ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÐåæÜ 

Åðáìåéíþíäáò, Ôï 'Áôõ÷ï ×åëùíÜêé ¹ ¸íáò Áäéêï÷áìÝíïò ¸ñùò

      ΑυτÞ που θα διηγηθþ παρακÜτω, εßναι μια μικρÞ, πικρÞ, πονεμÝνη ιστορßα και πÝρα για πÝρα αληθινÞ. ΦυσικÜ οιαδÞποτε ομοιüτης με πρüσωπα, πρÜματα, φυτÜ, ζþα Þ τÝλος πÜντων, με συγγενεßς, φßλους, απλοýς γνωστοýς κι Üγνωστους, εßναι τελεßως συμπτωματικÞ.
     ΑρχÞ του κουβαριοý εßναι μια δυνατÞ γνωριμßα δυο ανθρþπων -αντιθÝτου φýλου φυσικÜ- σε κÜποιο μÝρος να ποýμε, ουδÝτερο, μιας και κανεßς τους δε κατοικοýσε κει. ¸τυχε λοιπüν να συναντηθοýνε και μÜλιστα θεωρÞσαν εαυτοýς εξαιρετικÜ τυχεροýς, γιατß αυτü το χαμογελÜκι της τýχης, το βρÞκανε πλατý, ευχÜριστο και πολý του γοýστου τους, ενþ ßσως Þτανε πονηρü, σαρκαστικü κι υποχτüνιο. Γιατß το λÝω αυτü; Γιατß συμβαßνει να ξÝρω το τÝλος αυτÞς της ιστορßας. ΒÝβαια, το σωστü να ποýμε, εßναι πως γνωριστÞκανε λßγο πριν αναχωρÞσει κεßνος για την ιδιαßτερη πατρßδα του, πÜνω απü πεντακüσια χιλιüμετρα απüσταση, απü τη δικÞ της -Üντε, λßγο λιγüτερο, üταν εκεßνος σκεφτüτανε τις... λßγες, πλην üμορφες στιγμÝς που περÜσανε μαζß. Επßσης, η τýχη το 'χε φÝρει Ýτσι, þστε να μη ξεμοναχιαστοýν αρκοýντως, þστε να συμβεß το... Ωγλυκομουμυστικοεπιτελουςσεανακαλýπτω, αν με πιÜνετε τß εννοþ. Αλλ' ας τα πιÜσουμε με τη σειρÜ.
     ΤÝλειωμα καλοκαιρινþν διακοπþν σε κÜποιο νησÜκι του Αιγαßου. Ο Üντρας -ας τονε ποýμε ΜÞτσο, (üνομα και μη χωριü) καμιÜ σαρανταπενταριÜ χρονþ- εßχε σκυλοβαρεθεß. Δεν απÝχω πολý απü το να πιστÝψω, πως ουσιαστικÜ δεν Ýβλεπε την þρα να γυρßσει στον τüπο του και να ξαναρχßσει τις παλιÝς του συνÞθειες. ΒÝβαια, αλλιþς το 'χε ξεκινÞσει. Πιθανüν να του 'χανε σφυρßξει τßποτα επιτÞδειοι, επιστÞθιοι φßλοι, πως τα καλοκαßρια στα νησιÜ μας, το μουνß πετÜ στον αγÝρα, εντελþς ελευθÝρας βοσκÞς, κι üτι αυτüς Üλλο δεν Ýχει να κÜνει, παρÜ να βγÜλει üξω το πουλß του, αφοý του 'χει εξασφαλßσει μιαν αξιοπρεπÞ στýση, κι αμÝσως θα 'ρθει, το δßχως Üλλο, κÜποιο πετÜμενο να καρφωθεß με ζÝση και με βιÜση, πÜνω του. Ποιüς ξÝρει; Σε τοýτο το κοσμÜκι, üλα εßναι πιθανÜ. ¢γνωσται αι συμ-βουλαß των κολλητþν. ΞÝρετε, αυτü εßναι Ýνα θÝμα που θα το πιÜσω κÜποιαν Üλλη φορÜ... Προς το παρüν ας πÜμε παρακÜτω...
     ¸λεγα λοιπüν πως δε του 'χανε κÜτσει βολικÜ τα πρÜματα. Δεν εßχεν ßσως και την ευχÝρεια, κι εßχε σκυλοβαρεθεß. Του μÝνανε δυο μεροýλες ακüμα για να γυρßσει στο μαγγανοπÞγαδο, üπου üλα... κι üταν λÝω üλα εννοþ... ΟΛΑ, τα πρÜματα, βρßσκονται -θενξ γκαντ- στη κανονικÞ τους θÝση. ¸τσι βγÞκε να πÜει να κοπανÞσει κανÜ σφηνÜκι, τþρα που 'χε χωνÝψει καλÜ, πως οι ...ουρανοß στο νησß τοýτο Þτανε καθαροß. Κι ακοýτε-ακοýτε, διÜλεξε Ýνα μπαρÜκι που δεν εßχε πÜει καθüλου, üσο Ýμενε στο νησß κι ο λüγος Þτανε... τ' üνομÜ του: T O R T O I S E ! Ο καημÝνος, ßσως δεν Þξερε πως αυτü σÞμαινε χελþνα και φοβüτανε πως θα τουρτουρßσει, μιας κι εßναι τüσον ...αραιÜ τα γρÜμματα... Κεßνην üμως τη νýχτα, δε μασοýσε τßποτα. ΠÞγε να τα πιει, αν και βαθιÜ μÝσα του διατηροýσε μια μικρÞ ανησυχßα.
     Η κοπÝλα απü την Üλλη μεριÜ, -ας τη ποýμε Βαγγελßτσα, (οικογÝνειες δε θßγουμε), καμμιÜ σαρανταριÜ χρονþ- εßχε σκυλοβαρεθεß επßσης, στις διακοπÝς της, γιατß δεκαεφτÜ μÝρες τþρα, Üλλο πρÜμα δεν Ýκανε, παρÜ ν' αποκροýει... ιπτÜμενους ποýτσους! ( Τß ειρωνεßα üμως ε; ΤελικÜ, Üλλο Þτανε το... ιπτÜμενο σε τοýτο το νησß). ΔηλαδÞ και με το παρδüν, δε κοτοýσε να ξεμυτßσει απ' το σπßτι κι αμÝσως εßχε συνοδειÜ. Στη καλýτερη δυο, στη χειρüτερη, Üστα να πÜνε στο διÜολο. Για να ποýμε την αλÞθεια üμως, και τοýτο το κακüμοιρο, για την ßδια με του ΜÞτσου, δουλειÜ Þρθε στο νησß, αλλÜ βρε αδερφÝ!!! Βρε αδερφÝ!!! ΑμÜν! ¹τανε πολý προκεχωρημÝνων αντιλÞψεων κι üχι κανÜ παρλιακü του κερατÜ: και το στρινγκÜκι της το φοροýσε και τα λογÜκια της δε μασοýσε και το κεφÜκι της γουστÜριζε να κÜνει χωρßς να κÜθεται να το ψειρßζει και ξþβυζη Ýκανε το μπανÜκι της, αλλÜ ρε παιδÜκι μου, δε ξÝρω, δω στο νησß την εßχε δει ρομαντικιÜ κι Ýτσι. ΣιγÜ-σιγÜ ßσως να πιÜνετε το νüημα για κεßνο το χαμογελÜκι της ...τýχης. Και που 'στε ακüμα...
     ¸τσι λοιπüν η Βαγγελßτσα, εßχε κι αυτÞ σκυλοβαρεθεß, Ýστω και για διαφορετικοýς λüγους, απü του ΜητσÜρα. Τþρα που εßπα 'ΜητσÜρας', θυμÞθηκα κι Üλλο θÝμα και δε μπορþ, θα το θßξω.  Ρε παιδιÜ δηλαδÞς, üλοι üσοι γρÜφουν ιστορßες, δßνουνε στους ÞρωÝς τους κÜτι ονüματα, μα κÜτι ονüματα! Τß να πεß κανεßς; "Η ΡωξÜνη, εßπε στον ΑριστομÝνη, πως ο Ερρßκος κι η ΒιολÝτα θα πηγαßνανε στης Αφροδßτης να πÜρουνε τη ΘÜλεια και τον ΟρÝστη!" μη χÝσω δηλαδÞ! ΧαθÞκανε ρε τα απλÜ κι üμορφα ονüματα; Τß Ýχουν αυτÜ; Κüρυζα; ¢σε το Üλλο: να χουμε ιστορßες με πÜνω απü πενÞντα πρüσωπα και χþρια τους δεýτερους ρüλους και να μη διπλþνει üνομα; Και να μαστε σε μια χþρα που αν ποτÝ πλησιÜσεις μια ξÝνη να τη φλερτÜρεις, Þ ΜÞτσο θα σε πει, Þ Γιþργο θα σε πει, Þ ΓιÜννη θα σε πει Þ Κþστα και θα νομßζει με κλειστÜ μÜτια, πως Ýπεσε μÝσα! ¼σο για τις κοπÝλες, αν φωνÜξεις στο δρüμο: Κατερßνα, Þ ΕλÝνη, Þ Μαρßα, θα γυρßσουν üλες! ΔηλαδÞ ο Ερρßκος Κατακουζηνüς κι ο ΡοβÝρτος Κατσενελεβüνγκεν, Ýχουνε μετακομßσει απü την μεσαιωνικÞ μας ιστορßα, στα ελληνικÜ σενÜρια. ¹μαρτον δηλαδÞ, Þμαρτον! ¢σε δε το ρατσισμü! Αν το στüρι Ýχει Ýναν αριστοκρÜτη κι Ýνα μεροκαματιÜρη χειρþνακτα, ο μεν θα λÝγεται, στη χειρüτερη: Κωνσταντßνος ΧρυσοβÝργης κι ο δε στη καλýτερη: ΒαγγÝλας ΤρÜμπουκας. ¸λεος! ΑλλÜ ξÝφυγα πÜλι. Παρασýρθηκα απü αγανÜκτηση κι επιστρÝφω στην ουσßα.
     Η Βαγγελßτσα λοιπüν εßχεν αποφασßσει, üντας σκυλοβαρεμÝνη και πιθανüτατα με ωορρηξßα, κεßνο το βρÜδυ να μη πÜει στα γνωστÜ της στÝκια κι üχι μüνον αυτü: εßχε σκεφτεß σÞμερα να το ρßξει ...üξω! Να ενδþσει δηλαδÞ στο πιο χαλαρü, στη πρþτη κÜπως αξιοπρεπÞ προσÝγγιση. Ε πþς να το κÜνουμε; Κι οι γυναßκες Üνθρωποι δεν εßναι, με υγιεßς ανÜγκες κι ορÝξεις; Ε κι εκεßνο το κακüμοιρο! ΤζÜμπα δηλαδÞ ξεβρακωνüτανε κÜθε μÝρα και ξεβυζωνüτανε; ΤÝλος πÜντων! ΣκÝφτηκε να πÜει λßγο πÜρα πÝρα και νÜσου το σημαδιακü μπαρÜκι: T O R T O I S E! Σημαδιακü το θεþρησε γιατß αγαποýσε πολý τα ζþα, -σε βαθμü... κακουργÞματος θα 'λεγα- κι εßχε κι Ýνα χελωνÜκι σπßτι -κι Üραγε ποιüς ξÝρει; Θα της το προσÝχει η γειτüνισσα Þ θα τη πÜρει ο διÜλος;- και χωρßς να χÜσει καιρü μπÞκε μÝσα. Εßχε φορÝσει και κÜτι πολý σÝνια ρουχαλÜκια -φορÝσει δηλαδÞ μη το πÜρετε τοις μετρητοßς- και μπÞκε φουριüζα και με αγÝρα πρωταθλητοý.
     Ο ΜητσÜρας εßδε τη Βαγγελßτσα (ε λοιπüν üσο πÜει üλο και πιο πολý γουστÜρω που ονüμασα τους ÞρωÝς μου Ýτσι και σημειωτÝον: μÞτε ο Ýνας Þτανε ...βοηθüς σιδερÜ, μÞτε κεßνη κορδελιÜστρα φασüν! Αντßθετα, Þτανε και μορφωμÝνοι σχετικÜ, ιδιαßτερα η κοπÝλα, ευκατÜστατοι σχετικÜ, ιδιαßτερα η κοπÝλα, κι εμφανßσιμοι σχετικÜ, ιδιαßτερα η κοπÝλα, παρ' üτι εßχανε περÜσει τα σαρÜντα!) σχεδüν με το που μπÞκε και του φýγαν εξηνταδýο τσιμποýρια απü το μουστÜκι (Αχ αγαπημÝνε Τσιφüρε, σου κλÝβω τη φρÜση) σε τÝτοιο βαθμü που κüντεψε να πηδÞξει πÜνω στη μπÜρα και να κÜνει το γορßλα σ' Ýκσταση. ΜετÜ σκÝφτηκε πως αυτü δε πιÜνει, κι Üρα καλýτερα να ορμÞξει, να της κοπανÞσει μια μ' Ýνα ρüπαλο στη καφκÜλα και να τη κüψει στον þμο, να τη σοýρει πßσω του, να τη πÜει στη σπηλιÜ του, να της δεßξει το νταβÜνι και τα πλαúνÜ, αφοý πρþτα εξοντþσει üλα τα λοιπÜ σερνικÜ της περιοχÞς. ΒÝβαια ρüπαλο δεν εßχε, αλλÜ εßχε μια μπουκÜλα που της ξηγιüταν αλλιþτικα τüσην þρα, και γρÞγορα θυμÞθηκε πως δε ζοýμε πια σε κεßνη τη χρυσÞν εποχÞ, βλÝποντας και τ' Üλλα σερνικÜ που 'ταν αρκοýντως ψωμωμÝνα κι üχι και τüσο του χεριοý του, στρÜφηκε ξανÜ σε κεßνη και συνÝχισε να της πßνει το εντüσθι! "Ασιχτßρι... δυο μÝρες μεßναν ακüμα", εßπε απü μÝσα του, "και θα γυρßσω στα γνωστÜ μου λημÝρια!" και σÞκωσε το ποτÞρι, χωρßς μÜλιστα να δεßξει το παραμικρü ενδιαφÝρον στη νιüφερτη. Με μια φρÜση: αποσýρθηκε ξανÜ στο μετερßζι του ...σκυλοβαρÝματος, -ωστüσο χωρßς να το ξÝρει εßχε καθορßσει τη τýχη του κι εßχε γρÜψει ιστορßα! Τοýτη την ιστορßα που σας λÝω, αυτÞ η στιγμÞ την Ýγραψε, üχι εγþ! Αχ Üτιμη τýχη και πως χαμογελÜς λοξÜ üταν στÞνεις τις φÜρσες σου!
     Η Βαγγελßτσα με το που μπÞκε στο μπαρ, που δεν Þταν ακüμα πολý γεμÜτο, -σε κεßνο το νησß ξυπνÜνε αργÜ το πρωß... κατÜ τις δÝκα το βρÜδυ- κι Ýνιωσεν αμÝσως την ατμüσφαιρα να ...ηλεκτρßζεται. Εßδε δυο τýπους αριστερÜ της, που πριν τη δοýνε, ξýνανε τ' αχαμνÜ τους, να συνεχßζουνε να τα ξýνουνε αλλÜ τþρα να τη κοιτÜνε με νüημα! ¸νας Üλλος που προσπαθοýσε ν' ανÜψει τσιγÜρο, Ýχασε το τσιγÜρο, του 'πεσε το τσαχμÜκι κι üλο το πακÝτο και τα λοιπÜααα... Επßσης, μ' αυτÞ τη μια και μüνη περιφερειακÞ ματιÜ -ματιÜ που μüνον οι γυναßκες διαθÝτουνε, το σωστü να λÝγεται- εßδε και το ΜητσÜρα να της ρßχνει μια ματιÜ και μετÜ να γυρνÜ πλÜτη, σα να μην Ýτρεχε τßποτα, και πολý της κακοφÜνηκε. "Γιατß ρε ο τζες; Εγþ δηλαδÞ κι εφüσον ...και καλÜ; Γιατß;" σκÝφτηκε μÝσα της αναστατωμÝνη και πÜει και κÜθεται η δικιÜ σου, ακριβþς δßπλα του και παραγγÝλνει Ýνα μπλÜντι Μαßρη -κι ας τη λÝγανε Βαγγελßτσα! "Μüνον αν τρþει το συκαλÜκι με τα κουκοýτσα, ειδÜλλως θα τονε κÜνω να πει το Δεσπüτη αδÝσποτο!" ξανασκÝφτηκε!
     ¢τιμο πρÜμα η γυναßκα ρε κουμπÜροι! Της τη πÝφτεις; Στα χþνει! Δε της τη πÝφτεις; ΠÜλι στα χþνει! ΤÝλος πÜντων! (Μη χαμογελÜς εσý ΚερÜ-Τýχη!). Ο ΜητσÜρα στη κοσμÜρα, με τη βοτκÜρα! Σου λÝει δηλαδÞ -και πολý λογικÜ- εδþ δε σüδειασα üταν καλλιÝργησα κι Ýσπειρα και θα θερßσω τþρα; ¢στη να πÜει στο διÜολο! Η þρα Ýντεκα και κÜτι, εßχε αρχßσει να χαλαρþνει και σημασßα στη ΜπλÜντι Βαγγελßτσα! Τß τις μασχÜλες της σÞκωσε να τονε ψεκÜσει φερορμüνες, τß τÜχαμου δεν εßχε φωτιÜ ν' ανÜψει τσιγÜρο -τüτε ακüμα το επιτρÝπανε στους δημüσιους χþρους, πανÜθεμα τον πατÝρα τους που το απαγορÝψανε- τß το καλσüν της μÜσησε, τßποτα ο ΜητσÜρας! ¹ρθε κι αλλοιθþρισε! ¼ταν εßδε κι αποεßδε, πως ο μοναδικüς Üντρας που γουστÜρισε μια νýχτα μαγεμÝνη σαν αυτÞν, Þταν ο μüνος που δε τη φλερτÜρει σ' ολÜκερο τον κüσμο ßσως, αποφÜσισε να πÜρει το γκÝμι!
 -"Εε φßλε ακατÜδεχτε... πρρρρρ εσÝνα μιλÜω βρε!", το δεýτερο μπλÜντι εßχε πÜει Üπατο κι Ýτρεχε το τρßτο με καλÞ πορεßα.
 -"Σε μÝνα μιλÜτε;" λÝει η τÝταρτη βüτκα ξεπατωμÝνη κι ευλüγως παραξενεμÝνη! Μπüσικη απÜντηση κι ευκαιρßα για τη σφιχτÞ μαχαριÜ απü τη Βαγγελßτσα!
 -"Δε βλÝπω κανÝναν Üλλον εδþ μÝσα"!
 -"Μα... πþς..." και πιÜνει να μετρÞσει ο ηλßθιος τους θαμþνες, -θα πρÝπει να του αναγνωρßσουμε ελαφρυντικÜ, γιατß ο αιφνιδιασμüς Þτο καßριος! "Τους βρßσκω καμμιÜ σαρανταριÜ... αλλÜ βÝβαια μπορεß να πλανþμαι... με μπερδεýει κεßνη η κολþνα αριστερÜ", σþνει κÜπως τη παρτßδα στο τÝλος.
 -"Η κολþνα αριστÝρα μπερδεýει εσÝνα, εμÝνα με μπερδεýει η ...κολþνα δεξιÜ μου" του πισωγυρνÜ μαχαßρι!
 -"Μια βüτκα ακüμα παρακαλþ" λÝει στον μπÜρμαν και γυρνÜ προς τη κοπÝλα: "Εßσαι σßγουρη πως δε κοιμÜμαι τþρα";
 -"Αν κοιμÜσαι, τüτε βλÝπουμε το ßδιο üνειρο..." του χαμογελÜ.
 -"Πωπþ! Τß κÜνει η βüτκα!!!" λÝει φανερÜ -και καλÜ- Ýκπληχτος αυτüς. "ΚοιμηθÞκαμε μαζß και δεν Ýχω πÜρει χαμπÜρι" και ξαναστρÝφεται στη βüτκα.
 -"Ε καλÜ, την επüμενη φορÜ, εßμαι βÝβαιη πως δε θα ...ξεχÜσεις τßποτα" του αμολÜει καλοýμπα.
 -"ΕνδιαφÝρον!" της απαντÜ αδιÜφορα, χωρßς καν να τη κοιτÜ. ΜÜλιστα χασμουριÝται κιüλας.
     Αυτü την αποκαρδιþνει για λßγο, αλλÜ μετÜ ανασυντÜσσεται κι εφορμÜ:
 -"ΘÝλω, εδþ και τþρα, να μου εξηγÞσεις ποια εßναι η τοποθÝτησÞ σου στο κρßσιμο παγκüσμιο θÝμα της υφαλοκρηπßδας", η Βαγγελßτσα ξιφουλκοýσα!
 -"Θαρρþ πως Ýχω σπßτι μου, κÜπου, μια συλλογÞ απü δαýτες", της απαντÜ μετÜ απü πολλÞ σκÝψη, αυτüς και την αποτελειþνει!
 -"Τß πρÜμα";
 -"ΣυλλογÞ λÝω... Ýχω συλλογÞ. Σ Υ Λ Λ Ο Γ Η!" της φωνÜζει μισομεθυσμÝνα.
 -"Τß... συλλογÞ";
 -"Με πεταλοýδες! Πεταλοýδες δεν εßπες; Αφου δε το σηκþνεις, τß το πßνεις το ρημÜδι; Κüφτο να πÜει στο διÜλο"!
     Η Βαγγελßτσα Ýμεινε πÝντε ολüκληρα λεπτÜ Üφωνη, προσπαθþντας να χωνÝψει τις νÝες εξελßξεις. ΜετÜ το χþνεμα στρÝφεται στον μπÜρμαν:
 -"ΤσÜκο μια γýρα ακüμα για μÝνα και το φßλο μου απü δω, το... συλλÝχτη!" και γυρνþντας στο ΜÞτσο: "ΚερασμÝνα απü μια φανατικÞ σου Οπαδü"!
 -"Θα δεχτþ... αλλÜ με δυο üρους..." ξεθαρρεýει αυτüς.
 -"Θα τους δεχτþ αν δε ...πονÝσω, ξηγημÝνοι να 'μαστε".
 -"Πρþτον: θα δεχτεßς μετÜ κι εσý να κερÜσω μια γýρα-"
 -"Δεχτüν! ¢λλο";
 -"-και δεýτερον θα 'ρθεις μετÜ να σου δεßξω τη ...συλλογÞ μου"!
 -"ΦιλαρÜκι, ντüμπρα πρÜματα, πßστεψÝ με, πßστεψα πως δε θα μου το πρüτεινες ποτÝ.." μεθυσμÝνα λüγια, ýποφτα χαμüγελα.
 -"ΠρÜμα που σημαßνει;" ο στüκος!
 -"Εεε να! με βαριÜ καρδιÜ, και πολý κüπο... εßμαι αναγκασμÝνη να δεχτþ τους ... σκληροýς σου üρους. Να το ξÝρεις üμως, με βρßσκεις σε μεγÜλη μποσικοýρα..."
     ¸τσι απλÜ, καθημερινÜ και συνηθισμÝνα, ξεκßνησε το πρÜμα. ΑλλÜ μη θαρρεßτε πως συνÝχισαν μ' αυτÞ τη γλþσσα. ¼χι! ΚÜθε Üλλο! ΜετÜ -κÜποια μαλακισμÝνη ατÜκα- η συζÞτηση Ýγινε Þπια, ενδιφÝρουσα, ζεστÞ κι οικεßα. Σα να γνωρßζονταν καιρü, Ýνα πρÜμα δηλαδÞ. ¹γουν, Ýφυγε το πρÜμα απü το ταβÜνι και τα ντουβÜρια κüντρα και πÞγε και στη τÝχνη, μεταξý Üλλων. ΒρÞκανε να μιλÞσουνε για το 'να, για τ' Üλλο, ξεδιψÜσανε με ποτü üλη τη βαρεμÜρα των περασμÝνων ημερþν, γßνανε κουνουπßδι και χωριστÞκανε, χωρßς κανεßς τους να σκεφτεß να δþσει üνομα, διεýθυνση στο νησß και φυσικÜ Ýτσι καταπþς εξελιχτÞκανε τα πρÜματα, οýτε λüγος γι' αρπαχτÞ. Εßχε τσουλÞσει αλλοý η φτιÜξη!
     Την Üλλη μÝρα ξυπνÞσανε κι οι δυο με μια κεφÜλα ßσα μ' Ýνα καζÜνι. Αφοý κþπασεν ο κουρνιαχτüς του νου κι Þρθανε στα συγκαλÜ τους, Þρθανε κι μνÞμες. Χαμογελοýσανε κι οι δυο στην αρχÞ, μετÜ βαλθÞκανε ν' αυτοχαστουκßζονται γιατß δε ξÝρανε που Ýμενε ο Üλλος. ΣκεφτÞκανε το μüνο πρÜμα που τους Ýμενε. Να ξαναπÜνε στο ßδιο μαγαζß, αλλÜ Ýλα üμως που η Βαγγελßτσα Þρθε και ζορßστηκε με το χωνεμÝνο, πλην üμως ουδüλως καταχωνιασμÝνο μπλÜντι Μαßρη: στομÜχι χÜλια, Ýντερο χÜλια και πισινüς σαν αυτü το ýποφτο χαμογελÜκι της τýχης. ΠÜει λοιπüν Üδοξα η προτελευταßα μÝρα. Ο ΜÞτσος πÞγε βÝβαια στο T O R T O I S Ε, αλλÜ τζßφος. Αφοý στο τÝλος Üρχισε να πιστεýει, πως üντως το 'χε ονειρευτεß üλο τοýτο.
     Τη τελευταßα νýχτα λοιπüν, πÞρε σβÜρνα üλα τα μπαρ του νησιοý μπας και τη πετýχει. Του κÜκου. ¢τιμο νησß! ΠολλÜ μπαρ! ΒÜλε απü Ýνα τουλÜχιστον ποτηρÜκι στο καθÝνα και θα δεις τß σοýμα βγÜζει. ΚατÝληξε στο T O R T O I S E, üπου μια εξßσου μεθυσμÝνη Βαγγελßτσα, -που προς τιμÞ της, δεν εßχε κÜνει üλη τη γýρα: τα 'χε πιει üλα εκεß!- αμυνüτανε του ...πατρßου εδÜφους. Μüλις τον εßδε, κüντεψε να χοροπηδÞξει απü τη χαρÜ της.
 -"Ποý 'σαι ωρÝ παληκÜρι και περιμÝνω δω απü το πρωß;" του φþναξε μεθυσμÝνα. Αυτüς Ýβαλε τα χÜχανα και την αγκÜλιασε αδÝξια, καθüσον κι αυτüς τýφλα σχεδüν, μÝχρι που τρακÜρανε τις γκλÜβες τους και παραλßγο να τις σπÜσουνε και να γιομßσει το μπαρ οινüπνευμα 98%, με 2% αßμα και πßτουρο! Ευτυχþς που δε πετÜξανε κανÜ σπινθÞρα γιατß θα γινüτανε το μπαρ, μπαρλüτο. ΜετÜ τα: -"Κι εγþ Ýφαγα üλο το νησß να σε βρω" και τα ρÝστα, αυτÞ τη φορÜ ανταλλÜξανε τηλÝφωνα, διευθýνσεις παντοý -μÝχρι μιας θεßας του που πÞγαινε μια φορÜ στη δεκαετßα της Ýδωσε- και φυσικÜ συστηθÞκανε κανονικÜ. ΒÝβαια, ψιλοχαλαστÞκανε που δε μÝνανε στην ßδια πüλη Þ Ýστω κÜπως κοντýτερα, αλλÜ τÝτοιαν þρα, τÝτοια λüγια. Ποιüς το σκÝφτεται αυτü πÜνω στις γλýκες; Της εßπε πως το επüμενο απομεσÞμερο, θα 'μπαινε στο καρÜβι της επιστροφÞς και πüσο θα 'θελε να 'μενε ακüμα μια μÝρα, μιας κι αυτÞ του 'πε πως θα 'φευγε τη παρÜλλη, αλλÜ... üλα κι üλα! Ο ¸ρως τÝτοια εμποδιÜκια δε κοιτÜ. Ο ¸ρως σκßζει τη γης, στÞνει γιοφýρια, λυþνει σßδερα και σιγÜ μη μασÞσει για πεντακüσια -περßπου- ψιλοχιλιομετρÜκια! Πφ...
     ΧωριστÞκανε συγκινητικÜ, ανταλλÜσσοντας üρκους αιþνιας πßστης -τß λÝω τþρα ε;- και πÜλι δεν ετÝθη θÝμα... χοýφτωστη-χοýφτωστη -αχ ποý 'σαι να το δεις Διονýση;- λüγω που 'τανε κι οι δυο τους ντεχνÝκι στο πιþμα. ΜÜλιστα θα μποροýσε να εκληφθεß κι ως θαýμα το πως βρÞκανε τα κρεβÜτια τους Ýκαστος! Κι εδþ τελειþνει το πρþτο μÝρος αυτÞς της συγκινητικÞς ιστορßας. Αυτü το κομμÜτι Þταν αγνü, καθÜριο οινοπνευματοýχο κομμÜτι και μÜλιστα üπως εßπαμε με γρÜδο 98%! Στο επüμενο κομμÜτι η ιστορßα μας μπαßνει στον ...πολιτισμü, στους ταχεßς ρυθμοýς των μεγÜλων πüλεων. Στους συνεχεßς κι ενοχλητικοýς θορýβους και στην απουσßα του Ýναστρου ουρανοý. Δεν υπÜρχει πια η παραλßα, με τον Þρεμο λικνιστικü παφλασμü, του συνεχοýς κýματος. ΑλλÜ σιγÜ! Προς τß η μελαγχολßα; Ο ¸ρως εßπαμε δε τα στÝργει αυτÜ. ¹τανε της τýχης το χαμογελαστü γραφτü, να βρεθοýνε, Ýτσι üπως βρεθÞκανε, και ν' αγαπηθοýνε πολý, Ýτσι καταπþς αγαπηθÞκανε, προς μεγÜλην ευχαρßστηση των εταιρειþν κινητÞς κι ακßνητης τηλεφωνßας, των διαδικτυακþν συναναστροφþν με πýρινα λüγια, που λυþσανε χιλιüμετρα και χιλιüμετρα καλωδßων.
     Οι δουλειÝς τους δεν τους επιτρÝπανε να βρεθοýνε Üμεσα. ΧωθÞκανε στα γρανÜζια, με μüνο φωτÜκι στο τοýνελ, τις κουβÝντες τους στα τηλÝφωνα και στο chat. Κι üλο φοýντωνε το πρÜμα κι üλο και τÝντωνε το λÜστιχο κÜθε βρÜδυ. ΤελικÜ χρειÜστηκε να φτÜσει ΝοÝμβρης και μÜλιστα στα τÝλη του, για να μπορÝσει να οριστεß η μεγÜλη συνÜντηση, στην Ýδρα της Βαγγελßτσας. Ο ΜÞτσος θα 'φτανε ΠαρασκευÞ απüγευμα και θα 'φευγε αργÜ το βρÜδυ της ΚυριακÞς. Λßγο, θα πει κÜποιος και θα συμφωνÞσω, αλλÜ σκÝφτομαι και τον τüσο καιρü που δεν εßχανε τßποτα και τþρα ξαφνικÜ, θα 'χαν επιτÝλους κÜτι... και τß κÜτι; Πωπþ τι προεμηνýετο να διημειφθεß!!! ΤρÝμω στη σκÝψη!
     "ΣαρÜντα -και βÜλε- μÝρες üλο εμÝτραε τα μßλια" που λÝει κι ο Καββαδßας κι Þρθεν επιτÝλους η ΜεγÜλη ΜÝρα! ΞεκινÜ ο δüλιο-ΜÞτσος -που σημειωτÝο ξανÜ, δεν Þταν οξυγονοκολλητÞς- κατÜ τις μßα παρÜ απü τη πüλη του, να βρει τη Βαγγελßτσα -που δεν Þτανε μαθητευομÝνη μοδιστροýλα- κι εßχε χαρÜ μεγÜλη. ¸βλεπε τþρα πια το χαμüγελο της τýχης να πλαταßνει και να γλυκαßνει. ¸βλεπε το ιπτÜμενο μουνÜκι -καλüς τßτλος θα 'ταν αυτüς για διÞγημα ΕΦ αν και λιγÜκι πρüστυχος- να 'ρχεται σιγÜ-σιγÜ κεντραρισμÝνο, να προσγειωθεß-καρφωθεß στη βÜση του οσχÝου του κι Þτανε πια καιρüς, γιατß εßχε φλωμþσει στο χειρογλýκανο. Χαμογελοýσε σ' üλη τη διαδρομÞ και ξερüγλυφε τα μουστÜκια...
     Χαμογελοýσε ακüμα κι üταν αντιμετþπισε μερικÝς δυσκολιοýλες στη πορεßα. Ε σιγÜ μη πτοÞσουνε το ...σηκωμÝνο του ηθικü κÜτι τÝτοια ψιλÜ! Χαμογελοýσε ακüμα κι üταν Ýφτασε τελικÜ βρÜδυ, αντß γι' απüγευμα, στη πüλη της αγÜπης του, -σχεδüν δÝκα και μισÞ. ΚÜτι μικροβλÜβες, κÜτι ψιλοτρακαρßσματα και κÜτι πορειοýλες στην ΕθνικÞ δε κατορθþσανε να ρßξουνε μÞτε πüντο το ανÞθικο ηθικü του. "Τß διÜλο ρε; Τþρα που πÜω γω, βρÞκανε να γßνουν üλ' αυτÜ;" Ξεπατþθηκε στο οδÞγημα ο δüλιος. Να σκεφτεß κανεßς πως φοýσκωσε γÜγγλιο στο μÝσα μÝρος του αριστεροý του καρποý, απü τη κοýραση, Ýβρεχε κι üλας, üλο το δρüμο, βρÜστα κι Üστα! Δεν Ýβγαλε γÜγγλιο στο δεξß απü τη μαλακßα, τüσο καιρü, και το 'βγαλε οδηγþντας μÝσα σε κÜτι λßγο απü δÝκα þρες. ΑυτÜ Ýχει η γκαντεμιÜ!
     ΤÝλος πÜντων Ýφτασε üπως Ýφτασε, κÜπως στραπατσαρισμÝνος εßναι αλÞθεια, αλλÜ ανÝβηκε η ψυχολογßα του καθþς εßδε επιτÝλους τη καλÞ του, στο προκαθορισμÝνο σημεßο του ραντεβοý. ΑγκαλιαστÞκανε σφιχτÜ, μα τüσο σφιχτÜ, που τονε ρþτησε τß τÜχα Ýχει στη τσÝπη του. Αχ ο ¸ρωτας που üλα τ' αλλÜζει, üλα τα θεραπεýει, üλα τα σφÜζει, üλα τα μαχαιρþνει! ΑμÝσως μετÜ το κοýνημα της ουρÜς τους απü χαρÜ, τραβÞξανε για -ποý αλλοý;- το σπßτι της. Μüνο που δε τη σÞκωσε στα χÝρια να τη μπÜσει στο κατþφλι. Το γÜγγλιο το Üτιμο, εßχεν Þδη κÜνει τη ζημιÜ του!
     ΜπÞκανε μÝσα κι ενþ Ýπρεπε να πÜνε αμÝσως στο κρεβÜτι, θεωρÞσανε πως δεν εßναι ...πρÝπον, πως Ýχουν þρα -τρομÜρα τους- και πως να πιοýνε κανÜ ποτηρÜκι πρþτα, να σπÜσουνε τα τυχüν εναπομεßναντα τσüφλια της κουταμÜρας. ¼ταν Ýφερε τα ποτÜ η Βαγγελßτσα, πÞγε να βÜλει κÜτι πιο ανÜλαφρο πÜνω της κι ο ΜÞτσος ο καραμπουζουκλÞς σÞκωσε το ποτÞρι να πÜρει κουρÜγια για τη συνÝχεια. Καθþς το σÞκωνε να το φÝρει στο στüμα -απü κýλικος Ýως χειλÝων, πολλÜ πÝλει- εßδε τον Επαμεινþνδα! ΒÝβαια τüτε ακüμα, δεν Þξερε τ' üνομÜ του, δεν Þξερε τß τοý 'μελλε να πÜθει, τη τýφλα του δεν Þξερε κι Ýτσι, πÝραν απü 'να στιγμιαßο ξÜφνιασμα, δεν Ýδωσε πιüτερη σημασßα. ΤρÜβηξε μια καλÞ γουλιÜ απü το ποτü του, Üναψε τσιγÜρο κι Ýγειρε πßσω στο καναπÝ να κÜνει σχÝδια για το εγγýς, εγγýτατο, μÝλλον, περιμÝνοντας την επιστροφÞ της.
     Τß εστß Επαμεινþνδας; Η Βαγγελßτσα, üπως εßπαμε στην αρχÞ, εßναι φιλüζωη κι Þθελε να 'χει Ýνα pet. ΑλλÜ üχι κÜτι δýσκολο, που να θÝλει πολý νταραβÝρι, πολý ξεσκÜτισμα, πολý φροντßδα. Εßπαμε, φιλüζωη, üχι μαλακισμÝνη. Να κÜνει το καθÞκον της, αλλÜ χωρßς να της βγαßνει δα κι η πßστη ανÜποδα! ¸τσι διÜλεξε Ýνα μικρü χελωνÜκι, πριν λßγα χρüνια και τ' ονüμασε, Üγνωστο γιατß, Επαμεινþνδα! ΔηλαδÞ, να επανÝλθω στο θÝμα των ... σεναριογρÜφων: üνομα βγαλμÝνο απü τα ...σÞριαλ με Þρωες αριστοκρÜτες και ζÜπλουτους και τα ρÝστα. Τüσο τερÜστιο üνομα για τüσο μικρü κορμÜκι, φαντÜζει τρομερü κι αστεßο συνÜμα. ΔεκαπÝντε εκατοστÜ πλÜτος, εßκοσι μÞκος και εφτÜ πÜχος, εßχε γßνει πλÝον ο Παμεßνος, αλλÜ και πÜλι τ' üνομÜ του φÜνταζεν απεßρως μεγαλýτερο. Στα μÜτια του ΜÞτσου, Ýμοιαζε μικρüς αντßπαλος, δεδομÝνης και της κορμοστασιÜς του, πÜνω απü Ýνα κι ογδüντα μπüι και καμμιÜ εκατοστÞ κιλÜ. ¸τσι παρÝβλεψε το παρεßσαχτο και συνÝχισε να πßνει και να φουμÝρνει αρειμανßως.
     Ο Επαμεινþνδας, απü την Üλλη μεριÜ, εßχε πικρÜν πεßραν απü τους επισκÝπτες. Αν δε τονε πατοýσανε, τονε κλωτσοýσανε -κατÜ λÜθος βÝβαια τÜχα, Þ τουλÜχιστον αυτü ισχυρßζονταν, μα αυτüς διατηροýσε τις επιφυλÜξεις του- πρÜματα ας ποýμε υποφερτÜ, κÜνανε και το χειροτερüτερο: Μονοπωλοýσανε το ενδιαφÝρον της αγαπημÝνης του Βαγγελßτσας, πρÜμα, για κεßνον, δυσβÜσταχτο. Να τÝτοιες στιγμÝς, βλαστημοýσε τη τýχη του, που τον Ýκαμε τüσο μικρüσωμο. ¢τιμη τýχη! Ε λοιπüν δε θ' Üφηνε το ψηλολÝλεκα να κÜνει ü,τι γουστÜρει. ΚοντολογÞς, δε θα τον Üφηνε απü τα μÜτια του. Το θÝμα σ' αυτÝς τις περιπτþσεις, εßναι να παßρνεις τη κατÜσταση στα χÝρια σου Þ εν προκειμÝνω στο καβοýκι σου. ¸τσι ξεκßνησε το μεγÜλο ταξßδι, με πολý κακοýς σκοποýς, απü την ακροýλα του σαλονιοý, στα πüδια του ΜÞτσου.
     Ο οποßος απολÜμβανε το ποτü, εßχε αρχßσει να χαλαρþνει και ν' αδημονεß απü την αργοπορßα της Βαγγελιþς κι Þδη σκεφτüτανε διÜφορες ...ποινÝς και το πως θα της τις ... εφÜρμοζε. Η οποßα Βαγγελιþ μπÞκε σα μια μικρÞ θýελλα -με τη καλÞν Ýννοια- στο δωμÜτιο, φορþντας μüνον ορισμÝνα απολýτως απαραßτητα και ξυπüλητη. ΠÞγε κι Ýκατσε δßπλα στο ΜÞτσο, του πÞρε το ποτü απü τα χÝρια, το ακοýμπησε στο τραπεζÜκι και τον αγκÜλιασε, δßχως να δει τον Επαμεινþνδα. Ο οποßος εßχε φτÜσει, σιγÜ-σιγÜ, κοντÜ στα πüδια του εχτροý κι ετοιμαζüταν να του στεßλει δυο μεραρχßες κατÜρες και μια ψεκασÜ κατοýρημα. ¼πως üμως üρμηξε η Βαγγελßτσα, τον ανÜγκασε να μετακινÞσει κÜπως τα πüδια του, για να τη κρατÞσει αγκαλιÜ και χωρßς να το θÝλει -τρÜβα πες το αυτü στον Επαμεινþνδα- τονε κλþτσησε πÜρα πÝρα. Και βÝβαια δεν Ýφαγε τη παραμýθα και το πÞρε μÜλιστα προσωπικÜ. Ο θüρυβος που 'κανε το καβοýκι του, ψýλλιασε τη κυρÜ του, που πετÜχτηκε πÜνω Ýντρομη, παρατþντας δηλαδÞ την Þδη ξεκινημÝνη ...διαδικασßα κι ο δüλιο-ΜÞτσος Ýμεινε με τη γλýκα!
 -"Πωπþ! Ο καημÝνος ο Επαμεινþνδας!" ξεφþνισε.
     Ο ΜÞτσος θορυβÞθηκε, ταρÜχτηκε και στο τÝλος τρüμαξε! "Βρε δε θες να 'ναι παντρεμμÝνη και να γýρισεν ο Üντρας της;" σκÝφτηκε και πετÜχτηκε κι αυτüς πÜνω.
 -"Ο ποιüς;" εßπε προσπαθþντας να μη φανεß πανικüβλητος, αλλÜ üχι και με ιδιαßτερην επιτυχßα, ανεξαρτÞτως που η Βαγγελßτσα κοιτþντας αλλοý, δε το πÞρε χαμπÜρι.
 -"Ο Επαμεινþνδας καλε! το χελωνÜκι μου. Το τσατσüμοιρο το κλþτσησες" εßπε με φωνÞ που κλιμακωτÜ Ýφτασε το μπεμπÝκισμα, χÜριν της ...στοργÞς της προς το ζωντανü.
 -"ΣιγÜ που χÝστηκε" εßπε ο Επαμεινþνδας, αλλÜ στη γλþσσα του.
     Ο ΜÞτσος Üργησε λιγÜκι να πιÜσει το νüημα, αλλÜ üταν το 'πιασε, ανακουφßστηκεν αμÝσως. Του 'ρθε να βρßσει, μα το κατÜπιε.
 -"Εγþ; Πüτε; Ποý; Πþς";
 -"¸λα, εντÜξει δε το θελες, εγþ φταßω που δε σου τονε σýστησα. ¸λα δω Επαμεινþνδα, Ýλα να σου γνωρßσω Ýνα καλü μου φßλο".
 -"#$%#%#"! (δε θα μεταφρÜσω την απÜντησÞ του απü τα χελωνικÜ γιατß θα τινÜξω το γραπτü στον αÝρα και θα κοπεß).
 -"Ποýσαι βρε Επαμεινþνδα;" εßπε κι ο ΜÞτσος, τß να κÜνει, κι Ýκανε να τονε χαηδÝψει. "Με λÝνε ΜÞτσο".
 -"ΧÝστηκα!" εßπε ο Επαμεινþνδας "κι Ýννοια σου ψηλÝα, θα τα ποýμε"!
 -"ΧÜρηκα πολý Επαμεινþνδα", εßπεν ο ΜÞτσος συνεχßζοντας, αν κι Üρχιζε ν' αμφιβÜλλει κÜπως για την üλη κατÜσταση. "Σüρρυ που σε κλþτσησα, δε το 'θελα!" συνÝχισε να μπαßνει σε ζüρικους δαιδÜλους και σημειωτÝον, η στýση του εßχε πÜει σεριÜνι.
 -"#$~#$%%#^$#$&#
μουρμοýρισε τσατισμÝνος ο Παμεßνος, μα πÜλι δε θα βÜλω υπüτιτλους.
     Η Βαγγελßτσα που λÜτρευε το χελωνÜκι της σχεδüν üσο και τον εαυτü της -και πιο κÜτω, σαφþς πιο κÜτω, το ΜÞτσο- πÞρε το ζωÜκι στα χÝρια της και το πÞγε στην Üλλη Üκρη. Αν βλÝπατε το χαμüγελο του Επαμεινþνδα, την þρα που τονε κρÜτησε στα δÜχτυλÜ σας και μετÜ τη πικρÞ του απογοÞτευση, üταν τονε πÞγε μακρυÜ, θα παθαßνατε πλÜκα. ¸πειτα ξαναγýρισε τον καλü της, φουριüζα.
 -"Ποý εßχαμε μεßνει αγαποýλα μου;" τονε ρþτησε παθιασμÝνα, καθÞμενη στα πüδια του.
 -"Εκεß που μου σýστηνες τον Επαμεινþνδα", της απÜντησε χολωμÝνος αυτüς.
 -"¸λα κακοýλη μου, τüσο καιρü περιμÝναμε..." τον αγκÜλιασε με θÝρμη. "Εσý δε θα μου συστÞσεις το ...ΜητσÜκο σου";
     Του ΜÞτσου, πολý του κακοφÜνηκε το υποκοριστικοýλι, μα η αγκαλιÜ της, η μυρωδιÜ της, το θαýμα του ¸ρωτα, που τüσο αργεß μα που δε περιμÝνει, κÜνανε το θαýμα τους. ¼ρμηξε στα γιομÜτα. Τον Ýκοψεν üμως αυτÞ, ρουθουνßζοντας.
 -"Αγαποýλα μου, βρωμÜς και ζÝχνεις. Δε πας να κÜνεις Ýνα μπανÜκι; Τüσες þρες οδÞγημα, ιδρþτας... Üντε χαρÜ μου να χαρεßς".
     Πολý του κακοφÜνηκε το νÝο κüψιμο, Üρχισε να παßρνει προμÞνυμα πως κÜποιο κακü γραφτü τον Ýρριξε σ' αυτÞ τη περιπÝτεια, αλλÜ η σκÝψη πως εßχε μπει πια για τα καλÜ στο χορü κι Ýπρεπε να χορÝψει ως το τÝλος, ποý ßσως στο Üμεσο μÝλλον του επιφυλÜξει κÜτι πολý καλü, τον Ýκανε να δþσει τüπο στην οργÞ και σηκþθηκε να πÜει στο μπÜνιο. Εκεßνη τον ακολοýθησε και του δωσε δυο πετσÝτες κι Ýνα μεγÜλο μπουρνοýζι και τον Üφησε. Πολý του κακοφÜνηκε του ΜÞτσου η ýπαρξη τüσο μεγÜλου μπουρνουζιοý, αλλÜ το κατÜπιε κι αυτü και χþθηκε στη μπανιÝρα. Εκεß, χαλÜρωσε πÜρα πολý κι αφÝθηκε στις σκÝψεις που πετοýσανε παντοý, ακριβþς σα τις νυχτερßδες στην Ýναστρη νýχτα...
 -"¸ι... τß Ýγινες καλÝ, πνßγηκες;" τονε ξýπνησεν απüτομα η φωνÞ της απü μÝσα. ¹τανε καιρüς. Το νερü εßχε κρυþσει κι ο μÜγκας Ýτρεμε κιüλας. ΠετÜχτηκε πÜνω, γλýστρησε κι Ýπεσε με το ισχßο στη μπανιÝρα. ΜουρλÜθηκε στο πüνο. Ωστüσο δεν Ýβγαλε κιχ. ¼ταν κþπασαν οι πüνοι, ξεπλýθηκε, σκουπßστηκε και φüρεσε το -μη χÝσω- μπουρνοýζι. ΒλαστÞμησε μÝσα του γιατß ο ..."μακαρßτης" Þτανε πολý πιο μεγαλüσωμος κι ο γοφüς του πονοýσε. ΠαρολαυτÜ, πÞρε μια βαθειÜν ανÜσα και ξεκßνησε για το μακρý ταξßδι της μÝρας, μÝσα στη νýχτα. Ο ¸ρως βλÝπετε και τα ...ρÝστα.
     ¹τανε ξαπλωμÝνη στο κρεβÜτι, τυλιγμÝνη μÝχρι το σαγüνι. Αυτü τονε κüλλησε λιγÜκι, στο να ξεντυθεß κι Ýτσι σκÝφτηκε τη διπλωματικÞν οδü: να πλησιÜσει απü τη δικÞ της μεριÜ και να τη φιλÞσει, þστε μετÜ να γßνουν üλα ...αυτüματα. Μα κι αυτÞ ρε παιδιÜ, γυμνüστηθη στις παραλßες, εδþ βρÞκε να τη πιÜσει σεμνοτυφßα! ΑλλÜ πριν να ξεκινÞσει προς τη μεριÜ της, τονε σταμÜτησε κι Üλλη μια φορÜ:
 -"Δε ξυρßστηκες λιγÜκι βρε ματÜκια μου; Το δÝρμα στη κοιλßτσα μου εßναι πολý ευαßσθητο... θα με γεμßσεις κοκκινßλες!" του 'πε με νÜζι και σκÝρτσο και μειλßχια... αλλÜ τß να το κÜνεις; Το σκατü, üσο κι αν το αρωματßσεις, το γλασÜρεις, το πασπαλßσεις με ζÜχαρι Üχνη, πÜλι σκατü παραμÝνει.
     Πολý του κακοφÜνηκε του ΜÞτσου, η νÝα αυτÞ απüκρουση! Αχ ¸ρωτα που ξαγρυπνÜς στα μÜγουλα της νεÜνιδος και που καταχτÜς τον κüσμο, ρßξε μια ματιÜ κι εδþ κÜτω, στο σπλÜχνο σου που υποφÝρει... Ο ΜÞτσος γýρισε στο λουτρü να ξυριστεß. Ας εκμεταλλευτοýμε το χρüνο που κεßνος θα ξυρßζεται και να πÜμε να δοýμε τß κÜνει η Βαγγελßτσα. ¼χι, αλλÜ πρÝπει να 'μαστε τßμιοι περικαλþ.
     Με το που μπÞκε στη διαδικασßα ν' αφαιρÝσει τα ροýχα της και να προχωρÞσει σε φÜση ζευγαρþματος, ανÜκτησε üλα κεßνα που στρþνουνε χαλß το δρομÜκι αυτü. ΑλλÜ, πρþτα η μýτη της, Ýπεσε πÜνω στο σκüπελο της δεκÜωρης οδÞγησης και τσßνισε, μη δßνοντας Ýγκριση. Πολý τη χÜλασε αυτü. Μα κι αυτüς ρε παιδÜκι μου να μη σκεφτεß... Εεεπ üχι, δε θα τονε σφÜξουμε κιüλας,αλλÜ καναδυü γυμνÜσια θα του τα κÜνει. ¢λλωστε παßζει στην Ýδρα μου. ¸πειτα, Ýκανε μιαν þρα στο μπÜνιο ο αχρεßος και δε ξυρßστηκε κιüλας! Πολý τη χÜλασε αυτü. ¼χι φυσικÜ πως Ýχει ευαßσθητη κοιλßτσα. ¢σε το Üλλο! Στην αρχÞ της γνωριμßας τους, της Ýκανε το βαρý πεπüνι! ΤÝλος πÜντων, ας αφÞσουμε τα σχüλια, γιατß το παλικÜρι ξυρßστηκε κι Ýρχεται...
     ΝÜσου ο ΜÞτσος εκ λουτροý, ξυρισμÝνος κι ολüφρεσκος, τυλιγμÝνος στη μπουρνουζÜρα -κýκλωπας και βÜλε πρÝπει ναταν ο συχωρεμÝνος-, να μπαßνει στη κρεβατοκÜμαρα, χαúδεýοντας επιδεικτικÜ, τα μÜγουλÜ του χαμογελþντας. ΞαναβÜζει μπροστÜ το σχÝδιο της δικÞς της πλευρÜς και του φιλιοý. Σκýβει και της προτεßνει το μÜγουλü του για φιλß κι αφÞνει, φυσικüτατα, το μπουρνοýζι ν' ανοßξει üσο του καπνßσει. Ωστüσο, νÜσου πÜλι στα πüδια του ο ...Επαμεινþνδας!!! ΝÝα κλωτσÜ -κατÜ λÜθος και καλÜ, αλλÜ δε μας πεßθεις ρε κακεντρεχÞ- κι ΜÞτσος κüντεψε να πÝσει!
 -"Πρüσεχε που πατÜς ρε κανÜγια!", ο εξαγριωμÝνος Επαμεινþνδας.
     ΠετÜγεται πÜνω η Βαγγελßτσα Ýκπληχτη κι Ýντρομη -και φανερþνει Ýνα καταπληχτικü ζευγÜρι βυζιÜ, που παρüλο το ξÜφνιασμα, μÜγεψε το ΜÞτσο- και σκýβει να δει, φανερþνοντας κι Üλλα... τιμαλφÞ, προς μεγÜλη μα συγκρατημÝνη ευχαρßστησÞ του.
 -"Βρε χριστιανÝ μου, 
πρüσεχε που πατÜς;" Ýξαλλη η ολüγυμνη Βαγγελßτσα!
     ¹ρεμη και ντυμÝνη Þ Ýξαλλη και γυμνÞ, ιδοý ω φτ¸ρωτα, η μεγÜλη απορßα!
 -"Μα... γιατß τον Ýφερες εδþ;" της απαντÜ ηλßθια ο... Ýνοχος, εξ αιτßας του παρουσιαστικοý της. Το ü,τι τη τρþει με τα μÜτια, αγνοþντας τα τεκταινüμενα, τη διαολßζει ακüμα πιüτερο!
 -"Εγþ τον Ýφερα; ¿ρες εßναι να μου πεις τþρα, πως εßμαι και βιτσιüζα"!
 -"ΚαθÞκι!" Ο Επαμεινþνδας παρεμβÜλλει και τη δικÞ του φραστικÞν επßθεση.
 -"ΠαραφÝρεσαι. Δε φταßω γω. ΣÜματι τον εßδα";
 -"ΒÝβαια εγκληματßα! Δε φταßς εσý: Φταßω γω που δε σε φτÜνω να σου κüψω μια δαγκανιÜ στ' αχαμνÜ σου, που μας τα περιφÝρεις φüρα-παρτßδα!" λÝει φανερÜ αναστατωμÝνος ο Επαμεινþνδας. Ευτυχþς, τουλÜχιστον, αυτüς τα λÝει, αυτüς τ' ακοýει.
 -"ΤÝλος πÜντων. ΚÜτσε να τονε πÜω μÝσα κι Ýρχομαι. Και ...μÜζεψε το πουλß σου, μη βγÜλει κανεßς κανÜ μÜτι..." του λÝει πειραχτικÜ κι αστεßα η Τσιτσßδω-Βαγγελιþ.
     Ο ΜÞτσος βγÜζει το μπουρνοýζι και πÜει να μπει κÜτω απü τα σκεπÜσματα, με βιÜση. ΤραβÜ κατÜ λÜθος μια καλÞ κλωτσÜ στη κüχη του κρεβατιοý και βλαστημÜ με πüνο. ΦÞμες λÝνε πως μÝσα ο Παμεßνος το πανηγýρισε δεüντως, αλλÜ εγþ δε πιστεýω στις φÞμες. ¼ταν η Βαγγελιþ γýρισε πßσω, η θÝα της τον αντÜμειψε για τους πüνους. ΑμÝσως Ýνιωσε να μαλακþνει μÝσα του και να σκληραßνει ...Ýξω του. (ΑυτÞ η στýση δε σας φαßνεται πως πÜει να γßνει ασανσÝρ;).
     Η Βαγγελßτσα Ýκλεισε τη πüρτα της κρεβατοκÜμαρας, θÝλοντας προφανþς να προστατÝψει τα ματÜκια του Επαμεινþνδα απü τα πορνοθεÜματα, το κορμÜκι του απü τις επßβουλες κλωτσÝς του καθενüς και τον επερχüμενο οργασμü της, που Þδη τον Ýκοβε... αμφισβητοýμενο. ¸τρεξε να χωθεß στα σκεπÜσματα. Μη ξεχνÜμε πως πλησιÜζε ΔεκÝμβρης, η þρα θα 'χε πÜει σßγουρα δþδεκα και, η θÝρμανση της πολυκατοικßας εßχε κλεßσει και το κορμÜκι της εßχεν αρχßσει να παγþνει. ΑμÝσως πιαστÞκαν αγκαλιÜ για να ζεσταθοýνε κι αυτü Ýφερε τ' Üλλο και πÜει λÝγοντας... ΔηλαδÞ θα πÞγαινε αν ο ...Επαμεινþνδας... Γκντοýπ - γκντοýπ - γκοντοýπ, στη πüρτα. ΣταθερÜ και με παλμü, μα τον τοξοβüλο θεü, σας μιλÜω.
 -"Τß εßναι αυτü;" ρþτησεν ο ΜÞτσακλας παραξενεμÝνος.
 -"Ο Επαμεινþνδας..." απÜντησεν αυτÞ μελαγχολικÜ.
 -"¢νοιξε πρüστυχε, να σου σκßσω τις φτÝρνες", ο Παμεßνος απ' üξω: Γκντοýπ-Γκντοýπ-Γκντοýπ.
 -"Δεν εßναι δυνατüν!" ο ΜÞτσος, ηλßθια.
 -"Κι üμως, εßναι..." η ΒαγγÝλω με συγκαταβατικü ξεφýσημα.
 -"¢νοιξε ρε σκατüπραμα να σου κατουρÞσω το μετατÜρσιο" Γκντοýπ-γκντοýπ-γκντοýπ ο απüξω πικραμÝνος.
 -"Μα... καλÜ... δε θα κοιμηθεß;" τελεßως χαζεμÝνος και πια με ξαναπεσμÝνο... ηθικü, ο ΜÞτσος.
 -"Ναι. Σε κÜνα μÞνα... χειμÝρια νÜρκη θαρρþ..."
 -"Τß μου λες";
 -"¼πως σε βλÝπω και με βλÝπεις".
 -"Η αλÞθεια εßναι πως... δε σε βλÝπω", της λÝει παιγνιδιÜρικα και χþνεται στα σκεπÜσματα με σαφεßς... επιθετικοýς προσανατολισμοýς.
 -"ΣιγÜ... σιγÜ παιδÜκι μου..." γελþντας αυτÞ χαχανιστÜ! "Θα με φας"!
 -"¢στηνε κÜτω ρε παλιοχαραχτÞρα!", γκντουπ-γκντοýπ-γκντοýπ ο Παμεßνος.
 -"Δε πας να τονε βÜλεις κÜπου Þσυχα;" βγÜζει το κεφÜλι απü τη ...κατσαρüλα με το σορüπι, ο ΜÞτσακλας!
 -"Το κακü σου τον καιρü ρε!" ο Παμεßνος που μυρßστηκε τα βρþμικα. Γκντοýπ-γκντοýπ-γκντοýπ.
 -"¢σε, θα το χειριστþ..." ξανασηκþθηκε η Βαγγελιþ, με τις ρþγες της να βγÜζουνε μÜτια. Ο φουκαρÜς ο ΜÞτσος πÞρε πÜλι το ασανσÝρ για υπüγειο κι Üρχισε να φοβÜται πλÝον ξεκÜθαρα, πως το χαμüγελο της τýχης Þτανε φÜλτσο.
     ¼ταν ξαναμπÞκε μÝσα η Βαγγελßτσα, ο ΜÞτσος κüντευε να τονε γλυκοπÜρει.
 -"¿στε Ýτσι ε; Λßγες δυσκολιοýλες και τη κÜνουμε γυριστÞ;" του 'πε λÜγνα.
 -"¸λα δω να σου δεßξω κι εγþ ...κÜτι!" της εßπε, Üλλα üχι με σßγουρο τüνο.
     ΑλλÜ δυστυχþς ο γοφüς του τονε πüνεσε ζüρικα τþρα που 'χε χαλαρþσει και κρυþσει και με τη κßνηση που 'κανε να τη περιαδρÜξει, τονε σοýβλισε δυνατÜ. ΣταμÜτησε σα κεραυνüπληχτος.
 -"Τß Ýπαθες;" τονε ρþτησεν ανÞσυχα, αλλÜ και με μια κατασταλαγμÝνη, πλÝον, πεποßθηση πως η νýχτα τοýτη εßχε πια τελειþσει.
 -"¢σε με λιγÜκι... θα συνÝλθω...", πρÜμα που δε το καλοπßστευε μÞτε κεßνος.
     ¼λη η κοýραση, üλο το σπÜσιμο, το γÜγγλιο, ο γοφüς, η κλωτσÜ στη κüχη και το ... ασανσÝρ τον εßχανε καταβÜλλει. Θεßε ¸ρωτα, ας τον αφÞσουμε με αναστολÞ, λüγω αμφιβολιþν. Σε λιγÜκι τον εßχε πÜρει ο ýπνος, ροχαλßζοντας τρανταχτÜ. Η Βαγγελßτσα πÝρασε μαýρη νýχτα, κυριολεχτικÜ!
     Εδþ τελειþνει το δεýτερο κομμÜτι αυτÞς της πονεμÝνης ιστορßας. Παρüλο που 'χε σαν κυριþτερον Þρωα τον Επαμεινþνδα, θα το βÜφτιζα: "Τα Πρþτα Σýννεφα". Το κομμÜτι αυτü που 'χε πολý νýχτα, ελÜχιστο αλκοüλ, πολλÞ ταλαιπωρßα -τßμιοι να 'μαστε- πολλÝς ανατροπÝς και πολλÞ πßκρα. Θα περιμÝνουμε να ξημερþσει και να περÜσουμε στο... τραγικü τρßτο μÝρος αυτοý του ερωτικοý δρÜματος. Προς το παρüν, ησυχßα!
     ΧÜραξε το πρωινü και καλοχÜραξε κι ο ΜÞτσος ξýπνησε πρþτος. ΔηλαδÞ üχι ακριβþς ο ßδιος ο ΜÞτσος, Ýνα μÝρος του ΜÞτσου.
     Ο Επαμεινþνδας που δεν εßχε κοιμηθεß καθüλου üλη νýχτα, εßχε βρει πÜλι τρüπο να προσεγγßσει τη πüρτα, παρÜ το: "θα το χειριστþ" της Βαγγελßτσας, και χτυποýσε... διακριτικÜ: Γκντοýπ-γκντοýπ-γκντοýπ.
     Ξυπνþντας το ΜÞτσο, που διαπßστωσε πως ο... ΜητσÜκος εßχε ξυπνÞσει πρþτος και διεκδικοýσε τα δικαιþματÜ του. Αυτüς, σκÝφτηκε τüτε ν' απλþσει το χÝρι του και να χαηδÝψει την ευαßσθητη κοιλßτσα της Βαγγελßτσα κι αμ' Ýπος, αμ' Ýργον. ΑπαλÜ-απαλÜ, μη τη ξυπνÞσει, την Üγγιξε, τüσον απαλÜ δε, που στην ουσßα τη γαργÜλισε.
     Εκεßνη με μιαν ενστικτþδη κßνηση, τßναξε το χÝρι της και του 'σφιξε Ýνα γερü μπÜτσο στο μÜγουλο, πιÜνοντας και λßγο μýτη και λßγο μÜτι.
     Ο ΜÞτσος αλλοιθþρισε στον πüνο. Σηκþθηκε, πÞγε στο μπÜνιο κι Üδειασε τη κýστη του. ΚοιτÜχτηκε στον καθρÝφτη, εßδε τη μελανιÜ στο ζυγωματικü κοντÜ στο μÜτι, εßδε το μþλωπα στο γοφü, το πρησμÝνο κüτσι στο πüδι, εßδε και το πουλß του να 'χει χαλαρþσει εκνευρισμÝνο και ψÝλλισε στον καθρÝφτη:
 -"ΘεÝ μου φτερωτÝ και σβÝλτε, κÜνε να βγω ζωντανüς απ' αυτÞ τη περιπÝτεια κι ας μη γαμÞσω καθüλου!" και χαμογÝλασε... δηλαδÞ μüρφασε, γιατß τονε πüνεσε το χτýπημα. ¸νιωσε κενüς. Ντýθηκε και βγÞκε απü τη κρεβατοκÜμαρα. Καθþς Üνοιγε τη πüρτα, κλþτσησε πÜλι το δýστυχο Παμεßνο, που φυσικÜ τονε περιÝλουσε μ' Ýνα κÜρρο βρισßδια χελωνικÞς διαλÝχτου.
 -"Σßχτιρι, κωλüπραμα!" του πÝταξεν ο ΜÞτσος κι ετοιμÜστηκε να του ρßξει κανονικü σουτ, αλλÜ ...πρυτÜνευσε η λογικÞ. ¸ξω εßχε μια θαυμÜσια χειμωνιÜτικη λιακÜδα. ¢νοιξε τη μπαλκονüπορτα και βγÞκε. Το διαμÝρισμα βρισκüτανε στον πÝμπτο üροφο κι εßχε πολý καλÞ θÝα. ¸μεινε να τη χαζεýει, καπνßζοντας...
     Η Βαγγελßτσα ξýπνησε λßγο αργüτερα, ψιλοχαλÜστηκε που δεν τον εßδε στο κρεβÜτι, αλλÜ Ýδωσε τüπο στην οργÞ. ΧαμογÝλασε μüνη της, σχÝδιασε το μοντÝλο επßθεσης και σηκþθηκε, ντýθηκε κÜπως ελαφρÜ για την εποχÞ και πÞγε στη κουζßνα. ¸φτιαξε δυο καφεδÜκια φßλτρου, τα 'βαλε στο δßσκο, Ýρριξε και μερικÜ βουτÞματα και βγÞκε στο μπαλκüνι, που 'χε προσÝξει πως Þταν ο καλüς της. Τονε πλησßασε αθüρυβα απü πßσω και του 'σκασε Ýνα φιλß στο σβÝρκο κι Ýκατσε κει κοντÜ του.
     ΚÜτσανε κει, κÜμποσην þρα σιωπηλοß, απολαμβÜνοντας καφÝ, κÜπνισμα, θÝα και σιωπÞ. ΒλÝπετε Þτανε κι οι δυο του τýπου, πρωß σιγÞ, μÝχρι να ξυπνÞσουν üλα τα κýτταρα και μÜλιστα καλÜ-καλÜ.
     Σε λßγο, üπως Þτανε φυσικü, αρχßσανε να μιλÜνε, γενικÜ κι αüριστα στην αρχÞ, προσπαθþντας να κρατÞσουνε μακρυÜ, üλες τις δυσχÝρειες κι üχι πολý αργüτερα, πιÜσανε τα χαμουρεματÜκια και τις γλυκßτσες. Σα σπßθα σε ξερü φρýγανο, Üναψε γοργÜ το πρÜμα, φοýντωσε για τα καλÜ κι ορμÞξανε μÝσα να το συνεχßσουνε μακρυÜ απü τα üμματα των δεκαοχτοýρων κι Üλλων τινων συναφþν πετουμÝνων και μη. Δεν κλεßσανε τη μπαλκονüπορτα, μες στη φοýρια τους.
     Στη κρεβατοκÜμαρα, καθυστερÞσανε πολý στα προκαταρκτικÜ, στα γδυσßματα και τα ρÝστα, αλλÜ üσο κι αν το καθυστερεßς, τüσο το πρÜμα φτÜνει στο απερπÜτητο. ΠÝσαν οι Üμυνες, πÝσαν οι αντιρρÞσεις, πÝσαν οι αναστολÝς, πÝσαν üλα τα ροýχα και τα ρÝστα, γιατß ως γνωστüν ο ¸ρωτας εßναι αÞττητος και παντοδýναμος -μεγÜλη η ΧÜρη του.
     Ε! αφοý πÝσαν üλα τοýτα, ο ΜÞτσος, σκαρφÜλωσε στο ¼ρος της Αφροδßτης, Üδραξε κι ανÝβηκε τις ΟροσειρÝς της ΠÞδου κι ετοιμÜστηκε να εισβÜλλει στη ΣπηλιÜ του ΝταβÝλη να την σεξερευνÞσει, νικητÞς πλÝον και τροπεοýχος. Μα üλοι τους, κι ο ΜÞτσος κι η Βαγγελßτσα, κι αυτüς ακüμα-ακüμα ο Φτερωτüς Θεüς, λογαριÜζανε χωρßς τον ξενοδüχο. Που εν προκειμÝνω δεν Þταν Üλλος απü τον Επαμεινþνδα!
     Την þρα που τα στρατεýματα του ΣτρατÜρχου ΜÞτσου, ετοιμαζüντουσαν να στÞσουν Τρüπεος στη πρωτεýουσα της Βαγγελßτσας, Þτις εßχε σηκþσει üλες τις μπÜρες τüσο ψηλÜ, üσο την Ýπαιρνε ο θüλος του νου της, εßχε υψþσει κÜθε τß λευκü σε σημαßα για παρÜδοση Üνευ üρων και περßμενεν επιτÝλους τους βαρβÜτους-βαρβÜρους να μποýνε, Ýνα μεγÜλο γκντοýπ ηκοýστη και μετÜ το ηκολοýθηξεν μεγÜλη χλαπαταγÞ απü κÜτω. ΦωνÝς, κακü, φασαρßα!
 -"Αυτü το γκντοýπ κÜτι μου θυμßζει..." εßπεν ηλßθια και καβλωμÝνα, ο πολλοστÞ φορÜ κομμÝνος προ κενÞς εστßας, ΜÞτσος!
 -"Τþρα που το λες... κι εμÝνα..." εßπε ξανασασμÝνη απü την αναμονÞ, κι η Βαγγελßτσα.
     ¸μειναν για λßγο Ýτσι: ο ΜÞτσος ετοιμασμÝνος να καρφþσει κι εκεßνη απü κÜτω να περιμÝνει τον ...πÝλεκυν και τüτε κÜτι ξÜστραψε στη λογικÞ της, τþρα που 'χε καλμÜρει κÜπως. ¸βγαλε μιαν απüτομη κραυγÞ:
 -"ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ!!!!!!"
     Τß εßχε συμβεß; Τα πιτσουνÜκια μας üταν φýγαν απü το μπαλκüνι, μÝσα στις κÜψες (το ψ με βλ), ξεχÜσανε να κλεßσουνε τη μπαλκονüπορτα. Ο Παμεßνος, εßδε λιακÜδα και βγÞκε κι αυτüς. Προφανþς, -τß λÝω; προφανÝστατα- üταν εßδε πως εκεßνος ο αχþνευτος ψηλÝας θα βÜτευε τη κυρÜ του, το πÞρε βαριÜ. Το σκÝφτηκε απü δω, το σκÝφτηκε απü κει και διαπßστωσε το μÜταιο της ýπαρξÞς του. ΣκÝφτηκε πως δε θα 'θελε να ζÞσει κρατþντας αυτü το τερÜστιο βÜρος στο καβοýκι του. Την þρα που Ýφτασε στο χεßλος του μπαλκονιοý, ζýγισε καλÜ τα πρÜματα, σκÝφτηκε μελαγχολικÜ, üλες τις στιγμÝς που 'ζησε με τη κυρÜ του ευτυχισμÝνα, κι üταν Üκουσε τις ...ερεθισμÝνες κραυγοýλες προσμονÞς της Βαγγελιþς, δεν Üντεξεν Üλλο και ρßχτηκε στο κενü, βρßζοντας το καθÞκι και φωνÜζοντας λüγια αγÜπης στη κυρÜ του. ΠÝφτοντας Ýσκασε πÜνω σ' Ýνα πανÜκριβο αυτοκßνητο, που ο ιδιοκτÞτης του, συνÝβαινε να 'ναι μÝσα και να ετοιμÜζεται να βÜλει μπρος. ΧÝστηκε απü το φüβο του üταν το βαρý κορμÜκι του Παμεßνου βοýλιαξε με κρüτο την οροφÞ του και πετÜχτηκε Ýξω:
 -"Ρε! Ποιüς μαλÜκας εκεß πÜνω πετÜει χελþνες!" κραýγασε ηλßθια απü την Ýκπληξη κι αμÝσως μαζεýτηκε κüσμος περßεργος να δει και να μÜθει...
     Τα παιδιÜ πÜνω, βγÞκαν απü τη κρεβατοκÜμαρα και τρÝξανε στη μπαλκονüπορτα. Εßδανε κÜτω τον κüσμο μαζεμÝνο κι üλη τη φÜση κι αμÝσως κατεβÞκανε κι αυτοß κÜτω. ΑυτÞ üλο αγωνßα κι αυτüς üλο τσατßλα, μα συμπαρÜσταση και καλÜ. ΒλÝπετε, εßχε πÜρει το μÞνυμα, μα ακüμα διατηροýσε κÜποιες αμυδρÝς ελπßδες. Η Βαγγελιþ εκνευρισμÝνη με το ΜÞτσο που δε πρüσεξε, εκνευρισμÝνη με τη πÜρτη της που δεν Ýκλεισε τη πüρτα του μπαλκονιοý, εκνευρισμÝνη με τον Επαμεινþνδα που ενÞργησε ηλßθια και τÝλος εκνευρισμÝνη που Üλλη μια φορÜ δε πρüλαβε να παραδþσει τα ...κλειδιÜ της ΑκρüπολÞς της και συντριμμÝνη επßσης γιατß το λÜτρευε το ζωÜκι της, Ýτσι Þταν αλλüφρων κι Ýξαλλη. Τον καημÝνο, τονε τρÝξαν απü δω, τονε τρÝξαν απü κει μα και τß μπορεß να κÜνει κανεßς σ' Ýνα τüσο δα χελωνÜκι; Ζοýσεν ακüμα μα του δßνανε λιγοστÝς ελπßδες με τα τραýματÜ του. ¸τσι, τονε βÜλανε σ' Ýνα μικρü κουτÜκι, το ακουμπÞσανε δßπλα στο κρεβÜτι της, στο κομοδßνο και κÜτσανε να το προσÝχουνε.
     Εδþ να κÜνω μια μικρÞ παρÝνθεση, να μιλÞσω για λßγα πρÜματα που ξÝρω για τις χελþνες και που θα τα βρει κανεßς εýκολα με μιαν αναζÞτηση στο θÝμα. Ζοýνε πÜρα πολλÜ χρüνια, γýρω στα διακüσια, κι αυτü το χρεþνουν
οι επιστÞμονες στην Ýλλειψη Üγχους. Γιατß και το σπιτÜκι τους το 'χουνε και τη τροφοýλα τους τη βρßσκουνε καθημερινÜ και δε νιþθουνε πως κινδυνεýουν απü κÜποιον εχτρü. ¼χι φυσικÜ πως δε κινδυνεýουνε... κινδυνεýουνε και μÜλιστα πολý κι απü πολλοýς εχτροýς-θηρευτÝς. ΑυτÝς üμως δε το νογÜνε, πρÜμα που 'ναι ßδιο σα να μη κινδυνεýανε διüλου. Θεωροýνε λοιπüν πως εκτüς απü εξασφαλισμÝνη στÝγη, Ýχουνε κι εξασφαλισμÝνη προστασßα. ¸τσι λοιπüν Ýχουν αναπτýξει Ýνα πανßσχυρο ανοσοποιητικü -πρÜμα που σημαßνει πως üσο πιο λßγο Üγχος Ýχει κανεßς, τüσο πιο αλþβητο εßναι το δικü του αμυντικü σýστημα- που τις προστατεýει απü πÜσα νüσο κι ιþσεις και τα ρÝστα. Επßσης υποθÝτουν πως ακριβþς αυτÞ η Ýλλεψη Üγχους εßναι που τους χαρßζει και τη μη φθορÜ των κυττÜρων τους κατÜ το πÝρασμα του χρüνου του γλýπτη. ¸τσι, φτÜνουνε σε πÜρα πολý μεγÜλες ηλικßες, αν δε τους κÜτσει καμμιÜ στραβÞ -καλÞ þρα Þ μÜλλον... κακÞ þρα- αν δε τους φÜει κανÝναν πρωτεýον αρπαχτικü. Κι η κυριþτερη αιτßα φυσικοý θανÜτου τους εßναι -Üκουσον Üκουσον- η ...πεßνα! ΜÜλιστα, η πεßνα! Γιατß;´Γιατß μεγαλþνει Ýνα κερατÜκι στο πÜνω χεßλος του ρÜμφους τους συνÝχεια, ολÜκερη τη μακριÜ ζωÞ τους και φτÜνει σ' Ýνα σημεßο, üπου κλεßνει με το μÝγεθüς του το στüμα κι Ýτσι η χελþνα δε μπορεß να λÜβει Üλλη τροφÞ. Ποιüς ξÝρει, αν δε συνÝβαινε αυτü, ως πüσα χρüνια θα μποροýσανε να ζοýνε. Και το καλýτερο το Üφησα για το τÝλος: Απü τη πρþτη μÝρα της γÝννησÞς τους μÝχρι τη τελευταßα μÝρα της φυσιολογικÞς ζωÞς τους, εßναι κι ικανÝς να κÜνουνε σεξ αλλÜ και γüνιμες στο ν' αναπαραχθοýν μÝσω αυτοý. ΔηλαδÞ και διακοσßων ετþν η χελþνα και σεξ κÜνει κι αναπαρÜγεται... ΜÜλιστα κýριε! Εßπατε κÜτι; ΤÝλος της παρÝνθεσης κι ελπßζω τα üσα εßπα να βοηθÞσανε κÜτι...
     Η Βαγγελßτσα -κι απü κοντÜ αναγκαστικÜ κι ο ΜÞτσακλας- καθüτανε στο ... προσκÝφαλο του Επαμεινþνδα, üστις χαροπÜλευε. Τß τηλÝφωνα πÞρε, τß στο δßκτυο Ýψαξε, και τß δεν Ýκανε, για να μÜθει üλα üσα θα μποροýσε να κÜνει για να τονε σþσει. Ο δε ΜÞτσος ο ΠαρολßγοΠορθητÞς, Ýκανε βÝβαια κÜποιες προσπÜθειες να επαναφÝρει τη φÜση τη πρωινÞ, προ της απüπειρας αυτοκτονßας του Παμεßνου, μα φυσικÜ προσÝκρουσε σε κÜβο... ναι... κÜβο εßπα... κÜβο...
      Σε μιαν απ' αυτÝς, τονε πÞρε απ' τα μοýτρα:
 -"Τρελüς εßσαι; Και να μας βλÝπει ο καημÝνος ο Επαμεινþνδας... δεν εßναι σωστü..." εßπε και κλαψοýρισε.
 -"Να μη σου πω τß τον Ýχω τον καημÝνο τον Επαμεινþνδα!" της εßπεν αγαναχτισμÝνος ο ΜÞτσος, αλλÜ ...απü μÝσα του φυσικÜ.
     ΠÝρασε η νýχτα, Þρεμα για το ζευγÜρι, ανÞσυχα για τον Επαμεινþνδα και ξυπνÞσανε το πρωß, ο τραυματßας ακüμα ζοýσε. ΘÝριεψε η ελπßδα μÝσα της, πως ßσως τελικÜ τη σκαπουλÜρει και θÝριεψε η απελπισßα μÝσα του κι εßπε να τη σκαπουλÜρει.
     Με τα πολλÜ, με τα λßγα, αποφÜγανε το μεσημÝρι κι εκεßνος εßπε πως πρÝπει να πηγαßνει.
 -"Θα με αφÞσεις τþρα;" τονε ρþτησε μειλßχια.
 -"Ναι γλυκειÜ μου, πρÝπει να φýγω. ΤÝτοιαν þρα θα 'φευγα Ýτσι κι αλλιþς", της απÜντησε, ευλογþντας τη -ποιüς ξÝρει ποιÜ- ÝμπνευσÞ του, να μη ξεκαθαρßσει εξ αρχÞς την ακριβÞ þρα αναχþρησÞς του. ΣκÝφτηκε το αντßθετο, πως αν δηλαδÞ τα πρÜματα πηγαßνανε πολý καλÜ, να 'μενε μια νýχτα παραπÜνω και τελικÜ Ýτσι καταπþς πÞγανε, καλüν εßναι να φýγει νωρßς.
 -"Εßσαι τελεßως αναßσθητος!" του επετÝθη ξαφνικÜ και με σφοδρüτητα. "ΣÞκω-φýγε κι Üσε με στον πüνο και στην αγωνßα μου!" κι Ýβαλε τα κλÜματα.
 -"Εßσαι τελεßως παλαβÞ! ΛυπÜμαι... λυπÜμαι πολý... και συγνþμη για  τις τυχüν ευθýνες μου", εßπε και σηκþθηκε να μαζÝψει τα πρÜματÜ του.
 -"Εßσαι τελεßως μαλÜκας! Στα τσακßδια!" του πÝταξε λßγο πριν του βροντÞξει τη πüρτα πßσω του. ΦÞμες λÝνε πως στη φωνÞ της εßχε προστεθεß κι εκεßνη η ετοιμοθÜνατη του Επαμεινþνδα, ωστüσο ελÝγχονται πÜρα πολý για τη γνησιüτητÜ τους κι η ιστορßα μου εßναι πολý σοβαρÞ για να τις λÜβει σοβαρÜ υπüψιν.
     ¸τσι τελεßωσεν Üδοξα -Ω ΦτερωτÝ- τοýτος ο μεγÜλος Ýρως και λßγον αργüτερα, ξεψýχησε νικητÞς ο φτωχüς Επαμεινþνδας. Ο Þρωας νÜνος που üρθωσε το μικρü του ανÜστημα, σ' Ýνα κüσμο γιγÜντων με νανοσυναισθÞματα και συνετρßβη υπ' αυτþν. ¸τσι δηλαδÞ üπως συμβαßνει συνÞθως. Εικασßες πως περßμενε να φýγει πρþτα ο ΜÞτσος για ν' αφÞσει απ' τα δüντια, τη ψυχοýλα του να πετÜξει, επßσης ελÝγχονται ως αβÜσιμες...

                                                                       ΔεκÝμβρης '10

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers