ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ó÷üëéá-Áñèñá 

ÄåñìéôæÜêçò ÌðÜìðçò: Ôï ×ùñéü Ìïõ: Áðü Ôçí ÁõôïêáôáíÜëùóç Óôçí ÁãïñÜ

      Το Χωριü Μου: Απü Την ΑυτοκατανÜλωση Στην ΑγορÜ

Εκδüσεις ΘΥΜΑΡΙ 1995

    (Αν σας αρÝσει, κÜντε το δþρο σ' Ýνα φßλο σας. Ελπßζω üχι σε δισκÝτα αλλÜ σε βιβλßο.)
 

ΑφιÝρωση

   Στον ΣωτÞρη Δημητρßου και στα μÝλη της ΟμÜδας ΚοινωνικÞς Ανθρωπολογßας του ΚÝντρου ¸ρευνας και Τεκμηρßωσης

Ευχαριστßες

   Ευχαριστßες οφεßλω σ' üλους εκεßνους που με τον Ýνα Þ τον Üλλο τρüπο βοÞθησαν να βγει αυτü το βιβλßο. Ιδιαßτερα ευχαριστþ τον Μανþλη Φραγκοýλη, που εßχε την καλοσýνη να διαβÜσει το χειρüγραφο και να κÜνει πολýτιμες υποδεßξεις και συμπληρþσεις και τον Γεþργιο ΤωμαδÜκη, που κατÝστησε δυνατÞ την Ýκδοση του χρηματοδοτþντας την. ΤÝλος ευχαριστþ τους μαθητÝς μου, που χÜρη στις καταλÞψεις που πραγματοποßησαν το χειμþνα του 90-91, μου αποδÝσμευσαν το χρüνο για τη συγγραφÞ του.
----------------------------------------------------------------------------------------

                                       ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρüλογος

ΕισαγωγÞ

1 Το Χωριü μου και τα Σπßτια του

2 ΣπιτικÝς Δραστηριüτητες

2.α. Μαγεßρεμα

2.β. ΘÝρμανση

2.γ. Ηλεκτρισμüς

2.δ. ¾δρευση

2.ε. ΣωματικÝς ΑνÜγκες

3 ΑγροτικÝς Δραστηριüτητες

3.α. ΛιομÜζωμα

3.β. Αμπελουργßα

3.γ. Αμýγδαλα

3.δ. Χαροýπια

3.ε. ΣπορÜ

3.στ. Ραντολüι

3.ζ. ΚηπευτικÜ και ΟπωρικÜ

3.η. ΠαραγωγικÝς Δραστηριüτητες στο Σπßτι

3.θ. ΔιατροφÞ

3.ι. 'Αρδευση

3.ια. Πρþιμα ΚηπευτικÜ

3.ιθ. Επιπτþσεις της ΜονοκαλλιÝργειας

3.ιγ. Επιβιþσεις της ΑυτÜρκειας

3.ιδ. 'Αλλες ΕπαγγελματικÝς Δραστηριüτητες

4 Η ΖωÞ στο Χωριü

4.α. Συγκοινωνßες

4.6. ΔιασκÝδαση

4.γ. Η ΖωÞ των Παιδιþν

4.δ. ¸νδυση, Υπüδηση, Κüμμωση

4.ε. ΠολιτικÞ

4.στ. Εκκλησιασμüς και ΓιορτÝς

4.ζ. ΠρολÞψεις και Δεισιδαιμονßες

4.η. ΘεραπευτικÝς ΑγωγÝς

4.θ. Ονüματα και Παρατσοýκλια

4.ι. ΜαθητικÝς ΑναμνÞσεις

4.ια. ΠληθυσμιακÜ ΔεδομÝνα

4.ιβ. ΚληρονομικÜ

4.ιγ. ΓÜμος, Προßκα, Προξενιü

4.ιδ. Γλþσσα

4.ιε. ΚοινωνικÝς ΣχÝσεις

Αντß Επιλüγου
------------------------------------------------------------------------

Πρüλογος

     Η ευρýτητα κι η διÜδοση που απüκτησε η ανθρωπολογßα στην εποχÞ μας οφεßλεται σε πολλοýς λüγους: Στην ανÜπτυξη των διεπιστημονικþν κλÜδων -δεδομÝνου πως η ανθρωπολογßα αποτελεß κατ' εξοχÞ πεδßο διασταýρωσης και συνεργασßας των επιστημþν. Στις νÝες μεθüδους και τεχνικÝς ανÜλυσης. Στο συσσωρευμÝνο εμπειρικü υλικü κ.Ü. ¸νας σοβαρüς επßσης λüγος, εßναι κι η στροφÞ που παρατηρεßται πρüσφατα στο πρüβλημα «Üνθρωπος». ΔιεξÜγοντας την Ýρευνα στα μÝτρα και στις αξßες της ανθρþπινης ζωÞς, η ανθρωπολογßα Üρχισε να εισδýει στην περιοχÞ της κοινωνιολογßας η οποßα συνεχßζει να βλÝπει τον Üνθρωπο με την οπτικÞ των μεγÜλων αριθμþν, απογυμνωμÝνο απü την πολýπλευρη ενüτητα του και απü τις δημιουργικÝς του δυνατüτητες. ΕπιπλÝον, η κοινωνιολογßα χρησιμοποιεßται σε μεγÜλο βαθμü για την απολογßα του κατεστημÝνου συστÞματος. Και εßναι γι' αυτü το λüγο που βλÝπει τον Üνθρωπο ως αντικεßμενο Þ θεατÞ και üχι ως υποκεßμενο της ιστορßας. Ας μην ξεχνÜμε üτι η ανθρωπολογßα ξεκßνησε, Ýστω και με τη λανθα¬σμÝνη εικüνα του «παραδεßσιου Üγριου», ως κριτικÞ της υπÜρχουσας κοινωνικÞς τÜξης.

     Το βιβλßο του ΜπÜμπη ΔερμιτζÜκη αποτελεß τη συνÜντηση της ανθρωπολογßας με το σýγχρονο προβληματισμü της ελληνικÞς κοινω¬νßας, την τομÞ δýο πεδßων που μÝχρι λßγο καιρü πριν Þταν χωριστÜ. Απ' αυτÞ την Üποψη ξεπερνÜ τα üρια μιας απλÞς εθνογραφικÞς μελÝτης. Δεν περιορßζει το αντικεßμενο του στο μουσεßο της φολκλορικÞς περιγραφÞς, αλλÜ το εισÜγει στη ζωντανÞ πραγματικüτητα του χρüνου. Οι Üνθρωποι δεν εßναι ανδρεßκελα Þ παθητικοß φορεßς των κοινωνικþν δυνÜμεων αλλÜ üντα προικισμÝνα με προθÝσεις, πüθους, ελπßδες και προσπÜθειες. Υποστασιοποιοýνται σε ενεργÜ στοιχεßα των κοινωνικþν δυνÜμεων. Επιδιþκοντας την εξυπηρÝτηση των Üμεσων συμφερüντων τους, εμπλÝκονται σ' Ýνα δßκτυο αντενεργειþν που, μÝσα απü τη διαλεκτικÞ των αντιθÝσεων τους, διαμορφþνει την ιστορßα τους.

     Ο συγγραφÝας εισÜγει την ανθρωπολογικÞ προσÝγγιση με Üξονα την οικολογικÞ Üποψη. ¼πως εßναι γνωστü, ο οικολογικüς παρÜγοντας, που εßχε αγνοηθεß απü την κοινωνιολογßα, διερευνÞθηκε απü την ανθρω¬πολογßα, η οποßα διαμüρφωσε ιδιαßτερο κλÜδο γι' αυτÞν, την οικολογικÞ ανθρωπολογßα. Αν üμως η οικολογικÞ Üποψη διαπνÝει την πρüθεση της μελÝτης, η διαδικασßα της διεξÜγεται κÜτω απü το πρßσμα του μετασχηματισμοý. Το βιβλßο παρουσιÜζει την πορεßα ενüς χωριοý της ΚρÞτης με αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα. ΜÝσ' απ' αυτÞν επικεντρþνει στις «μεταβολÝς και μεταλλÜξεις», üπως μαρτυρÜ και ο τßτλος. Με τον τρüπο αυτü γßνεται ουσιαστικÜ μελÝτη της κοινωνικÞς αλλαγÞς. Η σýγκριση με την κοινωνικÞ αλλαγÞ και με τις αιτßες και τις συνÝπειες της που παρατηροýνται σε Üλλες χþρες, προσδιορßζει το πλαßσιο με το οποßο αποκτÜ θεωρητικü βÜρος η μελÝτη αυτÞ.

     Αν στο πρþτο στÜδιο της η ανθρωπολογßα ασχολÞθηκε με τα συμβολικÜ συστÞματα, τις τελετÝς και τη μαγεßα, προσπαθþντας να ερμηνεýσει την εξÝλιξη τους, και αν στο δεýτερο στÜδιο της στρÜφηκε στην Ýρευνα των ταξινομικþν συστημÜτων συγγÝνειας, επιδιþκοντας να συναγÜγει τη λειτουργßα και τη δομÞ των αρχαúκþν κοινωνιþν, στο σýγχρονο, τρßτο στÜδιο της επικεντρþνει στο πρüβλημα του μετασχημα¬τισμοý των οικονομικο-κοινωνικþν δομþν. ΜεταθÝτει την Ýρευνα απü τη στατικÞ αντßληψη της ισοχρονßας στη δυναμικÞ αντßληψη της δια¬χρονßας. Ο μετασχηματισμüς δεν εßναι οριακü φαινüμενο που εμφανßζε¬ται μετÜ απü αιþνες ως σημεßο κρßσης της κοινωνικÞς ισορροπßας. Αποτελεß συνεχÞ διαδικασßα η οποßα, με τους σýγχρονους ρυθμοýς και την πλατιÜ κλßμακα των μεταβολþν, γßνεται αντιληπτÞ απü τον πιο κοινü παρατηρητÞ. ΜετατρÝπει τη ζωγραφικÞ εικüνα του κüσμου σε φιλμικÞ εικüνα του γßγνεσθαι του κüσμου. Αν η στατικÞ και ταξινομι¬κÞ περιγραφÞ της κοινωνßας μÜς προσφÝρει μια χρÞσιμη γνωριμßα μ' αυτÞν, η Ýρευνα του μετασχηματισμοý της αποτελεß ουσιαστικÞ πρüκλη¬ση στον προβληματισμü της γνþσης. Μας δßνει τις ενδεßξεις γι' αυτü που εγκυμονεßται να γßνει και στις απαιτÞσεις του οποßου εßμαστε υποχρεωμÝνοι να προσαρμοστοýμε Þ να αντιδρÜσουμε. Ο μετασχηματι¬σμüς εßναι κοινωνικü παρüν γιατß η επιβßωση μας εξαρτÜται απü την ανασýνταξη της πρακτικÞς μας με βÜση αυτü.

     Πßσω απü τη γλαφυρüτητα της επαρχιþτικης ζωÞς αναδýεται ο βασικüς προβληματισμüς της κοινωνικÞς ανθρωπολογßας, η πορεßα των μεταβολþν και των μεταλλÜξεων. Εδþ ακριβþς βρßσκεται η σημαντικüτητα του βιβλßου. Ο συγγραφÝας αναλýει τις συνÝπειες του μετασχηματισμοý που Ýχει προκαλÝσει η επÝκταση της αγορÜς στην ýπαιθρο και τις αντιδρÜσεις των απλþν ανθρþπων σ' αυτÝς μÝσα απü τις καθημερινÝς οικονομικÝς και κοινωνικÝς αντενÝργειες για την ικανοποßηση των Üμε¬σων συμφερüντων τους. Αντικρßζει τις αντιθÝσεις οι οποßες μορφοποιοýνται στα μεγÜλα διλÞμματα της εποχÞς μας: κυριαρχßα της αγορÜς Þ αυτοκατανÜλωση; εκσυγχρονισμüς Þ συγκρατημÝνη αυτÜρκεια; απομüνωση και ανωνυμßα Þ κοινωνικüτητα; Ο συγγραφÝας επισημαßνει την αντιστροφÞ που προκαλεß ο σýγχρονος μετασχηματισμüς στους κοινωνικοýς üρους. Π.χ. η ανÜπτυξη της επικοινωνßας μεταξý χωριοý και κÝντρου σε αγαθÜ, σε ανθρþπους και σε ιδÝες, μετατρÝπεται σε μεßωση της ανθρþπινης επικοινωνßας. Η απελευθÝρωση των δυνατοτÞτων του ατüμου, που πραγματοποιεßται με τη μετÜβαση απü το χωριü στην πüλη, μετατρÝπεται σε συνεχÞ περιορισμü και στÝρηση τους. Εßναι φανερü üτι μια κοινωνßα που αντιστρÝφει τις προοπτικÝς της, παρÜγον¬τας τις αντιθÝσεις τους, Ýχει περÜσει στο στÜδιο του ιστορικοý κορεσμοý της.

     ΑνεξÜρτητα απü το αν η ανθρþπινη πρακτικÞ θα ακολουθÞσει τις προτÜσεις του βιβλßου Þ κÜποιες Üλλες, για να δþσει λýση, στις αντιφÜσεις που προκαλοýνται απü τον κοινωνικü μετασχηματισμü, το σημαντικü εßναι üτι οι προτÜσεις αυτÝς βÜζουν με σαφÞνεια και ενÜργεια το πρüβλημα του, που εßναι και το κýριο πρüβλημα της εποχÞς. Απü την Üλλη πλευρÜ, ο ΜπÜμπης ΔερμιτζÜκης μας δεßχνει üτι η εξÝταση της ελληνικÞς πραγματικüτητας με τη βοÞθεια της ανθρωπολογικÞς προσÝγγισης γßνεται Ýνα αποτελεσματικü εργαλεßο που διαπερνÜ την καθημερινÞ πραγματικüτητα για να φωτßσει τις βαθýτερες κοινωνικÝς διεργασßες που συντελοýνται κÜτω απü τη φαινομενικüτητÜ της.

                                                          ΣωτÞρης Δημητρßου ΔεκÝμβρης 1994
----------------------------------------------------------------------------------------------

ΕισαγωγÞ

     Το να γρÜψω για το χωριü μου εßναι κÜτι που δεν μου εßχε περÜσει ποτÝ απü το μυαλü. ¼μως, δουλεýοντας σε μια ομÜδα κοινωνικÞς ανθρωπολογßας, Üρχισε σιγÜ σιγÜ να ωριμÜζει η σκÝψη μÝσα μου. Και üταν Ýνιωσα τον εαυτü μου Ýτοιμο, ξεκßνησα. ¹ξερα üτι αυτü που θα Ýγραφα θα Þταν κÜτι εντελþς πρωτüτυπο κι ßσως γι' αυτü και μüνο να Üξιζε η προσπÜθεια. Κι αυτü γιατß πρüκειται για μια κοινωνικο-ανθρωπολογικÞ μελÝτη αλλιþτικη απü τις Üλλες.

     Οι κοινωνικοß ανθρωπολüγοι, αφοý ξεχýθηκαν στις πιο απüμακρες γωνιÝς της γης, εκεß üπου ο πολιτισμüς δεν εßχε βÜλει ακüμη το χÝρι του, σε χþρες του Τρßτου Κüσμου, της ΑφρικÞς κυρßως, αλλÜ και της Ασßας και της ΑμερικÞς, ανÝπτυξαν ξαφνικÜ Ýνα ενδιαφÝρον για κοινüτητες του ανεπτυγμÝνου κüσμου, που βρßσκονταν üμως στις παρυφÝς του. Λιγüτερο εξωτικÝς απü τις πρþτες, αντιπροσþπευαν üχι προηγοý¬μενα στÜδια εξÝλιξης του πολιτισμοý, üπως οι νομαδικοß λαοß και οι τροφοσυλλÝκτες που μελετοýσαν μÝχρι τüτε, αλλÜ ζωντανÜ απολιθþματα μιας κοινωνßας που μεταβλÞθηκε ραγδαßα κÜτω απü την ορμÞ της ανÜπτυξης του μεταπολεμικοý καπιταλισμοý, και που Þδη κι αυτÝς Ýχουν αρχßσει να πÝφτουν μÝσα στη δßνη του. Η ΕλλÜδα, καθþς αναπτυσσüταν στο περιθþριο του καπιταλισμοý, εßναι απü αυτÞ την Üποψη σχεδüν προνομιοýχα, και γι' αυτü αρκετÜ νωρßς προσÞλκυσε το ενδιαφÝρον των κοινωνικþν ανθρωπολüγων, üπως του Τζüζεφ ΚÜμπελ, της Μαρß-Ελßζαμπετ 'Αντμαν, του ΜÜικλ ΧÝρτζφελντ κ.Ü.

     Οι περιοχÝς που μελετοýνται επιλÝγονται με κÜποια κριτÞρια, που παρουσιÜζουν ορισμÝνα χαρακτηριστικÜ. ΣυνÞθως πρüκειται για μικρÝς κοινüτητες, þστε να μπορεß να τις γνωρßσει πληρÝστερα ο ερευνητÞς. Το να παρουσιÜζουν Ýνα βαθμü αντιπροσωπευτικüτητας αποτελεß για ορισμÝνους κριτÞριο επιλογÞς. Η γνþση της γλþσσας αποτελεß επßσης μια προûπüθεση, üπως πρακτικÞ προûπüθεση αποτελεß και η δυνατüτητα διαμονÞς.

     ¼λες αυτÝς οι προûποθÝσεις πληροýνται στην περßπτωση μου με το παραπÜνω.

Το χωριü μου, το ΚÜτω Χωριü, παλιü κεφαλοχþρι, Ýχοντας τη φÞμη του πλουσιüτερου χωριοý της επαρχßας ΙερÜπετρας, αποτελεß μια τυπικÞ περßπτωση μη παραλιακοý, μεσογειακοý χωριοý της ελληνικÞς υπαßθρου. Η γνωριμßα με τους 700 περßπου κατοßκους του δεν νομßζω üτι θα αποτελοýσε σοβαρü πρüβλημα για Ýναν κοινωνικü ανθρωπολüγο, πολý περισσüτερο για μÝνα που γεννÞθηκα (το 1950) και Ýζησα εκεß μÝχρι τα 18 μου χρüνια, και στη συνÝχεια, σχεδüν απαρÝγκλιτα, περνþ εκεß τις διακοπÝς μου, Χριστοýγεννα, ΠÜσχα και καλοκαßρι.

     Ακριβþς αυτü το γεγονüς μου προσφÝρει κÜποια πλεονεκτÞματα που δεν τα Ýχει Ýνας συνηθισμÝνος κοινωνικüς ανθρωπολüγος. ΚαταρχÞν, στην περßπτωση μου δεν υπÜρχει το πρüβλημα της υπερνßκησης των αντιστÜσεων, της επιφýλαξης και της καχυποψßας, που αντιμετωπßζει συνÞθως ο ερευνητÞς, μια και εßμαι μÝλος της κοινüτητας και üχι κÜποιος που Þλθε απ' Ýξω. ¸πειτα, η μακρüχρονη επαφÞ μου με την κοινüτητα αποτελεß πολý σημαντικü πλεονÝκτημα. Οι περισσüτεροι κοινωνικοß ανθρωπολüγοι που κÜνουν επιχορηγοýμενες επιτü¬πιες Ýρευνες, μποροýν να μÝνουν στον τüπο της Ýρευνας üσο τους επιτρÝπει η επιχορÞγηση τους, που δεν κρατÜει και πÜρα πολý. ΣυνÞθως μποροýν να κÜνουν μια δεýτερη επßσκεψη, ενþ η τρßτη εßναι μÜλλον πολυτÝλεια. ¸τσι Ýχουν αναπüφευκτα μια μÜλλον στατικÞ, συγχρονικÞ αντßληψη της κοινüτητας, ενþ το διαχρονικü, ιστορικü στοιχεßο στη μελÝτη τους εßναι αρκετÜ ισχνü, αποτελοýμενο απü αβÝβαιες αφηγÞσεις αναμνÞσεων και προσφυγÞ στα κοινοτικÜ αρχεßα. Για μÝνα, αντßθετα, υπÜρχει ο σταθερüς ιστüς προσωπικþν αναμνÞσεων, και μÜλιστα ιδιαßτερα Ýντονων, μια και πρüκειται για παιδικÝς αναμνÞσεις, üπου πÜνω εκεß μπορεß να συναρμοστεß πιο στÝρεα το υλικü της διαχρονικÞς Ýρευνας, την οποßα και λßγο πολý κατευθýνει.

     Εδþ υπÜρχει Ýνα μειονÝκτημα παρüμοιο με αυτü του ιστορικοý που καταπιÜνεται με σýγχρονα του γεγονüτα -την Ýλλειψη προοπτικÞς: χρονικÞς στη δικÞ του περßπτωση, χωρικÞς στη δικÞ μου. ΒλÝποντας τα δÝνδρα, μια και ζεις ανÜμεσα τους, δεν μπορεßς να δεις το δÜσος. Στη περßπτωση μου üμως το μειονÝκτημα αυτü θεραπεýεται απü το γεγονüς üτι εδþ και 22 χρüνια (απü τα δεκαοκτþ μου) στην κοινüτητα αυτÞ εßμαι σχεδüν επισκÝπτης. Διατηρþντας Ýτσι μια αποστασιοποßηση, μπορþ να μιλÞσω κριτικÜ για το χωριü μου και τους χωριανοýς μου. Ζþντας στην ΑθÞνα και Ýχοντας γνωρßσει μια Üλλη κοινωνßα, την αστικÞ, και Üλλους ανθρþπους -αστοýς, μικροαστοýς μικροεπαναστÜτες, κ.λπ.- μπορþ να τους συγ-κρßνω, να τους δια-κρßνω, και τελικÜ να τους κρßνω, üχι φυσικÜ με την Ýννοια μιας ηθικÞς αποτßμησης της συμπερι¬φορÜς τους, αλλÜ με την Ýννοια της σαφÝστερης ταυτοποßησης της, καθþς και του κοινωνικοý μικρüκοσμου, στοιχεßο του οποßου αποτελεß.

     ¸να τελευταßο πλεονÝκτημα εßναι η συναισθηματικÞ σχÝση με το αντικεßμενο μου, η αγÜπη μου για το χωριü μου, που προσπαθεß να κÜνει αυτÞ τη μελÝτη ζεστÞ και ανθρþπινη, ελÜχιστα ακαδημαúκÞ, διανθισμÝνη με ανÝκδοτα, συναισθηματικÜ φορτισμÝνη σε κÜποια σημεßα, αλλÜ παρολαυτÜ ευσυνεßδητη, που φιλοδοξεß να προσφÝρει μÝσα απü Ýνα θερμü λüγο, τουλÜχιστον ü,τι θα πρüσφερε μÝσα απü τον ψυχρü του λüγο ο αλλοδαπüς κοινωνικüς ανθρωπολüγος, ασυνεßδητα υπερüπτης, Ýνας ΓκÜλλιβερ ανÜμεσα σε Λιλιποýτειους, Þ, στην καλýτε¬ρη περßπτωση, Ýνας υποψÞφιος διδÜκτωρ που προσπαθεß ευσυνεßδητα να ολοκληρþσει τη διδακτορικÞ του διατριβÞ.

Τα πλεονεκτÞματα που ανÝφερα δεν εγγυþνται οπωσδÞποτε για το αποτÝλεσμα. ¼μως για Ýνα πρÜγμα μπορþ να εßμαι σßγουρος. Στα τÝλη του 21ου αιþνα, Ýνας δισÝγγονος μου, Þ απλÜ Ýνα ΚατωχωριτÜκι, ανασκαλεýοντας τη βιβλιοθÞκη της κοινüτητας, üπως Ýκανα εγþ üταν Þμουν μικρüς, θα πÝσει πÜνω σ' αυτü το βιβλßο και θα διαβÜσει με συγκßνηση πþς ζοýσαν οι παπποýδες του Ýναν αιþνα πριν. ºσως μÜλιστα δακρýσει. Γι' αυτü το ΚατωχωριτÜκι γρÜφω.
-------------------------------------------------------------------------------------------

  1. το χωριü μου και τα σπßτια του

     Το χωριü εßναι παλιü, üπως Üλλωστε κι üλα σχεδüν τα μη παραλιακÜ χωριÜ της ΕλλÜδας. Γι' αυτü κατÝχω προσωπικÝς αποδεßξεις. Πριν απü εφτÜ χρüνια, το 1983, ο πατÝρας μου Üνοιξε Ýνα χαντÜκι διαγωνßως του περιβολιοý μας, για να τρÝχει σε φυσικÞ ροÞ το νερü απü το πηγÜδι, μια και το περιβüλι Þταν υπερυψωμÝνο σε σχÝση με το μονοπÜτι με το οποßο συνüρευε προς βορρÜ, για να ποτßζουμε Ýνα λιοχþραφο, ενÜμισι χιλιüμετρο πιο μακριÜ. Σε βÜθος ενüς μÝτρου περßπου βρÞκε πÞλινα θραýσματα, «γαστριÜ» üπως τα λÝμε στην ΚρÞτη, πολλÜ απü τα οποßα Þταν Üψητα. Μια αρχαιολüγος του μουσεßου του Ηρακλεßου στην οποßα τα Ýδειξα, αποφÜνθηκε üτι μÜλλον Þταν ρωμαúκÞς εποχÞς.

     ΚÜποτε Þ μÜνα μου (πÝθανε το 1979) εßδε Ýνα üνειρο, και το πρωß που ξýπνησε μας εßπε üτι το σπßτι μας Þ Þταν Þ θα γινüταν «πιθαρÜδικο». Αν Þταν Ýνα üνειρο ESP (extra sensory perception, εξωαισθητηριακÞ αντßληψη), στη θÝση του σπιτιοý μας θα πρÝπει να υπÞρχε κÜποτε εργαστÞρι αγγειοπλαστικÞς. ¸τσι ερμηνεýονται και τα Üψητα πÞλινα θραýσματα. Και Ýνα τÝτοιο εργαστÞρι δεν μποροýσε παρÜ να βρßσκεται κοντÜ σε κÜποιον οικισμü.

     Οι πειρατÝς επß χιλιετηρßδες λυμαßνονταν τα ελληνικÜ παρÜλια, και οι μüνοι ασφαλεßς παρÜλιοι οικισμοß Þταν οι οχυρωμÝνες πüλεις. Μια παραλιακÞ πüλη üπως η ΙερÜπετρα (Þ ΙερÜπυτνα, üπως εßναι το αρχαúκü της üνομα) στα νüτια παρÜλια της ΚρÞτης, απÝναντι απü τη Λιβýη, μποροýσε με επιτυχßα ν αποκροýει πειρατικÝς επιθÝσεις, διατηρþντας παρÜλληλα το πλεονݬκτημα της παραλιακÞς θÝσης της. ¼χι üμως και το ΚÜτω Χωριü. ΠαρολαυτÜ μποροýσε να νιþθει αρκετÜ ασφαλÝς. Περισσüτερο απü τα 7 χιλιüμετρα που το χωρßζουν απü τη θÜλασσα, απü το σημεßο üπου βρßσκεται η ΙερÜπετρα, το προφýλασσε η θÝση του, στα βορειοδυτικÜ της πλαγιÜς ενüς λüφου με το τυπικü εκκλησÜκι του προφÞτη Ηλßα στην κορυφÞ, που το Ýκανε αθÝατο απü τη μεριÜ της θÜλασσας. Μα και αν προδιδüταν η ýπαρξη του, οι κÜτοικοι δεν κινδýνευαν πολý. Δεν μποροýσε να περικυκλωθεß, γιατß η ανατολικÞ πλευρÜ του λüφου χαμÞλωνε ελÜχιστα, συναντþντας την πλαγιÜ μιας υψηλüτερης οροσειρÜς, στην οποßα μποροýσαν οι κÜτοικοι σε περßπτωση επιδρομÞς να αποσυρθοýν.

     ºσως οι ßδιες απαιτÞσεις ασφÜλειας να κÜναν þστε τα σπßτια να χτßζονται κολλητÜ το Ýνα στο Üλλο. ΑριστερÜ, δεξιÜ και πßσω, κÜθε σπßτι συνüρευε με Ýνα Üλλο σπßτι, þστε να εßναι εκτεθειμÝνο μüνο απü τη μεριÜ του δρüμου, απü την εßσοδο. Σßγουρα απü Ýνα τÝτοιο σπßτι μποροýσε να αμυνθεß κανεßς καλý¬τερα. Σε πολλÜ μÜλιστα σπßτια παρεμβαλλüταν μια εσωτερικÞ αυλÞ, αθÝατη απü τη μεριÜ του δρüμου, καθþς ο τοßχος της Ýφτανε μÝχρι το ýψος του σπιτιοý, και η αυλüπορτα Þταν ξýλινη χωρßς ανοßγματα. Μüνο μεταγενÝστερα σπßτια εßχαν αυλÝς με χαμηλü τοßχο, γýρω στο Ýνα μÝτρο, που πÜνω του Þταν τοποθε¬τημÝνη μια σειρÜ κÜγκελα, και με καγκελüπορτα στην εßσοδο. Οι ιδιοκτÞτες τους, αντßθετα με τους πρþτους, Þταν εκτεθειμÝνοι στα βλÝμματα των περαστικþν.

     Η παραπÜνω εικüνα üμως θα μποροýσε να εßναι αποτÝλεσμα και ενüς πολεοδομικοý κορεσμοý. ¸να σπßτι, χωριζüμενο στα δýο, μποροýσε να στεγÜσει δυο αδÝλφια, üχι üμως τρßα Þ τÝσσερα. Ο ακÜλυπτος χρησιμεýει για να κτισθεß το σπßτι των υπüλοιπων αδελφþν. Οι «μεσοτοιχιÝς» μειþνουν μÜλιστα το κα¬τασκευαστικü κüστος. Τρεις με τÝσσερις γενιÝς εßναι αρκετÝς για να καλυφθεß ο κενüς χþρος.

     ΑυτÜ εßναι τα παλιÜ σπßτια, τα σπßτια της μεσοχωριÜς, üπου Ýχουν εγκαταλειφθεß οι γÝροι γονεßς, και τα οποßα ερημþνουν με το θÜνατο τους. Τα παιδιÜ της μεταπολεμικÞς εποχÞς Ýχουν εγκαταλεßψει τη μεσοχþρια για τα περιβüλια, που γρÞγορα ανݬβηκε η αξßα τους σαν οικüπεδα. Εκεß Ýχτισαν σýγχρονα σπßτια, με περßπου αστικÝς προδιαγραφÝς, ιδιαßτερα αυτÜ που χτßσθηκαν μετÜ το 1970, σε Ýνα ειδυλλιακü περιβÜλλον, γεμÜτο πρÜσινο. Η μεσοχþρια φθßνει συνεχþς. Οι στενοß της δρüμοι, κατÜλληλοι να περνοýν γαúδοýρια, αλλÜ üχι και αυτοκßνητα, κÜνουν ακüμη πιο αποθαρρυντικÞ τη διαμονÞ για τους νÝους ανθρþπους, που η τηλεüραση και η επαφÞ με την πüλη Ýχει ανεβÜσει τις απαιτÞ¬σεις τους üσον αφορÜ τις συνθÞκες διαβßωσης.

Η κεντρικÞ οδικÞ αρτηρßα, ο «αμαξιτüς», ζþνει τη μεσοχþ¬ρια σαν φßδι, κÜνοντας τη να φαντÜζει ακüμη πιο ασφυκτικÞ, καθþς την πιÝζει πÜνω στην πλαγιÜ. Τα σπßτια που εßναι χτισμÝνα στην Üλλη πλευρÜ του δρüμου, στα περιβüλια, φαßνονται σαν να Ýχουν ξεφýγει απü Ýνα θανατερü αγκÜλιασμα.

     Η μεσοχþρια βÝβαια κÜπου σταματÜει. ¼μως σπßτια μÝσα σε περιβüλια συνοδεýουν ακüμη για πολý τον κεντρικü δρüμο που οδηγεß προς την ΙερÜπετρα, νüτια, και απü τις δυο πλευρÝς πια, για πÜνω απü πεντακüσια μÝτρα. Την τελευταßα δεκαετßα μÜλιστα Üρχισαν να χτßζονται σπßτια, αριστερÜ και δεξιÜ, πολý αραιÜ βÝβαια, σε üλο το μÞκος των 7 χιλιομÝτρων που χωρßζουν το ΚÜτω Χωριü απü την ΙερÜπετρα. Εßναι κοινÞ πεποßθηση üτι κÜποτε μια συνεχÞς σειρÜ σπιτιþν, δßπλα στο δρüμο, θα ενþνει το ΚÜτω Χωριü με την ΙερÜπετρα, και θα το κÜνει και τυπικÜ πια, αφοý λειτουργικÜ εßναι Þδη, προÜστιο της.

     Η ßδια σειρÜ σπιτιþν Ýχει αναπτυχθεß εκατÝρωθεν του δρü¬μου και προς βορρÜ, στο Ýνα χιλιüμετρο που απÝχει η ΕπισκοπÞ και ανατολικÜ, στο δρüμο που ενþνει την κεντρικÞ αρτηρßα με το ΠÜνω Χωριü, σε ßση περßπου απüσταση, και που μαζß με τα ΠαπαδιανÜ, 30 σπßτια που βρßσκονται διακüσια μÝτρα πιο πÜνω απü το ΠÜνω Χωριü, σε Ýνα μικρü λοφÜκι, αποτελοýν, üλα μαζß και τα τÝσσερα χωριÜ, την κοινüτητα του ΚÜτω Χωριοý. Η σχετικÞ θÝση των χωριþν αυτþν Ýδωσε στο χωριü μου και το üνομα του.

     Τα σπßτια χωρßζονται σε παλιÜ και σε νÝα, ανÜλογα με τον χρüνο της κατασκευÞς τους, και üπως εßπα Þδη, τα νÝα σπßτια, στην συντριπτικÞ τους πλειοψηφßα, βρßσκονται στα περιβüλια. Τα παλιÜ εßναι συνÞθως «πετρüχτιρα» (χτισμÝνα με πÝτρες) χωρßς κολþνες, και γι' αυτü με πολý χοντροýς τοßχους, που προσφݬρουν μια θαυμÜσια μüνωση. ¸χουν üμως τσιμεντÝνια ταρÜτσα, üπως βÝβαια και τα μεταγενÝστερα σπßτια, που χτßζονταν με τσιμεντüλιθους. ¸να και μοναδικü μüνο σπßτι εßχε κεραμßδια, που üταν πÜλιωσαν πετÜχτηκαν, και στη θÝση τους χýθηκε ταρÜτσα. Η αλλαγÞ απογοÞτευσε τους ιδιοκτÞτες, γιατß το σπßτι Ýχασε τη φυσικÞ του μüνωση, και η ζÝστη το καλοκαßρι Ýγινε αφüρητη.

     Πετρüχτιρα πρÝπει να χτßζονταν μÝχρι και τα μÝσα της 10ετßας του ’50. Το δικü μας χτßστηκε το 1950, πετρüχτιρο. ΜετÜ η πÝτρα αντικαταστÜθηκε με τσιμεντüλιθους. ΣÞμερα, παρüλο που χτßζονται αρκετÜ σπßτια με τοýβλα, πολλοß επιμÝνουν στους τσιμεντüλιθους, γιατß Ýχουν μικρü κατασκευαστικü κüστος.

Πριν τις τσιμεντοταρÜτσες, οι στÝγες Þταν χωμÜτινες. ΤσιμεντοταρÜτσες Üρχιζαν να μπαßνουν μετÜ τον πρþτο παγκüσμιο πüλεμο. Το πρþτο σπßτι στο χωριü που χτßστηκε με τσιμεντοταρÜτσα, αν δεν απατÜ η μνÞμη τον πατÝρα μου, Þταν του ΕγγλεζÜκη. Τη κατασκευÞ της χωμÜτινης ταρÜτσας μου την περιÝγραψε ο πατÝρας μου, τον οποßο, λüγω ηλικßας (γεννÞθηκε το 1903) θεωρþ αρκετÜ αξιüπιστο.

     Οι πιο φτωχοß βÜζανε στα σπßτια τους «μεσοδüκια», κατÜ πλÜτος των δωματßων, σε απüσταση το Ýνα απü το Üλλο. Απü πÜνω Ýβαζαν τα δοκÜρια, απü κÝδρο συνÞθως, Þ πρßνο Þ ελιÜ. Τα μεσοδüκια γßνονταν απü χοντροýς κορμοýς πεýκων. Τα πεýκα Ýπρεπε να εßναι εκτεθειμÝνα στον Üνεμο, þστε το ξýλο τους να εßναι «δαδωμÝνο». Τα Ýκοβαν και αφαιροýσαν τη φλοýδα τους. Το εσωτερικü Þταν το δαδß, γεμÜτο ρητßνη, πρÜγμα που το Ýκανε εξαιρετικÜ ανθεκτικü.

     Οýτε τα μεσοδüκια οýτε τα δοκÜρια κüστιζαν στους φτωχοýς χωριÜτες, γιατß τα μεν μεσοδüκια τα Ýκοβαν απü το πευκοδÜσος της ΘριπτÞς, τα δε δοκÜρια απü περιοχÝς κοντÜ στο χωριü. Στην Ευαγγελßστρα, μια περιοχÞ κοντÜ στην ΕπισκοπÞ με το ομþνυμο εξωκλÞσι, υπÞρχαν πολλοß κÝδροι.

     Η ΘριπτÞ απÝχει γýρω στα 10 χιλιüμετρα απü το χωριü. Στη μεταφορÜ των μεσοδοκιþν συμμετεßχαν üλοι οι χωριανοß, δωρεÜν. 3-4 Üτομα κουβαλοýσαν Ýνα μεσοδüκι κÜποια απüσταση, οπüτε τους αντικαθιστοýσαν Üλλοι, κ.ο.κ., μÝχρι που τα μεσοδüκια Ýφταναν στο χωριü. Η κατασκευÞ της ταρÜτσας γινüταν μετÜ με «δανεικοýς», σÞμερα σε βοηθþ εγþ, αýριο εσý, ενþ αργüτερα στο χýσιμο της τσιμεντÝνιας ταρÜτσας βοηθοýσε πÜλι üλο το χωριü, με μüνη αμοιβÞ το κÝρασμα ποτþν και μεζÝδων, μετÜ το τÝλος της δουλειÜς.

     Οι πιο πλοýσιοι, αντß για μεσοδüκια Ýβαζαν τρÜβες απü φοινßκι. Το φοινßκι το Ýφερναν οι τοýρκοι απü τα βÜθη της Ασßας, Üγνωστο üμως απü ποý ακριβþς. ¹ταν ξýλο πολý ανθεκτικü και μοσχομýριζε. Μ' αυτü Ýφτιαχναν τους οντÜδες που στÝγαζαν τα χαρÝμια, για να μυρßζονται οι χανοýμισσες.

     Με το φοινßκι γßνονται καταπληκτικÜ καπÜκια για λýρες. ¼σο μικρüτερα τα νερÜ του, τüσο καλýτερη η λýρα. ¼μως καθþς το ξýλο αυτü δεν υπÜρχει πια στο εμπüριο, και οýτε που ξÝρει κανεßς απü πιο δÝνδρο προÝρχεται, ο μüνος τρüπος για να το προμηθευτοýν οι κατασκευαστÝς λýρας εßναι απü παλιÜ σπßτια που κατεδαφßζονται. ΤÝτοια φοινßκια βρÞκα αρκετÜ για το δÜσκαλο μου στη λýρα, τον ΣÞφη τον ΜπουζÜκη, που εßναι και Ýξοχος κατασκευαστÞς, σε Ýνα σπßτι που κατεδαφιζüταν στο Κεντρß, το χωριü της μÜνας μου.

     Τα φοινßκια κüβονταν σε δοκοýς σε διÜφορα μÞκη, με πλÜτος περßπου 15 πüντους και πÜχος 10. Τα τοποθετοýσαν με το πλÜτος κατακüρυφα, για να εßναι πιο ανθεκτικÜ, σε περßπου μισü μÝτρο απüσταση το Ýνα απü το Üλλο. Κι εδþ πÜλι Ýχουμε διαφοροποιÞσεις. Οι πιο πλοýσιοι απü τους πλοýσιους Ýβαζαν πÜνω απü τις φοινικÝνιες τρÜβες λεπτÝς ξýλινες τÜβλες, τις «ταβανüταβλες» üπως τις Ýλεγαν, κολλητÜ η μια με την Üλλη, ενþ οι λιγüτερο πλοýσιοι Ýβαζαν καλÜμια.

     Η επüμενη διαδικασßα Þταν κοινÞ για üλους. Απü πÜνω Ýστρωναν βοýρλα, και πÜνω σ' αυτÜ Ýριχναν Ýνα λεπτü στρþμα πηλü. Αυτü το στρþμα εμπüδιζε το πλινθüχωμα που Ýριχναν αμÝσως μετÜ, να περÜσει απü τις χαραμÜδες που Üφηναν οι βελüνες των βοýρλων.

     Καλü πλινθüχωμα υπÞρχε στα ΣφακιÜ, μια περιοχÞ κοντÜ στην ΕπισκοπÞ. ΣκÝτος πλßνθος δεν Ýκανε, γιατß τον παρÜσερνε η βροχÞ. Το πλινθüχωμα üμως, καθþς περιεßχε λεπτοýς κüκκους Üμμου ανÜμεσα του, με τις πρþτες βροχÝς γινüταν μια συμπαγÞς αδιαπÝραστη μÜζα. ΠαρολαυτÜ üμως υπÞρχαν απþλειες, γι' αυτü σε τακτÜ διαστÞματα, κÜθε δýο χρüνια περßπου, δωμÜτιζαν το «δþμα», üπως λÝγεται ακüμη και σÞμερα η ταρÜτσα στην ΚρÞτη, Ýριχναν δηλαδÞ συμπληρωματικü χþμα.

                              'Αχι αδÝρφι ΚωνσταντÞ, μια χωματιÜ τη βγÜνεις.
                              Το δþμα μας δωμÜτιζα και για κειονÜ τη βγÜνω.

Οι στßχοι αυτοß εßναι απü το "Τραγοýδι Του Νεκροý Αδελφοý", που το Üκουγα μικρüς απü τη μητÝρα μου.

     Το σπßτι του παπποý μου, στο ΚÜτω Χωριü, Þταν φτιαγμÝνο με τÝτοια ταρÜτσα. ΥπÜρχει ακüμη, και μÝνει εκεß ο θεßος μου, ο Üντρας της αδελφÞς του πατÝρα μου. Τα μεσοδüκια και τα δοκÜρια υπÜρχουν ακüμη στην οροφÞ, αν και στη στÝγη Ýριξε μια ψευτοταρÜτσα, για να αποφýγει το δωμÜτισμα, πολý λεπτÞ βÝβαια, για να μην υποχωρÞσει η στÝγη απü το βÜρος.

     Ο παπποýς μου Þταν απü την ΕπισκοπÞ, ενþ η γιαγιÜ μου Þταν απü το ΚÜτω Χωριü. Η ΕπισκοπÞ δεν εßχε «βρýση», üπως το ΚÜτω Χωριü, και οι γυναßκες «ανÝσερναν» νερü απü Ýνα πηγÜδι, με Ýνα σκοινß. Αυτü δεν Üρεσε καθüλου στη γιαγιÜ μου, η οποßα γκρßνιαζε συνεχþς στον παπποý μου μÝχρι που τον Ýπεισε να μετακομßσουν στο ΚÜτω Χωριü.

     Εκεßνη την εποχÞ, αρχÝς του αιþνα, οι τοýρκοι βρßσκονταν υπü διωγμü. Οι χριστιανοß τους κατÝστρεφαν τα σπßτια και αυτοß, για να γλιτþσουν, κατÝφευγαν στην ΙερÜπετρα. Απü Ýναν τÝτοιο τοýρκο, τον ΜπιλÜλη, αγüρασε το σπßτι ο παπποýς μου. Ο ΜπιλÜλης πÞγε και κÜθισε στην ΙερÜπετρα. Με την ανταλλαγÞ, δεν Þθελε καθüλου να φýγει απü την ΚρÞτη. ¹ταν τüσος ο καημüς του, που πÝθανε στο πλοßο που τον μετÝφερε στη ΜικρÜ Ασßα.

     Σ' αυτÜ τα παλιÜ σπßτια με τις χωμÜτινες ταρÜτσες, αν οι τοßχοι Þταν ακüμη γεροß, οι ιδιοκτÞτες τους Ýχυναν τσιμεντÝνιες ταρÜτσες, Þ ψευτοταρÜτσες, üπως ο θεßος μου, αλλιþς αφÞνονταν στο Ýλεος του χρüνου.

     Μια απü τις πιο φριχτÝς εμπειρßες των παιδικþν μου χρüνων, εßναι κÜποτε που ανÝβηκα σε μια τÝτοια ταρÜτσα να πιÜσω μια μπÜλα. Με φρßκη Ýνιωσα ξαφνικÜ το δεξß μου πüδι να βουλιÜζει, καθþς το χþμα υποχωροýσε απü κÜτω, σπÜζοντας τα σÜπια δοκÜρια. Πρüλαβα και τραβÞχτηκα και πια δεν ξανανÝβηκα σε τÝτοια ταρÜτσα.

ΑυτÜ τα σπßτια, ακüμη και τα πετρüχτιστα με την τσιμεντÝνια στÝγη που χτßστηκαν αργüτερα, δεν βÜφονταν, αλλÜ ασπρßζονταν με ασβÝστη. Αυτü μεßωνε κατÜ πολý το κüστος, μια και το ασβÝστωμα Þταν κÜτι που μποροýσε να το κÜνει μüνος του ο ιδιοκτÞτης, και επß πλÝον, Þταν και πιο υγιεινü. ΚÜθε χρüνο, συνÞθως το ΠÜσχα, περνοýσαν Ýνα νÝο χÝρι ασβÝστη τους τοßχους, και το σπßτι, κÜτασπρο, Ýπαιρνε μια γιορταστικÞ üψη.

     Τα δßπατα σπßτια στο χωριü εßναι ελÜχιστα. ΥπÜρχουν κÜποια τÝτοια στη μεσοχþρα, σπßτια παλιþν πλουσßων. ¼σοι Ýχτιζαν στα περιβüλια προτιμοýσαν την κατÜ πλÜτος παρÜ την καθ' ýψος επÝκταση. Μüλις την δεκαετßα του 80 Üρχισαν να χτßζονται δßπατα και στα περιβüλια.

     ¼λα σχεδüν τα δßπατα που υπÜρχουν, στην ουσßα εßναι δýο διαμερßσματα, που χτßσθηκαν με την προοπτικÞ της μοιρασιÜς ανÜμεσα σε δυο παιδιÜ, ενþ κÜποια εßναι «πανωσηκþματα», απü τα παιδιÜ των ιδιοκτητþν.

     Τα πορτοπαρÜθυρα παλιÜ Þταν απαρÝγκλιτα ξýλινα, με κυρßαρχο χρþμα το πρÜσινο, για να εßναι ασορτß με το περιβÜλλον. Καθþς το ξýλο Ýγινε ακριβü, αντικαταστÜθηκε με το σßδηρο. ¼ταν Ýπεσε η τιμÞ του αλουμινßου, και μπροστÜ στο πρüβλημα της σκουριÜς που εßχαν τα σιδερÝνια, Üρχισαν να προτιμþνται τα αλουμινÝνια.

     Το σπßτι μας χτßσθηκε το 1950, üπως εßπα, με ξýλινες πüρτες και παρÜθυρα. Δυο πüρτες και Ýνα παρÜθυρο που σÜπισαν, απü κακÞ συντÞρηση των γονιþν μου, αντικαταστÜθηκαν με σιδερÝνια, üπως επßσης σιδερÝνια Ýγινε η πüρτα και το παρÜθυρο μιας αποθÞκης που χτßσαμε το '75. Το '85, μετατρÝποντας τον στÜβλο μας σε δωμÜτιο Ýβαλα αλουμινÝνια πüρτα και παρÜθυρο. Τα παντζοýρια του παρÜθυρου Þταν απü πλαστικü, ενþ τα παντζοýρια του σιδερÝνιου παρÜθυρου που εßχαν φτιÜξει οι γονεßς μου πιο πρþτα, Þταν και αυτÜ απü σßδερο, με γρßλιες. Τα ξýλινα üμως παρÜθυρα δεν εßχαν γρßλιες. Το δωμÜτιο την ημÝρα, üταν εßχαμε κλειστÜ τα παρÜθυρα, φωτιζüταν απü τον φεγγßτη, Ýνα τζαμωτü παραλληλüγραμμο πÜνω απü την πüρτα. ¼ταν η ξýλινη πüρτα αντικαταστÜθηκε με τη σιδερÝνια, ο φεγγßτης δεν χρειαζüταν πια, μια κι Ýμπαινε Üπλετο φως απü το διαφανÝς πλαστικü, που καταλÜμβανε το μεγαλýτερο μÝρος της πüρτας. Το πλαστικü αυτü Þταν προτιμüτερο απü το τζÜμι, για να μη σπÜζει με το Üνοιξε-κλεßσε. Το ßδιο διαφανÝς πλαστικü χρησιμοποιεßται σÞμερα και για τις αλουμινÝνιες πüρτες. Στα παρÜθυρα üμως μπαßνει κανονικÜ τζÜμι.

  1. ΣπιτικÝς Δραστηριüτητες

2.α. μαγεßρεμα

     ΜÝχρι το τÝλος της δεκαετßας του '50 οι γυναßκες μαγειρεýανε στη παραστιÜ (πυροστιÜ, πυρüς εστßαν). Η παραστιÜ δεν εßναι παρÜ το κλασικü τζÜκι μ' Ýνα κτßσμα σαν πÜγκο, φτιαγμÝνο απü πÝτρες, λÜσπη και Üχυρο, με Ýνα Üνοιγμα εμπρüς, απü üπου Ýμπαιναν τα ξýλα, και Ýνα Üνοιγμα επÜνω, üπου Ýβαζαν την κατσαρüλα. Πιο δßπλα υπÞρχε Ýνα Üλλο Üνοιγμα, üπου Ýβαζαν κÜρβουνα, για σιγανü ψÞσιμο. Τα κÜρβουνα σταματοýσαν πÜνω σε μια σχÜρα με λÜμες, που υπÞρχε στη μÝση. ¼ταν καßγονταν, η στÜχτη Ýπεφτε κÜτω και την μÜζευαν μετÜ απü το μπροστινü Üνοιγμα. Αυτü το πρÜγμα υπÞρχε και σαν ανεξÜρτητο κατασκεýασμα, που στεκüταν σε Ýνα τρßποδο, η λεγüμενη «φουφοý», προφανþς απü τον Þχο του φυσÞματος απü το μπροστινü Üνοιγμα, που Ýκανε η νοικοκυρÜ, για να «ξεπÜρουν» τα κÜρβουνα. Ο «ανηφüρας» (Üνω φÝρω), δηλαδÞ η καμινÜδα, Þταν πολý πλατýς και καθüλου με τÝχνη κατασκευασμÝνος. ¼λα τα τζÜκια, ανÜλογα με τον καιρü, απü ποý φýσαγε δηλαδÞ, κÜπνιζαν φοβερÜ. Το μαγεßρεμα Þταν μια επþδυνη διαδικασßα. ¼μως η καýσιμη ýλη Þταν δωρεÜν: τα κοýτσουρα που μαζεýαμε απü το κλÜδεμα των λιüδενδρων. Για προσÜναμμα δεν χρησιμοποιοýσαμε χαρτß -αυτü Þταν σπÜνιο και πολýτιμο και χρησßμευε για χαρτß υγεßας- αλλÜ αχιμÜδα (θυμÜρι).

     Σχεδüν κÜθε οικογÝνεια εßχε και το φοýρνο της. Εκεß η σπιτονοικοκυρÜ Ýψηνε το ψωμß της, τα γλυκÜ της και τα ψητÜ της τις ΚυριακÝς και τις γιορτÝς. Ο φοýρνος Þ βρισκüταν μÝσα στην κουζßνα, Þ, συνηθÝστερα, Ýξω, στην αυλÞ, Ýνα πρüσθετο κτßσμα στον κýριο üγκο του σπιτιοý. ΚÜπου στις αρχÝς τις δεκαετßας του '60 κι ανÜλογα με τα οικονομικÜ της κÜθε οικογÝνειας, Ýκαναν την εμφÜνιση τους τα πετρογκÜζ, που στην αρχÞ τα χρησιμοποιοýσαν εναλλÜξ με την παραστιÜ. ΣÞμερα το χρησιμοποιοýν ακüμη αρκετÝς νοικοκυρÝς, αν κι οι περισσüτερες αγüρασαν ηλεκτρικÝς κουζßνες. Μαζß τους Ýκαναν την εμφÜνιση τους οι απορροφητÞρες, γιατß τα πετρογκÜζ, καθþς τα τοποθετοýσαν στη θÝση της παραστιÜς, δεν εßχαν ανÜγκη απορροφητÞρα, μια και το ρüλο αυτüν Ýπαιζεν η καμινÜδα.

2.β. θÝρμανση

     Το καλοριφÝρ εßναι Ýνα εßδος Üγνωστο στο χωριü. Ο χειμþνας εßναι Þπιος (η περιοχÞ της ΙερÜπετρας Ýχει τη μεγαλýτερη ηλιοφÜνεια σε üλη την ΕλλÜδα) και τις λßγες πραγματικÜ κρýες μÝρες του χειμþνα τις βγÜζαμε üπως μποροýσαμε. Το βρÜδυ στην κουζßνα -που στα πιο πολλÜ σπßτια εßναι τερÜστια- «πυρωνüμασταν» στην παραστιÜ. Στη συνÝχεια μαζεýαμε τα κÜρβουνα και τα βÜζαμε μαζß με πυρηνßδι, Ýνα απü τα παραπροúüντα της ελαιοτριβÞς, στο μαγκÜλι. Το μαγκÜλι Þταν Ýνα συνÞθως στρογγυλü δοχεßο, που στηριζüταν σε τρßποδα. Το μεταφÝραμε στην κρεβατοκÜμαρα, για να ζεσταθεß κι αυτÞ και λßγο πριν μας πÜρει ο ýπνος το βγÜζαμε Ýξω, για το φüβο του μονοξειδßου του Üνθρακα. ΠολλÜ Üτομα πÝθαναν εκεßνα τα χρüνια γιατß αποκοιμÞθηκαν δßπλα σε αναμμÝνα κÜρβουνα, üπως διÜβαζα στις εφημερßδες.

     Με τη δεκαετßα του '70 Þρθαν οι ξυλüσομπες, ενþ οι ηλεκτρικÝς σüμπες και τα ηλεκτρικÜ καλοριφÝρ Þταν ακüμη σπÜνια. Οι ξυλüσομπες πρωτοÝκαναν την εμφÜνιση τους στα καφενεßα. Στα σπßτια επικρÜτησε Ýνα εßδος ξυλüσομπας, σε σχÞμα ηλεκτρικÞς κουζßνας, üπου μαγεßρευαν κιüλας, τη γνωστÞ στüφα, που χρησιμοποιεßται ακüμα και σÞμερα σε πολλÝς περιοχÝς, κυρßως ορεινÝς.

2.γ. ηλεκτρισμüς

Το χωριü μας απü την Üποψη της ηλεκτροδüτησης Þταν πραγματικÜ προνομιοýχο. Εßχε ηλεκτρικü ρεýμα πριν την ΙερÜπετρα, Þδη απü το 1933, üταν ιδρýθηκε ο συνεταιρισμüς (ο πατÝρας μου Þταν απü τα Ýξι ιδρυτικÜ του μÝλη) και φτιÜχτηκε το ελαιουργεßο του, το οποßο, διαθÝτοντας γεννÞτρια, εφοδßαζε με ρεýμα το χωριü χειμþνα-καλοκαßρι. ΦυσικÜ το ρεýμα εχρησιμοποιεßτο μüνο για φωτισμü, οι ηλεκτρικÝς συσκευÝς Þταν σχεδüν ανýπαρκτες, με εξαßρεση τα λιγοστÜ ραδιüφωνα που υπÞρχαν στο χωριü. Οýτε καν ηλεκτρικÜ σßδερα δεν υπÞρχαν. Οι γυναßκες σιδÝρωναν με σßδερα που ζεσταßνονταν με κÜρβουνα, τα οποßα Ýμπαιναν σε ειδικÞ θÞκη. Το πρüβλημα βÝβαια να πετýχεις την κατÜλληλη θερμοκρασßα ανÜλογα με τα ροýχα που Þταν για σιδÝρωμα, Þταν μεγÜλο.

     Τα ηλεκτρικÜ σßδερα Ýκαναν την εμφÜνιση τους στο χωριü μüλις τη δεκαετßα του '60, üπως και τα πρþτα ψυγεßα. Το ψυγεßο, εκτüς απü συντÞρηση, προσÝφερε και προστασßα στα τρüφιμα απü τα ποντßκια. ΜÝχρι τüτε, τα κρεμοýσαμε σε γÜντζους που κρÝμονταν απü την οροφÞ της κουζßνας, σαν αυτοýς που αφÞνουν τþρα για τα φωτιστικÜ, αλλÜ μεγαλýτερους, συνÞθως μÝσα σε καλÜθια, για να αερßζονται καλýτερα. ΥπÞρχαν ακüμη και τα «φανÜρια», τετρÜγωνα κατασκευÜσματα με σßτες, για να μη μπαßνουν οι μýγες.

     Εμεßς αργÞσαμε να συνδεθοýμε με το ηλεκτρικü δßκτυο, γιατß το σπßτι μας Þταν μακριÜ, στα περιβüλια και το κüστος των στýλων για τη μεταφορÜ υπÝρογκο. ΠρÝπει να συνδεθÞκαμε κÜπου το '65, üταν Þρθε η ΔΕΗ, υπερπηδþντας το εμπüδιο της απüστασης. ΜÝχρι τüτε χρησιμοποιοýσαμε τα παραδοσιακÜ μÝσα φωτισμοý που υπÞρχαν προπολεμικÜ, τη λÜμπα πετρελαßου για τις κρεβατοκÜμαρες και το λýχνο για την κουζßνα.

2.δ. ýδρευση

     Δßκτυο ýδρευσης απüκτησε το χωριü στις αρχÝς του '60. ΜÝχρι τüτε οι γυναßκες κουβαλοýσαν νερü στο σπßτι με το σταμνß, απü τις δυο βρýσες του χωριοý, τη «μικρÞ» και τη «μεγÜλη». Η μικρÞ Þταν ιδιοκτησßα κÜποιου αγÜ, γι' αυτü και λεγüταν «αγαδικÞ». Ο αγÜς πüτιζε τα περιβüλια του, üμως Þταν κεκτημÝνο δικαßωμα των γυναικþν του χωριοý να γεμßζουν το σταμνß τους. ΣÞμερα, με το δßκτυο ýδρευσης, δεν υπÜρχουν πια σταμνιÜ. Το νερü üμως εξακολουθεß να εßναι ατομικÞ ιδιοκτησßα, των κληρονüμων εκεßνων που αγüρασαν τα υπÜρχοντα του αγÜ.

     Το σταμνß το Ýβαζαν συνÞθως δßπλα στο νεροχýτη, σε Ýνα στρογγυλü πÞλινο στεφÜνι. Στο στüμιο του Ýβαζαν Ýνα «σταμναγκÜθι», για να εμποδßζει την εßσοδο σε κανÝνα διψασμÝνο σαμιαμßδι, σαλιγκÜρι Þ ποντßκι. Καθþς Þταν γεμÜτο μικρÜ διÜκενα διατηροýσε για αρκετÞ þρα δροσερü το νερü. ¼μως να τι γρÜφει για το σταμνß η ΝατÜσα ΚεσμÝτη στο διÞγημα της "Η Ιστορßα Του Γιþτη", στη συλλογÞ διηγημÜτων της "Το Αιþνιο Ρολüι" (ΝεφÝλη, 1987).

   «...ßδρωνε μüλις τοý 'ριχνες νερü και μοσχομýριζε εκεßνη την υπÝροχη χωματßλα του βρεμÝνου πηλοý, τη μυρωδιÜ του απüβροχου -τη μüνη μυρωδιÜ της δροσιÜς που φανερþνει μιλþντας σου ßσια στην καρδιÜ τη μυστικÞ σχÝση του νεροý και του χþματος, της βροχÞς και της γης, του υγροý και του ξηροý κüσμου, του υγροý και ξηροý σþματος μας...»

     Εμεßς Þμασταν και τυχεροß κι Üτυχοι. 'Ατυχοι, γιατß το σπßτι μας Þταν μακριÜ απü τη βρýση. Τυχεροß, γιατß εßχαμε στο περιβüλι μας Ýνα πηγÜδι κι Ýτσι κουβαλοýσαμε νερü μüνο για να πιοýμε, για το πλýσιμο των πιÜτων και για το μαγεßρεμα, ενþ για το πλýσιμο των ροýχων χρησιμοποιοýσαμε το νερü του πηγαδιοý. Ακüμη Þμασταν τυχεροß γιατß δεν εßχαμε πρüβλημα αποχÝτευσης. Τα απüνερα τα χýναμε στο περιβüλι. Στη μεσοχþρια üμως η κατÜσταση Þταν αφüρητη. Τα απüνερα χýνονταν στα στενοσüκακα, που πριν τσιμεντοστρωθοýν Þταν σκÝτο βοýρκο. ΠροπολεμικÜ, κÜτω απü την πλατεßα και δßπλα στο δρüμο, υπÞρχαν τσιμεντÝνιες σκÜφες, üπου Ýπλεναν οι γυναßκες. ΜετÜ, ßσως για λüγους αισθητικοýς, τα κατÝστρεψαν. Θα Þμουν 7-8 χρονþν, üταν το χωριü απÝκτησε πλυσταριü, Ýνα στεγασμÝνο χþρο κοντÜ στη μεγÜλη βρýση, με τσιμεντÝνιους παραλληλεπßπεδους üγκους üπου οι γυναßκες απüθεταν τις σκÜφες τους. Τα απüνερα Ýπεφταν στην τερÜστια στÝρνα που υπÞρχε δßπλα, που δεχüταν το νερü της βρýσης και το οποßο προοριζüταν για το πüτισμα των περιβολιþν. ΜετÜ την εγκατÜσταση του δικτýου ýδρευσης, το πλυσταριü μπÞκε σε αχρηστßα.

     Τα πλυντÞρια, üπως κι üλες γενικÜ οι ηλεκτρικÝς συσκευÝς, Þρθαν στο χωριü καθυστερημÝνα, πιο ýστερα απü τα ψυγεßα, ακüμη και απü τις ηλεκτρικÝς κουζßνες. Το πλýσιμο γινüταν στη σκÜφη, με σπιτßσιο σαποýνι και ζεστü νερü. Το σαποýνι αυτü γινüταν με κατακÜθια του λαδιοý Þ τσιγαρüλαδα, το λÜδι δηλαδÞ που περßσσευε απü το τηγÜνισμα. Το Ýβραζαν μαζß με καυστικÞ σüδα, σε μια αναλογßα 5 προς 1. ¼ταν το μßγμα Þταν Ýτοιμο, το Ýχυναν σε Ýνα μεγÜλο πλαßσιο κι αφοý Ýπηζε, τουλÜχιστον μετÜ απü 24 þρες, το Ýκοβαν σε πλÜκες. Για πιο τÝλειο πλýσιμο οι νοικοκυρÝς Ýκαναν μπουγÜδα με αλουσÜ. Η αλουσÜ Þταν νερü ανακατεμÝνο με στÜχτη, πλοýσιο σε σüδα.

     Η μπουγÜδα γινüταν üταν μαζεýονταν πολλÜ ροýχα, κυρßως λευκÜ. ¼ταν υπÞρχαν λßγα ροýχα πλÝνονταν απλþς με σαποýνι. ¹ταν μια αρκετÜ κοπιαστικÞ και χρονοβüρα διαδικασßα, üπως δεßχνει και η παρακÜτω πειραχτικÞ μαντινÜδα, που διÝσωσε η μνÞμη του πατÝρα μου, με κεßνη την αξιοθαýμαστη ικανüτητα που Ýχουν οι γÝροι να θυμοýνται Ýνα σωρü περιστατικÜ απü τα νιÜτα τους. Την εßπε Ýνας νεαρüς του χωριοý σε Ýνα πανηγýρι, για μια κοπελιÜ που αγαποýσε.

                        Στις δεκαεφτÜ του Γεναριοý Þρχιζε τη μπουγÜδα

                        και την εποξετÝλευγε τη μεγαλοβδομÜδα.

     Δεν εßναι να απορεß κανεßς που τελικÜ δεν την κατÜφερε να τον παντρευτεß.

Εκεßνη την εποχÞ οι νοικοκυρÝς χρησιμοποιοýσαν στο πλýσιμο λουλÜκι και χλωρßνη. Αργüτερα, κÜπου το '60, Þρθαν τα πρþτα απορρυπαντικÜ, με κεßνα τα μικρÜ, πλαστικÜ ανθρωπÜκια κρυμμÝνα μÝσα στη σκüνη. ΘυμÜμαι τüτε που κοροúδεýαμε Ýνα κοντοýλη συμμαθητÞ μου, λÝγοντας üτι τον βρÞκαν μÝσα στο "τÜδε" απορρυπαντικü.

2.ε. σωματικÝς ανÜγκες

     ¸να συνηθισμÝνο χωριατüσπιτο εßχε την κουζßνα του, τις κρεβατοκÜμαρες, την αποθÞκη και το στÜβλο. Το πüρτελο Þταν Ýνα τερÜστιο δωμÜτιο, που χρησßμευε σαν καθιστικü και χþρος δεξιþσεων. Οι νεαροß ζητοýσαν απü τους πλοýσιους, που εßχαν μεγÜλα σπßτια, και τους διÝθεταν το πüρτελο για τα γλÝντια τους. Στην αποθÞκη Þταν σωρευμÝνα τα κÜθε εßδους εργαλεßα, λιπÜσματα, φυτοφÜρμακα, κ.λπ. Στο στÜβλο Þταν τα ζþα, συνÞθως Ýνα γαúδουρÜκι και δυο κατσßκες. ΣυχνÜ, χωρισμÝνο με τÜβλες, το πÜνω μÝρος του στÜβλου χρησßμευε για αχυρþνας.

     Ο στÜβλος χρησßμευε και για αποχωρητÞριο. ¼σοι εßχαν σπßτι στα περιβüλια Ýφτιαχναν Ýνα λÜκκο σε μιαν Üκρη κι αφüδευαν. Μια σανßδα κÜλυπτε το μισü Üνοιγμα του, για να πατÜει κανεßς, ενþ το Üλλο μισü καλυπτüταν με κÜποιο Üχρηστο αντικεßμενο σαν σκÝπασμα, π.χ. μια παλιÜ σκÜφη. ΦυσικÜ üταν Ýβρεχε κατÝφευγαν και αυτοß, üπως üλοι, στο στÜβλο. Τα περιττþματα τους, μαζß με αυτÜ των ζþων, τις κοπριÝς, αποτελοýσαν Ýνα πρþτης τÜξεως λßπασμα.

     ΘυμÜμαι που, μαθητÞς, φιλοξενοýσαμε κÜποιες τουρßστριες στο σπßτι του αδελφοý ενüς φßλου μου, ο οποßος το εßχε εγκαταλεßψει απü καιρü κι Ýμενε στην ΙερÜπετρα. ¹ταν στη μεσοχþρια και φυσικÜ χωρßς αποχωρητÞριο. Με ρωτοýσε τüτε μια απü αυτÝς απεγνωσμÝνα που εßναι το αποχωρητÞριο, Ýγραφε στον τοßχο το διεθνÝς σÞμα WC εγþ ντροπιασμÝνος Ýκανα πως δεν καταλÜβαινα. Στο τÝλος, εßδα πως δεν γινüταν αλλιþς, κÜπου θα Ýπρεπε να κÜνουν τη σωματικÞ τους ανÜγκη και στην τελευταßα της προσπÜθεια να μου εξηγÞσει Ýκανα επß τÝλους üτι κατÜλαβα, και της εßπα üτι εμεßς για τις τÝτοιου εßδους ανÜγκες μας χρησιμοποιοýμε το στÜβλο. Μπορεß να μην Ýνιωσε ολüτελα ικανοποιημÝνη, üμως φαινüταν ανακουφισμÝνη, πρÜγμα που με Ýκανε να ξαλαφρþσω κι εγþ.

     Το πρüβλημα της αφüδευσης Þταν, üπως καταλαβαßνετε, σοβαρü, πρÜγμα που οδÞγησε την κοινüτητα να χορηγÞσει Üδειες, χωρßς πολεοδομικÞ Ýγκριση, Üρα πρüσθετα Ýξοδα, για κατασκευÞ αποχωρητηρßου διαστÜσεων 3x3. Αυτü Ýγινε γýρω στο 1970. ΦυσικÜ οι πιο πλοýσιοι στο χωριü εßχαν απü πιο πριν το αποχωρητÞριο τους, το οποßο λÝγαμε καμπινÝ (Cabinet στα αγγλικÜ σημαßνει υπουργικü συμβοýλιο. Η γλþσσα παßζει καμιÜ φορÜ περßεργα παιχνßδια). Η λεκÜνη τους Þταν κανονικÞ, üχι τοýρκικη, σαν αυτÝς που εßχαν τα δημüσια ουρητÞρια στην ΙερÜπετρα κι οι τουαλÝτες του σχολεßου και το χÝσιμο σε αυτÞ Þταν ιδιαßτερα απολαυστικü. Το Þξερα απü προσωπικÞ πεßρα, χÝζοντας κÜπου-κÜπου στο σπßτι ενüς πλοýσιου φßλου μου. Ο ßδιος μÜλιστα το απολÜμβανε τüσο πολý, þστε διÜβαζε κι απü Ýνα "Μικρü ¹ρωα" κÜθε φορÜ που Ýχεζε.

     Χαρτß υγεßας δεν υπÞρχε κι αντß γι' αυτü χρησιμοποιοýσαμε συνÞθως εφημερßδα. Εφημερßδα βÝβαια Þταν αδιανüητο ν' αγορÜσει κανεßς, Þταν σπατÜλη, χþρια που δεν υπÞρχε πρακτορεßο στο χωριü. ΚÜπου το '70 Þταν που πρωτοÝφερε εφημερßδες η Αμαλßα, στο περßπτερο της. Οι χωριανοß διÜβαζαν εφημερßδα στο καφενεßο, τζÜμπα, πßνοντας τον καφÝ τους. Τα καφενεßα εßχαν κανονßσει με τους οδηγοýς Þ τους εισπρÜκτορες των λεωφορεßων και τους την Ýφερναν. Ο πατÝρας μου, üπως και πολλοß Üλλοι φαντÜζομαι, αγüραζε παλιÝς εφημερßδες απü το πρακτορεßο στην ΙερÜπετρα, πÜμφθηνες. ΑυτÝς χρησιμοποιοýσαμε για χαρτß υγεßας. Ο πατÝρας μου μÜλιστα τüσο τις εßχε συνηθßσει, που δυσκολευüταν να χρησιμοποιÞσει το χαρτß υγεßας, üταν τον φιλοξενοýσα στην ΑθÞνα. Του το ξÝκοψα üμως κι Ýτσι το πÞρε απüφαση. ΠαρολαυτÜ στο χωριü, κÜθε φορÜ που κατÝβαινα στην ΚρÞτη, δßπλα στη λεκÜνη, σ' Ýνα καρφß στον τοßχο, Ýβρισκα περασμÝνα τετρÜγωνα κομμÜτια χαρτß, κομμÝνα με επιμÝλεια απü την "Δεßνα" εφημερßδα, παλιÜ φýλλα της οποßας Ýπαιρνε τζÜμπα απü το καφενεßο üπου σýχναζε.

     Το πüσο πολýτιμο και σπÜνιο Þταν το χαρτß φαßνεται και απü το παρακÜτω ανÝκδοτο, ßσως κρýο για üποιον δεν Ýχει σχετικÝς εμπειρßες:

     ΚÜποιος Ýχει δυσκοιλιüτητα και πηγαßνει στο γιατρü. Αυτüς του κατεβÜζει το παντελüνι, του σκαλßζει με κÜτι εργαλεßα τον πισινü και μετÜ τον βÜζει στη λεκÜνη, üπου αυτüς χÝζει χωρßς καμιÜ δυσκολßα. ΜετÜ απü μια εβδομÜδα, να σου τον πÜλι με το ßδιο πρüβλημα. Η ßδια διαδικασßα. Την Üλλη εβδομÜδα, ξανÜ τα ßδια. Και την παρÜλλη ξανÜ. Στο τÝλος του λÝει απηυδισμÝνος ο γιατρüς:
 -"Κοßταξε να δεις, η τελευταßα φορÜ που σε φτιÜχνω. Και το νου σου, κακομοßρη μου, να μην ξανασκουπιστεßς με τσιμεντοσακοýλα!".

     Κι üταν μας ερχüταν να χÝσουμε ενþ βρισκüμασταν Ýξω, στα χωρÜφια, τüτε τι γινüταν; Το πρþτο πρÜγμα που κοιτÜζαμε Þταν να βροýμε Ýνα απüμερο μÝρος, συνÞθως πßσω απü Ýνα δÝνδρο, για να μη μας δει κανÝνα μÜτι. Αφοý βεβαιωνüμασταν πως δεν περνοýσε κανεßς απü κανÝνα κοντινü μονοπÜτι, κατεβÜζαμε τα βρακιÜ μας. Για το σκοýπισμα, μη Ýχοντας χαρτß μαζß μας, χρησιμοποιοýσαμε ακüμη πιο πρωτüγονα μÝσα, üπως γρασßδι Þ το καλοκαßρι, χαλßκια. ¸χω πÜντα την υποψßα üτι οι ραγÜδες απü τις οποßες υποφÝρω οφεßλονται σε τÝτοιου εßδους σκουπßσματα. ΠÜντως ακüμη Ýχουμε να λÝμε για την ομορφιÜ που Ýχει το υπαßθριο χÝσιμο, üπως και το υπαßθριο κατοýρημα. Μια απü τις πιο ωραßες παιδικÝς μου αναμνÞσεις, εßναι το χÝσιμο που κÜναμε μÝσα σ' Ýνα αμπÝλι, δßπλα στο δρüμο ΚÜτω Χωριοý-ΠισκοπÞς. Καθüμασταν και χÝζαμε, ενþ ταυτüχρονα τσιμπολογοýσαμε απü την μπροστινÞ κουρμοýλα. ¼ταν τελειþναμε, σκουπιζüμασταν με αμπελüφυλλα.

     ¼μως και παρÜ την αποφυγÞ των εξüδων μιας κανονικÞς οικοδομικÞς Üδειας για την κατασκευÞ αποχωρητηρßου, το κüστος Þταν αρκετÜ υψηλü για τα φτωχÜ βαλÜντια των αγροτþν κι Ýτσι το αποχωρητÞριο δεν διÝθετε παρÜ μüνο τη λεκÜνη. ΝιπτÞρας δεν υπÞρχε. Το πλýσιμο και το ξýρισμα γινüταν στον νεροχýτη της κουζßνας. Το νερü χυνüταν απü την «βρýση», που Ýφτιαχναν οι τενεκετζÞδες.

     Να πως την περιγρÜφει η ΝατÜσα ΚεσμÝτη στο ßδιο διÞγημα που απüσπασμα του παραθÝσαμε πιο πριν:

   «...Þταν Ýνα μικρü μπλε ντεποζιτÜκι, σαν Ýνας μικρüς κýλινδρος κομμÝνος στο μÜκρος, με την πßσω πλευρÜ επßπεδη και τη μπρος τουρλωτÞ και χαμηλÜ Ýνα μικρü φουσκωτü κßτρινο βρυσÜκι, που το 'χαμε κρεμασμÝνο στο νεροχýτη κι Ýχυνε Ýνα μßζερο νερü απ' την κανουλßτσα που üλο λασκÜριζε...»

     Το μπÜνιο γινüταν πολý σπÜνια, μÝσα στην σκÜφη που χρησßμευε για το πλýσιμο των ροýχων, με ζεστü νερü που Ýβραζε στην παραστιÜ. Πιο συχνü Þταν το λοýσιμο, πÜλι μÝσα στη σκÜφη, συνÞθως το Σαββατüβραδο. Εμεßς τα παιδιÜ καθüμασταν σε Ýνα σκαμνÜκι, με το κορμß λυγισμÝνο προς τη σκÜφη και πßσω η μητÝρα μας Ýχυνε νερü στο κεφÜλι μας και το σαποýνιζε. Το λοýσιμο αυτü Þταν ιδιαßτερα επþδυνο γιατß Þ γαργαλιüμασταν απü το χÝρι της που προσπαθοýσε να μας πλýνει το λαιμü Þ γιατß Ýμπαιναν σαπουνüνερα στα μÜτια μας και μας Ýτσουζαν.
     ΠαλιÜ σπßτια, κυρßως γÝρων αγροτþν, εξακολουθοýν ακüμη και σÞμερα να μην Ýχουν μπανιÝρα Þ νιπτÞρα, ενþ στην καλýτερη περßπτωση υπÜρχει Ýνα ντους. Η αγροτικÞ σýνταξη των δþδεκα χιλιÜδων δραχμþν και το ελÜχιστο εισüδημα που θα τους αφÞσει ο σιμισÜτορας δεν φτÜνει για να καλýψει τÝτοιες ανÜγκες.

  1. ΑγροτικÝς Δραστηριüτητες

3.α. λιομÜζωμα

     Το κýριο χαρακτηριστικü των οικονομικþν δραστηριοτÞτων στο χωριü μου μετÜ τον πüλεμο του '40 και μÝχρι το 1990, Þταν το πÝρασμα απü οικονομßα της αυτοκατανÜλωσης σ' εμπορευματικÞ οικονομßα, συνοδευμÝνη απü ραγδαßα εκμηχÜνιση. Τα περισσüτερα χαρακτηριστικÜ αρκετþν οικονομικþν δραστηριοτÞτων στη διÜρκεια της πρþτης δεκαετßας εßχαν μεßνει αναλλοßωτα στη διÜρκεια αιþνων, αν üχι χιλιετηρßδων. Γι' αυτü το λüγο οι αλλαγÝς που συντελÝστηκαν στη 50ετßα αυτÞ Þταν ολüτελα δραματικÝς, πυκνÝς και Ýντονες και σαν τÝτοιες εßχαν Ýνα σημαντικü αντßκτυπο στις υπüλοιπες σφαßρες της ζωÞς του χωριοý. ¼μως τα πρÜγματα πρÝπει να τα πÜρουμε με τη σειρÜ.

     Το κýριο προúüν του χωριοý, üπως Üλλωστε και üλης της επαρχßας, εßναι το λÜδι. Οι ελιÝς, üπως λÝμε τα λιüδεντρα, ονοματßζοντÜς τα απü τον καρπü τους, απλþνονται σε üλο τον κÜμπο της ΙερÜπετρας και στις πλαγιÝς των βουνþν. ¼λα τα στÜδια της καλλιÝργειας της ελιÜς, της συλλογÞς του καρποý και της εξαγωγÞς του λαδιοý, Ýχουν υποστεß σημαντικÝς αλλαγÝς μÝσα σ' αυτÞ την 50ετßα. Και πρþτα-πρþτα η καλλιÝργεια. ΞεκινÜ αμÝσως μετÜ τη συλλογÞ του καρποý, το χειμþνα. Τüτε γßνεται το üργωμα, αφοý σκορπιστεß στην επιφÜνεια του εδÜφους το λßπασμα. ΜÝχρι και τα τÝλη του περασμÝνου αιþνα, οι γεωργοß σπανßως Ýβαζαν στα

λιοχþραφα κοπριÜ. Η κοπριÜ Þταν λßγη, και Þταν προτιμüτερο να χρησιμοποιηθεß στα κηπευτικÜ. Για ν' αυξÞσουν την παραγωγÞ Ýκαναν τις λεγüμενες καλουργιÝς. Οι καλουργιÝς Þταν απανωτÜ ζευγαρßσματα, χωρßς σπορÜ. Γßνονταν περßπου πÝντε, Ýνα κÜθε μÞνα, ξεκινþντας τον ΓενÜρη. ΛÝγανε μÜλιστα και τη χαρακτηριστικÞ παροιμßα:

       «του ΓενÜρη η καλουργιÜ, παρÜ λßγο κοπριδιÜ»

για να δεßξουν πüση σημασßα εßχε αυτü το πρþτο üργωμα να γßνει τον κατÜλληλο μÞνα. ¼σο για την κοπριδιÜ, γινüταν ως εξÞς:

     Σκüρπιζαν κοπριÜ στο χωρÜφι, και στη συνÝχεια Ýσπερναν κουκιÜ. Το κουκß, σα ψυχανθÝς, γεμßζει το Ýδαφος με Üζωτο. Την επüμενη χρονιÜ, οτιδÞποτε και να 'σπερνε κανεßς, το χωρÜφι Þταν πολý εýφορο. Η κοπριÜ που Ýμενε, εμπλουτισμÝνη με το Üζωτο Þταν η κοπριδιÜ. Σαν υποκατÜστατο της κοπριÜς Ýκαναν και κÜτι Üλλο: ΜÜζευαν κλαδιÜ και θÜμνους απü τους γýρους (Üκρες) του χωραφιοý, τα σκüρπιζαν μÝσα στο χωρÜφι κι üταν ξεραßνονταν τα καßγανε και μετÜ üργωναν. Η στÜχτη Þτανε γεμÜτη θρεπτικÜ συστατικÜ.

     Στις αρχÝς του αιþνα Þρθαν τα αγκουανü, οι κουτσουλιÝς των πουλιþν απü τη ΧιλÞ. ΚανονικÜ λιπÜσματα Þρθαν γýρω στο 1920 περßπου, τα λιπÜσματα πετεινüς. Στα λιπÜσματα üμως αυτÜ η αναλογßα Þταν 3-15-15, δηλαδÞ 3 μÝρη Üζωτο, 15 μÝρη φþσφορος και 15 κÜλιο. ¹ταν Ýνα φτηνÜ παραγüμενο λßπασμα, καθþς μüνο το Üζωτο παραγüταν βιομηχανικÜ, ενþ το φþσφορο και το κÜλι Þταν ορυκτÜ, που πουλιüταν üμως ακριβÜ στους αγρüτες, χωρßς θεαματικÜ αποτελÝσματα, μια κι η ελιÜ χρειÜζεται τα στοιχεßα αυτÜ περßπου στην αντßστροφη σχÝση. ΤÝτοια λιπÜσματα Ýφερε μετÜ η ¼μπι, η οποßα εκτüπισε τα πετεινüς.

     Το üργωμα παλιÜ γινüταν με βüδια. Τα βüδια εßχαν το πλεονÝκτημα üτι στα γερÜματα τους τα σφÜζανε κι Ýτσι ο ιδιοκτÞτης τους εßχε Ýνα οικονομικü πλεονÝκτημα απü το κρÝας τους. Εκτüς απ' αυτü το πλεονÝκτημα που μου εßπε ο πατÝρας μου, υπÞρχαν κι Üλλα που τα βρÞκα, ενþ διüρθωνα το παρüν κεßμενο, σ' Ýναν καθ' üλα Ýγκυρο συγγραφÝα, τον Thomas More και συγκεκριμÝνα στην "Ουτοπßα" του. ΠαραθÝτω ολüκληρο το σχετικü απüσπασμα: (Εκδüσεις ΚÜλβος, σελ. 65):

   «Εßναι αλÞθεια πως δεν εßναι (τα βüδια) γρÞγορα üσο τ' Üλογα, μα οι ουτοπιανοß λÝνε πως εßναι ανθεκτικüτερα κι αρρωσταßνουν λιγüτερο. Εßναι ακüμη πιο ευκολομεταχεßριστα, δεν τρþνε τüσο πολý κι üταν πια δεν μποροýν να εργαστοýν, εßναι ακüμη χρÞσιμα σαν κρÝας».

     Εßχαν üμως και μειονεκτÞματα. ΕπειδÞ η οικονομßα Þταν, üπως θα λÝγαμε σÞμερα, Ýντασης εργασßας κι üχι Ýντασης κεφαλαßου, οι ιδιοκτÞτες τους αντß να τα ταÀζουν Üχυρα, που μüλις Ýφταναν για να ταÀσουν τα κατσικοπρüβατα και το γαúδοýρι τους, προτιμοýσαν να τα βüσκουν στα χωρÜφια, üπου υπÞρχε Üφθονο, δωρεÜν χορτÜρι. ¸πρεπε üμως να διαθÝτει Ýνα Üτομο το χρüνο του για να τα βλÝπει. Εξαιτßας ενüς τÝτοιου εßδους διατροφÞς υπÞρχε το Üλλο μειονÝκτημα: η κοπριÜ τους Þταν νερουλÞ κι ο στÜβλος γÝμιζε λÜσπες. Το τελευταßο μειονÝκτημα Þταν üτι κατÜ το üργωμα ο ιδιοκτÞτης Ýπρεπε να παßρνει μαζß και το γÜιδαρο, για να φορτþνει τα ζυγÜλετρα, το Üροτρο δηλαδÞ και το ζυγü.

     ΜετÜ την μικρασιατικÞ καταστροφÞ και την ανταλλαγÞ, οι πρüσφυγες Þρθαν στη νÝα τους πατρßδα κουβαλþντας μαζß τους και μουλÜρια. Το μουλÜρι, ως γνωστüν, εßναι προúüν διασταýρωσης αλüγου και γαúδÜρου, χωρßς το ßδιο να μπορεß ν' αναπαραχθεß. Τρþγανε κι αυτÜ πολý, δεν εßχαν üμως τα Üλλα μειονεκτÞματα του βοδιοý. ΑυτÜ üργωναν, αυτÜ κουβαλοýσαν και τα ζυγÜλετρα. ¸τσι σýντομα εκτüπισαν τα βüδια. ΚÜποιοι πολý πλοýσιοι εßχαν κι Üλογα, που βÝβαια, τα παλιüτερα χρüνια, τα εßχαν μüνο για να τα καβαλÜνε. ¼μως και το Üλογο παρουσßαζε μειονεκτÞματα. Εßχε βÝβαια φοβερÞ δýναμη, που την αντλοýσε τρþγοντας πολý. Απü την Üλλη πÜλι Þταν ευαßσθητο στο κρýο. ΚατÜ τ' üργωμα, üταν Ýκαναν διÜλειμμα, Ýπρεπε να το σκεπÜζουν και να το βÜζουν σε απÜνεμο μÝρος. ΤÝλος Þταν επικßνδυνο. ¼ταν αγρßευε, ο ιδιοκτÞτης του κινδýνευε να τραυματισθεß σοβαρÜ.

     Τα βüδια σÝρνανε το ξýλινο, το Ησιþδιο αλÝτρι. Λßγο πριν εξαφανισθοýν τα βüδια, Ýκανε την εμφÜνιση του το πρþτο σιδερÝνιο αλÝτρι. ¼μως Þταν φοβερÜ κουραστικü, και γι' αυτü Üργησε να εκτοπßσει το ξýλινο αλÝτρι, αφοý το πρüφτασα κι εγþ. ¸νας χωριανüς μου, απü τους πρþτους που αγüρασαν σιδερÝνιο αλÝτρι, δεν το Üντεξε οýτε μια βδομÜδα και το ποýλησε στον πατÝρα μου. ΠÝρα απü το βÜρος, το σιδερÝνιο αλÝτρι εßχε κι εντελþς αντßθετη τεχνικÞ κι αυτÞ μÜλλον Þταν που το 'κανε πιο κουραστικü. Το ξýλινο αλÝτρι Ýπρεπε να το πιÝζεις στις λαβÝς προς τα κÜτω, ενþ στο σιδερÝνιο αντßθετα Ýπρεπε ν' ανασηκþνεις τις λαβÝς προς τα πÜνω, þστε η μýτη του να χþνεται μÝσα στο χþμα. Ο πατÝρας μου χρησιμοποιοýσε σιδερÝνιο αλÝτρι, αφοý του εßχε πÜρει τον αÝρα απü την αρχÞ. Το τελευταßο που εßχαμε, βρßσκεται ακüμη εγκαταλειμμÝνο δßπλα σε μια πορτοκαλιÜ, στο περιβüλι μας, περιμÝνοντας ßσως κÜποιο μουσεßο να το υποδεχτεß.

     Η ελκτικÞ δýναμη ενüς γαúδÜρου, τον μüνο που διÝθεταν πÜντα οι φτωχοß χωρικοß, εßναι πολý μικρÞ και ζευγÜρι, δηλαδÞ üργωμα, μüνο μ' Ýνα γÜιδαρο εßναι αμφßβολης αποτελεσματικüτητας, Üσε που μπορεß να το ξεκÜνει το ζþο. ¸τσι οι χωρικοß κÜνανε συνÞθως üργωμα με δýο γαúδÜρους, με δανεικοýς, δηλαδÞ δÜνειζαν ο Ýνας στον Üλλο τον γαúδαρü τους. Αυτüς που δÜνειζε, φρüντιζε κεßνες τις μÝρες ν' ασχολεßται με εργασßες που ο γÜιδαρος Þταν περιττüς Þ βρισκüταν σε αναγκαστικÞ αργßα. Τα 30 μüλις στρÝμματα, που διÝθετε κατÜ μÝσον üρο Ýνας φτωχüς χωρικüς, επιτρÝπανε πολλÝς τÝτοιες αργßες. Ο üρος ζευγÜρι  αποτελοýσε μονÜδα μÝτρησης ενüς χωραφιοý. Ακüμη και σÞμερα οι χωριανοß λÝνε στην κουβÝντα τους üτι το τÜδε χωρÜφι εßναι τüσων ζευγαριþν κι εννοοýν μ' αυτü üτι για το üργωμα του χρειÜζονται τüσες μÝρες. Ενüς αργατοý χωρÜφι αντßστοιχα, συνÞθως αμπελοχþραφο, που δεν μπορεß να οργωθεß, εßναι το χωρÜφι που για να το σκÜψει Ýνας εργÜτης χρειÜζεται μια μÝρα. Εßναι üντως περßεργη αυτÞ η μÝτρηση του χþρου με το χρüνο. Στις αγοραπωλησßες ο μεσßτης Þ ο πωλητÞς περιÝγραφε το χωρÜφι σαν τüσων ζευγαριþν Þ τüσων αργατþν κι Ýτσι ο υποψÞφιος αγοραστÞς Ýπαιρνε μιαν ιδÝα για την Ýκταση του. ΠÞγαινε στη συνÝχεια και το 'βλεπε κι η αγοραπωλησßα γινüταν στη βÜση αυτÞς της οπτικÞς εντýπωσης. Στα συμβüλαια βÝβαια Ýγραφαν κατÜ προσÝγγιση την Ýκταση του σε στρÝμματα, συνÞθως μικρüτερη απü την πραγματικÞ για να πληρþσουν μικρü φüρο, üμως κανÝνα χωρÜφι, τουλÜχιστον μÝχρι πρüσφατα, δεν πουλιüταν με το στρÝμμα, αλλÜ με βÜση αυτÞ την συνολικÞ οπτικÞ εντýπωση και τη διαβεβαßωση του πωλητÞ για το πüσων ζευγαριþν Þταν το χωρÜφι. Ο αγοραστÞς υπολüγιζε βÝβαια και το πüσες ρßζες, λιüδεντρα δηλαδÞ, υπÞρχαν, üμως κι εδþ η αποτßμηση γινüταν στη βÜση της οπτικÞς εντýπωσης, αφοý Üλλα λιüδεντρα Þταν μεγÜλα κι Üλλα μικρÜ κι η παραγωγÞ κÜθε λιüδενδρου μüνο κατÜ προσÝγγιση μποροýσε να υπολογισθεß. ΚαλÜ χωρÜφια εßναι αυτÜ που δεν ξεκαýγουν, που διατηροýν δηλαδÞ αρκετÜ την υγρασßα τους þστε οι ελιÝς να μη στρουφßξουν. Και φυσικÜ αυτÜ που βρßσκονται στον κÜμπο, σε σýγκριση με αυτÜ που βρßσκονται στις βουνοπλαγιÝς, εßναι πιο εýφορα κι επß πλÝον πιο βολικÜ στο üργωμα και στο μÜζεμα. ΣυχνÜ τα χωρÜφια που τα σπÝρνανε, τ' αποτιμοýσαν σαν τüσα αξÜι σπüρο Þ τüσα μουζοýρια σπüρο. Το αξÜι  Þταν σαν μικρÞ ψωμιÝρα, στρογγυλÞ, στο μÝγεθος της παλÜμης. Το μουζοýρι  Þταν μονÜδα üγκου.

     Με το πÝρασμα στην εμπορευματοποßηση της οικονομßας, πολλοß χωρικοß Üρχισαν να καταφεýγουν στους ζευγÜδες, που αναλÜμβαναν με αμοιβÞ, το üργωμα. ¹δη απü πριν οι πλοýσιοι χωρικοß που διÝθεταν οι ßδιοι μουλÜρια, μßσθωναν κÜποιον δυνατü κι επιδÝξιο χωρικü για να τους οργþσει τα χωρÜφια, πληρþνοντας τον βÝβαια λιγüτερο απ' ü,τι Ýναν επαγγελματßα ζευγÜ, μια και δε διÝθετε παρÜ μüνο τον κüπο του. ¼ταν Þρθαν τα τρακτÝρ η τÜση αυτÞ γενικεýθηκε, μια κι η προσφυγÞ στις υπηρεσßες του επαγγελματßα ζευγÜ Þταν απεßρως πιο συμφερτικÞ. Οι πολý πλοýσιοι βÝβαια, που διÝθεταν πολλÜ στρÝμματα, Ýβρισκαν πολý πρüσφορη επÝνδυση την αγορÜ ενüς τρακτÝρ. Οι λιγüτερο πλοýσιοι αγüρασαν σκαφτικÜ, πιο προσιτÜ στο βαλÜντιο τους, αλλÜ φυσικÜ με μικρüτερη απüδοση κι απü Üποψη χρüνου κι απü Üποψη ποιüτητας. Στα σκαφτικÜ αυτÜ πρüσδεναν μια καρüτσα, αποκτþντας Ýτσι ταυτüχρονα και μεταφορικü μÝσο, που φüρτωναν τþρα πολý περισσüτερα πρÜγματα απ' ü,τι στο γαúδουρÜκι, που μÝχρι σχεδüν το τÝλος της 10ετßας του '60 Þταν το κυρßαρχο μεταφορικü μÝσο για τις αγροτικÝς εργασßες. Απü την Üποψη της ταχýτητας üμως, δεν πÞγαιναν και πολý πιο γρÞγορα. ΜετÜ το '70 οι πιο πλοýσιοι χωρικοß κι πιο ýστερα κι οι λιγüτερο πλοýσιοι, αγüρασαν αγροτικÜ αυτοκßνητα, αυτÜ με τη ξÝσκεπη καρüτσα. ΠÜντως το τι μεταφορικü μÝσο διαθÝτει σÞμερα ο αγρüτης δεν εßναι μüνο συνÜρτηση της οικονομικÞς του ευρωστßας, αλλÜ κυρßως της ηλικßας του. ¼λοι οι νÝοι αγρüτες διαθÝτουν σÞμερα αγροτικü αυτοκßνητο. Οι μεγαλýτεροι στην ηλικßα αγρüτες επιμÝνουν στο σκαφτικü τους κι οι ακüμα πιο μεγÜλοι στα γαúδουρÜκια τους, αναλογιζüμενοι με δÝος κι οι μεν κι οι δε, την περιπÝτεια εκμÜθησης οδÞγησης. ¸νας παπÜς απü Ýνα γειτονικü χωριü, που Ýμαθε οδÞγηση στα γερÜματα, το αμÜξι που αγüρασε για τις αγροτικÝς του εργασßες, του βγÞκε λÝει κουτουλιÜρικο.

     ΜετÜ το üργωμα, η αμÝσως επüμενη φροντßδα που χρειÜζεται το λιüδεντρο εßναι το κλÜδεμα. Κι εδþ εßχαμε εξελßξεις. ΜÝχρι και τις αρχÝς του αιþνα, τις ελιÝς δεν τις κλαδεýανε. Το πολý να κÜνανε ξεκλÜδισμα, που θα ποýμε παρακÜτω. Τüτε Þταν που η ελληνικÞ κυβÝρνηση μετακÜλεσε ιταλοýς κλαδευτÝς για να διδÜξουν στους ¸λληνες αγρüτες την τÝχνη. ¹ρθανε κÜμποσες φορÝς. Η πρþτη Þταν γýρω στο 1910. Η δεýτερη κÜπου το 1918, οπüτε μαθÞτευσε κι ο πατÝρας μου. Οι μαθητευüμενοι πληρþνονταν τüτε 50 δραχμÝς μεροκÜματο. Τις επüμενες φορÝς που Þρθαν ο πατÝρας μου δεν τις θυμÜται, αφοý εßχε μÜθει Þδη την τÝχνη. Χρησιμοποιþντας την αργüτερα, Ýβγαζε κÜποια μεροκÜματα σ' εποχÞ που το χρÞμα σπÜνιζε. Το κλÜδεμα που τους δßδαξαν χαρακτηρßζεται σÞμερα ελαφρý. ¸τσι και πÜλι τα λιüδεντρα γßνονταν χρüνο με το χρüνο τερÜστια, και το ρÜβδισμÜ τους, κατÜ το λιομÜζωμα, γινüταν üλο και πιο δýσκολο και επικßνδυνο. ¸να πÝσιμο απü την κορυφÞ ενüς τÝτοιου δÝντρου μποροýσε να αποβεß μοιραßο, γι' αυτü το ρÜβδισμÜ Ýπρεπε να γßνεται με μεγÜλη προσοχÞ.
     Απü το ελαφρý κλÜδεμα πÝρασαν, μετÜ το '70, στο βαρý κλÜδεμα, που 'κανε τα δÝντρα να φαßνονται σαν ομπρÝλες, κονταßνοντας τις κορφÝς. ¼μως δεν Þταν τüσο ο κßνδυνος που επισημÜναμε παραπÜνω αυτü που οδÞγησε σε αυτÞ τη μεταστροφÞ, üσο η διαπßστωση πως το βαρý κλÜδεμα μακροπρüθεσμα Ýκανε το λιüδεντρο πιο καρποφüρο, καθþς ανανεþνονταν τα κλαδιÜ του και μεßωνε τη διαφορÜ στην απüδοση ανÜμεσα στην χρονιÜ που εßχε βεντÝμα  και στην επüμενη που δεν εßχε. ΕπιπλÝον η συλλογÞ του καρποý με τα νÝα ραβδιστικÜ μηχανÞματα Þταν πιο εýκολη κι αποδοτικÞ. Το κλÜδεμα και το ξεκλÜδισμα γινüταν απü αρχαιοτÜτων χρüνων, üπως φαßνεται, με μπαλταδÜκι και με σÜρακα (πριüνι). Με την εκμηχÜνιση της γεωργßας, που Üρχισε να προχωρεß ακατÜσχετα μετÜ το '70, Ýκαναν την εμφÜνιση τους και τ' αλυσοπρßονα, που, βενζινοκßνητα καθþς Þταν, συντüμευαν φοβερÜ το χρüνο του κλαδÝματος ευνοþντας επßσης το βαρý κλÜδεμα, μια και το κüψιμο των χοντρþν κλþνων με το κλασικü μπαλταδÜκι Þταν αρκετÜ επßπονη διαδικασßα.

     ΜετÜ το κλÜδεμα, κανÝνα μÞνα αργüτερα, πριν την ανθοφορßα, γßνεται το ξεκλÜδισμα. Το ξεκλÜδισμα εßναι το κüψιμο των μικρþν κλαδιþν, þστε ν' αραιþνουν τα κλωνÜρια για να αερßζονται, να λιÜζονται καλýτερα και για να διευκολυνθεß αργüτερα το λιομÜζωμα. ΜετÜ το ξεκλÜδισμα, η αμÝσως επüμενη φροντßδα που χρειÜζεται το λιüδεντρο, κατÜ το καλοκαßρι, εßναι το ψÝκασμα. ΠαλιÜ Þταν επßπονη κι επικßνδυνη εργασßα, που γινüταν με τη ψεκαστÞρα στον þμο. Απü τα τÝλη της 10ετßας του '60 üμως Üρχισαν να χρησιμοποιοýνται ψεκαστικÜ αεροπλÜνα που αλÜφρωναν πολý τους αγρüτες, αλλÜ με απρüβλεπτες ακüμη περιβαλλοντικÝς καταστροφÝς, üπως υποστηρßζουν οι οικολüγοι, που Ýχουν αναλÜβει εκστρατεßα για κατÜργηση των αεροψεκασμþν. Για πληρωμÞ χρησιμοποιοýνταν τα Ýσοδα απü την πυρÞνα (το υπüλοιπο του καρποý μετÜ την εξαγωγÞ του λαδιοý) κι η επιβÜρυνση υπολογιζüταν κατÜ κιλü παραγωμÝνου λαδιοý. ¹δη απü το 1991, με εντολÞ της ΟΝΕ καταργÞθηκαν οι αεροψεκασμοß και το ψÝκασμα γßνεται απü ειδικÜ συνεργεßα, πÜλι με τις ψεκαστÞρες στον þμο.

     Το μεγαλýτερο κüστος στην ελαιοπαραγωγÞ εßναι το λιομÜζωμα. Αυτü αρχßζει κατÜ τα μÝσα του Νοεμβρßου απü τις λιγαρÝς, τα λιüδεντρα δηλαδÞ που Ýχουν λßγες ελιÝς. ΑυτÝς, σαν λßγες που εßναι, ωριμÜζουν γρÞγορα και πρÝπει να μαζευτοýν Ýγκαιρα πριν πÝσουν κÜτω. Οι φορτωμÝνες  μποροýν να περιμÝνουν, μια κι οι ελιÝς τους εßναι ακüμη Üγουρες, με το χαρακτηριστικü πρÜσινο χρþμα.

    Μια τυπικÞ μÝρα λιομαζþματος, απ' αυτÝς που 'ζησα μικρü παιδß, εßναι η παρακÜτω:

     ΞεκινÜμε πρωß πρωß με τους γονεßς μου για το χωρÜφι, Ýχοντας το γÜιδαρο φορτωμÝνο με τις ανÜπλες και τα πανιÜ, δηλαδÞ Üσπρα σεντüνια, το σκαμνß, αν πηγαßνουμε για πρþτη φορÜ σ' αυτü το χωρÜφι, κÜμποσους φÜρδους, σακιÜ δηλαδÞ, τις κατσοýνες (τα ραβδιÜ με το γαντζωτü Üκρο με τα οποßα ραβδßζουμε τις ελιÝς), το φαγητü και τα πιατικÜ με τα μαχαιροπÞρουνα σε μια τσÜντα, το λαÀνι γεμÜτο νερü κι ßσως Ýνα παγοýρι κρασß. ΦτÜνουμε στο χωρÜφι, ξεφορτþνουμε και δÝνουμε το γÜιδαρο σε μιαν Üκρη να τρþει, αφοý του βγÜλουμε το σωμÜρι. Εßναι δεμÝνος με αλυσßδα, στην Üκρη της οποßας εßναι το τζÝνιο, Ýνα χοντρü μεταλλικü παλοýκι καρφωμÝνο στο χþμα. Στη συνÝχεια στρþνουμε τις ανÜπλες κÜτω απü Ýνα δÝντρο. Ο πατÝρας μου σκαρφαλþνει πÜνω στο δÝντρο κι η μητÝρα μου ανεβαßνει πÜνω στο σκαμνß, -Ýνα τρßποδο. Εγþ θα ραβδßσω απü χÜμω, τα χαμηλÜ κλαδιÜ. Εýκολη δουλειÜ για μÝνα. Κι üμως θÝλει τÝχνη! Ο πατÝρας μου üταν κατÝβει απü το δÝντρο θα μου βÜλει τις φωνÝς, γιατß, καθþς χτυπþ κατÜμουτρα τα κλαδιÜ, σπÜζουν Ýνα σωρü μÜτια, τρυφερÜ ακρüκλαδα που του χρüνου θα 'ταν γεμÜτα ελιÝς. Η τÝχνη εßναι, με το αριστερü χÝρι ν' αναμερßζεις τα κλαδιÜ και να χτυπÜς με το δεξß στο πλÜι, σαν να χτενßζεις.

     Με το ελαφρý κλÜδεμα που Ýχει κÜνει ο πατÝρας μου, το δÝντρο εßναι πυκνü, κÜποιο κλαδß δεν το φτÜνει, και θα χρησιμοποιÞσει το γÜντζο της κατσοýνας για να το τραβÞξει κοντÜ του, θα το συγκρατÞσει με το αριστερü χÝρι και θα το ραβδßσει. ¼μως και πÜλι κÜποια κλαδιÜ δεν τα φτÜνει, οýτε αυτüς οýτε η μητÝρα μου απü το σκαμνß. Τüτε θα κατÝβει η μητÝρα μου και θα πιÜσει την τÝμπλα, Ýνα πολý μακρý ραβδß, χωρßς γÜντζο, που συνÞθως φτÜνει και το πιο ψηλü κλαδß, και θα το ραβδßσει. ¹μουν πολý μικρüς üταν την εγκαταλεßψαμε τη τÝμπλα. Στο εξÞς, üποιο κλαδß δεν φτÜνεται, κüβεται με το μπαλταδÜκι. Αργüτερα κüβεται üχι μüνο αυτü που δεν φτÜνεται αλλÜ κι αυτü που στο κλÜδεμα θα κοβüταν Ýτσι κι αλλιþς. Μ' αυτüν τον τρüπο Ýνα μÝρος του κλαδÝματος γßνεται Þδη κατÜ το λιομÜζωμα. Τα κομμÝνα κλαδιÜ τα ραβδßζω συνÞθως εγþ απü χÜμω, πρÜγμα που εßναι πανεýκολο και μπορþ εδþ να σπÜζω üσα μÜτια θÝλω.

     Στις 12 η þρα ακοýμε τη σειρÞνα του Μßνως, ενüς εργοστασßου στην ΙερÜπετρα, που σημαßνει το μεσημεριανü διÜλειμμα για τους εργÜτες. Ο Μßνως λÝγεται πως προπολεμικÜ Þταν το μεγαλýτερο εργοστÜσιο των Βαλκανßων κι Ýβγαζε διÜφορα προúüντα, που εßχαν κυρßως σχÝση με το λÜδι, üπως πυρηνÝλαιο και σαποýνι, αλλÜ και ζυμαρικÜ, τþρα üμως περιορßζεται στην κατεργασßα της πυρÞνας. ΚÜνουμε κι εμεßς διÜλειμμα για το μεσημεριανü μας φαγητü.

     Το φαγητü το Ýχει μαγειρÝψει η μητÝρα μου το πρωß. ΣυνÞθως εßναι κÜτι κοκκινιστü, της κατσαρüλας Þ üσπρια. Παßρνουμε μαζß μας επßσης σαρδÝλες και φρßσες (ρÝγγες), που τις ψÞνουμε ανÜβοντας μιαν αχιμÜδα (θυμÜρι). ¾στερα βÝβαια πßνουμε συνÝχεια νερü και τρþμε μανταρßνια, για να μας φýγει η δßψα. ΜετÜ το φαγητü συνεχßζουμε τη δουλειÜ. Αν μας πιÜσει βροχÞ, ρßχνουμε μια ανÜπλα πÜνω στο σκαμνß και μπαßνουμε απü κÜτω. Τα φýλλα της ελιÜς εßναι πολý αραιÜ για να μας προφυλÜξουν. ¸χουμε και την ομπρÝλα. Αν πÝσει αρκετÞ βροχÞ εßναι αδýνατο να συνεχßσουμε, γιατß κÜνουμε ζημιÜ στα μουρÝλα αν τα ραβδßσουμε βρεγμÝνα. Αν üμως φυσÜει λßγο αερÜκι, μποροýμε να ελπßσουμε πως θα στεγνþσουν σýντομα για να συνεχßσουμε, εφüσον βÝβαια σταματÞσει η βροχÞ.
     Καθþς δεν Ýχουμε ρολüι, υπολογßζουμε με τον Þλιο πüτε πρÝπει να σκολÜσουμε, για να μη νυχτωθοýμε στο δρüμο. ΚÜποτε ρισκÜρουμε λßγο, προκειμÝνου ν' αποραβδßσουμε Ýνα μουρÝλο, να τελειþσουμε δηλαδÞ το ρÜβδισμÜ του Þ να τελειþσουμε το λßχνισμα. ¼ταν τελειþσουμε τη μια πλευρÜ ενüς μουρÝλου, εγþ κι η μητÝρα μου γυρßζουμε τα πανιÜ, δηλαδÞ τα μαζεýουμε απü τη ραβδισμÝνη πλευρÜ και τα στρþνουμε σε αρÜβδιστη. ΠοτÝ δεν Ýχουμε αρκετÜ πανιÜ για να στρþσουμε ολüκληρο το μουρÝλο. Δεν εßναι μüνο το κüστος, εßναι και το βÜρος για τον γÜιδαρο.
     Οι ελιÝς, καθþς μαζεýουμε το Ýνα πανß, χýνονται στο διπλανü, συνÞθως σ' Ýνα απ' αυτÜ που εßναι στη ρßζα. Σ' αυτü συγκεντρþνουμε τις ελιÝς κι απü τα υπüλοιπα πανιÜ üταν τελειþσουμε το ρÜβδισμα. ΚατÜ το σÜκιασμα φροντßζουμε να βγÜλουμε τα μÜτια, πρÜγμα που θα μας διευκολýνει αργüτερα στο λßχνισμα. Αυτü εßναι το ξεφýλλισμα. Τα σακιÜ τα γεμßζουμε μÝχρι τη μÝση, για να τα μεταφÝρουμε πιο εýκολα στον τüπο του λιχνßσματος. ¼ταν εßναι Üδεια τα χρησιμοποιοýμε και στο στρþσιμο, εκεß που ενþνονται τα πανιÜ με τη ρßζα, και που üλο και κÜποιο κενü θα Üφηναν Þ για να σκεπÜσουμε κÜποιες κουφÜλες  του κορμοý, μην πÝσουνε μÝσα ελιÝς και τις χÜσουμε. Ενþ ο πατÝρας μου σακιÜζει, εγþ με τη μητÝρα μου μαζεýουμε τις ελιÝς που Ýχουν πÝσει κατÜ το ρÜβδισμα Ýξω απü τα πανιÜ, κÜτω στο Ýδαφος.

     Για να εßναι καλü το λßχνισμα, το μÝρος üπου γßνεται πρÝπει να εßναι ξÜγναντο, þστε να φυσÜ αÝρας και να βρßσκεται κοντÜ στο δρüμο. Αφοý συγκεντρþσουμε εκεß τα σακιÜ, απλþ¬νουμε κÜτω μιαν ανÜπλα Þ Ýνα πανß, και τις ρßχνουμε με κουβÜ λßγες-λßγες, απü ψηλÜ. Ο αÝρας που φυσÜ, παρασýρει τα φýλλα, ενþ οι ελιÝς, σαν πιο βαριÝς, πÝφτουν ακριβþς απü κÜτω. Αν ο αÝρας δεν φυσÜ δυνατÜ, πρÜγμα που συμβαßνει συχνÜ, ανεβαßνουμε πÜνω σε σκαμνß. Αν δεν φυσÜ καθüλου, τüτε αναγκαστικÜ θα περιμÝνουμε Üλλη μÝρα, μÝχρι να φυσÞξει οýριος Üνεμος. Παλιüτερα Ýκαναν και τον λεγüμενο ποταμü, που εγþ δεν τον πρüφτασα. Προφανþς εγκαταλεßφθηκε γιατß Þταν κουραστικüς. Στρþναν μια σειρÜ πανιÜ. Απü την μιαν Üκρη πετοýσαν τις ελιÝς στην Üλλη. Τα φýλλα, σαν πιο ελαφρÜ, δεν Ýφταναν οýτε στη μÝση. ¸τσι ξεχþρισαν τις ελιÝς απü τα φýλλα.

     Ενüσω οι γονεßς μου θα λιχνßζουν τις ελιÝς, εγþ θα κοπανßζω με την κατσοýνα πÜνω σε Ýνα πανß τα μÜτια. Οι ελιÝς θα κατακÜτσουν κι εγþ θα παραμερßσω με προσοχÞ απü πÜνω τους τα μÜτια, που δεν θα περιÝχουν πια παρÜ ελÜχιστες ελιÝς. Στη συνÝχεια θα τα βÜλω σε σακß, για να τα κουβαλÞσουμε σπßτι, να τα δþσουμε στην κατσßκα μας. Αποφεýγουμε να την φÝρνουμε μαζß μας γιατß εßναι φασαρßα κι ο καιρüς εßναι συνÞθως κρýος. Τα υπüλοιπα μÜτια θα τα δþσω του γαúδÜρου. ΜετÜ θα βÜλω τις ελιÝς που μÜζεψα απü τα μÜτια σε κουβÜ να τις δþσω του πατÝρα μου να τις λιχνßσει.

     Αφοý τελειþσει το λßχνισμα, ο πατÝρας μου θα σακιÜσει τις ελιÝς, με τα σακιÜ γεμÜτα μÝχρι πÜνω. Δυο σακιÜ θα τα πÜρουμε μαζß μας φεýγοντας απü το χωρÜφι. ΦÝρνουμε τον γÜιδαρο για να τον φορτþσουμε. Του ρßχνουμε λßγα μÜτια μπροστÜ του, þστε να εßναι απασχολημÝνος με το φαÀ και να μην κινεßται κι αρχßζουμε το φüρτωμα. ΠιÜνουμε το Ýνα σακß, απü τη μια μεριÜ εγþ και απü την Üλλη ο πατÝρας μου και το φορτþνουμε. ΜετÜ βÜζει ο πατÝρας μου τη διχαλüβεργα (βÝργα με διχÜλι) κÜτω απü το σκοινß, για να συγκρατÞσει το σακß και να μη μπουμπουρßσει, να μη γεßρει δηλαδÞ στο πλÜι το σωμÜρι, πηγαßνουμε στην Üλλη μεριÜ, φορτþνουμε και το Üλλο σακß, με τη διχαλüβεργα σφηνωμÝνη ανÜμεσα στο σκοινß και το σακß.

     ΞεκινÜμε για το χωριü. Αν το Ýνα σακß Ýχει πιο λßγες ελιÝς, ο πατÝρας μου θα κρεμÜσει στη μεριÜ του το λαÀνι και την τσÜντα με τα πιατικÜ για να ισορροπÞσει το σωμÜρι. ¼μως τις περισσüτερες φορÝς το γομÜρι εßναι πλÞρες (δυο σακιÜ κÜνουν Ýνα γομÜρι, ενþ το Ýνα σακß λÝγεται μιγüμι), οπüτε τα υπüλοιπα πρÜγματα κατανÝμονται εκατÝρωθεν.

     Στο χωρÜφι θ' αφÞσουμε το σκαμνß, τα πανιÜ και τις κατσοýνες. Το σκαμνß θα το ρßξουμε κÜτω και τις κατσοýνες θα τις κρεμÜσουμε ανÜμεσα στα κλαδιÜ ενüς λιüδεντρου για να μη φαßνονται και μας τις κλÝψουν. Τα πανιÜ θα τα αφÞσουμε απλωμÝνα κÜτω απü Ýνα λιüδεντρο, αφοý θα Ýχουμε ραβδßσει λßγες ελιÝς. ¸τσι το μÜζεμα τους θα απαιτÞσει κÜποιο χρüνο, πρÜγμα που θα αποθαρρýνει κÜθε επßδοξο κλÝφτη. Στο χωρÜφι θα μεßνουν και κÜποια σακιÜ ελιÝς. ΑυτÝς θα τις κουβαλÞσει ο πατÝρας μου με τον γÜιδαρο μια βροχαδιÜ, δηλαδÞ μια βροχερÞ ημÝρα, κατÜ την οποßα το ρÜβδισμα θα εßναι αδýνατο. ¼χι βÝβαια αν βρÝχει ολημεριÜ. Μπορεß να βρÝχει μÝχρι το μεσημÝρι και τα μουρÝλα να εßναι τüσο βρεγμÝνα þστε να μη μποροýμε να τα ραβδßσουμε. ¸τσι εßναι ο μüνος τρüπος για να αξιοποιÞσει ο πατÝρας μου το απüγευμα. Και πρÝπει να το αξιοποιÞσει, γιατß οι ελιÝς πρÝπει να μαζευτοýν üσο το δυνατü πιο σýντομα. Αλλιþς υπÜρχει κßνδυνος να χαθοýν απü δυνατü αÝρα Þ ακüμη κι απü χαλÜζι, üπως Ýγινε πριν απü πÝντε χρüνια. Γι' αυτü, κατÜ την περßοδο του λιομαζþματος, οι ΚυριακÝς δεν εßναι αργßες. Οι μüνες αργßες που τηροýνται εßναι τα Χριστοýγεννα και τα Φþτα. ¼χι η πρωτοχρονιÜ.

     Στο χωριü θα φτÜσουμε το σοýρουπο, αν üχι τη νýχτα. Μια μακριÜ σειρÜ απü γαúδουρÜκια περπατÜνε κατÜ μÞκος του αμαξιτοý, προς το χωριü, συρρÝοντας απü üλους τους χωματüδρομους. Λßγο πριν τη μεσοχþρια εγþ με τη μητÝρα μου στρßβουμε αριστερÜ, στο μονοπÜτι προς τα περιβüλια, για το σπßτι μας. Ο πατÝρας μου θα συνεχßσει προς την Üλλη Üκρη του χωριοý, üπου βρßσκεται το εργοστÜσιο (ελαιοτριβεßο). Θα αδειÜσει τις ελιÝς στο καμαρÜκι μας (Ýνα μικρü δωματιÜκι), απü üπου θα τις πÜρουν οι εργÜτες του εργοστασßου üταν Ýρθει η σειρÜ μας ν' αλÝσουμε τις ελιÝς. Δεν πρÝπει να μεßνουν αλεστÝς πÜνω απü τρεις βδομÜδες γιατß χαλÜνε, και το λÜδι που βγÜζουν εßναι βαρý, πÜνω απü δυο οξÝα, ενþ θα πρÝπει να 'ναι λιγüτερο απü Ýνα, γραμμÝς üπως λÝμε. Αν μÜλιστα οι ελιÝς εßναι απü τον κÞπο, Ýνα χωρÜφι μας ποτιστικü, με πηγÜδι κι ανεμüμυλο, üπου βÜζουμε τα κηπευτικÜ, ο χρüνος αυτüς μειþνεται στη μια βδομÜδα. Οι ποτιστικÝς ελιÝς χαλοýν εýκολα.

     ¼ταν γυρßσει ο πατÝρας μου απü το εργοστÜσιο, θα ποτßσει το γÜιδαρο και θα του βÜλει να φÜει Üχυρα Þ μÜτια στη ματζαντοýρα του, ανακατεμÝνα με κοπανισμÝνα Þ κομματιασμÝνα χαροýπια, για να 'ναι πιο νüστιμα και το φαγητü πιο δυναμωτικü. Εντω μεταξý η μητÝρα μου θα φτιÜχνει το βραδινü φαγητü, αν δεν Ýχει περισσÝψει μεσημεριανü. Εγþ θα περιμÝνω καθισμÝνος δßπλα στο τζÜκι, με τη γÜτα.

     Μια τελευταßα δραστηριüτητα εßναι και το κüψιμο των κλαδιþν. ¼πως εßπαμε, üλο και πιο συχνÜ χρησιμοποιοýν κατÜ το ρÜβδισμα το μπαλταδÜκι Þ το αλυσοπρßονο, για να κüψουν δýσκολα κλαδιÜ, που ραβδßζονται μετÜ πιο εýκολα απü χÜμω, καθþς μÜλιστα θα κüβονταν που θα κüβονταν κατÜ το κλÜδεμα. ¼σα κλαδιÜ Ýχουν χοντρü κουτσοýρι, τους κüβουν τις φοýντες και το κουτσοýρι γßνεται καυσüξυλο. ¼ταν μαζεýεται και το τελευταßο λιüδεντρο κι υπÜρχει χρüνος, κÜποιος μαζεýει τα κλαδιÜ σε μικροýς σωροýς και τους βÜζει φωτιÜ, ενþ οι Üλλοι ασχολοýνται με το λßχνισμα, με το μÜζεμα των πραγμÜτων, κ.λπ. ΜεγÜλη εξοικονüμηση χρüνου εßναι να τελειþσουν üλοι ταυτüχρονα.

     Στην παραπÜνω εικüνα Ýχουν συντελεσθεß και Üλλες αλλαγÝς εκτüς απü αυτÝς που Þδη περιÝγραψα.

     ΠροπολεμικÜ, τα μουρÝλα στρþνονταν με τις ανÜπλες, που Þταν υφαντÝς στο αργαστÞρι, üπως λÝμε στην ΚρÞτη τον αργαλειü, με στημüνι απü λινÜρι κι υφÜδι απü μπαμπÜκι. ¼ταν φτιÜχτηκε ο συνεταιρισμüς, Ýφερνε τüπια Üσπρο ýφασμα, τα πανιÜ, τα οποßα αντικατÝστησαν τις ανÜπλες. ΑυτÜ τα πανιÜ εßναι που πρüλαβα εγþ. ΑνÜπλες üμως εξακολουθοýσαν να λÝνε τις λινÜτσες, Þ παλιÜ σχισμÝνα σακιÜ που τα Üνοιγαν, τα μπÜλωναν και τα χρησιμοποιοýσαν κατÜ το στρþσιμο. ΜεταπολεμικÜ χρησιμοποιÞθηκαν για στρþσιμο και κÜτι πανιÜ σαν αλεξßπτωτα, που περικýκλωναν το μουρÝλο. ΛÝνε μÜλιστα πως Þταν φθαρμÝνα αλεξßπτωτα. ¼πως και να 'ναι Þταν πολý ακριβÜ και μüνο δυο-τρεις πλοýσιοι στο χωριü τ' αγüρασαν. Εγþ δεν τα 'δα ποτÝ μου.

     Στις αρχÝς της δεκαετßας του '60 Ýκαναν την εμφÜνιση τους τα δßχτυα. ΑυτÜ τα δßχτυα χρησιμοποιοýνται μÝχρι σÞμερα. ΜοιÜζουν με τα ψαρÜδικα, μüνο που Ýχουν πολý μικρÝς τρýπες, για να μην περνÜνε οι ελιÝς ανÜμεσα. Εßναι πιο ελαφρÜ, πιο φθηνÜ, και πιο βολικÜ και γρÞγορα στο στρþσιμο. Επßσης πλÝνονται πιο εýκολα. Γιατß, πρÝπει να ποýμε, αφοý τελειþσει το λιομÜζωμα, πανιÜ, σακιÜ και δßχτυα πρÝπει να πλυθοýν, για να φýγουν τα λÜδια. Αλλιþς, αφενüς σαπßζουν πιο εýκολα κι αφετÝρου γßνονται γλυκü Ýδεσμα για τα ποντßκια.

     Γýρω στο '70 εμφανßστηκαν κÜτι ραβδιστÞρια σαν τσουγκρÜνες, με κοντü χÝρι, πλαστικÜ. ΕλÜχιστοι τα χρησιμοποßησαν, μεταξý των οποßων και εγþ, κουβαλþντας την νÝα τεχνολογßα κÜποια Χριστοýγεννα απü την ΑθÞνα. Εξακολουθþ να πιστεýω üτι Þταν τουλÜχιστον εξßσου αποτελεσματικÜ με την κατσοýνα, ιδιαßτερα στο ρÜβδισμα απü κÜτω, και το üτι δεν διαδüθηκαν το απÝδωσα στον Ýμφυτο συντηρητισμü των αγροτþν. Αυτüς ο συντηρητισμüς φÜνηκε εξÜλλου αρκετÜ καθαρÜ μετÜ την εισαγωγÞ των πραγματικÜ επαναστατικþν ραβδιστικþν μηχανημÜτων, αμÝσως στις αρχÝς της 10ετßας του '80. Η απüδοση τους Þταν πÝρα απü κÜθε σýγκριση κι üμως οι δισταγμοß κι οι αμφιβολßες, üπως κι η διüγκωση κÜποιων μειονεκτημÜτων (πετοýν μακριÜ τις ελιÝς, Ýξω απü τα δßχτυα και σπÜζουν πολλÜ μÜτια) εξακολουθοýν να υπÜρχουν και τþρα. ¸τσι η κατσοýνα χρησιμοποιεßται ακüμη αρκετÜ.

     Τα ραβδιστικÜ αυτÜ εßναι μηχανοκßνητα. Μια ρÜβδος που στην κορφÞ της Ýχει κÜτι πλαστικÜ κρüσια, περιστρÝφεται και τα κρüσια κτυποýν τις ελιÝς και τις ρßχνουν κÜτω. Την περιστροφικÞ κßνηση την δßνει βενζινοκßνητη μηχανÞ Þ μπαταρßα. Η μπαταρßα φορτßζεται το βρÜδυ στο σπßτι, συνδεüμενη μÝσω ενüς ειδικοý μηχανÞματος με μια πρßζα. Η απüδοση των ραβδιστικþν αυτþν εßναι μÝχρι και τετραπλÜσια της κλασικÞς κατσοýνας, εßναι üμως πιο κουραστικÜ. ΑυτÜ που δουλεýουν με μπαταρßα εßναι πιο ξεκοýραστα, αλλÜ λιγüτερο αποδοτικÜ.

     Το Üλεσμα προπολεμικÜ γινüταν στις φÜμπρικες, üπου η μηχανοκßνηση γινüταν με ζþα. ΜετÜ Þρθαν πετρελαιοκßνητα μηχανÞματα, üμως η τεχνικÞ παρÝμεινε η ßδια: σπÜσιμο των ελιþν σε χοντρÝς μυλüπετρες και μετÜ συμπßεση της ζýμης þστε να στÜζει το λÜδι. ΣÞμερα υπÜρχει η τεχνικÞ της φυγοκÝντρισης, με πολý μεγαλýτερη απüδοση, που ελαχιστοποιεß την πυρÞνα, η οποßα εξÜλλου περιÝχει ελÜχιστο λÜδι κι Ýτσι, μη επιδεχüμενη παραπÝρα κατεργασßα, εßναι μειωμÝνης αξßας. ΚατÜ κανüνα κατακρατεßται απü τα ελαιουργεßα.

     Πιο επαναστατικÞ υπÞρξε η τεχνικÞ του φυσÞματος των ελιþν πριν εισαχθοýν για σπÜσιμο, Ýνα μηχανικü λßχνισμα πριν το Üλεσμα. Η τεχνικÞ αυτÞ Ýκανε την εμφÜνιση της στα εργοστÜσια μας γýρω στο '70. Μεßωσε κατÜ πολý το χρüνο (και το κüστος) του μαζÝματος κι η εκνευριστικÞ κυριολεκτικÜ διαδικασßα του λιχνßσματος, μπüρεσε να παραμεριστεß. Στη θÝση τÝλος του ξεφυλλßσματος Þρθε το κοσκßνισμα, που εßναι πολý λιγüτερο χρονοβüρο. Η διαδικασßα αυτÞ του κοσκινßσματος εßναι αναγκαßα γιατß το μηχανικü λßχνισμα στο εργοστÜσιο εßναι αποτελεσματικü στα φýλλα, üχι üμως και στα μÜτια και με τον παλιü τρüπο μαζÝματος τους κατÜ το σÜκιασμα Þ πÜνω στα δßχτυα, το ξεφýλλισμα  δηλαδÞ, ξÝφευγαν αρκετÜ, ιδιαßτερα τα πολý μικρÜ. Αν αλεστοýν ελιÝς με μÜτια δßνουν βαρý λÜδι, με πολλÜ οξÝα, üπως λÝνε.

     Η κοσκινßστρα εßναι Ýνα τετρÜγωνο πλαßσιο με Ýνα δικτυωτü πλÝγμα στο κÜτω μÝρος και στηρßζεται σε τÝσσερα πüδια. Την τοποθετοýμε πÜνω σε απλωμÝνο δßχτυ üπου πÝφτουν οι ελιÝς, που τις σακιÜζουμε στη συνÝχεια. Κι εδþ Ýχουν επινοηθεß πατÝντες, üπου με την προσθÞκη ενüς τσßγκινου, κοßλου πÜτου, αμÝσως κÜτω απü το πλÝγμα, που καταλÞγει σε χωνß, οι ελιÝς πηγαßνουν κατευθεßαν στο σακß.

     Οι ελιÝς δεν κουβαλιοýνται πια με γαúδουρÜκια. ¼χι γιατß τα γαúδουρÜκια αντικαταστÜθηκαν με αυτοκßνητα, αλλÜ γιατß τις ελιÝς τις κουβαλοýν τþρα φορτηγÜ για λογαριασμü των τεσσÜρων εργοστασßων που διαθÝτει η κοινüτητα, δýο ιδιωτικÜ και δýο συνεταιριστικÜ. ΥποχρÝωση βÝβαια του ιδιοκτÞτη εßναι να 'χει τα σακιÜ μαζεμÝνα σε βολικü σημεßο για φüρτωμα. Οι ελιÝς επßσης δεν αδειÜζονται πια σε καμαρÜκια, αλλÜ μÝνουν στα σακιÜ. Τα σακιÜ τα δανεßζουν τα εργοστÜσια, μια κι η αγορÜ τους, κατÜ τα πρþτα τουλÜχιστον χρüνια, Þταν σημαντικÞ επÝνδυση. ΣÞμερα üμως οι περισσüτεροι αγρüτες Ýχουν τα δικÜ τους σακιÜ και δανεßζονται ελÜχιστα. Οι καινοτομßες αυτÝς εισÞχθηκαν απü τα δýο ιδιωτικÜ εργοστÜσια, που εμφανßσθηκαν κατÜ το 70 και για να αντιμετωπßσουν τον συναγωνισμü τους αναγκÜστηκαν να τα μιμηθοýν και οι συνεταιρισμοß.

     ΠαλιÜ, για τη διευκüλυνση του μαζÝματος μÝσω ενüς καταμερισμοý, γινüταν οι λεγüμενοι «δανεικοß», σÞμερα εγþ στο χωρÜφι σου, αýριο εσý στο δικü μου. ΣÞμερα üμως üλο και πιο συχνÜ γßνεται η προσφυγÞ στη μισθωτÞ εργασßα κι ο αντßκτυπος του εργατικοý κινÞματος καθþς κι η Ýλλειψη εργατικþν χεριþν Ýχουν κÜνει το 8ωρο σχεδüν υποχρεωτικü. Το 8ωρο βÝβαια μπορεß να παραταθεß κι ο μισθüς να συμπιεσθεß για τους ξÝνους εργÜτες, κυρßως Μακεδüνες που εργÜζονται για να βγÜλουν το λÜδι της χρονιÜς τους, μια εποχÞ που στον τüπο τους εßναι νεκρÞ για οποιαδÞποτε γεωργικÞ απασχüληση και τελευταßα Αλβανοýς. ¼μως κι οι μικροúδιοκτÞτες που δεν καταφεýγουν στη μισθωτÞ εργασßα σχολοýν τþρα πιο νωρßς. Με τη δýση του Þλιου üλος ο κüσμος βρßσκεται στα σπßτια του, ενþ παλιÜ βρßσκονταν στους δρüμους, νυχτιασμÝνοι, με τα γαúδουρÜκια τους να γκαρßζουν, αυτοß να τα βρßζουν κι οι δρüμοι να βρωμοκοποýν φρÝσκια καβαλßνα. ΓραφικÞ εικüνα μιας δýσκολης εποχÞς.

     Πριν τους δανεικοýς, τον μεσοπüλεμο, γßνονταν οι λεγüμενοι αγκαρικοß. Οι ευκαιρßες απασχüλησης ελÜχιστες κι οι φτωχοß Þταν ευχαριστημÝνοι να κÜμουν Ýνα μεροκÜματο με μüνη αμοιβÞ το φαγητü τους. Πολý φτωχÞ αμοιβÞ, μα την αλÞθεια και γι' αυτü Ýνας πλοýσιος χωριανüς μου, προκειμÝνου να δελεÜσει κüσμο για αγκαρικοýς, κατÝφευγε σε πρüσθετα κßνητρα. ¸τσι κÜθε βρÜδυ διοργÜνωνε γλÝντι στο οποßο γßνονταν αυστηρüτατα δεκτοß μüνο üσοι εßχαν κÜνει αγκαρικοß την ßδια μÝρα. ΣÞμερα, για τους φτωχοýς γÝρους αγρüτες που δεν εßναι πια Üξοι  να μαζεýουν μüνοι τους τις ελιÝς τους και τα παιδιÜ τους εßναι μακρυÜ, καθþς και για κεßνους που Ýχουν λßγα χωραφÜκια αλλÜ το υπαλληλßκι Þ Üλλες εργασßες τους Ýχουν κρατÞσει μακριÜ απ' το χωριü τους, μια λýση εßναι να δþσουν τις ελιÝς τους σεμισακÝς. Ο σιμισÜτορας αναλαμβÜνει την καλλιÝργεια κι ο ιδιοκτÞτης τα Ýξοδα (λιπÜσματα κ.λπ.) και παßρνουν συνÞθως μισü-μισü το λÜδι Þ και την επιδüτηση, που δßνεται τα τελευταßα 10 περßπου χρüνια. ΣιμισÜτορες σ' εýφορο μÝρος, üπως εßναι η επαρχßα μας, μποροýν να βρεθοýν ακüμη, üμως ακοýω πως σ' Üλλα μÝρη της ΕλλÜδας αγροτικÝς περιουσßες, κατÜ βÜση λιοχþραφα, Ýχουν κυριολεκτικÜ ρημÜξει (ερημþσει) γιατß δεν βρßσκεται κανεßς, Ýναντι οποιασδÞποτε αμοιβÞς, να τα καλλιεργÞσει.

     Πριν κλεßσουμε το κεφÜλαιο για την ελαιοπαραγωγÞ, θα πρÝπει να αναφÝρουμε πως μικρü τμÞμα των ελιþν χρησιμοποιεßται για φÜγωμα. Απü τις λιγαρÝς, που Ýχουν χοντρÝς ελιÝς, διαλÝγουν τις καλýτερες και τις βÜζουν σε κιοýπι. ΚατÜ στρþματα βÜζουν αλÜτι και στο τÝλος συμπληρþνουν με νερü. Μ' αυτü τον τρüπο φεýγει η πικρßλα τους. Τις ελιÝς αυτÝς τις λÝμε αλατσολιÝς. Εκτüς απü αυτÝς κÜνουν και τις κοπανιστÝς. Οι κοπανιστÝς γßνονται με τις Üγουρες, πρÜσινες ελιÝς. Τις κοπανßζουν και τις βÜζουν σε κιοýπι με νερü, που το αλλÜζουν τακτικÜ, για να φýγει κι εδþ η πικρßλα. ¼σοι θÝλουν μποροýν να βÜλουν κι αλÜτι, για να νοστιμßσουν. ΣÞμερα αυτÝς τις ελιÝς τις κÜνουν üλο και πιο σπÜνια, ßσως γιατß Ýχουν περισσüτερη φασαρßα. ΠαλιÜ κÜνανε κι ελιÝς τουρσß. Χρησιμοποιοýσαν üμως μια σπÜνια ποικιλßα, τις μηλολιÝς, που Þταν σα μικρÜ μÞλα, αλλÜ και τις μουρατολιÝς, που εßχαν το σχÞμα της συνηθισμÝνης ελιÜς αλλÜ Þταν πολý μεγÜλες και που συνÞθως τις Ýκαναν αλατσολιÝς. Στις ελιÝς αυτÝς Ýκαναν μια τρýπα με καρφßτσα και τις Ýβαζαν μετÜ σ' Ýνα βÜζο με ξýδι.

3.β. αμπελουργßα

     Το λÜδι Þταν κι εξακολουθεß να εßναι, το κýριο προúüν του χωριοý μου. Δßπλα σ' αυτü üμως υπÞρχαν κι Üλλα, σε πολý μικρüτερη üμως ποσüτητα, που κατÜ βÜση προοριζüταν γι' αυτοκατανÜλωση. Και πρþτα-πρþτα τα σταφýλια. ΠαλιÜ, σχεδüν üλοι οι χωριανοß μου εßχαν το αμπÝλι τους. Απü την κατοχÞ üμως και μετÜ, Üρχισαν να τα ξεπατþνουν. Ο πρþτος παρÜγοντας που τους οδÞγησε σ' αυτü Þταν οι ßδιοι οι κατακτητÝς, οι οποßοι κυριολεκτικÜ τα ρÞμαζαν. Ο πατÝρας μου εßχε Ýνα αμπελÜκι κοντÜ δýο στρÝμματα στη θÝση Πλατý ΧωρÜφι. ¸να μικρü μÝρος απü τα σταφýλια που βγÜζαμε το τρþγαμε, Ýνα Üλλο το κÜναμε γλυκü του κουταλιοý, και την υπüλοιπη παραγωγÞ την κÜναμε σταφßδα. Το κλÜδεμα, το σκÜψιμο, το ψÝκασμα και το θειÜφισμα Þταν απαραßτητα για μια καλÞ σοδιÜ. Ακüμη λÝνε την παροιμßα:

   «στις 25 του ΜÜρτη, οýτε κοýντουρος πετεινüς (με κοντÞ ουρÜ) μες στ' αμπÝλι»

     Τüσον ευαßσθητες εßναι οι ρüγες που μüλις αρχßζουν να εμφανßζονται.
     Ο τρýγος γινüταν τον Αýγουστο. Κüβαμε τα σταφýλια, τα καθαρßζαμε απü τις κακÝς ρüγες, με τα βουτηχτÞρια τα βουτοýσαμε σε Ýνα βαρÝλι νερü ανακατεμÝνο με ποτÜσα, και τα απλþναμε να λιαστοýν εßτε στην ταρÜτσα του σπιτιοý μας εßτε στην «ψυγιÜ».

     Την ψυγιÜ την θυμÜμαι αμυδρÜ. Με Ýνα τραπεζοειδÝς ξýλο που εßχε μια μακριÜ ξýλινη λαβÞ στην πÜνω μικρÞ επιφÜνεια του, σαν σκουπüξυλο, ο πατÝρας μου κοπÜναγε το χþμα αφοý το Ýβρεχε, σε μια ακÜλυπτη επιφÜνεια κÜμποσων τετραγωνικþν μÝτρων, μÝχρι που σχηματιζüταν μια συμπαγÞς κροýστα με λεßα επιφÜνεια, þστε να μη γεμßζουν χþματα τα σταφýλια που απλþναμε πÜνω. Τα απλωμÝνα σταφýλια Ýμεναν κÜμποσες μÝρες εκεß, μÝχρι που ψÞνονταν, παßρνοντας το γνωστü ξανθü χρþμα της σταφßδας. Τις σταφßδες Ýπειτα τις σακιÜζαμε και τις πουλÜγαμε. ΚρατÜγαμε φυσικÜ αρκετÝς για μας. 'Αλλες τις τρþγαμε το χειμþνα με το κρýο, για να ζεσταθοýμε κι Üλλες τις Ýπαιρνε η μητÝρα μου κι Ýφτιαχνε γλυκÜ, τα περßφημα σταφιδωτÜ, ζυμÜρι με γÝμιση πολτü σταφßδας. Τα σταφιδüψωμα δεν τα συνηθßζαμε.

     Η ψυγιÜ εßχε το μειονÝκτημα üτι χρειαζüταν κÜποιος χρüνος και κüπος για την κατασκευÞ της, αλλÜ και το πλεονÝκτημα üτι γλιτþναμε τη μεταφορÜ. ¼ταν üμως η παραγωγÞ μειþθηκε κι Ýνας παρÜγοντας της μεßωσης της Þταν τα πουλιÜ, που οýτε τα «μπαντιγερüλια» (ταινßες απü κουρελüπανα) οýτε τα σκιÜχτρα τα σκιÜζαν, ο πατÝρας μου σταμÜτησε να φτιÜχνει ψυγιÜ και τα σταφýλια τα κουβαλÜγαμε σπßτι, κÜπου δυο χιλιüμετρα μακριÜ. ¼ταν üμως μια χρονιÜ συνειδητοποßησε üτι απü την παραγωγÞ, που Þταν σχετικÜ ικανοποιητικÞ, οýτε το μεροκÜματο μας δεν εßχαμε πληρωθεß, τüσο χαμηλÞ Þταν η τιμÞ της σταφßδας, ξεπÜτωσε το αμπÝλι και στη θÝση του φýτεψε λιüδεντρα, γýρω στο 1960. Και δεν το μετÜνιωσε. ΚÜπου τüτε ξεπατþθηκαν και τα δýο Üλλα αμπÝλια που εßχαν απομεßνει, σε μια περιοχÞ που προπολεμικÜ Þταν γεμÜτη αμπÝλια.

     ΑμπÝλια üμως εßχαμε και «στα üρη» Þ αλλιþς ΘριπτÞ, Ýνα μικρü οροπÝδιο, αμφιθεατρικü, στα βορειοδυτικÜ της οροσειρÜς που βρßσκεται πßσω απü το χωριü μας σε ýψος 650 περßπου μÝτρα, κÜτω ακριβþς απü τη ψηλüτερη κορφÞ, που Ýχει ýψος 1200 μÝτρα περßπου. Εκεß υπÞρχαν «μαγατζÝδες», μικρÜ σπιτÜκια με το πατητÞρι τους, üπου οι ιδιοκτÞτες «ξþμεναν» (Ýξω Ýμεναν), διανυχτÝρευαν δηλαδÞ, κατÜ το μÜζεμα των σταφυλιþν και την προετοιμασßα του μοýστου, μια και η απüσταση Þταν περßπου τρεις þρες με το «χτÞμα» (το ζþο δηλαδÞ, μουλÜρι Þ γÜιδαρο), και το πηγαινÝλα Þταν εντελþς ασýμφορο. Το πευκοδÜσος (Ýνα μεγÜλο τμÞμα του κÜηκε στην πυρκαγιÜ -διÜβαζε εμπρησμü- του 1987) που περιÝκλειε το οροπÝδιο αυτü Ýκανε το κλßμα υπÝροχο για παραθερισμü. ¼ταν Þμουν παιδß θυμÜμαι που πολλοß χωριανοß περνοýσαν βδομÜδες ολüκληρες τα καλοκαßρια εκεß. ΚακοπερασμÝνοι üλοι και προπαντüς τα παιδιÜ, πÞγαιναν εκεß «να παχýνουν», καθþς ο καθαρüς αÝρας και το χωνευτικü νερü Üνοιγαν την üρεξη. Ακüμη Þταν ιδανικü μÝρος για την αποθεραπεßα των φυματικþν. ΠαλιÜ η ΘριπτÞ Þταν ξακουστÞ για τα πανηγýρια της. Κρατοýσαν συνÞθως Ýνα 15Þμερο, απü 1η Ýως 15η Σεπτεμβρßου, την επομÝνη της εορτÞς του Τιμßου Σταυροý. ¼λοι Ýκαναν τα αδýνατα δυνατÜ να βρεθοýν σ' αυτÜ τα πανηγýρια. ¼σοι δεν εßχαν χρÞματα «ξÝκοβαν» τα χαροýπια τους, δηλαδÞ πληρþνονταν αμÝσως απü τον Ýμπορο σε μια τιμÞ που Þταν κÜτω της αναμενüμενης, και που μποροýσε να αποδειχτεß πολý πιο κÜτω απ' αυτÞν με την οποßα θα πληρþνονταν οι Üλλοι αργüτερα.

Οι φτωχοß που δεν εßχαν μεταφορικü μÝσο, προθυμοποιοýν¬ταν να μαζÝψουν τα χαροýπια των πλουσßων, με χαμηλü μεροκÜματο, για να χρησιμοποιÞσουν τα ζþα τους να πÜνε στα üρη.

     Η ΘριπτÞ, παρüλο που ανÞκει στην κοινüτητα ΚÜτω Χωρßου, Ýχει «μαγατζÝδες» απ' üλα τα χωριÜ, ανÜκατους. ¸τσι, με δεδομÝνο τον θρησκευτικü χαρακτÞρα των πανηγυριþν για την γιορτÞ του Τßμιου Σταυροý και του Αγßου ΝικÞτα, η λαοσýναξη αυτÞ Ýπαιρνε τη μορφÞ της αμφικτιονßας. Καινοýργιες φιλßες αναπτýσσονταν και γßνονταν πολλÜ συνοικÝσια. ΣÞμερα διατη¬ρεßται μüλις Ýνα γιορταστικü διÞμερο, στις 13 και 14 ΣεπτÝμβρη.

     Το 1978 φτιÜχτηκε δρüμος, χωματüδρομος φυσικÜ, για να περνοýν αυτοκßνητα, και Ýτσι περισσüτερος κüσμος πηγαßνει τþρα στα üρη, üμως üλοι τους σχεδüν επιστρÝφουν το ßδιο βρÜδυ, Þ το πολý να μεßνουν το Σαββατοκýριακο. ΚÜποιοι βÝβαια, γÝροι συνταξιοýχοι, κÜθονται περισσüτερες μÝρες.

     Η οικονομικÞ ανÜπτυξη του τüπου με τον τουρισμü και τα θερμοκÞπια, για τα οποßα θα μιλÞσουμε παρακÜτω, καθþς κι η διευκüλυνση με την κατασκευÞ του δρüμου, οδÞγησαν σε Ýνα οικοδομικü οργασμü. Οι απλοß μαγατζÝδες Ýδωσαν τη θÝση τους σε μικρÝς βιλßτσες, με üλες σχεδüν τις ανÝσεις ενüς αστικοý σπιτιοý. Το δßκτυο ýδρευσης αντικαταστÜθηκε φÝτος με Ýνα πιο σýγχρονο, που τροφοδοτεßται απü μια καινοýργια γεþτρηση κι üλο και περισσüτεροι χωριανοß βρßσκουν τþρα προτιμüτερο να συνδεθοýν με το δßκτυο αυτü, απü το να κουβαλοýν νερü απü τις βρýσες, üπως Ýκαναν παλιÜ.

     Τα πρþτα 7 τηλÝφωνα μπÞκαν πριν λßγο καιρü. ΥπÜρχει βÝβαια απü παλιÜ μια τηλεφωνικÞ γραμμÞ στο καφενεßο του ΚαζαντζÜκη, για χρÞση του αγροφýλακα, που τη χρησιμοποιεß φυσικÜ ο καθÝνας. ΜετÜ την πυρκαγιÜ του '87, υπÜρχει και δασοφýλακας με ασýρματο. ΑναμÝνεται επßσης κι η ηλεκτροδüτηση απü Ýνα γειτονικü ορεινü χωριü, με το χαρακτηριστικü üνομα «Ορνü».

     Τα σταφýλια εδþ, στη συντριπτικÞ τους πλειοψηφßα εßναι μαýρα και χρησιμοποιοýνται για κρασß. Πατιοýνται στο πατητÞρι και ο μοýστος φυλÜγεται, κυρßως σε πιθÜρια. Τα στρÜφυλλα, τα πατημÝνα σταφýλια δηλαδÞ, που Ýχει βγει ο μοýστος, φυλÜσσονται και αυτÜ, και αργüτερα πηγαßνουν για καζÜνισμα (απüσταξη) και βγÜζουν ρακÞ. Εδþ η παραγωγÞ εßναι σχεδüν αποκλειστικÜ για αυτοκατανÜλωση. ΕλÜχιστο κρασß Þ ρακÞ πουλιÝται. Εκτüς απü κλßματα, σχεδüν κÜθε πεζοýλα (αναβαθμüς) Ýχει και μια απιδιÜ (αχλαδιÜ), Þ, πιο σπÜνια, μηλιÜ Þ καρυδιÜ. ¼σα απßδια, μÞλα Þ καρýδια δεν προλαβαßνουν να τα φÜνε οι ιδιοκτÞτες τους Þ να τα κλÝψουν οι γειτüνοι, πÝφτουν και σαπßζουν. Για ποýλημα οýτε λüγος. Η μεταφορÜ εßναι ασýμφορη.

3.γ. αμýγδαλα

     Τα μýγδαλα Þταν Üλλο πρüσθετο εισüδημα. Τα μαζεýαμε κατÜ τον Αýγουστο. Τα ρßχναμε απü τις αμυγδαλιÝς με τα ßδια μακριÜ κοντÜρια που χρησιμοποιοýσαμε και για τις ελιÝς τις τÝμπλες και τα μαζεýαμε με τα χÝρια. ΣπÜνια αργüτερα χρησιμοποιοýσαμε δßχτυα. Τα βρÜδια καθüμασταν στην αυλÞ και τα καθαρßζαμε. ¸πειτα τα απλþναμε στην ταρÜτσα, στον Þλιο. ΜετÜ απü μερικÝς μÝρες, αφοý λιαζüντουσαν αρκετÜ, τα σποýσαμε, αφοý πρþτα τα βρÝχαμε για να διευκολυνθοýμε στο σπÜσιμο και πουλÜγαμε τη «ψýχα». Κι εδþ οι τιμÝς Üρχισαν να γßνονται εξευτελιστικÝς γι' αυτü τις αμυγδαλιÝς δεν τις καλλιεργοýσαμε καθüλου, üπως üλος ο κüσμος Üλλωστε. ¸τσι κÜποια στιγμÞ σταματÞσαμε να πουλÜμε, αφενüς γιατß μειþθηκε η παραγωγÞ και αφετÝρου γιατß προτιμοýσαμε, τα λßγα αμýγδαλα που βγÜζαμε, να τα φÜμε, παρÜ να τα πουλÞσουμε σε τÝτοιες χαμηλÝς τιμÝς. Η μητÝρα μου Ýφτιαχνε περßφημα αμυγδαλωτÜ, με ζýμη απü σπασμÝνα αμýγδαλα. ΣÞμερα οι περισσüτερες αμυγδαλιÝς Ýχουν ξεπατωθεß, και στη θÝση τους Ýχουν φυτευτεß ελαιüδεντρα. Μüνο üσες βρßσκονται ακριβþς πÜνω στις Üκρες των χωραφιþν, αφαιμÜσσοντας με τις ρßζες τους το χωρÜφι του γεßτονα, Ýχουν σωθεß.

3.δ. χαροýπια

     Η χαρουπιÜ, δÝνδρο ογκþδες κι ανθεκτικü, δεν χρειÜζεται καμιÜ περιποßηση. ¸τσι ο μüνος κüπος εßναι το μÜζεμα. ¼πως κι οι αμυγδαλιÝς, εßναι φυτεμÝνες στην Üκρη των χωραφιþν. Το μÜζεμα ξεκινÜει τον ΣεπτÝμβρη, μια συγκεκριμÝνη ημÝρα που καθορßζεται απü τις αρχÝς, þστε να μη μαζεýονται αγßνωτα τα χαροýπια. Και αυτü γιατß παßρνουν αρκετÜ νωρßς το σκοýρο καφÝ τους χρþμα κι ο Ýμπορος δεν μπορεß να προσδιορßσει το βαθμü ωριμüτητας τους. Η συγκομιδÞ γßνεται üπως και με τα αμýγδαλα, ρßχνονται κÜτω με την τÝμπλα, μαζεýονται με το χÝρι, και üταν γεμßζει ο κουβÜς Þ το καλÜθι, τον αδειÜζουν σε Ýνα σακß. ΕπειδÞ εßναι ογκþδες προúüν, με το μÜζεμα και το ρÜβδισμα ασχολοýμαστε εγþ με τη μητÝρα μου κι ο πατÝρας μου με τη μεταφορÜ στην αποθÞκη του συνεταιρισμοý Þ ενüς εμπüρου. ¼μως δεν πληρþνεται αμÝσως, θα πρÝπει να περιμÝνει να πουλÞσει ο Ýμπορος τη σοδειÜ, μετÜ απü δυο-τρεις μÞνες, για να πληρωθεß. Ο Ýμπορος θα πρÝπει να πληρþσει περßπου στην τιμÞ που πλÞρωσαν κι οι Üλλοι Ýμποροι, ακüμη και αν ο ßδιος ποýλησε φτηνüτερα, διαφορετικÜ θα χÜσει την πελατεßα του την ερχüμενη χρονιÜ, εκτüς του üτι κινδυνεýει να χαρακτηρισθεß απατεþνας. Τα χαροýπια δεν τα πουλÜγαμε üλα, Ýνα τμÞμα το κρατοýσαμε για ζωοτροφÞ. Τα πολý παλιÜ χρüνια, που δεν τα πρüφτασα, φτιÜχνανε και χαλβÜ απü τα χαροýπια. Πßεσα τη μητÝρα μου κÜποτε να μου φτιÜξει, αλλÜ δεν μου Üρεσε. Δεν ξÝρω αν εßχε αποτýχει η συνταγÞ Þ απλÜ δεν μου Üρεσε επειδÞ δεν Þταν τüσο γλυκüς üσο του εμπορßου.

3.ε. σπορÜ

     ΠαλιÜ οι χωρικοß Ýσπερναν πÜρα πολý. Κατ' αρχÞν, Ýσπερναν σιτÜρι και κριθÜρι. Τα παλιÜ χρüνια που, üπως λÝνε, «υπÞρχε φτþχεια», οι Üνθρωποι Ýσπερναν κυρßως κριθÜρι, και κατÜ δεýτερο λüγο σιτÜρι. ¼λοι Ýτρωγαν κριθαρÝνιο ψωμß, ενþ το σταρÝνιο εθεωρεßτο εßδος πολυτελεßας. ¼ταν καμιÜ φορÜ μιλÜνε για εκεßνα τα χρüνια, για να τονßσουν το μÝγεθος της φτþχειας που υπÞρχε, λÝνε üτι Ýτρωγαν «κριθινοκουλοýρα», απü το σχÞμα που Ýδιναν στο κριθαρÝνιο ψωμß. ΣÞμερα οι κριθινοκουλοýρες πουλιοýνται πανÜκριβα στα σουπερμÜρκετ της ΙερÜπετρας, καθþς το κριθαρÝνιο ψωμß θεωρεßται διαιτητικÞ τροφÞ και μια ενδιαφÝρουσα «ρετρü» διατροφικÞ ποικιλßα.

     Οι λüγοι που προτιμοýσαν να σπÝρνουν κριθÜρι Þταν δýο. Ο κυριüτερος, üτι τα Üχυρα του κριθαριοý εßναι πιο μαλακÜ κι Ýτσι μποροýσαν και τα τρþγανε τα βüδια, πρÜγμα που δεν συνÝβαινε με τα «σταρÜχερα». Ο δεýτερος λüγος εßναι üτι υπÞρχε μεγαλýτερη συγκομιδÞ. ΣÞμερα βÝβαια, που βüδια πια δεν υπÜρχουν κι Ýχει ανÝβει το επßπεδο ζωÞς, üσοι εξακολουθοýν ακüμη να σπÝρνουν, σπÝρνουν σιτÜρι. ¢λλα δημητριακÜ που Ýσπερναν εκεßνα τα χρüνια, Þταν ο βßκος κι η ταÞ (βρþμη), που τα χρησιμοποιοýσαν üμως αποκλειστικÜ για ζωοτροφÞ, τüσο το Üχυρο üσο και τον καρπü. ¸τσι εßναι προφανÞς ο λüγος που η καλλιÝργεια τους Ýχει σÞμερα ολοκληρωτικÜ εγκαταλειφθεß.

     Αυτü που δεν Ýχει ακüμη εγκαταλειφθεß, μπροστÜ στη γενικÞ εγκατÜλειψη της σπορÜς, εßναι η καλλιÝργεια φακÞς και κουκιþν. ¼μως τα κουκιÜ προτιμοýν τþρα να τα σπÝρνουν στα περιβüλια, γιατß, καθþς τα üσπρια δεν Ýχουν πια τη θÝση που εßχαν παλιÜ στη διατροφÞ, και μια και η παραγωγÞ τους γßνεται αποκλειστικÜ για αυτοκατανÜλωση, η ποσüτητα που χρειÜζεται Ýνα νοικοκυριü σε φακÞ και σε κουκιÜ εßναι πολý περιορισμÝνη. 'Αλλος λüγος φαντÜζομαι, εßναι üτι τα περιβüλια βρßσκονται κοντÜ στο σπßτι, αν το σπßτι δεν βρßσκεται μÝσα στο ßδιο το περιβüλι, οπüτε εßναι εýκολο για τη νοικοκυρÜ να μαζÝψει χλωρÜ κουκιÜ για το «τσικÜλι» (κατσαρüλα) της, τα οποßα σκορδÜτα εßναι νοστιμüτατα. ΦρÝσκα επßσης εßναι ιδανικüς μεζÝς για τη ρακÞ. ¸νας τελευταßος λüγος, υποψιÜζομαι, εßναι üτι η κλοπÞ στο περιβüλι εßναι πιο δýσκολη, γιατß κÜθε επßδοξος κλÝφτης διατρÝχει μεγαλýτερο κßνδυνο να τον δει κανεßς. Και μια πληροφορßα, την οποßα επιμÝνει ο πατÝρας μου να καταχωρßσω και τη καταχωρþ σαν μια πρüκληση για τους γεωπüνους, εßναι üτι τα κουκιÜ κι οι φακÝς σπÝρνονται στη γÝμωση του φεγγαριοý. Μου λÝει ακüμη κÜποιες παροιμßες σχετικÜ με τη σημασßα που Ýχει για τη σοδειÜ η βροχÞ να Ýλθει την κατÜλληλη εποχÞ.

ΧαρÜ στα ΓÝννα τα στεγνÜ
τα Φþτα χιονισμÝνα
και τα ΛαμπρÜτα βροχερÜ
τ' αμπÜρια γεμισμÝνα.

ΚαλλιÜ φωτιÜ τ' Αγιοý Αντωνιοý
παρÜ νερü το ΜÜη.

Αν κÜνει ο ΜÜρτης δυο νερÜ
κι ο Απρßλης ολοÝνα
χαρÜ σ' εκεßνο το ζευγÜ
που 'χει πολλÜ σπαρμÝνα.

     Μια πληροφορßα που μου Ýδωσε ακüμα ο πατÝρας μου για τις ανÜγκες αυτοý του βιβλßου κι η οποßα μ' εξÝπληξε κυριολεκτικÜ, εßναι üτι παλιÜ Ýσπερναν επßσης μπαμπÜκι και λινÜρι, μüνο για αυτοκατανÜλωση, στα πλαßσια της οικονομßας της αυτÜρκειας. Οι χωρικοß, αφοý μÜζευαν το μπαμπÜκι, το πÞγαιναν στο σπßτι τους και το βγÜζαν απü τις κουκοýλες. ΜετÜ ερχüταν κÜποιος απü την ΚριτσÜ, Ýνα χωριü κοντÜ στον 'Αγιο Νικüλα και το «τουλοýπιαζε» μ' Ýνα üργανο που το λÝγανε «δοξÜρι» και που Þταν ο μüνος που το διÝθετε. Στη συνÝχεια το τουλουπιασμÝνο μπαμπÜκι το βÜζανε στη ρüκα, και απü εκεß το «κλþθανε» (γνÝθανε) σιγÜ σιγÜ με το «αρδÜχτι» και το τυλßγανε σε κλωστÞ.
     Το αρδÜχτι Þταν Ýνα μικρü, μακρουλü ξýλο που Ýκανε μια κοιλιÜ λßγο πιο κÜτω απü τη μÝση. Στο πÜνω μÝρος εßχε Ýνα μικρü γÜντζο, üπου γαντζωνüταν το νÞμα, και στο κÜτω μÝρος Þταν φορεμÝνος Ýνας ξýλινος δßσκος, το σφοντÞλι. Η γυναßκα με το αριστερü χÝρι κρατοýσε το αρδÜχτι απü το νÞμα, και με το δεξß τοý Ýδινε περιστροφικÝς κινÞσεις, οπüτε το νÞμα, ακολουθþντας τις περιστροφικÝς αυτÝς κινÞσεις, στροýφιζε και γινüταν κλωστÞ, που τυλιγüταν σε κουβÜρια, Þ περνιüταν στο «τυλιγÜδι», Ýνα ξýλινο κατασκεýασμα σε σχÞμα Π, με πιο μικροýς üμως τους κÜτω βραχßονες, στους οποßους τυλιγüταν το νÞμα. ΜετÜ φοριüταν στην ανÝμη, Ýνα κατασκεýασμα απü καλÜμι, σαν νταμιτζÜνα, που δεχüταν περιστροφικÞ κßνηση. Απü εκεß τυλιγüταν στα «μασοýρια», κομμÜτια απü καλÜμι, γýρω στους 10 πüντους περßπου, ανοιχτÜ στις δυο Üκρες, για να μποροýν να μπαßνουν στη σαÀτα, με την οποßα θα ýφαιναν το νÞμα στον αργαλιü. Τα μασοýρια Ýμπαιναν στον Üδραχτο, μια σιδερÝνια ρÜβδο, λεπτÞ, που στην κορυφÞ εßχε μια κεφαλÞ σαν ποτÞρι, με ανοßγματα στα πλευρÜ. Η βÜση του Ýμπαινε στο «θρομýλι», μια ωοειδÞ πÝτρα με επßπεδη τη βÜση της και καμπýλο το πÜνω μÝρος, στη μÝση του οποßου υπÞρχε μια τρýπα. Στην τρýπα αυτÞ χωνüταν το κÜτω μÝρος του Üδραχτου. Η νοικοκυρÜ Ýδινε περιστροφικÝς κινÞσεις στον Üδραχτο με το δεξß της χÝρι, βÜζοντας τη ρÜβδο ανÜμεσα στον αντßχειρα και στο δεßκτη, που ενωμÝνοι στα Üκρα τους σχημÜτιζαν Ýναν κýκλο. Το μασοýρι ακολουθοýσε την περιστροφικÞ κßνηση κι Ýτσι η κλωστÞ τυλιγüταν πÜνω του.

     Το λινÜρι, üταν το μαζεýανε, το βÜζανε για οχτþ μÝρες στο νερü. Στη συνÝχεια το «σπαθßζανε» με μακρý ξýλο, κοφτερü στην Üκρη, τη «σπÜθη», για να βγει το ξυλþδες μÝρος, τοποθετþντας το στην «ξυλογαúδÜρα», Ýνα ξýλο με τρßα πüδια, τριγωνικÜ. ΜετÜ το «χτενßζανε», πÜνω σε κÜτι σαν παλÜμη με μικρÜ καρφιÜ, τη «χτενιÜ», για να μεßνει η μεγÜλη ßνα. Τη δÝνανε σα θηλιÜ. ¹ταν αρßστης ποιüτητας και τη χρησιμοποιοýσαν σαν στημüνι. Τις μικρÝς ßνες τις ξαναπερνοýσαν στη χτενιÜ και Ýφτιαχναν τα τουλοýπια, δεýτερης κατηγορßας, για φÜδι. Το λινÜρι Þταν τüσο σημαντικü για το ρουχισμü μιας οικογÝνειας, þστε λÝγανε χαρακτηριστικÜ:

               «Ο που τρþει τον λιναρüσπορο, τρþει τα ροýχα του»

     ¼πως μου λÝει ο πατÝρας μου, δεν περιορßζονταν μüνο στο λινÜρι, στο μπαμπÜκι και το προβÜτινο μαλλß, üπως θα δοýμε παρακÜτω. Καλλιεργοýσαν ακüμη και μεταξοσκþληκες. Ο παπποýς μου μÜλιστα, επειδÞ δεν εßχε πολλÝς μουριÝς, νοßκιαζε κιüλας.

     Ποιος εßπε üτι η πολυτÝλεια δεν συμβιβÜζεται με την αρχÞ της αυτÜρκειας; Σßγουρα σÞμερα στο χωριü μου φοριüνται λιγüτερα μεταξωτÜ απ' üτι τüτε. ¼μως ας ξαναγυρßσουμε στο σιτÜρι απü το οποßο διαθÝτω τις περισσüτερες εμπειρßες. Ο θερισμüς Þταν πÜντα μια κοπιαστικÞ διαδικασßα. Καθþς δεν γινüταν με μηχανÞματα, αλλÜ με το δρεπÜνι, αυτü το σýμβολο του μüχθου της αγροτιÜς, θα Þταν ανüητο να παρÜγει κανεßς παραπÜνω απ' ü,τι χρειαζüταν.

     Πιο κοπιαστικü üμως απü το θερισμü -ßσως γιατß δεν συμμετεßχα σ' αυτüν- μου φαινüταν το αλþνισμα. Τα στÜχυα να εßναι σκορπισμÝνα στο αλþνι κι εγþ πÜνω στο βωλüσυρο που τον Ýσερνε γýρω-γýρω ο γÜιδαρος, για να βαραßνει, þστε τα δüντια του, απü κοφτερÞ πÝτρα Þ λÜμα, να σπÜζουν απü κÜτω τον καρπü κι ο Þλιος απü πÜνω να σκßζει την πÝτρα.

     ΜετÜ Þταν το λßχνισμα και ακολουθοýσε το σÜκιασμα του καρποý και το σÜκιασμα των αχεριþν, που τα αδειÜζαμε κατüπιν στον αχεριþνα. Το στÜρι το φυλÜγαμε στην αποθÞκη και το πηγαßναμε στον αλευρüμυλο λßγο-λßγο, ανÜλογα με τις ανÜγκες μας για ψωμß. Εκεßνη την εποχÞ εßχε αλευρüμυλο και το εργοστÜσιο του συνεταιρισμοý. Εμεßς δεν εßχαμε δικü μας αλþνι κι ο πατÝρας μου Ýκανε τον πρüσθετο κüπο να κουβαλÜει τα δεμÜτια το σιτÜρι σε ξÝνο αλþνι, που το δανειζüταν για να «λωνÝσει». ΚÜπου το '65 Ýφτιαξε δικü μας αλþνι, στο χωρÜφι üπου σπÝρναμε συνÞθως. Αλþνισε νομßζω μüνο δυο φορÝς. Οι εξελßξεις τον πρüλαβαν. ¸παψε πια να σπÝρνει. Το βρÞκαμε εντελþς ασýμφορο και προτιμοýσαμε στο εξÞς ν' αγορÜζουμε το ψωμß καθþς και τ' Üχυρα που χρειαζüμασταν για να ταÀσουμε τον γÜιδαρο και την κατσßκα μας. Και δεν Þμασταν οι μüνοι. Η σπορÜ σÞμερα, üπως εßπα, Ýχει σχεδüν εγκαταλειφθεß.

3.στ. ραντολüι

     Εδþ θα πρÝπει να μιλÞσω για μια ακüμα δραστηριüτητα της φτþχειας, το ραντολüι. Σταχομαζþχτρες στο χωριü μας δεν εßχαμε, σαν αυτÞ που περιγρÜφει ο ΠαπαδιαμÜντης στο ομþνυμο διÞγημα του, üμως ραντολοÀστρες στις ελιÝς υπÞρχαν αρκετÝς. ¼ταν τÝλειωναν τις δικÝς τους ελιÝς πÞγαιναν στα χωρÜφια που οι ιδιοκτÞτες τους τα εßχαν Þδη ραβδισμÝνα και μÜζευαν τις ελιÝς που εßχαν μεßνει χÜμω. Οι πλοýσιοι χωρικοß, αλλÜ κι üλοι üσοι πλÞρωναν μεροκÜματο, δεν Üφηναν ποτÝ τους εργÜτες τους να τις μαζÝψουν, γιατß Þταν ασýμφορο. ¸τσι στα χωρÜφια τους υπÞρχε πλοýσιο ραντολüι. ΣÞμερα βÝβαια üχι μüνο ραντολüι δεν υπÜρχει, αλλÜ οýτε κι ο πιο φτωχüς δεν θα καθßσει να μαζÝψει τις ελιÝς που θα πÝσουν χÜμω. ¼σες πÝσουν Ýξω απü τα δßχτυα θα γßνουν λßπασμα. Το ασýμφορο της υπüθεσης δεν εßναι ο μüνος λüγος που σταμÜτησε το ραντολüι. ΑρκετÜ μετροýσε κι η μεßωση γοÞτρου. Το ραντολüι απü δεßκτης φτþχειας Ýγινε σιγÜ-σιγÜ δεßκτης εξαθλßωσης κι οι ραντολοÀστρες Ýχαναν σε γüητρο.

     Εκεßνα τα χρüνια ραντολογοýσαμε κι εμεßς τα παιδιÜ. ¸τσι εξοικονομοýσαμε το χαρτζιλßκι μας, που το βλÝπαμε με το κιÜλι. Τις ελιÝς τις πουλÜγαμε στον πατÝρα ενüς συμμαθητÞ μου, που μÜζευε üλα τα ραντολüγια. ¹ταν αδýνατο να μαζÝψει κανεßς τüση ποσüτητα þστε να τις δεχτεß το εργοστÜσιο για Üλεσμα, αν κι υπÞρχαν κι εξαιρÝσεις. ¸τσι τις ποýλαγαν στον παραπÜνω Ýμπορο.

     Τα παιδιÜ δεν κÜναμε μüνο ραντολüι στις ελιÝς, üπως οι γυναßκες. ΚÜναμε και στα χαροýπια και στα αμýγδαλα. Η ποσüτητα üμως που μαζεýαμε Þταν μικρÞ κι Ýτσι συμπληρþναμε απ' τη σοδειÜ των γονιþν μας, ιδιαßτερα στα μýγδαλα, για να βγÜλουμε το εισιτÞριο στον θερινü σινεμÜ του χωριοý μου. Εννοεßται βÝβαια κρυφÜ απü τους γονεßς μας, παρüλο που αυτÞ την κλεψιÜ τη θεωροýσαμε αποδεκτÞ. ΚÜποιοι βÝβαια απü μας, κυρßως αυτοß που ζοýσαν στη μεσοχþρια, λυμαßνονταν τις ταρÜτσες των διπλανþν σπιτιþν, üπου οι γειτüνοι εßχαν απλþσει τα δικÜ τους αμýγδαλα να ξεραθοýν.

     ¸νας φßλος μου επιχεßρησε μια κομπßνα και στα χαροýπια, που λüγω του üγκου τους Þταν απρüσφορα για τÝτοιου εßδους παρανομßες. ¼ταν ο Ýμπορος του ζýγισε το σακß τα χαροýπια του, αυτüς του εßπε: «'Ασε ΓιÜννη, θα τα φκαιρÝσω (αδειÜσω) εγþ», θÝλοντας τÜχα να του προσφÝρει εκδοýλευση. Αυτüς κÜτι ψυλλιÜστηκε και του εßπε: «'Ασε, τα φκαιραßνω και μüνος μου». Τα αδειÜζει πρÜγματι και μαζß με τα χαροýπια κýλησε και μια τερÜστια κοτρüνα.

     ΤÝλος, μια μορφÞ ραντολογιοý εßναι και το μÜζεμα των κονδýλων απü τα «ξυνßδια» (Ýνα ζιζÜνιο που βρßσκεται σε αφθονßα στην ΚρÞτη), μετÜ το üργωμα των χωραφιþν, τα λεγüμενα «φιστßκια της γης». Τα φιστßκια αυτÜ τα ψÞναμε στο τηγÜνι και τα πουλÜγαμε στα καφενεßα.

3.ζ. κηπευτικÜ κι οπωρικÜ

     ΑφÞνουμε τα χωρÜφια και πλησιÜζουμε το χωριü. ¼λα τα περιβüλια Ýχουν πορτοκαλιÝς, μανταρινιÝς, λεμονιÝς και ρογδιÝς. ΑρκετÜ Ýχουν και μουσμουλιÝς, τζανεριÝς και μπουρνελιÝς. ΕλÜχιστα Ýχουν συκιÝς. ΚÜποια Ýχουν και κληματαριÝς κι αμυγδαλιÝς. Τα προúüντα τους εßναι üλα για αυτοκατανÜλωση. ¼σα φÜνε οι ιδιοκτÞτες τους, üσα κλÝψουν οι περαστικοß κι üσα σαπßσουν.

     ¼ταν Þμασταν μικροß, üπως λÝγαμε «πÜμε να παßξουμε;» λÝγαμε «πÜμε στην κλεψÜ;», και πηγαßναμε. ΣυνÞθως βÝβαια στα πορτοκÜλια και στα μανταρßνια, που υπÞρχε αφθονßα κι αν μας τσακþνανε δεν επρüκειτο να μας κÜνουν και τßποτα. Μια χρονιÜ μÜλιστα που οι πορτοκαλιÝς Þταν φορτωμÝνες, üσο ποτÝ μÝχρι τüτε, με πορτοκÜλια (Þμασταν τüτε μαθητÝς Λυκεßου) πÞγαμε τÝσσερις φßλοι στο περιβüλι του θεßου κÜποιου απü μας, χωριστÞκαμε σε δýο ομÜδες, πιÜσαμε απü μια πλευρÜ του περιβολιοý και παßζαμε πορτοκαλοπüλεμο. ¼ταν σταματÞσαμε «σουρþνανε» κυριολεκτικÜ τα ροýχα μας απü τα ζουμιÜ.

     Οι χωριανοß μου απü κηπευτικÜ -πÜντα για οικιακÞ κατανÜλωση- καλλιεργοýν κυρßως ντομÜτες, μπÜμιες, φασüλες, φυλλÜδες (λÜχανο), καθþς και κολοκýθια, αγγοýρια, πιπεριÝς και μελιτζÜνες. Δυο φορÝς το χρüνο φυτεýουν πατÜτες, που αποτελεß βασικü εßδος διατροφÞς. Τις βÜζουν στη λßγωση του φεγγαριοý και μÜλιστα η πιο κατÜλληλη μÝρα, λÝνε, εßναι η πρþτη ΠαρασκευÞ απü την πανσÝληνο. ¼ταν φυσÜει βοριÜς εßναι ακüμη καλýτερα.

     Στην Üκρη του περιβολιοý («στσι γýρους») εßναι φυτεμÝνες οι αγκιναριÝς, που χωρßς καμιÜ περιποßηση προσφÝρουν νüστιμες αγκινÜρες το ΠÜσχα, που μαζß με τα κουκιÜ εßναι ο καλýτερος μεζÝς για τη ρακÞ.

3.η. παραγωγικÝς δραστηριüτητες στο σπßτι

     Απü τα περιβüλια φτÜνουμε στα σπßτια. ΚÜθε σπßτι Ýχει μια Þ δυο κατσßκες, ανÜλογα με την αντοχÞ της νοικοκυρÜς και τα Üτομα που εßχε μια οικογÝνεια. ΠαλιÜ, αντß για κατσßκες, εßχαμε πρüβατα, üπως και αρκετοß Üλλοι στο χωριü. Τα κουρεýαμε και η μητÝρα μου απü το μαλλß τους Ýπλεκε τις φανÝλες που φüραγαν αυτÞ και ο πατÝρας μου.

     Οι μÜλλινες φανÝλες προφýλασσαν απü τα κρυολογÞματα, και τις φοροýσαν υποχρεωτικÜ üλοι üσοι εßχαν πÜθει πλευρßτιδα, αρρþστια που την πÜθαιναν συχνÜ εκεßνη την εποχÞ, αν κρßνω απü τους γονεßς μου, που και οι δυο την εßχαν περÜσει. ΤελικÜ οι φανÝλες αυτÝς μÜλλον ζημιÜ τους Ýκαναν παρÜ καλü. Δεν τολμοýσαν να τις βγÜλουν το καλοκαßρι, γιατß τις εßχαν λÝει συνηθßσει και καθþς ßδρωναν και ξÝδρωναν, üλοι Üρπαζαν στο τÝλος βρογχικÜ. Εμεßς τα παιδιÜ εßχαμε γλιτþσει απü αυτÝς, γιατß αρνοýμασταν να τις φορÝσουμε, επειδÞ Þταν, λÝει, γεροντßστικες. Εγþ, παρüλο που Þμουν υπερβολικÜ ευαßσθητος στα κρυολογÞματα, λüγω αμυγδαλþν, Üντεξα με επιτυχßα στις πιÝσεις των γονιþν μου. ¸να παιδß üμως, που δεν ξÝρω πως το κατÜφεραν οι γονεßς του, αντιμετþπιζε τις ειρωνεßες μας, üταν τον βλÝπαμε, στο μÜθημα της γυμναστικÞς, να φορÜει κÜτω απü το αθλητικü φανελÜκι (εκεßνη την εποχÞ δεν χρησιμοποιοýσαμε φüρμες, αλλÜ κÜναμε γυμναστικÞ με φανελÜκι και σορτς) αυτÞ τη χοντροφανÝλα.

     Το γÜλα της προβÜτας εßναι πολý παχý κι üταν το βρÜζαμε προσθÝταμε και λßγο νερü. Ακüμη, η πρüβατα παρÜγει λιγüτερο γÜλα απü ü,τι μια κατσßκα. ¸τσι, üταν απü τα χÝρια μας Üρχισαν να περνÜνε περισσüτερα λεφτÜ κι οι γονεßς μου, εγκαταλεßπωντας την οικονομßα της αυτÜρκειας, σιγÜ-σιγÜ, το βρßσκανε προτιμüτερο ν' αγορÜζουν τις φανÝλες τους απü το να υποβÜλλονται στην κοπιαστικÞ διαδικασßα του κουρÝματος της προβÜτας και της επεξεργασßας του μαλλιοý (πλýσιμο, κλþσιμο, καμιÜ φορÜ και βÜψιμο, üταν Ýπλεκε η μÜνα μου πουλüβερ, αν και συνÞθως για τα πουλüβερ μας αγüραζε Ýτοιμο μαλλß) αντικαταστÞσαμε τις προβÜτες με τις «αßγες», üπως λÝμε ακüμη και σÞμερα στην ΚρÞτη τις κατσßκες. Αυτü πρÝπει να Ýγινε γýρω στο '56, üταν πρωτοπÞγα σχολεßο.

     Τις κατσßκες τις ταÀζαμε το χειμþνα με Üχυρα, προσθÝτοντας και λßγο κριθÜρι Þ χαροýπια για να νοστιμßσουν και τον υπüλοιπο χρüνο Þ και τον χειμþνα üταν εßχε λιακÜδα, τις βγÜζαμε στα χωρÜφια να βοσκÞσουν, δεμÝνες πÜντα με αλυσßδα που στην Üκρη της εßχε Ýνα σιδερÝνιο πÜσσαλο, το τζÝνιο, που το καρφþναμε στο χþμα. ΚαμιÜ φορÜ οι γονεßς μου μÜζευαν χüρτα απü το χωρÜφι και τους τα κουβαλοýσαν.

Οι κατσßκες για να κÜμουν κατσικÜκια Ýπρεπε να «γαστρωθοýν» κι οι γονεßς μας μÜς βÜζανε και τις πηγαßναμε «στον τρÜγο». ¼ταν βλÝπαμε κανÝνα φßλο μας να τραβÜει την κατσßκα για να την πÜει στον τρÜγο, του λÝγαμε πειρακτικÜ «που πας, στον τρÜγο;». Στα κορßτσια δεν ανÜθεταν ποτÝ τÝτοια δουλειÜ, üχι μüνο για τα πιθανÜ πειρÜγματα, αλλÜ γιατß üντως ο τρÜγος εßχε επιθετικÝς διαθÝσεις στα κορßτσια. Αν υπÜρχει μετεμψýχωση, ο τρÜγος στην προηγοýμενη ζωÞ του θα Þταν Ýνας Δον ΖουÜν.
     ΘυμÜμαι κÜποτε που ο τρÜγος üρμησε στην κüρη του ιδιοκτÞτη, η οποßα Ýντρομη το Ýβαλε στα πüδια να ξεφýγει. Επßσης θυμÜμαι, μαθητÞς στην ΙερÜπετρα, δßπλα στο ΓυμνÜσιο, κÜποιος Ýσερνε Ýνα τρÜγο και χτυποýσε τις πüρτες των σπιτιþν. Για μας Þταν μεγÜλη απüλαυση να βλÝπουμε τη στýση του τρÜγου, μüλις εμφανιζüταν κÜποια γυναßκα. ΑυτÞ, üταν Ýβλεπε τον τρÜγο κι εμÜς ξεκαρδισμÝνους στα γÝλια, Ýκλεινε αγριεμÝνη την πüρτα λÝγοντας και κÜποιες βρισιÝς στον συνοδü του τρÜγου, τις οποßες üμως εμεßς, λüγω της απüστασης, δεν ακοýγαμε.

     Οι χωριανοß Ýδιναν στον ιδιοκτÞτη του τρÜγου και μια ποσüτητα Üχυρα, για την τροφÞ της κατσßκας τους κατÜ τη διανυχτÝρευσÞ της. ¼ταν «συνευρßσκοντο», το γνωστοποιοýσε ο ιδιοκτÞτης του τρÜγου στον ιδιοκτÞτη της κατσßκας κι οι επισκÝψεις της σταματοýσαν. ¼μως η αμοιβÞ δινüταν μüνον üταν Þταν σßγουρο το αποτÝλεσμα, üταν Üρχιζε δηλαδÞ να φουσκþνει η κοιλιÜ της κατσßκας. Η αμοιβÞ αρχικÜ Þταν σε εßδος, περßπου μια οκÜ λÜδι κι αργüτερα σε χρÞμα.

     Το γÜλα Þταν η κýρια πρωτεúνοýχα τροφÞ μας καθημερινÜ. Η μητÝρα μου Ýβραζε το γÜλα, το Üφηνε λßγο να κρυþσει και μÜζευε απü την επιφÜνεια την «τσßπα», την οποßα φýλασσε. ¼ταν μαζευüταν αρκετÞ ποσüτητα, Ýφτιαχνε βοýτυρο. Με το γÜλα επßσης Ýφτιαχνε μυζÞθρα, για τις πασχαλινÝς καλιτσοýνες και τυρß το οποßο διατηροýσαμε στο λÜδι. Τον «χουμÜ», το υγρü που περßσσευε, τον Ýδιναν σε μας τα παιδιÜ και τον πßναμε, üσον μποροýσαμε βÝβαια, γιατß Þταν πολýς. Εßχε αρκετÜ θρεπτικÜ συστατικÜ κι Þταν πολý νüστιμος.

     Με το γÜλα επßσης η μÜνα μου Ýφτιαχνε τραχανÜ. Για το σκοπü αυτü Üλεθε στο μýλο σιτÜρι και το Ýκανε «χüντρο». Ο μýλος Þταν δυο στρογγυλÝς μυλüπετρες, η μια πÜνω στην Üλλη. Η κÜτω μυλüπετρα εßχε στη μÝση της Ýνα ξýλο, και η πÜνω μια τρýπα üπου θηλýκωνε το ξýλο. Η πÜνω στην Üκρη της εßχε μια λακκοýβα, μÝσα στην οποßα Ýβαζε η μητÝρα μου Ýνα ξýλο και τραβþντας το, καθισμÝνη δßπλα στο μýλο, Ýδινε περιστροφικÞ κßνηση στη μυλüπετρα που Ýσπαζε τον καρπü, τον οποßο Ýριχνε μÝσα στην τρýπα. Ο σπασμÝνος καρπüς, ο χüντρος, Ýβγαινε απü τα πλÜγια. Τον χüντρο αυτü τον Ýψηνε με το γÜλα και Ýφτιαχνε τον τραχανÜ, ο οποßος Þταν νοστιμüτατος. Τρþγαμε üσον μποροýσαμε φρÝσκο και τον υπüλοιπο τον ξεραßναμε στον Þλιο, Ýχοντας το νου μας στις γÜτες. Τον μαγειρεýαμε σαν σοýπα, κυρßως τον χειμþνα, τις κρýες μÝρες. Εμεßς τα παιδιÜ τον τρþγαμε κι Ýτσι, ρουκανιστü, σαν στραγÜλια.

     Εκτüς απü τις κατσßκες üλες οι οικογÝνειες εßχαν και τις κüτες τους. Τις ταÀζαμε με σιτÜρι, κριθÜρι, πßτουρα, κüρες ψωμß, Þ τις αφÞναμε να βüσκουν στο περιβüλι. Και το κρÝας τους και τ' αυγÜ τους δεν Ýχουν καμιÜ σχÝση μ' αυτÜ που ψωνßζουμε στα σουπερμÜρκετ στην ΑθÞνα.

     ΠολλÝς οικογÝνειες εξακολουθοýν να Ýχουν και κουνÝλια. Το στιφÜδο τους εßναι πολý νüστιμο. ΚÜποιες Ýχουν και περιστÝρια. Το περιστÝρι Ýχει το πλεονÝκτημα üτι χρειÜζεται μηδαμινÞ φροντßδα, αλλÜ üμως χρειÜζεται ειδικÜ διασκευασμÝνο χþρο.

ΑρκετÝς οικογÝνειες ανατρÝφουν ακüμα γουρουνÜκια, τα οποßα üταν γßνουν μεγαλοýτσικα τα σφÜζουν. Με τα Ýντερα τους φτιÜχνουν νüστιμες «ομαθιÝς», παραγεμßζοντας τα με ρýζι, κομμÜτια συκþτι και μπαχαρικÜ, και βρÜζοντας τα στη συνÝχεια. Το κüστος της διατροφÞς τους εßναι μηδαμινü, αφοý ταÀζονται με αποφÜγια, üμως Ýχει αρκετÞ φασαρßα η συντÞρηση τους, κυρßως λüγω της βρþμας τους. Αν δεν υπÜρχει γουροýνι, τüτε τ' αποφÜγια ανακατεýονται με νερü και δßνονται στις κατσßκες. Αυτü εßναι το «απüπλυμα».

     ΣκυλιÜ, üπως και παλιÜ, Ýχουν σχεδüν μüνο üσοι κυνηγοýν. Επßσης üσοι Ýχουν κοτÝτσια Ýχουν το σκýλο τους, για να τρομÜζουν τα «καλογυναικÜρια» (νυφßτσες). ΠοτÝ δεν εßναι σπιτßσια ζþα, üπως στην ΑθÞνα. Κι οι γÜτες ακüμη, που εßναι Üφθονες, εßναι μüνο εν μÝρει. Η κýρια αποστολÞ τους εßναι να πιÜνουν ποντßκια.

3.θ. διατροφÞ

     Για κÜποια διατροφικÜ προúüντα που συνδÝονται με κýριες παραγωγικÝς δραστηριüτητες Ýχουμε Þδη μιλÞσει. Εδþ θα μιλÞσουμε για τα υπüλοιπα εßδη διατροφÞς.

     Τα χüρτα, εκεßνα τα πρþτα χρüνια, αποτελοýσαν σημαντικü συμπληρωματικü πιÜτο και καμιÜ φορÜ και κýριο. Απü τα πιο νüστιμα φαγητÜ μου Þταν τα τσιγαριστÜ, φτιαγμÝνα με λαγουδοφÜι και στÜχυ απü λÜχανο (λαχανüσταχο). ¼πως λÝει και το üνομα τους, τσιγαριζüταν στο τηγÜνι.

     Οι ντολμÜδες με κληματüφυλλα κι ανθοýς απü τα κολοκýθια, Þταν επßσης νοστιμüτατοι. Τα καλικωτÜ Þταν Ýνα ανακÜτωμα απü κολοκýθια, πατÜτες, μελιτζÜνες, μπÜμιες, φασüλια κ.Ü., μαγειρεμÝνα κοκκινιστÜ. Τα καλικωτÜ Þταν απü τα φαγιÜ που δεν μου Üρεσαν. Οι μυζηθρüπιτες, στο σχÞμα της πßτας που τυλßγουν το γýρο, παραγεμισμÝνες με μυζÞθρα, Þταν επßσης πολý νüστιμες, üπως και τα ραφιüλια, που τα γÝμιζαν εßτε με μυζÞθρα εßτε με χüρτα. Πρþτα ζýμωναν αλεýρι, μετÜ Üνοιγαν φýλο με το ξυλßκι και με το πþμα ενüς κουτιοý κüβανε στρογγυλÜ κομμÜτια, απüθεταν τη γÝμωση στη μια μεριÜ και σκÝπαζαν με την Üλλη σχηματßζοντας μισοφÝγγαρο. Στις καλιτσοýνες αντßθετα, αφοý βÜζανε τη μυζÞθρα, Ýκαναν μια οδοντωτÞ περιφÝρεια για να μη χυθεß Ýξω, πιÝζοντας ολüγυρα το ζυμÜρι με τον αντßχειρα και τον δεßκτη.

     ΠαλιÜ Ýκαναν και χυλüφτες (χυλüπιτες) που δεν Þταν τßποτε Üλλο παρÜ ανοιγμÝνο φýλλο απü ζυμÜρι, που το Ýκοβαν λουρßδες. Τþρα που το χρÞμα Ýγινε αφθονüτερο, οι χυλüφτες Ýχουν αντικατασταθεß με τα μακαρüνια.

     Απü τα φαγητÜ που μου Üρεσαν πολý Þταν τα σαλιγκÜρια. ¼χι τüσο στο τηγÜνι, «χοχλιοýς μπουμπουριστοýς», üπως τους λÝμε, με ξýδι, üσο στην κατσαρüλα, με χüντρο. ¼ταν η μητÝρα μου βαριüταν ν' αλÝσει χüντρο τους Ýφτιαχνε με ρýζι, üμως δεν Þταν και τüσο νüστιμοι.

     Στην οικονομßα της αυτÜρκειας σχεδüν τßποτα δεν πετιÝται. Τα παλιÜ ροýχα για παρÜδειγμα, γßνονταν κουρÝλια με τα οποßα ýφαιναν στον αργαλειü «κουρελοýδες» που χρησιμοποιοýνταν σαν κλινοσκεπÜσματα Þ σαν χαλιÜ. Τις παλιÝς φανÝλες τις ξÞλωναν και με το νÞμα Ýφτιαχναν κÜτι Üλλο. Τα αποφÜγια δßνονταν στα ζþα. ¼μως λιγüτερα απ' ü,τι θα δßνονταν με τις σýγχρονες διατροφικÝς συνÞθειες. ¸να πιÜτο φακÝς Þ φασοýλες δεν τις πετοýσαν. Οι νοικοκυρÝς Ýφτιαχναν μ' αυτÝς φακüρυζο και φασουλüρυζο. Τα χθεσινÜ κουκιÜ προκειμÝνου να πεταχτοýν εγßνονταν κρομμυδωτÜ, Þ üπως τα Ýλεγαν, κουκιÜ γιαχνß. ΕμÝνα δε, μου Üρεσαν περισσüτερο. ¸τσι, με χθεσινü φαγητü, υπÞρχε κÜθε μÝρα καινοýργιο φαÀ.

     Πολý μου Üρεσαν οι βολβοß, αν και τους εßχαμε σπÜνια στο τραπÝζι. ¼ταν Þμουν πρωτοετÞς φοιτητÞς, με στεßλαν οι συγκÜτοικοι μου τις απüκριες να αγορÜσω, ανÜμεσα στα Üλλα κι «ασκορδουλÜκους». Πηγαßνω στον μπακÜλη, ζητþ ασκορδουλÜκους.
 -«Δεν Ýχουμε» μου λÝει, «δεν τους Ýχω ξανακοýσει. Πþς τους εßπες;».
 -«ΚαλÜ, κι αυτοß εδþ τι εßναι;», του λÝω.
 -«Αυτοß εßναι βολβοß».
     Οι συγκÜτοικοι μου με περßμεναν ξεκαρδισμÝνοι στα γÝλια.
 -«ΒρÞκες ασκορδουλÜκους;».
 -«Δε βρÞκα, βρÞκα üμως βολβοýς».

     Το ψωμß το ζýμωνε η μÜνα μου περßπου μια φορÜ το μÞνα. ΚÜθε φορÜ που ζýμωνε, μοßραζε και απü Ýνα καρβÝλι στις γειτüνισσες. ΑυτÝς θα της το ανταπÝδιδαν με τη σειρÜ τους, üταν θα ζýμωναν. Αυτοß οι δωρισμοß εßχαν σαν αποτÝλεσμα να τρþμε συχνÜ φρÝσκο ψωμß, που οπωσδÞποτε Þταν πιο νüστιμο απü το παξιμÜδι. ΠαξιμÜδι κÜναμε το υπüλοιπο ψωμß, αφοý κρατοýσαμε λßγο, üσο μποροýσε να διατηρηθεß τρεις τÝσσερις μÝρες.

     Το εφτÜζυμο ψωμß Þταν νοστιμüτατο, μα η παρασκευÞ του Þταν φοβερÜ περßπλοκη, χρονοβüρα και κοπιαστικÞ. ¸πρεπε να παρακαλÝσω τη μητÝρα μου για να μας φτιÜξει. ¼μως πιο πολý μας Üρεσε το ψωμß του φοýρναρη, το Üσπρο, χÜσικο üπως το λÝγανε τüτε. ¸να στοιχεßο της ιδεολογικÞς αλλοτρßωσης της επαρχßας, προπαντüς στην εποχÞ εκεßνη, Þταν να θεωροýμε καλýτερο ü,τι Þταν αγοραστικü. Ευτυχþς για μας αγοραστικü ψωμß εßχαμε σπÜνια, μÝχρι το '70 περßπου, οπüτε, üπως εßπα, εγκαταλεßψαμε τις σπορÝς, το αλþνι και τρþγαμε πια μüνο ψωμß του φοýρναρη. Το ßδιο κÜνανε κι üλοι οι χωριανοß μου, την ßδια πÜνω κÜτω εποχÞ.

     Με το αλεýρι κÜναμε και τηγανßτες. Γßνονται με ζυμÜρι üπως οι λουκουμÜδες, μüνο που ψÞνονται στο τηγÜνι. Τρþγονται με μÝλι Þ με ζÜχαρη, üπως οι μυζηθρüφτες. Δεν θα ξεχÜσω τÝλος και τις ξυγκüπιτες, πßτες με ξýγκι και κανÝλα, που Þταν νοστιμüτατες. Και δεν Þταν επιβαρυντικÝς για την υγεßα μας, μια και τις φτιÜχναμε μüνο δýο Þ τρεις φορÝς το χρüνο, ανÜλογα με το πüσα κατσικÜκια εßχαμε για σφÜξιμο. ΕξÜλλου δεν Þμασταν κρεατοφÜγοι, üπως Üλλωστε κανεßς στο χωριü. Το κρÝας το τρþγαμε κÜθε ΚυριακÞ, αν εßχαμε τη δυνατüτητα να το αγορÜσουμε. Αυτüς εßναι Ýνας απü τους λüγους που οι χωριανοß μου πεθαßνουν μετÜ τα 75 οι περισσüτεροι.

     Τþρα βÝβαια γßνεται μεγαλýτερη κατανÜλωση κρÝατος, καθþς, κατÜ την αρχοντοχωριÜτικη νοοτροπßα, η κρεοφαγßα εßναι δεßκτης ευμÜρειας κι ανεβÜζει το γüητρο. ΚατÜ τ' Üλλα üμως η παραδοσιακÞ κουζßνα Ýχει διατηρηθεß, εκτüς βÝβαια απü το üτι ο σπιτßσιος πελτÝς, απü το περßσσευμα της ντομÜτας, Ýχει αντικατασταθεß απü τους κονσερβαρισμÝνους τοματοπολτοýς και τοματοχυμοýς και το κατεψυγμÝνο ψÜρι Ýχει μεγαλýτερη κατανÜλωση απ' ü,τι πριν, μια και το φρÝσκο πÜει κατευθεßαν στα κÝντρα, για τους τουρßστες. Τα περßτεχνα κατασκευÜσματα των βιομηχανιþν, üπως εßδη ζυμαρικþν, ζαμπüν, διÜφορες Üλλες κονσÝρβες, μπýρες, κüκα κüλες, κ.λπ. Ýχουν αρκετÞ κατανÜλωση. ¼μως εßναι χαρακτηριστικü üτι ενþ υπÜρχουν κÜμποσα παντοπωλεßα στο χωριü, δεν υπÜρχει οýτε Ýνα μανÜβικο. ¼ποιος Ýχει περßσσευμα απü ντομÜτες Þ μπÜμιες μπορεß να τις πουλÞσει στο καφενεßο. ¼μως αυτü γßνεται πολý σπÜνια. Κι οι πλανüδιοι μανÜβηδες μüνο το καλοκαßρι κÜνουν δουλειÜ, üταν κατεβαßνουμε μεßς απü την ΑθÞνα.

     Θα Þταν παρÜλειψη να μην κÜνω μια αναφορÜ και στα γλυκÜ. ΟρισμÝνα γλυκÜ φτιÜχνονται üλες τις εποχÝς, ενþ Üλλα μüνο ορισμÝνες γιορτÝς. Τα καλιτσοýνια και τα τσουρÝκια φτιÜχνονται το ΠÜσχα. Τα μελομακÜρουνα και τα ξεροτÞγανα (δßπλες) τις γιορτÝς των ΧριστουγÝννων. ¼λο το χρüνο φτιÜχνονται τα πατοýδα (γλυκÜ με γÝμιση αμυγδÜλου πασπαλισμÝνα με Üχνη), τ' αμυγδαλωτÜ, τα σταφιδωτÜ, η πßτα (κÝικ), οι κουραμπιÝδες και τα κουλουρÜκια. Απ' üλα τα γλυκÜ ομολογουμÝνως τα πιο νüστιμα εßναι τα καλιτσοýνια. ¼μως Ýπρεπε να νηστεýουμε τη ΜεγαλοβδομÜδα και γινüταν αγþνας ανÜμεσα στα παιδιÜ και τις μανÜδες τους, οι μανÜδες να κρýψουν τα καλιτσοýνια κι εμεßς τα παιδιÜ να τ' ανακαλýψουμε. ¼ταν Þμασταν πολý μικροß και θρÞσκοι κι επιπλÝον μας Þταν δýσκολο να βροýμε τους κρυψþνες, τηροýσαμε το Ýθιμο. ¸τσι πηγαßναμε στην ΑνÜσταση με τις τσÝπες φουσκωμÝνες με καλιτσοýνια και περιμÝναμε πüτε να πει ο παπÜς το Χριστüς ΑνÝστη για να τα καταβροχθßσουμε. Οι μεγÜλοι βÝβαια, που εßχαν ανακαλýψει τις κρυψþνες της μητÝρας τους μεσοβδüμαδα, Þταν απασχολημÝνοι με τα πυροτεχνÞματα. ΕπειδÞ τα καλιτσοýνια εßναι τüσο νüστιμα, το Ýθιμο Ýχει υπονομευθεß απü τα ζαχαροπλαστεßα. ¼λα τα ζαχαροπλαστεßα στην ΙερÜπετρα φτιÜχνουν τþρα καλιτσοýνια üλο το χρüνο και δεν χρειÜζεται πια να περιμÝνουμε το ΠÜσχα για να τα δοκιμÜσουμε. Ευτυχþς για μÝνα, γιατß τþρα που φιλοξενþ τον πατÝρα μου στην ΑθÞνα, εδþ και τρßα χρüνια, στην ΚρÞτη πηγαßνω μüνο το καλοκαßρι.

3.ι. Üρδευση

     ¼λα τα περιβüλια ποτßζονται με το νερü που τρÝχει συνεχþς απü τη «μεγÜλη» Þ «πÝρα βρýση». Ο «σουριοτζÞς», δηλαδÞ ο νεροφüρος (και τις δυο λÝξεις τις χρησιμοποιοýν με τη ßδια συχνüτητα) κανονßζει πüτε θα ποτßσει κÜθε χωριανüς, τον ειδοποιεß και πληρþνεται με την þρα. Η συχνüτητα εßναι τÝτοια που επιτρÝπει την καλλιÝργεια πολλþν κηπευτικþν. ΣÞμερα üμως, με το γÝρασμα των ιδιοκτητþν τους, σε πολλÜ περιβüλια δεν καλλιεργοýνται πια κηπευτικÜ. ¼μως παρολαυτÜ οι ιδιοκτÞτες περιμÝνουν το νερü του σουριοτζÞ για να ποτßσουν τις πορτοκαλιÝς και τις μανταρινιÝς, για να μη ξεραθοýν. ΞÝρουν üτι αυτÝς αποτελοýν κεφÜλαιο, που προστßθεται στην αξßα του περιβολιοý. ¸τσι, καθþς τα δÝντρα αυτÜ ποτßζονται, η παραγωγÞ σε πορτακαλομαντÜρινα Ýχει μεßνει σχεδüν σταθερÞ.

     ΠολλÜ περιβüλια Ýχουν και πηγÜδια, που τþρα πια το νερü τους χρησιμοποιεßται σπÜνια, και οπωσδÞποτε παρÜλληλα με το νερü του σουριοτζÞ. Εξαßρεση βÝβαια αποτελοýν τα περιβüλια στα οποßα Ýχει χτιστεß σπßτι. Σ' αυτÜ η κηπευτικÞ παραγωγικÞ δραστηριüτητα διατηρεßται αμεßωτη.

     Ο πιο απλüς τρüπος Üντλησης νεροý απü Ýνα πηγÜδι εßναι με κουβÜ και σκοινß. Καθþς δεν γßνεται καμιÜ αξιοποßηση της ανθρþπινης μυúκÞς δýναμης με κÜποιο σýστημα μοχλοý, η διαδικασßα εßναι πολý κουραστικÞ κι οýτε κατÜ διÜνοια μπορεß να χρησιμοποιηθεß για τακτικü πüτισμα κηπευτικþν.

     ΠαλιÜ υπÞρχε το γερÜνι, που εγþ δεν το πρüφτασα. ¹ταν Ýνα οριζüντιο ξýλο που στηριζüταν στη διχÜλα ενüς κÜθετου ξýλου, δßπλα στο στüμιο του πηγαδιοý. Η διχÜλα το χþριζε στα δυο, σε μακρý βραχßονα και κοντü. Στον κοντü βραχßονα Þταν δεμÝνη μια πÝτρα. Στον μακρý, ο κουβÜς. ¸τσι δημιουργοýντανε μοχλüς. ΚαταβÜλλοντας πολý λßγη μυúκÞ δýναμη, αυτüς που Þθελε ν' αντλÞσει νερü κατÝβαζε τον κουβÜ και τον γÝμιζε. ΜετÜ δεν χρειαζüταν παρÜ μια απλÞ þθηση και με το βÜρος της πÝτρας ο κουβÜς ανÝβαινε πÜνω.

     Στο δικü μας πηγÜδι εßχαμε μαγκÜνι. Το μαγκÜνι Þταν Ýνας ξýλινος κýλινδρος, στη μÝση του οποßου υπÞρχε μια σιδερÝνια ρÜβδος η οποßα στα Üκρα κατÝληγε σε Ýνα Γ, εναλλÜξ, λßγο μετÜ την Üκρη του ξýλου, αφÞνοντας Ýνα διÜκενο. Σ' αυτü το διÜκενο στηριζüταν ο κýλινδρος, σε δýο διχÜλες, μια απü κÜθε πλευρÜ. Στον κýλινδρο τýλιγε και ξετýλιγε το σκοινß που κατÝβαζε τον κουβÜ στο πηγÜδι. Δυο Üτομα πιÜνανε στις Üκρες απü κεßνον τον βραχßονα του Γ, που Þταν παρÜλληλος προς το ξýλο και το Ýδαφος. ¼ταν ο Ýνας βραχßονας Þταν πÜνω, ο Üλλος Þταν κÜτω. Για την Üντληση νεροý üμως δεν Þταν υποχρεωτικü να γυρßζουν το μαγκÜνι δýο Üτομα, αρκοýσε κι Ýνα, μüνο που Þταν πιο κουραστικü.

     Τα ξαδÝλφια μου στο διπλανü σπßτι εßχαν μαγγανοπÞγαδο. Το μαγγανοπÞγαδο Þταν Ýνας περßπλοκος μηχανισμüς, με γρανÜζια. Σ' αυτÜ τα γρανÜζια, üταν Þμουν μαθητÞς, πιÜστηκαν τα δÜκτυλα ενüς μεγαλýτερου παιδιοý και στραπατσαρßστηκαν Üγρια. Εßναι θαýμα πως δεν του τα Ýκοψαν.

     Το üλο σýστημα στηρßζεται στη μεταβßβαση της περιστρο¬φικÞς κßνησης ενüς οριζüντιου Üξονα σε Ýνα κÜθετο. Τη δýναμη της περιστροφικÞς κßνησης στον οριζüντιο Üξονα την Ýδινε Ýνα μεγÜλο ξýλο, που λειτουργοýσε σαν μοχλüς, και το οποßο Þ Ýσερνε Ýνας γÜιδαρος Þ Ýσπρωχνε Ýνας Üνθρωπος. ¼σο πιο Üκρα πιανüταν το ξýλο, τüσο λιγüτερο κουραστικü Þταν. Ο κÜθετος Üξονας, με την περιστροφικÞ κßνηση που Ýπαιρνε, ανÝβαζε μικρÜ κουβαδÜκια νερü, τα οποßα Ýχυναν καθÝνα το νερü του και κατÝβαιναν μετÜ κÜτω, Ýνα Ýνα στη σειρÜ.

     Αργüτερα, μετÜ το '60, τα μαγγÜνια αντικαταστÜθηκαν με μικρÝς βενζινοκßνητες αντλßες, Þ ηλεκτροκßνητες, για üσους εßχαν δßπλα το σπßτι τους. Ενþ τα πηγÜδια στα περιβüλια εßναι μικροý βÜθους (το δικü μας εßναι δεν εßναι Ýξι μÝτρα) αυτÜ που εßναι στα λιοχþραφα Ýχουν μεγÜλο βÜθος, πÜνω απü 20 μÝτρα.

     Για την Üντληση του νεροý χρησιμοποιοýνται κÜτι τερÜστιοι σιδερÝνιοι ανεμüμυλοι, που στο φτερü τους εßναι γραμμÝνη η λÝξη Chicago, προφανþς ο τüπος προÝλευσης τους. Ο πατÝρας μου Üνοιξε πηγÜδι και τοποθÝτησε ανεμüμυλο, το 1958, με δÜνειο απü την αγροτικÞ τρÜπεζα, σε χωρÜφι δýο στρεμμÜτων, στα μισÜ του δρüμου ΚÜτω Χωριü-ΙερÜπετρα. Και σ' αυτÜ τα πηγÜδια εßναι τοποθετημÝνα μαγγÜνια, που üμως χρησιμοποιοýνται üχι για την Üντληση νεροý, αλλÜ για να ανεβοκατεβαßνει ο τεχνßτης που επιδιορθþνει τις διÜφορες βλÜβες του μýλου. ¼μως για την Üρδευση θα μιλÞσουμε και στο επüμενο κεφÜλαιο.

3.ια. πρþιμα κηπευτικÜ

     ¼πως εßπαμε, παλιÜ η παραγωγÞ κηπευτικþν προοριζüταν αποκλειστικÜ για την αυτοκατανÜλωση. ΥπÞρχαν βÝβαια κι εξαιρÝσεις, üπως στην παραγωγÞ της τομÜτας. ¼μως τα αποτελÝσματα της Þταν εντελþς αβÝβαια, αρκετοß χρεωκüπησαν κι Ýνας απü κÜποιο διπλανü χωριü, πατÝρας μιας συμμαθÞτριας μου, αυτοκτüνησε. ¼μως τüτε συνÝβησαν δýο γεγονüτα που φÝραν επανÜσταση σ' ολüκληρη την επαρχßα. Το 1968, μαζß με το Λýκειο, τÝλειωνα και το φροντιστÞριο Αγγλικþν στην ΙερÜπετρα. Εκτüς απü την κα Μαρßκα, μας Ýκανε μÜθημα κι η κα Βßλη. Η κα Βßλη Þταν ΟλλανδÝζα, αλλ' αγγλικÜ Þξερε θαυμÜσια.

     Ο Üντρας της Þταν γεωπüνος. Λεγüταν Παýλος Κοýπερς. ¸κανε πειρÜματα με θερμοκÞπια. Τα πειρÜματα πÝτυχαν. Ο Ýνας μετÜ τον Üλλο οι Γεραπετρßτες Üρχισαν να βÜζουν θερμοκÞπια. Το κρÜτος δανειοδοτοýσε Üνετα, προσβλÝποντας στο συνÜλλαγμα που εισÝπραττε απü τις εξαγωγÝς των πρþιμων κηπευτικþν. Απü τüτε, στην ΙερÜπετρα Üρχισε να ρÝει πολý χρÞμα. Εßναι η μοναδικÞ πüλη στην ΕλλÜδα σÞμερα, που Ýχει τüσο υψηλÞ αναλογßα κατοßκων/αυτοκινÞτων. Σχεδüν κÜθε οικογÝνεια Ýχει αγροτικü αυτοκßνητο και IX. Αν ο Ολλανδüς αυτüς δεν προλÜβαινε να σκοτωθεß σε τροχαßο ατýχημα το 1971, σε ηλικßα 39 χρονþν, (παρασýρθηκε με το μηχανÜκι του) το Üγαλμα του οι Γεραπετρßτες θα του το στÞναν εν ζωÞ. Το να τον κÜνουν απλþς εικüνισμα θα 'δειχνε ελλιπÞ Ýνδειξη ευγνωμοσýνης. ¼μως υπÞρχε και μια Üλλη προûπüθεση: το νερü.

     Στις αρχÝς της 10ετßας του '70 Üρχισαν να γßνονται γεωτρÞσεις, που τροφοδοτοýσαν με νερü τα λιοχþραφα και τα πρþτα θερμοκÞπια. Τüτε, μπροστÜ στη λαμπρÞ προοπτικÞ, εκπονÞθηκαν και τα σχÝδια του φρÜγματος των Μπραúμιανþν, που η κατασκευÞ του Üρχισε σχεδüν αμÝσως, για να τελειþσει μüλις πρüπερσι. ΣÞμερα υπÜρχει Ýνας παραγωγικüς οργασμüς σε πρþιμα κηπευτικÜ που, παρÜ την λειψυδρßα που πλÞττει τþρα την περιοχÞ, üπως κι üλη την ΕλλÜδα Üλλωστε, δεν λÝει να σταματÞσει. ¼μως για τις επιπτþσεις αυτÞς της ξαφνικÞς ανÜπτυξης θα μιλÞσουμε και πιο ýστερα.

     Εκτüς απü το νερü του φρÜγματος, με το οποßο ποτßζεται ο κÜμπος της ΙερÜπετρας, Ýχουμε τÝλος και το νερü της ΘριπτÞς, με το οποßο ποτßζονται τα χωρÜφια που βρßσκονται κοντÜ στα χωριÜ της κοινüτητας. Τþρα μÜλιστα σκÝπτονται να τροφοδοτÞσουν και τα περιβüλια, þστε να ποτßζει κανεßς κατÜ βοýληση, και üχι üποτε Ýρθει η σειρÜ του, απü το νερü της βρýσης. Αυτü σßγουρα θα αυξÞσει την καλλιÝργεια κηπευτικþν.

3.ιβ. επιπτþσεις της μονοκαλλιÝργειας

     Αναζητþντας ενοποιητικü σχÞμα που να διαπερνÜ σαν συνδετικüς ιστüς τις πολυποßκιλες μεταβολÝς που συντελÝσθηκαν στο χωριü και να τους προσδßδει φυσιογνωμßα, οδηγÞθηκα σ' αυτü που διατýπωσα σχηματικÜ κι Ýθεσα σαν υπüτιτλο στο βιβλßο μου: απü την αυτοκατανÜλωση στην αγορÜ. ¼λες οι παραπÜνω μεταβολÝς χαρακτηρßζονται απü την μετÜβαση απü οικονομßα αυτÜρκειας κι αυτοκατανÜλωσης, στην εξÜρτηση και την αγορÜ.

     ¼μως η αγορÜ απαιτεß χρÞμα και το χρÞμα μεγιστοποßηση των αποδüσεων. ¸τσι αυτü που παρατηρεßται σε παγκüσμια κλßμακα, η επιβολÞ της μονοκαλλιÝργειας, παρατηρεßται και στη μικροκλßμακα του χωριοý. ¼λοι οι χωριανοß Ýχουν στρÝψει τις προσπÜθειες τους στην καλλιÝργεια της ελιÜς, που Þταν Ýτσι κι αλλιþς κýριο προúüν, και οι πιο νÝοι στα θερμοκÞπια.

     Η μοßρα της μονοκαλλιÝργειας στη μικροκλßμακα του χωριοý δεν Þταν διαφορετικÞ απü τη μοßρα της μονοκαλλιÝργειας στις χþρες του Τρßτου Κüσμου. ¼πως αυτÝς εßδαν με τρüμο τα τερÜστια κÝρδη τους να συρρικνþνονται δραματικÜ, καθþς η τιμÞ του καφÝ, της ζÜχαρης κι ανÜλογων προúüντων δεν εννοοýσε να σταματÞσει το κατρακýλισμÜ της στην παγκüσμια αγορÜ, Ýτσι κι οι Κρητικοß βλÝπουν με τρüμο την τιμÞ του ελαιüλαδου να 'χει καθηλωθεß, ενþ τα λειτουργικÜ τους Ýξοδα, με πρþτο και κýριο την αγορÜ λιπασμÜτων, Ýχουν αυξηθεß σημαντικÜ. Το παιχνßδι εßναι παγκüσμια γνωστü. Οι κεφαλαιοκρατικοß κολοσσοß μποροýν να επιβÜλουν μονοπωλιακÜ αýξηση στις τιμÝς των προúüντων τους, κÜτι που δεν μποροýν να πετýχουν οι αγρüτες. Οι κυβερνÞσεις εξÜλλου ενδιαφÝρονται για φτηνÜ αγροτικÜ προúüντα, επιτρÝποντας Ýτσι, στα πλαßσια της ανÜγκης αναπαραγωγÞς της εργατικÞς δýναμης, συγκρÜτηση των μισθþν. Αυτü εßναι αρκετÜ εýκολο καθþς η εκμηχÜνιση της γεωργßας τα Ýχει κÜνει πληθωριστικÜ. Εßναι γνωστü Üλλωστε üτι η Ευρþπη διαθÝτει τερÜστια αποθÝματα αγροτικþν και κτηνοτροφικþν προúüντων κι üτι η ΕΟΚ επιδοτεß το σταμÜτημα ορισμÝνων καλλιεργειþν.

     Οι χþρες του Τρßτου Κüσμου καλýπτουν τις ανÜγκες τους με υπερχρÝωση. Οι αναπτυγμÝνες Ýχουν κÜθε διÜθεση να τις δανεßζουν, üχι βÝβαια απü φιλανθρωπßα, αλλÜ για να μην καταρρεýσουν αγορÝς για τα προúüντα τους και για να εξακολουθοýν να τροφοδοτοýνται με φτηνÜ αγροτικÜ προúüντα απü τις χþρες αυτÝς, που για να τα παρÜγουν οι ßδιες θα εßχαν πολý μεγαλýτερο κüστος. ¸τσι, χρÞματα φαινομενικÜ δανεικÜ κι αγýριστα Ýχουν Þδη επιστραφεß με το παραπÜνω, μÝσω του κÝρδους που εßχαν με την παραπÜνω διαδικασßα, για να μην αναφÝρουμε τους τüκους που Ýχουν εισπρÜξει μÝχρι τþρα και που ξεπερνοýν σε ýψος τα ßδια τα δÜνεια.

     Η οικονομικÞ αυτÞ πολιτικÞ Ýχει δημιουργÞσει στις χþρες του Τρßτου Κüσμου τερÜστιες κοινωνικÝς ανισüτητες, με στρατιÝς εξαθλιωμÝνων της υπαßθρου να διευρýνουν τις τενεκεδουπüλεις που κτßζονται στις παρυφÝς των πüλεων. Η εισαγωγÞ αγροτικþν προúüντων στις χþρες αυτÝς, που η καλλιÝργειÜ τους εßχε εγκαταλειφθεß στο βωμü της μονοκαλλιÝργειας, τους στερεß πολýτιμο συνÜλλαγμα, ενþ για τα φτωχüτερα βαλÜντια εßναι απρüσιτα. Γι' αυτü ο 'Αλβιν Τüφλερ (7ο Τρßτο Κýμα, ΘÝσεις & ΑντιθÝσεις, Το Σοκ τον ΜÝλλοντος, εßναι κÜποια απü τα βιβλßα του που στα ελληνικÜ κυκλοφοροýν απü τις εκδüσεις ΚÜκτος) προτεßνει τη «παραγανÜλωση», που στην πραγματικüτητα εßναι μια επιστροφÞ στην αυτοκατανÜλωση, σε οικονομßα αυτÜρκειας, που θα καταστÞσει τα νοικοκυριÜ πιο ανθεκτικÜ στους κλυδωνισμοýς της αγορÜς. ΣυνιστÜται τÝλος απü τους οικολüγους σαν μια μορφÞ Üμυνας απÝναντι στα υποβαθμισμÝνα προúüντα της αγορÜς που υπονομεýουν την υγεßα μας και για την αποτροπÞ της παραπÝρα υποβÜθμισης του περιβÜλλοντος με την αλüγιστη χρÞση φυτοφαρμÜκων και λιπασμÜτων που επιβÜλλει η αρχÞ της μεγßστης απüδοσης για προúüντα προσανατολισμÝνα προς την αγορÜ.

     Για τους χωριανοýς μας üμως η κατÜσταση δεν εßναι και τüσο δραματικÞ üσο εßναι για τις χþρες του Τρßτου Κüσμου. Ενþ αυτÝς Ýχουν αφεθεß στη μοßρα της μονοκαλλιÝργειας και στο Ýλεος του εξωτερικοý δανεισμοý και της φιλανθρωπßας των ανεπτυγμÝνων χωρþν, οι χωριανοß μου, οι νεüτεροι φυσικÜ, προσανατολßσθηκαν απü την αρχÞ εßτε στην καλλιÝργεια των πρþιμων κηπευτικþν, που παρÜ τη δραματικÞ πτþση των κερδþν τους μετÜ την αρχικÞ εκτßναξη εξακολουθοýν να εßναι κερδοφüρα, εßτε στην Üσκηση ενüς δεýτερου επαγγÝλματος και με την ελαιοπαραγωγÞ απλþς να συμπληρþνει το εισüδημα τους. ¼σο για τους μεγαλýτερους, για τους οποßους η ηλικßα δεν επιτρÝπει τüσο μεγÜλες στροφÝς στον επαγγελματικü τους προσανατολισμü, Ýχουν ευτυχþς μειωθεß τα Ýξοδα τους καθþς Ýχουν μεγαλþσει τα παιδιÜ τους, τα οποßα μÜλιστα μποροýν να τους στηρßζουν οικονομικÜ, καλýπτοντας «τρýπες» που δημιουργοýνται, ιδιαßτερα üταν πρüκειται για ζητÞματα υγεßας. ΕξÜλλου οι ανÜγκες τους δεν εßναι μεγÜλες, καθþς η ηλικßα τους αποτελεß παρÜγοντα αντßστασης στην επιθυμßα των καταναλωτικþν αγαθþν, τα οποßα προπαγανδßζει Ýνα ευδαιμονιστικü ιδεþδες που τρυπþνει και στο τελευταßο σπßτι του χωριοý μÝσω της τηλεüρασης.

3.ιγ. επιβιþσεις της αυτÜρκειας

     Η αυτÜρκεια εßναι συνÜρτηση τριþν παραγüντων. Πρþτον, του ýψους της προσφορÜς σε καταναλωτικÜ προúüντα. Δεýτερο, της δυνατüτητας απüκτησης τους, που εßναι συνÜρτηση της τιμÞς τους και των οικονομικþν δυνατοτÞτων του καταναλωτÞ. Και τρßτο, ειδικþν διευκολυντικþν üρων, που εßναι συγκεκριμÝνοι σε κÜθε περßσταση.

     ΠαλιÜ, η προσφορÜ Þταν μικρÞ, οι τιμÝς υψηλÝς, και υπÞρχε αρκετÞ φτþχεια, οπüτε η επιδßωξη της αυτÜρκειας Þταν μια σþφρων επιλογÞ.

     Με την υπερπροσφορÜ καταναλωτικþν προúüντων σε χαμηλÝς τιμÝς και τη σχετικÞ οικονομικÞ ευμÜρεια, που επÞλθε σαν αποτÝλεσμα κατÜ πρþτο λüγο της καλλιÝργειας των πρþιμων κηπευτικþν και κατÜ δεýτερο λüγο της ανÜπτυξης του τουρισμοý, η στρατηγικÞ της αυτÜρκειας εγκαταλεßφθηκε σιγÜ σιγÜ. ¼χι üμως σε üλους τους τομεßς. Εγκαταλεßφθηκε στην Ýνδυση, αλλÜ στη διατροφÞ μüνο εν μÝρει.

     Η φτþχεια εξακολουθεß να εμμÝνει σε üσους απü τους χωριανοýς μου ασκοýν αποκλειστικÜ το επÜγγελμα του αγρüτη και λüγω ηλικßας δεν ασχολοýνται με θερμοκÞπια. Η τιμÞ του κýριου αγροτικοý προúüντος, του λαδιοý, σε σχÝση με το κüστος παραγωγÞς του, üπως εßπαμε, εßναι τüσο χαμηλÞ, που η επιδßωξη της αυτÜρκειας σε εßδη διατροφÞς, üπως τα οπωροκηπευτικÜ κι εν μÝρει το κρÝας, εßναι απαραßτητος üρος επιβßωσης. ¸τσι μüνο θα φτÜσουν τα λßγα χρÞματα που αποφÝρει το λÜδι, να καλυφθοýν, κÜποιες, τουλÜχιστον, απü τις υπüλοιπες ανÜγκες της οικογÝνειας.

     ¸νας δεýτερος παρÜγοντας ποý κÜνει την αυτÜρκεια να επιδιþκεται ακüμη εßναι üτι η καλλιÝργεια των κηπευτικþν γßνεται κυρßως εκτüς της αιχμÞς της ελαιοπαραγωγÞς, που εßναι το λιομÜζωμα το χειμþνα.

     ¸νας τρßτος ακüμη παρÜγοντας εßναι üτι τα λιüδεντρα εßναι φυτεμÝνα σε απüσταση το Ýνα απü το Üλλο και στο ενδιÜμεσο κενü τους μποροýν να καλλιεργηθοýν κηπευτικÜ. ¸τσι οι χωριανοß Ýχουν φροντßσει σ' Ýνα τουλÜχιστον λιοχþραφü τους ν' ανοßξουν πηγÜδι, þστε αφενüς να αυξηθεß η ελαιοπαραγωγÞ του και αφετÝρου να μπορÝσουν να καλλιεργÞσουν τα οπωροκηπευτικÜ της χρονιÜς. Η κατοχÞ μÜλιστα αγροτικοý οχÞματος κÜνει Üκοπες ακüμη και τις καθημερινÝς μεταβÜσεις. Ακüμη, üλοι οι χωριανοß Ýχουν το περιβüλι τους. Η Üρδευση των περιβολιþν, για την οποßα μιλÞσαμε Þδη κι η μικρÞ απüσταση, που εßναι μηδενικÞ üταν Ýχουν χτßσει εκεß το σπßτι τους, διευκολýνουν πÜρα πολý την καλλιÝργεια οπωροκηπευτικþν.

     ΤÝλος, παρατηροýμε εδþ το φαινüμενο μιας ελÜσσονος αντιστροφÞς. Ενþ το γενικü σχÞμα μετÜβασης Þταν απü την αυτοκατανÜλωση στην αγορÜ, εδþ Ýχουμε τρεις καλλιÝργειες που, ενþ αρχικÜ Þταν προσανατολισμÝνες προς την αγορÜ, Ýχουν περιοριστεß στην αυτοκατανÜλωση. Κανεßς δεν πουλÜει πια αμýγδαλα, η παραγωγÞ εßναι τüσο μικρÞ κι η τιμÞ τüσο χαμηλÞ, που üλα θα καταναλωθοýν μÝσα στα πλαßσια της οικογÝνειας, κυρßως για την κατασκευÞ των παραδοσιακþν κρητικþν γλυκþν, με πρþτα και καλýτερα τ' αμυγδαλωτÜ. Τα σταφýλια θα φαγωθοýν üλα ωμÜ, δεν θα γßνουν σταφßδα. ¸τσι η σταφßδα Ýχει εκτοπισθεß απü το διαιτολüγιο των χωριανþν και τα σταφιδωτÜ εßναι πια Ýνα ακριβοθþρητο γλυκü. ¼σο για τα χαροýπια, δεν εßναι λßγοι εκεßνοι που μαζεýουν μüνο üσα χρειÜζονται γα να θρÝψουν τα ζþα τους.

3.ιδ.  Üλλες επαγγελματικÝς δραστηριüτητες

     Η αυτÜρκεια, üπως Þταν χαρακτηριστικü της κÜθε ξεχωριστÞς οικογÝνειας, Ýτσι Þταν και χαρακτηριστικü του χωριοý. ΥπÞρχεν Ýνα πλÞθος επαγγελματιþν στους οποßους μποροýσε να καταφýγει κανεßς για την ικανοποßηση οποιασδÞποτε ανÜγκης του.

     ¼ταν Þμουν παιδß, στο χωριü υπÞρχαν 8 καφενεßα, 3 χασÜπικα (üχι απλÜ κρεοπωλεßα, γιατß οι ιδιοκτÞτες τους Ýσφαζαν κιüλας), 6 παντοπωλεßα, 4 υποδηματοποιεßα, 2 ραφεßα, 2 περßπτερα, 1 φουρνÜρικο, 1 σωμαρÜδικο (ο σωμαρÜς Þταν και πεταλωτÞς), 3 ξυλουργεßα, 2 τενεκετζÞδικα, απü τα οποßα το Ýνα αντικατÝστησε προηγοýμενο σιδερÜδικο, 1 κατÜστημα με σιδηρικÜ και τζÜμια, 1 φαρμακεßο και 1 ξενοδοχεßο. ΥπÞρχαν ακüμη 3 ηλεκτρολüγοι, 4 δÜσκαλοι, 1 επιδιορθωτÞς ανεμüμυλων, 1 ιδιοκτÞτης φορτηγοý, που το δοýλευε ο ßδιος, 1 οδηγüς λεωφορεßου, 2 μοδßστρες και 1 «περαματßστρα», η μητÝρα μου, που Ýστηνε τα «ανυφαντικÜ». ΚÜποτε δοýλεψε και σαν ανυφαντοý. Εκτüς απü τους 4 δασκÜλους, Üλλοι μισθωτοß Þταν ο παπÜς του χωριοý, ο πρüεδρος της κοινüτητας, ο γραμματÝας κι ο κλητÞρας, (που üταν Þρθε το δßχτυο ýδρευσης δοýλευε και σαν υδραυλικüς) καθþς κι ο γραμματÝας του συνεταιρισμοý. Ακüμη υπÞρχαν 2 γιατροß καθþς κι Ýνας «πρακτικüς», που μπüρεσα κÜποτε να θαυμÜσω την τÝχνη του üταν επανÝφερε μια εξÜρθρωση þμου που εßχε πÜθει Ýνας φßλος μου. ΤÝλος υπÞρχαν 6 κτιστÜδες, μια αδιαφοροποßητη τüτε ειδικüτητα, μια και φτιÜχνανε και τους τοßχους και τις ταρÜτσες, (πανωταρÜτσες και κατωταρÜτσες, δεν υπÞρχαν τüτε πλακÜκια παρÜ σ' ελÜχιστα πλουσιüσπιτα, üπως και μωσαúκÜ) και τους σοβÜδες. Θα πρÝπει βÝβαια να υπογραμμßσω πως üλοι σχεδüν οι παραπÜνω επαγγελματßες ασχολοýνταν παρÜλληλα και με τη γεωργικÞ.

     Η ανÜπτυξη της εμπορευματικÞς οικονομßας, η απüκτηση μπüλικου κι εýκολου χρÞματος με τα θερμοκÞπια και τον τουρισμü, καθþς κι η μικρÞ απüσταση που χωρßζει το χωριü απü την ΙερÜπετρα, οδÞγησαν στην κατÜρρευση της αυτÜρκειας -και στο επßπεδο της οικογÝνειας και στο επßπεδο του χωριοý.

     Στο επßπεδο του χωριοý εγκαταλεßφθηκαν πρþτα απ' üλα τα ανυφαντικÜ κι η οικογÝνεια μου στερÞθηκε Ýνα σημαντικü πρüσθετο εισüδημα. Πιο πριν, με την εγκατÜλειψη της καλλιÝργειας του λιναριοý και του βαμβακιοý, καθþς και των προβÜτων, οι χωριανοß εßχαν Þδη σταματÞσει να φτιÜχνουν μüνοι τους το ρουχισμü τους.

     Για την εγκατÜλειψη της σπορÜς Ýχω Þδη μιλÞσει. ¸τσι οι φουρνÜρηδες Üρχισαν να κÜνουνε χρυσÝς δουλειÝς.

     Ακüμη κι η καλλιÝργεια των περιβολιþν μειþθηκε, καθþς οι παλιοß γεωργοß γερνοýσαν Ýνας Ýνας, και τα παιδιÜ τους ασχολÞθηκαν με Üλλες δουλειÝς, üσα δεν Ýφυγαν. ¸τσι η διατροφÞ γνþρισε μια μετατüπιση απü τα εßδη μαναβικÞς στα εßδη μπακαλικÞς, κÜτι που δεν εßναι και τüσο ωφÝλιμο για την υγεßα.

     Ο πληθυσμüς του χωριοý μπορεß να μη μειþθηκε, παρüλο που πολλοß, üπως εγþ, Ýφυγαν, üμως Ýγινε μια μετατüπιση απü τις γεωργικÝς δραστηριüτητες προς τις υπηρεσßες. Τα παιδιÜ που Ýμειναν δεν εßναι πια γεωργοß, αλλÜ υπÜλληλοι, και γενικÜ μισθωτοß, στην ΙερÜπετρα, Þ ελεýθεροι επαγγελματßες. Τα θερμοκÞπια μαζß με τον τουρισμü Ýχουν οδηγÞσει σε Üνευ προηγουμÝνου οικονομικÞ ανÜπτυξη, με αποτÝλεσμα να δημιουργηθοýν πολλÝς νÝες θÝσεις εργασßας. Τα 7 χιλιüμετρα που χωρßζουν το χωριü απü την ΙερÜπετρα εßναι μικρÞ απüσταση και καθþς το κυκλοφοριακü χÜος μÝσα στην πüλη της ΙερÜπετρας εßναι χειρüτερο και απü της ΑθÞνας, πολλοß προτιμοýν να μεßνουν στο «προÜστιο», με τα σπßτια τους μÝσα στο πρÜσινο.

     ΑυτÞ η μικρÞ απüσταση Ýχει επßσης υπονομεýσει την αυτÜρκεια του χωριοý. Πολλοß νÝοι χωριανοß προτιμοýν να κÜνουν τα ψþνια τους στα σουπερμÜρκετ στην ΙερÜπετρα üπου υπÜρχει περισσüτερη ποικιλßα και καλýτερες τιμÝς, παρÜ στα μπακÜλικα του χωριοý, αρκετÜ απü τα οποßα Ýχουν περιπÝσει στην κατÜσταση του ψιλικατζßδικου, αν δεν Ýχουν ολüτελα κλεßσει. ¸τσι σÞμερα στο χωριü υπÜρχουν μüνο 4 μπακÜλικα, 3 παλιÜ και 1 καινοýργιο, στον κüμβο ανÜμεσα στα τÝσσερα χωριÜ της κοινüτητας. Τα ραφτÜδικα παραμÝνουν μÝχρι να πÜρουν σýνταξη οι ιδιοκτÞτες τους. Δýο υποδηματοποιοß πÝθαναν, Ýνας εßναι συνταξιοýχος κι ο τελευταßος δε φτιÜχνει πια παποýτσια, αλλÜ Ýγινε πωλητÞς σε μαγαζß που Üνοιξε στην ΙερÜπετρα.

     Απü τους τρεις ξυλουργοýς, ο Ýνας πÝθανε κι οι Üλλοι δýο εßναι συνταξιοýχοι. ¸νας καινοýργιος, που παντρεýτηκε μια χωριανÞ μου, καλýπτει τþρα τις ανÜγκες του χωριοý. Ο σωμαρÜς, γÝρος και αυτüς, εßναι χρüνια που Ýχει παρατÞσει το σωμαρÜδικο, καθþς τα γαúδοýρια στο χωριü üλο και λιγüστευαν. Οι δýο χασÜπηδες πÝθαναν, ο τρßτος εßναι συνταξιοýχος. Ο φÜρμακοποιος, συνηλικιþτης του πατÝρα μου, πÝθανε πρüσφατα, αφοý βÝβαια εßχε πÜρει σýνταξη πριν χρüνια. ΝÝος φαρμακοποιüς υπÜρχει στο χωριü, üμως δε ρισκÜρει στην αγορÜ του χωριοý, üπως δε ρισκÜρισε κι ο ξÜδερφος μου απü την ΕπισκοπÞ, που Üνοιξε φαρμακεßο στην ΙερÜπετρα. Απü τους γιατροýς, ο Ýνας πÝθανε, ενþ ο Üλλος εργÜζεται ως μικροβιολüγος στην ΙερÜπετρα, που Ýχει το ιατρεßο του, üμως αμφιβÜλλω αν τον καλοýνε πια, üπως παλιÜ, για επεßγουσες περιπτþσεις στο χωριü (πüσες φορÝς δεν τον εßχαμε καλÝσει για τη συχωρεμÝνη τη μητÝρα μου!) αφοý τ' αυτοκßνητα εßναι τüσα πολλÜ, που üλο και κÜποιος θα βρεθεß να μεταφÝρει üποιον Ýχει ανÜγκη στο νοσοκομεßο της ΙερÜπετρας. Κι ο ξενοδüχος Ýχει πεθÜνει, αφοý εßχε χρüνια να σταυρþσει πελÜτη, μια κι η ΙερÜπετρα εßναι τüσο κοντÜ ο δρüμος ασφαλτοστρωμÝνος και πλατýς κι η συγκοινωνßα πολý πυκνÞ.

  1. Η ΖωÞ Στο Χωριü

4.α. συγκοινωνßες

     Ο δρüμος παλιÜ δεν Þταν üπως εßναι σÞμερα. ¼ταν Þμουν μικρüς τον θυμÜμαι χαλικοστρωμÝνο, και η οδÞγηση σ' αυτüν θα πρÝπει να Þταν πολý δýσκολη. ΑρχÝς του '50 ασφαλτοστρþθηκε. ¼μως και πÜλι Þταν στενüς και καθþς εßχε γßνει κακÞ δουλειÜ, γρÞγορα γÝμισε λακκοýβες. ΤÝλη του '60 Þταν που διαπλατýνθηκε, üμως και πÜλι γÝμισε λακκοýβες. Μüλις κατÜ το '85 τον Ýφτιαξαν οριστικÜ και τþρα μπορεß να οδηγεß κανεßς χωρßς κανÝνα πρüβλημα.

     Η συγκοινωνßα με την ΙερÜπετρα παλιÜ δεν Þταν συχνÞ. Λεωφορεßο υπÞρχε μüνο τρεις φορÝς την ημÝρα, πρωß, μεσημÝρι, βρÜδυ και μÜλιστα το πρωινü και το βραδινü λεωφορεßο Þταν αυτü που πÞγαινε στο ΗρÜκλειο Þ που ερχüταν αντßστοιχα. Και τα λεωφορεßα Þταν σε Üθλια κατÜσταση. ΛÝγεται για κÜποιον χωριανü μου, ιδιοκτÞτη κι οδηγü ενüς απü τα λßγα που υπÞρχαν στην επαρχßα üτι üταν κÜποτε Ýπαθε βλÜβη το λεωφορεßο του, στη μÝση της διαδρομÞς, κατÝβασε τους επιβÜτες και τους Ýβαλε και το Ýσπρωξαν μÝχρι την ΙερÜπετρα. ¼ταν Ýφτασαν ο εισπρÜκτορας Ýκοψε και τα υπüλοιπα εισιτÞρια που δεν εßχε προλÜβει να κüψει.

     ΣÞμερα η συγκοινωνßα εßναι πολý πυκνÞ, σχεδüν κÜθε δßωρο υπÜρχει λεωφορεßο, και το καλοκαßρι εßναι ακüμη πυκνüτερη. ¼μως το τελευταßο βραδινü λεωφορεßο περνÜ την ßδια þρα, γýρω στις οχτþ.  Το πρþτο IX Þταν το σπιρτοκοýτι, üνομα και πρÜγμα, του γιατροý του Αριστεßδη. Αριστερüς, παραλßγο βουλευτÞς της ΕΔΑ το '56, Ýχει στο ενεργητικü του το θλιβερü ρεκüρ των 33 μηνýσεων σ' Ýνα μÞνα για τροχαßες παραβÜσεις. Δýσκολα χρüνια πραγματικÜ.

     ΜηχανÝς υπÞρχαν κÜμποσες, μÜρκας Greider και Sachs, üλες 50 κυβικþν. Τις εßχαν οι πιο πλοýσιοι. Οι λιγüτερο πλοýσιοι εßχαν ποδÞλατα. Τþρα üλοι Ýχουν αμÜξια, IX Þ αγροτικÜ, μικροß μεγÜλοι. Οι μαθητÝς μüνο Ýχουν παπÜκια. Το ποδÞλατο Ýχει γßνει εßδος ανýπαρκτο. ¸τσι κι αλλιþς Þταν ανÝκαθεν προβληματικü. Στο χωριü φυσοýν πολλÜ μελτÝμια κι ο κατÞφορος της πλαγιÜς στο δρüμο προς την ΙερÜπετρα εßναι δýσκολος στην επιστροφÞ, σαν ανÞφορος. ¼ταν Þμασταν μαθητÝς και πηγαßναμε στο γυμνÜσιο της ΙερÜπετρας με ποδÞλατα, πÜντοτε στην επιστροφÞ «ξεπεζεýαμε» κι ανεβαßναμε την ανηφüρα τσουλþντας τα. Κι Þμασταν και τυχεροß. Οι πιο παλιοß μαθητÝς, μüλις πÝντε χρüνια πριν απü μας, πÞγαιναν στην ΙερÜπετρα με τα πüδια. ¹μασταν üμως κι Üτυχοι. Οι μαθητÝς μετÜ απü μας, Üρχισαν να πηγαßνουν στο σχολεßο με λεωφορεßο. Οι γονεßς προτιμοýσαν τα Ýξοδα του λεωφορεßου παρÜ την ταλαιπωρßα των παιδιþν τους με ποδÞλατα. Σχεδüν αμÝσως καθιερþθηκε κι ο θεσμüς του μισοý εισιτηρßου για τους μαθητÝς, με την επßδειξη μιας ειδικÞς κÜρτας, καθþς κι ειδικÜ δρομολüγια, προσαρμοσμÝνα στο σχολικü πρüγραμμα.

     Εγþ Þμουν ακüμη πιο Üτυχος. Στην τελευταßα τÜξη του Λυκεßου Þταν που παρατÞσαμε τα ποδÞλατα και πηγαßναμε στο σχολεßο με λεωφορεßο. ¼μως εγþ πÞγαινα στο φροντιστÞριο των αγγλικþν κι üταν σχüλαγα δεν υπÞρχε λεωφορεßο κι αναγκαστικÜ πÞγαινα με το ποδÞλατο, τη βδομÜδα που στο σχολεßο Þμασταν απογευματινοß. Η μητÝρα μου πÝρασε πολλÝς λαχτÜρες να με φαντÜζεται μονÜχο μÝσα στη νýχτα, με κρýο, βροχÝς κι αστραπüβροντα, αρκετÝς μÝρες του χειμþνα, γυρνþντας στο σπßτι αρκετÜ νυχτιασμÝνα. Η ταλαιπωρßα μου üμως ανταμεßφθηκε, μια και πÝτυχα στην ΑγγλικÞ Φιλολογßα, την ßδια χρονιÜ.

4.β. διασκÝδαση

     Η προαστικοποßηση του χωριοý μου το 'κανε να χÜσει τη φυσιογνωμßα του. ΠαλιÜ, ο κακüς δρüμος, η πολý αραιÞ συγκοινωνßα, ο μικρüς αριθμüς οχημÜτων και στο χωριü και στην επαρχßα, αναγκαστικÜ περιüριζαν τις δραστηριüτητες ελεýθερου χρüνου μÝσα σ' αυτü. Και λÝω για μικρü αριθμü οχημÜτων και στην επαρχßα, γιατß αυτü περιüριζε και τα οτοστüπ. ΘυμÜμαι, φοιτητÞς, που κÜναμε, μετÜ απü þρα απελπιστικÞς αναμονÞς, οτοστüπ σ' Ýνα τρακτÝρ, για να πÜμε σε πÜρτι στον Παχý 'Αμμο. ¸τσι εμεßς εκεßνη την εποχÞ, τη βρßσκαμε στο χωριü. Καθüμασταν στα καφενεßα και κÜναμε πλÜκα μεταξý μας Þ με κÜποιον αποδιοπομπαßο τρÜγο Þ με τους δυο μÝθυσους -θεüς σχωρÝστους- του χωριοý. ΚαφÝς, αναψυκτικÜ, τσικουδιÜ τα βρÜδια, Þταν αρκετÜ φτηνÜ και μποροýσαμε ν' ανταποκριθοýμε με το μικρü μας χαρτζιλßκι. Τα πÜρτι και τα πανηγýρια πρüσφεραν επßσης αρκετÞ εκτüνωση.

     Τα καλοκαßρια, Þδη απü το '58, λειτουργοýσε ο θερινüς σινεμÜς του χωριοý μου, το «ΣινÝ-ΑστÝρια», ελκυστικüς ακüμη και για τους γεραπετρßτες. ΒλÝπαμε δýο Ýργα τη βδομÜδα, μÝσα σ' ειδυλλιακü περιβÜλλον. ΨηλÜ ο Ýναστρος ουρανüς, μποροýσες να γýρεις πßσω το κεφÜλι σου στη καρÝκλα και να βυθιστεßς σ' Ýκσταση Þ σε μεταφυσικοýς στοχασμοýς. Δßπλα στους τοßχους, αναρριχητικÜ φυτÜ πρüσφεραν σπÜνια ομορφιÜ κι ευωδßα, με τα πρÜσινα φýλλα τους και τα πολýχρωμα Üνθη τους. Ποντßκια σεριανοýσαν συνεχþς πÜνω στο λεπτü σαν σπÜγκο κορμü τους, Ýχοντας εξοικειωθεß με την παρουσßα μας κι εμεßς με τη δικÞ τους. Τα διαλεßμματα απολαμβÜναμε τα αναψυκτικÜ μας, τον πασατÝμπο και τα στραγÜλια μας. ΑπολαμβÜναμε επßσης και τη διαφÞμιση της επüμενης ταινßας απü τον οπερατÝρ, τον συγχωρεμÝνο τον ΝικολÞ τον ΜουδÜτσο. Καθþς δεν Þξερε αγγλικÜ και τα ονüματα των ηθοποιþν Þταν στα ξÝνα, διÜβαζε «Üλλα των αλλþν», πρÜγμα που προκαλοýσε την ιλαρüτητÜ μας. Η διαφÞμιση του επüμενου Ýργου θα πρÝπει να Þταν γι' αυτüν φοβερÞ δοκιμασßα, γιατß κÜποτε δεν κρατÞθηκε και μας φþναξε απü το μικρüφωνο "Μη γελÜτε, γιατß ανÝ κατεβþ κÜτω...", πρÜγμα που Ýκανε μεν τα δικÜ μας γÝλια να σταματÞσουν μπροστÜ στο φüβο της απειλÞς, ξÝσπασαν üμως Üλλα δυνατüτερα απü τους υπüλοιπους θεατÝς, που πιο σοβαροß απü εμÜς περιορßζονταν απλÜ να χαμογελοýν μ' αυτÝς τις διαφημßσεις.

     Εκτüς απü αυτü το γÝλιο, Üφθονο γÝλιο πρüσφεραν στην οθüνη ο ΒουτσÜς, ο Φωτüπουλος, ο Αυλωνßτης, ο Σταυρßδης. Επßσης μας διασκÝδαζαν τα κλÜματα των διπλανþν μας üταν βλÝπαμε τις ταινßες του Ξανθüπουλου. ΚÜποτε βÝβαια το παρακÜναμε. ¸νας χωριανüς μας σηκþθηκε αγριεμÝνος απü τα γÝλια μας, στη μÝση μιας παρÜστασης κι Üρπαξε τον μικρüτερο της παρÝας απü το λαιμü, λÝγοντας του: "Να σε πνßξω μωρÝ, να σε πνßξω;". Φýγαμε κακÞν-κακþς και δεν τολμÞσαμε να ξαναειρωνευτοýμε τους ευσυγκßνητους χωριανοýς μας.

     Ο κινηματογρÜφος αυτüς εßχε την ßδια μοßρα με τους περισσüτερους «τελευταßους παρÜδεισους», μετÜ την Ýλευση της τηλεüρασης. Το καλοκαßρι του '70 ο σινεμÜς δεν Üνοιξε, αφοý το προηγοýμενο καλοκαßρι οι θεατÝς εßχαν λιγοστÝψει επικßνδυνα. ΞανÜνοιξε üμως το '71, για να μη ξανανοßξει Ýπειτα ποτÝ πια.

     ΣÞμερα μου αρÝσει να ξαναβλÝπω τις ταινßες που πρωτοεßδα εκεß, üχι τüσο για αυτÝς τις ßδιες (στο μεταξý, μπορþ να περηφανευτþ üτι απÝκτησα καλýτερο γοýστο) üσο γιατß με γεμßζουν αναμνÞσεις. ΠολλÝς απü αυτÝς τις εßδαμε σκαρφαλωμÝνοι σε μια γειτονικÞ μουριÜ Þ στη διπλανÞ ταρÜτσα, üταν δεν εßχαμε να πληρþσουμε εισιτÞριο.

     Εκεßνη την εποχÞ γßνονταν πολλÜ γλÝντια στα καφενεßα του χωριοý, με πολý κÝφι. ¼μως οι γλεντζÝδες εκεßνης της εποχÞς γÝρασαν κι οι σημερινοß νÝοι πηγαßνουν στις καφετÝριες, τις ντßσκο και τις παμπ της ΙερÜπετρας κι οι μεγαλýτεροι στα ρεστωρÜν, που σε μια δεκαετßα (1970-1980) Ýκαναν αγνþριστη την παραλßα της. Ευτυχþς εξακολουθοýν να γßνονται τα καλοκαιρινÜ γλÝντια του ΠροφÞτη Ηλßα και της Παναγßας, στη θαυμÜσια πλατεßα του χωριοý, με τα πελþρια πλατÜνια και τους ευκαλýπτους, που αποτελεß πραγματικü καταφýγιο τις καυτÝς μÝρες του καλοκαιριοý. Εκεßνη την εποχÞ το γλÝντι Þταν μÝρος μιας ιεροτελεστßας.

     Στο χωριü μας, τÝλη της δεκαετßας του '70, Üνοιξαν δýο τÝτοια κÝντρα, που πρüσφεραν κρητικÞ μουσικÞ τα Σαββατοκýρια και τις γιορτÝς. Το Ýνα στεγÜστηκε κÜπου στο δρüμο προς την ΕπισκοπÞ, και το Üλλο στον παλιü σινεμÜ. Και τα δýο Þταν υπαßθρια. Και στον Παχý 'Αμμο Üνοιξαν δýο τÝτοια κÝντρα με αρκετü εσωτερικü χþρο, που μποροýσαν να λειτουργÞσουν και το χειμþνα. ¼λα Ýκλεισαν κι ο βασικüς λüγος εßναι üτι η ΙερÜπετρα ασκοýσεν ακαταμÜχητη Ýλξη, μια και πρüσφερε περισσüτερα περιθþρια επιλογÞς.

     Τα τελευταßα χρüνια Üνοιξαν δυο ψησταριÝς στην πλατεßα του χωριοý. Δουλεýουν βÝβαια κατÜ βÜση το καλοκαßρι, οπüτε υπÜρχει πολýς κüσμος, δουλεýουν üμως και το χειμþνα, κυρßως σαν καφενεßα. Το χειμþνα η ανÜγκη για χορü, μüνο στην ΙερÜπετρα μπορεß να ικανοποιηθεß.

     Τα καφενεßα, αν και δεν εßναι ακριβþς χþρος διασκÝδασης, εßναι üμως Ýνας χþρος που μπορεß να περÜσει κανεßς ευχÜριστα την þρα του και γι' αυτü κι Ýχουν αντισταθεß τüσο επιτυχημÝνα, στα χωριÜ ιδßως, στη φθορÜ του χρüνου. Τα καφενεßα προσφÝρουν και τþρα üπως και παλιÜ, καφÝ, αναψυκτικÜ, βραστÜρια, μπýρα, ρακß με μεζÝ, üπως πατÜτα οφτÞ, κουκιÜ, ελιÝς, στραγÜλια, αχλÜδια, καρποýζι και μικρÜ παξιμÜδια. ΥπÜρχει επßσης κι εφημερßδα για διÜβασμα, για üσους δεν βαριοýνται να διαβÜζουν. Οι Üλλοι προτιμοýν να μαθαßνουν τις ειδÞσεις απü την τηλεüραση και πιο παλιÜ απü το ραδιüφωνο, απαραßτητο μÝρος του εξοπλισμοý ενüς καφενεßου. Τα χαρτιÜ και το τÜβλι, συνÞθως μ' Ýπαθλο το κÝρασμα των καφÝδων Þ των αναψυκτικþν, εßναι Ýνας ακüμη τρüπος για να περÜσει κανεßς την þρα του. ΤÝλος το καφενεßο εßναι Ýνας χþρος που μπορεß κανεßς να τσακωθεß για τα πολιτικÜ.

     Οι γυναßκες, εξßσου καταπιεσμÝνες κι αποκλεισμÝνες απü τα καφενεßα με τις κüρες τους, σαν αναψυχÞ εßχαν τις επισκÝψεις τα βρÜδια στο σπßτι η μια της Üλλης, τις λεγüμενες «αποσπερßδες». ¸καναν βÝβαια επισκÝψεις και την ημÝρα, αλλÜ πÜντα για κÜποιο λüγο, Þ με κÜποια πρüφαση. Το βρÜδυ üμως επισκÝπτονταν απλÜ για να κÜτσουν, να κουβεντιÜσουν (να κουτσομπολÝψουν, Ýλεγαν οι Üντρες), να «γειτονÝψουν». ΑυτÝς τις αποσπερßδες τις ξÝρω καλÜ, καθþς συνüδευα τακτικÜ τη μÜνα μου σ' αυτÝς üταν Þμουν μικρüς.

     Περισσüτερο μου Üρεσαν οι αποσπερßδες της μεσοχωριÜς, γιατß εκεß μαζεýονταν πολλÝς γυναßκες, και το κλßμα Þταν πιο ζωηρü. ΚÜθονταν Ýξω στο δρüμο, στο σοκÜκι, κουβαλþντας κÜθε μια την καρÝκλα της, εκτüς απ' αυτÝς που Ýρχονταν απü μακριÜ, που τους Ýφερναν καρÝκλα οι γυναßκες που μπροστÜ στο σπßτι τους γινüταν η αποσπερßδα. ¼σες βαριüντουσαν να φÝρουν καρÝκλα, Þ üταν δεν υπÞρχαν Üλλες διαθÝσιμες, κÜθονταν στο πεζοýλι της αυλüπορτας. ΠολλÝς εßχαν μαζß και τα πλεχτÜ τους. ¸τσι κυλοýσεν η βραδιÜ ευχÜριστα, μÝχρι να Ýρθει η þρα να πÜνε για ýπνο.

4.γ. η ζωÞ των παιδιþν

     Το βασικü χαρακτηριστικü αυτÞς της εξÝλιξης, üπως την περιγρÜψαμε παραπÜνω, εßναι η μετÜβαση απü την οικονομßα της αυτοκατανÜλωσης και της αυτÜρκειας στην οικονομßα της εμπορευματοποßησης και της εξÜρτησης, απü τη φτþχεια στον πλοýτο, απü την Ýλλειψη βασικþν αγαθþν στον καταναλωτισμü και στο επßπεδο του χωριοý, απü την αυτÜρκη απομüνωση, στην προαστιοποßησÞ του. ΑυτÞ η γραμμÞ εξÝλιξης επηρεÜζει τον τρüπο ζωÞς και την συμπεριφορÜ, τις αντιλÞψεις και τις αξßες, τον ßδιο το χαρακτÞρα των κατοßκων. Ακüμη επηρεÜζει ποικιλüτροπα τις διÜφορες ομÜδες του πληθυσμοý, üπως εßναι οι Üντρες, οι γυναßκες και τα παιδιÜ.

     Το πρþτο χαρακτηριστικü της ζωÞς του παιδιοý στο χωριü, σε σχÝση με τη ζωÞ του παιδιοý της πüλης, εßναι üτι το παιδß του χωριοý «ξεπορτßζει» νωρßς και σπαταλÜ περισσüτερο χρüνο Ýξω απü το σπßτι παρÜ μÝσα σ' αυτü, σε σχÝση με το παιδß της πüλης. Αυτü το χαρακτηριστικü Þταν πολý πιο Ýντονο τüτε που εγþ Þμουν παιδß, απü ü,τι εßναι σÞμερα. ΕπειδÞ αυτü εßχε σαν συνÝπεια να μαζευüμαστε πολλÜ παιδιÜ, τα παιχνßδια μας Þταν πÜντοτε ομαδικÜ, αντßθετα με τα παιχνßδια των παιδιþν των διαμερισμÜτων, που εßναι πολý συχνÜ ατομικÜ και τþρα τελευταßα με τα κομπιοýτερ Ýγιναν ακüμη ατομικüτερα.

     Εκεßνα τα χρüνια Þταν χρüνια φτþχειας, αλλÜ και μειωμÝνης προσφορÜς καταναλωτικþν αγαθþν (διÜβαζε εδþ: παιχνιδιþν) πρÜγμα που δεν εßχε να κÜνει μüνο με τις ισχνÝς οικονομικÝς δυνατüτητες των ανθρþπων που περιüριζαν τη ζÞτηση, αλλÜ και τις τεχνολογικÝς. ¸τσι ü,τι παιχνßδια εßχαμε τα φτιÜχναμε μüνοι μας (εκτüς απü τις μπÜλες) Þ μας τα Ýφτιαχναν οι γονεßς μας, Þ Üλλοι μεγαλýτεροι.

     Το πρþτο παιχνßδι που θυμÜμαι Þταν Ýνας μικρüς ανεμüμυλος που μου τον Ýφτιαξε Ýνας τσαγκÜρης του χωριοý. Πιο πριν, πριν ακüμη μÜθω να περπατÜω, η μητÝρα μου, θυμοýμαι, μου Ýστρωνε στην αυλÞ του σπιτιοý μας Ýνα χιρÜμι και πÜνω του αρÜδιαζε τα λιγοστÜ βιβλßα που εßχε, και εγþ Ýπαιζα μ' αυτÜ, σαν να Þταν παιχνßδια. 'Αλλα παιχνßδια που φτιÜχναμε Þταν τα «τηλÝφωνα». Παßρναμε δυο Üδειες ξýλινες κουβαρßστρες, περνÜγαμε την Üκρη μιας κλωστÞς απü την τρýπα της μιας και τη δÝναμε σ' Ýνα ξυλÜκι και τραβþντας μετÜ την κουβαρßστρα το ξυλÜκι ακουμποýσε στην εξωτερικÞ στρογγυλÞ της επιφÜνεια. Το ßδιο κÜναμε και με την Üλλη κουβαρßστρα στην Üλλη Üκρη της κλωστÞς. Γυρνþντας Ýπειτα το Ýνα ξυλÜκι, þστε να τρßβεται στην στρογγυλÞ επιφÜνεια, ακοýγαμε τον Þχο στην Üλλη Üκρη. Τις κουβαρßστρες τις προσαρμüζαμε επßσης κατÜλληλα σε κονσερβοκοýτια, σαν ρüδες, και φτιÜχναμε αμαξÜκια. Με καλÜμια φτιÜχναμε νεροπßστολα, καθþς και «μαντοýρες», φλογÝρες δηλαδÞ, με δýο-τρεις τρýπες που απλþς Ýβγαζαν κÜποιους Þχους. Μαντοýρες φτιÜχναμε και με τις «νουνοýδες». Η νουνοýδα εßναι μια ιξþδης μεμβρÜνη που φτιÜχνουν κÜτω απü τις πÝτρες οι «αρογαλßδες», Ýνα εßδος αρÜχνης, για να προφυλÜσσουν τα αυγÜ τους. Μ' αυτÞ σκεπÜζαμε το Ýνα Üκρο ενüς καλαμιοý μÞκους μιας παλÜμης περßπου και φυσÜγαμε απü το Üλλο ελαφρÜ. ¸βγαινε τüτε Ýνας οξýς φÜλτσος Þχος.

     Με τα παλιÜ λÜστιχα των αυτοκινÞτων φτιÜχναμε «τσουρλιÜ». Τσουρλß Þταν η συρμÜτινη στεφÜνη που Ýμενε αφοý καßγαμε τα λÜστιχα. Τα τσουρλιÜ τα τσουλÜγαμε στο δρüμο με τη βοÞθεια ενüς σýρματος το οποßο εßχαμε διαμορφþσει κατÜλληλα. Τις σφεντüνες επßσης τις φτιÜχναμε μüνοι μας, αγορÜζοντας μüνο τα λÜστιχα. Το «πετσÜκι» üπου Ýμπαινε η πÝτρα-βλÞμα μας το χÜριζαν οι τσαγκÜρηδες, ενþ τον στýλο τον φτιÜχναμε μüνοι μας, σκαλßζοντας Ýνα ξýλο. Πιο συχνÜ üμως τις χρησιμοποιοýσαμε στους μεταξý μας πετροπüλεμους παρÜ κυνηγþντας πουλιÜ. ΠολλÜ κεφÜλια εßχαν «ξεκαυκαλωθεß» με τις σφεντüνες σ' αυτοýς τους πετροπüλεμους. Εγþ, ευτυχþς, δεν εßχα καταφÝρει να σκοτþσω κανÝνα πουλß κι εßχα πετýχει μüνο Ýνα κεφÜλι.

     ΦτιÜχναμε και βαπορÜκια απü χαρτß. Μια φορÜ, μετÜ απü μια μεγÜλη νεροποντÞ, που η αυλÞ μας, καθþς κατÜ Ýνα μεγÜλο τμÞμα Þταν ακüμη χωμÜτινη, εßχε γεμßσει νερολακκοýβες, σκηνοθÝτησα την πυρπüληση της τουρκικÞς ναυαρχßδας απü τον ΚανÜρη. Και καραγκιüζηδες φτιÜχναμε. ΑγορÜζαμε τη φιγοýρα, και τη κολλÜγαμε με κüλα που φτιÜχναμε απü τη ρητßνη που Ýβγαζαν οι μυγδαλιÝς, πÜνω σε χαρτüνι. ΜετÜ κüβαμε γýρω-γýρω το χαρτüνι με το «κοπßδι», που κι αυτü το φτιÜχναμε μüνοι μας, με μια μεγÜλη «μπρüκα» (καρφß) που της πλακουτσþναμε την Üκρη με σφυρß. Οι ωραιüτεροι καραγκιοζοπαßχτες Þταν τα παιδιÜ της πÝμπτης και της Ýκτης δημοτικοý, τüτε που εγþ πÞγαινα δευτÝρα Þ τρßτη τÜξη. ΚÜθε βρÜδυ δßναν απßθανες παραστÜσεις στην αυλÞ του σπιτιοý του ΓιÜννη του ΚατεργιαννÜκη, σαν αληθινοß επαγγελματßες. Το εισιτÞριο Þταν δÝκα αμýγδαλα Þ εßκοσι κουκιÜ. ΦυσικÜ για χρÞματα, οýτε λüγος να γßνεται.

     Και τα πασχαλινÜ πυροτεχνÞματα, μüνοι μας τα φτιÜχναμε. ΑγορÜζαμε μπαροýτι και χαρτß. Κüβαμε το χαρτß σε λουρßδες και τυλßγαμε το μπαροýτι. Για φυτßλι εßχαμε «αγκιζþτες», λεπτÜ κομμÜτια απü κÜτι λεπτÜ τετρÜγωνα εýφλεκτα υλικÜ, τις «χυλüφτες», üπως τις λÝγαμε, υπολεßμματα της κατοχÞς. ΑυτÜ Þταν τα παρτατζßκια.

Τα τελευταßα παρτατζßκια τα φτιÜξαμε το '67. Πριν το ΠÜσχα, κÜπου δÝκα μÝρες, Þρθε η χοýντα κι απαγüρεψε τα πυροτεχνÞματα, üπως και την κυκλοφορßα τα βρÜδια. Μια βραδιÜ, πριν το ΠÜσχα, μεßναμε στο σπßτι ενüς φßλου μας, στην Üλλη Üκρη του χωριοý, μÝχρι τα μεσÜνυχτα. ΜετÜ ξεκινÞσαμε για τα σπßτια μας. ¼λο το δρüμο παßζαμε παρτατζßκια. Οι χωριανοß εßχαν διπλομανταλωθεß, γιατß νüμιζαν üτι γινüταν συμπλοκÞ. ¸νας τους βγÞκε δειλÜ-δειλÜ το πρωß, να μαζÝψει λÝει κÜλυκες. Εμεßς τσιμουδιÜ. Παρüλο που η ενÝργεια αυτÞ Þτανε για να κÜνουμε την πλÜκα μας, μισοσυνειδητÜ-μισοασυνεßδητα τη νιþθαμε σαν πρÜξη, αν üχι αντßστασης, πÜντως αντßδρασης.

     Εκτüς απü παρτατζßκια φτιÜχναμε και «σωλÞνες», που τις γεμßζαμε με μπαροýτι, και σκÜγανε κÜνοντας φοβερü κρüτο. Απü Ýκρηξη μιας τÝτοιας σωλÞνας μια γειτüνισσα κÜποτε «λιγþθηκε» (λιποθýμησε). ΠÜντως το πιο μεγÜλο (και τελευταßο μας) κατüρθωμα με σωλÞνα Ýγινε το πιο πÜνω ΠÜσχα, üταν, μετÜ απü μια τÝτοια Ýκρηξη, παρÜ την απαγüρευση, κατÝφθασε η αστυνομßα. Στο συμπÝρασμα το οποßο κατÝληξαν Þταν üτι επρüκειτο για Ýκρηξη χειροβομβßδας, που την πÝταξε κÜποιος αριστερüς για να μη τη βρουν στο σπßτι του σε τυχüν Ýρευνα.

     ¸να Üγριο παιχνßδι που παßζαμε Þταν το «μυντÞρι». Το μυντÞρι Þταν Ýνα κüκαλο γουρουνιοý, σε σχÞμα μικροý παραλληλεπßπεδου και παιζüταν üπως το ζÜρι. ΑνÜλογα με το ποια πλευρÜ Ýπεφτε, ο παßχτης Ýπαιρνε Þ το «ξýλο» Þ το «μυντÞρι», το δικαßωμα δηλαδÞ να εκτελεß Þ να εκδßδει την ποινÞ. Οι δýο Üλλες πιθανÝς θÝσεις (η πÝμπτη και η Ýκτη πλευρÜ δεν Ýπεφταν ποτÝ λüγω του σχÞματος) Þταν ο ψωμÜς, ουδÝτερη θÝση κι ο κλÝφτης, οπüτε το «μυντÞρι» επεδßκαζε και το ξýλο εκτελοýσε. Μια φορÜ, σε παιχνßδι, που παßζαμε οι μικροß μαζß με τους μεγÜλους (παιδιÜ τρßα-τÝσσερα χρüνια μεγαλýτερα μας), οι μεγÜλοι μας εßχαν κυριολεκτικÜ σακατÝψει στο ξýλο. Φανταστεßτε λοιπüν χαρÝς, üταν Ýπεσε και το μυντÞρι και το ξýλο στα χÝρια μας. ΠÝφτει ο πρþτος κλÝφτης, μεγÜλος. «ΔÝκα της βαρÜς φωτιÜς», διατÜζει το μυντÞρι. Αυτüς βÝβαια δεν κÜθισε να τις φÜει και το 'βαλε στα πüδια. Για καμιÜν þρα τους κυνηγοýσαμε με τις πÝτρες αγριεμÝνοι. Της βαρÜς φωτιÜς Þταν οι πιο δυνατÝς ξυλιÝς. Της ΕλÝνης Þταν σαν δοξαριÝς, πÜνω στην ανοιχτÞ παλÜμη, πολý φιλικÝς, απü υποχρÝωση. Του κλÝφτη Þταν καρφωτÝς, με τη μýτη του ξýλου.

     Ποδüσφαιρο παßζαμε και τüτε, μüνο που δεν Þταν το κατεξοχÞ παιχνßδι μας. Πιο συχνÜ παßζαμε «κουτß χωστü», μια μορφÞ κρυφτοý, καθþς και τη μÜινα και τις φÜλιες, με μικρü τüπι, που τþρα Ýχω ξεχÜσει τους κανüνες τους. Ευτυχþς υπÜρχουν στην «αυτοβιογραφßα» μου, το πρþτο μου Ýργο, που το Ýγραψα σε ηλικßα εßκοσι χρονþ. Κεßνη την εποχÞ εßχα μια συνÜντηση με τον Κßμωνα ΦρÜιερ, μεταφραστÞ του ΚαζαντζÜκη και με ρþτησε αν εßχα γρÜψει τßποτα. Εγþ του απÜντησα με καμÜρι πως εßχα γρÜψει την αυτοβιογραφßα μου. Δε γÝλασε για να μη με προσβÜλλει, üμως η Ýκπληξη του Þταν ολοφÜνερη, πþς εγþ, τüσο μικρüς, αποφÜσισα να γρÜψω τÝτοιο Ýργο. ΣÞμερα καταλαβαßνω καλýτερα την Ýκπληξη του. Ευτυχþς σÞμερα, γιατß διαφορετικÜ ßσως εßχα αποτρÝψει τον εαυτü μου απü Ýνα τÝτοιο εγχεßρημα και θα χανüταν για πÜντα Ýνα πολýτιμο λαογραφικü υλικü. Διατηρþ βÝβαια και τη ματαιüδοξη υστεροβουλßα üτι θα γßνω τÝτοιος συγγραφÝας, þστε μεταθανÜτια ν' αξßζει τον κüπο να το εκδþσουν οι κληρονüμοι μου, αν δε το Ýχουν φÜει εντωμεταξý τα ποντßκια, παρατημÝνο καθþς εßναι σε μια ντουλÜπα στο χωριü μου, μαζß με τα ημερολüγια μου, Üλλο δεßγμα πρωτüλειας γραφÞς, που μαζß με την αυτοβιογραφßα μου τα θεωροýσα σαν προπüνηση για τα βιβλßα που επρüκειτο να γρÜψω μετÜ.

     Ο Μαρξ κÜπου γρÜφει για κÜτι χειρüγραφα του, üτι τα εßχε αφÞσει στην «αδυσþπητη κριτικÞ των ποντικþν». Το ßδιο εßχα κÜνει κι εγþ με την αυτοβιογραφßα μου. ¼ταν γýρισα κÜποιες διακοπÝς στο χωριü μου απü την ΑθÞνα, βρÞκα Ýνα απü τα τρßα τετρÜδια φαγωμÝνο στις Üκρες απü τα ποντßκια. Τα γρÜμματα μüλις που δεν εßχαν πειραχτεß. ¸τσι αποφÜσισα να μη τ' αφÞσω πια εκτεθειμÝνα στην αδυσþπητη κριτικÞ τους και τα Ýβαλα μÝσα σε σιδερÝνιο κουτß απü μπισκüτα. Παρüλο που λεßπει το καπÜκι, μÝχρι τþρα την Ýχουν γλιτþσει. Εýχομαι, αν τελικÜ δεν δημοσιευτοýν, ο λüγος να 'ναι που φαγþθηκαν απü τα ποντßκια.

     'Αλλα παιχνßδια Þταν οι αλεκατρßδες, παιχνßδι κοριτσßστικο, που το παßζαμε καμιÜ φορÜ κι εμεßς τα αγüρια, το λοýκι, το κουτσü και το μπιζ. Το πþς παßζονταν, καθþς κι Üλλα παιχνßδια που μπορεß να μου διαφεýγουν αυτÞ τη στιγμÞ, πρÝπει να υπÜρχει στην αυτοβιογραφßα μου. Για τα παιδικÜ μας παιχνßδια Ýχει γρÜψει üπως μου εßπε κι ο ΓιÜννης ο ΔερμιτζÜκης, του γιατροý ο γιος.

     ¹μουν 10-12 χρονþν üταν επινοÞσαμε το «μπουμ». Το μπουμ Þταν πüλεμος. Χωριζüμασταν σε δυο ομÜδες, κρυβüμασταν, και ψαχνüμασταν μετÜ. ¼ποιος πρωτüβλεπε τον Üλλο του φþναζε «μπουμ ΓιÜννη», ανÜλογα με το ποιο Þταν το üνομα του κι αυτüς εθεωρεßτο νεκρüς. ΝικÞτρια Þταν η ομÜδα που εßχε εξοντþσει üλα τα μÝλη της αντßπαλης. ΦυσικÜ συχνÜ υπÞρχαν διαφωνßες για το ποιος φþναξε πρþτος, μια και πολλÝς φορÝς δýο αντßπαλοι βλÝπονταν σχεδüν ταυτüχρονα. Καταλληλüτερος χþρος για το μπουμ Þταν ο λüφος του ΠροφÞτη Ηλßα. Ολüκληρα απογεýματα αλωνßζαμε τις πλαγιÝς του, σωστοß αντÜρτες. Δßναμε μÜχες που σÞμερα πολý τις νοσταλγþ.

     ¼λοι οι πιτσιρικÜδες Þμασταν φοβεροß «κουμαρτζÞδες». Τις διακοπÝς των ΧριστουγÝννων Þμασταν ολüτελα ασýδοτοι, üμως αμÝσως μετÜ, το κουμÜρι ακολουθοýσε μια φθßνουσα πορεßα, μÝχρι που σταματοýσε εντελþς κÜπου στα τÝλη του ΓενÜρη, για να ξαναρχßσει πÜλι τÝλος του ερχüμενου ΝοÝμβρη. Παßζαμε δεκÜρες, μια και το χαρτζιλßκι εκεßνη την εποχÞ Þταν ασÞμαντο. Ο πιο συνηθισμÝνος τρüπος Þταν «γαλλικü». Παßζαμε üμως και χαρτιÜ, ζÜρι και σβουρÜκι.

     ΕπειδÞ ο τζüγος Þταν μÝσα στο αßμα μας και τα επß χρÞμασι παιχνßδια περιορßζονταν αυστηρÜ γýρω απü τις διακοπÝς των ΧριστουγÝννων, εßχαμε επινοÞσει Üλλα παιχνßδια, üπου στη θÝση των χρημÜτων υπÞρχαν Üλλα αντικεßμενα, üπως μπßλιες (βüλοι), πþματα απü αναψυκτικÜ που τα λÝγαμε «σιντερÜκια» και φωτογραφßες ηθοποιþν. Οι μπßλιες και τα πþματα παßζονταν μüρδος και πÜσο, οι δε φωτογραφßες πÜσο και κουρκουνιστÜ, το αντßστοιχο του κορþνα-γρÜμματα στις δεκÜρες. ΘυμÜμαι που εßχα γßνει κÜποτε πλοýσιος σε πþματα üταν ανακÜλυψα ποý πετοýσαν τα σκουπßδια τους οι καφετζÞδες. ΓÝμισα Ýνα κουβÜ βρþμικα, σκουριασμÝνα πþματα και τα Ýκρυψα πÜνω στην ταρÜτσα του σπιτιοý μας κÜτω απü μια σκÜφη. Την επüμενη κιüλας μÝρα μου τα κλÝψανε κι Þμουν για μÝρες απαρηγüρητος.

     Οι φωτογραφßες παßζονταν πÜσο ως εξÞς: ΦτιÜχναμε μια μικρÞ σειρÜ με χþμα και πÜνω εκεß τις στÞναμε üρθιες, καρφþνοντας τις. ΜετÜ «μπροκþναμε», πετοýσαμε δηλαδÞ τα μπαλÝτρια μας (πÝτρες πλακωτÝς) προς μια γραμμÞ, που Þταν στην απÝναντι πλευρÜ και σε κÜποια απüσταση. ¼ποιου το μπαλÝτρι Ýπεφτε πιο κοντÜ στη γραμμÞ, Ýπαιζε πρþτος. «ΞÜμωνε» (σημÜδευε) με το μπαλÝτρι του και το πετοýσε. Αν αυτü συμπαρÜσερνε στην πτþση του μια φωτογραφßα, του ανÞκε, üπως κι üλες üσες βρßσκονταν δεξιÜ. ΜετÜ Ýπαιζε ο επüμενος.

     Κυκλοφοροýσαν ανÜμεσα μας η ΒουγιουκλÜκη γεμÜτη γρατζουνιÝς, ο ΜπÜρκουλης μ' Ýνα μÜτι, η ΛÜσκαρη με χαραγμÝνο το στÞθος, ο ΚακκαβÜς με σπασμÝνο κεφÜλι, χωρßς αυτü να σημαßνει üτι η ανταλλακτικÞ τους αξßα μειωνüταν στο ελÜχιστο. Αρκεß η φωτογραφßα να μην Þταν σκισμÝνη.

     ΑυτÜ τα παιχνßδια κρÜτησαν μÝχρι τα 15 μας. ΜετÜ αρχßζαμε να συχνÜζουμε στα καφενεßα, ιδιαßτερα τα καλοκαßρια, üπου παßζαμε χαρτιÜ και τÜβλι, προς αγανÜκτηση των μεγαλýτερων παιδιþν, που Þταν φοιτητÝς πια, οι οποßοι δεν εßχαν τολμÞσει να καθßσουν στο καφενεßο παρÜ αφοý τÝλειωσαν το γυμνÜσιο. "Εξελßξεις", τους λÝγαμε, "εξελßξεις".

     ΣÞμερα, οýτε το ομαδικü παιχνßδι των χαρτιþν, οýτε το δυαδικü παιχνßδι του ταβλιοý, για να μη μιλÞσουμε για τα παιχνßδια που ανÜφερα προηγουμÝνως, υπÜρχει. Τα σημερινÜ παιδιÜ εßναι üλα τους καρφωμÝνα στις οθüνες των ηλεκτρονικþν. Καθþς τα βλÝπω θυμÜμαι τα δικÜ μου παιδικÜ χρüνια, τüτε που σκαρφαλþναμε στα βουνÜ και παßζαμε τους αντÜρτες και τα λυπÜμαι. ΑυτÜ χτικιÜζουνε μπροστÜ στις φωτεινÝς οθüνες, ενþ τα δικÜ μας πρüσωπα üλη τη μÝρα τα 'βλεπε ο Þλιος και τη νýχτα τ' Üστρα και το φεγγÜρι. Μüνο ο ýπνος μας σταματοýσε απü τα παιχνßδια μας, γεμÜτα κßνηση και ζωÞ. Ακüμη και ποδüσφαιρο παßξαμε μια πανσÝληνο. Οι γονεßς μας βÝβαια μας Ýδερναν κÜθε φορÜ που αργοýσαμε να γυρßσουμε στο σπßτι, μüνο που τüτε Üξιζε τον κüπο.

     Και δεν διαβÜζαμε;  Τα μαθÞματα μας ελÜχιστα. ΔιαβÜζαμε üμως πολý παραμýθια, στα 7-8 χρüνια μας, μετÜ «Γκαοýρ ΤαρζÜν», «ΓκρÝκο, ο Þρως των γηπÝδων» και προ παντüς «Μικρü ¹ρωα», με τις περιπÝτειες του Παιδιοý-ΦÜντασμα. Τι αποστασιοποιÞσεις και πρÜσινα Üλογα... Το τεýχος που σκοτþθηκε ο ΔιαβολÜκος και το Ζουζοýνι το διαβÜζαμε μαζß μ' Ýνα φßλο μου, δþδεκα χρονþ κι οι δυο και χýναμε μαýρο δÜκρυ.

     ΚÜπου σ' αυτÞ την ηλικßα αρχßσαμε να διαβÜζουμε «ΜυστÞριο» και «ΜÜσκα». Τα αστυνομικÜ δεν μας Üρεσαν καθüλου, ενþ μας Üρεσαν πÜρα πολý τα καουμπüικα. Την ßδια προτßμηση τη διατÞρησα και μεγÜλος, στις κινηματογραφικÝς ταινßες.

     Εξακολουθþ να πιστεýω, üτι αν στην εποχÞ μας υπÞρχαν τα κüμικς κι η τηλεüραση, δεν θα γινüμουν ποτÝ συγγραφÝας. Το διÜβασμα εßναι η πρþτη προπüνηση για το γρÜψιμο. ¸νας «Μικρüς Þρωας» σε κüμικς, σαν αυτüν που κυκλοφüρησε αργüτερα, üταν εμεßς Þμασταν πια μεγÜλοι, δεν θα μου πρüσφερε απολýτως τßποτα.

     Δεκατριþν χρονþν διÜβασα το πρþτο μου μη παιδικü βιβλßο, το "ΟυδÝν Νεþτερον Απü Το Δυτικü ΜÝτωπο" (¸ριχ-Μαρßα ΡεμÜρκ). Με εßχε τüσον εντυπωσιÜσει, που τον επüμενο χρüνο Ýγραψα Ýνα αντιπολεμικü διÞγημα. Το διÜβασα στο σχολεßο κι Üρεσε πολý.

     Το δεýτερο μου διÞγημα το Ýγραψα εßκοσι χρονþν, φοιτητÞς. ¹ταν Ýνα διÞγημα πορνü, βασισμÝνο στην αληθινÞ ιστορßα ενüς φßλου μας, φαντÜρου, που τον φιλοξενοýσαμε τüτε στις εξüδους του. Το διÜβασαν τρεις-τÝσσερις φßλοι. Την καλýτερη κριτικÞ την Üκουσα απü τον φßλο μου τον Θüδωρα. "¼ταν το διÜβασα μου σηκþθηκε". Τþρα ισχυρßζεται üτι Ýχει το χειρüγραφο και το κρατÜ, λÝει, για να μ' εκβιÜσει αν κÜποτε γßνω μεγÜλος συγγραφÝας.

     Το τρßτο μου διÞγημα δεν το Ýχω γρÜψει ακüμη. (Σημ: οι γραμμÝς αυτÝς γρÜφονται το '91).

     Με τα κορßτσια τι γινüταν; Λßγο μας απασχολοýσαν σ' αυτÞ την ηλικßα. Μα μÞπως τα βλÝπαμε και καθüλου; ¼λη μÝρα σπßτι τους κÜθονταν. Βοηθοýσαν τις μανÜδες τους, Ýπλεκαν, διÜβαζαν. Μüνο στο σχολεßο τα βλÝπαμε και τα πειρÜζαμε στα διαλεßμματα. Αργüτερα βÝβαια Üρχισαν να μας ενδιαφÝρουν και πολý μÜλιστα. ΑλλÜ στο καφενεßο δεν τολμοýσαν να Ýρθουν κι η ΙερÜπετρα δεν Þταν αυτÞ που εßναι σÞμερα, με τις καφετÝριες και τις ντßσκο της και κÜθε νεαρüς και το παπÜκι του. ¸τσι Ýδιναν κι Ýπαιρναν τα πÜρτι, που Þθελαν βÝβαια πιο σχολαστικÞ διοργÜνωση απü μιαν Ýξοδο σε ντßσκο, αποζημßωναν üμως περισσüτερο. ΑλλÜ για τις σχÝσεις με το Üλλο φýλο θα μιλÞσουμε κι αργüτερα.

4.δ.  Ýνδυση, υπüδηση, κüμμωση

     Στην Ýνδυση, την υπüδηση και την κüμμωση των μεγÜλων στην παραπÜνω περßοδο δεν παρατηρÞθηκαν αξιüλογες μεταβολÝς, εκτüς ßσως απü το γεγονüς üτι η γκαρνταρüμπα Ýγινε πιο πλοýσια και πιο καινοýρια, λüγω βελτßωσης της οικονομικÞς κατÜστασης των χωριανþν μου κι ο ρüλος των τσαγκÜρηδων και των ραφτÜδων περιορßστηκε στο να επιδιορθþνουν τα Ýτοιμα παποýτσια και ροýχα που αγüραζαν πια οι χωριανοß μου απü την αγορÜ της ΙερÜπετρας. Μüνο τον «σκοýφο», την κλασικÞ τραγιÜσκα της εργατικÞς τÜξης, Ýπαψαν να τον φοροýν, εκτüς απü ελÜχιστους γÝρους, μεταξý των οποßων κι ο πατÝρας μου, που τον φοροýν üμως τþρα πια μüνο στις γιορτÝς, μαζß με το καλü τους κουστοýμι. Η κλασικÞ κρητικÞ θρÜκα Ýχει εξαφανιστεß απü χρüνια. Ο πατÝρας μου, γεννημÝνος το 1903, δεν τη φüρεσε ποτÝ. ¼μως ο παπποýς, που πÝθανε στα 70 του το 1933, δεν φüρεσε ποτÝ του παντελüνια. Εγþ πÜντως πρüλαβα πεντÝξι γÝρους στο χωριü μου, που φοροýσαν θρÜκες. Ο τελευταßος τους πρÝπει να πÝθανε κÜπου στα χρüνια της δικτατορßας.

     Η υπüδηση των μικρþν ακολοýθησεν ßδια γραμμÞ με την υπüδηση των μεγÜλων. Τα παποýτσια που φοροýσα, μÝχρι περßπου τα δþδεκÜ μου χρüνια, ßσως και πιο ýστερα, μου τα 'φτιαχνε ο τσαγκÜρης. Πßσω στο τακοýνι και μπροστÜ στη μýτη εßχαν Ýνα σεληνοειδÝς πÝταλο, για να μη φθεßρονται εýκολα. ¼μως κÜθε χρüνο τα παποýτσια μας, ταλαιπωρημÝνα απü τις αναρριχÞσεις μας στα βουνÜ και τα τρεξßματα μας, Þθελαν σüλιασμα. ¸τοιμα παποýτσια, του εμπορßου, φüρεσα κÜπου στο γυμνÜσιο.

     Μπορεß με τα παιχνßδια μας να καταστρÝφαμε τα παποýτσια μας, üμως τα συντηροýσαμε κιüλας. Με ποιο τρüπο; Περπατοýσαμε ξυπüλυτοι. Εκεßνη την εποχÞ, üλα τα παιδιÜ συνηθßζαμε κατÜ το τÝλος της Üνοιξης να βγÜζουμε τα παποýτσια μας και να περπατÜμε ξυπüλυτοι. Δεν βλÝπαμε μÜλιστα την þρα να ζεστÜνει ο καιρüς και να «ξυπολυτωθοýμε». ΚατÜ καιροýς μας κÜρφωναν διÜφορα στις πατοýχες, üμως αυτü δεν πρÝπει να μας ενοχλοýσε ιδιαßτερα, γιατß δεν διαθÝτω καμιÜ σχετικÞν ανÜμνηση. Αυτü που üντως μας ενοχλοýσε και το θυμÜμαι πολý καθαρÜ, Þταν η καυτÞ Üσφαλτος τους ζεστοýς καλοκαιριÜτικους μÞνες. ΠροσÝχαμε üμως και βαδßζαμε στην Üκρη του δρüμου, üπου υπÞρχε λεπτÞ λουρßδα χþμα.
     ¸νας συμμαθητÞς μου, που Þταν απü πολý φτωχÞν οικογÝνεια, περπατοýσε χειμþνα-καλοκαßρι ξυπüλυτος. Το δÝρμα της πατοýχας του εßχε τüσο σκληρýνει, που εßχε γßνει κυριολεκτικÜ σαν πετσß. ¼ταν περπατÜγαμε στο δρüμο, κλωτσÜγαμε Üδεια κουτιÜ Þ χαλßκια. Αυτüς τα κλþτσαγε με το μεγÜλο δÜχτυλο του δεξιοý του ποδιοý, που Þταν το ßδιο αποτελεσματικü, üπως κι οι μýτες των παπουτσιþν μας.

     Μια απü τις τιμωρßες στις οποßες μας υπÝβαλλαν οι δÜσκαλοι μας, τους μÞνες που Þμασταν «ξεπαποýτσωτοι», Þταν η φÜλαγγα. ΚÜποτε ο δÜσκαλος μας θÝλησε να τιμωρÞσει με φÜλαγγα τον παραπÜνω συμμαθητÞ μας "Μη τον χτυπÜτε στη πατοýχα, δεν πονÜει καθüλου", τον καρφþσαμε μεις. "Καλýτερα χτυπÞστε τον στην παλÜμη", τιμωρßα που για μας τους Üλλους Þταν πολý πιο Þπια απü τη φÜλαγγα, ακüμη κι απü το «υπüγειο», το σκοτεινü μπουντροýμι που μας Ýκλειναν üταν ατακτοýσαμε.

     Με την ενδυμασßα τα πρÜγματα Þταν διαφορετικÜ. Ενþ οι γαβριÜδες του 18ου και του 19ου αιþνα κι απ' ü,τι ξÝρω και τον μεσαßωνα, ντýνονταν üπως οι πατερÜδες τους, μια τÜση που υπÜρχει και σÞμερα, η ενδυματολογικÞ εμφÜνιση των παιδιþν εκεßνης της εποχÞς διÝφερε απü των μεγÜλων. Και λÝω η ενδυματολογικÞ εμφÜνιση, γιατß φαινüμασταν διαφορετικÜ ντυμÝνοι, παρüλο που τα παποýτσια μας, τα πουλüβερ, τα σακÜκια και τα πουκÜμισα μας δεν Þταν παρÜ μικρÜ αντßγραφα εκεßνων που φοροýσαν οι μεγÜλοι. Αυτü που Ýδειχνε τη διαφορÜ Þταν το παντελüνι. Εμεßς οι μικροß φορÜγαμε «κοντÜ παντελüνια», χειμþνα-καλοκαßρι, που Þταν üπως τα σημερινÜ σορτς, μüνο που εßχαν τιρÜντες. ¼ταν σε κÜτι βαρυχειμωνιÝς το σκÝφτομαι σÞμερα, αναρωτιÝμαι πως δεν κρυþναμε. ΚαταλÞγω στο συμπÝρασμα üτι μÜλλον θα κρυþναμε, αλλÜ το θεωροýσαμε φυσικü. ΠÜντως το κοντü παντελüνι στοßχιζε λιγüτερο κι Ýτσι Þταν μικρü Ýξοδο για τους γονεßς μας.

     Εννοεßται üτι πλοýσια γκαρνταρüμπα δεν εßχαμε. Τρßα παντελüνια Þταν πολυτÝλεια. ¼ταν σκιζüταν κανÝνα στα παλÝματÜ μας Þ καθþς σκαρφαλþναμε στα δÝντρα, μας το μπÜλωνε η μÜνα μας. Ιδιαßτερα φθεßρονταν τα πισινÜ, καθþς σερνüμασταν στα χþματα. Αν η φθορÜ τους Þταν πολý μεγÜλη, τους Ýβαζαν κι απü Ýνα μεγÜλο μπÜλωμα, τους «καβÜλους». ¼μως, κατÜ πρþτο λüγο οι καβÜλοι, και κατÜ δεýτερο τα μπαλþματα, αφαιροýσαν γüητρο απü την οικογÝνεια και γι αυτü Üρχισαν σιγÜ-σιγÜ, καθþς ανÝβαινε και το βιοτικü επßπεδο, να σπανßζουν.

     Το πÝρασμα στο μακρý παντελüνι Þταν Ýνα σημÜδι μετÜβασης στην εφηβεßα, που μπορεß να μη συνοδευüταν με ανÜλογη διαβατÞρια τελετÞ, üμως, üπως και το πρþτο μας ξýρισμα, μας γÝμιζε υπερηφÜνεια και μας Ýκανε να νιþθουμε Üντρες. ΘυμÜμαι ακριβþς τη μÝρα που φüρεσα μακριÜ παντελüνια. ¹ταν τüτε που Ýνας λοýμπεν προλετÜριος της ΙερÜπετρας, γýριζε τους δρüμους φωνÜζοντας. "Την ΚυριακÞ στις 3 Νοεμβρßου, ψηφßσατε ΚαραμανλÞ, για να σþσετε τα σπßτια σας". Εννοοýσε το κüμμα του, μια κι ο ΚαραμανλÞς τüτε Þταν αυτοεξüριστος.

     ¹ταν η 3η Νοεμβρßου του 1963, η πρþτη νßκη του Γεωργßου ΠαπανδρÝου στις εκλογÝς.

     Η 10ετßα του '60 πρÝπει να Þταν κι η τελευταßα που φορÝθηκαν κοντÜ παντελüνια απü τα παιδιÜ. ΣÞμερα βÝβαια φορÜνε τα καλοκαßρια σορτσÜκια. ¼μως το κοντü παντελüνι με τις τιρÜντες, ανÞκει πια στο παρελθüν.

     Η ενδυμασßα των κοριτσιþν δεν Ýχει αλλÜξει, αν εξαιρÝσει κανεßς τη μαθητικÞ ποδιÜ, που, μαζß με τα καπÝλα με την κουκουβÜγια που φοροýσαν τα αγüρια, εξαφανßσθηκαν επß κυβερνÞσεως ΠαπανδρÝου. Οι ποδιÝς επανÞλθαν, üχι üμως και τα καπÝλα για μας τους μαθητÝς, επανÞλθε üμως το κοντü κοýρεμα, üχι βÝβαια απü τον πÜτο, üπως μας κοýρευαν στο δημοτικü, εντοýτοις üμως αρκετÜ κοντü þστε η διÜκριση να εßναι ολοφÜνερη.

     Μια απü τις πιο φρικτÝς μου αναμνÞσεις Þταν το κοýρεμα απü τον πÜτο, Þ με την «ψιλÞ» (μηχανÞ), üπως το Ýλεγαν. Μας κÜθιζε στην καρÝκλα ο ΜιχÜλης του μπαρμπÝρη (το επÜγγελμα Þταν οικογενειακü) κι εμεßς τσιρßζαμε απü τον πüνο καθþς η μηχανÞ τρÜβαγε τις τρßχες, εν μÝρει γιατß δεν Ýκοβε καλÜ, και εν μÝρει γιατß τα κεφÜλια μας Þταν βρþμικα. ¼ταν τÝλειωνε, για να μας αποζημιþσει, μας Ýριχνε Üφθονη κολüνια στο κεφÜλι, λÝγοντας μας «με τσ' υγεßες σου». Εμεßς σηκωνüμασταν γρÞγορα γρÞγορα τρßβοντας το κεφÜλι με την παλÜμη μας, για να απλωθεß η κολüνια, που κÜτω απü τις δοσμÝνες συνθÞκες λειτουργοýσε και σαν αντισηπτικü, λÝγαμε "ευχαριστþ" και τρÝχαμε βολßδα να βροýμε την παρÝα μας, ενþ ο πατÝρας μας Ýβγαζε να πληρþσει.

     Και η ενδυμασßα των γυναικþν δεν Üλλαξε, εκτüς απü το üτι το τσεμπÝρι, üπως και ο σκοýφος στους Üνδρες, Ýχει περιοριστεß στις γριÝς, οι οποßες, αν εßναι χÞρες, φοροýν ολοχρονßς τα μαýρα. ¸χει χÜσει εξÜλλου τη λειτουργικüτητα του, που Þταν να προφυλÜσσει τις γυναßκες κατÜ τον θερισμü απü τον καυτü Þλιο του καλοκαιριοý. Τþρα οι αγροτικÝς εργασßες κατÜ το καλοκαßρι εßναι ελÜχιστες. ¼σες γυναßκες εργÜζονται στα θερμοκÞπια εßναι εκτεθειμÝνες στη ζÝστη, üχι üμως στον Þλιο. Κι η κüμμωση Ýχει αλλÜξει. Οι γυναßκες εξακολουθοýν ν' αφÞνουν μακριÜ τα μαλλιÜ τους, üμως δεν τα δÝνουν πια πλεξßδες, üπως πρþτα. ΤÝτοιες πλεξßδες τα Ýδενε και η μητÝρα μου. ΚÜποτε, ενþ κοιμüταν, της Ýκοψα τη μßα. ΦοβÞθηκα να της κüψω και την Üλλη μη θυμþσει πολý. Δεν θυμÜμαι üμως τι Ýγινε μετÜ. Εßχα μÜλιστα ξεχÜσει ολüτελα το γεγονüς και μου το θýμισαν κÜτι γυναßκες, φßλες της μητÝρας μου, σκασμÝνες στα γÝλια.

     Οι Üντρες εßχαν κοντÜ μαλλιÜ και κοντÝς φαβορßτες, üπως και σÞμερα. Οι νεολαßοι μüνο αφÞναμε λßγο μακρýτερες τις φαβορßτες, προκαλþντας τις διαμαρτυρßες των γονιþν μας. ¼μως, κατεξοχÞ σημεßο αντßθεσης με τους μεγÜλους Ýγιναν τα μαλλιÜ, üταν οι μακρυμÜλληδες γιεγιÝδες Ýγιναν της μüδας, γýρω στα τÝλη της δεκαετßας του '60. Ο πατÝρας ενüς φßλου μου, üταν αυτüς γýρισε για κÜποιες διακοπÝς στο χωριü, υποκρßθηκε üτι δεν τον γνþρισε, üταν τον εßδε να 'χει μαλλιÜ που του φτÜνανε σχεδüν μÝχρι τους þμους.

     ΜετÜ τα μακριÜ μαλλιÜ, μüδα Ýγιναν τα γÝνια. ΑυτÞ η μüδα üμως δεν προÞλθε τüσο απü τους χßπιδες και τους γιεγιÝδες, üσο απü τον Τσε ΓκεβÜρα και τους αντÜρτες, κατÜ την επικÞ εκεßνη περßοδο του αντιδικτατορικοý αγþνα της νεολαßας, οπüτε τα πρüτυπα της επανÜστασης Ýγιναν αντικεßμενο μßμησης και στην εμφÜνιση. Στις αντιρρÞσεις των γονιþν μας εßχαμε ατρÜνταχτο επιχεßρημα: "Ρßξατε ποτÝ καμιÜ ματιÜ σε κανÝνα εικüνισμα να δεßτε το Χριστü πþς εßναι;". "Ναι, αλλÜ εκεßνα τα χρüνια Þταν Üλλα". "'Αλλα εßναι και τα δικÜ μας".

     Η μüνη περßπτωση να αφÞσει κανεßς μεγÜλος γÝνια Þταν για λüγους πÝνθους, μαζß με το μαýρο περιβραχιüνιο. Τα γÝνια στις μεγÜλες ηλικßες Þταν δεßγμα χαμηλοý status. ¸νας μισοαλÞτης απü το διπλανü χωριü εßχε μονßμως γÝνια. ¸τσι οι «καθþς πρÝπει» χωριανοß φρüντιζαν επιμελþς να ξεχωρßζουν, ξυριζüμενοι τακτικüτατα. Κι εδþ οι οικονομικÝς αλλαγÝς Üφησαν τη σφραγßδα τους. Τον πατÝρα μου τον θυμÜμαι επß χρüνια να ξυρßζεται μ' Ýνα ξυρÜφι σαν αυτÜ που Ýχουν οι κουρεßς, που το ακüνιζε σε Ýνα τεντωμÝνο πετσß. ΜετÜ εισÝβαλαν και στο ξýρισμα τα «μιας χρÞσης», Þδη απü τις αρχÝς της 10ετßας του '60. Το πρþτο μου ξýρισμα το Ýκανα το '65, με ξυραφÜκι. ¼μως σ' αυτÞν την «πρþτη γενιÜ» υπÞρχε κÜτι που δεν Þταν μιας χρÞσης, η ξυριστικÞ μηχανÞ. ΠÜνω εκεß προσαρμοζüταν το ξυραφÜκι, μια επßπεδη επιφÜνεια, που Ýκοβε κι απü τις δυο μεριÝς. Στη δεýτερη γενιÜ το κλασικü ξυραφÜκι με τη διπλÞ κüψη αντικαταστÜθηκε με Ýνα εξÜρτημα που εßχε κÜπου πÝντε λεπßδες, που με Ýνα μοχλü Ýμπαιναν διαδοχικÜ σε θÝση λειτουργßας. ΤÝλη της 10ετßας του '70, με την ανÜπτυξη της πετροχημικÞς βιομηχανßας, Þρθε η τρßτη γενιÜ, τα ξυραφÜκια μιας χρÞσης, üπου η ξυριστικÞ μηχανÞ αντικαταστÜθηκε με πλαστικÞ λαβÞ πÜνω στην οποßα εßναι προσαρμοσμÝνο το ξυραφÜκι, και μετÜ τη χρÞση πετιοýνται και τα δυο. Με κÜλυμμα Þ χωρßς κÜλυμμα, με διπλÞ Þ μονÞ λεπßδα, υπÜρχουν σÞμερα διÜφοροι τýποι στην αγορÜ.

     Μια μüδα üμως που περιορßστηκε στους μεγÜλους Þταν το μουστÜκι. Τον πατÝρα μου τον θυμÜμαι με μουστÜκι, που κατÝβαινε κÜτω απü τα ρουθοýνια του, σαν του ΤσÜρλι ΤσÜπλιν. ΥπÞρχαν κÜποιοι χωριανοß που εßχαν τÝτοιο μουστÜκι, προφανþς απομεινÜρι μιας παλιÜς μüδας. Οι περισσüτεροι üμως δεν εßχαν μουστÜκι. ΜουστÜκι εßχαν και κÜποιοι νÝοι «λαúκοß», üμως μουστÜκι κρητικü, που απλωνüταν τουλÜχιστον μÝχρι τις Üκρες του πÜνω χεßλους. Οι λαúκοß νεολαßοι Þταν συνÞθως παιδιÜ χωρßς μεγÜλη μüρφωση, το πολý να εßχαν βγÜλει το λýκειο, Üκουγαν κρητικÜ τραγοýδια Þ βαριÜ λαúκÜ, απü Καζαντζßδη και κÜτω και ξεχþριζαν απü την υπüλοιπη νεολαßα που Üκουγαν τα πολý ελαφρÜ λαúκÜ, ενþ περισσüτερο την εýρισκαν με τα «ξÝνα», τη σημερινÞ ροκ.

     Στην ενδυμασßα, η μüδα φαινüταν στα παντελüνια. Στα πουκÜμισα οι αλλαγÝς Þταν αδιüρατες, κÜπου στους γιακÜδες. ΚÜποτε εßχαν γßνει της μüδας τα «νÜιλον» πουκÜμισα, που εßχαν το πλεονÝκτημα üτι με σωστü Üπλωμα μετÜ το πλýσιμο, δεν Þθελαν σιδÝρωμα, üμως καθþς Þταν φοβερÜ ανθυγιεινÜ, γρÞγορα εγκαταλεßφθηκαν, κÜπου στα μÝσα της 10ετßας του '60.

     Στην παραπÜνω δεκαετßα, μοντÝρνο παντελüνι Þταν η «καμ¬πÜνα», που πÞρε το üνομα απü τα μπατζÜκια του, τα οποßα απü το γüνατο και κÜτω πλÜταιναν σαν καμπÜνα. Τις πιο πλατιÝς καμπÜνες τις εßχαν τα γυναικεßα παντελüνια, που κÜνανε την εμφÜνισÞ τους στα τÝλη της 10ετßας. ΜÝχρι τüτε οι γυναßκες που τολμοýσαν να φορÝσουν παντελüνια Þταν ελÜχιστες, οι χειραφετημÝνες, αυτÝς που εßχαν μακρÜ παραμονÞ στην ΑθÞνα και τις οποßες οι χωριανοß, θÝλοντας και μη τις ανÝχθηκαν, üχι βÝβαια χωρßς κουτσομπολιÜ. Σαν μüδα η καμπÜνα Ýσβησε κÜπου στα μÝσα της 10ετßας του '70.

     Την ßδια δεκαετßα καθιερþθηκαν στη μüδα τα μοντγκüμερι, κÜτι σαν ναυτικÜ σακÜκια με ξýλινα κουμπιÜ, τα μπλουτζßν, τα κοτλÝ, τα στρατιωτικÜ τζÜκετ κι οι στρατιωτικÝς αρβýλες. Απü üλα αυτÜ Ýμειναν μüνο τα μπλουτζην, ενþ τα κοτλÝ, αφοý εßχαν εξαφανισθεß για χρüνια, επανÞλθαν στη μüδα με το κλεßσιμο του 1990. Η μüδα επßσης συνδÝθηκε και με τις φßρμες. ΤÝλη της δεκαετßας του '70 Ýγιναν πολý της μüδας τα παντελüνια Le... και τα πουκÜμισα La... Εννοεßται βÝβαια üτι üλες οι παραπÜνω μüδες Þταν στο χωριü ξενüφερτες, απü μας τους Αθηναßους, που ζοýσαμε üλο το χρüνο στην ΑθÞνα, κυρßως σαν φοιτητÝς, και στο χωριü κατεβαßναμε μüνο για διακοπÝς.

4.ε. πολιτικÞ

     Η πατρωνßα, η πιο χαρακτηριστικÞ μορφÞ πολιτικÞς σχÝσης στην ΕλλÜδα, υπÞρχε (και υπÜρχει) σε αρκετÜ Ýντονη μορφÞ και στο χωριü μου. ΜÜλιστα στο γειτονικü ΠÜνω Χωριü οργßαζε και λÝνε χαρακτηριστικÜ üτι ο βουλευτÞς της ΙερÜπετρας εßχε βαφτßσει το μισü χωριü. Αρκετοýς απü τους βαφτισιμιοýς του τους τακτοποßησε αργüτερα σε θÝσεις.

     Μια πιο διακριτικÞ μορφÞ πατρωνßας Þταν η «υποχρÝωση» που εßχαν οι φτωχοß μεροκαματιÜρηδες στους πλοýσιους εργοδüτες τους, που üλοι τους σχεδüν χωρßς εξαßρεση ανÞκαν στη δεξιÜ, να ψηφßσουν δεξιü υποψÞφιο.

     Εκτüς απü τις απειλÝς χρησιμοποιοýσαν και τις γαλιφιÝς. Η καταδεκτικÞ, ευπροσÞγορη στÜση των πλουσßων απÝναντι στους φτωχοýς, Ýμπαινε σε λειτουργßα κÜθε προεκλογικÞ περßοδο. Οι φουκαρÜδες, κολακευμÝνοι απü αυτÞ την καταδεκτικüτητα των πλοýσιων χωριανþν τους, Ýπεφταν εýκολα θýματα της προεκλογικÞς τους προπαγÜνδας. ΜετÜ τις εκλογÝς βÝβαια η κατÜσταση Üλλαζε. Οι φιλßες κüβονταν με το μαχαßρι. Πολý χαρακτηριστικÞ εßναι η μαντινÜδα που Ýλεγε ο συχωρεμÝνος ο ΓιÜννης ο ΚαθεγλÜκης, που εßχε το οικογενειακü παρατσοýκλι «αραπατσÜκος».

    ºσαμε που 'χα αψÞφιστα, που 'σαι Γιαννιü-ΓιαννÜκο
    κι απüκεια κι εποψÞφισα, üξω αραπατσÜκο
.

     ΣχετικÜ με την αντιμετþπιση των χωριανþν μου απü τους πολιτευτÝς, Ýχω Ýνα προσωπικü, πολý χαρακτηριστικü παρÜδειγμα: ¹μουν μαθητÞς γυμνασßου, και üπως συμπεραßνω τþρα το περιστατικü πρÝπει να συνÝβη στις εκλογÝς του '64. ΚατÝβαινα απü τη βιβλιοθÞκη της κοινüτητας του χωριοý, που τüτε στεγαζüταν στην πλατεßα κι Ýπεσα πÜνω σε μια προεκλογικÞ συγκÝντρωση. ¸νας πολιτευτÞς μιλοýσε σε μια μεγÜλη ομÜδα χωριανþν μου. ¼ταν τÝλειωσε, σηκþθηκε Ýνας τους να διατυπþσει τα αιτÞματα τους:
 -"ΘÝλουμε να μας κÜνετε..." Δεν τον Üφησε να τελειþσει.
 -"Θα σας κÜνουμε, θα σας κÜνουμε", του εßπε ανυπüμονα πριν καν ακοýσει τι Þθελαν να τους κÜμει.

     ΚατÜ διαβολικÞ σýμπτωση, μετÜ τις εκλογÝς, Ýπεσα πÜνω σε μια συγκÝντρωση με τον ßδιο πολιτευτÞ. Οι χωριανοß τοý ζητοýσαν να μεσολαβÞσει þστε να τους δοθοýν κÜποια χρÞματα να τα κÜνουν δεν θυμÜμαι τι. Η απÜντηση του καρφþθηκε για πÜντα στο μυαλü μου:
 -"Δεν θα πÜρετε πεντÜρα τσακιστÞ".

     Καθþς γρÜφω αυτÝς τις γραμμÝς μου 'ρχονται στο μυαλü τα λüγια του ποιητÞ:

      ΑγαπημÝνε μου λαÝ, καλÝ και τιμημÝνε,
      πÜντοτε ευκολüπιστε, και πÜντα προδομÝνε
.

     ¼πως εßπα και πριν, οι πλοýσιοι στο χωριü Þταν δεξιοß. Το βασικü αßτημα των φτωχþν κεντρþων (οι αριστεροß Þταν μειοψηφßα) Þταν πÜντοτε να δοθεß μια καλýτερη τιμÞ στο λÜδι. ¸νας πλοýσιος χωριανüς μου, που Ýβγαζε τüνους λÜδι, εßπε κÜποτε στο καφενεßο. "Γιατß ν' ακριβÞνει το λÜδι; Μια χαρÜ εßναι η τιμÞ του". Σαν δεξιüς, Ýπρεπε να αντιταχθεß στα αιτÞματα των κεντρþων. Αυτü πια δεν Þταν πολιτικüς φανατισμüς, Þταν κρετινισμüς.

     Η βασικÞ παρÜμετρος του status εßναι και στο χωριü μου και παντοý νομßζω, ο πλοýτος. Και μια κι οι πλοýσιοι Þταν δεξιοß, η εμμονÞ στη δεξιÜ Þταν εμμονÞ στο status, το οποßο Ýνιωθαν να αποκτοýν ανακλαστικÜ και οι λιγüτερο ευκατÜστατοι. ¼τι βÝβαια Ýνας κεντρþος, τουλÜχιστον στην 10ετßα του '50, θεωρεßτο κρυφοαριστερüς, διευκüλυνε προς αυτÞ την κατεýθυνση. ¸τσι οι δεξιοß μÝνανε πÜντα φανατικÜ προσκολλημÝνοι στην πολιτικÞ τους ιδεολογßα. ΜεταστροφÞ πλοýσιου δεξιοý στο ΚÝντρο πρÝπει να Þταν σπÜνιο πρÜγμα κι εγþ τουλÜχιστον δεν ξÝρω καμιÜ περßπτωση. 

4.στ. εκκλησιασμüς και γιορτÝς

     Ο εκκλησιασμüς, απü μορφÞ λατρεßας του θεßου, Ýχει ξεπÝσει σε Ýνα θεσμü με μια φοβερÞ αδρανειακÞ δýναμη, που εξυπηρετεß περισσüτερο Üλλες ανÜγκες παρÜ τη λατρεßα του θεοý. Στα χωριÜ εßναι Ýνα περßπου κοσμικü γεγονüς, üπου οι γυναßκες, αποκλεισμÝνες απü τους δημüσιους χþρους του χωριοý üλη την εβδομÜδα, μποροýν να βαφτοýν, να στολιστοýν και να κÜνουν την εμφÜνιση τους. Το ανδρικü εκκλησßασμα, επειδÞ δεν Ýχει να καλýψει τÝτοιες ανÜγκες, εßναι σχετικÜ ολιγομελÝς σε σχÝση με το γυναικεßο. Οι μεγÜλες ηλικßες Ýχουν επßσης την πλειοψηφßα, μια και, σýμφωνα με μια παροιμßα που την αναφÝρει και ο ΚαζαντζÜκης, «üταν γερÜσει ο διÜβολος καλογερεýει». ΠÜντως αληθινÜ κατανυκτικÞ στÜση Ýχουν οι γριÝς, οι οποßες συχνÜ, κατÜ τη διÜρκεια της λειτουργßας, σταυροκοπιοýνται μÝχρι το πÜτωμα, ενþ οι γÝροι παρακολουθοýν σιωπηλοß, με τη γαλÞνια Ýκφραση του ανθρþπου που Ýχει κÜνει το καθÞκον του. ¼σο για τα παιδιÜ, γι' αυτÜ ο εκκλησιασμüς εßναι Ýνα πρüσθετο οικογενειακü καθÞκον. ¼ταν Þμουν μικρüς μας πÞγαιναν υποχρεωτικÜ οι δÜσκαλοι μας κÜθε ΚυριακÞ στην εκκλησßα, συντεταγμÝνους στη γραμμÞ. Τþρα αυτü Ýχει πια καταργηθεß. ΠÜντως οι γονεßς που πηγαßνουν στον εκκλησιασμü συνÞθως παßρνουν μαζß τους και τα παιδιÜ τους, χωρßς αυτÜ να δεßχνουν καθüλου ενθουσιασμü. Το μεν σþμα τους βρßσκεται μÝσα στην εκκλησßα, ο δε νους τους Ýξω, στο παιχνßδι. Ενþ τις ΚυριακÝς το εκκλησßασμα εßναι αρκετÜ ολιγομελÝς, τις γιορτÝς αυξÜνει σημαντικÜ.

     Την ΜεγÜλη ΠαρασκευÞ μÜλιστα και το ΜεγÜλο ΣÜββατο γßνεται σωστÞ κοσμοσυρροÞ. Εßναι μια ευκαιρßα να δοýμε παλιοýς συμμαθητÝς και φßλους, που το πιο πιθανü εßναι üτι δεν θα τους ξαναδοýμε παρÜ μüνο το επüμενο ΠÜσχα. ΤÝτοιες μεγÜλες γιορτÝς προτιμÜει συνÞθως κανεßς για να μεταλÜβει.

     Το χωριü Ýχει τρεις εκκλησßες, την Παναγßα, που χτßστηκε μετÜ το 1950, αφοý για την ανοικοδüμηση της επß χρüνια πρüβαλε εμπüδια Ýνας πλοýσιος γεßτονας που θα του Ýκοβε τη θÝα, τον ΑφÝντη Χριστü, που εßναι διμÜρτυρη μαζß με τον ¢γιο ΧαρÜλαμπο, και την Αγßα ΤριÜδα, που η αυλÞ της Þταν το γÞπεδο μας σε üλη τη διÜρκεια των παιδικþν μου χρüνων. Εκεß παßζαμε μπÜλα, εκεß κουμÜρι, εκεß κουτß-χωστü. ΣÞμερα εßναι κτισμÝνο τοιχÜκι ενδιÜμεσα και δε μπορεß πια να χρησιμοποιηθεß σαν γÞπεδο.

     Εκτüς απü αυτÝς τις εκκλησßες υπÜρχουν και πολλÜ ξωκλÞσια, που ανÞκουν στην ενορßα του χωριοý. ΑυτÜ εßναι ο ΠροφÞτης Ηλßας, η Αγßα ΠαρασκευÞ, η Αγßα ΚυριακÞ, που φτιÜχτηκε κÜπου το '60 στη θÝση μιας παλιÜς, ερειπωμÝνης εκκλησßας, το 'Αγιο Πνεýμα, η Παναγßα η Ευαγγελßστρια, ο 'Αγιος Αντþνιος κι η Παναγßα στα üρη (ΘριπτÞ).

     Οι γιορτÝς μας Üρεσαν υπερβολικÜ, σε μας τα παιδιÜ. ¼χι μüνο γιατß δεν κÜναμε σχολεßο, Þ γιατß λÝγαμε τα κÜλαντα, Χριστοýγεννα, ΠρωτοχρονιÜ, Φþτα, του ΛαζÜρου και τη ΜεγÜλη ΠαρασκευÞ και μαζεýαμε λεφτÜ, Þ γιατß τρþγαμε γλυκÜ. Μας Üρεσαν κυρßως γιατß Þταν συνδεμÝνες με Ýθιμα, η τÞρηση των οποßων Ýπεφτε κυρßως στις πλÜτες μας.

     Και πρþτα απ' üλα, οι Απüκριες. Εκεßνη την εποχÞ, παρüλο που υπÞρχε πολý γλÝντι, δεν μασκαρεýονταν οι μεγÜλοι, αλλÜ εμεßς τα παιδιÜ. Και δεν εßχαμε βÝβαια τις εξεζητημÝνες στολÝς που διαθÝτει σÞμερα η αγορÜ, αλλÜ φοροýσαμε ü,τι κουρÝλια βρßσκαμε, μουτζουρþναμε τα μοýτρα μας με καπνιÜ απü τις καμινÜδες, και ξαμολιüμασταν μπουλοýκια-μπουλοýκια στα σπßτια, σε πολλÜ απü τα οποßα, παρÜ το Ýθιμο, δεν γινüμασταν δεκτοß. ΚÜναμε κÜτι φρικιαστικÝς ορχÞσεις, προσπαθþντας να τρομÜξουμε τα μωρÜ και τα μικρÜ παιδÜκια του σπιτιοý, τρþγαμε τα γλυκÜ που μας Ýδιναν και «Üντε, καλÜ σας εßναι τþρα», μας Ýδιωχνε στο τÝλος ανυπüμονη η σπιτονοικοκυρÜ. Φεýγοντας, κÜποιοι απü μας βοýταγαν και κÜτι. Αθþα πρÜγματα, βÝβαια, üχι αληθινÝς κλεψιÝς. Εγþ κι η παρÝα μου κατηγορηθÞκαμε κÜποτε üτι κλÝψαμε Ýνα ψωμß και γλιτþσαμε την τιμωρßα απü το δÜσκαλο «λüγω αμφιβολιþν». ¸τσι κι αλλιþς Þμασταν αθþοι.

     Τη ΜεγαλοβδομÜδα, εκτüς απü την κατασκευÞ των πυροτεχνημÜτων, για τα οποßα Ýχω μιλÞσει, μαζεýαμε κι «αγκαλιÝς» (δεμÜτια) ξýλα για τη «φουνÜρα», τη φωτιÜ που θα καßγαμε τον Ιοýδα, το ΜεγÜλο ΣÜββατο. Τον Ιοýδα τον φτιÜχναμε μüνοι μας, μ' Ýνα παλιü παντελüνι και Ýνα παλιü πουκÜμισο, τα οποßα παραγεμßζαμε με Üχυρα. Για κεφÜλι βÜζαμε Ýνα φλασκß, στο οποßο φορÜγαμε και Ýνα παλιü σκοýφο. Τις αγκαλιÝς τα ξýλα τα μαζεýαμε απü το βουνü, κüβοντας σκßνα με μπαλταδÜκια, πολλÝς φορÝς üμως τις ζητÜγαμε απü τα σπßτια, αφοý προετοιμÜζαμε το Ýδαφος φωνÜζοντας σαν τελÜληδες «μιαν αγκαλιÜ στη φουνÜρα». Αν δεν μας Ýδιναν κλÝβαμε απü τις ταρÜτσες, üπου τις εßχαν φυλαγμÝνες για την παραστιÜ.

     Το κÜψιμο του Ιοýδα, üπως κι η λειτουργßα του ΜεγÜλου ΣαββÜτου, γινüταν ανÝκαθεν στην Αγßα ΤριÜδα, γιατß μüνο εκεß υπÜρχει χþρος για το στÞσιμο της φουνÜρας, ενþ üλες οι Üλλες λειτουργßες γßνονται στην ευρýχωρη εκκλησßα της Παναγßας, που χωρÜει Ýνα σωρü κüσμο. Στα εκκλησÜκια γßνεται εκκλησιασμüς μüνο üταν γιορτÜζει ο Üγιος τους.

     Ακüμη, εμεßς τα παιδιÜ, τη ΜεγαλοβδομÜδα σηκþναμε τα εξαπτÝρυγα στην περιφορÜ του επιταφßου και, σαν πρüσκοποι, στεκüμασταν τιμητικÞ φρουρÜ. Οι υπüλοιποι Þταν απασχολημÝνοι με το να πετÜνε πυροτεχνÞματα. Στüχος Þταν ο οποιοσδÞποτε, γριÝς, γÝροι, Üλλα παιδιÜ, τα κορßτσια (με σαδισμü απολαμβÜναμε τα τσιρßγματÜ τους κÜθε φορÜ που Ýσκαγε Ýνα παρτατζßκι στα πüδια τους), συχνÜ δε κι ο παπÜς. Ο παπÜς του ΠÜνω Χωριοý εßχε υποφÝρει τα πÜνδεινα, ενþ ο δικüς μας αρνÞθηκε να λειτουργÞσει Ýνα ΜεγÜλο ΣÜββατο στην Αγßα ΤριÜδα. Η νοσταλγßα üμως Þταν μεγÜλη και γι' αυτü κÜποιοι Ýφεραν μια τηλεüραση και απü εκεß Üκουσαν την λειτουργßα, και üταν ειπþθηκε το «Χριστüς ΑνÝστη» Ýβαλαν φωτιÜ στη φουνÜρα.

     Τη ΠεντηκοστÞ τÝλος, που η λειτουργßα γινüταν επßσης στην Αγßα ΤριÜδα, εμεßς τα παιδιÜ πηγαßναμε σε μια κοντινÞ ρεματιÜ και κüβαμε μυρτιÝς, τις οποßες Ýστρωναν μπροστÜ τους οι εκκλησιαζüμενοι και γονÜτιζαν, σε κÜποια φÜση της λειτουργßας. ΜεγÜλο πανηγýρι γßνεται του Σταυροý, στις 14 του ΣεπτÝμβρη, στα ¼ρη. Ο εκκλησιασμüς γßνεται σε Ýνα εκκλησÜκι στην πιο ψηλÞ κορφÞ, κÜπου 1200 μÝτρα üπως εßπαμε και τρεις þρες ποδαρüδρομο σε Ýνα μικρü ανηφορικü δρομÜκι. Το ξεκßνημα γßνεται τρεις Þ τÝσσερις η þρα τη νýχτα. ¼ταν φτÜνουμε εßμαστε ξεπνεμÝνοι, üμως το θÝαμα αποζημιþνει, καθþς βλÝπουμε, τα παρÜλια της ΚρÞτης σαν απü αεροπλÜνο. Η ανατολÞ του ηλßου εßναι Ýνα πανüραμα.

     Για πρþτη φορÜ πÞγαμε μαθητÝς δευτÝρας Λυκεßου. Αφοý απολαýσαμε λßγο τη θÝα χωθÞκαμε σε μια αßθουσα δßπλα στην εκκλησßα, γιατß Ýκανε φοβερü κρýο. ¹μασταν πατεßςμε-πατþσε. Τüτε εßδα για πρþτη φορÜ Üνθρωπο να κοιμÜται üρθιος, τον φßλο μου τον Θüδωρα. Εκεß που στεκüταν üρθιος, ξαφνικÜ σωριÜζεται χÜμω. Εμεßς βÜλαμε τα γÝλια. 'Ανοιξε τα μÜτια του και μας κοßταξε χαμÝνα σαν αγουροξυπνημÝνος. Απü τüτε ξÝρω üτι το «κοιμÜσαι üρθιος» μπορεß να μην εßναι μüνο σχÞμα λüγου.

4.ζ. προλÞψεις & δεισιδαιμονßες

     Η χριστιανικÞ θρησκεßα, στη συνεßδηση του μεγÜλου πλÞθους των πιστþν, εξαντλεßται στη μεταφυσικÞ της. Οι δαßμονες, οι πατασμοß, εßναι μια συνεχÞς απειλÞ κι ο φüβος του θανÜτου και της μεταθανÜτιας τιμωρßας εßναι που οδηγεß τις μεγÜλες ηλικßες στον κυριακÜτικο εκκλησιασμü. ΑυτÞ η πλευρÜ της χριστιανικÞς μεταφυσικÞς ασκοýσε εξÜλλου Ýνα παιδευτικü χαρακτÞρα στα παιδικÜ μας χρüνια. Περισσüτερο η κüλαση, σαν απειλÞ, παρÜ ο παρÜδεισος, σαν υπüσχεση, λειτουργοýσαν αποτρεπτικÜ στις παιδικÝς μας αταξßες: στα αθþα ψÝματα μας και στις «κλεψÝς», αλλÜ προ παντüς στις ýβρεις των θεßων που μαθαßναμε απü τους μεγÜλους, οι οποßοι σε στιγμÝς οργÞς δεν Ýνιωθαν καμιÜ αναστολÞ μπροστÜ στην επαπειλοýμενη μεταθανÜτια τιμωρßα. Εμεßς επειδÞ üσο να 'ναι φοβüμασταν, στη θÝση των αγßων βÜζαμε μανÜδες και θειÜδες.

     Τüσο πολý θεωροýσα τη θρησκεßα σαν αποτρεπτικü παρÜγοντα για τις βρισιÝς και τις αισχρολογßες þστε, üταν στα δεκατÝσσερÜ μου σταμÜτησα να πιστεýω, πρþτη μου αντßδραση Þταν να σταματÞσω να βρßζω. «Αν δεν υπÜρχει Θεüς, üλα επιτρÝπονται» διÜβαζα τüτε στον ΝτοστογιÝφσκη κι η ιδÝα πως ο κüσμος θα μποροýσε να πÝσει σε μια κατÜσταση ηθικÞς αναρχßας με γÝμιζε αποτροπιασμü. ΑυτÞ η ιδÝα δεν με Ýφερε κοντýτερα στην πßστη, συνειδητοποßησα üμως üτι το θεμÝλιο της σταθερüτητας των κοινωνικþν σχÝσεων που εßναι η ηθικÞ, θα 'πρεπε να θεμελιωθεß εντεýθεν, μÝσα μας κι üχι εκεßθεν, στο υπερπÝραν. ΑυτÜ τα 'χε πει βÝβαια πριν απü δυο αιþνες ο Καντ, εγþ üμως τüτε δεν το Þξερα.

     Η χριστιανικÞ θρησκεßα, σαν πρακτικÞ, ξεφεýγει ασφαλþς απü το γρÜμμα των γραφþν, πρÜγμα που συμβαßνει εξÜλλου με κÜθε θρησκεßα (ΜεγÜλη και μικρÞ παρÜδοση). Ο πολυθεúσμüς Ýχει εισχωρÞσει στον χριστιανισμü με τη μορφÞ του Üγιου προστÜτη και του Üγιου θαυματουργοý. Ακüμη κι ο ανιμισμüς Ýχει επιβιþσει με τη μορφÞ της θαυματουργÞς εικüνας, του τßμιου ξýλου, του φυλακτοý. ΠροστÜτης του εμπορßου, üπως Þταν ο ΕρμÞς, Þ προστÜτης της γεωργßας, üπως Þταν η ΔÞμητρα, δεν υπÜρχει, υπÜρχει üμως ο Üγιος Νικüλαος, προστÜτης των ναυτικþν, η αγßα ΒαρβÜρα, προστÜτης του πυροβολικοý, η αγßα ΠαρασκευÞ, που θεραπεýει τους τυφλοýς και, γιατß üχι, ο Üγιος Βαλεντßνος, ο προστÜτης των ερωτευμÝνων. ΠÜντως γενικÜ στους χριστιανοýς αγßους δεν υπÜρχει εξειδßκευση ως προς τα θαýματα και τα αντικεßμενα προστασßας τους. ΚÜθε Üγιος, ειδικÜ αν βρßσκεται κÜπου κοντÜ εκκλησßα του, μπορεß να προστατεýει τον καθÝνα κι απü κÜθε τι, κυρßως απü αρρþστιες, προπαντüς αν η προσευχÞ που του απευθýνουμε συνοδεýεται κι απü Ýνα τÜξιμο, συνÞθως αρτοπλασßα Þ προσφορÜ του νοσοýντος μÝλους Þ οργÜνου του σþματος σε μικρÝς ανÜγλυφες λεπτÝς πλÜκες, ασημÝνιες Þ χρυσÝς, μια πρακτικÞ που üλο και φθßνει.

     Οι πιστοß üμως, και κυρßως οι γυναßκες, δεν θυμοýνται τους Üγιους μüνο üταν τους Ýχουν ανÜγκη. Τους ανÜβουν συχνÜ τα καντÞλια, κυρßως στα ξωκλÞσια και με την ευκαιρßα μαζεýουν και λßγα χüρτα απü τα γειτονικÜ χωρÜφια. Ακüμη, κÜθε φορÜ που θα περÜσουν κοντÜ απü εκκλησßα, πρÝπει απαραßτητα να σταυροκοπηθοýν, üπως και üταν ακοýσουν τις καμπÜνες. Σταυροκοπιοýνται επßσης και πριν το φαγητü, που παλιÜ πρÝπει να Þταν ο επßλογος μιας προσευχÞς που στις μÝρες μας Ýχει εκλεßψει. Η προσευχÞ, εκτüς üταν γßνεται κατÜ την επßσκεψη σε εκκλησßα, οπüτε απευθýνεται στον Üγιο της, απευθýνεται συνÞθως σ' Ýνα απü τα μÝλη της αγßας ΤριÜδας, κατÜ προτßμηση στο Χριστü και στη Παναγßα. ΠαλιÜ γινüταν και το πρωß, μπροστÜ στο εικüνισμα Þ με κατεýθυνση την ανατολÞ, τþρα üμως περιορßζεται μüνο το βρÜδυ. ΘυμÜμαι üταν Þμουν μικρüς, που με Ýβαζε με το ζüρι η μητÝρα μου να κÜνω την βραδινÞ μου προσευχÞ, Εγþ, με βλÝφαρα σαν μολýβι απü τη νýστα, Ýλεγα μια προσευχÞ που δεν θυμÜμαι παρÜ μüνο το τÝλος της: «κι üτινα ξυπνÞσω, να σηκωθþ πρωß-πρωß, να σε δοξολογÞσω». Με την τελευταßα λÝξη σωριαζüμουν κοιμισμÝνος πÜνω στο κρεβÜτι. Η μητÝρα μου κÜθε βρÜδυ θυμιÜτιζε τα εικονßσματα, και μετÜ Ýβγαινε Ýξω απü το σπßτι και θυμιÜτιζε κατÜ τη μεριÜ του προφÞτη Ηλßα, μουρμουρßζοντας την προσευχÞ της. ΕλÜχιστες εßναι οι γυναßκες, κυρßως γριÝς, που εξακολουθοýν και σÞμερα να κÜνουν το ßδιο.

     Τα εικονßσματα βρßσκονται συνÞθως κρεμασμÝνα στον τοßχο üπου εßναι η κεφαλÞ του κρεβατιοý. Στα σßδερα της κεφαλÞς του κρεβατιοý (τα παλιÜ κρεβÜτια Þταν συνÞθως σιδερÝνια) κρεμÜγανε συχνÜ και μικρÜ κονισματÜκια, στο μÝγεθος της παλÜμης. ¸νας τÝτοιος Üγιος ΧαρÜλαμπος κρεμüταν επß χρüνια στο κρεβÜτι μου. Τον εßχα βρει üταν Þμουν μικρüς, στην Üκρη ενüς μονοπατιοý, τη μÝρα της γιορτÞς μου. Τα κονßσματα τα στολßζουν ακüμη με «μÜτσα», μικρÜ μπουκÝτα απü αρισμαρß (δενδρολßβανο), αβÜσαρμο (δυüσμο), ζουμποýλι, μαντζουρÜνα, μοσκüχορτο και λεβÜντα που τα μοιρÜζουν στην εκκλησßα την ΚυριακÞ της Σταυροπροσκýνησης, καθþς και με τους βαγιÜτικους σταυροýς, σταυροýς απü βÜγια που τους μοιρÜζουν στην εκκλησßα την ΚυριακÞ των ΒαÀων μαζß με Ýνα κλαδÜκι ελιÜς. Φανταστεßτε την Ýκπληξη μου üταν κÜποιο ΠÜσχα, γυρνþντας σπßτι με Üδεια απü τον στρατü, βρÞκα τον «ΕσταυρωμÝνο» του Νταλß, Ýναν απü τους πßνακες που κουβÜλησα με τ' Üλλα μου συμπρÜγκαλα στο χωριü, üταν, Ýχοντας πÜρει το πτυχßο μου, τα μÜζεψα και κατÝβηκα κÜτω (17 ΝοÝμβρη 1972, Ýνα χρüνο ακριβþς πριν...) στολισμÝνο με βÜγια. Ο σταυρωμÝνος αυτüς Χριστüς, με μια κλßση σχεδüν εξÞντα μοιρþν, ιδωμÝνος απü ψηλÜ, διÜβασα κÜπου üτι συμβολßζει την εγκατÜλειψη του Χριστοý απü τους ανθρþπους. Τα βÜγια αυτÜ της μÜνας μου Þταν μια θριαμβευτικÞ διÜψευση.

     Η θρησκευτικÞ πßστη συνδεüταν συχνÜ σχεδüν αξεδιÜλυτα με διÜφορες προλÞψεις και δεισιδαιμονßες. ΚÜποιες μÜλιστα εßμαι σßγουρος üτι δεν τις πßστευαν πια οι μεγÜλοι, αλλÜ μας τις επÝσειαν σαν απειλÞ, σε μας τα παιδιÜ, üπως το üτι το χÝρι που «δßνει πßτες» (μουτζþνει) δεν λιþνει στο μνÞμα.

     Το σημÜδι του σταυροý λειτουργοýσε αποτρεπτικÜ για τα δαιμüνια. Πριν κοιμηθþ Ýκανε η μητÝρα μου πÜνω στο μαξιλÜρι με την παλÜμη της, το σημÜδι του σταυροý, καθþς και μπροστÜ στο στüμα μου κÜθε φορÜ που χασμουριüμουν. ¼ταν λουζüμουν, Ýπρεπε απαραßτητα να μου ρßξει αλÜτι. Και την πρωτοχρονιÜ, Ýπρεπε να προσÝχουμε τις πüρτες μη μπει κανÝνας γÜτος και μας κÜνει το ποδαρικü. Με προειδοποιοýσε επßσης να μη κÜνω επισκÝψεις αυτÞ τη μÝρα σε ξÝνα σπßτια, μη μπω πρþτος μÝσα. Αν πÞγαινε κακÜ η χρονιÜ τους, εμÝνα θα βλαστημοýσαν που τους Ýκανα το ποδαρικü.

     Πολý κυκλοφοροýσαν εκεßνη την εποχÞ τα ξüρκια, για το μÜτιασμα κυρßως. Μεταδßδονται απü Üντρα σε γυναßκα, και αντßστροφα, μüνο προφορικÜ. Η μητÝρα της νýφης μου και μια θεια μου με σταýρωσαν για να μου μÜθουν Ýνα ξüρκι. Το λαογραφικü μου ενδιαφÝρον δεν Þταν επαρκÝς κßνητρο για να το απομνημονεýσω κι Ýτσι εγκατÝλειψαν την προσπÜθεια. ΠÜντως τÝτοιου εßδους ξüρκια Þταν αμφßβολης αποτελεσματικüτητας, γιατß η μητÝρα μου, üταν νüμισε κÜποτε üτι μ' εßχαν ματιÜσει, με πÞγε για πιο σßγουρα σ' Ýναν παπÜ, Ýνα γÝρο Πισκοπιανü, να με ξεματιÜσει.

     ΜαγικÝς πρακτικÝς, εßτε λευκÞς εßτε μαýρης μαγεßας, δεν Üκουσα ποτÝ να γßνονται στο χωριü μου. Λεγüταν μüνο η πρακτικÞ ενüς ερωτικοý γητÝματος, που εßναι Üγνωστο αν χρησιμοποιÞθηκε ποτÝ. Αν κÜποια Þθελε να «τυλßξει» κÜποιον που της γυÜλιζε, Ýφτιαχνε κουλουρÜκια βÜζοντας λßγο απü τα Ýμμηνα της και τον φßλευε. Αν επιζοýσε σßγουρα θα την ερωτευüταν.

     Μια μαγικÞ πρακτικÞ που ασκοýσαμε εμεßς τα παιδιÜ, και μÜλλον την πιστεýαμε μüνο εμεßς, Þταν η παρακÜτω: ¼ταν μας Ýβγαινε Ýνα δüντι, το βÜζαμε στην κουφÜλα ενüς τρÜφου (τοßχος με πÝτρες χωρßς τσιμÝντο, για τη δημιουργßα αναβαθμþν) και λÝγαμε το παρακÜτω ξüρκι: "πÜρε ποντικÝ το δüντι μου και δωσ' μου σιδερÝνιο, να κουκαλßζω το ψωμß, το παξιμαγδελÝνιο".

     ¼ταν συναντοýσαμε στο δρüμο κανÝνα παπÜ, Þταν κακοσημαδιÜ για μας τους μαθητÝς. Σßγουρα κÜποιος καθηγητÞς θα μας Ýβγαζε στο μÜθημα. Για να ξορκßσουμε το ενδεχüμενο, πιÜναμε τ' αχαμνÜ μας. ΘυμÜμαι ακüμη τη σκοτεινÞ, φαρμακερÞ ματιÜ που μας Ýριξε ο παπÜ-ΓιωργÜκης, üταν περνþντας πλÜι του τα πιÜσαμε, χωρßς να Ýχουμε την προνοητικüτητα να τον αφÞσουμε να προσπερÜσει. Αυτüς ο παπÜ-ΓιωργÜκης εßναι Ýνας γραφικüς τýπος, üλο σüκιν ανÝκδοτα και καμÜκι στις τουρßστριες! 'Ακουσα üτι μπÞκε κÜποτε ξþφυλλο σ' Ýνα ξÝνο περιοδικü. ΜετÜ απü χρüνια που βρÝθηκα μαζß του σ' Ýνα συγγενικü σπßτι, μας τρÝλανε στα σüκιν ανÝκδοτα.

     Τα φαντÜσματα συνδÝονταν πÜντοτε με βßαιους Þ μη αποδεκτοýς θανÜτους. ¸νας δÜσκαλος Üκουσε το δυνατü χτýπημα απü χÜρακα πÜνω στην Ýδρα της αßθουσας διδασκαλßας μιας νÝας κι üμορφης δασκÜλας, που εßχε πεθÜνει πριν απü λßγες μÝρες. ¼ταν πÞγε εκεß δεν βρÞκε κανÝνα.

     Στη σιδερÝνια καμÜρα (γÝφυρα) Ýβγαινε Ýνα βüδι με φþτα στα κÝρατα κÜθε βρÜδυ, μετÜ απü Ýνα θανατηφüρο τροχαßο ατýχημα, το τρßτο κατÜ σειρÜ μÝσα σε τρßα χρüνια. ¸νας χωριανüς Ýφτασε Ýνα βρÜδυ πανικüβλητος στο χωριü, γιατß του Ýσβησε το μηχανÜκι ακριβþς πÜνω απü τη γÝφυρα. Η ερμηνεßα που δþσαμε Þταν üτι καθþς φοβüταν, γκÜζωσε πολý τη μηχανÞ με αποτÝλεσμα να του μπουκþσει. Την Ýσυρε τρÝχοντας καμιÜ εκατοστÞ μÝτρα και ξανÜβαλε μπροστÜ. ΚÜποια νýχτα, μια ομÜδα μαθητÝς που προπορεýονταν με τα ποδÞλατα τους, κατατρüμαξαν τους υπüλοιπους κρεμþντας Ýνα Üσπρο σεντüνι σ' Ýνα δÝντρο δßπλα στη γÝφυρα.

¼τι εγþ δεν πßστευα με προφýλασσε απü τÝτοιους φüβους. ¸τσι περνοýσα Üφοβα απ' αυτÞ τη γÝφυρα, συχνÜ μüνος μου. Κι üταν πÝθανε η μητÝρα μου, τη μÝρα που τη θÜψαμε, μια φεγγαρüλουστη βραδιÜ, τα βÞματα μου με Ýφεραν στο νεκροταφεßο, πÜνω στο μνÞμα της. Στον τελευταßο αποχαιρετισμü Þθελα να 'μαστε μüνοι. ΚανÝνα φÜντασμα, ακüμα κι αν υπÞρχε, δε φÜνηκε.

     Στη μνÞμη μου εßχα συγκρατÞσει και επανÝφερα διαρκþς την τελευταßα εικüνα απü το πρüσωπο της, μÝσα στην Üρκλα (κÜτι σαν τσιμεντÝνια δεξαμενÞ), πριν βÜλουν απü πÜνω την πλÜκα, γιατß στο χωριü μας δεν τους θÜβουν τους νεκροýς μÝσα σε χþμα. ΜετÜ απü δýο χρüνια περßπου, üταν μας ειδοποßησαν, πÞγαμε με τον πατÝρα μου και τον νεκροθÜφτη να την ξεθÜψουμε. Ανοßξαμε την πλÜκα και, στη θÝση που θυμüμουν το σαν κοιμισμÝνο πρüσωπο της, βρισκüταν τþρα το γυμνü κρανßο με το σαρδüνιο χαμüγελο. Με σκοινιÜ ανεβÜσαμε πÜνω τη κÜσα, με προσοχÞ μη σπÜσει καθþς Þταν μισοσαπισμÝνη, βγÜλαμε Ýξω τον σκελετü, πλýναμε τα κüκαλα με κρασß, τα βÜλαμε σε κοýτα και τα τοποθετÞσαμε στον οικογενειακü μας τÜφο, που 'χε φροντßσει ο πατÝρας μου και φτιÜξαμε λßγο μετÜ το θÜνατο της. ¼σοι δεν Ýχουν τÝτοιο τÜφο, τα κüκαλα τους φυλÜσσονται στο οστεοφυλÜκιο. Παρüλο που τον πρþτο καιρü την Ýβλεπα συχνÜ στον ýπνο μου, δεν εßχα καμιÜ Ýνδειξη üτι με επισκεπτüταν σαν φÜντασμα.

     Δεν εßχε συμβεß üμως το ßδιο και με την γιαγιÜ μου. ¼ταν πÝθανε, το 1962, επß μÞνες ακοýγαμε χτýπους στις πüρτες, στα παρÜθυρα και σ' Ýνα Üδειο βαρÝλι που Þταν Ýξω στην αυλÞ. ΚÜναμε τη σκÝψη, θÝλοντας περισσüτερο να ξορκßσουμε τους φüβους μας, üτι επρüκειτο για συστολÝς-διαστολÝς. ¼μως εκ των υστÝρων σκÝφτομαι üτι μπορεß να 'τανε και φÜντασμα, φασαριüζικο φÜντασμα, poltergeist -Ýχω γρÜψει γι' αυτü στο βιβλßο μου «Παραψυχολογßα». Μüνο που σ' αυτÞ την περßπτωση η γιαγιÜ μου δεν ερχüταν απü το υπερπÝραν, αλλÜ ξετρýπωνε κÜπου απü το παιδικü μου υποσυνεßδητο.

     ΣÞμερα, οι περισσüτερες προλÞψεις Ýχουν ατονÞσει, και παρüλο που υπÜρχει Ýνας αταβιστικüς φüβος του σκοταδιοý, δε νομßζω να πιστεýει πια κανεßς στα φαντÜσματα.

4.η. θεραπευτικÝς αγωγÝς

     Στο χωριü μου, κεßνα τα χρüνια, οι ιατρικÝς φροντßδες Þταν υπüθεση της οικογÝνειας περισσüτερο παρÜ του γιατροý. Οι δυο γιατροß που εßχαμε στο χωριü καλοýνταν μüνο για σοβαρÜ περιστατικÜ. Τα συνηθισμÝνα κρυολογÞματα θεραπεýονταν με «βραστÜρια», κυρßως φασκομηλιÜ, βεντοýζες απλÝς Þ «κοφτÝς» (χαραζüταν με ξυρÜφι το δÝρμα περιφερειακÜ της βεντοýζας κι Ýβγαινε μαýρο αßμα) επÜλειψη ιωδßου στη πλÜτη (Ýπρεπε μüνο να μην επαλειφθεß η σπονδυλικÞ στÞλη) και εντριβÝς. Για εντριβÞ χρησιμοποιοýσαν πετρÝλαιο, οινüπνευμα Þ ρακÞ και μÜλιστα πρωτüρακη, που επειδÞ Þταν δυνατÞ και την Üντεχαν μüνο τα δυνατÜ στομÜχια, στα περισσüτερα σπßτια δεν την Ýπιναν και τη χρησιμοποιοýσαν μüνο για εντριβÝς. Για Ýνα γÝρο μπεκρÞ του χωριοý μου üμως, το να χρησιμοποιεßται ρακÞ για εντριβÞ Þταν περßπου ιεροσυλßα. ¸λεγε κÜποτε στο καφενεßο με μεγÜλη σοβαρüτητα: «και να σκεφτεß κανεßς, πως πολλοß την Ýχουν (τη ρακÞ) και ποτρßβγουνται (αποτρßβονται, εντρßβονται, κÜνουν εντριβÞ).

     Για τον πυρετü Ýπαιρναν και τüτε ασπιρßνη, üμως πιο συχνÜ Þ και παρÜλληλα, αν ο πυρετüς Þταν ψηλüς, χρησιμοποιοýσαν κομπρÝσες στο μÝτωπο και στις αρθρþσεις των παλαμþν με ξυδüνερο. Τις χρησιμοποßησα κÜποτε με αποτελεσματικüτητα στο γιο μου, üταν τα κλασικÜ αντιπυρετικÜ δεν Ýλεγαν να του κατεβÜσουν τον πυρετü.

Για τις ευκοιλιüτητες χρησιμοποιοýσαν τσÜι και λεμüνι Þ καφÝ και λεμüνι και ρýζι λαπÜ. Για τις δυσκοιλιüτητες τα χüρτα, και σε σοβαρÝς περιπτþσεις το κλýσμα. Στους μþλωπες Ýβαζαν κοπανισμÝνα κρεμμýδια και τα Ýδεναν μ' επßδεσμο. Στα καψßματα Þ τσιμπÞματα σφßγγας βÜζανε λÜσπη. ΛÜσπη με κÜτουρο μÜλιστα Þτανε πολý αποτελεσματικÞ.

     ΠÜνω στα καροýμπαλα βÜζανε Ýνα κλειδß, απü εκεßνα τα παλιÜ, τα τερÜστια. Το κρýο μÝταλλο ανακοýφιζε απü τον πüνο. Εμεßς τα παιδιÜ το χρησιμοποιοýσαμε συχνÜ, μια και συνεχþς Þμασταν «ξεκαυκαλωμÝνοι» απü πετροπüλεμους Þ πεσßματα.

Για την υπÝρταση Ýτρωγαν σκüρδο, üπως και για τους «ορμÞγκους», κÜτι σκουλÞκια των εντÝρων που τα ανιχνεýαμε στα κüπρανα. Προκαλοýσαν δυσφορßα και νευρικüτητα. ΘυμÜμαι πως üταν στριφογýριζε κανεßς ανÞσυχος στην καρÝκλα του του λÝγαμε «κÜτσε Þσυχα, σκουλÞκους Ýχεις στον κþλο;».

     Για τα βρογχικÜ Ýπιναν φασκομηλιÜ, που εßναι ρüφημα αποχρεμπτικü και για το στομαχüπονο χαμομÞλι. Για τους πüνους των αφτιþν Ýφτιαχναν Ýνα βραστÜρι και Ýβαζαν το πονεμÝνο αφτß πÜνω απü τον «τζισβÝ» (μπρßκι). Οι ζεστοß ατμοß ανακοýφιζαν απü τον πüνο. ΠολλÝς φορÝς ανακουφßστηκα μ' αυτüν τον τρüπο, üταν μικρüς υπÝφερα απü συχνÝς ωτßτιδες. ¼σο για τις ψεßρες, Þταν Üγνωστες στο χωριü. Κι ο λüγος; ¼λοι οι μαθητÝς κουρευüμασταν «εν χρω», απü τον πÜτο.

     Για εξαρθρþσεις και σπασßματα κατÝφευγαν στον Αντρßκο ΠαπουτσÜκη, τον πρακτικü, στον οποßο Ýχω Þδη αναφερθεß. Τα κατÜφερνε καλýτερα απü τους κλασικοýς γιατροýς. Τα μυστικÜ της τÝχνης του τα πÞρε μαζß του στον τÜφο του.

ΠροπολεμικÜ, υπÞρχε κι Ýνα πρωτüτυπο σýστημα ιατρικÞς ασφÜλισης. Με εισφορÜ μια κανßστρα λÜδι (περßπου εικοσιπÝντε κιλÜ) οι τρεις γιατροß του χωριοý θερÜπευαν üλη την οικογÝνεια για üλο το χρüνο.

     Και στον τομÝα της ιατρικÞς φροντßδας η αυτÜρκεια Ýχει σÞμερα σχεδüν εγκαταλειφθεß. Οι θεραπευτικÝς αγωγÝς που αναφÝραμε, οι οποßες δεν εßχαν καμιÜ παρενÝργεια, δþσανε θÝση στα φÜρμακα. Οι βεντοýζες, που απü τüσα κρυολογÞματα μας εßχαν απαλλÜξει, τους γονεßς μου κι εμÝνα, χρησιμοποιοýνται σπÜνια πια στο χωριü. ¼ταν κÜποτε μου σπÜσανε τα βεντουζοπüτηρα, εßδα κι Ýπαθα να βρω να αγορÜσω Üλλα. Τþρα υπÜρχουνε λεφτÜ για την αγορÜ των φαρμÜκων και καθþς üλοι εßναι ασφαλισμÝνοι στον ΟΓΑ, τα πληρþνουν στο Ýνα τÝταρτο της τιμÞς. Ακüμη κι η ρακÞ αντικαταστÜθηκε απü το Cxxxxxxn στις εντριβÝς. Το νοσοκομεßο της ΙερÜπετρας εßναι κοντÜ κι ο καλüς δρüμος, τα πολλÜ IX κι η πυκνÞ συγκοινωνßα κÜνουν εýκολη και γρÞγορη την πρüσβαση. ¼μως το τßμημα που πληρþνουμε εßναι ακριβü και το εκθÝτει θαυμÜσια στο βιβλßο του «ΙατρικÞ ΝÝμεση» ο ΙβÜν Ιλßτς.

     ΦυσικÜ σε σοβαρÝς περιπτþσεις η φαρμακευτικÞ αγωγÞ εßναι αναντικατÜστατη. Εγþ σþθηκα απü τις πυþδεις αμυγδαλÝς μου, μ' Ýναν ελαφρü μüνο ρευματικü πυρετü, που μου Üφησε επß χρüνια πüνους στα γüνατα, τους οποßους αντιμετþπιζα με εντριβÝς, χÜρις στις ενÝσεις πενικιλßνης που μου Ýκανε ο γιατρüς ο Αριστεßδης. ΦυσικÜ στο τÝλος, κÜπου δþδεκα χρονþν, αναγκÜστηκα να τις βγÜλω. ΘυμÜμαι τον πüνο και τον τρüμο που μου προκαλοýσαν αυτÝς οι ενÝσεις. ¸στηνα αφτß ν' ακοýσω τα βÞματα του, üταν Þταν να 'ρθει να μου κÜνει την Ýνεση, σαν τον μελλοθÜνατο που περιμÝνει να τον πÜρουν απü το κελß του. Κι üλη η αναμονÞ μÝχρι να βρÜσει τη σýριγγα για να την απολυμÜνει, εßχε την παγερÞ αγωνßα μπροστÜ στο εκτελεστικü απüσπασμα. ΣÞμερα ευτυχþς Ýχουμε τις σýριγγες μιας χρÞσης, γρÞγορες στη χρÞση, και τα αντιβιοτικÜ που παßρνονται απü το στüμα.

4.θ. ονüματα & παρατσοýκλια

     Η χρÞση ονοματεπþνυμου και πατρþνυμου εßναι ο επßσημος τρüπος ταυτοποßησης ενüς ατüμου κι Ýτσι καταγρÜφεται στα μητρþα. Στα μητρþα βÝβαια, üπως και στην ταυτüτητα, αναγρÜφεται επιπλÝον τ' üνομα της μητÝρας και το γÝνος της και φυσικÜ η ημερομηνßα γÝννησης. ¼μως σε καταστÜσεις ονομÜτων, τ' üνομα, το επþνυμο και το üνομα του πατÝρα εßναι αρκετÜ για να διακρßνουν Ýν Üτομο απ' üλα τα υπüλοιπα, εκτüς απü την σπÜνια κεßνη περßπτωση που συμπßπτουν και τα τρßα, οπüτε γßνεται χρÞση και του ονüματος της μητÝρας. ΠÜντως εßκοσι χρüνια τþρα που διδÜσκω, ποτÝ δεν συνÜντησα στους μαθητÝς μου τÝτοια περßπτωση. ¼ταν Þμουν μαθητÞς, χρησιμοποιοýσαμε τα τρßα αυτÜ ονüματα με διαφορετικÞ σειρÜ απü üτι σÞμερα.
     ΘυμÜμαι την πρþτη μου μÝρα στο σχολεßο. Το συναßσθημα που Ýνιωθα Þταν χαρÜ ανακατεμÝνη με περιÝργεια. Σýντομα üμως Ýνιωσα Ýνα μεγÜλο φüβο. Με πλησιÜζει Ýνας μεγαλýτερος μαθητÞς και με ρωτÜει αν ξÝρω να γρÜφω τ' üνομα μου. ¼χι του λÝω. ¹ξερα να γρÜφω κÜποια γρÜμματα, üχι üμως λÝξεις και προ παντüς τ' üνομα μου. "Δεν ξÝρεις να γρÜφεις το üνομα σου; Να δεις ξýλο που Ýχεις να φας απü τη δασκÜλα"!

     ΜÝχρι να μποýμε στην τÜξη ο νους μου Þταν στο ξýλο που θα Ýτρωγα. ¼μως üταν καθßσαμε στα θρανßα, η δασκÜλα διÜβασε τα ονüματα μας και σε κÜθε Ýνα μας Ýδωσε Ýνα καρτελÜκι με τ' üνομα του, γραμμÝνο με μεγÜλα κεφαλαßα γρÜμματα, το οποßο κÜρφωσε στη συνÝχεια με πινÝζες πÜνω στο θρανßο. Εßδα επß τÝλους το üνομα μου! ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ. Το πατρþνυμο σε αυτÜ τα καρτελÜκια εßχε τη δεýτερη θÝση κι Þταν σε γενικÞ χωρßς Üρθρο. ΠολλÜ χρüνια αργüτερα, δεν θυμÜμαι πüτε, αρχßσαμε να χρησιμοποιοýμε τον Üλλο τýπο, αυτüν που επικρατεß σÞμερα, με το πατρþνυμο μετÜ το επþνυμο, μαζß με το Üρθρο του.

     Για τ' üνομα του παιδιοý το λüγο Ýχουν οι γονεßς, στις περισσüτερες φορÝς üμως εßναι περßπου προαποφασισμÝνο, σýμφωνα με κÜποιους κανüνες, που üμως δεν τηροýνται απαρÝγκλιτα. Αν το πρþτο παιδß εßναι σερνικü, παßρνει τ' üνομα του πατÝρα του γαμπροý, ενþ αν εßναι θηλυκü παßρνει το üνομα της μητÝρας της νýφης. Κι αυτü γιατß, αν το δεýτερο παιδß εßναι αρσενικü, θα πÜρει το üνομα του πατÝρα του γαμπροý, οπüτε πρÝπει να βγει Ýνα üνομα απü κÜθε σüι. Απü εκεß κι Ýπειτα οι κανüνες εßναι πολý χαλαροß. ΣυνÞθως üμως üταν συμπληρωθοýν τα ονüματα των πεθερικþν, Ýχουν σειρÜ τα ονüματα των θεßων, για τις σπÜνιες εκεßνες περιπτþσεις που οι οικογÝνειες εßναι πολυμελεßς.

     Στο χωριü μας, απü τις εννÝα μοýσες υπÜρχουν οι Ýξι. ¸χουμε Κλειþ, ΘÜλεια, ΜελπομÝνη, Πολυμνßα, Ουρανßα και Καλλιüπη. Πραγματικü ρεκüρ για Ýνα τüσο μικρü χωριü. ΥπÜρχουν ακüμη ΑθηνÜ, Αντιγüνη κι Ηρþ, ονüματα αρχαιοελληνικÜ που απουσιÜζουν απü το χριστιανικü εορτολüγιο. Αντßθετα στους Üνδρες Ýχουμε μüνο Ýνα Πολýβιο και δýο Αριστεßδηδες κι üλοι οι υπüλοιποι, αν δεν απατþμαι, γιορτÜζουν με τους χριστιανοýς αγßους. Μανþλης, ΓιÜννης, Γιþργης, ΝικολÞς, εßναι τα ονüματα των περισσüτερων χωριανþν μου. Απü κοντÜ οι ΚωστÞδες, οι ΜιχÜληδες και οι ΣταυρÞδες. ΜετÜ πρÝπει να ερχüμαστε εμεßς οι ΧαραλÜμπηδες. ¼σο για τις γυναßκες, οι περισσüτερες εßναι Μαρßες και ΔÝσποινες. ¸χουμε επßσης Ερωφßλη, Ευθαλßα, Ευγενßα, Αρχüντισσα, Εψεβßα, ¼λγα κι Αμαλßα. Απü τις μοýσες, μüνο η Καλλιüπη εßναι που απαντÜει κÜμποσες φορÝς. Τα υπüλοιπα ονüματα βρßσκονται üλα σχεδüν στο χριστιανικü εορτολüγιο.

     ¼ταν καλοýσαμε ο Ýνας τον Üλλο, χρησιμοποιοýσαμε για τα μεν αγüρια μια απλοποιημÝνη μορφÞ του ονüματος, üπως Γιþργης, ΓιÜννης, κλπ, για τα δε κορßτσια υποκοριστικÜ, üπως Μαßρη, Κοýλα. ΠολλÜ γυναικεßα υποκοριστικÜ δÝχονταν και μια πρüσθετη κατÜληξη υποκοριστικοý, το -οýλα, üπως Μαρικοýλα, Μαιροýλα. Τα σερνικÜ ονüματα Ýπαιρναν το -ακης, üπως ΓιωργÜκης ΜανωλÜκης. ΑρσενικÜ υποκοριστικÜ üπως ΛÜκης, ΣÜκης, ΜÜκης κλπ, απουσιÜζουν εντελþς. ΚÜθε υποκοριστικü Ýχει τις συνδηλþσεις του. Το Μαßρη Þταν αριστοκρατικü, το Μαρßκα χωριÜτικο. Το ΜÜνος αριστοκρατικü, το Μανþλης χωριÜτικο. ¸τσι πολλοß φρüντισαν ν' αλλÜξουν τ' üνομα τους, κυρßως γυναßκες. Η Μαρßκα Ýγινε Μαßρη Þ Μαρßα, η Κατßνα, Καßτη Þ Κατερßνα κι ο ΛÜμπης Ýγινε ΜπÜμπης. Εγþ Üλλαξα Ýνα σωρü ονüματα, κανÝνα üμως με δικÞ μου πρωτοβουλßα. Οι γονεßς μου με φþναζαν ΧαραλÜμπη Þ ΛÜμπη, üπως κι οι υπüλοιποι χωριανοß. ΣπÜνια με φωνÜζανε Λαμπηρü, ενþ Ýτσι φþναζαν πιο συχνÜ το Λαμπηρü του ΓαúτÜνη. ¼ταν πÞγα μαθητÞς στο φροντιστÞριο Αγγλικþν, καθιερþθηκε το αγγλικοφανÝς ΧÜρης. ¸τσι με φωνÜζουν ακüμη οι παλιοß μου φßλοι στο χωριü, οι συμφοιτητÝς μου κι οι παλιοß μαθητÝς μου στο φροντιστÞριο. Ο καθηγητÞς μου üμως κι η γυναßκα του με φωνÜζανε ΧαρÜλαμπο. Απü το στρατü και μετÜ Ýγινα ΜπÜμπης κι Ýτσι Ýμεινα.

     ΥποκοριστικÜ σε ουδÝτερο γÝνος, και μÜλιστα θηλυκÜ, θεωροýνται πολý χωριÜτικα και τεßνουν να εγκαταλειφθοýν. Μπορεß να λÝμε ακüμη Μανωλιü Þ Γιωργιü, üμως τα θηλυκÜ Λενιþ, Κατινιþ, Μαργιþ, ακüμη και σαν αναφορÜ στο τρßτο πρüσωπο, πολý περισσüτερο βÝβαια σαν κÜλεσμα, σχεδüν Ýχουν εξαφανιστεß. ΣπÜνια μπορεß να αναφερθεß κανεßς στο Κατινιþ, ποτÝ δεν θα τη φωνÜξει üμως πια Κατινιþ.

     ¼ταν το üνομα αναφÝρεται σε τρßτο πρüσωπο και για καλýτερη ταυτοποßηση του üταν δεν φαßνεται απü τα συμφραζüμενα, συνοδεýεται απü Ýνα ακüμη, που συνÞθως εßναι το επþνυμο, με πρüταξη του Üρθρου, üπως π.χ., ο ΝικολÞς ο Χαμηλüς. ΣυχνÜ στη θÝση του επþνυμου πηγαßνει το επÜγγελμα, üπως ο Αντþνης ο φαρμακοποιüς, ο ΜιχÜλης ο σωμαρÜς, κλπ.

     Στα επþνυμα που τελειþνουν σε -Üκης, συχνÜ το Üκης παραλεßπεται και το επþνυμο τελειþνει σε -ος Þ σε ης, π.χ. το ΜουστακÜκης γßνεται ΜουστÜκος, το ΔερμιτζÜκης γßνεται ΔερμιτζÞς. Για τις γυναßκες η κατÜληξη εßναι -αινα, üπως ΜουστÜκαινα, Φαφοýταινα. Ο πληθυντικüς, που χρησιμοποιεßται üταν γßνεται αναφορÜ στα σüγια, σχηματßζεται κατ' αναλογßα με τα ονüματα. ¸τσι Ýχουμε τους Φαφοýτηδες, τους Φραγκοýληδες, κλπ. ΣυχνÜ το μüνο κοινü που Ýχουν αυτÜ τα σüγια, που αποτελοýνται απü διÜφορες πυρηνικÝς οικογÝνειες, εßναι τα πολιτικÜ φρονÞματα και τÝτοιους πληθυντικοýς μüνο σε πολιτικÝς συζητÞσεις τους ακοýς συνÞθως.

     ΣυχνÜ, σαν δεýτερο συνοδευτικü üνομα χρησιμοποιεßται το üνομα του πατÝρα Þ του συζýγου. Ο ΝικολÞς του Μανοý (αρχαιüτερο του ΜÜνος) Ýχει πατÝρα τον Μανü, η ΙωÜννα του Θεüδωρου Ýχει Üντρα τον Θεüδωρο και το Γιωργιü τση ΘÜλειας Ýχει γυναßκα τη ΘÜλεια.

     Επßσης, αντß για το μικρü üνομα μπορεß να τεθεß το επþνυμο. Ο Αντþνης του ΜουστÜκο (Þ του ΜουστÜκου) εßναι ο γιος του Γιþργη του ΜουστακÜκη. Η Κατßνα του ΤριχÜ εßναι η γυναßκα του Μανοý του ΤριχÜ.

     ΚαμιÜ φορÜ επßσης χρησιμοποιεßται σαν δεýτερο üνομα το επÜγγελμα Þ κÜποια ιδιüτητα του γονιοý Þ του συζýγου. ¸τσι η Καλλιüπη του παπÜ εßναι η κüρη του παπÜ, η Μαρßα του γιατροý εßναι η γυναßκα του γιατροý του Αριστεßδη, ενþ η Πüπη του γιατροý εßναι η κüρη του. Η 'Αννα του χατζÞ εßναι η 'Αννα η γυναßκα του Χαμηλοý ο οποßος Þταν χατζÞς.

     Σπανιüτερα χρησιμοποιοýνται, κυρßως σαν αναφορÜ σε τρßτο πρüσωπο και σýνθετα ονüματα απü το üνομα και το επþνυμο. Καρπαθüκαλη εßναι η Καλλιüπη του ΚαρπαθÜκη, ΝτερμιτζογιÜννης εßναι ο ΓιÜννης ο ΔερμιτζÜκης, ο γνωστüς βιολÜτορας.

Τα παρατσοýκλια, Þ παρανüμια üπως τα λÝμε, δεν εßναι σε ευρεßα διÜδοση στο χωριü, üπως εßναι πχ. στη ΠισκοπÞ, üπου παλιÜ ο περιοδεýων ταχυδρüμος εýρισκε κυριολεκτικÜ το διÜβολο του μÝχρι να βρει ποιος εßναι ποιος, αφοý üλοι Þταν γνωστοß με τα παρατσοýκλια τους και κανεßς με το επþνυμο του. Χαρακτηριστικü εßναι üτι τα παρατσοýκλια αυτÜ συχνÜ κληρονομοýνται στα παιδιÜ.

     Τα παρατσοýκλια Ýχουν τη πιο διαφορετικÞ προÝλευση και συχνÜ δεν θυμÜται κανεßς τις περιστÜσεις κÜτω απü τις οποßες δüθηκαν. ΥπÜρχει παρατσοýκλι ΚουκÞς, ΦÜβας, ΚορÜκης. Το τελευταßο δüθηκε σε κÜποιον που üταν Þταν μικρüς και πρωτοεßδε αεροπλÜνο, αναφþνησε με θαυμασμü «πατÝρα μια κüρακα!».

     ΠÜντως το πιο περßεργο παρατσοýκλι που Ýχω ακοýσει ποτÝ εßναι το Κüλα καλßνα. Πολý αργüτερα Ýμαθα την προÝλευση του. Ο Üντρας της Κüλα καλßνας (που πρÝπει να πÝθανε Þ πριν γεννηθþ Þ üταν Þμουν ολüτελα μικρüς, γιατß δεν τον θυμÜμαι καθüλου) üταν του ρßχνανε καμιÜ σφαλιÜρα Ýλεγε «Κüλα (κτýπα) καλÜ» με ýφος που εννοοýσε «μα Ýγνοια σου και θα σου δεßξω εγþ αργüτερα». ΦυσικÜ ποý να του δεßξει! ¸τσι τον Ýβγαλαν Κüλα καλÜ, και τη γυναßκα του Κüλα καλßνα. Εξυπακοýεται üτι το παρατσοýκλι χρησιμοποιεßται στο τρßτο πρüσωπο, ενþ στο δεýτερο χρησιμοποιεßται συνÞθως υβριστικÜ.

     ΘυμÜμαι ακüμη που μας Ýστειλε η μÜνα ενüς ξαδÝλφου μου να πÜρουμε κÜτι απü το μαγαζß του Δροσοýλα. ΣταθÞκαμε μπροστÜ στη πüρτα, χτυπÞσαμε και φωνÜξαμε κÜμποσες φορÝς «Δροσοýλα, Δροσοýλα...». ΚανÝνας δεν μας Üνοιξε. ¼ταν γυρßσαμε Üπρακτοι στο σπßτι, ανακαλýψαμε üτι το Δροσοýλα Þταν παρατσοýκλι.

     ΣÞμερα τα παρατσοýκλια τεßνουν να πÝσουν ολüτελα σ' αχρηστßα, ακüμη και στις μικρÝς ηλικßες, που παλιÜ βρßθανε, πρÜγμα που φαßνεται κι απü το üτι δεν ακολουθοýν πια τα παιδιÜ στην þριμη ζωÞ τους.

4.ι. μαθητικÝς αναμνÞσεις

     Το δημοτικü σχολεßο βρßσκεται στο σταυροδρüμι που ενþνει τα τρßα χωριÜ της κοινüτητας. Εßναι μονüπατο, χτισμÝνο σ' Ýνα χωρÜφι του παπποý μου, που το απαλλοτρßωσαν κι Ýχτισαν το σχολεßο. Εκεß Ýμαθα τα πρþτα μου γρÜμματα.

     ¼ταν πρωτοπÞγα στο σχολεßο, το 1956, κÜθε πρωß εßχαμε συσσßτιο. ¸να κýπελλο γÜλα, Ýνα κομμÜτι τυρß και μια φÝτα ψωμß αλειμμÝνη με βοýτυρο. Το γÜλα το βÜζαμε στους «κουνενοýς», αλουμινÝνια κýπελα που τα κουβαλÜγαμε μαζß μας κρεμασμÝνα στο λουρß που Ýκλεινε τη σÜκα μας. Αφοý πßναμε το γÜλα μας ξεπλÝναμε τον κουνενü και τον φυλÜγαμε κÜτω απü το θρανßο μας. Τα χρüνια κεßνα της φτþχειας, για αρκετÜ παιδιÜ οι θερμßδες κι οι πρωτεÀνες που Ýπαιρναν απ' αυτü το πρωινü, Þταν Ýνα σημαντικü ποσοστü των συνολικþν θερμßδων και πρωτεúνþν που Ýπαιρναν üλη την ημÝρα. Δυστυχþς, την επüμενη χρονιÜ το ψωμß με το βοýτυρο και το τυρß κüπηκαν κι Ýμεινε μüνο το γÜλα. Κι αυτü για δýο μüνο χρüνια ακüμη. Συσσßτιο τα παιδιÜ του σχολεßου δεν ξαναεßχαν παρÜ μüνο το '64, επß κυβερνÞσεως ΠαπανδρÝου.

     ¹ταν φτωχÜ εκεßνα τα χρüνια. ΑριθμητÞρια δεν υπÞρχαν, και την αριθμητικÞ τη μαθαßναμε μετρþντας κουκιÜ. ΚÜθε παιδß εßχε το σακουλÜκι του, γεμÜτο κουκιÜ, κρεμασμÝνο απü Ýνα καρφß στο πλÜι του θρανßου του. ΚÜποτε αρχßσαμε να χÜνουμε τα κουκιÜ μας. ΚÜποιος μας τα Ýκλεβε. ¼σο κι αν προσπαθοýσαμε, δεν μποροýσαμε να τον βροýμε. ΚÜποιο διÜλειμμα üμως τον τσακþσαμε. ¹ταν Ýνας συμμαθητÞς μας, και μας τα Ýτρωγε. ¹ταν Ýνα κοντοýλικο, αδýνατο, κακοταúσμÝνο παιδß, απü μια πολý φτωχÞ οικογÝνεια. ΚαμιÜ φορÜ τον συναντÜω και καθþς θυμÜμαι το περιστατικü νιþθω Ýνα σφßξιμο, γεμÜτος τýψεις, στην καρδιÜ, για τη χαρÜ που Ýνιωσα τüτε που πιÜσαμε τον κλÝφτη.

     Στο δημοτικü, üπως και στις πρþτες τÜξεις του γυμνασßου, Þμουν καλüς μαθητÞς γιατß μποροýσα να τα βολεýω με λßγο διÜβασμα. Τον ελεýθερο μου χρüνο, üταν δεν Þμουν με τους φßλους μου, τον περνοýσα διαβÜζοντας παραμýθια, Μικροýς ¹ρωες και Γκαοýρ ΤαρζÜν. Απüκτησα τη συνÞθεια να τρþγω γρÞγορα γιατß κÜθε μεσημÝρι με περßμενε τουλÜχιστον Ýνας Μικρüς ¹ρως να τον διαβÜσω κι Ýτσι βιαζüμουν να φÜω γρÞγορα το φαγητü μου για να ριχτþ στο διÜβασμα. Τη βιασýνη αυτÞ την πλÞρωσα üμως με μια γαστρßτιδα, που ευτυχþς δεν με πολυενοχλεß.

     Οι δÜσκαλοι δεν Þταν και πολý απαιτητικοß. Ο συγχωρεμÝνος μÜλιστα ο κος ΛασιθιωτÜκης, Ýτοιμος να βγει στη σýνταξη (Þμασταν οι τελευταßοι του μαθητÝς) δεν Ýμπαινε καν στον κüπο να μας εξετÜζει, πρÜγμα για το οποßο τον παρατÞρησε μια μÝρα ο πατÝρας μου, με τον οποßο Þταν συμμαθητÝς. Ευτυχþς πρüλαβε και μου το εßπε και το ßδιο απüγευμα (πηγαßναμε τÝσσερις þρες πρωß και δυο το απüγευμα, εκτüς απü ΤετÜρτη και ΣÜββατο που δεν κÜναμε μÜθημα απüγευμα) πÞγα διαβασμÝνος. ΠρÜγματι με σÞκωσε στο μÜθημα, üμως εγþ Þμουν προετοιμασμÝνος. ¹ταν η πρþτη κι η τελευταßα φορÜ. ΣυνÞθως üταν τÝλειωνε την παρÜδοση, το 'ριχνε στον ýπνο. ΚατÜ διαστÞματα κυλοýσε κÜτω το κεφÜλι του, üμως αμÝσως το σÞκωνε βιαστικÜ, χωρßς ν' ανοßξει τα μÜτια του. ¸νας συμμαθητÞς μου, δßπλα μου, τον μιμοýταν σαν καθρÝφτης. ΚαμιÜ φορÜ μας Ýβαζε και κουβαλοýσαμε νερü απü μια στÝρνα και του ποτßζαμε κÜτι μουρελÜκια (μικρÜ λιüδεντρα) σ' Ýνα χωρÜφι του, κοντÜ στο σχολεßο. Μια φορÜ üμως, Ýνας συμμαθητÞς μου, ο ΑνδρÝας ο ΦωτιαδÜκης, Ýβαλε τις φωνÝς.
 -"ΤρεχÜτε, ο ΜαυρομÜτης Ýπεσε στη στÝρνα"!

     Τον θυμÜμαι Ýντρομο να παρατÜει τους κουβÜδες που κρατοýσε και να τρÝχει μÝσα απ' τα χωρÜφια, σκοντÜφτοντας σε μεγÜλους βþλους χþμα, προς τη στÝρνα. ¹τανε φÜρσα. ¼μως απü τüτε δεν τüλμησε να μας ξαναβÜλει να του ποτßσουμε τα μουρελÜκια.

     Εκεßνη την εποχÞ γßνονταν γιορτÝς στις εθνικÝς επετεßους και στο τÝλος της σχολικÞς χρονιÜς, που τις παρακολουθοýσαν κι οι γονεßς. Οι γιορτÝς απαρτßζονταν απü μικρÜ σκετς, απαγγελßες και τραγοýδια. Οι γονεßς απü κÜτω καμÜρωναν τα βλαστÜρια τους.

     ΠÞγαινα τετÜρτη δημοτικοý üταν πÞρα και εγþ μÝρος σε Ýνα τÝτοιο σκετς. Η παρÜσταση θα μου μεßνει αλησμüνητη. Σε μια φÜση του σκετς, μας λÝει η συμμαθÞτρια μας, η Πüπη η ΓερογιαννÜκη, σε μÝνα και το ΓιακουμÞ.
 -"ΠÜρτε κανÝνα κουραμπιÝ, πÜρτε λßγους κεφτÝδες".

     Για κεφτÝδες οýτε λüγος να γßνεται, το ξÝραμε απü πριν. ¼μως για να ανταποκριθοýμε στοιχειωδþς στην απαßτηση του σκετς, θα υπÞρχαν κουραμπιÝδες. ¹ταν μÝσα σ' Ýνα τερÜστιο καλÜθι, κατÜ τι μικρüτερο απü το μπüι της Πüπης, Ýτσι μικροκαμωμÝνη καθþς Þταν. Χþνει ο ΓιακουμÞς πρþτος μÝσα το χÝρι του και, τυχερüς, ανασýρει αμÝσως Ýνα κουραμπιÝ. ΜετÜ Ýρχεται η σειρÜ μου!

     Η παλÜμη μου μüλις και φτÜνει στον πÜτο του καλαθιοý. Παλεýω απεγνωσμÝνα να βρω τον Üλλο κουραμπιÝ ανÜμεσα σ' Ýνα σωρü χαρτιÜ, που ακüμη δεν μπορþ να καταλÜβω τι γýρευαν εκεß μÝσα. ΨÜχνω απü δω, ψÜχνω απü κει, κüμποι ιδρþτα Üρχισαν να μου περιλοýζουν το πρüσωπο. ΜÜντευα περισσüτερο παρÜ Ýβλεπα την ιλαρüτητα του ακροατηρßου. Εßχα απελπιστεß πια üτι θα 'βρισκα τον κουραμπιÝ και προς στιγμÞν εßπα να παρατÞσω το ψÜξιμο. ΣκÝφτηκα üμως τι εντýπωση θα Ýδινα βγÜζοντας το χÝρι μου χωρßς κουραμπιÝ. Αυτü θα Ýκανε χειρüτερα τα πρÜγματα κι Ýτσι προτßμησα να συνεχßσω τις προσπÜθειες. ΜετÜ απü δυο λεπτÜ αγωνιþδους αναζÞτησης, με πρüσωπο που Ýλαμπε, ανÝσυρα θριαμβευτικÜ τον δεýτερο κουραμπιÝ. Το σκετς δεν προÝβλεπε να τον φÜμε στη σκηνÞ, Ýπρεπε να συνεχιστεß το Ýργο. Τßνος Þταν η σειρÜ;
 -"ΛÝγε εσý".
 -"Δεν εßμαι εγþ, εσý 'σαι", ψιθυρßζαμε ο Ýνας στον Üλλο.
     Οι πρþτες σειρÝς δεν εßχαν σταματÞσει καλÜ καλÜ τα προηγοýμενα γÝλια και ξανÜρχισαν τα χÜχανα. ΑμÝσως τους ακολοýθησαν κι οι Üλλοι. Απü τη λαχτÜρα μου με τον κουραμπιÝ εßχα ξεχÜσει πως Þταν η σειρÜ μου. Στο τÝλος το θυμÞθηκα κι εßπα τα λüγια μου. Ευτυχþς το σκετς βρισκüταν στο τÝλος του και σýντομα βρισκüμαστε με τον ΓιακουμÞ στην τÜξη μας να τρþμε τον κουραμπιÝ μας, σχολιÜζοντας με γÝλια την παρÜσταση. Σε μια στιγμÞ μπαßνει μÝσα ο διευθυντÞς, ο αυστηρüτατος κος Πολυχρονßδης, μας κοιτÜζει επιτιμητικÜ και μας λÝει:
 -"ΜπρÜβο σας, ωραßα τα καταφÝρατε!" Και βγαßνει Ýξω.

     Μüλις χÜνεται πßσω απü την πüρτα, πατÜει ο ΓιακουμÞς Ýνα τüσο δυνατü χÜχανο, που του φεýγει απü τη μýτη μια κßτρινη μýξα και περιλοýζει τον κουραμπιÝ του. ΚουραμπιÝ Ýκανα να φÜω τρßα χρüνια. Στη σκηνÞ üμως δε ξαναβγÞκα ποτÝ.

     Στο τÝλος κÜθε σχολικÞς χρονιÜς γινüτανε κι Ýκθεση χειροτεχνßας των μαθητþν, την οποßα επισκÝπτονταν οι γονεßς πριν παρακολουθÞσουν τη γιορτÞ.

     Εγþ στα ελληνικÜ και τα μαθηματικÜ Þμουν Üριστος, ενþ στη χειροτεχνßα, στην ωδικÞ και στη γυμναστικÞ εßχα τους μικρüτερους βαθμοýς. Δεν θυμÜμαι σε ποια τÜξη Þταν, στο τÝλος της σχολικÞς περιüδου, που με τρüμο διαπßστωσα την παραμονÞ της γιορτÞς üτι δεν εßχα καταφÝρει να φτιÜξω τßποτα üλη τη χρονιÜ. "Δε γλιτþνω το ξýλο" σκÝφτηκα. ΚÜτι πρÝπει να πÜω.

     ΚÜποια γυναßκα εßχε φιλÝψει την προηγοýμενη τη μητÝρα μου με καρýδια. Παßρνω Ýνα καρýδι, το ξεκουπßζω προσεκτικÜ, τρþγω τη ψýχα και περιτυλßγω το τσüφλι με χρυσüχαρτο απü τσιγαρüκουτο. Ας ποýμε üτι εßναι Ýνα μικρü καραβÜκι. Στο δρüμο προς το σχολεßο μου πÝφτει ξαφνικÜ απü το χÝρι, üπως μας πÝφτουν καμιÜ φορÜ πολýτιμα αντικεßμενα, απü την ßδια την αγωνßα μας μη μας σπÜσουν, και γßνεται κομμÜτια. "ΑμÜν, τι γßνεται τþρα;" σκÝφτηκα. Εκεßνη τη στιγμÞ περνοýσα Ýξω απü το χασÜπικο του ΑντρÝα. Πηγαßνω μÝσα και του ζητÜω Ýνα κασαπüχαρτο. Το απλþνω σε Ýνα τραπÝζι του καφενεßου δßπλα και ζωγραφßζω, περßπου μονοκοντυλιÜ, Ýνα καρÜβι. ¸να καρÜβι μονοκοντυλιÜ σε κασαπüχαρτο, να εκτßθεται ανÜμεσα στα Üλλα Ýργα χειροτεχνßας, Þταν περßπου θρÜσος, και σßγουρα δεν θα το επÝτρεπε ο δÜσκαλος. ¼μως μÝσα στην αγωνßα μου αυτü που γýρευα Þταν απλþς Ýνα Üλλοθι, να γλιτþσω το ξýλο.

     ¸κρυψα το κασαπüχαρτο κÜτω απü την μπλοýζα μου, πÜνω στο στÞθος μου, και πÞγα σχολεßο. Εßχα βÝβαια την πρüνοια να μην το παρουσιÜσω, παρÜ μüνο αν μου το ζητοýσαν. Δεν μου το ζÞτησαν. Με ξÝχασαν. Ευτυχþς! ¼μως στο τÝλος του αγωνιþδους εκεßνου πρωινοý Þξερα πια üτι εκτüς απü ηθοποιüς, οýτε ζωγρÜφος θα γινüμουν.

     Στην Ýκτη δημοτικοý στις γυμναστικÝς επιδεßξεις, Ýλαβα μÝρος στα αγωνßσματα, και συγκεκριμÝνα στο τρÝξιμο. Για πρþτη φορÜ. Θα τρÝχαμε πÝντε. Στις πρüβες κατÜφερνα και Ýβγαινα τÝταρτος. Περνοýσα τον συγχωρεμÝνο το Γιþργη το ΛαβÝτζη, που χÜθηκε πÝρυσι, τüσο νωρßς. ¼μως αυτüς, στις γυμναστικÝς επιδεßξεις Ýτρεξε ξυπüλυτος και με πÝρασε. Καθþς η αυλÞ του σχολεßου εßναι κατηφορικÞ, κÜπου κοντÜ στο τÝρμα, στην αγωνßα μου να τον ξεπερÜσω, Ýνιωσα μια δýναμη να σπρþχνει το σþμα μου μπροστÜ και να του δßνει μια ταχýτητα στην οποßα δεν μποροýσαν τα πüδια μου να ανταποκριθοýν. ¸πεσα με τα μοýτρα μπροστÜ, σýρθηκα κÜμποσα μÝτρα και τα γυμνÜ πüδια μου γÝμισαν γδαρσßματα.

     ¹ταν πια φανερü πως οýτε αθλητÞς θα γινüμουνα. Ο κýκλος των επιλογþν μου στÝνευε απελπιστικÜ. Σε κεßνες τις γυμναστικÝς επιδεßξεις Þταν που συνÝβη και το παρακÜτω περιστατικü.

     ΦορÜγαμε τα φανελÜκια μας και τα μπλε σωβρακÜκια μας (σορτσÜκια τα λÝμε σÞμερα). ¹ταν πραγματικÜ σωβρακÜκια, γιατß δεν φορÜγαμε τßποτα απü κÜτω. Τα σλιπÜκια Þταν Üγνωστα και τα σωβρακÜκια Þταν κÜτι σαν σκελÝες, üχι βÝβαια αυτÝς τις τερÜστιες, τις στρατιωτικÝς, χωρßς Üνοιγμα μπροστÜ και σε κÜθε πλευρü εßχαν μια Üσπρη λουρßδα. Εκεßνη την εποχÞ της αυτÜρκειας, üπως Þταν φυσικü, αγüραζαν ýφασμα και μας τα φτιÜχναν οι μανÜδες μας. Για ζþνη, üπως και τα κανονικÜ σωβρακÜκια, εßχαν Ýνα στρογγυλü λÜστιχο, περασμÝνο σε μια σοýρα, και κÜθε φορÜ που μας Ýσπαγε, περνÜγαμε μüνοι μας με επιμÝλεια καινοýργιο λÜστιχο.

     Αφοý κÜναμε κÜποιες Üλλες ασκÞσεις, αρχßσαμε να χοροπηδÜμε στο ρυθμü της Üσκησης «Ýκταση, ανÜταση, πρüταση, κÜτω». ΒλÝπουμε ξαφνικÜ τους θεατÝς των πρþτων θÝσεων να χασκογελÜνε, γεμÜτοι ιλαρüτητα και να τους ακολουθοýν σιγÜ-σιγÜ και οι Üλλοι. Εμεßς χοροπηδÜγαμε και αναρωτιüμασταν τι διÜβολο συνÝβαινε. ΜÞπως κÜποιος Ýχανε το ρυθμü; Αφοý χοροπηδÞσαμε κÜμποσες φορÝς κÜτω απü τα χÜχανα των θεατþν, χωρßς ο δÜσκαλος μας να κÜνει πως κατÜλαβε τßποτα, περÜσαμε σ' Üλλες ασκÞσεις. Τα χÜχανα σταμÜτησαν, üμως η ιλαρüτητα καθρεφτιζüταν ακüμη στα πρüσωπα τους, και χανüταν σιγÜ σιγÜ, σαν τις τελευταßες ακτßνες του ηλιοβασιλÝματος. ΚÜναμε τις υπüλοιπες ασκÞσεις μηχανικÜ κι αναρωτιüμασταν τι να εßχε συμβεß. ¼ταν τελειþσαμε, πÞγαμε και ρωτÞσαμε με περιÝργεια τους φßλους μας ανÜμεσα στους θεατÝς, τι Þταν εκεßνο που τους εßχε κÜνει να ξεκαρδιστοýν μαζß μας στα γÝλια. Και μÜθαμε.

     Εκεßνα τα χρüνια δεν πÝρναγαν υποχρεωτικÜ üλοι οι μαθητÝς στην επüμενη τÜξη, üπως συμβαßνει σÞμερα. Οι κακοß μαθητÝς Ýμεναν στην ßδια τÜξη. ¸νας συνÜδελφος μου σÞμερα, Ýμεινε στην τετÜρτη δημοτικοý. ¸νας συμμαθητÞς μου üμως, üνομα και μη χωριü, εßχε μεßνει τρεις ολüκληρες χρονιÝς στο δημοτικü κι Ýτσι σ' αυτÝς τις τελευταßες μας γυμναστικÝς επιδεßξεις, Þταν Þδη 15 χρονþν. Το πουλß του Þταν πολý πιο μεγÜλο απü τα δικÜ μας, μια και το εßχε προπονÞσει δεüντως, ενþ εμεßς μüλις τüτε αρχßζαμε. ¸τσι σε κÜθε πÞδημα πεταγüταν προς τα πÜνω, και καθþς το σωβρακÜκι του Þταν λßγο φαρδý, γινüταν αντιληπτü απü τους θεατÝς. Αυτü üμως ανÝνδοτο, αντρüπιαστο, προκλητικü, συνÝχιζε να χοροπηδÜει. ¸τσι μας λýθηκε η απορßα.

     Στο σχολεßο, πριν μποýμε μÝσα στην τÜξη, κÜποιος μαθητÞς Ýλεγε την προσευχÞ. ΜετÜ üλοι οι μαθητÝς τραγουδÜγαμε το «κýριε των δυνÜμεων, μεθ' ημþν γενοý. 'Αλλον γαρ εκτüς σου βοηθüν εν θλßψαισι ουκ Ýχομεν, κýριε των δυνÜμεων ελÝησον ημÜς». Στη θÝση αυτοý του ýμνου τη σαρακοστÞ τραγουδÜγαμε το «τη υπερμÜχω». Ο μαθητÞς Ýκλεινε με το «δι' ευχþν» και μπαßναμε στην τÜξη, με την ελπßδα πως ο καλüς θεüς θα εισÜκουγε την προσευχÞ μας και δεν θα εισπρÜτταμε κανÝνα ξýλο, Þ γιατß Þμασταν αδιÜβαστοι Þ γιατß πειρÜζαμε. Δεν μποροýμε να ποýμε πως μας Üκουγε πÜντα.

     Την προσευχÞ που Ýλεγε ο μαθητÞς δεν τη θυμÜμαι. ºσως να Þταν το «πÜτερ ημþν». Την λÝγαμε δε με τη σειρÜ. ΚÜθε Ýνας που ερχüταν η σειρÜ του, ανÝβαινε τις σκÜλες και στεκüταν στο υπερυψωμÝνο υπüστεγο δßπλα στους δασκÜλους. Αφοý στοιχιζüμασταν κανονικÜ κατÜ τριÜδες κι üχι μπουλοýκι üπως στÝκονται σÞμερα οι μαθητÝς, του Ýκανε νüημα ο διευθυντÞς κι Üρχιζε.

     Το Üγχος του τερματοφýλακα μπροστÜ στην μπÜλα δεν εßναι τßποτα μπροστÜ στο Üγχος απÝναντι στους συμμαθητÝς σου, προ παντüς τους μεγαλýτερους, που περιμÝνουν με λαχτÜρα Ýνα κüμπιασμÜ σου, Ýνα λÜθος σου, για να ξεσπÜσουν στα χÜχανα. Κι εσý τüτε εßσαι για να ανοßξει η γη να σε καταπιεß.

     Στο δημοτικü τα κατÜφερα üσες φορÝς εßπα προσευχÞ, και δεν γÝλασε κανεßς. Στο γυμνÜσιο üμως και συγκεκριμÝνα στη Β' γυμνασßου, κυριολεκτικÜ θριÜμβευσα. ΛÝγαμε τüτε μια προσευχÞ που κατÝληγε

    «...κραταßωσον τον βασιλÝα και το Ýθνος ημþν εν δüξει και ευημερßα και ανÜδειξον ημÜς Üξια τÝκνα της ΕλλÜδος».

     Πλησßαζαν οι μÝρες να Ýρθει η σειρÜ μου κι εμÝνα το μυαλü μου συνÝχεια γýριζε στην προσευχÞ. «Ακοýς εκεß, πρþτα το βασιλιÜ και μετÜ το Ýθνος. ΑπαρÜδεκτο!». Στο τÝλος εßχα κÜνει περισσüτερες προüδους. «Και γιατß το βασιλιÜ; ΧαραμοφÜηδες δεν εßναι üλοι τους; Εις βÜρος των λαþν..." κ.λπ. κ.λπ. ¸τσι üταν Þρθε η μÝρα μου, ανεβαßνω πÜνω και λÝω «κραταßωσον το Ýθνος ημþν εν δüξει κι ευημερßα...». Το βασιλιÜ τον εßχα παραλεßψει. Οι καθηγητÝς, ακüμη κι αν Üκουσαν, Ýκαναν πως δεν κατÜλαβαν. Στο διÜλειμμα Þρθαν και με συνεχÜρηκαν μεγαλýτεροι μαθητÝς για το θÜρρος μου. Εγþ καμÜρωνα σαν γýφτικο σκεπÜρνι. Λßγους μÞνες αργüτερα, οι ßδιοι μαθητÝς, οι μüνοι απü üλα τα σχολεßα της ΕλλÜδας, Ýκαναν αποχÞ γιατß τα αεροπλÜνα του ΝΑΤΟ (της Τουρκßας) βομβÜρδιζαν την Κýπρο (1964). ΑνÜμεσα τους και ο ΓιÜννης ο ΔραγασÜκης.

     Στο θÝατρο, στη ζωγραφικÞ, στη γυμναστικÞ, τα πÞγαινα Üσχημα. Στο ΓυμνÜσιο üμως Ýγραφα καλÝς εκθÝσεις. Εßχα γρÜψει τüτε το διÞγημα στο οποßο αναφÝρθηκα σε προηγοýμενο κεφÜλαιο, καθþς και μια πολý ωραßα χιουμοριστικÞ ημερολογιακÞ σειρÜ, με πρωταγωνιστÞ τον «γιγαντÜκο», Ýνα πανÝμορφο, μικρü γατÜκι που μας Þρθε Ýνα πρωινü απρüσκλητο στο σπßτι. ¹μουν ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι, üταν ακοýω ξαφνικÜ τη μÜνα μου να φωνÜζει:
 -«Ω 'να κατσουλÜκι, εßντα üμορφο 'ναι». ΒγÞκα Ýξω κι εßδα πως εßχε δßκιο. Κι εκτüς απü üμορφο, Þταν και πολý παιχνιδιÜρικο. ΠÞγαινα τüτε τρßτη γυμνασßου. Ο καθηγητÞς μου, ο κος ΔερμιτζÜκης, ενθουσιÜστηκε με τα ημερολüγια μου. Μια Ýκθεση μου διαβÜστηκε τüτε στον ραδιοφωνικü σταθμü της ΙερÜπετρας κι Üκουσα καλÝς κριτικÝς. ¸τσι, με το κλεßσιμο της χρονιÜς, μου λÝει:
 -«Κοßταξε να δεις, το καλοκαßρι να γρÜψεις και το επüμενο σχολικü Ýτος να μου δþσεις τα γραφτÜ σου να τα δω».
     Περνοýσε το καλοκαßρι, κι εγþ γυρνοýσα τα βουνÜ με τους φßλους μου παßζοντας πüλεμο Þ μπÜλα στην αγιÜ ΤριÜδα. Με τρüμο Ýβλεπα να τελειþνουν οι μÝρες των διακοπþν κι εγþ να μην Ýχω σýρει γραμμÞ. Το παιχνßδι ασκοýσε πÜνω μου μιαν ακατανßκητη Ýλξη. Την ημÝρα του αγιασμοý Þμουν σε Üθλια ψυχολογικÞ κατÜσταση, νιþθοντας μια αφüρητη ντροπÞ. Τι θα Ýλεγα στον καθηγητÞ μου, που τüσο εßχε πιστÝψει σε μÝνα; Η ανακοýφιση μου δεν περιγρÜφεται, üταν πηγαßνοντας στο σχολεßο Ýμαθα üτι εßχε πÜρει μετÜθεση για το ΤζερμιÜδο. ¼μως Þξερα πια πως δεν θα γινüμουν λογοτÝχνης. ¸νας ακüμη δρüμος εßχεν αποκλεισθεß. Απü τα πÝντε μου βιβλßα που κυκλοφοροýν, κανÝνα δεν εßναι λογοτεχνικü. Κι üμως, σκÝφτομαι συχνÜ, αν εßχα στρωθεß εκεßνο το καλοκαßρι που εßχα Ýνα σημαντικü κßνητρο, μπορεß να εßχε πÜρει φωτιÜ το πρÜμα και κÜτι να 'χα καταφÝρει. ΣÞμερα μÜλλον εßναι αργÜ.

4.ια. πληθυσμιακÜ δεδομÝνα

     Το χωριü μου, απü κεφαλοχþρι που Þταν, πÝρασε μια βαθιÜ κρßση στα τÝλη της 10ετßας του '60, που οφειλüταν σε διÜφορους παρÜγοντες, μüνιμους και συγκυριακοýς. Η κρßση αυτÞ εκφρÜστηκε με μια μεßωση του πληθυσμοý, που φÜνηκε πιο χαρακτηριστικÜ στη μεßωση του αριθμοý των μαθητþν του δημοτικοý σχολεßου. Στα χρüνια που φοßτησα στο δημοτικü, το 1956-62, το σχολεßο Þταν 6θÝσιο, μ' Ýνα δÜσκαλο για κÜθε τÜξη. ΑρχÝς του '70 Ýγινε 4θÝσιο.

     ¼μως αυτÞ η μεßωση δεν Þταν αποτÝλεσμα μιας μειωμÝνης γεννητικüτητας. Οι οικογÝνειες εξακολουθοýσαν να Ýχουν κατÜ μÝσο üρο δυο παιδιÜ üπως και πριν (μüνο προπολεμικÜ Þταν τρßα) üμως μειþθηκαν σαν αριθμüς. Η μεßωση αυτÞ εßχε σαν αιτßα τη μετανÜστευση, εσωτερικÞ και εξωτερικÞ, η οποßα χαρακτÞριζε εξÜλλου üλη την ελληνικÞ κοινωνßα της 10ετßας του '60. Πολλοß εßχαν φýγει για την ΑθÞνα, και κÜποιοι για τη Γερμανßα. Ο λüγος Þταν üτι ο αγροτικüς κλÞρος Üρχισε να γßνεται üλο και πιο ανεπαρκÞς. ΥπÜρχουν διÜφοροι λüγοι γι' αυτü. ¸νας πρþτος λüγος εßναι ο αλλεπÜλληλος τεμαχισμüς των κλÞρων λüγω κληρονομιÜς. ¸τσι οι καινοýργιες οικογÝνειες κατÜ μÝσον üρο Ýχουν λιγüτερα στρÝμματα στη διÜθεση τους να καλλιεργÞσουν απ' ü,τι οι παλιÝς.

     ¢λλος παρÜγοντας εßναι οι χαμηλÝς τιμÝς των αγροτικþν προúüντων σ' αντßθεση με το ψηλü κüστος καλλιÝργειας. ¸τσι μπορεß μεν η στρεμματικÞ απüδοση να 'ναι αυξημÝνη, üμως τα κÝρδη εßναι πολý χαμηλÜ. Επßσης ο κατακερματισμüς των κλÞρων ανεβÜζει ακüμη περισσüτερο αυτü το κüστος. ΚÜθε αγρüτης Ýχει τρßα στρÝμματα εκεß, πÝντε παρÜ δßπλα, τÝσσερα αλλοý, κ.λπ. ΑυτÜ τα χωρÜφια συνÞθως μοιρÜζονται σε ßσα μερßδια στα παιδιÜ, μια κι αυτüς φαßνεται να 'ναι ο πιο δßκαιος τρüπος μοιρασιÜς κι αυτü γιατß τα χωρÜφια Ýχουν Üνιση αξßα ανεξÜρτητα απü την στρεμματικÞ τους Ýκταση, καθþς το Ýνα εßναι εýφορο, το Üλλο üχι, το Ýνα εßναι στο βουνü, το Üλλο εßναι στον κÜμπο, το Ýνα κοντÜ στο χωριü, το Üλλο μακριÜ, κ.λπ. ΕιδικÜ στα περιβüλια υπÜρχουν κλÞροι μüλις 100 τ.μ. Αυτüς ο κατατεμαχισμüς αυξÜνει το κüστος παραγωγÞς και γι' αυτü συχνÜ ακοýστηκαν συζητÞσεις για αναδασμü. ¼μως η καχυποψßα δεν Üφησε να προχωρÞσουν τα σχÝδια, παρüλο που η εφαρμογÞ του στον Παχý 'Αμμο Ýδειξε τα ευεργετικÜ του αποτελÝσματα.

     ¼μως κι Ýνα εισüδημα που μüλις πριν μια 10ετßα Þταν επαρκÝς, τþρα με τις αυξημÝνες απαιτÞσεις της κοινωνßας, με την εμπορευματοποßηση της οικονομßας και με την εγκατÜλειψη της αυτÜρκειας, αποδεικνýεται ανεπαρκÝς. ¸τσι πολλοß αναγκÜστηκαν να ξεριζωθοýν κι αυτοß που μεßναν, εκτüς απ' αυτοýς που ασχολοýνται με τα θερμοκÞπια, Ýχουν και κÜποιαν Üλλη δουλειÜ. Γεωργοß üπως ο πατÝρας μου, που να περιμÝνουν απü το εισüδημα της ελιÜς να ζÞσουν, δεν υπÜρχουν πια παρÜ ελÜχιστοι, üλοι μεγÜλης ηλικßας. Για τους νÝους ανθρþπους, η γεωργßα εßναι πÜρεργο, που συμπληρþνει το μισθü Þ το εισüδημα τους σαν επαγγελματßες, μια και βρÝθηκαν να Ýχουν κληρονομÞσει κÜποια στρÝμματα λιüδεντρα. ¼σοι μποροýν, βÜζουν και θερμοκÞπια. Αν σÞμερα στο πληθυσμιακü δυναμικü του χωριοý μας υπÜρχει μια ανÜκαμψη, τοýτο οφεßλεται στην αýξηση των θÝσεων εργασßας, που δημιουργÞθηκαν σαν αποτÝλεσμα μιας οικονομικÞς ανÜπτυξης που κýριος συντελεστÞς της υπÞρξε ο τουρισμüς και τα πρþιμα κηπευτικÜ.

4.ιβ. κληρονομικÜ

     Οι γονεßς στα γερÜματα τους Ýχουν Þδη μοιρÜσει την περιουσßα τους, κρατþντας μüνο το «γεροντομοßρι», λßγα στρÝμματα που να τους εξασφαλßζουν τη συντÞρηση τους, που με την αρωγÞ των παιδιþν τους και τις αγροτικÝς συντÜξεις, εßναι αρκετÜ. ¼ταν üμως «καταπÝσουν» και δεν μποροýν να αυτοσυντηρηθοýν, κÜποιο απü τα παιδιÜ αναλαμβÜνει συνÞθως την συντÞρηση τους. Το εθιμικü δßκαιο βÝβαια υπαγορεýει ν' αναλαμβÜνουν την φροντßδα τους εκ περιτροπÞς üλα τα παιδιÜ. Στην πρÜξη üμως τους αναλαμβÜνει Ýνας, εßτε γιατß τα υπüλοιπα παιδιÜ λεßπουν απü το χωριü, εßτε γιατß κÜποιο απü τα παιδιÜ Ýχει συνÞθως περισσüτερες «ευκολßες», δηλαδÞ πιο Üνετο σπßτι να τους φιλοξενÞσει. Ακüμη, καθþς η κüρη συνηθßζεται να παßρνει προßκα το πατρικü σπßτι, κρατÜει μαζß της τους γονεßς της μÝχρι το θÜνατο τους. Αν εßναι γÝροι θα περιοριστοýν στην καμαροýλα τους, αν üμως εßναι νÝοι μποροýν να ψÞσουν το ψÜρι στα χεßλη στο ζευγÜρι. ΑλλÜ ακüμη κι αν, για οποιουσδÞποτε λüγους, η κüρη δεν μεßνει στο ßδιο σπßτι με τους γονεßς της, αναμÝνεται üτι αυτÞ εßναι που θα τους φροντßσει περισσüτερο στα γερÜματα τους και θα τους συμπαρασταθεß στις αρρþστιες τους.

     ΥπÜρχει τÝλος και το ενδεχüμενο τα παιδιÜ να Ýχουν τσακωθεß στη μοιρασιÜ και κÜποιο Þ κÜποια, νιþθοντας ριγμÝνα απü τους γονεßς τους, να μη θÝλουν πια να τους δουν στα μÜτια τους. Γι' αυτü κι οι γονεßς προτιμοýν να μην ανακατεýονται καθüλου στη μοιρασιÜ, αφÞνοντας τα παιδιÜ να βγÜλουν μüνα τους τα μÜτια τους. ¼ταν παρεμβαßνουν, συνÞθως δημιουργοýνται παρÜπονα και δυσφορßες. Οýτε καν διαθÞκη δεν φροντßζουν να κÜνουν, πρÜγμα που καμιÜ φορÜ οδηγεß σε ανακατανομÝς üσων εßχαν μοιραστεß Üτυπα üταν οι γονεßς Þταν ακüμα στη ζωÞ. Οι τσακωμοß εßναι συχνüτατοι, αδÝρφια δεν μιλιοýνται επß χρüνια, καθþς ο Ýνας νιþθει αδικημÝνος απü τον Üλλο. ¸νας παροιμιακüς διÜλογος που συχνÜ λÝγεται στο χωριü εßναι ο παρακÜτω:
 -"Ποιüς σου 'βγαλε το μÜτι";
 -"Ο συγγενÞς μου".
 -"Α, γι' αυτü σου το 'βγαλε τüσο βαθιÜ".

     Το γεροντομοßρι, μετÜ το θÜνατο μοιρÜζεται στα παιδιÜ, αν Ýχουν περιποιηθεß εξßσου τους γÝρους γονεßς. Αν üμως τη φροντßδα την Ýχει αναλÜβει Ýνα παιδß, τüτε αυτü μπορεß να διεκδικÞσει τη μερßδα του λÝοντος Þ κι ολüκληρο το γεροντομοßρι αν εßναι μικρü. ΦυσικÜ, η διεκδßκηση αυτÞ στηρßζεται στο εθιμικü δßκαιο και στη βÜση μιας εκπεφρασμÝνης θÝλησης των γονιþν, την οποßα ο ενδιαφερüμενος Ýχει φροντßσει να γνωστοποιηθεß.

4.ιγ. γÜμος, προßκα, προξενιü

     ΣÞμερα οι περισσüτεροι γÜμοι γßνονται στη βÜση μιας προσωπικÞς γνωριμßας, μετÜ απü αßσθημα. ΠαλιÜ üμως τα πρÜγματα δεν Þταν Ýτσι. Σχεδüν σε κÜθε γÜμο Þταν απαραßτητη η διαμεσολÜβηση του προξενητÞ Þ μÜλλον της προξενÞτρας, γιατß συνÞθως το ρüλο αυτü τον Ýπαιζε γυναßκα.

     Επαγγελματßας προξενÞτρα, σαν αυτÞ που περιγρÜφει ο ΔημÞτρης Καμποýρογλου στην «Ιστορßα Των Αθηνþν», που ν' αμεßβεται κιüλας για τις υπηρεσßες της, δεν υπÞρχε. ¹ταν απλÜ μια γυναßκα που εßχε βÜλει σαν στüχο της ζωÞς της να παντρεýει ανθρþπους. Αν Ýβλεπε üτι δυο νÝοι ταßριαζαν, βολιδοσκοποýσε τους γονεßς τους. Αν αυτοß δεν εßχαν αντßρρηση, αναλÜμβαναν με τη σειρÜ τους να βολιδοσκοπÞσουν τα παιδιÜ τους. Αν αυτÜ δεν δÝχονταν κι η δικιÜ τους πειθþ δεν μποροýσε να τα μεταπεßσει, τüτε το προξενιü σταματοýσε εκεß.

     Τις περισσüτερες φορÝς η προξενιÜ γινüταν με την πρωτοβουλßα του ενüς μÝρους. Τüτε κÜποιος φßλος Þ συγγενÞς αναλÜμβανε να παßξει το ρüλο του προξενητÞ. Βολιδοσκοποýσε την Üλλη πλευρÜ, αφÞνοντας πÜντα να εννοηθεß üτι πρüκειται για καθαρÜ δικÞ του πρωτοβουλßα. Αν η προσφορÜ δεν γινüταν δεκτÞ, αποπεμπüταν ο προξενητÞς, μ' Ýναν üσο πιο εýσχημο τρüπο γινüτανε, για να μην προσβληθοýν αυτοß που τον Ýστειλαν. Αλλιþς προχωροýσαν στο επüμενο βÞμα, που Þταν ο καθορισμüς της προßκας.

     ΠοτÝ δεν Üκουσα να γßνονται προικοσýμφωνα. Με τον üρο προßκα εννοοýσαν το μερßδιο της νýφης στην πατρικÞ περιουσßα, που Þταν απαραßτητη προûπüθεση για να μπορÝσει το ζευγÜρι να ανταποκριθεß στις οικονομικÝς υποχρεþσεις της νÝας του ζωÞς. ¼μως, üπως εßπα και πιο πριν, σπÜνια γßνονταν συμβüλαια. Το μερßδιο της νýφης, üπως και του γαμπροý, συνÞθως περιÝρχεται στο üνομα τους μüνο μετÜ τον θÜνατο των γονιþν τους.

     Το προξενιü κλεßνει με την επßσκεψη του γαμπροý στο σπßτι της νýφης. ΠαρÜ τ' αυστηρÜ Ýθιμα της ΚρÞτης, μποροýν να κοιμηθοýν μαζß. Εξυπακοýεται βÝβαια üτι μετÜ ο γαμπρüς δεν μπορεß να κÜνει πßσω. ¸να τÝτοιο βÞμα θα μποροýσε να το πληρþσει με τη ζωÞ του. Αλλ' ακüμη κι αν μποροýσε να ξεφýγει, η κοινωνικÞ κατακραυγÞ εßναι μεγÜλη. Θεωρεßται üτι λÝρωσε την τιμÞ της κüρης και σαν συνÝπεια Ýρχεται η κοινωνικÞ απομüνωση και η πτþση του status.

     ¼λες σχεδüν οι παραπÜνω διαδικασßες θα μποροýσαν να συμπυκνωθοýν με μια και μüνη ενÝργεια: την επßσκεψη του υποψÞφιου γαμπροý με τη συνοδεßα του προξενητÞ στο σπßτι της νýφης. Αυτü βÝβαια εßναι μεγÜλη κουτουρÜδα απü τη μεριÜ του γαμπροý, γιατß δεν Ýχει τον χρüνο να πÜρει νηφÜλιες αποφÜσεις. ΣυχνÜ μÜλιστα οι προξενητÝς φροντßζουν η επßσκεψη να γßνει τη νýχτα, þστε στο αμυδρü φως της λÜμπας να κρυφτοýν üλες οι ατÝλειες της νýφης. Αν μÜλιστα περÜσουν απü κανÝνα καφενεßο και πιει ο γαμπρüς τις ρακÝς του, εßναι ακüμη καλýτερα. Γßνεται πια Ýνα Üβουλο παιχνιδÜκι στα χÝρια του προξενητÞ και του μÝλλοντα πεθεροý του. Πολλοß χτýπησαν κατüπιν το κεφÜλι τους στον τοßχο, που συμβιβÜστηκαν με λßγη προßκα Þ που πÞραν γυναßκα κατÜ πολý μεγαλýτερη τους, üπως συνÝβη μ' Ýνα συμμαθητÞ μου, που Ýλεγε χαριτολογþντας üτι η μÜνα του Þταν καλýτερη, και πιο μικρÞ.

     ΣυχνÜ Ýνα προξενιü μποροýσε να ματαιωθεß με τη μεσολÜβηση τρßτων. ΑυτÜ Þταν τα λεγüμενα «αναβαλþματα». ΥπÞρχαν πÜντα καλοθελητÝς που κατηγοροýσαν τους υποψÞφιους στα μελλοντικÜ ταßρια Þ πεθερικÜ τους, αραδιÜζοντας τους Ýνα σωρü πραγματικÜ Þ φανταστικÜ «κουσοýρια», περιστατικÜ Þ πλευρÝς της ιδιωτικÞς τους ζωÞς, που αμαýρωναν την εικüνα τους. ΠÜντως οι αναβαλωτÝς επÝσυραν την γενικÞ κατακραυγÞ, αν στÝκονταν αιτßα να μην αποκατασταθεß Ýνα φτωχü αλλÜ τßμιο και καλü κορßτσι. ΣυχνÜ αυτοß που αναβÜλωναν εßχαν τους δικοýς τους ιδιοτελεßς στüχους, εποφθαλμιþντας τον υποψÞφιο γαμπρü Þ νýφη για κÜποιον δικü τους.

     ΣÞμερα τα περισσüτερα ζευγÜρια παντρεýονται χωρßς να θιγεß καν το θÝμα της προßκας, ακüμη κι Ýτσι üπως την περιγρÜψαμε πριν, σαν το νüμιμο μερßδιο δηλαδÞ της κληρονομιÜς που δßνει απü δικÞ του προαßρεση ο γονιüς κι üχι γιατß του απαιτεßται. Αυτü βÝβαια οφεßλεται σε μεγÜλο βαθμü στ' üτι τα νÝα ζευγÜρια εßναι μισθωτοß Þ ελεýθεροι επαγγελματßες κι η συντÞρηση του νοικοκυριοý τους θα στηριχθεß στους μισθοýς Þ στα Ýσοδα απü τη δουλειÜ τους. ΠαλιÜ üμως που οι θÝσεις εργασßας Þταν λßγες κι üλοι σχεδüν Þταν γεωργοß, το αν θα ευημεροýσε το ζευγÜρι εξαρτιüταν αποκλειστικÜ απü το μÝγεθος της κτηματικÞς τους περιουσßας. ¸τσι, ακüμη και στους γÜμους απü Ýρωτα, γινüταν συζÞτηση για το οικονομικü, για το τι σκüπευε να δþσει ο γονιüς στο παιδß του. Και παρüλο που üπως εßπαμε δεν γßνονταν συνÞθως συμβüλαια, Ýπρεπε να κρατÞσει το λüγο του, αν δεν Þθελε να ξεσπÜσει μπüρα στο κεφÜλι του παιδιοý του κατüπιν.

     Η «κλεψÜ» Þταν Ýνας Üλλος τρüπος για να δημιουργηθεß Ýνα καινοýργιο ζευγÜρι. ΠαλιÜ Þταν μια μορφÞ βιασμοý, γιατß μποροýσε να γßνει και παρÜ τη θÝληση της νýφης, παρüλο που και σ' αυτÞ την περßπτωση ο απαγωγÝας ολοκλÞρωνε τις σχÝσεις του με την κοπÝλα μüνο üταν αυτÞ ενÝδιδε. ΣιγÜ-σιγÜ περιορßστηκε μüνο στις περιπτþσεις που οι νÝοι αγαπιüντουσαν και δεν μποροýσαν να αντιμετωπßσουν την αντßσταση των γονιþν, κυρßως της νýφης. Η κοπÝλα, εßτε εßχε ολοκληρþσει απü πριν τις σχÝσεις της με τον αγαπημÝνο της εßτε τις ολοκλÞρωνε κατÜ τη διÜρκεια της απαγωγÞς, μÜλιστα σε πνεýμα βιασýνης μÞπως τους προλÜβουν, εθεωρεßτο εκτεθειμÝνη κι ο πατÝρας της, για να μην του μεßνει κατüπιν στο ρÜφι, Þταν υποχρεωμÝνος να υποκýψει στο μοιραßο. ΣυχνÜ üμως Þταν ο ßδιος ο γονιüς της νýφης που την Ýσπρωχνε να υποβÜλει στον γαμπρü την ιδÝα της απαγωγÞς, γιατß Ýτσι δεν μποροýσε πια να Ýχει καμιÜ αξßωση για προßκα κι Ýπρεπε ν' αρκεστεß σ' ü,τι θα του Ýδινε.

     Η αυστηρüτητα των ηθþν εκεßνα τα χρüνια Þταν τÝτοια κι οι ευκαιρßες για σýναψη ολοκληρωμÝνων σχÝσεων με μια κοπÝλα τüσο περιορισμÝνες, þστε δεν υπÞρχαν και πολλÜ περιθþρια επιλογÞς. ΣÞμερα Ýνας νεαρüς θα φλερτÜρει με μια κοπÝλα που του αρÝσει και με μια τÝτοια κοπÝλα θα κοιτÜξει να ολοκληρþσει τις σχÝσεις του. Τüτε η πιο εýκολη Þταν κι η πρþτη υποψÞφια. Και φορÝας καθþς Þταν και ο ßδιος της κυρßαρχης πουριτανικÞς ηθικÞς, δεν την εκτιμοýσε σαν κατÜλληλη για σýντροφο της ζωÞς του. Η κοπÝλα απ' τη μεριÜ της, καθþς Þξερε üτι εßχε περιορισμÝνα περιθþρια, üπως και οι γονεßς της, κατÝφευγε σε συνεννüηση μαζß τους στη συνωμοσßα του «μαντρßσματος». Σ' αυτÞν κατÝφευγε και κÜθε κοπÝλα, αν αυτÞ Þ οι γονεßς της εßχαν κÜποια αμφιβολßα για τις προθÝσεις του νÝου. Το μÜντρισμα συνßστατο στο να παρασýρει η κοπÝλα τον νÝο σ' Ýνα μÝρος να κÜνουν Ýρωτα, οπüτε οι γονεßς της συνεννοημÝνοι απü πριν, τους Ýπιαναν στα πρÜσα. Αφοý εßχε πÜρει την τιμÞ της κοπÝλας αποδεδειγμÝνα, δεν Ýμενε πια παρÜ να την παντρευτεß. Σε πολλÝς περιπτþσεις τους κουβαλοýσαν κατευθεßαν στην εκκλησßα. Να πþς διηγιüταν Ýνας, απü κÜποιο γειτονικü χωριü, τον τρüπο που παντρεýτηκε:
     "Βρισκüμουν στην αγκαλιÜ της γυναßκας μου, üταν ανοßγει ξαφνικÜ η πüρτα, προβÜλει ο πατÝρας της και μου λÝει:
 -ΚÜμε δα συ Νικολιü τη δουλειÜ σου, και μετÜ Ýλα που σε θÝμε.
     Και ξανÜκλεισε την πüρτα πßσω του".
     Το οικονομικü μÝρος, εκεßνα τα χρüνια, üπως εßπαμε, βÜραινε πÜρα πολý. ΛÝχτηκε για κÜποιο υποψÞφιο γαμπρü μιας χωριανÞς μου, üτι πρþτα πÞγε κι εßδε τα χωρÜφια της νýφης και μετÜ την ßδια. Ακüμα θυμÜμαι τη στιχομυθßα δυο γυναικþν στο χωριü μου, αρχÝς της 10ετßας του '60, που σχολßαζαν δυο χωριανοýς μου που εßχαν παντρευτεß πρüσφατα. Η μια εýρισκε πιο τυχερü τον Ýνα, γιατß εßχε πÜρει παραπÜνω προßκα, τη στιγμÞ που η γυναßκα του δεýτερου Þταν σωστÞ κοýκλα.

     Αργüτερα το οικονομικü σκÝλος Üρχισε να βαραßνει λιγüτερο κι η διαμεσολÜβηση των προξενητριþν Ýγινε περιττÞ. ΥπÞρχε πια μεγαλýτερη ελευθερßα στη σχÝση των δýο φýλων, Üρχισαν να πλÝκονται ειδýλλια κι οι γονεßς βρßσκονταν συνÞθως προ τετελεσμÝνων γεγονüτων. ¸τσι κι αλλιþς και πριν το βÝτο τους Þταν αδýναμο. Αν αποτýχαιναν οι προσπÜθειες μιας προξενÞτρας, αυτü οφειλüταν üχι τüσο στις υπερβολικÝς απαιτÞσεις για προßκα των πεθερικþν, üσο στον σκεπτικισμü των υποψÞφιων μελλονýμφων να ανοßξουν σπιτικü με τα πενιχρÜ οικονομικÜ εφüδια που ανÝμεναν, λüγω των δυνατοτÞτων των γονιþν τους. ΜιλÜμε βÝβαια για την περßπτωση που το υποψÞφιο Ýτερο Þμισυ σαν πρüσωπο, Þταν αποδεκτü.

     Αξßζει ακüμη να σημειþσουμε üτι üλο και σπανßζουν σÞμερα τα ζευγÜρια που εßναι κι οι δυο απü το ßδιο χωριü. ΠαλιÜ που οι επικοινωνßες με τ' Üλλα χωριÜ Þταν πιο αραιÝς, η ενδογαμßα  εντüς του χωριοý Þτανε πιο συχνÞ. ¼ταν βρισκüτανε κÜποιος νεαρüς σ' ηλικßα γÜμου, θα σκεφτüταν κÜποια χωριανÞ του που του Üρεσε κι η κοπÝλα κÜποιο χωριανü της. ΣÞμερα, η ανÜπτυξη των συγκοινωνιþν διευκολýνει το πλÝξιμο ειδυλλßων με νÝους και νÝες απü Üλλα μÝρη, συνÞθως την ΙερÜπετρα Þ τα γειτονικÜ χωριÜ. Σ' αυτü συντελεß και το κουτσομπολιü που οργιÜζει στο χωριü κι αποθαρρýνει τα εσωτερικÜ ειδýλλια.

     Το Ýθιμο να παντρεýονται οι μεγαλýτερες αδελφÝς και μετÜ οι αδελφοß εßναι γνωστü μüνο σαν Ýθιμο που παραβιÜζεται συστηματικÜ. ΚαμιÜ φορÜ γßνεται αναφορÜ σ' αυτü, üμως μüνο σαν πρüφαση Þ δικαιολογßα, π.χ. στην απüρριψη ενüς ανεπιθýμητου προξενιοý.

     Οι μοιχεßες και τα διαζýγια στο χωριü εßναι σπÜνια. Αυτü üμως ßσως οφεßλεται απλÜ στ' üτι το χωριü εßναι μικρü κι Ýτσι, στατιστικÜ, τα φαινüμενα αυτÜ δεν μπορεß να εßναι πολý μεγÜλα. ΟπωσδÞποτε üμως δεν παßρνουν τις δραματικÝς διαστÜσεις που παßρνουν σε Üλλα μÝρη της ΚρÞτης. Οι χωριανοß μου ειδικÜ εßναι πολý λßγο οξýθυμοι, κι αυτüς εßναι Ýνας απü τους λüγους, που στο χωριü μου δεν Ýγινε μÝχρι τþρα κανÝνα φονικü.

     Οι πατρογραμμικÝς σχÝσεις στο χωριü εßναι μüνο κατ' üνομα. Το μüνο ßχνος πατρογραμμικÞς σχÝσης βρßσκεται στο επþνυμο του παιδιοý. ΚατÜ τ' Üλλα, οι σχÝσεις εßναι διπλευρικÝς. Το σüι της μητÝρας εßναι ισüτιμο με το σüι του πατÝρα. Ο βαθμüς της σχÝσης εξαρτÜται απü Üλλους παρÜγοντες, κυρßως παρÜγοντες γειτνßασης, που διευκολýνουν μια μεγαλýτερη σχÝση και συναναστροφÞ, καθþς και την αλληλοβοÞθεια και την οικονομικÞ συνεργασßα.

     Η ενδογαμßα χωρßς εισαγωγικÜ (δηλαδÞ üχι ανÜμεσα σε χωριανοýς, αλλÜ ανÜμεσα σε συγγενεßς) δεν απαγορεýεται αυστηρÜ κι Ýχουν γßνει γÜμοι ακüμη κι ανÜμεσα σε δεýτερα εξαδÝλφια. ¼μως με την «εξωγαμßα» (με εισαγωγικÜ) που επικρατεß σÞμερα, εßναι μια απαγüρευση που σπÜνια μπορεß πια να υποβληθεß σε δοκιμασßα.

4.ιδ. γλþσσα

     Η γλþσσα του Ερωτüκριτου, η «αρτιüτερα οργανωμÝνη γλþσσα που μßλησε ο νÝος Ελληνισμüς» κατÜ τον Γιþργο ΣεφÝρη, μιλιÝται ακüμη στο χωριü μου, üπως και σ' üλη την ΚρÞτη, την ορεινÞ κυρßως, αν και περισσüτερο απü τους γÝρους. Πολλοß γραμματικοß και συντακτικοß τýποι Ýχουν μεßνει σχεδüν απαρÜλλακτοι. Μüνο το -ουσι του τρßτου πληθυντικοý προσþπου Ýχει χαθεß. Το βρÞκα üμως στην γειτονικÞ ΚÜσο, το 1982, üταν διορßστηκα σαν φιλüλογος. ¹ταν η πρþτη μÝρα που εßχα πÜει στο σχολεßο κι Ýρχεται ξαφνικÜ Ýνα κοριτσÜκι στο γραφεßο και μου λÝει:
 -"Κýριε, ελÜτε γρÞγορα στην τÜξη γιατß τα παιδιÜ φωνÜζουσι". Αυτü το φωνÜζουσι πολý με συγκßνησε.

     Η προφορÜ πρÝπει να εßναι κι αυτÞ η ßδια, üπως την εποχÞ του ΚορνÜρου. Το χ μετÜ απü ι Þ ε προφÝρεται σαν sh και το κ σαν ch. Ακüμη κι η λÝξη κιμÜς, που παλιÜ αποτελοýσε εξαßρεση. Ο κιμÜς Þρθε απü την ΑθÞνα μαζß με την προφορÜ του, προφανþς απü κÜποια Αθηναßα. ¼ταν Üκουγα αυτÞ τη λÝξη με το ουρανικü κ, Ýνιωθα μια περßεργη δυσφορßα, üπως κÜθε φορÜ που ακοýω κÜτι ξÝνο στο γλωσσικü μου αßσθημα. ΣÞμερα üλοι οι χωριανοß μου την προφÝρουν κανονικÜ, chιμÜς.

     Μπορεß πÜρα πολλÝς λÝξεις να Ýχουν αντικατασταθεß με Üλλες της κοινÞς νεοελληνικÞς, üμως το πüδι εξακολουθεß να λÝγεται πüδας, το χÝρι χÝρα κι η κüτα üρνιθα, με πιο περιορισμÝνη δηλαδÞ σημασßα απü ü,τι στους «¼ρνιθες» του ΑριστοφÜνη. Μπορεß ο χωριανοß μου να μην Ýχουν ακοýσει τßποτα για την ναυμαχßα εις τους Αιγüς ποταμοýς, üπου συνετρßβη ο Αθηναúκüς στüλος κατÜ τον πελοποννησιακü πüλεμο, üμως την κατσßκα την λÝνε ακüμη αßγα. Και το «καθιστþ Ýγκυον» λÝγεται γαστρþνω. ΘυμÜμαι ακüμη την περιπαικτικÞ φρÜση που τüλμησα πολý μικρüς να φωνÜξω κι εγþ σ' Ýνα χωριανü μου, καθþς περνοýσε μπροστÜ μου με τη μηχανÞ του. «Ο ΝικολÞς ο ΜÝγας που γÜστρωσε την αßγα». ΦυσικÜ φρüντισα αμÝσως να εξαφανιστþ, φοβοýμενος μÞπως σταματÞσει και με κυνηγÞσει.

     Μια φορÜ μας τιμþρησε ο διευθυντÞς του δημοτικοý σχολεßου γιατß σκοτþσαμε λÝει τον «κüκορα» μιας γειτüνισσας στην Αγßα ΤριÜδα, την αυλÞ της οποßας εßχαμε μετατρÝψει üχι σε οßκον εμπορßου, αλλÜ σε γÞπεδο. Εγþ, ζαλισμÝνος απü το ξýλο, σκεφτüμουνα üτι δεν εßχαμε σκοτþσει κανÝνα «κüρακα», αλλÜ και να εßχαμε σκοτþσει, γιατß να γßνεται τüση φασαρßα για Ýναν κüρακα; ¼ταν ξεζαλßστηκα, σαν απü μια Ýκλαμψη, φωτßστηκε ξαφνικÜ το πρüσωπο μου. «Μα βÝβαια, δεν εßπε κüρακα, εßπε κüκορα», μια λÝξη που κÜπου την εßχα διαβÜσει και απü τα συμφραζüμενα εßχα βγÜλει το συμπÝρασμα πως επρüκειτο για τον πετεινü.

     ¼μως το γλωσσικü υπüλειμμα που ακοýω με καμÜρι εßναι η φρÜση «τα δε αýριο», που σημαßνει την επομÝνη ημÝρα, «την δε αýριον». Ως γνωστü το η της ΙωνικÞς διαλÝκτου γßνεται α στην ΔωρικÞ, üπως στην περßφημη φρÜση «Þ ταν Þ επß τας», Þ την ασπßδα, Þ πÜνω στην ασπßδα, που Ýλεγαν οι ΣπαρτιÜτισσες κατευοδþνοντας τα παιδιÜ τους για τον πüλεμο.

     Με κολακεýει πολý η σκÝψη üτι μπορεß να κατÜγομαι απü Δωριεßς. Τη δωρικÞ πÜντως καταγωγÞ της «ΙερÜπυτνας», το παλιü üνομα της ΙερÜπετρας, μαρτυρεß ο Στυλιανüς Β. ΣπυριδÜκις, σε ομþνυμο Üρθρο του στο περιοδικü «ΑμÜλθεια», ΙανουÜριος-ΔεκÝμβριος 1990, τεýχος 82-85, πρÜγμα που πρÝπει να ισχýει και για την ευρýτερη περιοχÞ, την οποßα ο ΡÞγας Φεραßος στο χÜρτη του ονομÜζει «Δωρßδα».

4.ιε. κοινωνικÝς σχÝσεις

     ΠαλιÜ, η οικονομικÞ εσωστρÝφεια, η παραγωγÞ με κýριο προσανατολισμü την αυτοκατανÜλωση, εßχε μια ανακλαστικÞ αντιστροφÞ σ' Ýνα Üλλο επßπεδο, στο επßπεδο των κοινωνικþν σχÝσεων. Εδþ κυριαρχοýσε η εξωστρÝφεια, η σýσφιξη των δεσμþν με τους χωριανοýς. ΣÞμερα üμως συμβαßνει το αντßθετο. Η οικονομικÞ εξωστρÝφεια του προσανατολισμοý στην αγορÜ Ýχει οδηγÞσει σε μια κοινωνικÞ εσωστρÝφεια, στη μοναχικÞ ζωÞ μπροστÜ στην τηλεüραση στο σαλüνι του σπιτιοý.

     Η εμπορευματοποßηση της οικονομßας επÝφερε και την εμπορευματοποßηση των σχÝσεων. Στο λιομÜζωμα, οι «δανεικοß» αντικαθßστανται απü τους ημερομßσθιους εργÜτες. Η εγκατÜλειψη της οικονομßας της αυτÜρκειας Ýχει εξασθενßσει τον δωρισμü, ο οποßος, πÝρα απü την οικονομικÞ του λειτουργßα, συντελοýσε στη σýσφιξη των σχÝσεων των μελþν της κοινüτητας, στην απομÜκρυνση κÜθε αισθÞματος μοναξιÜς κι εγκατÜλειψης, δυσπιστßας Þ επιφýλαξης. Οι γυναßκες δεν ζυμþνουν πια για να δþσουν στις γειτüνισσες ζεστü ψωμß και δεν τις φιλεýουν πια με τις ντομÜτες που αγüρασαν απü το σοýπερ μÜρκετ. Οι αποσπερßδες εξαφανßστηκαν, καθþς οι τηλεορÜσεις Ýχουν κλεßσει τις γυναßκες στα σπßτια τους, για να μη χÜσουν τη συνÝχεια του σÞριαλ. Οι νÝοι Üνθρωποι, αντß να Ýρθουν σ' επαφÞ με την κοινüτητα, μÝσω του καφενεßου, ξεπÝφτουν στις ντßσκο της ΙερÜπετρας με δυο-τρεις φßλους. ¸χω πÜντοτε την αßσθηση üτι τα καφενεßα θα κλεßσουν με το θÜνατο των ιδιοκτητþν τους, üπως Ýχουν Þδη κλεßσει τα καφενεßα του ΜουδατσογιÜννη και του ΕγγλεζÜκη. Μαζß τους θα πεθÜνει κι η πελατεßα τους.

     ΠαλιÜ, üλες οι πüρτες Þταν ξεκλεßδωτες. Το να κλÝψει κανεßς τον χωριανü του Þταν αδιανüητο. Κι η «κλεψÜ» που κÜναμε εμεßς τα πιτσιρßκια δεν Þταν αληθινÞ κλεψÜ. ΚλÝβαμε απü τα σκουλÞκια, μια και τα φροýτα, κυρßως τα πορτοκÜλια; Þταν τüσο Üφθονα, που τα μισÜ Ýπεφταν κÜτω και σÜπιζαν.

     Τþρα επικρατεß η δυσπιστßα κι η επιφýλαξη, καθþς οι κλεψÝς δßνουν και παßρνουν. 'Αρχισε πρþτα το κλÝψιμο των ελιþν. ΠαλιÜ, Þταν αδιανüητο να κλÝψουν σε κανÝνα τις ελιÝς απü το χωρÜφι του. Τþρα εßναι αρκετοß αυτοß που πÝφτουν θýματα μιας τÝτοιας κλοπÞς, που εδþ και μιαν 20ετßα οργιÜζει. Γι' αυτü πολλοß χωριανοß αφÞνουν ασÜκιαστες τις ελιÝς τους στο χωρÜφι και τις σακιÜζουν μüνο üταν πρüκειται να τις μεταφÝρουν στο εργοστÜσιο να τις αλÝσουν, για να αποθαρρýνουν Ýτσι τους κλÝφτες. Μια Üλλη κλοπÞ που τεßνει να λÜβει ενδημικÝς διαστÜσεις την τελευταßα 10ετßα εßναι η κλοπÞ υδροσωλÞνων με τις οποßες γÝμισαν τα χωρÜφια, καθþς üλο και περισσüτεροι χωριανοß το Ýβρισκαν συμφερτικü να ποτßζουν τα χωρÜφια τους απü τις γειτονικÝς γεωτρÞσεις. Τþρα δε που Ýχει ολοκληρωθεß το φρÜγμα, δεν υπÜρχει χωρÜφι στον κÜμπο που να μη ποτßζεται. ΚÜποιοι κλÝφτες βρÝθηκαν, ορισμÝνοι μÜλιστα Üκουσα üτι συνελÞφθησαν επ' αυτοφþρω, ο φüβος üμως μην τον κλÝψουν υπÜρχει σε κÜθε χωριανü. 

                                           Αντß Επιλüγου

     ¼λες αυτÝς οι εξελßξεις που περιÝγραψα και που, Üλλες περισσüτερο Üλλες λιγüτερο, λαμβÜνουν χþρα σ' üλα τα χωριÜ της ΕλλÜδας, αρχßζουν να κÜνουν αναχρονιστικÞ τη διοικητικÞ τους ονομασßα σαν «κοινüτητες», γιατß το πνεýμα της κοινüτητας, της ομÜδας, του «κοινοý», Ýχει αρχßσει να εκλεßπει. ΕξÜλλου, το πνεýμα της αυτονομßας και της αυτÜρκειας, το σýμφυτο στην κοινüτητα, δεν υπÜρχει πια. Για τις ανÜγκες της κοινüτητας παλιÜ γßνονταν κοινοτικÜ μεροκÜματα. Ο πατÝρας μου εκπλÞρω¬νε κÜθε χρüνο τις υποχρεþσεις του επισκευÜζοντας το μονοπÜτι που οδηγεß στο σπßτι μας. Οι πλοýσιοι χωριανοß εßχαν αρχßσει Þδη να πληρþνουν εργÜτες για να τους κÜνουν τα μεροκÜματα αυτÜ. Τþρα και αυτÜ Ýχουν εγκαταλειφθεß κι η κοινüτητα εξαρτÜται ολοκληρωτικÜ απü την κρατικÞ επιχορÞγηση.

     Παρüτι üμως η κοινωνικüτητα της αγροτικÞς κοινüτητας Ýχει τüσο υποχωρÞσει, συντηρεßται ακüμα σε Ýνα ικανοποιητικü βαθμü, þστε ν' αποτελεß πüλον Ýλξης για üλους τους χωριανοýς της διασπορÜς. ΣυνÞθως λÝμε üτι πÜμε στο χωριü τις καλοκαιρινÝς διακοπÝς για να ξεφýγουμε απü το νÝφος της ΑθÞνας, ν' αναπνεýσουμε καθαρüν αÝρα, να κÜνουμε τα μπÜνια μας, να ξεκουραστοýμε. Αυτοß εßναι üντως ουσιαστικοß λüγοι, üμως υπÜρχει κι Ýνας Üλλος, ουσιαστικüτερος, που δεν τον ομολογοýμε ανοιχτÜ. Στα χωριÜ μας αναζητοýμε τη χαμÝνη κοινωνικüτητα μας. Δυο-τρεις στενοýς φßλους που Ýχουμε στην ΑθÞνα, εßναι ζÞτημα αν τους βλÝπουμε μια φορÜ το μÞνα, καθþς εßμαστε üλοι σκορπισμÝνοι στις τÝσσερις Üκρες της. ΠÝρ' απü τα τεßχη του σπιτιοý μας νιþθουμε βουλιαγμÝνοι μες στην ανωνυμßα. Γι' αυτü λαχταρÜμε üλοι αυτÞ την αßσθηση της κοινωνικüτητας που μας προσφÝρει η κÜθοδος στο χωριü και που δεν χρειÜζεται παραπÜνω απü μια καλημÝρα στο δρüμο για να επιβεβαιωθεß. Κι εμεßς οι κρητικοß, ευτυχþς, κÜνουμε ü,τι μποροýμε για να τη διατηρÞσουμε.

     ¼μως τα φαινüμενα που περιÝγραψα παραπÜνω αντιστρατεýονται τη διατÞρηση της. Ας ελπßσουμε üτι αυτÜ τα φαινüμενα εßναι απλÝς παρενÝργειες της φορÜς των μεταπολεμικþν εξελßξεων του καπιταλισμοý στην ýπαιθρο, για τις οποßες θα μπορÝσουμε να βροýμε θεραπεßα. Αλλ' αυτü εßναι Ýνα ευρý θÝμα, που δεν εßναι του παρüντος να πραγματευθοýμε.

                                                      ΤÝλος

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers