Η Μαρία Νικολάου γεννήθηκε στην Αθήνα και διαμένει με την οικογένειά της. Η μεγάλη αγάπη της η ποίηση. Ασχολείται μ' αυτήν από τα εφηβικά της χρόνια. Έχει γράψει σε αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά στο παρελθόν και μια από τις νέες μεγάλες αγάπες είναι τα haiku που ήτανε κι η αφορμή να εκδώσει το πρώτο προσωπικό της βιβλίο μέσα στο 2007 με τίτλο: "Ανατολικά Της Ποίησης". Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της με ελεύθερη ποίηση και τίτλο "Σκοτεινές Πορείες Βροχής".
---------------------------------------------------------------------------------------------
Μικρά Σέπαλα
Τριαντάφυλλο
μετρά τα πέταλά του.
Ασυμβίβαστο!
*
Χροιά πύρρουλα.
Κάθε σου λέξη μιλά.
Ζηλεύει ο Γκιώνης!
*
Η νύχτα λάμπει.
Κονσέρτο δίνουν τ' άστρα
Δεν έχει θέσεις!
Αρμύρας Λέξεις
Είμαι θάλασσα
Αγριεμένο κύμα
Μα... ναυάγησα...
*
Σε βράχο γυμνό
Γαντζωμένο τ' αλάτι
Τα πουλιά διψούν!
Υάκινθοι
Απορώ στο πως
Τα πουλιά να πετάνε
Τα φίδια ποτέ...
*
Φως και χρώματα
Ο Απρίλης ξύπνησε
Και χασμουριέται!
*
Στον τοίχο σκιά
Είναι ο ήλιος θαρρώ
Που σου κρύβεται!
(αποσπ. "Ανατολικά Της Ποίησης")
-------------------------------------------------------------------------------------------
Σκοτεινές Πορείες Βροχής
Ι
Μάτια αράχνες
γλίστρησαν στο κορμί σου
την ώρα που οι λέξεις
πνιγόντουσαν στων δακρύων σου
τις λίμνες.
Κραυγές σιωπής
άγγιξαν το υπέρτατό μου πάθος
κι όπως τ' αστέρια αλυχτούσαν
μες τη νύχτα
έτσι κι εγώ
αιμορραγούσα τα φιλιά σου.
ΙΙ
Kάποτε το φεγγάρι
θα πάρει αναστολή...
Θα κρύψει το ασημί του
απ' τα μάτια μας έτσι για τιμωρία...
Κάποτε το φεγγάρι
θα βάλει τα μαύρα του γυαλιά
και θα ορκιστεί στα σύννεφα
πως δεν θα τα περάσει...
Κάποτε το φεγγάρι
θα πάψει να φαίνεται στα μάτια σου
κι εγώ θα ψάχνω να σε βρω
σε μονοπάτια σκοτεινά
κι ατέρμονες στιγμές του παρελθόντος
μόνος να σκάβεις με τα χέρια σου το χώμα
μήπως το βρεις κρυμμένο εκει και το φορέσεις...
Κάποτε το φεγγάρι θα πάρει αναστολή...
θα δεις...
και θα πονέσουμε κι οι δυο.
Κι εγώ... κι εσύ...
Γι' αυτό θρυμμάτισε
το λευκό των κυμάτων τώρα που μπορείς
και βάψου αρμύρα,
τουλάχιστον σα σβήσει εκείνο
να χω να σε βρω...
ΙΙΙ
Καθώς ατένιζα λευκούς ορίζοντες
πέρα απ' τα βλέφαρά μου
η παρουσία της αβάσταχτης στιγμής
γινόταν πιο δυνατή.
Αριθμούσα παράγωγες μνήμες.
και ξόρκιζα με Ινδιάνικες προσευχές
τον ερχομό σου.
Ελευθερία
πριν από σένα
και πέρα από σένα.
Φυσώ τον καπνό
που ενώνει το πριν και το μετά.
Χαράζω δράκοντες στα κύματα
και σ' ένα σύννεφο αφήνω
σκοτεινές σιωπές.
Αιμορραγώ και αναδύομαι
μέσα απ' τις φλέβες σου...
ΙV
Γεμίζω τα μάτια τοξικά απόβλητα
βρώμικων ψυχών.
Το συμφέρον κατακλύζει
τις φλέβες.
Στην αγορά εξαντλήθηκε η υπομονή
και η ζήτηση αθώων στιγμών μεγαλώνει.
Το όριο πιστωτικών καρτών
έφτασε στο κόκκινο κι αχρηστεύτηκαν.
Στη μαύρη αγορά μονάχα
βρίσκει κανείς αυθεντικές καρδιές
που πωλούνται πανάκριβα
αφού ζητούν μετάγγιση αίματος
για να τις δώσουν.
Και μέσα σ' όλα αυτά
να 'χεις κι εσύ στημένο ένα πάγκο
και να πουλάς τη δική σου
προκειμένου να εξοικονομήσεις
μια θέση στον κόσμο της φιλαρέσκειας.
(αποσπ. "Σκοτεινές Πορείες Βροχής")