Βιογραφικü
Ο Erich Maria Remarque (¸ριχ Μαρßα ΡεμÜρκ) Þτανε Γερμανüς μυθιστοριογρÜφος. Το μυθιστüρημα-ορüσημο All Quiet on the Western Front (1928), βασισμÝνο στην εμπειρßα του στον αυτοκρατορικü γερμανικü στρατü στη διÜρκεια του Α' Παγκ. Πολ. Þτανε διεθνÝς μπεστ-σÝλλερ που δημιοýργησε νÝο λογοτεχνικü εßδος βετερÜνων που γρÜφουν αντιπολεμικÜ. Το βιβλßο προσαρμüστηκε στον κινηματογρÜφο αρκετÝς φορÝς. Τα αντιπολεμικÜ θÝματÜ του οδÞγησαν στη καταδßκη του απ' τον υπουργü προπαγÜνδας των Ναζß Γιüζεφ ΓκÝμπελς ως αντιπατριωτικü. ¹τανε σε θÝση να χρησιμοποιÞσει τη λογοτεχνικÞ επιτυχßα και τη φÞμη του για να μετεγκατασταθεß στην Ελβετßα ως πρüσφυγας και στις ΗΠΑ, üπου πολιτογραφÞθηκε 'κει.
ΓεννÞθηκε στο Osnabrück (¼σναμπρυκ) στις 22 Ιουνßου 1898, ως Erich Paul Remark, απü τον Peter Franz Remark και την Anna Maria (γ. Stallknecht), ρωμαιοκαθολικÞ οικογÝνεια εργατικÞς τÜξης. Δεν Þτανε ποτÝ κοντÜ με τον πατÝρα, βιβλιοδÝτη, αλλÜ Þτανε κοντÜ με τη μητÝρα του κι Üρχισε να χρησιμοποιεß το μεσαßο üνομα Μαρßα μετÜ τον Α' Παγκ. Πüλ. προς τιμÞ της. ¹τανε 3ο απü 4 παιδιÜ. Τα αδÝλφια του Þταν η μεγαλýτερη αδελφÞ ¸ρνα, ο μεγαλýτερος αδελφüς του ΤÝοντορ ¢ρθουρ (που πÝθανε στα 5 Þ 6 του) κι η μικρüτερη αδελφÞ του Ελφρßντε. Η ορθογραφßα του επωνýμου του Üλλαξε σε Remarque üταν δημοσßευσε το All Quiet on the Western Front προς τιμÞν των ΓÜλλων προγüνων του και προκειμÝνου να διαχωρßσει τη θÝση του απü το προηγοýμενο μυθιστüρημÜ του The Dream Room (Die Traumbude). Ο παπποýς του εßχε αλλÜξει την ορθογραφßα απü Remarque σε Remark τον 19ο αι. Η Ýρευνα απ' τον παιδικü κι ισüβιο φßλο του, Hanns-Gerd Rabe, απÝδειξε üτι εßχε ΓÜλλους προγüνους -ο προπÜππους του Johann Adam Remarque, που γεννÞθηκε το 1789, προερχüταν απü γαλλικÞ οικογÝνεια στο ¢αχεν. Αυτü Ýρχεται σε αντßθεση με το ψεýδος -που διαιωνßστηκε απ' τη ναζιστικÞ προπαγÜνδα- üτι το πραγματικü του επþνυμο Þτανε Kramer (δηλαδÞ γραμμÝνο ανÜποδα) κι üτι Þταν Εβραßος.

Στη διÜρκεια του Α' Παγκ. Πολ., στρατολογÞθηκε στον Αυτοκρατορικü Γερμανικü Στρατü στα 18 του. Στις 12 Ιουνßου 1917, μετατÝθηκε στο Δυτικü ΜÝτωπο, 2ος Λüχος, Εφεδρεßες, ΑποθÞκη Πεδßου της 2ης ΕφεδρικÞς Μεραρχßας Φρουρþν στο Hem-Lenglet. Στις 26 Ιουνßου 1917 τοποθετÞθηκε στο 15ο Εφεδρικü Σýνταγμα Πεζικοý, 2ος Λüχος, Διμοιρßα Μηχανικοý Bethe και πολÝμησε στα χαρακþματα μεταξý Torhout και Houthulst. Στις 31 Ιουλßου 1917 τραυματßστηκε απü θραýσματα οβßδας στο αριστερü πüδι, το δεξß χÝρι και το λαιμü κι αφοý απομακρýνθηκε ιατρικÜ απ' το πεδßο επαναπατρßστηκε σε στρατιωτικü νοσοκομεßο στο Duisburg, üπου ανÜρρωσε απü τα τραýματÜ του. Τον Οκτþβρη του 1918, ανακλÞθηκε στη στρατιωτικÞ θητεßα, αλλÜ η ανακωχÞ του πολÝμου 1 μÞνα μετÜ Ýθεσε τÝλος στη στρατιωτικÞ του καρριÝρα. ΜετÜ τον πüλεμο συνÝχισε την εκπαßδευσÞ του ως δÜσκαλος κι εργÜστηκε απü την 1η Αυγοýστου 1919 ως δÜσκαλος 1βÜθμιας εκπαßδευσης στο Lohne, κεßνη την εποχÞ στην κομητεßα του Lingen, τþρα στη κομητεßα του Bentheim. Απü τον ΜÜη του 1920 εργÜστηκε στο Klein Berssen στη πρþην κομητεßα του Hümmling, τþρα Emsland κι απü τον Αýγουστο του 1920 στο Nahne, που εßναι μÝρος του Osnabrück απü το 1972. Στις 20 ΝοÝμβρη 1920 πÞρε Üδεια απουσßας απ' τη διδασκαλßα.
ΕργÜστηκε σε διÜφορες θÝσεις σ' αυτÞ τη φÜση της ζωÞς του, συμπεριλαμβανομÝνου του βιβλιοθηκονüμου, του επιχειρηματßα, του δημοσιογρÜφου και του εκδüτη. Η 1η του αμειβüμενη συγγραφικÞ δουλειÜ Þταν ως τεχνικüς συγγραφÝας για τη Continental Rubber Company, γερμανικÞ εταιρεßα κατασκευÞς ελαστικþν. Εßχε κÜνει τις 1ες του απüπειρες να γρÜψει στα 16 του. Μεταξý αυτþν Þτανε δοκßμια, ποιÞματα κι οι αρχÝς ενüς μυθιστορÞματος που ολοκληρþθηκε αργüτερα και δημοσιεýθηκε το 1920 ως The Dream Room (Die Traumbude). Μεταξý 1923-6 Ýγραψε επßσης το σενÜριο σειρÜς κüμικς, Die Contibuben, σχεδιασμÝνο απü τον Hermann Schütz, που δημοσιεýθηκε στο Echo Continental, Ýκδοση απü την εταιρεßα καουτσοýκ κι ελαστικþν Continental AG. ΜετÜ την επιστροφÞ του απ' τον πüλεμο, οι φρικαλεüτητÝς του μαζß με το θÜνατο της μητÝρας του προκÜλεσαν μεγÜλο ψυχικü τραýμα και θλßψη. Στα επüμενα χρüνια ως επαγγελματßας συγγραφÝας, Üρχισε να χρησιμοποιεß το Μαρßα ως μεσαßο üνομα αντß για ΠÜουλ, για να τιμÞσει τη μνÞμη της μητÝρας του. ¼ταν δημοσßευσε το All Quiet on the Western Front, το επþνυμü του επανÞλθε σε προηγοýμενη ορθογραφßα - απü Remark σε Remarque -για να διαχωρßσει τη θÝση του απü το μυθιστüρημÜ του Die Traumbude.

Το 1927 δημοσßευσε το μυθιστüρημα Station at the Horizon (Station am Horizont). Δημοσιεýτηκε σε συνÝχειες στο αθλητικü περιοδικü Sport im Bild που εργαζüταν. (Εκδüθηκε 1η φορÜ σε μορφÞ βιβλßου το 1998.) Το All Quiet on the Western Front (Im Westen nichts Neues 1929), το καθοριστικü για τη καρριÝρα του Ýργο, γρÜφτηκε επßσης το 1927. ΑρχικÜ δεν μπüρεσε να βρει εκδüτη. Το κεßμενü του περιγρÜφει τις εμπειρßες των Γερμανþν στρατιωτþν στη διÜρκεια του Α 'Παγκ. Πολ. Με τη δημοσßευσÞ του Ýγινε διεθνÝς μπεστ-σÝλλερ κι Ýργο ορüσημο στη λογοτεχνßα του 20οý αι. ΕνÝπνευσε νÝο εßδος βετερÜνων που Ýγραφαν αντιπολεμικÜ και την εμπορικÞ Ýκδοση ευρεßας ποικιλßας πολεμικþν απομνημονευμÜτων. ΕνÝπνευσε επßσης δραματικÝς αναπαραστÜσεις του πολÝμου στο θÝατρο και τον κινηματογρÜφο, στη Γερμανßα καθþς και σε χþρες που εßχανε πολεμÞσει στη σýγκρουση κατÜ της ΓερμανικÞς Αυτοκρατορßας, ιδιαßτερα σε Αγγλßα κι ΗΠΑ.
Ακολουθþντας την επιτυχßα του All Quiet on the Western Front, Þρθε σειρÜ παρüμοιων Ýργων απü τον Remarque. Με απλÞ, συναισθηματικÞ γλþσσα, περιÝγραψαν τον πüλεμο και τα μεταπολεμικÜ χρüνια στη Γερμανßα. Το 1931, αφοý τελεßωσε το The Road Back (Der Weg zurück), αγüρασε μια βßλα (Casa Monte Tabor) στο Ronco της Ελβετßας με τον σημαντικü οικονομικü πλοýτο που του εßχανε φÝρει τα δημοσιευμÝνα Ýργα του. Σχεδßαζε να ζÞσει εκεß αλλÜ και στη Γαλλßα. Στις 10 ΜÜη 1933, με πρωτοβουλßα του υπουργοý προπαγÜνδας των Ναζß Γιüζεφ ΓκÝμπελς, τα γραπτÜ του κηρýχθηκαν δημοσßως αντιπατριωτικÜ κι απαγορεýτηκαν στη Γερμανßα. Τα αντßγραφα αφαιρÝθηκαν απ' üλες τις βιβλιοθÞκες και περιορßστηκαν απü τη πþληση Þ τη δημοσßευση οπουδÞποτε στη χþρα.
Η Γερμανßα κατρακυλοýσε γρÞγορα σε μια ολοκληρωτικÞ κοινωνßα, οδηγþντας σε μαζικÝς συλλÞψεις στοιχεßων του πληθυσμοý που αποδοκßμαζε η νÝα κυβερνητικÞ τÜξη. Ο ΡεμÜρκ Ýφυγε απü τη Γερμανßα για να ζÞσει στη βßλα του στην Ελβετßα. Το γαλλικü του υπüβαθρο καθþς κι η καθολικÞ πßστη δÝχτηκαν επßσης δημüσια επßθεση απ' τους Ναζß. ΣυνÝχισαν να επικρßνουν τα γραπτÜ του στην απουσßα του, διακηρýσσοντας üτι üποιος θ' Üλλαζε την ορθογραφßα του ονüματüς του απü το γερμανικü "Remark" στο γαλλικü "Remarque" δεν θα μποροýσε να εßναι αληθινüς Γερμανüς. ¸καναν επßσης το ψευδÞ ισχυρισμü üτι δεν εßχε δει ενεργü υπηρεσßα στη διÜρκεια του ΠολÝμου. Το 1938, η γερμανικÞ υπηκοüτητÜ του ανακλÞθηκε. Το 1938, ο ßδιος κι η πρþην σýζυγüς του ξαναπαντρεýτηκαν για ν' αποτρÝψουνε τον επαναπατρισμü της. Λßγο πριν απü το ξÝσπασμα του Β 'Παγκ. Πολ. στην Ευρþπη, φýγαν απü το Porto Ronco της Ελβετßας για τις ΗΠΑ. ΠολιτογραφÞθηκαν εκεß το 1947.

ΣυνÝχισε να γρÜφει για τη γερμανικÞ εμπειρßα μετÜ τον Πüλεμο. Το επüμενο μυθιστüρημÜ του, Τρεις σýντροφοι (Drei Kameraden), επικεντρþνεται στη ζωÞ στη Δημοκρατßα ΒαúμÜρης στα Ýτη 1928-9. Το 4ο μυθιστüρημÜ του, Flotsam (στα γερμανικÜ με τßτλο Liebe deinen Nächsten, Þ Love Thy Neighbor), εμφανßστηκε 1η φορÜ σε συνÝχειες σε αγγλικÞ μετÜφραση στο περιοδικü Collier's το 1939. ΠÝρασε Üλλο Ýν Ýτος αναθεωρþντας το κεßμενο για την Ýκδοση του βιβλßου το 1941, στ' αγγλικÜ και στα γερμανικÜ. Το επüμενο Ýργο του, το μυθιστüρημα Αψßδα του ΘριÜμβου, εκδüθηκε 1η φορÜ το 1945 στ' αγγλικÜ και τον επüμενο χρüνο στα γερμανικÜ. ¢λλο Üμεσο μπεστ-σÝλλερ, Ýφτασε τις παγκüσμιες πωλÞσεις σχεδüν 5.000.000. Το τελευταßο του μυθιστüρημα Þταν το ΣκιÝς στον ΠαρÜδεισο. Το 'γραψε ενþ ζοýσε στην 320 East 57th Street στη ΝÝα Υüρκη. Η πολυκατοικßα Ýπαιξε εξÝχοντα ρüλο στο μυθιστüρημÜ του.
Το 1943, οι Ναζß συνÝλαβαν τη μικρüτερη αδελφÞ του, Elfriede Scholz, που 'χε μεßνει στη Γερμανßα με τον σýζυγü της και τα 2 παιδιÜ της. ΜετÜ απü δßκη στο διαβüητο Volksgerichtshof (το εξωσυνταγματικü Λαúκü ΔικαστÞριο του Χßτλερ), κρßθηκε Ýνοχη για υπονüμευση του ηθικοý επειδÞ δÞλωσε üτι θεωροýσε τον πüλεμο χαμÝνο. Ο Πρüεδρος του Δικαστηρßου Roland Freisler δÞλωσε: "Ο αδελφüς σας εßναι δυστυχþς πÝρα απü τις δυνατüτητÝς μας -εσεßς, ωστüσο, δεν θα μας ξεφýγετε". Η Σολτς αποκεφαλßστηκε στις 16 ΔεκÝμβρη 1943. Ο Remarque εßπε μετÜ üτι η αδελφÞ του εßχε εμπλακεß σε αντιναζιστικÝς αντιστασιακÝς δραστηριüτητες. Στην εξορßα, αγνοοýσε τη τýχη της αδελφÞς του μÝχρι μετÜ τον πüλεμο. Θα της αφιÝρωνε το μυθιστüρημα του 1952 Spark of Life (Der Funke Leben). Η αφιÝρωση παραλεßφθηκε στη γερμανικÞ Ýκδοση, σýμφωνα με πληροφορßες, επειδÞ εξακολουθοýσε να θεωρεßται προδüτρια απü ορισμÝνους Γερμανοýς. Το 1948, επÝστρεψε στην Ελβετßα, που πÝρασε το υπüλοιπο της ζωÞς του. ΥπÞρχε κενü 7 ετþν -μακρÜ σιωπÞ για τον Remarque - μεταξý της Αψßδας του ΘριÜμβου και του επüμενου Ýργου του, Spark of Life (Der Funke Leben), που εμφανßστηκε στα γερμανικÜ και στ' αγγλικÜ το 1952. Ενþ Ýγραφε τη Σπßθα ΖωÞς, δοýλευε επßσης πÜνω σε μυθιστüρημα, το Zeit zu leben und Zeit zu sterben (Χρüνος για να ζÞσεις και χρüνος για να πεθÜνεις). Εκδüθηκε 1η φορÜ στ' αγγλικÜ το 1954 με τον üχι ακριβþς κυριολεκτικü τßτλο A Time to Love and a Time to Die. Το 1958, ο ΝτÜγκλας Σιρκ σκηνοθÝτησε τη ταινßα A Time to Love and a Time to Die in Germany, βασισμÝνη στο μυθιστüρημα. Ο ΡεμÜρκ εμφανßστηκε στην ταινßα ως Ýντιμος δÜσκαλος που κρυβüταν απü τους Ναζß.

Το 1955, Ýγραψε το σενÜριο για την αυστριακÞ ταινßα The Last Act (Der letzte Akt), για τις τελευταßες ημÝρες του Χßτλερ στο καταφýγιο της Καγκελαρßας του ΡÜιχ στο Βερολßνο, που βασßστηκε στο βιβλßο Ten Days to Die (1950) του Michael Musmanno. Το 1956, Ýγραψε Ýνα δρÜμα Full Circle (Die letzte Station) για τη σκηνÞ, που παßχτηκε στη Γερμανßα και στο Μπρüντγουεú. ΑγγλικÞ μετÜφραση δημοσιεýθηκε το 1974. Το Heaven Has No Favorites κυκλοφüρησε σε συνÝχειες (ως Borrowed Life) το 1959 πριν εμφανιστεß ως βιβλßο το 1961 κι Ýγινε ταινßα του 1977 Bobby Deerfield. Η Νýχτα στη Λισαβüνα (Die Nacht von Lissabon), που εκδüθηκε το 1962, εßναι το τελευταßο Ýργο που ολοκλÞρωσε. Το μυθιστüρημα ποýλησε περßπου 900.000 αντßτυπα στη Γερμανßα.
Ο πρþτος γÜμος του Remarque Þταν με την ηθοποιü Ilse Jutta Zambona το 1925. Ο γÜμος Þτανε θυελλþδης κι Üπιστος κι απ' τις 2 πλευρÝς. Χωρßσανε το 1930, αλλÜ το 1933 φýγανε μαζß στην Ελβετßα. Το 1938, ξαναπαντρεýτηκαν, για να μην αναγκαστεß να επιστρÝψει στη Γερμανßα, και το 1939 μετανÜστευσαν στις ΗΠΑ, üπου κι οι 2 πολιτογραφÞθηκαν εκεß το 1947. Χþρισαν ξανÜ στις 20 ΜÜη 1957, αυτÞ τη φορÜ οριστικÜ. Η Ilse Remarque πÝθανε στις 25 Ιουνßου 1975.
Στη διÜρκεια της 10ετßας '30, εßχε σχÝσεις με την ΑυστριακÞ ηθοποιü ΧÝντι ΛαμÜρ, τη ΜεξικανÞ ηθοποιü Ντολüρες ντελ Ρßο και τη Γερμανßδα ηθοποιü ΜÜρλεν Ντßτριχ. Η σχÝση με την Ντßτριχ ξεκßνησε τον ΣεπτÝμβρη του 1937, üταν συναντÞθηκαν στο Λßντο ενþ βρßσκονταν στη Βενετßα για το φεστιβÜλ κινηματογρÜφου και συνεχßστηκε τουλÜχιστον μÝχρι το 1940, που διατηρÞθηκε κυρßως μÝσω επιστολþν, τηλεγραφημÜτων και τηλεφωνικþν κλÞσεων. ΕπιλογÞ των επιστολþν τους δημοσιεýθηκε το 2003 στο βιβλßο Sag mir, daß du mich liebst (Πες μου πως μ' αγαπÜς) και στη συνÝχεια στο θεατρικü Ýργο Puma του 2011. Ο ΡεμÜρκ παντρεýτηκε τελικÜ την ηθοποιü Paulette Goddard το 1958.

Ο ΡεμÜρκ πÝθανε απü καρδιακÞ ανεπÜρκεια σε ηλικßα 72 ετþν στο ΛοκÜρνο στις 25 Σεπτεμβρßου 1970. Το σþμα του θÜφτηκε στο νεκροταφεßο Ronco στο Ronco, Ticino, Ελβετßα. Η Goddard, σýζυγος του Remarque, πÝθανε το 1990 και το σþμα της θÜφτηκε δßπλα στο σþμα του συζýγου της. ¢φησε Ýνα κληροδüτημα 20 εκατομμυρßων δολαρßων στο ΠανεπιστÞμιο ΝÝας Υüρκης για να χρηματοδοτÞσει ινστιτοýτο ευρωπαúκþν σπουδþν, που ονομÜστηκε προς τιμÞ του Remarque, καθþς και τη χρηματοδüτηση του Goddard Hall στη πανεπιστημιοýπολη του Greenwich Village στη ΝÝα Υüρκη. Ο 1ος διευθυντÞς του Ινστιτοýτου Remarque Þταν ο καθηγητÞς Tony Judt. Τα Ýγγραφα του Remarque στεγÜζονται στη βιβλιοθÞκη Fales του NYU.
ΜετÜ το θÜνατü του το 1970, η σýζυγüς του Paulette Ýζησε στη βßλα μÝχρι το θÜνατü της το 1990. Η βßλα κληροδοτÞθηκε στο ΠανεπιστÞμιο της ΝÝας Υüρκης ως μÝρος της περιουσßας της Paulette Goddard. ΔεδομÝνου üτι το ΠανεπιστÞμιο της ΝÝας Υüρκης δεν Þτανε διατεθειμÝνο να πληρþσει τον σχετικü φüρο κληρονομιÜς των 18 εκατομμυρßων ελβετικþν φρÜγκων στο καντüνι του Τιτσßνο, η βßλα κατασχÝθηκε απü το καντüνι. Το καντüνι προσÝφερε τη βßλα σε δημοπρασßα γýρω στο 2010, αλλÜ αρχικÜ δεν υπÞρχε αγοραστÞς, πιθανþς λüγω της υψηλÞς τιμÞς και του υψηλοý κüστους εκσυγχρονισμοý του ακινÞτου. Ωστüσο, μÝχρι το 2021, το ακßνητο αγορÜστηκε τελικÜ απü ζευγÜρι Γερμανþν που επιθυμοýν να διατηρÞσουν το Casa Monte Tabor ως μÝρος για την προþθηση της ειρÞνης και τη διατÞρηση της κληρονομιÜς του Erich Maria Remarque. Θα συνεχßσει να χρησιμοποιεßται για εκδηλþσεις σχετικÜ με θÝματα ειρÞνης. Η βßλα Ýχει ανακαινιστεß εκτενþς το 2023.

ΡΗΤΑ:
Ο θÜνατος ενüς ανθρþπου εßναι θÜνατος, ο θÜνατος δýο εκατομμυρßων εßναι στατιστικÞ.
Αυτü το βιβλßο δεν πρÝπει να εßναι οýτε κατηγορßα οýτε ομολογßα, και λιγüτερο απü üλα μια περιπÝτεια, γιατß ο θÜνατος δεν εßναι μια περιπÝτεια για εκεßνους που στÝκονται πρüσωπο με πρüσωπο με αυτüν. Θα προσπαθÞσει απλþς να μιλÞσει για μια γενιÜ ανθρþπων που, παρüλο που μπορεß να γλßτωσαν απü οβßδες, καταστρÜφηκαν απü τον πüλεμο.
Εßναι πολý περßεργο το γεγονüς üτι η δυστυχßα του κüσμου προκαλεßται συχνÜ απü μικροýς ανθρþπους. Εßναι πολý πιο ενεργητικοß κι ασυμβßβαστοι απü τους μεγÜλους συναδÝλφους.
Βαδßζουμε προς τα πÜνω, κυκλοθυμικοß Þ καλοδιÜθετοι στρατιþτες -φτÜνουμε στη ζþνη üπου αρχßζει το μÝτωπο και γινüμαστε στιγμιαßα ανθρþπινα ζþα.
Δεν εßμαστε πια νÝοι. Δεν θÝλουμε να κατακλýσουμε τον κüσμο. Φεýγουμε. ΠετÜμε απü τον εαυτü μας. Απü τη ζωÞ μας. ¹μασταν δεκαοκτþ και εßχαμε αρχßσει να αγαπÜμε τη ζωÞ και τον κüσμο και Ýπρεπε να το κÜνουμε κομμÜτια. Η πρþτη βüμβα, η πρþτη Ýκρηξη, Ýσκασε στις καρδιÝς μας. Εßμαστε αποκομμÝνοι απü τη δραστηριüτητα, απü την προσπÜθεια, απü την πρüοδο. Δεν πιστεýουμε πια σε τÝτοια πρÜγματα, πιστεýουμε στον πüλεμο.

Εßναι εξßσου τυχαßο üτι εßμαι ακüμα ζωντανüς üσο και üτι μπορεß να Ýχω χτυπηθεß. Σε μια βομβαρδιστικÞ εκσκαφÞ μπορεß να εßχα συνθλιβεß σε Üτομα, και στο ýπαιθρο μπορεß να επιβιþσω απü βομβαρδισμü δÝκα ωρþν αλþβητος. ΚανÝνας στρατιþτης δεν επιβιþνει απü χßλιες ευκαιρßες. ΑλλÜ κÜθε στρατιþτης πιστεýει στην τýχη και εμπιστεýεται την τýχη του.
¼ταν κÜποιος εßναι μüνος, εßναι που αρχßζει να παρατηρεß τη Φýση και να την αγαπÜ.
¸νας λüγος εντολÞς Ýχει κÜνει αυτÝς τις σιωπηλÝς φιγοýρες εχθροýς μας. Μια εντολÞ μπορεß να τους μετατρÝψει σε φßλους μας.
Μüνον Ýνα νοσοκομεßο δεßχνει τι εßναι πüλεμος.
Εßμαι πολý Þσυχος. Ας Ýρθουν οι μÞνες και τα χρüνια, δεν μποροýν να πÜρουν τßποτα απü μÝνα, δεν μποροýν να πÜρουν τßποτα περισσüτερο. Εßμαι τüσο μüνος, και τüσο χωρßς ελπßδα που μπορþ να τους αντιμετωπßσω χωρßς φüβο. Η ζωÞ που με Ýφερε üλα αυτÜ τα χρüνια εßναι ακüμα στα χÝρια μου και στα μÜτια μου. Αν το Ýχω υποτÜξει, δεν ξÝρω. ΑλλÜ üσο εßναι εκεß, θα αναζητÜ τη δικÞ της διÝξοδο, αδιαφορþντας για τη θÝληση που υπÜρχει μÝσα μου.
¸πεσε Οκτþβρh του 1918, μÝρα που Þτανe τüσο Þσυχη ακüμα και σ' üλο το μÝτωπο, που η Ýκθεση του στρατοý περιορßστηκε στη μßα μüνο πρüταση: ¼λα Þσυχα στο Δυτικü ΜÝτωπο. Εßχε πÝσει μπροστÜ και ξÜπλωσε στη γη σαν να κοιμüταν. ΓυρßζοντÜς τον, εßδε κανεßς üτι δεν θα μποροýσε να υποφÝρει πολý. Το πρüσωπü του εßχε μια Ýκφραση ηρεμßας, σαν σχεδüν χαροýμενος που εßχε Ýρθει το τÝλος.

ΕΡΓΑ:
μυθιστορÞματα
(1920) Die Traumbude. Ein Künstlerroman; ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Dream Room
(γρÜφτηκε το 1924, δημοσιεýθηκε το 1998)
(1928) Station am Horizont· ΑγγλικÞ μετÜφραση: Station at the Horizon
(1929) Im Westen nichts Neues; ΑγγλικÞ μετÜφραση: All Quiet on the Western Front (1929)
(1931) Der Weg zurück; ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Road Back (1931)
(1936) Drei Kameraden· ΑγγλικÞ μετÜφραση: Three Comrades (1937)
(1939) Liebe deinen Nächsten· ΑγγλικÞ μετÜφραση: Flotsam (1941)
(1945) Αψßδα του ΘριÜμβου· ΑγγλικÞ μετÜφραση: Arch of Triumph (1945) (ΚριτικÞ απü τον Δρ Albert Simard στο Free World)
(1952) Der Funke Leben· ΑγγλικÞ μετÜφραση: Spark of Life (1952)
(1954) Zeit zu leben und Zeit zu sterben· ΑγγλικÞ μετÜφραση: A Time to Love and a Time to Die (1954)
(1956) Οβελßσκος Der schwarze· ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Black Obelisk (1957)
(1961) Der Himmel kennt keine Günstlinge (σε συνÝχειες ως Geborgtes Leben). ΑγγλικÞ μετÜφραση: Heaven Has No Favorites (1961)
(1962) Die Nacht von Lissabon· ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Night in Lisbon (1964)
(1970) Das gelobte Land; ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Promised Land (2014)
(1971) Schatten im Paradies; ΑγγλικÞ μετÜφραση: Shadows in Paradise (1972)

Üλλα Ýργα
(1931) Der Feind· ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Enemy (1930–1931). ΔιηγÞματα
(1955) Der letzte Akt; ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Last Act; σενÜριο
(1956) Σταθμüς Die letzte. ΑγγλικÞ μετÜφραση: Full Circle (1974); θεατρικü
(1988) Die Heimkehr des Enoch J. Jones; ΑγγλικÞ μετÜφραση: The Return of Enoch J. Jones; θεατρικü
(1994) Ein μαχητικüς Pazifist; ΑγγλικÞ μετÜφραση: A Militant Pacifist; Συνεντεýξεις και δοκßμια

========================
ΟυδÝν Νεþτερον Απü Το Δυτικü ΜÝτωπο
(απüσπ.)
Εßμαστε σε ηρεμßα πÝντε μßλια πßσω απü το μÝτωπο. Χθες Þμασταν ανακουφισμÝνοι, και τþρα οι κοιλιÝς μας εßναι γεμÜτες βοδινü κρÝας και φασüλια haricot. Εßμαστε ικανοποιημÝνοι και ειρηνικοß. ΚÜθε Üνθρωπος Ýχει Ýνα Üλλο κουτß γεμÜτο για το βρÜδυ. Και, επιπλÝον, υπÜρχει διπλÞ μερßδα λουκÜνικου και ψωμιοý. Αυτü βÜζει Ýναν Üνθρωπο σε λεπτÞ τελειοποßηση. Δεν εßχαμε τÝτοια τýχη εδþ και πολý καιρü. Ο μÜγειρας με το καρüτο κεφÜλι του μας ικετεýει να φÜμε. ΓνÝφει με την κουτÜλα του σε üποιον περνÜει, και του βγÜζει μια μεγÜλη κοýκλα. Δεν βλÝπει πþς μπορεß να αδειÜσει το στιφÜδο του εγκαßρως για καφÝ. Οι Tjaden και Müller παρÞγαγαν δýο νιπτÞρες και τους γÝμισαν μÝχρι το χεßλος ως αποθεματικü. Στο Tjaden αυτü εßναι αδηφαγßα και στο Müller εßναι προνοητικüτητα. Το ποý τα βÜζει üλα ο Tjaden εßναι Ýνα μυστÞριο, γιατß εßναι και θα εßναι πÜντα τüσο λεπτüς üσο μια τσουγκρÜνα.
Αυτü που εßναι ακüμα πιο σημαντικü εßναι το ζÞτημα της διπλÞς μερßδας καπνοý. ΔÝκα ποýρα, εßκοσι τσιγÜρα και δýο μασþμενα ανÜ Üνθρωπο. Τþρα αυτü εßναι αξιοπρεπÝς. ¸χω ανταλλÜξει τον καπνü μÜσησης με τον Katczinsky για τα τσιγÜρα του, πρÜγμα που σημαßνει üτι Ýχω σαρÜντα συνολικÜ. Αυτü εßναι αρκετü για μια μÝρα.
Εßναι αλÞθεια üτι δεν Ýχουμε κανÝνα δικαßωμα σε αυτü το απροσδüκητο κÝρδος. Ο Πρþσος δεν εßναι τüσο γενναιüδωρος. ¸χουμε μüνο Ýναν λÜθος υπολογισμü να ευχαριστÞσουμε γι' αυτü.
Πριν απü δεκατÝσσερις ημÝρες Ýπρεπε να ανÝβουμε και να ανακουφßσουμε την πρþτη γραμμÞ. ¹ταν αρκετÜ Þσυχα στον τομÝα μας, Ýτσι ο διοικητÞς που παρÝμεινε στα μετüπισθεν εßχε επιτÜξει τη συνÞθη ποσüτητα μερßδων και εßχε φροντßσει για την πλÞρη συντροφιÜ εκατüν πενÞντα ανδρþν. ΑλλÜ την τελευταßα μÝρα Ýνας εκπληκτικüς αριθμüς αγγλικþν πυροβüλων Üνοιξε εναντßον μας με υψηλÞ εκρηκτικüτητα, χτυπþντας ασταμÜτητα τη θÝση μας, Ýτσι þστε υποφÝραμε πολý και επιστρÝψαμε μüνο ογδüντα δυνατοß.
Χθες το βρÜδυ επιστρÝψαμε και τακτοποιηθÞκαμε για να κοιμηθοýμε καλÜ για μια φορÜ: ο Katczinsky Ýχει δßκιο üταν λÝει üτι δεν θα Þταν τüσο κακüς πüλεμος αν μποροýσε κανεßς να κοιμηθεß λßγο περισσüτερο. Στη γραμμÞ που εßχαμε σχεδüν κανÝνα, και δεκατÝσσερις ημÝρες εßναι πολýς χρüνος σε Ýνα τÝντωμα.
¹ταν μεσημÝρι πριν ο πρþτος απü εμÜς συρθεß Ýξω απü τα διαμερßσματÜ μας. ΜισÞ þρα αργüτερα κÜθε Üνθρωπος εßχε το κουτß του και μαζευτÞκαμε στο μαγειρεßο, το οποßο μýριζε λιπαρü και θρεπτικü. Στην κορυφÞ της ουρÜς Þταν φυσικÜ ο πιο πεινασμÝνος – ο μικρüς ¢λμπερτ Κροπ, ο πιο ξεκÜθαρος στοχαστÞς ανÜμεσÜ μας και επομÝνως ο πρþτος που Þταν δεκανÝας. Ο Müller, ο οποßος εξακολουθεß να Ýχει μαζß του τα σχολικÜ του εγχειρßδια, ονειρεýεται εξετÜσεις και κατÜ τη διÜρκεια ενüς βομβαρδισμοý μουρμουρßζει προτÜσεις στη φυσικÞ. Leer, ο οποßος φορÜει πλÞρη γενειÜδα και προτιμÜ τα κορßτσια απü τους οßκους ανοχÞς των αξιωματικþν. Και ως τÝταρτος, εγþ, ο Paul Bäumer. Και οι τÝσσερις εßναι δεκαεννÝα ετþν και οι τÝσσερις εντÜχθηκαν απü την ßδια τÜξη ως εθελοντÝς για τον πüλεμο.
ΚοντÜ μας Þταν οι φßλοι μας: ο Tjaden, Ýνας αδýνατος κλειδαρÜς της ηλικßας μας, ο μεγαλýτερος τρþγων της εταιρεßας. ΚÜθεται να φÜει τüσο λεπτü üσο μια ακρßδα και σηκþνεται τüσο μεγÜλο üσο Ýνα Ýντομο με τον οικογενειακü τρüπο. Ο Haie Westhus, της ßδιας ηλικßας, Ýνας εκσκαφÝας τýρφης, ο οποßος μπορεß εýκολα να κρατÞσει Ýνα καρβÝλι με σιτηρÝσιο στο χÝρι του και να πει: ΜÜντεψε τι Ýχω στη γροθιÜ μου. τüτε ο ΝτÝτερινγκ, Ýνας χωρικüς, που δεν σκÝφτεται τßποτα Üλλο παρÜ το χωρÜφι του και τη γυναßκα του. και τÝλος ο Stanislaus Katczinsky, ο ηγÝτης της ομÜδας μας, Ýξυπνος, πονηρüς και σκληρüς, σαρÜντα ετþν, με πρüσωπο εδÜφους, μπλε μÜτια, λυγισμÝνους þμους και αξιοσημεßωτη μýτη για βρþμικο καιρü, καλü φαγητü και μαλακÝς δουλειÝς.
Η συμμορßα μας σχημÜτισε την κεφαλÞ της ουρÜς μπροστÜ απü το μαγειρεßο. Γßναμε ανυπüμονοι, γιατß ο μÜγειρας δεν μας Ýδινε σημασßα.
ΤελικÜ ο Katczinsky του φþναξε: «Πες, Heinrich, Üνοιξε το συσσßτιο. Ο καθÝνας μπορεß να δει üτι τα φασüλια Ýχουν τελειþσει».
Κοýνησε το κεφÜλι του νυσταγμÝνα: «ΠρÝπει üλοι να εßστε εκεß πρþτα». Ο Tjaden χαμογÝλασε: «Εßμαστε üλοι εδþ».
Ο λοχßας-μÜγειρας εξακολουθοýσε να μην δßνει σημασßα. «Αυτü μπορεß να κÜνει για εσÜς», εßπε. "ΑλλÜ ποý εßναι οι Üλλοι;"
«Δεν θα ταÀζονται απü εσÜς σÞμερα. Εßτε βρßσκονται στο καμαρßνι εßτε σπρþχνουν μαργαρßτες».
Ο μÜγειρας Þταν αρκετÜ αναστατωμÝνος καθþς τα γεγονüτα του φÜνηκαν. ¹ταν συγκλονισμÝνος.
«Και Ýχω μαγειρÝψει για εκατüν πενÞντα Üντρες—»
Ο Κροπ τον Ýσπρωξε στα πλευρÜ. «Τüτε για μια φορÜ θα Ýχουμε αρκετÜ. ¸λα, ξεκßνα!»
ΞαφνικÜ Ýνα üραμα Þρθε πÜνω απü τον Tjaden. Τα αιχμηρÜ, πονηρÜ χαρακτηριστικÜ του Üρχισαν να λÜμπουν, τα μÜτια του Ýγιναν μικρÜ με πονηριÜ, τα σαγüνια του συσπÜστηκαν και ψιθýρισε βραχνÜ: «Φßλε! Τüτε Ýχεις ψωμß και για εκατüν πενÞντα Üντρες, ε;»
Ο λοχßας-μÜγειρας Ýγνεψε καταφατικÜ, αφηρημÝνος και σαστισμÝνος.
Ο Tjaden τον Üρπαξε απü τον χιτþνα. "Και λουκÜνικο;"
Η Τζßντζερ Ýγνεψε ξανÜ.
Τα σκασßματα του Tjaden Ýτρεμαν. «Και ο καπνüς;»
«Ναι, τα πÜντα».
Ο Tjaden Ýλαμψε: «Τι γιορτÞ φασολιþν! Αυτü εßναι üλο για εμÜς! ΚÜθε Üνθρωπος παßρνει – περιμÝνετε λßγο – ναι, πρακτικÜ δýο θÝματα».
Τüτε ο Τζßντζερ ανακÜτεψε τον εαυτü του και εßπε: «Αυτü δεν θα κÜνει».
Τüτε ενθουσιαστÞκαμε και αρχßσαμε να συνωστιζüμαστε.
«Γιατß δεν θα γßνει αυτü, γÝρο-καρüτο;» ρþτησε ο Κατσßνσκι.
«Ογδüντα Üνδρες δεν μποροýν να Ýχουν αυτü που σημαßνει για εκατüν πενÞντα».
«Σýντομα θα σου δεßξουμε», γρýλισε ο Müller.
«Δεν με νοιÜζει το στιφÜδο, αλλÜ μπορþ να εκδþσω μερßδες μüνο για ογδüντα Üντρες», επÝμεινε η Τζßντζερ.
Ο Katczinsky θýμωσε. «Μπορεß να εßσαι γενναιüδωρος για μια φορÜ. Δεν Ýχετε τραβÞξει φαγητü για ογδüντα Üντρες. Το Ýχετε σχεδιÜσει για τη Δεýτερη Εταιρεßα. Καλü. Ας το Ýχουμε τüτε. Εßμαστε η δεýτερη εταιρεßα».
Αρχßσαμε να σπρþχνουμε τον Üνθρωπο. Κανεßς δεν Ýνιωθε ευγενικÜ απÝναντß του, γιατß Þταν δικü του λÜθος που το φαγητü Þρθε δýο φορÝς σε μας στη γραμμÞ πολý αργÜ και κρýο. ΚÜτω απü τα πυρÜ των οβßδων δεν Ýφερνε την κουζßνα του αρκετÜ κοντÜ, Ýτσι þστε οι μεταφορεßς σοýπας μας Ýπρεπε να πÜνε πολý μακρýτερα απü εκεßνους των Üλλων εταιρειþν. Τþρα ο Bulcke της First Company εßναι πολý καλýτερος Üνθρωπος. Εßναι τüσο παχýς üσο Ýνα χÜμστερ το χειμþνα, αλλÜ τραβÜει τις κατσαρüλες του üταν πρüκειται για αυτü μÝχρι την πρþτη γραμμÞ.
Εßχαμε τη σωστÞ διÜθεση και σßγουρα θα υπÞρχε ξεσκüνισμα αν δεν εßχε εμφανιστεß ο διοικητÞς του λüχου μας. ΕνημÝρωσε τον εαυτü του για τη διαμÜχη και παρατÞρησε μüνο: «Ναι, εßχαμε μεγÜλες απþλειες χθες».
Κοßταξε στο dixie. "Τα φασüλια φαßνονται καλÜ."
Ο Τζßντζερ Ýγνεψε καταφατικÜ. "ΜαγειρεμÝνα με κρÝας και λßπος."
Ο υπολοχαγüς μας κοßταξε. ¹ξερε τι σκεφτüμασταν. Και Þξερε πολλÜ Üλλα πρÜγματα επßσης, επειδÞ Þρθε στην εταιρεßα ως μη-com. και προÞχθη απü τις τÜξεις. ΣÞκωσε ξανÜ το καπÜκι απü το dixie και μýρισε. Στη συνÝχεια, περνþντας εßπε: «ΥπηρετÞστε το üλο θÝμα. Μποροýμε να το κÜνουμε. Και φÝρτε μου και Ýνα πιÜτο γεμÜτο».
Ο Τζßντζερ φαινüταν πρüβατο καθþς ο Tjaden χüρευε γýρω του.
«Δεν σου κοστßζει τßποτα! Θα νüμιζε κανεßς üτι το μαγαζß του αρχηγοý του ανÞκε σε αυτüν! Και τþρα συνÝχισε με αυτü, παλιÝ αυτοκüλλητο, και μην κÜνεις λÜθος οýτε αυτü».
«ΚρεμÜσαι!» Ýφτυσε ο Τζßντζερ. ¼ταν τα πρÜγματα ξεπερνοýν τα πρÜγματα, πετÜει εντελþς το σφουγγÜρι. Απλþς γßνεται κομμÜτια. Και σαν να Þθελε να δεßξει üτι üλα τα πρÜγματα Þταν τþρα τα ßδια γι 'αυτüν, με τη δικÞ του ελεýθερη βοýληση μοιρÜστηκε μισü κιλü συνθετικü μÝλι εξßσου μεταξý μας.
★★
ΣÞμερα εßναι υπÝροχα καλü. Το ταχυδρομεßο Ýχει Ýρθει και σχεδüν κÜθε Üνθρωπος Ýχει μερικÜ γρÜμματα.
Ο Κροπ βγÜζει Ýνα. "Ο Kantorek σας στÝλνει üλες τις καλýτερες ευχÝς του."
ΓελÜμε. Ο Müller πετÜει το τσιγÜρο του και λÝει: «ΜακÜρι να Þταν εδþ».
Ο Kantorek Þταν ο δÜσκαλüς μας, Ýνα δραστÞριο ανθρωπÜκι με γκρßζο παλτü, με πρüσωπο σαν μυγαλÞ-ποντßκι. Εßχε περßπου το ßδιο μÝγεθος με τον δεκανÝα Himmelstoss, τον «Τρüμο του Klosterberg». Εßναι πολý περßεργο το γεγονüς üτι η δυστυχßα του κüσμου προκαλεßται τüσο συχνÜ απü μικροýς ανθρþπους. Εßναι πολý πιο ενεργητικοß και ασυμβßβαστοι απü τους μεγÜλους συναδÝλφους. ΠÜντα φρüντιζα να κρατιÝμαι μακριÜ απü τμÞματα με διοικητÝς μικρþν λüχων. Εßναι ως επß το πλεßστον μπερδεμÝνα μικρÜ μαρτινÝτα.
Στη διÜρκεια της Üσκησης, ο Kantorek μας Ýδωσε μακρÝς διαλÝξεις μÝχρι που ολüκληρη η τÜξη μας πÞγε υπü την ποιμαντηρßα του στον ΔιοικητÞ της ΠεριφÝρειας και προσφÝρθηκε εθελοντικÜ. Τον βλÝπω τþρα, καθþς συνÞθιζε να μας κοιτÜζει μÝσα απü τα γυαλιÜ του και να λÝει με συγκινητικÞ φωνÞ: «Δεν θα ενωθεßτε, σýντροφοι;».
Αυτοß οι δÜσκαλοι κουβαλοýν πÜντα τα συναισθÞματÜ τους Ýτοιμα στις τσÝπες των γιλÝκων τους και τα βγÜζουν οποιαδÞποτε þρα της ημÝρας. ΑλλÜ δεν το σκεφτÞκαμε τüτε.
ΥπÞρχε, πρÜγματι, Ýνας απü εμÜς που δßσταζε και δεν Þθελε να ευθυγραμμιστεß. Αυτüς Þταν ο Josef Behm, Ýνας παχουλüς, οικεßος Üνθρωπος. ΑλλÜ επÝτρεψε στον εαυτü του να πειστεß, διαφορετικÜ θα εßχε εξοστρακιστεß. Και ßσως περισσüτεροι απü εμÜς σκεφτÞκαμε üπως εκεßνος, αλλÜ κανεßς δεν μποροýσε πολý καλÜ να ξεχωρßσει, γιατß εκεßνη την εποχÞ ακüμη και οι γονεßς κÜποιου Þταν Ýτοιμοι με τη λÝξη "δειλüς". Κανεßς δεν εßχε την πιο αüριστη ιδÝα για το τι μας περßμενε. Οι σοφüτεροι Þταν μüνο οι φτωχοß και απλοß Üνθρωποι. ¹ξεραν üτι ο πüλεμος Þταν μια ατυχßα, ενþ οι Üνθρωποι που Þταν σε καλýτερη κατÜσταση Þταν δßπλα τους με χαρÜ, αν και θα Ýπρεπε να εßναι πολý καλýτερα σε θÝση να κρßνουν ποιες θα Þταν οι συνÝπειες.
Ο Katczinsky εßπε üτι αυτü Þταν αποτÝλεσμα της ανατροφÞς τους. Τους Ýκανε ηλßθιους. Και τι εßπε η Kat, το εßχε σκεφτεß.
Παραδüξως, ο Behm Þταν Ýνας απü τους πρþτους που Ýπεσαν. ΧτυπÞθηκε στο μÜτι κατÜ τη διÜρκεια μιας επßθεσης και τον αφÞσαμε να κεßτεται νεκρüς. Δεν μποροýσαμε να τον φÝρουμε μαζß μας, γιατß Ýπρεπε να επιστρÝψουμε με ελικüπτερο. Το απüγευμα ξαφνικÜ τον ακοýσαμε να μας καλεß και τον εßδαμε Ýξω να σÝρνεται προς το μÝρος μας. Εßχε χτυπηθεß μüνο αναßσθητος. ΕπειδÞ δεν μποροýσε να δει, και Þταν τρελüς απü τον πüνο, απÝτυχε να κρατηθεß υπü κÜλυψη, και Ýτσι πυροβολÞθηκε πριν κÜποιος μπορÝσει να πÜει και να τον φÝρει μÝσα.
ΦυσικÜ δεν θα μποροýσαμε να κατηγορÞσουμε τον Kantorek για αυτü. Ποý θα Þταν ο κüσμος αν κÜποιος Ýφερνε κÜθε Üνθρωπο στο βιβλßο; ΥπÞρχαν χιλιÜδες Kantoreks, üλοι τους πεπεισμÝνοι üτι υπÞρχε μüνο Ýνας τρüπος να τα πÜνε καλÜ, και αυτüς ο τρüπος ο δικüς τους.
Κι αυτüς εßναι ακριβþς ο λüγος που μας απογοÞτευσαν τüσο Üσχημα.
Για εμÜς τα δεκαοκτþ παλικÜρια θα Ýπρεπε να εßναι μεσολαβητÝς και οδηγοß στον κüσμο της ωριμüτητας, στον κüσμο της εργασßας, του καθÞκοντος, του πολιτισμοý, της προüδου -στο μÝλλον. ΣυχνÜ τους κοροúδεýαμε και τους κÜναμε αστεßα, αλλÜ στην καρδιÜ μας τους εμπιστευüμασταν. Η ιδÝα της εξουσßας, την οποßα αντιπροσþπευαν, συνδÝθηκε στο μυαλü μας με μια μεγαλýτερη διορατικüτητα και μια ανδροπρεπÝστερη σοφßα. ΑλλÜ ο πρþτος θÜνατος που εßδαμε γκρÝμισε αυτÞ την πεποßθηση. ¸πρεπε να αναγνωρßσουμε üτι η γενιÜ μας Þταν περισσüτερο αξιüπιστη απü τη δικÞ τους. Μας ξεπÝρασαν μüνο σε φρÜσεις και σε εξυπνÜδα. Ο πρþτος βομβαρδισμüς μας Ýδειξε το λÜθος μας και κÜτω απü αυτü ο κüσμος üπως μας τον εßχαν διδÜξει Ýσπασε σε κομμÜτια.
Ενþ συνÝχιζαν να γρÜφουν και να μιλοýν, εßδαμε τους τραυματßες και τους ετοιμοθÜνατους. Ενþ δßδασκαν üτι το καθÞκον προς την πατρßδα εßναι το σπουδαιüτερο πρÜγμα, γνωρßζαμε Þδη üτι ο επιθανÜτιος ρüγχος εßναι ισχυρüτερος. ΑλλÜ παρ' üλα αυτÜ δεν Þμασταν στασιαστÝς, λιποτÜκτες, δειλοß -Þταν πολý ελεýθεροι με üλες αυτÝς τις εκφρÜσεις. ΑγαπÞσαμε τη χþρα μας üσο και αυτοß. ΠÞγαμε θαρραλÝα σε κÜθε δρÜση. ΑλλÜ επßσης ξεχωρßζαμε το ψεýτικο απü το αληθινü, εßχαμε μÜθει ξαφνικÜ να βλÝπουμε. Και εßδαμε üτι δεν εßχε απομεßνει τßποτα απü τον κüσμο τους. ¹μασταν üλοι ταυτüχρονα τρομερÜ μüνοι. Και μüνοι μας πρÝπει να το ολοκληρþσουμε.
★★
Πριν πÜμε να δοýμε τον Kemmerich, μαζεýουμε τα πρÜγματÜ του: θα τα χρειαστεß στο δρüμο της επιστροφÞς.
Στο καμαρßνι υπÜρχει μεγÜλη δραστηριüτητα · Μυρßζει üπως πÜντα καρβολικü, αιθÝρα και ιδρþτα. Οι περισσüτεροι απü εμÜς εßμαστε συνηθισμÝνοι σε αυτü στα μπιγÝτα, αλλÜ εδþ κÜνει κÜποιον να αισθÜνεται αχνüς. ΖητÜμε τον Kemmerich. Βρßσκεται σε Ýνα μεγÜλο δωμÜτιο και μας δÝχεται με αδýναμες εκφρÜσεις χαρÜς και αβοÞθητης ταραχÞς. Ενþ Þταν αναßσθητος, κÜποιος εßχε κλÝψει το ρολüι του.
Ο Müller κουνÜει το κεφÜλι του: «ΠÜντα σου Ýλεγα üτι κανεßς δεν πρÝπει να Ýχει τüσο καλü ρολüι üσο αυτü».
Ο Müller εßναι μÜλλον Üξεστος και αδιÜκριτος, διαφορετικÜ θα κρατοýσε τη γλþσσα του, γιατß ο καθÝνας μπορεß να δει üτι ο Kemmerich δεν θα βγει ποτÝ ξανÜ απü αυτü το μÝρος. Το αν θα βρει το ρολüι του Þ üχι δεν θα κÜνει καμßα διαφορÜ. Το πολý να μπορεß κανεßς να το στεßλει μüνο στο λαü του.
«Πþς πÜει, Φραντς;» ρωτÜει ο Κροπ.
Το κεφÜλι του Kemmerich βυθßζεται.
«¼χι και τüσο Üσχημα . . . αλλÜ Ýχω Ýναν τüσο καταραμÝνο πüνο στο πüδι μου».
ΚοιτÜζουμε το κÜλυμμα του κρεβατιοý του. Το πüδι του βρßσκεται κÜτω απü Ýνα συρμÜτινο καλÜθι. Το κρεβÜτι που καλýπτει καμÜρες πÜνω του. ΚλωτσÜω τον Müller στην κνÞμη, γιατß εßναι Ýτοιμος να πει στον Kemmerich αυτü που μας εßπαν οι τακτικοß Ýξω: üτι ο Kemmerich Ýχει χÜσει το πüδι του. Το πüδι ακρωτηριÜζεται. Φαßνεται φρικτüς, κßτρινος και αδýναμος. Στο πρüσωπü του υπÜρχουν Þδη οι τεταμÝνες γραμμÝς που γνωρßζουμε τüσο καλÜ, τις Ýχουμε δει τþρα εκατοντÜδες φορÝς. Δεν εßναι τüσο γραμμÝς üσο σημÜδια. ΚÜτω απü το δÝρμα η ζωÞ δεν πÜλλεται πλÝον, Ýχει Þδη πιÝσει στα üρια του σþματος. Ο θÜνατος εργÜζεται απü μÝσα. ¸χει Þδη εντολÞ στα μÜτια. Εδþ βρßσκεται ο σýντροφüς μας, ο Kemmerich, ο οποßος πριν απü λßγο καιρü Ýψηνε σÜρκα αλüγου μαζß μας και καθüταν οκλαδüν στις τρýπες των κελυφþν. Αυτüς εßναι ακßνητος και üμως δεν εßναι πια αυτüς. Τα χαρακτηριστικÜ του Ýχουν γßνει αβÝβαια και αχνÜ, σαν μια φωτογραφικÞ πλÜκα πÜνω στην οποßα Ýχουν ληφθεß δýο φωτογραφßες. Ακüμα και η φωνÞ του ακοýγεται σαν στÜχτη.
ΣκÝφτομαι την εποχÞ που φýγαμε. Η μητÝρα του, μια καλÞ παχουλÞ μητÝρα, τον Ýφερε στο σταθμü. ¸κλαιγε συνεχþς, το πρüσωπü της Þταν φουσκωμÝνο και πρησμÝνο. Ο ΚÝμεριχ Ýνιωθε αμηχανßα, γιατß Þταν η λιγüτερο συγκροτημÝνη απü üλες. Απλþς διαλýθηκε σε λßπος και νερü. Τüτε με εßδε και Ýπιασε το χÝρι μου ξανÜ και ξανÜ, και με παρακÜλεσε να φροντßσω τον Franz εκεß Ýξω. ΠρÜγματι, εßχε Ýνα πρüσωπο σαν παιδß, και τüσο εýθραυστα οστÜ που μετÜ απü τÝσσερις εβδομÜδες μεταφορÜς πακÝτων εßχε Þδη πλατυποδßα. ΑλλÜ πþς μπορεß Ýνας Üνθρωπος να φροντßσει οποιονδÞποτε στο πεδßο!
«Τþρα σýντομα θα πας σπßτι», λÝει ο Kropp.
«Θα Ýπρεπε να περιμÝνετε τουλÜχιστον τρεις Þ τÝσσερις μÞνες για την ÜδειÜ σας».
Ο ΚÝμεριχ γνÝφει. Δεν αντÝχω να κοιτÜζω τα χÝρια του, εßναι σαν κερß. ΚÜτω απü τα νýχια εßναι η βρωμιÜ των χαρακωμÜτων, φαßνεται μÝσα απü μπλε-μαýρο σαν δηλητÞριο. Μου φαßνεται üτι αυτÜ τα νýχια θα συνεχßσουν να μεγαλþνουν σαν μακρÜ φανταστικÜ κελÜρια-φυτÜ πολý καιρü αφüτου ο Kemmerich δεν αναπνÝει πια. ΒλÝπω την εικüνα μπροστÜ μου. Στρßβουν σε τιρμπουσüν και μεγαλþνουν και μεγαλþνουν, και μαζß τους τα μαλλιÜ στο σÜπιο κρανßο, ακριβþς üπως το γρασßδι σε Ýνα καλü Ýδαφος, ακριβþς üπως το γρασßδι, πþς μπορεß να εßναι δυνατüν--
Ο Müller σκýβει. «ΦÝραμε τα πρÜγματÜ σου, Φραντς».
Ο Kemmerich υπογρÜφει με το χÝρι του. «ΒÜλτε τα κÜτω απü το κρεβÜτι».
Ο Müller το κÜνει. Ο Kemmerich ξεκινÜ ξανÜ για το ρολüι. Πþς μπορεß κανεßς να τον ηρεμÞσει χωρßς να τον κÜνει καχýποπτο;
Ο Müller επανεμφανßζεται με Ýνα ζευγÜρι μπüτες αεροπüρου. Εßναι ωραßες αγγλικÝς μπüτες απü μαλακü, κßτρινο δÝρμα που φτÜνουν μÝχρι το γüνατο και δαντÝλες σε üλη τη διαδρομÞ - εßναι πρÜγματα που πρÝπει να εßναι πολυπüθητα.
Ο Müller εßναι ενθουσιασμÝνος με τη θÝα τους. ΤαιριÜζει τις σüλες τους με τις δικÝς του αδÝξιες μπüτες και λÝει: «Θα τις πÜρεις μαζß σου, Φραντς;»
Και οι τρεις Ýχουμε την ßδια σκÝψη. Ακüμα κι αν γινüταν καλýτερα, θα μποροýσε να χρησιμοποιÞσει μüνο Ýνα – δεν του χρησιμεýουν. ΑλλÜ üπως Ýχουν τα πρÜγματα τþρα, εßναι κρßμα να μεßνουν εδþ. Οι τακτικοß φυσικÜ θα τους αρπÜξουν μüλις πεθÜνει.
«Δεν θα τους αφÞσεις μαζß μας;» Ο Müller επαναλαμβÜνει. Ο Kemmerich δεν θÝλει. Εßναι τα πιο πολýτιμα υπÜρχοντÜ του.
«Λοιπüν, θα μποροýσαμε να ανταλλÜξουμε», προτεßνει ξανÜ ο Müller.
«Εδþ Ýξω μπορεß κανεßς να τα χρησιμοποιÞσει». Ωστüσο, ο Kemmerich δεν πρÝπει να μετακινηθεß.
ΠατÜω στο πüδι του Müller. Απρüθυμα βÜζει τις λεπτÝς μπüτες πßσω κÜτω απü το κρεβÜτι.
ΜιλÜμε λßγο περισσüτερο και μετÜ παßρνουμε την ÜδειÜ μας.
"Cheerio, Franz."
Του υπüσχομαι να επιστρÝψει το πρωß.
Ο Müller μιλÜ για κÜτι τÝτοιο. ΣκÝφτεται τις μπüτες με κορδüνια και τα μÝσα για να εßναι επß τüπου.
Ο ΚÝμεριχ στενÜζει. Εßναι πυρετþδης. Παßρνουμε στα χÝρια μας Ýναν τακτικü Ýξω και του ζητÜμε να δþσει στον ΚÝμεριχ μια δüση μορφßας.
Αρνεßται. "Αν επρüκειτο να δþσουμε μορφßα σε üλους, θα Ýπρεπε να Ýχουμε μπανιÝρες γεμÜτες—"
«Φροντßζεις μüνο σωστÜ τους αξιωματικοýς», λÝει ο Κροπ με μοχθηρü τρüπο.
Επεμβαßνω βιαστικÜ και του δßνω Ýνα τσιγÜρο. Το παßρνει.
"ΣυνÞθως επιτρÝπεται να το δþσετε, τüτε;" Τον ρωτÜω.
Εßναι ενοχλημÝνος. «Αν δεν το νομßζεις, τüτε γιατß ρωτÜς;»
ΠιÝζω μερικÜ τσιγÜρα ακüμα στο χÝρι του. «ΚÜνε μας τη χÜρη—»
«Λοιπüν, εντÜξει», λÝει.
Ο Κροπ μπαßνει μαζß του. Δεν τον εμπιστεýεται και θÝλει να δει. ΠεριμÝνουμε Ýξω.
Ο Müller επιστρÝφει στο θÝμα των μπüτες. «Θα μου ταßριαζαν απüλυτα. Σε αυτÝς τις μπüτες παßρνω φουσκÜλες μετÜ απü φουσκÜλες. Πιστεýετε üτι θα διαρκÝσει μÝχρι αýριο μετÜ την Üσκηση; Αν λιποθυμÞσει τη νýχτα, ξÝρουμε ποý θα βγουν οι μπüτες—"
Ο Κροπ επιστρÝφει. «Νομßζεις—;» ρωτÜει.
«ΤÝλος», λÝει εμφατικÜ ο Müller.
ΕπιστρÝφουμε στις καλýβες. ΣκÝφτομαι το γρÜμμα που πρÝπει να γρÜψω αýριο στη μητÝρα του Kemmerich. Παγþνω. Θα μποροýσα να κÜνω με Ýνα tot ροýμι. Ο Müller σηκþνει λßγο γρασßδι και το μασÜει. ΞαφνικÜ ο μικρüς Κροπ πετÜει το τσιγÜρο του, το σφραγßζει Üγρια και κοιτÜζοντας γýρω του με σπασμÝνο και αφηρημÝνο πρüσωπο, τραυλßζει: «ΚαταραμÝνοι χοßροι, καταραμÝνοι χοßροι!»
ΠερπατÜμε για μεγÜλο χρονικü διÜστημα. Ο Κροπ Ýχει ηρεμÞσει. Καταλαβαßνουμε: βλÝπει κüκκινο, εδþ Ýξω κÜθε Üνθρωπος γßνεται Ýτσι κÜποια στιγμÞ.
«Τι σου Ýχει γρÜψει ο ΚÜντορεκ;» Ο Müller τον ρωτÜει.
ΓελÜει. «Εßμαστε η ΣιδερÝνια Νεολαßα».
ΧαμογελÜμε και οι τρεις πικρÜ. Ο Kropp χαßρεται που μπορεß να μιλÞσει.
Ναι, Ýτσι σκÝφτονται, αυτÝς οι εκατü χιλιÜδες Kantoreks! ΣιδερÝνια Νεολαßα. Νεολαßα! Δεν εßμαστε κανÝνας μας πÜνω απü εßκοσι χρονþν. ΑλλÜ νÝοι; Νεολαßα? Αυτü Ýχει περÜσει πολýς καιρüς.
Εßμαστε ηλικιωμÝνοι...
(τÝλος αποσπ.)
--------------------------------------------------------------------
Η Δýναμη Της ΑγÜπης
(απüσπ.)
ΚΕΦ. 1ο
Ο Κερν αποσπÜστηκε απüτομα απü τη βýθισÞ του μÝσα στη μαýρη Üβυσσο του ýπνου, τινÜχτηκε πÜνω κι αφουγκρÜστηκε. ¼πως üλοι οι κυνηγημÝνοι, βρÝθηκε μονομιÜς ολüτελα ξýπνιος, ξεσηκωμÝνος, Ýτοιμος να φýγει. ΚαθισμÝνος ασÜλευτος στο κρεβÜτι, με το κορμß γερμÝνο ελαφρÜ στο πλÜι, συλλογιζüταν με τι τρüπο να ξεφýγει αν λÜχαινε να βρει τη σκÜλα αποκλεισμÝνη.
Η κÜμαρα βρισκüταν στο τÝταρτο πÜτωμα. Εßχε παρÜθυρο στην αυλÞ, μα δεν εßχε μÞτε εξωτερικü περβÜζι μÞτε μπαλκüνι για να μπορÝσει
να φτÜσει απü 'κεß στην υδρορρüη. Απü τοýτη λοιπüν τη μεριÜ Þταν αδýνατον να φýγει. ¸νας μüνο τρüπος απÝμενε: να περÜσει απ' το διÜδρομο στο πατÜρι και απü 'κει στη σκεπÞ, για να φτÜσει στο γειτονικü σπßτι.
Ο Κερν κοßταξε το φωσφοριζÝ καντρÜν του ρολογιοý του. Οι πÝντε μüλις εßχανε περÜσει. ¹ταν ακüμη σχεδüν ολοσκüτεινα. Τα σεντüνια στα Üλλα δýο κρεβÜτια σχημÜτιζαν Ýναν γκρßζο και διÜχυτο λεκÝ μες στο σκοτÜδι. Ο Πολωνüς που κοιμüταν κοντÜ στον τοßχο ρουθοýνιζε. Με προσοχÞ ο Κερν γλßστρησε Ýξω απü το κρεβÜτι και κινÞθηκε αθüρυβα προς τη πüρτα. Την ßδια στιγμÞ ο ξαπλωμÝνος Üντρας σÜλεψε.
«Τι τρÝχει;» ψιθýρισε.
Ο Κερν δεν αποκρßθηκε. Εßχε βÜλει το αυτß του στη πüρτα. Ο Üλλος ανασηκþθηκε. ¸ψαξε στα ροýχα που 'χε κρεμÜσει στο μπρατσüλι του σιδερÝνιου κρεβατιοý. ¸νας φακüς τσÝπης Üναψε, φωτßζοντας με τον θαμπü και τρεμÜμενο φωτεινü του κýκλο τη καφετιÜ πüρτα και τη σιλουÝτα του Κερν, που, αναμαλλιασμÝνος και με τσαλακωμÝνο σþβρακο, αφουγκραζüταν απ' τη κλειδαρüτρυπα.
«¢ντε! Πες μας λοιπüν τι τρÝχει…» εßπε ο Üντρας απü το κρεβÜτι με φωνÞ που μüλις ακουγüταν.
Ο Κερν üρθωσε το κορμß. «Δεν ξÝρω, ΣτÜινερ» αποκρßθηκε. «Ξýπνησα γιατß Üκουσα θüρυβο».
«Θüρυβο; Τι θüρυβο, βλÜκα;»
«Θüρυβο απü κÜτω. ΦωνÝς Þ πατÞματα, δεν ξεχþρισα τüσο καλÜ».
Ο Üνθρωπος σηκþθηκε, πÞγε κι αυτüς στη πüρτα. Φοροýσε κιτρινισμÝνη πουκαμßσα, απ' üπου Ýβγαιναν, φωτισμÝνες απ' το φακü, δυο τριχωτÜ μυþδη πüδια.
«ΜÝνεις καιρü εδþ πÝρα;» τον ρþτησε.
«Εδþ και δυο μÞνες».
«¸γιναν καμμιÜ φορÜ συλλÞψεις σ' αυτü το διÜστημα;»
Ο Κερν Ýγνεψε üχι.
«Μπα, θα παρÜκουσες. Θα Üκουσες καμμιÜ πορδÞ μες στη νýχτα και τη πÝρασες για βροντÞ». Γýρισε το φως του φακοý του στο πρüσωπο του Κερν. «Πüσο χρονþν εßσαι; ΚαμιÜ εικοσαριÜ; ΕκπατρισμÝνος;»
«Τι Üλλο;»
«ΓιÝζους Κρßστους, τσο σιεμ στÜλο…» γουργοýρισε ξÜφνου στη γωνιÜ του ο Πολωνüς.
Αυτüς με την πουκαμßσα γýρισε το φωτεινü κýκλο απ' την Üλλη μεριÜ. Σαγüνι με πυκνÞ σγουρÞ γενειÜδα, κοýφια μαυρßλα απü στüμα που 'χασκε και δυο μÜτια γουρλωμÝνα κÜτω απü πυκνÜ φρýδια πρüβαλαν μÝσα απ' το σκοτÜδι.
«Σκασμüς με τον Ιησοý Χριστü σου, ΠολÜκο!» μουρμοýρισε αυτüς που βαστοýσε τον φακü. «ΠÜει καιρüς που πÝθανε. ¸πεσε στον Σομ σα στρατολογημÝνος εθελοντÞς».
«Τσο;»
«Η φασαρßα ξαναρχßζει!» εßπε ο Κερν τρÝχοντας στο κρεβÜτι. «¸ρχονται απü κÜτω. ΠρÝπει να φýγουμε απü τη σκεπÞ!»
Ο ΣτÜινερ στριφογýρισε σαν σβοýρα. ¢κουγαν πüρτες να βροντÜνε κι ýστερα σιγανÝς, βαρειÝς φωνÝς.
«¿ρα να στρßβουμε! ΓρÞγορα, Πüλσκι! Η αστυνομßα!» ¢ρπαξε τα ροýχα του απ' το κρεβÜτι. «Τον ξÝρεις το δρüμο;» ρþτησε τον Κερν.
«Ναι. ΔεξιÜ στο τÝρμα του διαδρüμου. ΠρÝπει να ανεβοýμε τη σκÜλα, πßσω απ' το ντεπüζιτο του νεροý».
«ΠÜμε!»
Ο Üντρας με την πουκαμßσα Üνοιξε αθüρυβα τη πüρτα.
«ΜÜτκα μπüσκα» γουργοýρισε ο Πολωνüς.
«Σκασμüς! Μην πεις τßποτα!»
Ο ΣτÜινερ Ýκλεισε πßσω του τη πüρτα. Ο Κερν κι αυτüς γλßστρησανε τρÝχοντας στον στενü βρþμικο διÜδρομο. ΚÜνανε τüσο λßγο θüρυβο, που ακοýγανε τη μισοκλεισμÝνη βρýση στον νεροχýτη να στÜζει.
«Απü 'δω» ψιθýρισε ο Κερν.
ΒρÞκε τη γωνιÜ και σκüνταψε πÜνω σε κÜτι. Κλονßστηκε, εßδε μια στολÞ και θÝλησε να γυρßσει πßσω. Την ßδια στιγμÞ Ýνιωσε να τον αδρÜχνουν απü το μπρÜτσο.
«Μη σαλεýεις! ΨηλÜ τα χÝρια!» πρüσταξε μια φωνÞ μες στο σκοτÜδι.
Τα ροýχα που κρατοýσε ο Κερν Ýπεσαν κÜτω. Το ζερβß του χÝρι εßχε μουδιÜσει ολÜκερο, γιατß εßχε φÜει το χτýπημα στον αγκþνα. Σε μια στιγμÞ ο Üνθρωπος με την πουκαμßσα θÝλησε να χυμÞξει καταπÜνω στη φωνÞ. Μα εßδε τüτε το περßστροφο που του Ýβαλε στο στÞθος Ýνας δεýτερος πρÜκτορας κι αργοσÞκωσε ψηλÜ τα χÝρια.
«ΜεταβολÞ!» πρüσταξε η φωνÞ. «Σταθεßτε μπροστÜ στο παρÜθυρο!»
Συμμορφþθηκαν και οι δυο.
«Για ψÜξε τις τσÝπες τους» εßπε ο αστυνομικüς με το περßστροφο.
Ο δεýτερος πρÜκτορας Ýψαξε τα πεσμÝνα ροýχα.
«ΤριÜντα πÝντε σελßνια, Ýνας φακüς τσÝπης, μßα πßπα, Ýνας σουγιÜς, μßα βρομοτσατσÜρα. ΑυτÜ εßναι üλα».
«ΧαρτιÜ δεν Ýχει;»
«Δυο τρßα γρÜμματα, Þ κÜτι τÝτοιο».
«ΔιαβατÞριο;»
«¼χι».
«Ποý εßναι το διαβατÞριü σου;» ρþτησε ο αστυνüμος με το περßστροφο.
«Δεν Ýχω» εßπε ο Κερν.
«ΦυσικÜ!»
Ο αστυνüμος Ýβαλε το περßστροφο στην πλÜτη του ανθρþπου με τη πουκαμßσα.
«Και το δικü σου ποý εßναι; Θες ιδιαßτερη πρüσκληση, παλιüσκυλο;»
Οι δυο αστυνομικοß κοιτÜχτηκαν. Αυτüς που δεν εßχε περßστροφο Ýσκασε στα γÝλια. Ο Üλλος πÝρασε τη γλþσσα στα χεßλη του.
«ΑχÜ! Κελεποýρι που πÝτυχα!» εßπε αργÜ. «Ο μεγÜλος βασιλιÜς των μπορντÝλων!» ¸κοψε απüτομα την κουβÝντα κι Ýφερε μια γερÞ γροθιÜ στο
σαγüνι του ανθρþπου. «ΨηλÜ τα χÝρια!» οýρλιαξε.
Του Κερν τοý φÜνηκε πως δεν εßχε δει ποτÝ του τÝτοια ματιÜ.
«Σε σÝνα μιλþ, σκατιÜρη!» εßπε ο αστυνομικüς. «ΒιÜζεσαι, ε; Μπας και θÝλεις να σου φρεσκÜρω λιγÜκι τις ιδÝες;»
«Δεν Ýχω διαβατÞριο» εßπε ο Üνθρωπος.
«Δεν Ýχω διαβατÞριο» τον μιμÞθηκε ο αστυνομικüς. «Για κοßτα τον! Αυτüς ο μπÜσταρδος δεν Ýχει διαβατÞριο, φυσικÜ. Μποροýσε να ’ναι κι αλλιþς; Ουστ! Ντυθεßτε μÜνι μÜνι!»
Μια ομÜδα αστυνομικοß Ýτρεχαν στον μακρý διÜδρομο. ¢νοιγαν με βßα τις πüρτες. ¸νας απ’ αυτοýς, με επωμßδες, πλησßασε.
«Τι εßναι;»
«Δυο πουλÜκια που Þθελαν να το σκÜσουν περνþντας απü τη σκεπÞ!»
Ο αξιωματικüς τοýς κοßταξε και τους δυο. ¹ταν νÝος. Εßχε πρüσωπο χλωμü κι αδýνατο, μουστακÜκι κομμÝνο με φροντßδα και μýριζε κολüνια. Ο Κερν τη γνþρισε. ¹ταν η 4711. Ο πατÝρας του εßχε εργοστÜσιο αρωματοποιßας. Εκεß εßχε μÜθει τα αρþματα ο Κερν.
«Θα ασχοληθοýμε ιδιαßτερα με τοýτους τους δυο» εßπε ο αξιωματικüς.
«Τα βραχιüλια!»
«ΕπιτρÝπεται η αστυνομßα της ΒιÝννης να χτυπÜει τους ανθρþπους üταν τους συλλαμβÜνει;» ρþτησε ο Üντρας με τη πουκαμßσα.
Ο αξιωματικüς σÞκωσε το βλÝμμα του.
«Πþς ονομÜζεστε;»
«ΣτÜινερ. Γιüζεφ ΣτÜινερ».
«Δεν Ýχει διαβατÞριο και μας απεßλησε» εξÞγησε ο αστυνομικüς με το περßστροφο.
«ΕπιτρÝπονται πολý περισσüτερα απ’ üσα φαντÜζεστε!» εßπε ο αξιωματικüς κοφτÜ. «Μπρος! Κατεβεßτε!»
Ντýθηκαν και οι δυο. Ο αστυνομικüς Ýβγαλε τις χειροπÝδες...
(τÝλος αποσπ.)