' αναπληρþσει αυτü που δεν μπορεß η σκηνÞ. (Οι ßδιες σκηνικÝς ανεπÜρκειες γλυτþνουν και το αγγλικü θÝατρο απü τη μετριüτητα). Γι' αυτü και ο ΒιτσÝντζο ΠεκορÜρο θεωρεß πως τα ΚρητικÜ ιντερμÝδια δεν εßναι κατþτερα απü τα ευρωπαúκÜ, αλλÜ βρßσκονται «σ' επßπεδο αξιοσημεßωτης τεχνικÞς επεξεργασßας απü θεατρικÞ Üποψη και μιας συνεχοýς προσοχÞς στις τυπικÝς απαιτÞσεις της ποßησης».

     Η ανεξαρτησßα των ιντερμεδßων απü το κυρßως θÝμα Ýκανε þστε τα ßδια ιντερμÝδια να μποροýν να παßζονται σε διαφορετικÜ Ýργα, Þ στο ßδιο Ýργο να παßζονται διαφορετικÜ ιντερμÝδια· ακüμη, να Ýχουν συνοχÞ Þ να μην Ýχουν. Η επιλογÞ γινüταν απü τους θιασÜρχες με βÜση λüγους πρακτικοýς και επαγγελματικοýς, üπως τα γοýστα του κοινοý Þ του χορηγοý Üρχοντα, τη συγγÝνεια του μýθου με επßκαιρα γεγονüτα, Þ τις ικανüτητες των εκτελεστþν. ΤÝλος καθορßζονταν και απü τη βιασýνη Þ μη της προετοιμασßας.

     ΣυνολικÜ απü το Κρητικü θÝατρο μας Ýχουν διασþσει 18 ιντερμÝ­δια, τα οποßα τα Ýχουν χωρßσει σε Ýξι μεγÜλες ομÜδες. Η πρþτη ομÜδα περιÝχει τα τÝσσερα ιντερμÝδια της «Ερωφßλης» με θÝμα τις σταυροφορßες και μýθο, παρμÝνο απü την «ΕλευθερωμÝνη Ιερου­σαλÞμ» του ΤορκουÜτο ΤÜσσο. Το σýνολο των στßχων τους εßναι 600. Η δεýτερη ομÜδα περιÝχει τα τÝσσερα ιντερμÝδια του «ΦορτουνÜτου» με θÝμα τον τρωικü πüλεμο. ¸χουν 700 στßχους. Οι υπüλοιπες κατηγορßες περιÝχουν θÝματα απü τον τρωικü πüλεμο, ποιμενικÜ Þ Üλλα.

     ΕπιλογικÜ σ' αυτü το κεφÜλαιο περß θεÜτρου παραθÝτουμε Ýνα απüσπασμα απü το βιβλßο του ΑλÝξη Σολοψοý, üπου συγκρßνοντας το Κρητικü θÝατρο με το Αγγλικü, που επηρεÜστηκε κι αυτü απü το Ιταλικü, κÜνει ορισμÝνες εýστοχες παρατηρÞσεις:

     Οι δýο δραματικÝς οικογÝνειες -η ΑγγλικÞ κι η ΚρητικÞ- Ýχουν πολλÜ κοινÜ. Ο ΧορτÜτσης κι ο Τρþιλος συγγενεýουν ßσως περισσüτερο με τον ΦλÝτσερ και τον ΟυÝμπστερ παρÜ με τον ΚορνÝιγ και το Ρασßν Þ ακüμα και τους Ιταλοýς παιδαγωγοýς τους.

     Πρþτα πρþτα, εκφρÜζονται στη λαúκÞ γλþσσα. Οι ποιητικÝς τους εικüνες και μεταφορÝς εßναι παρμÝνες απ' τα λιμÜνια και τα βοσκοτü­πια, απ' τις καντÜδες των ερωτευμÝνων και τα παραμýθια της γιαγιÜς. Τα κυρßαρχα αισθÞματÜ τους εßναι ο ασυγκρÜτητος Ýρωτας και το αχαλßνωτο μßσος που αχρηστεýουν κÜθε λογικÞ, ηθικÞ Þ θρησκευτικÞ εποπτεßα και δεν επιτρÝπουν Üλλη επÝμβαση απ' τον βßαιο θÜνατο. ΚαμιÜ λογικÞ δε μπορεß να δικαιολογÞσει το πÜθος του Ροδολßνου Þ του πατÝρα της Ερωφßλης - üπως καμιÜ δικαιολογßα δεν Ýχουν στο πÜθος τους ο Ρωμαßος Þ ο ΙÜγος. Και παρ' üλους τους ψυχολογικοýς ενδοια­σμοýς, κανÝνα χαλινÜρι δεν μπορεß να συγκρατÞσει το ΖÞνωνα Þ το ΜÜκβεθ στον παθιασμÝνο καλπασμü τους προς την καταστροφÞ.

     ¼πως το ελισαβετιανü θÝατρο, Ýτσι και το θÝατρο της ΚρÞτης παρουσιÜζεται σαν πρωταρχικÜ ρομαντικü. Ο Üνθρωπος δοξÜζεται απ' την ψυχικÞ του αδυναμßα. ΣκορπÜει παρÜλογα το σπüρο του πÜθους του, για να δει να βλασταßνει ο χαμüς του. Οι αδιÜκοπες μνεßες που κÜνουν τα ΚρητικÜ πρüσωπα για το Ριζικü Þ τη θεßα Δßκη ας μην μας παραπλανÞσουν. Δεν εßναι παρÜ ατροφικÜ κι ανüργανα κατÜλοιπα της τραγωδßας του ΣενÝκα, που μαúμοýδιζε την ΕλληνικÞ. Εßναι τüσο κενÜ σε ουσßα, üσο κι εκεßνος ο Üκλιτος «Ζευ», που αδιÜκοπα μνημονεýεται και που δεν εßναι Üλλος απ' τον καλüβολο θεü της νεοΕλληνικÞς λαογρα­φßας Þ τον δýστροπο της εβραúκÞς ΓραφÞς. Μπορεß την καταστροφÞ του ΠανÜρετου Þ της Αρετοýσας να την Ýχει απü τα πριν γραμμÝνη στο βιβλßο του το Μελλοýμενο. Μπορεß η αδιÜλλακτη ουρÜνια Δýναμη να πνßγει την προσωπικüτητα του ΑβραÜμ. Ωστüσο οι Κρητικοß Þρωες ενεργοýν και παθαßνουν απü δικü τους φüβο Þ θρÜσος, μßσος Þ αγÜπη, κακßα Þ καλοσýνη. Η «ασυστασιÜ τση τýχη τως» εßναι ασυστασιÜ δικÞ τους.

     ¼μως καιρüς εßναι να περÜσουμε στο κορυφαßο δημιοýργημα της ΚρητικÞς αναγÝννησης, τον "Ερωτüκριτο". Αποτελεß κορυφαßο αριστοýργημα üχι μüνο της ΚρητικÞς ΑναγÝννησης, αλλÜ και γενικüτερα της νεοΕλληνικÞς λογο­τεχνßας. Ο Ιοýλιος ΤυπÜλδος γρÜφει (1880) πως ο Ερωτüκριτος κατÝχει την πρþτη θÝση στη νεüτερη λογοτεχνßα μας και πως μπορεß να συγκριθεß με τα μεγαλýτερα ποιÞματα των ξÝνων λογοτε­χνþν, ο δε ΠαλαμÜς, αγανακτισμÝνος απü την αδιαφορßα που Ýδειξαν γι' αυτü οι λογιüτατοι εκπρüσωποι της κουλτοýρας μας, üταν δεν το καταδßκαζαν ανοικτÜ,* αναφωνεß (1907): «ΝτροπÞ στο Ýθνος που ακüμη δεν κατÜλαβε, ýστερα απü πÝντε αιþνων περπÜ­τημα, πως ο ποιητÞς του Ερωτüκριτου, αυτüς εßναι ο μÝγας του Ελληνικοý Ýθνους και αθÜνατος ποιητÞς».

  * Ο ΚαισÜριος Δαπüντες (1776) παραπονεßται για το πüσο συχνÜ τυπþνεται αυτü το ποßημα, και για την αγÜπη που του δεßχνουν, υπονοþντας üτι δεν αξßζει μια τÝτοια δημοτικüτητα. Ο ΚοραÞς, μισü αιþνα πιο Ýπειτα, το χαρακτηρßζει σαν «εξÜμβλωμα της ταλαιπþρου ΕλλÜδος», ενþ ο ΚÜλβος, πιο συγκρατημÝνα, μιλÜει για το μονüτονο των Κρητικþν επþν και για τη βαρβαρüτητα των ομοιοκαταλÞξεων.

     Η υπüθεση του Ýργου διαδραματßζεται, κατÜ τα λεγüμενα του ποιητÞ, στην ΑθÞνα των προχριστιανικþν χρüνων. ¼μως η τοπο­θÝτηση αυτÞ εßναι εντελþς συμβατικÞ γιατß, διαβÜζοντας κανεßς το Ýργο, δεν αναγνωρßζει καμιÜ ιστορικÞ ΑθÞνα. Παρüλο που υπÜρχει Ýνα πραγματικü γεωγραφικü πλαßσιο, ο ιστορικüς προσδιορισμüς εßναι ομιχλþδης, τα δε ονüματα των προσþπων που συναντοýμε στο Ýργο, εκτüς απü ελÜχιστες εξαιρÝσεις, εßναι ονüματα ΕλληνικÜ μεν, üμως Üγνωστα, πλασμÝνα απü τον ßδιο τον ποιητÞ. Εßναι φανερü πως ο ποιητÞς δεν ενδιαφερüταν να αναπαραστÞσει μια συγκεκριμÝνη ιστορικÞ περßοδο, αλλÜ να δημιουργÞσει Ýνα ιδανικü Ελληνικü κüσμο. ¸τσι ερμηνεýονται και οι κÜθε λογÞς αναχρονι­σμοß που υπÜρχουν στο Ýργο, και üχι απü Ýλλειψη ιστορικþν και γεωγραφικþν γνþσεων απü τη μεριÜ του ποιητÞ.

     Η υπüθεση του Ýργου εßναι η εξÞς: Ο Ερωτüκριτος, ο γιος του Πεζüστρατου, σýμβουλου του βασιλιÜ ΗρÜκλη της ΑθÞνας, ερω­τεýεται την κüρη του βασιλιÜ, την Αρετοýσα. ΒλÝποντας üμως πüσο Üτοπο εßναι αυτü το αßσθημα, κοινüς θνητüς αυτüς να ερωτευθεß μια βασιλοποýλα και πüσο λßγες ελπßδες Ýχει να βρει ανταπüκριση στο αßσθημα του, προσπαθεß να την ξεχÜσει.

κι Þβανε μες στο λογισμü να φεýγη εκ το παλÜτι,

μα 'σφαλε, δεν τον Þφηνε ο καημüς που τον εκρÜτει·

ουδÝ γερÜκια ουδÝ σκυλιÜ ουδ' Üλογα μποροýσα

τον πüθο ν' αλαφρþσουσι, που 'χε στην Αρετοýσα,

μα πÜντα ο νους κι η θýμηση Þτονε μετÜ κεßνη,

λßγο νερü ποτÝ φωτιÜ μεγÜλη δεν τη σβÞνει,

μÜλλιος την ξÜφτει και κεντÜ και βρÜζει και πληθαßνει,

κι εßδαμε την αναλαμπÞ, üντε νερü τη γραßνει·

Ýτσι κι αυτüς ü,τ' Þκανε την παßδα ν' αλαφρýνη,

και να 'βρη αÝρα και δροσιÜ, πλια ανÜφτει το καμßνι.

     Εξομολογεßται στον φßλο του τον Πολýδωρο τον απελπισμÝνο Ýρωτα του, üμως αυτüς, üπως εßναι φυσικü, κÜθε Üλλο παρÜ τον ενθαρρýνει. Ο Ερωτüκριτος, για να αλαφρþσει τον πüνο του, αρχßζει κÜθε βρÜδι και τραγουδÜ με το λαοýτο του γλυκÜ τραγοý­δια κÜτω απü το παρÜθυρο της Αρετοýσας, Ýχοντας συντροφιÜ το φßλο του.

Η Αρετοýσα, μαγεμÝνη απü το τραγοýδι του, αρχßζει σιγÜ σιγÜ να ερωτεýεται τον Üγνωστο τραγουδιστÞ, ενþ ο βασιλιÜς, θÝλοντας να μÜθει την ταυτüτητÜ του, βÜζει δÝκα στρατιþτες να παραφυλÜξουν, να τον πιÜσουν και να του τον πÜνε στο παλÜτι. ¼μως ποιος μπορεß να κÜνει καλÜ Ýναν ερωτευμÝνο;

ΠΟΙΗΤΗΣ

ΓροικÞσετε του ¸ρωτα θαμÜσματα τα κÜνει,

κι εισÝ θανÜτους εκατü, üσ' αγαποýν, τσι βÜνει·

πληθαßνει τως την üρεξη, και δýναμη τως δßδει,

μαθαßνει τσι να πολÝμου τη νýχτα στο σκοτßδι,

κÜνει τον ακριβü φτηνü, τον Üσκημο ερωτιÜρη,

κÜνει και τον ανÞμπορο Üντρα και παλικÜρι,

το φοβιτσιÜρην Üφοβο, πρüθυμο τον οκνιÜρη,

κÜνει και τον ακÜτεχο να ξÝρη πÜσα χÜρη.

Η αγÜπη το Ρωτüκριτο κÜνει να πολεμÞση

με δÝκα, κι εις τον ¸ρωτα ολπßζει να νικÞση.

     Στη συμπλοκÞ που ακολουθεß σκοτþνονται δýο στρατιþτες, ενþ οι υπüλοιποι, τραυματισμÝνοι, το βÜζουν στα πüδια. Ο Ερωτüκριτος δεν μπορεß πια να ξανατραγουδÞσει κÜτω απü το παλÜτι κι Ýτσι η Αρετοýσα Üδικα περιμÝνει να ξανακοýσει τη γλυκιÜ φωνÞ του Üγνωστου τραγουδιστÞ. Η μυστηριþδης αυτÞ εξαφÜνισÞ του τη ρßχνει στην πιο μαýρη απελπισßα.

Κι ßντα δεν κÜνει ο ¸ρωτας σε μια καρδιÜ π' ορßζει,

σαν τη νικÞση ουδÝ καλü ουδÝ πρεπü γνωρßζει,

ßντα δεν κÜνει ο πßβουλος, üντε το νßκος Ýχει,

και ποý τα βρßσκει τα πολλÜ τα τüσα που κατÝχει,

με πüσες στρÜτες μας γελÜ, με πüσες μας πειρÜζει,

πþς μας εδεßχνει δροσερü εκεßνο οποý βρÜζει,

πüσα μας τÜσσει αδικητÞς, κι απüκει μας κομπþνει,
πüσα μας γρÜφει στην αρχÞ κι ýστερα μας τα λιþνει.

Και ποιος μπορεß ν' αντισταθεß την þρα που θελÞση

ν' αρματωθεß με πονηριÝς να μας επολεμÞση;

¸τσι νικÜ τα γερατειÜ, ωσÜ νικÜ τη νιüτη,

χαρÜ στον üποιος του χωστÞ και φýγη απü την πρþτη.

Ενßκησε την ΑρετÞ, εσκüρπισε το νου τζη,

και δε δειλιÜ τη μÜναν τση κι üργιτα του κυροý τζη,

κÜνει την κι εßναι ξυπνητÞ üλο το μερονýκτι,

για να θυμÜται τση φιλιÜς, κι εις αφορμÞ τη ρßκτει,

κι ýπνον αν εßχε κοιμηθεß, Þτονε ξιπασμÝνος,

μ' αγκοýσες κι αναστεναγμοýς, σαν κÜνει αρρωστημÝνος.

     Μα κι ο Ρωτüκριτος εßναι αδýνατο να βγÜλει απü το νου του την Αρετοýσα.

Τα μÜτια δεν καλοθωροý στο μÜκρεμα του τüπου,

μα πλια μακρÜ και πλια καλÜ θωρεß η καρδιÜ τ' ανθρþπου

εκεßνη βλÝπει στα μακρÜ και στα κοντÜ γνωρßζει,

κι εις Ýναν τüπο βρßσκεται, κι εισÝ πολλοýς γυρßζει.

Τα μÜτια να 'ναι κι ανοιχτÜ, τη νýχτα δε θωροýσι,

μÝρα και νýχτα τση καρδιÜς τα μÜτια συντηροýσι

χßλια μÜτια 'χει ο λογισμüς, μεροý νυκτοý βιγλßζου,

χßλια η καρδιÜ και πλιüτερα, κι ουδÝ ποτÝ σφαλßζου.

ΜακρÜ 'τον ο Ρωτüκριτος απü την Αρετοýσα,

τα μÜτια, που 'χε στην καρδιÜ, πÜντα την εθωροýσα·

εθþρειεν τη ποý βρßσκουντον ταχý, νýκτα, αποσπÝρα,

μ' üλο που δεν την Ýβλεπε με μÜτια την ημÝρα.

    Ο Πολýδωρος συμβουλεýει το φßλο του να κÜνει κανÝνα ταξßδι, να δει Üλλους τüπους, μÞπως μπορÝσει Ýτσι και την ξεχÜσει. Προθυμοποιεßται μÜλιστα να τον συνοδÝψει.

και τÜσσω σου 'ς λßγον καιρü θÝλεις ξελησμονÞσει

τουνÞς, που ανεπüλπιστα σ' Ýβαλε σ' Ýτοια κρßση·

κι ωσÜν καρφß, που με καρφß Üλλο 'κ την τρýπα βγÜνεις,

στον τüπο της αγÜπης της, Üλλην αγÜπη βÜνεις.

    Ο Ερωτüκριτος πεßθεται, και φεýγουν μαζß. Ενþ βρßσκονται στην ξενητιÜ, ο κýρης του Ρωτüκριτου αρρωσταßνει. Μια μÝρα η βασßλισ­σα παßρνει την κüρη της να πÜνε να δοýνε πþς εßναι ο Üρρωστος. Η μÜνα του Ρωτüκριτου ξεναγεß την Αρετοýσα στα δωμÜτια του γιου της. Η Αρετοýσα βρßσκει μÝσα σε Ýνα συρτÜρι üλα τα τραγοýδια που τραγουδοýσε ο Üγνωστος τραγουδιστÞς και Ýνα ψιλü πανß πÜνω στο οποßο εßναι ζωγραφισμÝνη η ζωγραφιÜ της. Καταλαβαßνει αμÝσως üτι ο Üγνωστος τραγουδιστÞς δεν Þταν Üλλος απü τον Ερωτüκριτο. Η νÝνα της, που απü την αρχÞ προσπαθοýσε να την αποτρÝψει απü Ýνα τÝτοιο αßσθημα, βρßσκει τþρα μεγαλýτερες δυσκολßες να τη μεταπεßσει.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

ΛÝει τση: ΝÝνα, βλÝπω το, γνωρßζω τ' απατÞ μου

πως εýκολα σκλαβþθηκα, δεν εßμαι μπλιο σαν Þμου.

ΜαγÜρι τοýτα στην αρχÞ να τα 'θελα κατÝχει,

πως η αγÜπη βÜσανα κι ο πüθος πρßκες Ýχει.

ΜαγÜρι να το βολετü, μαγÜρι να το μπüρου,

να μην τον εßχα στην καρδιÜ, συχνιÜ να τον εθþρου,

μα πιÜστηκα σαν το πουλß, μπλιο δεν μπορþ να φýγω,

κι ως κι εδεπÜ που σου μιλþ εκεινονÜ ξανοßγω·

κι αν πρþτας τον αγÜπησα δßχως να τον κατÝχω,

εδÜ διπλÜ και τρßδιπλα μες στην καρδιÜ τον Ýχω·

και πþς εßν' μπορετü να βγω απü τα πÜθη που 'μαι,

αν εßναι πÜντα μετÜ με ξýπνου κι οντÝ κοιμοýμαι;

ΕσÝνα φαßνουντ ' εýκολα, γιατß δεν εßσαι 'ς τοýτα

και δεν ψηφÜς τις ομορφιÝς, τραγοýδια ουδÝ λαγοýτα,

μα οποý 'ναι μÝσα στη φωτιÜ, κατÝχ' ιντÜ 'ν' η βρÜση,

κι ουδÝ κιαμιÜ Üλλη τη γροικÜ, αν δε τη δικιμÜση...

'Σ δυο πρÜματα αντßδικα στÝκω και κιντυνεýγω,

να τα συβÜσω και τα δυο ξετρÝχω και γυρεýγω,

και βÜνω κüπο, μα θωρþ και βολετü δεν εßναι,

το 'να με τ' Üλλο μÜχεται κι οχθρüς μεγÜλος εßναι.

Απü τη μια 'χω του κυροý το φüβο που με κρßνει,

κι απü την Üλλη τση φιλιÜς κι αγÜπης την οδýνη.

Φοβοýμαι τον τον κýρη μου, το πρÜμα ντρÝπομαι το,

και θÝλω οπßσω να συρθþ, ΝÝνα μου, κÜτεχε το,

μα ο Ερωτας στÝκει ανÜδια μου και τ' Üρματα μου δεßχνει,

βαστÜ φωτιÜ κι αναλαμπÞ κι απÜνω μου τη ρßχνει,

και δεν κατÝχω ßντα να πω κ' ßντα ν' αποφασßσω,

τßνος να κÜμω θÝλημα και πÜλι ποιου ν' αφÞσω.

Φüβος και πüθος πολεμÜ, κι' εγþ 'μαι το σημÜδι,

και δεν μπορþ τοýτα τα δυο να τα συβÜσω ομÜδι.

ΚριτÞ με βÜλαν και τα δυο, κι' απüφαση γυρεýγου,

πολλÜ με βασανßζουσι πολλÜ με κιντυνεýγου·

ως βουληθþ του κýρη μου το δßκιο να μιλÞσω,

ο ¸ρωτας μανßζει μου πως θε να τον αφÞσω,

κι ωσÜν οποý 'ν' πλια δυνατüς, να κÜνω δε μ' αφÞνει

τη σημερνÞν απüφαση, στον κýρη δικιοσýνη·

και μ' üλο που το δßκιον του καθÜρια το γνωρßζω,

χÜνει ο γονÞς μου, σα θωρþ, στανιþς μ' αποφασßζω.

Ο ¸ρωτας στÝκει ανÜδια μου κι Üδικα τυραννÜ με,

μ' Üρματα φοβερßζει με και με φωτιÜ κεντÜ με,

με το ξιφÜρι μου μιλεß, με τη σαÀτα λÝγει,

το δßκιον του μ' αναλαμπÞ και φλüγα το γυρεýγει,

κι Ü δεν του κÜμω θÝλημα, με τη φωτιÜ με καßγει,

και πλια παρÜ τον κýρη μου βαρßσκει και δοξεýγει,

κι ως βουληθþ στον πüλεμο οποý 'μαι να νικÞσω,

τÝσσερα ζÜλα πÜω ομπρüς κι οκτþ γιαγÝρνω οπßσω.

    Εν τω μεταξý ο Ερωτüκριτος, γυρνþντας απü το ταξßδι, βλÝπει üτι λεßπουν τα τραγοýδια μαζß με τη ζωγραφιÜ της Αρετοýσας. Ξεψαχνßζει τη μÜνα του και μαντεýει üτι η Αρετοýσα εßναι εκεßνη που τα πÞρε. ΑμÝσως τον κυριεýει η αγωνßα, ποια να εßναι η αντßδρασÞ της. ΣτÝλνει το φßλο του στο παλÜτι, για να δει τι γßνεται. Αυτüς πηγαßνει πρÜγματι στο παλÜτι, βλÝπει το βασιλιÜ, και δικαιολογεß το φßλο του που δεν Þλθε μαζß του λÝγοντας üτι εßναι Üρρωστος.

Η Αρετοýσα ως τ' Üκουσεν, εχλþμιανε κι εφÜνη

το πως ετοýτη η αρρωστιÜ μες στην καρδιÜ την πιÜνει.

Σφαßνει οποý πη κι οι λογισμοß τ' ανθρþπου δε γροικοýνται,

γιατß με δßχως εμιλιÜ στο πρüσωπο θωροýνται.

     Ο Πολýδωρος κρýβει την αλÞθεια απü το φßλο του και του λÝει πως η Αρετοýσα φαινüταν οργισμÝνη κι üτι αν δεν φανÝρωσε τßποτα στον πατÝρα της εßναι γιατß τον λυπÜται αυτüν και τον κýρη του. ¼ταν üμως η Αρετοýσα στÝλνει στον δÞθεν Üρρωστο Ερωτüκριτο «τÝσσερα μÞλα δßφορα» για «ξαρρωστικü», ο Ερωτüκριτος αρχßζει να υποπτεýεται üτι ο φßλος του δεν του εßπε την αλÞθεια.

Δε θÝλω μπλιο για Ýτοια δουλειÜ του φßλου να μιλÞσω,

τη γνþμην του κατÝχω τη, πÜντα με σýρν' οπßσω,

κι αμπüδιαμα και δυσκολιÝς και μπÝρδεμα μου βÜνει,

και χþνει μου το γιατρικü οποý μπορεß με γιÜνει.

Εις τα γροικþ κι' εις τα θωρþ κι' εις ü,τι μ' αρμηνεýγει

ο ¸ρωτας, η ΑρετÞ να βλÜψη δε γυρεýγει

κιανÝνα για τη ζγουραφιÜ μηδÝ για τα γραμμÝνα,

μηδ ' üρεξη κιαμιÜ κακÞ δεν Ýχει μετÜ μÝνα.

Κι' αν εßχεν εßστ' απαρθινü, και τüσο να μανßση,

Þθελ' αστρÜψει ως εδÜ, να βρÝξη, να χιονßση·

μα γω θωρþ καλοκαιριÜ, μÝρα σιγανεμÝνη,

και νÝφαλο στον ουρανü θολü δεν απομÝνει.

ΠÜντ' η γυναßκα ανερωτÜ και πεθυμÜ ν' ακοýση

πως üλοι τÞνε ρÝγουνται κι üλοι την αγαποýσι,

κι ουδÝ μανßζει ουδÝ χολιÜ, αμÞ πολλÜ τσ' αρÝσει

üλοι, μεγÜλοι και μικροß, üμορφη να τη λÝσι.

     Εν τω μεταξý μαζεýονται τα αρχοντüπουλα για την γκιüστρα (κονταρομαχßα) που εßχε προκηρýξει ο βασιλιÜς. Την ημÝρα του αγþνα, η Αρετοýσα δεν Ýχει μÜτια να κοιτÜξει Üλλον απü τον Ερωτüκριτο.

Εις Ýναν τüπο στρÝφουντον κι Ýναν κορμßν εθþρει,

κιανÝναν Üλλο δεν ψηφÜ ν' αναντρανßσει η κüρη.

¼λοι τση φαßνουνται Üσκημοι, δßχως αντρειÜ και χÜρη,

κι üλοι σα νýχτα σκοτεινÞ, κι ο Ρþκριτος φεγγÜρι.

     Μαζεýονται δεκατρßα παλικÜρια συνολικÜ, üλοι Ελληνüπουλα εκτüς απü τρεις, τον Καραμανßτη Σπιθüλιοντα και τον αφÝντη της ΠÜτρας Δρακüκαρδο, που συμβολßζουν τον Οθωμανü εχθρü (Τοýρκο και Αλβανü), και τον Τριπτüλεμο, αφÝντη της ΣκλαβουνιÜς, που εκ­προσωπεß τους ΣλÜβους. Το ρηγüπουλο της Κýπρου, Κυπρßδημος, κι ο Ερωτüκριτος αντιμετωπßζουν απü τρεις αντιπÜλους, ενþ ο Χαρßδημος, το ρηγüπουλο της ΚρÞτης, τÝσσερις. Νικοýν üλοι τους, και δεν μÝνει παρÜ να αποφασισθεß με ποιο τρüπο θα δοθεß το στεφÜνι. Ο βασιλιÜς υποδεικνýει να εκλεγοýν δýο που θα αγωνι­σθοýν μεταξý τους, ο δε τρßτος να θεωρηθεß χαμÝνος. Ο τοπικιστÞς συγγραφÝας δεν βρÞκε ευσχημüτερο τρüπο να προβÜλλει τον Κρητικü, δßνοντας üμως το στεφÜνι στον Ερωτüκριτο, μια και αυτü απαιτεß η οικονομßα του Ýργου, απü το να τον βÜλλει να αγωνιστεß με τÝσσερις αντιπÜλους, σε αντßθεση με τον Ερωτüκριτο και τον Κυπρßδημο που αγωνßζονται με τρεις, και να τον κÜνει στο τÝλος να χÜσει στην κλÞρωση þστε να φεýγει χαμÝνος μεν, üχι üμως νικημÝ­νος. Ο Ερωτüκριτος κερδßζει και τον τελευταßο του αντßπαλο, και παßρνει την «τζüγια» (στεφÜνι) απü τα χÝρια της ΑρετÞς.

Και πÜλι του Ρωτüκριτου, ως Þγγιξεν η χÝρα,

οποý του δßδει την υγειÜ νýκτα και την ημÝρα,

δεν Þξευρε ποý βρßσκεται, νÝφαλο τον πλακþνει,

τον ομυαλüν του ζÜβωσε και την καρδιÜ πληγþνει·

μεγÜλη κατασκÝπαση τον ηýρε και τρομÜρα,

δυο τρεις φορÝς εγροßκησε να του 'ρθη λιγωμÜρα.

    Η σατιρικÞ αυτÞ υπερβολÞ (στοιχεßο που βρÞκαμε και στον Γýπαρη) εßναι Ýνα απü τα στοιχεßα που διαφορßζουν το Ýργο αυτü απü δημιουργÞματα του εßδους «¸ρωτος ΑποτελÝσματα» και «Σχο­λεßο Των ΑφοσιωμÝνων Εραστþν». Ο ποιητÞς, απü το ýψος της þριμης ηλικßας του, βλÝπει με μια καλüκαρδη ειρωνικÞ διÜθεση τα πÜθη και τις φοýντωσες των νεαρþν ερωτευμÝνων, μ' üλες τις υπερβολικÝς εκφρÜσεις που παßρνουν. ΞαφνικÜ τα γεγονüτα βρßσκονται πÜλι σε στασιμüτητα, ενþ οι δýο ερωτευμÝνοι καßγονται στο καμßνι του πüθου τους. Η Αρετοý­σα παßρνει την πρωτοβουλßα, και ξεπερνþντας τις αντιδρÜσεις της νÝνας της, βρßσκει Ýνα τρüπο για να συναντιÝται επιτÝλους με τον Ερωτüκριτο, και να λÝνε ο Ýνας στον Üλλο για τη φωτιÜ που τους καßει. Στο παλÜτι υπÜρχει μια μικρÞ αποθÞκη, με Ýνα σιδερüφρακτο παραθυρÜκι. Εκεß συναντþνται κÜθε βρÜδι, απü μÝσα η Αρετοýσα, απÝξω ο Ερωτüκριτος, και μιλοýν για την αγÜπη τους. Αντß üμως να βρουν σ' αυτü μια παρηγοριÜ, ο ÝρωτÜς τους üλο και φουντþνει και τους βασανßζει περισσüτερο. Η ΑρετÞ, παßρνο­ντας για Üλλη μια φορÜ την πρωτοβουλßα, πεßθει τον Ερωτüκριτο να βÜλει τον κýρη του να την γυρÝψει απü τον δικü της. 'Αστοχη ενÝργεια, γιατß ο οργισμÝνος βασιλιÜς θÝτει τον Πεζüστρατο σε «κατ' οßκον περιορισμü», üπως θα λÝγαμε σÞμερα κι εξορßζει τον Ερωτüκριτο. Και για να χειροτερÝψει το κακü, τÜζει στην κüρη του üτι σýντομα θα την παντρÝψει. ¼λα αυτÜ ρßχνουν την Αρετοýσα στην πιο μαýρη απελπισßα. Η νÝνα για Üλλη μια φορÜ προσπαθεß να την μεταπεßσει, αλλÜ Üδικα.

Γιατß θωρεßς κι αγÜπησα, ωσÜν το κÜμαν κι' Üλλες

πλια παρÜ μÝνα φρüνιμες, πλια Üξες, πλια μεγÜλες.

Θωρεßς κι ο πüθος εßν' πολýς κι η παιδωμÞ 'ναι τüση

που μου σκοτεßνιασε το νου και μπλιο δεν Ýχω γνþση·

και σα μου πÞρε την εξÜ, ποιες δýναμες μποροýσι

και ποιας γυναßκας αντρειÝς να τüνε πολεμοýσι;

     ¼ταν η Αρετοýσα βλÝπει να Ýρχονται κÜποιοι μαντατοφüροι, που στην πραγματικüτητα εßναι προξενητÜδες και γυρεýγουνε την Αρετοýσα για το γιο του ΡÞγα του ΒυζÜντιου, την κυριεýουν μαýρα προαισθÞματα, συνδυÜζοντας την ÜφιξÞ τους με Ýνα κακü üνειρο που εßδε.

ΒÜνει με πÜλι η μοßρα μου σÞμερο 'ς κι Üλλα βÜρη·

μαγÜρι ας εßμαι μοναχÞ και το κορμß μου ας πÜρει

ü, τι κριτÞρια δýνεται Üνθρωπος να βαστÜξει

και μια σταλαματιÜ κακü στον αγαπþ μη στÜξει.

    Τα προαισθÞματα βγαßνουν αληθινÜ. Ο βασιλιÜς τÞς ανακοινþνει το γεγονüς. Η ΑρετÞ με παρακÜλια προσπαθεß να μεταπεßσει τους γονεßς της, λÝγοντÜς τους πως δεν θÝλει να τους αποχωρισθεß. Ο βασιλιÜς αγριεýει ξÝροντας την πραγματικÞ αιτßα. Και μπροστÜ στο πεßσμα της ΑρετÞς, που δηλþνει üτι:

Τα λüγιασα απολüγιασα, τα 'χα να δω, απüδα,

στο ζÜλον üπου στÜθηκα, μπλιο δε σαλεýγω πüδα.

του Ýρχεται το αßμα στο κεφÜλι και τη βουτÜει αγριεμÝνος απü τις πλεξοýδες και της τις κüβει τüσο βαθιÜ, που «οι ρßζες τω χρυσþ μαλλιþ, της απομεßναν μüνο», και Ýπειτα τη σýρνει κωλοσυρτÞ στη φυλακÞ. Η Αρετοýσα πνßγεται μπροστÜ στην τüση απονιÜ του κυροý της.

Ως και τα ζα που δε νογοý, λογαριασμü δεν Ýχουν,

ιντÜ ναι ο πüνος του παιδιοý, γροικοýσι και κατÝχουν

και τη ζωÞ τους δεν ψηφοýν, βοÞθεια να τως δþσουν

και παßρνουσινε θÜνατο, ογιÜ να τα γλυτþσουν.

    ΛÝει ακüμη πως και τα Üγρια θηρßα που τρÝφονται με κρÝας, δεν τους αρÝσει να τυραννοýν τα θýματα τους, μα πρþτα τα σκοτþνουν και μετÜ τα τρþνε. ¼μως, μονολογεß με παρÜπονο η Αρετοýσα:

Η φýση ξαναγßνηκε κι üλα παραστρατÞσα,

κι üλα στρÜβωσαν ογιÜ με, κεßνα οποý σαν ßσα.

    Πιο πρþτα, üταν την εßδαμε να αναρωτιÝται γιατß αυτÞ να υποφÝρει για κÜτι τüσο φυσικü üσο ο Ýρωτας, που τüση ευτυχßα δßνει στους Üλλους ανθρþπους, την ακοýσαμε να λÝει τους υπÝρο­χους εκεßνους στßχους:

Μα üλα για μÝνα σφÜλασι, και πÜσιν Üνω κÜτω,

για με ξαναγεννÞθηκε, η φýση των πραγμÜτων.

    ΠÜνω απü τÝσσερα χρüνια βρßσκονται η ΑρετÞ στη φυλακÞ κι ο Ρþκριτος στα ξÝνα, üταν το βασßλειο των Αθηνþν δÝχεται επßθεση απü τον Βλαντßστρατο, το βασιλιÜ των ΒλÜχων. Ακοýγοντας ο Ρωτüκριτος πως ο πατÝρας της Αρετοýσας βρßσκε­ται σε κßνδυνο, τρÝχει να τον βοηθÞσει -üχι σαν Ερωτüκριτος φυσικÜ. Πρþτα πηγαßνει σε μια μÜγισσα η οποßα του δßνει Ýνα υγρü, με το οποßο αλεßφει το πρüσωπü του και γßνεται μελαχρινüς σαν Σαρακηνüς. ΑφÞνει και τα μαλλιÜ του να μεγαλþσουν τüσο, þστε γßνεται ολüτελα αγνþριστος. ¸ρχεται Ýπειτα στο πεδßο της μÜχης, και κÜθε που σμßγανε οι δýο στρατοß Ýτρεχε και βοηθοýσε τους Αθηναßους. ¼ταν σκüλαζε η μÜχη, αποσυρüτανε σ' Ýνα Þσυχο μÝρος για να ξεκουραστεß, αρκετÜ κοντÜ üμως þστε να ακοýει τις τρομπÝτες κÜθε φορÜ που Þταν να ξαναρχßσει η μÜχη. ΕπειδÞ δþσαμε αρκετÜ δεßγματα της λυρικÞς ποßησης του ποιητÞ, ας δþσουμε και Ýνα δεßγμα της επικÞς, αφηγηματικÞς του ικανüτη­τας.

Σαν κÜνει ο λýκος εις τ' αρνιÜ, Üντε πεινÜ κι αρÜσσει,

και πνßγει τα üπου κι αν τα βρει και φτÜνει τα üπου πÜσι,

Ýτσι Þκανε ο Ρωτüκριτος ξετρÝχοντας το νßκος,

οι ΒλÜχοι τρÝμουν σαν τ' αρνιÜ κι εκεßνος εßν' ο λýκος·

ζερβÜ δεξÜ τους πολεμÜ κι αλýπητα σκοτþνει,

και σα θεριü τς απογλακÜ, σα δρÜκος τσι ζυγþνει·

Þκοβγε μÝσες και μεριÜ, κορμιÜ απü πÜνω ως κÜτω,

Þκλαιγε κεßνος ο λαüς κι Þτρεμε το φουσÜτο·

πÝφτει εκ τη χÝρα το σπαθß, χÜνουν το χαλινÜρι,

το θÝλαν δει απü μακρÜ τοýτο το παλικÜρι,

αποκρυγαßναν οι καρδιÝς, την αντρειÜν εχÜνα,

εφεýγαν κι εγλακοýσανε, τα μονοπÜτια πιÜνα.

Παßρνει ψυχÞ και δýναμη τς ΑθÞνας το φουσÜτο,

που το 'βρεν ολοσκüρπιστο κι' εγλÜκα απÜνω κÜτω.

Το πρüσωπο γυρßσανε, που δεßχνασι τη ρÜχη,

κι üσο ματþνουν τα σπαθιÜ, τüσο πληθαßνει η μÜχη.

Τις πÝφτει και ψυχομαχεß, τις πÝφτει αποθαμÝνος,

και τις ελßγα, τις πολλÜ βρßσκεται λαβωμÝνος.

ΜεγÜλος καλορßζικος εκρÜζουντονε τüτες

εκεßνος οποý πüθαινε με τσι πληγÝς τσι πρþτες,

κι ως εßχε πÝσει απ' το φαρß, τη ζÞση να τελειþσει,

κι ουδ’ Üλλο πüνο ο πüλεμος κι η μÜχη να του δþοη·

μα οι Üλλοι που γκρεμßζουνταν κι εßχαν πνοÞ κι εζοýσα,

οι καβαλÜροι κι' οι πεζοß τους εγλοτσοπατοýσα,

κι απÜνω 'ς τσι λαβωματιÝς τα πÝταλα βουλοýσα,

και την πληγÞ ξεσκßζασι και πüνους εγροικοýσα,

και με τσινιÝς, λαβωματιÝς, κριτÞρια που τως δßδα,

πολλÜ Üσχημα τελειþνασι δßχως ζωÞς ολπßδα.

Κεßτεται τ' Üλογο, ψοφÜ στ' αφÝντη του το πλÜι,

στρÝφεται ο φßλος και θωρεß το φßλο πως εσφÜη·

σýντροφος με το σýντροφο να ξεψυχοýν ομÜδι,

το αßμα εßν' η κλßνη ντως κι η γης προσκεφαλÜδι.

Κεßτεται απÜνω στο νεκρü ο ζωντανüς, κι ακüμη

δεν Þρθαν του ξεψυχισμοý οι ßδρωτες κι οι τρüμοι.

¹πεφτεν Ýτσι, οποý 'χανεν ωσÜν κι οποý κερδαßνει,

κι üντεν ο γεις ψυχομαχεß, ο Üλλος αποβαßνει.

Βαβοýρα κακοριζικιÜς, λüγια θανατωμÝνα

εσυντυχαßναν τα κορμιÜ τα κακαπυδομÝνα.

ΛυπητερÜ και θλιβερÜ τον πüνον τως ελÝγα,

θÜνατο γληγορýτερο και πλια εýκολο γυρεýγα.

Πολλοß απεßς σκοτþσασι μ' αντρεßα τον οχθρüν τως,

τüτες κι αυτοß κρυγιοß νεκροß πÝφταν εκ τ' Üλογüν τως.

Οι καβαλÜροι παν πεζοß, τ' Üλογα σκοτωμÝνα,

κι Üλλα γλακοýσι μοναχÜ στον κÜμπο σκορπισμÝνα.

Τα αßματα κινοýσανε χειμωνικü ποτÜμι,

τω σκοτωμÝνω τα κορμιÜ που κεßτονταν αντÜμι

τρÜφους εκÜναν και βουνιÜ, κι ο Ρþκριτος στη μÝση

αλýπητα τσι πολεμÜ και πÜσκει να κερδÝση·

κι üπου κι αν επορπÜτηξεν εκεßνην την ημÝρα,

Þτονε ΧÜρος το σπαθß και θÜνατος η χÝρα.

Η γης, οποý τον πρÜσινη με χüρτα στολισμÝνη,

εγßνηκ' ολοκüκκινη, τα αßματα βαμμÝνη.

Ο πüλεμος επλÞθαινε με ταραχÞ μεγÜλη

κι þρες ενßκα η μια μεριÜ κι þρες ενßκα η Üλλη.

Σαν του γιαλοý τα κýματα 'ς καιροý ανακατωμÝνου,

που οι ανÝμοι τα φυσοý και προς τη γης τα πηαßνου,

κι þρες αφρßζουν και σκορποýν üξω στο περιγιÜλι,

κι þρες στο βÜθος του γιαλοý ξαναγιαγÝρνουν πÜλι

Ýτσι και τα φουσÜτ' αυτÜ τ' Üγρια, τα θυμωμÝνα,

þρες οπßσω εσýρνουνταν κι þρες ομπρüς επηαßνα.

    Με την επÝμβαση του Ερωτüκριτου ο αγþνας που αρχικÜ βÜραι­νε προς τη μεριÜ των ΒλÜχοι αρχßζει και γßνεται αμφßρροπος. Σκοτþνονται χιλιÜδες χωρßς η πλÜστιγγα της νßκης να βαρýνει προς τη μεριÜ κανενüς. Τüτε ο Βλαντßστρατος προτεßνει να σταματÞσει το Üσκοπο αυτü μακÝλεμα και να μονομαχÞσουν Ýνας απü κÜθε στρατüπεδο κι üποιος νικÞσει, εκεßνου το στρατüπεδο να θεωρηθεß νικητÞς. Ο βασιλιÜς διστÜζει. Ο Πολýδωρος εßναι βαριÜ τραυμα­τισμÝνος και τον Ερωτüκριτο δεν θÝλει να τον υποχρεþσει, γιατß Þδη του χρωστÜ τη ζωÞ του κι εßναι υπερβολικü να του ζητÞσει να εκτεθεß σε Ýνα τÝτοιο κßνδυνο. ¼ταν üμως τον βρßσκει ο Ρωτüκριτος και τον πιÝζει να δεχθεß την πρüταση, αναγκÜζεται να υποχωρÞ­σει. Συναντιοýνται οι δýο αντßπαλοι κι αρχßζει η μονομαχßα. Ο αγþνας εßναι σκληρüς κι αμφßρροπος, γιατß ο Ερωτüκριτος Ýχει αντßπαλο τον 'Αριστο, τον ανεψιü του Βλαντßστρατου, που Þλθε εξεπßτηδες απü τη ΦραγκιÜ για να βοηθÞσει τον θεßο του. ΤελικÜ ο Ρωτüκριτος νικÜει σκοτþνοντας τον αντßπαλü του, πÝφτοντας üμως κι ο ßδιος βαριÜ τραυματισμÝνος.

    Ο βασιλιÜς τον Ýχει πια σαν παιδß του και του προσφÝρει το βασßλειο του. Εκεßνος üμως δεν ζητÜ τßποτα, παρÜ μüνο την Αρετοýσα, πρÜμα που ρßχνει σε σκÝψεις το βασιλιÜ, γιατß ξÝρει την πεισματικÞ Üρνηση της κüρης του να παντρευτεß. ΚοιτÜζει μπας και τον κÜνει να αλλÜξει γνþμη, μα τßποτα. Ο Ερωτüκριτος πηγαßνει στη φυλακÞ και ξαναβλÝπει, γεμÜτος συγκßνηση, την Αρετοýσα. Δεν της μαρτυρÜει üμως ποιος εßναι, αλλÜ της παρουσιÜζεται σαν ο σωτÞρας της χþρας που θÝλει να την παντρευτεß. Η Αρετοýσα τον αποκροýει σταθερÜ.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Σκüλασε, αφÝντη, τα μιλεßς, πÜψε τ' αναθιβÜνεις,

γιατß εýκαιρα κουρÜζεσαι, μüνο τον κüπο χÜνεις,

Þλιος πλια γληγορýτερα με δßχως λÜψης χÜρη,

και δÜοη δßχως τα κλαδιÜ, κÜμπος δßχως χορτÜρι,

θÜλασσα δßχως τα νερÜ, γιαλüς με δßχως Üμμο,

παρÜ να πω ποτÝ το ναι, και παντρειÜ να κÜμω.

ΠÞγαινε, μην πειρÜζεσαι, και πε το του κυροý μου,

πως κεßνα που του μÞνυσα, πÜντα 'χω μες στο νου μου,

κι ανÝν κι εις Ýτοιο πüλεμο Þθελε να σε βÜλη,

ας κÜμη πλοýσια αντßμεψη και πλερωμÞ μεγÜλη,

κι εμÝνα 'πα, που βρßσκομαι, μην πÝμπη να πειρÜζη,

για γÜμους και για παντρειÝς μπλιο μη με δικιμÜζη,

κι εγþ θανÜτους εκατü πλια 'φκολα θÝλω πÜρει

παρÜ να βÜλω απÜνω μου ποτÝ μου αντρüς γομÜρι.

Η παντρειÜ μου 'ν' η φλακÞ χειμþναν καλοκαßρι,

η σκοτεινÜγρα 'ν' Üντρας μου, το βρþμον Ýχω ταßρι,

το παραθýρι τση φλακÞς χþρα μου κι αφεντιÜ μου,

τα βοýρκα για παρηγοριÜ, τς αρÜχνες συντροφιÜ μου,

τη ζÞση μου χαιρÜμενη τÝτοιας λογÞς τελειþνω,

κι εις ü, τι κι α μ' ευρÞκασι, γελþ και ξεφαντþνω

και χßλιοι χρüνοι ανÝ διαβοý, και χßλιοι ανÝν περÜσου,

πÜντα 'ναι σ' Ýνα οι λογισμοß, δε στρÝφου μηδ' αλλÜσσου.

    Ο Ερωτüκριτος νιþθει συγκινημÝνος απü την τüση της αφοσßωση. ¼μως θÝλει να τη δοκιμÜσει ακüμη μια φορÜ. Φεýγοντας λοιπüν δßνει στη νÝνα της το δαχτυλßδι που του εßχε δþσει την τελευταßα βραδιÜ που συναντÞθηκαν κÜτω απü το παραθυρÜκι, πριν το μισεμü του, δαχτυλßδι αρραβþνων και σýμβολο αιþνιας αγÜπης, για να της το δþσει. Η Αρετοýσα βλÝπει το δαχτυλßδι, και βÜζοντας χßλια κακÜ με το νου της στÝλνει ξετρελαμÝνη την νÝνα να της φÝρει τον ξÝνο πßσω για να τον ρωτÞσει ποý το βρÞκε. ¼λη τη νýχτα την περνÜ Üγρυπνη, περιμÝνοντας πüτε να ξημερþσει και να ξανÜρθει ο ξÝνος. ΑυτÞ η δεýτερη δοκιμασßα, μετÜ τα üσα Ýχει τραβηγμÝνα η Αρετοýσα, φαßνεται υπερβολικÞ στα μÜτια του κÜθε αναγνþστη, γι αυτü κι ο ποιητÞς νιþθει υποχρεοýμενος να δικαιο­λογÞσει τον Ερωτüκριτο, πρÜγμα που κÜνει με πολý Ýξυπνο τρüπο. Πρþτα του απευθýνεται επιτιμητικÜ λÝγοντÜς του:

'Αδικον εßν', Ρωτüκριτε, ετοýτα να τα κÜνης·

βλÝπε μ' αυτÜνα Ýτσ' Üδικα να μην την αποθÜνης·

θωρεßς τηνε πως βρßσκεται κι ακüμη δεν πιστεýγεις;

ßντα Üλλα μεγαλýτερα σημÜδια τση γυρεýγεις;

για να σχολιÜσει λßγο πιο κÜτω:

ΚαλÜ το λεν οι φρüνιμοι, η αγÜπη φüβο φÝρνει,

κι εις Ýνα πρÜμα, üπ' αγαπÜ, χßλιες φορÝς γιαγÝρνει.

Χßλια σημÜδια να θωρÞ Üθρωπος, να κατÝχη

Üδολα πως τον αγαπÜ, αναπαημü δεν Ýχει,

μα λÝει και ξαναρωτÜ και ξαναδικιμÜζει

την αγαπÜ αν τον αγαπÜ και πÜντα του λογιÜζει.

Οληνυκτßς 'ς τς αγκÜλες τση να μÝνη μετÜ κεßνη,

το σηκωθÞ, το βÜσανο του πüθου τüνε κρßνει,

και φαßνεταß του χÜνει τη, και πως τον απαρνÜται,

κι ολημερνßς κι οληνυκτßς τρομÜσσει και φοβÜται,

και πÜντα ξüμπλιν εγνοιανü στην αγαπÜ γυρεýγει,

και τοýτη η Ýγνοια η πελελÞ συχνιÜ τüνε παιδεýγει.

    Την Üλλη μÝρα το πρωß που πÜει ο Ρωτüκριτος και βρßσκει την Αρετοýσα στο κελß της, της λÝγει μια φανταστικÞ ιστορßα üτι τÜχα αυτü το δαχτυλßδι του το 'δωσε Ýνας νÝος ετοιμοθÜνατος πριν ξεψυχßσει. ΑυτÞ η σαδιστικÞ θα λÝγαμε στÜση απü τη μεριÜ του Ερωτüκριτου δßνει ευκαιρßα στον ποιητÞ να βÜλει στα χεßλη της Αρετοýσας Ýναν απü τους πιο υπÝροχους μονüλογους, τον «θρÞνο της Αρετοýσας». ΜÝσα σ' Ýνα ελεγειακü ξεχεßλισμα, ακοýμε ανÜμε­σα στ' Üλλα και αυτü που με επιγραμματικü τρüπο διατýπωσε τρεις αιþνες αργüτερα Ýνας Üλλος μεγÜλος Κρητικüς, ο Νßκος ΚαζαντζÜ­κης: "Δεν ελπßζω τßποτα, δεν φοβοýμαι τßποτα, εßμαι ελεýθερος".

Θυμþντας σου, Ρωτüκριτε, πως μου 'σου νοικοκýρης,

εγßνουσου και μÜνα μου, εγßνουσου και κýρης.

Με το παλÝτσι ντýθηκα και στ' Üχερα κοιμοýμαι,

και τη φτωχειÜ δεν τη ψηφþ, τα πÜθη δεν βαριοýμαι.

Για σÝνα αφÞκα τς αφεντιÝς, κι εμßσησα τα πλοýτη,

για σÝνα με σφαλßσασιν εις τη φλακÞν ετοýτη·

για σÝνα ενεστÝναζα, για σÝνα εßχα πüνους,

για σÝνα βασανßζομαι σÞμερα πÝντε χρüνους.

Τσι πρßκες δεν εγýρευγα, τσι πüνους δεν εγροßκου,

με τη δικÞ σου θýμηση το ριζικüν ενßκου.

Μοßρα μου, κι ßντα λεßπεσαι να κÜμης μπλιο σ' εμÝνα;

τη σÞμερο μ' ενßκησες, κι üχι στα περασμÝνα.

Εγþ δε σε φοβοýμαι μπλιο, ουδ' ο νους μου σε λογιÜζει,

γιατß η ολπßδα üπου βρεθÞ, το φüβο συντροφιÜζει

μα δα που κεßνη μßσεψε κι' εκ την καρδιÜ μου χÜθη,

εγþ δεν τα φοβοýμαι μπλιο του ριζικοý τα πÜθη.

ΣÞμερο απüμεινα Üφοβη, δεν Ýχω μπλιο ßντα ολπßζει,

το ριζικü δεν το ψηφþ, η μοßρα δε μ' ορßζει.

Μοßρα, δε σε φοβοýμαι μπλιο, κι ü,τι κι α θÝλης, κÜμε

κι α με γυρεýγης να με βρης, κÜτεχε πως επÜ 'μαι.

    Ο Ερωτüκριτος δεν λÝει να της αποκαλυφθεß, παρÜ αφοý η καημÝνη η Αρετοýσα σταματÞσει το θρÞνο της πÝφτοντας κÜτω λιπüθυμη. Και üταν συνÝρχεται, αυτüς της κÜνει πÜλι την πλÜκα του. ΛÝει:

ΑρετÞ, τα μου 'τασες εξελησμονηθÞκα,

γιατß Þρθα απü την ξενιτιÜ επÞρες τüσην πρßκα;

Αλßμονο üποιος γελαστεß να ’χει ς γυναßκα ολπßδα,

και που 'ν' τα üσα μου 'ταξες στη σιδερÞ θυρßδα!

     Καθüλου Üστοχα απü τη μεριÜ του ποιητÞ, γιατß Ýτσι κορυφþνε­ται η Ýκπληξη της Αρετοýσας κι η δραματικüτητα της στιγμÞς παßρνει και μια γελαστικÞ χροιÜ, καθþς φανταζüμαστε την ΑρετÞ με γουρλωμÝνα μÜτια να ρωτÜει Ýκπληκτη «ßντα ' ναι που της λÝει».

Εκεßνος μπλιο Üλλο δε μιλεß, μα πλýθηκεν εμπρüς της

και τση φανßστη αλλÞς λογÞς, εγßνηκε το φως της.

Γνωρßζει τον η ΑρετÞ, καλÜ τüνε θυμÜται

μα δεν κατÝχει ξυπνητÞ αν εßναι γη αν κοιμÜται

ξαναλιγþνεται η φτωχÞ εκ την χαρÜν την τüση

κι Þκλινε μια και δυο φορÝς χÜμαι τση γης να δþσει.

Εξελιγþθη, στρÝφεται, με σπλÜχνος τον εθþρει,

και να μιλÞσει εκ την χαρÜν ακüμη δεν εμπüρει.

Σαν επαρασυνÞφερε: Εσý 'σαι ποýρι, λÝγει

απαρθινÜ πως σε θωρþ, γη üνειρο με παιδεýγει

γη κομπωμÝνος λογισμüς σÞμερο με πειρÜζει,

γη φÜντασμα πατÜσσει με, και δεßχνει πως σου μοιÜζει;

Τα μÜτια τζη απü τη χαρÜ ποτÜμια κατÝβαζα,

και με τα δÜκρυα που 'βγανε την πρþτη, δεν Ýμοιαζα.

Εκεßνα βρÜζα σα θερμü πρικιÜ, φαρμακεμÝνα

κι ετοýτα τρÝχα δροσερÜ γλυκιÜ και ζαχαρÝνια.

    Η ΑρετÞ μηνÜ στους δικοýς της, προς μεγÜλη τους Ýκπληξη, üτι δÝχεται να παντρευτεß, για να μεγαλþσει η ÝκπληξÞ τους ακüμη περισσüτερο üταν αποκαλυφθεß πως ο Üγνωστος ξÝνος που γλßτωσε τη χþρα και τη ζωÞ του βασιλιÜ δεν εßναι Üλλος απü τον Ερωτüκριτο. Ο γÜμος τους γßνεται με κÜθε μεγαλοπρÝπεια κι ο ποιητÞς δεν παραλεßπει στο τÝλος να καθησυχÜσει τον αναγνþστη λÝγοντÜς του üτι üλη την υπüλοιπη ζωÞ τους την πÝρασαν ευτυχισμÝνοι, με πολλÜ παιδüγγονα.

     Ο «Ερωτüκριτος» εßναι Ýργο μακρÜς πνοÞς. Εßναι φανερü πως ο συγγραφÝας κüπιασε πολý για να το δþσει -τüσο πολý μÜλιστα, που τελειþνοντας νιþθει την ανÜγκη να εκφρÜσει την ανακοýφισÞ του.

Εσßμωσε το ξýλο μου, το ρÜξιμο γυρεýγει,

Þρθε σ' ανÜβαθα νερÜ, και μπλιο δεν κιντυνεýγει,

Θωρþ τον ουρανü γελÜ, τη γης και καμαρþνει,

και σε λειμιþνα ανÜπαψης Þραξε το τιμüνι.

Σ' βÜθη πελÜγου αρμÝνιζα, μα δα 'ρθα στο λειμιþνα,

μπλιο δεν φοβοýμαι ταραχÝς, μÜνιτες και χειμþνα.

    ¼ταν πρωτοδιÜβασα τον «Ερωτüκριτο» στο στρατü, Ýνιωσα Ýκπληξη. ¼σο κι αν Þξερα üτι το Ýργο αυτü Þταν αριστοýργημα, δεν πßστευα ποτÝ üτι μποροýσε να κρýβει μÝσα του τüση ομορφιÜ. Ας πÜρουμε πρþτα η γλþσσα του. Ο ΣεφÝρης λÝει γι' αυτÞν üτι εßναι η «τελειüτερη οργανωμÝνη γλþσσα που Üκουσε ο μεσαιωνικüς κι ο νεüτερος ελληνισμüς». ¼μως για μας τους Κρητικοýς η γλþσσα του «Ερωτüκριτου» Ýχει μια πρüσθετη χÜρη. Εßναι η μητρικÞ μας γλþσσα, η γλþσσα την οποßα πρωτακοýσαμε και πρωτομιλÞσαμε. Οι λÝξεις και οι εκφραστικοß τρüποι που συνα­ντοýμε στο Ýργο, εßναι φορτισμÝνοι με üλη την Ýνταση των παιδικþν μας συγκινÞσεων και εμπειριþν. Μπορεß να μας χωρßζουν πÜνω απü τρακüσια χρüνια απü τüτε που γρÜφηκε ο «Ερωτüκριτος», üμως, üπως λÝει ο Σ. Αλεξßου «Η γλþσσα του Ερωτüκριτου Ýχει ελÜχι­στες μüνο διαφορÝς απü τη γλþσσα που μιλιÝται σÞμερα στην ΚρÞτη». Πιστεýει δε üτι η σταθεροποßηση του Κρητικοý ιδιþματος κι η καθυστÝρηση της γλωσσικÞς εξÝλιξης οφεßλεται ακριβþς στον «Ερωτüκριτο» και στην τερÜστια απÞχηση που εßχε.

Η «κλασσικÞ ιδιοσυγκρασßα» (Βßττι) του ΚορνÜρου κÜνουν το στßχο του λιτü κι απÝριττο. ΔιαβÜζοντας τους στßχους του Ýχει κανεßς την αßσθηση της τελειüτητας. Νιþθεις πως τÝτοιοι στßχοι δεν θα μποροýσαν να διατυπωθοýν αλλιþς, üτι η κÜθε λÝξη εßναι αναντικατÜστατη, καλÜ σοφιλιασμÝνη με τις προηγοýμενες και τις επüμενÝς της. Ακüμη και ο κÜποιος πλατειασμüς που χαρακτηρßζει τη γενικÞ συγκρüτηση δεν μας ξενßζει, λÝει ο ΔημαρÜς, γιατß βρßσκεται εντελþς μÝσα στην παρÜδοση του Ελληνικοý παραμυ­θιοý, ο δε ΣεφÝρης θεωρεß τον πλατειασμü αυτü σαν Ýνα εßδος «μπιζαρßσματος», μια επανÜληψη δηλαδÞ κατ' απαßτηση του κοι­νοý, που περνοýσε τις κρýες χειμωνιÜτικες νýχτες ακοýγοντας Þ διαβÜζοντας τον «Ερωτüκριτο» κοντÜ στο τζÜκι, χωρßς να ενδιαφÝ­ρεται για την Ýκβαση της υπüθεσης παρÜ μüνο για τη μαγεßα του στßχου.

     Ο «Ερωτüκριτος» εßναι κατÜ βÜση ερωτικü ποßημα. Ακüμη και τα επικÜ μÝρη, που με τις υπερβολÝς τους κινοýνται περισσüτερο στο χþρο του παραμυθιοý και των ακριτικþν επþν, Ýχουν Ýντονη την αßσθηση του ερωτισμοý. Τα ρηγüπουλα και τα αρχοντüπουλα που βλÝπουμε στη γκιüστρα, παλεýουν üλα τους για κÜποια γυναικεßα καρδιÜ. Και ο Ρωτüκριτος μüνο για την καρδιÜ της Αρετοýσας παλεýει. ¼ταν Ýρχονται οι ΒλÜχοι να χτυπÞσουν την ΑθÞνα, αυτüς την Αρετοýσα σκÝφτεται, üχι την πατρßδα του Þ τους γονεßς του. Η Αρετοýσα, στην γκιüστρα, τρÝμει η καρδιÜ της για τον Ερωτüκριτο, και προκειμÝνου να ριψοκινδυνεýσει ο ÞρωÜς της, θα Þθελε πολý να Þταν ο χαμÝνος της κλÞρωσης, στη θÝση του Κρητικοý. Ο ερωτικüς Üνεμος που πνÝει στο Ýργο εßναι ολοφÜνερα πολý πιο δυνατüς απü τον ηρωικü.

     Στο στßχο του «Ερωτüκριτου», λÝει ο ΣεφÝρης, υπÜρχει Ýνας κρυφüς αισθησιασμüς, Ýνα αßσθημα αφÞς, üχι εντοπισμÝνο σε ειδικοýς στßχους, αλλÜ διÜχυτο. Κι ο αισθησιασμüς αυτüς γßνεται ακüμη πιο Ýντονος, καθþς δÝνεται αντιστικτικÜ με Ýνα κλßμα σεξουαλικÞς στÝρησης που κυριαρχεß στην πλοκÞ του Ýργου. Οι Þρωες Ýχουν να αντιμετωπßσουν τις εξωτερικÝς πιÝσεις, που δεν αφÞνουν να ευωδοθεß ο ÝρωτÜς τους, καθþς και τις εσωτερικÝς τους αναστολÝς, κυρßως της Αρετοýσας.

     ¼μως η κλασσικÞ ιδιοσυγκρασßα του ΚορνÜρου αμβλýνει τις εντÜσεις που προκýπτουν απ' αυτÝς τις αντιθÝσεις. Κι οι αναστο­λÝς της Αρετοýσας δεν εßναι ολüτελα αναστολÝς με τη φροûδικÞ Ýννοια, αλλÜ αποτελοýν στοιχεßα του ιδανικοý εκεßνου κüσμου που θÝλει να περιγρÜψει ο ποιητÞς· εκφρÜζουν μÜλλον τις ηθικÝς αρετÝς της ηρωßδας, παρÜ υπερεγωτικÝς περιττÝς απωθÞσεις. ¸τσι η Αρετοýσα, ακüμα κι üταν αρνεßται να δþσει το χÝρι της στον Ερωτüκριτο, üταν συναντιþνται σ' εκεßνο το σιδερüφρακτο παρα­θυρÜκι της αποθÞκης, ακüμα κι üταν αποπαßρνει τη νÝνα της που τη φοβÜται üτι θα ανοßξει μυστικü Üνοιγμα, βγÜζοντας τις πÝτρες, για να μπÜσει μÝσα τον Ερωτüκριτο, δεν μας φαßνεται σεμνüτυφη και πουριτανÞ. Απεναντßας μÜλιστα, μας φαßνεται τολμηρÞ. ΑυτÞ δεν εßναι εξÜλλου που αναλαμβÜνει την πρωτοβουλßα για την προþθηση της σχÝσης τους; ΑυτÞ δεν εßναι που Ýχει την πρωτοβου­λßα των συναντÞσεων τους, αυτÞ δεν εßναι που πιÝζει τον Ερωτüκρι­το να βÜλει τον πατÝρα του να τη γυρÝψει; ΠοτÝ üμως δεν χÜνει την ηθικÞ της αξιοπρÝπεια, και αυτÞ εßναι που την κÜνει να μιλÜει Üφοβα για την αγÜπη και τον «πüθο» που την κρßνει, λÝξη που σßγουρα εßχε αρκετÞ απü την αισθησιακÞ σημασßα που Ýχει και σÞμερα.

     ¼μως παρÜ τον αισθησιασμü αυτü, τον τüσο Ýντονο, αν και τüσο διÜχυτο, την κυριαρχικÞ θÝση στο Ýργο την Ýχει ο Ýρωτας, Ýνας Ýρωτας που δεν εßναι τüσο φροûδικÞ εξυψωμÝνη σε αγÜπη λßμπι­ντο, που βÜλλεται απü Ýνα σωρü εξωτερικÝς απαγορεýσεις και εσωτερικÝς αναστολÝς, üσο ο εξατομικευμÝνος δεσμüς δýο ατüμων αντßθετου φýλου, με την Ýννοια που μιλÜνε γι' αυτüν οι ηθολüγοι, δεσμüς δηλαδÞ θετικüς και αναγκαßος· üχι υποπροúüν Þ παρα­προúüν μιας ιστορßας σεξουαλικÞς καταπßεσης, αλλÜ αναγκαßο στÜδιο στη φυλογενετικÞ μας εξÝλιξη. Οι Þρωες οýτε στιγμÞ δεν κατηγοροýν την κοινωνßα για τις συμβÜσεις της. Την αποδÝχονται, (σελ. 86) νιþθουν ενταγμÝνοι μÝσα σ' αυτÞν. Στην αρχÞ μÜλιστα προσπα­θοýν να υποταχθοýν στους κανüνες της καταστÝλλοντας το αßσθη­μα τους. Και üταν αυτü φουντþνει, αντß να κατηγορÞσουν (η Αρετοýσα κατηγορεß τον πατÝρα της για σκληρüτητα κι üχι γιατß δεν συγκατατßθεται στο αßσθημÜ της), προσπαθοýν να ξεπερÜσουν τα εμπüδια. Εßναι σαν να λÝνε -Ýχετε δßκιο, μα εμεßς αγαπιüμαστε.

     Το Ýργο αποπνÝει επßσης μια γυναικεßα ευαισθησßα. Πρωταγωνι­στÞς, λÝει ο ΣεφÝρης, εßναι η Αρετοýσα κι üχι ο Ερωτüκριτος. Τα δικÜ της ερωτικÜ αναστενÜγματα εßναι πιο πειστικÜ. Οι κÜθε εßδους ευαισθησßες, και περισσüτερο οι ερωτικÝς, εßναι προνüμιο (Þ κατÜρα) των γυναικþν. ΑυτÝς υποφÝρουν περισσüτερο üταν υπο­φÝρουν, και χαßρονται περισσüτερο üταν χαßρονται -Þ τουλÜχιστον Ýτσι δεßχνουν. Γι' αυτü και ο ποιητÞς εκφρÜζει πιο αβßαστα τα ερωτικÜ συναισθÞματα μÝσα απü το στüμα της Αρετοýσας.

   Μια γυναικεßα αßσθηση δßνουν στο Ýργο και τα τüσα ψÝματα που βλÝπουμε να λÝγονται. Ας αναφÝρουμε μερικÜ: Το ψÝμα του Πολý­δωρου στον φßλο του, σχετικÜ με την αντßδραση της Αρετοýσας. Το ψÝμα του Ερωτüκριτου üτι εßναι Üρρωστος. Το ψÝμα του Ερωτüκριτου στην Αρετοýσα, για το πως βρÞκε το δαχτυλßδι, τα ψÝματα της Αρετοýσας, για ποιο λüγο δεν θÝλει να παντρευτεß. ¸πειτα εßναι η ßδια η ψεýτικη αμφßεση του Ερωτüκριτου, που τον κÜνει να λÝει φανταστικÝς ιστορßες για το ποιος εßναι στον βασιλιÜ και στην Αρετοýσα. ¼σο κι αν δικαιολογοýνται τα ψÝματα αυτÜ απü την οικονομßα του Ýργου, Ýχει κανεßς την εντýπωση üτι εßναι πολλÜ.

     Στο Ýργο επßσης Üνδρες και γυναßκες χýνουν Ýνα σωρü δÜκρυα. Ακüμη, τους βλÝπουμε να φιλÜνε πολý, κÜποιες φορÝς μÜλιστα πÜρα πολý, üπως ο Πολýδωρος, που πηγαßνοντας στο παλÜτι να δει πως εßναι ο τραυματισμÝνος σωτÞρας του.

Κι εφαßνουντüν του ο Ρþκριτος Þτον üντε του μßλειε,
και σπλαχνικÜ συχνιÜ συχνιÜ στο στüμα τον εφßλειε·

     Μπορεß στ' αυτιÜ μας σÞμερα οι στßχοι αυτοß να Ýχουν μια ομοφυλοφιλικÞ απüχρωση, üμως στην πραγματικüτητα εßναι Ýκ­φραση της γυναικεßας εκλεπτυσμÝνης εκεßνης ατμüσφαιρας που αποπνÝει το Ýργο. Και μια και το 'φÝρε η κουβÝντα, θα πρÝπει να τονßσουμε üτι Ýνα τüσο παλιü Ýργο, που γρÜφηκε γι' Üλλους ανθρþπους και κÜτω απü διαφορετικÝς κοινωνικÝς συνθÞκες, σßγουρα ηχεß διαφορετικÜ στα σημερινÜ αυτιÜ. Γι' αυτü κÜθε φορÜ που διαβÜζουμε τÝτοια Ýργα θα πρÝπει να κÜνουμε Ýνα ιστορικü Üλμα (Üλμα αναχρονισμοý το λÝει ο ΓκÝοργκ Λοýκατς), να ταυτιζüμαστε με τον αναγνþστη εκεßνης της εποχÞς, στην ευαισθησßα του οποßου κι üχι στη δικÞ μας απευθυνüταν ο συγγραφÝας. ΚÜτι τÝτοιο εßναι βÝβαια δýσκολο, χρειÜζονται ιστορικÝς και Üλλες γνþσεις, ßσως και κÜποια ικανüτητα, üμως ολüτελα αναγκαßο. Ας θυμηθοýμε üτι οι ανεπÜρκειες σ' αυτü τον τομÝα απü τη μεριÜ ορισμÝνων φιλολüγων οδÞγησαν σε ουσιαστικÝς παρεξηγÞσεις σχετικÜ με το Ýργο. ΕπειδÞ στη σημερινÞ ΚρÞτη η γλþσσα του «Ερωτüκριτου» μιλιÝται μüνο στα χωριÜ απü τους απλοýς χωριÜτες, πßστεψαν ορισμÝνοι üτι το Ýργο εßναι δημιοýργημα λαúκοý και ακαλλιÝργητου ποιητÞ. Το üτι ο ποιητÞς Þταν καλλιεργημÝνος, που κινεßται μÜλιστα μÝσα σε Ýνα λογοτεχνικü κýκλο με τις αναπüφευκτες αντιζηλßες που υπÜρχουν πÜντα μÝσα σε τÝτοια πλαßσια, το δεßχνουν και οι παρακÜτω στßχοι.

Θωρþ πολλοß χαρÞκασι κι εκουρφοκαμαρþσα,
κι üσοι κλουθοýσα απü μακρÜ, εδÜ κοντÜ σιμþσα.

Η γης εβγÜνει τη βοÞ, ο αÝρας και μουγκρßζει,

και μια βροντÞ στον ουρανü τς οχθροýς μου φοβερßζει,

εκεßνους τους κακüγλωσσους, που ψÝγουν üτι δοýσι,

κι απü κει δεν κατÝχουσι την 'Αλφα σκιÜς να ποýσι.

     Γεγονüς εßναι πως η γλþσσα του «Ερωτüκριτου» πρÝπει να μιλιü­ταν τüσο στα αστικÜ κÝντρα üσο και στην ýπαιθρο, και οι τυχüν διαφοροποιÞσεις θα πρÝπει να Þσαν ελÜχιστες. Δεν Ýχουμε καμιÜ μαρτυρßα που να μας επιτρÝπει την υπüθεση μιας «διγλωσσßας». Αντßθετα μÜλιστα, το μικρü μÝγεθος των μεγαλουπüλεων της ΚρÞ­της (ΧανιÜ, ΡÝθυμνο, ΗρÜκλειο και Σητεßα εßχαν μüλις 30.000 κατοßκους), η ανυπαρξßα ενüς εθνικοý αστικοý κÝντρου εκτüς ΚρÞτης (üπως εßναι η ΑθÞνα σÞμερα) που να επιβÜλει τη δικÞ του γλþσσα στα ΚρητικÜ αστικÜ κÝντρα, μας κÜνει να υποθÝσουμε üτι στην ΚρÞτη μιλιüταν μια ενιαßα γλþσσα. Η μüνη παραβßαση που Ýκανε στη γλþσσα αυτÞ ο συγγραφÝας, εßναι üτι την καθÜρισε απü τις ξενικÝς λÝξεις. Απü τις τüσες ξÝνες λÝξεις που σßγουρα μιλιüνταν απü τον κüσμο της εποχÞς του, üπως δεßχνουν οι κωμωδßες, δεν χρησιμοποιεß παρÜ ελÜχιστες -καμιÜ δεκαριÜ αραβικÝς και καμιÜ σαρανταριÜ ιταλικÝς. Το ßδιο απüφυγε και τους αρχαúσμοýς, που βρßθουν σε λιγüτερο ικανοýς ποιητÝς πενÞντα μüλις χρüνια πιο πριν.

     Ο ΚορνÜρος, αλλÜ και üλοι οι αναγεννησιακοß ΚρÞτες ποιητÝς, αποβλÝπουν στην καθαρüτητα της γλþσσας, προκειμÝνου να πετýχουν πÜγιους εκφραστικοýς τρüπους. Ο Σ. Αλεξßου γρÜφει σχετικÜ: «ΑντελÞφθησαν δηλαδÞ οι Üνδρες αυτοß üτι η γλþσσα üπως ομιλεßτο απü τους αγρÜμματους Κρητικοýς της εποχÞς, Þτο πολý περισσüτερο συνεπÞς και πÜγια απü τη γλþσσα των ημιμαθþν δημοτικþν* συγγραφÝων. Πιθανüτατα εßχαν μπροστÜ τους και γνÞσια δημοτικÞ ποßηση Üγραφη και κυρßως μαντινÜδες».

* Εννοεß τους ποιητÝς που γρÜφουν üχι στο Κρητικü ιδßωμα, αλλÜ σε μια πανελ­λÞνια δημοτικÞ.

     Σημειþνουμε ακüμη üτι κÜποιες απü τις λÝξεις που υπÜρχουν στον «Ερωτüκριτο» χρησιμοποιοýνται σÞμερα με μια ειρωνικÞ απüχρωση, που κÜνει πολλÝς φορÝς την ειρωνικÞ διÜθεση του ποιητÞ να φαßνεται μεγαλýτερη απü üτι εßναι. ΔιαβÜζουμε για παρÜδειγμα üτι ο βασιλιÜς κüβει τις πλεξοýδες της κüρης του και την αφÞνει «κουτροýλα». Μικρüς, θυμÜμαι, χρησιμοποιοýσαμε αυτÞ τη λÝξη με τη σημασßα της «μπüμπας». ΣυμμαθητÝς μας που εßχαν κουρευτεß απü τον πÜτο τους κοροúδεýαμε λÝγοντας τους «κουτροýλη μπαμπÜ, βγÜλε μαλλιÜ, να μη σε περγελοýνε τ' αρνιÜ».  

     ΒλÝπουμε ακüμη τον βασιλιÜ και τη βασßλισσα να κλαßνε και να μην «αρνεýουν» απü τη χαρÜ τους που η κüρη τους αποφÜσισε επιτÝλους να παντρευτεß. Και το αρνεýω θυμÜμαι üτι το χρησιμο­ποιοýσαμε ειρωνικÜ. ¼ταν Ýκλαιγε κανεßς πολý þρα για παραμι­κρÞ αιτßα, του λÝγαμε «ακüμη δεν Þρνεψες;» (ειρÞνεψες).

     ΠολλÝς λÝξεις επßσης που σχετßζονται με σεξουαλικÜ üργανα Þ λειτουργßες Ýχουν πÜρει σÞμερα μια λßγο πολý χυδαßα απüχρωση, την οποßα δεν εßχαν τüτε, üπως οι λÝξεις «βυζÜ», «γαστρωμÝνη», «σπÝρνω». ¼μως αυτÞ η εξÝλιξη εßναι πιο γενικÞ, δεν χαρακτηρßζει μüνο την ΚρητικÞ διÜλεκτο. ΣÞμερα οι λÝξεις «γαμþ» και «μαλα­κßα», που συναντÜμε στο ευαγγÝλιο και στον Θουκιδßδη, Ýχουν Üλλη Ýννοια.

     Οι επιγραμματικÝς φρÜσεις, τα γνωμικÜ, οι μεταφορÝς και οι παρομοιþσεις παρμÝνες απü τη ζωÞ της υπαßθρου και της θÜλασ­σας, βρßθουν και εδþ üπως και στα δραματικÜ Ýργα, για τα οποßα μιλÞσαμε προηγοýμενα. ΚÜποιες μÜλιστα εßναι κοινÝς. Τους στß­χους:

με τον καιρü οι συννεφιÝς παýουσι κι οι αντÜρες

κι ευκÝς μεγÜλες γßνονται με τον καιρü οι κατÜρες

τους συναντÞσαμε και στην «Ερωφßλη». Τον ευχετικü τýπο «την ευκÞ τ'ς ευκÞς μου» καθþς και το στßχο

πüτε θα α' ανιμÝνουμε, ποιο μÞνα, ποιαν ημÝρα

τους βρÞκαμε και στη «Θυσßα». Εκεß επßσης βρÞκαμε και τους στßχους:

Κι ας Þταξα η Üμοιρη πως δεν σ' εßχα ποτÝ μου

μα Ýνα κερÜκι αυτοýμενο εκρÜτου κι ÞσβυσÝ μου.

Πολλοß αποφθεγματικοß στßχοι κυκλοφοροýν ακüμη πλατιÜ στο στüμα των Κρητικþν, üπως:

ΠολλÜ μεγÜλο χÜρισμα στον Üνθρωπο η γνþση


και:


¼ποιος τα ýστερα μετρÜ, πριν να τωσε σιμþσει,

εκεßνος δεν μπορεß ποτÝ, να στερομετανιþσει.

     Το Ýργο εßναι επßσης γεμÜτο απü üμορφες εικüνες και μεταφορÝς üπως:

Στα ρüδα, στα τριαντÜφυλλα, τα δÜκρυα πορπατοýσα

στα στÞθη κατεβαßνουσι, στα μÜρμαρα κτυποýσα.

     Θα Þταν σχολαστικισμüς üμως να κÜνουμε εδþ παραθÝσεις τÝτοιων στßχων, γι' αυτü κρßνουμε καλýτερο να συμβουλεýσουμε τον αναγνþστη να τους βρει και να τους απολαýσει στο ßδιο το Ýργο.

                                  ...συνεχßζεται... εδþ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers