Βιογραφικό
Η Κατερίνα Κωστάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι έγγαμη και μητέρα δυο παιδιών. Είναι απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, ενώ έχει παρακολουθήσει σεμινάρια λογιστικών, management και marketing. Από τον Μάρτη του 2007 ξεκίνησε νέα κατεύθυνση σπουδών στη Συμβουλευτική Ψυχολογία (Counseling Psychology).
Σήμερα εργάζεται στο Marketing των Υπηρεσιών Logistics σε ΔΕΚΟ. Έχει βραβευτεί ως Μέντορας από το ΕΒΕΑ για τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Implement» (Μάης-Οκτώβρης '06), που επιπλέον συμμετείχαν και δυο πανεπιστήμια του εξωτερικού, το Institut Technik Undbildung και το Deis-Cork Institute of Technology.
Είναι επίσημο μέλος της Παγκρήτιας Δημοσιογραφικής Ένωσης κι έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε εφημερίδες (συνδικαλιστικές, πολιτιστικές και τοπικές) ανάμεσα στις οποίες είναι οι εφημερίδες «Καταιγίς», «Παγκρήτια Νέα», «Μεσόγειος Της Κρήτης» και «Τα Μαντάτα Της Βιάννου», καθώς και σε ιστοσελίδες τόσο στον ελληνικό δικτυακό χώρο όσο και στο εξωτερικό, με πολυποίκιλη θεματογραφία, που αφορούν τον Ελληνισμό, την παράδοση και τις αξίες που κληρονομήθηκαν από την σοφία των αιώνων, πνευματικότητα, ανθρώπινες σχέσεις, αυτο-βελτίωση, εσωτερική αναζήτηση, οικολογική αναζήτηση, mentoring, ιστορικές αναζητήσεις κ.ά.
Έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Το Ταξίδι Της Ζωής Φέρνει Ελπίδες», το διάστημα αυτό ασχολείται με τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου της. Περισσότερα στοιχεία για την ίδια μπορείτε να διαβάσετε (στα links μου, όπου μπορείτε να βρείτε το site της), τόσο στα ελληνικά, όσο και στα αγγλικά.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Το Ταξίδι Της Ζωής Φέρνει Ελπίδες
(απόσπασμα...)
το ξεκΙνημα προς την ελευθερΙα...
Οι υπόλοιπες βάρκες περίμεναν κρυμμένες, έτσι ακριβώς όπως τους είχε συμβουλέψει: πίσω από τους μεγάλους βράχους. Προστατευμένες από το σκοτάδι, παραφύλαγαν την στιγμή, που θα αναχωρούσαν για τον άγνωστο προορισμό τους.
Η βάρκα στην οποία επέβαιναν ο Ορφέας και τα παιδιά της, ο «Ιάσονας» ήταν η τελευταία που αναχώρησε από το κρυφό λιμάνι. Ο Ορφέας μέχρι τελευταία στιγμή περίμενε... Ήταν βουτηγμένος σε μια τρομερή αγωνία, για την ζωή της Ιάσμης και του Μενέλαου. Δεν μπορούσε να φανταστεί, τι είχε διαδραματιστεί μετά την φυγή του μαζί με τα υπόλοιπα άτομα... Όμως μέχρι τέλους πίστευε αληθινά ότι θα σώζονταν και θα έφταναν σώοι. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο μεγάλη ανάγκη να προσευχηθεί και να κλάψει και όσο να προσπαθούσε να συγκρατηθεί, στο τέλος ξέσπασε...
Η βάρκα της Ιάσμης δεμένη πλέον στον «Κάστορα», γλιστρούσε πάνω στα σκούρα νερά. Η Ιάσμη καθισμένη στην μέση της βάρκας, δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ένα πράγμα: τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί πριν λίγες ώρες... Ο Γλαύκος οδήγησε την μικρή βαρκούλα μέχρι το σημείο εκείνο, όπου οι υπόλοιποι περίμεναν υπομονετικά. Μες στο σκοτάδι ένα φως ξεπρόβαλε έξαφνα. Κάποιος από μια από τις βάρκες άναψε ένα δαυλό και το φως του αποκάλυψε τη δική της βάρκα. Τα γράμματα της ένα-ένα γυάλιζαν κάτω από το φως του δαυλού:
ΑΡΓΩ
Πέρα από την σωματική και ψυχική της κούραση εκείνο που την έκανε να αναθαρρήσει ήταν η θέα όλων των γνωστών αγαπημένων της προσώπων. Εκείνων που περίμεναν καρτερικά με κίνδυνο της ζωής τους και με απέραντο τρόμο να ξεπροβάλλει στην καρδιά. Εκείνων που περίμεναν να την ξαναδούν θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τους την ζωή. Εκείνων που μοιράστηκαν μαζί της την επιθυμία τους να απελευθερωθούν από τα δεσμά της τυραννίας και του καταναγκασμού και να πλεύσουν στα λιμάνια της δικής τους ελευθερίας.
Σηκώθηκε από την θέση της κοιτώντας τους όλους συγκινημένη. Γι' αυτούς τους απλούς ανθρώπους ήταν η γυναίκα, που κατάφερε να τους οδηγήσει με το προσωπικό της φως σε ένα νέο ελπιδοφόρο δρόμο. Για εκείνη ήταν ένα προσωπικό κατόρθωμα. Να πλάσει μια καινούργια αρχή και να εμφυσήσει αξίες, όπως η αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη, έννοιες που είχαν απελπισμένα ξεχάσει μέσα στην δυστυχία τους. Η μόνη της ανταμοιβή για όσα βίωσε τον τελευταίο καιρό ήταν να γευτεί τη λιγοστή ευτυχία να ξεχειλίζει επιτέλους από τα πρόσωπα τους.
Καθώς η βάρκα της πλησίαζε πιο κοντά, διέκρινε τον Ορφέα να στέκεται όρθιος και να περιμένει ανυπόμονα. Δίπλα του στέκονταν τα παιδιά της. Πήρε τα κουπιά και κωπηλάτησε για να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Φτάνοντας κοντά του, τα παιδιά της πέρασαν στην δική της βάρκα και στάθηκαν κουρνιασμένα στην αγκαλιά της για πολλή ώρα. Ούτε η ίδια δεν πίστευε ότι τα ξανάβλεπε μετά την προσωπική τους περιπέτεια...
Όλες οι βάρκες συγκεντρώθηκαν γύρω της. Μέσα στο μισοσκόταδο έστριψαν το βλέμμα τους προς το μέρος, που είχαν περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής τους. Από παντού έβγαιναν φωτιές και ακούγονταν φωνές ανθρώπων... Πυροβολισμοί και εκρήξεις. Το εργοστάσιο είχε παραδοθεί σε πύρινες φλόγες. Από το βάθος του ορίζοντα ένα πύρινο στεφάνι ξεχώριζε στον σκούρο, χωρίς αστέρια ουρανό. Ήταν ότι απόμεινε από το παλιό αρχοντικό...
Ο Τυφωέας έκανε πάλι αυτό που ήξερε πολύ καλά να κάνει: να καταστρέφει! Όμως εκείνη είχε σημαντικότερο κι ύψιστο σκοπό... Οδήγησε την βαρκούλα κοντά στην μεγαλύτερη, την «Αργώ» και την έδεσε. Ο Αλέξανδρος περίμενε εκεί, έτοιμος για το σύνθημα της αναχώρησης. Πρώτα ανέβηκαν τα παιδιά της και τελευταία εκείνη. Ένας-ένας άνθρωπος από κάθε βάρκα άναβε ένα δαυλό, σαν σινιάλο, μέχρι που όλη η θάλασσα φώτισε από το πύρινο φως. Μικρά φωτάκια σαν πυγολαμπίδες μέσα σ' ένα ζοφερό και σκιερό τοπίο. Η βάρκα της με την βοήθεια του Αλέξανδρου ξεμύτισε μπροστά από τις άλλες και ξεκίνησε το ταξίδι της ζωής. Σε αυτό το ταξίδι δεν ήταν μόνοι τους! Είχαν μαζί τους την απέραντη και αιώνια βοήθεια του Ανώτερου Θεϊκού Νου! Ίσως γι αυτό ένιωθαν την απεραντοσύνη και την Δύναμη του να καλύπτει τις προσωπικές τους φοβίες με εκείνο το πέπλο της ισχύος, που κάνει κάθε αδύναμο άνθρωπο να αισθάνεται αληθινά προστατευμένος και ευτυχισμένος.
Είχε ξημερώσει πλέον, όταν ξύπνησε από εκείνον τον βαθύ και γεμάτο δραστηριότητα ύπνο της. Δραστηριότητα προερχόμενη από τα γεμάτα κίνηση όνειρα, που έβλεπε. Όνειρα με σκηνές από της δική της ζωή, όνειρα με σκηνές από όσα είχαν διαδραματιστεί το προηγούμενο βράδυ σε εκείνο το κομμάτι γης, που άφησαν πίσω τους. Ένας Τυφωέας να την καταδιώκει και εκείνη να τρέχει ασταμάτητα... Πόσο καιρό είχε να δει ένα ευχάριστο όνειρο; Ένα όνειρο γευστικό και ποικιλόμορφο; Ανοίγοντας τα μάτια της είδε έναν σκούρο ουρανό να κρέμεται από επάνω τους σαν ένα παχύ πάπλωμα. Μέσα στο ρυθμικό λίκνισμα της βάρκας ένιωθε τα σύννεφα να τρέχουν σε ένα ξέφρενο ρυθμό, όπως τα τρομαγμένα πουλιά όταν τα κυνηγάει η βροχή... Μήπως κι οι ίδιοι δεν ήταν σαν τα τρομαγμένα πουλιά, που ψάχνουν απεγνωσμένα στέγη;
Μόνο που αυτή την φορά κάτω από τον σκούρο ουρανό δεν υπήρχε στέρεο έδαφος, παρά μόνο θάλασσα, θάλασσα βαθιά και το ίδιο, όπως ο ουρανός, σκούρα. Σαν να είχε κλέψει το μοναδικό χρώμα, που υπερτερούσε εκείνο τον καιρό και το είχε φορέσει... Ένα απλό σκούρο κομμάτι υφάσματος, πάνω στο μεγάλο και ανεξερεύνητο κορμί της... Δίπλα από την Ιάσμη κοιμόντουσαν τα παιδιά της τυλιγμένα στις κουβέρτες τους, και στην πρύμνη της βάρκας ο Αλέξανδρος αποκαμωμένος από την πολύωρη κωπηλασία. Ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα σκουροφορεμένα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας και στην μέση μικρές πινελιές οι γαλαζοάσπρες βάρκες τους. Όλοι κοιμόντουσαν καταπονημένοι. Μέτρησε μια, δυο, τρεις... επτά βάρκες μεγάλες και μια η μικρή, οκτώ! Κοίταξε τριγύρω με θαυμασμό.
«Είμαστε ζωντανοί κι ασφαλείς... μακριά από τον κίνδυνο... Κανένα σημάδι γης σε μεγάλη απόσταση.. Μόνο θάλασσα κι ουρανός! Τώρα, ποιός είναι ο προορισμός μας»;
Κάθισε κάτω και το βλέμμα της έπεσε στο κόκκινο βιβλίο. Το πήρε στα χέρια της και ξεφύλλισε τις σελίδες ώσπου έφτασε στον χάρτη. Κάτω από το σκούρο φως έμοιαζε σαν διήγημα ή ποίημα, που είχε φτιάξει ο καλύτερος τραγουδοποιός του κόσμου. «Ίσως ένα κοσμικό ποίημα...» Παραξενεύτηκε από την σκέψη που έκανε. Πώς το σκέφτηκε αυτό; Έπιανε τον εαυτό της ανίκανο να δώσει μια λογική εξήγηση.
«Ίσως να μην υπάρχει λογική εξήγηση...» Κοίταξε πάλι τον ουρανό και φαινόταν σα να είχε πάρει το πιο σημαδιακό σύνθημα στην ζωή της... Ο χάρτης έδειχνε τόπους, μεγάλα και μικρά νησιά, που ποτέ δεν είχε δει ή επισκεφτεί. «Προς τα πού να στραφούμε; Σε ποιό μέρος να ταξιδέψουμε, ώστε να μην κινδυνεύουμε»; Έπιασε το μάγουλο της και έκανε μια γκριμάτσα πόνου. Ήταν το κτύπημα του Τυφωέα... Είχε ξεχάσει...
Το βλέμμα της πλανήθηκε στον ορίζοντα, νιώθοντας ότι κάποιος τη παρακολουθεί. Δεν έκανε λάθος! Ήταν ο Ορφέας από την απέναντι βάρκα, τον «Ιάσονα». Ο Ορφέας κωπηλάτησε αργά προς το μέρος της, προσέχοντας μήπως ξυπνήσει τους υπόλοιπους στην βάρκα του. Φτάνοντας, η Ιάσμη είδε τα παιδιά της Κλειούς και την Κλειώ να κοιμούνται. Η Κλειώ, χλωμή και τυλιγμένη στην κουβέρτα, έμοιαζε να τρέμει μες στο κρύο.
-"Αισθάνεσαι καλά; Τρόμαξα... νόμιζα ότι δεν θα ερχόσουν μαζί μας... ζωντανή..."
-"Καλά είμαι Ορφέα..."
Γύρισε προς το μέρος του και τότε είδε το πρόσωπο της.
-"Τί έπαθες; Μα είσαι χάλια... Ποιός σε κτύπησε; Μη μου πεις..."
Η Ιάσμη κούνησε το κεφάλι της. Ο Ορφέας δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα από την έκπληξη του. Το πρόσωπο του άλλαξε χρώματα, όπως άλλαζαν θέση τα αισθήματα στην καρδιά του. Τα χέρια του σφίχτηκαν πάνω στα κουπιά, δείχνοντας πόσο πολύ μεγάλο θυμό ένιωθε για κάποια γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν ερήμην του. Για ώρα συζητούσαν χαμηλόφωνα όσα διαδραματίστηκαν το προηγούμενο βράδυ. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαν επιζήσει μέσα από τέτοια γεγονότα, και βρίσκονταν πάλι μαζί, σώοι καταμεσής του πελάγους. Εκείνο που τους προβλημάτιζε ήταν τι θα κάνουν από εκείνη την στιγμή και μετά...
Η Κλειώ ήταν σε άσχημη κατάσταση κι αυτό έκανε την ατμόσφαιρα πιο βαριά. Ο πυρετός δεν την εγκατέλειπε και την είχε αποκάνει. Μετά από αρκετή ώρα, άρχισαν να ξυπνάνε κι οι υπόλοιποι. Κάθε βάρκα αποκτούσε την δική της ενέργεια από εκείνους που την οδηγούσαν. Όλες οι βάρκες συγκεντρώθηκαν μπροστά από την βάρκα της Ιάσμης. Όλοι οι παλιοί γνώριμοι... Ο Γλαύκος, ο Ιεροκλής, νέοι και γέροι, όλοι απέναντι της! Χαρούμενοι που κατάφεραν να διασωθούν, ευτυχισμένοι που την έβλεπαν κοντά τους. Ήταν όλοι κουρασμένοι, τα πρόσωπα τους κατέγραφαν μια αφάνταστη ταλαιπωρία, αλλά είχαν κερδίσει την μάχη! Ο Ιεροκλής οδήγησε την βάρκα του κοντά στην δική της. Τα μάτια του ήταν υγρά από συγκίνηση.
-"Κοπέλα μου, σε σένα χρωστάμε αυτή τη διάσωση! Με τη δική σου παρότρυνση κι εμψύχωση, είμαστε εδώ σώοι"!
-"Χωρίς την δική σας πρωτοβουλία και βοήθεια δεν θα φτάναμε ως εδώ! Εσείς δώσατε αυτή την μάχη και την κερδίσατε"!
-"Ιάσμη, η ψυχή αυτής της μεγάλης οικογένειας, που είμαστε όλοι εμείς, είσαι συ! Γι αυτό αποφασίσαμε να σε ορίσουμε αρχηγό μας, ηγέτιδα μας. Κάθε σου πρόταση και λέξη είναι για εμάς βάλσαμο".
-"Ιεροκλή είναι μεγάλη τιμή για μένα. Μπορώ να δώσω κάθε συμβουλή ή βοήθεια, αλλά αυτό τον ρόλο δεν τον γνωρίζω..."
Ο Ιεροκλής την κοίταξε στοργικά.
-"Ιάσμη, σε χρειαζόμαστε. Σε παρακαλούμε συνέχισε το έργο που ξεκίνησες! Μέσα σου γνωρίζεις πολύ καλά τον σκοπό αυτού του έργου που έχεις αδιαμαρτύρητα αναλάβει. Μπορείς να το φέρεις σε πέρας, να είσαι σίγουρη γι' αυτό!" την κοίταξε με νόημα.
Η Ιάσμη ένιωθε μεγάλη συγκίνηση. Με μάτια βουρκωμένα άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω στα πρόσωπα όλων. Ένιωθε το βλέμμα τους να στέλνει το ίδιο μήνυμα σε κείνη. Σκέφτηκε αρκετά προσεχτικά και μετά αποφάσισε να μιλήσει σε όλους με κείνα τα γνήσια κι αληθινά ανθρώπινα νοήματα, που ίσως μόνο η ίδια μπορούσε να εκφράσει.
-"Φίλοι μου... τώρα πια είσθε η οικογένεια μου. Μια μεγάλη οικογένεια σε μιαν αβέβαιη πορεία... Ένα ταξίδι της ζωής. Ένα ταξίδι της ζωής αληθινά ελπιδοφόρο. Φέρνει ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, μια ποιοτικότερη και λιγότερο ανταγωνιστική ζωή! Μακριά από πολέμους, έριδες και δηλητηριασμένα γεγονότα. Απομακρυσμένοι από δολοφονικά άτομα κι επίφοβους στρατιώτες η μοναδική μας φιλοδοξία είναι να υψώσουμε την σημαία της πίστης. Μόνο αυτό μας ενώνει, μόνο η πίστη μας οδηγεί. Πίστη ότι θα καταφέρουμε να δώσουμε ένα μήνυμα στις επόμενες γενιές να μη ξανακάνουν τα λάθη του παρελθόντος και του παρόντος. Πίστη ότι η ζωή συνεχίζεται μακριά από πολέμους. Οτιδήποτε ο πόλεμος και η διχόνοια χωρίζει, μόνο η ελπίδα και η πίστη μπορεί να ενώσει! Ας προχωρήσουμε με την βοήθεια εκείνου, που μας καθοδήγησε και προστάτευσε στις δύσκολες στιγμές. Εκείνου που με την δική του βοήθεια βρισκόμαστε αυτήν την στιγμή εδώ, καταμεσής του βαθιού πελάγους. Του Ανώτερου Θεϊκού Νου, της Ανώτερης Δύναμης. Αυτή η δύναμη θα μας προστατεύει και θα μας οδηγεί πάντοτε"!
Για πρώτη φορά οι δικές της προσευχές ενώθηκαν με τις προσευχές όλων...
Ταξίδεψαν όλη τη μέρα μακριά από εχθρικά βλέμματα και στέρεα γη. Η μέρα πέρασε το ίδιο γρήγορα, όπως πέρασαν κι οι επόμενες. Ταξίδευαν πέντε ημέρες μες στο ίδιο τοπίο. Όσο άντεχαν να κωπηλατούν, προχωρούσαν. Προχωρούσαν όσο έφταναν τα όρια τους... Το ξημέρωμα της έκτης ημέρας έφτασε πολύ πικρό για όλους. Η Κλειώ, αυτή η τόσο ταλαιπωρημένη γυναίκα, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους δύσκολους ρυθμούς της επιβίωσης, που συνόδευαν την αβέβαιη πορεία τους. Η ζωή της πήρε τέλος πολύ ξαφνικά. Η υγεία της που καθώς ήταν τόσο ευάλωτη, ήδη πριν ξεκινήσουν το ταξίδι, επιδεινώθηκε περισσότερο ενώ ταξίδευαν μες στο πέλαγος. Χωρίς φάρμακα σε μια βάρκα και με συνεχή πυρετό, πως μπορούσε να ζήσει; Το κρύο και οι κακουχίες επιτάχυναν την κατάσταση. Η καρδιά της δεν άντεξε...
Τα δυο παιδιά της, ο Ορέστης κι η Ήβη, της κρατούσαν σφιχτά το χέρι, μέχρι την στιγμή που ξεψύχησε, αλλά ακόμη και τότε ήλπιζαν ότι θα ζούσε και θα συνέχιζε να τους συντροφεύει μέχρι το τέλος. Μάταια κάποιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι το τέλος της έφτασε και δεν μπορούσαν πλέον να στηρίζονται σε ψεύτικες ελπίδες. Το θάνατο της διαπίστωσε πρώτος ο Ορφέας, ο οποίος κάλεσε την Ιάσμη. Φωνές και κλάματα ξεσήκωσαν τους ανθρώπους που απάρτιζαν το νέο της περιβάλλον, ακόμη και εκείνοι που ήταν άγνωστοι μέχρι χθες έγιναν «οι δικοί τους άνθρωποι», που αγκάλιαζε ο ένας τον άλλον κι έδινε συμπαράσταση. Η βάρκα πλαισιώθηκε από τις υπόλοιπες βάρκες και από τους συνανθρώπους τους, που έκλαιγαν, όχι μόνο από τον ξαφνικό χαμό, αλλά και από τον δικό τους φόβο και ανασφάλεια για την δικιά τους ύπαρξη. Η Ιάσμη κατάλαβε τι συνέβη και ζήτησε από τον Αλέξανδρο να οδηγήσει την βάρκα κωπηλατώντας μέχρι εκεί.
Ο Αλέξανδρος είχε αναλάβει την ευθύνη της κωπηλασίας και τον ρόλο του οδηγού, λόγω αντοχής και ρώμης. Ήταν νέος, δυνατός κι έξυπνος, ώστε κάποιες ευθύνες να μπορεί να τις μοιράζεται με την Ιάσμη. Γι' αυτό το λόγο του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Κωπηλατώντας έφτασαν στην βάρκα... Η Κλειώ ήταν ξαπλωμένη στο ξύλινο πάτο της βάρκας με το πρόσωπο της κάτασπρο και τα μάτια της κλειστά. Τα παιδιά της έκλαιγαν γοερά, μ' ένα βουβό κλάμα που έσκιζε την καρδιά των υπολοίπων. Δεν είχαν πλέον την δύναμη ακόμη και να κλάψουν. Τώρα πια δεν είχαν στην ζωή κανένα, ο τελευταίος συγγενής τους ήταν η μητέρα τους. Ο πατέρας τους είχε χαθεί πολύ καιρό πριν, όταν στάλθηκε μαζί με πολλούς άλλους σε ένα μάταιο πόλεμο σε αντιπαράθεση με εκείνους που πολεμούσαν από μίσος και από αρρωστημένη πίστη σε αρχέγονα πάθη. Ο θείος τους θυσιάστηκε σε μια άνιση μάχη, για να σωθούν οι υπόλοιποι... Η μητέρα τους, έδωσε μια μάχη με την κλονισμένη υγεία της κι έχασε...
Καθώς οι δυο βάρκες ακούμπησαν πλάι-πλάι, η Ιάσμη έμεινε να κοιτά το άψυχο κορμί και τα δυο ζωντανά σώματα, που το σκέπαζαν σαν να ήθελαν να το κρατήσουν για πάντα κοντά τους. Αφού πέρασε κάμποση ώρα, που κανείς δεν μιλούσε, αποφάσισε να περάσει στην διπλανή βάρκα. Ανεβαίνοντας έσκυψε δίπλα στα παιδιά. Ένιωθε τον ίδιο πόνο, γιατί για εκείνη δεν ήταν μόνο ο πόνος του χαμού μιας γυναίκας που είχε γνωρίσει πολύ καλά, αλλά είχε δεθεί εξίσου δυνατά. Ένιωθε τον πόνο και τον φόβο των δυο παιδιών, που έμειναν μόνα τους. Ένιωθε να ακουμπάει τις φοβίες τους με ένα απαλό άγγιγμα του χεριού της.
Έτσι όπως είχε νιώσει, όταν προσπαθούσε να τους πείσει να φύγουν από το παλιό εργοστάσιο για να γλιτώσουν την επικείμενη επίθεση. Ακουμπούσε τις φοβίες τους, όπως θα ακουμπούσε μια αιμορραγούσα πληγή που δημιουργεί ανεξήγητο πόνο. Μια μικρή θεραπευτική ενέργεια πάνω στα απελπιστικά αδιέξοδα της ύπαρξης τους... Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του μικρού κοριτσιού και το αγκάλιασε στοργικά. Το κορίτσι ήταν αδύνατο και φοβισμένο σαν πουλί στον άνεμο. Το αγόρι έμοιαζε πιο δυνατό, αλλά ένιωθε την καρδιά του και τη ψυχή του να στάζει αίμα και δάκρυ. Ήταν ο εγωισμός που δεν άφηνε τα αισθήματα του να εκδηλωθούν φανερά...
Γύρισε προς το αγόρι κι ακούμπησε το μάγουλό του με το χέρι της. Το πρόσωπο του ήταν χαμηλωμένο, σαν να ντρεπόταν να δείξει τα μάτια του, τα μάτια αυτά, που έκρυβαν ότι σκεφτόταν. Σήκωσε το πρόσωπο του και τον κοίταξε έντονα στα μάτια.
-"Ορέστη μη φοβάσαι! Η μητέρα σου μπορεί να έφυγε, αλλά δεν είστε μόνοι σας. Εμείς πλέον είμαστε η οικογένεια σας και δεν θα σας αφήσουμε ποτέ μόνους σας! Με ακούς; Δεν θα σας αφήσουμε ποτέ"! Το τελευταίο το είπε με αποφασιστικό τόνο, αλλά η καρδιά της κτύπαγε σαν τρελή... "Έτσι δεν είναι; Όλοι εδώ είναι η οικογένεια σας"!
Γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους μέσα στην βάρκα. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους κι είδε μια σπίθα συγκατάβασης να καίει στα μάτια τους. Τελικά δεν είχε πεθάνει η ελπίδα στην καρδιά τους! Υπήρχε μια μικρή σπίθα που σιγόκαιγε ακόμη και το έβλεπε στα μάτια τους. Μια σπίθα που μπορούσε να γίνει φλόγα, αρκεί να έκανε κάποιος την αρχή. Η μόνη που μπορούσε να το κάνει ήταν εκείνη. Είχε δώσει υπόσχεση ζωής στον Μενέλαο να προστατέψει την Κλειώ και τα παιδιά της. Τώρα αυτά τα παιδιά την είχαν ανάγκη, όσο κανένας άλλος. Γύρισε προς το κοριτσάκι και το πήρε αγκαλιά, ψιθυρίζοντας λόγια ενδυνάμωσης κι εμψύχωσης. Λόγια που φώτιζαν την καρδιά και αναζωογονούσαν τον νου τους. Λόγια αγάπης κι υπομονής, αγάπης κι υποστήριξης, λόγια που υλοποιούν ανθρώπινες ψυχικές διεργασίες προς την ανώτερη πνευματική βελτίωση. Απλά λόγια θαλπωρής και στοργής. Το αγόρι και το κορίτσι την αγκάλιασαν κι έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι άγνωστο πόσο, ξεχνώντας το χώρο και εξορκίζοντας τον χρόνο...
Μετά το θάνατο της Κλειούς έπρεπε να φροντίσουν για την ταφή του σώματος της. Δεν βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση και τα εφόδια τους δεν ήταν αρκετά. Έτσι το μόνο που αποφάσισαν να κάνουν ήταν να ρίξουν το άψυχο σώμα στην θάλασσα, χωρίς πολλές-πολλές εθιμοτυπικές διαδικασίες. Μόνο κάποιες προσευχές... Αυτές ήταν η μόνη θύμηση ενός τελετουργικού που δεν γνώριζαν αλλά και δεν θυμόντουσαν εκείνη την στιγμή. Πολλά δάκρυα και μια προσευχή και μπόλικες αναμνήσεις... Αυτό ήταν το ύστατο χαίρε σ' ένα αγαπημένο άτομο. Χωρίς λουλούδια, απλά μόνο κάποια δάκρυα και έντονες σκέψεις. Έκλαψαν για όσα άφησαν πίσω τους, όσα αναζητούσαν και δεν τα βρήκαν, για ανθρώπους που δεν θα έβλεπαν ξανά... Η Ιάσμη θυμήθηκε τον γενναίο θάνατο του Μενέλαου, την αυτοθυσία του, αλλά και τον άδικο θάνατο του Λαέρτη. Όλοι πάλεψαν με τον θάνατο κι έχασαν... Ένα δάκρυ για κάθε έναν απ' αυτούς που έδωσαν την ζωή τους μέσα από άδικες κι άνισες μάχες. Το χέρι της Ιάσμης ακούμπησε το σκούρο νερό της θάλασσας και το άφησε να πέσει πάλι πίσω στην πηγή του.
-"Έτσι κυλά η ζωή μας και γυρίζει πίσω στην αρχική της πηγή... Πολλές σταγόνες ύδατος κι η αστείρευτη πηγή της ζωής, που ανακυκλώνεται. Από εκεί προερχόμαστε και εκεί καταλήγουμε..." Τα δάκρυα της έγιναν ένα με το υγρό, θαλασσινό στοιχείο. Η φωνή της συγκινημένη απεύθυνε ένα ύστατο χαίρε. "Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή. Ζωή που κάποιοι θυσιάζουν αδιάφορα κι ανυπολόγιστα για να κερδίσουν τα δικά τους οφέλη. Αυτή την ζωή, που εμείς σεβόμαστε, δεν θα την αφήσουμε να εξαφανιστεί ή να διαφθαρεί. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να αφήσουμε τους εαυτούς μας να ξεχάσουμε ή να παρασυρθούμε από επικίνδυνες και καταστροφικές για το πνεύμα μας χίμαιρες. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει βασικές, αρχέγονες αξίες κι ιδεώδη δεν πρέπει να επιτρέψουμε να σβήσουν. Στην μνήμη όλων όσων πολέμησαν, αγωνίστηκαν, μέσα στους αιώνες, για όλα όσα εμείς σήμερα κρατάμε ζωντανά στη μνήμη μας. Για τους κώδικες ηθικής και τους άγραφους νόμους της ανθρώπινης ύπαρξης".
Το σώμα της έμεινε στην επιφάνεια αρκετή ώρα και μετά οδηγώντας τις βάρκες μακριά έχασαν οπτική επαφή μαζί του...
Copyright: Κατερίνα Κωστάκη