ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Åñ. Ëïãïôå÷íßá 

Pasolini Pier-Paolo: ÁãùíéóôÞò Ìïíá÷éêüò Áäéêï÷áìÝíïò

           Βιογραφικü

     Ο Πιερ-ΠÜολο ΠαζολßνιΙταλüς ποιητÞς, συγγραφÝας και σκηνοθÝτης, γεννÞθηκε στη Μπολüνια στις 5 ΜÜρτη 1922, χρονιÜ που ανεβαßνει στην εξουσßα ο Μουσολßνι. Το γεγονüς αυτü αποτελεß σταθμü και για τη κοινωνικÞ διÜρθρωση της Ιταλßας που αλλÜζει μορφÞ χÜνοντας την αναγεννησιακÞ της παρÜδοση σιγÜ-σιγÜ και καταντÜ χþρα μÜζας μικροαστþν στα χÝρια του μεγÜλου κεφαλαßου και μεγαλογαιοκτημüνων.

     ΠατÝρας του Þταν ο ΚÜρλο Παζολßνι, υπαξιωματικüς πεζικοý, γüνος παλιÜς οικογÝνειας της ΡαβÝνας, που κατασπατÜλησε τη μικρÞ περιουσßα και κατατÜχτηκε στο στρατü ως μοναδικÞ λýση. ΜητÝρα η ΣουζÜνα Κολοýσι, απü οικογÝνεια εýπορων αγροτþν, δασκÜλα, απü τη ΚαζÜρσα του Φριοýλι, ακριτικÞ περιοχÞ της Ιταλßας στα σýνορα της πρþην Γιουγκοσλαβßας. Το επÜγγελμα του πατÝρα υποχρεþνει την οικογÝνεια σε συνεχεßς μετακινÞσεις. Στο ΚονιλιÜνο του Μπελοýνο γεννιÝται, το 1925, ο αδερφüς του Γκουßντο-ΑλμπÝρτο.

     ΓρÜφει ο Παζολßνι στον Αιρετικü Εμπειρισμü"Την εποχÞ εκεßνη τα πÞγαινα ακüμα καλÜ με τον πατÝρα μου. ¹μουν ιδιαßτερα πεισματÜρης και καπριτσιüζος (δηλαδÞ νευρωτικüς), αλλÜ κατÜ βÜθος καλüς. Με τη μητÝρα μου (Ýγκυο αλλÜ δεν το θυμÜμαι) Þμουνα, üπως και σ' üλη μου τη ζωÞ, δεμÝνος με μια παθιασμÝνη αγÜπη χωρßς ελπßδα".

     Εßναι αλÞθεια üτι μÜνα και πατÝρας απ' τη νηπιακÞ ηλικßα επηρεÜζουνε διαμετρικÜ αντßθετα και με καθοριστικü τρüπο τη ψυχοσýνθεση του παιδιοý. Ο πατÝρας διοικεß την οικογÝνεια με στρατιωτικü τρüπο. Τυρρανικüς κι αυταρχικüς προκαλεß μüνο φüβο. "ΓεμÜτος πÜθος, σεξουαλικüτατος, βßαιος σα χαρακτÞρας" γρÜφει γι' αυτüν ο γιος του, "κατÝληξε στη Λιβýη, χωρßς δεκÜρα, Ýτσι Üρχισε τη στρατιωτικÞ καριÝρα που τον καταπßεσε και τον παραμüρφωσε ψυχολογικÜ τüσο þστε να τον σπρþξει στον Ýσχατο συντηρητισμü. Εßχε ποντÜρει τα πÜντα πÜνω στη φιλολογικÞ μου καριÝρα, απü τüτε που Þμουν ακüμα παιδß, μιας και τα πρþτα μου ποιÞματα τα 'γραψα σε ηλικßα 7 ετþν. Εßχε διαισθανθεß, ο κακομοßρης, αλλÜ δεν εßχε προβλÝψει τις ταπεινþσεις που θα συνοδεýανε την επιτυχßα μου".
     ΑλλÜ το καθοριστικü πρüσωπο στη ζωÞ του εßναι η γλυκýτατη μητÝρα, μüνιμο αντικεßμενο λατρεßας, στην οποßα θα αφιερþσει μερικοýς απ' τους πιο δυνατοýς του στßχους. Δεν εßναι δýσκολο να καταλÜβουμε, Ýστω κι απ' αυτÝς τις λßγες ενδεßξεις, τα σημÜδια ενüς τερÜστιου οιδιπüδειου συμπλÝγματος, που γνþριζε ο Παζολßνι με μια σπÜνια üσο κι ακραßα επßγνωση.
Τα πρþτα του ποιÞματα γρÜφηκαν στο ΣÜτσιλε üπου Ýβγαλε το δημοτικü. ¾στερα ακολοýθησαν Üλλες μετακινÞσεις: Κρεμüνα, ΡÝτζιο Εμßλια, -παρακολοýθησε το γυμνÜσιο- και, τελικÜ, στη Μπολüνια το λýκειο ΓκαλβÜνι και κατüπιν το ΠανεπιστÞμιο.
   "¸να πανεπιστÞμιο με δομÞ φασιστικÞ", θα σχολιÜσει αργüτερα. "Εξαιρεßται μüνο η προσωπικüτητα του Λüνγκι που εκεßνα τα χρüνια στην Μπολüνια πρüσφερε πολλÜ σε μÝνα και σε πολλοýς Üλλους, συνομÞλικους και πιο μεγÜλους απü μÝνα".

     Το 1942, ενþ ο πατÝρας βρßσκεται αιχμÜλωτος στη ΚÝνυα, ο Πιερ-ΠÜολο με τη μητÝρα και τον αδερφü του καταφεýγουνε στο σπßτι των Κολοýσι στη ΚαζÜρσα. Τα χρüνια κεßνα, με δικÜ του Ýξοδα, ο νεαρüς εκδßδει τη ποιητικÞ συλλογη "ΠοιÞματα Στη ΚαζÜρσα", γραμμÝνα στη διÜλεκτο του Φρßουλι. Τον επüμενο χρüνο κÜνει τη στρατιωτικÞ του θητεßα στο Λιβüρνο, λιποτακτεß μετÜ τις 8 ΣεπτÝμβρη και ξαναγυρνÜ στη ΚαζÜρσα.

     Το 1945 ο Γκουßντο δολοφονεßται μαζß μ' Üλλους συντρüφους του της αντÜρτικης ομÜδας ¼ζοπο, απü ΓιουγκοσλÜβους αντÜρτες. Το περιστατικü παραμÝνει μια απü τις πιο μαýρες σελßδες στην ιστορßα της ιταλικÞς αντßστασης. Το θÜνατο του Γκουßντο τον κÜνει ακüμα τραγικü το γεγονüς üτι σε μια πρþτη φÜση κατορθþνει να ξεφýγει πληγωμÝνος, αλλÜ προδßνεται, μπλοκÜρεται και τελικÜ σκοτþνεται. Στα Ýργα του Παζολßνι βρßσκουμε μνÞμες, πüνο, οßκτο και πÝνθος για το θÜνατο κεßνο, ενω ο θÜνατος του παλικαριοý εßναι Ýνα απü τα πιο αγαπημÝνα και πονεμÝνα του θÝματα στο "Τα ΠαιδιÜ Της ΖωÞς" και στο "Μια ΖωÞ ΓεμÜτη Βßα", τα δυο μυθιστορÞματα που 'γραψε σε ρομανÝσκο.

     Με το τÝλος του πολÝμου ο πατÝρας γυρßζει στη ΚαζÜρσα. Το χÜσμα ασυννενοησßας μεταξý πατÝρα απ' τη μια και μητÝρας-γιου απ' την Üλλη γßνεται ακüμα βαθýτερο. Την ßδια χρονιÜ ο Πιερ-ΠÜολο παßρνει το δßπλωμα φιλολογßας απ' το ΠανεπιστÞμιο της Μπολüνια με μια διατριβÞ πÜνω στον ΠÜσκολι. Απ' το 1945 ως το 1949 διδÜσκει στο γυμνÜσιο του Βαλβασüνε, ενüς μικροý χωριοý κοντÜ στη ΚαζÜρσα. Στις 18 ΦλεβÜρη 1945, ιδρýει με νεαροýς φοιτητÝς την Academiuta De Lenga Furlana, μια μικρÞ ακαδημßα σπουδþν για τη γλþσσα και τη κουλτοýρα του Φριοýλι.
     Η περßοδος του Φριοýλι εßχε σημαντικÞ επßδραση στη ζωÞ του σα διανοοýμενου και σαν ατüμου. Τα νεανικÜ αυτÜ χρüνια που 'ζησε στην αγαπημÝνη ατμüσφαιρα του χωριοý, μελετþντας με πραγματικü ενδιαφÝρον τις διÜφορες εκδηλþσεις κι εκφρÜσεις του αγροτικοý κüσμου, θα τα μυθοποιÞσει αργüτερα (üπως 8α μυθοποιÞσει και τη νιüτη του) και θα τα νιþσει αρχαúκÜ, ιερÜ, αμüλυντα. 
ΑυτÞ την αρχαúκÞ φρεσκÜδα του κüσμου που 'ρχεται σ' Üμεσην επαφÞ με τη φýση θα κÜνει μοντÝλο και σκοπü του και θα προσπαθÞσει να τα μεταδþσει στους Üλλους. Απ' τα βÜθη των ημερþν εκεßνων απü κεßνες τις ρßζες θα ξεκινÞσει να ζωγραφßσει μιαν Ιταλßα ταπεινÞ, πραγματικÞ, καθημερινÞ και στα τελευταßα του γραπτÜ θα διαπιστþσει και θ' ανακοινþσει την εξαφÜνιση της, με τρüπο που συχνÜ θα ξεσηκþσει θýελλα αποδοκιμασßας και θα δημιουργÞσει σκÜνδαλο.

     ΣτενÜ συνδεδεμÝνος με τον τρüπο που αυτüς Ýνιωθε τον αγροτικü κüσμο εßναι και ο τρüπος που παρατηρεß τον κüσμο του κουρελοπρολεταριÜτου των συνοικισμþν της Ρþμης. Σε μια συνÝντευξη που δßνει στη La Stampa τη ΠρωτοχρονιÜ του 1975 μιλÜ γι' αυτοýς ακριβþς τους συνοικισμοýς.
   "¹τανε κüσμος περιθωριακüς και τρομερüς στη σκληροτητÜ του, διατηροýσεν üμως δικü του κþδικα τιμÞς και γλþσσας, που δεν αντικαταστÜθηκε με τßποτα. ΣÞμερα τα παιδιÜ των συνοικισμþν τρÝχουνε με μηχανÝς και βλÝπουνε τηλεüραση αλλα δε ξÝρουνε να μιλÜνε, μüλις που καταφÝρνουνε να τραυλßζουνε πια. Εßναι το βασικü πρüβλημα üλου του αγροτικοý κüσμου Þ τουλÜχιστον της κεντρικÞς και νüτιας Ιταλßας".
     Σε γενικÝς λοιπüν γραμμÝς η λογοτεχνικÞ και πολιτιστικÞ Ýνταξη του διαμορφþθηκε στη ΚαζÜρσα. Τα ποιÞματα που 'γραψε στα 1943-9 με το γενικü τßτλο "Το Αηδüνι Της ΚαθολικÞς Εκκλησßας", φανερþνουν üλ' αυτÜ και ταυτüχρονα τη πολιτικÞ και πολιτιστικÞ εξÝλιξη του νεαροý συγγραφÝα.

     Την ßδια κεßνη περßοδο, μετÜ τους αγþνες των εργατþν γης στο Φριοýλι, γρÜφει τη πρüζα "Οι ΜÝρες Του Αγαθοý Ντε ΓκÜσπερι" που αργüτερα θα γßνει μυθιστüρημα και θα εκδοθεß το 1962 με τßτλο "Το ¼νειρο Μιας Υπüθεσης".

Τα χρüνια λοιπüν της ΚαζÜρσα θα μεßνουν αξÝχαστα κι ανεπανÜληπτα. Το ßδιο κι η μετακßνηση Þ η φυγÞ, üπως θα τη χαρακτηρßσει ο ßδιος, απ' τα μÝρη κεßνα. Τις παραμονÝς των εκλογþν του 1948 Ýνα αγüρι εξομολογεßται στον παπÜ της ΚαζÜρσα πως εßχε σεξουαλικÝς σχÝσεις με τον Παζολßνι. Αυτüματα η ζωÞ του νεαροý καθηγητÞ γßνεται αδýνατη στο στενü περßγυρο του χωριοý. Φεýγει με τη μητÝρα του στη Ρþμη κι εκεß ζει χρüνια πÜρα πολý δýσκολα. "ΥπÞρξα Ýνας απ' αυτοýς τους Üνεργους που καταλÞγουνε στην αυτοκτονßα" θα πει αργüτερα.

     Στην αρχÞ Ýμενε στην ΠιÜτσα Κοσταγκοýτι, μετÜ στο συνοικισμü Σαν ΜÜμολο, κοντÜ στις φυλακÝς Ρεμπßμπια. ºσως αυτÝς οι αλλαγÝς διευθýνσεων για Ýναν Üλλο συγγραφÝα δε θα 'χανε καμιÜ σημασßα, αλλÜ αυτοß οι τüποι, αυτÜ τα ονüματα εßναι πολý γνωστÜ στους αναγνþστες του καθþς κι η Βßα ΦοντανεúÜνα που πÞγε να κατοικÞσει αμÝσως μüλις καλυτερÝψανε λßγο τα οικονομικÜ του.



     Το 1954 εκδßδονται τα ποιÞματα που εßχε γραψει στο Φριοýλι, σε μια συλλογÞ με τßτλο "Η Πιο Ωραßα Νιüτη". 2 χρüνια πριν εßχε δημοσιευτεß μια σημαντικÞ μελÝτη του πÜνω στη ποßηση με διÜλεκτο του 19ου αιþνα, που εßχε γρÜψει σε συνεργασßα με τον ΜÜριο Ντ' 'Αρκο. Το 1955, ιδρýει και δουλεýει μαζß με τους ΡοβÝρσι, ΛεονÝτι, ΡομÜνο και Φορτßνι το φιλολογικü περιοδικü Οφιτσßνα (Officina) που παρÜ τη μικρÞ διÜρκεια -κλεßνει οριστικÜ το 1959 μετÜ απü Üρθρο που 'γραψε ο Παζολßνι εναντßον του ΠÜπα Πßου ΧΙΙ- παραμÝνει σπουδαßα μαρτυρßα μιας μερßδας ιταλþν διανοοýμενων απÝναντι σε προβλÞματα που αντιμετωπßζoνταν απ' τους περισσüτερους συντηρητικÜ και μονüπλευρα, χωρßς καμιÜν εναλλακτικÞ λýση. Το δοκßμιο "ΠÜθος Κι Ιδεολογßα" και τα λυρικÜ κομμÜτια του "Η Θρησκεßα Των Καιρþν Μου", που εκδßδονται αντßστοιχα το 1960 και 1961, παραμÝνουν η σημαντικüτερη συμβολÞ του στο Οφιτσßνα. Το 1955 εκδßδεται το μυθιστüρημα "Τα ΠαιδιÜ Της ΖωÞς", που υπÞρξε η πρþτη του συγγραφικÞ επιτυχßα.

     Ο Πιερ-ΠÜολο Παζολßνι πÝθανε στις 2 ΝοÝμβρη 1975 στη παραλßα της ¼στια, κοντÜ στη Ρþμη, σε μια θÝση χαρακτηριστικÞ των μυθιστορημÜτων του. ¹τανε δολοφονßα κι ο Πßνο Πελüζι, συνελÞφθη κι ομολüγησε. 30 χρüνια μετÜ, το 2005, απÝσυρε την ομολογßα του κι υποστÞριξε üτι τον εßχανε σκοτþσει Üγνωστοι κι üτι αναγκÜστηκε να ομολογÞσει γιατß υπÞρχαν απειλÝς κατÜ του ßδιου και της οικογÝνειÜς του. Οι Ýρευνες για τον δολοφüνο του Üρχισαν εκ νÝου μετÜ την αναßρεση του Πελüζι.

     Εßναι θαμμÝνος στη ΚαζÜρσα, στο αγαπημÝνο του Φριοýλι.


-----------------------------------------------------------------

                                  ΟΡΓΙΑ

Επεισüδιο 8ο

       (Ýνας 'Αντρας και μια ΚοπÝλα μπαßνουνε σ' Ýνα σαλüνι).

ΚΟΠΕΛΑ: Δικü σου εßναι το σπßτι;

ΑΝΤΡΑΣ: Σ' αρÝσει;

ΚΟΠΕΛΑ: ¼μορφο εßναι.

ΑΝΤΡΑΣ: ΒγÜλε τη καμπαρντßνα σου...

ΚΟΠΕΛΑ: Εßσαι σßγουρος üτι δε θα 'ρθει κανεßς;

ΑΝΤΡΑΣ: Σπßτι μου εßναι.

ΚΟΠΕΛΑ: Και μÝνεις μüνος;

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, τþρα μÝνω μüνος.

ΚΟΠΕΛΑ: Τþρα;

ΑΝΤΡΑΣ: ΚÜποτε μÝναν εδþ η γυναßκα μου και τα παιδιÜ. Την Üνοιξη φýγανε και δε ξαναγυρßσανε...

ΚΟΠΕΛΑ: Μπρρ, Ýπιασαν τα κρýα, απü το πρωß συννÝφιασε Üσχημα...

ΑΝΤΡΑΣ: Η πρþτη φθινοπωρινÞ βροχÞ, üταν το καλοκαßρι δεν Ýχει τελειþσει ακüμα, εßναι η ωραιüτερη στιγμÞ για να κÜνεις Ýρωτα.

ΚΟΠΕΛΑ: ΕμÝνα μου φαßνεται πÜντα το ßδιο!

ΑΝΤΡΑΣ: Λες ψÝμματα, υποκρßτρια. Με τη συννεφιÜ σ' αρÝσει πιο πολý να μÝνεις σπßτι. Και να κλεßνεις τα παρÜθυρα, για να φτιÜξεις τη πρþτη θαλπωρÞ μες στο δωμÜτιο. Μια θαλπωρÞ λησμονημÝνη, αλλÜ τüσο βαθιÜ γνþριμη: τη θαλπωρÞ Üλλων καιρþν! Νιþθεις τη νοσταλγßα της φωτιÜς κι η σÜρκα σου, κÜτω απ' το πρþτο μÜλλινο, νιþθει αυτÞ τη καινοýρια δροσιÜ, μες στη καρδιÜ ενüς ουρανοý ακüμα γαλÞνιου.

ΚΟΠΕΛΑ: Πþς εßναι τα παιδιÜ σου;

ΑΝΤΡΑΣ: Ο Ýνας εßναι Ýξι χρονþν, ο Üλλος τεσσÜρων. Δυο αγορÜκια σοβαρÜ, σαν üλα τ' Üλλα. ¿ρες-þρες μοý φαßνονται μεγαλýτερα απü μÝνα...

ΚΟΠΕΛΑ: Να βγÜλω τη καμπαρντßνα μου;

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, σου εßπα... Ο μεγÜλος εßναι σκληρüς, τα σκοýρα μÜτια του εßναι γεμÜτα αγÜπη για τη μÜνα του. Ο μικρüς της Ýχει την ßδια αγÜπη, αλλÜ τα μÜτια του γελÜνε, δεν τον νοιÜζει τßποτα, εßναι ανÜλαφρος κι αστεßος, σαν ζωÜκι κι ο σεβασμüς του για το μεγÜλο αδερφü κρýβει Ýναν εýθυμο οßκτο...

ΚΟΠΕΛΑ: ΚαλÜ λες, εßναι πολý ωραßα η δροσιÜ, üταν μÝσα Ýχει ζεστοýλα. Ναι, μου φαßνεται σαν να 'ναι πÝρσι.

ΑΝΤΡΑΣ: ¹ σα να 'ναι μετÜ απü δÝκα χρüνια... (αν ζεις ακüμα). Εßναι μια μÝρα μελλοντικÞ -σ' αρÝσει;- στο τÝλος ενüς καλοκαιριοý που δεν Ýχει Ýρθει ακüμα... ΒλÝπεις; Πüσο γρÞγορα περνÜ ο καιρüς, παρ' üλο που κυλÜ τüσον αργÜ!

ΚΟΠΕΛΑ: Μα γιατß εßπες: αν ζω ακüμα;

ΑΝΤΡΑΣ: Γδýσου τþρα. 

ΚΟΠΕΛΑ: ΞÝρεις. Þμουν Üρρωστη. ¸κανα δυο χρüνια σανατüριο.

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αλλÜ γδýσου τþρα.

ΚΟΠΕΛΑ: Θες να με κοιτÜς που ξεντýνομαι;

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι.

ΚΟΠΕΛΑ: ΠλÜκα Ýχεις... (αρχßζει να γδýνεται).

ΑΝΤΡΑΣ: Το καλοκαßρι πÝρασε, αλλÜ εßσαι ακüμα μαυρισμÝνη...

ΚΟΠΕΛΑ: Δεν Ýχεις καθüλου μουσικÞ;

ΑΝΤΡΑΣ: ¼χι. Θα τα κÜνουμε üλα μες στη σιωπÞ.

ΚΟΠΕΛΑ: Μα για ποιÜ με πÝρασες;

ΑΝΤΡΑΣ: Γι' αυτü που εßσαι, το κορßτσι της πρþτης καλοκαιρινÞς μÝρας χωρßς Þλιο.

ΚΟΠΕΛΑ: ¸τσι μÜλιστα...

ΑΝΤΡΑΣ: Δε ντρÝπεσαι να με κοιτÜς στα μÜτια;

ΚΟΠΕΛΑ: ¼χι, γιατß;

ΑΝΤΡΑΣ: Γιατß εßσαι ολüγυμνη, σα ζþο σε λιβÜδι.

ΚΟΠΕΛΑ: Τß κακü βλÝμμα που 'χεις!

ΑΝΤΡΑΣ: Δε ντρÝπεσαι ποτÝ;

ΚΟΠΕΛΑ: ΝτρÜπηκα λιγÜκι την πρþτη φορÜ. ΜετÜ ποτÝ.

ΑΝΤΡΑΣ: Μα δε σκÝφτεσαι τη κοιλιÜ σου;

ΚΟΠΕΛΑ: Ορßστε;

ΑΝΤΡΑΣ: Τη κοιλιÜ σου! Τη κοιλιÜ σου! Αυτü το μÝρος του σþματος που üλοι το κρýβουνε, που δεν πρÝπει να υπÜρχει, που üλοι παριστÜνουν üτι δεν το 'χουν Þ τουλÜχιστον üτι δεν το σκÝφτονται, üτι Ýχουνε λευτερωθεß... Ακüμα κι ο πατÝρας σου!

ΚΟΠΕΛΑ: Αστεßος εßσαι! Ποιüς κÜθεται να σκεφτεß τÝτοια πρÜματα...

ΑΝΤΡΑΣ: Βρßσκεις φυσικü να 'χεις φýλο, αυτü το λεßο üριο στο βÜθος της κοιλιÜς σου, που το γλεßφει μια μαýρη πλημμυρßδα... Κι üμως, εßναι αφýσικο... αφýσικο! Δε ξÝρεις üτι εßναι απαρÜδεκτο και σκανδαλþδες, η προσωπικÞ μας περßπτωση να επιβεβαιþνει το γενικü κανüνα; Αυτü κÜνεις με το να μου επιδεικνýεσαι γυμνÞ... Για να σου δþσω να καταλÜβεις... σκÝψου δυο πατερÜδες... ναι. δυο πατερÜδες... δυο ενÞλικους Üντρες, χωρßς τßποτα πια απü την ελαφρÜδα της νιüτης, να στÝκονται ο Ýνας απÝναντι στον Üλλο, σαν Üταχτα παιδιÜ, με ανοιγμÝνα τα πανταλüνια και να κοιτÜζονται...

ΚΟΠΕΛΑ: Α, α! Ω, ω! Μα τß πας και σκÝφτεσαι;

ΑΝΤΡΑΣ: ¸τσι εßσαι κι εσý με τη γυμνÞ κοιλιÜ σου...

ΚΟΠΕΛΑ: ΕντÜξει, εντÜξει, κατÜλαβα. Εσý δε θα ξεντυθεßς;

ΑΝΤΡΑΣ: ¼χι, γιατß ξÝρω πως εßσαι βρþμικη και σ' αρÝσει πιüτερο Ýνας Üντρας με λυμÝνο το πανταλüνι, παρÜ μες στη γýμνια της φýσης του, απλüς üπως κι εσý.

ΚΟΠΕΛΑ: Δεν πα' να κÜνεις ü,τι θες...

ΑΝΤΡΑΣ: Σ' αρÝσει να κÜνεις κακü;

ΚΟΠΕΛΑ: Τß;

ΑΝΤΡΑΣ: Να κÜνεις κακü.

ΚΟΠΕΛΑ: Στον Üντρα;

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, κατÜλαβες τþρα;

ΚΟΠΕΛΑ: Τß να καταλÜβω;

ΑΝΤΡΑΣ: Τß πÜ' να πει κακü; Δε σου κÜνει κακü Ýνας Üντρας üταν σε παßρνει με κλωτσιÝς και μπουνιÝς;

ΚΟΠΕΛΑ: ΕμÝνα; Ας τολμÞσει κανεßς να σηκþσει χÝρι πÜνω μου! ΚαθÜρισε!

ΑΝΤΡΑΣ: Κüρη φτωχþν ανθρþπων... χαριτωμÝνη... σÜρκα που αμýνεται παρ' üλη τη φτÞνια της... Που πρÝπει ν' αγωνιστεß, μασκαρεýοντας σε νßκες τις υποχωρÞσεις της μπροστÜ στα συνεχÞ χτυπÞματα...

ΚΟΠΕΛΑ: Το πρüσωπü σου Ýγινε πανß.. και μου φαßνεται üτι τρÝμεις... Τß Ýχεις;

ΑΝΤΡΑΣ: Εßμαι χλωμüς; ΤρÝμω; ºσως φταßει το φως... Εξ Üλλου... εßμαι λιγÜκι Üρρωστος. ΑλλÜ μη σε νοιÜζει. Λοιπüν, σ' αρÝσει να κÜνεις κακü;

ΚΟΠΕΛΑ: Ναι, αλλÜ πþς, πþς;

ΑΝΤΡΑΣ: Θα σου πω... Ποιüς Þταν ο τελευταßος που πÞγες μαζß του;

ΚΟΠΕΛΑ: Την περασμÝνη ΚυριακÞ... ¹τανε, θυμÜμαι, Ýνας νεαρüς απü τη Σικελßα, που κÜνει στρατιωτικü εδþ στην Μπολüνια. ¹ρθε ßσια απ' το σπßτι των γονιþν του...

ΑΝΤΡΑΣ: ¹ταν ωραßο παιδß; Μελαχρινüς; Καστανüς;

ΚΟΠΕΛΑ: Δε ξÝρω... Θýμιζε ληστÞ. 

ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπüν... σκÝψου üτι αυτüν το ληστÞ, που ετοιμÜζεται να σου κÜνει Ýρωτα, üπως το κÜνει αυτüς, σα μια μητÝρα που σε σφßγγει στο στÞθος της Þ σαν Ýνας πατÝρας που σε κλεßνει σπßτι, με το μεγÜλο σιτσιλιÜνικο φýλο του -το δυνατü σαν κορμüς και τρυφερü σα φροýτο- σκÝψου üτι κÜποιος δÝνει αυτüν το στρατιþτη και σου λÝει: Κοßτα αυτÞ την ανßσχυρη δýναμη: ταπεßνωσÝ τη, πλÞγωσÝ τη, εκδικÞσου τον για την απαßτησÞ του να γονιμοποιÞσει... κÜνε τον να κλÜψει σα παιδß χωρßς σπÝρμα...

(η ΚοπÝλα γελÜ). Αχ, η συναßσθησÞ σου εßναι μικρÞ σαν το πεπρωμÝνο σου! (η ΚοπÝλα γελÜ). Εßσαι μüνη μαζß του, εßναι στα χÝρια σου. ΚατÜλαβες; ΚÜνετε κÜτι που δεν ανÞκει πια στον κüσμο τοýτο. Εßναι Ýξω απü κÜθε üριο, εßναι του πνεýματος. ¸νας δυνατüς νεαρüς, που ετοιμÜζεται να γßνει πατÝρας και τριγυρνÜ στον κüσμο, με τα πüδια και το φýλο του, παρÜτολμος σαν ωραßος Δον Κιχþτης, σωριÜζεται -και τα πÜντα μποροýν να συμβοýν! Τα πÜντα, εκτüς απ' üσα ανÞκουνε σε τοýτο δω τον κüσμο...

ΚΟΠΕΛΑ: Δε σε καταλαβαßνω...

ΑΝΤΡΑΣ: Βρßσκεσαι μüνη μαζß του! Μüνη! Μüνη!

ΚΟΠΕΛΑ: Εννοεßται...

ΑΝΤΡΑΣ: ΕντÜξει, πÜρε εμÜς τους δυο... Τß γαλÞνη! Εßναι η πρþτη βραδιÜ! Ο κüσμος δε ξÝρει τßποτα, εßναι φτιαγμÝνος απü ανθρþπους που γυρνοýν απ' τις δουλειÝς τους κι απü Ýνα ποτÜμι αυτοκινÞτων -ακοýς;- που κυλÜ μες στο φως σα μια ανÜσα. Ο Üνθρωπος που ετοιμÜζεται να κÜνει Ýρωτα -εγþ- μπρος σ' Ýνα μνημεßο απü σÜρκα γεμÜτη φρÝσκο αßμα -εσÝνα- τρÝμει, χτυπÜνε τα δüντια του. Βρßσκεται σ' Ýκσταση.
   Αυτü που Þταν ιερü στα παιδικÜ του χρüνια, üταν Þταν γιος, μüλις πραγματοποιηθεß, τον κÜνει αθÜνατο. ΜÜθε üτι üλ' αυτÜ επιστρÝφουν κι επαναλαμβÜνονται. ΚÜθε νÝα στýση τα προûποθÝτει. Δεν αρκεß η πρþτη φορÜ, γιατß δεν τη θυμÜσαι.  Σ' αυτÞ την επανÜληψη αναζητοýμε Ýν εναρκτÞριο γεγονüς. Κι η αναζÞτηση δε σταματÜ ποτÝ, γιατß κÜθε φορÜ το ξεχνÜμε. Μες απ' την επανÜληψη ξαναζοýμε Ýνα και μοναδικü πρÜγμα. Μαζß με το θýμα σου -που περιμÝνει την πραγματοποßηση του ονεßρου- περιμÝνεις τη πραγματοποßηση μιας πραγματικüτητας που καταστρÝφει κÜθε Üλλη.

ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ.


¹ταν μια ηλιüλουστη μÝρα,

μες στη σιωπηλÞ πλατεßα

μιας μικρÞς πüλης Þ ενüς χωριοý

ανÜμεσα στα βουνÜ και τη θÜλασσα,

μια μÝρα γαλÞνης, που Ýμεινε ßδια

απü το 1600 Þ το 1800

κι εκεß μου εμφανßστηκε ο Θεüς.

Κι Ýπειτα χÜθηκε αμÝσως.

ΚÜθε νÝα στýση, με την αγωνßα
Þ τη ντροπÞ της στýσης,

ζητÜ την επανÜληψη του πρÜγματος,

την επιστροφÞ του Θεοý.

(αρπÜζει τη γυναßκα και της δÝνει τα χÝρια).

ΚΟΠΕΛΑ: ΒοÞθεια, τß κÜνεις; ΒοÞθεια!

ΑΝΤΡΑΣ: ΣκÜσε, ηλßθια, αλλιþς θα σε σκοτþσω.

ΚΟΠΕΛΑ: ΒοÞθεια, μανοýλα μου, λυπÞσου με, Üσε με!

ΑΝΤΡΑΣ: Δε θα σου κÜνω κακü... ßσως. ºσως να μου 'ναι αρκετüς ο φüβος σου, ο αληθινüς φüβος, που γρÜφεται κýματα-κýματα στα μοýτρα σου, κρυμμÝνος πßσω απ' τη ντροπÞ... κι απü τη σκÝψη üτι, αν φανερωθεß, θα 'ναι χειρüτερα... ΒλÝπεις; ΒλÝπεις üτι καμιÜ Üλλη πραγματικüτητα δε μετρÜ; Εßναι μια Ýκσταση üπου ο κüσμος χÜνεται κι αρχßζει να εμφανßζεται πÜλι ο Θεüς.

ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. αλλÜ πÜμε τþρα, εßναι αργÜ, πρÝπει να γυρßσω σπßτι!

ΑΝΤΡΑΣ: ΠροηγουμÝνως σου εßπα üτι η γυναßκα και τα παιδιÜ μου φýγανε το ΠÜσχα. Εßναι ψÝμμα. Τους σκüτωσα. ¸πρεπε να σκοτþσω μüνο κεßνη, αλλÜ Þτανε πιο ωραßο να τους σκοτþσω üλους. ¸πειτα τους πÞρα και τους πÝταξα στο ποτÜμι.

ΚΟΠΕΛΑ: Δεν εßναι αλÞθεια! Δε σε πιστεýω! Σε παρακαλþ, λýσε μου τα χÝρια!

ΑΝΤΡΑΣ: ΞÝρεις üτι δε μ' ενδιαφÝρει διüλου ο θÜνατüς σου; Γιατß δεν υπÜρχει τßποτ' Üλλο εκτüς απü το θÜνατο -και τη θÝλησÞ μου. ΞÝρεις üτι μπορεß να μη ξαναγυρßσεις σπßτι σου;  Να μη ξαναδεßς τη μÜνα σου;

ΚΟΠΕΛΑ: Τß εßναι αυτÜ που λες; Αχ, ΘεÝ μου...

ΑΝΤΡΑΣ: Θα μεßνεις εδþ, στα χÝρια μου, γιατß εßσαι μια μικροýλα με τα χÝρια κοκκινισμÝνα απ' τη δουλειÜ και μια πρþτη ανÜλαφρη ρυτßδα στο μÝτωπο... Εßσαι μια μικροýλα σαν αγορÜκι, παρÜτολμη κι εýπιστη σαν αρσενικü. Τη σχισμÞ στο βÜθος της κοιλιÜς σου τη δßνεις στον Üντρα σαν σε φßλο, ε; ¸τσι θα μÜθεις να δεßχνεις τüση εμπιστοσýνη στη φιλßα!

ΚΟΠΕΛΑ: ΜιλÜς σαν τρελüς, ΘεÝ μου, Üσε με να φýγω...

ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε γαμÞσω εκατü φορÝς και θα κρατιÝμαι... Και θα σε πÜρω με μπουνιÝς και κλωτσιÝς, σα μεθýστακας σýζυγος...

ΚΟΠΕΛΑ: ΦτÜνει φτÜνει, μαμÜ, μανοýλα μου!

ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε πιÜσω στις μπουνιÝς και στις κλωτσιÝς, γιατß Ýτσι αξßζει να τιμωρηθεß η αθωüτητÜ σου! Και πνßγομαι απü τη λαχτÜρα να χαθþ και να τελειþνω μια για πÜντα. (αρχßζει να τη χτυπÜ).

ΚΟΠΕΛΑ: Αχ, üχι! Μη στη πλÜτη!

ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε χτυπÜω üπου θÝλω... (συνεχßζει να τη χτυπÜ).

ΚΟΠΕΛΑ: Σε παρακαλþ, μη στη πλÜτη! ¹μουνα στο σανατüριο ! Στο 'πα, στο 'πα!

ΑΝΤΡΑΣ: Αααααχ, το ξÝρω: και να 'ξερες πüσο χÜρηκα! ¹σουνα στο σανατüριο, κει που παν' οι Üποροι... Σαν το σκυλß, ψωρüσκυλο, που μου Þρθες με το πουτανßστικο φουστανÜκι σου... να με συγκινÞσεις... γεμÜτη υγεßα, κακομοßρα κι ας εßχες τα πνευμüνια σου τρýπια... Εßσαι φτωχÞ κι η ζωÞ σε χτυπÜ, Ýτσι δεν εßναι; Κι εγþ κÜνω ü,τι κι η ζωÞ. Φþναξε, αν θες, τþρα, γιατß μετÜ θα σκÜσεις, γιατß αýριο το πρωß -αν δε σε σκοτþσω- θα συμβιβαστεßς και θα ξαναπÜρεις τους δρüμους σα να μην Ýγινε τßποτα! Τß σημαντικÞ που εßναι η επιβßωση, αγßα, αγαπημÝνη μου πουτÜνα! Θα διηγεßσαι αυτÞ την ιστορßα, θριαμβεýτρια κι ýστερα θα βρεις κÜποιον Üλλο, γιατß η ζωÞ σε βαρÜ απü δω κι απü κει κι εσý προχωρεßς ηρωικÜ, Ýτσι δεν εßναι;

ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. ναι, Ýτσι εßναι. 'Ασε με τþρα να φýγω!

ΑΝΤΡΑΣ: Οýτε να σου περνÜ απ' το μυαλü! (ξαναρχßζει να τη χτυπÜ. κεßνη ουρλιÜζει). Κι üταν θα σωριαστεßς κÜτω, χτυπημÝνη σα μοσχÜρι, ßσως να ξεκουμπωθþ και παρüλο που ξÝρω üτι το κÜτουρü μου δεν Ýχει καμßα αθωüτητα Þ ζωικÞ δροσιÜ, θα το αδειÜσω πÜνω σου, κατÜλαβες; ΠÜνω σ' αυτÜ τα μÜτια μιας ηλßθιας ανßδεης, πÜνω σ' αυτÜ τα στÞθη με την ιερÞ ξετσιπωσιÜ! (ξαναρχßζει να χτυπÜ. κεßνη ουρλιÜζει). Ε! νüμιζες üτι αστειευüμουν; Νüμιζες üτι δεν Þθελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ...

(ξαφνικÜ σταματÜ να τη χτυπÜ και τρικλßζει). Αχ. δε νιþθω καλÜ... Το μÝτωπü μου εßναι ιδρωμÝνο και τρÝμω... üπως üταν πραγματικÜ... εßμαι χÜλια... ΒοÞθησε με, ΘεÝ μου! (κÜνει εμετü). ¸πρεπε να συμβεß. ΚÜτι με τραβÜ κÜτω. Μια κÜψα στο κεφÜλι, ΘεÝ μου, μου 'ρχεται να λιποθυμÞσω... Αν αυτüς εßναι ο θÜνατος... θα του αφεθþ... δε θα σκÝφτομαι τßποτα...
  
(λιποθυμÜ πÜνω στα ξερατÜ του. η ΚοπÝλα καταφÝρνει να λýσει τα χÝρια της, φορÜ μüνο τα παποýτσια της και το πανωφüρι πÜνω στο γυμνü κορμß της και φεýγει τρÝχοντας).

ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

Σεξ, ΠαρηγοριÜ Στη ΜιζÝρια!

Σεξ, παρηγοριÜ στη μιζÝρια!
Η πüρνη εßναι βασßλισσα, ο θρüνος της
εßναι Ýνα ερεßπιο, η επικρÜτειÜ της Ýνα κομμÜτι
χεσμÝνο λιβÜδι, το σκÞπτρο της
μια τσÜντα με κüκκινο βερνßκι:
γαβγßζει μες στη νýχτα, βρüμικη και Üγρια
σαν αρχαßα μητÝρα: υπερασπßζεται
το Ýχει της και τη ζωÞ της.
Οι νταβατζÞδες, τριγýρω, σε μπουλοýκια,
φουσκωμÝνοι και Üκεφοι, μουστακαλÞδες
απü το Μπρßντιζι Þ ΣλÜβοι, εßναι
αρχηγοß, αφεντικÜ: μες στο σκοτÜδι
κÜνουν τις κομπßνες τους των εκατü λιρετþν,
κλεßνοντας το μÜτι σιωπηλÜ, ανταλλÜσσοντας
συνθÞματα. Ο κüσμος, αποκλεισμÝνος, σιωπÜ
γýρω τους, και οι ßδιοι αποκομμÝνοι απü αυτüν,
σιωπηλÜ ψοφßμια αρπακτικþν.

ΑλλÜ μες στα σκουπßδια του κüσμου, γεννιÝται
Ýνας καινοýργιος κüσμος: γεννιοýνται νÝοι νüμοι
üπου δεν υπÜρχει πια νüμος· γεννιÝται μια νÝα
τιμιüτητα üπου τιμÞ εßναι η ατιμßα…
Γεννιοýνται εξουσßες και Üρχοντες,
Üγριοι, μÝσα σε σωροýς απü τρþγλες,
σε τüπους απÝραντους üπου νομßζεις
üτι τελειþνει η πüλη, και üπου ωστüσο
ξαναρχßζει, εχθρικÞ, ξαναρχßζει
χιλιÜδες φορÝς, με γÝφυρες
και λαβυρßνθους, εργοτÜξια και μπÜζα,
πßσω απü θÜλασσες ουρανοξυστþν,
που καλýπτουν ολüκληρους ορßζοντες.

Στην ευκολßα του Ýρωτα
ο φουκαρÜς νιþθει Üνθρωπος:
θεμελιþνει την εμπιστοσýνη του στη ζωÞ, μÝχρι
του σημεßου να περιφρονεß üποιον κÜνει Üλλη ζωÞ.
Τα παιδιÜ ρßχνονται στην περιπÝτεια
σßγουρα üτι βρßσκονται σ’ Ýναν κüσμο
που τους φοβÜται, που φοβÜται το φýλλο τους.
Ο οßκτος τους βρßσκεται στην ασπλαχνιÜ τους,
η δýναμÞ τους στην ελαφρüτητÜ τους,
η ελπßδα τους στην ανυπαρξßα ελπßδας.

1961

Η ΜπαλÜντα Των ΜανÜδων

ΑναρωτιÝμαι τι μÜνες εßχατε.
ΕÜν σας Ýβλεπαν τþρα στη δουλειÜ
σ’ Ýναν Üγνωστο για εκεßνες κüσμο,
μπλεγμÝνους σ’ Ýναν κýκλο, που ποτÝ δεν κλεßνει,
απü εμπειρßες τüσο διαφορετικÝς απü τις δικÝς τους,
τι βλÝμμα θα εßχαν στα μÜτια τους;
ΕÜν Þταν κοντÜ σας, την þρα που γρÜφετε
το Üρθρο σας, κομφορμιστÝς και πομπþδεις,
Þ üταν το δßνετε σε συντÜκτες που υπÝκυψαν
σε κÜθε συμβιβασμü, θα καταλÜβαιναν Üραγε ποιοι εßστε;

ΜÜνες τιποτÝνιες, με τον αρχαßο φüβο
στο πρüσωπο, εκεßνον που σαν κακü
αλλοιþνει και θολþνει τα χαρακτηριστικÜ,
που τα απομακρýνει απ’ την καρδιÜ,
που τα κλεßνει μες στην παλιÜ ηθικÞ Üρνηση.
ΜÜνες τιποτÝνιες, οι κακομοßρες, που ανησυχοýν
μÞπως τα παιδιÜ τους δεν μÜθουν καλÜ το μÜθημα
του εξευτελισμοý: να βρουν μια θεσοýλα, να εßναι προσγειωμÝνα,
να μην προσβÜλλουν τους προνομιοýχους,
ν’ αμýνονται μπροστÜ στον οßκτο.

ΜÜνες μετριüτητες, που Ýμαθαν
με κοριτσßστικη ταπεινοσýνη, για μας,
üτι διαθÝτουμε Ýνα μüνο, ξεκÜθαρο χαρακτηριστικü,
με ψυχÝς που μÝσα τους ο κüσμος εßναι καταδικασμÝνος
να μην προσφÝρει οýτε πüνο, οýτε χαρÜ.
ΜÜνες μετριüτητες, που δεν εßχαν ποτÝ
για σας οýτε μια λÝξη αγÜπης,
παρÜ μüνο μια αγÜπη Üθλια Üφωνη,
ζωþδη, και μ’ αυτÞ σας μεγÜλωσαν,
αδýναμους μπρος στα πραγματικÜ καλÝσματα της καρδιÜς.

ΜÜνες δουλοπρεπεßς, συνηθισμÝνες απü αιþνες
να σκýβουν χωρßς αγÜπη το κεφÜλι,
να μεταδßδουν στο Ýμβρυü τους
το αρχαßο, ντροπιασμÝνο μυστικü
της ικανοποßησης με τα αποφÜγια της γιορτÞς.
ΜÜνες δουλοπρεπεßς, που σας δßδαξαν
πþς μπορεß να εßναι ευτυχισμÝνος ο δοýλος
μισþντας üποιον εßναι, üπως εκεßνος, αλυσοδεμÝνος,
πþς μπορεß νε εßναι, προδßνοντας, ευτυχισμÝνος
και σßγουρος, κÜνοντας εκεßνο που δεν λÝει.

ΜÜνες Üγριες, που προσπαθοýν να υπερασπιστοýν
εκεßνο το λßγο που σαν αστÝς κατÝχουν,
την ομαλüτητα και το μισθü,
με τη λýσσα σχεδüν εκεßνου που εκδικεßται
Þ που τον περιζþνει μια παρÜλογη πολιορκßα.
ΜÜνες Üγριες, που σας δßδαξαν:
Επιβιþστε! Να σκÝφτεστε τον εαυτü σας!
Μην λυπÜστε και μη σÝβεστε ποτÝ
κανÝνα, να φωλιÜζει μÝσα σας
το Ýνστικτο του αρπακτικοý!

Να τες, τιποτÝνιες, μετριüτητες, δουλοπρεπεßς,
Üγριες, οι μÜνες σας!
Που δεν ντρÝπονται να σας θεωροýν
- με το μßσος σας – πρÜγματι ανþτερους,
μιας και δεν εßναι αυτÞ εδþ παρÜ μßα κοιλÜδα των δακρýων.
Μ’ αυτü τον τρüπο σας ανÞκει αυτüς ο κüσμος:
παρÜ τα αντßθετα πÜθη σας
Þ τις εχθρÝς σας πατρßδες, εκεßνο που σας κÜνει αδÝρφια
εßναι η βαθιÜ σας Üρνηση
να εßσαστε διαφορετικοß: να πÜρετε την ευθýνη
του Üγριου πüνου να εßστε Üνθρωποι.

1962

    ΠοιÞματα Του Κüσμου

¼λη μÝρα δουλεýω σαν καλüγερος
Και το βρÜδυ τριγυρνþ σαν παλιüγατος
Που ψÜχνει τον Ýρωτα… Θα κÜνω πρüταση
Στο Βατικανü να με αγιοποιÞσει.
Στην πραγματικüτητα απαντþ στην απÜτη
Με την πραüτητα. ΒλÝπω με το μÜτι
Μιας εικüνας τους υπευθýνους του λιντσαρßσματος.
Παρατηρþ τον εαυτü μου να σφÜζεται, με το γαλÞνιο
ΚουρÜγιο ενüς επιστÞμονα. Φαßνομαι
Να νιþθω μßσος, ενþ γρÜφω
[Στßχους γεμÜτους ακριβολüγα αγÜπη.
Μελετþ την απιστßα σαν Ýνα
Μοιραßο φαινüμενο, λες και δεν εßμαι θýμα της.
Νιþθω συμπüνια για τους νεαροýς φασßστες,
Και στους γÝρους, που τους θεωρþ σχÞματα
Του πιο τρομεροý κακοý, αντιστÝκομαι
Μüνο με τη βßα της λογικÞς.
Παθητικüς σαν Ýνα πουλß που τα βλÝπει
¼λα πετþντας, και στο πÝταγμÜ του
Στον ουρανü Ýχει στην καρδιÜ του τη συνεßδηση
Που δεν συγχωρεß

Το ΚΚΙ Προς Τους ΝÝους!!

Εßναι θλιβερü. Η πολεμικÞ ενÜντια
στο ΚΚΙ γινüταν το πρþτο μισü
της περασμÝνης δεκαετßας. Εßστε αργοπορημÝνοι, παιδιÜ μου.
Και δεν Ýχει καμßα σημασßα εÜν τüτε δεν εßχατε ακüμη γεννηθεß...
Τþρα οι δημοσιογρÜφοι üλου του κüσμου (συμπεριλαμβανομÝνων
εκεßνων της τηλεüρασης)
σας γλýφουν (üπως πιστεýω üτι το λÝτε ακüμη στη γλþσσα
του Πανεπιστημßου) τον κþλο. Εγþ üμως üχι, φßλοι μου.
¸χετε την üψη των πατερÜδων σας, παιδιÜ του μπαμπÜ.
Η καλÞ ρÜτσα δεν κρýβεται.
¸χετε το ßδιο κακü βλÝμμα.
Εßστε φοβητσιÜρηδες, αβÝβαιοι, απογοητευμÝνοι
(πολý καλÜ), ξÝρετε üμως και τον τρüπο να εßστε
θρασεßς, εκβιαστÝς και σßγουροι:
μικροαστικÜ προνüμια, φßλοι μου.
¼ταν χθες στη ΒÜλε Τζοýλια πιαστÞκατε στο ξýλο
με τους αστυνομικοýς,
εγþ Þμουν με το μÝρος των αστυνομικþν!
ΕπειδÞ οι αστυνομικοß εßναι παιδιÜ φτωχþν ανθρþπων.
ΠροÝρχονται απü την περιφÝρεια, αγροτικÞ Þ αστικÞ αδιÜφορα.
¼σο για μÝνα, γνωρßζω αρκετÜ καλÜ
τον τρüπο που Ýζησαν σαν μικρÜ παιδιÜ και σαν αγüρια,
τις πολýτιμες χßλιες λιρÝτες, τον πατÝρα που Ýμεινε αγüρι κι εκεßνος
εξ αιτßας της μιζÝριας, που δεν δßνει κýρος.
Η μÜνα γεμÜτη κÜλους σαν αχθοφüρος, Þ λεπτεπßλεπτη,
εξ αιτßας κÜποιας αρρþστιας, σαν πουλÜκι·
τα πολλÜ αδÝρφια, η τρþγλη
ανÜμεσα στα περιβüλια με το κüκκινο φασκüμηλο (σε ξÝνα
οικüπεδα, πολυτεμαχισμÝνα)· οι παρÜγκες
επÜνω στους υπονüμους· Þ τα διαμερßσματα στις μεγÜλες
λαúκÝς πολυκατοικßες κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Κι Ýπειτα, κοιτÜτε τους πþς τους ντýνουν: σαν παλιÜτσους,
μ’ Ýνα τραχý ýφασμα που βρωμÜει συσσßτιο,
στρατþνα και λαü. Χειρüτερο απ’ üλα, φυσικÜ,
εßναι η ψυχολογικÞ κατÜσταση στην οποßα Ýχουν ξεπÝσει
(για τρεις κι εξÞντα):
χωρßς χαμüγελο πια,
χωρßς φιλßα πλÝον με τον κüσμο,
ξεχωρισμÝνοι,
αποκλεισμÝνοι (με Ýναν αποκλεισμü που δεν Ýχει το üμοιü του)·
εξευτελισμÝνοι, επειδÞ Ýχασαν την ανθρþπινÞ τους ιδιüτητα
για να πÜρουν εκεßνη του αστυφýλακα ( το μßσος γεννÜ μßσος).
Εßναι εßκοσι χρονþν, στην ηλικßα σας, αγαπητοß και αγαπητÝς μου.
Προφανþς συμφωνοýμε ενÜντια στο θεσμü της αστυνομßας.
ΑλλÜ να τα βÜλετε με τη δικαστικÞ εξουσßα και θα δεßτε!
Τα παιδßα, οι αστυφýλακες,
που εσεßς με ιερÞ βßα (της αξιοθαýμαστης παρÜδοσης
του Risorgimento), σαν παιδιÜ του μπαμπÜ που εßστε, δεßρατε,
ανÞκουν σε Üλλη κοινωνικÞ τÜξη.
Στη ΒÜλε Τζοýλια, εßχαμε Ýτσι, χθες, Ýνα δεßγμα
της πÜλης των τÜξεων: κι εσεßς φßλοι μου (αν και βρßσκεστε
απü τη μεριÜ του σωστοý) Þσασταν οι πλοýσιοι,
ενþ οι αστυφýλακες (που Þταν απü τη μεριÜ του
λÜθους) Þταν οι φτωχοß. Ωραßα νßκη, μα την αλÞθεια,
η δικÞ σας! Σ’ αυτÝς τις περιπτþσεις,
στους αστυφýλακες δßνουν λουλοýδια, φßλοι μου.

Ελπßζω να το ’χετε καταλÜβει
üτι με τον πουριτανισμü σας
Ýχετε βρει Ýναν τρüπο ν’ απαλλαγεßτε
απü τον κüπο μιας πραγματικÞς επαναστατικÞς δρÜσης.
Πηγαßνετε üμως καλýτερα, τρελοß, να καταλÜβετε
τα Γραφεßα της ΚομμουνιστικÞς Νεολαßας!
Πηγαßνετε να εισβÜλετε στις Κüβες!
πηγαßνετε να καταλÜβετε τις εξüδους
της ΚεντρικÞς ΕπιτροπÞς: Πηγαßνετε, πηγαßνετε
να στρατοπεδεýσετε Ýξω απü τα ΚεντρικÜ Γραφεßα του ΚΚΙ!
ΕÜν θÝλετε την εξουσßα, οικειοποιηθεßτε, τουλÜχιστον, την εξουσßα
ενüς κüμματος που βρßσκεται στην αντιπολßτευση
(αν και σε κακÜ χÜλια, εξ αιτßας της παρουσßας κÜποιων κυρßων
με απλü σταυρωτü σακÜκι, φßλων του παιχνιδιοý με τις σφαßρες,
εραστþν του σχÞματος λιτüτητας,
αστþν, συνομÞλικων των αηδιαστικþν πατερÜδων σας)
και Ýχει σαν θεωρητικü στüχο την καταστροφÞ της Εξουσßας.
¸χω μεγÜλες αμφιβολßες ωστüσο, εÜν αυτü εßναι αποφασισμÝνο
να καταστρÝψει ü, τι Ýνας αστüς κουβαλÜ μÝσα του,
ακüμη και με τη δικÞ σας συνεισφορÜ, αφοý, üπως Ýλεγα,
η καλÞ ρÜτσα δεν κρýβεται….
¼πως και να’ χει, το ΚΚΙ προς του νÝους, που να πÜρει ο διÜολος!
Μα τι κÜθομαι και σας λÝω τþρα;
Τι σας συμβουλεýω; Ποý σας σπρþχνω;
Μετανοþ, μετανοþ!
¸χασα το δρüμο που οδηγεß στο μικρüτερο κακü,
ο Θεüς να με τιμωρÞσει. Μη μ’ ακοýτε.
Αχ, αχ, αχ, εκβιÜζων εκβιαζüμενος,
Ýκανα βοýκινο την κοινÞ λογικÞ.
ΣταμÜτησα üμως εγκαßρως, διασþζοντας μαζß,
τον φανατικü δυισμü και την αμφιλογßα…
¸φτασα üμως στο χεßλος της ντροπÞς.
Ω, ΘεÝ μου! θα πρÝπει να λÜβει κανεßς υπüψη του
το ενδεχüμενο να κÜνει πλÜι σας Εμφýλιο Πüλεμο,
βÜζοντας κατÜ μÝρος την παλιÜ μου ιδÝα για ΕπανÜσταση;

1968

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers