ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì 

'Áãíùóôïò: Ôï ¸ðïò Ôïõ Gilgamesh

             

                             ΕισαγωγικÜ

     Η υποτιθÝμενη περßοδος βασιλεßας του ΓκιλγκαμÝς πιστεýεται πως Þτανε περßπου το 2500 π.Χ., 400 χρüνια νωρßτερα απü τις αρχαιüτερες γραπτÝς πηγÝς. Ωστüσο, η ανακÜλυψη αρχαιολογικþν ευρημÜτων που συνδÝονται με το βασιλιÜ 'Αγκα της πüλης Κις, ο οποßος αναφÝρεται μες στο Ýπος, αποτελοýν ενδεßξεις πþς ßσως να 'τανε κι ιστορικü πρüσωπο.


=============


          ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΥΚ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

     Ω!, ΓκιλγκαμÝς, Üρχοντα της ΚουλÜμπ, μεγÜλη εßναι η δüξα σου.

ΣτÜθηκε ο Üνθρωπος που γνþριζε τα πÜντα. Ηταν ο βασιλιÜς που γνþριζε

του κüσμου üλες τις χþρες. Ηταν σοφüς, εßδε τα μυστÞρια και γνþριζε τα

απüκρυφα, μας Ýφερε μια ιστορßα για την πρßν απü τον κατακλυσμü εποχÞ.

Εκανε Ýνα πολý μεγÜλο ταξßδι. ΚουρÜστηκε, ταλαιπωρÞθηκε και

ξαναγýρισε στον τüπο του, για να γρÜψει σε μια πÝτρα üλη του την ιστορßα.

Οταν οι θεοß δημιοýργησαν τον ΓκιλγκαμÝς, του Ýδωσαν τÝλειο σþμα.

Ο ΣαμÜς, ο Ýνδοξος Þλιος, τον προßκισε με ομορφιÜ, ο ΑντÜντ, ο θεüς της

θýελλας, τον προßκισε με θÜρρος. Οι μεγÜλοι θεοß Ýκαναν τüσο τÝλεια την

ομορφιÜ του, που üμοιÜ της Üλλη να μην υπÜρχει. Τον Ýκασναν κατÜ τα

δýο τρßτα Θεü και κατÜ το Ýνα τρßτο Üνθρωπο. Στην Ουροýκ Ýκτισε τεßχη,

Ýνα μεγÜλο οχυρωματικü Ýργο και τον ευλογημÝνο ναü του ΕαννÜ, για το

θεü του στερεþματος, τον Ανοý και για την ΙστÜρ τη θεÜ του Ýρωτα. Και το

Ιερü αυτü μπορεß να το δεßς ακüμα και τþρα. Το εξωτερικü τεßχος Ýμοιαζε

με εξωτερικÞ κορνßζα και Ýλαμπε με τη λÜμψη του χαλκοý και το εσωτερικü

τεßχος δεν Ýχει το üμοιü του. ΑναρριχÞσου στα τεßχη επÜνω της Ουροýκ!

ΠερπÜτησε κατÜ μÞκος τους. Κοßταξε τα θεμÝλια της ταρÜτσας και εξÝτασε

και το χτßσιμü τους. Δεν εßναι απü ψημÝνα κι ωραßα τοýβλα; Τα θεμελßωσαν

οι εφτÜ σοφοß.

1. Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΝΚΙΝΤΟΥ

Ο ΓκιλγκαμÝς περιηγÞθηκε τον κüσμο, αλλÜ πουθενÜ δεν συνÜντησε

κανÝνα που να μπορεß να αντισταθεß στα μπρÜτσα του, μÝχρι που

ξαναγýρισε στην Ουροýκ. Και οι Üντρες της Ουροýκ μουρμοýριζαν στα

σπßτια τους: «Ο ΓκιλγκαμÝς ηχεß τα σÞμαντρα για το κÝφι του. Η περηφÜνια

του ξεπερνÜει και την ημÝρα και τη νýχτα. ΚανÝνας δεν πρüκειται να μεßνει

με τον πατÝρα του. Ολους θα τους πÜρει ο ΓκιλγκαμÝς. Ο βασιλιÜς πρÝπει

να εßναι ο ποιμÝνας του λαοý του. Ο πüθος του ο σεξουαλικüς, παρθÝνα

δεν αφÞνει στον εραστÞ της, οýτε την κüρη του πολεμιστÞ, οýτε και τη

γυναßκα του αριστοκρÜτη. Κι ακüμα ο ΓκιλγκαμÝς εßναι ο σοφüς, ο

λεβεντüκορμος κι αποφασιστικüς της πüλης μας ποιμÝνας».

Οι Θεοι ακοýσανε τους θρÞνους τους. Και οι θεοι των ουρανþν

φωνÜξανε στον κυρßαρχο της Ουροýκ, στον Ανοý, το θεü της Ουροýκ: «Μια

θεÜ τον Ýκανε δυνατü σαν τον Üγριο ταýρο και κανÝνας δεν μπορεß να

αντισταθεß στα μπρÜτσα του. Αρσενικü παιδß δεν Ýμεινε με τον πατÝρα του.

Τα πÞρε üλα ο ΓκιλγκαμÝς. Εßναι αυτüς ο βασιλιÜς και ο ποιμÝνας του λαοý

του; Ο πüθος του ο σεξουαλικüς παρθÝνα δεν αφÞνει στον εραστÞ της,

οýτε την κüρη του πολεμιστÞ, οýτε τη γυναßκα του αριστοκρÜτη». Οταν ο

Ανοý Üκουσε τους θρÞνους των θεþν, φþναξε την Αρουροý, τη θεÜ της

δημιουργßας: «Εσý που τον δημιοýργησες, Αρουροý, βρες τþρα και τον

δεýτερü του, μια θυελλþδικη καρδιÜ για μια Üλλη θυελλþδικη καρδιÜ. Και

βÜλε τους να παλεýουν μεταξý τους για να ησυχÜσει η Ουροýκ».

Και η θεÜ συνÝλαβε μια εικüνα στο μυαλü της. Κι Þταν η εικüνα απü

την ßδια την ουσßα του Ανοý, του θεοý του στερεþματος. Βοýτηξε τα χÝρια

της μÝσα στα νερÜ και ανÝσυρε απü μÝσα λÜσπη. Και Üφησε τη λÜσπη

αυτÞ να πÝσει μες στην ερημιÜ. Και Ýτσι δημιουργÞθηκε ο Ýξοχος ο

Ενκιντοý. Και εßχε μÝσα του τις αρετÝς του θεοý του πολÝμου, του ßδιου του

Νινοýρτα. Το σþμα του Þτανε τραχý κι εßχε μαλλιÜ μακριÜ σαν της

γυναßκας. Και κυμÜτιζαν σαν τα μαλλιÜ της ΝισαμπÜ, της θεÜς του σιταριοý.

Το σþμα του Þταν μαλλιαρü σαν του ΣαμουκÜν, του θεοý των κοπαδιþν. Κι

Þταν αμüλευτος απü την κοινωνßα και τßποτα δεν γνþριζε απü τις περιοχÝς

που τις καλλιεργοýν.

Ο Ενκιντοý Ýτρωγε χλüη στους λüφους, συντροφιÜ με τη γαζÝλα. Και

στις νεροσυρμÝς συναγωνιζüταν αντÜμα με τα Üγρια θηρßα. Χαιρüταν το

νερü με τα κοπÜδια των Üγριων ζþων. Μα φÜνηκε Ýνας κυνηγüς που

Ýστηνε παγßδες. Και κÜποια μÝρα βρÝθηκε μπροστÜ του, στο πηγÜδι που

Ýπινε νερü, γιατß τα Üγρια ζþα εßχαν μπει στη χþρα του. Τρεις Þμερες

ανταμþνανε πρüσωπο με πρüσωπο και ο κυνηγüς επÜγωνε απü το φüβο

του. Γýρισε στο σπßτι του με το κυνÞγι που εßχε πιÜσει, βουβüς και

μουδιασμÝνος απü το φüβο. Το πρüσωπü του Þταν αλλοιωμÝνο και Ýμοιαζε

με κεßνον που τσακßστηκε Üπο μακρινü ταξßδι. Και με το φüβο στην καρδιÜ,

μßλησε στον πατÝρα του: «ΥπÜρχει Ýνας Üνθρωπος που δεν μοιÜζει με τους

Üλλους. Τον εßδα που κατÝβαινε απü τα βουνÜ.

Εßναι ο πιο δυνατüς στον κüσμο φαßνεται νÜναι αθÜνατος απü τους

ουρανοýς. Ζει πÜνω στα βουνÜ, αντÜμα με τα Üγρια ζþα και βüσκει χλüη.

Μπαßνει στη χþρα σου και φτÜνει μÝχρι τα πηγÜδια. Τρüμαξα και δεν

τολμþ να τον πλησιÜσω. Γεμßζει τις τρýπες που κÜνω και χαλÜει τις

παγßδες που στÞνω για κυνÞγι. ΒοηθÜει και τα ζþα για να αποφεýγουν τις

παγßδες και Ýτσι μου ξεφεýγουν».

Κι ο πατÝρας του Üνοιξε το στüμα του και εßπε στον κυνηγü: «Παιδß

μου, στην Ουροýκ ζει ο ΓκιλγκαμÝς. ΚανÝνας μÝχρι τþρα δεν μπüρεσε να

τον νικÞσει. Εßναι δυνατüς σαν Üστρο του ουρανοý. ΠÞγαινε στην Ουροýκ,

βρες τον ΓκιλγκαμÝς και παßνεψε τη δýναμη αυτοý του αγριανθρþπου.

ΖÞτησε του να σου δþσει μια πüρνη απü το ναü του Ερωτα, μια κüρη της

απüλαυσης. Γýρνα μαζß της κι Üφησε την με τη γυναικεßα δýναμη να

αποδυναμþσει αυτüν τον Üνθρωπο. Κι üταν την επομÝνη θα ξανÜρθει στο

πηγÜδι για να πιει νερü, θα την αγκαλιÜσει και τüτε τ' Üγρια ζþα θα τον

αποβÜλουν απü τη συντροφιÜ τους».Κι Ýτσι ο κυνηγüς ταξßδεψε στην

Ουροýκ και παρουσιÜστηκε στον ΓκιλγκαμÝς, λÝγοντÜς του: «Ενας

Üνθρωπος, που δεν μοιÜζει με τους Üλλους, περιφÝρεται στα λιβÜδια. Και

εßναι δυνατüς σαν Üστρο τ' ουρανοý και φοβÜμαι να τον πλησιÜσω.

ΒοηθÜει τ' αγρßμια να ξεφεýγουν απü τις παγßδες μου. Τρýπωνα στις

λακκοýβες που κÜνω και μου χαλÜει τις παγßδες». Κι ο ΓκιλγκαμÝς, του

εßπε: «ΚυνηγÝ, πÞγαινε πßσω, πÜρε μαζß σου μια πüρνη, μια κüρη της

απüλαυσης. Στην πηγÞ θα την αγκαλιÜσει και τα Üγρια ζþα θα τον

αποβÜλουν».

Κι ο κυνηγüς ξαναγýρισε, σÝρνοντας μαζß του μια πüρνη. Υστερα απü

ταξßδι εφτÜ Þμερων Ýφτασε στην πηγÞ και κÜθισαν. Η πüρνη κι ο κυνηγüς

κοιτÜχτηκαν και περßμεναν να φτÜσει το θÞραμα. Την πρþτη και τη δεýτερη

μÝρα οι δυο τους περßμεναν, Üλλα την τρßτη Þμερα Ýφτασε η αγÝλη. Ηρθε

για να πιει νερü. Και μαζß της Þταν και ο Ενκιντοý. Τα μικρÜ Üγρια

πλÜσματα του κÜμπου χÜρηκαν για το νερü που Þπιαν και μαζß τους

χÜρηκε και ο Ενκιντοý, που Ýβοσκε στη χλüη μαζß με τη γαζÝλα που εßχε

γεννηθεß στα βουνÜ. Ο κυνηγüς εßπε στην πüρνη: «ΝÜτος! Τþρα, γυναßκα,

γýμνωσε τα στÞθια σου χωρßς ντροπÞ και χωρßς καθυστÝρηση προκÜλεσÝ

του τον Ýρωτα. ΑφησÝ τον να δει το γυμνü σου σþμα, ÜφησÝ τον να

κατακτÞσει το κορμß σου. Οταν σε πλησιÜσει γυμνþσου και ξÜπλωσε μαζß

του. Δßδαξε στον Üγριο Üνθρωπο την τÝχνη της γυναßκας, γιατß üταν θα του

ανÜψεις τον Ýρωτα και θα τον σýρεις πλÜι σου, τα Üγρια ζþα που ζοýνε

μαζß του στα βουνÜ θα τον αποβÜλουν απü τη συντροφιÜ τους».

Και η πüρνη δεν ντρÜπηκε να τον πλησιÜσει. Γυμνþθηκε και του

ερÝθισε τον πüθο, του υποκßνησε τον Üγριο του Ýρωτα και του δßδαξε την

τÝχνη της γυναßκας. ¸ξι Þμερες κι εφτÜ νýχτες Þσαν αγκαλιÜ. Και ο

Ενκιντοý ξÝχασε την κατοικßα του στο βουνü. ΑλλÜ üταν χüρτασε τον

Ýρωτα, ξαναγýρισε στα Üγρια θηρßα. Και τüτε, μüλις τον εßδε η γαζÝλα,

Ýφυγε τρÝχοντας μακριÜ του. Οταν τον εßδαν τα Üγρια ζþα, Ýφυγαν κι αυτÜ.

Ο Ενκιντοý δεν μποροýσε να τα ακολουθÞσει, αλλÜ το σþμα του Ýμοιαζε

νÜναι δεμÝνο με σκοινß, τα γüνατÜ του λýγισαν üταν Ýκανε να τρÝξει και η

γρηγορÜδα του εßχε εξαφανιστεß. Τþρα, τα Üγρια πλÜσματα Þταν Þδη

μακριÜ. Ο Ενκιντοý Üρχισε να αδυνατßζει γιατß μÝσα του εßχε σοφßα και οι

σκÝψεις του ανθρþπου βρßσκονταν στην καρδιÜ του. Και Ýτσι ξαναγýρισε

και κÜθισε στα πüδια της γυναßκας και Üκουγε υπÜκουα üτι του Ýλεγε:

«Εßσαι σοφüς, Ενκιντοý, και τþρα Ýγινες σχεδüν Θεüς. Γιατß θÝλεις να

τρÝχεις στα βουνÜ με τα αγρßμια; Ελα μαζß μου. Θα σε πÜω στην Ουροýκ με

τα ισχυρÜ τεßχη, στον ευλογημÝνο ναü της ΙστÜρ και του Ανοý, του Ýρωτα

και των ουρανþν. Εκεß ζει ο ΓκιλγκαμÝς που εßναι δυνατüς σαν Üγριος

ταýρος και κυριαρχεß πÜνω στους ανθρþπους».

Οταν του εßπε üλα αυτÜ, ο Ενκιντοý ευχαριστÞθηκε. Ποθοýσε να βρει

Ýνα σýντροφο, Ýνα σýντροφο που θα μποροýσε να καταλÜβει την καρδιÜ

του: «Ελα γυναßκα, πÞγαινε με σ' αυτüν τον ιερü ναü, στον οßκο του Ανοý

και της ΟστÜρ, στον τüπο που κυριαρχεß πÜνω στο λαü ο ΓκιλγκαμÝς. θα

τον προκαλÝσω σε πÜλη και θα φωνÜξω δυνατÜ σ' üλη την Ουροýκ: Εßμαι

ο πιο δυνατüς εδþ και Þρθα για να αλλÜξω την παλιÜ την τÜξη. Εßμαι αυτüς

που γεννÞθηκε στα βουνÜ, εßμαι ο πιο δυνατüς απ' üλους».

Και κεßνη του εßπε: «Ας πÜμε λοιπüν και κεßνος ας δει το πρüσωπο

σου. ΞÝρω πολý καλÜ που βρßσκεται ο ΓκιλγκαμÝς μÝσα στη μεγÜλη πüλη

της Ουροýκ.  Ενκιντοý, εκεß οι Üνθρωποι φορÜνε τα πολυτελÞ τους ροýχα

τις γιορτινÝς ημÝρες. Οι νÝοι Üντρες και τα κορßτσια Ýχουν θαυμÜσιο

παρουσιαστικü. Και τι ωραßο που εßναι το Üρωμα τους! Ολοι οι μεγÜλοι

Üνθρωποι βÜφουνε τα χεßλη τους απü τα κρεβÜτια τους.  Ενκιντοý, εσÝνα

που αγαπÜς τη ζωÞ, πρÝπει να σου δεßξω το ΓκιλγκαμÝς. Εßναι Üνθρωπος

ευτυχισμÝνος, θα δεις πÜνω του να ακτινοβολεß ο ανδρισμüς του. Το σþμα

του εßναι τÝλειο σε δýναμη και ωριμüτητα. ΠοτÝ δεν αναπαýεται, οýτε την

ημÝρα οýτε τη νýχτα. Εßναι πιο δυνατüς και απü σÝνα και γι' αυτü μην

καυχιÝσαι. Ο ΣαμÜς, ο Ýνδοξος Þλιος, Ýδωσε χÜρες στο ΓκιλγκαμÝς και ο

Ανοý, ο θεüς των ουρανþν και ο Ενλßλ και ο ΕÜ, ο σοφüς, του Ýδωσαν

βαθειÜ γνþση. Και σου λÝω απü τþρα πως πριν αφÞσεις τον Üγριο τüπο ο

ΓκιλγκαμÝς θα γνωρßζει απü το üνειρο του τον ερχομü σου».

Κι ο ΓκιλγκαμÝς σηκþθηκε και πÞγε να διηγηθÞ το üνειρο του στη

μÜνα του τη Νινσοýν, που Þταν κι αυτÞ απü τους σοφοýς θεοýς. «ΜÜνα,

την περασμÝνη νýχτα εßδα Ýνα üνειρο. Ημουνα πλημμυρισμÝνος χαρÜ.

Γýρω μου εßχαν συγκεντρωθεß οι νÝοι Þρωες και περπατοýσα μÝσα στη

νýχτα κÜτω απü τα Üστρα του στερεþματος. Και τüτε κÜποιος, Ýνα μετÝωρο

απü την ουσßα του Ανοý, Ýπεσε απü τον ουρανü. ΠροσπÜθησα να το

σηκþσω αλλÜ Þταν πολý βαρý. Ολοι οι Üνθρωποι της Ουροýκ μαζεýτηκαν

γýρω για να το δουν οι απλοß Üνθρωποι χοροπηδοýσαν και οι

αριστοκρÜτες σπρþχνονταν ποιος να του πρωτοφιλÞσει τα πüδια. Κι εγþ

Ýνιωσα γι' αυτü το πρÜγμα Ýρωτα σαν αυτüν που νιþθει κανÝνας για

γυναßκα. Με βοÞθησαν, δυνÜμωσα το μÝτωπü μου, τον σÞκωσα με τα

λουριÜ και τον Ýφερα σε σÝνα. Και συ τον αποκÜλεσες αδερφü μου».

Και τüτε η Νινσοýν, που εßναι προικισμÝνη με μεγÜλη σοφßα, εßπε στο

ΓκιλγκαμÝς: «Αυτü που εßδες, αυτü το αστÝρι του ουρανοý πÜνω στο üποιο

Ýσκυψες σαν πÜνω σε γυναßκα, αυτüς Þταν ο δυνατüς σýντροφος, εκεßνος

που δßνει βοÞθεια στους φßλους του που Ýχουν ανÜγκη. Εßναι το πιο δυνατü

απü τα Üγρια πλÜσματα. ΓεννÞθηκε στα πρÜσινα λιβÜδια και τον

ανÜθρεψαν τα Üγρια βουνÜ. Οταν θα τον δεις θα ευχαριστηθεßς. Η δýναμη

του μοιÜζει με τη δýναμη εκεßνων που κατοικοýν στον ουρανü. Αυτü εßναι

το νüημα του ονεßρου σου».

Ο ΓκιλγκαμÝς εßπε: «ΜÜνα, ονειρεýτηκα και Ýνα Üλλο üνειρο. Στους

δρüμους της Ουροýκ με τα ισχυρÜ τεßχη βρÝθηκε Ýνα τσεκοýρι. Το σχÞμα

του Þταν παρÜξενο και γýρω του συνωθοýνταν ο λαüς. Το εßδα και

ευχαριστÞθηκα. Εσκυψα κι Ýνιωσα βαθιÜ Ýλξη γι' αυτü. Το αγÜπησα üπως

αγαπÜνε μια γυναßκα και το Ýσυρα προς το μÝρος μου». Και η Νινσοýν του

αποκρßθηκε: «Το τσεκοýρι που εßδες και που σε τρÜβηξε τüσο δυνατÜ üσο

κι ο Ýρωτας της γυναßκας, εßναι ο σýντροφος που σου δßνω. Και θα Ýρθει

μια δýναμη παρüμοια με κεßνη που Ýχουν üσοι κατοικοýν στον ουρανü.

Εßναι ο γενναßος σýντροφος που σþζει το φßλο του αν παραστεß ανÜγκη».

Κι ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στη μÜνα του: «Τον κλÞρο μου τον Ýριξες θα γßνει

δικüς μου σýντροφος».

Και τþρα η πüρνη εßπε στον Ενκιντοý: «Οταν σε κοιτÜζω μου

φαßνεται πþς Ýγινες θεüς. Γιατß πια δεν ποθεßς να ξαναγυρßσεις Üγριος με τα

Üγρια ζþα στο βουνü. ΣÞκω, λοιπüν, απü τη γη που εßναι κρεβÜτι του

τσοπÜνη».

Κι εκεßνος Üκουσε προσεκτικÜ τα λüγια της. Η συμβουλÞ που

τοýδωσε Þταν καλÞ. Μοßρασε τα ροýχα της στα δυο. Με τα μισÜ Ýντυσε τον

Ενκιντοý και με τα αλλÜ μισÜ ντýθηκε η ßδια. Και κρατþντας τον απü το χÝρι

τον οδÞγησε σαν μητÝρα στο μαντρß και στα λιβÜδια üπου βüσκουν

κοπÜδια. Και κει μαζεýτηκαν γýρω του üλοι οι τσοπÜνηδες για να τον δουν,

απλþνοντας του μπροστÜ του ψωμß. ΑλλÜ ο Ενκιντοý μονÜχα γÜλα απü τα

Üγρια ζþα μποροýσε να πιει. ΠασπÜτεψε το ψωμß, χασμουρÞθηκε και

στÜθηκε αβÝβαιος για το τι Ýπρεπε να κÜνει Þ για το πως Ýπρεπε να φÜει το

ψωμß και να πιει το δυνατü κρασß. Και τüτε η γυναßκα εßπε: «Ενκιντοý, φÜγε

ψωμß. Εßναι η ουσßα της ζωÞς και πιες και κρασß, γιατß αυτÞ εßναι η συνÞθεια

του τüπου». Και τüτε Ýφαγε μÝχρι που χüρτασε και Þπιε δυνατü κρασß, εφτÜ

γεμÜτα κýπελλα. Εγινε εýθυμος η καρδιÜ του πλημμýρισε απü χαρÜ και

Ýλαμψε το πρüσωπο του. Εκοψε τις τρßχες απü το σþμα του και το Üλειψε

με λÜδι. Ο Ενκιντοý Ýγινε Üνθρωπος. Και μüλις τον ντýσανε με αντρßκεια

ροýχα παρουσιÜστηκε σαν γαμπρüς. ΠÞρε και üπλα για να κυνηγÜει το

λιοντÜρι, Ýτσι που οι τσοπÜνηδες μποροýσαν να κοιμοýνται τη νýχτα.

Επιασε λýκους και λιοντÜρια και οι τσοπÜνηδες βρÞκαν την ησυχßα τους.

Γιατß ο Ενκιντοý, ο δυνατüς Üνθρωπος, που αντßπαλος του δεν υπÜρχει

επαγρυπνοýσε.

Ζοýσε ευχαριστημÝνος με τους τσοπÜνηδες μÝχρι την ημÝρα που

καθþς σÞκωσε τα μÜτια του εßδε να πλησιÜζει κÜποιος Üνθρωπος. Και εßπε

στην πüρνη: «Γυναßκα, φþναξε αυτüν τον Üνθρωπο να Ýρθει εδþ. Τß θÝλει

 

εδþ; ΘÝλω να μÜθω το üνομÜ του». Και κεßνη πÞγε και προσφþνησε τον

Üνθρωπο με τοýτα τα λüγια: «'Αρχοντα για που πηγαßνετε και κÜνετε τüσο

κουραστικü ταξßδι;» Κι ο Üνθρωπος απÜντησε στον Ενκιντοý: «Ο

ΓκιλγκαμÝς μπÞκε στον οßκο της ΣυνÝλευσης που δικαιωματικÜ ανÞκει στο

λαü. Ολοι μαζεýτηκαν εκεß προειδοποιημÝνοι απü τους Þχους των

τυμπÜνων για να εκλÝξουν τη νýφη, αλλÜ ο ΓκιλγκαμÝς τους χλευÜζει.

ΠαρÜξενα πρÜγματα κÜνει στην Ουροýκ. Γυρεýει αυτüς να πÜει πρþτος με

τη νýφη, ο βασιλιÜς να πηγαßνει πρþτος κι ýστερα να ακολουθεß ο σýζυγος,

γιατß αυτü τον διÝταξαν οι θεοß στη γÝννησÞ του απü τüτε που κüπηκε ο

ομφÜλιος λþρος του. ΑλλÜ τþρα Üκουσε, τα τýμπανα ηχοýν, για την

εκλογÞ της νýφης και η πüλη στενÜζει βαθειÜ». Στα λüγια αυτÜ ο Ενκιντοý

γýρισε με κÜτασπρο το πρüσωπο: «Θα πÜω στο μÝρος απ' üπου ο

ΓκιλγκαμÝς κυριαρχεß πÜνω στο λαü, θα τον προσκαλÝσω σε πÜλη και θα

βροντοφωνÞσω σ' üλη την Ουροýκ: Ηρθα ν' αλλÜξω την παλιÜ τÜξη γιατ'

εßμαι ο πιο δυνατüς εδþ».

Και τþρα ο Ενκιντοý προχþρησε μπροστÜ και η γυναßκα

ακολουθοýσε απü πßσω. Και μπÞκε στην Ουροýκ, σε κεßνη τη μεγÜλη

αγορÜ. Και üλο το πλÞθος συγκεντρþθηκε γýρω απü το σημεßο που

στÜθηκε μÝσα στο δρüμο της Ουροýκ, με τα ισχυρÜ τεßχη. Οι Üνθρωποι

σπρþχνονταν μÝσα στο δρüμο. Κι üπως μιλοýσαν γι' αυτüν, Ýλεγαν: «Εßναι

φτυστüς ο ΓκιλγκαμÝς». «Εßναι κοντüτερος». «Εßναι αυτüς που μεγÜλωσε

πßνοντας γÜλα απü Üγρια θηρßα. Εßναι η πιο μεγÜλη δýναμη». Οι Üνθρωποι

χÜρηκαν: «Τþρα ο ΓκιλγκαμÝς θα βρει τον δÜσκαλü του». «Τοýτος ο

μεγÜλος, τοýτος ο Þρωας, που η ομορφιÜ του εßναι σαν των θεþν, θα γßνει

δÜσκαλος ακüμα και στο ΓκιλγκαμÝς».

Στην Ουροýκ το νυφικü κρεβÜτι Þταν Ýτοιμο Ýτσι που ταßριαζε στη θεÜ

του Ýρωτα. Η νýφη περßμενε το γαμπρü, αλλÜ τη νýχτα ο ΓκιλγκαμÝς την

Üρπαξε και την πÞγε στο σπßτι. Και τüτε ο Εντκιντοý προχþρησε μπροστÜ

και ανταμþθηκαν με τον ΓκιλγκαμÝς, Ýξω απü την εξþπορτα. Ο Εντκιντοý

Üπλωσε τα πüδια του κι εμπüδισε το ΓκιλγκαμÝς να περÜσει στο σπßτι. Κι

Ýτσι αρπÜχτηκαν στα χÝρια και πÜλευαν σαν ταýροι. Εσπασαν τους

παραστÜτες της πüρτας κι ο τοßχος σεßστηκε. Ρουθοýνιζαν και κοιτÜζονταν

σαν ταýροι. ΚομμÜτιασαν τα πορτüξυλα κι ο τοßχος ξανασεßστηκε. Ο

ΓκιλγκαμÝς λýγισε το γüνατο, στηρßχτηκε καλÜ στη γη και με μια στροφÞ

Ýριξε κÜτω τον Ενκιντοý. Και τüτε η μανßα του κüπασε ξαφνικÜ. Κι üταν ο

Ενκιντοý Ýπεσε εßπε στον ΓκιλγκαμÝς .«Αλλος üμοιος στον κüσμο δεν

υπÜρχει. Η Νινσοýν που εßναι δυνατÞ σαν Üγριο βüδι στο βουστÜσι, εßναι Þ

μÜνα που σε γÝννησε και υψþθηκες Ýτσι πÜνω απü τους ανθρþπους και ο

Ενλßλ σου Ýδωσε τη βασιλεßα, γιατß η δýναμη σου ξεπερνÜει τη δýναμη των

ανθρþπων». Και τüτε ο Ενκιντοý και ο ΓκιλγκαμÝς αγκαλιÜστηκαν. Ετσι

σφραγßστηκε η φιλßα τους.

2. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

 

Ο Ενλßλ των βουνþν, ο πατÝρας των θεþν, καθüρισε την τýχη του

ΓκιλγκαμÝς. Κι ο ΓκιλγκαμÝς ονειρεýτηκε και ο Ενκιντοý εßπε: "Το νüημα του

ονεßρου εßναι αυτü. Ο πατÝρας των θεþν σου Ýδωσε τη βασιλεßα, αυτÞ εßναι

η μοßρα σου, αλλÜ η μοßρα σου δεν θα σου δþσει και την αιþνια ζωÞ. Mα

μη λυπÜσαι γι' αυτü, μαρÜζι να μην βÜλεις στην καρδιÜ, οýτε και να

υποφÝρεις. Σου Ýδωσε δýναμη να δÝνεις και να λýνεις, να γßνεις το σκοτÜδι

και το φþς της ανθρωπüτητας. Σου Ýχει δþσει υπεροχÞ πÜνω στο λαü,

που üμοια δεν υπÞρξε ποτÝ, νßκες στις μÜχες τÝτοιες που κανÝνας δεν

γλυτþνει και νßκες στις επιδρομÝς και στις Ýφοδες, απ´ üπου κανÝνας δεν

ελπßζει να γυρßσει. Μα μην κÜνεις κατÜχρηση αυτÞς της δýναμης, να εßσαι

δßκαιος με τους υπηρÝτες σου στο παλÜτι και δßκαιος να σταθÞς μπροστÜ

στο ΣαμÜς".

Κι ο Üρχοντας ΓκιλγκαμÝς Ýστρεψε τη σκÝψη του προς τη χþρα της

ΖωÞς. Και σκÝφτηκε τη χþρα των ΚÝδρων ο Üρχοντας ο ΓκιλγκαμÝς. Και

εßπε στον υπηρÝτη του τον Ενκιντοý. /εν Ýχω αποτυπþσει το üνομÜ μου σε

κεραμßδι, Ýτσι üπως το üρισε η τýχη μου. Γι´ αυτü και θα πÜω στη χþρα

που κüβονται τα κÝδρα. Θα γρÜψω το üνομÜ μου στο μÝρος üπου γρÜφουν

τα ονüματÜ τους οι δοξασμÝνοι Üνθρωποι κι üπου δεν γρÜφτηκε ακüμα

ανθρþπινο üνομα, μνημεßο θα υψþσω στους θεοýς". Του Ενκιντοý τα

μÜτια πλημμýρισαν δÜκρυα και Ýνοιωσε πüνο στην καρδιÜ. Η ματιÜ του

Ýγινε θολÞ. Κι ο ΓκιλγκαμÝς που συνÝλαβε τη ματιÜ του, του εßπε: "Φßλε μου,

γιατß το βλÝμμα σου εßναι τüσο θολü;". Κι ο Ενκιντοý Üνοιξε το στüμα του

και εßπε: "Εßμαι αδýνατος, τα χÝρια μου χÜσανε τη δýναμÞ τους και η

κραυγÞ της λýπης με πνßγει στο λαιμü. Γιατß να δþσεις την καρδιÜ σου σ´

Ýνα τÝτοιο εγχεßρημα;". Κι ο ΓκιλγκαμÝς απÜντησε στον Ενκιντοý: "Εξ αιτßας

του κακοý δαßμονα, που εßναι σ´ αυτÞ τη χþρα, θα πÜμε στο δÜσος για να

καταστρÝψουμε το κακü. ΜÝσα στο δÜσος ζεß ο ΧουμπαμπÜ, που το üνομÜ

του σημαßνει "ΠαμÝγιστος", γßγαντας τρομερüς". Κι ο Ενκιντοý βαθειÜ

στÝναξε και εßπε: "Tüτε που ζοýσα ακüμα με τα Üγρια ζþα και τριγυρνοýσα

στην ερημιÜ, εßχα ανακαλýψει το δÜσος. Το μÞκος του εßναι δÝκα χιλιÜδες

λεýγες προς κÜθε κατεýθυνση. Ο Ενλßλ Ýχει ορßσει φýλακα του δÜσους το

ΧουμπαμπÜ και τον οποßο üπλισε με τους εφτÜ τρüμους, κι Ýγινε ο

ΧουμπαμπÜ ο τρüμος κÜθε σÜρκας. Οταν βρυχιÝται μοιÜζει με χεßμαρρο

κατεβασμÝνο, το χνþτο εßναι σαν τη φωτιÜ και οι μασÝλες του εßναι ο ßδιος ο

θÜνατος. Και φυλÜει τüσο καλÜ τα κÝδρα που και δαμÜλα αν ταραχθεß μÝσα

στο δÜσος κι εξÞντα λεýγες μακρυÜ, θα το ακοýσει. Ποιüς Üνθρωπος εßναι

δυνατü να πÜει απü μüνος του στη χþρα αυτÞ να περπατÞσει και να την

εξερευνÞσει σε βÜθος; Σου λÝω πþς üποιος πλησιÜσει προς τα κεß

παραλýουν οι δυνÜμεις του. Η πÜλη με το ΧουμπαμπÜ με καμμιÜ Üλλη δεν

μπορεß να παραβληθεß. Εßναι πολý δυνατüς πολεμιστÞς, ΓκιλγκαμÝς. Κι ο

ýπνος ποτÝ δεν πιÜνει το παρατÞριü του".

Κι ο ΓκιλγκαμÝς αποκρßθηκε: "Που βρßσκεται ο Üνθρωπος που θα

μπορÝσει να αναρριχηθεß στους ουρανοýς; Μüνο οι θεοß ζοýνε για πÜντα με

τον Ýνδοξο ΣαμÜς. Και üσο για μας, τους ανθρþπους, οι μÝρες μας εßναι

μετρημÝνες και μια πνοÞ ανÝμου εßναι οι απασχολÞσεις μας. Οπως κι αν

εßναι, τρüμαξες κιüλας! Εγþ θα πÜω πρþτος, παρüλο που εßμαι ÜρχοντÜς

σου και θα Ýπρεπε να προχωρÜς εσý και να μου λÝς: Προχþρησε, τßποτα

για να φοβηθεßς δεν υπÜρχει! Κι αν πÝσω θ´ αφÞσω πßσω μου αθÜνατο το

üνομÜ μου. Οι Üνθρωποι θα λÝνε: Ο ΓκιλγκαμÝς Ýπεσε σε σýγκρουση με

τον Üγριο ΧουμπαμπÜ. Πολý μετÜ, üταν στο σπßτι μου θα γεννιÝται παιδß,

θα του διηγοýνται και θα με θυμοýνται". Κι ο Ενκιντοý ξαναμßλησε στο

ΓκιλγκαμÝς: ", ÜρχοντÜ μου, αν θες να μπεßς στη χþρα αυτÞ, πÞγαινε

πρþτα στον Þρωα ΣαμÜς και πÝστο στο θεü Ηλιο, γιατß δικÞ του εßναι η

χþρα αυτÞ. Η χþρα üπου κüβονται τα κÝδρα ανÞκει στο ΣαμÜς".

Κι ο ΓκιλγκαμÝς πÞρε Ýνα κÜτασπρο, χωρßς Üλλο σημÜδι κατσικÜκι, κι

Ýνα μαýρο. Τα πÞρε στην αγκαλιÜ του και τα Ýφερε μπροστÜ στον Ηλιο.

ΠÞρε στο χÝρι του το ασημÝνιο σκÞπτρο του και εßπε στον Ýνδοξο ΣαμÜς:

"Θα πÜω, þ ΣαμÜς, στη χþρα αυτÞ, θα πÜω. Σε ικετεýω βοÞθησÝ με να

πÜνε üλα καλÜ και να γυρßσω πÜλι στις αποβÜθρες της Ουροýκ. ΜεγÜλε

θεÝ, την προστασßα σου γυρεýω και κÜνε να βγοýνε σε καλü οι οιωνοß!". Κι

ο Ýνδοξος ΣαμÜς αποκρßθηκε: "ΓκιλγκαμÝς, εßσαι δυνατüς, αλλÜ τι σημαßνει

για σÝνα η χþρα της ΖωÞς;" " ΣαμÜς, ÜκουσÝ με, ÜκουσÝ με ΣαμÜς,

Üφησε τη φωνÞ μου ν´ ακουστεß. Εδþ στην πüλη ο Üνθρωπος πεθαßνει απü

βαρειÜ κατÜθλιψη, ο Üνθρωπος χÜνεται με την απελπισßα στην καρδιÜ.

Κοßταξα πÜνω απü τα τεßχη και εßδα σþματα να πλÝουν στο ποτÜμι. Κι αυτÞ

θα εßναι και η δικÞ μου τýχη. Στ´ αληθινÜ και τοýτο το γνωρßζω καλÜ, αφοý

κι ο πιü ψηλüς απ´ τους ανθρþπους δεν θα μπορÝσει για να φτÜσει στον

ουρανü κι ο πιü τρανüς δεν θα μπορÝσει με τη γÞ να αντιπαραβληθεß.

Λοιπüν θα μπþ σ´ αυτÞ τη χþρα, γιατß ακüμα δεν αποκατÜστησα το üνομÜ

μου σε κεραμßδι ψημÝνο, üπως ορßζει η μοßρα μου. Θα πÜω λοιπüν στη

χþρα üπου κüβουν τα κÝδρα. Θα βÜλω το üνομÜ μου εκεß που Ýγραψαν τα

ονüματα των ενδüξων ανθρþπων. Κι üπου δεν γρÜφτηκε ανθρþπου

üνομα, μνημεßο θα υψþσω στους Θεοýς". Τα μÜτια του πλημμýρισαν με

δÜκρυα και συνÝχισε: "/υστυχþς εßναι μεγÜλο το ταξßδι που πρÝπει για να

κÜνω προκειμÝνου να φτÜσω στη χþρα του ΧουμπαμπÜ. Αν δεν πρüκειται

να πετýχω σ´ αυτÞν την επιχεßρηση, τüτε, γιατß ΣαμÜς, μου Ýδωσες αυτÞ

την ακüρεστη επιθυμßα να θÝλω να το επιχειρÞσω; Και πþς εßναι δυνατü να

πετýχω αν δεν με βοηθÞσεις; Αν πεθÜνω σ´ αυτÞ τη χþρα, θα πεθÜνω

χωρßς μνησικακßα. Μα αν θα επιστρÝψω θα κÜνω μια Ýνδοξη προσφορÜ και

Ýναν ýμνο στο ΣαμÜς".

Κι Ýτσι ο ΣαμÜς δÝχτηκε την προσφορÜ των δακρýων του. Και σαν

τον συμπονετικü Üνθρωπο του Ýδειξε συγνþμη. Και υπÝδειξε στο

ΓκιλγκαμÝς ισχυροýς συμμÜχους παιδιÜ μιας μÜνας και τα τοποθÝτησε σε

σπηλιÝς του βουνοý. Ο μεγÜλος Üνεμος υπÝδειξε: το βοριÜ, τον

ανεμοστρüβιλο, τη θýελλα και την παγωνιÜ, τη θýελλα και το λßβα. Σαν την

οχιÜ, σαν τους δρÜκοντες, σαν την πυρκαγιÜ, σαν το φßδι που παγþνει την

καρδιÜ, σαν τον καταστροφικü κατακλυσμü και σαν τα φλεγüμενα δßκρανα,

Ýτσι Ýμοιαζαν οι σýμμαχοß του, και χÜρηκε ο ΓκιλγκαμÝς. ΠÞγε στο χαλκιÜ

και του εßπε: "Θα δþσω εντολÝς στους οπλοποιοýς. Θα τους βÜλουμε να

χýσουν τα üπλα μας κι εμεßς θα τους επιτηροýμε". Και Ýδωσαν εντολÞ

στους οπλοποιοýς. Και οι μαστüροι κÜθισαν κÜτω και συζÞτησαν. Και

πÞγαν στο Üλσος του κÜμπου και κüψανε ιτιÝς και σιδερüξυλα. Και χýσανε

γι´ αυτοýς τσεκοýρια, βÜρους εννιÜ λιβρþν. Και ξßφη μεγÜλα Ýχυσαν με

λÜμπες Ýξι λßβρες η κÜθε μιÜ και με λαβÝς και θÞκες απü τριÜντα λßβρες. Και

χýσαν για το ΓκιλγκαμÝς το τσεκοýρι: η "/ýναμη των Ηρþων" και τον

εφοδßασαν με τüξο ΑνσÜμ. Κι οπλßστηκε ο ΓκιλγκαμÝς κι ο Ενκιντοý μαζß.

Και το βÜρος των üπλων που Ýφερναν Þταν τριÜντα λßβρες. Μαζεýτηκε ο

λαüς κι οι συμβουλÜτορες στους δρüμους και στην αγορÜ της Ουροýκ.

Ηρθαν απü την πüλη με τα εφτÜ μÜνταλα. Ο ΓκιλγκαμÝς μßλησε στην

αγορÜ: "Εγþ ο ΓκιλγκαμÝς πÜω να δþ εκεßνο το πλÜσμα, για το οποßο τüσα

και τüσα λÝγονται και που η φÞμη του ονüματüς του γεμßζει üλο τον κüσμο.

Θα τον κατανικÞσω μÝσα στο ßδιο του το δÜσος, στο δÜσος των κÝδρων και

θα του δεßξω τη δýναμη των παιδιþν της Ουροýκ κι üλος ο κüσμος θα το

μÜθει. ΑνÜλαβα αυτÞν την επιχεßρηση: να σκαρφαλþσω στο βουνü, κÝδρα

να κüψω και πßσω μου ν´ αφÞσω αθÜνατο üνομα". Οι συμβουλÜτορες της

Ουροýκ, της μεγÜλης αγορÜς του αποκρßθηκαν: "ΓκιλγκαμÝς, εßσαι νÝος, το

θÜρρος σου σε πÜει πολý μακρυÜ, και δεν μπορεß να λογαριÜσεις τι

σημαßνει αυτÞ η επιχεßρηση. Εχουμε ακοýσει üτι ο ΧουμπαμπÜ δεν εßναι

απü τους θνητοýς ανθρþπους. Τα üπλα του εßναι τÝτοια που δεν μπορεß να

τους αντισταθεß κανÝνας. Το δÜσος απλþνεται σε Ýκταση δÝκα χιλιÜδες

λεýγες γýρω - γýρω πρüς κÜθε κατεýθυνση. Ποιüς τολμÜει να πÜει να

ερευνÞσει τÝτοιο βÜθος; Οσο για το ΧουμπαμπÜ üταν βρουχιÝται μοιÜζει με

χεßμαρρο κατεβασμÝνο, το χνþτο του εßναι φωτιÜ και οι μασÝλες του εßναι

ßδιες ο θÜνατος. Γιατß σε Ýπιασε μεγÜλη επιθυμßα να κÜνεις τÝτοιο πρÜγμα

ΓκιλγκαμÝς; Οταν κανεßς παλεýει με το ΧουμπαμπÜ, πÜλη που να της

μοιÜζει δεν υπÜρχει".

Και ο ΓκιλγκαμÝς σαν Üκουσε τοýτα τα λüγια των συμβουλατüρων

του, κοßταξε το φßλο του και γÝλασε: "Τι πρÝπει να τους απαντÞσω; ΠρÝπει

να πþ üτι φοβÞθηκα το ΧουμπαμπÜ και üτι απü δþ και πÝρα θα κÜτσω στο

σπιτÜκι μου;". Κι ýστερα ο ΓκιλγκαμÝς Üνοιξε ξανÜ το στüμα του και εßπε

στον Ενκιντοý: "Φßλε μου ας πÜμε στο ΜεγÜλο το ΠαλÜτι, στο ΕγκαλμÜχ και

να σταθοýμε μπροστÜ στη βασßλισσα Νινσοýν. Η Νινσοýν εßναι σοφÞ, με

βαθειÜ γνþση και θα μας συμβουλεýσει για το δρüμο που πρÝπει να

κÜνουμε". ΠιÜστηκαν απü το χÝρι και πÞγαν μαζß στο ΕγκαλμÜχ: πÞγαν να

σταθοýν μπροστÜ στη μεγÜλη βασßλισσα την Νινσοýν. Ο ΓκιλγκαμÝς

πλησßασε, μπÞκε στο παλÜτι και μßλησε στη Νινσοýν: "Νινσοýν πρÝπει να

κÜνω Ýνα μακρινü ταξßδι στη χþρα του ΧουμπαμπÜ. ΠρÝπει να περÜσω

απü Üγνωστο δρüμο και να κÜνω μια αλλüκοτη μÜχη. Απü την ημÝρα που

θα αναχωρÞσω, δεν θα επιστρÝψω αν δεν φθÜσω στο δÜσος των ΚÝδρων

και αν δεν καταστρÝψω τον κακü δαßμονα, που τον απεχθÜνεται ο ΣαμÜς.

Γι´ αυτü παρακÜλεσε για μÝνα το ΣαμÜς". Η Νινσοýν μπÞκε στο δωμÜτιü

της, φüρεσε Ýνα ροýχο κομμÝνο στο σþμα της, φüρεσε και τα κοσμÞματÜ

της, για να κÜνει πιü üμορφα τα στÞθη της, Ýβαλε και την τιÜρα στο κεφÜλι,

ενþ τα ροýχα της σÝρνονταν στο δÜπεδο. Και Ýτσι τρÜβηξε για το βωμü του

Þλιου, που Þταν πÜνω στη σκεπÞ του παλατιοý. Εκαψε θυμßαμα και ýψωσε

τα χÝρια της προς το ΣαμÜς καθþς υψωνüταν και ο καπνüς: " ΣαμÜς,

γιατß Ýδωσες αυτÞ την ανÞσυχη καρδιÜ στο ΓκιλγκαμÝς, το γιü μου; Πες μου

γιατß το Ýκανες αυτü: Τον αναστÜτωσες και τþρα εßναι Ýτοιμος για Ýνα

μεγÜλο ταξßδι στη χþρα του ΧουμπαμπÜ, θα περÜσει απü Üγνωστο δρüμο

και θα κÜνει μια αλλüκοτη μÜχη. Γι´ αυτü και απü την ημÝρα που θα

ξεκινÞσει, μÝχρι την ημÝρα που θα επιστρÝψει κι üταν θα φτÜσει στο δÜσος

των ΚÝδρων κι üταν θα σκοτþσει το ΧουμπαμπÜ και θα καταστρÝψει αυτü

το δαιμονικü πρÜγμα, που και συ ΣαμÜς το απεχθÜνεσαι, μην τον

λησμονÞσεις. ΑλλÜ Üφησε την ΑυγÞ, την ΑûÜ την αγαπημÝνη σου νýφη να

σου το θυμßζει πÜντα. Κι üταν η ημÝρα φεýγει, πÝσε στο νυχτοφýλακÜ σου

να τον φυλÜει απ' το κακü". Κι ýστερα η Νινσοýν, η μÜνα του ΓκιλγκαμÝς,

αφοý εξÜντλησε το θυμßαμα, κÜλεσε τον Ενκιντοý που Þξερε τους

εξορκισμοýς: "ΔυνατÝ Ενκιντοý, δεν εßσαι παιδß απü το σþμα μου, αλλÜ σε

δÝχτηκα σαν υιοθετημÝνο μου γιü. Εßσαι το Üλλο μου παιδß, σαν τα

παραπεταμÝνα, που φÝρνουν στο ναü. ΥπηρÝτησε το ΓκιλγκαμÝς, üπως τα

παραπεταμÝνα παιδιÜ υπηρετοýν με πßστη το ναü, και την ιÝρεια που τα

μεγÜλωσε. Και το δηλþνων αυτü μπροστÜ στις γυναßκες μου, στους

αφιερωμÝνους στο ναü και στους ιεροφÜντες". Υστερα σαν επιβεβαßωση,

πÝρασε στο λαιμü του το φυλακτü και του εßπε: "Σου εμπιστεýομαι το γιü

μου. Να μου τον ξαναφÝρεις πßσω ασφαλÞ".

Και ýστερα τους φÝρανε τα üπλα. Τους δþσανε στα χÝρια τα μεγÜλα

ξßφη με τις χρυσÝς τις θÞκες, τα τüξα και τις φαρÝτρες. Ο ΓκιλγκαμÝς πÞρε

το τσεκοýρι, κρÝμασε τη φαρÝτρα του και το τüξο του ΑνσÜν απü τον þμο

και Ýζωσε στη μÝση του το ξßφος. Κι Ýτσι οπλισμÝνοι Þταν Ýτοιμοι για το

ταξßδι. Τþρα γýρω τους στριμþχνονταν ο λαüς και τους εßπε: "Πüτε θα

γυρßσετε στην πüλη;". Οι συμβουλÜτορες ευλογοýσαν τον ΓκιλγκαμÝς και

τον προειδοποιοýσαν: "Να μην Ýχεις τüση εμπιστοσýνη στις δυνÜμεις σου,

να εßσαι προσεκτικüς και συγκρατημÝνος στα πρþτα σου κτυπÞματα.

Εκεßνος που πÜει μπροστÜ προστατεýει το σýντροφü του. Ο καλüς οδηγüς

που γνωρßζει το μÝρος θα προστατεýει το φßλο του. Να αφÞνεις μπροστÜ

τον Ενκιντοý, γιατß αυτüς γνωρßζει το δρüμο προς το δÜσος. Ο Ενκιντοý

Ýχει δεß το ΧουμπαμπÜ και ξÝρει πþς πολεμÜει. Αφησε τον Ενκιντοý

πρþτον να περÜσει στο στενü και βÜλε τον να παρακολουθεß Üγρυπνα και

σý να προσÝχεις τον εαυτü σου. Αφησε τον Ενκιντοý να προφυλÜσσει το

φßλο του και να προσÝχει το σýντροφü του και σßγουρα να τον περÜσει απü

τις παγßδες του δρüμου. Εμεßς οι συμβουλÜτορες της Ουροýκ

εμπιστευüμαστε το βασιλιÜ μας σε σÝνα, þ Ενκιντοý. Να μας τον

ξαναφÝρεις σþον". Κι ýστερα γýρισαν στο ΓκιλγκαμÝς και του ξαναεßπαν:

"ΜακÜρι ο ΣαμÜς τον πüθο της καρδιÜς σου να τον εισακοýσει. Ας κÜνει να

δεßτε με τα μÜτια σας τελειωμÝνο το πρÜγμα που εßπανε τα χεßλη σου. Ας

σας ανοßγει το δρüμο εκεß που θα Ýχετε παγιδευτεß και δρüμο που τα

βÞματÜ σας να σηκþνει. Ας κÜνει να ανοßξουν τα βουνÜ, για να περÜσετε.

Κι η νýχτα τη δικιÜ της ευλογßα να σας φÝρει. Κι ο ΛουγκουλμπÜντα, ο

φýλακας θεüς σας να σας παρασταθεß στη νßκη. Στη μÜχη να κερδßσετε τη

νßκη, σαν με παιδß για να παλεýατε. Πλýνε τα πüδια σου στο ποτÜμι του

ΧουμπαμπÜ που πρÝπει να το περÜσετε. Το βρÜδυ να ανοßγετε πηγÜδι και

καθαρü νερü να κουβαλÜτε στο ασκß. Να προσφÝρεις στο ΣαμÜς κρýο νερü

και ποτÝ να μην ξεχÜσεις το ΛουγκουλμπÜντα".

Κι ο Ενκιντοý, Üνοιξε τüτε το στüμα του και εßπε: "ΜπροστÜ δεν εßναι

τßποτα να φοβηθεßς. ΑκολοýθησÝ με γιατß εγþ γνωρßζω το μÝρος που ζεß ο

ΧουμπαμπÜ, καθþς και τους δρüμους που περπατÜει. Οι συμβουλÜτορες

πßσω να γυρßσουν. /εν υπÜρχει λüγος να φοβοýνται". Οταν οι

συμβουλÜτορες το Üκουσαν, ξεπροβοδßσανε τον Þρωα στο δρüμο του: "Στο

καλü ΓκιλγκαμÝς και ο φýλακας θεüς σου να σε προστατεýει στο δρüμο

σου και γερü να σε ξαναφÝρει στην αποβÜθρα της Ουροýκ".

¾στερα απü εßκοσι λεýγες η ταχýτητα Ýσπασε. Κι ýστερα απü τριÜντα

Üλλες λεýγες σταμÜτησαν να διανυκτερεýουν. ΠενÞντα λεýγες διÝτρεξαν σε

μια μÝρα. Σε τρεις ημÝρες περπÜτησαν δρüμο ενüς μηνüς και δυü

βδομÜδων. ΠÝρασαν εφτÜ βουνÜ πριν να φτÜσουν στην πýλη του δÜσους.

Κι üταν Ýφτασαν Ýμειναν κατÜπληκτοι. Δεν εßχαν ακüμα δεß τον κεδροπýργο,
αλλÜ το ξýλο της πüρτας το θαýμασαν πÜρα πολý. Το ýψος της

Þταν εβδομÞντα δυü κυβικÜ και το φÜρδος της εßκοσι τÝσσερα κυβικÜ. Το

στÞριγμÜ της, ο κρßκος της κι οι παραστÜτες της Þταν τÝλεια. Τα εßχαν

φτιÜξει τεχνßτες της Νιπποýρ, της ιερÞς της πüλης του Ενλßλ. Και τüτε ο

Ενκιντοý φþναξε: "¿ ΓκιλγκαμÝς, θυμÞσου τþρα τις καυχησιÝς σου στην

Ουροýκ. Εμπρüς λοιπüν, χτýπησε παιδß της Ουροýκ, δεν πρÝπει να

φοβÜσαι". Οταν Üκουσε τοýτα τα λüγια ξαναβρÞκε το θÜρρος του και εßπε:

"Μην χÜνεις καιρü. ΓρÞγορα. Και αν ο παρατηρητÞς εßναι εδþ μην τον

αφÞνεις να σου ξεφýγει στο δÜσος üπου θα τον χÜσουμε. Εχει φορÝσει

Ýναν απü τους οπλισμÝνους του θþρακες, αλλÜ üχι ακüμα και τους Üλλους

Ýξη. ΠρÝπει να τον πιÜσουν πρßν να οπλισθεß". Κι αυτüς σαν αφηνιασμÝνος

Üγριος ταýρος ρουθοýνιζε στο Ýδαφος. Και ο παρατηρητÞς του δÜσους

στριφογýρισε απειλητικüς και φþναζε μ´ üλη του τη δýναμη. Κι ο

ΧουμπαμπÜ σα δυνατüς ταýρος τüσκασε μÝσα στο δÜσος και κλεßστικε στο

κεδρικü του σπßτι.

Τüτε ο Ενκιντοý πÞγε στην πüρτα. Η ομορφιÜ της Þταν τÝτοια που

δεν μποροýσε να σηκþσει το τσεκοýρι του να την καταστρÝψει, αλλÜ

Ýσπρωξε και την Üνοιξε. Και τüτε ο Ενκιντοý φþναξε δυνατÜ στο

ΓκιλγκαμÝς: "Μην προχωρÜς μÝσα στο δÜσος. Την þρα που Üνοιγα την

πüρτα παρÝλυσε το χÝρι μου". Ο ΓκιλγκαμÝς του αποκρßθηκε: "ΑγαπημÝνε

μου φßλε μη μιλÜς σα να δεßλιασες. ΠερÜσαμε τüσους κινδýνους και

ταξιδÝψαμε πολý, θÝλεις να γυρßσουμε πßσω; Εσý που Ýχεις δοκιμασθεß σε

πολÝμους και μÜχες στÜσου δßπλα μου και πιÜ δεν θα νοιþσεις το φüβο

του θανÜτου. Ελα πßσω μου και η αδυναμßα σου θα εξαφανισθεß και η

τρεμοýλα θα φýγει απü τα χÝρια σου. ΜÞπως ο φßλος μου προτιμÜει να

μεßνει πßσω; Οχι, θα προχωρÞσουμε μαζß προς το κÝντρο του δÜσους.

ΞαναβρÝσε το θÜρρος σου στη σκÝψη της μÜχης που πλησιÜζει. ΞÝχασε το

θÜνατο και ακολοýθησÝ με σαν Üνθρωπος αποφασιστικüς στην πρÜξη,

αλλÜ που δεν εßναι και πολý τρελλüς. Οταν δυü προχωροýν μαζß, ο

καθÝνας προστατεýει τον εαυτü του και καλýπτει και το φßλο του. Και αν

πÝσουν θα αφÞσουν αθÜνατο üνομα".

ΔιÜβηκαν μαζß την πýλη και μπÞκαν στο πρÜσινο βουνü. Κι εκεß

σταμÜτησαν σιωπηλοß, η φωνÞ τους κüπηκε και σιωπηλοß κοßτταξαν το

δÜσος. Κοßτταξαν το ýψος των κÝδρων και ξεχþρισαν το δρüμο του

δÜσους, üπου συνÞθιζε να περπατÜει ο ΧουμπαμπÜ. Ο δρüμος Þταν

πλατýς και ευκολοπÜτητος. Κοßταξαν προσεκτικÜ το δÜσος των ΚÝδρων,

την κατοικßα των θεþν και το θρüνο της ΙστÜρ. Το πιü ψηλü κÝδρο

υψωνüταν μπροστÜ στο βουνü. Η σκιÜ του Þταν ωραßα. ΧÜριζε μεγÜλη

Üνεση. Το δÜσος και το ξÝφωτο Þσαν καταπρÜσινα απü θÜμνους. Εκεß ο

ΓκιλγκαμÝς Ýσκαψε Ýνα πηγÜδι πρßν να δýσει ο Þλιος. ΠÞγε στο βουνü και

σκüρπισε στο Ýδαφος καλÞ τροφÞ και εßπε: "¨ βουνü, κατοικßα των Θεþν,

στεßλε μου ευνοúκü üνειρο". Και ýστερα πιÜστηκαν απü το χÝρι να

κοιμηθοýν. Κι ο ýπνος που κυλÜει αντÜμα με τη νýχτα, τους τýλιξε και τους

δυü. Ο ΓκιλγκαμÝς ονειρεýτηκε, στα μÝσα της νýχτας ο ýπνος τον

εγκατÝλειψε και διηγÞθηκε το üνειρü του στο φßλο του: "Ενκιντοý, ποιüς

Üλλος εκτüς απü σÝνα μποροýσε να με ξυπνÞσει; Φßλε μου εßδα Ýνα üνειρο.

Στεκüμαστε σ´ Ýνα στενü διÜσελο του βουνοý και ξαφνικÜ το βουνü

σωριÜστηκε κÜτω. Εμεßς οι δυü μοιÜζαμε σαν τις πιü μικρÝς μυßγες του

βÜλτου. Σ' Ýνα δεýτερü μου üνειρο, το βουνü ξανÜπεσε και χτýπησε στο

πüδι μου. Και το χþμα πλÜκωσε το πüδι μου. Κι ýστερα εßρθε μια

ανυπüφορη λÜμψη φωτüς που ξεχýνονταν απü μια δυνατÞ φλüγα. Και κεß

φÜνηκε κÜτι που η χÜρη του και η ομορφιÜ του ξεπερνοýσε την ομορφιÜ

αυτοý του κüσμου. Κι αυτü το κÜτι με πÝταξε πÝρα απü το βουνü, μου

Ýδωσε να πιþ νερü και η καρδιÜ μου συνÞλθε, κι ýστερα μου ξαναστÞριξε

τα πüδια μου στο χþμα".

Και τüτε ο Ενκιντοý, το παιδß των κÜμπων, μου εßπε: "Ας κατεβοýμε

απ' το βουνü, να συζητÞσουμε μαζß αυτü το πρÜγμα". Κι ο νεαρüς θεüς

εßπε στο ΓκιλγκαμÝς: "Το üνειρü σου εßναι καλü, το üνειρü σου εßναι

υπÝροχο, το βουνü που εßδες εßναι ο ΧουμπαμπÜ. Και τþρα στα σßγουρα

θα τον πιÜσουμε και θα τον σκοτþσουμε. Και θα ξαπλþσουμε κÜτω το

σþμα του, üπως και το βουνü Ýγινε επßπεδο". Την επομÝνη ημÝρα ýστερα

απü πορεßα εßκοσι λεýγες, η ταχýτητÜ μας κüπηκε. Και ýστερα απü Üλλες

εßκοσι λεýγες πορεßα σταμÜτησαν να ξενυχτÞσουν. Εσκαψαν πηγÜδι πρßν

να δýσει ο Þλιος κι ο ΓκιλγκαμÝς ανÝβηκε στο βουνü. Σκüρπισε παντοý

ωραßα φαγητÜ και εßπε: "Ε βουνü κατοικßα των Θεþν, στεßλε Ýνα üνειρο

στον Ενκιντοý, κι ας εßναι ευνοúκü το üνειρü του". Και Ýστειλε το βουνü

üνειρο στον Ενκιντοý, κι Þταν ευοßωνο το üνειρο. ΨυχρÞ και Üγρια βροχÞ

τον Ýδειρε και ζÜρωσε απ´ το φüβο, üπως η βρþμη του βουνοý, üταν τη

δÝρνει θýελλα βροχÞς. ΑλλÜ ο ΓκιλγκαμÝς κÜθισε με το πηγοýνι του στα

γüνατÜ του, μÝχρι που τον πÞρε κι αυτüν ο ýπνος που απλþνεται πÜνω

απ´ üλη την ανθρωπüτητα. ΚατÜ τα μεσÜνυχτα ο ýπνος τον εγκατÝλειψε.

Σηκþθηκε και εßπε στο φßλο του: "Με φþναξες; Αν üχι, τüτε γιατß ξýπνησα;

Με σκοýντησες; Αν üχι, τüτε γιατß τρüμαξα; ΜÞπως πÝρασε απü δþ

κανÝνας Θεüς; Τα πüδια μου Ýχουν παραλýσει απü φüβο. Φßλε μου εßδα

Ýνα τρßτο üνειρο. Κι αυτü το τρßτο Þταν ολοκληρωτικÜ τρομακτικü.

Βρουχιüντουσαν οι ουρανοß κι αντιβρουχιüτανε η γÞ. Το Φþς της ημÝρας

χÜθηκε. ΣκοτÜδια πÝσανε παντοý. Φþτα αστραπüσβηναν. Φλüγες

ξεπετÜγονταν. Τα σýννεφα χαμÞλωσαν πολý και Ýβρεχαν θÜνατο. Υστερα

η λαμπρüτητα χÜθηκε. Η φωτιÜ Ýσβησε. Κι üλα Ýγιναν στÜχτες, που

Ýπεφταν γýρω μας. Ας κατεβοýμε απ' το βουνü να το συζητÞσουμε και να

αποφασßσουμε τι πρÝπει για να κÜνουμε".

Οταν κατÝβηκαν απü το βουνü ο ΓκιλγκαμÝς Üρπαξε το τσεκοýρι στα

χÝρια του και Ýκανε να πÝσει το κÝδρο. Οταν ο ΧουμπαμπÜ Üκουσε το

θüρυβο εκεß κÜτω λýσσαξε απü το θυμü του και φþναξε δυνατÜ: "Ποιüς εßν´

αυτüς που παραβßασε το δÜσος μου και Ýκοψε τον κÝδρο μου;". ΑλλÜ ο

Ýνδοξος ΣαμÜς τους φþναξε απü τον ουρανü: "Προχωρεßστε και μη

φοβüσαστε!". Κι üμως τþρα ο ΓκιλγκαμÝς εßχε τσακισθεß απü την αδυναμßα

κι ο ýπνος τον Üρπαξε αμÝσως. Ενας βαθýς ýπνος τον κρατοýσε.

ΞÜπλωσε στο Ýδαφος και τεντþθηκε Üφωνος, σα να Ýβλεπε üνειρο. Οταν

τον σκοýντηξε ο Ενκιντοý δεν σηκþθηκε. Κι üταν του μßλησε δεν

αποκρßθηκε: "¿ ΓκιλγκαμÝς, Üρχοντα του κÜμπου της ΚουλÜμπ, ο κüσμος

σκοτεßνιασε, οι σκιÝς απλþθηκαν παντοý, Ýφτασε το φως του απüβραδου.

Ο ΣαμÜς Ýφυγε. Το φωτεινü του κεφÜλι Ýχει γεßρει στα στÞθη της μÜνας του

ΝινγκÜλ. ¿ ΓκιλγκαμÝς, πüσο θα κοιμÜσαι και σý σαν αυτüν; /εν πρÝπει να

ανεχθεßς να δεις τη μÜνα που σε γÝννησε να θρηνεß μÝσα στης πüλης τις

πλατεßες".

Επß τÝλους ο ΓκιλγκαμÝς τον Üκουσε. Φüρεσε τον θþρακÜ του "η

φωνÞ των Ηρþων", που ζýγιζε τριÜντα σßκλος. Και τον φüρεσε θαρρεßς και

Þταν ανÜλαφρος, σαν το ροýχο που φορÜμαι. Ο θþρακας τον κÜλυψε πÝρα

για πÝρα. Πατοýσε σαν ταýρος που ρουθουνßζει στη γÞ και τρßζει τα δüντια

του. "Στη ζωÞ της μÜνας μου Νινσοýν και στη ζωÞ του πατÝρα μου, του

θεúκοý ΛουγκουλμπÜντα, ÜφησÝ με να ζÞσω να με θαυμÜσει η μÜνα μου,

üπως και τüτε που με θÞλαζε στην ποδιÜ της". Και μια δεýτερη φορÜ

ξαναεßπε: "Στη ζωÞ της μÜνας μου Νινσοýν, που με γÝννησε και στη ζωÞ

του πατÝρα μου του θεúκοý ΛουγκουλμπÜντα βοÞθησÝ με να νικÞσω αυτüν

τον Üνθρωπο, αυτü το θεü αν εßναι θεüς και ο δρüμος που πÞρα για τη

Χþρα της ΖωÞς να με ξαναπÜει πßσω στην πüλη μου". Και τüτε ο Ενκιντοý,

ο πιστüς σýντροφος, συνηγορþντας του αποκρßθηκε: "ΑρχοντÜ μου, δεν

γνωρßζεις αυτü το τÝρας και γι´ αυτü δεν νοιþθεις τρüμο. Εγþ που το

γνωρßζω τρομÜζω. Τα δüντια του εßναι σαν τα δηλητηριþδη δüντια του

δρÜκοντα, το θÜρρος του μοιÜζει με το θÜρρος λεονταριοý, η ορμÞ του

μοιÜζει με πλημμýρα, με το βλÝμμα του συντρßβει το δÝντρο του δÜσους

σαν καλÜμι του βÜλτου.  ÜρχοντÜ μου, μπορεßς να προχωρÞσεις μÝσα

στο δÜσος αν Ýτσι αποφÜσισες. Εγþ θα ξαναπÜω στην πüλη και θα πþ

στην κυρßα, τη μÜνα σου üλα σου τα Ýνδοξα κατορθþματα, μÝχρι που να

ξεφωνÞσει απü χαρÜ. Κι ýστερα θα της πþ το θÜνατο που ακολοýθησε

μÝχρι να κλÜψει üσο πιü πικρÜ μπορεß να γßνει". ΑλλÜ ο ΓκιλγκαμÝς εßπε:

"Οι θυσßες και οι προσφορÝς δεν εßναι ακüμα για μÝνα. Το πλοßο των

νεκρþν δεν εßναι νÜρθει ακüμα, οýτε και το τριπλü το σÜβανο που θα με

τυλÞξει δεν κüπηκε ακüμα. Οýτε εßρθε η þρα για να ανÜψει η πυρÜ μου,

ενþ στην κατοικßα μου εξακολουθεß να καßει η φωτιÜ. ΣÞμερα δþσε μου

βοÞθεια, και θÜχεις τη δικÞ μου. Μπορεß να υπÜρξει λÜθος ανÜμεσÜ μας;

Ολα τα ζωντανÜ πλÜσματα που γεννÞθηκαν απü σÜρκα θα κÜτσουν

κÜποτε στο πλοßο της /ýσης. Κι üταν αυτü βυθßσει, üταν το πλοßο ΜÜξιλουμ

θα βυθιστεß χÜνονται κι αυτÜ. ΑλλÜ εμεßς θα προχωρÞσουμε μπροστÜ και

θα καρφþσουμε το βλÝμμα μας σ´ αυτü το τÝρας. Αν η καρδιÜ σου εßναι

φοβισμÝνη, διþξε τον φüβο, κι αν Ýχει τρüμο, διþξε τον τρüμο. ΠÜρε στα

χÝρια σου το τσεκοýρι και χτýπησε. Οποιος αφÞνει μισοτελειωμÝνη τη μÜχη

δεν μπορεß να βρεß ησυχßα".

Ο ΧουμπαμπÜ βγÞκε απü το οχυρü κεδρüσπιτü του. Εγειρε το κεφÜλι

του και κοýνησε απειλþντας τον ΓκιλγκαμÝς. Και κÜρφωσε πÜνω του το

μÜτι του, το μÜτι του θανÜτου. Κι ýστερα ο ΓκιλγκαμÝς επικαλÝστηκε το

ΣαμÜς και κýλησαν τα δÜκρυÜ του: "¿ Ýνδοξε ΣαμÜς ακολοýθησα το δρüμο

που με συμβοýλευσες, αλλÜ αν τþρα δεν στεßλεις βοÞθεια πþς θα

γλυτþσω;". Ο Ýνδοξος ΣαμÜς Üκουσε την προσευχÞ του και κÜλεσε το

μεγÜλο Üνεμο, το βοριÜ, τον ανεμοστρüβιλο, τη θýελλα και την παγωνιÜ, τη

θýελλα και το λßβα. Και εßρθαν σαν δρÜκοντες σαν πυρκαγιÜ, σαν ερπετÜ

που κÜνει την καρδιÜ να παγþνει, σαν καταστροφικÞ πλημμýρα και σαν

φλεγüμενα δßκρανα. Οι οκτþ Üνεμοι Ýπεσαν κατÜ πÜνω στο ΧουμπαμπÜ

και του στρÜβωσαν τα μÜτια, τον Ýκαναν ανÜπηρο και ανßκανο να κινηθεß

εμπρüς Þ πßσω. Ο ΓκιλγκαμÝς φþναξε: "Στη ζωÞ της Νινσοýν της μÜνας

μου και του θεúκοý ΛουγκουλμπÜντα, του πατÝρα μου, στη Χþρα της ΖωÞς

που ανακÜλυψα την κατοικßα σου, με τα αδýνατÜ μου μπρÜτσα και με τα

μικρÜ μου üπλα, χτýπησα τη Χþρα σου και τþρα θα μπþ και στο σπßτι

σου".

Ετσι Ýρριξε τον πρþτο κÝδρο, Ýκοψαν τα κλαδιÜ του και τα πÞγαν στη

ρßζα του βουνοý. Με το πρþτο χτýπημα ο ΧουμπαμπÜ Üστραψε, μα αυτοß

προχþρησαν. Και Ýρριξαν εφτÜ κÝδρα και Ýκοψαν και κÜνανε δεμÜτια τα

κλαδιÜ τους και τα πÞγανε στη ρßζα του βουνοý. Και εφτÜ φορÝς ο

ΧουμπαμπÜ Ýχανε τις δυνÜμεις του καθþς επÝφτανε τα κÝδρα. Κι üπως

Ýσβηνε η Ýβδομη φλüγα πλησßασαν στη φωλιÜ του. Η ανÜσα του

αντηχοýσε σαν ηχηρü φιλß. Πλησßασε σαν ωραßος, Üγριος ταýρος που

πιÜνεται με θηλιÜ στο βουνü Þ σαν πολεμιστÞς δεμÝνος πισθÜγκωνα. Τα

δÜκρυα ξεχεßλισαν στα μÜτια του και γßνηκε κατακßτρινος: "ΓκιλγκαμÝς,

ÜφησÝ με να σου μιλÞσω. ΠοτÝ μου δεν γνþρισα μητÝρα, οýτε και πατÝρα

για να με μεγαλþσει. ΓεννÞθηκα στο βουνü, το βουνü μ´ ανÜθρεψε κι ο

Ενλßλ με üρισε φýλακα του δÜσους. ΑφησÝ με να φýγω ΓκιλγκαμÝς και θα

γßνω υπηρÝτης σου, θα σε γνωρßσω για ÜρχοντÜ μου. Ολα τα δÝνδρα του

δÜσους που φυλÜω πÜνω σε τοýτο το βουνü θα εßναι δικÜ σου. Θα τα

κüψω και θα σου κÜνω Ýνα παλÜτι". Και τον πÞρε απü το χÝρι και τον

οδηγοýσε στο σπßτι του. Και η καρδιÜ του ΓκιλγκαμÝς συγκινÞθηκε και τον

συμπÜθησε. Και του ορκßστηκε στην ουρÜνια ζωÞ, στη γÞινη ζωÞ και στη

ζωÞ του κÜτω κüσμου: "¿ Ενκιντοý, δεν πρÝπει το παγιδευμÝνο πουλß να

γυρßσει στη φωλιÜ του και ο αιχμÜλωτος να ξαναπÜει στην αγγαλιÜ της

μÜνας του;". Κι ο Ενκιντοý αποκρßθηκε: "Κι αν ο πιü δυνατüς απü τους

ανθρþπους θα υποκýψει στη μοßρα του αν δεν Ýχει κρßση. Ο ΝαμτÜρ, ο

δαßμονας της τýχης που δεν κÜνει διÜκριση μεταξý των ανθρþπων, θα τον

καταβροχθßσει. Αν το παγιδευμÝνο πουλß ξαναγυρßσει στη φωλιÜ του, αν ο

αιχμÜλωτος γυρßσει στην αγκαλιÜ της μÜνας του, τüτε φßλε μου δεν θα

ξαναγυρßσεις στην πüλη, üπου σε περιμÝνει η μÜνα που σε γÝννησε. Θα

σου φρÜξει τους βουνÞσιους δρüμους και θα κÜνει αδιÜβατα τα μονοπÜτια".

Ο ΧουμπαμπÜ εßπε: "Ενκιντοý, αυτÜ που εßπες εßναι κακÜ, και τα

εßπες εσý ο μισθοφüρος που δουλεýεις για το ψωμß σου! Απü το φθüνο και

απü το φüβο του αντßπαλου εßπες τοýτα τα κακÜ λüγια". Κι ο Ενκιντοý εßπε:

"Μην τον ακοýς ΓκιλγκαμÝς. Αυτüς ο ΧουμπαμπÜ πρÝπει να πεθÜνει". Κι ο

ΓκιλγκαμÝς εßπε: "Αν τον αγγßξω, η φλüγα και η δüξα του φωτüς θα

ξεπεταχθοýνε μπερδεμÝνες, η δüξα και η λÜμψη θα εξαφανισθοýν και η

ακτινοβολßα της θα σβÞσει". Ο Ενκιντοý εßπε στον ΓκιλγκαμÝς: "Οχι Ýτσι

φßλε μου. Πρþτα παγιδεýουν το πουλß, και τüτε που θα πÜει το μικρü

πουλÜκι; Υστερα μποροýμε να αναζητÞσουμε τη δüξα και τη λÜμψη üταν τα

πουλÜκια θα Ýχουν σκορπßσει γýρω στην πρασινÜδα". Ο ΓκιλγκαμÝς

Üκουσε τα λüγια του φßλου του. ΠÞρε το τσεκοýρι στο χÝρι, Ýσυρε το σπαθß

απü τη μÝση και χτýπησε με το σπαθß το ΧουμπαμπÜ στο σβÝρκο. Το

δεýτερο χτýπημα το Ýδωσε ο Ενκιντοý. Στο τρßτο χτýπημα ο ΧουμπαμπÜ

Ýπεσε. Και σωριÜστηκε κÜτω νεκρüς. Και τüτε ακολοýθησε σýγχυση, γιατß

αυτüς που τον σωριÜσανε νεκρü Þταν ο φýλακας του δÜσους. Ηταν αυτüς

που στη φωνÞ του Ýτρεμε ο Λßβανος και ο Ερμþν. Και τüτε τα βουνÜ

κινÞθηκαν, και κινÞθηκαν μαζß και οι λοφοσειρÝς, γιατß ο φýλακας των

ΚÝδρων Þτανε νεκρüς.

Ο Ενκιντοý τον χτýπησε κι ο κÝδρος Ýγινε κομμÜτια. Κι αυτü το Ýκανε

ο Ενκιντοý. Αυτüς αποκÜλυψε τη μυστικÞ κατοικßα του ΠαμμÝγιστου. Ετσι ο

ΓκιλγκαμÝς Ýριχνε τα δÝντρα του δÜσους κι ο Ενκιντοý καθÜριζε τις ρßζες

τους και τα οδηγοýσε μÝχρι τον ΕυφρÜτη. ΤοποθÝτησαν το ΧουμπαμπÜ

μπροστÜ στους Θεοýς, μπροστÜ στον Ενλßλ. Φßλησαν το χþμα, τον

εσκÝπασαν με σÜβανο και τον τοποθÝτησαν με το κεφÜλι προς τα μπρüς.

Οταν ο Ενλßλ εßδε το κεφÜλι του ΧουμπαμπÜ, λýσσαξε απü το θυμü του

ενÜντιÜ τους: "Γιατß το κÜνατε αυτü; Απü δþ και πÝρα η φωτιÜ θα εßναι

üπου καθüσαστε, θα τρþει το ψωμß που τρþτε και θα πßνει üτι πßνετε". Και

τüτε ο Ενλßλ ξαναπÞρε τη λÜμψη και τη δüξα την Ýδωσε στους βαρβÜρους,

στο λιοντÜρι, στην ερημιÜ και στη μανιακÞ κüρη της ΕρεσκιγκÜλ. ΑλλÜ πιü

πολý απü τον ΓκιλγκαμÝς αυτüν τον Üγριο ταýρο που λεηλατοýσε τα βουνÜ

και τα πÞγαινε στη θÜλασσα κι απü τον Ενκιντοý,
η πιο μεγÜλη δüξα 
ανÞκει στον Ενλßλ.

  1. ΙΣΤΑΡ ΚΑΙ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΚΙΝΤΟΥ

Ο ΓκιλγκαμÝς Ýπλυνε τις μακριÝς του μποýκλες και καθÜρισε τα üπλα

του και μÜζεψε τα μαλλιÜ του απü τους þμους του. Εβγαλε και τα

λερωμÝνα του ροýχα και φüρεσε καινοýργια. Ερριξε πÜνω του τη βασιλικÞ

του ρüμπα και τη σταθεροποßησε. Και üταν ο ΓκιλγκαμÝς Ýβαλε και το

στÝμμα του, η Ýνδοξη ΙστÜρ σÞκωσε τα μÜτια της για να δει την ομορφιÜ

του ΓκιλγκαμÝς. Εßπε: «Ελα μαζß μου ΓκιλγκαμÝς να γßνεις ο νυμφßος μου.

/þσε μου σπÝρμα απü το σþμα σου, ÜφησÝ με να γßνω Þ σýζυγüς σου και

συ ο σýζυγüς μου. Θα στολßσω για σÝνα Üρμα απü λαζουρßτη καß χρυσÜφι,

με χρυσÝς ρüδες και χÜλκινα κÝρατα. Και θα Ýχεις τους παντοδýναμους

δαßμονες της θýελλας για οδηγοýς. Οταν θα μπαßνεις στο σπßτι σου, που θα

μοσχοβολÜει κÝδρο στο κατþφλι σου και στο θρüνο σου θα σου φιλοýν τα

πüδια. ΒασιλιÜδες, κυβερνÞτες και ηγεμüνες θα σκýβουν μÝχρι κÜτω

μπροστÜ σου. Θα σου φÝρνουν φüρο υποτÝλειας απü τα βουνÜ και τους

κÜμπους. Οι προβατßνες σου θα γεννÜνε διπλÜ αρνιÜ και οι γßδες σου τρßα

κατσßκια οι γαúδÜρες σου θα κÜνουνε μουλÜρια τα βüδια σου ταßρι δεν θα

Ýχουν στον κüσμο και τ' Üλογα του αμαξιοý σου θα φημισθοýν παντοý για

τη γρηγορÜδα τους».

Ο ΓκιλγκαμÝς Üνοιξε το στüμα του και εßπε στην Ýνδοξη ΙστÜρ: «Αν σε

κÜνω γυναßκα μου, τι δþρα θα Ýπρεπε να σου κÜνω; Τι αρþματα και τι

ροýχα για το κορμß σου; Καß τι τροφÞ θα σου φÝρω για να φας; Πþς εßναι

δυνατü να δþσω τροφÞ σε μια θεÜ και ποτü στη βασßλισσα των ουρανþν;

Κι ακüμα αν σε κÜνω γυναßκα μου, τι θα γßνω πια εγþ; Οι εραστÝς σου σε

βρÞκανε σαν τη θρακοβολιÜ, που σιγοκαßει χωρßς καπνü μÝσα στον πÜγο,

μια μυστικÞ πüρτα που αποκλεßει και την καταιγßδα και τη μπüρα, πýργο

ποý συνθλßβει τους φυλακÝς του, πßσσα που μαυρßζει üποιον την

κουβαλÜει, τρýπιο ασκß που μουσκεýει üποιον το μεταφÝρει, πÝτρα που

πÝφτει απü το πρεβÜζι, σαντÜλι που κÜνει να περπατÜει üποιον το φορεß,

μια μηχανÞ εφüδου ενÜντια στον εχθρü. ΥπÜρχει κανεßς απü τους εραστÝς

σου που να σε αγÜπησε για πÜντα; Ποιοι απü τους ποιμÝνες σου σε

ευχαρßστησαν; ΑκουσÝ με, θα σου απαριθμÞσω τους εραστÝς σου και την

ιστορßα τους. Πρþτος εßναι ο Ταμοýζ, ο εραστÞς της νιüτης σου, για τον

üποιο καθιÝρωσες θρÞνους κÜθε χρüνο. ΑγÜπησες το πολýχρωμο πουλß,

αλλÜ και τþρα ακüμα το κτυπÜς και σπÜζεις τα φτερÜ του. Και τþρα μες

στο Üλσος κÜθεται και κραυγÜζει: «κÜππι, κÜππι, φτερü μου, φτερü μου!»

ΑγÜπησες το λιοντÜρι με την τρομερÞ δýναμη. Και του Ýστησες εφτÜ

παγßδες για να το πιÜσεις. Ερωτεýθηκες το βαρβÜτο Üλογο, που εßναι

μεγαλειþδικο στη μÜχη και θÝσπισες γι' αυτü το καμτσßκι, το σπηροýνι και

τα λουριÜ για να καλπÜζει, εφτÜ λεýγες με τη βßα και να θολþνει το νερü

πριν να το πιει. Και για τη μÜνα του, τη Σιλιλß θÝσπισες θρÞνους.

Ερωτεýθηκες τον ποιμÝνα του κοπαδιοý. Και σου Ýφτιαχνε γλυκßσματα

κÜθε δεýτερη ημÝρα και Ýσφαζε κατσßκια για χÜρη σου. Και συ τον

χτýπησες και τον μεταμüρφωσες σε λýκο. Και τþρα τον κυνηγÜει το

τσοπανüσκυλο και τον ξεσχßζουν τα δικÜ του κυνηγüσκυλα. ΜÞπως δεν

ερωτεýθηκες τον Οσουλλανοý, τον κηπουρü στο φοινικüκηπο του πατÝρα

σου; Σου κουβαλοýσε αμÝτρητα καλÜθια με χουρμÜδες. ΚαθημερινÜ γÝμιζε

το τραπÝζι σου. Υστερα γýρισες τα μÜτια σου αλλοý και του εßπες:

«ΠολυαγαπημÝνε μου Οσουλλανοý, Ýλα μαζß μου, Ýλα να απολαýσουμε

τον ανδρισμü σου. Προχþρησε και πÜρε με στην αγκαλιÜ σου. Εßμαι δικÞ

σου». Ο Οσουλλανοý σου αποκρßθηκε «Τι θÝλεις απü μÝνα; Η μÜνα μου

Ýψησε ψωμß και Ýφαγα. Γιατß να ρθþ σε μια σαν εσÝνα για χαλασμÝνη η

σαπισμÝνη τροφÞ; Εßναι δυνατü το παραβÜν απü βοýρλα να δþσει επαρκÞ

προστασßα Ýναντι του πÜγου;» ΑλλÜ üταν Üκουσες την απÜντηση τον

κτýπησες. Και τον μετÝβαλες σε τυφλοπüντικα, βαθιÜ μÝσα στη γη, δηλαδÞ

σε κεßνον που ποτÝ δεν φτÜνει στις επιθυμßες του. Και αν δεχüμουνα να

γßνουμε εραστÝς, ποιος μπορεß να μου εγγυηθεß üτι δεν θα με

μεταχειρισθεßς üπως τους Üλλους πριν;»

Οταν η ΙστÜρ τα Üκουσε üλα αυτÜ, η λýσσα της εγßνηκε πιο μεγÜλη.

ΠÞγε λοιπüν εκεß ψηλÜ στον ουρανü, στον πατÝρα της τον Ανοý και στη

μÜνα της την Αντοýμ. Και εßπε: «ΠατÝρα μου, ο ΓκιλγκαμÝς μου σþριασε

Ýνα σωρü βρισιÝς. Εßπε μπροστÜ σε üλους τη βρþμικη μου συμπεριφορÜ

και τις βρþμικες μου πρÜξεις». Και ο Ανοý Üνοιξε το στüμα του και εßπε:

«ΜοναχÞ σου προκÜλεσες την επιτßμησÞ σου. Και γι' αυτÞ σου την

πρüκληση ο ΓκιλγκαμÝς ανÝφερε τη βρþμικη σου συμπεριφορÜ και τις

βρþμικες σου πρÜξεις».

Η ΙστÜρ Üνοιξε το στüμα της και ξαναεßπε: «ΠατÝρα μας κÜνε με

ταýρο του ουρανοý για να καταστρÝψω τον ΓκιλγκαμÝς. Φοýσκωσε, σε

παρακαλþ, τον ΓκιλγκαμÝς με περηφÜνεια, για την καταστροφÞ του. Μα αν

αρνηθεßς να με κÜνεις ταýρο του Ουρανοý θα σπÜσω τις πüρτες της

κüλασης και θα συντρßψω τα μÜνταλα. Θα αφÞσω ορθÜνοικτες τις πüρτες

της κüλασης και θα κουβαλÞσω τους νεκροýς να φÜνε μαζß με τους

ζωντανοýς». Κι ο Ανοý εßπε στη μεγÜλη ΙστÜρ: «Αν κÜνω αυτü που

επιθυμεßς θα Ýχουμε εφτÜ χρüνια ξηρασßα. Και τüτε πια δεν θα καρπßσει το

σιτÜρι. Εχεις εξασφαλßσει αρκετü καρπü για το λαü και χüρτο για τα ζþα;»

Κι η ΙστÜρ απÜντησε: «Εχω εξασφαλßσει καρπü για το λαü και χüρτο για

τα ζþα. Για τα εφτÜ Üκαρπα χρüνια υπÜρχει αρκετüς καρπüς και αρκετü

χüρτο».

Ετσι ο Ανοý δημιοýργησε τον Ταýρο του Ουρανοý για την ΙστÜρ, την

κüρη του. Κι ο Ταýρος Ýπεσε στη γÞ. Με το πρþτο του ρουθοýνισμα

Ýσφαξε εκατü ανθρþπους, και διακüσιους, κι ýστερα τριακüσιους και μετÜ

εκατοντÜδες Üλλοι πÝφτανε νεκροß. Στο τρßτο του ρουθοýνισμα Ýπεσε πÜνω

στον Ενκιντοý. ΑλλÜ ο Ενκιντοý παραμÝρισε, πÞδησε πÜνω στον Ταýρο

και τον Üρπαξε απü τα κÝρατα. Ο Ταýρος του Ουρανοý Üφρισε στο

πρüσωπü του και τον Ýξυσε με την παχειÜ του ουρÜ. Ο Ενκιντοý φþναξε

στο ΓκιλγκαμÝς: "Φßλε μου, καυχηθÞκαμε üτι θα αφÞναμε αθÜνατο üνομα

πßσω μας. Λοιπüν, μπÞξε το ξßφος σου ανÜμεσα στα κÝρατα και τον

αυχÝνα". Ο ΓκιλγκαμÝς ακολοýθησε τον Ταýρο του Ουρανοý, Üρπαξε την

παχειÜ του την ουρÜ και βýθισε το ξßφος του ανÜμεσα στα κÝρατα και στον

αυχÝνα, και σκüτωσε τον Ταýρο. Κι üταν σκüτωσαν τον Ταýρο του

Ουρανοý, Ýβγαλαν την καρδιÜ του και την προσφÝρανε στο ΣαμÜς, και

ýστερα τα δυü αδÝλφια αναπαýτηκαν. ΑλλÜ η ΙστÜρ πετÜχτηκε και ανÝβηκε

στο μεγÜλο τεßχος της Ουροýκ. ΒγÞκε στον Πýργο και απÜγγειλε μια

κατÜρα: "ΚατÜρα στον ΓκιλγκαμÝς, που με πρüσβαλε σκοτþνοντας τον

Ταýρο του Ουρανοý". Οταν ο Ενκιντοý Üκουσε τοýτα τα λüγια, Ýκοψε το

μηρü του Ταýρου, της το πÝταξε στο πρüσωπο και εßπε: "Αν μποροýσα να

απλþσω πÜνω σου χÝρι, αυτü θα Ýκανα και σε σÝνα, και θα σοýβγαζα τα

Üντερα απü τα πλευρÜ σου". Και τüτε η ΙστÜρ μÜζεψε το λαü της, τις

χορεýτριες και τις τραγουδßστριες, τις πüρνες και τις μεγÜλες πüρνες του

ναοý. Και Üρχισε θρÞνους πÜνω απü το μηρü του Ταýρου του Ουρανοý.

Μα ο ΓκιλγκαμÝς φþναξε τους χαλκιÜδες και τους οπλοποιοýς, üλοι

μαζß. Και κεßνοι θαýμασαν το μÝγεθος των κερÜτων του Ταýρου. Τα

Ýσταζαν με λαζουρßτη δυü δÜκτυλα παχý. Και το κÜθε κÝρατο ζýγιζε τριÜντα

λßβρες το καθÝνα και περιεßχαν Ýξι μÝτρα λÜδι που το πρüσφερε στο Θεü

προστÜτη του, τον ΛουγκουλμπÜντα. Τα κÝρατα τα πÞγε στο παλÜτι και τα

κρÝμασε στον τοßχο. Υστερα Ýπλυνε τα χÝρια του στον ΕυφρÜτη,

αγκαλιÜστηκαν με τον Ενκιντοý και Ýφυγαν. ΠεριφÝρονταν μÝσα στους

δρüμους της Ουροýκ, και βγÞκαν οι Þρωες της πüλης να τους δοýν. Ο

ΓκιλγκαμÝς φþναξε τις τραγουδßστριες: "Ποιüς εßναι ο πßο Ýνδοξος απü τους

Þρωες; Ποιüς εßναι ο πιü Ýνδοξος απü τους Þρωες, ο ΓκιλγκαμÝς εßναι ο πιü

Ýξοχος απü τους ανθρþπους". Και ακολοýθησε γιορτÞ και γÝμισε χαρÜ η

πλατεßα μÝχρι που οι Þρωες πÞγαν στα κρεβÜτια τους να αναπαυθοýν. Κι ο

Ενκιντοý Ýπεσε κι αυτüς να κοιμηθεß. Και εßδε Ýνα üνειρο. ΠετÜχτηκε απü το

κρεβÜτι του και διηγÞθηκε το üνειρü του στον αδελφü του: "¿ φßλε μου, γιατß

οι μεγÜλοι θεοß μαζεýτηκαν σε συμβοýλιο;". Κι üταν ξημÝρωσε η μÝρα εßπε

στον ΓκιλγκαμÝς: "Ακουσε το üνειρο που εßδα χτες τη νýχτα. Ολοι οι Θεοß, ο

Ανοý, ο Ενλßκ, ο ΕÜ, ο ΣαμÜς, μαζεýτηκαν σε Ýνα συμβοýλιο. Και ο Ανοý

εßπε στον Ενλßλ: ΕπειδÞ σκüτωσαν τον Ταýρο του Ουρανοý και σκüτωσαν

και τον ΧουμπαμπÜ Ýνας απü τους δυü πρÝπει να πεθÜνει, κι ας εßναι

αυτüς που γýμνωσε τα βουνÜ απü τα κÝδρα". Κι ο Ενλßλ εßπε: "Ο Ενκιντοý

πρÝπει να πεθÜνει, ο ΓκιλγκαμÝς δεν θα πεθÜνει". Κι ýστερα ο Ýνδοξος

ΣαμÜς, απÜντησε στον Þρωα Ενλßλ: "Σκüτωσαν με δικÞ μου εντολÞ τον

Ταýρο του Ουρανοý και τον ΧουμπαμπÜ. Και πρÝπει γι´ αυτü να πεθÜνει ο

Ενκιντοý ενþ εßναι αθþος;". Κι ο Ενλßλ λýσσαξε εναντßον του ΣαμÜς: "Εσý

κÜθε μÝρα πηγαßνεις κÜτω εκεß και κουβεντιÜζεις μαζß τους σαν Ýνας απ´

αυτοýς!".

Κι ο Ενκιντοý αρρþστησε και Ýπεσε μπροστÜ στο ΓκιλγκαμÝς. Τα

δÜκρυÜ του τρÝξανε ποτÜμι. Κι ο ΓκιλγκαμÝς του εßπε: "¿ αδελφÝ μου, þ

αγαπημÝνε μου αδελφÝ, γιατß σε παßρνουν απü μÝνα;". Κι ýστερα ξανÜπε:

"ΠρÝπει να κÜτσω Ýξω απü την πüρτα των φαντασμÜτων των νεκρþν και

ποτÝ πιÜ να μην ξαναδþ τον αγαπημÝνο μου αδελφü;". Ενþ ο Ενκιντοý

Þταν ξαπλωμÝνος κÜτω, απü την αρρþστεια του, καταριüτανε την Πýλη του

ΔÜσους σα να Þταν κÜτι απü ζωντανÝς σÜρκες: "Εσý που φαινüσουν üτι

εßσουνα απü συνηθισμÝνο ξýλο και που σε θαýμαζα απü εßκοσι λεýγες

μακρυÜ και πρßν να δþ τον πυργοειδÞ κÝδρο, εσý που το ýψος σου Þταν

εβδομÞντα δυü κυβικÜ και εßκοσι τÝσσερα κυβικÜ το πλÜτος, εσý που το

στÞριγμÜ σου, η αμπÜρα σου και το κατþφλι σου Þταν τÝλεια, εσý που σ´

εßχαν φτιÜξει τεχνßτες της Νιπποýρ, της ιερÞς πüλης του Ενλßλ, αν γνþριζα

το νüημÜ σου, αν γνþριζα πþς η λαμπρüτητÜ σου θα μου κüστιζε τη ζωÞ,

θα εßχα σηκþσει το τσεκοýρι μου και σε κομμÜτιαζα σαν ξýλινο μεσοτοßχι.

ΠοτÝ δεν θα σε Üγγιζα με το χÝρι μου". Υστερα καταρÜστηκε τον κυνηγü με

την πüρνη. "ΚαταριÝμαι τον κυνηγü που με παγßδεψε. ΚυνÞγι να μην

πιÜνεται στα δßκτυα του, κι απ´ την καρδιÜ του να σβυστεß κÜθε πüθος". Κι

ýστερα καταρÜστηκε την πüρνη: "Οσο για σÝνα, γυναßκα, καθορßζω αιþνια

την τýχη σου. Σε καταριÝμαι με τη μεγÜλη κατÜρα. Ακüρεστος πüθος να σε

κυριαρχεß. Σπßτι σου να γßνουνε οι δρüμοι. Τη σκιÜ των τειχþν να κÜνεις

κρεβÜτι σου. ΜεθυσμÝνοι και ξεμÝθυστοι ßδια να σου φιλοýν τα μÜγουλÜ

σου".

Οταν ο ΣαμÜς Üκουσε τα λüγια του Ενκιντοý του φþναξε απü τον

ουρανü: "Ενκιντοý, γιατß καταριÝσαι τη γυναßκα, τη δασκÜλα που σε δßδαξε

να τρþς το ψωμß που Ýχει γßνει για τους Θεοýς και να πßνεις το κρασß των

βασιλιÜδων; ΑυτÞ που σου φüρεσε Ýνα υπÝροχο Ýνδυμα, δεν σου Ýδωσε

για σýντροφο τον Ýνδοξο ΓκιλγκαμÝς κι ο ΓκιλγκαμÝς δεν εßναι ο

πραγματικüς σου αδελφüς; /εν σε Ýβαλε να κοιμηθεßς σε βασιλικü κρεβÜτι

και να ξαπλþνεις αναπαυτικÜ στ´ αριστερÜ του; /εν Ýκανε τους ηγεμüνες

της γÞς να σου φιλοýν τα πüδια και τþρα üλος ο λαüς της Ουροýκ δεν

κλαßει και δεν θρηνεß για σÝνα; Οταν θα πεθÜνει, ο ΓκιλγκαμÝς θα αφÞσει

για χÜρη σου τα μαλλιÜ του να μεγαλþσουν, θα φορÝσει Ýνα τομÜρι απü

λιοντÜρι και θα περιφÝρεται στην ερημιÜ". Οταν ο Ενκιντοý Üκουσε τον

Ýνδοξο ΣαμÜς η θυμωμÝνη του καρδιÜ ηρÝμησε. ΑνακÜλεσε την κατÜρα και

εßπε για την πüρνη: "Ανθρωπος να μη σε περιφρονÞσει κι ειρωνικÜ να μην

εγκßσει τους μηροýς σου. ΒασιλιÜδες, ηγεμüνες και ευγενεßς να σε

ερωτεýονται. Ο γÝρος να κουνÜει τα γÝνια του üταν σε βλÝπει κι ο νÝος τη

ζωÞ του να δßνει. Για σÝνα χρυσÜφι και καρνÝλια και λαζουρßτη να

σωριÜζουνε στο δυνατü σου σπßτι. Για χÜρη σου τη σýζυγο και τη μÜνα των

εφτÜ παιδιþν τους να ξεχνÜνε. Κι οι ιερεßς το δρüμο να σ´ ανοßγουνε στην

παρουσßα των Θεþν".

Ο Ενκιντοý αποκοιμÞθηκε μÝσα στην αρρþστεια του και Üνοιξε την

καρδιÜ του στον ΓκιλγκαμÝς: "Την περασμÝνη νýχτα ονειρεýτηκα ξανÜ, φßλε

μου. Θρηνοýσαν οι ουρανοß κι ανταπαντοýσε η γÞ. Στεκüμουν ολομüναχος

μπροστÜ σ´ Ýνα τρομερü üν. Το πρüσωπü του Þταν σκοτεινü, σαν το

μαýρο πουλß της τρÝλλας. Χýμηξε κατÜ πÜνω μου με τα αετÞσια του νýχια

και γρÞγορα με Ýπιασε με ξÝσχισε με τα νýχια του και τα φτερÜ του, μÝχρι

που με απüκαμε. Και ýστερα με μεταμüρφωσε σε τÝτοιο σημεßο, που τα

χÝρια μου Ýγιναν φτεροýγες και σκεπÜστηκαν με φτερÜ. Υστερα κÜρφωσε

πÜνω μου το διαπεραστικü του βλÝμμα και με Ýσυρε μακρυÜ, στο βασßλειο

της ΙρκÜλα, της βασßλισσας της σκοτεινιÜς στο σπßτι απ´ üπου κανεßς απ´

üσους μπαßνουν δεν ξαναγυρßζει, στο δρüμο που δεν Ýχει γυρισμü. Εκεß

εßναι το σπßτι üπου οι Üνθρωποι ζουν στη σκοτεινιÜ. ΤροφÞ τους εßναι η

σκüνη και κρÝας τους η λÜσπη. Εßναι ντυμÝνοι σαν τα πουλιÜ κι Ýχουν

φτερÜ για κÜλυμμα. Φþς ποτÝ δεν βλÝπουνε και μÝνουν στα σκοτÜδια.

ΜπÞκα στο σπßτι της σκüνης και εßδα τους βασιλιÜδες της γÞς, με πεταμÝνα

απ´ το κεφÜλι τους τα στÝμματα, για πÜντα. Εßδα κυβερνÞτες και ηγεμüνες

κι üλους üσους κÜποτε φοροýσαν βασιλικÜ στÝμματα και κυβερνοýσαν τον

κüσμο σε παλιüτερες εποχÝς. Ολοι αυτοß που Ýζησαν στα παλÜτια των

θεþν, του Ανοý και του Ενλßλ, στÝκονται τþρα υπηρÝτες να σερβßρουνε

ψημÝνα κρÝατα στο σπßτι της σκüνης, να κουβαλοýν μαγειρεμÝνα φαγιÜ και

δροσερü νερü με το ασκß. Στο σπßτι της σκüνης που μπÞκα υπÞρχαν

μεγÜλοι ιερεßς, ιερεßς και βοηθοß τους, μÜγοι, ιερεßς και ιερεßς που

εκστασιÜζονται. ΥπÞρχαν υπηρÝτες του ναοý, κι ακüμα εκεß βρισκüταν κι ο

ΕτÜνα, ο βασιλιÜς του Κßς, που τον μετÝφερε αητüς στους ουρανοýς τον

παλιü καιρü. Εßδα επßσης τον ΣαμουκÜν, το θεü των κτηνþν. Εκεß Þταν και

η ΕρεσκιγκÜλ, η βασßλισσα του ΚÜτω Κüσμου. ΜπροστÜ της καθüταν

οκλαδüν ο Μπελßτ-ΣÝρ, αυτüς που κρατÜει τα κατÜστιχα των θεþν και το

βιβλßο των θανÜτων. Η ΕρεσκιγκÜλ κρατοýσε μια πινακßδα απü την οποßα

διÜβαζε. ΣÞκωσε το κεφÜλι της, με κοßταξε και εßπε: "Ποιüς τον Ýφερε αυτüν

εδþ;". Και τüτε ξýπνησα σαν Üνθρωπος που στÝγνωσε το αßμα του και που

πλανιÝται ολομüναχος σε χþρο απü καμÝνα βοýρλα, σαν κÜποιος που τον

Ýπιασε ο επιστÜτης και η καρδιÜ του εßναι πλημμυρισμÝνη απü τρüμο. ¿

αδελφÝ μου, üταν πεθÜνω πÜρε κÜποιον μεγÜλο ηγεμüνα Þ κÜποιον Üλλο Þ

πÜρε κÜποιον Θεü να στÝκεται στην πüρτα σου. Και ÜφησÝ τον να σβÞσει

το δικü μου üνομα και να γρÜψει το δικü του".

Ο Ενκιντοý εßχε βγÜλει τα ροýχα του και τινÜχτηκε κÜτω. Κι ο

ΓκιλγκαμÝς Üκουγε τα λüγια του κι Ýκλαιγε με δÜκρυα, ο ΓκιλγκαμÝς τον

Üκουγε κι Ýχυνε βρýση τα δÜκρυÜ του, Üνοιξε το στüμα του και εßπε στον

Ενκιντοý: "Ποιüς υπÜρχει μÝσα στην Ουροýκ με τα πανßσχυρα τεßχη που να

μπορεß να σου μοιÜζει στη σοφßα; ΠαρÜξενα πρÜγματα ειπþθηκαν. Γιατß

μιλÜς τüσο παρÜξενα; Το üνειρο Þταν θαυμÜσιο, αλλÜ ο τρüμος Þταν

μÝγας. ΠρÝπει να αποθησαυρßσουμε το üνειρο ανεξÜρτητα απü τον τρüμο.

Γιατß το üνειρο δεßχνει πþς η δυστυχßα Ýρχεται και στο γερü Üνθρωπο και

πþς γεμÜτο λýπη εßναι το τÝλος της ζωÞς". Και θρÞνησε ο ΓκιλγκαμÝς: "Και

τþρα πρÝπει να παρακαλÝσω τους Θεοýς, γιατß ο φßλος μου εßδε Ýνα τüσο

δυσοßωνο üνειρο". Την ημÝρα που ο Ενκιντοý εßδε το üνειρο Ýκλεισε κι

αυτüς καταθλιμμÝνος κεßτονταν Üρρωστος. Μια ολüκληρη μÝρα κεßτονταν

στο κρεβÜτι του. Κι ýστερα μια δεýτερη και μιÜ τρßτη ημÝρα αýξησαν τα

βÜσανÜ του. /Ýκα ημÝρες Þταν ξαπλωμÝνος και αýξαιναν διαρκþς τα

βÜσανÜ του. Και Ýντεκα και δþδεκα ημÝρες Ýμεινε στο κρεβÜτι του πüνου.

Και τüτε φþναξε στο ΓκιλγκαμÝς: "Φßλε μου, η μεγÜλη θεÜ με καταρÜστηκε

και πρÝπει να πεθÜνω ντροπιασμÝνος. /εν θα πεθÜνω σαν Üντρας που

πÝφτει στη μÜχη. ΦοβÞθηκα να πÜω στη μÜχη. Κι üμως ευτυχισμÝνος εßναι

ο Üνθρωπος που πÝφτει πολεμþντας, ενþ εγþ πεθαßνω σε ντροπÞ". Κι ο

ΓκιλγκαμÝς Ýκλαψε πÜνω απü τον Ενκιντοý. Με το πρþτο φþς της αυγÞς

ýψωσε τη φωνÞ του και εßπε στους συμβουλÜτορες της Ουροýκ:

Ακοýστε με μεγÜλοι της Ουροýκ,

θρηνþ τον Ενκιντοý, το φßλο μου,

βαρυÜ στενÜζω σα γυναßκα που θρηνεß,

κλαßω τον αδελφü μου.
Ε! Ενκιντοý, τ' αγριογÜιδουρο κι η γαζÝλα

που στÜθηκαν πατÝρας σου για μÝνα

και τα τετρÜποδα που βüσκαγαν μαζß σου

θρηνοýν για σÝνα.
Του κÜμπου και των λιβαδιþν τ' αγρßμια,

οι δρüμοι μες στ' αγαπημÝνο σου κεδρüδασο

νýχτα και μÝρα μουρμουρßζουν.
Και ο μεγÜλος της τειχüκλειστης Ουροýκ

θρηνεß για σÝνα το δÜχτυλο της ευλογßας

τεντþνεται σε θρÞνο.
¿ Ενκιντοý, αδελφÝ μου,

τσεκοýρι εßσουν στα πλευρÜ μου

κι η δýναμÞ μου, το ξßφος ποýσερνα στη ζωÞ μου

κι η ασπßδα ποýμπαινε μπροστÜ μου

φανταχτερü μου Ýνδυμα, το λαμπρü στολßδι.

Ακουσε, γýρω üλη η χþρα αντηχεß

σα μια μητÝρα που θρηνεß.

Τα μονοπÜτια που διαβÞκαμε μαζß, θρηνοýν,

κι ο πÜνθηρας, κι ο τßγρης και τ´ αγρßμια που κυνηγÞσαμε μαζß

και το λιοντÜρι, το ελÜφι, η λεοπÜρδαλη,

ο αßγαγρος, ο ταýρος κι η ελαφßνα.

Και το βουνü που το ποτßσαμε και σφÜξαμε το φýλακÜ του

θρηνεß για σÝνα.

Και ο ΟυλÜ, ποτÜμι του ΕλÜμ και ο αγαπητüς μας ο ΕυφρÜτης

απ´ üπου πÝρναμε νερü για τα ασκιÜ μας

και οι πολεμιστÝς της τειχογýριστης Ουροýκ,

της πüλης üπου σκüτωσες τον Ταýρο του Ουρανοý,

θρηνοýν για σÝνα.

Κι üλοι της Εριντοý οι Üνθρωποι

θρηνοýν για σÝνα Ενκιντοý.

Κι οι θεριστÝς κι οι ζευγολÜτες

που κουβαλοýσανε καρπü για σÝνα

τþρα για σÝνανε θρηνοýν.

Κι η πüρνη, που με λÜδι ευωδιαστü σε Üλειψε

κλαßει πικρÜ για σÝνα τþρα.

Κι οι υπηρÝτες που μ´ αρþματα σ' αλεßψανε το σþμα

θρηνοýν για σÝνα τþρα.

Του παλατιοý οι γυναßκες που τη σýζυγο σοýφερναν

με της δικÞς σου εκλογÞς το δαχτυλßδι,

κλαßνε πικρÜ για σÝνα τþρα.

Κι οι νιοß που στÜθηκαν αδÝλφια σου,

σα νÜσανε γυναßκες,

ακοýρευτα αφÞσανε σε πÝνθος τα μαλλιÜ τους.

Τýχη κακÞ με Ýχει καταστρÝψει.

ΜικρÝ μου αδελφÝ, Ενκιντοý, αγαπημÝνε φßλε,

γιατß ο ýπνος τοýτος σε κρατεß;

ΧÜθηκες μeς στην ερημιÜ και δε μπορεßς ν' ακοýσεις.

Ακοýμπησε το χÝρι στην καρδιÜ του, αλλÜ η καρδιÜ του δεν χτυποýσε

πιÜ, οýτε και Üνοιξε ξανÜ τα μÜτια του. Οταν ο ΓκιλγκαμÝς ακοýμπησε το

χÝρι του στην καρδιÜ του δεν χτυποýσε πιÜ. Κι ο ΓκιλγκαμÝς τον σκÝπασε

με πÝπλο, σαν εκεßνο που ρßχνουν στη νýφη. Κι Üρχισε να ορýεται με

λýσσα, σαν το λιοντÜρι και σαν τη λÝαινα που της πÞραν τα μικρÜ της. Κι

Ýτσι θρηνþντας στριφογýριζε, γýρω στο κρεβÜτι του φßλου του, τραβοýσε

τα μαλλιÜ του και τα σκορποýσε Ýνα γýρω. ΞÝσχισε τα λαμπρÜ του

φορÝματα και τα πÝταξε κÜτω σα να Þσαν βρþμικα παλιοπρÜγματα.

Με το πρþτο φþς της αυγÞς ο ΓκιλγκαμÝς Üρχισε να φωνÜζει: "Σ´

Ýβαλα να κοιμηθεßς σε βασιλικü κρεβÜτι και να αναπαýεσαι σε κÜθισμα στ´

αριστερÜ μου. Και οι ηγεμüνες της γÞς σου φιλοýσαν τα πüδια. ΘÝλω να

κÜνω üλο το λαü της Ουροýκ να θρηνεß για σÝνα και να αρχßσει τα

μοιρολüγια. Κι üταν θα Ýχεις μπεß μÝσα στη γÞ, για σÝνανε θ´ αφÞσω τα

μαλλιÜ μου να μεγαλþσουν. Και μÝς τις ερημιÝς θα τριγυρνþ, φορþντας

τομÜρι λιονταριοý". Και την επüμενη ημÝρα με τα χαρÜματα, ο ΓκιλγκαμÝς

Üρχισε τους θρÞνους. ΕφτÜ ημÝρες και εφτÜ νýχτες Ýκλαιγε για τον

Ενκιντοý, μÝχρι που Ýπεσαν τα σκουλßκια στο σþμα του. Και μüνο τüτε τον

Ýθαψε, γιατß ο ΑννουνÜκι, ο κριτÞς τον εßχε πÜρει πιÜ.

Και τüτε ο ΓκιλγκαμÝς Ýβγαλε μια διακÞρυξη σ´ üλη τη χþρα, που

καλοýσε να μαζευτοýν απü παντοý οι χαλκιÜδες, οι χρυσοχüοι και οι

λιθοδουλευτÝς. Και τους διÝταξε: "Να φτιÜξετε Üγαλμα στο φßλο μου". Και το

Üγαλμα το φτιÜξανε με βαρý λαζουρßτη στα στÞθη και με χρυσü στο κορμß.

Υστερα τοποθÝτησε Ýνα τραπÝζι απü σκληρü ξýλο και πÜνω του Ýβαλε Ýνα

δοχεßο απü λαζουρßτη γεμÜτο βοýτυρο. Κι αυτÜ τα πρüσφερε στο Θεü Ηλιο.

Και κλαßγοντας Ýφυγε.

  1. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ

Ο ΓκιλγκαμÝς Ýκλαψε πικρÜ το φßλο του τον Ενκιντοý, και ýστερα

περιπλανÞθηκε στην ερημιÜ σαν κυνηγüς, και γýρισε üλους τους κÜμπους.

ΜÝσα στην πßκρα του φþναζε: "Πþς εßναι δυνατü να σταματÞσω; Πþς εßναι

δυνατü να ησυχÜσω; Απελπισßα πνßγει την καρδιÜ μου. Που εßναι τþρα ο

αδελφüς μου; Και τι θα γßνω üταν θα πεθÜνω; Επειτα φοβÜμαι το θÜνατο,

θα κÜνω üτι μπορÝσω για να βρþ τον Ουτναπιστßμ που τον αποκαλοýν

"Μακρινü", γιατß αυτüς κατÜφερε να μπεß στο συμβοýλιο των Θεþν". Και

Ýτσι ο ΓκιλγκαμÝς περιφερüταν στις ερημιÝς, περπÜτησε πρÜσινες χþρες

και συνÝχιζε Ýνα ταξßδι που κρατοýσε πολý χρüνο, αναζητþντας τον

Ουτναπιστßμ, που τον εßχαν πÜρει οι θεοß μετÜ τον κατακλυσμü και τον

εγκατÝστησαν στη χþρα Ντßλμουν, στους κÞπους του Þλιου. Και κεß του

χÜρισαν την αιþνια ζωÞ.

Το βρÜδυ üταν ο ΓκιλγκαμÝς Ýφτασε στη στενÞ διÜβαση του βουνοý,

Ýκανε την προσευχÞ του: "Σε τοýτο το βουνÞσιο πÝρασμα παλιüτερα εßχα

δεß λιοντÜρια και τρüμαξα και σÞκωσα τα μÜτια μου προς το φεγγÜρι.

ΠροσευχÞθηκα. Κι η προσευχÞ μου Ýφτασε στους Θεοýς. Και τþρα, þ! θεÝ

του φεγγαριοý Σßν, προστÜτεψÝ με". Κι üταν τελεßωσε την προσευχÞ του

ξÜπλωσε και κοιμÞθηκε. Και ξýπνησε απü Ýνα üνειρο. Εßδε ολüγυρÜ του τα

λιοτÜρια ζωντανÜ να καμαρþνουν. Και τüτε Üρπαξε στα χÝρια του το

τσεκοýρι, τρÜβηξε το ξßφος του απü τη μÝση και Ýπεσε πÜνω τους σα βÝλος

απü τüξο. Και τα χτýπησε, τα κατÜστρεψε και τα διÝλυσε. Κι Ýτσι ο

ΓκιλγκαμÝς Ýφθασε σε κεßνο το ψηλü βουνü που το λÝνε Μασοý, το βουνü

που κρατÜει την ανατολÞ και τη δýση του Þλιου. Η διπλÞ του κορυφÞ εßναι

ψηλÞ ως τα τεßχη του ουρανοý. Και οι θηλÝς τους μπαßναν βαθειÜ στον

ΚÜτω Κüσμο. Την πýλη του την φýλαγαν οι σκορπιοß: μισοß Üνθρωποι και

μισοß δρÜκοι. Η δüξα τους εßναι τρομερÞ. Η ματιÜ τους φÝρνει το θÜνατο

στους ανθρþπους. Ο φωτεινüς τους φωτοστÝφανος λαμποκοπÜει στο

βουνü που φυλÜει τον ανατÝλλοντα Þλιο. Οταν τους αντßκρυσε ο

ΓκιλγκαμÝς, σκÝπασε αμÝσως τα μÜτια του. Υστερα πÞρε κουρÜγιο και

πλησßασε. Οταν τον εßδανε να πλησιÜζει Üφοβα, ο Ανθρωπος - Σκορπιüς

εßπε στο σýντροφü του: "Αυτüς εκεß που Ýρχεται κατÜ δþ εßναι απü θεúκÞ

σÜρκα". Κι ο σýντροφος του Ανθρþπου - Σκορπιοý του εßπε: "ΚατÜ τα δýο

τρßτα εßναι Θεüς και κατÜ το Ýνα τρßτο Üνθρωπος".

Και τüτε φþναξαν στον ΓκιλγκαμÝς, φþναξαν στο παιδß των Θεþν:

"Γιατß κÜνατε Ýνα τüσο μεγÜλο ταξßδι, διασχßζοντας τα επικßνδυνα νερÜ; ΠÝς

μας για ποιü λüγο Ýφθασες εδþ;". Κι ο ΓκιλγκαμÝς απÜντησε: "Για χÜρη του

Ενκιντοý. Τον αγαποýσα πολý. Μαζß δοκιμÜσαμε üλες τις σκληρüτητες. Και

εßρθα για χÜρη του επειδÞ τον πÞρε η κοινÞ μοßρα των ανθρþπων. Εκλαψα

το χαμü του εφτÜ μÝρες και νýχτες. /εν Þθελα να θÜψω το σþμα του, γιατß

πßστευα πþς ο φßλος μου θα ξαναγýριζε εξ αιτßας των δακρýων μου. Απü

τüτε που Ýφυγε η ζωÞ μου δεν εßναι τßποτα. Και γι´ αυτü ταξßδεψα μÝχρις

εδþ. Αναζητþ τον Ουτναπιστßμ, τον πατÝρα μου. Γιατß οι Üνθρωποι λÝνε

πþς μπÞκε στη σýναξη των Θεþν και κÝρδισε την αιþνια ζωÞ. Κι Ýχω την

επιθυμßα να τον ρωτÞσω να μου εξηγÞσει τη ζωÞ και το θÜνατο". Ο

Ανθρωπος - Σκορπιüς Üνοιξε το στüμα του και εßπε στον ΓκιλγκαμÝς:

"ΚανÝνας Üνθρωπος που γεννÞθηκε απü γυναßκα δεν κατüρθωσε αυτü που

γυρεýεις. Κανεßς θνητüς δεν μπεßκε στο βουνü. Το μÞκος του εßναι δþδεκα

λεýγες σκοτεινιÜ. Και δεν υπÜρχει φþς σ´ αυτü το χþρο. Η καρδιÜ πνßγεται

απü τη σκοτεινιÜ. Απü την ανατολÞ και μÝχρι τη δýση του Þλιου δεν

υπÜρχει φþς". Ο ΓκιλγκαμÝς εßπε: "Κι αν εßτανε να πÜω στη λýπη και στον

πüνο αναστενÜζοντας και κλαßγοντας, θα πÞγαινα. Ανοιξε λοιπüν την Πûλη

του βουνοý". Κι ο Ανθρωπος - Σκορπιüς εßπε: "Προχþρησε ΓκιλγκαμÝς,

σου επιτρÝπω να περÜσεις μÝσα απü το βουνü Μασοý και μÝσα απü την

υψηλÞ τÜξη. Ισως τα πüδια σου γερÜ να σε ξαναφÝρουν στην πατρßδα σου.

Η πýλη του βουνοý εßναι ανοικτÞ".

Οταν ο ΓκιλγκαμÝς τον Üκουσε Ýκανε üτι του εßπε ο Ανθρωπος -

Σκορπιüς και ακολοýθησε το δρüμο του Þλιου προς την ανατολÞ, μÝσα απü

το βουνü. Οταν προχþρησε μια λεýγα, η σκοτεινιÜ Ýγινε γýρω του πυκνÞ,

γιατß δεν εßχε φþς και δεν μποροýσε τßποτα μπροστÜ και πßσω του να δεß.

ΜετÜ τη δεýτερη λεýγα η σκοτεινιÜ Ýγινε πυκνÞ και φþς δεν Þταν πουθενÜ.

Και δεν μποροýσε τßποτα, μπροστÜ και πßσω του να δεß. Σαν τÝλειωσε την

πÝμπτη λεýγα, η σκοτεινιÜ Ýγινε πυκνÞ και φþς δεν Þταν πουθενÜ. Και δεν

μποροýσε τßποτα μπροστÜ και πßσω του να δεß. Σαν τÝλειωσε η Ýκτη λεýγα

η σκοτεινιÜ Ýγινε πυκνÞ και φþς δεν Þταν πουθενÜ. Και δεν μποροýσε

τßποτα, μπροστÜ και πßσω του να δεß. Σαν τÝλειωσε κι η Ýβδομη η λεýγα, η

σκοτεινιÜ Ýγινε πυκνÞ και φþς δεν Þταν πουθενÜ. Και δεν μποροýσε

τßποτα, μπροστÜ και πßσω του να δεß. Κι üταν περπÜτησε και τις οκτþ

λεýγες, ο ΓκιλγκαμÝς Ýβγαλε μια δυνατÞ κραυγÞ, γιατß η σκοτεινιÜ Þταν

πυκνÞ και δεν μποροýσε τßποτα μπροστÜ και πßσω του να δεß. Στην Ýνατη

τη λεýγα Ýνοιωσε κατÜμουτρα το βοριÜ, αλλÜ η σκοτεινιÜ Þταν πυκνÞ, φþς

δεν υπÞρχε πουθενÜ και δεν μποροýσε τßποτα μπροστÜ και πßσω του να

δεß. ΜετÜ τη δÝκατη τη λεýγα, το τÝλος Ýφτανε. ΜετÜ την ενδÝκατη τη λεýγα,

φÜνηκε το φþς της αυγÞς. Στο τÝλος της δωδÝκατης λεýγας πρüβαλε ο

Þλιος.

Κι εκεß υπÞρχε ο κÞπος των Θεþν. ΟλüγυρÜ του Þταν θÜμνοι

φορτωμÝνοι με πολýτιμα στολßδια. Οταν τον αντßκρυσε προχþρησε ßσια

προς τα εκεß, γιατß εκεß κρεμüντανε δοχεßα απü καρνÝλιαν γεμÜτα κρασß με

θαυμÜσια üψη. Τα φýλλα Þταν απü παχý λαγουρßτη και οι πολýτιμοι

καρποß τους που φαινüταν στο βÜθος Ýδειχναν να εßναι γλυκεßς. Για αγκÜθια

και για βελüνες των θÜμνων εßχαν αιματßνη και πολýτιμες πÝτρες, αχÜτη και

μαργαριτÜρια που βγαßναν απü τη θÜλασσα. Ενþ ο ΓκιλγκαμÝς

προχωροýσε απü την Üκρη της θÜλασσας προς τον κÞπο τον εßδε ο

ΣαμÜς. Και εßδε ο ΣαμÜς πþς εßτανε ντυμÝνος με δÝρμα ζþων και εßχε φÜει

τις σÜρκες τους. Ηταν καταθλιμÝνος και του εßπε: "Κανεßς θνητüς δεν

διÜβηκε πρßν απü σÝνα σε τοýτα δþ τα μÝρη κι οýτε ποτÝ θα φθÜσει, üσο

θα φυσÜει ο Üνεμος στη θÜλασσα". Και πρüσθεσε στο ΓκιλγκαμÝς: "ΠοτÝ

δεν θα βρεßς τη ζωÞ που αναζητÜς". ΚΙ ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στον Ýνδοξο

ΣαμÜς: "Τþρα που ταλαιπωρÞθηκα και τσακßστηκα μÝσα στην Ýρημο,

πρÝπει να κοιμηθþ και να σκεπÜσει η γÞ για πÜντα το κεφÜλι μου; Αφησε

τα μÜτια μου να κοιτÜξουν τον Þλιο μÝχρι να ζαλιστþ. Παρ´ üλο που δεν

εßμαι καλýτερα απü το νεκρü, αφÞστε με να δþ το φþς του Þλιου".

Πßσω απü τη θÜλασσα ζεß η γυναßκα του κρασιοý, αυτÞ που φτιÜχνει

το κρασß. Η Σιντουρß κÜθεται στον κÞπο στην Üκρη της θÜλασσας, με τα

χρυσÜ τα κýπελα και τα χρυσÜ πιθÜρια που της χÜρισαν οι Θεοß. Ηταν

σκεπασμÝνη με πÝπλο. Και απü κεß που καθüταν εßδε το ΓκιλγκαμÝς να

προχωρÜει προς αυτÞν, φορþντας δÝρματα στις θεúκÝς του σÜρκες, αλλÜ

με πνιγμÝνη την καρδιÜ του στην απελπισßα και με πρüσωπο σαν του

ανθρþπου που ταξßδεψε πολý. Τον κοßταξε κι üπως αναμÝτρησε την

απüσταση εßπε μÝσα της: "Ασφαλþς κÜποιος κακοýργος εßναι. ΑλλÜ τι

γυρεýει εδþ;". Και μαντÜλωσε με διπλü μÜνταλο την πüρτα. ΑλλÜ ο

ΓκιλγκαμÝς που Üκουσε το θüρυβο του μÜνταλου Ýρριξε προς τα πßσω το

κεφÜλι και πÜτησε το πüδι του στην πüρτα. Και της φþναξε: "ΚοπÝλλα, εσý

που κÜνεις το κρασß, γιατß μαντÜλωσες την πüρτα σου; Θα σπÜσω και θα

συντρßψω την πüρτα σου, γιατß εγþ εßμαι ο ΓκιλγκαμÝς, που Ýπιασε και

σκüτωσε τον ταýρο του ουρανοý, που σκüτωσε το φýλακα του δÜσους των

ΚÝδρων, που ανÝτρεψε το ΧουμπαμπÜ που ζοýσε μες το δÜσος και

σκüτωσε και τα λιοντÜρια στο διÜσελο του βουνοý". Και τüτε η Σιντουρß του

εßπε: "Αν εßσαι εσý ο ΓκιλγκαμÝς που Ýπιασε και σκüτωσε τον ταýρο του

ουρανοý, που σκüτωσε το φýλακα του δÜσους των ΚÝδρων, που ανÝτρεψε

το ΧουμπαμπÜ και σκüτωσε και τα λιοντÜρια στο διÜσελο του βουνοý, γιατß

τα μÜγουλÜ σου εßναι τüσο λιμασμÝνα κι εßναι τüσο στεγνü το πρüσωπü

σου; Γιατß εßναι πνιγμÝνη στην απελπισßα η καρδιÜ σου κι εßναι το πρüσωπü

σου σαν εκεßνου που ταξßδεψε πολý; Κι ακüμα γιατß το πρüσωπü σου εßναι

ξεροψημÝνο απü τη ζÝστα και το κρýο και γιατß Ýφτασες εδþ

περιπλανüμενος μÝσα στα λιβÜδια, αναζητþντας τον αÝρα;".

Κι ο ΓκιλγκαμÝς της αποκρßθηκε: "Και πþς να μην εßναι λιμασμÝνα τα

μÜγουλÜ μου και να μην εßναι στεγνü το πρüσωπü μου; ΠνιγμÝνη στην

απελπισßα εßναι η καρδιÜ μου κι εßναι το πρüσωπü μου σαν εκεßνου που

ταξßδεψε πολý και ξεροψÞθηκε απü τη ζÝστη και το κρýο. Και γιατß να μην

περιπλανηθþ μÝσα στα λιβÜδια, αναζητþντας τον αÝρα; Ο φßλος μου, ο πιü

μικρüς μου αδελφüς, αυτüς που κυνηγοýσε το αγριογÜιδουρο στις ερημιÝς,

τον πÜνθηρα στους κÜμπους, ο φßλος μου, ο πιü μικρüς μου αδελφüς, που

Ýπιασε και σκüτωσε τον Ταýρο του Ουρανοý και που ανÝτρεψε το

ΧουμπαμπÜ στο δÜσος των ΚÝδρων, ο φßλος μου ο πολυαγαπημÝνος που

πλÜι μου ριψοκινδýνεψε, ο Ενκιντοý ο αδελφüς μου, που τον αγÜπησα

πολý, εχÜθηκε. Τον Üρπαξε το τÝλος των θνητþν. Και Ýκλαψα γι´ αυτüν

εφτÜ ημÝρες και εφτÜ νýχτες, μÝχρι που πÝσαν τα σκουλßκια στο σþμα του.

Εξ αιτßας του αδελφοý μου φοβÞθηκα το θÜνατο, εξ αιτßας του αδελφοý μου

Üρχισα να τρÝχω και αναπαμü δε βρßσκω. ΑλλÜ τþρα κοπÝλλα μου, εσý

που φτιÜχνεις το κρασß, απü τη στιγμÞ που εßδα το πρüσωπü σου, μÞ με

αφÞνεις να γνωρßσω το πρüσωπο του θανÜτου που τüσο πολý φοβÜμαι".

Κι εκεßνη του αποκρßθηκε: "ΓκιλγκαμÝς για που τρÝχεις; ΠοτÝ δεν

πρüκειται να βρεßς τη ζωÞ που ζητÜς. Οταν οι Θεοß δημιοýργησαν τον

Üνθρωπο, του Ýδωσαν για μοßρα του το θÜνατο, ενþ τη ζωÞ την κρÜτησαν

μüνο για τον εαυτü τους. Οσο για σÝνα ΓκιλγκαμÝς γιüμισε την κοιλιÜ σου

με ευχÜριστα. ΜÝρα και νýχτα, νýχτα και μÝρα, χüρευε και απüλαυσε, πßνε

και γλÝντησε. Φüρεσε καινοýργια ροýχα, πλýνε το σþμα σου στο νερü,

αγÜπα το παιδÜκι που κρατÜς στο χÝρι σου και κÜνε τη γυναßκα σου στην

αγκαλιÜ σου ευτυχισμÝνη. Γιατß κι αυτü εßναι στη μοßρα του ανθρþπου".

ΑλλÜ ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στη Σιντουρß, τη νÝα κοπÝλλα του κρασιοý: "Πþς

εßναι δυνατü να σιωπÞσω, πþς εßναι δυνατü να βρþ αναπαμü, üταν ο

Ενκιντοý που τüν αγÜπησα πολý Ýγινε σκüνη κι üταν και γþ θα πεθÜνω και

θα με βÜλουνε στη γÞ για πÜντα;". Κι ýστερα της ξανÜπε: "ΝÝα κοπÝλλα,

πÝς μου τþρα ποιüς ειν´ ο δρüμος για να βρþ τον Ουτναπιστßμ, το γιü του

ΟυμπÜρα - Τουτοý; ΠοιÜ κατεýθυνση πρÝπει να πÜρω! Θα διαπλεýσω και

τον κεανü αν εßναι δυνατü. Κι αν δεν εßναι δυνατü, θα πλανηθþ ακüμα πιü

μακρυÜ στην Ýρημο". Κι αυτÞ, που φτιÜχνει το κρασß του εßπε: "ΓκιλγκαμÝς,

δεν υπÜρχει τρüπος να διαπλεýσεις τον κεανü. Απü üπου και αν εßρθες

και απü την πανÜρχαια αν εßσαι εποχÞ δεν εßσαι ικανüς αυτÞ τη θÜλασσα

για να διαβÞς. Μüνο ο Þλιος μÝσα στη δüξα του μπορεß να διαπερνÜει

αυτüν τον κεανü. ΑλλÜ κανεßς πÝρα απü το ΣαμÜς δεν τον πÝρασε ποτÝ.

Ο τüπος και το πÝρασμα εßναι δýσκολα. Και τα νερÜ του θανÜτου που

ρÝουν ανÜμεσÜ του εßναι βαθειÜ. ΓκιλγκαμÝς πþς εßναι δυνατü να

διαπλεýσεις Ýναν τÝτοιο ωκεανü; Κι üταν θα φτÜσεις στα νερÜ του θανÜτου

τι θα κÜνεις; Παρ´ üλα αυτÜ ΓκιλγκαμÝς, κÜτω εκεß στο δÜσος θα βρεßς τον

Ουρσαναμπß, τον πορθμÝα του Ουτναπιστßμ. Αυτüς κρατÜει τα ιερÜ

πρÜγματα, τα πÝτρινα πρÜγματα. Στο πλοßο του Ýχει πλþρη ερπετοý.

ΕρεýνησÝ τον καλÜ. Και αν εßναι δυνατü θα διαπλεýσεις μαζß του τα νερÜ.

ΑλλÜ αν δεν εßναι δυνατü, πρÝπει να γυρßσεις πßσω".

Οταν τα Üκουσε αυτÜ ο ΓκιλγκαμÝς θýμωσε. ΠÞρε στο χÝρι του το

τσεκοýρι του, Ýσυρε και το σπαθß του απü τη μÝση και χýθηκε σα βÝλος

στην Üκρη στη θÜλασσα. Απü το θυμü του Ýσπασε τις πÝτρες μπÞκε μÝσα

στο δÜσος και κÜθισε. Ο Ουρσαναμπß εßδε τη λÜμψη του σπαθιοý, Üκουσε

το τσεκοýρι και εßπε στο ΓκιλγκαμÝς: "ΠÝς μου ποιü εßναι το üνομÜ σου;

Εγþ εßμαι ο Ουρσαναμπß, ο πορθμÝας του Ουτναπιστßμ, του Μακρινοý". Κι

εκεßνος του αποκρßθηκε: "ΓκιλγκαμÝς εßναι το üνομÜ μου, εßμαι απü την

Ουροýκ, απü τον οßκο του Ανοý". Κι ο Ουρσαναμπß του αποκρßθηκε: "Γιατß

τα μÜγουλÜ σου εßναι λιμασμÝνα κι εßναι στεγνü το πρüσωπü σου; Γιατß

Ýχεις απελπισßα στην καρδιÜ κι εßναι το πρüσωπü σου σαν εκεßνου που

ταξßδεψε πολý; Κι ακüμα γιατß το πρüσωπü σου εßναι ξεροψημÝνο απü τη

ζÝστη και το κρýο. Και γιατß Ýφτασες εδþ περιπλανημÝνος μÝσα στα

λειβÜδια, αναζητþντας τον αÝρα;". Κι ο ΓκιλγκαμÝς του αποκρßθηκε: "Πþς

εßναι δυνατü να μην εßναι λιμασμÝνα τα μÜγουλÜ μου και να μην εßναι

στεγνü το πρüσωπü μου σαν εκεßνου που ταξßδεψε πολý. ΞεροψÞθηκα

απü τη ζÝστη και το κρýο. Πþς να μην περιπλανηθþ μÝσα στα λειβÜδια; Ο

φßλος μου ο πιü μικρüς μου αδελφüς, που Ýπιασε και σκüτωσε τον Ταýρο

του Ουρανοý και που ανÝτρεψε το ΧουμπαμπÜ στο δÜσος των ΚÝδρων, ο

φßλος μου ο αγαπημÝνος που πλÜι μου ριψοκινδýνεψε, ο Ενκιντοý ο

αδελφüς μου που τον αγÜπησα πολý εχÜθει. Τον Üρπαξε το τÝλος των

θνητþν. Και Ýκλαψα γι´ αυτüν εφτÜ ημÝρες και εφτÜ νýχτες, μÝχρι που

πÝσαν τα σκουλßκια στο σþμα του. Εξ αιτßας του αδελφοý μου φοβÞθηκα το

θÜνατο, εξ αιτßας του αδελφοý μου Üρχισα να τρÝχω στις ερημιÝς και

αναπαμü δεν βρßσκω. Η μοßρα του βαραßνει πÜνω μου. Πþς εßναι δυνατü

να σιωπÞσω και να ηρεμÞσω; Αυτüς εßναι πιÜ σκüνη. Κι εγþ θα πεθÜνω.

Και μÝνα θα με βÜλουνε για πÜντα στη γÞ. ΦοβÞθηκα το θÜνατο. Και γι´

αυτü Ουρσαναμπß πÝς μου που εßναι ο δρüμος που οδηγεß στον

Ουτναπιστßμ; Αν εßναι δυνατü, θα διασχßσω και τα νερÜ του θανÜτου. Αν üχι

θα συνεχßσω ακüμα να πλανιÝμαι μÝσα στην ερημιÜ".

Ο Ουρσαναμπß του εßπε: "ΓκιλγκαμÝς τα ßδια σου τα χÝρια σε

εμποδßζουνε να διαπλεýσεις τον κεανü. Οταν Ýσπαζες τα πÝτρινα

αντικεßμενα, Ýσπαζες την ασφÜλεια του πλοßου". Ο ΓκιλγκαμÝς του

αποκρßθηκε: "Γιατß εßσαι τüσο θυμωμÝνος μαζß μου, Ουρσαναμπß, αφοý εσý

διαπερνÜς τον κεανü νýκτα και ημÝρα κι üλες τις εποχÝς του χρüνου;". Κι

ο Ουρσαναμπß του εßπε: "ΑυτÝς οι πραγματικÝς πÝτρες Þσαν εκεßνες που με

μετÝφεραν με σιγουριÜ πÜνω απü τον κεανü. Τþρα üμως ΓκιλγκαμÝς

πÞγαινε μÝσα στο δÜσος με το τσεκοýρι σου κüψε πασÜλους. Κüψε εκατüν

εßκοσι πασÜλους. Και κüψε τους εξÞντα κυβικÜ μÞκος. ΒÜψε τους με πßσσα,

δÝσε τους με στεφÜνι και φÝρε τους εδþ". Οταν ο ΓκιλγκαμÝς Üκουσε αυτÜ,

πÞγε στο δÜσος Ýκοψε πασÜλους, εκατüν εßκοσι τον αριθμü. Και τους

Ýκοψε εξÞντα κυβικÜ μÞκος. Τους Ýβαψε με πßσσα, τους Ýβαλε στεφÜνι και

τους πÞγε στον Ουρσαναμπß. Μ´ αυτοýς επενδýσανε το πλοßο ο

ΓκιλγκαμÝς και ο Ουρσαναμπß μαζß. Και Ýτσι ανοιχτÞκαν στον κεανü. Για

τρεßς ημÝρες συνÝχιζαν το ταξßδι τους και εßχαν διανýσει διÜστημα ενüς

μηνüς και δÝκα πÝντε ημερþν. Και τüτε ο Ουρσαναμπß οδÞγησε το πλοßο

του στα νερÜ του θανÜτου. Και εßπε ο Ουρσαναμπß στον ΓκιλγκαμÝς:

"ΒιÜσου. ΠÜρε Ýνα πÜσαλο και σπρþξε τον προς τα εκεß, αλλÜ πρüσεξε τα

χÝρια σου να μην αγγßξουν τα νερÜ". Ο ΓκιλγκαμÝς πÞρε Ýναν δεýτερο

πÜσαλο, ýστερα Ýναν τρßτο κι Ýνα τÝταρτο πÜσαλο. Υστερα ο ΓκιλγκαμÝς

πÞρε Ýναν πÝμπτο, Ýναν Ýκτο και Ýναν Ýβδομο πÜσαλο. Κι ο ΓκιλγκαμÝς

πÞρε τον üγδοο, τον Ýνατο και το δÝκατο πÜσαλο. Κι ο ΓκιλγκαμÝς πÞρε τον

ενδÝκατο και το δωδÝκατο πÜσαλο. Και αφοý πÝταξε τους εκατüν εßκοσι

πασÜλους ο ΓκιλγκαμÝς χρησιμοποßησε τον τελευταßο. Και ýστερα

γυμνþθηκε ο ßδιος. Υψωσε το μπρÜτσο του σε κατÜρτι και Ýκαμε τα ροýχα

του πανιÜ. Και Ýτσι ο Ουρσαναμπß, ο πορθμÝας μετÝφερε το ΓκιλγκαμÝς

στον Ουτναπιστßμ, που τον ελÝγανε και "Μακρινü", που ζοýσε στο

Ντιλμοýν, στη χþρα που περνÜει ο Þλιος ανατολικÜ του βουνοý. Μüνο σ´

αυτüν οι θεοß, απ´ üλους τους ανθρþπους χÜρισαν την αιþνια ζωÞ.

Και τþρα ο Ουτναπιστßμ απü εκεß που ζοýσε με Üνεση, κοßταξε

μακρυÜ και εßπε μÝσα του απορþντας: "Γιατß το πλοßο να πλÝει χωρßς

Üρμενα και κατÜρτι; Γιατß να καταστρÜφηκαν οι ιερÝς πÝτρες; Και γιατß δεν

φαßνεται κατÜρτι στο πλοßο; Ο Üνθρωπος που Ýρχεται δεν εßναι απ´ τους

δικοýς μου. Απ´ üτι βλÝπω, ο Üνθρωπος αυτüς Ýχει σκεπασμÝνο το σþμα

του με δÝρματα ζþων. Ποιüς να εßναι αυτüς που ακολουθεß πßσω απü τον

Ουρσαναμπß και που ασφαλþς δεν εßναι απü τους δικοýς μου;". Και ο

Ουτναπιστßμ τον παρακολουθοýσε με το βλÝμμα του και του εßπε: "Ποιü

εßναι το üνομÜ σου εσÝνα που Ýρχεσαι εδþ, φορþντας δÝρμα ζþων και που

τα μÜγουλÜ σου εßναι λιμασμÝνα κι εßναι στεγνü το πρüσωπü σου; Γιατß

Ýρχεσαι τüσο βιαστικüς; Γιατß Ýκανες τοýτο το μεγÜλο ταξßδι και γιατß

διÝπλευσες θÜλασσες που το πÝρασμÜ τους εßναι επικßνδυνο; ΠÝς μου

λοιπüν τους λüγους που εßρθες εδþ". Και κεßνος του αποκρßθηκε:

"ΓκιλγκαμÝς εßναι το üνομÜ μου. Εßμαι απü την Ουροýκ απü τον οßκο του

Ανοý". Και τüτε ο Ουτναπιστßμ του εßπε: "Αν εßσαι σý ο ΓκιλγκαμÝς, γιατß τα

μÜγουλÜ σου εßναι τüσο λιμασμÝνα κι εßναι στεγνü το πρüσωπü σου; Γιατß η

καρδιÜ σου εßναι πνιγμÝνη στην απελπισßα κι εßναι το πρüσωπü σου σαν

εκεßνου που ταξßδεψε πολý; Κι ακüμα γιατß το πρüσωπü σου εßναι

ξεροψημÝνο απü τη ζÝστη και το κρýο; Και γιατß Ýφτασες εδþ αφοý

περιπλανÞθηκες στις ερημιÝς, αναζητþντας τον αÝρα;".

Κι ο ΓκιλγκαμÝς του εßπε: "Πþς να μην εßναι λιμασμÝνα τα μÜγουλÜ

μου και στεγνü το πρüσωπü μου; ΠνιγμÝνη στην απελπισßα εßναι η καρδιÜ

μου. Κι εßναι το πρüσωπü μου σαν το πρüσωπο αυτοý που ταξßδεψε πολý

και ξεροψÞθηκε στη ζÝστη και στο κρýο. Και γιατß ναμην περιπλανηθþ στα

λειβÜδια; Ο φßλος μου, ο πιü μικρüς μου αδελφüς που Ýπιασε και σκüτωσε

τον Ταýρο του Ουρανοý κι ανÝτρεψε το ΧουμπαμπÜ στο δÜσος των

ΚÝδρων, ο φßλος μου ο πολυαγαπημÝνος, που πλÜι μου ριψοκινδýνεψε, ο

Ενκιντοý ο αδελφüς μου, που τον αγαποýσα πολý, εχÜθηκε. Τον Üρπαξε

το τÝλος των θνητþν. Και Ýκλαψα γι´ αυτüν εφτÜ ημÝρες και εφτÜ νýχτες

μÝχρι που πÝσαν τα σκουλßκια στο σþμα του. Εξ αιτßας του αδελφοý μου

Üρχισα να τρÝχω στις ερημιÝς. Η μοßρα του βαραßνει πÜνω μου. Πþς εßναι

δυνατü να σιωπÞσω και να ηρεμÞσω; Αυτüς εßναι πιÜ σκüνη. Και γþ θα

πεθÜνω και θα με βÜλουνε για πÜντα στη γÞ". Κι ýστερα ξανÜπε ο

ΓκιλγκαμÝς στον Ουτναπιστßμ: "Εßρθα για να βρþ αυτüν που τον

αποκαλοýν "Μακρινü". Γι´ αυτü Ýκανα τοýτο το ταξßδι. Γι´ αυτü

περιπλανÞθηκα στον κüσμο, γι´ αυτü υπερπÞδησα πολλÝς δυσκολßες. Γι´

αυτü πÝρασα θÜλασσες. Γι´ αυτü κουρÜστηκα ταξιδεýοντας. Οι αλοιφÝς

εßναι οι πüνοι μου. Και ξÝχασα τον ýπνο που εßναι τüσο γλυκüς. Τα ροýχα

μου ξεσχßστηκαν πρßν να φτÜσω στο σπßτι της Σιντουρß. Σκüτωσα την

αρκοýδα και την ýαινα, το λιοντÜρι και τον πÜνθηρα, την τßγρη, το αρσενικü

ελÜφι και τον αßγαγρο και üλα τα εßδη αγριμιþν μαζß και τα μικρÜ πλÜσματα

των λειβαδιþν. Εφαγα το κρÝας τους και φüρεσα τα δÝρματÜ τους. Κι Ýτσι

κατÜφερα να φτÜσω στο σπßτι της Σιντουρß, τηςνεαρÞς κοπÝλλας που

φτιÜχνει τα κρασιÜ, η οποßα μοýκλεισε την πüρτα της με πßσσα και κατρÜμι.

Μα απ´ αυτÞν πÞρα την κατεýθυνση του ταξιδιοý. Και Ýτσι Ýφτασα στον

Ουρσαναμπß, τον πορθμÝα και μαζß του πÝρασα τα νερÜ του θανÜτου. ¿

πατÝρα Ουτναπιστßμ, εσý που μπÞκες στη σýναξη των Θεþν, Þθελα να σε

ρωτÞσω για ζητÞματα, που Ýχουν σχÝση με τη ζωÞ και με το θÜνατο και για

το πþς θα βρþ τη ζωÞ που αναζητÜω".

Κι ο Ουτναπιστßμ του αποκρßθηκε: "/εν υπÜρχει σταθερüτητα.

ΦτιÜχνουμε σπßτι, που να μεßνει για πÜντα; Κλεßνουμε συμφωνßες που να

ισχýουν για πÜντα; Τ´ αδÝλφια μοιρÜζουν την κληρονομιÜ για να την

κρατÞσουν για πÜντα; Μπορεß να διαρκÝσει για πÜντα η πλημμýρα των

ποταμþν; ΜονÜχα η νýμφη του φτερωτοý του δρÜκοντα που ρßχνει το

σκουλßκι της και μπορεß να κοιτÜζει κατÜματα τον Þλιο, μπορεß να μας

μοιÜζει. Απü τα πανÜρχαια τα χρüνια τßποτα δεν μÝνει αμετÜβλητο. Ο

ýπνος και ο θÜνατος εßναι πολý διαφορετικÜ πρÜγματα. Κι üμως ο ýπνος

μοιÜζει με το θÜνατο. Τι διαφορÜ υπÜρχει ανÜμεσα στον κýριο και στον

υπηρÝτη του στο θÜνατο; Αφοý ο ΑννουνÜκι ο κριτÞς και η ΜαμμÝτουμ, η

μÜνα της τýχης, καθορßζουν τις μοßρες των ανθρþπων, η ζωÞ κι ο θÜνατος

μοιρÜζονται, αλλÜ η μÝρα του θανÜτου δεν αποκαλýπτεται".

Και τüτε ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στον Ουτναπιστßμ, στο "Μακρινü": "Σε

κοιτÜζω Ουτναπιστßμ και βλÝπω πþς το παρουσιαστικü σου δεν εßναι

διαφορετικü απü το δικü μου. Τßποτα το παρÜξενο δεν Ýχει η üψη σου.

Νüμιζα πþς θα Ýβρισκα κÜποιον που να μοιÜζει με Þρωα Ýτοιμο για μÜχη.

ΑλλÜ εσý εδþ ζεßς μÝσα στις ανÝσεις σου. ΠÝς μου λοιπüν, πþς τα

κατÜφερες και μπÞκες στη συντροφιÜ των Θεþν και ýστερα κÝρδισες την

αιþνια ζωÞ;". Κι ο Ουτναπιστßμ εßπε στο ΓκιλγκαμÝς: "Θα σου αποκαλýψω

Ýνα μυστÞριο. Θα σου μιλÞσω για Ýνα μυστικü των Θεþν".

  1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ

"ΞÝρεις την πüλη ΣουρρουπÜκ που βρßσκεται στις üχθες του

ΕυφρÜτη; Η πüλη αυτÞ εßναι πολý παλιÜ κι ακüμα πιü παλιοß εßν´ οι Θεοß

της. Εκεß Þταν ο Ανοý, ο κυρßαρχος του στερεþματος, ο πατÝρας των

Θεþν. Eκεß Þταν κι ο πολεμικüς Ελνßλ ο σýμβουλüς τους, ο Νινοýρτα ο

βοηθüς, και ο Εννουζß ο επιτηρητÞς των καναλιþν. Μαζß τους Þταν κι ο ΕÜ.

Κεßνον τον καιρü ο κüσμος πλÞθαινε πολý, οι Üνθρωποι γεννοβολοýσαν. Ο

κüσμος μοýγκριζε σαν Üγριος ταýρος. Οι μεγÜλοι θεοß αναστατþθηκαν απü

τις κραυγÝς τους. Ο Ενλßλ που Üκουσε τις φωνÝς τους εßπε στο Συμβοýλιο

των Θεþν: Οι βρυχηθμοß των ανθρþπων εßναι ανυπüφοροι. Και δεν μπορεß

κανεßς να κοιμηθεß μÝσα σε τοýτη την αταξßα. Και τüτε οι θεοß πρüθυμα

αποφÜσισαν να εξαπολýσουν τον κατακλυσμü. ΑλλÜ ο κýριüς μου ο ΕÜ, με

προειδοποßησε με Ýνα üνειρο. Ψιθýρισε τοýτα τα λüγια στο καλαμüσπιτü

μου: "Καλαμüσπιτο, Καλαμüσπιτο, τεßχος! þ τεßχος! Üκουσε με προσοχÞ

καλαμüσπιτο που μοιÜζεις τεßχος. Ανθρωπε του ΣουρρουπÜκ, γιÝ του

ΟυμπÜρα - Τουτοý, γκρÝμισε το σπßτι σου και φτιÜξε Ýνα πλοßο. ΠαρÜτησε

την περιουσßα σου και φρüντισε για τη ζωÞ σου. Περιφρüνησε τα αγαθÜ του

κüσμου και σþσε μüνο τη ζωÞ σου. Σου λÝω: γκρÝμισε το σπßτι σου και

φτιÜξε πλοßο. Κι αυτÜ πρÝπει να εßναι τα μÝτρα του πλοßου που θα φτιÜξεις:

οι πλευρÝς του πλοßου να εßναι ßσες. Το κατÜστρωμÜ του να εßναι

σκεπασμÝνο σαν το θüλο που σκεπÜζει την Üβυσσο. Και πÜρε στο πλοßο

σου σπüρους üλων των ζωντανþν πλασμÜτων".

Οταν ξημÝρωσε üλη μου η οικογÝνεια μαζεýτηκε γýρω μου. Τα παιδιÜ

κουβαλοýσαν πßσσα και οι Üντρες Ýκαναν üτι μποροýσαν. Την ΠÝμπτη

ημÝρα εßχα Ýτοιμη την καρßνα και τα πλευρÜ. Κι ýστερα Ýφτιαξα γρÞγορα το

σανßδωμα. Ο χþρος του Þταν Ýνα Üκρ. ΚÜθε πλευρÜ του πλοßου

λογαριαζüταν σε εκατüν εßκοσι κυβικÜ και το σχÞμα του Þταν τετρÜγωνο.

Κατασκεýασα Ýξη καταστρþματα, το Ýνα κÜτω απü το Üλλο, Üθροισμα

εφτÜ. Τα χþρισα σε εννÝα τμÞματα με διαχþρισμα ανÜμεσÜ τους. Οπου

χρειαζüταν Ýκανα χωρßσματα. Επιθεþρησα τα ÜρμενÜ του και Ýβαλα μÝσα

εφüδια. Οι αχθοφüροι κουβÜλησαν τα ειδικÜ λαγßνια με το λÜδι. Ερριξα

πßσσα στην εστßα και Üσφαλτο και λÜδι στο καλαφÜτισμα και ακüμα πιü

πολý αποθηκεýτηκε στο πλοßο. Εσφαξα ταýρο για τους ανθρþπους του

πλοßου και κÜθε ημÝρα Ýσφαζαν πρüβατα. Εδωσα στους εργÜτες του

πλοßου Üφθονο κρασß, θαρρεßς και εßτανε νερÜκι, δυνατü κρασß και κοκκινÝλι

και σκοýρο και Üσπρο κρασß. Και το γιορτÜσαμε üπως γιορτÜζουμε την

γιορτÞ της πρωτοχρονιÜς. Εγþ ο ßδιος Üλειψα το κεφÜλι μου με αρωματικü

λÜδι. Και την Ýβδομη ημÝρα το πλοßο Þταν Ýτοιμο πÝρα για πÝρα.

/υσκολευτÞκαμε στην καθÝλκυσÞ του. ΑνεβοκατεβÜζαμε τα Ýρμα του

πλοßου, μÝχρι που το πλοßο βυθßστηκε κατÜ δυü τρßτα. Φüρτωσαν πÜνω

üλο το χρυσÜφι που εßχα και üλα τα ζωντανÜ, την οικογÝνειÜ μου, τους

συγγενεßς μου, τα κτÞνη του αγροý, τα Üγρια και τα Þμερα και üλους τους

τεχνßτες. Τους ανÝβαζα στο κατÜστρωμα, γιατß εßχε πληρωθεß ο χρüνος που

εßχε ορßσει ο ΣαμÜς: "Τη βραδιÜ που ο καβαλÜρης της θýελλας σκορποýσε

την καταστροφικÞ του βροχÞ, Ýμπα μÝσα στο πλοßο σου και κατÝβασε τις

σκαλωσιÝς σου". Ο χρüνος εßχε πληρωθεß. Εφθασε η νýχτα. Ο καβαλÜρης

της θýελλας Ýστειλε τη βροχÞ. Κοßτταξα τον καιρü και Þταν τρομερüς. Και

Ýτσι μπÞκα στο πλοßο και κατÝβασα τις σκαλωσιÝς. Τþρα εßχαν üλα

συμπληρωθεß: και η σκαλωσιÜ και το καλαφÜτισμα. Και Ýτσι Ýδωσα το

τιμüνι στον Πουζοýρ Αμουρρß, τον πηδαλιοýχο, μαζß με την ευθýνη της

ναυσιπλοúας και τη φροντßδα του πλοßου. Με τα χαρÜματα Ýνα μαýρο

σýννεφο φÜνηκε στον ορßζοντα. Βροντοýσε μÝσα εκεß που περνοýσε ο

κýριος της θýελλας καβαλÜρης, ο ΑντÜντ. ΜπροστÜ, πÜνω απü το λüφο

και τον κÜμπο του ΣουλλÜτ και Χανßς προχωροýσαν οι κÞρυκες της

θýελλας. Και τüτε φÜνηκε ο θεüς της αβýσσου. Ο ΝεργκÜλ Ýσπασε τους

υδατοφρÜκτες και των νερþν του κÜτω κüσμου. Ο Νικοýρτας ο κýριος του

πολÝμου Ýσπασε τα φρÜγματα και οι εφτÜ κριτÝς της κüλασης και ο

ΑννουνÜκι ýψωσαν τους δαυλοýς τους για να φωτßσουν τη γÞ με το ωχρü

τους φþς. Μια ναρκωτικÞ απελπισßα υψþνονταν μÝχρι τους ουρανοýς,

üπου ο Θεüς της θýελλας εßχε μετατρÝψει την ημÝρα σε σκοτÜδι και εßχε

συντρßψει τη γÞ σαν κýπελλο. Μια ολüκληρη ημÝρα η θýελλα

λυσσομανοýσε, παßρνοντας καινοýργια ορμÞ καθþς προχωροýσε και

ξεχýνονταν πÜνω στους ανθρþπους, σαν θýελλα μαχþν. Ο Üνθρωπος δεν

μποροýσε να δεß τον αδελφü του, οýτε και Üνθρωποι φαßνονταν απü τον

ουρανü. Ακüμα και οι Θεοß τρüμαξαν απü τον κατακλυσμü και κατÝφυγαν

στα πιü ψηλÜ μÝρη του ουρανοý, στο στερÝωμα του Ανοý και ζÜρωσαν στα

τεßχη του ουρανοý, σαν παλιüσκυλα. Και τüτε η ΙστÜρ η γλυκüφωνη

βασßλισσα των ουρανþν φþναξε δυνατÜ σαν παραδουλεýτρα: "Αλλοßμονο

οι παλιÝς ημÝρες Ýγιναν σκüνη, επειδÞ εγþ κατηýθυνα το κακü. ΑλλÜ γιατß

να εισηγηθþ αυτü το κακü στο συμβοýλιο των Θεþν; Υποκινοýσα

πολÝμους για να καταστρÝψω λαοýς, αλλÜ οι λαοß αυτοß δεν Þσαν δικοß

μου. Εγþ τους Ýσπρωχνα. Και τþρα οι Üνθρωποι επιπλÝουν σαν τα αυγÜ

ψαριþν στον ωκεανü". Και οι μεγÜλοι Θεοß του Ουρανοý και της κüλασης

Ýκλαψαν και σκÝπασαν τα στüματÜ τους.

Εξη ημÝρες και Ýξη νýχτες φυσοýσαν δυνατοß Üνεμοι, χεßμαρροι,

θýελλες και πλημμýρες συγκροýονταν σα δυü φαντÜσματα πολεμιστþν.

Οταν ξημÝρωσε η εβδüμη ημÝρα, η θýελλα στο νüτο κüπασε, η θÜλασσα

ηρεμοýσε και ο κατακλυσμüς ησýχαζε. Ολη η ανθρωπüτητα εßχε γßνει

λÜσπη. Η επιφÜνεια της θÜλασσας εßχε γßνει επßπεδη και ο κατακλυσμüς

ησýχαζε. Ανοιξα μια χαραμÜδα και το φþς Ýπεσε στο πρüσωπü μου. Και

τüτε Ýσκυψα κÜτω και κÜθισα και Ýκλαψα. Τα δÜκρυα κυλοýσαν στα

μÜγουλÜ μου, γιατß παντοý δεν υπÞρχε τßποτα Üλλο απü νερÜ. ΜÜταια

αναζητοýσα με το βλÝμμα μου γÞ. ΜακριÜ üμως σε απüσταση

δεκατεσσÜρων λευγþν εμφανßστηκε Ýνα βουνü και κεß Üραξα το πλοßο μου.

Στο βουνü Νισßρ, το πλοßο μου σταμÜτησε και πιÜ δεν κινιüταν. ΣταμÜτησε

τη μιÜ ημÝρα και την Üλλη ημÝρα δεν κουνιüταν. Και πÝρασε και η τρßτη

ημÝρα κι η τÝταρτη ημÝρα και το πλοßο δεν κουνιüταν. Και την πÝμπτη

ημÝρα και την Ýκτη ημÝρα το πλοßο εßχε ακινητοποιηθεß στο βουνü. Οταν

ξημÝρωσε η Ýβδομη ημÝρα Üφησα Ýνα περιστÝρι ελεýθερο. Το περιστÝρι

πÝταξε μακρυÜ αλλÜ επειδÞ δεν βρÞκε μÝρος να σταθεß ξαναγýρισε. Υστερα

Üφησα ελεýθερο Ýνα χελιδüνι. Και πÝταξε και αυτü μακρυÜ, αλλÜ δεν βρÞκε

μÝρος να σταθεß και ξαναγýρισε. Αφησα ýστερα Ýνα κορÜκι. Και το κορÜκι

εßδε üτι τα νερÜ εßχαν αποτραβηχθεß, Ýφαγε, πÝταξε γýρω μας, Ýκραζε και

πιÜ δεν ξαναγýρισε. Τüτε τα Üνοιξα üλα προς τους τÝσσερους ανÝμους,

Ýκανα μια θυσßα και Ýχυσα τη σπουδÞ μου στο βουνü. ΕφτÜ και Üλλα εφτÜ

καζÜνια Ýστησα. ΜÜζεψα ξýλα και καλÜμια και κÝδρα και μυρτιÜ. Οταν οι

Θεοß μυρßστηκαν τη γλυκειÜ μυρουδιÜ, μαζεýτηκαν σαν μυßγες πÜνω στη

θυσßα. Και τüτε Ýφτασε επιτÝλους και η ΙστÜρ, ýψωσε το περιδÝραιο με τα

κοσμÞματα του ουρανοý, που το Ýφτιαξε κÜποτε για χÜρη της ο Ανοý: "¿

Θεοß, εßπε, που μαζευτÞκατε üλοι εδþ, με το λαζουρßτη που Ýχω στο λαιμü

μου, θα θυμÜμαι αυτÝς τις ημÝρες, üπως θυμÜμαι και τα κοσμÞματα του

στÞθους μου. ΑυτÝς τις τελευταßες ημÝρες δεν θα τις ξεχÜσω ποτÝ. Και ας

κÜνουμε το ßδιο üλοι οι θεοß, που μαζευτÞκαν γýρω στη θυσßα εκτüς απü

τον Ενλßλ. Αυτüς δεν πρÝπει να αγγßξει αυτÞν την προσφορÜ, γιατß

προκÜλεσε τον κατακλυσμü, χωρßς να το σκεφθεß. Και καταδßκασε το λαü

μου στην καταστροφÞ".

Οταν Ýφθασε ο Ενλßλ και εßδε το πλοßο μου, θýμωσε, αγρßεψε και

καυγÜδισε με τους θεοýς που κατοικοýν στον ουρανü: "ΞÝφυγαν θνητοß

απü την καταστροφÞ; /εν Ýπρεπε κανÝνας να επιζÞσει". Τüτε ο Θεüς των

πηγαδιþν και των καναλιþν ο Νινοýρτα Üνοιξε το στüμα του και εßπε στον

πολεμοχαρÞ τον Ενλßλ: "Ποιüς απü üλους τους θεοýς θα μποροýσε να

μαντÝψει τα πρÜγματα εκτüς απü τον ΕÜ; Μüνο ο ΕÜ γνωρßζει τα πÜντα".

Και ο ΕÜ Üνοιξε το στüμα του και εßπε στον πολεμοχαρÞ Ενλßλ: "Ηρωα

Ενλßλ εσý που εßσαι ο πιü σοφüς απ' τους θεοýς πþς μπüρεσες τüσο

ανüητα να εξαπολýσεις τον κατακλυσμü;

Η αμαρτßα τον αμαρτωλü θα πρÝπει να βαραßνει

και η παρανομßα τον παρÜνομο

ΤιμþρησÝ τον λßγο üταν παραστρατεß

Μη γßνεσαι σκληρüς και μÞν τον αφανßζεις.

Μποροýσε το λιοντÜρι να κατÜστρεφε τον Üνθρωπο

και θÜταν προτιμüτερο απ' τον κατακλυσμü.

Μποροýσε ο λýκος να κατÜστρεφε τον Üνθρωπο

και θÜταν προτιμüτερο απ' τον κατακλυσμü.

Μποροýσε η πεßνα να αφÜνιζε τον κüσμο

και θÜταν προτιμüτερη απ' τον κατακλυσμü.

Μποροýσε Ýνας λοιμüς ν' αφÜνιζε τον Üνθρωπο

και θÜταν προτιμüτερος απ' τον κατακλυσμü.

Δεν εßμαι εγþ που αποκÜλυψα το μυστικü των θεþν. Ο σοφüς

Üνθρωπος το Ýμαθε στο üνειρü του. Και τþρα το συμβοýλιü μας πρÝπει να

αποφασßσει τι κÜνουμε αυτüν εδþ".

Και τüτε ο Ενλßλ μπÞκε στο πλοßο. Με πÞρε απü το χÝρι. ΠÞρε μαζß

και τη γυναßκα μου και μας Ýβαλε στο πλοßο. Εμεßς γονατßσαμε αντικρυστÜ

και κεßνος Ýστεκε ανÜμεσÜ μας. Και Üγγιξε τα μÝτωπÜ μας σαν σε ευλογßα,

λÝγοντÜς μας: "Ουτναπιστßμ, παλιüτερα εßσουνα θνητüς Üνθρωπος. Απü

δþ και μπρüς εσý και η γυναßκα σου θα ζÞσετε μακρυÜ, εκεß που εßναι οι

εκβολÝς των ποταμþν". Και Ýτσι οι Θεοß με πÞραν και με τοποθÝτησαν εδþ

να ζþ μακρυÜ στις εκβολÝς των ποταμþν.

  1. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Κι ο Ουτναπιστßμ μου εßπε: "Οσο για σÝνα ΓκιλγκαμÝς που θÝλεις να

πας στη σýναξη των Θεþν για να εξασφαλßσεις τη ζωÞ που αναζητÜς, τι

λÝς τþρα; Αν εξακολουθεßς να το ποθÞς Ýλα και πραγματοποßησε τη

δοκιμασßα που θα σου πþ: Για Ýξη ημÝρες και εφτÜ νýχτες δεν πρÝπει να

κοιμηθεßς". Μα ενþ ο ΓκιλγκαμÝς καθüτανε ακουμπισμÝνος στους γοφοýς

του, ο ýπνος, σαν το μαλακü και ερεθιστικü μαλλß της προβιÜς τον

σκÝπασε. Και ο Ουτναπιστßμ εßπε στη σýζυγü του: "Κοßταξε το δυνατü

Üνθρωπο που γýρευε την αιþνια ζωÞ, τον τýλιξε η καταχνιÜ του ýπνου". Κι

η σýζυγüς του του εßπε: "Σκοýντηξε τον Üνθρωπο να ξυπνÞσει, για να

μπορÝσει να ξαναγυρßσει ειρηνικÜ στο σπßτι του, ξαναπερνþντας απü τις

ßδιες πýλες που Ýφτασε ως εδþ". Ο Ουτναπιστßμ απÜντησε στη σýζυγü

του: "Ολοι οι Üνθρωποι εßναι κατεργαραßοι. Ακüμα και σÝνα θα

προσπαθοýσε να σε εξαπατÞσει. Γι´ αυτü ψÞσε καρβÝλια ψωμß, για κÜθε

ημÝρα Ýνα. Και βÜλετα δßπλα στο κεφÜλι του. Και τρÜβα χαρακιÝς στον

τοßχο για τις ημÝρες που κοιμÜται".

Κι εκεßνη Ýψηνε καρβÝλια κÜθε ημÝρα και απü Ýνα και τα Ýβαζε δßπλα

στο κεφÜλι του. Και τρÜβαγε κι απü μιÜ χαρακιÜ στον τοßχο, για την κÜθε

ημÝρα που κοιμüταν. Κι Ýφτασε καιρüς που το καρβÝλι της πρþτης ημÝρας

ξερÜθηκε, το δεýτερο Ýγινε πετσß, το τρßτο μοýχλιασε üλο, του τÝταρτου

Ýπιασε μοýχλα η κüρα, το πÝμπτο μοýχλιασε στη μÝση το Ýκτο Þταν ακüμα

φρÝσκο, το Ýβδομο Þταν ακüμη στη φωτιÜ. Και τüτε ο Ουτναπιστßμ τον

σκοýντησε και ξýπνησε. Ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στον Ουτναπιστßμ, το

"Μακρινü": "Μüλις που εßχα αποκοιμηθεß üταν με σκοýντησες". Και ο

Ουτναπιστßμ του αποκρßθηκε: "ΜÝτρησε εκεßνα τα καρβÝλια και θα μÜθεις

πüσες ημÝρες κοιμÞθηκες, γιατß το πρþτο Ýγινε σκληρü, το δεýτερο σαν

πετσß, το τρßτο μοýχλιασε ολüκληρο, του τÝταρτου μοýχλιασε η κüρα, το

πÝμπτο μοýχλιασε στη μÝση, το Ýκτο εßναι ακüμα φρÝσκο και το Ýβδομο

βρισκüταν στη φωτιÜ üταν σε σκοýντηξα και ξýπνησες". Ο ΓκιλγκαμÝς

μουρμοýρισε: "Τι πρÝπει να κÜνω, þ Ουτναπιστßμ; που πρÝπει να πÜω;

Απü τα τþρα κιüλας ο κλÝφτης της νýχτας, μου κρατεß τα μÝλη μου, ο

θÜνατος κατοικεß μÝσα στο δωμÜτιü μου. Οπου σταματÞσω εκεß θα βρþ το

θÜνατο".

Και τüτε ο Ουτναπιστßμ φþναξε τον Ουρσαναμπß τον πορθμÝα:

"ΣυμφορÜ σε σÝνα Ουρσαναμπß και για τþρα και ακüμα πιü πολý για

πÜντα. Εγινες μισητüς σ´ αυτü το καταφýγιο. /εν Ýκανε εσý οýτε και σý

μαζß να διαπλεýσετε τη θÜλασσα αυτÞ. Φεýγα λοιπüν εξορισμÝνος απü

τοýτες τις ακτÝς. ΑλλÜ τον Üνθρωπο αυτü, που τον περπÜτησες και τον

Ýφερες εδþ, τον Üνθρωπο αυτü, που το σþμα του Ýχει πληρüτητα και που

Ýχει χαλÜσει η χÜρη των μελþν του απü τα δÝρματα των αγρßων ζþων,

πÞγαινÝ τον να πλυθεß. Εκεß θα πλýνει τα μακρυÜ του τα μαλλιÜ και θα

γßνουν ολοκÜθαρα σαν το χιüνι. Εκεß θα αλλÜξει δÝρμα. Και τα κομμÜτια του

δÝρματος που θα πÝσουν πÝταξÝ τα για να τα πÜρει η θÜλασσα. Και τüτε θα

φανεß η ομορφιÜ του σþματος και θα ξανανιþσει το στεφÜνι του μετþπου

του. Και ροýχα θα του δοθοýν για να κρýψει τη γýμνια του. ΜÝχρι που να

φτÜσει στην πüλη του και να ολοκληρþσει το ταξßδι του, τα ροýχα αυτÜ δεν

θα του δεßχνουν την ηλικßα του. Θα τον δεßχνουν νÝο üπως και τα ροýχα

που θα φορεß". Και τüτε ο Ουρσαναμπß πÞρε το ΓκιλγκαμÝς και τον οδÞγησε

στο μÝρος που Ýπρεπε να πλυθεß. Και κεß Ýπλυνε τα μακρυÜ του μαλλιÜ και

τα Ýκανε καθαρÜ σαν το χιüνι, απüβαλε το δÝρμα του και το πÝταξε στη

θÜλασσα και το πÞρε μακρυÜ. Και τüτε φÜνηκε η ομορφιÜ του σþματüς

του. Ανανεþθηκε και το στεφÜνι του μετþπου του. Και για να σκεπÜσει τη

γýμνια του του δüθηκαν ροýχα, που δεν Ýδειχναν σημÜδια ηλικßας και που

μποροýσε να τα φορεß και νÜναι πÜντα καινοýργιος, μÝχρι να ξαναφτÜσει

στην πüλη του και να ολοκληρþσει το ταξßδι του.

Και ýστερα ο ΓκιλγκαμÝς και ο Ουρσαναμπß ξανÜρριξαν το πλοßο στη

θÜλασσα και το ετοßμασαν να αναχωρÞσουν. ΑλλÜ η σýζυγος του

Ουτναπιστßμ, του "Μακρινοý" εßπε: "Ο ΓκιλγκαμÝς εßρθε εδþ εξαντλημÝνος

και ακüμη εßναι κουρασμÝνος. Τι θα κερδßσει αν ξαναπÜει στη χþρα του;".

Κι ο Ουτναπιστßμ αποκρßθηκε, ενþ ο ΓκιλγκαμÝς με Ýναν πÜσαλο,

προσÝγγιζε το πλοßο στην ακτÞ: "ΓκιλγκαμÝς, εßρθες εδþ εξαντλημÝνος και

κατακοýρασες τον εαυτü σου. Τι θα κÝρδιζες αν θα ξαναπÞγαινες στη χþρα

σου; ΓκιλγκαμÝς, θα σου αποκαλýψω Ýνα μυστικü. Αυτü που σου

αποκαλýπτω εßναι μυστικü των Θεþν. ΥπÜρχει εδþ Ýνα φυτü που

μεγαλþνει κÜτω απü το νερü. Εχει βελüνες για αγκÜθια και μοιÜζει με

τριαντÜφυλλο. Μπορεß να σου πληγþσει τα χÝρια, αλλÜ αν καταφÝρεις να

το πιÜσεις, τüτε τα χÝρια σου θα κρατÜνε εκεßνο που ξαναδßνει στον

Üνθρωπο τη νεüτητÜ του". Οταν το Üκουσε αυτü ο ΓκιλγκαμÝς Üνοιξε τη ροÞ

του νεροý þστε το γλυκü νερü να τüνε σýρει στο πιü βαθý κανÜλι. Εδεσε

βαρειÝς πÝτρες στα πüδια του και τον Ýσυραν στα βαθειÜ της θÜλασσας.

Και εκεß εßδε το φυτü. Παρ´ üλο που του τρýπησε τα χÝρια, το Ýπιασε. Και

τüτε Ýκοψε τις βαρειÝς πÝτρες απü τα πüδια του κι η θÜλασσα τον Ýφερε

στην ακτÞ. Ο ΓκιλγκαμÝς εßπε στον Ουρσαναμπß τον πορθμÝα: "Ελα να δεις

αυτü το θαυμÜσιο φυτü. Με τη δýναμÞ του ο Üνθρωπος μπορεß να βρεß τις

χαμÝνες του δυνÜμεις. Θα το πÜω στην Ουροýκ, την πüλη με τα ισχυρÜ

τεßχη. Και κεß θα το δþσω στους γÝρους να το φÜνε. Και θα το ονομÜσουμε:

"Αυτü που ξανανοιþνει τους γÝρους". Και τελικÜ θα το φÜω και γþ ο ßδιος

για να ξανααποκτÞσω üλη μου τη νειüτη". Κι Ýτσι ο ΓκιλγκαμÝς

ξαναγυρνοýσε απü την Πýλη που εßχε φτÜσει ως εδþ. Ο ΓκιλγκαμÝς και ο

Ουρσαναμπß επÝστρεφαν μαζß. /ιÜσχισαν τις εßκοσι λεýγες και ýστερα

Ýκοψαν ταχýτητα. Υστερα απü τριÜντα λεýγες σταμÜτησαν να ξενυχτÞσουν.

Ο ΓκιλγκαμÝς εßδε Ýνα πηγÜδι με δροσερü νερü και πÞγε να πλυθεß.

ΑλλÜ στο βÜθος του πηγαδιοý υπÞρχε Ýνα φßδι. Και το φßδι οσφρÜνθηκε τη

μυρωδιÜ του Üνθους. ΒγÞκε απü το νερü, το Üρπαξε και Ýφυγε τρÝχοντας.

ΑμÝσως Üλλαξε το δÝρμα του και ξαναγýρισε στο πηγÜδι. Κι ο ΓκιλγκαμÝς

κÜθισε κÜτω κι Ýκλαψε. Τα δÜκρυα τρÝχουν στα μÜγουλÜ του και πιÜστηκε

απü το χÝρι του Ουρσαναμπß: "¿ Ουρσαναμπß, γι´ αυτü κουρÜστηκα και

πüνεσαν τα χÝρια μου; Γι´ αυτü Ýδωσα και το αßμα της καρδιÜς μου; Για τον

εαυτü μου δεν κÝρδισα τßποτα. Και τελικÜ üχι εγþ αλλÜ το ζωντανü της γÞς

το χÜρηκε. Τþρα το Ýχει πÜρει το ρεýμα και το Ýχει πÜει εßκοσι λεýγες πßσω

στο κανÜλι, εκεß που το εßχα βρεß. ΒρÞκα Ýνα σýμβολο και τþρα το Ýχασα.

Ας αφÞσουμε λοιπüν το πλοßο στην ακτÞ και ας φýγουμε". ΜετÜ απü εßκοσι

λεýγες Ýκοψαν την ταχýτητÜ τους. Και ýστερα απü τριÜντα σταμÜτησαν να

ξενυχτÞσουν. Σε τρεßς ημÝρες διανýσανε περισσüτερο διÜστημα απü

κανονικü ταξßδι ενüς μηνüς και δÝκα πÝντε ημερþν. Kαι üταν το ταξßδι

ολοκληρþθηκε, Ýφθασαν στην Ουροýκ, την πüλη με τα ισχυρÜ τεßχη. Κι ο

ΓκιλγκαμÝς, εßπε στον Ουρσαναμπß, τον ΠορθμÝα: "Ουρσαναμπß, ανÝβα

πÜνω στα τεßχη της Ουροýκ και κοßταξε τα θεμÝλιÜ τους και το τεßχωμα που

Ýχει γßνει απü τοýβλα. Κοßταξε και θα πειστεßς πþς εßναι απü ψημÝνα

τοýβλα. Στ´ αλÞθεια, οι εφτÜ σοφοß δεν τα θεμελßωσαν; Το Ýνα τρßτο εßναι

πüλη, το Ýνα τρßτο κÞπος και το Ýνα τρßτο χωρÜφια μαζß με τον περßβολο

της θεÜς ΙστÜρ. ΑυτÜ τα μÝρη και ο περßβολος εßναι üλα της Ουροýκ".

Αυτü εßναι το Ýργο του ΓκιλγκαμÝς, του βασιλιÜ, που γνþρισε τις

χþρες üλου του κüσμου. Ηταν σοφüς, εßδε μυστÞρια κι Ýμαθε μυστικÜ. Μας

Ýφερε μια αφÞγηση για την πρßν απü τον κατακλυσμü εποχÞ. Εκανε Ýνα

μεγÜλο ταξßδι, κουρÜστηκε και τσακßστηκε απü τη δουλειÜ και üταν γýρισε

χÜραξε σε μιÜ πÝτρα üλη του την ιστορßα.

  1. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ

Η μοßρα που καθüρισε ο πατÝρας των θεþν, ο Ενλßλ των βουνþν για

το ΓκιλγκαμÝς, εκπληρþθηκε: "Στη σκοτεινιÜ του κÜτω κüσμου θα του

δεßξουν Ýνα φþς. Σ´ üλη την ανθρωπüτητα απü üσα γνωρßζουμε κανÝνας

Üλλος δεν Üφησε για τις ερχüμενες γενιÝς μνημεßο που να μπορεß να

συγκριθεß με το δικü του. Οι Þρωες και οι σοφοß σαν κÜθε καινοýργιο

φεγγÜρι Ýχουν την αýξησÞ τους και την ελÜττωσÞ τους. Οι Üνθρωποι θα

λÝνε: "Ποιüς μπüρσε ποτÝ να κυβερνÞσει με περισσüτερο μεγαλεßο και

δýναμη απü αυτüν;". Κι üπως στο μÞνα το σκοτεινü, το μÞνα των σκιþν,

φþς δεν υπÜρχει χωρßς αυτüν. ¿ ΓκιλγκαμÝς, αυτü εßναι το νüημα του

ονεßρου σου. Σου δüθηκε η βασιλικÞ χÜρη, αυτÞ Þταν η μοßρα σου. Η

αιþνια ζωÞ δεν Þταν στη μοßρα σου. Μα γι´ αυτü να μην στενοχωριÝσαι, να

μη θλßβεσαι και να μη βασανßζεσαι. Σου δüθηκε η δýναμη να δÝνεις και να

λýνεις, να εßσαι η σκοτεινιÜ και το φþς της ανθρωπüτητας. Σου δüθηκε η

υπεροχÞ πÜνω στο λαü, τÝτοια, που κανÝνας δεν γνþρισε, νßκες στις μÜχες,

þστε κανÝνας να μη γλυτþσει απü το σπαθß σου. Και νßκες στις επιδρομÝς

και στις αρπαγÝς, απü τις οποßες κανÝνας δεν Ýλπιζε να επιστρÝψει. ΑλλÜ

μην κÜνεις κατÜχρηση αυτÞς της δýναμης. Να εßσαι δßκαιος με τους

υπηρÝτες σου στο παλÜτι και δßκαιος μπροστÜ στον Þλιο".

Ο βασιλιÜς τεντþθηκε κατÜχαμα και δεν θα ξανασηκωθεß.

Ο κýριος της ΚουλÜμπ δεν πρüκειται να ξανασηκωθεß.

ΠÝρασε πÜνω απü το κακü και πια δεν θα γυρßσει.

Παρ' üλο που στα χÝρια Þταν δυνατüς δεν θα ξαναγυρßσει.

Ηταν σοφüς, ευχÜριστος στην üψη και πιÜ δεν θα ξαναγυρßσει.

ΤρÜβηξε πÝρα στο βουνü και πιÜ δεν θα ξαναγυρßσει.

Στης μοßρας το κρεβÜτι ξÜπλωσε και δεν θα ξανασηκωθεß.

Απ' το πολýχρωμο το στρþμα δεν πρüκειται να ξανασηκωθεß.

Οι κÜτοικοι της πüλης, μεγÜλοι και μικροß, δεν Ýμειναν ασυγκßνητοι.

Ολοι Üρχισαν το θρÞνο, üλοι οι Üντρες που εßναι απü σÜρκα και απü αßμα,

Üρχισαν το θρÞνο. Η μοßρα εßχε πεß: σαν το πιασμÝνο στο αγγßστρι ψÜρι Ýχει

ξαπλþσει στο κρεβÜτι, σαν τη γαζÝλλα που την Ýχουν πιÜσει σε θηλειÜ.

ΒαρειÜ κÜθησε απÜνω του ο απÜνθρωπος ΝαμτÜρ, ο ΝαμτÜρ που δεν Ýχει

οýτε χÝρια οýτε πüδια, που δεν πßνει νερü κι οýτε φαγητü τρþει.

Για το ΓκιλγκαμÝς, το γιü της Νινσοýν, Ýξω ζυγßζουνε τις προσφορÝς.

Κι εßναι η αγαπημÝνη του γυναßκα, ο γιüς του, η αγαπημÝνη του παλλακßδα,

οι μουσικοß του, οι παλιÜτσοι του και üλο το σπιτικü του, οι υπηρÝτες του, οι

επιστÜτες του και üλοι üσοι ζοýσαν στο παλÜτι, ζυγßζανε τις προσφορÝς

τους για το ΓκιλγκαμÝς, το γιü της Νινσοýν, την καρδιÜ της Ουροýκ.

Ζυγßζανε τις προσφορÝς τους για την ΕρεσκιγκÜλ, τη βασßλισσα του

θανÜτου και για üλους τους θεοýς του ΚÜτω Κüσμου. Και ζýγιζαν τις

προσφορÝς για το ΝατμÜρ, που εßναι η μοßρα. Ψωμß για το ΝÝτι, το φýλακα

της Πýλης, ψωμß για το Νινζιζßντα, το φιδοθεü, τον κýριο του /Ýντρου της

ΖωÞς. Το ßδιο και για τον νεαρü τσοπÜνη, για την Ενκß και την Νινκß, για τον

Ντιντουκοýγκα και τον Εντουκοýγκα, για τον Ενμοýλ και τον Νινμοýλ, για

üλους τους προγονικοýς θεοýς που εßναι συγγενεßς του Ενλßλ. Ενα

συμπüσιο για το Σουλπαß, το Θεü των Συμποσßων. Για το ΣαμουκÜν, το θεü

των κοπαδιþν, για τη μητÝρα ΝινχουρσÜγκ και για τους θεοýς της

δημιουργßας στο χþρο της δημιουργßας. Για κεßνους που κατοικοýν στον

ουρανü, ιερεßς και ιÝρειες, ζυγßζουνε τις προσφορÝς για το νεκρü.

Ο ΓκιλγκαμÝς, ο γιüς της Νινσοýν, τοποθετÞθηκε στον τÜφο. Στο

χþρο των προσφορþν ζυγßζουνε το ψωμß της προσφορÜς. Στο χþρο της

σπονδÞς χýνουν το κρασß. Κεßνες τις ημÝρες ο Üρχοντας ΓκιλγκαμÝς

αναχþρησε, ο γιüς της Νινσοýν, ο βασιλιÜς, ο απαρÜμιλλος, που ομοιüς

του δεν στÜθηκε Üνθρωπος και που δεν ξÝχασε τον Ενλßλ, τον κýριü του.

     ¿! ΓκιλγκαμÝς, Üρχοντα της ΚουλÜμπ, μεγÜλη εßναι η δüξα σου.

                                        ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers