ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÂåíÝæçò Çëßáò: Åëåýèåñç ÃëõêåéÜ ÐÝííá

   

                                                                  Βιογραφικü

     Ο Ηλßας ΒενÝζης (επßσημο üνομα Ηλßας ΜÝλλος Þταν ¸λληνας συγγραφÝας, μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν. ¸γινε γνωστüς για τα μυθιστορÞματÜ του, ΓαλÞνη, ΑιολικÞ Γη, Το Νοýμερο 31328 και το θεατρικü Ýργο Μπλοκ C. ¸γινε ο 1ος Ýλληνας συγγραφÝας που τα Ýργα του μεταφραστÞκανε σε πολλÝς γλþσσες, κÜνοντας γνωστÞ την ελληνικÞ λογοτεχνßα στο εξωτερικü.
     ΓεννÞθηκε στο Αúβαλß (ΚυδωνιÝς) της Μ. Ασßας στις 4 ΜÜρτη 1904, σýμφωνα με αυτοβιογραφικü του σημεßωμα, σýμφωνα üμως με Üλλες πληροφορßες απü επßσημα Ýγγραφα πρÝπει να 'χε γεννηθεß το 1898. Ο πατÝρας του, ΜιχαÞλ Δ. ΜÝλλος, καταγüταν απ' τη ΚεφαλονιÜ κι η μητÝρα του, ΒασιλικÞ Γιαννακοý ΜπιμπÝλα, απü τη ΛÝσβο. ΒενÝζης λεγüταν ο παπποýς του ΔημÞτριος (απü τη πλευρÜ του πατÝρα του). Εßχε 6 αδÝρφια.
     Τα πρþτα χρüνια της ζωÞς του τα 'ζησε στο Αúβαλß, μÝχρι τον Α' Παγκ. Πüλ., το 1914. Με το ξÝσπασμα του πολÝμου ο πατÝρας του και μια αδερφÞ του αποκλειστÞκανε στη Μ. Ασßα κι η υπüλοιπη οικογÝνεια κατÝφυγε στη ΜυτιλÞνη, üπου ο ßδιος γρÜφτηκε στο γυμνÜσιο. Το 1919 επÝστρεψαν üλοι στο Αúβαλß (εßχε προηγηθεß η αποβßβαση των ελληνικþν στρατευμÜτων στη Μ. Ασßα) εκτüς απ' την 'Αρτεμη, κüρη της οικογÝνειας, που πÝθανε απü επιδημßα ισπανικÞς γρßππης στη ΜυτιλÞνη. Στη λογοτεχνßα πρωτοεμφανßστηκε το 1921 με δημοσιεýσεις διηγημÜτων στο περιοδικü της Κωνσταντινοýπολης Ο Λüγος.


                Το πατρικü του στο Αúβαλß πριν τη Μικ. ΚαταστραφÞ

     Το ΣεπτÝμβρη του 1922 η οικογÝνειÜ του εγκατÝλειψε οριστικÜ πλÝον τη Μ. Ασßα. Ο ßδιος üμως, που μüλις εßχε τελειþσει το γυμνÜσιο, δε πρüλαβε να επιβιβαστεß στο πλοßο: αιχμαλωτßστηκε κι εστÜλη στα εργατικÜ τÜγματα για 14 μÞνες. Οι εμπειρßες του απ' τα εργατικÜ τÜγματα περιÝχονται στο πρþτο μυθιστüρημÜ του, "Το Νοýμερο 31328".
     ΑφÝθηκε ελεýθερος το 1923 κι επÝστρεψε στη ΛÝσβο για να βρει την οικογÝνειÜ του. Εκεß εργÜστηκε αρχικÜ στο ΠλωμÜρι ως υπÜλληλος της Διευθýνσεως ΚτημÜτων εξ ΑνταλλαγÞς του Υπ. Γεωργßας και στη συνÝχεια ως υπÜλληλος στις τρÜπεζες ΕθνικÞ κι ΕλλÜδος. Εκεß υπÞρχε αξιüλογη λογοτεχνικÞ κßνηση με πρωτεργÜτη τον ΣτρÜτη ΜυριβÞλη, (η λεγüμενη και ΛεσβιακÞ 'Ανοιξη). Αυτüς μÜλιστα τονε παρακßνησε να καταγρÜψει την αιχμαλωσßα του κι Ýλεγε χαρακτηριστικÜ üτι "του Ýμαθε πþς να κρατÜει το μολýβι στο χÝρι". "Το Νοýμερο 31328" δημοσιεýθηκε για πρþτη φορÜ σε συνÝχειες απü το ΦλεβÜρη του 1924 στην εφημερßδα ΚαμπÜνα της ΜυτιλÞνης, που διευθυντÞς της Þταν ο ΜυριβÞλης.
     Το 1927 η NÝα Eστßα βραβεýει το διÞγημÜ του "O ΘÜνατος". Eßναι η πρþτη του εμφÜνιση στα αθηναúκÜ γρÜμματα. "Το Νοýμερο 31328", που εκδüθηκε το 1931, τονε καθιερþνει σα συγγραφÝα. Εßναι μüλις 26 ετþν. Ακολοýθησαν τα μυθιστορÞματα "ΓαλÞνη", "ΑιολικÞ Γη", "¸ξοδος" κι "Ωκεανüς", που κινοýνται üλα, üπως και το πρþτο στα πλαßσια του ντοκουμÝντου, με σαφεßς επιδρÜσεις απü την ανθρωπιστικÞ ιδεολογßα του. ΟλοκλÞρωσε επßσης διηγÞματα, ιστορικÝς μελÝτες, οδοιπορικÜ και το θεατρικü Ýργο "Μπλοκ C", που πρωτοπαραστÜθηκε το 1945 απü το θßασο του ΠÝλου ΚατσÝλη.



     ΜετÜ απü μετÜθεσÞ του στο υποκατÜστημα της ΤρÜπεζας ΕλλÜδος στην ΑθÞνα, εγκαταστÜθηκε στην πρωτεýουσα, üπου εργÜστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεýτηκε την Σταυρßτσα ΜολυβιÜτη με καταγωγÞ απü το Αúβαλß, με την οποßα απÝκτησε μια κüρη, την 'Αννα. Tο ΔεκÝμβρη του 1939 κυκλοφορεß το μυθιστüρημÜ του "ΓαλÞνη", που βραβεýεται με το Kρατικü Bραβεßο Λογοτεχνßας και μ' ¸παινο Aκαδημßας Aθηνþν.
     Στη ΜυτιλÞνη εργαζüταν στη ΤρÜπεζα της ΕλλÜδος και το 1932 πÞρε μετÜθεση και εγκαταστÜθηκε μüνιμα στην ΑθÞνα. Διþχθηκε για τις πολιτικÝς του ιδÝες απü τον νüμο του Ιδιωνýμου, απ' τη δικτατορßα του ΜεταξÜ και κατÜ τη διÜρκεια της ΚατοχÞς συνελÞφθη με τη κατηγορßα üτι σε συγκÝντρωση του προσωπικοý της ΤρÜπεζας εßχε μιλÞσει για ελευθερßα. Φυλακßστηκε στο Μπλοκ C των φυλακþν ΑβÝρωφ κι η εκτÝλεσÞ του απετρÜπη Ýπειτα απü αντιδρÜσεις του πνευματικοý κüσμου. ΚατÜ τη διÜρκεια της γερμανικÞς κατοχÞς συνελÞφθη απü τα S.S. και κλεßστηκε στις φυλακÝς ΑβÝρωφ. Απελευθερþθηκε 23 μÝρες αργüτερα μετÜ απü εκκλÞσεις του Αρχιεπισκüπου Δαμασκηνοý κι Üλλων προσωπικοτÞτων της εποχÞς.
     Γνωρßζεται με üλους τους λογοτÝχνες και καλλιτÝχνες της ΓενιÜς του '30, της οποßας θεωρεßται απü τους σημαντικüτερους εκπροσþπους. Στις 14 ΔεκÝμβρη 1943 κυκλοφορεß η "AιολικÞ Γη". H Ýκδοση εξαντλεßται μÝσα σε 2 βδομÜδες. AμÝσως μετÜ τον πüλεμο, τα βιβλßα του μεταφρÜζονται σε πολλÝς γλþσσες κι εßναι τα πρþτα που φÝρνουνε την Üγνωστη ως τüτε ελληνικÞ λογοτεχνßα στον Ýξω κüσμο.
     ΜετÜ τον πüλεμο διαδραμÜτισε ενεργü ρüλο στη πνευματικÞ ζωÞ της χþρας μ' επßσημες θÝσεις üπως του Διευθýνοντος Συμβοýλου & ΓραμματÝα του Εθνικοý ΘεÜτρου,(1950-52), Διοικητικüς ΔιευθυντÞς και πρüεδρος της καλλιτεχνικÞς επιτροπÞς του (1964-1967), ιδρυτικü μÝλος της ΟμÜδας των Δþδεκα (1950), συνεργÜτης του Εθνικοý Ιδρýματος Ραδιοφωνßας (1954-1966), πρüεδρος του κινηματογραφικοý φεστιβÜλ Θεσσαλονßκης (1963-1966) κι αντιπρüεδρος του διοικητικοý συμβουλßου της ΕλληνοαμερικανικÞς ¸νωσης (1966-1970), ΑντιπροÝδρος του διοικητικοý συμβουλßου της ΕθνικÞς ΛυρικÞς ΣκηνÞς. Το 1957 εξελÝγη μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν, θÝση απü την οποßα ανÝπτυξε Ýντονη πολιτιστικÞ δραστηριüτητα.


_______________________
     "Ηταν η μÝρα που γýριζα στη ΜυτιλÞνη απü τα κÜτεργα της ΑνατολÞς. Η αποβÜθρα Þταν γεμÜτη κüσμο. Ολοι θÝλαν να μου σφßξουνε το χÝρι, να μου μιλÞσουν, να με ρωτÞσουν για τους δικοýς τους, που εßχαν μεßνει στην απÝναντι αιολικÞ γη... Τüτε πλησßασε Ýνας Üγνωστος Üνθρωπος, ο ΜυριβÞλη;! Μου 'σφιξε το χÝρι και με ρþτησε:
-Τι σκοπεýεις να κÜνεις τþρα;
-Να ξεχÜσω! εßπα απλÜ.
-ΠρÝπει να τα γρÜψεις üλα.
-¼λα; ρþτησα με αγωνßα.
-¼λα.
'Eτσι Üρχισαν üλα".

      Ο Ηλßας ΒενÝζης μüλις Ýχει γυρßσει στη ΜυτιλÞνη, ýστερα απü την αιχμαλωσßα του απü τους νικητÝς Τοýρκους στα κÜτεργα της ΑνατολÞς, και περιγρÜφει σε μια συνÝντευξÞ του («ΑπογευματινÞ», 5.6.1969) πþς ο ΜυριβÞλης τον Ýπεισε να αρχßσει να γρÜφει τα δεινÜ του. Απü αυτÝς τις προσωπικÝς μαρτυρßες προÝκυψε η Üτυπη 3λογßα
ΑιολικÞ Γη, Το Νο 31328, ΓαλÞνη, η οποßα εκφρÜζει και τις 3 περιüδους των περιπετειþν των ΕλλÞνων της αιολικÞς γης, πριν, κατÜ και μετÜ τη ΜικρασιατικÞ ΚαταστροφÞ. Το νοýμερο 31328 εßναι η ßδια η ταυτüτητÜ του, τüτε που παιδß 18 χρüνων οδηγÞθηκε απü τους Τοýρκους στα κÜτεργα της ΑνατολÞς.
-------------------------------------------

     ΠαρÜλληλα το Ýργο του γνþριζε πολý μεγÜλη επιτυχßα στην ΕλλÜδα με συνεχεßς επανεκδüσεις και στο εξωτερικü με πολλÝς μεταφρÜσεις. Το 1949 μετÜ απü πρüσκληση του State Department περιüδευσε στις ΗΠΑ, üπου πραγματοποßησε διαλÝξεις και συνεντεýξεις. ΤιμÞθηκε με το Α' Κρατικü Βραβεßο Λογοτεχνßας και τον ¸παινο της Ακαδημßας Αθηνþν, 1940 για τη "ΓαλÞνη".
     Τα 3 τελευταßα χρüνια της ζωÞς του (1971-1973) υπÝφερε απü σοβαρü πρüβλημα υγεßας. ΠÝθανε στις 3 Αυγοýστου 1973 στην ΑθÞνα, απü καρκßνο του λÜρυγγα. Κηδεýτηκε και τÜφηκε στα ΜÞθυμνα της ΛÝσβου.

===================

                                                                  Αντιγüνη

     ¸βρεχε σιγανÜ. Οι δυο γυναßκες, η μητÝρα της ΚαστοριÜς κι η αδερφÞ της ΘÞβας, κÜθονταν εκεß κÜτω απü το δÝντρο, λßγο πÝρα απ' τον κρεμασμÝνο. Ακοýγανε τη βροχÞ στα φýλλα. 
 -"Πüσες μÝρες εßπες εßναι";
 -"ΣÞμερα εßναι τÝσσερες. Πüσο θα τον αφÞσουν ακüμα";
     ΚÜθε πρωß, λÝει, Ýρχεται Ýνας Γερμανüς στρατιþτης να βεβαιωθεß πως κανÝνας δεν Üγγιξε τον κρεμασμÝνο, πως εßναι εκεß. Και κÜθε βρÜδυ. Στερεüτυπα. ¸ρχεται, κοιτÜζει, φεýγει. Χτες Þτανε πρþτη μÝρα που τα κορÜκια κÜμανε να κατεβοýνε στον κρεμασμÝνο. Γι' αυτü η αδερφÞ τüλμησε να πλησιÜσει το γερμανü το βρÜδυ, σαν Þρθε.
 -"Πüτε;" του εßπε κι Ýκλαιγε. "Πüτε θα μας τον δþσετε να τον θÜψουμε";
     Ο γερμανüς δεν καταλÜβαινε. Εκεßνη του Ýκανε χειρονομßες, μια τα χÝρια πηγαßνανε στο κρεμασμÝνο σþμα, μια στο λÜκκο του μικροý αδερφοý. Ο γερμανüς σÞκωσε τους þμους.
 -"Δε ξÝρω!" εßπε αδιÜφορα κι Ýφυγε.
     ΒρÝχει σιγανÜ. Ο λÜκκος του μικροý αδερφοý εßναι μισüγεμος. ¼ταν το σþμα του εναποτÝθηκε μÝσα του, Ýπεσε πÜνω του Ýνα ελαφρü στρþμα γη, πÝντε-δÝκα δÜχτυλα. Δεν αφÞσαν το μεγÜλο αδερφü να ρßξει πιο πολý. Ανυπομονοýσαν. ¸τσι ο λÜκκος μÝνει, περιμÝνοντας το δεýτερο σþμα. ¸πειτα πÜλι γη. ¸τσι: Ýνα σþμα, Ýνα γη· Ýνα σþμα, Ýνα γη.
     ΒρÝχει. Η γη του λÜκκου πÞρε, πÞρε νερü, πüτισε το σþμα απü κÜτω, τþρα στÝλνει πßσω το νερü. Το νερü κÜνει μικρÝς-μικρÝς λακκοýβες.
     Πüση þρα πÝρασε; Σα να 'ναι αιþνας. Η γυναßκα της ΚαστοριÜς αισθÜνεται τη κοýραση να περνÜ στα μÝλη της, στο αßμα, στα νεýρα. ΣφÜλιξε τα μÜτια. ¼λα σα να γßνονταν μακρινÜ, απßθανα.
 -"Ποý εßμαι;" μουρμουρßζει μÝσα της. "Πþς βρßσκομαι εγþ πλÜι σ' Ýνα κρεμασμÝνο; Χτες Þταν Ýνας τρελüς κι Ýνα λιοντÜρι. ΣÞμερα εßναι Ýνας κρεμασμÝνος. Τß γυρεýω εγþ"; Τßναξε απüτομα το κεφÜλι της, να διþξει την εγκατÜλειψη.
 -"Τα παιδιÜ μου!" εßπε. "ΠρÝπει να γυρßσω στα παιδιÜ μου".
 -"Ναι, πρÝπει να γυρßσεις, το καταλαβαßνω. Τß þρα να 'ναι"; 
 -"Μα το μεσημÝρι θα πÝρασε. Μπορεß να γýρισε ο οδηγüς. Μπορεß να φýγουμε".
 -"Ναι, πρÝπει να γυρßσεις. Εγþ θα μεßνω ακüμα".
     Θα μεßνει ακüμα;
 -"Ποý θα μεßνεις;" της λÝει. "Εßναι Ýρημα. Εßναι Üγρια".
     Την ßδια στιγμÞ ακοýστηκαν τα φτερÜ. ¸ρχονταν. 
 -"Κοßταξε!" εßπε η αδερφÞ της ΘÞβας ανατριχιÜζοντας κι Ýπιασε με δýναμη το μπρÜτσο της Üλλης γυναßκας. "Κοßταξε εκεß! Να τα πÜλι! ¹ρθαν"!
     ¹ταν δυο κορÜκια. ΚÜθισαν στο ψηλü κλαδß του πεýκου, σα να θÝλαν να βιγλßσουν τι γßνεται, να μυριστοýν. Ταπ τα φτερÜ, πÞδησαν στο χαμηλüτερο κλαδß. ΔειλÜ. ΔισταχτικÜ. Ταπ. Το κρεμασμÝνο σþμα τα Ýσερνε, τα καλοýσε. Η αδελφÞ της ΘÞβας σκýβει, παßρνει πÝτρα, τη ρßχνει στο πεýκο.
 -"Ξ-ξ-ξ-ξ!" φþναζε κι Ýκλαιγε. "Εßδες; Εßδες γυναßκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!" -και κουνοýσε τα χÝρια της να διþξει τα κορÜκια να φýγουν. Φýγαν. ΠÜλι η σιγανÞ βροχÞ.
 -"Εγþ θα πηγαßνω", λÝει πÜλι η γυναßκα της ΚαστοριÜς. "Σ' αφÞνω".
 -"Στο καλü. Εγþ θα μεßνω. ºσαμε που να 'ρθει η νýχτα".
     Η ΚαστοριανÞ τþρα Ýτρεχε να φτÜσει στο φορτηγü. ΞαφνικÜ της πÝρασε η ιδÝα πως το φορτηγü μποροýσε να εßχε φýγει. Να την γυρÝψαν μÜταια, να μην τη βρßσκαν, και να φýγαν. 
 -"Παναγßα μου! Τß Ýκαμα κι απολησμονÞθηκα;" Ýλεγε κι Ýτρεχε.
     Το φορτηγü Þταν πÜντα εκεß, στη θÝση του. Ο οδηγüς ακüμα δεν εßχε γυρßσει. ¼λοι Þταν ζαρωμÝνοι μες στο φορτηγü, γιατß üξω Ýβρεχε. Τα παιδιÜ της χýμηξαν απÜνω της. 
 -"Τß Ýγινες και μας Üφησες; Τß Ýγινες και μας Üφησες;" κλαßγαν και τη φιλοýσαν.
 -"ΜωρÜ μου, τι Ýγινα!... ΣωπÜστε. Εßχα αποξεχαστεß. ΣωπÜστε". 
 -"Μπας κι Ýφερες τßποτα; Δε βαστþ πια", εßπε το μεγÜλο και κοßταζε τα χÝρια της. 
 -"Μωρü μου, κÜμε κουρÜγιο να 'ρθει η νýχτα. Τüτες θα 'χουμε φτÜσει σε πολιτεßα. Θα μας δþσουν να φÜμε".
     Κανεßς Üλλος δε μιλοýσε στο φορτηγü. Η γυναßκα της ΘρÜκης εßχε κουκουλþσει τα δυο παιδιÜ της, που ακουμποýσαν το κεφÜλι στα γüνατÜ της. ΑυτÜ εßχαν ησυχÜσει, τα εßχε πÜρει ο ýπνος. ΑπÜνω τους αγρυπνοýσαν τα μÜτια της μÜνας τους. ΘολÜ, μεγÜλα. Κι η γριÜ της ΘρÜκης σþπαινε. Κι αυτÞ με κλειστÜ μÜτια. Δεν Þξερες αν κοιμüταν. 
 -"Ο Ýμπορος;… Τß Ýγινε ο Ýμπορος;" ρþτησε η ΚαστοριανÞ.
 -"Εßπε πως μοýδιασε. Εßπε πως θα πÜρει το δρüμο της ΘÞβας με τα ποδÜρια. Θα μας περιμÝνει εκεß". 
 -"Κι αν μας τýχει τþρα τßποτα;" σκÝφτηκε η γυναßκα της ΚαστοριÜς. "Γυναßκες καταμüναχες καθþς εßμαστε…"
 -"Τß να μας τýχει;" γρýλισε βραχνÜ η γριÜ ανοßγοντας τα μÜτια. "Τß Üλλο φοβÜσαι εσý να σου τýχει";
 -"¼χι για μÝνα. ΛÝω για τοýτα", κι Ýδειξε τα παιδιÜ. 
 -"Κι αυτÜ τß; Τß Üλλο απü πεßνα Ýχουνε να φοβηθοýνε; Την Ýχουν". 
 -"¸τσι το 'πα".
     Η þρα περνÜ. ¼ξω η βροχÞ. ΣιγÜ. ΣιγÜ. Η νÜρκη. 
 -"Εßναι Ýνας κρεμασμÝνος üξω", λÝει η ΚαστοριανÞ, σα να πρÝπει να ξομολογηθεß. 
 -"Τß εßναι εßπες;" τα παιδιÜ της τινÜχτηκαν απ' την ακαταμÜχητη λÝξη. "Εßπες εßναι Ýνας κρεμασμÝνος; Εßναι, αλÞθεια, Ýνας κρεμασμÝνος";
 -"Ποý εßναι ο κρεμασμÝνος;" ρþτησε ξαφνιασμÝνη κι η γυναßκα της ΘρÜκης. "ΑλÞθεια εßναι κρεμασμÝνος";
 -"Ποý εßναι; Ποý εßναι;" φþναζαν τþρα τα παιδιÜ και ξεσηκþθηκαν, ανυπüμονα να παν. 
 -"¸τσι το 'πα", εßπε μετανιωμÝνη η ΚαστοριανÞ. "¸τσι το 'πα. Δεν εßναι τßποτα".
 -"Α"!
     Λßγη αναταραχÞ εßχε γßνει. ΠÜλι Ýπεσε.
 -"Πüτε θα γυρßσει ο οδηγüς; Πüτε θα γυρßσει να φýγουμε";
 -"Κι αν δε γυρßσει; Κι αν Ýρθει η νýχτα και δεν τα καταφÝρει να σιÜξει τη μηχανÞ και να γυρßσει";
 -"¼πως και να 'ναι θα γυρßσει".
     Η σιγανÞ βροχÞ, το κρýο, η νÜρκη. Ο Þλιος ολοÝνα θα χαμηλþνει πßσω απü τα σýννεφα. Φαßνεται απ' το φως της μÝρας που σκουραßνει. Η ησυχßα, η νÜρκη. Τα αυτοκßνητα που ανεβαßνουν, που κατεβαßνουν το δρüμο, βρεμÝνα, κατÜκλειστα, δε δßνουν καμιÜ αßσθηση ζωÞς, φεýγουν σαν φαντÜσματα να χωθοýν στο ποýσι. Η νÜρκη. Η γυναßκα της ΚαστοριÜς θα Þθελε να κλεßσει τα μÜτια της, üλα να σβÞσουν, üλα να εßναι üνειρο. ¸να κατακüρυφο σχÞμα κÜτω απü κλαδß πεýκου πßνει νερü απ' τα φýλλα του πεýκου. Κι αυτü θα 'ναι üνειρο.
     ΞαφνικÜ, ενþ τα χÝρια της βÜραιναν, το εßδε. ΠÝρασε απ' τη πßσω μεριÜ του αυτοκινÞτου, απ' την ανοιχτÞ του μποýκα. ΓρÜφτηκε μια στιγμÞ στον θολü αγÝρα: Ýνα μαýρο πουλß. ΠÝρασε.
 -"Θε μου!" εßπε και τινÜχτηκε η γυναßκα της ΚαστοριÜς. "Θα τραβÜ για κει".
 -"Τß εßπες;" λÝει η γριÜ.
     Η Üλλη την κοßταξε επßμονα, ανÜλγητα.
 -"Θα παραλογÜς εσý λÝω! Δεν κατακÜθεσαι πια; Δεν κατακÜθεσαι";
     Το κατακüρυφο σχÞμα, το μαýρο πουλß, η μικρÞ αδερφÞ της ΘÞβας. Η γυναßκα της ΚαστοριÜς σηκþνεται. 
 -"ΘÝλω να ξεμουδιÜσω λßγο. ΠÜλι θα βγω λßγο". 
 -"Ποý θα πας; Ποý θα πας;" λÝνε τα παιδιÜ της. "Να 'ρθουμε κι εμεßς";
 -"Δεν βλÝπετε; ΒρÝχει. Καθßστε εδþ. Μπορεß να σας φÝρω τßποτα".
     Κατεβαßνει. Στην αρχÞ περπατÜ με προφýλαξη, να μη τσαλαβουτÜ στους λÜκκους με το νερü. ¾στερα τα βÞματÜ της ανοßγουν ολοÝνα. Σε λßγο τρÝχει σα να τη κυνηγοýν. ΤρÝχει. Στρßβει το δρüμο. Το πεýκο εßναι εκεß, λßγο θολü μες στη βροχÞ. ΤρÝχει. 
 -"Αχ"! ¸πεσε πÜνω στην αδερφÞ της ΘÞβας στενÜζοντας με ανακοýφιση. ¸κλαιγε. 
 -"Τß εßναι;" λÝει η κüρη.
 -"Τßποτα. ¸λεγα πως δε θα 'σουν, πως κÜτι θα σοý 'τυχε".
     Τß να της τýχει; ¸μενε πÜντα εκεß. ΚοντÜ στο μισüγεμο λÜκκο του μικροý αδερφοý, κοντÜ στο πεýκο του μεγÜλου. 
 -"Μπας κι Þρθε; Το εßδα που πÝρασε. Το κορÜκι". 
 -"¹ρθαν πÜλι. Δεν Þταν Ýνα. ¹ταν πολλÜ. ΠÜλι τα 'διωξα".
     Τþρα πια η μικρÞ αδερφÞ δεν κλαßει. Φαßνεται κουρÜστηκε. Τα μÜτια της εßναι κüκκινα. Μüνο που κÜθε τüσο σκοτεινιÜζουν, σα να δουλεýει πßσω τους η απüφαση. ΣιγÜ. ΣιγÜ. Μουρμουρßζει. Μüλις ακοýγεται. 
 -"ΛÝω τη νýχτα... Τþρα που μÜθανε... Τþρα αρχßζω να φοβÜμαι τη νýχτα".
 -"Τß εßναι τη νýχτα";
 -"ΛÝω μπας κι Ýρθουν τη νýχτα. Πετοýν τα κορÜκια τη νýχτα; Δεν ξÝρω. ΠÜλι".
 -"Λες να πετοýν τη νýχτα";
 -"Μπορεß".
     ΠÜλι το σκοτεινü φως περνÜ απ' τα μÜτια σαν αστραπÞ. Η αδερφÞ της ΘÞβας δεν εßναι πια η ßδια γυναßκα, αυτÞ που Ýκλαιγε, που μοιρολογοýσε. Το πρüσωπü της Ýχει γßνει τραχý, üσο πÜει γßνεται πιο πολý. Γυρßζει αργÜ τα μÜτια δεξιÜ, ζερβÜ, σα να θÝλει να μυρßσει τον αγÝρα, ν' ανιχνÝψει τον κßνδυνο. Ησυχßα. Ακüμα και τ' αυτοκßνητα που περνÜνε λßγο πÝρα απü κει, στο δρüμο, σα να 'ναι φαντÜσματα θολÜ. Διαβαßνουν, φεýγουν.
 -"Θ' ανεβþ στο πεýκο", λÝει σιγÜ.
     ΒγÜζει το μαχαßρι απ' τον κüρφο της. ΑργÜ. Τα μÜτια της δεν ξεκολνοýν τþρα απ' το σκοινß, απ' το κεφÜλι του κρεμασμÝνου.
 -"Τß εßναι να κÜμεις;" ρωτÜ η ΚαστοριανÞ.
     ΛÝει Þσυχα: 
 -"Θα τον θÜψω".
 -"Κακüμοιρη! Τß μελετÜς;" λÝει τρομαγμÝνη η Üλλη, απροετοßμαστη ακüμα να το δεχτεß. "Κι αν σε πιÜσουν; Θα σβÞσει πια με σÝνα ολÜκερο το σπιτικü σας! Κακüμοιρη, τß μελετÜς";
     Η Üλλη κÜνει μια κßνηση με το χÝρι:
 -"Μη με βαστÜς. Το πÞρα απüφαση".
     Προχωρεß σιγÜ, χωρßς προφýλαξη, χωρßς ταραχÞ πια στο πρüσωπο, στα βÞματα. ΓαλÞνη που εßναι τþρα σ’ αυτü το πρüσωπο το στεφανωμÝνο με καστανÜ μαλλιÜ.  
 -"Τß πας να κÜμεις; Τß πας να κÜμεις"!
     Η κüρη προχωρεß πÜντα στο κορμü του πεýκου. Η Üλλη, σα μαγνητισμÝνη, βλÝπει τα βÞματα που πορεýονται. Τα βÞματα φωνÜζουν. ΔιστÜζει. Τα βÞματα φωνÜζουν. Αρχßζει να τ' ακολουθÜ. ¼μως αυτÞ, η ΚαστοριανÞ, τρÝμει. Το νιþθει στα γüνατÜ της, στα χÝρια, στη καρδιÜ. ΚοιτÜ καταφοβισμÝνη γýρω της. Ωστüσο ακολουθÜ σαν υπνωτισμÝνη.
 -"Τß πας να κÜμεις; Τß πας..."
     Η αδερφÞ της ΘÞβας Ýφτασε στο πεýκο. Τα χÝρια της δεν εßναι λεýτερα, κρατοýν το μαχαßρι. ΒÜζει το μαχαßρι στα δüντια της, το δαγκÜνει. Τþρα τα χÝρια της εßναι λεýτερα. ΑγκαλιÜζουν το δÝντρο. Αρχßζει να σκαρφαλþνει. Το δÝντρο εßναι υγρü, τα χÝρια γλιστροýν. Ξαναρχßζει. Τþρα δεν υπÜρχει ο κρεμασμÝνος, δεν εßναι εκεß πλÜι. Τþρα üλα εßναι πυκνωμÝνα στον κορμü, δεν υπÜρχει παρÜ Ýνας κορμüς κι Ýνα κλαδß ψηλÜ. ºσα! ºσα! Τα χÝρια, τÝλος, φτÜνουν στο σταυρü του δÝντρου, εκεß που αρχßζουν τα κλαδιÜ. Τον κρατοýν γερÜ το σþμα ανεβαßνει. Τþρα βιÜζεται. Ακουμπþντας τα χÝρια στα κλαδιÜ σκýβει, σÝρνεται, γλιστρÜ. Λßγο ακüμα! Λßγο!
 -"ΓλÞγορα! ΓλÞγορα!" φωνÜζει σιγανÜ η ΚαστοριανÞ απü κÜτω, ολοÝνα κοιτÜζοντας δεξιÜ-ζερβÜ.
     Τα χÝρια, ψηλÜ, πιÜνουν το σκοινß. Τα χÝρια παßρνουν το μαχαßρι απü τα δüντια. Η γυναßκα απü κÜτω βλÝπει το μαχαßρι ν' αρχßζει το Ýργο του στο σκοινß, ακοýει τον Þχο του. Σε λßγο το κρεμασμÝνο σþμα, ελεýθερο, θα πÝσει. Θα πÝσει. Ασυναßσθητα η ΚαστοριανÞ ανοßγει τα χÝρια της, αγκαλιÜζει τα πüδια του κρεμασμÝνου να τον στηρßξει. Ρßγος την περνÜ βßαια καθþς αγκαλιÜζει αυτü το γλιστερü, υγρü πρÜμα. ¼που, χραπ, αυτü γλιστρÜ μες στα χÝρια της, λευτερωμÝνο απü το δÝντρο, χαμηλþνει, αγγßζει με τα πüδια τη γη. Τα στÞθια της τþρα ακουμποýν στα στÞθια του. Εßναι Üγριο. Δεν τολμÜ να το κοιτÜξει στο πρüσωπο. Τα μÜτια της εßναι στη γη.
 -"ΓλÞγορα! ΓλÞγορα!" φωνÜζει, ενþ ολοÝνα σφßγγει απÜνω της να το στηρßξει, να μην της φýγει το κατακüρυφο νεκρü σþμα. "ΓλÞγορα"!
     Η Üλλη σÝρνεται νευρικÜ στο δÝντρο για να κατÝβει. ΒιαστικÜ αγκαλιÜζει τον κορμü. 
 -"ΓλÞγορα! ΓλÞγορα"!
     ΤÝλος η αδελφÞ της ΘÞβας πατÜ πÜλι τη γη! ΠιÜνει το σþμα του νεκροý απ' το κεφÜλι. Η Üλλη απ' τα πüδια.
 -"Στο λÜκκο! ΓλÞγορα"!
     Προχωροýν. Το σκοινß, ξεκινþντας απ' τη θελιÜ του λαιμοý, σÝρνεται στη γη, σα να συνοδεýει το σþμα. Η βροχÞ Ýχει σταματÞσει. Ο μισüγεμος λÜκκος Ýχει λßγο θολü νερü. ΚÜτω απ' το θολü νερü εßναι θαμμÝνος ο μικρüς αδερφüς. Οι γυναßκες αποθÝτουν τþρα στο λÜκκο, πÜνω απ' τον μικρü αδερφü, τον Üλλο, τον κρεμασμÝνο. ¸καμε πλαφ. Τα μÜτια των γυναικþν τεζαρισμÝνα Üγρια. Η γυναßκα της ΚαστοριÜς τüτε μüνο βλÝπει το πρüσωπο του νεκροý, που κοιτÜζει τον ουρανü. Εßναι μελαψü, απαßσιο.
 -"Γιε μου...", ψιθυρßζει.
 -"Ρßχνε! Ρßχνε!" φωνÜζει η αδερφÞ σπρþχνοντας με τις χοýφτες της το χþμα το στοιβαγμÝνο πλÜι στο λÜκκο.
     Αρχßζει κι η Üλλη να ρßχνει χþμα. ¹ταν μαλακü, δεν αντιστεκüταν. Ρßχνουν πρþτα στα πüδια, στον κορμü. Το πρüσωπο μÝνει ακüμα Üγγιχτο.
 -"Να βγÜλω αυτü...", λÝει η γυναßκα της ΚαστοριÜς.
     Το εßχαν ξεχÜσει. Ανασηκþνει το κεφÜλι, βγÜζει τη θελιÜ απ' το λαιμü. Το σκοινß εßναι σαν ζωντανü βρεμÝνο πρÜμα, σιχαμερü. Το πετÜ πλÜι. ΒγÜζει και την ταμπÝλα με τα γρÜμματα απ' το στÞθος του. Η αδερφÞ της ΘÞβας βλÝπει για τελευταßα φορÜ το πρüσωπο. Τα μουσκεμÝνα μαλλιÜ πÝφτουν στο μÝτωπο, σκεπÜζουν τα μÜτια. Με τα λασπωμÝνα της δÜχτυλα στρþνει τα μαλλιÜ, λευτερþνει τα μÜτια. Τα δÜχτυλα μÝνουν. Λßγο λÜσπωσε το μÝτωπο. Τα δÜχτυλα το καθαρßζουν το χαúδεýουν, μια. Ακüμα μια. ¾στερα αργÜ το σκεπÜζουν με το χþμα.
     Σηκþθηκαν üρθιες. Ο ιδρþτας Ýτρεχε απ' τα αγριεμÝνα πρüσωπÜ τους. ΑνÜσαιναν βαθιÜ. 'Αξαφνα ακοýστηκε, μες στη θολοýρα, σκληρüς, επßμονος κρüτος. ΟλοÝνα πλησßαζε.
 -"Αυτü εßναι", λÝει η κüρη της ΘÞβας. "¸λα! ¸ρχεται ο γερμανüς".
     Η μοτοσυκλÝτα ακουγüταν καθαρÜ, πλησßαζε. 'Αρπαξαν η μια την Üλλη απ' το χÝρι, χýμηξαν απ' την αντßθετη διεýθυνση προς το μÝρος του φορτηγοý. ¸μεινε στο χþρο του πεýκου, Ýρημο, πÜνω στον τÜφο, το μαχαßρι που Ýκοψε το σκοινß. ΓυÜλιζε. Και το πεýκο κουνοýσε τα φýλλα.
     Πρüφτασαν να κρυφτοýνε πßσω απü Ýνα βρÜχο. Εßδαν το γερμανü να κατεβαßνει απ' τη μοτοσικλÝτα, να προχωρεß στο πεýκο, ξαφνιασμÝνος να κοιτÜζει: το πεýκο, τον τüπο γýρω. Εßδε το κομμÜτι του σκοινιοý που εßχε μεßνει στο πεýκο να κρÝμεται, ¾στερα εßδε το λÜκκο. Πλησßασε. Εßδε το μαχαßρι, τη θελιÜ του σκοινιοý, την ταμπÝλα, αφημÝνα εκεß, üξω απ' το λÜκκο. ΠÞρε το μαχαßρι, ανÝβηκε στη μοτοσυκλÝτα, Ýφυγε βιαστικÜ να πÜει να δþσει το μαντÜτο.
 -"ΠÜει να το πει! Ας φýγουμε! Ας φýγουμε γλÞγορα απü δω"!
 -"Ποý να πÜμε; Ποý λες να πÜμε";
 -"¸λα στο φορτηγü μας! ¸λα κι εσý"!
     ΦτÜσαν λαχανιασμÝνες, αλλοσοýσουμες στο φορτηγü. Τα παιδιÜ φþναζαν.
 -"Τß εßναι; Γιατß εßσαι Ýτσι;" ρωτοýσε η γυναßκα της ΘρÜκης τη ΚαστοριανÞ. "Τß Ýπαθες";
 -"Τßποτα! Τßποτα"!
 -"ΠοιÜ εßν' αυτÞ";
 -"Τßποτα. Εßναι μια κοπÝλα απ' τα μÝρη εδþ, απ' τα μÝρη της ΘÞβας". Και στρÝφοντας σ' αυτÞν: "¸λα πÜνω", της λÝει και τη βοηθÜ ν' ανÝβει στο αυτοκßνητο.
 -"ΧριστÝ και Παναγßα! Δε φαινüσαστε καλÜ!" λÝει η γυναßκα της ΘρÜκης. "Εßσαστε καταλασπωμÝνες. Τß Ýγινε";
 -"Τßποτα. Τßποτα".
     Τα παιδιÜ της ΚαστοριανÞς ρωτοýσαν αν τους Ýφερε τßποτα να φÜνε. ¹ταν σα χαμÝνη, ο νους της γýριζε αλλοý, Ýτρεμε. Η πρÜξη Üρχιζε τþρα μüλις, να κÜνει το Ýργο της μÝσα της, Ýχυνε το δÝος κýματα-κýματα.
 -"Ναι..., ναι...", Ýλεγε στα παιδιÜ της να τα ησυχÜσει. "ΣωπÜστε τþρα. Το βρÜδυ θα φÜτε. Το βρÜδυ".
 -"Εγþ λÝω, εσý κüρη μου εßσαι για τα σßδερα", κÜνει η γρια της ΘρÜκης. "Δεν κÜθεσαι, λÝω, να δεις τα μωρÜ σου; Τß κÜνεις μ' αυτÜ τα πÜνε κι Ýλα; Και τοýτη εδþ τß θÝλει";
 -"Εßναι απü τη ΘÞβα. Θα τη πÜρουμε ßσαμε τη ΘÞβα".
 -"Να δοýμε τι λÝει κι ο Üνθρωπος που ορßζει το αυτοκßνητο! Τþρα κÜνεις κουμÜντο και στο ξÝνο πρÜμα";
 -"¼χι δεν κÜνω κουμÜντο. ¼μως, ποý εßναι αυτüς; Ακüμα δε φÜνηκε";
 -"Ακüμα. Μου φαßνεται πως θα ξενυχτÞσουμε εδωνÜ".
     Η þρα περνÜ. ΠÜλι εßναι ησυχßα μες στο φορτηγü. Στο δρüμο Ýξω περνοýν τ' αυτοκßνητα, γλιστροýν, φεýγουν. ΠÜλι βρÝχει λßγο.
 -"Θαρρþ πως θα ξενυχτÞσουμε εδωνÜ..."
     ΣιγÜ-σιγÜ η λÝξη σχηματßζει κýκλους, τους μεγαλþνει, ολοÝνα. Να ξενυχτÞσουν εκεß; Η αδερφÞ της ΘÞβας σα να συνεφÝρνει, μüλις. Σα να εßχε γßνει Ýνα κενü ανÜμεσα σ' αυτÞ και στο Ýργο της. Και τþρα, πÜλι γυρßζει η μνÞμη της να δεθεß με την πρÜξη.
«Να ξενυχτÞσουν εκεß; Εßπε να ξενυχτÞσουν
 -"Τß εßπε; Τß εßπε;" λÝει η γυναßκα της ΚαστοριÜς.
 -"Εßπε, μπας και δε προφτÜσει ο οδηγüς να σιÜξει τη μηχανÞ πριν νυχτþσει. Μπας και μεßνουμε τη νýχτα εδþ".
 -"Εδþ; Να μεßνουμε εδþ; ΠλÜι σ' αυτü";
     Δεν πρüλαβε ν' αποτελειþσει τη σκÝψη της. ¸να κρüτος επßμονος, βαρýς, ολοÝνα πιο ευδιÜκριτος Üρχισε να φτÜνει απ’ το μÝρος του δρüμου της ΘÞβας. Δεν Þταν αυτοκßνητο. ¹ταν σαν εκεßνον τον Üλλο, τον γνþριμο, τον δεμÝνο με την Üγρια πρÜξη τους. Μüνο που τοýτος Þταν πιο δυνατüς, πιο πυκνüς.
 -"Ακοýς";
 -"Ναι", λÝει η ΚαστοριανÞ. "Τß εßναι";
 -"'Ακουσε καλÜ"!
 -"Ακοýω! Ακοýω! Λες να εßναι..."; Λßγο στÜθηκε: "Λες να εßναι αυτüς, ο πριν";
     ¸ξαλλη πετÜχτηκε η κüρη:
 -"Εßναι αυτüς σου λÝω! Δεν εßναι αυτüς μονÜχα! Εßναι πολλοß! ¸ρχουνται! Εßναι πολλοß, κι Ýρχουνται"!
     Οι κρüτοι απü πολλÝς μοτοσυκλÝτες που πλησßαζαν δεν Üφηναν τþρα καμιÜ αμφιβολßα.
 -"¸ρχουνται οι γερμανοß! ΠρÝπει να φýγω! Θα με πιÜσουν"!
     Τα μωρÜ ξεσηκþθηκαν, οι Θρακιþτισσες, ρωτοýσαν με αγωνßα:
 -"Τß εßναι αυτÜ που λες; Τß εßναι αυτÜ; Τß γερμανοß λÝει και τß φοβÜται";
 -"¸ρχουνται οι γερμανοß! ΠρÝπει να φýγω!" φþναζε η Θηβαßα. "Φýγε κι εσý!" φþναζε στην ΚαστοριανÞ. "Φýγε"!
     Χýμηξε προς τη μποýκα του αυτοκινÞτου.
Την ßδια στιγμÞ Ýνα Üλλο φορτηγü φÜνηκε να Ýρχεται απ' τη ΘÞβα τραβþντας για τη ΛιβαδειÜ. ¹ταν σαρÜβαλο, Aγκομαχοýσε ν' ανοßξει üσο γßνεται ταχýτητα.
 -"Τß καθüσαστε εδþ!" φþναξε ο οδηγüς στο σταματημÝνο φορτηγü. "¸ρχουνται οι γερμανοß! ΘÜψαν τον κρεμασμÝνο, κι Ýρχονται! Θα σας σκοτþσουν αν σας βρουν"! Εßπε, χÜθηκε.
     Η αναστÜτωση πια μες στο φορτηγü Þταν μεγÜλη.
 -"Παναγßα μου! Τß εßν' αυτÜ για κρεμασμÝνους και για γερμανοýς;" Ýλεγε η γυναßκα της ΘρÜκης.
 -"Βιαστεßτε! Βιαστεßτε!" φþναξε η αδερφÞ της ΘÞβας, κατεβασμÝνη κÜτω. "ΚÜντε γλÞγορα"!
 -"¸ρχουμαι! ¸ρχουμαι!" μÜζευε τα παιδιÜ της η ΚαστοριανÞ. Τους Ýβαζε απü Ýνα μπüγο στο χÝρι, αυτÞ πÞρε δυο χρÜμια τους και το ταγÜρι. Ασυναßσθητα, μηχανικÜ. "'Αειντε κι εσεßς!" φþναζε στις Θρακιþτισσες. "'Αειντε κι Ýρχουνται κι εßναι φüβος! ΚÜντε γλÞγορα"!
 -"Αχ, Παναγßα μου, τß εßναι πÜλι τοýτο; Τß εßναι πÜλι τοýτο;" Ýλεγε η γυναßκα της ΘρÜκης κατεβÜζοντας τα δυο παιδιÜ της.
     ΠÞραν üλοι στα χÝρια τους ü,τι Þταν πιο πρüχειρο, κατεβÞκαν. Οι κρüτοι απ' τις μοτοσυκλÝτες Þταν πια κοντÜ. ¼που να 'ναι θα φτÜναν στη στροφÞ του δρüμου.
 -"Απü δω! Απü δω"!
     Η Θηβαßα, ξÝροντας τα κατατüπια, Ýπεσε πρþτη μες στο χωρÜφι απ' τα ζερβÜ του δρüμου. Το βρεμÝνο χþμα Þταν δýσκολο, κολνοýσε στα πüδια τους.
 -"ΕλÜτε! ΕλÜτε"!
     ΤρÝχαν. ΤρÝχαν.
 -"Να προφτÜσουμε να πÜμε κει! Εκεß θα μας κρýψει ο βρÜχος. Να προφτÜσουμε το βρÜχο"!
     Στο μικρü λüφο που υψωνüταν εκεß, ο μαýρος βρÜχος σφÜνταζε. Η βροχÞ εßχε σταματÞσει, το ποýσι αραßωνε. Κι οι κρüτοι απ’ τις μοτοσυκλÝτες σþπασαν. Σßγουρα οι γερμανοß θα εßχαν φτÜσει στο τüπο του πεýκου. Τþρα θα εξÝταζαν. ¼που να 'ναι θ' Üρχιζαν να κÜνουν Ýρευνες γýρω.
     Το μικρü κοπÜδι των κυνηγημÝνων λαχανιασμÝνο Ýφτασε στο βρÜχο. Η γριÜ βλαστημοýσε και καταριüταν.
 -"Α, που να σας πÜρει ο τρισκατÜρατος! Α, που να σας πÜρει η κατÜρα!" Ýλεγε στις δυο γυναßκες. "Σε τß μπελÜδες μας βÜλατε! Ξεβουλþστε το και πÝστε μας: Τß Ýγινε; Γιατß φýγαμε";
 -"Μßλησε λοιπüν! Τß εßναι;" Ýλεγε κι η Üλλη, η γυναßκα της ΘρÜκης. "Πες μας τß εßναι; Για τß κρεμασμÝνο Ýλεγε αυτüς; Τß Ýλεγε";
 -"ΚοιτÜξτε κει! ΚοιτÜξτε!" εßπε η αδερφÞ της ΘÞβας.
     ΠροστατεμÝνες πßσω απ' το μεγÜλο βρÜχο κοßταζαν. Ο δρüμος απü κει θα 'ταν ßσαμε οχτακüσια-χßλια μÝτρα μακριÜ. Οι γερμανοß, με τα üπλα στο χÝρι, προχωροýσαν στο δρüμο, ψÜχναν. ¸νας-δυο Üφησαν το δρüμο, μπÞκαν λßγο μες στα πλαúνÜ χωρÜφια, κοßταζαν τα χαντÜκια, γýριζαν. ΦτÜσαν στο Ýρημο φορτηγü. Το τριγýρισαν. ¸νας ανÝβηκε μÝσα. ΚÜποιος Üλλος τρÜβηξε πηγαßνοντας πßσω, να ειδοποιÞσει τον αξιωματικü τους. Γýρισαν με τον αξιωματικü. ΚουβÝντιαζαν. Φαßνεται πως παßρναν απüφαση. ¸νας στρατιþτης ανÝβηκε στο φορτηγü, κÜτι κατÝβασε, απü κει. ¾στερα Üρχισε να φÝρνει βüλτα γýρω, κουνοýσε τα χÝρια του, κÜτι Ýκανε. Σα να Ýριχνε κÜτι στο φορτηγü.
 -"Τß κÜνουν;" αναρωτιüταν στο βρÜχο, μη μπορþντας να ξεχωρßσουν καθαρÜ το τι γινüταν.
    Σε λßγο οι φλüγες τινÜχτηκαν, τýλιξαν το φορτηγü.
 -"Θε μου"!
 -"ΒÜλαν φωτιÜ! ΒÜλαν φωτιÜ"!
 -"Το καßνε"!
 -"Το καßνε! ΧαθÞκαμε"!
     Τα τελευταßα υπÜρχοντÜ τους καßγονταν μες στο φορτηγü. ¼,τι εßχαν πÜρει πριν απü λßγο στη βιασýνη τους, το βλÝπαν τþρα πως Þταν ασÞμαντο.
 -"Εßμαστε γυμνοß πια! ΠÜμε σε ξÝνο τüπο ολüγυμνοι"!
 -"Θε μου, γιατß μας τυραννÜς τüσο; Τß κÜναμε, Θε μου"; Ολοφýρονταν οι Θρακιþτισσες. Κλαßγαν τα παιδιÜ. Κοßταζαν τη φωτιÜ και κλαßγαν.
 -"Α, εσý διαολüπραμα!" μοýγκριζε η γρια στρÝφοντας στην κüρη της ΘÞβας. "Εσý 'σαι ο αßτιος! Κανεßς δε μου το βγÜζει απ' το μυαλü μου πως εσý εßσαι! Τß Þθελες, φßδι, και βρÝθηκες στο δρüμο μας";
     Χýμηξε απÜνω της, την Üρπαξε απ' τα μαλλιÜ, Ýσερνε τα νýχια της στα μÜγουλÜ της.
 -"Διαολüπραμα! ΚουτÜβι! ΠοιÜ οργÞ σ' Ýστειλε μπροστÜ μας; ΠοιÜ κατÜρα";
 -"Μη! Μη!" χýθηκε να τη γλιτþσει η ΚαστοριανÞ. "Μη, κι εßναι κρßμα πια", Ýλεγε. "ΦτÜνει η πßκρα της πια. ΦτÜνει και ξεχεßλισε! Εγþ το 'καμα. Εγþ".
     Η κüρη της ΘÞβας κÜθεται εκεß, με τα μαýρα της μαλλιÜ, με το χλωμü της πρüσωπο, ασÜλευτη, να τη δÝρνουν, να τη σκßζουν. Δεν Ýκανε καμßα κßνηση να προφυλαχτεß. Τßποτα. Μüνο Ýκλαιγε σιγανÜ, τα δÜκρυα τρÝχαν στο ατÜραχο πρüσωπο.
 -"Μη σου λÝω! Μη!" φþναζε Ýξαλλη η γυναßκα της ΚαστοριÜς. "Εγþ το 'καμα σου λÝω! Εγþ φταßω! Εγþ τον ξεκρÝμασα"! ¹ταν απßθανο, αυτÞ η σιγανÞ, η Þμερη ýπαρξη, Ýτσι που ξαφνικÜ εßχε στυλωθεß και πÜλευε και φþναζε: "Εγþ φταßω σας λÝω! Εγþ τον ξεκρÝμασα! Εγþ"!
     Τß εßπε; Τον ξεκρÝμασε εßπε; Τα χÝρια της γριÜς που χτυποýσαν την κüρη της ΘÞβας λýθηκαν, την Üφησαν.
 -"Τον ξεκρÝμασες εßπες; Ποιüν ξεκρÝμασες"; ¸βλεπε την ΚαστοριανÞ κατÜματα.
 -"Τον ξεκρÝμασα, εßπα! Αυτüν που κρÝμασαν οι γερμανοß! Τον ξεκρÝμασα και τον Ýθαψα. Κι οι γερμανοß θα σκοτþσουν αυτüν που τον Ýθαψε. Θα σκοτþσουν üποιον βρουν"!
     Χýθηκαν τα παιδιÜ της απÜνω της.
 -"ΜÜνα μου! ΜÜνα μου"!
 -"Το Ýκαμες αυτü; Το Ýκαμες αυτü;" στεκüταν σα χαζÞ και τη κοßταζε η γριÜ.
 -"Το Ýκαμα! Το Ýκαμα"!
 -"'Αχου τρισκατÜρατη! 'Αχου δαιμονισμÝνη! 'Αχου, που να σε πÜρει η κüλαση! Και τß σ' Ýνοιαζε εσÝνα για κρεμασμÝνους";
 -"Τß καθüμαστε, λοιπüν; Τß καθüμαστε;" φþναξε η γυναßκα της ΘρÜκης. "ΠÜμε να φýγουμε και θα μας φτÜσουν! ΠÜμε να φýγουμε"!
     Με τον τρüμο στα μÜτια, με χÝρια που τρÝμαν σÞκωσαν τα λßγα πρÜματα που εßχαν πÜρει μαζß τους.
 -"Ποý να πÜμε; Προς τα ποý να πÜμε";
     ¼λα τα μÜτια Þταν γυρισμÝνα στην αδερφÞ της ΘÞβας. ΑτÜραχη πÜντα, κοßταζε χαμηλÜ τον καπνü. Λßγο πÝρα απ' τον καπνü, τον τüπο του πεýκου. Σα να Þταν ξÝνη εκεß.
 -"ΕσÝνα λÝω! Ποý να πÜμε! Προς τα ποý να πÜμε";
 -"Απü δω", εßπε σιγανÜ. ΠÜλι: "Απü δω εßναι το βουνü". ΠÜλι: "Απü δω εßναι το βουνü μας".
     Τüτε üλοι σÞκωσαν τα μÜτια, το κοßταξαν. ΣτÝρεη γραμμÞ, γυμνÞ, ατÜραχη.
     ΟλοÝνα το βρÜδυ ερχüταν. ΒÜδιζαν σιωπηλοß. ΜπροστÜ η αδερφÞ της ΘÞβας, πßσω τα πρüσωπα της ΘρÜκης, τα πρüσωπα της ΚαστοριÜς. Πλησßαζαν το βουνü. Στους βρÜχους του, στα φαρÜγγια του κÜποτε εßχε ακουστεß η σπαραχτικÞ κραυγÞ. Ο τυφλωμÝνος Οιδßποδας πορευüταν για τον Κολωνü. Ο Οιδßποδας χÜθηκε. ¼μως ο θρÞνος μÝνει στο βουνü δεμÝνος με τους βρÜχους.
     ΠεριμÝνει...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers