ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

ÓïõëôÜôïõ ÐÝëá: ÐáñáìõèÜêéá & 'Áëëá...

         Χειρüγραφα
      
Χειρüγραφα ορθογραφßας Üμεμπτα.
Καλλιγραφßα τσακισμÝνη
απü τον Χρüνο, τον Πιεστικü.

ΛÜθη ορατÜ, νεκροζþντανα
κÜτω απü διÜφανες μουτζοýρες.
ΒÝλη, αστερßσκοι, τεθλασμÝνες.

Χειρüγραφα που θÝλεις να ξεχÜσεις
Που ξÝχασες
Που σε ξÝχασαν.

ΕργÜτες της μνÞμης.
Φωτογραφßες της ψυχÞς μου.

ΧÜρτινες κραυγÝς
σε χωματερÝς κÜποτε.

ΙδιογρÜφως ειδεχθÞ.
'Aλλοτε.

       ΑθÝατη

Τα μπλε φωτÜκια στα δÝντρα της πüλης
που μüνη εßδα τη νýχτα.
Το παγκÜκι πλÜι στο ποτÜμι
που διÜβαζα μüνη τ' απογεýματα.

Μια μουσικÞ πλανüδια
στη πλατεßα με τους ζογκλÝρ
Üκουσα μüνη στη γιορτÞ.

Με εßδαν χιλιÜδες μÜτια
μα üχι τα δικÜ σου
τ' ανεκτßμητα.

Δεν εßδες.
Οýτε εγþ δεν εßδα.
Δεν Üκουσες.
Οýτε εγþ δεν Üκουσα.

ΑθÝατη ζω.
ΖωÞ που δεν την παρατηρεßς.
Αβßωτη.

---------------------------------------------------------------------------------------

                                   Το ΔÝντρο Και Το Σýννεφο

     Μια φορÜ κι Ýναν καιρü Þταν Ýνα δÝντρο. ¸να ψηλü, üμορφο, περÞφανο δÝντρο στην πλαγιÜ ενüς βουνοý, μüνο του. Εßχε ξανθιÜ φυλλωσιÜ, πυκνÞ και στον Þλιο λαμπýριζε. ¹ταν φορτωμÝνο γλυκοýς καρποýς... Ο κορμüς του Ýρεε μÝλι, τα Üνθη του απÝπνεαν το μεθυστικü ÜρωμÜ τους, üλοι το αγαποýσαν, το φρüντιζαν και το καμÜρωναν.
     Οι Üντρες ξαπüσταιναν στον ßσκιο του. Τα παιδιÜ τραμπαλßζονταν στα κλαδιÜ του, οι κοπÝλες στüλιζαν τα μαλλιÜ τους με τα ανθÜκια του, τα πουλιÜ χτßζανε χαροýμενες φωλιÝς στα κλαριÜ του, τα μικρÜ ζωÜκια βρßσκανε καταφýγιο στον κορμü του, λογÞς-λογÞς Ýντομα γλυκαßνονταν με τους χυμοýς του κι üλοι γεýονταν τους καρποýς του.
     Το δÝντρο χαμογελοýσε με την ευτυχßα που χÜριζε...
     Κι Ýνα βρÜδυ του καλοκαιριοý, το δÝντρο ξýπνησε απü το διÜβα ενüς δυνατοý αÝρα, αναπÜντεχου το δßχως Üλλο. Κοßταξε μ' απορßα γýρω του. Κανεßς!
     ¹ταν μονÜχα ο αÝρας που πÝρασε και χÜθηκε.
     Το δÝντρο δεν κοιμÞθηκε ξανÜ. Κοßταξε λυπημÝνο τις ρßζες του, πÜντοτε στην ßδια θÝση. ¸νιωσε τα φýλλα του που ανεμßστηκαν κι Üρχισε να σιγοκλαßει μες στη νýχτα. Πεθýμησε κι εκεßνο να φýγει κι ας πÜει μÝχρι το χωριü. Μüνο να φýγει. Να πÜει κÜπου, κÜπου αλλοý. Κι αισθανüταν βαθιÜ τη θλßψη του, που η μοßρα του το κρατοýσε εκεß ριζωμÝνο. Για πÜντα.
     Το δÝντρο δεν Þπιε ξανÜ νερü. Δε χÜρηκε τις αχτßδες του Þλιου, δεν χαμογÝλασε ξανÜ. ΠαρÜ στεκüταν üρθιο, γεμÜτο θλßψη και κοιτοýσε πÝρα τον Üνεμο που πλανιüταν στη φýση... ΣιγÜ-σιγÜ τα φυλλαρÜκια του κýλησαν στη γη και οι καρποß του πÞραν να σαπßζουν, το δÝντρο μαραινüταν... Κι εκεßνο πιο πολý απ' üλους Ýνιωθε το μαρασμü του και υπÝφερε. ¹θελε μονÜχα να φýγει.
     Μα Þταν εκεß. ΒαθιÜ ριζωμÝνο.
     Μια μÝρα που γýρω του εßχε απλωθεß Ýνα χαροýμενο και ζωηρü μελßσσι ανθρþπων και ζþων και απολÜμβαναν την ξεχωριστÞ ομορφιÜ του, το δÝντρο δεν Üντεξε την τüση χαρÜ. ΤραντÜχτηκε ολüκληρο, σεßστηκε η γης, τα φýλλα και οι καρποß του σκορπßστηκαν χÜμω, τα αδýναμα κλαριÜ του τσακßστηκαν, ο κορμüς του ρÜγισε, κινδýνεψε στα δυο να σχιστεß. Κι üλοι τρüμαξαν, φýγανε τρÝχοντας μακριÜ.
     Το δÝντρο απÝμεινε μüνο κι Ýρημο να κλαßει απαρηγüρητο. Κανεßς απü τüτε δεν Þρθε ξανÜ κοντÜ του. Μα και οι Üνθρωποι σαν τýχαινε να περÜσουν απü τα μÝρη του κρατοýσαν απüσταση και το κοιτοýσαν μ' απορßα.
     Μια μÝρα που Ýνας ξυλοκüπος απü ξÝνους τüπους ακοýμπησε το τσεκοýρι του στον κορμü του δÝντρου, εκεßνο Üρπαξε το τσεκοýρι και βÜλθηκε να το χτυπÜει δυνατÜ πÜνω του. Ο ξυλοκüπος Ýτρεξε και πÞρε το τσεκοýρι απü τα μανιασμÝνα χÝρια του δÝντρου αλλÜ το κορμß του εßχε λαβωθεß και απü τον πüνο λýγισε.Ο ξυλοκüπος  Ýφυγε τρομαγμÝνος. ΠοτÝ ξανÜ δεν εßχε δει δÝντρο μüνο του να κüβεται.
     Το δÝντρο απÝμεινε ολομüναχο κι απελπισμÝνο να θρηνεß τις ρßζες που το κρατοýσαν πÜντοτε εκεß. Σκυφτü, μüνο, κατÜμονο μαρÜζωνε μÝρα τη μÝρα πιο πολý.
     ¸να σýννεφο πÝρασε απü πÜνω του και στÜθηκε. Το δÝντρο ýψωσε τα μÜτια του στον ουρανü και κοßταξε το σýννεφο με το πιο θλιμμÝνο βλÝμμα του. Το σýννεφο το κοßταγε σιωπηλÜ, Þρεμο.
 -«Σýννεφο, πüσο üμορφη εßναι η ζωÞ σου εκεß ψηλÜ... Στο πουθενÜ και στο παντοý να πλανιÝσαι...» μßλησε το δÝντρο κι εßπε.
 -«Τι Ýχεις δÝντρο μου κι εßσαι στεναχωρημÝνο;» ρþτησε το σýννεφο.
 -«Δε βλÝπεις; Η μοßρα μου με κρατÜ εδþ ριζωμÝνο, ακßνητο στην ßδια γη αιþνια. Κι εσý φεýγεις και χÜνεσαι, αλλÜζεις μορφÞ κι üλο ταξιδεýεις...» αποκρßθηκε το δÝντρο.
     Το σýννεφο σιþπησε για μια στιγμÞ κι Ýπειτα εßπε:
 -«ΔÝντρο, εγþ εßμαι ατμüς. Δεν υπÜρχω. Δεν Ýχω τüπο. Ο αγÝρας μου δßνει την μορφÞ που εκεßνος θÝλει. Κι εγþ πηγαßνω, χωρßς να ξÝρω, χωρßς να θÝλω που
     Το δÝντρο στÜθηκε και συλλογßστηκε τα λüγια του σýννεφου. Το σýννεφο κßνησε νÜ 'ρθει πιο κοντÜ στο δÝντρο.
 -«Μα εσý σýννεφο εßσαι ελεýθερο» παρατÞρησε με θλßψη το δÝντρο. Το σýννεφο πυκνþθηκε, γßνηκε γκρßζο κι Þρθε πολý κοντÜ στο δÝντρο, το τýλιξε σε μια αγκαλιÜ.
 -«Αν Þμουν ελεýθερο θÜ 'χτιζα μια φωλιÜ στη γη. Μα δεν εßμαι... Μüνο καπνüς εßμαι» και το σýννεφο Üρχισε να κλαßει, να κλαßει, να κλαßει.
     Το δÝντρο παραδüθηκε  με τους κλþνους του στην αγκαλιÜ και τα πικρÜ δÜκρυα του σýννεφου και φýλλα κι ανθοß φýτρωσαν στην ερημιÜ του. ¸νας ζηλιÜρης Üνεμος πÝρασε με δýναμη κι Ýδιωξε το σýννεφο μακριÜ.
     Το δÝντρο και το σýννεφο χÜθηκαν για πÜντα.

                                ...Tο Σýννεφο ΕπιστρÝφει...

     Οýτε μια φορÜ οýτε εναν καιρü. ΣÞμερα εßπε το σýννεφο τη μαγικÞ λÝξη «επιστρÝφω» και θα 'παιρνε τους ουρÜνιους δρüμους του για κÜποιο γυρισμü. ΥπÜρχει αρχÞ για να επιστρÝφεις; «Η ιδÝα του εßναι» ψιθýρισε Ýνα Üλλο που περνοýσε πλÜι του και Üκουσε τη σκÝψη. «Να μη σε νοιÜζει αφοý δε νοιÜζεσαι» γκρßζωσε το σýννεφο στον τυχαßο συνοδοιπüρο. Ο αÝρας Ýδιωξε το Üλλο πιο μακριÜ ακüμα και γýρισε στο δικü μας.
 -Ποý θα πας;
 -Εκεß που θÝλω.
 -Ποý;
 -Εκεß.
 -ΚαλÞ πλÜνη. Χωρßς εμÝνα να ξÝρεις.
 -Χωρßς.
     Μüνο του τþρα.
 «¹ταν μια συντροφιÜ κι αυτüς κι ας με Ýδιωχνε απü παντοý. ΚÜποτε Ýκανε καλÜ...» μονολογοýσε και πÞγαινε. Πια μüνο. ¹θελε ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ να γυρßσει αλλÜ üλο κÜτι Þταν που το κρατοýσε. ¼πως τüτε που μπλÝχτηκε σε μια τρελÞ γιορτÞ ανεξÞγητης χαρÜς με κομφετß και κορδÝλες και νýχτες καλοκαιρινÝς, φεγγαρÜδα και βαρκοýλες και ακρογιαλιÝς και τι καλÜ και τι ωραßα, που σε ποιον δεν αρÝσουν αν Ýχει Üλλο Ýνα ζευγÜρι μÜτια να τα βλÝπει; Και μÝσα στην παραζÜλη φüρεσε κι εκεßνο μια μÜσκα και κρÜτησε Ýνα μπαλüνι που ξÝφυγε απü τα χÝρια κÜποιου παιδιοý. Και πÞγαινε για λßγο Ýτσι και ξεχÜστηκε πßσω απü μια μÜσκα. ΚÜποιος που το 'δε το εßπε «χαροýμενο σýννεφο», Üλλος εßπε «Ýτσι δε μοιÜζεις πια σε σÝνα». ΑλλÜ πολý χαρÜ για το τßποτα. Και Ýφυγε. Και σκüνταψε, αν ποτÝ σκοντÜφτουν αλÞθεια τα σýννεφα, σε Ýναν παρÜξενο τüπο. Πολý Þσυχο. ¼χι, Þρεμο. Δεν θα τü 'λεγα. ¹συχο σαν... πþς να το πω; ΟργανωμÝνο! Μüνο που σαν πλησßαζες πιο κοντÜ στη γη που Þταν χτισμÝνος Üκουγες Ýναν ανατριχιαστικü Þχο που ερχüταν απü τα κοýφια απü Üλλη ουσßα ÝγκατÜ του, σαν κÜποια Üγνωστα ýδατα να κοχλÜζουν χρüνια και χρüνια και να θÝλουν να ξεχυθοýν και να κÜψουν στο πÝρασμÜ τους αυτü τον τüπο.
     Το σýννεφο Ýμεινε καιρü, δικü του καιρü -μπορεß δικÞ μας μια στιγμÞ- να κοιτÜει αυτü τον αλλüκοτα τρομακτικü τüπο και να αναρωτιÝται πþς δε καßγονται οι πατοýσες τους... Περßμενε κÜτι να γßνει. Τßποτα. Το ßδιο σκηνικü στημÝνο σ' αυτÞ τη ζωÞ εκεß. ΞεχÜστηκε να κοιτÜει περιμÝνοντας.
 «ΠÜμε» ψιθýρισε ο αÝρας και το πÞρε τρυφερÜ πιο πÝρα. Εκεßνο γυρνοýσε και κοιτοýσε τον τüπο που πια χÜνονταν απü μπροστÜ του. ΜÞπως και κÜτι αλλÜξει... ¸τσι περßμενε ως την τελευταßα στιγμÞ. ΜετÜ πÜλι προχωροýσε ελεýθερο να διαγρÜφει τα σχÞματÜ του στον ουρÜνιο χþρο, να δοκιμÜζει πüτε τοýτο πüτε εκεßνο... 'Εσπαγε πλÜκα, Ýτσι θα το πω αυτü που Ýκανε πολλÝς φορÝς. Σε Üλλα κÝφια γινüταν γκρßζο-γκρßζο και πυκνü και καλýτερα Þταν να μη βρισκüσουν κοντÜ του. Εßχε κλεμμÝνους και κÜτι κεραυνοýς που üλο δÞλωνε «πως τελειþσανε, δεν Ýχει Üλλο» αλλÜ πþς γινüταν κι üλο κÜποιον καινοýργιο ξετρýπωνε üταν του χρειαζüταν...
     Ναι, Þταν κÜποια που δεν Þθελε να τα θυμÜται. ¼πως τüτε που εßχε δει κÜποιον να ακονßζει την αυτοπεποßθησÞ του πÜνω στον πüνο του Üλλου που Ýκαιγε. Νüμισε πως Þταν το ßδιο που πονοýσε. Μπορεß και να Þταν... ¹ταν εκεß που βρÝθηκε μüλις Ýφυγε απü... ¼μως εßχε περÜσει καιρüς απü τüτε και το εßχε στεßλει στη λÞθη μαζß με Üλλα...
     Σε Üλλο καιρü εßχε βρεθεß πÜνω απü Ýνα αληθινÜ πολý üμορφο νησß. Τüπος που Þταν üμορφος και για δÝντρα και πουλιÜ και σýννεφα και πολλÜ Üλλα. ΑλλÜ ζοýσαν εκεß κÜτι πολýχρωμες φιγοýρες και μιλοýσαν μια üμοια αλλÜ üχι την ßδια γλþσσα, üταν τη μιλοýσαν. Και πÞγαιναν εν-δυο εν-δυο μπρος-πßσω, πÜνω-κÜτω, δεξιÜ-αριστερÜ σα συντονισμÝνες απü μια Üλλη μεγÜλη γλþσσα που δεν Þταν καθüλου ωραßα. ΑλλÜ Þταν πολý μεγÜλη. Σσσσς! Ησυχßα τþρα.
     ¼μως Þταν üμορφο πολý αυτü το νησß! «ΘÝλεις να μεßνουμε εδþ;» ρþτησε με χαροýμενη τρυφερüτητα τον Üνεμο. Χαμüγελασε αυτüς. «Εγþ σε Ýφερα μικρü μου. Ας μεßνουμε üσο θες» του απÜντησε με στοργÞ. «Θα ερχüμαστε να το βλÝπουμε και να φεýγουμε;» ρþτησε με μικρÞ αγωνßα το σýννεφο. Ο Üνεμος Ýγνεψε καταφατικÜ κοιτþντας το με Ýνα συναßσθημα που Ýχει μαζß συμπüνοια και τρυφερüτητα και κατανüηση και συμπαρÜσταση. ΑλλÜ εßναι Ýνα και καθρεφτßζεται αν θες να ξÝρεις!
     Εßχαν γßνει πια φßλοι. Συνοδοιπüροι. Το σýννεφο τον εßχε συγχωρÞσει που το Ýδιωξε με βια μακριÜ, αλλοý. Μπορεß και να το Ýκανε ψÝματα για να το πηγαßνει ταξßδια αφοý δε μποροýσε πια να εßναι εκεß που Þθελε. Μπορεß κι αυτü το ατÝλειωτο ταξßδι να εßναι η μοßρα του. ¸τσι σκεφτüταν καμιÜ φορÜ üταν δεν εßχε κÜτι να κοιτÜει. Γιατß üλα πια του Ýκαναν εντýπωση και καθüταν και τα κοιτοýσε και περνοýσε Ýτσι ο καιρüς. Κι Üλλαζε και μορφÞ ανÜλογα με το τι Ýβλεπε. ΑλλÜ το Þξερε. ¸σπαγε πλÜκα üπως σας εßπα.
 «¼μως πια δε θÝλω. ΘÝλω να κλÜψω στην αγκαλιÜ του. Δεν Ýχω νιþσει απü τüτε. Και üλα εßναι Üδεια. ¸χουν μüνο σχÞμα χωρßς περιεχüμενο. ΘÝλω μüνο εκεßνο. Μüνο.» Και Ýνα τüσο δα δÜκρυ κýλησε στη γη και φýτρωσε Ýνα λουλουδÜκι που κÜποιοι το εßδαν.
     ¸τσι συλλογιüταν στο δρüμο για το γυρισμü. Το συλλογισμü του Üκουσαν δυο πουλιÜ και Þρθαν κοντÜ του μüνο για να του πουν πως μπορεß να μην εßναι πια κανεßς εκεß. Τρüμαξε. «Για το καλü σου», τιτßβισαν και χÜθηκαν κι εκεßνα.
     ¸γινε πιο σκεφτικü ακüμα... Πιο στεναχωρημÝνο. ΞÝρεις τι χρþμα πÞρε; Μωβ του δειλινοý. Και μορφÞ ßδια με Ýνα ζωÜκι κουλουριασμÝνο απο τον πüνο... «Θα εßναι εκεß. Δε μπορεß να μην εßναι. ¼που κι αν εßναι τελοσπÜντων σ' αυτÞ την πλÜση θα το βρω!» εßπε αποφασιστικÜ την Üλλη μÝρα και μüνο, χωρßς τον Üνεμο, πολý αργÜ προχωροýσε στα αιθÝρια μονοπÜτια του. Το σαρÜκι üμως της Üγνοιας το Ýτρωγε...να μην ξÝρεις κατÜ ποý θα πας üσο κι αν νιþθεις καλÜ ποý θες να πας... κι αν εκεß που θα βρεθεßς θα εßναι αυτü που χορεýει με τις προσδοκßες σου και στα üνειρÜ σου... ¹ το φÜντασμÜ του. ¹ οýτε καν αυτü... Αν σου χτυπÞσει μια νýχτα κανεßς το παρÜθυρο κουνþντας κÜποιο χÜρτη, να τον πÜρεις κι ας εßναι καλüς μüνο για να ανÜψεις φωτιÜ αργüτερα.
     Κüμπαζε κÜπου-κÜπου πως εκεßνο εßναι ψηλÜ και Ýχει διαβεß τüσους τüπους και Üρα τελικÜ δε θα κÜνει λÜθος! Θα βρει αυτü που ζητÜ η ψυχÞ του. Κι Ýτσι πιο θαρρετÜ συνÝχισε το δρüμο του. Και του φαινüταν πως κÜποια ωραßα μορφÞ εßχε πÜρει ξαφνικÜ που Üρχισε τα παιχνιδßσματα στα νερÜ μιας λßμνης. «Κι Ýτσι εßμαι üμορφο και Ýτσι, ναι,ναι κι Ýτσι!» και δοκßμαζε ποια εßναι η πιο καλÞ του εικüνα για να γοητεýσει το δÝντρο...
     Μüνο που δε σκÝφτηκε πως κι αν ακüμα το δÝντρο Þταν στον ßδιο τüπο μπορεß να το εßχε πια ξεχÜσει, να μην Þθελε να το ξαναδεß, να εßχε ζευγαρþσει, να εßχε θυμþσει, να μην Þθελε να θυμÜται τα παλιÜ, να μην εßχε πια την ßδια χαρÜ να το δει... κι Üλλα τüσα που δε τα Ýβαζε ο νους του σýννεφου γιατß η μüνη Ýννοια που κυριαρχοýσε μÝσα του Þταν πως θα βρεθεß ξανÜ σιμÜ στο δÝντρο...
     ¿σπου συνÜντησε Ýνα Üλλο σýννεφο μισοδιαλυμÝνο σε καπνü βιολετß να ψελßζει πως «δεν αγαποýν τα σýννεφα». Και το δικü μας Ýσπευσε να το παρηγορÞσει... «Αγαποýν, ξÝρω τι σου λÝω...» «...μα δε τα αγαποýν...» αυτü Þθελε να πει το Üλλο αλλÜ δε χρειαζüταν πια. Διαλýθηκε.
     ΜετÜ; ¸χεις δει πιο εφιαλτικü χορü απο αυτüν που στÞνουν γýρω σου μαζß η μοναξιÜ, η απüγνωση, η απελπισßα, η θλßψη, η ανημποριÜ και η μυρωδιÜ θανÜτου; Νιþθεις πως δε θα τελειþσει ποτÝ. ΠοτÝ. ΑλλÜ κÜποτε Ýφτασε κι αυτü στο τÝρμα του. ΣυνÞθως τυχαßα. Για το σýννεφο Þταν η ανημποριÜ που Üφησε το χορü και χÜθηκαν üλες.
   «Θα κÜνω τα πÜντα! Θα το κÜνω να γελÜσει, να ανθßσει, να θροúσει, να συγκινηθεß, να σκιρτÞσει! Θα κÜνω ü,τι θÝλει.» Στο μεταξý συνÜντησε μια μουσικÞ αδÝσποτη και την στειλε συμπαντικÜ στο δÝντρο πως Ýρχεται κοντÜ του. Μα σε λßγο τη ξαναβρÞκε μπροστÜ του μαραμÝνη. «Πιο καλÜ! Δε χρειÜζονται μαντÜτα...» σχολßασε και με αυτÝς τις αισιοδοξßες συνÝχισε και συνÝχισε. Μια στιγμÞ νüμισε πως το εßδε. Δεν Þταν. ¹ταν Ýνα που του Ýμοιαζε. Κι αυτü πολý üμορφο. Για τα Üλλα δε ξÝρω να σας πω γιατß δεν το πλησßασε. ΚÜπου του ξÝφυγαν οι κακÝς σκÝψεις με üλα αυτÜ και με χαρÜ, λαχτÜρα, θÜρρος και λατρεßα Ýφτασε χωρßς να το καταλÜβει πÜνω απü το δÝντρο! ¹ταν εκεß πανÝμορφο, δυνατü, μεγαλüψυχο, ανυπüτακτο. Εßχε πια ολοκληρωμÝνη üλη του την ομορφιÜ που ßχνη της διαφαινüταν üταν συναντÞθηκαν κÜποτε τα δυο τους...
     Το δÝντρο χαμογελοýσε με κÜποια παιδιÜ που παßζαν γýρω του κι αγνÜντευε τη φýση üπως αγαποýσε να κÜνει. Δεν Ýνιωσε την παρουσßα του σýννεφου. Εκεßνο κρεμüταν σαστισμÝνο πÜνω απü το δÝντρο και το κοιτοýσε, αν και δε το λÝνε κοιτþ αυτü που Ýκανε. Το ρουφοýσε με τα μÜτια του, το κατÜπινε ως τα μýχια της ψυχÞς του. Χωρßς ανÜσα. Χωρßς ανÜσα. Το μüνο που Üκουγε Þταν η καρδιÜ του που χτυποýσε σα καμπÜνα μεγÜλης τρÝλας. ΑυτÞ θα Üκουσε και το δÝντρο και Ýστρεψε το βλÝμα του στον ουρανü. ΣκιÜχτηκε μια στιγμÞ σα να Ýβλεπε κÜτι νεκρü και κατÝβασε το βλÝμα του στη γη καρφþνοντÜς το εκεß. ΣτιγμÝς... που Ýχουν το δικü τους χρüνο. Το σýννεφο Ýγινε μια σταλιÜ. ¹ρθε πιο κοντÜ με τüση δυσκολßα σα να κουβαλοýσε ξαφνικÜ το βÜρος απο üλα τα ταξßδια της ζωÞς του σε μια τüση δα κßνηση που κατÜφερε να κÜνει. Το δÝντρο Üρχισε να τρÝμει δυνατÜ, εσωτερικÜ, ßσα που φανερωνüταν το ρßγος του κι Ýπειτα γýρισε με üλη τη δýναμη του και κοßταξε προς τον ουρανü. Εκεßνο Þταν. Εκεßνο! ΜετÜ απü καιροýς κι Üλλους καιροýς, Þρθε.
 -«Τß θÝλεις εδþ;» ρþτησε το δÝντρο κοιτþντας με Ýνα βλÝμα που παγþνει το κÜθε πλÜσμα... ΦαντÜσου Ýνα σýννεφο...
      ΠÞγανε σε μια στιγμÞ χαμÝνες üλες οι αισιοδοξßες σου κι οι πρüβες στη λßμνη και οι συμπαντικÝς μουσικÝς... ΚαÞμενο σýννεφο. ΨÝλλισε κÜτι ασυνÜρτητες λÝξεις με χαμηλωμÝνο το βλÝμα και βοýλιαξε σε μια παγωμÝνη σιωπÞ. Ακοýστηκε Ýνας μελωδικüς Þχος. ¹ταν τα πουλιÜ που εßχαν ακολουθÞσει το σýννεφο σ' üλο το ταξßδι της επιστροφÞς μα κεßνο οýτε που τα εßχε αντιληφθεß χαμÝνο στις ονειροφαντασßες και τις θυελλþδεις σκÝψεις του. Και τþρα του Ýψαλλαν της παρηγοριÜς.
     ¼μως το σýννεφο φοýσκωσε πολý, μαýρισε, αγρßεψε üπως λÝμε και τα διÝταξε να σωπÜσουν στη στιγμÞ. ΑλαφιασμÝνα τρÜπηκαν σε φυγÞ. Το σýννεφο δυνÜμωσε τη φωνÞ του να ακουστεß καλÜ κι εßπε στο δÝντρο πως Þρθε.
 -«Το κατÜλαβες; Εßμαι εδþ! ¹ρθα!» ακοýστηκε σα κεραυνüς. Το βλÝμα του δÝντρου πÝτρωσε ακüμα πιο πολý. Τα μÜτια του Þταν καθρÝφτης αληθινüς της ψυχÞς του, μüνο που την ψυχÞ του πια δε μποροýσε να τη διαβÜσει üπως κÜποτε το σýννεφο. ¸βλεπε  κι αυτü με ψυχÞ τþρα. Μπορεß γι' αυτü. Τη σιωπÞ Ýσπασε το δÝντρο:
 -«Τß θÝλεις στον τüπο μου; Εσý δεν Ýφυγες; Τß θÝλεις τþρα απü μÝνα;» Δεν Ýμοιαζε να περßμενε απÜντηση. ¹ταν μÜταιη Ýτσι με τον τρüπο που ρωτοýσε σα να κρατοýσε στα κλαριÜ του üλες τις απαντÞσεις του κüσμου... ¸νας Üλλος θυμüς Ýβαψε το σýννεφο σταχτß:
 -«Αυτü Ýχεις να μου πεις τüσο καιρü μετÜ;» ρþτησε.
 -«Τß θÝλεις τþρα; Τ'ι θες; Εσý Ýφυγες!» επανÝλαβε το δÝντρο μας.
     Να αρχßσει να εξηγεß, να εξιστορεß, να λÝει λüγια, λüγια, λüγια; Γιατß; Το δÝντρο εßχε ανθßσει, Þταν ολοζþντανο, υπÝροχο κÜτω απü τη λιακÜδα. Κι üσο για την ψυχÞ του, αυτÞ πια την φýλαγε απü τα μÜτια του σýννεφου. Και το πÞραν τα δÜκρυα, δÜκρυα, δÜκρυα... σαν Ýνα ποτÜμι που Ýτρεχε απü τον ουρανü. Γιατß üσο κι αν Þταν Ýτοιμο για το κακü Þταν Üλλο απο αυτü που αντßκρυσε.
     Το δÝντρο στη γη δεν εßχε χαρÜ. Δεν εßχε λýπη. Δεν εßχε ακριβþς θυμü. ¹ταν πολý αναστατωμÝνο. Και πιο πολý απü üλα, εßχε σωθεß απü την καταστροφÞ, που αυτü σε κÜνει να γßνεσαι πιο πÜνω απü τα μÝτρα δυνατüς. ΜετÜ δε πßστευε πια στο σýννεφο. Η μορφÞ του Þταν ßδια με της προδοσßας. Δεν εßδε κανÝναν αγÝρα να το παßρνει μακριÜ, δεν εßδε να γυρνÜει αμÝσως πßσω μετανιωμÝνο, δεν Üκουσε αγÜπης λüγια. ¸να φευγÜτο σýννεφο απü τη φýση του δραπÝτης και μετÜ ποý πÞγε; Ποý Þταν μετÜ; Γιατß Þρθε τþρα; Να φýγει, να φýγει, να φýγει, αυτü μüνο επιθυμοýσε το δÝντρο. Και το ξεστüμισε:
 -«Να φýγεις!» και σα να μην Ýφτανε αυτü, πρüσθεσε «και να μην ξανÜρθεις σε μÝνα» κι οýτε εκεß σταμÜτησε μα εßπε «μου κρýβεις τον Þλιο». Και γýρισε το βλÝμμα του προς τη φýση πÝρα, κινδυνεýοντας να εκραγεß απü την Ýνταση μÝσα του που ψÞγματα μüνο Þταν αυτÝς οι λÝξεις.
     Εκεß ψηλÜ το σýννεφο εßχε πÜρει να διαλýεται στην παγωνιÜ και μικρÝς νιφÜδες χιονιοý Ýφταναν αργÜ αργÜ στη γη. ΚÜποιες βρÞκαν τα κλαδιÜ του δÝντρου. Τις Üφησε να κυλÞσουν πÜνω του þσπου να λιþσουν και να αισθανθεß πÜλι κÜτι απü το σýννεφο. Κι Üλλη, κι Üλλη Ýφταναν σ' αυτü και κεßνο της δεχüταν, τη μßα μετÜ την Üλλη. Γλýκανε η πλÜση γýρω, μια ευωδιÜ Ýρωτα και φθινοπþρου απλþθηκε, χρþματα της συγχþρεσης και της θλιμμÝνης προσδοκßας τýλιξαν το Ýνα και το Üλλο κι η μελωδßα της ανÜσας, της καρδιÜς, των βλεφÜρων, των χειλιþν που πÜλλονται και του Ýλα κοντÜ μου αγκÜλιασε τα δυο μαζß και τα Ýφερε κοντÜ.
     ΑγαπÞθηκαν ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ παραδομÝνα σε μελωδßες, χρþματα κι αρþματα στη γη και σ' ουρανοýς, ελεýθερα απο ü,τι τα χþριζε, δυο χαμÝνες ψυχÝς στο στερÝωμα. Θα ζοýσαν στον ουρανü και στη γη ανÜμεσα στο καταφýγιο που Ýστειλε κÜποιος που τα εßδε να κÜνουν Ýρωτα απελπισμÝνα στο χεßλος του θανÜτου.
     Αν Ýχει τÝλος με ρωτÜς; ΜÜλλον δεν Ýχουν üλα τÝλος üπως μας Ýμαθαν. Γιατß δεν Ýχουν ουτε αρχÞ. Δεν εßναι üλα γραμμÝς, πþς να το πω; Οýτε κýκλοι. ΨυχÝς, ιστορßες, Üνθρωποι σα δÝντρα και σýννεφα. Ποιü τÝλος ψÜχνεις να βρεις πÝρα απü αν εßναι η γÝννηση κι ο θÜνατος αυτÜ που ζητÜς... Ποιü τÝλος; ΠÝρασες καλÜ; Αυτü μετρÜ.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers