ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Hesse Herman: ÁíèñùðéóôÞò ÅéñçíïëÜôñçò Ëüãéïò

       
                                                        
ΧÝρμαν ¸σσε

                                                Βιογραφικü

    Γερμανüς λογοτεχνικüς γßγαντας, μυθιστοριογρÜφος και λυρικüς ποιητÞς, που γεννÞθηκε στο Καλβ (Calw) της ΒυρτεμβÝργης, στις 2 Ιοýλη 1877. Ο πατÝρας του ΓιοχÜννες Þτανε γιος ενüς γιατροý απü το ¸στλαντ κι η μητÝρα του Μαρßα -χÞρα ºσενμπεργκ- Γκοýντερτ κüρη του δρα ΧÝρμαν Γκοýντερ, απü τους σημαντικüτερους ιεραποστüλους του πιετισμοý στην Ινδßα (θρησκευτικÞ τÜση που αναπτýχθηκε στους κüλπους του Λουθηρανισμοý, που θεωροýσε üτι η τελειοποßηση του ανθρþπου εξαρτιüταν απü την επενÝργεια του Θεοý αλλÜ και την ατομικÞ προσπÜθεια). Η πατρικÞ του οικογÝνεια Þταν γερμανοβαλτικÞς καταγωγÞς, ενþ η μητρικÞ του σουηδοελβετικÞς.
     Ο πατÝρας του, ýστερα απü σýντομη ιεραποστολικÞ περιοδεßα στην Ινδßα, προσλαμβÜνεται ως βοηθüς του πεθεροý του Γκοýντερτ, στην ΕκδοτικÞ ¸νωση του Καλβ. Απü το 1881 διαμÝνουνε στην Βασιλεßα, üπου διδÜσκει ο πατÝρας στην ιεραποστολÞ -και το 1883 παßρνει την ελβετικÞ υπηκοüτητα-, για να επιστρÝψουνε στο Καλβ το 1886, κι ο μικρüς ΧÝρμαν παρακολουθεß μαθÞματα στο Πρακτικü Λýκειο για τα επüμενα 3 χρüνια. Το 1889 και για 2 χρüνια φοιτÜ στο Λατινικü ΚολÝγιο και μελετÜ για τις κρατικÝς εξετÜσεις στη ΒιτεμβÝργη, γιατß η συμμετοχÞ του σ' αυτÝς (1891) εßναι προûπüθεση για δωρεÜν εκπαßδευση στους ευαγγελικοýς θεολüγους στο ºδρυμα του Τßμπινγκεν.     
    
¸ζησε τα παιδικÜ του χρüνια μες στο χριστιανικü κι αντεθνικü κλßμα της οικογÝνειÜς του. Απü την εφηβεßα του üμως, η φιλοσοφικÞ ανεξÜρτητη φýση του Üρχισε να συγκροýεται με τις θρησκευτικÝς, κοινωνικÝς και πολιτικÝς αξßες της εποχÞς και την οικογÝνεια, κυρßως με τον πατÝρα. Οι γονεßς του τον προüριζαν για το ιερατικü επÜγγελμα κι Ýτσι φοßτησε σε διÜφορα εκκλησιαστικÜ σχολεßα. ΑναγκÜστηκε να σπουδÜσει θεολογßα στο ΜÜουλμπρον. ¼μως τον 7ο μÞνα κει δραπετεýει (1892) γιατß üπως Ýλεγε «δε μποροýσε να αντÝξει τη στενüτητα και την Ýλλειψη ανεκτικüτητας αυτοý του εßδους αγωγÞς», μ' επακüλουθο να υποστεß επανειλημμÝνες ψυχικÝς διαταραχÝς, -αποπειρÜται ν' αυτοκτονÞσει (Ιοýνιος 1892)- και να κλειστεß κατÜ διαστÞματα απ' τους γονεßς του σε ψυχιατρεßο. Ο ßδιος μας λÝει:

    
«¹τανε δýσκολη περßοδος, καθþς απü τα δεκατρßα μου Þτανε φανερü πως Þθελα να γßνω ποιητÞς Þ τßποτα. Επιτρεπüταν να εßσαι ποιητÞς, το να θÝλεις να γßνεις üμως, Þτανε γελοßο, ντροπÞ». (Σýντομο Βιογραφικü Σημεßωμα 1925).

     ΞεπÝρασε τη κρßση εγκαταλεßποντας το πατρικü και τις αξßες των γονιþν του. ΕργÜστηκε για λßγο στο βιβλιοπωλεßο ¸σλιγκεν, κατüπι στο μηχανουργεßο της Καλβ και κατÝληξε στο βιβλιοπωλεßο του Τßμπιγκεν, üπου Üρχισε να εκφρÜζει δημιουργικÜ τις υπαρξιακÝς του ανησυχßες δßνοντÜς τους λογοτεχνικÞ μορφÞ. Τα πρþτα λογοτεχνικÜ του Ýργα σημεßωσαν μεγÜλη επιτυχßα και μ' αυτÜ Üρχισε μια μακρÜ επιτυχημÝνη συγγραφικÞ πορεßα, -μüλις στα 21 του κιüλας, εξÝδωσε τα πρþτα του ποιÞματα. Εκδßδεται στη ΒιÝννη η 1η ποιητικÞ του συλλογÞ με τßτλο "Η ΓερμανικÞ Πατρßδα Των Ποιητþν" κι ακολουθεß το "ΡομαντικÜ Τραγοýδια" τον Οκτþβρη 1898. Μες στο 1899 εκδßδει 2 μυθιστορÞματα: αρχÝς το "ΠαλιÜνθρωποι" και προς το τÝλος της χρονιÜς το "Μια ¿ρα ΜετÜ Τα ΜεσÜνυχτα". Την επüμενη χρονιÜ αρθρογραφεß στην εφημερßδα ΑλγκεμÜινε ΣβÜιτσερ ΤσÜιτουνγκ.



     Το 1901 απü ΜÜρτη μÝχρι ΜÜη ταξιδεýει στην Ιταλßα, στις πüλεις Φλωρεντßα, ΡαβÝννα, Βενετßα. Απü τον Αýγουστο μÝχρι τις αρχÝς του 1903 εργÜζεται ως βιβλιοπωλητÞς στο ΜπÜσλερ. Εκδßδονται το φθινüπωρο τα "ΚατÜλοιπα Γραπτþν & ΠοιημÜτων". Την επüμενη χρονιÜ εκδßδεται η ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο "ΠοιÞματα". Λßγο μετÜ την Ýκδοση του βιβλßου πεθαßνει η μητÝρα του. Το 1903 συναντÜ κι ερωτεýεται τη Μαρßα Μπερνοýλι. Την επüμενη χρονιÜ εκδßδει το "ΠÝτερ ΚÜμεντσιντ" και παντρεýεται τη Μαρßα. Εßναι ελεýθερος συγγραφÝας και συνεργÜτης πλÝον σε πολλÝς εφημερßδες και περιοδικÜ (Ντι ΠροπυλÝεν, Μßνχερ ΤσÜιτουνγκ, ΡÜιν ΛÜντε, Σιμπλιτσßσιμους, Ντερ ΣβÜμπενσπιγκελ, Βßτενμπεργκ ΤσÜιτουνγκ). ΓρÜφει δýο βιογραφßες, "ΒοκκÜκιος" και "Φραγκßσκος Της Ασßζης", που εκδßδονται απü τους Σοýστερ & ΛÝφλερ σε Βερολßνο και Λειψßα αντßστοιχα.
     Το 1905 γεννιÝται ο πρþτος του γιος Μπροýνο και την επüμενη χρονιÜ γßνεται συνεκδüτης του Μερτς, ενþ εκδßδεται το "ΚÜτω Απ' Τον Τροχü". ΜÜρτη του 1909 γεννιÝται ο 2ος του γιος, ΧÜινερ ενþ Ιοýλη του 1911 γεννιÝται ο 3ος του γιος, ΜÜρτιν.
Το φθινüπωρο ταξßδεψε στην Ινδßα κι η επαφÞ του με την ινδικÞ φιλοσοφßα αποτÝλεσε σταθμü τüσο στη ζωÞ üσο και στη συγγραφικÞ του πορεßα. Το 1912 μετανÜστευσε στην Ελβετßα, διαμαρτυρüμενος για το μιλιταριστικü πνεýμα που αναπτυσσüταν στη Γερμανßα κατÜ τον Α' Παγκ. Πολ., Ýγινε υπÝρμαχος της ειρÞνης, δßπλα στο Ρομαßν ΡολÜν και την υπερασπßστηκε με δημοσιεýματα στον τýπο και συμμετÝχοντας σε μια οργÜνωση που βοηθοýσε γερμανοýς αιχμαλþτους.
     Κατακρßθηκε Ýντονα για τη στÜση του αυτÞ, γεγονüς που τον þθησε στο ν' αποφασßσει να εγκατασταθεß οριστικÜ στην Ελβετßα το 1919 και να πÜρει το 1923 την ελβετικÞ υπηκοüτητα. Το διÜστημα αυτü Þρθε σ' επαφÞ με τους ψυχαναλυτÝς της ΒÝρνης. Η γνωριμßα του με την ψυχολογßα του Γιουγκ, -απü μαθητÞ του- που τον Ýφερε σ' επαφÞ με τη ψυχανÜλυση, αποτÝλεσε το 2ο σταθμü  στη ζωÞ του σαν Üνθρωπο και δημιουργü.
     Το 1931 παντρεýτηκε τη Νινüν Ντüλμπιν (3ος γÜμος, ο 2ος το 1924 με τη Ρουθ ΒÜγκνερ). Το 1930 ο Ελβετüς μαικÞνας Χανς Μπüντμπερ του παραχþρησε, εφ' üρου ζωÞς, Ýνα σπßτι στο χωριü Ποντανιüλα στο Τεσσßνο, üπου και παρÝμεινε για το υπüλοιπο της ζωÞς του. Στο σπßτι αυτü Ýγραψε το μεγαλýτερο μÝρος των Ýργων του. Το 1934 γßνεται μÝλος της ¸νωσης Ελβετþν ΣυγγραφÝων.
     Απü πολλοýς μελετητÝς το Ýργο του θεωρεßται üτι Ýχει Ýντονα αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα μ' επιρροÝς, üπως ο ßδιος αναφÝρει, «απü τις αξßες της οικογÝνειÜς μου, τη μελÝτη των μεγÜλων κινÝζων δασκÜλων και τον ιστορικü ΓιÜκομπ Μποýρκχαρντ» και τη ψυχανÜλυση. Θα μποροýσαμε üμως να προσθÝσουμε üτι αυτü που διαποτßζει üλο το Ýργο του εßναι Ýν Üρωμα εσωτερισμοý.
     ΒασικÜ θÝματα των Ýργων του: η προσπÜθεια του ατüμου να χτßσει ακÝραιο κι αρμονικü εαυτü, η αναζÞτηση της χαμÝνης ενüτητας του Εßναι και της ολοκλÞρωσης, του κüσμου και της ζωÞς, η αναζÞτηση διαχρονικÞς ηθικÞς, η Üρνηση της θρησκευτικÞς αυθεντßας, των ισοπεδωτικþν κοινωνικþν κανüνων, των τυπικþν διαχωρισμþν καλοý-κακοý που εξυπηρετοýν σκοτεινοýς σκοποýς, του τεμαχισμοý και της διαßρεσης του ορθολογισμοý.
     ¸ργα του (νουβÝλες για τη νεολαßα και τα εκπαιδευτικÜ προβλÞματα): "ΠÝτερ ΚÜμεντσιvτ" 1904, "Το Θαýμα" 1905, "ΚÜτω Απ' Τον Τροχü" 1906, "Γερτροýδη" 1910, "ΡοσÜλντε" 1914, "Κvουλπ" 1915, "ΝτÝμιαv".
Ο βαθýς ανθρωπισμüς κι η ανιχνεýουσα φιλοσοφßα του αναπτýχθηκαν ακüμα πιüτερο μες απ' τα βιβλßα του: "ΣιvτÜρτα" 1922, "Ο Λýκος Της ΣτÝπας" 1927 και "ΝÜρκισσος & Χρυσüστομος" 1930, "Ταξßδι Στην ΑνατολÞ" 1932, "Παιγνßδι Με ΧÜντρες" 1943, και μαζß με τα ποιÞματα και τα κριτικÜ του Ýργα, κÝρδισε με την αξßα του μιαν εξÝχουσα θÝση, ανÜμεσα στους πρωτοπüρους των καιρþν μας.
     Το 1946 τιμÞθηκε με το Βραβεßο Γκαßτε, Ýνα χρüνο αργüτερα, βραβεýτηκε με το Νüμπελ Λογοτεχνßας και το 1955 με το Βραβεßο ΕιρÞνης του Γερμανικοý ΣυνδÝσμου Εμπορßας Βιβλßων.

                      

        Σ' Ýνα αυτοβιογραφικü σχεδßασμα με τßτλο: "Τα ΠαιδικÜ Χρüvια του ΜÜγου" 1923, εξομολογÞθηκε πως η καταπιεσμÝνη φιλοδοξßα του, üταν Þτανε παιδß, Þταν να γßνει μÜγος. Και τοýτο γιατß δεν Þταν ικανοποιημÝνος απ' αυτü που οι Üνθρωποι λÝνε, συμβατικÞ πραγματικüτητα.

   "Απü πολý μικρüς εßχα απορρßψει αυτÞ τη πραγματικüτητα, την Üλλοτε δειλÞ κι Üλλοτε περιφρονητικÞ κι Þθελα φλογερÜ να την αλλÜξω με μÜγια, να τη μεταμορφþσω και να της δþσω ýψος".

     Μικρüς λοιπüν εφορμοýσε σε βολικüτερους στüχους: να κÜνει πχ, τα μÞλα να κοκκινÞσουνε το χειμþνα Þ να γεμßσει τις τσÝπες του μ' ασÞμι και χρυσÜφι. Κι ολÜκερη η ζωÞ του κυριαρχüταν απ' αυτÞ την επιθυμßα για μαγικÝς δυνÜμεις -αν και με τα μÜγια δεν εννοοýσε ακüμα την αλλαγÞ της πραγματικüτητας απλþς, αλλÜ τη δημιουργßα μιας ολüτελα νÝας πραγματικüτητας, μες απ' τα γραπτÜ του. Εßναι σßγουρο πως η δυσπιστßα προς τη καθημερινÞ πραγματικüτητα -που θεωροýσε προβληματικÞ- παρÝμενεν επßμαχο θÝμα στη σκÝψη του για üλη του τη ζωÞ. ΚÜποτε, Ýγραψε σ' Ýναν αναγνþστη:

   "Δε πιστεýω στη πολιτικÞ μας, στον τρüπο που διασκεδÜζουμε. Δε συμμερßζομαι κανÝν απü τα ιδανικÜ της εποχÞς μας".

     ΔÝκα χρüνια μετÜ, Ýγραφε σ' Üλλο γρÜμμα (1930):

   "Εßναι φανερü πως αυτü που λÝνε πραγματικüτητα των τεχνολüγων, των στρατηγþν και των διευθυντþν τραπεζþν, γßνεται διαρκþς üλο και λιγüτερο πραγματικü, üλο και λιγüτερο πιθανü".

     Ταßριαζε λοιπüν αυτÞ την απüρριψη της παροýσας πραγματικüτητας με μιαν επιβεβαßωση της πßστης του σε μιαν υψηλüτερην αλÞθεια.

   "Δεν εßμαι Üπιστος. Πιστεýω στους νüμους της ανθρωπüτητας που 'ναι ηλικßας χιλιÜδων ετþν και πιστεýω πως εýκολα θα επιζÞσουνε των ταραχþν του καιροý μας". (ßδια επιστολÞ 1930).

     Το 1940 η Üρνηση του στη πραγματικüτητα, κατÝληγε στον ισχυρισμü πως:

   "¼λη η πνευματικÞ πραγματικüτητα, üλη η αλÞθεια, üλη η ομορφιÜ, üλος ο πüθος γι' αυτÜ τα πρÜγματα, φαßνονταν σÞμερα να 'ναι ουσιαστικüτερης σημασßας, παρÜ ποτÝ".

     ΑυτÞ η διχοτüμηση μεταξý σýγχρονης πραγματικüτητας και των αιþνιων αξιþν, χαρακτηρßζει ολÜκερο το Ýργο του -τüσο το λογοτεχνικü, üσο και το ζωγραφικü. Οι Þρωες των πιο γνωστþν του μυθιστορημÜτων: ο ΝτÝμιαν, ο ΣιντÜρτα, ο ΧÜρι ΧÜλερ του "Λýκου Της ΣτÝπας", ο Χρυσüστομος, ο Χ.Χ. στο "Ταξßδι Στην ΑνατολÞ", κι ο Γιüζεφ Κνεχτ στο "Παιγνßδι Με Τις ΧÜντρες", εßναι Üνθρωποι που οδηγοýνται απü τον πüθο τους για μιαν υψηλüτερη πραγματικüτητα, üπως την Ýχουν ονειρευτεß, οραματιστεß, αλλÜ και που 'ναι δεμÝνοι απü την ιστορßα και το πεπρωμÝνο, με μια πραγματικüτητα που δε μποροýν να της ξεφýγουν. ΚατÜ καιροýς, προσπαθοýσε να ζωγραφßσει αυτü τον Üλλο κüσμο, απευθεßας κι üχι μες απ' το üραμα μιας μορφÞς ριζωμÝνης με διαφορετικü τρüπο σε τοýτο τον κüσμο.
     Η πιο συνηθισμÝνη μορφÞ φαντασιþσης στο Ýργο του εßναι το παραμýθι. Εßχε δηλþσει πολλÜκις πως τον εßχαν επηρεÜσει πολý Ýντονα, τα παραμýθια των αδερφþν Γκριμ κι οι "Χßλιες Και Μßα Νýχτες". Το 1929 μÜλιστα, ξεχþρισε τη τελευταßα συλλογÞ παραμυθιþν, και την αποκÜλεσε "πηγÞ Ýμπνευσης κι ατÝλειωτης ευχαρßστησης". ΦυσικÜ εßχε μελετÞσει διεξοδικÜ πολλþν χωρþν και περιοχþν, ατÝλειωτα παραμýθια, σε σημεßο που θα μποροýσε να θεωρηθεß κι ειδικüς. ΓενικÜ πÜντως, μποροýσε να καταλÜβει και την ιστορßα αλλÜ και τη μαγεßα τους, που στηριζüτανε στη παρατÞρηση ομοιοτÞτων, ειδικÜ σε ακραßες αποστÜσεις: ανατολßτικων κι ευρωπαúκþν παραμυθιþν.

   "Τα παραμýθια, απ' üλο τον κüσμο, μας δßνουν Üσφαλτα, ανεκτßμητα παραδεßγματα της γενετικÞς ιστορßας της ψυχÞς".

     ΠαρολαυτÜ, σ' Ýνα κüσμο που η μαγεßα θεωρεßται δεδομÝνη, δεν αρκεß αυτÞ καθαυτÞ για να γßνει Ýνα παραμýθι: πρÝπει επßσης να υπÜρχει κι Ýνας κüσμος με σαφÞ ηθικÞ διÜσταση. ΠρÜγματι, η ηθικÞ διÜσταση διαφαßνεται σ' üλες τις φανταστικÝς ιστορßες, εßτε το υπερφυσικü στοιχεßο εßναι σαφþς διατυπωμÝνο, εßτε üχι.
     Ο ¸σσε γρÞγορα απÝρριψε το νεορρομαντισμü της νιüτης και στρÜφηκε σε λιγüτερο φανταχτερü τρüπο αφÞγησης, ακολουθþντας τα πρüτυπα των μεγÜλων ρεαλιστþν του 19 αι. Τη φαντασßωση üμως δε την απαρνιÝται. ΔιÝξοδο στη φαντασßα, του Ýδωσε μια μορφÞ λüγου που περιεßχε και τον τρÝχοντα ρεαλισμü: ο μýθος, μορφÞ λüγου που υπÜρχει χþρος για υπερφυσικü, αφοý αυτü μπορεß ν' αποδοθεß στη μυθικÞ συναßσθηση που υπÞρξε σ' Üλλους καιροýς και χρüνους. ¼πως üμως παρατÞρησε κι ο ßδιος, τα υπερφυσικÜ συμβÜντα στους μýθους, θεωροýνται σα διαλεßμματα της κανονικÞς πραγματικüτητας κι üχι, üπως στα παραμýθια που θεωροýνται αυτονüητα. ¸τσι βρÞκε Üλλους τρüπους να χειρßζεται το φανταστικü.
     Τα üνειρα πÜντα παßζανε ζωτικü ρüλο στη ψυχικÞ ζωÞ του, üπως φαßνεται κι απ' τα δοκßμιÜ του. ¼ταν πÝρασε αυτÝς τις μπüρες με τη ψυχικÞ του κατÜσταση και στρÜφηκε στη ψυχανÜλυση -βÜσει του Γιοýνγκ- Ýδωσε Ýμφαση στα üνειρα και στην ερμηνεßα τους και απÝκτησε την ικανüτητα να επανασυνδεθεß με τον παιδικü κüσμο της φαντασßας, που προσπαθÞσει τüσο καιρü να καταπιÝσει. ΞεπÝρασε λοιπüν τις δυσκολßες κι Ýτσι, τα üνειρα, σα διÝξοδος φαντασιþσεων και σα μÝσον επανασýνδεσης με το παρελθüν, βρßσκονται σε αρκετÜ απü τα Ýργα του.
     Δε πρÝπει να θεωρÞσουμε πως η τÜση του αυτÞ προς το φανταστικü εßναι μüνο σα μια τÜση φυγÞς. Εßναι βÝβαια αληθÝς πως οι κλασικÝς περßοδοι που κυριÜρχησε το φανταστικü, Þταν εκεßνες οι εποχÝς που η τεχνολογικÞ πραγματικüτητα κατÝκλυζε τüσο πολý τα πÜντα, που το Üτομο Üρχισε ν' αναρωτιÝται για τις αξßες της. ΣυχνÜ οι φαντασιþσεις αποκαλýπτουνε τις αξßες μιας δεδομÝνης εποχÞς πολý πιο ζωντανÜ, απ' ü,τι οι αποκαλοýμενοι ρεαλισμοß. Κι η εποχÞ μας, φαßνεται να χρειÜζεται τη φαντασßωση πιüτερο απü κÜθε Üλλην εποχÞ...
       ΠÝθανε στην Ελβετßα 9 Αυγοýστου 1962 λßγο μετÜ τα 85α γενÝθλιÜ του.


========================


                         
¸νας ΕρωτευμÝνος ΝÝος (Ýνας μýθος)

      ΑυτÞ η διÞγηση αναφÝρεται σε γεγονüτα που γßνανε τα χρüνια του Αγßου Ιλαρßωνα. Στη πüλη που γεννÞθηκε κεßνος, κοντÜ στη ΓÜζα, ζοýσε Ýν απλü, θεοσεβοýμενο αντρüγυνο, που ο Κýριος εßχεν ευλογÞσει με μια κüρη Ýξυπνη και πολý-πολý üμορφη. ΑναθρεμμÝνη απü τους γονεßς της στην οδü της καλοσýνης, η ευαßσθητη κοπÝλα, προς χαρÜ üλων, μεγÜλωνε με ταπεινοφροσýνη κι ευσÝβεια κι Þταν, μες σ' üλη τη διακριτικÞ της χÜρη, τüσον üμορφη να τη κοιτÜ κανεßς üσο κι Ýνας Üγγελος Κυρßου. Τα σκοýρα, γυαλιστερÜ μαλλιÜ της παßζανε πÜνω στο λευκü της μÝτωπο
· μακριÝς, βελοýδινες βλεφαρßδες σκιÜζανε τα ντροπαλÜ χαμηλωμÝνα μÜτια της, περπατοýσε στα μικρÜ, ντελικÜτα ποδαρÜκια της, λεπτοκαμωμÝνα κι ελαφρÜ σαν τα ζαρκÜδια, κÜτω απ' τα φοινικüδεντρα.
     Οýτε που γýριζε να κοιτÜξει τους Üντρες, γιατß üταν Þτανε δεκατεσσÜρων χρονþν εßχεν αρρωστÞσει θανÜσιμα κι εßχε ορκιστεß -αν Εκεßνος την Ýσωζε- να μη πÜρει Üλλον για σýζυγο εκτüς απ' το Θεü και τελικÜ γιατρεýτηκε λες κι Εκεßνος εßχε φροντßσει για τοýτο.
     ¸νας νÝος που ζοýσε στην ßδια πüλη ερωτεýτηκε αυτÞ την εικüνα αμüλυντης, παρ-θενικÞς αγνüτητας. Κι εκεßνος Þταν üμορφος κι üλο χÜρη, γιος καλÞς οικογÝνειας, που τον εßχε αναθρÝψει και μεγαλþσει με üλη τη πρÝπουσα φροντßδα. ΑλλÜ απ' τη στιγμÞ που ερωτεýτηκε την üμορφη κοπÝλα, δεν Ýκανε τßποτ' Üλλο απ' το να ψÜχνει μιαν ευκαιρßα να τη δει κι üταν την Ýβλεπε, στεκüταν εκστατικüς μπρος στη πανÝμορφη παιδοýλα, κοιτÜζοντÜς τη με φλογερÞ λαχτÜρα στα ορθÜνοιχτα μÜτια του. ¼ταν περνοýσε μια μÝρα χωρßς να δει το πρüσωπü της, γυρνοýσε μελαγχολικüς, χλωμüς κι απελπισμÝνος, χωρßς να τρþει τßποτε και περνοßJσε πολλÝς þρες με αναστεναγμοýς και θρÞνους.
     ¸χοντας καλÞ ανατροφÞ, ο νÝος διÝθετε ευγενικÞ, ευσεβÞ ιδιοσυγκρασßα, αλλÜ τþρα αυτÞ η βßαιη ερωτικÞ τρÝλα κυβερνοýσε τη καρδιÜ και τη ψυχÞ του. Δε μποροýσε πια να συγκεντρωθεß κι αντß να σκÝφτεται λογικÜ, σκεφτüτανε πια μüνο τα μαýρα, μακριÜ μαλλιÜ της κüρης, τα Þρεμα, üμορφα μÜτια της, το χρþμα και τις στρογγυλÜδες των μÜγουλων και των χειλιþν της, το λεπτü, αστραφτερü λαιμü της και τα μικροσκοπικÜ, ευκßνητα ποδαρÜκια της. ΑλλÜ δßσταζε να της μιλÞσει για τη μεγÜλη αγÜπη και το σφοδρü πüθο του, γιατß γνþριζε πολý καλÜ πως εκεßνη δεν εßχε σκοπü να πÜρει σýζυγο στη γη, μην Ýχοντας μÝσα της αγÜπη παρÜ μονÜχα για το Θεü και τους γονεßς της.
     ΜαραζωμÝνος απü την αρρþστια του ¸ρωτα, Ýγραψε τελικÜ Ýνα μεγÜλο, ικετευτικü γρÜμμα, που της αποκÜλυπτε το φλογερü ÝρωτÜ του. Με üλη του τη καρδιÜ την ικÝτευε να τον δεχτεß και στις μÝρες που θα 'ρχονταν, να ζÞσει μαζß του με τα ιερÜ δεσμÜ του γÜμου, üπως Ýπρεπε κι Þτανε σωστü. ΑρωμÜτισε το μÞνυμÜ του αυτü με μιαν ευγενικÞ ΠερσικÞ σκüνη, το τýλιξε σε κýλινδρο, το 'δεσε με μεταξωτÞ κλωστÞ και το 'στειλε μυστικÜ με τα χÝρια μιας γριας υπηρÝτριας.
     ¼ταν η κüρη διÜβασε τα λüγια του, Ýγινε κατακüκκινη. Με το πρþτο ξÜναμμα της σýγχυσης σκüπευε να σκßσει το γρÜμμα σε κομμÜτια Þ να το δεßξει αμÝσως στη μητÝρα της. ¸πειτα, üμως, εßχε γνωρßσει καλÜ και συμπαθÞσει το νÝο üταν Þτανε παιδιÜ και στα λüγια του διÝκρινε μια κÜποιαν Ýλλειψη αυτοπεποßθησης και τρυφερüτητα κι Ýτσι δεν το 'κανε. Αντß να κÜνει λοιπüν, αυτü, Ýδωσε το γρÜμμα πßσω στη γερüντισσα, λÝγοντας:
 -"ΕπιστρÝψτε αυτü το γρÜμμα σε κεßνον που το 'γραψε και πÝστε του üτι δε μπορεß να μου απευθýνει ξανÜ τÝτοια λüγια. ΠÝστε του επßσης ü,τι οι γονεßς μου με τÜξαν να γßνω νýφη του Κυρßου, γι' αυτü, δε μπορþ να προσφÝρω το χÝρι μου ποτÝ σε κανÝναν, αλλÜ πρÝπει να εμμεßνω στην απüφασÞ μου να υπηρετþ και να τιμþ Εκεßνον με παρθενικÞ αγνüτητα, γιατß η αγÜπη προς Εκεßνον εßναι υψηλüτερη και μεγαλýτερης αξßας απü την ανθρþπινη αγÜπη. ΕπιπλÝον, πÝστε του, πως ελπßζω να μη βρω οýτ' Ýναν Üντρα του οποßου η αγÜπη να εßναι υψηλüτερη και μεγαλýτερης αξßας απü κεßνη του Θεοý και θα εμμεßνω στον ιερü μου üρκο. Σε κεßνον που 'γραψε αυτü το γρÜμμα εýχομαι να 'χει την ειρÞνη του Κυρßου, που εßναι πßσω απü καθετß ανθρþπινα κατανοητü. Και τþρα πηγαßνετε και να ξÝρετε üτι ποτÝ ξανÜ δε θα δεχτþ παρüμοιο μÞνυμα απ' τα χÝρια σας".
     ¸πληκτη με τÝτοια προσκüλληση στο καθÞκον, η υπηρÝτρια επÝστρεψε στον αφÝντη της, του 'φερε το γρÜμμα του και του ανÜφερε üλα üσα εßχε πει η κüρη. Αν και πρüσθεσε μερικÜ παρηγορητικÜ λüγια, ο νÝος ξÝσπασε σε δυνατοýς θρÞνους, Ýσκισε τα ροýχα του κι Ýριξε χþμα στα μαλλιÜ. Δε τολμοýσε πια να περÜσει απ' το δρüμο της και προσπαθοýσε να τη δει μüνο απü μακριÜ.
     Νýχτες και νýχτες πÝρασε Üγρυπνος στο δωμÜτιü του, φωνÜζοντας δυνατÜ τ' üνομα της αγαπημÝνης του και χιλιÜδες τρυφερÝς λÝξεις λατρεßας: την αποκαλοýσε Φως του κι ΑστÝρι του, Ελαφßνα του και ΔÜφνη του, ΑστραφτομÜτα του και ΜαργαριτÜρι του, κι üταν ξυπνοýσε απ' αυτοýς τους ρεμβασμοýς κι ανακÜλυπτε πως Þταν μüνος στο σκοτεινü δωμÜτιο, Ýσφιγγε τα δüντια, καταριüταν το üνομα του Θεοý και χτυποýσε το κεφÜλι του στο τοßχο.
     ΑυτÞ η yÞινη αγÜπη εßχε κÜνει κÜθε ευσπλαχνßα να επισκιαστεß και να σβηστεß απ' τη καρδιÜ του. Και δεν εßχε καλÜ-καλÜ καταφÝρει ο ΔιÜβολος να μπει μÝσα του üταν ο νÝος Üρχισε να πÝφτει απü τη μßα βδελυγμßα στην Üλλη. ΠÞρε üρκο üτι θ' αποκτοýσε την üμορφη κοπÝλα και θα το 'κανε με τη βßα. Ταξßδεψε στη ΜÝμφιδα, μπÞκε στη σχολÞ των ειδωλολατρþν ιερÝων του Ασκληπειοý και διδÜχτηκε τη τÝχνη της μαγεßας. Ακολοýθησε τις σπουδÝς αυτÝς με ζÞλο για Ýνα χρüνο πριν γυρßσει πßσω στη ΓÜζα. Μüλις επÝστρεψε, χÜραξε πÜνω σ' Ýνα χÜλκινο πλακßδιο σημεßα και λÝξεις που θα 'χανε τη δýναμη να προκαλÝσουνε δυνατÜ ερωτικÜ μÜγια. Στο σκοτÜδι της νýχτας, Ýθαψε το πλακßδιο κÜτω απ' το κατþφλι του σπιτιοý, που ζοýσε η κüρη.
     Απ' την επüμενη κιüλας μÝρα, το κορßτσι εßχεν αλλÜξει αξιοσημεßωτα. ¢φησε αχαλßνωτο το Üλλοτε τüσο ταπεινÜ χαμηλωμÝνο βλÝμμα της, Üφησε κÜτω τα μαλλιÜ της να πÝφτουν ελεýθερα, παραμÝλησε τα πÜντα και τραγουδοýσε μοναχÞ της Ýνα ερωτικü τραγουδÜκι που δεν της το εßχε μÜθει κανεßς. ΚαθημερινÜ η κατÜστασÞ της γινüταν üλο και πιο σοβαρÞ και τη νýχτα στριφογýριζε στο κρεβÜτι, φωνÜζοντας δυνατÜ τ' üνομα του νÝου, αποκαλþντας τον πολυαγαπημÝνο της, ποθþντας τον κοντÜ της.
     Η τüσο αλλαγμÝνη κατÜστασÞ της δε πÝρασε απαρατÞρητη απ' τους γονεßς της μαγεμÝνης κοπÝλας. ¸χοντας πια υποψßες στο μυαλü τους εξαιτßας των λüγων της και της αλλαγμÝνης συμπεριφορÜς της, παρακολοýθησαν τη νýχτα τι Ýλεγε. Τüσο δε ταραχτÞκανε και τρομοκρατηθÞκανε μ' αυτÜ που Üκουσαν, þστε ο πατÝρας της Þθελε ν' αποκηρýξει αυτÞ τη κακοαναθρεμμÝνη, üπως την αποκÜλεσε, κüρη. Η μητÝρα, üμως, τον ικÝτεψε να κÜνει υπομονÞ. ¢ρχιζαν να εξετÜζουνε το θÝμα απü πιο κοντÜ και καταλÜβανε πως η κüρη τους Ýπρεπε να 'χε περιπÝσει σ' αυτÞ τη θλιβερÞ κατÜσταση σýγχισης εξαιτßας της επιρροÞς που θα 'χανε πÜνω της τα δεσμÜ της μαγεßας.
     Η κüρη, üμως, παρÝμενε κυριευμÝνη απü κÜποιο δαßμονα, ξεστομßζοντας βλασφημßες και φωνÜζοντας δυνατÜ τον αγαπημÝνο της. ΕπιτÝλους, οι γονεßς της θυμηθÞκανε τον Üγιο ερημßτη Ιλαρßωνα, που ζοýσε για πολλÜ χρüνια σ' Ýνα ερημικü μÝρος μακριÜ απ' τη πüλη και που 'τανε τüσο κοντÜ στο Θεü, þστε üλες του οι προσευχÝς να εισακοýονται. Εßχε θεραπεýσει τüσους πολλοýς αρρþστους κι εßχε βγÜλει τüσους πολλοýς δαßμονες þστε, δßπλα στον ¢γιο Αντþνιο, θα μποροýσε ßσως να ονομαστεß ο πιο ισχυρüς Üνθρωπος των ημερþν του. Του πÞγαν την κüρη τους κι ενþ του Ýλεγαν üλα üσα συνÝβαιναν, τον ικÝτεψαν να τη θεραπεýσει. Ο Üγιος στρÜφηκε προς την κüρη και φþναξε δυνατÜ:
 -"Ποιüς Ýκανε τη δοýλη του Θεοý σκεýος διαβολικοý πüθου";
     ΑλλÜ το κορßτσι, με το σþμα της μαραζωμÝνο, το δÝρμα της σταχτß, τονε κοßταξε κι Üρχισε να τονε βρßζει, κομπÜζοντας για το Üσπρο της θÝρμα και το απαλü της σþμα, αποκαλþντας τον τραχý σκιÜχτρο, þστε οι κακüμοιροι γονεßς της πÝσανε στα γüνατα κι Ýκρυψαν τα κεφÜλια τους απü ντροπÞ. Ο Ιλαρßων, üμως, αναγνωρßζοντας το δαßμονα που κατοικοýσε μες στο κορßτσι, χαμογÝλασε κι εξαπÝλυσε μια σθεναρÞ επßθεση εναντßον του, þστε αυτüς ν' αναγκαστεß να πει τ' üνομÜ του και να τα ομολογÞσει üλα. Με δýναμη, ο Üγιος εξüρκισε το βßαιο και φιλüνεικο δαßμονα απ' το κορßτσι. Τüτε κεßνη ξýπνησε, σαν απü κÜποιο παραλÞρημα πυρετοý, αναγνþρισε και χαιρÝτησε τους γονεßς της που κλαßγανε, ζÞτησε απ' τον Ιλαρßωνα ευλογßα κι απü τη στιγμÞ κεßνη, Ýγινε πÜλι η ευσεβÞς θυγατÝρα που 'τανε και πριν.
     Ο νÝος περßμενε τα μÜγια να νικÞσουνε τη κüρη και να τη ρßξουνε στην αγκαλιÜ του. ΠÝρασε μερικÝς μÝρες νιþθοντας ασφαλÞς μ' αυτÞ την ελπßδα κι Þταν τις μÝρες εκεßνες που γßναν üλα αυτÜ με το κορßτσι. ΘεραπευμÝνη πια, εκεßνη εßχε γυρßσει στη πüλη και καθþς ο νÝος διÝσχισε το δρüμο, την εßδε να 'ρχεται απü μακριÜ και προχþρησε προς το μÝρος της. Καθþς τονε πλησßαζε, μποροýσε να δει το μÝτωπü της που 'λαμπε πÜλι με την πρüτερÞ του αγνüτητα. Στο πρüσωπü της απλωνüτανε τÝτοια ειρηνικÞ ομορφιÜ που φαινüτανε σα να 'χε μüλις βγει απ' τον παρÜδεισο.
     ¸χοντÜς τα χαμÝνα, ο νÝος Ýμενε κει, αρχßζοντας απ' τη στιγμÞ που την εßδε, να νιþθει ντροπÞ για την ιεροσυλßα που 'χε διαπρÜξει. ΑλλÜ προσπÜθησε να υπερασπιστεß τον εαυτü του κι üταν εκεßνη τονε πλησßασε, εκεßνος, εμπιστευüμενος τη δýναμη των μαγικþν, πÞγε προς το μÝρος της, της Ýπιασε το χÝρι και της εßπε:
 -"Τþρα μ' αγαπÜς";
     Χωρßς να κοκκινÞσει, η κüρη σÞκωσε τα αγνÜ της μÜτια, που λÜμψανε πÜνω του σαν αστÝρια. Μια ανεßπωτη αγÜπη κι ευγÝνεια ακτινοβολοýσε απ' αυτÜ. Του 'σφιξε το χÝρι κι απÜντησε:
 -"Ναι, αδελφÝ μου, σ' αγαπþ. Αγαπþ τη φτωχÞ ψυχÞ σου και σε παρακαλþ να την ελευθερþσεις απ' το κακü και να τη δþσεις στη φýλαξη του Κυρßου, για να γßνει πÜλι üμορφη κι αγνÞ".
     ¸να αüρατο χÝρι Üγγιξε την καρδιÜ του νÝου. Τα μÜτια του ξεχεßλισαν απü δÜκρυα και φþναξε:
 -"¿στε πρÝπει να σε απαρνηθþ για πÜντα; Μα δþσε μου μια εντολÞ, δε θα κÜνω παρÜ αυτü που θα με διατÜξεις".
     Εκεßνη χαμογÝλασε σαν Üγγελος και του εßπε:
 -"Δε χρειÜζεται να μ' αρνηθεßς για πÜντα. Θα Ýρθει κÜποια μÝρα που θα σταθοýμε κι οι δυο μπρος στο θρüνο του Θεοý. Ας προετοιμαστοýμε για κεßνη τη μÝρα, þστε να μπορÝσουμε να Τον κοιτÜξουμε καταπρüσωπο και ν' αντÝξουμε τη κρßση Του. Τüτε θα γßνω φßλη σου. Δεν εßναι παρÜ για λßγο καιρü που θα μεßνουμε χþρια".
     ΑπαλÜ Üφησε το χÝρι του και χαμογελþντας απομακρýνθηκε. Εκεßνος Ýμεινε για λßγο σαν μαγεμÝνος, Ýπειτα απομακρýνθηκε κι εκεßνος, κλεßδωσε το σπßτι του και πÞγε στην Ýρημο να υπηρετÞσει τον Κýριο. Η ομορφιÜ του τον εγκατÝλειψε, αδυνÜτησε, το δÝρμα του σκοýρηνε και μοιραζüτανε τη κατοικßα του με τα κτÞνη της υπαßθρου. Και üταν κουραζüτανε κι υπüφερε απü αμφιβολßες και δε μποροýσε να βρει Üλλη παρηγοριÜ, επαναλÜμβανε ατÝλειωτα τα λüγια της:
 -"Δεν εßναι παρÜ για λßγο καιρü..."
     Κι ßσως ο καιρüς να του φÜνηκε πολýς, τα μαλλιÜ του γßνανε γκρßζα κι Üσπρισαν κι Ýμεινε στη γη μÝχρι και τα ογδονταÝνα του χρüνια. Τß εßναι Üλλωστε, ογδüντα χρüνια; Τα χρüνια πετÜνε και φεýγουνε σαν να ταξιδεýουνε πÜνω σε φτεροýγες πουλιþν.
     Απü τüτε που ζοýσε ο νÝος αυτüς, χßλια και μερικÝς εκατοντÜδες χρüνια Ýχουνε περÜσει και πüσο γρÞγορα επßσης τα ονüματα κι οι πρÜξεις μας θα ξεχαστοýνε και δε θα μεßνει οýτ' ßχνος απ' τη ζωÞ μας, εκτüς ßσως απü 'να μικρü, αβÝβαιο μýθο...
____________________________________________

       Εßμαι Ýνα Üστρο

Εßμαι Ýνα Üστρο στον Üπειρο ουρανü,
που τον κüσμο παρατηρεß, τον κüσμο περιφρονεß,
και στην πυρÜ του φλÝγεται.
Εßμαι η θÜλασσα που τη νýχτα θεριεýει,
η πÝνθιμη θÜλασσα, η φορτωμÝνη θýματα
που νÝες αμαρτßες πÜνω στις παλιÝς σωρεýει.
Εßμαι απü τον κüσμο σας εξορισμÝνος
απü περηφÜνια αναθρεμμÝνος, απü περηφÜνια εξαπατημÝνος,
εßμαι ο βασιλιÜς δßχως χþρα.
Εßμαι το βουβü παρÜφορο πÜθος,
σε σπßτι δßχως εστßα, σε πüλεμο δßχως σπαθß,
και Üρρωστος απü την ßδια μου την ισχý.
                                                     1896



 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers