Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Λαογραφικά 

Γλυκάς Μιχαήλ: Αδικημένος Σοφός Λόγιος

    Πριν ξεκινήσω το άρθρο οφείλω να πω πω το συγκεκριμένο, δε θα μπορούσα να το φτιάξω, αν δεν είχα τρομερή βοήθεια από τη Μαρία Θαλασσινή (κατά κόσμον Μαρία Αρκουλή), την οποίαν ευχαριστώ πάρα πολύ και της εκφράζω το βαθύτατο σεβασμό μου!  Επίσης να επισημάνω πως πλέον υπάρχει και ΓΛΩΣΣΑΡΙ , όπου, μπορείτε να το ανοίξετε παράλληλα και δίπλα κι αν βρείτε άγνωστη λέξη να τηνε δείτε εκεί!    Π. Χ.
______________________________

                            Βιογραφικό

   Ο Μιχαήλ Γλυκάς ήτανε βυζαντινός ποιητής και χρονογράφος. Έζησε τον 12ο αιώνα κι έγραψε στη λαϊκή γλώσσα της εποχής του. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Γεννήθηκε κει το 1125μ. Χ., αλλά έζησε στη Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180 μ.Χ.) και πέθανε το 1204 μ.Χ., πιθανόν κατά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Σύμφωνα με μία σημείωση του ελληνικού χειρογράφου της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, ο Μιχαήλ Γλυκάς ζει από τα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Β' Κομνηνού ως και τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. Η βασιλεία του Α' Κομνηνού του καθόρισε τη ζωή.



     Ήτανε λόγιος, ποιητής, θεολόγος και χρονογράφος.  Υπηρέτησε στην αυτοκρατορική γραμματεία ως γραμματικός μέχρι που φυλακίστηκε, ενώ παράλληλα επιδόθηκε και στην συγγραφική δραστηριότητα, ασχολούμενος κυρίως με θεολογικά θέματα, τα οποία πραγματεύτηκε τόσο σε πεζό όσο και σε έμμετρο λόγο. Αναφέρεται ότι κλείστηκε στη φυλακή (για άγνωστο λόγο) κι έγραψε από κει ένα ποίημα ή δύο επιστολές προς τον αυτοκράτορα, παρακαλώντας τον να τον ελευθερώσει. Ο Ευστρατιάδης καταλήγει στο συμπέρασμα ως αιτία φυλακίσεως του ήταν λόγω μαγείας και μαγγανείας όμως πολλοί ερευνητές κι ιστορικοί σήμερα διαφωνούν. Ο αυτοκράτορας όμως οργίστηκε εναντίον του και διέταξε να τον τυφλώσουν, ποινή που μάλλον δεν εκτελέστηκε.



     Το 1159 μ.Χ., σε νεαρή ηλικία, όπως πιστεύει ο Ευστρατιάδης, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε τυφλωση και φυλάκιση, εξ αιτίας ανεξακρίβωτου λόγου, λέει ο Τσολάκης. Δε γνωρίζουμε πόσο καιρό έμεινε στη φυλακή. Ο Legrand αναφέρει πως ο Γλυκάς φυλακίστηκε στα σκοτεινά μπουντρούμια των Νουμέρων για πολύ σοβαρούς λόγους, που ωστόσο μας παραμένουν άγνωστοι. Ο Ευστρατιάδης καταλήγει ότι ήτανε λόγω μαγείας και μαγγανείας. Ο Chalandon θεωρεί ως αιτία τη τολμηρή απάντησή του στον απολογητικό για την αστρονομική τέχνη πιττάκιο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α'. Πολιτικού αδικήματος, όπως λέει ο Moravcsik. Μάλλον, όμως, λόγω της συνωμοσίας του Θεόδωρου Στυππειώτη του «έπί του κανικλείου».
     Ο Θεόδωρος Στυππειώτης, νεότερος του Θεόδωρου Πρόδρομου, θα πρέπει να γεννήθηκε περί το 1110-1120 μ.Χ.. Διετέλεσε γραμματικός κι έπειτα έγινε ο «επί τού καvικλείου» κι επικεφαλής της πολιτικής διοίκησης του Μανουήλ Α' απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα. Οι βυζαντινοί ιστορικοί της εποχής, Χωνιάτης και Κίνναμος κι ο Ραχεβίνος ο συνεχιστής του Όθωνος του Φράιζινγκ, αναφέρουν τη σύλληψη και τύφλωση του Στυππειώτη, μολονότι διαφέρουν σε όσα λένε για τις εναντίον του κατηγορίες. Όλες μάλλον έχουν στοιχεία αλήθειας, αλλά ο Κίνναμος κι ο Ραχεβίνος εκπροσωπούνε την επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με τον Magdalino, ενώ ο Χωνιάτης την ανεπίσημη και μάλλον φανταστική, όπως απέδειξε ο Kresten.
     Σύμφωνα με το Ραχεβίνο, ο «επί του καvικλείου» είχε προσλάβει τρεις νεαρούς για να δολοφονήσουν τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τα της συνομωσίας από την αυτοκράτειρα. Σύμφωνα με το Χωνιάτη ο Στυππειώτης έπεσε θύμα των μηχανορραφιών του "λoyoθέτη τού δρόμου" Ιωάννη Καματηρού, ο οποίος ζήλευε αυτή τη συμπάθεια του αυτοκράτορα στο πρόσωπο του Στυππειώτη. Ήδη πριν από την εκστρατεία του Μανουήλ Α' στη Κιλικία ο Καματηρός συκοφάντησε τον Στυππειώτη στον αυτοκράτορα ισχυριζόμενος ότι ο «έπί του καvικλείου» δόλια και προδοτικά επέφερε την αποτυχία στις βυζαντινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ανατολικές ακτές της Ιταλίας, τις οποίες ο Μανούηλ Α' προσπαθούσε να επανακτήσει κατά τα έτη 1155-1158. Ο Κίνναμος πάλι αποσιωπά τις δολοπλοκίες του Καματηρού κι αναφέρει ως αιτία πτώσης του Στυππειώτη, τη προφητεία του για το θάνατο του Μανουήλ Α'. Καθώς οι προφητείες έχουνε σχέση με την αστρολογία ή τη μαγεία, κατ' επέκτασην καταδεικνύεται και μια απευθείας σύνδεση με τη περίπτωση του Γλυκά, γιατί τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα την ίδια περίοδο, το 1159.


                              Ο Αυτοκράτωρ Μανουήλ

     Ο Kresten κατέδειξε επίσης ότι η πτώση του Στυππειώτη συνέπεσε με τη τύφλωση του Μιχαήλ Γλυκά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στη φυλακή και που ίσως είχε εμπλακεί στην ανατρεπτική προφητεία που αποδόθηκε στον Στυππειώτη λόγω του γνωστού ενδιαφέροντός του για τις απόκρυφες επιστήμες. Αποσιωπάται όμως η πολιτική διάσταση κι από τους 2 ιστορικούς, Κίνναμο και Χωνιάτη, για τη δραπέτευση το 1159 μ.Χ., απ’ τη φυλακή του Ανδρόνικου Κομνηνού, πρωτεξαδέλφου του Μανουήλ και πιθανού διαδόχου του σύμφωνα με τις φοβίες του Μανουήλ για επαλήθευσή της προφητείας ΑΙΜΑ (Η προφητεία θα πρέπει να κυκλοφορούσε ήδη το 1169, όταν ο Μανουήλ έδωσε το όνομα Αλέξιος στο γιο του και προφανώς και πριν το 1164, όταν ο πρίγκιπας Bela της Ουγγαρίας πήρε το όνομα Αλέξιος από τον Μανουήλ κι υιοθετήθηκε ως διάδοχος του θρόνου μετά τον αρραβώνα του με τη κόρη του Μανουήλ, Μαρία. Πιθανώς όμως κι η επιείκεια, την οποία επέδειξε ο Μανουήλ στον Ανδρόνικο, να σχετίζεται με το θέμα της διαδοχής), καθώς απουσίαζε αρσενικό τέκνο για τον Μανουήλ.
     Η γερμανοθρεμμένη αυτοκράτειρα Ειρήνη είναι αυτή που ειδοποίησε τον Μανουήλ για τη δραπέτευση του Ανδρονίκου και τη πολιτική προδοσία του Στυππειώτη. Αυτά τα δύο γεγονότα από χρονολογικής απόψεως δε ξέρουμε αν ήταν απλή σύμπτωση. Όπως επίσης δε ξέρουμε αν σχετίζονταν κατά κάποιο τρόπο ο Ανδρόνικος με τον Στυππειώτη, ο οποίος ίσως έβλεπε έναν νέο ηγέτη στο πρόσωπο του Ανδρονίκου για τους δυσανασχετούντες με τη πολιτική του Μανουήλ. ’γνωστο είναι, ακόμη κι αν κατηγορήθηκε ποτέ ο Στυππειώτης για συνομωσία για να ανεβάσει τον Ανδρόνικο στο θρόνο ή για να τονε διεκδικήσει ο ίδιος.
     ’λλη μια σύμπτωση είναι ότι κι ο Ανδρόνικος ήταν κι αυτός φυλακισμένος, όπως κι ο Γλυκάς στο Μέγα Παλάτιον εκείνη την εποχή, όμως αποσιωπάται ποια ήταν η μεταξύ τους σχέση. Ο Magdalino χαρακτηρίζει εντυπωσιακή τη σύμπτωση αυτή των γεγονότων, δυσπιστεί στο γεγονός ότι δε κίνησε τη προσοχή των συγχρόνων και θεωρεί ότι η έλλειψη συσχέτισης ίσως είναι δείγμα συνειδητής επίσημης απόφασης να ελαχιστοποιηθεί η σημασία απόδρασης του Ανδρονίκου κι έτσι δικαιολογείται η σκληρή τιμωρία που επιβλήθηκε στον Στυππειώτη και το Γλυκά, ως δυνάμει υποκινητές μιας αναταραχής κι η επιείκεια που επέδειξε ο Μανουήλ στον πρωτεξάδελφό του Ανδρόνικο.
     Αν αποδεχτούμε τη χρονολόγηση της εκστρατείας του Μανουήλ Α' στη Κιλικία κατά το φθινόπωρο του 1158 ως και την άνοιξη του 1159, ο Γλυκάς θα πρέπει να τυφλώθηκε περί τα τέλη του 1158 αρχές του 1159. Είναι η περίοδος που ο Μανουήλ ολοκληρώνει επιτυχώς το έργο του πατέρα του στα αποδυναμωμένα λατινικά κρατίδια της Ανατολής, καθώς αυτά αναγνώρισαν την επικυριαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Κιλικία.
     Πως όμως συνδέεται ο Μιχαήλ Γλυκάς με τον Θεόδωρο Στυππειώτη, το αποδεικνύει και το αναλύει διεξοδικά ο Κresten. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο Γλυκάς ως yραμματικός και μέλος της αυτοκρατορικής γραμματείας ήταν υφιστάμενος του "έπί του καvικλείου" Στυππειώτη, σύμφωνα όμως με τον Oikonomides τουλάχιστον μέχρι τον 10° αι. κανείς yραμματικός δεν ήταν υφισταμενος του "έπί του καvικλείου". Ο Kresten όμως με τη βοήθεια του Kazhdan καταλήγει ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε ως κάπως διευρυμένη την ιδιότητα του γραμματικού για το Γλυκά και να τονε θεωρήσουμε μεταξύ των υφισταμένων του "επί του καvικλείου" Στυππειώτη. Συν τοις άλλοις, ο Στυππειώτης ως πρωτονοτάριος κατά το έτος 1157 είχε την εποπτεία των γραμματέων της αυτοκρατορικής διοίκησης, επομένως δεν είναι απίθανο να συνεργαστήκανε κι ο ένας να ζήτησε τη βοήθεια του άλλου στη πορεία τους στη διοίκηση.
     Δε μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε τυχαίο το γεγονός ότι οι δυο τους κατηγορήθηκαν συγχρόνως για μαγεία και κατάχρηση της αστρολογίας. Με κάποιο τρόπο εμπλεκόταν κι ο Γλυκάς στη συνωμοσία του Στυππειώτη κατά του αυτοκράτορα, αλλά μόνο ως ένας μικρός καιροσκόπος μέσα σε αυτό το σμήνος των συνωμοτών, όπως λέει ο Kresten. Κάποιο ρόλο έπαιξε σίγουρα η προφητεία του Γλυκά, ότι οι μέρες του αυτοκράτορα είναι μετρημένες. Προφητεία, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των συνωμοτών, που ήτανε δυσαρεστημένοι με τη πολιτική του Μανουήλ στην Ιταλία, κι η οποία αποτέλεσε αφορμή και μέσο της συνωμοσίας.
     Τότε φτάνει η «ύπόπτερος κελευσις από Κιλικίας» του αυτοκράτορα για τη τιμωρία του Γλυκά, όπως μας πληροφορεί σ' ένα σημείωμα μεταξύ των δύο ποιημάτων του ο Γλυκάς. Προφανώς ο αυτοκράτορας δε μπήκε στον κόπο ν' αποφασίσει και να σπεύσει να δημοσιοποιήσει την ετυμηγορία του αναφορικά μ' έναν απλό γραμματέα και το γείτονα του, αν δεν υπήρχανε κι άλλες αποφάσεις για πιο σοβαρά θέματα, που έπρεπε επειγόντως να κοινοποιηθούν στη Βασιλεύουσα και να εκτελεστούν άμεσα. Πιο σοβαρό θέμα λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι η συνωμοσία του Στυππειώτη. ’ρα η κέλευσις αφορούσε τουλάχιστον αυτούς τους δύο.
     Επομένως, η κέλευσις προφανώς πρόσταζε τη σύλληψη και φυλάκιση των συνωμοτών, την τύφλωση και τον ακρωτηριασμό του αρχισυνωμότη και την ελαφρότερη τιμωρία των καιροσκόπων συνεργατών. Της ελαφράς τιμωρίας, της ελαφράς τύφλωσης, δεν εξαιρέθηκε ο Γλυκάς. Αγγελιοφόρος της κελεύσεως ήταν ο Ιωάννης Καματηρός, λογοθέτης τοϋ δρόμου, ο οποίος μισούσε θανάσιμα το Θεόδωρο Στυππειώτη, έπl τού καvικλείου κι εποφθαλμιούσε τη θέση του.
     Ο Γλυκάς όμως διαμαρτύρεται στο ποίημα του «Στίχοι γραμματικού του Μιχαήλ του Γλυκά  ους έγραψε καθ' οv κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τιvος» (βλ. παρακάτω), το επονομαζόμενο «Στίχοι περί της φυλακής», που πολύ γρήγορα συντάχτηκε πριν την εφαρμογή της ποινής, ότι γείτονας ψευδομαρτύρησε και τον συκοφάντησε (στ. 70-85). Είναι ποίημα που λογοτεχνίζει και προσπαθεί να αποσπάσει τη προσοχή του αυτοκράτορα και δεν είναι επίσημη κατάθεση και απολογία. Σ’ ένα τέτοιο, λοιπόν, ποίημα ίσως πίσω από τον «γείτονα» αυτόν να λανθάνει μεταφορικά ένας γείτονας στην αυτοκρατορική γραμματεία και κατ' επέκταση διοίκηση, ένας άλλος υψηλότερα ιστάμενος γραμματέας, ο «έπί τού καvικλείου» για παράδειγμα ή ένας άλλος υπάλληλος της αυτοκρατορικής διοικησης κι αυτός υψηλά ιστάμενος, όπως ο Ιωάννης Καματηρός, που αποδεδειγμένα αρέσκεται στις δολοπλοκίες, τις μηχανορραφίες και τη συκοφαντία και που φθονούσε τον έπl τού καvικλείου, Θεόδωρο Στυππειώτη, όπως αποδείχτηκε.
     Στη περίπτωση που γείτονας θα ήταν ο επι του καvικλείου Θεόδωρος Στυππειώτης, αυτός κατηγόρησε τον Γλυκά ότι προφήτεψε τη πτώση του Μανουήλ Α', ρίχνοντάς του εν πολλοίς την ευθύνη, για να ελαφρύνει τη δική του θέση. Στη περίπτωση που γείτονας θα ήταν ο Καματηρός από το γειτονικό «λογοθέσιο του δρόμου», κατηγόρησε τον Γλυκά, για να εδραιώσει τη κατηγορία του εναντίον του Στυππειώτη.
     Στο ποίημά του αναφέρει ότι φυλακίστηκε λόγω μιας συκοφαντίας εκ μέρους ενός γείτονά του και διακηρύσσει την αθωότητά του. Προφανώς υπάρχει μια δυσάρεστη παρεξήγηση, την οποία ενδιαφέρεται να διαλύσει, ακόμη και με χαριτωμένα παραδείγματα, όπως αυτά της παπαδιάς, του γαιδάρου και της θάλασσας με τον πειρατή. Σίγουρα όμως ο αυτοκράτορας δε θα 'μπαινε στη διαδικασία να στείλει διαταγή στη Κωνσταντινούπολη, ενόσω ήταν σε εκστρατεία στην Κιλικία, να τιμωρηθεί κάποιος επειδή είχε κατηγορηθεί για κάτι απλό από το γείτονά του, αν η κατηγορία δεν ήταν πραγματικά πολύ σοβαρή.
     Εν τέλει ο Γλυκάς τιμωρήθηκε με ελαφρά τύφλωση και πολυετή φυλάκιση στα σκοτεινά μπουντρούμια των Νουμέρων, ενώ ο Στυππειώτης έχασε εντελώς το φως του την άνοιξη του 1159.
      Ο Κrumbacher λέει πως ο Γλυκάς μετά τη τύφλωσή του έζησεν εγκαταλελειμμένος απ’ όλους τους φίλους. Η τύφλωση όμως ήταν ελαφρά κι ο Γλυκάς αποδείχτηκε πολυγραφότατος στη συνέχεια. Έργο του είναι το δημώδες ποίημα, με παρακλητική γραφή προς τον Μανουήλ, που έγραψε από τη φυλακή το 1159 μ.Χ.. Εκείνη τη περίοδο, κατά τα έτη 1159-1164 συγκεντρώνει τις παροιμίες μες στη φυλακή κι ασχολήθηκε με τις «έξηγήσεις στις παροιμίες». Είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κάποιος ότι η συλλογή δεν είναι δικό του έργο, γιατί σε όλα τα έργα του παρατηρείται κι επαναλαμβάνεται η αγάπη του για τις δημώδεις παροιμίες, φράσεις και παραβολές. Στη τελευταία παροιμία, μάλιστα, περιέγραφε τον εαυτό του ως τον νεκρό της παροιμίας κι ικέτευε τον Μανουήλ Α' να τον βγάλει πάλι στο φώς από τον μαύρο τάφο στον οποίο μαράζωνε εδώ και 5 χρόνια. ’ρα τις είχε γράψει ως το 1164. Τον πρόλογο και τον επίλογο αυτών των παροιμιών, που αλληλοσυμπληρώνονται κι αποτελούν ένα αδιαίρετον όλο, τα ‘γραψε τον ίδιο χρόνο και τ' αφιέρωσε στον αυτοκράτορα τότε, το 1164.
     Το 1164 αφιερώνει και το δεύτερο επαινετικό ποίημα του «Έτεροι στίχοι προς το βασιλέα κύριοv Μανουηλ τον Κομνηνόν, ότε λαμπρός από Ουγγαρίας στεφανίτης ύπέστρεψεν» στον αυτοκράτορα με αφορμή τη νίκη του αυτοκράτορα Μανουήλ κατά των Ούγγρων. Προς τον Μανουήλ Κομνηνό απηύθυνε και την «ανταπολογητική» επιστολή 40 περί αστρολογίας.
     Ο Krumbacher υποστηρίζει ότι η σειρά με την οποία γράφτηκαν τα έργα είναι: πρώτα τα ποιήματα κι οι παροιμίες, μετά το Χρονικό και τέλος οι Επιστολές. Και συνεχίζει ο Krumbacher το συλλογισμό του θεωρώντας λογική αυτή τη σειρά τοποθετώντας στα χρόνια της νιότης τον πολιτικό στίχο και το επαναστατικό ύφος, στα χρόνια της ωριμότητας το Χρονικό και στα προχωρημένα χρόνια της ζυμωμένης σοφίας τα Θεολογικά Κεφάλαια. Για τις παροιμίες οριστήκανε χρονολογικά όρια. Σχετικά με το Χρονικό έχουμε ως σίγουρο terminus post quem το έτος 1118, που τελειώνει το έργο κι ένα πολύ πιθανό terminus post quem το έτος 1143, με το οποίο κλείνει ο αυτοκρατορικός κατάλογος στο τέλος του τρίτου βιβλίου.
     Το 1118 μετά τον Αλέξιο Α' Κομνηνό ανεβαίνει στο θρόνο ο Ιωάννης Β', τον οποίο το 1143 θα διαδεχτεί ο Μανουήλ Α'. Ενώ ως terminus ante quem μπορεί να θεωρηθεί το 1176, που σύμφωνα με τον Muralt είναι η χρονολόγηση ενός Πετρουπολίτικου χειρογράφου που περιέχει το Χρονικό. Ο Krumbacher το χρονολογεί μεταξύ των ετών 1161-1170, καθώς πιστεύει ότι ο Γλυκάς απευθύνεται στο νεαρό γιο του. Ο Γλυκάς όμως θα μπορούσε να θεωρεί το έργο του διδακτικό κι η διδαχή του να απευθύνεται σε οποιονδήποτε νέο ή μαθητή. Θα μπορούσε επίσης το έργο του να είναι κατά παραγγελία και να απευθύνεται στο γιο του παραγγελιοδότη.
     Το Χροvικο του Γλυκά περιλαμβάνει πέρα από ιστορία, θεολογία,
παράξενα φαινόμενα και φυσικές επιστήμες και δείχνει μία οικειότητα τόσο με τους εθνικούς, όσο και με τους χριστιανούς συγγραφείς.
     Τις επιστολές -περί τις 95- πιστεύουμε ότι ο Γλυκάς θα πρέπει να τις έγραφε παράλληλα με το χρονικό, καθότι πολλά χωρία του Χρονικού απαντώνται και στις Επιστολές ή άλλως Θεολογικά Κεφάλαια. Αυτό επιχειρείται να καταδειχτεί παρακάτω σε μία προσπάθεια που γίνεται να χρονολογηθούν οι επιστολές και να ταυτιστούν τα πρόσωπα των παραληπτών. Απηύθυνε τις επιστολές σε μοναχούς, σε ψηλόβαθμα στελέχη της αυτοκρατορικής διοίκησης και σε μέλη της ευρύτερης αυτοκρατορικής οικογένειας.
     Πάντως, σε όλα του τα έργα και κυρίως στο Χρονικό είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο κι όχι μόνο στα Θεολογικά του Κεφάλαια. ’λλωστε οι χρονογραφίες, ως γνήσια προϊόντα του βυζαντινού πνεύματος, δεν είχαν απλώς ως βάση τη χριστιανική κοσμοθεωρία, αλλά έβλεπαν και πολλές λεπτομέρειες από θεολογική σκοπιά. Μάλιστα οι Σύνοδοι των ετών 1166, 1170 κ.α. επηρέασαν το έργο του.
     Ο Γλυκάς υπήρξε αναμφίβολα ειδήμων σε θέματα θεολογίας κι είναι μάλλον απίθανο να είχε αποκτήσει τις γνώσεις του αυτές αποκλειστικά μετά την έναρξη του μοναστικού του βίου. ’λλωστε και στο ποίημα του «Στίχοι περι της φυλακής», που θεωρείται αυτοβιογραφικό, αναφέρεται στους πρώτους κιόλας στίχους ότι διάβασε πολύ στη ζωή του.
     Ήδη από τον 11° αι. με τη μεταρρυθμιστική κίνηση ευνοήθηκαν τα μοναστήρια και προωθήθηκε ο μοναχισμός, ωστόσο κυρίαρχη δύναμη στους κόλπους της Εκκλησίας του 12ου αι. αναδείχτηκαν τα μέλη της ιερατικής ιεραρχίας και κυρίως οι κληρικοί της Μεγάλης Εκκλησίας. Στις θεολογικές διαμάχες του 12ου αι. οι μοναχοί έμειναν στο περιθώριο. Σε διενέξεις με θέμα «ο πατήρ μου μείζων μου εστί» του 1156-1157 αναμείχτηκαν μόνο διάκονοι κι επίσκοποι, ενώ στις διαμάχες του 1166-1167 και μοναχοί, όμως μόνο στα τελικά στάδια και μόνο ως κατηγορούμενοι, όχι ως συνοδικά μέλη. Η τελευταία αντιπαράθεση του αιώνα, η οποία εξετάστηκε στη σύνοδο του 1199-1200 σε τρεις φάσεις, ήτανε σχετική με το χριστολογικό δόγμα και με το φθαρτό ή άφθαρτο των Θείων Δώρων της Θείας Ευχαριστίας, προκλήθηκε επί πατριάρχου Γεωργίου Β' Ξιφιλίνου από το μοναχό Μύρωνα Σικιδίτη κι εξετάστηκε κυρίως επί Ιωάννη Ι' Καματηρού. Η τρίτη φάση του ζητήματος έκλεισε απότομα με την άλωση του 1204.
     Σημειωτέον ότι το 1204 είναι και η γενικότερα αποδεκτή άποψη περί τελευτής του βίου του Γλυκά.
     Η υπηρεσία του κι η συγγραφική δραστηριότητα του καταδεικνύουν άνθρωπο ευμαθή, πολυδιαβασμένο κι εύστροφο. Παρ’ όλο που είχε τη παιδεία καθώς κατείχε τη θέση του γραμματικού και παρ’ όλο που η τάση των ανωτέρων στρωμάτων της εποχής του ήταν η χρήση της γεμάτης στόμφο αρχαΐζουσας γλώσσας, ο ίδιος χρησιμοποιούσε μια πιο λαϊκότροπη γλώσσα όχι όμως τη δημοτική. Θα 'λεγε κανείς ότι ο Γλυκάς χαρακτηριζόταν από το θάρρος της γνώμης του, που καταδεικνύουνε τόσον ο τρόπος κι η χρήση της ελληνικής γλώσσας, όσο κι οι θεολογικές του απόψεις. Η γλώσσα του έχει πολλά λαϊκά στοιχεία, αλλά δεν είναι ακριβώς η λαϊκή γλώσσα της εποχής του. Θεωρείται ότι είναι πιο κοντά στην λεγόμενη φιλολογική κοινή. Ο Beck τη χαρακτηρίζει ως «μια χωρίς συμβιβασμούς λόγια γλώσσα». Η Colonna θεωρεί ότι το στυλ του είναι αξιοσημείωτο για τη πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα του. Ενώ ο Jugie τον χαρακτήρισε πρωτότυπο μέχρι απερισκεψίας. Τέλος ο Krumbacher λέει ότι, όπως είναι φυσικό, κανένας άνθρωπος με τόσο αιρετικές τάσεις δε θα μπορούσε να φτιάξει τη τύχη του.
Ο Γλυκάς είχε μία θαρραλέα και πολύ καλά διαμορφωμένη προσωπικότητα. Έτσι, λοιπόν, αυτό το θάρρος ή θράσος είναι αυτό που τονε φέρνει αντιμέτωπο με σκληρές καταστάσεις.
     Έγραψε θεολογικά έργα και μια συλλογή παροιμιών. Το πιο γνωστό έργο του είναι η "Βίβλος Χρονική", χρονογραφία από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι το 1118 μ.Χ.. Εκεί χρησιμοποιεί παλιότερους χρονογράφους κι ιστοριογράφους (Σκυλίτζη, Κεδρηνό, Ψελλό, Ζωναρά) και δεν έχει αυστηρή ιστορική μέθοδο. Έχει παραινετικό χαρακτήρα και περιέχει πολλές διηγήσεις από τη φυσική ιστορία, θεολογικές παρεμβολές κλπ.


    
====================

Έργα Ηθικοδιδακτικά Γ'

     Στο 1ο ποίημα που έγραψε από τη φυλακή αναφέρει ότι βρίσκεται εκεί λόγω της διαβολής ενός χαιρέκακου γείτονα. Αυτά τα στοιχεία δυστυχώς δεν επαρκούν για να μας διαφωτίσουν ούτε για το ποιος ήταν ο γείτονας ούτε για το ποια ήταν η αιτία της βλασφημίας. Ο ποιητής καταδικάστηκε σε τύφλωση, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό έγινε ταυτόχρονα με τη διαταγή φυλάκισης που έδωσε ο αυτοκράτορας ή κάποια στιγμή αργότερα και αφού ήταν πια ήδη στη φυλακή. Πάντως, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς πως η μορφή της τύφλωσής του δεν πρέπει να ήταν πολύ βαριά, καθώς, όπως φαίνεται, ο Γλυκάς συνέχισε να γράφει και ύστερα από την αποφυλάκισή του.
     Εκτός από τα 2 ποιήματα που συνέταξε στη φυλακή και τη δημιουργία συλλογής παροιμιών σε μια μορφή δημώδους γλώσσας της εποχής, έχει γράψει επιπλέον μια χρονογραφία, καθώς κι 95 επιστολές θεολογικού περιεχομένου σε λόγια γλώσσα. Η χρονογραφία του φέρει τον τίτλο Βίβλος χρονική και αφηγείται -σύμφωνα με τις συμβάσεις του είδους- τα γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι το θάνατο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1118). Από την άλλη, οι περισσότερες επιστολές του, αν όχι όλες, φαίνεται πως γράφτηκαν μετά την αποφυλάκισή του κι αποτελούν σχόλια ή ερμηνείες πάνω σε διάφορα θέματα της Αγίας Γραφής· παραδίδονται με τον κοινό τίτλο «Εις τας απορίας της θείας γραφής κεφάλαια». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παροιμίες του, πολλές από τις οποίες αναφέρει και στο ποίημα κι είναι γραμμένες σε μια λαϊκή ή λαϊκότροπη γλώσσα.
     Το εξεταζόμενο ποίημα είναι γραμμένο σε 581 ιαμβικούς 15σύλλαβους και παραδίδεται μόνο στο χειρόγραφο Paris. gr. 228 του 13ου αι., φέροντας τον τίτλο «Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ους έγραψε καθ’ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρέκακου τινός». Ένας δεύτερος κώδικας, ο υπ’ αριθμόν 5719 (212) του 13ου αι. της μονής Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, παρέδιδε επίσης το κείμενο, αλλά τα φύλλα που ήταν γραμμένο έχουν χαθεί (Beck 2007, 183). Το ποίημα έχει εκδοθεί τρεις φορές μέχρι τώρα: για πρώτη φορά το 1880 από τον Émile Legrand, 12 χρόνια αργότερα, το 1892, ακολούθησαν παρατηρήσεις γι’ αυτή την έκδοση από τον Γ. Χατζιδάκι. Το 1906 ο Σ. Ευστρατιάδης, χωρίς να λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις του Χατζιδάκι, εξέδωσε ξανά το κείμενο, και, τέλος, το ποίημα ξαναδημοσιεύτηκε το 1959 από τον Εύδοξο Τσολάκη, στην έκδοση του οποίου στηρίζεται κι αυτή εδώ η ανθολόγηση.
     Το ποίημα είναι γραμμένο σε ένα ιδίωμα που παρουσιάζει, θα έλεγε κανείς, κάποιαν ανομοιογένεια, καθώς αναμειγνύονται στοιχεία της δημώδους και της λόγιας γλώσσας. Επιπλέον, στα σημεία όπου αναφέρονται οι παροιμίες μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως υπάρχουν πάρα πολλά λαϊκά στοιχεία, ενώ το ύφος σε ορισμένα χωρία θυμίζει πολύ τα σύγχρονα Πτωχοπροδρομικά, που βρίσκεται κοντά και λόγω του αυτοβιογραφικού χαρακτήρα του (Beck 2007, 182-183). Για τους παραπάνω λόγους, ο Γλυκάς αναγνωρίζεται ως από τους πρώτους συγγραφείς που δώσανε δείγματα λογοτεχνικής γραφής στη δημώδη γλώσσα, ενώ το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επηρεάζοντας ποικιλοτρόπως (γλωσσικά, θεματικά, ειδολογικά) αρκετούς από τους αξιολογότερους επώνυμους ποιητές της πρώιμης αυτής φάσης, λ.χ., τους Στέφανο ΣαχλίκηΜαρίνο Φαλιέρο και Λεονάρδο Ντελλαπόρτα.
     Η δομή που παρουσιάζει το ποίημα δεν είναι αυστηρή και το περιεχόμενό του μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Στην αρχή (στ. 1-15) ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του, λέγοντας πως είναι άνθρωπος μορφωμένος και με πείρα. Στους επόμενους στίχους (16-24) αναφέρει πως, όταν κράζει ο κόρακας, προβλέπεται χωρισμός ή θάνατος ανθρώπων. Με τα γερατειά ο άνθρωπος γίνεται σοφός και με τα χρόνια σοφότερος (στ. 25-34) και αναφέρει ένα-ένα τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει το κράξιμο του κόρακα (στ. 35-45), το οποίο θεωρεί ότι προαναγγέλλει θάνατο· παράλληλα, δείχνει να πιστεύει πως τα πράγματα στη ζωή δεν ρυθμίζονται μόνο από τη λογική. Έπειτα, αναφέρει πως κατέβηκε άγγελος από τον ουρανό, τον άρπαξε και τον έριξε ζωντανό στον ’δη εξαιτίας της συκοφαντίας ενός χαιρέκακου γείτονα (στ. 46-85). Στους στίχους 86-179 ο ποιητής, απευθυνόμενος στον αναγνώστη, αρχίζει μια μακροσκελή περιγραφή της ζωής στη φυλακή, την οποία όχι μόνο παρομοιάζει με τον ’δη, αλλά τη βρίσκει τελικά χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο και απορεί πώς ακόμα δεν έχει πεθάνει. Ακολουθεί ένα σύντομο τμήμα (στ. 180-203), όπου στρέφεται στην ψυχή του η οποία έχει χάσει τη δύναμή της και μαράθηκε. Στους στίχους 204-213 ο ποιητής δηλώνει τη βαθιά αποστροφή του για τα γράμματα, καθώς, όπως φαίνεται, τον έχει επηρεάσει πολύ η συμφορά και ο επακόλουθος ξεπεσμός του, επαναλαμβάνοντας (στ. 214-253) πως τίποτα δεν είναι χειρότερο από τη φυλακή. Στους επόμενους στίχους (254-296) προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του, στρεφόμενος και πάλι στην ψυχή του (στ. 297-443), αλλά αυτή τη φορά με μια πιο αισιόδοξη διάθεση, με ελπίδα στην ανατροπή της κατάστασης και πίστη στην τάξη, που επιβάλλει ο Θεός και στη Μέλλουσα Κρίση. Επανέρχεται γρήγορα (στ. 444-514) στην κατάσταση που επικρατεί στη φυλακή και διακρίνει τον εαυτό του από τους άλλους κατάδικους που έχουν διαπράξει φρικτά εγκλήματα, ενώ ο ίδιος είναι αθώος. Στους επόμενους στίχους (515-537) αναφέρει πως άκουσε μια άγνωστη φωνή να του μιλά παροτρύνοντάς του να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα, για να εκθέσει τα παράπονά του προκειμένου να απελευθερωθεί. Ο ποιητής απαντά στην άγνωστη φωνή, πείθοντας και πάλι για την αθωότητά του και κρίνοντας την πράξη του απεσταλμένου από τον ουρανό αγγέλου (στ. 538-573) ως εσφαλμένη. Η ίδια φωνή επανέρχεται και τον προτρέπει και πάλι να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα.

’φες ας χαίρει ως χαίρεται, κι εσύ λοιπού ως λυπάσαι,
απόλαβέ σου τα κακά,κι εκείνος τα καλά του
κόσμος, ως οίδας,έτερος ητοίμασται και κρίσις,
και βήμα φρικωδέστατον και δικαστής και βίβλοι
πάντες εκεί γεγράμεθα δακτύλω του κυρίου,
εκεί δημοσιεύονται πάντων τα κεκρυμμένα,
εκεί παραστησόμεθα και πλούσιος και πένης,
και λόγους αποδώσομεν των πεπλημμελημένων
οι πάντες ανταπόδωσιν ευρήσομεν αξίαν
των λογισμών, των εννοιών εκείνων και των τρόπων.
Εκεί ραβδούχων όμιλος, εκεί πληθύς κολάκων,
και τράπεζα πολυτελής, και παρασίτων όχλος,
και θρύψις άλλη περιττή, και κούφη φαντασία,
ασυντελής, ανωφελής, άπρακτος καθοράται
εκεί κοινόν κριτήριον και τάξις πάντων μία
ουκ ατιμάζεται πτωχός, ου παροράται πένης,
ου προτιμάται πλούσιος, ουκ έχειν παρρησίαν,
ου τάξις υπερέχουσαν και πρωτοκαθεδρίαν
ου κρύπτεται το δίκαιον, ου δώροις, ου προσώποις,
ου στόμα λάλον δύναται, και γλώσσα συκοφάντης,
ου ψεύδος παρεισάγεται, δόλος ουκ έχει χώραν.
Κριτού δικαίου κρίνοντος, πάσα δικαία κρίσις
εκεί πατήρ ουκ ωφελεί, μήτηρ ου χρησιμεύει,
μόνη των έργων η ισχύς σώζει τον κεκτημένον,
ου δάκρυσιν ο δικαστής κάμπτεται πολυρρύτις,
ου λόγοις παρακλητικοίς, ου στεναγμοίς και γόοις.
’κρω δακτύλω δεηθείς την γλώσσα δροσισθήναι,
μέσον φλογός ενέτυχεν ο πλούσιος εκείνος,
τοιάυτη γαρ ανταμοιβή κείται τοις αλαζόσι,
τοις επηρμένοις τα πολλά, και τοις καταφρονούσι
πτωχών, απόρων, ορφανών, πενήτων, αιχμαλώτων,
δούλων, αχρείων, ταπεινών, ξένων, γυμνών, αστέγων.

==========================

Περιγραφή τῆς φυλακῆς ἀπό τόν φυλακισμένο λόγιο Μ. Γλυκᾶ (12ος αἰ. μ.Χ.) σέ φυλακή («Νούμερα») τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

      (Με την αυτοβιογραφία του συνδέεται το ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά (γνωστός κι από άλλα έργα σε λόγια γλώσσα), που περιγράφει τις εμπειρίες του στη φυλακή, γενικεύει τα παράπονα σε παρατηρήσεις γνωμικού κι ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα και παρακαλεί τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει.)

ΣΤΙΧΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΥ ΓΛΥΚΑ ΟΥΣ ΕΓΡΑΨΕ ΚΑΘ᾿ ΟΝ ΚΑΤΕΣΧΕΘΗ ΚΑΙΡΟΝ ΕΚ ΠΡΟΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΧΑΙΡΕΚΑΚΟΥ ΤΙΝΟΣ

Ἤμουν παιδίν, ἐγήρασα, πολὺν διῆλθον κόσμον,
σοφῶν ἀρχαίων ἤκουσα, πολλὰς ἀνέγνων βίβλους,
πάντων ἐν πείρᾳ γέγονα, πᾶσαν ὁδὸν ἐξεῦρον,
πλάσματα πάλιν μυθικὰ καὶ λόγους γραϊδίων
ἠκριβωσάμην, ὅ φασιν, ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων,
τὴν γνῶσιν σχεῖν πειρώμενος πάντων καὶ τῶν τυχόντων,
ὡς μὴ καταβαπτίζεσθαι βυθῷ τῆς ἀγνωσίας.
Ὡς δέ τις μεγαλέμπορος θέλων πολλὰ κερδῆσαι,

δεινοῦ παντὸς ὑπερορᾷ, κατατολμᾷ θαλάσσης,

καὶ τὰ φρικτὰ καταφρονεῖ χάσματα τῶν κυμάτων,

καὶ πορρωτάτω στέλλεται πάντως ριψοκινδύνως˙

οὕτως εἰς πλάτος ἐμαυτὸν ἀφῆκα τὸ τοῦ λόγου,

κἀκεῖθεν ὅλον φορυτὸν χρυσίου καὶ μαργάρων,

καὶ θησαυρὸν πολύολβον ἐπλούτησα τὴν γνῶσιν,

πολὺν ἐμπορευσάμενος ταύτην τὴν ἐμπορίαν.

Οὕτω τὰ πάντα διελθών, οὕτως ἀποπειράσας,

τοῦτο πρὸ πάντων ἄπιστον εἶχον καὶ φλυαρίαν,

τοῦτο ψευδὲς ἐνόμιζον, ὅλως οὐκ ἐδεχόμην

τὸ λέγουσιν οἱ χωρικοὶ καὶ ὁ λόγος ὁ δημώδης:

«Ὅταν ὁ κόραξ πούποτε καθίσῃ καὶ φωνάξῃ,

ἐκεῖ σημαίνει θάνατον καὶ χωρισμὸν ἀθρόον».

Πόθεν καὶ γὰρ τοῖς κόρξιν ἀπεκληρώθη χάρις

μηνύουσι τὰ μέλλοντα καὶ προγινώσκειν τόσον,

ὥστε προλέγειν θάνατον καὶ χωρισμοὺς ἀνθρώπων;

Ἐδόκει γοῦν μοι γέλοιον καὶ ματαιολογία,

ἀλλὰ κατέλαβε καιρός, ἀλλὰ παρέστη χρόνος,

ἐν οἷς ἰδὼν πεπίστευκα καὶ καρτερῶ πιστεύειν˙

χρυσοῦς ἐκεῖνος ὁ εἰπών, ὄντως σοφίας πλήρης:

«Ὅσον γηράσκεις μάνθανε καὶ σεαυτὸν ταπείνου!»

Ἰδοὺ καὶ μαθητεύομαι καὶ κλίνω τὸν αὐχένα,

καὶ παρ’ αὐτῆς διδάσκομαι σαφέστατα τῆς πείρας

τὸ μαντικὸν τοῦ κόρακος καὶ τὰς λοιπὰς δυνάμεις,

ἃς ἐπιφέρειν εἴωθε μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους,

καθίσας ὁπουδήποτε καὶ παρ’ ἐλπίδα κράξας˙

γονεῖς ἀτέκνους καθιστᾷ, τέκνα χωρὶς γονέων,

ἐκ τῆς ἀγκάλης τῆς μητρὸς τὸ βρέφος ἀφαρπάζει,

τὸ βρέφος ἀπεστέρησε μητέρος θηλαζούσης,

πολλάκις δὲ καὶ σὺν αὐτῷ τῷ βρέφει τὴν μητέρα

ἐλέους ἄνευ ἀνασπᾷ καὶ κατασπᾷ πρὸς ᾅδην˙

φίλους, γνωρίμους, συγγενεῖς, πάντας, μικρούς, μεγάλους,

χωρίζει καὶ διίστησιν ἀθρόον ἀπ’ ἀλλήλων

ὁ κόραξ ὁ κακόφημος, ὁ κήρυξ τοῦ θανάτου˙

ἐγγύς που τὸ παράδειγμα καὶ ὁ μάρτυρας ἀφ’ ἑστίας˙

ἐπὶ προδήλοις πράγμασιν οὐ χρεία τῶν μαρτύρων,

ἀφ’ ὧν ἡμεῖς ἐπάθομεν, ἐμάθομεν ἀρκούντως.

Πρότριτα γὰρ τοῦ κόρακος ἐπάνω μου τῆς στέγης

ἐπὶ κακῷ καθίσαντος καὶ κράζειν ἀρξαμένου,

καὶ λέγειν ὅλως ἄναρθρα καὶ παρακεκομμένα˙

φοβεῖσθαι μὲν οὐκ ἤθελον, ὡς φθάσας εἶπον ἄνω,

πλὴν ἀλλ’ ὁ λόγος ὁ κοινὸς καὶ ἡ φήμη τῶν ἀνθρώπων,

ὁκάτι ὡς ἠκροεξύσπαζε καὶ συνετάρασσέ με˙

τρόμος λοιπὸν κατέλαβε καὶ φόβος τὴν ψυχή μου,

καὶ τὴν καρδίαν μου παλμός, καὶ κλόνος μου τὰ μέλη,

ἐφανταζόμην, ἔπασχον, ἔτρεμον, ἐφοβούμην,

ἐδειλαινόμην ἄμετρα, πολλὰ συνεστελλόμην,

τέρας ἰδεῖν δυσάντητον δοκῶν ἀπροσδοκήτως,

τό: «δέσποτα φιλάνθρωπε, τοῦ κόσμου σου προστάτα,

τοῦτον τὸν φόβον εἰς καλὸν ποίησον ἀποβῆναι,

καὶ τέλος δοῦναι μοι χρηστόν», λέγων οὐκ ἐπαυόμην˙

καὶ ἰδὲ τὸ ποῦ κατήντησαν ἐκείνα τὰ σημεῖα,

καὶ τέλος οἷον ἔφερεν ἐμοὶ τῷ ταλαιπώρῳ

ὁ βοασμὸς τοῦ κόρακος τοῦ βαρυφωνοτάτου.

Ἄγγελος γὰρ καταπεμφθεὶς ὕψωθεν τοῦ κυρίου,

ἀφήρπαξέ με τῶν ἐμῶν, ἐστέρησε τοῦ βίου,

καὶ ζῶντα μὲ κατήντησεν εἰς ᾅδην παρ’ ἐλπίδα,

πάσης προφάσεως ἐκτός, ὅλως ἀνερωτήτως,

καὶ κολασταῖς παρέδωκε καὶ σκότει καὶ ταρτάρῳ,

θέμενος πάντα παρ’οὐδέν, πάντων καταφρονήσας,

τοῦ λόγου, τῆς νεότητος αὐτῆς τῆς ἡλικίας.

Ἀλλ’ ὢ βασκάνου δαίμονος, ὢ πονηροῦ τελχῖνος,

ὢ μνησικάκου γείτονος, ὢ γλώσσης ψευδηγόρου,

ἥτις ἐλάλησε κακῶς σήμερον ἀδικίαν,

ἥτις ἀπεπωμάτισε τὸν τῆς ἐλπίδος πίθον,

ἥτις ἡμῖν ἐκέρασε τοῦ πόνου τὴν τρυγίαν,

καὶ κυκεῶνα θλίψεων καὶ συμφορῶν κρατῆρα,

ἥτις εἰς γῆν κατέαξε τὰ διαβήματά μου,

λόγους ψευδεῖς συνέρραψε καὶ δόλῳ μεμιγμένους,

Ἄρτι κἀγὼ συντίθεμαι τοῖς γνωματευομένοις,

συμφέρει χρόνος ὁ κακὸς καὶ κρείττων ἔνι πάντως

τοῦ γείτονος τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ συκοφαντοῦντος˙

τοῦ χρόνου γὰρ κατὰ μικρὸν συμπεριφερομένου,

συμφέρονται καὶ τὰ δεινὰ καὶ ρέουσι τῷ χρόνῳ,

ὁ γείτων δὲ παράμονος τοῖς γειτονοῦσι σκόλοψ,

συκοφαντῶν, δολορραφῶν, μοχλεύων, ἐνεδρεύων,

πόστας ἱστῶν ἀσυμφανῶς καὶ βρόχους ἐξορύσσων.

Ἀλλ’ ἐρωτᾷς τὸν θάνατον, βούλει μαθεῖν τὸν ᾅδην;

Ἅδην καλῶ τὰ Νούμερα, τὰ χείρω καὶ τοῦ ᾅδου,

ὅσον καὶ γὰρ εἰς κάκωσιν νικῶσι καὶ τὸν ᾅδην.

Ἐκεῖ γάρ, ὡς ἀκούομεν, ἀλλήλους θεωροῦσι,

καὶ τοῦτο παρηγόρημα μέγα τοῖς θλιβομένοις˙

ἐν τούτῳ δὲ τῷ ζοφερῷ καὶ βαθυτάτῳ λάκκῳ,

οὐ φῶς παρὰ τοῖς ὄμμασιν, οὐδέ τις ὁμιλία,

τὸ συνεχὲς γὰρ τοῦ καπνοῦ, τοῦ σκότους ἡ παχύτης,

ἀλλήλους οὐ παραχωρεῖ βλέπειν οὐδὲ γνωρίζειν˙

ἐκεῖ πεντηκονθήμερος καιρὸς ἐλευθερίας

κατ’ ἔτος ἅπαν δίδοται τοῖς ἀποδικασμένοις˙

ἐνταῦθα δὲ διηνεκὴς ἡ κάθερξις τυγχάνει,

ὁ γόος ὦδε μόνιμος, ἀέναος ὁ θρῆνος,

ὁ τῶν δακρύων ὀχετὸς οὐ λήγει καταρρέων˙

θλίβει μικρὸν ὁ θάνατος, ἅπαξ ἡμᾶς πικραίνει,

ἡ φυλακὴ δὲ πάντοτε κέκτηται τὴν πικρίαν˙

ὁ τέλει γὰρ χρησάμενος τοῦ βίου κατὰ φύσιν,

καὶ λειτουργήσας τῶν χρεῶν ἢ μεταστὰς τῶν ὦδε,

ἐκεῖνος ἅπαξ ἔθανεν, ἐτάφη καὶ παρῆλθε,

ἐν λήθῃ πάντων γέγονε τῶν ὄντων ἐν τῷ κόσμῳ,

φίλων, γνωρίμων, συγγενῶν, γονέων καὶ συζύγου˙

οὐκέτι τούτων ἕνεκεν δάκνεται τὴν καρδίαν,

πάντων ἐπιλαθόμενος ὧν εἶχεν ἐν τῷ βίῳ˙

ὁ δὲ βληθεὶς ἐν φυλακῇ πλήρει καπνοῦ καὶ σκότους,

ἔχει τοὺς πόνους μετ’ αὐτοῦ πάντοτε συνοικοῦντας˙

ὁσάκις ἀναπνεύσειε λυπεῖται τοσαυτάκις,

ἀναστενάζει, θλίβεται, κόπτεται, δαπανᾶται,

ἐπὶ θανάτῳ θάνατον δέχεται καθ’ ἑκάστην,

ὅτι καὶ ζῇ καὶ μέμνηται καὶ τῶν αὑτοῦ στερεῖται.

Ἀκοῦτε τα καὶ οὐ θλίβεσθε, λαλῶ σας καὶ οὐ λυπεῖσθε˙

λόγος, ἀλήθεια, φέρεται δημοτικὸς ἀρχαῖος:

«Ὁποὺ ἔχει ἀμέριμνον ψυχήν, ὁποὺ ἔνι χορτασμένος,

ποτὲ οὐ πιστεύει νηστικόν, ποτὲ οὐ ψυχοπονᾶται».

Ἐσὺ ἂν εἱστήκῃς εἰς βουνὶν καὶ ἀπὸ μακρὰ ἐντρανίζῃς,

καὶ βλέπῃς ἄλλον κείμενον ἀπέσω εἰς τὸ καμίνιν,

οὐκ εἶδες, οὐκ ἐνόησες, οὐκ ἔγνως τὴν πικρίαν˙

ἐκεῖνος τηγανίζεται, κ’ ἐσὺ κὰν ψίχα οὐ γνώθεις.

Ἂν ἴδῃς εἰς τὸ πέλαγος καράβιν κινδυνεῦον,

ἐσὺ γελᾷς ἀπὸ μακρά, κ’ ἐκεῖ μεγάλη τζίκνα˙

ἐσὺ λέγεις ἀϊλλοίμονον, κ’ ἐκεῖ θεωροῦν ἀγγέλους˙

ὁ βλέπων φῶς ἐλεύθερον, ὁ τρέχων εἰς τὸν κόσμον,

οὐκ ἔχει φόβον πενθερᾶς, ἀμέριμνος κοιμᾶται,

ἂν οὐ πιασθῇ καὶ δαμασθῇ, ψυχὴν ἂν οὐ πονέσῃ,

ὡς ὄρνεον πελάζεται, δοκοῦν τον ὅλα ὁμάλιν,

τῆς φυλακῆς ἡ κάκωσις, ἡ τςίκνα, τὸ καρβούνιν,

ἐγὼ τὸ ἐξεύρω μοναχός, ἐμέναν καίει μόνον,

μόνος ἐγὼ δαμάζομαι κ’ ἐγὼ τὴν πείραν ἔχω.

Εἴ τις ἂν λέγῃ: «ψεύδεται, φλυαρεῖ, μὴ τὸν πιστεύῃς!»

κανεὶς ποτὲ οὐκ ἐπόνεσεν, οὐκ οἶδε τί ἔνι ὁ πόνος˙

ὁποὺ πονέσῃ κεφαλὴν καὶ ὁποὺ πονέσῃ πτέρναν

ἐπίσης ἀναγκάζονται κ’ ἐπίσης ὀδυνῶνται˙

ἐκείνους ὁποὺ πόνεσαν ἐρώτα, καὶ νὰ μάθῃς.

Ἡ φυλακὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ χείρων τοῦ θανάτου˙

ἡ φυλακὴ καὶ κάμινος καὶ χείρων τῆς καμίνου˙

οἵαν ἂν εἴπῃς κόλασιν, παχυμερῶς κολάζει,

παχυμερῶς στενοχωρεῖ καὶ θλίβει καὶ δαμάζει˙

ἡ θλίψης δὲ τῆς φυλακῆς, ἡ μέριμνα, ἡ ἀνάγκη

πολυμερής, πολύτροπος, πολυειδής, ποικίλη.

Καθ’ ὥραν φθάνει ὁ θάνατος, καθ’ ὥραν ἀποθνήσεις˙

χωρὶς θαλάσσης πνίγεσαι, χωρὶς πυρὸς ἐξάπτεις,

μέλη καὶ μέλη τέμνεσαι καὶ δίχα μαχαιρίου˙

οὐκ ἔναι πόνος πούποτε νὰ μὴ σὲ κατακρούσῃ.

φύλλον θροεῖ σε ἂν σαλευθῇ, πουλὶν ἂν ἴδῃς τρέμεις,

ἂν γένῃ κτύποτς πούποτε, μόδιν ἀγγέλους βλέπεις,

φοβεῖσαι μὴ ἔλθῃ μήνυμα τὸ οὐκ ἤθελες ν’ ἀκούσῃς,

ἀδημονεῖς, ἐννοιάζεσαι, συντρίβεσαι, τρομάσσεις,

βλέπεις ἡμέραν, θλίβεσαι, φοβεῖσαι ὡς οὐ πρέπει.

πάλιν τὴν νύκταν δειλιᾷς, τὸ τί νὰ φέρῃ οὐκ οἶδες,

στενοχωρεῖσαι, ἀγανακτεῖς, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ προσκρούεις,

ὡς ἐννοιασμένον περπατεῖς καὶ ὡσὰν ἐνταλωμένον,

τόπον ἐκ τόπου μεριμνᾷς καὶ τόπος οὐ χωρεῖ σε˙

λιποθυμεῖς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις,

κεῖται τὸ σῶμα σου νεκρόν, ἄψυχον τὴν τελείαν,

ὀψὲ καὶ μόλις γρηγορεῖς, μόλις ἐπαναφέρεις˙

τὴν γῆν δαγκάνεις, εὔχεσαι, περακαλεῖς καὶ λέγεις:

«Χριστέ μου, δὸς ἀνάπαυσιν, Χριστέ μου, φέρε ὑπνίτζιν,

Χριστέ, παραμυθῆσον με, Χριστέ, ἀποκοίμισέ με,

νὰ παύσουν αἱ ὀδύναι μου, νὰ χαλαρώσῃ ὁ πόνος!»

Καὶ …………… ὡς οὐκ ἤθελες, ἡ εὐχὴ ………….

ἠρέμησες, ἠκκόμπησες, ἔπεσες, κατεκλίθης,

ἀπῆρες ὕπνον ὀλίγόν, ἐκάμμυσες, ὡρίτζαν,

καὶ κὰν ἂς τὸν ἐκέρδισες, καὶ κὰν ἂς τὸν ἐχάρης,

ἂς εἶδες κὰν ἐνύπνιον γλυκὺν κατὰ τὸν ὕπνον!

ἀμμὴ δεσμὰ καὶ βάσανα καὶ φυλακὰς καὶ πύργους˙

Βαράγγους ἀλαλάζοντας, καὶ ὁ φόβος ἐξυπνᾷ σε˙

μορόϋπνον ἐγείρεσαι, περιπατεῖς χαωμένον,

φοβερισμένος, ἔντρομος, καὶ ὡσὰν ἐξυσπασμένος

ἔτι τ………………. θεωρεῖς ἐκείνους τοὺς ἀγρίους,

ὁρμῶντας οὕτω κατὰ σοῦ, δάκνοντας, ὑλακτοῦντας,

αἲ πόνος ὁ ἡμερινός, αἲ τζίκνα τῆς ἑσπέρας,

αἲ μεσονύκτου θάνατος, αἲ τῆς αὐγῆς καρβούνιν!

πόσα πανθάνω ἀγνοῶ, πῶς εἰς ᾅδην οὐ φθάνω;

πῶς ἀκομὺ ψυχοκρατῶ καὶ πῶς οὐ παραδίδω;

καὶ τοῦτο εἰς καταδίκην μου πάντως περισσοτέραν.

Αἲ αἴ, ψυχὴ πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη,

πῶς ἀπαντᾷς παράδοξον, πῶς οὐκ ἐρράγης ξένον.

Οἱ πόνοι ὁποὺ σὲ εἰσέβησαν ποῦ τοὺς χωρεῖς, εἰπέ μοι˙

κουκκὶν κουκκὶν ἂν σωρευθῇ τὸν μόδιν νὰ γεμίσῃ,

κ’ ἐσύ, ψυχή μου, βέβαιον ἀκόμη οὐκ ἐγεμίσθης˙

τὸ ποῦ καὶ πῶς οἱ πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω.

Οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν εἰς τούτας τὰς ἡμέρας˙

ἂν εὕρουν εἰς κατώφορον ψυχὴν ἀναγκασμένην,

ἐκεῖ περισυνάγονται καὶ πολεμοῦν τὴν πνῖξιν.

Ψυχή, περισωρεύθησαι, καί, ὡς ἠμπορεῖς, ἀπάντα˙

οἱ πόνοι ἁψὰ σὲ εἰσέβησαν, κ’ἐκατεσκούρωσάν σε,

καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλο ἐνθύμησιν, ὡς βλέπω, νὰ σὲ ἀφήσουν˙

τοῦ πόνου τὸ ἀνώφορον ἤρξου, ψυχή, ἀναβαίνειν,

καί, ὡς ἔνι κακοανάβατον, μὴ αποσταθῇς φοβοῦμαι˙

ψυχή μου, βλέπω, ἠτόνησες, καὶ ὁ πόνος ἐπιβαίνει,

καὶ ὁκάτι δειλιάζω σε, φοβοῦμαι οὐ μὴ ἀπαντήσῃς˙

ψυχή μου κακοτύχερε, μίαν ἐχάρης ὥραν,

καὶ λύπη διεδέξατο ἄπαυστος τὴν χαράν σου˙

ψυχή μου κακορρίζικε, μίαν ἐφάνης ὥραν,

καὶ ὡσεὶ σκιὰ διέβηκες, ἐχάθης, ἐκρυβήθης˙

ψυχή μου, ὡς ἄστρον ἔλαμψες, ἀνέτειλες ὡς φέγγος,

καὶ νέφος ἀπροσδόκητον ἦλθεν, ἐκάλυψέ σε.

Ψυχή μου, ὁποὺ σὲ βλέπουσιν κὰν ψίχα ὅτι ἀναπνέεις…

παρὰ καιρὸν ἐγήρασεν, ἐψύγην, ἐμαράνθην.

Ἐδάρτε, μάθε γράμματα καὶ θάρρει νὰ προκόψῃς˙

θάρρει νὰ εὕρῃς τὴν ψυχήν σου καὶ νὰ χαρῇς εἰς κόσμον˙

πρὶν τὴν εὑρῇς, ἐχασές την˙ πρὶν τὴν ἰδῇς, ὑπάγει˙

ἀφῆκε σε μνημόσυνον πάντοτε νὰ σὲ θλίβῃ.

Πολλὰ τὸν ἔχω εὐκαιρητὴν ἐκεῖνον τὸν γονέαν,

ὁποὺ διδάξῃ γράμματα ποτέ του τὸ παιδίν του˙

ἔχεις, ἥλιε μου! παιδίν, ἀγούριν, παλληκάριν,

βάλε σχοινὶν καὶ πνίξε το, καὶ μὴ τὸ γραμματίςῃς˙

ἅπαξ τὸν πόνον ἔπαρε καὶ ἀπομερίμνησέ το,

μὴ τὸ θεωρῇς καὶ θλίβεσαι πάσας σου τὰς ἡμέρας.

Τὰ γράμματα τιμὴν ἔχουν, ἀλήθεια, μεγάλην,

ἀλλ’ ὡς ἐκατεστάθησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας,

ὁ Θεὸς ἐλευθερώσῃ σε, καὶ ἂς εἶσαι ψωμοζήτης.

Ποτὲ μὴ ἐλπίζῃς προκοπήν, ποτὲ οὐκ ἐπανακάμψῃς˙

ἀφοῦ χλωριάνῃς καὶ ψυγῇς, πότε νὰ φέρῃς ὄψιν;

ἀφοῦ κλιθῇς καὶ μαρανθῇς, πότε νὰ ἐξαναθάλῃς;

ἀφοῦ γεράσῃς καὶ σαπῇς, πότε νὰ γίνῃς νέος;

ἀφοῦ ἀποθάνῃς καὶ σαπῇς, πότε νὰ ἐξαναζήσῃς;

Ὁ γέρων νέος οὐ γίνεται, κανεὶς μη σὲ κομπώνη˙

τὸ δένδρον τὸ νεόφυτον, τὸ θάλλον καὶ καρπεῦον,

ἀφοῦ ψυγῇ παρὰ καιρόν, ἀφοῦ φυλλοροήσῃ,

ὅσα καὶ ἂν τὸ ποτίζουσιν, ἄλλο ποτὲ οὐ βλαστήσῃ.

Πουλὶν ἂν βάλῃς εἰς κλουβίν, καὶ ποιήσῃ τρεῖς ἡμέρας,

ἐκεῖ νεφροκουράζεται καὶ οὐ δύναται πετάσσειν˙

ὥραν ἂν ποιήσεις εἰς λουτρόν, ὀλιγωρεῖς αὐτίκα,

γοργὸν ἂν σὲ οὐκ ἐκβάλουσιν, ἐκεῖ νὰ ἐξεψυχήσῃς.

Καὶ ποῦ λουτρὸν βαθύτερον καὶ ποὺ λιποψυχία;

Οἶδεν ἐκεῖνος ὁ παθών, οἶδεν ὁ θρύβας μόνος.

Ἡμέρας τρεῖς ὁ Ἰωνᾶς κατείχετο τῷ κήτει,

καὶ φέρειν μὴ δυνάμενος ἐφώναζε βαρέως:

«Ἀπέρριψάς με, δέσποτα, πάλιν ἀνάγαγέ με,

ἐκύκλωσάν με ποταμοί, παύθητι τῆς ὀργῆς σου˙

ἐπάκουσόν μου, πρόφθασον, χαώνεις τὸν Ἰωνᾶν σου!»

Οὕτω δεινὸν ἡ φυλακὴ καὶ τὸ μὴ βλέπειν κόσμον,

ὡς ἐξοχλεῖν καὶ τὸν Θεὸν ἀπὸ στενοχωρίας˙

κακὸς ἐχθρὸς ἡ φυλακή, καποτὲ πιστὰ οὐ φυλάττει,

μεσίτην οὐ προσδέχεται, φίλον τινὰ οὐκ ἔχει,

μακάρι μὴ κουρσίζεται μετὰ δισςὰ ματίτζια˙

ὡς ἐκεῖ παίζει μετ’ ἐσέν, ὡς ἐκεῖ μετριάζει,

ὡς οὗ νὰ ἐμβῇς εἰς κάρτζουκον, καὶ ὡς οὗ ἐμπλάκῃς˙

καὶ τότε λέγει: αὐτοῦ θέλεις, οὐδὲ οἶδα οὐδὲ νὰ ἐγνωρίζω,

ἔσω σὲ ἔχω, κόσσυφε, δωρεὰς καὶ σπαρταρίζεις.

Ἂν θέλῃς καταράσεσθαι τινὰν ἐκ τοὺς ἐχθρούς σου,

κατάρας ἄφες τὰς πολλὰς καὶ τοῦτο λέγε μόνον:

«Εἰς φυλακὴν ἀποκλεισθῇς, εἰς σίδηρα βαρέα,

εἰς χέρια ἐγκρούσῃς στοματᾶ, μωροῦ καπικλαρίου!»

Καὶ τί κρουνοὺς τοῖς δάκρυσι μινγύομεν δακρύων,

καὶ στεναγμοὺς ταῖς οἰμωγαῖς, καὶ πένθος ἐπὶ πένθει;

Ὅσα καὶ ἂν λέγῃς ὁ πονῶν, καὶ κρούῃς καὶ λαμβάνῃς,

πάντα δοκοῦσιν ὄνειρος εἰς ἄθλιβον καρδίαν.

Οὐδὲν ἀκούεις, οὐρανέ˙ καὶ τί κωφὸς ἐγένου;

οὐκ ἔμαθες τὰ ἡμέτερα καὶ πῶς ἀπεκοιμήθης;

πῶς οὐ πλαντᾷς παράδοξον, πῶς οὐ χαλᾷς καὶ πίπτεις;

πῶς ὑπομένεις ἀπορῶ ταύτην τὴν ἀδικίαν.

Ὁκάποτε εἰς τὸν δεῖπνον μας, ἐκείνας τὰς ἡμέρας,

παρὰ διαβόλου ἐπήδησεν ἐκ τὸ λυχνάριν τζίον,

καὶ τώρα βλέπω ἐμπυρισμόν, ἐκάησαν τὰ πάντα˙

ποτὲ καιροῦ ἐχασμήσετον ὁκάτις κατὰ τύχην,

καὶ τώρα ἐποῖκε τὸν σταυρόν, καὶ τώρ’ ἀπεσφραγίσθη˙

ἀπεσκεπάσθη πρόπερσι, κ’ ἐφέτο ἐρρεματίσθη˙

πίνε γρατίτζαν, λέγουν τον, μυρίζου λαδανίτζιν,

καὶ διαβῇ ὁ ρεμματισμὸς καὶ πάλιν νὰ ἐπανέλθῃς.

Ὁκάτις πάλιν ἔτρωγε καθ’ ὕπνου του πεπόνιν,

ἐξύπνησε, καὶ λέγουν τον: «Σφογγίσου ἐκ τὸ πεπόνιν,

κρύον οἰνάριν ρόφησε, μὴ κρυώσῃς καὶ πυρέξῃς.»

Ἔδε κριταὶ καὶ δίκαια, καὶ νόμοι καὶ κανόνες˙

ἡ παπαδιὰ παρέπεσεν, ἐξύβισε τὴν κοίτην,

καὶ καθαιροῦσι τὸν παπᾶν, αἲ συμφορὰ μεγάλη!

Ἐκείνη παρηνόμησε, καὶ τοῦτον τιμωροῦσι˙

οὐκ ἔνι τοῦτο πλανταμός, οὐκ ἔν μελαγχολία;

Ἐλάκτισεν ὁ γάϊδαρος, καὶ δέρουσι τὸ σάγμα,

νὰ γίνῃ καλοπαίδευτον, ἄλλο νὰ μὴ λακτίσῃ.

Ἡ θάλασσα ζαλίζεται, βρυχᾶται, κυματίζει,

καὶ τὸν περάτην τὸν πτωχὸν ὡς πταίστην ἀνατάσσουν.

Ἄρτι καὶ νόμος ἀπρακτεῖ τελείως ὁ κελεύων:

ἃ παρ’ ἑτέρων γίνονται μὴ καταβλάπτειν ἄλλους˙

καὶ τί ὠφελοῦν τὰ περισσά, τὰ τοῦτα καὶ τὰ ἐκεῖνα,

ἐδῶ τὸ δός, ἐκεῖ τὸ δός, παρέκει οὐκ ἔλαθέ μας;

Ὁποῦ τὸν φοῦρνον ἔκτισε, πάλε ἂς τὸν χαλάσῃ,

ἂς μείνῃ ὁ τόπος ἔρημος, ἂς γένῃ ὡς ἦτον πρῶτον˙

ἀλλ’ ὁ παρέκει οὐ δύναμαι κρατῶ καὶ οὐχ ὑπομένω˙

βλέπεις, ἀπῆρε με ἡ χολή, τὸ τί λαλῶ οὐκ ἐξεύρω,

ἔβρασεν ἡ καρδία μου, παρέκει οὐδὲν βαστάζω,

νὰ δώσω εἰς πέτραν καὶ λυθῶ, νὰ ποίσω θέαμα μέγα,

ἀπὸ στενοχωρίας μου νὰ πνίξω τὸν ἑαυτόν μου,

παντὶ νὰ γένῃ ἐξακουστόν, ὁ κόσμος νὰ θαυμάσῃ˙

ναί, νὰ τὸ ποιήσω οὐ μέλει με, πολλὰ παρεπονήθην˙

ἐγὼ ψηφίζω θάνατον, χρεωστῶ καὶ νὰ τὸν δώσω.

Ἦλθον εἰς κόσμον σήμερον, σήμερον ὑπαγαίνω˙

ἔδε καὶ τί χολομανῶ καὶ τί βαρεὰ στριγγίζω,

καὶ λέγω τὰ οὐκ ἐνδέχονται καὶ τὰ οὐδὲν ἁρμόζουν;

Εἰς ἀστρικὸν καταπλοκῆς, εἰς ὥραν ἀδικίας,

ἡ μάννα μου μ’ ἐγέννησε δωρεὰν καὶ πεισματίζω˙

μάτην, ψυχή μου, ἀδημονεῖς, μάτην περιστατεῖσαι˙

ἐκεῖνο τὸ σὲ ἀπόκειται καὶ τὸ σὲ περιμένει,

εἰς τὸ ἐκ παντὸς θέλει ἐλθεῖν, μὴ κρούῃς καὶ λαμβάνῃς.

Ψυχή μου, παρακλήθητι, μὴ σὲ νικήσῃ ὁ πόνος,

μὴ πάθῃς τὶ μικρόψυχον καὶ νὰ χαροῦν οἱ ἐχθροί σου.

Οὐκ ἔλεγες, καρδία μου, οὐκ ἐκαυχοῦ, ψυχή μου,

οἶος ἂν ἔνι ὁ πειρασμός, θαρρῶ τὸν ἀπαντήσειν;

Ὁκάτι τώρα βλέπω σε πολλὰ εἶσαι βαρεμένη,

πολλὰ σ’ ἐκατεπόνεσε τῆς φυλακῆς ὁ πόνος˙

ψυχή μου, ὡς ἀσυνήθιστος, μεγάλα δυσχεραίνεις,

αὐτοῦ ὅπου τὰ κατήφερες ἐσὺ νὰ συνηθίσῃς˙

ψυχή μου, μακροθύμησον, τὸν κόσμον ἔμαθές τον,

τὰς συστροφὰς οὐκ ἀγνοεῖς καὶ τὰς μεταβολάς του,

οὐκ ἔχει βέβαιον οὐδέν, οὐκ ἔχει οὐδὲν ἑδραῖον˙

ὡς δύνασαι, καρτέρησον, ἔδε καὶ τί νὰ ποίσῃς,

θέλει οὐ θέλεις ἔκδεξαι, παίζει κ’ ἐσὲν ὁ τύχη,

χάριν αὐτοῦ μὴ θλίβεσαι, μηδὲ συχνοστενάζῃς,

ἡ ζάλη τούτη νὰ διαβῇ, πάλιν νὰ ἐλθῇ γαλήνη˙

ὁ λόγος οὗτος οὐκ ἐμός, προφητικὸν τὸ ρῆμα,

ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, οὐαί, καὶ θρῆνος,

καὶ θυμηδίας ἥλιος λάμψει κατὰ τὴν ἕω.

Μὴ τὰ παρόντα καθορᾷς, ἀλλὰ τὸ μέλλον σκέπτου˙

ἡ πεῖρα διδασκέτω σε τὰς φύσεις τῶν πραγμάτων,

ὅπου χειμὼν καὶ νιφετός, ἐκεὶ καὶ θέρος πάντως,

ὅπου ραγδαῖος ὑετός, ἐκεῖ κομῶντες στάχεις,

ἐκεῖ πληροῖ τὴν δεξιὰν δραγμάτων ὁ θερίζων˙

ὅπου δακρύων ὀχετοὶ καὶ συμφορῶν νιφάδες,

ἐκεῖ βαθεῖαν ἴδῃ τις λάμψασαν εὐφροσύνην,

ὁ σπείρων γὰρ ἐν δάκρυσι μεθ’ ἡδονῆς θερίζει˙

ὅπου δεσμὰ καὶ κάκωσις καὶ νέφος ἀθυμίας,

ἐκεῖ χαρὰ καὶ ἄνεσις καὶ θυμηδίας ἔαρ.

Κυβέρνησε τὰ πράγματα, μὴ ἀποκαραδοκήσῃς˙

ἀφ’ ὅτου φθάσῃ ὁ πειρασμός, τὸ πόθεν μὴ γυρεύῃς,

μὴ ψηλαφᾷς τὸν αἴτιον, μὴ λέγῃς: «πόθεν ἦλθεν!»

ἀνακομπώσου, δέξου τον, καί, ὡς δύνῃ, δούλευσέ τον˙

μὴ θροηθῇς, μὴ σαλευθῇς, μὴ νικηθῇς, μὴ ἐνδώσῃς,

μὴ κάμψῃς γόνυ μηδαμῶς, μὴ χλευασθῇς κατά τι,

μὴ τὸ τυχὸν περιτραπῇς, μὴ δ’ ἐκλυπῇς τὰς ὥρας

ταῖς ἔξω καταστάσεσι καὶ ταῖς ἐπιφανείαις,

ὁ λύκος γὰρ ἐν τῇ δορᾷ κρύπτεται τοῦ προβάτου˙

μὴ κλίνῃς ὅλως κεφαλήν, μὴ φοβηθῇς κατά τι,

παρεμβαλεῖ γὰρ ἄγγελος κύκλῳ συ τοῦ κυρίου,

ρυόμενος ἐκ πειρασμῶν καὶ σῶον σὲ φυλάττων.

Μὴ δώσῃς ὅλως ἀφορμὴν τοῖς ἀφορμὴν ζητοῦσιν,

ἀποβαλοῦ τοὺς λογισμοόυς, ἀνδρίζου καὶ κρατύνου,

ἀπόκειταί σοι στέφανος, μηδόλως ἐκκακίσῃς˙

ὁ ζῆλος …………………… καὶ σὲ καταφαγέτω˙

ἐκεῖνος πάσχων ἔφερε κ’ ἐσὺ ποσῶς γογγύζεις˙

ἀφοῦ τὰ θέλεις οὐ θεωρεῖς, τὰ βλέπεις καταδέχου,

καὶ πραγματεύου τὸν καιρόν, φέρου τῷ φέροντί σε.

Μὴ συκοφάντην πτοηθῇς, ἂν ἔχῃ δρακοντιάσειν,

ἂν ἔχῃ τὸ κοντάριν του φθάσειν εἰς τὸ Δυρράχιν,

τὸ ψεῦδος γὰρ κατὰ μικρὸν ἐλέγχεται τῷ χρόνῳ,

καθὰ χρυσὸς ἐλέγχεται τῇ λίθῳ τῇ λυδίᾳ˙

πρὸς ὥραν ἔχει δύναμιν, πρὸς ὥραν φλαμουλίζει,

ἡ προκοπῆ προσωρινὴ, πρὸς ὥραν ἡ χαρά του,

καὶ τότε ὡς χόρτος φθείρεται, ὡς ἄνθος τότε πίπτει,

ὡς ὄναρ διαλύεται καὶ τοῦ καπνοῦ ὑπαγαίνει,

γυρεύεις, οὐχ εὑρίσκεις τον, παρῆλθεν, ἠφανίσθην,

καὶ τάχιστα μετέπεσεν ὡς ὑπ’ ἀνέμου κόνις,

διέβηκεν ὡς ἀστραπή, τὸν τρόπον κρυὸν ἀφῆκεν˙

ἂν ἔχῃ εἰς ὄρος ἀναβῆν, ὡς κέδρος ἀνυψῶσαι,

χαλάσειν ἔχει ὀψέποτε, κατακλιθῆν καὶ πέσειν.

Παμμέγας ἦν ὁ Γολιάθ, ἐρρέμβετο μεγάλα,

καὶ χεὶρ αὐτὸν ἀπέκτεινε μικροῦ παιδισκαρίου.

Τὸ φροῦ καὶ τὸ φρᾶ μὴ σὲ πλανᾷ, ποτὲ μὴ σὲ κομπώνῃ,

τοῦτο τὸ ἀνάβα τὸ γοργὸν ἔχει καὶ ὀξὺν κατάβαν,

ἂν ἔχῃ εἰς τὰ ἐπιθανάτα νὰ τὸ εὕρῃ μὴ σὲ μέλῃ.

Κάθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστρωσεν, ὡς ἔσπειρε θερίζει,

καθεὶς ὡς ἐμαγείρευσεν εὑρίσκει τὸ ἔμπροσθέν του˙

τώρα προκόπτει, χαίρεται, κ’ ἐσὺ τὸ χεῖλος κρούεις˙

τὰ βόλια γυρισθῆν ἔχουν, ἄφες, μὴ τὸν ζηλεύῃς˙

ἡ ἄρκος παίζει μετ’ ἐσέν, νὰ παίξῃ καὶ μετ’ αὔτον˙

κατὰ ρογὶν τὸν ἐλαδᾶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀποδίδει·

ἄρα καὶ κόττου τὸν καιρὸν ὅλον ὑστέρου μίαν˙

ταῦτα τὰ βλέπεις νὰ διαβοῦν, ἔχει ὁ καιρὸς ἡμέρας,

μιᾷ καταστραφήσεται καιροῦ ροπῇ καὶ ὥρᾳ˙

κὰν ὑπὲρ κέδρους ὑψωθῇ καὶ κορυφὰς ὀρέων,

ἡ τύχη ἐκείνου σήμερον, αὔριον ἡ ἐδική σου˙

ὁ βίος οὗτος ἄστατος, ἀλλάσσεται καθ’ ὥραν˙

ἂν εὐτυχῇς, μὴ χαίρεσαι˙ καὶ ἂν δυστυχῇς, μὴ κλαίης˙

ἐν ὅσῳ χαίρεις καὶ πλουτεῖς, ἦλθεν ἡ δυστυχία,

ἐν ὅσῳ κεῖσαι δυστυχῶν, ηὐτύχησες ἀθρόον˙

ἄφες τὰ πάντα φέρεσθαι καθὼς ἐκεῖνα θέλουν.

Μὴ τὸ τυχὸν ἀντίτεινε καὶ βλάψῃς τὸν ἑαυτόν σου˙

ἀλλ’ ὅνπερ εὐεργέτησας πολλὰς εὐεργεσίας,

μυρίοις ἄρτοις ἔθρεψας κατ’ ἐντολὴν κυρίου,

ἐκεῖνος ἐμεγάλυνεν ἀρτίως πτερνισμόν σου,

ἐκεῖνος ἐψιθύρισε κρυφιωδῶς ὡς ὄφις,

καὶ τὸν ἰὸν ἐξέχεε κατὰ τοῦ εὐεργέτου,

κ’ ἐσὲ κακῶς διέθηκεν, ἐξ ὕψους ἔρριψέ σε,

καὶ συγγενῶν ἐστέρησεν, ἐξένωσε φιλτάτων,

ἐν σκοτεινοῖς ἐκάθισε γυμνόν, ἠπορημένον.

Ἔχεις τὸν ἐκδικοῦντα σε, σιώπα, μὴ βλασφήμει.

«Ἐγώ καὶ γὰρ ὁ κύριος φησίν, ἀνταποδώσω,

εἰ σὺ τοῖς ἀδικοῦσι σε μηδόλως ἀντιδίδως˙

ἐγώ, φησίν, ἀντιμετρῶ τὴν ὀφειλὴν ἀξίως,

καὶ βλέπω τὸ μακρόθυμον καὶ τὸ εὐχάριστόν σου».

Ἄφες ἂς χαίρῃ ὡς χαίρεται, κ’ ἐσὺ λυποῦ ὡς λυπᾶσαι,

ἀπόλαβέ σου τὰ κακά, κ’ ἐκεῖνος τὰ καλά του˙

κόσμος, ὡς οἶδας, ἕτερος ἡτοίμασται καὶ κρίσις,

καὶ βῆμα φρικωδέστατον καὶ δικαστὴς καὶ βίβλοι˙

πάντες ἐκεῖ γεγράμμεθα δακτύλῳ τοῦ κυρίου,

ἐκεῖ δημοσιεύονται πάντων τὰ κεκρυμμένα,

ἐκεῖ παραστησόμεθα καὶ πλούσιος καὶ πένης,

καὶ λόγους ἀποδῴσομεν τῶν πεπλημμελημένων˙

οἱ πάντες ἀνταπόδωσιν εὑρήσομεν ἀξίαν

τῶν λογισμῶν, τῶν ἐννοιῶν ἐκείνων καὶ τῶν τρόπων.

Ἐκεῖ ραβδούχων ὅμιλος, ἐκεῖ πληθὺς κολάκων,

καὶ τράπεζα πολυτελής, καὶ παρασίτων ὄχλος,

καὶ θρύψις ἄλλη περιττή, καὶ κούφη φνατασία,

ἀσυντελής, ἀνωφελής, ἄπρακτος καθορᾶται˙

ἐκεῖ κοινὸν κριτήριον καὶ τάξις πάντων μία˙

οὐκ ἀτιμάζεται πτωχός, οὐ παρορᾶται πένης,

οὐ προτιμᾶται πλούσιος, οὐκ ἔχει παρρησίαν,

οὐ τάξιν ὑπερέχουσαν καὶ πρωτοκαθεδρίαν˙

οὐ κρύπτεται τὸ δίκαιον, οὐ δώροις, οὐ προσώποις,

οὐ στόμα λάλον δύναται, καὶ γλῶσσα συκοφάντις,

οὐ ψεῦδος παρεισάγεται, δόλος οὐκ ἔχει χώραν.

Κριτοῦ δικαίου κρίνοντος, πᾶσα δικαία κρίσις˙

ἐκεῖ πατὴρ οὐκ ὠφελεῖ, μήτηρ οὐ χρησιμεύει,

μόνη τῶν ἔργων ἡ ἰσχὺς σῴζει τὸν κεκτημένον,

οὐ δάκρυσιν ὁ δικαστὴς κάμπτεται πολυρρύτοις,

οὐ λόγοις παρακλητικοῖς, οὐ στεναγμοῖς καὶ γόοις.

Ἄκρῳ δακτύλῳ δεηθεὶς τὴν γλῶσσαν δροσισθῆναι,

μέσον φλογὸς ἐνέτυχεν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος,

τοιαύτη γὰρ ἀνταμοιβὴ κεῖται τοῖς ἀλαζόσι,

τοῖς ἐπηρμένοις τὰ πολλά, καὶ τοῖς καταφρονοῦσι

πτωχῶν, ἀπόρων, ὀρφανῶν, πενήτων, αἰχμαλώτων,

δούλων ἀχρείων, ταπεινῶν, ξένων, γυμνῶν, ἀστέγων˙

ἀλλ’ ἂν ἁγίως ἔπαθες καὶ θλίβη κατὰ τοῦτο………….

………………………………………………………………...

Καὶ μᾶλλον εὐχαρίστησε Θεῷ τῷ φιλανθρώπῳ,

τῷ πάντα πρὸς ὠφέλειαν ἡμῶν οἰκονομοῦντι.

Ἀνὴρ ὁ Ἄβελ δίκαιος, ἀλλὰ παρὰ τοῦ Κάϊν

οὕτω ματαίως φθονηθεὶς θανάτῳ παρεδόθη˙

καὶ σκόπει χάριν ἄρρητον, ὅρα τὸ κέρδος ὅσον,

ἐπὶ μισθῷ τῶν θυσιῶν αὐτοῦ τῶν ἐτησίων,

καὶ στέφος ἐκομίσατο λαμπρὸν τῆς μαρτυρίας˙

ὁ δὲ φθονήσας ἀδελφός, ὁ δὲ φονεύσας Κάϊν,

δίκας ἑπτάκις ἔδωκε τῆς ἀδελφοκτονίας.

Μή μοι λοιπὸν δυσχέραινε, μὴ στέναζε, μὴ θλίβου,

μὴ θορυβοῦ καθ’ ἑαυτόν, ἀλλ’ εὐχαρίστει μᾶλλον˙

ὅσον ἀπταίστως ἔπαθες, ὅσον ἀδίκως πάσχεις,

τοσοῦτον πολλαπλάσιος ἀπόκειται μισθός σοι

παρὰ Θεῷ τῷ ποιητῇ πάντων καὶ κηδεμόνι˙

ἐκεῖνος, κὰν εἰς φυλακὴν κὰν εἰς δεσμοὺς ἐμπέσῃς,

νὰ σὲ ἀνασπάσῃ δύναται καὶ νὰ σ’ ἐλευθερώσῃ.

Οὐδὲν θεωρεῖτε τοῦτο ἔν πάλιν ἀρχὴ δακρύων;

Τῆς φυλακῆς τῆς μιαρᾶς ὄνομα μόνον εἶπον,

καὶ παρευθὺς τὸ στόμα μου γεμίζεται πικρίας.

Ὢ τῶν δεινῶν καὶ ζοφερῶν τῶν ταύτης θεαμάτων!

πάντα πικρά, πάντα στυγνά, πάντα μεστὰ τῶν θρήνων!

Εἶδον ψυχὰς ἐλεεινὰς δεινῶς ἐταζομένας,

εἶδον βαρεῖς ἐξεταστὰς ὑλάσσοντας ὡς κύνας,

τοῦ φυλακίτου τὴν ψυχὴν καταπιεῖν ὁρμῶντας,

εἰ προσεγγίσαι πώποτε τολμήσει τῷ πυλῶνι,

χάριν μικρᾶς ἀνακωχθῆς καὶ κουφισμοῦ τῶν πόνων.

Πᾶσαν ποινὴν καὶ κάκωσιν καὶ μάστιγα νικῶσι

οἱ φύλακες τῆς φυλακῆς, οἱ πυλωροἰ τοῦ ᾅδου,

ὄμμα δεικνύντες βλοσυρὸν καὶ χαλαρὰς ὀφρύας,

καὶ τῶν μυκτήρων πέμποντες φλόγα πυρὸς ἀσβέστου,

καὶ τοὺς ὀδόντας θήγοντες δίκην θηρῶν ἀγρίων,

καὶ τὰς ψυχὰς σπαράσσοντες τὰς ἤδη νεκρωθείσας.

Οὐ δύναμαι καταλεπτὸν περιλαβεῖν τῷ λόγῳ

τὸν κωκυτόν, τὰ δάκρυα, τὴν θλῖψιν, τὴν ὀδύνην,

ἣν προξενοῦσι ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀποκεκλεισμένων

οἱ μανικὸν ὑλάσσοντες καὶ πλέον τοῦ Κερβέρου.

Πῶς ἀπαγγείλω θάνατον τοῖς μήποτε θανοῦσι;

πῶς ἀπαγγείλω χωρισμὸν τοῖς χαίρουσιν ἐν κόσμῶ;

Ἠγνόησεν ὁ μὴ θανὼν τὴν γεῦσιν τοῦ θανάτου,

ὁ δὲ θανών, ὁ δὲ ταφεὶς καὶ καταβὰς εἰς ᾅδην,

ἐκεῖνος φεῦ! ἐγεύσατο καὶ χωρισμοῦ πικρίας,

ἐκεῖνος οὕτως ἔγνωκε καὶ πόνον τοῦ θανάτου.

Ταύτας ἐγὼ τὰς φυλακὰς κ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν

ὡς ἕναν τὰς λογίζομαι καὶ συγγενεῖς τὰς κρίνω˙

εἶδον βασάνων ὄργανα παντοῖα καὶ ποικίλα,

καὶ παρευθὺς ἀνίχνευτον ἐζήτουν, ἐμερίμνουν,

κατεπειγόμην ἐφευρεῖν τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν,

δι’ ἣν ψυχαὶ κολάζονται χρόνοις οὐ μετρουμένοις˙

καί, γνοὺς τὸ πῶς καὶ διατί καὶ κατὰ ποῖον λόγον,

ἐδάκρυσα περιπαθῶς, ἀναβοῶν καὶ λέγων:

«Δίκαιος ὄντως ὁ κριτής, ζυγὸς δικαιοσύνης,

εὐθύτατος, ίσόρροπος, άποδιδοὺς ἑκάστῳ

ἀξίως τὴν ἀνταμοιβὴν τῶν τρόπων καὶ τῶν ἔργων˙

τοῖς μὲν γὰρ ἐχαρίσατο τὸ τῆς Ἐδὲμ χωρίον,

οἷα καλῶς βιώσασι καὶ πολιτευσαμένοις,

τοῖς δὲ λοιποῖς ἀπένειμε τὸν πέδον τοῦ κλαυθμῶνος,

ὡς γευσαμένοις τοῦ φυτοῦ παρ’ ἐντολὴν κυρίου».

Ὄντως ἰδοὺ πεπλήρωται ρητὸν τὸ ὑπὸ τοῦ προφήτου:

«Ἁμαρτωλοί, πορεύθητε πάντες ἀνυποστρόφως

ὅπου ταρτάρου κάκωσις, ὅπου ζοφώδης ᾅδης,

ἐφ’ ᾧ καὶ κατεκρίθητε πάσχειν εἰς τοὺς αἰῶνας,

εὑρόντες ἀνταπόδοσιν ἀξίαν τῶν πρακτέων».

Ὁ μὲν γὰρ ἐκκολάζεται προφάσει τῇ τοῦ φόνου,

φονεῦσαι γὰρ ἐλέγετο τὸν ἴδιον δεσπότην˙

ὁ δ’ αὖθις τὸν ὁμόφυλον ἐστέρησε τοῦ βίου,

καὶ τούτου χάριν ἔπασχεν ὡς κατακεκριμένος˙

ἄλλοι παρεπικραίνοντο δεινοῖς κολαστηρίοις,

ὡς ἄνδρες δολιότητος, ὡς ἄνδρες τῶν αἱμάτων,

ὡς ὁπλισθέντες καθ’ ἡμῶν καὶ τῆς ἡμῶν πατρίδος˙

ἄλλοι κατησφαλίζοντο δεσμοῖς ἀλλὰ δυσλύτοις,

ὡς ἐν ἀγκίστρῳ δέλεαρ προθέμενοι φιλίαν,

καὶ βόθρους συσκευάζοντες κατὰ τῶν χριστωνύμων,

ἢ λάθρα παγιδεύοντες τὰς πόλεις ὁλοκλήρους˙

ἄλλοι τὰς χεῖρας ἔφερον σιδήρῳ δεδεμένας,

ὡς χεῖρα μιμησάμενοι τὴν βασιλικωτάτην,

καὶ τολμηρῶς ὑπογραφαῖς χρησάμενοι κοκκίναις˙

ἄλλος εἰς χοῦν κατήγετο τοῦ ᾅδου καὶ πυθμένα,

ὡς ἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ὡς ἄλλος Ἑωσφόρος,

ὡς ρῆμα πέμπων βλάσφημον καὶ κατ’ αὐτοῦ τοῦ πλάστου:

«Θήσω καὶ γὰρ τὸν θρόνον μου, φησίν, ἐπὶ νεφέλαις,

καὶ ὅμοιος ἐν ἅπασιν ἔσομαι τῷ ὑψίστῳ».

Οἱ δ’ αὖ ἐμωλωπίζοντο τὰ νῶτα τοῖς βουνεύροις,

χεῖρα βάλοντες ἅρπαγα κατὰ τῶν ἀλλοτρίων.

Οὐκ ἦν ἰδεῖν ἀλόγιστον ἔν τινι τιμωρίαν,

οὐδὲ δακρύων ὀχετὸν κινούμενον εἰς μάτην.

Τοιαῦτα τοίνυν κατιδὼν καὶ τούτων ἄλλα πλείω,

ὅλως δειλίας γέγονα καὶ τρόμῳ συνεσχέθην,

καὶ στάς, ὁ τάλας, ἄφωνος καὶ πεπηγὼς ὡς λίθος,

καὶ γεγονὼς περίδακρυς, ἔδοξα παρακοῦσαι

ὥσπερ τινὸς ἐγγίσαντος καὶ πρὸς ἐμὲ λαλοῦντος:

«Ἐδᾶ, Μιχάλη ταπεινέ, φέρε τὸν λογισμόν σου.

Ὅσα καὶ ἂν εἶδες ἄφες τα, τοῦτα παιγνίδια οὐκ ἔνι,

φόβητρα δὲ καὶ βάσανα, καὶ στοναχαὶ καὶ πένθη,

ἀσυμπαθεῖς ἐξετασταὶ καὶ φοβεραὶ κολάσεις.

Τῷ βασιλεῖ σου πρόσδραμε, λέγε τὰ πταίσματά σου˙

ὁ βασιλεὺς φιλάνθρωπος, καὶ θὰ σὲ συμπαθήσῃ».

«Ἐκύκλωσάν με σήμερον ὠδῖνες τοῦ θανάτου».

«Ἐπικαλοῦ τὸν κύριον, κἀκεῖνος ρύσεταί σε˙

οὐ θέλει τὸν ἁμαρτωλὸν θανάτῳ συσχεθῆναι

πρὸς τὴν αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ τὴν ἀποστροφήν του.

Παγίδες περιέσχον σε καὶ κλεῖθρα τοῦ θανάτου˙

ἐκεῖνος ἄρει τὸν κλοιὸν καὶ τὰ δεσμὰ συντρίψει,

καὶ πάλιν σοὶ χαρίσεται τὴν πρὶν ἐλευθερίαν.

Οὐκ ἦλθεν εἰς μετάνοιαν καλέσαι τοὺς δικαίους;

Τοὺς δ’ ἐξ ἀπάτης ὄφεως πολλάκις ἐπταικότας

κατόπιν ἠκολούθησεν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων φέρων.

Ἐν οἴκῳ τοῦ κυρίου σου κρεῖσσον παραρριπτεῖσθαι

ἢ συνοικεῖν ἁμαρτωλοῖς καὶ πονηρευομένοις.

Μὴ φοβηθῇς τὸ σύνολον, ἂν ἔπταισας, εἰπέ το,

πρὶν σὲ καταδεσμήσουσι καὶ χάσῃς τὰ γερά σου».

«Καλὸν τὸ λέγεις, ἄνθρωπε˙ τίς εἶσαι οὐδὲν γνωρίζω˙

ὡς νουνεχὴς ἐλάλησας καὶ λέγεις τὸ καλόν μου,

ἀλλ’ εἰς κενὸν τὰ τοῦ σκοποῦ καὶ τὰ τῆς συμβουλῆς σου˙

ὕπαγε, παρεγνώρισες˙ οὐκ εἶμ’ ἐγὼ τὸν λέγεις,

παντὸς γὰρ ἁμαρτήματος ἐκτὸς τὸ συνειδός μου.

Ἐγὼ γονεῖς οὐκ ἔθλιψα, φόνον οὐκ εἰργασάμην,

οὐδέποτε συνώδευσα πρόσταγμα ποτὲ τῶν ἡμερῶν μου,

οὐκ ἐπλασάμην πρόσταγμα ποτὲ τῶν ἡμερῶν μου,

ἀκρόστιχον οὐκ ἔφαγα, χρέος οὐδὲν φοβοῦμαι,

οὐ χαίρω ξέναις θλίψεσι, οὐκ εἶμαι συκοφάντης

(ὁ συκοφάντης μὴ χαρῇ, μηδὲ τελεσφορήσῃ,

ὅτι τὰς σάρκας προφανῶς τῶν ἀδελφῶν ἐσθίει!)˙

εἰς ὕβρεις οὐκ ἐχώρησα, κατὰ τινὸς οὐκ εἶπον,

τοῦ ψεύδους τὴν ἀλήθειαν πάντοτε προτιμῶμαι˙

τιμὴν εἰς πάντας κέκτημαι, φιλῶ τὴν ἡσυχίαν,

πᾶσαν μισῶ περίνοιαν, πᾶσαν μισῶ διπλόην,

οὐ φέρω τι περίεργον, οὐδὲ μετέσχον δόλου˙

βδελύσσομαι τὰ σκάνδαλα, τὸ μῖσος, τὴν μαγείαν,

καὶ φεύγω τὸ μνησίκακον ὡς φεύγει τις τὸν ὄφιν˙

τοῖς πᾶσι πάντα γίνομαι καὶ τοῦ μωροῦ σαμάριν˙

καὶ θέλω οὐ θέλω γίνομαι, γῆ καὶ σποδὸς ὁρῶμαι

τοῖς βασιλεῦσιν εὔχομαι χρόνους ζωῆς ἀμέτρους,

χαρὰν τὴν ἀνεκλάλητον, λύπης ἐκτὸς τὸν βίον,

υϊοῦς ἰδεῖν καὶ τῶν υἱῶν, ἐχθροὺς καθυποτάξαι,

καὶ κληρονόμους ἔσεσθαι τῆς ἄνω βασιλείας.

Οὐδὲν εὑρήσεις αἴτιον τῆς κατασχέσεώς μου,

οὐ πρόφασιν τὸ σύνολον εὔλογον τοῦ θανάτου˙

ἀλλ’ ἔλαθε τὸν ἄγγελον, εἰς ἄλλον ἀπεστάλη,

παρήκουσεν, ὡς ἔοικε, φωνῆς τῆς τοῦ κυρίου,

ἄλλον ἀντ’ ἄλλου σήμερον κατήγαγεν εἰς ᾅδην˙

ἄνευ τινὸς προφάσεως και δίχα καταδίκης,

παρὰ καιρὸν ὑποπεσεῖν θανάτῳ κατεκρίθην,

παραδοθῆναι κολασταῖς καὶ πάσχειν ἄλλην ἄλλος.

Καὶ νὰ τὸ καταδέξωμαι νὰ κάτζω νὰ σιγήσω,

νὰ μὲ κερδίσῃ ὁ θάνατος, καὶ νὰ μὲ φάγῃ ὁ τάφος

καὶ νὰ χαωθῶ παράτωρα, καὶ δίκαιον ποῦ εἰς τὸν κόσμον;»

«Ὧ Μιχαήλ ταλαίπωρε, παιδὶν τῆς δυστυχίας,

ἔχεις καιρὸν ἀναπνοῆς, ἔχεις καιρὸν ἀδείας,

ἀνάφερε καταλεπτὸν πάντα τῶ βασιλεῖ σου,

ὑπόμνησον περὶ παντός, ἀνάγγειλον ἀφόβως,

ὅπως ἀδίκως σήμερον εἰς ᾅδην κατηνέχθης,

καὶ παρεδόθης κολασταῖς, ἄλλων ἡμαρτηκότων˙

ὁ βασιλεὺς φιλάνθρωπος, δίκαιος, ἐλεήμων,

καὶ τύχῃς ἀναζωώσεως καὶ τύχῃς σωτηρίας!»

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers