ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

ÐéíáêïèÞêç ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Pavese Cesare: ÖåõãáëÝåò Ìïíá÷éêÝò ÐåñéðëáíÞóåéò

  Βιογραφικü

     O Cezare Pavese (ΤσÝζαρε ΠαβÝζε) Þταν Ιταλüς μυθιστοριογρÜφος, ποιητÞς, διηγηματογρÜφος, μεταφραστÞς, κριτικüς λογοτεχνßας και δοκιμιογρÜφος. ΣυχνÜ αναφÝρεται στους σημαντικüτερους συγγραφεßς και ποιητÝς της εποχÞς του 20οý αι. στη χþρα του. Αν κι εντÜσσεται στη γενιÜ του νεορρεαλισμοý, το ποιητικü του Ýργο κι η πεζογραφßα του διακρßνονται για το λυρικü τους τüνο συγκερασμÝνο με κÜποια στοιχεßα κλασσικισμοý. Νεαρüς Ýδειξεν ιδιαßτερο ενδιαφÝρον για την αγγλικÞ λογοτεχνßα κι ανÜλαβε στο ΠανεπιστÞμιο Τορßνου, διατριβÞ για τη ποßηση του Walt Whitman και μετÝφρασε Αμερικανοýς και Βρεττανοýς συγγραφεßς, που 'ταν νεοεμφανιζüμενοι στο ιταλικü κοινü. Εßχε επηρεαστεß βαθιÜ στα 1α του χρüνια απü την αμερικανικÞ λογοτεχνßα. ΑλλÜ αργüτερα δυσαρεστÞθηκε με την αμερικανικÞ κουλτοýρα, φτÜνοντας να τη βλÝπει ως υλιστικÞ και ρηχÞ. Απολßτικο πρüσωπο σ' Ýντονα πολιτικοποιημÝνους καιροýς, κινÞθηκε σε αντιφασιστικοýς κýκλους και συνελÞφθη απü το καθεστþς Μουσολßνι..
     ΓεννÞθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχßα Cuneo, στις 9 ΣεπτÝμβρη 1908. ¹τανε το χωριü που κι ο πατÝρας του γεννÞθηκε και ποý η οικογÝνεια επÝστρεφε για καλοκαιρινÝς διακοπÝς κÜθ' Ýτος. Ξεκßνησε τη στοιχειþδη εκπαßδευση στο San Stefano Belbo, αλλÜ το υπüλοιπο της εκπαßδευσÞς του Þτανε στο Τορßνο. Παρακολοýθησε το Liceo Classico Massimo d'Azeglio εκεß για λυκειακÝς σπουδÝς -που μαθητÝς του εßχαν ιδρýσει το 1897 τη  ΓιουβÝντους. Ο σημαντικüτερος δÜσκαλüς του κεßνη την εποχÞ Þταν ο Augusto Monti, συγγραφÝας κι εκπαιδευτικüς, που το στυλ γραφÞς προσπÜθησε να στερηθεß κÜθε ρητορικÞς. Εν τω μεταξý εßχεν Þδη αρχßσει να γρÜφει ποßηση.
     Ως νεαρüς Üνθρωπος των γραμμÜτων, εßχεν ιδιαßτερο ενδιαφÝρον για την αγγλüφωνη λογοτεχνßα, αποφοιτþντας απü το ΠανεπιστÞμιο του Τορßνο με μια διατριβÞ για την ποßηση του Whitman. Μεταξý των μεντüρων του στο πανεπιστÞμιο Þταν ο Leone Ginzburg, ειδικüς στη ρωσικÞ λογοτεχνßα και κριτικüς λογοτεχνßας, σýζυγος της συγγραφÝως Natalia Ginzburg και πατÝρας του μελλοντικοý ιστορικοý Carlο Ginzburg. Κεßνα τα  ζοφερÜ χρüνια, μετÝφραζε κλασσικοýς και πρüσφατους Αμερικανοýς και Βρεττανοýς συγγραφεßς που Þτανε τüτε νÝοι στο ιταλικü κοινü.

     Φανατικüς αντιφασßστας, συνελÞφθη το 1935 και καταδικÜστηκε για κατοχÞ επιστολþν απü πολιτικü κρατοýμενο. ΜετÜ μερικοýς μÞνες στη φυλακÞ, εστÜλη στο Confino, εξüριστος στη Nüτια Ιταλßα, συνÞθης καταδßκη για ενüχους μικρþν πολιτικþν εγκλημÜτων. Ο Leone Ginzburg κι ο Carlo Levi, επßσης απ' το Τορßνο -συγγραφÝας του Ο Χριστüς ΣταμÜτησε Στο ¸μπολι-, Þταν ομοßως εκεß. ΜετÜ απü 1 χρüνο παραμονÞς στο χωριü Brancaleone της ΚαλÜβρια, επÝστρεψε στο Τορßνο, üπου εργÜστηκε για τον αριστερü εκδüτη Giulio Einaudi ως συντÜκτης και μεταφραστÞς. Η Natalia Ginzburg εργÜστηκε επßσης εκεß., ως συντÜκτης και μεταφραστÞς. ¹τανε στη Ρþμη üταν κλÞθηκε απü το φασιστικü στρατü, αλλÜ λüγω του Üσθματüς του πÝρασε 6 μÞνες σε στρατιωτικü νοσοκομεßο. Σ' ορισμÝνα Ýργα του περιÝγραψε την ιταλικÞ κοινωνßα την επαýριο του Β’ΠΠ: Τον κüσμο του χωριοý (Οι δικοß σου τüποι), το προλεταριÜτο των πüλεων και τους μικροαστοýς διανοουμÝνους, στην αντßθεσÞ τους με τις προνομιοýχες τÜξεις των μεγÜλων πüλεων του ιταλικοý ΒορρÜ (Πριν αλÝκτωρ φωνÞσαι, Το üμορφο καλοκαßρι). Σε μερικÜ μÜλιστα Ýργα του, üπως το ΚοπÝλες μüνες, προÝβλεψε τις επικεßμενες κοινωνικÝς ανακατατÜξεις που θα επÝφερε η οικονομικÞ Üνθηση της 10ετßας του ‘50 στην Ιταλßα. ΣυνÝβαλε περισσüτερο απ' οποιονδÞποτε Üλλον ομüτεχνü του στη διÜδοση και την απÞχηση της αμερικανικÞς λογοτεχνßας στην Ιταλßα.

χ

     ¼ταν επÝστρεψε στο Τορßνο, τα γερμανικÜ στρατεýματα κατÝλαβαν τους δρüμους και οι περισσüτεροι φßλοι του εßχαν φýγει για να πολεμÞσουν ως παρτιζÜνοι. ΚατÝφυγε στους λüφους γýρω απü το Serralunga di Crea, κοντÜ στο Casale Monferrato. Δεν πÞρε μÝρος στον Ýνοπλο αγþνα που διεξαγüτανε στη περιοχÞ αυτÞ. Στη διÜρκεια των χρüνων του στο Τορßνο, Þταν μÝντορας της νεαρÞς συγγραφÝως και μεταφρÜστριας Fernanda Pivano, πρþην συμμαθÞτριÜς του στο Liceo D'Azeglio. Της Ýδωσε την αμερικανικÞ Ýκδοση της Spoon River Anthology, που κυκλοφüρησε στην ιταλικÞ μετÜφραση της Pivano το 1943.

 ΜετÜ τον πüλεμο προσχþρησε στο ΚΚΙ κι εργÜστηκε στην εφημερßδα L' Unita. Το μεγαλýτερο μÝρος του Ýργου του δημοσιεýθηκε στη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου. Προς το τÝλος της ζωÞς του, επισκεπτüτανε συχνÜ το Le Langhe, περιοχÞ που γεννÞθηκε, üπου Ýβρισκε μεγÜλη παρηγοριÜ. Η κατÜθλιψη, η αποτυχßα σýντομης ερωτικÞς σχÝσης με την ηθοποιü Constance Dowling*, που Þταν αφιερωμÝνο το τελευταßο του μυθιστüρημα και το τελευταßο ποßημα του: Ο θÜνατος θα 'ρθεß και θα 'χει τα μÜτια σου, οι ψυχικÝς του ανασφÜλειες, τα διλÞμματα κι η πολιτικÞ απομυθοποßηση τον οδÞγησαν στην αυτοκτονßα απü υπερβολικÞ δüση βαρβιτουρικþν στις 27 Αυγοýστου 1950. Κεßνη τη χρονιÜ εßχε κερδßσει το Βραβεßο Strega για το La Bella Estate, αποτελοýμενο απü 3 νουβÝλες: La tenda, γραμμÝνο το 1940, Il diavolo sulle colline 1948 και Tra donne sole 1949.
     1η δημοσιευμÝνη δουλειÜ του Þταν Η ΔουλειÜ ΚουρÜζει  (Lavorare Stanca) το 1936. (ακολουθεß παρακÜτω).Το περιστατικü της αυτοκτονßας του, που 'γινε σ' Ýνα δωμÜτιο ξενοδοχεßου, περιγρÜφεται στη τελευταßα σκηνÞ του Tra Donne Sole, το προτελευταßο βιβλßο του. Τελευταßο Þτανε το: La Luna Ε Ι Falο, που δημοσßευσε στην Ιταλßα το 1950 και μετÝφρασε στ' αγγλικÜ ως Το ΦεγγÜρι & Οι ΦωτιÝς. Χαρακτηριστικüς πρωταγωνιστÞς στο Ýργο του, εßναι ο μοναχικüς Üντρας, -εßτε εξ επιλογÞς, εßτε λüγω περιστÜσεων. Οι σχÝσεις του με τους Üντρες και τις γυναßκες τεßνουν να 'ναι προσωρινÝς κι επιφανειακÝς. Μπορεß να επιθυμÞσει να 'χει περισσüτερη αλληλεγγýη με τους Üλλους ανθρþπους, αλλÜ καταλÞγει συχνÜ προδομÝνος απü ιδανικÜ κι απü φßλους. Π.χ., στη φυλακÞ, ο πολιτικüς εξüριστος σε χωριü στη Νüτια Ιταλßα λαμβÜνει σημεßωμα απü Üλλο πολιτικü εξüριστο που ζει κοντÜ, που προτεßνει συνÜντηση. Ο πρωταγωνιστÞς απορρßπτει την επßδειξη αλληλεγγýης κι αρνεßται να τονε συναντÞσει. Αυτü το σýντομο μυθιστüρημα εμφανßστηκε σε συλλογÞ με τßτλο Before the Cock Crows που αναφÝρεται στην προδοσßα του ΠÝτρου στο Χριστü πριν απ' το θÜνατü του.
     Το La Langhe, περιοχÞ που περνοýσε τις καλοκαιρινÝς διακοπÝς του ως αγüρι, εßχε μεγÜλην επßδραση πÜνω του. Εßναι χωριü γεμÜτο λüφους κι αμπελþνες, περιοχÞ που αισθÜνθηκε κυριολεκτικÜ σα σπßτι του, αλλ' αναγνþριζε τις σκληρÝς και βασανιστικÝς συνθÞκες διαβßωσης των φτωχþν αγροτþν, για να μπορÝσουνε να βγÜλουνε τα προς το ζην, απü τη γη. ΠολλÝς στρατιωτικÝς επιχειρÞσεις γßνανε στη περιοχÞ, μεταξý Γερμανþν και ΠαρτιζÜνων. Αυτüς ο τüπος Ýχει γßνει μÝρος της προσωπικÞς μυθολογßας του.
     Η Leslie Fiedler Ýγραψε για το θÜνατü του: "Για τους Ιταλοýς, ο θÜνατüς του Ýχει φτÜσει να Ýχει βÜρος σαν αυτü του Hart Crane για μας, νüημα που διεισδýει πßσω στο δικü του Ýργο και λειτουργεß ως σýμβολο στη λογοτεχνßα μιας εποχÞς. Οι συνθÞκες της αυτοκτονßας του, που Ýγινε σε δωμÜτιο ξενοδοχεßου, μιμοýνται τη τελευταßα σκηνÞ του Tra Donne Sole (Among Single Women), του προτελευταßου βιβλßου του. Το τελευταßο του βιβλßο Þτανε το La Luna e i Falò, που εκδüθηκε στην Ιταλßα το 1950 και μεταφρÜστηκε στα αγγλικÜ ως The Moon and the Bonfires απü τη Louise Sinclair το 1952".
____________________________

  *   ΕπιβεβλημÝνη ΠαρÝνθεση:



     Η Constance Dowling (Κüνστανς ΝτÜουλινγκ, 24 Ιουλßου 1920  - 28 Οκτþβρη 1969) Þταν Αμερικανßδα χορεýτρια, μοντÝλο που 'γινε ηθοποιüς των 10ετιþν '40 & '50. ΓεννημÝνη στη ΝÝα Υüρκη, Þταν μοντÝλο και χορεýτρια πριν μετακομßσει στη Καλιφüρνια το 1943. Εßχε 2 αδÝλφια, τον Ρßτσαρντ και τον Ρüμπερτ Σμιθ κι Þταν η μεγαλýτερη αδελφÞ της ηθοποιοý Ντüρις. Παρακολοýθησε το Wadleigh High School for Girls στη ΝÝα Υüρκη. ¹τανε χορεýτρια στο νυχτερινü κÝντρο Paradise στη ΝÝα Υüρκη, δουλειÜ που απÝκτησε λÝγοντας ψÝματα για την ηλικßα της στον εργοδüτη της και λÝγοντας ψÝματα για τη δουλειÜ στη μητÝρα της. Πριν απü τη μετακüμισÞ της στο Χüλιγουντ, εμφανßστηκε σε αρκετÝς παραγωγÝς του Μπρüντγουεú, συμπεριλαμβανομÝνων των Quiet City, Liliom, Panama Hattie (με τη Doris), Hold On To Your Hats και The Strings, My Lord, Are False.



     ΠροωθÞθηκε απü τους πρÜκτορες τýπου του παραγωγοý ΣÜμιουελ Γκüλντγουιν ως τρισδιÜστατη (μπορεß να τραγουδÞσει, μπορεß να χορÝψει και μπορεß να παßξει). Ξεκßνησε καρριÝρα στην οθüνη εμφανιζüμενη στο Up in Arms (1944) για τον Γκüλντγουιν. Κεßνη την εποχÞ, η αρθρογρÜφος της εφημερßδας Sheilah Graham ανÝφερε üτι ο Danny Kaye «Þλπιζε για μεγÜλο κινηματογραφικü üνομα να πρωταγωνιστÞσει απÝναντß του, αλλÜ το αφεντικü Goldwyn σκÝφτεται διαφορετικÜ κι Ýχει υπογρÜψει τη Dowling. Την ßδια χρονιÜ, εμφανßστηκε δßπλα στον ΝÝλσον ¸ντι στο Knickerbocker Holiday. Το 1946, η αρθρογρÜφος της εφημερßδας Hedda Hopper ανÝφερε üτι εßχε υπογρÜψει μακροπρüθεσμο συμβüλαιο με την Eagle-Lion Films. Λßγο μετÜ την εμφÜνισÞ της στις ταινßες The Well-Groomed Bride (1946) και Black Angel (1946), δανεßστηκε στη Columbia Pictures για να εμφανιστεß στο Boston Blackie and the Law.



    Εßχε εμπλακεß σε μια μακρÜ σχÝση με τον παντρεμÝνο σκηνοθÝτη Ελßα ΚαζÜν στη ΝÝα Υüρκη. Δεν μποροýσε ν' αφÞσει τη γυναßκα του και η σχÝση τελεßωσε üταν πÞγε στο Χüλιγουντ με συμβüλαιο με την Goldwyn. H ΝτÜουλινγκ Ýζησε στην Ιταλßα απü το 1947 ως το 1950 κι εμφανßστηκε σ' αρκετÝς ιταλικÝς ταινßες. Εκεß μετÜ συνδÝθηκε με το διÜσημο Ιταλü ποιητÞ και μυθιστοριογρÜφο Cesare Pavese, που αυτοκτüνησε το 1950 μετÜ απü ισüβια κατÜθλιψη που επιδεινþθηκε, σε κÜποιο σημεßο κι απ' την απüρριψÞ του απ' αυτÞν, Στη ποßησÞ του τη συνδÝει συχνÜ με την Üνοιξη (πρüσωπο της Üνοιξης). Απü τα τελευταßα ποιÞματÜ του Ýχει τßτλο Ο θÜνατος θα 'ρθεß και θα 'χει τα μÜτια σου. ΕπÝστρεψε στο Χüλιγουντ τη 10ετßα '50 και πÞρε ρüλο στη ταινßα Gog της ΕΦ . ¹ταν η τελευταßα της ταινßα.



     Το 1955, παντρεýτηκε τον παραγωγü ταινιþν ΙβÜν Τορς, σεναριογρÜφο και παραγωγü της τελευταßας της ταινßας. (¢λλη πηγÞ, που δημοσιεýθηκε 2 χρüνια πριν, αναφÝρεται στο ζεýγος αυτο ως μÞνα του μÝλιτος). Στη συνÝχεια αποσýρθηκε απü την υποκριτικÞ, αποκτþντας 3 γιους κι 1 θετü με τον Tors: τον Steven, τον David, τον Peter και τον θετü γιο Alfred Ndwego της ΚÝνυα. Στις αρχÝς του 1964, εισÞγαγε τον John C. Lilly στο LSD για 1η φορÜ. Στις 28 Οκτþβρη 1969, πÝθανε σε ηλικßα 49 ετþν απü καρδιακÞ προσβολÞ στο Ιατρικü ΚÝντρο UCLA. Η ταφÞ της Ýγινε στο νεκροταφεßο του Τιμßου Σταυροý στο Culver City της Καλιφüρνια.
-----------------------------------

     Στο The Moon and the Bonfires, ο πρωταγωνιστÞς αφηγεßται ιστορßα κατανÜλωσης μπýρας σε μπαρ στην ΑμερικÞ. ¸ρχεται Ýνας, που αναγνωρßζει üτι κατÜγεται απü τις κοιλÜδες του Le Langhe απü τον τρüπο περπατÞματος και τις προοπτικÝς του. Του μιλÜ σε διÜλεκτο, υποδηλþνοντας üτι το μπουκÜλι με τοπικü κρασß θα 'τανε καλýτερο απ' τη μπýρα. ΜετÜ απü μερικÜ χρüνια στην ΑμερικÞ, ο πρωταγωνιστÞς επιστρÝφει στο χωριü του. ΕξερευνÜ το Le Langhe με φßλο που 'χε παραμεßνει στη περιοχÞ. Ανακαλýπτει üτι τüσοι πολλοß απ' τους συγχρüνους του Ýχουνε πεθÜνει κÜτω απü θλιβερÝς συνθÞκες, μερικοß ως παρτιζÜνοι που εκτελÝστηκαν απ' τους Γερμανοýς, ενþ αξιοσημεßωτη τοπικÞ καλλονÞ εßχε εκτελεστεß απü παρτιζÜνους ως φασßστας κατÜσκοπος.
     ¼ταν αυτοκτüνησε στα 41 του, Þταν Ýνας απü τους πιο γνωστοýς συγγραφεßς της Ιταλßας. ΠοιητÞς, μυθιστοριογρÜφος, κριτικüς λογοτεχνßας και μεταφραστÞς, εßχε επηρεαστεß βαθιÜ στα πρþτα του χρüνια απü την αμερικανικÞ λογοτεχνßα. ΑλλÜ αργüτερα δυσαρεστÞθηκε με την αμερικανικÞ κουλτοýρα, φτÜνοντας να τη βλÝπει ως υλιστικÞ και ρηχÞ. Ως Ýφηβος και νεαρüς βυθßστηκε στην αμερικανικÞ λογοτεχνßα, ειδικÜ κεßνη του 19ου  κι αρχþν 20ου. Το 1930, στο απüγειο της δημοτικüτητας του ιταλικοý φασισμοý, Ýγραψε διατριβÞ για τον πιο δημοκρατικü απü τους ποιητÝς της ΑμερικÞς, τον Whitman. Στη συνÝχεια υποστÞριξε τον εαυτü του μεταφρÜζοντας αμερικανικÞ μυθοπλασßα, κυρßως το Moby Dick, και γρÜφοντας δοκßμια για Αμερικανοýς συγγραφεßς. Εßδε τους Αμερικανοýς συγγραφεßς, ειδικÜ τον Whitman και τον Herman Melville, üχι μüνο ως λογοτεχνικÜ παραδεßγματα αλλÜ κι ως πρüτυπα ανδρισμοý, οδηγοýς για τρüπους ζωÞς που δε βρÞκε στον περιορισμÝνο, κομφορμιστικü κüσμο της Ιταλßας του Μουσολßνι. Οι μεταφρÜσεις και τα δοκßμιÜ του αποτελοýσαν ýπουλες πρÜξεις πολιτικÞς και γλωσσικÞς ανατροπÞς, αλλÜ και δεßκτες της προσωπικÞς και καλλιτεχνικÞς αυτοπραγμÜτωσÞς του.
     Εδραßωσε τη θÝση του στα ιταλικÜ γρÜμματα σε διÜρκεια 5 ετþν μετÜ το Β'ΠΠ. Ο τραγικüς θÜνατüς του, που επιταχýνθηκε απü σýντομη αποτυχημÝνη ερωτικÞ σχÝση με τη Dowling, Αμερικανßδα ηθοποιü του κινηματογρÜφου 15 χρüνια νεüτερÞ του. Αν και τη γνþριζε ελÜχιστα, η αναχþρησÞ της απü την Ιταλßα τον Απρßλη του 1950 πυροδüτησε τις μακροχρüνιες λανθÜνουσες αυτοκτονικÝς παρορμÞσεις του κι αυτοκτüνησε 4 μÞνες μετÜ.


                                          Το ΦεγγÜρι Κι Η ΦωτιÜ

ΡΗΤΑ:

Πολλοß Üνθρωποι που βρßσκονται στο σημεßο ενüς εποικοδομητικοý θανÜτου θα Þταν Ýξαλλοι αν ξαφνικÜ αποκαθιστοýσαν την υγεßα τους.

¹μασταν στην ηλικßα που η συζÞτηση ενüς φßλου μοιÜζει με τον εαυτü του να μιλÜ, üταν κÜποιος μοιρÜζεται κοινÞ ζωÞ με τον τρüπο που εξακολουθþ να σκÝφτομαι, üσο εργÝνης κι αν εßμαι, μερικÜ παντρεμÝνα ζευγÜρια εßναι σε θÝση να ζÞσουν.

Τι Ýχεις στο μυαλü σου; ¼τι επιστρÝφω στην καταγωγÞ μου; Τα σημαντικÜ πρÜγματα που Ýχω στο αßμα μου και κανεßς δεν πρüκειται να τα πÜρει. Εßμαι εδþ για να πιω Ýνα μπουκÜλι κρασß και να τραγουδÞσω λßγο -με οποιονδÞποτε.

Μην ανακατεýεις κρασß και γυναßκες.

Εßστε σαν üλους τους Üλλους. ΑλλÜ δεν καταλαβαßνετε üτι δεν μποροýμε να τσακωθοýμε; ΑγαπÜμε ο Ýνας τον Üλλον. Αν μποροýσα να τον μισÞσω με τον ßδιο τρüπο που μισþ τον εαυτü μου, τüτε φυσικÜ θα τον κακοποιοýσα. ΑλλÜ κανεßς μας δεν το αξßζει.

Αν üλα αυτÜ Þταν αλÞθεια, πüσο εýκολο θα Þταν να καταλÜβουμε τους ανθρþπους.

Τι δεν κοιμÜται κÜτω απü το καβοýκι üλων μας; ΧρειÜζεται απλþς θÜρρος για να το αποκαλýψει και να εßναι ο εαυτüς του. ¹ τουλÜχιστον να το συζητÞσουμε. Δεν υπÜρχει αρκετÞ συζÞτηση στον κüσμο.

Δεν Ýχω ανακαλýψει τßποτα. ΑλλÜ θυμÜσαι πüσο μιλοýσαμε üταν Þμασταν αγüρια; ΜιλÞσαμε μüνο για τη διασκÝδαση. ΞÝραμε πολý καλÜ üτι Þταν μüνο λüγια, αλλÜ και πÜλι το απολαýσαμε.

ΠρÝπει να καταλÜβεις τη ζωÞ, να τη καταλÜβεις üταν εßσαι νÝος.


¼λοι αυτοß, üλοι αυτοß οι ηλßθιοι που πιÝζουν το μυαλü τους και δεν ξÝρουν πüτε να σταματÞσουν.

¢ρχισα να της εξηγþ üτι τßποτα δεν εßναι χυδαßο απü μüνο του, αλλÜ üτι η ομιλßα κι η σκÝψη το κÜνουν Ýτσι.

ΑλλÜ üλα τα χρüνια εßναι ηλßθια. Μüνο üταν τελειþσουν γßνονται ενδιαφÝροντα.

¹μουν αρκετÜ χαροýμενος. ¹ξερα üτι στη διÜρκεια της νýχτας ολüκληρη η πüλη θα μποροýσε να τυλιχθεß στις φλüγες κι üλοι οι Üνθρωποß της να σκοτωθοýν, αλλÜ οι χαρÜδρες, τα σπßτια και τα μονοπÜτια θα ξυπνοýσανε το πρωß Þρεμα κι αμετÜβλητα.

Το θÜρρος να στÝκεσαι μüνος σου σαν να μην υπÜρχουν Üλλοι και να σκÝφτεσαι μüνο αυτü που κÜνεις. Να μη φοβÜσαι αν οι Üνθρωποι σε αγνοοýν. ΠρÝπει να περιμÝνεις χρüνια, πρÝπει να πεθÜνεις. Στη συνÝχεια, αφοý πεθÜνεις, αν εßσαι τυχερüς, γßνεσαι κÜποιος.

Εßναι Üσκοπο να κλαις. ΓεννιÝται κανεßς και πεθαßνει μüνος...

Αυτüς ο πüλεμος που εßχα καταφýγει, πεπεισμÝνος üτι τον εßχα αποδεχτεß, üτι εßχα κÜνει τη δικÞ μου δυσÜρεστη ειρÞνη, Ýγινε πιο Üγριος, λßγο βαθýτερος, Ýφτασε στα νεýρα και το μυαλü κÜποιου..

Το να μην πιστεýεις σε τßποτα εßναι επßσης θρησκεßα.

ΑλλÜ δεν γÝλασε. ¼ταν Ýχεις παιδιÜ, εßπε κοιτþντας το ποτÞρι της, αποδÝχεσαι τη ζωÞ.

Αν υπÜρχουν αθÜνατα Ýργα στη λογοτεχνßα, εßναι εκεßνα που δεν Ýχουνε πλοκÞ.

Εßστε Þ δεν εßστε πεπεισμÝνοι üτι η αδυναμßα εßναι η κατÜσταση ενüς Üνδρα; Πþς μπορεßς να σηκþσεις τον εαυτü σου αν δεν Ýχεις πÝσει πρþτος;

Δεν υπÜρχει τßποτα που να γεýεται περισσüτερο το θÜνατο απü τον καλοκαιρινü Þλιο, το δυνατü φως, την πληθωρικÞ φýση. Μυρßζεις τον αÝρα και ακοýς το δÜσος και ξÝρεις üτι τα φυτÜ και τα ζþα δεν δßνουν δεκÜρα για σÝνα. ¼λα ζουν και καταναλþνουν τον εαυτü τους. Η φýση εßναι θÜνατος...

ΣκÝφτηκα πüσα μÝρη υπÜρχουνε στον κüσμο που ανÞκουν με αυτüν τον τρüπο σε κÜποιον, που το Ýχει στο αßμα του πÝρ' απ' τη κατανüηση οποιουδÞποτε Üλλου.


ΥπÜρχει Ýλεος για üλους εκτüς απü αυτοýς που Ýχουν βαρεθεß τη ζωÞ.

Δεν ξÝρετε üτι αυτü που σας συμβαßνει μια φορÜ συμβαßνει πÜντα ξανÜ; ΠÜντα αντιδρÜς με τον ßδιο τρüπο στο ßδιο πρÜγμα. Δεν εßναι τυχαßο üταν κÜνεις Ýνα χÜος. Στη συνÝχεια, το κÜνετε ξανÜ. ΟνομÜζεται πεπρωμÝνο.

Γιατß τüσα υπονοοýμενα, ντυμÝνα σαν κισσüς για να κρýψουν Ýνα βüθρο, üταν üλοι Þξεραν üτι ο βüθρος Þταν εκεß;

¼τι χρειÜζεσαι Ýνα χωριü, Ýστω και μüνο για την ευχαρßστηση να το αφÞσεις. Το δικü σου χωριü σημαßνει üτι δεν εßσαι μüνος, üτι ξÝρεις üτι υπÜρχει κÜτι απü σÝνα στους ανθρþπους και στα φυτÜ και στο χþμα, üτι ακüμα και üταν δεν εßσαι εκεß περιμÝνει να σε καλωσορßσει.

Δεν Þτανε χþρα üπου ο Üνθρωπος θα μποροýσε να ηρεμÞσει και να ξεκουρÜσει το κεφÜλι του και να πει στους Üλλους: "Εδþ εßμαι για καλü Þ για κακü. Καλþς Þ κακþς ας φýγω εν ειρÞνη". Αυτü Þταν το τρομακτικü.

Η πραγματικÞ θλßψη των γηρατειþν εßναι οι τýψεις.

¼λοι αυτοß οι φιλüσοφοι που πιστεýουν στην απüλυτη λογικÞ της ΑλÞθειας δεν χρειÜστηκε ποτÝ να κÜτσουν να τη συζητÞσουν με μια γυναßκα.

Μου εßπε üτι δεν εßναι αυτü που κÜνεις, αλλÜ το πþς το κÜνεις που δεßχνει αν εßσαι Ýξυπνος Þ üχι.

ΥπÜρχει το εξÞς πρüβλημα με την αυτοκτονßα: εßναι μια πρÜξη φιλοδοξßας, αλλÜ μπορεß να εκτελεστεß μüνο απü κÜποιον που Ýχει υπερβεß τη φιλοδοξßα.

Τους εßπε üτι μüνο τα σκυλιÜ γαβγßζουν και πηγαßνουν για παρÜξενα σκυλιÜ, κι οι Üνδρες βÜζουν Ýνα σκυλß επειδÞ τους ταιριÜζει να δεßξουν üτι εßναι ακüμα αφÝντες, αλλÜ αν τα σκυλιÜ δεν Þταν χαζÜ ζþα θα Ýρχονταν σε συμφωνßα μεταξý τους και θα Üρχιζαν να γαβγßζουν σε αυτÜ.

ºσως εßναι καλýτερα Ýτσι, καλýτερα üτι üλα θα πρÝπει ν' ανεβαßνουν σε φλüγα ξηροý γρασιδιοý κι üτι οι Üνθρωποι θα πρÝπει να ξεκινÞσουνε ξανÜ.



Οι Üνθρωποι που δεν ξÝρουν τßποτα καλýτερο θα 'ναι πÜντα στο σκüτος, επειδÞ η εξουσßα βρßσκεται στα χÝρια ανθρþπων που φροντßζουν þστε οι απλοß Üνθρωποι να μη καταλαβαßνουν, στα χÝρια, δηλαδÞ, της κυβÝρνησης, του κληρικοý κüμματος, των καπιταλιστþν.

Να ζεις σε καλýβα Þ σε παλÜτι εßναι το ßδιο, το αßμα Ýχει το ßδιο χρþμα κι üλοι θÝλουν να πλουτßουνε, να ερωτευτοýνε και να κÜνουνε περιουσßα.

Η ζωÞ χωρßς κÜπνισμα εßναι σαν τον καπνü χωρßς ψητü.

¼ταν γραφτεß η 1η γραμμÞ αφηγÞματος, Ýχουν Þδη επιλεγεß τα πÜντα, το ýφος, ο τüνος κι η τροπÞ των γεγονüτων. Με δεδομÝνη αυÞ τη γραμμÞ, δε χρειÜζεται παρÜ υπομονÞ: üλα τα υπüλοιπα πρÝπει και μπορεß να βγουν απü αυτÞν.

Ποιος κüσμος βρßσκεται πÝρ' απ' αυτÞ τη φουρτουνιασμÝνη θÜλασσα δεν ξÝρω, αλλÜ κÜθε ωκεανüς Ýχει μακρυνÞ ακτÞ και θα τη φτÜσω.

Αυτü που πρüκειται να Ýρθει θα αναδυθεß μüνο μετÜ απü μακρÜ ταλαιπωρßα, μακρÜ σιωπÞ.

ΕξετÜστε προσεκτικÜ αυτü το σημεßο: σÞμερα, η αυτοκτονßα εßναι απλþς Ýνας τρüπος εξαφÜνισης. Εκτελεßται δειλÜ, Þσυχα και πÝφτει επßπεδη. Δεν πρüκειται πλÝον για αγωγÞ, αλλÜ απλþς για υποβολÞ.

¼ταν Ýνας Üντρας θρηνεß για κÜποια που τον Ýχει παßξει ψεýτικα, δεν εßναι απü αγÜπη γι 'αυτÞν, αλλÜ για τη δικÞ του ταπεßνωση που δεν Üξιζε την εμπιστοσýνη της.

Θυμηθεßτε, το να γρÜφετε ποßηση εßναι σαν να κÜνετε Ýρωτα: ποτÝ δεν θα μÜθετε αν η δικÞ του ευχαρßστηση μοιρÜζεται.

Αν εßναι αλÞθεια üτι κÜποιος συνηθßζει να υποφÝρει, πþς γßνεται καθþς περνοýν τα χρüνια να υποφÝρει πÜντα πιüτερο;

¼χι, δεν εßναι τρελλοß, αυτοß οι Üνθρωποι που διασκεδÜζουν, απολαμβÜνουν τη ζωÞ, ταξιδεýουν, κÜνουν Ýρωτα, τσακþνονται -δεν εßναι τρελλοß. Θα θÝλαμε να κÜνουμε το ßδιο κι εμεßς.

¼λα τα αμαρτÞματα προÝρχονται απü αßσθημα κατωτερüτητας, Þ, για να το ποýμε αλλιþς, απü φιλοδοξßα.


Η μüνη χαρÜ στον κüσμο εßναι να αρχßσεις. Εßναι καλü να εßσαι ζωντανüς γιατß η ζωÞ αρχßζει, πÜντα, κÜθε στιγμÞ. ¼ταν λεßπει αυτÞ η αρχÞ -üπως üταν κÜποιος εßναι στη φυλακÞ, Þ Üρρωστος, Þ ηλßθιος, Þ üταν η ζωÞ Ýχει γßνει συνÞθεια- μπορεß κÜλλιστα να 'ναι νεκρüς.

ΑλλÜ η πραγματικÞ, τερÜστια αλÞθεια εßναι η εξÞς: ο πüνος δεν εξυπηρετεß κανÝνα σκοπü.

Μια σκÝψη αγÜπης: Σε αγαπþ τüσο πολý που θα ευχüμουν να εßχα γεννηθεß αδελφüς σου Þ να σε εßχα φÝρει στον κüσμο ο ßδιος.

¸πρεπε να σου συμβεß, να συγκεντρωθεßς üλη σου τη ζωÞ σ' Ýνα σημεßο και μετÜ ν' ανακαλýψεις üτι μπορεßς να κÜνεις τα πÜντα εκτüς απü το να ζÞσεις σε κεßνο το σημεßο.

Αυτü εßναι βÝβαιο: μπορεßς να 'χεις οτιδÞποτε στη ζωÞ εκτüς απü γυναßκα που θα σε αποκαλεß Üντρα της. Και μÝχρι τþρα üλη σου η ζωÞ βασιζüταν σ' αυτÞ την ελπßδα.

Δþσε μου καλýτερα πρüθυμο χÝρι παρÜ πρüθυμη γλþσσα.

Η τÝχνη της ζωÞς εßναι η τÝχνη του να ξÝρεις πþς να πιστεýεις ψÝμματα. Το φοβερü εßναι üτι, μη γνωρßζοντας ποια μπορεß να εßναι η αλÞθεια, μποροýμε ακüμα να τα αναγνωρßσουμε.

Εδþ εßναι η δυσκολßα σχετικÜ με την αυτοκτονßα: εßναι μια πρÜξη φιλοδοξßας που μπορεß να διαπραχθεß μüνο üταν κÜποιος Ýχει ξεπερÜσει τη φιλοδοξßα.

Γιατß ο Üντρας που εßναι αληθινÜ ερωτευμÝνος επιμÝνει üτι αυτÞ η σχÝση πρÝπει να συνεχιστεß και να εßναι δια βßου; Γιατß η ζωÞ εßναι πüνος κι η απüλαυση της αγÜπης εßναι αναισθητικü. Ποιος θα Þθελε να ξυπνÞσει στα μισÜ μιας επÝμβασης;

Μια παρηγορητικÞ σκÝψη: αυτü που Ýχει σημασßα δεν εßναι αυτü που κÜνουμε, αλλÜ το πνεýμα που το κÜνουμε. ¢λλοι υποφÝρουν επßσης. τüσο πολý που δεν υπÜρχει τßποτα στον κüσμο παρÜ μüνο πüνος. Το πρüβλημα εßναι απλþς να διατηρÞσουμε καθαρÞ συνεßδηση.

Διüτι, για να περιφρονÞσει κανεßς τα χρÞματα, πρÝπει να Ýχει Üφθονα.


Το να εκδικηθεßς λÜθος που σου 'χει γßνει, εßναι σαν να στερεßς απü τον εαυτü σου την Üνεση να φωνÜζεις ενÜντια στην αδικßα του.

Κανεßς δεν στερεßται ποτÝ ενüς καλοý λüγου αυτοκτονßας.

Ακüμα και η αναμονÞ εßναι απασχüληση. Αυτü που 'ναι τρομακτικü εßναι να μην Ýχεις τßποτα να περιμÝνεις.

Μην εμπιστεýεστε τις γυναßκες üταν παραδÝχονται λÜθος.

¼ταν κÜποιος Ýχει κÜνει λÜθος, λÝει. «Μια Üλλη φορÜ θα ξÝρω τι να κÜνω», üταν πρÝπει να πει: «ΞÝρω Þδη τι θα κÜνω πραγματικÜ κÜποια Üλλη φορÜ».

Εφüσον ο Θεüς θα μποροýσε να δημιουργÞσει ελευθερßα που δεν θα μποροýσε να υπÜρξει κακü (δηλαδÞ, μια κατÜσταση üπου οι Üνθρωποι Þταν ευτυχισμÝνοι κι ελεýθεροι και βÝβαιοι üτι δεν θα αμαρτÜνουν), Ýπεται üτι επιθυμοýσε να υπÜρχει το κακü. ΑλλÜ το κακü Τον προσβÜλλει. Μια συνηθισμÝνη περßπτωση μαζοχισμοý.

ΥπÜρχει κÜτι χυδαßο στις λÝξεις. ΠρÝπει να ψÜχνεις για Ýνα πρÜγμα μüνο, για να βρεις πολλÜ.

Ο μüνος λüγος για τον οποßο σκεφτüμαστε πÜντα το δικü μας εγþ εßναι üτι πρÝπει να ζοýμε με αυτü πιο συνεχþς απ' ü,τι με οποιονδÞποτε Üλλο.

Ο θÜνατος εßναι ανÜπαυση, αλλÜ η σκÝψη του θανÜτου διαταρÜσσει κÜθε ανÜπαυση.

¼λες οι πιο ιερÝς αγÜπες μας εßναι απλþς πεζÞ συνÞθεια.

Νοιαζüμαστε τüσο λßγο για τους Üλλους που ακüμη κι ο Χριστιανισμüς μας προτρÝπει να κÜνουμε καλü για την αγÜπη του Θεοý.

ΤÝλεια συμπεριφορÜ προκýπτει απü την πλÞρη αδιαφορßα.


Ο μüνος τρüπος να ξεφýγουμε απü την Üβυσσο εßναι να την ατενßσουμε, να τη μετρÞσουμε, να την αφουγκραστοýμε, και να βουτÞξουμε σ’ αυτÞν.

Οι Üνθρωποι που Ýχουνε θυελλþδη εσωτερικÞ ζωÞ και δεν επιδιþκουν να δþσουν διÝξοδο σ' αυτÞ μιλþντας Þ γρÜφοντας, εßναι απλÜ Üνθρωποι που δεν Ýχουν θυελλþδη εσωτερικÞ ζωÞ.

Δþστε συντροφιÜ σε Ýναν μοναχικü και θα μιλÞσει πιüτερο απ' οποιονδÞποτε.

Τα μαθÞματα δεν δßνονται, παßρνονται.

Ο Üνθρωπος της δρÜσης δεν εßναι ο ξεροκÝφαλος ανüητος που ορμÜ στον κßνδυνο χωρßς να σκÝφτεται τον εαυτü του, αλλÜ ο Üνθρωπος που κÜνει πρÜξη τα πρÜγματα που γνωρßζει.

Δεν μπορεßς να προσβÜλεις Ýναν Üνθρωπο πιο αποτρüπαια απü το να αρνηθεßς να πιστÝψεις üτι υποφÝρει.

Μποροýμε üλοι μας να κÜνουμε καλÝς πρÜξεις, αλλÜ πολý λßγοι μποροýμε να κÜνουμε καλÝς σκÝψεις.

Εßναι ανüητο να θρηνεßς για την απþλεια φßλης: μπορεß να μην την Ýχεις συναντÞσει ποτÝ, οπüτε μπορεßς να κÜνεις χωρßς αυτÞν.

Δεν εßναι η πραγματικÞ απüλαυση της ευχαρßστησης που επιθυμοýμε. Αυτü που θÝλουμε εßναι να δοκιμÜσουμε τη ματαιüτητα αυτÞς της ευχαρßστησης, Ýτσι þστε να μην Ýχουμε πλÝον εμμονÞ με αυτÞν.

Η ανθρþπινη φαντασßα εßναι πÜρα πολý φτωχüτερη απü τη πραγματικüτητα.

Αποκτοýμε üλα τα πρÜγματα που θÝλουμε, üταν δεν τα θÝλουμε πια.

Οι δυστυχßες δεν αρκοýν για να κÜνουν Ýναν ανüητο Ýξυπνο Üνθρωπο.

ΠÝρασα üλο το βρÜδυ καθισμÝνος μπροστÜ σ' Ýνα καθρÝφτη για να Ýχω συντροφιÜ.

Αυτü που επιθυμοýμε δεν εßναι να κατÝχουμε γυναßκα, αλλÜ να 'μαστε οι μüνοι που τη κατÝχουμε.

Εßμαι ο καπετÜνιος του πεπρωμÝνου μου. Δεν εγκαταλεßπω το πλοßο στα δýσκολα. ΑλλÜ δεν εßμαι τüσο χαζüς þστε να βυθιστþ μαζß του.

¼ταν διαβÜζουμε, δεν ψÜχνουμε για νÝες ιδÝες, αλλÜ για να δοýμε τις δικÝς μας σκÝψεις να λαμβÜνουν τη σφραγßδα επιβεβαßωσης στην τυπωμÝνη σελßδα. Οι λÝξεις που μας κÜνουν εντýπωση εßναι κεßνες που ξυπνÜν ηχþ σε ζþνη που 'χουμε Þδη κÜνει δικÞ μας -τον τüπο üπου ζοýμε- κι η δüνηση μας δßνει τη δυνατüτητα να βροýμε νÝες αφετηρßες μÝσα μας.


                                                     Η ΜητÝρα του

Η αδρÜνεια κÜνει τις þρες να περνοýν αργÜ και τα χρüνια γρÞγορα. Η δραστηριüτητα κÜνει τις þρες σýντομες και τα χρüνια μεγÜλα.

Δεν θυμüμαστε μÝρες. Θυμüμαστε στιγμÝς.

Το πιο κοινüτοπο πρÜγμα, που ανακαλýπτεται στον εαυτü μας, γßνεται Ýντονα ενδιαφÝρον. Δεν εßναι πλÝον μια αφηρημÝνη κοινοτοπßα, αλλÜ Ýνας εκπληκτικüς συντονισμüς μεταξý της πραγματικüτητας και της δικÞς μας ατομικüτητας.

Το üλο πρüβλημα της ζωÞς, λοιπüν, εßναι το εξÞς: πþς να ξεφýγει κανεßς απü τη μοναξιÜ του, πþς να επικοινωνÞσει με τους Üλλους.

ΘÝλουμε τον πλοýτο της εμπειρßας του Ρεαλισμοý και το βÜθος του συναισθÞματος του Συμβολισμοý. ¼λη η τÝχνη εßναι Ýνα πρüβλημα ισορροπßας μεταξý δýο αντιθÝτων.

Για üλους ο θÜνατος Ýχει Ýνα βλÝμμα. Ο θÜνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μÜτια σου.

Τα πρÜγματα που δεν κοστßζουν τßποτα εßναι αυτÜ που κοστßζουν περισσüτερο. ΕπειδÞ μας κοστßζουνε τη προσπÜθεια να καταλÜβουμε üτι εßναι ελεýθεα.

Αν θες να ταξιδÝψεις μακρυÜ, ξεκßνα το ταξßδι χωρßς περιττÜ βÜρη. ¢φησε πßσω ζÞλιες, φθüνους, πεßσματα, εγωισμοýς και φüβους.

ΓενικÜ, ο Üνθρωπος που 'ναι πρüθυμος να θυσιÜσει τον εαυτü του εßναι αυτüς που δεν ξÝρει πþς αλλιþς να δþσει νüημα στη ζωÞ του.

Το επÜγγελμα του ενθουσιασμοý εßναι η πιο αηδιαστικÞ απü üλες τις ανειλικρßνειες.

Αν Þταν δυνατüν να 'χουμε ζωÞ εντελþς απαλλαγμÝνη απü κÜθε αßσθημα αμαρτßας, τι τρομακτικü κενü θα Þταν!

Οι γενιÝς δεν γερνοýν. ΚÜθε νεολαßα οποιασδÞποτε περιüδου, κÜθε πολιτισμüς, Ýχει τις ßδιες δυνατüτητες üπως πÜντα.

¼νειρο εßναι δημιουργßα της νοημοσýνης, ο δημιουργüς εßναι παρþν αλλÜ δεν ξÝρει πþς θα τελειþσει.

Οι αγκυροβüλοι συνÞθιζαν να κακομεταχειρßζονται τον εαυτü τους με τον τρüπο που το Ýκαναν, Ýτσι þστε οι απλοß Üνθρωποι να μη τους δυσαρεστοýν με τον μακαρισμü που θα απολÜμβαναν στον ουρανü.

Δεν πρÝπει ποτÝ να ποýμε, ακüμη και για πλÜκα, üτι εßμαστε απογοητευμÝνοι, επειδÞ κÜποιος μπορεß να μας πÜρει σοβαρÜ.

Η ζωÞ δεν εßναι αναζÞτηση εμπειρßας, αλλÜ του εαυτοý μας. ¸χοντας ανακαλýψει το δικü μας θεμελιþδες επßπεδο, συνειδητοποιοýμε üτι συμμορφþνεται με το πεπρωμÝνο μας και βρßσκουμε την ειρÞνη.

¸νας Üνθρωπος επιτυγχÜνει να ολοκληρþσει Ýνα Ýργο μüνο üταν οι ιδιüτητÝς του το υπερβαßνουν.


                                        H βßλλα στο ΜπρÝμπο

Οι καλλιτÝχνες εßναι οι μοναχοß της αστικÞς κοινωνßας.

Το πραγματικÜ Ýξυπνο πρÜγμα, σε υποθÝσεις αυτοý του εßδους, δεν εßναι να κερδßσετε γυναßκα που Þδη επιθυμοýν üλοι, αλλÜ ν' ανακαλýψετε τÝτοιο βραβεßο ενþ εßναι ακüμα Üγνωστη.

ΘÝλουμε τον πλοýτο εμπειρßας που δßνει ο Ρεαλισμüς και το βÜθος του συναισθÞματος που δßνει ο Συμβολισμüς. ¼λη η τÝχνη εßναι Ýνα πρüβλημα ισορροπßας μεταξý αντιθÝτων.

Ο πλοýτος της ζωÞς βρßσκεται στις αναμνÞσεις που 'χουμε ξεχÜσει.

Η αγÜπη Ýχει την ικανüτητα να κÜνει δýο εραστÝς να φαßνονται γυμνοß, üχι ο Ýνας στα μÜτια του Üλλου, αλλÜ στα δικÜ τους.

Οι μεγÜλοι εραστÝς θα 'ναι πÜντα δυσαρεστημÝνοι, επειδÞ, γι' αυτοýς, η αγÜπη εßναι υψßστης σημασßας. ΚατÜ συνÝπεια, απαιτοýν απü την αγαπημÝνη τους την ßδια Ýνταση σκÝψης που Ýχουνε για κεßνη, διαφορετικÜ αισθÜνονται προδομÝνοι.

Μια απüφαση, μια πρÜξη, εßναι αλÜνθαστοι οιωνοß για το τι θα κÜνουμε κÜποια Üλλη φορÜ, üχι για κÜποιον αüριστο, μυστικιστικü, αστρολογικü λüγο, αλλÜ επειδÞ προκýπτουν απü μια αυτüματη αντßδραση που θα επαναληφθεß.

Καμμßα γυναßκα δεν παντρεýεται για χρÞματα: εßναι üλες αρκετÜ Ýξυπνες, πριν παντρευτοýν εκατομμυριοýχο, τον ερωτεýονται.

ΥπÜρχει μüνο μια ηδονÞ: να εßσαι ζωντανüς. ¼λα τα υπüλοιπα εßναι μιζÝρια.

¼ταν μια γυναßκα παντρεýεται, ανÞκει σε Üλλο Üνδρα. Κι üταν ανÞκει σε Üλλον, δεν υπÜρχει τßποτα πιüτερο που μπορεßτε να της πεßτε.

Τα πρÜγματα αποκαλýπτονται μÝσα απü τις αναμνÞσεις που Ýχουμε απü αυτÜ. Το να θυμÜσαι κÜτι σημαßνει να το βλÝπεις -μüνο τüτε- για 1η φορÜ.

Στη ψυχικÞ διαταραχÞ και τη προσπÜθεια της γραφÞς, αυτü που σε συντηρεß εßναι η βεβαιüτητα üτι σε κÜθε σελßδα υπÜρχει κÜτι που δεν Ýχει ειπωθεß.

Η αγÜπη εßναι επιθυμßα για γνþση.

Η ζωÞ εßναι πüνος κι η χαρÜ του Ýρωτα εßναι αναισθητικü.

¸ρχεται μÝρα που, για κÜποιον που μας Ýχει καταδιþξει, νιþθουμε μüνον αδιαφορßα, κοýραση για τη βλακεßα του. Τüτε τον συγχωροýμε.

Το πρüβλημα δεν εßναι η σκληρüτητα της Μοßρας, γιατß ü,τι θÝλουμε αρκετÜ Ýντονα το παßρνουμε. Το πρüβλημα εßναι μÜλλον üτι üταν το Ýχουμε το βαρεθοýμε και τüτε δεν πρÝπει ποτÝ να κατηγοροýμε τη Μοßρα, μüνο τη δικÞ μας επιθυμßα.


ΑφÞγηση απßστευτων πραγμÜτων σαν να 'ταν αληθινÜ -παλιü σýστημα-. αφηγοýνται πραγματικüτητες σαν να 'ταν απßστευτες, το νÝο.

Ο πλοýτος της ζωÞς βρßσκεται σ' αναμνÞσεις που 'χουμε ξεχÜσει.

Δεν υπÜρχει τßποτα ωραßο στο να εßσαι παιδß: εßναι εντÜξει üταν εßμαστε μεγÜλοι, να κοιτÜζουμε πßσω üταν Þμασταν παιδιÜ.

Δεν απελευθερωνüμαστε απü κÜτι αποφεýγοντÜς το, αλλÜ μüνο ζþντας μες απ' αυτü.

Πþς μπορεßτε να 'χετε εμπιστοσýνη σε γυναßκα που δεν θα διακινδυνεýσει να σας εμπιστευτεß ολüκληρη τη ζωÞ της, μÝρα και νýχτα;

Σßγουρα, το να 'χεις γυναßκα που σε περιμÝνει στο σπßτι, που θα κοιμηθεß μαζß σου, δßνει ζεστÞ αßσθηση σαν να 'χεις κÜτι που πρÝπει να πεις. Σε κÜνει να λÜμπεις, σου κρατÜ συντροφιÜ, σε βοηθÜ να ζεις.

Δεν αυτοκτονεß κανεßς για τον Ýρωτα γυναßκας. Αυτοκτονεß γιατß Ýρωτας, οποιοσδÞποτε Ýρωτας, μας αποκαλýπτει τη γýμνια μας, την αθλιüτητÜ μας, την αδυναμßα μας, το κενü.

Δεν υπÜρχει καλýτερη εκδßκηση απ' αυτÞ που οι Üλλοι προκαλοýνε στον εχθρü σας. ΕπιπλÝον, Ýχει το πλεονÝκτημα üτι σας αφÞνει το ρüλο ενüς γενναιüδωρου ανθρþπου.

Το γρÜψιμο εßναι ωραßο πρÜγμα, γιατß συνδυÜζει  2 απολαýσεις: να μιλÜς στον εαυτü σου και να μιλÜς σε πλÞθος.

Η αναμονÞ εξακολουθεß να 'ναι κατοχÞ. Δεν Ýχει τßποτα να περιμÝνει, γιατß αυτü εßναι το τρομερü.

ΥπÜρχει μüνο μßα ευχαρßστηση -αυτÞ του να εßσαι ζωντανüς. ¼λα τα υπüλοιπα εßναι δυστυχßα.

Μας αρÝσει να 'χουμε δουλειÜ να κÜνουμε, þστε να 'χουμε δικαßωμα να ξεκουραστοýμε.

Τα προβλÞματα που ταρÜζουν τη μια γενιÜ αναστατþνονται για την επüμενη, üχι επειδÞ Ýχουεν λυθεß, αλλÜ επειδÞ η γενικÞ Ýλλειψη ενδιαφÝροντος τα σαρþνει.

Δεν εßναι üτι τα πρÜγματα συμβαßνουν στον καθÝνα μας σýμφωνα με τη μοßρα του, αλλÜ üτι ερμηνεýει τι Ýχει συμβεß, αν Ýχει τη δýναμη να το κÜνει, σýμφωνα με την αßσθηση του πεπρωμÝνου του.

Ο κüσμος, το μÝλλον, εßναι τþρα μÝσα σας ως παρελθüν, ως εμπειρßα, επιδεξιüτητα στη τεχνικÞ και το πλοýσιο, αιþνιο μυστÞριο βρßσκεται να 'ναι παιδαριþδες για σας, που κεßνη τη στιγμÞ, δεν κÜνατε καμμßα προσπÜθεια να κατÝχετε.

Η πρÜξη δεν πρÝπει να 'ναι εκδßκηση. ΠρÝπει να 'ναι Þρεμη, κουρασμÝνη παραßτηση, κλεßσιμο λογαριασμþν, ιδιωτικÞ, ρυθμικÞ πρÜξη. Η τελευταßα παρατÞρηση.

ΠρÝπει να πληρþσουμε το αντßτιμο για κÜθε πολυτÝλεια, και τα πÜντα εßναι πολυτÝλεια αρχßζοντας με το üτι υπÜρχουμε σ’αυτüν τον κüσμο.

Τßποτα δεν μπορεß να προστεθεß στα υπüλοιπα, στο παρελθüν. ΞεκινÜμε πÜντα απü την αρχÞ.

Το Ýνα καρφß διþχνει το Üλλο. ΑλλÜ 4 καρφιÜ κÜνουν Ýνα σταυρü.

Οι αυτοκτονßες εßναι δειλοß δολοφüνοι. Μαζοχισμüς αντß σαδισμüς.

Αυτü που φοβοýνται πιüτερο στα κρυφÜ συμβαßνει πÜντα.



ΓρÜφω: Ω, ελÝησον. Και μετÜ; Το μüνο που χρειÜζεται εßναι λßγο θÜρρος. ¼σο πιüτερο ο πüνος γßνεται σαφÞς και καθορισμÝνος, τüσο πιüτερο το Ýνστικτο της ζωÞς επιβÜλλεται κι η σκÝψη της αυτοκτονßας υποχωρεß. Φαινüταν εýκολο üταν το σκÝφτηκα. Αδýναμες γυναßκες το 'χουνε κÜνει. ΧρειÜζεται ταπεινοφροσýνη, üχι υπερηφÜνεια. ¼λα αυτÜ εßναι αηδιαστικÜ. ¼χι λüγια. Μια πρÜξη. Δεν θα γρÜψω Üλλο. 1950-08-18, τÝλος.

9 μÝρες μετÜ αυτοκτüνησε, αφÞνοντας αυτü το μÞνυμα: "Συγχωρþ üλες κι üλους και για üλα ζητþ συγχþρεση. ΕντÜξει; Μη με κουτσομπολÝψετε πολý".

Ο ΘÜνατος Ýχει πÜντα για üλους Ýνα βλÝμμα.
Ο ΘÜνατüς μου, üταν Ýρθει. θα 'χει τα μÜτια σου!


ΕΡΓΑ:

Lavorare stanca (Η ΔουλειÜ ΚουρÜζει) 1936
ΠοιÞματα 1936. ΕκτεταμÝνη Ýκδοση 1943.
Paesi Tuoi (Τα χωριÜ σου), μυθιστüρημα 1941.
La Spiaggia (Η παραλßα), μυθιστüρημα 1941.
Feria d'agosto (ΔιακοπÝς Αυγοýστου) 1946.
Il Compagno (Ο σýντροφος), μυθιστüρημα 1947.
ΔιÜλογοι με τη ΛευκοθÝα, φιλοσοφικοß διÜλογοι μεταξý κλασσικþν ελληνικþν χαρακτÞρων, 1947.
Il diavolo sulle colline (Ο διÜβολος στους λüφους), μυθιστüρημα 1948.
Prima che il gallo canti (Πριν ΑλÝκτωρ ΦωνÞσαι), 1948.
2 μυθιστορÞματα. La casa in collina (Το σπßτι στο λüφο) και Il carcere (Η φυλακÞ), 1948.
La bella estate (Το üμορφο καλοκαßρι),
3 νουβÝλες, 1. La tenda 1940
2. Il diavolo sulle colline 1948
3. Tra donne sole (Γυναßκες μüνες), 1949.
La luna e i falò (Το φεγγÜρι κι οι φωτιÝς), μυθιστüρημα 1950.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi (Ο θÜνατος θα 'ρθεß και θα 'χει τα μÜτια σου), ποιÞματα, 1951.
Il mestiere di vivere: Diario 1935–1950, The Business of Living: Diaries 1935–1950 (εκδ. στα αγγλικÜ: The Burning Brand), 1952
Saggi Letterari, λογοτεχνικÜ δοκßμια.
Racconti, – δýο τüμοι διηγημÜτων.
Lettere 1926–1950, – δýο τüμοι επιστολþν.
Disaffections: Complete Poems 1930–1950, (2002)



========================



                                 Η ΔουλειÜ ΚουρÜζει

οι θαλασσες του νοτου
                          (στον Α. Μüντι)

     ΠερπατÜμε Ýνα βρÜδυ στη πλαγιÜ ενüς λüφου σιωπηλÜ. Στη σκιÜ του δειλινοý που προχωροýσε, ο ξÜδερφüς μου φαντÜζει σα γßγας ντυμÝνος στα λευκÜ, που προχωρÜ Þρεμος, ηλιοκαμÝνος στο πρüσωπο, σιωπηλüς . Η σιωπÞ εßναι αρετÞ μας. ΚÜποιος πρüγονüς μας Þτανε σßγουρα λιγομßλητος -Ýνας Üντρας ανÜμεσα σ' ηλßθιους Þ Ýνας θλιμμÝνος ανüητος- για να μας διδÜξει τÝτοια σιωπÞ. Ο ξÜδερφüς μου μßλησε απüψε. Με ρþτησε αν θ' ανÝβαινα μαζß του στη κορφÞ, απ' üπου τις ξÜστερες νýχτες, ο μακρινüς φÜρος του Τορßνο, καθρεφτßζεται στον ουρανü.
 -"Συ που μÝνεις Τορßνο...", εßπε "...Ýχεις δßκιο. Tη ζωÞ πρÝπει να τη ζÞσουμε μακρυÜ απü το χωριü: προκüβεις, χαßρεσαι και μετÜ, üταν επιστρÝφεις, σαν εμÝνα στα σαρÜντα σου τα πÜντα Ýχουν αλλÜξει. Οι ΛÜγκε δε χÜνονται".
     ΜιλÜ τη διÜλεκτο αργÜ, που üπως οι πÝτρες αυτοý του λüφου, εßναι τüσο τραχιÜ και σκληρÞ που εßκοσι χρüνια ιδιωμÜτων και διαφορετικþν ωκεανþν δε την αλλÜξανε. ΠερπατÜ στην ανηφüρα ανÞσυχος με σκληρü βλÝμμα που θυμÜμαι απü παιδß να 'χουν οι αγρüτες, üταν εßναι λιγÜκι κουρασμÝνοι. Εßκοσι χρüνια ταξßδεψε στον κüσμο. ¹μουνα παιδß üταν Ýφυγε, σ' αγκαλιÝς γυναικþν και τον εßχανε για νεκρü. 'Ακουσα μετÜ να μιλÜνε γι' αυτüν οι γυναßκες, üπως στα παραμýθια μερικÝς φορÝς, üμως οι Üντρες τον ξÝχασαν.
     ¸να χειμþνα στον πατÝρα μου, που 'χεν Þδη πεθÜνει, Ýφτασε μια κÜρτα μ' Ýνα μεγÜλο πρÜσινο γραμματüσημο, με καρÜβια σ' Ýνα λιμÜνι κι ευχÝς για καλü τρýγο. ¹ταν μεγÜλη Ýκπληξη, αλλÜ ο μικρüς που 'χε πια μεγαλþσει, εξÞγησε με ζÞλο πως η κÜρτα ερχüταν απü Ýνα νησß που το λÝγανε Τασμανßα, που τη κυκλþνει γαλÜζια θÜλασσα, Üγρια με καρχαρßες, στον Ειρηνικü, νüτια της Αυστραλßας  και πρüσθεσε πως ο ξÜδερφος χωρßς αμφιβολßα ψÜρευε μαργαριτÜρια. Και ξεκüλλησε το γραμματüσημο. ΚαθÝνας εßπε τη γνþμη του, αλλÜ üλοι συμπÝραινανε πως, αν δεν Þταν νεκρüς, σýντομα θα πÝθαινε. Κατüπιν τονε ξεχÜσανε και πÝρασε πολýς καιρüς.
     Ω! απü πüτε Ýχω να παßξω τους πειρατÝς της Μαλαισßας, πüσος καιρüς πÝρασε. Απü τη τελευταßα φορÜ που κατÝβηκα να βουτÞξω σε κεßνο το θανÜσιμο σημεßο ακολουθþντας Ýνα παιδß που παßζαμε μαζß κι ανÝβηκα πÜνω σ' Ýνα δÝντρο σπÜζοντÜς τα ωραßα του κλαδιÜ, χτυπþντας το κεφÜλι πÜνω σ' Ýναν αντßπαλο, πüση ζωÞ πÝρασε. 'Αλλες μÝρες, Üλλα παιχνßδια, Üλλα τινÜγματα του αßματος μπροστÜ σε πιο ýπουλους αντιπÜλους: τις σκÝψεις και τα üνειρα. Η πüλη με δßδαξε ατελεßωτο φüβο. ¸να πλÞθος, Ýνας δρüμος με κÜναν να τρÝμω, μερικÝς φορÝς Ýνα βλÝμμα βγαλμÝνο απü Ýνα πρüσωπο. Ακüμα νιþθουν τα μÜτια μου το περιπαικτικü φως απ' τα χιλιÜδες λαμπιüνια που παßζουνε στο σýρσιμο των ποδιþν.
     Ο ξÜδερφüς μου επÝστρεψε στο τÝλος του πολÝμου, γßγας, ανÜμεσα σε νÜνους. Και με χρÞματα. Οι συγγενεßς λÝγανε σιγÜ:
 -"Σ' Ýνα χρüνο το πολý θα τα 'χει φÜει üλα και θα περιπλανιÝται πÜλι. ¸τσι πεθαßνουν οι απελπισμÝνοι".
     O ξÜδερφüς μου με το αποφασιστικü πρüσωπο αγüρασε στο χωριü Ýνα ισüγειο και το μετÝτρεψε σε τσιμεντÝνιο γκαρÜζ με μια λαμπερÞ χρωματιστÞ αντλßα για να δßνει βενζßνη και πÜνω στη στροφÞ, στο γεφýρι, Ýστησε μια μεγÜλη διαφημιστικÞ πινακßδα. ¸βαλε κει Ýνα μηχανικü για να παßρνει το χρÞμα κι αυτüς γýρισε üλους τους λüφους, καπνßζοντας. Στο μεταξý παντρεýτηκε μια κοπÝλα απü το χωριü αδýνατη και ξανθιÜ üπως οι ξÝνες, που θα 'χε βÝβαια συναντÞσει σ' Üλλους τüπους. ¼μως βγÞκε και πÜλι μüνος του. ΝτυμÝνος στα λευκÜ, με τα χÝρια πßσω απü τη πλÜτη, με ηλιοκαμÝνο πρüσωπο. Το πρωß γýριζε στα πανηγýρια και με πονηρü ýφος παζÜρευε Üλογα. ΜετÜ μου εξÞγησε, üταν το σχÝδιο ναυÜγησε, πως ο σκοπüς του Þταν ν' απομακρýνει üλα τα ζþα απü τη κοιλÜδα και ν' αναγκÜσει τον καθÝνα ν' αγορÜσει μηχανÝς απ' αυτüν.
 -"¼μως" Ýλεγε, "το πιο χοντρü ζþο απ' üλα, Þμουν εγþ που το σκÝφτηκα. ¸πρεπε να το ξÝρω πως εδþ Üνθρωποι και βüδια εßναι üλοι τους μια ρÜτσα".
     ΠερπατÜμε πÜνω απü μισÞ þρα. Η κορφÞ εßναι κοντÜ και συνεχþς μεγαλþνει γýρω μας το θρüισμα και το σφýριγμα του ανÝμου. Ο ξÜδερφüς μου σταματÜ ξÜφνου και γυρνþντας μου λÝει:
 -"ΦÝτος θα γρÜψω στην πινακßδα: -Το Σαν ΣτÝφανο Þταν πÜντα πρþτο στις γιορτÝς της κοιλÜδας του ΜπÝλμπο- κι ας λÝνε αυτοß απ' το ΚανÝλι". ΜετÜ ξαναπÞρε την ανηφüρα. ¸ν Üρωμα απü χþμα κι αÝρα μας τυλßγει στο σκοτÜδι, κÜποιο μακρινü φως, αγροικßες, αυτοκßνητα που μüλις ακοýγονται κι εγþ σκÝφτομαι τη δýναμη που μου 'δωσεν αυτüς ο Üνθρωπος τραβþντας την απü τη θÜλασσα, απü τις μακρινÝς χþρες, απ' αυτÞ την ησυχßα που διαρκεß.
     Ο ξÜδερφüς μου δε μιλÜ για τα περασμÝνα ταξßδια. ΛÝει ξερÜ πως Þταν σ' αυτü Þ στο Üλλο μÝρος και σκÝφτεται τις μηχανÝς του. Μüνον Ýνα üνειρο απüμεινε στο αßμα του: Ταξßδευε κÜποτε üταν Þτανε θερμαστÞς σ' Ýνα ολλανδικü ψαρÜδικο κι εßδε να πετÜνε τα βαριÜ καμÜκια στον Þλιο, εßδε να φεýγουνε φÜλαινες ανÜμεσα σ' αφροýς απü αßμα, να τις κυνηγÜ και να σηκþνουνε τις ουρÝς και να παλεýουν με τα καμÜκια.
     Μου το αναφÝρει καμμιÜ φορÜ. ΑλλÜ üταν του λÝω πως εßναι τυχερüς που 'δε την αυγÞ στα πιο üμορφα νησιÜ της γης, στη θýμηση χαμογελÜ κι αποκρßνεται πως ο Þλιος ανÜτειλε την þρα που η μÝρα Þτανε γρια γι' αυτοýς.

                  7-19 ΣεπτÝμβρη-ΝοÝμβρη 1930
προγονοι

     ΣαστισμÝνος απü τον κüσμο, Ýφτασα στην ηλικßα που Ýριχνα μεγÜλες γροθιÝς στον αÝρα κι Ýκλαιγα μονÜχος μου. Εßναι μικρÞ χαρÜ ν' ακοýς τις κουβÝντες των αντρþν και των γυναικþν χωρßς να ξÝρεις να απαντÞσεις. ¼μως κι αυτÞ η εποχÞ πÝρασε. Δεν εßμαι πια μüνος κι αν δε ξÝρω να πω, ξÝρω να το κÜνω λιγÜκι. ΒρÞκα φßλους βρßσκοντας τον εαυτü μου. ΑνακÜλυψα üτι πριν να γεννηθþ, Ýζησα πÜντα με σκληροýς Üντρες, αφεντικÜ του εαυτοý τους και κανεßς δεν Þξερε τι να πει κι üλοι Þτανε σιωπηλοß.
     Δυο κουνιÜδοι Üνοιξαν Ýνα μαγαζß -η πρþτη τýχη της οικογÝνειÜς μας- κι ο ξενομερßτης Þτανε σοβαρüς, συμφεροντολüγος, αμεßλικτος, μικροπρεπÞς: μια γυναßκα. Ο Üλλος Üντρας, ο δικüς μας Üντρας, στο μαγαζß συνÞθιζε να διαβÜζει μυθιστορÞματα -στο χωριü αυτü Þταν αρκετü- κι οι πελÜτες που μπαßναν ακοýγαν να απαντÜ μ' απüτομες κουβÝντες üτι η ζÜχαρη και τ' αλÜτι εßχαν εξαντληθεß. Αργüτερα λοιπüν αυτüς ο δικüς μας Üντρας βοÞθησε τον κουνιÜδο που χρεωκüπησε.
     Το να σκÝφτομαι αυτüν τον κüσμο νιþθω πιο δυνατüς απü το να κοιτþ στον καθρÝφτη σηκþνοντας τις πλÜτες, σουφρþνοντας τα χεßλη σε μεγαλοπρεπÝς χαμüγελο. ¸νας απü τους παπποýδες μου Ýζησε, πολý καιρü πριν, εξαπατÞθηκε απü Ýνα συγχωριανü του και τüτε αυτüς Ýσκαψε το αμπÝλι -κατακαλüκαιρα- για να δει τη δουλειÜ να γßνεται καλÜ. ¸τσι Ýζησα πÜντα κι Ýχω πÜντα τßμιο πρüσωπο πληρþνοντας τοις μετρητοßς.
     Στην οικογÝνειÜ μας οι γυναßκες δεν υπολογßζονται. ΘÝλω να πω, πως οι δικÝς μας γυναßκες μÝνουνε σπßτι και μας φÝρνουνε στον κüσμο και δεν μιλÜνε δεν υπολογßζονται διüλου και δε τις θυμüμαστε. ΚÜθε γυναßκα μας ενσταλÜζει στο αßμα κÜτι καινοýριο, αλλÜ üλες σκοτþνονται στη δουλειÜ και μεις, Ýτσι ανανεωμÝνοι εßμαστε οι μüνοι που αντÝχουν. Εßμαστε γεμÜτοι ελαττþματα, ιδιοτροπßες και φüβους -εμεßς, οι Üνδρες, οι πατερÜδες- κÜποιος σκοτþθηκε, ποτÝ δεν γνωρßσαμε ντροπÞ, δεν υπÞρξαμε ποτÝ γυναßκες, ποτÝ δοýλοι σε κανÝνα.
     ΒρÞκα μια γη βρßσκοντας τους συντρüφους, μια κακÞ γη, που εßναι προνüμιο να μη κÜνεις απολýτως τßποτα και να ονειρεýεσαι το μÝλλον. Γιατß η δουλειÜ δεν εßναι αρκετÜ καλÞ για τους φßλους μου και μÝνα. Εμεßς ξÝρουμε να τσακιζüμαστε απü τον κüπο, αλλÜ το πιο μεγÜλο üνειρο των γονιþν μου Þτανε πÜντα να μη κÜνουνε τßποτα, σα τους μÜγκες.
     ΓεννηθÞκαμε για να περιπλανιüμαστε πÜνω σ' αυτοýς τους λüφους δßχως γυναßκες βÜζοντας τα χÝρια πßσω απ' τη πλÜτη.

                                        ¢νοιξη 1932

χαμενος κοσμος

     ΠÜρα πολý θÜλασσα. Εßδαμε πολý θÜλασσα. ΑργÜ το σοýρουπο που το νερü απλþνεται Üτονο και ξεθωριασμÝνο στο τßποτα, ο φßλος μου το κοιτÜ επßμονα, εγþ κοιτþ το φßλο μου και κανεßς δε μιλÜ. Το βρÜδυ καταλÞγουμε στο βÜθος μιας ταβÝρνας μες στους καπνοýς μüνοι μας, να πßνουμε παρÝα. Ο φßλος μου Ýχει τα üνειρα του (εßναι λιγÜκι μονüτονα τα üνειρα, στο βουητü της θÜλασσας) üπου το νερü ανÜμεσα στα νησιÜ δεν εßναι παρÜ ο καθρÝπτης των λüφων που 'ναι διÜστικτοι απü καταρρÜκτες κι αγριολοýλουδα. Το κρασß του εßναι σαν τα üνειρÜ του. ΒλÝπει, κοιτþντας το ποτÞρι, ν' ανεβαßνει πρÜσινους λüφους στη πεδιÜδα της θÜλασσας. Οι λüφοι μου αρÝσουνε και τον αφÞνω να μιλÜ για τη θÜλασσα -το νερü εßναι τüσο διÜφανο που φαßνονται τα βüτσαλα.
     ΒλÝπω μüνο λüφους και μου γεμßζουνε τον ουρανü και τη γη με τις σταθερÝς γραμμÝς των μακρινþν και κοντινþν πλαγιþν. Μüνον οι δικοß μου εßναι Üγριοι κι αυλακωμÝνοι με κουρασμÝνα αμπÝλια πÜνω στη καμÝνη γη. Ο φßλος τους δÝχεται και τους θÝλει ντυμÝνους στα λουλοýδια και στ' Üγρια φροýτα για ν' ανακαλýψει γελþντας, κορßτσια πιο γυμνÜ απü τα φροýτα. Αυτü δεν εßναι απαραßτητο: στα πιο σκληρÜ üνειρÜ μου δε λεßπει το χαμüγελο.
     Αν αýριο το πρωß πηγαßναμε προς τους λüφους, θα μποροýσαμε να συναντÞσουμε στ' αμπÝλια κÜποια μελαχρινÞ, ηλιοκαμÝνη κοπÝλα και πιÜνοντας κουβÝντα, να φÜμε λßγα απü τα σταφýλια της.

                           1933

δυο τσιγαρα

     ΚÜθε βρÜδυ εßναι λευτεριÜ. ΚοιτÜς τις αντανακλÜσεις της ασφÜλτου πÜνω στους δρüμους που ανοßγουνε διÜπλατα, λÜμποντας στον Üνεμο. ΚÜθε περαστικüς Ýχει Ýνα πρüσωπο και μιαν ιστορßα. Αλλ' αυτÞ την þρα δεν υπÜρχει πλÝον κοýραση: τα χιλιÜδες λαμπιüνια εßναι üλα για üποιο δε μπορεß ν' ανÜψει Ýνα σπßρτο. Η φλογßτσα σβÞνει στο πρüσωπο της γυναßκας που μου ζÞτησε το σπßρτο. Ο αÝρας σβÞνει τη φλüγα. ΑπογοητευμÝνη η γυναßκα μοý ζητÜ Ýν Üλλο που σβÞνει κι αυτü: η γυναßκα γελÜ σιγανÜ.
     Εδþ μποροýμε να μιλÜμε φωναχτÜ και να φωνÜζουμε, αφοý κανεßς δε μας ακοýει. Σηκþνουμε τα μÜτια στα πολλÜ παρÜθυρα -μÜτια σβηστÜ που κοιμοýνται- και περιμÝνουμε. Η γυναßκα σφßγγει τις πλÜτες και παραπονιÝται πως Ýχασε τη χρωματιστÞ της εσÜρπα που τη ζÝσταινε τη νýχτα. Αλλ' αρκεß να γεßρουμε στη γωνιÜ κι ο αγÝρας δεν εßναι πλÝον παρÜ Ýνα φýσημα. ΠÜνω στη κατεστραμμÝνη Üσφαλτο υπÜρχει Þδη Ýνα αποτσßγαρο. ΑυτÞ η σÜρπα Þρθε απü το Ρßο, αλλÜ η γυναßκα λÝει πως εßναι χαροýμενη που την Ýχασε, γιατß συνÜντησε μÝνα. Αν η σÜρπα Þρθε απü το Ρßο, πÝρασε τη νýχτα πÜνω απü τον φωτισμÝνο ωκεανü με το μεγÜλο υπερωκεÜνιο. ΒÝβαια, νýχτες μ' αγÝρα σα κι αυτÞ. Εßναι το δþρο ενüς ναýτη του. Ο ναýτης δεν υπÜρχει πλÝον. Η γυναßκα μου λÝει σιγÜ πως αν ανÝβω μαζß της, θα μου δεßξει το πορτραßτο του με τα σγουρÜ μαλλιÜ και μαυρισμÝνον απü τον Þλιο. Ταξßδευε πÜνω σε βρþμικα βαπüρια και καθÜριζε τις μηχανÝς: εγþ εßμαι πιο ωραßος.
     ΠÜνω στην Üσφαλτο υπÜρχουν δυο αποτσßγαρα. ΚοιτÜμε στον ουρανü: Το παρÜθυρο κει ψηλÜ -μου δεßχνει με το δÜχτυλο η γυναßκα- εßναι το δικü μας. ΑλλÜ κει πÜνω δεν υπÜρχει θερμÜστρα. Τη νýχτα πßσω απü τα βαπüρια που περνÜνε, λÜμπουνε λßγα φþτα Þ μüνο τ' αστÝρια. ΠιασμÝνοι αλαμπρατσÝτα διασχßζουμε την Üσφαλτο, παßζοντας για να ζεσταθοýμε.

                          1933

μιαν εποχη

     ΚÜποτε το σþμα αυτÞς της γυναßκας Þτανε σφιχτü, νÝα σÜρκα: üταν Þταν Ýγκυος, κρυβüτανε και μελαγχολοýσε μoνÜχη της. Δεν της Üρεσε να βγαßνει Üσχημη στο δρüμο. Τον υπüλοιπο καιρü (Þταν νÝα και χωρßς να το θÝλει Ýκανε πολλÜ παιδιÜ) περνοýσε στο δρüμο με σßγουρο βÞμα κι Þξερε να χαßρεται κÜθε λεπτü. Τα φορÝματα ανεμßζανε τα βρÜδια του ΜÜρτη και στριμþχνονταν και κυματßζανε γýρω απü τις γυναßκες που διαβαßνανε. Το γυναικεßο της κορμß κινιüτανε σßγουρο στον αγÝρα που 'σβηνε, αφÞνοντÜς το ακßνητο. Δεν εßχε τßποτε Üλλο καλü πÜνω της παρÜ κεßνο το κορμß, που τþρα εßναι εξαντλημÝνο απü τα τüσα παιδιÜ.
     Τα βρÜδια με τον αγÝρα απλþνεται, μια μυρωδιÜ υγρασßας, η μυρωδιÜ που 'χε το σþμα üπως τüτε που Þταν νÝα κÜτω απü κεßνα τα ροýχα. Γεýση νοτισμÝνου χþματος, που κÜθε ΜÜρτη επιστρÝφει. Ακüμη και κει που στη πüλη δεν υπÜρχουνε δρüμοι και δε φτÜνει με τον Þλιο η ανÜσα του αγÝρα, το κορμß της ζοýσε, αναδßδοντας αναστατωμÝνους χυμοýς ανÜμεσα στους πÝτρινους τοßχους. Με τα χρüνια κι αυτÞ που 'χε ταÀσει Üλλα σþματα, τσακßστηκε και λýγισε. Δεν εßναι ωραßο να τη κοιτÜς, Ýχασε κÜθε δýναμη· αλλÜ, απü τα πολλÜ της παιδιÜ, μια κüρη γυρßζει για να περÜσει το βρÜδυ, απü τους δρüμους και να δεßξει στον Üνεμο κÜτω απü τα δÝντρα, το σþμα της που ζει, φρÝσκο και δυνατü. ΥπÜρχει ακüμη κι Ýνας γιος που γυρνÜ και ξÝρει να στÝκεται μüνος και να διασκεδÜζει μüνος. Του αρÝσει να κοιτÜ τις αντανακλÜσεις στα παρÜθυρα, ευχαριστημÝνος, για τον τρüπο που κρατÜ αγκαζÝ τη κοπÝλα του. Του αρÝσει, παßζοντας με τα μπρÜτσα, να τη πλησιÜζει, αυτÞ ν' αντιστÝκεται κι αυτüς να τη φιλÜ στο λαιμü. ΠÜνω απ' üλα του αρÝσει, αφüτου Ýκανε Ýρωτα με τη γυναßκα αυτÞ να την αφÞνει να μελαγχολεß κι αυτüς να γυρνÜ στον εαυτü του. ¸ν αγκÜλιασμα τον κÜνει μüνο να γελÜ, Ýνας γιος θα τον Ýκανε να θυμþσει.
     Το κορßτσι το ξÝρει κι εßναι Ýτοιμη να κρýψει την Üσχημη κοιλιÜ, üμως χαßρεται μαζß του και θαυμÜζει τη δýναμη κεßνου του κορμιοý που χρειÜζεται για να κÜνει τüσα Üλλα πρÜγματα.

                 1933

atlantic oil

     Ο μεθυσμÝνος μηχανικüς εßναι ευτυχισμÝνος, πεσμÝνος σ' Ýνα χαντÜκι. Το βρÜδυ απü τη ταβÝρνα, σε πÝντε λεπτÜ μÝσα απü το λιβÜδι κÜποιος εßναι σπßτι: αλλÜ πριν, υπÜρχει η φρεσκÜδα του χορταριοý για να φχαριστηθεß κι ο μηχανικüς κοιμÜται μÝχρι να 'ρθει η αυγÞ. Δßπλα, στο λιβÜδι, υψþθηκε η κοκκινüμαυρη πινακßδα: üποιος πλησιÜζει πολý, δε μπορεß να τη διαβÜσει, γιατß εßναι μεγÜλη. ΑυτÞ την þρα εßναι ακüμα νοτισμÝνη απü τη δροσιÜ. Ο δρüμος τη μÝρα, τη σκεπÜζει με σκüνη, üπως σκεπÜζει τα βÜτα. Ο μηχανικüς κÜτω, σαλεýει στον ýπνο του. Απüλυτη σιωπÞ. Σε λßγο στη θαλπωρÞ του Þλιου, θα περÜσουνε τ' αυτοκßνητα χωρßς σταματημü, ξυπνþντας τη σκüνη. Απρüσμενα στη κορφÞ του λüφου, επιβραδýνουνε λιγÜκι και μετÜ ρßχνονται προς τα κÜτω απü την στροφÞ. ΚÜποιο σταματÜ στη σκüνη, μπρος στο γκαρÜζ για να βÜλει βενζßνη.
     Οι μηχανικοß το πρωß, θα 'ναι λιγÜκι ζαλισμÝνοι καθισμÝνοι πÜνω στα μπιτüνια, περιμÝνοντας για δουλειÜ. Εßναι ωραßο να περνÜς το πρωß καθισμÝνος στη σκιÜ. Εδþ η βρþμα των λαδιþν ανακατεýεται, με τη μυρωδιÜ του πρÜσινου, του καπνοý και του κρασιοý κι η δουλειÜ Ýρχεται να τους βρει ακριβþς στη πüρτα τους. Πüτε-πüτε γßνεται κÜτι για να γελÜσουνε: χωριÜτισσες που περνÜνε και κατηγορÜνε, για τα ζþα και για τα φοβισμÝνα κορßτσια, το γκαρÜζ για τη κßνηση· χωριÜτες που λοξοκοιτÜζουν. Ο καθεßς τους, κÜθε τüσο, κατεβαßνει στα γρÞγορα στο Τορßνο και γυρßζει πιο Üδειος. ΜετÜ ανÜμεσα στα γÝλια και στο ποýλημα της βενζßνης, κÜποιος σταματÜ: αυτÜ τα χωρÜφια, να τα κοιτÜς μüνον, εßναι γεμÜτα σκüνη απü το δρüμο κι αν κÜθεσαι στο χορτÜρι η σκüνη φεýγει.
     ΑνÜμεσα στις πλαγιÝς υπÜρχει πÜντα Ýνα αμπÝλι που αρÝσει σ' üλες τις Üλλες: κι η ιστορßα θα τελειþσει üταν ο μηχανικüς παντρευτεß το αμπÝλι που του αρÝσει και τη κοπÝλα που αγαπÜ. Θα βγει να σκÜψει κÜτω απü τον Þλιο και θα γυρßσει με το σβÝρκο μαυρισμÝνο και θα πιει το κρασß του, που το 'στιψε τις νýχτες του φθινοπþρου, στο υπüγειο.
     Το βρÜδυ περνÜν αυτοκßνητα ,αλλÜ πολý πιο Þσυχα, τüσο που δε ξυπνÞσανε τον μεθυσμÝνο που κοιμÜται στο χαντÜκι. Τοýτη τη νýχτα η κßνηση δε σηκþνει πολý σκüνη. Στο φως των φαναριþν μπορεßς να δεις καθαρÜ τη πινακßδα στο λιβÜδι, πÜνω στη στροφÞ.
     Την αυγÞ τ' αυτοκßνητα κινοýνται προσεχτικÜ και δεν ακοýγεται θüρυβος, παρÜ μüνο το δροσερü αερÜκι. Και φτÜνοντας στη κορφÞ, χÜνονται στη πεδιÜδα, καθþς βυθßζονται στο σκοτÜδι.

                          1933

η δουλεια κουραζει

     Το πÝρασμα ενüς δρüμου για να το σκÜσει απü το σπßτι, εßναι κÜτι που το κÜνει μüνον Ýν αγüρι, αλλ' αυτüς ο Üντρας που γυρνÜ üλη μÝρα στους δρüμους, δεν εßναι πια Ýν αγüρι και δε το σκÜει απü το σπßτι. ΥπÜρχουνε καλοκαιρινÜ απογεýματα που ακüμα κι οι πλατεßες εßναι Üδειες, απλωμÝνες κÜτω απü τον Þλιο που γÝρνει κι αυτüς ο Üντρας που φτÜνει απü μια λεωφüρο ανþφελων δÝντρων, σταματÜ.
     Αξßζει τον κüπο να 'σαι μüνος, για να 'σαι πÜντα πιüτερο μüνος; Αν το μüνο που κÜνεις εßναι να περιπλανιÝσαι στους δρüμους και τις πλατεßες, θα τους βρßσκεις πÜντα Üδειους. ΠρÝπει να σταματÞσεις μια γυναßκα να της μιλÞσεις και ν' αποφασßσεις να ζÞσετε μαζß. ΔιαφορετικÜ, κÜποιος μιλÜ μüνος του. Γι' αυτü μερικÝς φορÝς τη νýχτα στο σκοτÜδι, Ýνας μεθυσμÝνος μιλÜ στον κüσμο και τους διηγεßται τα σχÝδια μιας ολÜκερης ζωÞς.
     Δεν εßναι σßγουρο üτι περιμÝνοντας στην Ýρημη πλατεßα, θ' ανταμþσεις κÜποιον, αλλÜ üποιος γυρνÜ στους δρüμους κÜθε τüσο σταματÜ. Αν Þτανε δυο, γυρνþντας στους δρüμους, το σπßτι θα 'ταν εκεß που βρισκüταν εκεßνη η γυναßκα και θ' Üξιζε τον κüπο.
     Τη νýχτα η πλατεßα επιστρÝφει Ýρημη κι αυτüς ο Üντρας, που περνÜ, δε βλÝπει τα σπßτια ανÜμεσα στ' ανþφελα φþτα, δε σηκþνει πια τα μÜτια: ακοýει, μüνο το λιθüστρωτο, που το φτιÜξαν Üλλοι Üνθρωποι με ροζιασμÝνα χÝρια, üπως τα δικÜ του. Δεν εßναι σωστü να μÝνει κανεßς στην Ýρημη πλατεßα. Θα περÜσει βÝβαια κεßνη η γυναßκα απü το δρüμο που με προσευχÝς, θα 'θελε να δημιουργÞσει οικογÝνεια.
     
                             1934

οδυσσεας

     Εßναι Ýνας απογοητευμÝνος γÝρος, γιατß γÝννησε το γιο του πολý αργÜ. ΚοιτÜζονται κÜθε τüσο στα μÜτια μα κÜποτε Ýφτανε Ýνα χαστοýκι. Ο γÝρος βγαßνει Ýξω και γυρßζει με το γιο του που σφßγγει τη πλÜτη και δε σηκþνει πια τα μÜτια. Τþρα ο γÝρος κÜθεται ως αργÜ τη νýχτα, μπρος σ' Ýνα μεγÜλο παρÜθυρο, αλλÜ κανεßς δεν Ýρχεται κι ο δρüμος εßναι Ýρημος. ΣÞμερα το πρωß το αγüρι το 'σκασε και θα επιστρÝψει απüψε. Θα γελÜ ειρωνικÜ. Σε κανÝνα δε θα θÝλει να πει αν Ýφαγε Þ üχι το μεσημÝρι. ºσως θα 'χει τα μÜτια του κουρασμÝνα και θα πÜει στο κρεβÜτι σιωπηλüς: δυο λασπωμÝνες αρβýλες.
     ¾στερα απü Ýνα μÞνα βροχÞς το πρωινü Þτανε γαλÜζιο. ¸να πικρü Üρωμα φýλλων χýνεται απü το ανοιχτü παρÜθυρο. ¼μως ο γÝρος δε κουνιÝται στο σκοτÜδι, δεν Ýχει ýπνο το βρÜδυ και θα 'θελε να κοιμηθεß για να τα ξεχÜσει üλα, üπως κÜποτε üταν επÝστρεφε μετ' απü μακρινÞ πορεßα. ΚÜποτε για να ζεσταθεß, φþναζε και χτυπιüτανε μüνος του. Το αγüρι που θα γυρßσει σε λßγο, δε δÝχεται πια τα χαστοýκια. Το αγüρι αρχßζει να γßνεται Üντρας και κÜθε μÝρα κÜτι ανακαλýπτει και δε μιλÜ σε κανÝνα. Δεν υπÜρχει τßποτα στο δρüμο που να μη το γνωρßζει καθισμÝνος σ' αυτü το παρÜθυρο. ¼μως το αγüρι περπατÜ στο δρüμο üλη τη μÝρα. Δε ψÜχνει για γυναßκες, üχι ακüμα, οýτε παßζει με τα χþματα. ΚÜθε φορÜ επιστρÝφει.
     Το αγüρι Ýχει τον τρüπο του να βγαßνει απü το σπßτι, που üποιος μÝνει μÝσα, νιþθει üτι δε μπορεß να κÜνει πλÝον τßποτα.

                       1935

γυναικες του παθους

     Οι κοπÝλες το γλυκοχÜραμα, κατεβαßνουνε στο νερü üταν η θÜλασσα απλωμÝνη ησυχÜζει. Στο δÜσος το κÜθε φýλο ανασκιρτÜ ενþ δισταχτικÝς προβÜλλουνε πÜνω στην αμμουδιÜ και κÜθονται στην ακρογιαλιÜ. Ο αφρüς κÜνει τα δικÜ του ζωηρÜ παιχνßδια. Οι κοπÝλες φοβοýνται τα φýκια που 'ναι θαμμÝνα κÜτω απü τους ßσκιους, που τους αρπÜζουν τα πüδια και τις πλÜτες, üταν το σþμα εßναι γυμνü. ΒιαστικÝς ανεβαßνουνε στην ακτÞ και φωνÜζουνε τα ονüματÜ τους, κοιτþντας τριγýρω. Ακüμη κι οι σκιÝς στο βυθü της θÜλασσας, στο σκοτÜδι, εßναι τερÜστιες και φαßνονται να κινοýνται διστακτικÝς, αβÝβαιες, σα να γοητεýονται απü τα σþματα που περνÜνε.
     Το δÜσος εßναι Ýνα Þσυχο καταφýγιο, στον Þλιο που γÝρνει, αλλ' αρÝσει στις μελαχρινÝς κοπÝλες να κÜθονται στο ýπαιθρο, στο σεντüνι. ΚÜθονται üλες σταυροπüδι σφßγγοντας το σεντüνι στα πüδια και κοιτÜνε την απÝραντη θÜλασσα, üπως Ýνα λιβÜδι το χÜραμα. Μια τους θα τολμοýσε να ξαπλþσει γυμνÞ σ' Ýνα λιβÜδι; Απü τη θÜλασσα θ' αναπηδοýσανε τα φýκια, που ακουμπÜνε τα πüδια, για ν' αρπÜξουνε ξαφνικÜ και να τυλßξουνε σφιχτÜ το σþμα που τρÝμει.
     ΥπÜρχουν μÜτια στη θÜλασσα που κÜποιες φορÝς λÜμπουν. Η Üγνωστη κεßνη ξÝνη, που τη νýχτα κολυμποýσε μüνη και γυμνÞ στο σκοτÜδι üταν Üλλαζε το φεγγÜρι, χÜθηκε μια νýχτα και δε θα γυρßσει ποτÝ πια.
     ¹ταν ψηλÞ και θα 'πρεπε να 'ναι λευκÞ εκτυφλωτικÞ, Ýτσι üπως τη προφτÜσανε τα μÜτια μες απü της θÜλασσας τα βÜθη.

                 15 Αυγοýστου 1935

η πουτανα αγροτισσα

     Ο απÝναντι τοßχος γýρω απü την αυλÞ Ýχει συχνÜ μιαν αντανÜκλαση ενüς μικροý Þλιου που θυμßζει τον αχυρþνα. Και το δωμÜτιο, ακατÜστατο κι Ýρημο στο πρωινü, üταν το κορμß ξυπνÜ, γνωρßζει τη μυρωδιÜ του πρþτου αδÝξιου αρþματος. Ακüμα και το σþμα, μπερδεμÝνο στο σεντüνι εßναι το ßδιο των πρþτων χρüνων, που η καρδιÜ χüρευε ανακαλýπτοντας. Τþρα κεßνη ξυπνÜ μüνη, στο κÜλεσμα του πρωινοý, τις πρþτες þρες κι αναδýεται στο βαρý μισοσκüταδο, η εγκατÜλειψη ενüς Üλλου ξυπνÞματος: ο αχυρþνας της παιδικÞς ηλικßας κι η βαριÜ κοýραση του ζεστοý Þλιου που λÜμπει στ' αδιÜφορο Üνοιγμα της πüρτας. ¸ν Üρωμα πüτιζε απαλÜ το συνηθισμÝνο ιδρþτα των μαλλιþν και τα ζþα το νιþθανε. ΚρυφÜ, το σþμα χαιρüτανε το γλυκü χÜδι του Þλιου σα να 'ταν μια επαφÞ.
     Τþρα στην εγκατÜλειψη του Üδειου κρεβατιοý, τα πüδια της εßναι αδýναμα κι εξασθενημÝνα. ΚοντÜ, κοντüχοντρα πüδια, σα του μικροý κοριτσιοý. Το Üπειρο κοριτσÜκι μýριζε το Üρωμα του καπνοý και του Üχυρου τρÝμοντας στο εφÞμερο Üγγιγμα του Üντρα: της Üρεσε να παßζει. ΜερικÝς φορÝς Ýπαιζε ξαπλωμÝνη με τον Üντρα μες στο Üχυρο, αλλÜ ο Üντρας δε μýριζε τα μαλλιÜ: ¸ψαχνε μες στο Üχυρο τα σφιγμÝνα πüδια της πιÝζοντας με τον τρüπο που 'κανε ο πατÝρας της. Το Üρωμα Þτανε λουλοýδια πεταμÝνα πÜνω στους βρÜχους.
     Τþρα, καθþς ξυπνÜ αργÜ απü τον ýπνο, συνεχßζει να επιστρÝφει απü το παρελθüν αυτÞ η χαλασμÝνη μυρωδιÜ των λουλουδιþν, του αχυρþνα και του Þλιου. Δεν υπÜρχει Üντρας που να ξÝρει τ' απαλü χÜδι κεßνης της στυφÞς ανÜμνησης. Δεν υπÜρχει Üντρας που να βλÝπει πÝρ' απü το ξαπλωμÝνο σþμα, κεßνη τη παιδικÞ ηλικßα που πÝρασε μες στη πιο αδÝξια λαχτÜρα.

           11-15 ΝοÝμβρη 1937

το ενστικτο

     Ο γÝρος Üνδρας, απογοητευμÝνος απ' üλα, στÝκεται στο κατþφλι του σπιτιοý του στον αδýναμο Þλιο, κοιτÜ το σκýλο και τη σκýλα ν' ακολουθÜνε το Ýνστικτü τους. Στο φαφοýτικο στüμα του κυνηγιοýνται μýγες. Η γυναßκα του Ýχει πεθÜνει απü καιρü. Κι αυτÞ σαν üλες τις σκýλες δεν Þθελε να ξÝρει τßποτε γι' αυτÜ, αλλÜ εßχε το Ýνστικτο. Ο γÝρος Üνδρας αισθανüτανε -δεν Þταν ακüμη φαφοýτης- η νýχτα ερχüτανε, πÝφτανε στο κρεβÜτι. ¹ταν ωραßο το Ýνστικτο.
     Αυτü που αρÝσει στο σκυλß εßναι η μεγÜλη λευτεριÜ. Απü το πρωß ως το βρÜδυ γυρßζει στους δρüμους· μερικÝς φορÝς τρþει, μερικÝς φορÝς κοιμÜται, μερικÝς φορÝς καβαλÜ τις σκýλες. Δε περιμÝνει μÝχρι το βρÜδυ. ΣκÝφτεται üπως μυρßζει κι οι μυρωδιÝς που νιþθει εßναι δικÝς του.
     Ο γÝρος Üντρας θυμÜται πως μια φορÜ που 'κανε Ýρωτα σα σκυλß σ' Ýνα χωρÜφι με σιτÜρι. Δε ξÝρει πια με ποια σκýλα, αλλÜ θυμÜται τον μεγÜλο Þλιο και τον ιδρþτα και την επιθυμßα να μη σταματÞσει ποτÝ. ¹ταν üπως στο κρεβÜτι. Αν γινüτανε και πÜλι νÝος, θα 'θελε να το κÜνει πÜντα σ' Ýνα χωρÜφι με σιτÜρι.
     Μια γυναßκα κατεβαßνει στο δρüμο και σταματÜ για να κοιτÜξει· ο παπÜς περνÜ και γυρßζει. Στη δημüσια πλατεßα μπορεßς να κÜνεις οτιδÞποτε. Ακüμη κι η γυναßκα, που ντρÝπεται να γυρßσει για να κοιτÜξει τον Üντρα, σταματÜ.
     Μüνον Ýν αγüρι δεν αφÞνει το παιχνßδι και τους πετροβολÜ. Ο γÝρος Üντρας θυμþνει.

     ΓενÜρης 1936

πατροτητα

     ¢ντρας μüνος αντßκρυ στην ανþφελη θÜλασσα, περιμÝνοντας το βρÜδυ, περιμÝνοντας το πρωß. Τα παιδιÜ παßζουν, μα ο Üντρας αυτüς θα 'θελε να 'χει Ýνα παιδß και να το βλÝπει να παßζει. ΜεγÜλα σýννεφα φτιÜχνουν Ýνα παλÜτι στο νερü που κÜθε μÝρα καταστρÝφεται και ξαναγßνεται και βÜφει τα παιδιÜ στο πρüσωπο. ΠÜντα θα υπÜρχει η θÜλασσα. Το πρωινü πληγþνει. Σ' αυτÞ την υγρÞ αμμουδιÜ σÝρνεται ο Þλιος, πιασμÝνος σε δßχτυα και σε πÝτρες.
     Βγαßνει ο Üντρας στον θολü Þλιο και περπατÜ κατÜ μÞκος της θÜλασσας. Δε κοιτÜ τους μουσκεμÝνους υγροýς αφροýς που βρÝχουνε την ακτÞ και δεν ησυχÜζουνε πια ποτÝ. ΑυτÞ την þρα τα μωρÜ λαγοκοιμοýνται ακüμα στη θαλπωρÞ του κρεβατιοý. ΑυτÞ την þρα λαγοκοιμÜται στο κρεβÜτι μια γυναßκα, που θα 'κανε Ýρωτα αν δεν Þταν μονÜχη της. Ο Üντρας γδýνεται αργÜ και γυμνüς üπως κι η γυναßκα που λεßπει, κατεβαßνει στη θÜλασσα.
     Κατüπιν τη νýχτα, που η θÜλασσα ξεθυμαßνει, ακοýει το μεγÜλο κενü που υπÜρχει κÜτω απü τα αστÝρια. Τα παιδιÜ μες στα κοκκινισμÝνα σπßτια σκουντουφλÜνε απü τη νýστα και κÜποιο κλαßει. Ο Üντρας, κουρασμÝνος απü την αναμονÞ, σηκþνει τα μÜτια στ' Üστρα που δε νιþθουνε τßποτα.
     ΥπÜρχουνε γυναßκες που αυτÞ την þρα ξεντýνουν Ýνα παιδß και το κοιμßζουν. ΥπÜρχει κÜποια σ' Ýνα κρεβÜτι αγκαλιασμÝνη μ' Ýναν Üντρα. Απü το σκοτεινü παρÜθυρο μπαßνει Ýνα βραχνü λαχÜνιασμα που κανεßς δεν ακοýει, παρÜ μüνον ο Üντρας που ξÝρει üλη την ανßα της θÜλασσας.

      Οκτþβρης 1935

το πρωινο αστερι

     Ο μοναχικüς Üντρας σηκþνεται üταν η θÜλασσα εßναι ακüμα σκοτεινÞ και τ Üστρα τρεμοπαßζουν. Μια θαλπωρÞ αναπνοÞς σηκþνεται απü την ακρογιαλιÜ, που εßναι το κρεβÜτι της θÜλασσας και γλυκαßνει την ανÜσα. ΑυτÞ εßναι η þρα που τßποτα δε πρüκειται να συμβεß. Ακüμη κι η πßπα ανÜμεσα στα δüντια κρÝμεται σβηστÞ. Νυχτερινüς εßναι κι ο σιγανüς παφλασμüς.
     Ο μοναχικüς Üντρας Üναψε Þδη μια μεγÜλη φωτιÜ απü κλαδιÜ και τη κοιτÜ που κοκκινßζει το χþμα. Ακüμα κι η θÜλασσα σε λßγο θα 'ναι σα τη φωτιÜ, πυρακτωμÝνη. Δεν υπÜρχει τßποτα πιο πικρü απü την αυγÞ μιας μÝρας κατÜ την οποßα τßποτα δε θα συμβεß. Δεν υπÜρχει τßποτα πιο πικρü απü το ανþφελο. Στον ουρανü κρÝμεται κουρασμÝνο Ýνα χλωμü αστÝρι, σαστισμÝνο απü την αυγÞ. ΒλÝπει τη θÜλασσα να 'ναι ακüμα σκοτεινÞ και τη κηλßδα της φωτιÜς üπου ο Üντρας, για να κÜνει κÜτι, ζεσταßνεται και πÝφτει να κοιμηθεß ανÜμεσα στα σκοτεινÜ βουνÜ, που υπÜρχει Ýνα κρεβÜτι απü χιüνι. Το αργü πÝρασμα της þρας εßναι αδßστακτο για κεßνον που δε περιμÝνει πλÝον τßποτα.
     Αξßζει τον κüπο να σηκωθεß ο Þλιος απü τη θÜλασσα και να ξεκινÞσει η ατÝλειωτη μÝρα; Αýριο θα ξανÜρθει η αδιÜφορη αυγÞ με το διÜφανο φως και θα 'ναι πÜλι üπως χτες και τßποτα δε θα συμβεß.
     Ο μοναχικüς Üντρας θα 'θελε μονÜχα να κοιμηθεß.
     ¼ταν το τελευταßο αστÝρι θα σβÞσει στον ουρανü, ο Üντρας ετοιμÜζει αργÜ-αργÜ τη πßπα του και την ανÜβει.

      9-12 ΓενÜρη 1936
---------------------------
Cesare Pavese
"Lavorare Stanca" (1936)
Μετ: ΓιÜννης Η. ΠαππÜς
---------------------------

Ο ΘÜνατος Θα 'Ρθεß Και Θα 'Χει Τα ΜÜτια Σου

Ο θÜνατος θα 'ρθεß
και θα 'χει τα μÜτια σου
ο θÜνατος που 'ναι μαζß μας
ξÜγρυπνος απ' το πρωß ως το βρÜδυ,
Üφωνος σα τη παλιÜ τýψη
Þ κÜποιο πÜθος ανüητο.

Τα μÜτια σου θα 'ναι μÜταιη λÝξη,
πνιγμÝνη κραυγÞ, μια σιωπÞ.
Σαν κι αυτÞ που κÜθε πρωß
βλÝπεις, üταν σκýβεις μονÜχη
πÜνω απ' τον καθρÝφτη.

Ω αγαπημÝνη ελπßδα,
κεßνη τη μÝρα
που κι οι δυο θα μÜθουμε
πως εßσαι ζωÞ και τßποτα.
Ο θÜνατος Ýχει
Ýνα βλÝμμα για üλους.

Ο θÜνατος θα 'ρθει
και θα 'χει τα μÜτια σου.
Θα 'ναι σα να παρατÜς Ýνα πÜθος,
σα να βλÝπεις Ýνα νεκρü πρüσωπο
ν' αναδýεται απ' τον καθρÝφτη,
σα ν' ακοýς χεßλη κλειστÜ να μιλÜνε.

Θα κατÝβουμε στην Üβυσσο βουβοß...

ΠÜντα ΕπιστρÝφεις Πρωß*

Η αμυδρÞ ανÜσα της ΑυγÞς
αναπνÝει με το στüμα
στις Üκρες των Üδειων δρüμων.

Γκρßζο φως τα μÜτια σου,
γλυκÝς σταγüνες αυγÞς
σε σκοτεινοýς λüφους.

Τα βÞματα κι η ανÜσα σου
σαν τον Üνεμο της αυγÞς
πνßγουν τα σπßτια.

Η πüλη τρÝμει,
οι πÝτρες εκπνÝουν
-εßσαι ζωÞ, Ýνα ξýπνημα.

ΑστÝρι χαμÝνο
στο φως της αυγÞς,
τρßξιμο του αερÜκι,
ζεστασιÜ, ανÜσα
-η νýχτα τελεßωσε.

Εßσαι 'λαφριÜ και πρωινη...

* τßτλος αγγλικÜ γραμμÝνος για την ερωμÝνη του, Constance

Οι ΓÜτες Θα Το ΞÝρουν

Ακüμα θα πÝφτει η βροχÞ
Στα γλυκÜ σου λιθüστρωτα
Μια σιγανÞ βροχÞ
Σαν φýσημα Þ σα βηματισμüς.

Ακüμα η αýρα κι η αυγÞ
Θ’ ανθßζουν απαλÜ
Σαν κÜτω απü το βÞμα σου
¼ταν εσý θα επιστρÝφεις.

ΑνÜμεσα στα λουλοýδια
και τα παρÜθυρα
Οι γÜτες θα το ξÝρουν.
Θα υπÜρξουν Üλλες μÝρες
Θα υπÜρξουν Üλλες φωνÝς.

Θα χαμογελÜς μονÜχη σου.
Οι γÜτες θα το ξÝρουν.
Θ’ ακοýς λÝξεις παλιÝς
ΛÝξεις κουρασμÝνες κι Üδειες
¼πως τα παρατημÝνα ροýχα
Της χθεσινÞς γιορτÞς.

Θα κÜνεις κι εσý χειρονομßες
Θα απαντÜς με λÝξεις-
Πρüσωπο της Üνοιξης
Θα κÜνεις κι εσý χειρονομßες.
Οι γÜτες θα το ξÝρουν
Πρüσωπο της Üνοιξης
κι η σιγανÞ βροχÞ.

Η αυγÞ με χρþματα υακßνθων
Που τη καρδιÜ ξεσχßζουν
Εκεßνου που δεν ελπßζει πια σε σÝνα
Εßναι το λυπημÝνο χαμüγελο
Που χαμογελÜς μονÜχη σου.

Θα υπÜρξουν Üλλες μÝρες
¢λλες φωνÝς και ξυπνÞματα.
Θα υποφÝρουμε την αυγÞ
ανοιξιÜτικο πρüσωπο.

         Χþρα

Εßσαι σα κÜποια χþρα
που ποτÝ κανεßς δεν ονüμασε.
Τßποτε δε περιμÝνεις
παρÜ μüνο τη λÝξη
που θ' αναβλýσει απü τα βÜθη
σα τον καρπü ανÜμεσα στους κλþνους.

Εßναι Ýνας Üνεμος που σε προφταßνει.
ΠρÜγματα στεγνÜ, ξαναπεθαμÝνα
σου φρÜζουνε το δρüμο,
τα παßρνει ο Üνεμος.
ΜÝλη και λÝξεις αρχαßες.
ΤρÝμεις μες στο καλοκαßρι.

     Συ Δε ΞÝρεις...

Συ δε ξÝρεις τους λüφους
εκεß που χýθηκε το αßμα.
¼λοι μας φεýγαμε,
üλοι μας ρßξαμε το üπλο
και τ' üνομÜ μας.
Μια γυναßκα,
μας κοιτοýσε που φεýγαμε.

¸νας μονÜχα απü μας
στÜθηκε κει με σφιγμÝνη γροθιÜ,
εßδε τον Üδειο ουρανü,
Ýσκυψε το κεφÜλι και πÝθανε
μπροστÜ στον τοßχο, σωπαßνοντας.

Τþρα, Ýνα αιμÜτινο κουρÝλι
και τ' üνομÜ του.

Μια γυναßκα μας περιμÝνει
στους λüφους...

¼,τι Χρειαζεται ¸να Χωριü

¼,τι χρειÜζεσαι Ýνα χωριü,
Ýστω μüνο και μüνο
για την ευχαρßστηση, να το αφÞσεις.

Το δικü σου χωριü σημαßνει
üτι δεν εßσαι μüνος,
üτι ξÝρεις üτι υπÜρχει
κÜτι απü σÝνα στους ανθρþπους
και στα φυτÜ και στο χþμα,
üτι κι üταν δεν εßσαι εκεß ακüμα
κÜτι να σε καλωσορßσει, περιμÝνει...

Πρüσωπο Απü ΠÝτρα ΛαξευτÞ

¸χεις πρüσωπο απü πÝτρα λαξευτÞ,
αßμα απü τη σκληρυμÝνη γη,
Ýρχεσαι απ' τη θÜλασσα.

¼λα μαζεýονται εκεß
κι εξετÜζονται βαθιÜ
και τ' απορρßπτεις
üπως αυτÞ η θÜλασσα.
Στην καρδιÜ σου υπÜρχει
σιωπÞ και λÝξεις
που καταπßνονται.

Εßσαι σκοτÜδι.
Για σÝνα, η αυγÞ
εßναι σιωπÞ.

Εßσαι σαν τις φωνÝς της γης
-τον παφλασμü ενüς κουβÜ
σ' Ýνα πηγÜδι.

Στο τραγοýδι στη φωτιÜ,
στο γδοýπο ενüς μÞλου,
τα παραιτημÝνα λüγια
και τα χτυπÞματα
στα κατþφλια,
την κραυγÞ ενüς αγοριοý
-πρÜγματα που δεν φεýγουν ποτÝ.

Δεν εßσαι βουβÞ.
Εßσαι σκοτÜδι.
Εßσαι το κλειστü κελÜρι,
στη χτυπημÝνη γη,
üπου κÜποτε Ýμπαινε
Ýνα ξυπüλητο αγüρι
και θα θυμÜται πÜντα.

Εßσαι το σκοτεινü δωμÜτιο
που θα θυμÜται πÜντα,
üπως η παλιÜ αυλÞ
üπου αποκαλýφθηκε η αυγÞ.

Μαýρη Γη, Κüκκινη Γη

Μαýρη Γη, Κüκκινη Γη,
Ýρχεσαι απ' τη θÜλασσα,
απü τ' Üνυδρο πρÜσινο,
üπου υπÜρχουν αρχαßες λÝξεις
κι αιματηρüς μüχθος
και γερÜνι ανÜμεσα στους βρÜχους
-δεν ξÝρεις πüσο φÝρνεις μüχθο
και λüγια απ' τη θÜλασσα,
εßσαι πλοýσια σαν ανÜμνηση,
σαν την Üγονη ýπαιθρο,
εσý ο σκληρüτερος
και γλυκýτερος λüγος,
αρχαßος λüγω του αßματος
που μαζεýτηκε στα μÜτια.

ΝÝα, σα φροýτο
που 'ναι ανÜμνηση κι εποχÞ
-η ανÜσα σου αναπαýεται
κÜτω απ' τον ουρανü του Αυγοýστου,
οι ελιÝς του βλÝμματüς σου
γλυκαßνουν τη θÜλασσα,
και ζεις και ξαναζεßς
χωρßς καμμßαν Ýκπληξη,
βÝβαιη σαν τη γη,
σκοτεινÞ σαν τη γη,
Ýνας μýλος εποχþν κι ονεßρων
που αποκαλýπτεται
κÜτω απ' το φεγγÜρι
να εßναι τüσο παλιüς,
ακριβþς üπως,
στα χÝρια της μητÝρας σου,
το μπωλ του φοýρνου.

ΤÝλος Της Φαντασßας

Αυτü το σþμα
δεν θα κινÞσει ξανÜ.
Αγγßζοντας το δικü σου
Κüγχες ματιþν
αισθÜνεται κανεßς
üτι Ýνας σωρüς γης
εßναι πιο ζωντανüς,
üτι κι η γη,
ακüμη την αυγÞ,
δεν κρατιÝται τüσο Þσυχη.
ΑλλÜ Ýνα πτþμα
εßναι τα απομεινÜρια
πÜμπολλων αφυπνßσεων.

¸χουμε μüνο αυτÞ τη δýναμη:
να ξεκινÜμε κÜθε μÝρα στη ζωÞ
-πριν απü τη γη,
κÜτω απü Ýναν σιωπηλü ουραν
-προσμÝνοντας αφýπνιση.
ΚÜποιος εκπλÞσσεται,
τüση αγγαρεßα την αυγÞ.

ΜÝσω της αφýπνισης
μες στην αφýπνιση
γßνεται μια δουλειÜ.
Μα ζοýμε μüνο για
να τρÝμουμε μπροστÜ
και να ξυπνÜμε
τη γη μια φορÜ.

ΚατÜ καιροýς συμβαßνει.
ΜετÜ μαζι μας ηρεμεß.

Αν Üγγιζε αυτü το πρüσωπο
το χÝρι δεν θα Ýτρεμε
-αν τ' ολοζþντανο χÝρι
θα αισθανüταν ζωντανü
αγγßζοντÜς το-
αν εßναι αλÞθεια
üτι αυτü το κρýο
εßναι μüνο το κρýο
σε τοýτη τη γη,
παγωμÝνο την αυγÞ,
ßσως θα Þταν αφýπνιση
κι αυτÜ τα πρÜγματα
που παραμÝνουν Þσυχα
κÜτω απü την αυγÞ,
θα μιλοýσαν ξανÜ.
ΑλλÜ μου τρÝμει το χÝρι
κι απü üλα τα πρÜγματα
μοιÜζει με Ýνα χÝρι
π' ακßνητο μνÝσκει.

¢λλες φορÝς
το ξýπνημα την αυγÞ
Þτανε ξερüς πüνος,
Ýνα δÜκρυ φωτüς,
ακüμη κι απελευθÝρωση.

Ο τσιγκοýνης λüγος στη γη
Þτο χαροýμενος, για μια στιγμÞ,
και το να πεθÜνεις σÞμαινε
να ξαναεπιστρÝψεις εκεß.
Τþρα, το σþμα που περιμÝνει
εßναι αυτü που απομÝνει
απü πÜρα πολλÜ ξυπνÞματα
και δεν επιστρÝφει στη γη.
Δεν το λÝνε καν,
τα σκληρυμÝνα χεßλη.

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers