ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

ÊáðñÜëïõ ×ñéóôßíá: Ðáñáìýèéá

     Η Χριστßνα ΚαπρÜλου Ýχει παρουσιÜσει και πßνακÝς της στα ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ μου Εδþ:


                   O  BασιλιÜς ΣÜμαχ Και Το ΧαμÝνο Του ΚÜτι

Μια φορÜ κι Ýνα καιρü εκεß στα βÜθη της ΑνατολÞς, σε μια μακρινÞ χþρα ζοýσε ο ΒασιλιÜς ΣÜμαχ.
ΠνιγμÝνος στα χρυσÜφια και στα διαμÜντια, στολισμÝνος με ρουμπßνια και ζαφεßρια, Ýσερνε τα βαριÜ βÞματα και την Üδεια καρδιÜ του στους τοßχους του παλατιοý.
Κοßταζε πÜντα ψηλÜ το χρυσοβαμμÝνο του ταβÜνι και ποτÝ τον ουρανü.
Κοßταζε χωρßς να βλÝπει, τα μÜτια των ανθρþπων.
¸τσι σßγουρος καθþς Þταν, πως üλα Þταν καλÜ καμωμÝνα μüνον Ýνα πρÜγμα δεν εßχε στην κατοχÞ του.
Απ' το παλÜτι του ολÜκερο απουσßαζε η ýπαρξη ενüς καθρÝφτη.
ΠÝρναγαν οι μÞνες, τα χρüνια και τα Üδεια μÜτια του βασιλιÜ, Üδειαζαν και την ψυχÞ του.
Γιατß, σαν δεν βλÝπεις χρþματα, σαν δεν βλÝπεις μορφÝς και σχÞματα, σαν κοιτÜς και δεν βλÝπεις, η ψυχÞ αδειÜζει.
¿σπου μια μÝρα, Þταν γραφτü να γßνει...
¸μποροι πραματευτÜδες απü τα τÝσσερα σημεßα του ορßζοντα, επισκÝφτηκαν τον βασιλιÜ να του προσφÝρουν την γυαλιστερÞ κι ακριβÞ πραμÜτεια τους.
Ο ΚεμÜλ Ýφερε βελοýδα κüκκινα και μετÜξια χρυσÜ!
Ο ΟμÜρ Ýφερε  φρÝσκο παστουρμÜ απü καμÞλα!
Ο ΑχμÝτ Ýνα λυχνÜρι χρυσü... και..
Ο Αλß! Εκεßνο το σγουρομÜλλικο μελαψü παλικÜρι απü την Σμýρνη Ýφερε Ýνα σκαλιστü μεγÜλο, να τüοοοοσο μεγÜλο, καθρÝφτη!
Τον Ýφερε, τον στερÝωσε στον απÝναντι τοßχο απü το χρυσαφÝνιο θρüνο και...
Θαρρεßς πως üλα Üλλαξαν στο δωμÜτιο.
Μια μικρÞ αχτßνα Þλιου μπÞκε απü το απÝναντι παρÜθυρο και χÜúδεψε τον καθρÝφτη, εκεß στο μÝρος της καρδιÜς του.
Ο πολυÝλαιος βαρýς κι ολοσκÜλιστος, κοßταξε απü εκεß πÜνω τον καθρÝφτη και με παραπονιÜρικη φωνÞ εßπε:
 -"¸λα πιο κοντÜ να καθρεφτιστþ". ¸λα πιο δω θÝλω να με δω μÝσα στην λÜμψη σου".
Τüτε ο καθρÝφτης μßλησε με ανθρþπινη φωνÞ κι εßπε:
 -"Εσý λÜμπεις εκεß πÜνω περÞφανος και γυαλιστερüς... εγþ δεν εßμαι παρÜ Ýνας καθρÝφτης που λÝω και δεßχνω αλÞθειες".
Το επüμενο πρωß, ο βασιλιÜς, Ýσυρε για μιαν ακüμα φορÜ τα βαριÜ βÞματα και τη παγωμÝνη καρδιÜ του, στην μεγÜλη σÜλα του παλατιοý.
Με το κεφÜλι ψηλÜ και με μÜτια που κοßταζαν χωρßς να βλÝπουν, πνιγμÝνος στην μοναξιÜ, Üκουγε τη σιωπÞ του και ξÜφνου...
 -"Ε.. ψιτ εσý... ΒασιλιÜ... ΒασιλιÜ... ΚαλÝ ΒασιλιÜ, τι χÜλια εßναι αυτÜ";
Ο βασιλιÜς ξαφνιασμÝνος γýρισε το κεφÜλι δεξιÜ, το γýρισε αριστερÜ, κοßταξε πÜνω ψηλÜ, κοßταξε κÜτω... -Ναι κÜτω... Για πρþτη φορÜ στη ζωÞ του κοßταξε κÜτω.  ΠαρατÞρησε τα ψηφιδωτÜ πατþματα της σÜλας μ' Ýκπληξη-.
 -"Ε… ψιτ εσý... ΒασιλιÜ... ΒασιλιÜ... ΚαλÝ ΒασιλιÜ, τι χÜλια εßναι αυτÜ";
Ο ΒασιλιÜς κοßταξε ευθεßα μπροστÜ και τüτε τον εßδε...
¸να χοντρü και κακοφτιαγμÝνο κουφÜρι, τυλιγμÝνο σε βελοýδα και χρυσÜφια, μ' Ýνα χρυσü παρÜξενο καπÝλο στο κεφÜλι του.
ΓενειÜδα μακριÜ που Ýφτανε πιο κÜτω απü τη χοντρÞ κοιλιÜ, πüδια αστεßα και μÜτια...
¸να ζευγÜρι Üχρωμα κι Üδεια μÜτια κι Ýνα στüμα, τüξο γερμÝνο προς τα κÜτω σε μια γκριμÜτσα πüνου και θλßψης.
Ποιος εßναι αυτüς αναρωτÞθηκε...
 -"Φρουροß... τρεχÜτε φρουροß... ΠιÜστε τον, φρουροß... Εχθρüς στο παλÜτι φρουροß..."
Και τüτε Üκουσε...
 -"Ε.. ψιτ εσý... ΒασιλιÜ... ΒασιλιÜ... ΚαλÝ ΒασιλιÜ, τι χÜλια εßναι αυτÜ; Ποιος εχθρüς βασιλιÜ; Για ποιüν εχθρü φωνÜζεις; Ποιüν θÝλεις να πιÜσουν οι φρουροß; ΕσÝνα να πιÜσουν; Το χοντρü και κακοφτιαγμÝνο κουφÜρι σου να πιÜσουν οι φρουροß; Τι  να το κÜνουν βασιλιÜ; Τι να κÜνουν Ýνα αδýναμο πλÜσμα μ' Üδεια μÜτια σαν κι εσÝνα";
Ο βασιλιÜς τρüμαξε...
 -"ΠÜψε", εßπε ψιθυριστÜ, "πÜψε μη μας ακοýσουν..."
Με την τελευταßα  αχτßνα του Þλιου που πÝρασε απü το απÝναντι παρÜθυρο και χÜιδεψε τον καθρÝφτη, ο βασιλιÜς Ýχασε κι αυτü το... -πþς το λÝνε μωρÝ;-που τον Ýκανε να νιþθει «ΒασιλιÜς», να περπατÜ με το κεφÜλι ψηλÜ και τα μÜτια να κοιτÜζουν χωρßς να βλÝπουν
 -"ΑλλÜχ! ΤΙΠΟΤΑ... Ýνα μεγÜλο ΤΙΠΟΤΑ εßμαι ΑλλÜχ", εßπε κι Ýνα αναφιλητü βγÞκε με πüνο περßσσιο απü το στÞθος του.
ΠÝρασαν μÝρες και μÞνες. Χρüνια!
Κι ο βασιλιÜς περπÜταγε σκυφτüς, κανεßς δεν Ýβλεπε τα μÜτια του, κανεßς δεν Üκουγε την φωνÞ του.
ΟλÜκερο το βασßλειο Ýμαθε πως ο βασιλιÜς αρρþστησε βαριÜ. Δεν Þθελε να βγει απü το παλÜτι. Δε μßλαγε, δεν Üκουγε, μüνο στεκüταν απÝναντι απü κεßνο τον καθρÝφτη, που Ýνας εμπορÜκος απü τη Σμýρνη του Ýφερε μια μÝρα, πριν χρüνια. Κοßταζε τον καθρÝφτη σιωπηλüς κι Ýνα παρÜπονο Ýβγαινε απü τα χεßλια του….
 -"ΤΙΠΟΤΑ... ¸να μεγÜλο ΤΙΠΟΤΑ  ΑλλÜχ..."
¸να ανοιξιÜτικο πρωινü, μια πüρτα μισÜνοιξε, Ýνα ζητιανÜκι βρþμικο και με κουρελιασμÝνα ροýχα, τρýπωσε μÝσα στο παλÜτι.
Σýρθηκε ξυπüλητο μÝχρι τη μεγÜλη σÜλα και...
Να τος... Τον εßδε...
Σκυφτü και παραπονεμÝνο να ψιθυρßζει κουβÝντες με πüνο:
 -"ΤΙΠΟΤΑ... ¸να μεγÜλο ΤΙΠΟΤΑ  ΑλλÜχ ..."
Το ζητιανÜκι üρθωσε το μπüι, Üπλωσε το χερÜκι του και με μÜτια κÜρβουνα,  γεμÜτα πÜθος για ζωÞ, Üγγιξε πρþτα το βελοýδινο κüκκινο πανωφüρι, μετÜ το χρυσü σαλβÜρι, τα μεταξωτÜ παποýτσια και μετÜ το χÝρι του.
Το γερασμÝνο ρυτιδιασμÝνο χÝρι...
ΜετÜ, ανασηκþθηκε στις μýτες των ποδιþν του κι Üγγιξε με στοργÞ το γερασμÝνο μÜγουλο... τα μισüκλειστα μÜτια...
 -"Ωωω! Τι γλυκüς που εßσαι", εßπε με θαυμασμü κι αγÜπη. "Πüσο θα θελα να εßσαι παπποýς μου. Εγþ δεν Ýχω παπποý. ΠÝθανε μια μÝρα του χειμþνα εκεß στη παρÜγκα μας, απü το κρýο κι απü την πεßνα. ΘÝλεις να γßνεις ο παπποýς μου παπποý; ΘÝλεις να σ' αγαπþ και να μου λες παραμýθια παπποý";
Ο ΒασιλιÜς λες και ξýπνησε, Üπλωσε το ρυτιδιασμÝνο χÝρι κι Üγγιξε... για πρþτη φορÜ στην ζωÞ του, Üγγιξε με αγÜπη...
ΑφÝθηκε στα χÜδια και τα παιχνßδια του μικροý.
Κυλßστηκε μαζß του παιχνιδιÜρικα στο κüκκινο χαλß και γÝλαγε σαν μικρü παιδß...
 -"Παπποý βλÝπεις; Παπποý με βλÝπεις; Παπποý κοßτα... Κοßτα χρþματα παπποý... Κοßτα ομορφιÝς παπποý..." ¸λεγε και ξανÜλεγε το ζητιανÜκι.
Η τελευταßα αχτßδα του Þλιου, -εκεßνη που κεßνο το μοιραßο δεßλι κÜτι πÞρε απü τον ΒασιλιÜ-, το 'χε φÝρει πßσω...
ΒασιλιÜς και ζητιανÜκι, κοιμÞθηκαν αποκαμωμÝνοι απü τα τρελÜ παιχνßδια, στο κüκκινο χαλß...
Η πρþτη αχτßδα του Þλιου, τους βρÞκε να κοιμοýνται αγκαλιÜ, χαμογελαστοß και γεμÜτοι αγÜπη.
ΒασιλιÜ και ζητιανÜκι... Παπποýς κι εγγονüς... Δυο ανθρþπινες φιγοýρες με σÜρκα και ψυχÞ...
Ο ΒασιλιÜς ψιθýρισε στο τελευταßο του πρωινü üνειρο:
 -"ΑλλÜχ... ε ΑλλÜχ, εδþ εßμαι... ¸να κÜτι, Ýνα μικρü, πολýτιμο κÜτι, μÝσα στο απÝραντο Βασßλειο σου ΑλλÜχ... ¸να σπουδαßο, μικρü κÜτι..."

                              Το Παραμýθι Μιας ΑγÜπης

     Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, εκεß σε κεßνη τη μεγÜλη σκοτεινÞ σπηλιÜ, στη κορυφÞ του πιο ψηλοý βρÜχου, ζοýσε μüνο κι Ýρημο, Ýνα τüσο δα μικρü κερÜκι. ¸να κερÜκι σβηστü, που μÝτραγε τις μÝρες της ýπαρξÞς του, μÝσα απü τα δÜκρυÜ του.
 «Μα τι κÜνω εγþ εδþ μüνο μου» αναρωτιüταν. «¸τσι σβηστü που εßμαι, πüσο πολý κρυþνω! Πüσο πολý φοβÜμαι και πüσο Üχρηστο νιþθω. Μια σκοτεινÞ κουκιδßτσα μÝσα σε τοýτη τη σπηλιÜ».
     Κι οι μÝρες περνÜγανε και το κερÜκι κολýμπαγε μÝσα στη μικρÞ λιμνοýλα που εßχε φτιÜξει με τα δÜκρυÜ του.
     Κι οι μÝρες περνÜγανε και το κερÜκι μετροýσε τις μÝρες της ανοýσιας, σκοτεινÞς ζωÞς του.
     Μια μÝρα, Üνεμος δυνατüς φýσηξε Ýξω απü τη σπηλιÜ και στο πÝρασμÜ του παρÜσερνε ü,τι μικρü κι αδýναμο υπÞρχε. ΦτερÜκια απü πουλιÜ που εßχαν την φωλιÜ τους στην βÜση του βρÜχου, ξερÜ φýλλα και κλαδιÜ, σπüρους απü λουλοýδια εξωτικÜ κι Ýνα ...σπßρτο, Ýνα τüσο δα μικρü σπßρτο, ψηλüλιγνο και γυαλιστερü, με κüκκινο, αστραφτερü καπÝλο, στο μικρü του κεφαλÜκι!
     Με το δεýτερο φοýυυυυυυυ του Üνεμου, το σπßρτο απογειþθηκε και με δýναμη παρασýρθηκε μÝσα στη σκοτεινÞ σπηλιÜ. ¸πεσε με δýναμη κÜτω στο τραχý Ýδαφος κι... Ωχ!!!
 -«Μα που βρßσκομαι» εßπε με τη τσιριχτÞ φωνοýλα του. Στην αρχÞ δυσκολεýτηκε στο σκοτÜδι, αλλÜ σα σπßρτο που Þταν Ýστω και σβηστü, σýντομα συνÞθισε να βλÝπει ακüμα και μÝσα στο σκοτÜδι.
 -«ΑμÜν»! εßπε... «Τι εßσαι εσý»;
 -«Δε με βλÝπεις»! εßπε το κερÜκι με τη παραπονιÜρικη φωνοýλα του.
     Και να που ακüμα και τ' αταßριαστα μποροýνε να ταιριÜξουν... Εκεß μÝσα στην ερημιÜ, την υγρασßα και το σκοτÜδι της σπηλιÜς, το κερÜκι και το σπßρτο ενþσανε τη μοναξιÜ και το κοινü τους πρüβλημα. ¹ταν και τα δýο σβηστÜ, Ýρημα, μüνα και παραμελημÝνα μÝσα σε τοýτη τη σκοτεινÞ, Üψυχη σπηλιÜ.
     Το σπßρτο τÝντωνε το λυγερü κορμÜκι του κι ακουμποýσε πÜνω στο κερÜκι και το κερÜκι Ýκανε νÜζια και καμþματα κι Ýπαψε πια να κλαßει. Η λßμνη απü τα δÜκρυÜ του στÝγνωσε και τþρα οι ελπßδες να φτÜσουνε στο üνειρο, üλο και μεγÜλωναν.
     Το üνειρü τους;  Μια μικρÞ φλογßτσα. Mια μικρÞ φλογßτσα που θα τα φωτßσει και τα δυü, θα τα ζεστÜνει και θα τα αφÞσει να κοιταχτοýνε στα μÜτια.
 -«Μα θÝλω να δω τα μÜτια σου», εßπε το σπßρτο στο κερÜκι.
 -«Μα θÝλω να νιþσω τη ζεστασιÜ σου», εßπε το κερÜκι στο σπßρτο.
     Και τüτε τρüμαξαν...
 -«Αν ανÜψω καλÞ μου θα καþ»! εßπε το σπßρτο, «και καλÜ να καεß μüνο το κüκκινο σκουφß μου, θα εßμαι Ýνα ακüμα Üσχημο, μισοκαμÝνο σπßρτο... Μα αν καþ εντελþς, τι θα απογßνω; Θα προλÜβω τουλÜχιστον να δω τα μÜτια σου»;
 -«Κι αν ζεσταθþ» εßπε το κερÜκι, «θα λιþσω... Κι αν λιþσω θα γßνω Üσχημο και κακοφτιαγμÝνο! Θα Ýχω προλÜβει να χαρþ τουλÜχιστον τη ζÝστη σου»;
     ΜÝρα τη μÝρα, το κερÜκι και το σπßρτο, αγαπιüντουσαν üλο και πιο πολý κι η αγÜπη τους δυνÜμωνε! ΜÝσα στη σκοτεινÞ σπηλιÜ, λουλοýδια φυτρþσανε, γιατß η αγÜπη εßναι Ýνα λουλοýδι, που üπου γεννιÝται δßνει χρþμα, Üρωμα κι ομορφιÜ. Κι οι μÝρες περνÜγανε. Το κερÜκι και το σπßρτο σφιχταγκαλιασμÝνα, περιμÝνανε καρτερικÜ τη συνÝχεια του ÝρωτÜ τους.
     Καλοκαßριασε... ¸ξω απü τη σπηλιÜ, η ζÝστη Þταν αφüρητη... Το δÜσος γýρω απü το βρÜχο, συχνÜ γÝμιζε απü γÝλια, τραγοýδια, φωνÝς μικρþν και μεγÜλων. Το κερÜκι και το σπßρτο αγκαλιÜζονταν τρομαγμÝνα και περßμεναν, üλο περßμεναν κι αγαπιüντουσαν, κÜθε μÝρα και πιο πολý κι ας μην εßχε δει τα μÜτια του σπßρτου, το κερÜκι κι ας μην εßχε νιþσει τη ζεστασιÜ του κεριοý, το σπßρτο! Ο ÝρωτÜς τους, μια μικρÞ τραγωδßα, σαν üλους τους ανικανοποßητους Ýρωτες, που γεννιοýνται και μÝνουνε πÜντα στ' üνειρο...
     ¿σπου μια μÝρα, μια παρÝα εκδρομεßς, -Ýτσι τους λÝγαν üλους αυτοýς τους εισβολεßς του δÜσους-, πÞρανε τα γÝλια, τα τραγοýδια και τις φωνÝς τους μακριÜ, αλλ' αφÞσανε μια μικρÞ σπßθα... μια τüση δα μικρÞ σπßθα φωτιÜς, να σιγοκαßει, εκεß κÜτω απü τα ξερÜ κλαδιÜ που εßχαν ανÜψει για να μαγειρÝψουνε.
 -«ΣυμφορÜ»! ΦωνÜζανε πουλιÜ και ζþα που περνÜγανε τρομαγμÝνα τρÝχοντας, Ýξω απü τη σπηλιÜ. «ΣυμφορÜ! ΦωτιÜ! ΦωτιÜ... θα καοýμε»!
 -«Ακοýς»; εßπε το σπßρτο στο κερÜκι...
 -«Ακοýς; Θα καοýμε»! εßπανε και τα δυο με μια φωνÞ, γεμÜτη Ýρωτα!
 -«Δε φοβÜμαι να καþ απ' αγÜπη», εßπε το σπßρτο στο κερß...
 -«Δε φοβÜμαι να λιþσω απ' αγÜπη», εßπε το κερß στο σπßρτο!
     ¸να κερß κι Ýνα σπßρτο, τρελÜ απü Ýρωτα τραγουδÜγανε τη φλüγα που ερχüταν...
 -«¸λα»! της Ýλεγαν, «Ýλα! Σε περιμÝνουμε»!
 -«Θα μ' αγαπÜς αν καþ κι ασχημýνω, χωρßς το κüκκινο σκουφß μου»; Εßπε το σπßρτο στο κερß.
 -«Θα μ' αγαπÜς αν λιþσω και χÜσω το σχÞμα μου»; Εßπε το κερÜκι στο σπßρτο.
     Κι η φλüγα ερχüταν üλο και πιü κοντÜ... Κι η φλüγα Ýφτασε στο κατþφλι της σπηλιÜς και δßσταζε να μπει μÝσα, μη χαλÜσει την ομορφιÜ που διαισθÜνθηκε!
 -«¸λα»! της φωνÜζανε και τα δυο, με μια φωνÞ!
     Κι η φλüγα Ýστειλε μÝσα στη σπηλιÜ, τη πιο μικρÞ της κüρη! Μια σπßθα τüση δα, που μπÞκε τσαχπßνικα και ναζιÜρικα απü την εßσοδο της σπηλιÜς.
     Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
     Το σπßρτο, τÝντωσε το λυγερü κορμÜκι του, για να καλωσορßσει τη σπßθα. Το κüκκινο σκουφß του τυλßχτηκε στις φλüγες.
 -«ΑγÜπη μου» εßπε στο κερÜκι, «καßγομαι για σÝνα... ΑγÜπη μου, να δω τα μÜτια σου κι ας καþ»!
     Το γυαλιστερü κüκκινο σκουφß, ακοýμπησε πÜνω στο φιτßλι καθþς Ýσκυψε για να δει καλýτερα.
 -«ΑγÜπη μου» εßπε το κερÜκι στο σπßρτο, «Üσε με να νιþσω τη ζεστασιÜ σου κι ας λιþσω»!
     Το σπßρτο και το κερÜκι,  καÞκανε μαζß... Μια μÜζα ενωμÝνη στο χρüνο και στο χþρο αιþνια...
     Το  κερÜκι  και το σπßρτο που λιþσαν απ' αγÜπη κι Ýφτασαν στο δικü τους üνειρο...

                          Tα ΓρÜμματα Που Μεθýσανε

     Ο ΓιαννÜκης Ýφυγε τρÝχοντας απü το σπßτι, για το σχολειü. ΦορτωμÝνος με τη βαριÜ σχολικÞ σÜκα, γεμÜτη με τετρÜδια, βιβλßα, μολýβια, γüμες, ξýστρες και το σακουλÜκι με το κολατσιο του.
     Στο πρþτο πÝταγμα της τσÜντας, απü τη πλÜτη του ΓιαννÜκη στο Ýδαφος, οι ρþγες απü το σταφýλι που εßχε βÜλει η μαμÜ για δεκατιανü, βγÜλανε δυο σταγüνες ζουμÜκι, που Þρθανε και τρÝξανε πÜνω στο αναγνωστικü.
     Ωχ! Ωχ! Τα γρÜμματα μεθýσανε κι αρχßσανε τρελü χορü!
     Το λ τÝντωσε τα ποδαρÜκια του, που το βοηθÜνε να κρατÜ ισορροπßα πÜνω στη σελßδα κι ακοýμπησε τη χοντροκοιλιÜ του α.

                  λα     λα    λα    λα       λα          λα

    
Τ' Üλλα γρÜμματα συγχρονιστÞκανε στο τραγοýδι κι üλα μαζß δþσανε το ρυθμü:

                   λα       λα   λα       λα   λα            λα

     Το Μ σοβαρεýτηκε και θÝλησε να επιβÜλει τη τÜξη! ΠÞγε και κüλλησε δßπλα στο Üλλο Α, της επüμενης σελßδας και τα δυο μαζß εßπανε γκρινιÜρικα, με δυσφορßα:

                                ΜΑ!

     Βρε κακü που πÜθαμε!

     Στο διÜλειμμα, ο ΓιαννÜκης εßπε να πετÜξει τη τσÜντα ψηλÜ-ψηλÜ, Ýτσι για χαβαλÝ. Η σÜκα προσγειþθηκε Üτσαλα, για μιαν ακüμα φορÜ, στο πÜτωμα της τÜξης.
     Ωχ! Ωχ! 'Αλλες δυο σταγüνες απü το ζουμÜκι του σταφυλιοý Þρθανε κι ακοýμπησαν, η μια πÜνω σ' Üλλη σελßδα του Αναγνωστικοý κι η Üλλη πÜνω στο βιβλßο των Μαθηματικþν.
     ¸να Üλλο μ, αγαπησιÜρικο, πÞγε με νÜζια και καμþματα και κüλλησε πÜνω σ' Ýνα ολοστρüγγυλο ο και τα δυο μαζß ακοýμπησαν σ' Ýνα υ.

                                                μου

     Καλü μου... ΑγαπημÝνο μου... Δικü μου...

     Στο βιβλßο των Μαθηματικþν, Üρχισεν Üλλο πανηγýρι: Οι αριθμοß, μεθυσμÝνοι, κýλαγαν ο Ýνας πÜνω στον Üλλο! 1+1=2  Ýλεγε το βιβλßο, αλλÜ Ýνα τρελλοýτσικο 5, Ýσπρωξε το 2 και πÞγε να καμαρþσει, δßπλα στο =!

                                      1+1=5 2

     Πþ! Πω ζημιÜ!

     Το τρελü μεθýσι, μεταφÝρθηκε στο βιβλßο της Γεωγραφßας. Εκεß που Þτανε γραμμÝνα ποτÜμια, ονομασßες απü βουνÜ πÞγαν αυθÜδικα και στÜθηκανε!

     Ο Σπερχειüς βαφτßστηκε ¼λυμπος κι ο Αχελþος ονομÜστηκε Γκιþνα.

                                        Πω! Πω ζημιÜ!

                                                                     Και τþρα;

     Η δασκÜλα του ΓιαννÜκη, εκνευρισμÝνη μ' üλες αυτÝς τις πρωτüγνωρες και λανθασμÝνες γνþσεις του, κÜλεσε το ΔιευθυντÞ κι αυτüς με τη σειρÜ του ανοßγοντας τα βιβλßα και διαβÜζοντας τις σοφßες του, κÜλεσε δημοσιογρÜφους και κανÜλια για να αναμεταδþσουνε, το μυστÞριο που Ýκρυβε η σÜκα του.
     Ενας δημοσιογρÜφος απü το κανÜλι της πüλης, Þρθε και στÜθηκε μπροστÜ στο ΓιαννÜκη και τη μυστηριþδη σÜκα του.
 -«Κυρßες και Κýριοι, εßμαστε μÜρτυρες ενüς συγκλονιστικοý γεγονüτος... Στη μαθητικÞ αυτÞ σÜκα, συντελοýνται μυστÞρια και μαγικÜ! ΓρÜμματα χορεýουνε, τραγουδοýνε, θυμþνουνε κι Üλλα αγαπιοýνται! Οι αριθμοß τρελαθÞκανε και κινδυνÝυουμε να χÜσουμε τις ισορροπßες που, αρχαßοι ημþν πρüγονοι επιβÜλλανε, με μελÝτες ετþν»!
  «Κυρßες και Κýριοι, στο σημεßο αυτü, οφεßλω να σας ενημερþσω, Ýνα ακüμα συγκλονιστικü γεγονüς: το üρος ¼λυμπος, μετÝφερε το θαυμαστü üγκο του και την θÝση του πÞρε ο ποταμüς Αχελþος! Το üρος Γκιþνα, üχι κυρßες και κýριοι, δε σβÞστηκε απü το χÜρτη, αλλα μεταφÝρθηκε σ' Üλλο σημεßο της ΕλλÜδας και στη θÝση του, τρÝχουνε τα νερÜ του ποταμοý Αχελþου»!
  «Κυρßες και Κýριοι, κοσμογονικÜ γεγονüτα συμβαßνουν μÝσα σ' αυτÞ τη μαθητικÞ σÜκα. Μεßνετε μαζß μας για τις νεüτερες εξελßξεις».
     Ο ΓιαννÜκης τρομαγμÝνος, δε τολμοýσε ν' ακουμπÞσει τη σÜκα του. ΣτÜθηκε μακριÜ και της φþναζε με παρÜπονο:
 -«Ρεζßλι με Ýκανες! Κοßτα που üλοι τþρα ασχολοýνται μαζß μου!. Μα δε με λυπÜσαι; Τι σου 'κανα Ý; Τι σου 'κανα; Εγþ δεν Þμουν αυτüς, που κÜθε πρωß σ' Ýπαιρνε μαζß του; Αχþριστοι δεν Þμασταν üλη τη σχολικÞ χρονιÜ; Γιατι μωρÝ με ρεζßλεψες Ýτσι; Εμ κορßτσι εßσαι! Τι περιμÝνει κανεßς απü του λüγου σου; ΜπαμπÝσικο πρÜμα»! Κι σπü μÝσα του αναρωτÞθηκε: «ΑλÞθεια υπÜρχουνε σÜκες σερνικÝς; Κι αν υπÜρχουνε πως τις λÝνε; Ο σÜκος; Μπα! ΣιγÜ μη πÜρω σÜκο, να βÜλω τα βιβλßα και τα τετρÜδιÜ μου. Τι εßμαι μωρÝ; ΦαντÜρος εßμαι»; ¸λεγε με παρÜπονο, σ' Ýνα μονüλογο με τη σÜκα του! Κι εκεß μÝσα στη σιωπÞ της Üδειας τÜξης, ακουστÞκανε φωνοýλες και κλαμματα:
 -«Ωχ ωχ! ΠονÜω! Ωχ! Ωχ πüνεσα! Μα τι παιδß αυτüς ο ΓιαννÜκης, να πετÜ τη σÜκα του ψηλÜ, χωρßς να σκÝφτεται κι εμÜς», Ýλεγαν κλαψιÜρικα τα σταφυλÜκια.
 -«Πω πω πως πονÜει το κεφÜλι μου»! Ýλεγε μια στραβοπατημενη ρüγα απ το σταφýλι.
 -«Πω πω πως πονÜει η κοιλßτσα μου»! Ýλεγε το κοτσÜνι απü Ýν' Üλλο τσαμπß σταφýλι. Και τüτε ο Γιαννακης κατÜλαβε. 'Ακουσε, μÝσα στη σιωπÞ της τÜξης, τα παρÜπονα και τα κλαμματÜκια και ντρÜπηκε!
 -«Δε φταις εσý», εßπε στη σÜκα του. «Εγþ φταßω καλÞ μου... φταßω που με το παιχνßδι μου δεν υπολογßζω τιποτα και κανÝνα»! Ο ΓιαννÜκης πÞρε τη σÜκα του με αγÜπη και στοργÞ στη αγκαλιÜ και χÜθηκε στη στροφÞ του δρüμου. 
     Θα συνÝχιζανε μαζß το ταξßδι, μÝχρι το τÝλος της σχολικÞς χρονιÜς. Μαζß θα μετακομßζανε βουνÜ και ποτÜμια, μαζß θα κÜναν ανατροπÝς στις προσθÝσεις των αριθμþν, μαζß θα γυρνÜγανε το κüσμο ανÜποδα!
     Κι ο ΓιαννÜκης Ýζησε καλÜ κι η σÜκα του καλýτερα και τα γρÜμματα, ακüμα θυμοýνται το τρελü τους μεθýσι και την αγÜπη τους, που γεννÞθηκε κεßνο το ηλιüλουστο πρωινü...

                                Τα ΜαγικÜ Σεντοýκια

     Η τρικυμßα κüπασε... Η θÜλασσα γαλÞνεψε... Το τοπßο Üλλαξε χρþματα... Εκεß πÜνω στα δυσπρüσιτα βρÜχια, δυο σκοτεινÜ αντικεßμενα στÝκαν ακßνητα. Τα ξÝβρασε η θÜλασσα, τα κýματÜ της τα ταξιδÝψανε μßλια ολüκληρα και τþρα τα παρÜτησαν εδþ, Ýρημα και μüνα. Δυο σεντοýκια, Ýνα μεγÜλο κι Ýνα μικρüτερο. Δυο σεντοýκια που ταξιδÝψανε στο χρüνο και στα κýματα. Δυο σεντοýκια που πÝρασαν απü το σημεßο, που ο ουρανüς αγγßζει τη θÜλασσα. Εκεß που η ψυχÞ συναντÜ το πνεýμα κι η σÜρκα τη ψυχÞ...
     Το μεγÜλο σεντοýκι, βαρý και δυσκßνητο εßχε πλÜι στη σκουριασμÝνη κλειδαριÜ του, δυο πρÜσινα πετρÜδια. Δυο φωτεινÜ σμαρÜγδια που κοιτÜζανε το κüσμο, λυπημÝνα.
     Το μικρü σεντοýκι, που λικνιζüτανε με χÜρη και νÜζι πÜνω στα βρÜχια, εßχε πλÜι στη σκουριασμÝνη κλειδαρßτσα του, Ýνα κüκκινο, φωτεινü ρουμπßνι. ¸να ζεστü φιλß, για üτι Ýπιανε το μÜτι του.
     Το μεγÜλο σεντοýκι, ιδιοκτησßα του βασιλιÜ της Αγαθοχþρας που πÜνω στη τρÝλα του, üταν η χþρα κυριεýτηκε απü κακοýς πειρατÝς, Ýβαλε μÝσα στο σεντοýκι αυτü üτι θεωροýσε πολýτιμο και το πÝταξε στη θÜλασσα. ΑγαθÜ που θα χανüντανε στο πÝρασμα του χρüνου, με τους πειρατÝς να κουρσεýουν την χþρα του:
     ΑγÜπη, αξιοπρÝπεια, περηφÜνεια, ειλικρßνεια κι αυτοσεβασμüς!
     Το μικρü κεßνο, ναζιÜρικο σεντοýκι, Þταν ιδιοκτησßα της πριγκßπισσας της Χρωμοχþρας. Η δýσμοιρη τρελÜθηκε, üταν κατακτητÝς απü τον βορρÜ με βÝλη, δüρατα και περÞφανα Üλογα, κÜναν επßθεση στο Βασßλειο της! ¸κλεισε μÝσα στο σεντοýκι, τα πολýτιμα της και το πÝταξε απü το παρÜθυρο του πýργου, κÜτω στην αγριεμÝνη θÜλασσα, για να μεßνουν οι θησαυροß της αμüλυντοι απü τους κυριευτÝς!
     Κüκκινο, μπλÝ, κßτρινο, πρÜσινο, χρþματα απü τη παλÝτα του ουρανοý, της γης και της θÜλασσας, αρþματα απü λουλοýδια, φωνÝς πουλιþν, γÝλια ερωτευμÝνων, παιχνßδια παιδιþν, ξεγνοιασιÜ, αγÜπη, μουσικÝς και χοροýς απü νερÜιδες, φως και μια ζεστÞ αγκαλιÜ!
     Τα σεντοýκια ταξιδÝψανε στα βÜθη των αιþνων, σε θÜλασσες μακρινÝς, σε βυθοýς μυστηριþδεις και τρομακτικοýς, þσπου... Σε κεßνη τη μεγÜλη τρικυμßα, συναντηθÞκανε κι Ýνα μεγÜλο κýμα, τα 'φερε πλÜι-πλÜι, πÜνω σε τοýτα τα ξεχασμÝνα βρÜχια...
     Τα πρÜσινα σμαρÜγδια του σεντοýκου, κοιτÜξανε με απορßα το κüκκινο ρουμπßνι της σεντοýκας! Η σεντοýκα, συνÝχιζε το λßκνισμÜ της πÜνω στα βρÜχια κι Ýστελνε κüκκινα φιλιÜ, με το φωτεινü της ρουμπßνι, στο σεντοýκο!
 -"¸λα πιο κοντÜ", της εßπεν αυτüς. "¸λα πιο κοντÜ... θÝλω να δω τα μυστικÜ σου..."
 -"¸λα πιο κοντÜ", του 'πεν αυτÞ. "¸λα πιο κοντÜ... θÝλω να μÜθω τις σοφßες σου..."
     Η þρα πÝρναγε. Δυο πρÜσινα σμαρÜγδια κι Ýνα κüκκινο ρουμπßνι, λαμπυρßζαν εκεß στα ξεχασμÝνα βρÜχια! Νýχτωσε... ¸να φεγγÜρι -κλÝφτης-, τα κοßταζε απü ψηλÜ. ¸να φεγγÜρι -κλÝφτης-, που 'στελνε την ασημÝνια του λÜμψη στο σεντοýκο και στη σεντοýκα! Τüτε, μια αστραπÞ Þρθε να δþσει λýση στην αγωνßα και στο μυστÞριο. Μια αστραπÞ που χþρισε τον ουρανü στα δυü, που φþτισε τις σκοτεινÝς μÜζες τους και κατευθýνθηκε γραμμÞ, πÜνω στις κλειδαριÝς τους! Η κλειδαριÜ του σεντοýκου, κει ανÜμεσα στα δυο πρÜσινα σμαρÜγδια, Üνοιξε κι Üφησε να φανοýνε, μυστικÜ κι αξßες αιþνων...
     ΑγÜπη, αξιοπρÝπεια, περηφÜνεια, ειλικρßνεια κι αυτοσεβασμüς, ξεχýθηκαν απü τα σωθικÜ του με κατακτητικÞ διÜθεση, απλωθÞκανε πρþτα στα βρÜχια, κι αγκÜλιασαν Ýπειτα και τη σεντοýκα!
     Η κλειδαριÜ της σεντοýκας, εκεß πÜνω απü το κüκκινο ρουμπßνι, -το τρελü παθιÜρικο φιλß της-, Üνοιξε και... και...
     Κüκκινο, μπλÝ, κßτρινο, πρÜσινο, χρþματα απü τη παλÝτα του ουρανοý, της γης και της θÜλασσας, Üρωμα απü λουλοýδια, φωνÝς πουλιþν, γÝλια ερωτευμÝνων, παιχνßδια παιδιþν, ξεγνοιασιÜ, αγÜπη, μουσικÝς, χοροß απü νερÜιδες, φως και μια ζεστÞ αγκαλιÜ, Þρθανε και μπλεχτÞκανε, με τους θησαυροýς του σεντοýκου!
 -"ΧαρÜ μου"! του εßπε...
 -"Φως μου"! της αποκρßθηκε...
     Η αγÜπη που 'χανε κρυμμÝνη στα σωθικÜ, θÝριεψε κι απλþθηκε, πρþτα πÜνω στα βρÜχια, μετÜ στις φωλιÝς των γλÜρων Ýπειτα στο βυθü κι ýστερα στον ουρανü... Απλþθηκε στα τÝσσερα σημεßα του ορßζοντα!
     Οι νερÜιδες του βυθοý, πÞρανε τ' αγαθÜ του σεντοýκου: και την ΑγÜπη και την ΑξιοπρÝπεια και τη ΠερηφÜνεια και την Ειλικρßνεια και τον Αυτοσεβασμü και τα κÜνανε τραγοýδι!
     Τα ξωτικÜ, πÞρανε τους θησαυροýς της σεντοýκας και τα σκορπßσανε, σε μÞκος και σε πλÜτος, σε ýψος και σε βÜθος και γÝμισε ο κüσμος χρþματα και λÜμψεις και μουσικÝς κι αρþματα και γÝλια και παιχνßδια και χαρÜ... Εκεßνο το βρÜδυ Þτανε μια γιορτÞ... Μια μεγÜλη γιορτÞ και της ΑγÜπης και της Σοφßας.
 -"Σε περßμενα"! του 'πε.
 -"Δε σε περßμενα"! της αποκρßθηκε. "Μüνον Ýλπιζα στον ερχομü σου..."
     ΞημÝρωσε... Η παραλßα πλÜι στα βρÜχια, Üρχισε να γεμßζει κüσμο... Το τοπßο πÞρε ν' αλλÜζει μορφÞ. ΠετσÝτες κι ομπρÝλες πολýχρωμες. ΠλαστικÜ στρþματα, ταπερÜκια με φαγητü, μÜσκες και βατραχοπÝδιλα, μαμÜδες και παιδιÜ, Ýννοιες και βÜσανα, γÝλια και κλÜματα.
     Ο σεντοýκος κι η σεντοýκα, σφιχταγγαλιασμÝνοι στη σπηλιÜ των βρÜχων, στÝκανε σιωπηλοß και γεμÜτοι αγÜπη!
 -"Σε βρÞκα" της εßπε, "και να μη σ' Ýχω κοντÜ, δε με νοιÜζει! Μου αρκεß που ξÝρω πως υπÜρχεις... που εßδα τους θησαυροýς σου..."
 -"Σε βρÞκα" του 'πε, "κι εßναι σα να ζω μαζß σου κι ας σε πÜρει το κýμα που σ' Ýφερε κοντÜ μου... Μου αρκεß που 'μαθα τις σοφßες σου... που ξÝρω πως υπÜρχεις..."
     Ο σεντοýκος κι η σεντοýκα, εßναι κει στο βÜθος αυτÞς της θαλασσινÞς σπηλιÜς...
     Μη ψÜξετε να τους βρεßτε...
     Νιþστε μüνο τους θησαυροýς τους κι αυτü φτÜνει...
     Γεμßστε τη ζωÞ σας με τις αξßες τους... τα χρþματα... τους Þχους... τις μυρωδιÝς... τα συναισθÞματÜ τους...
     Και τüτε, η ζωÞ σας θα 'ναι πιο üμορφη... θα λÜμπει σα τα πρÜσινα σμαρÜγδια του σεντοýκου και σα το κüκκινο ρουμπßνι της σεντοýκας...
     Εκεß που ο ουρανüς φιλεß τη θÜλασσα... εκεß που η ψυχÞ ανταμþνει τη σÜρκα...
     Αν φτÜσετε ποτÝ στη σπηλιÜ τους και τα βρεßτε, μη τα ενοχλÞσετε... Μη τα χωρßσετε... ΑφÞστε Ýνα λουλοýδι στα ποδαρÜκια τους, απü κεßνα που φυτρþνουνε στη σπηλιÜ, που δεν εßναι πια μÞτε σκοτεινÞ, μÞτε παγωμÝνη!
     ¸να μαγικü φως τρεμοπαßζει... Δßνει χρþμα και ζωÞ στους Üψυχους τοßχους... Μια ζεστασιÜ, απ' αυτÞ που αφÞνει η αγÜπη και τα κÜνει üλα κει, να μοιÜζουν μαγικÜ! Τüσο μαγικÜ, üσο μαγικÞ εßναι κι η αγÜπη...
     Κι Ýζησαν αυτÜ τüσο καλÜ, üσο κι εμεßς θα ζÞσουμε καλýτερα μ' αγÜπη στις καρδιÝς μας...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers