Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ο Dali & Εγώ 

δ. ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ DALI: Τα Τέλεια Παπούτσια

 
                                     Πένθιμο Παιγνίδι

   (Αγκαλιά με την αιώνια γυναίκα. Αγκαλιά με τις αιώνιες σκέψεις. Στο χέρι κρατά την ίδια του τη καρδιά, βγαλμένη από το ίδιο του το χέρι. Λερωμένος από χαρά και θάνατο. Ας κοιτάξουμε σιωπηλοί, τι ονειρεύεται! Το άγαλμα που μετρά τούτο το κόσμο και τα όνειρά του, έχει κλείσει τα μάτια και τον δείχνει. Η αιώνια γυναίκα, τον εκμυζά, θρέφεται και δρέπει από το όνειρό του. Αναγκιαία τροφή! Ένα πένθιμο παιγνίδι του νου.)

                                 Τα Τέλεια Παπούτσια


Βάδιζε προς το τόπο του ραντεβού ανέμελα.
Σήμερα από το πρωί ένιωθε παράξενα.
Αποστασιοποιημένος θαρρείς απ' όλα γύρω κι από τον εαυτό του τον ίδιο.
Είχε χρησιμοποιήσει το μετρό και συμπλήρωνε βαδίζοντας το υπόλοιπο. Σιγανά-σιγανά.
Κοιτάζοντας τους άλλους βιαστικούς να σπεύδουν προς κάθε κατεύθυνση, μερικοί μάλιστα να πέφτουν απρόσεκτα πάνω του, χαμογελούσε.
Ήταν ένα πανέμορφο απόγευμα καλοκαιριού, λίγο πριν τις άδειες, που η μεγάλη πόλη δεν είναι άδεια κι όλα δείχνουν να βρίσκονται σ' ένα ντελίριο, ελάχιστα πριν τη κορύφωση ενός οργασμού.
Διαπίστωσε κάπως έκπληκτος πως απολάμβανε το βάδισμά του.
Ναι!
Απολάμβανε αυτό το νωθρό βάδισμα, χάσκοντας γύρω.
Προλάβαινε να δει τα πάντα. Μα δεν ήτανε μόνο αυτό.
Τα παπούτσια.
Τα παπούτσια του, τα αγαπημένα του παπούτσια!
Τα 'νιωθε τόσο όμορφα στα πόδια του.
Δε φορούσε κάλτσες όπως κάθε καλοκαίρι.
Ωστόσο πρώτη φορά σήμερα ένιωθε τόσο όμορφα μ' αυτό το αγκάλιασμα των παπουτσιών στα πόδια.
Τύλιγαν τόσο γλυκά τα πέλματά του, τόσο τέλεια, χωρίς να σφίγγουν και χωρίς να 'ναι χαλαρά, που πραγματικά το περπάτημα γινόταν απόλαυση.
Έκπληκτος διαπίστωσε μία περίεργη μακαριότητα.
Επιτέλους!
Τόσο καιρό, λίγο-λίγο, όλου του κόσμου το φαρμάκι θαρρείς κι είχε ποτίσει τη καρδιά του.
Τίποτε απολύτως δε του πήγαινε καλά.
Λάθος επιλογές... η δουλειά στραβά... και μερικές ή μάλλον όχι μερικές, αρκετές κακοτυχίες...
Το να νιώθει σήμερα έτσι, ήταν οπωσδήποτε μία ευχάριστη αλλαγή.
Μοναξιά, πλήξη και χρέη, σε λίγο θα τον ισοπέδωναν!
Μα σήμερα...
Σήμερα, χάρη σ' αυτά τα μαγικά παπούτσια, ένιωθε γεμάτος!
Είναι δυνατόν να μπορεί ένα ζευγάρι παπούτσια, που μάλιστα τα 'χε πάνω από χρόνο, να μπορεί να τον κάνει να νιώσει έτσι;
Έ, να που μπορεί!
Τι σου είναι η ζωή!
Μια σειρά όμορφες, ίσως εύκολες κι απλές λεπτομέρειες, που όμως τελικά είναι σημαντικές.
Είχε ένα ραντεβού με κάποια πωλήτρια κινητής τηλεφωνίας που του πρόσφερε ένα πακέτο μ' ένα κάρο πράματα.
Ούτε που 'δωσε βάση.
Δέχτηκε αμέσως το ραντεβού, έτσι για να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο.
Τελευταία, απέφευγε τους πάντες σε τέτοιο βαθμό, που όταν πια ήθελε αυτός παρέα, να τον απορρίπτουν, -μ' όμορφο τρόπο βέβαια-, οι άλλοι.
Πλησιάζοντας εκεί, την είδε να στέκεται ακριβώς στο σημείο που 'χανε πει.
Είδε πως χτυπούσε νευρικά το γοβάκι της στο έδαφος.
Την είχε στήσει δέκα λεπτά, χάσκοντας.
Επιτάχυνε το βήμα και συγχρόνως τη παρατηρούσε εξονυχιστικά.
Καλοκαμωμένη, γύρω στα τριάντα πέντε, ζουμερή, με μακριά κόκκινα μαλλιά πιασμένα σ' ένα κομψό κότσο.
Πρόσωπο ενδιαφέρον.
Έφτασε κοντά της κι εκείνη μόλις τον είδε και κατάλαβε πως είναι αυτός που περιμένει, σταμάτησε να χτυπά το πόδι και χαμογέλασε πλατιά.
«'Ανθρωπος της πώλησης όπως κι εγώ» σκέφτηκε.
-"Συγνώμη που σας έστησα κυρία μου. Καλησπέρα σας. Είχε κίνηση", είπε αόριστα, συνοδεύοντας μ' ένα νεύμα όλη τη φράση.
-"Καλησπέρα σας. Κατανοώ. Αυτή η καταραμένη κίνηση. Θέλεις να πας κάπου και... Τι λέτε; Πάμε να καθήσουμε 'κεί"; Και του 'δειξε ένα cafe-restaurant πιο πέρα.
-"Ευχαρίστως. Είμαι πολύ περίεργος να ακούσω τι έχετε να μου προτείνετε".
-"Ελάτε λοιπόν και τα λέμε 'κει, μπρος από ένα παγωμένο καφέ. Κάνει κι αφόρητη ζέστη..."
-"Ελπίζω να μην είστε τόσο πειστική γιατί νιώθω πως μπορεί να με βάλετε να σας αγοράσω τα πάντα". «πω-πω όρεξη που την έχω σήμερα! 'Ατιμα παπούτσια!» σκέφτηκε.
Εκείνη τον κοίταξε για πρώτη φορά κάπως διαπεραστικά.
Του γέλασε μηχανικά και τον ...απέρριψε (δηλαδή έτσι ένιωσε αυτός).
-"Ελάτε, μην είστε υπερβολικός. Πάντως τα λέτε όμορφα" του 'πε χωρίς να κοιτάζει πια. "Φαντάζομαι πως θα 'χετε επιτυχίες με το άλλο φύλο".
Εκείνος, σκύβει αγγίζοντάς τη συνωμοτικά και της λέει χαμηλόφωνα:
-"Μη σας ξεφύγει πουθενά, φεύγω πάντα από τη πίσω πόρτα. Οποία προνοητικότης! Την έφτιαξα πριν αρχίσω τις ...επιδρομές μου".
Είχε τόσο σοβαρό και πιστευτό ύφος, λέγοντας αυτά, που εκείνη άφησε ένα γάργαρο γέλιο.
-"Αχ. Πώς τα λέτε... ελάτε να καθίσουμε".
Έκατσαν απέναντι και παράγγειλαν καφέ.
Αυτός την άφησε να φέρει το θέμα όπως κι όπου εκείνη ήθελε.
Όταν ολοκλήρωσε τη παρουσίαση του πακέτου και συμφώνησαν, έγινε κάπως άχρωμη κι απόμακρη.
Κοίταξε το ρολόι της.
Αυτός ένιωθε ακόμη χαρούμενος.
Πριν προλάβει να της πει πως θα την άφηνε να φύγει, γύρισε ζεστά, τον κοίταξε και του 'πε:
-"Ειλικρινά χάρηκα που σας γνώρισα και που τελικά προτιμήσατε την εταιρεία μας. Τώρα όμως με συγχωρείτε. Πρέπει να σας αφήσω γιατί ήρθε το επόμενο ραντεβού μου. Γεια σας κι ευχαριστώ".
Έκανε να πληρώσει μα αυτός δε την άφησε.
Μετά από σύντομη μάχη, τη γνωστή σ' αυτές τις περιπτώσεις, επικράτησε ο άντρας.
Αυτή έφυγε λίγο πιο πέρα σ' ένα άλλο τραπεζάκι, που ένας άλλος κύριος είχε ήδη καθήσει.
«Τέλειος σχεδιασμός» σκέφτηκε.
Είχε κλίση έτσι ώστε αν κοιτούσε πλάγια, θα την έβλεπε κατάφατσα.
Πρόσεξε τα καλούτσικα πόδια της στο όμορφο σταυροπόδι και γύρισε πάλι εμπρός. Διαπίστωσε πως πεινούσε. Φώναξε το σερβιτόρο και παράγγειλε το αγαπημένο του φαγητό πλαισιωμένο με τη κλασσική χωριάτικη.
Ζήτησε κι ένα εμφιαλωμένο νερό.
Διψούσε και πεινούσε πολύ, τελικά.
Έφαγε κι ήπιε γρήγορα και με σχετική βουλιμία, πράγμα που δε συνήθιζε.
Λοξοκοίταγε δίπλα και την έβλεπε.
Τελικά ήταν όμορφη!
Δεν της πήρε το τηλέφωνο ο βλάκας.
Λίγο πριν σηκωθεί διαπίστωσε πως, που και που, κοιτούσε κι εκείνη και μάλιστα περίεργα.
Όταν κάλεσε το σερβιτόρο, είδε πως κι εκείνος τον κοιτούσε περίεργα.
Πλήρωσε το λογαριασμό, αφήνωντας ένα καλό φιλοδώρημα κι εκείνος άλλαξε στάση.
Σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να στείλει ένα χαιρετισμό στη κοπελιά μα μια στιγμιαία ζαλάδα τον καθήλωσε πάλι.
«Ευτυχώς κανείς δε με πρόσεξε» σκέφτηκε.
Μα τι είχε πιει;
Νερό κι όχι βότκα.
Προς τι η ζαλάδα;
Περίεργο!
Να 'χε πίεση από τα σαράντα πέντε του;
Σηκώθηκε μ' αποφασιστικό βήμα κι άρχισε ν' απομακρύνεται.
Τα παπούτσια του 'δίναν το καλύτερό τους εαυτό.
Ένα πραγματικό ρεσιτάλ εφαρμογής και συνεργασίας με τα πέλματα.
Δεν είχε πάει πολύ μακριά, όταν θυμήθηκε πως δε χαιρέτησε.
Στράφηκε γελαστός.
Εκείνη έτυχε να κοιτάζει, της ένευσε κι έκανε να γυρίσει, αλλά την είδε να σηκώνεται από τη θέση της...
...................
...Είδε έκπληκτος να πλησιάζει γελαστή.
Στάθηκε.
Εκείνη έφτασε κοντά, του 'δειξε μπροστά το δρόμο και του 'πε χασκογελώντας:
-"Μάλλον πάμε προς την ίδια κατεύθυνση".
-"Τελειώσατε λοιπόν επιτέλους αυτό το πληκτικό ραντεβού σας";
-"Ναι, δεν έβλεπα την ώρα! Περίμενα ότι τελικά θα φεύγαμε μαζί από εδώ".
-"Ορίστε λοιπόν! Σας επιτρέπω να βαδίσετε δίπλα μου, αλλά μη το πείτε πουθενά παρακαλώ. Θα με λιντσάρουνε οι άλλες θαυμάστριές, που περιμένουν καιρό μια τέτοια στιγμή"!
-"Αχ πόσο όμορφα τα λες", είπε χαμογελώντας, κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια.
'Αρχισαν να βαδίζουν αργά.
«Τέτοια υπέροχα παπούτσια ομολογώ πως δεν είχα ποτέ μου», σκέφτηκε κι άρχισε να της λέει δικές του πωλησιακές επιτυχίες.
Αυτή χαμογελώντας άκουγε τη φωνή, αδιαφορώντας για τις λέξεις.
Τον άφηνε να λέει αφού τον ευχαριστούσε τόσο να κοκορεύεται.
Ένιωθε σαν έφηβος.
Ήθελε να τη πιάσει αγκαλιά μα δείλιαζε, σα τότε...
Την έπιασε από τη μέση.
Κόλλησε πάνω του και κράτησε το χέρι του, εκείνο που τη τύλιγε σφιχτά πάνω στο κορμί του.
Ένιωσε στύση και σκύβοντας στ' αυτί της, είπε βραχνά:
-"Πάμε κάπου ήσυχα να πιούμε ένα ποτάκι; Κερνώ! Σήμερα νιώθω ένα τέτοιο κέφι, μιαν ευεξία πρωτόφαντη"!
Γύρισε και τον κάρφωσε μ' ένα ηδυπαθές συγκαταβατικό βλέμμα:
-"Ξέρεις, θα 'θελα να πάμε να πηδηχτούμε εδώ και τώρα"!
Εκείνος προσποιήθηκε τον σκεφτικό, μα το βλέμμα του είχε θολώσει:
-"Ξέρεις; Αυτό θα σου πρότεινα αν απέρριπτες τη πρόταση του ποτού",
της χαμογέλασε γλυκά και σταμάτησε.
'Απλωσε το χέρι να της λύσει τα μαλλιά.
Το 'νιωσε να βυθίζεται σε κάτι πολύ δροσερό.
Πάρα πολύ δροσερό!
Τον έκοψε κι έλυσε μόνη τα μαλλιά της κι αυτά χύθηκαν λαμπερά στο ηλιοβασίλεμα.
Τίποτε δε του 'κανε εντύπωση, ακόμη κι ότι δεν είχαν προχωρήσει σχεδόν καθόλου.
Μόνον αυτή και τα παπούτσια του, που συνέθεταν μιάν όμορφη μελωδία.
'Απλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει.
Εκείνη, όχι μόνο αφέθηκε, μα τύλιξε και τα δικά της γύρω στο λαιμό του.
Έμειναν ελάχιστα έτσι κοντά-κοντά, στόμα με στόμα, κορμί με κορμί.
Είχε κολλήσει τη στύση του πάνω στο μηρό της κι ένιωθε θαρρείς, στο δικό του μηρό, τις πτυχώσεις του φύλου της.
Το πλούσιο στήθος της συνθλιβόταν στο στέρνο του.
Έμειναν λιγάκι έτσι.
Εκείνος καυτός κι εκείνη δροσερή... τόσο δροσερή Θεέ μου... τόσο ανακουφιστικά δροσερή... τόσο μυρωδάτη...
Μύριζε σα τη πρώην κοπελιά του.
Φρεσκάδα, καθαρότητα, λίγο ιδρώτα, θηλυκότητα και τα γνωστά διάφορα γυναικεία.
Έπειτα, εκείνη πρώτη κόλλησε τα χείλη της πάνω στο στόμα του και τον έσφιξε πάνω της.
Τύλιξε με τα χείλη της το στόμα, τη μύτη, τα πάντα.
Τα μαλλιά της έπεσαν γύρω στο πρόσωπό του κι η γλώσσα της τινάχτηκε μέσα στο στόμα του και συνέχιζε να μπαίνει.
Μεγάλωνε και χόντραινε μέσα, κλείνοντάς του τα πάντα.
Έκλεισε τα μάτια του παραλυμένος, μεθυσμένος κι ερεθισμένος.
Μία σκέψη μόνο, άσχετη, ακάλεστη, ήρθε...
«...είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο τέλεια ηλιοβασιλέματα, τόσο τέλεια μαλλιά, τόσο τέλειες γυναίκες, τόσο δροσιά; Τόσο τέλεια παπούτσια;»...
.....................
...Εκείνη άρχισε να τρέχει προς το μέρος του πεσμένου άντρα βάζοντας τις φωνές.
Μαζί της σηκώθηκε κι ο άλλος παραξενεμένος, μιας και δεν είχε οπτική επαφή έτσι όπως είχε καθήσει.
Σε λίγο, ήταν κι οι δυο πάνω του.
Εκείνη δίχως να χάσει καιρό, προσπάθησε να του δώσει το φιλί της ζωής.
Τα μαλλιά της είχανε ξελυθεί.
Του τύλιγαν ολόγυρα το πρόσωπο.
Μετά μερικές επίμονες προσπάθειες, τον είδε να συνέρχεται κάπως.
Έσκυψε πάλι κι άρχισε μαλάξεις στη καρδιά.
Τον άκουσε να ψιθυρίζει κάτι.
Δεν ξεχώριζε τα λόγια κι έτσι έσκυψε ακόμα πιο πολύ.
Έβαλε το αυτί της πάνω στα χείλια του για ν' ακούσει.
Συνοφρυώθηκε.
Έπειτα, καθώς είδε πως εκείνος πάλι χανόταν, ξανάρχισε τις προσπάθειες.
Μετά λίγα λεπτά, τη σταμάτησαν οι νοσοκόμοι του ασθενοφόρου.
Τη τράβηξαν μαλακά.
Ο ένας έσκυψε κι αφουγκράστηκε.
Μετά, σηκώθηκε θλιμμένα...
-"Είναι αργά πια..." της είπε. "Τι σας είναι κυρία μου";
-"Τίποτα", είπε ξέπνοα αυτή κι απομακρύνθηκε μαζί με τον άλλο.
-"Είδες"; της είπε αυτός, "Είχε στύση και μάλιστα έντονη! Αποτρόπαια εξέλιξη ε";
-"Ναι; Δε πρόσεξα..." είπε αυτή κι έπειτα πάλι σα χαμένη: "...ναι, αποτρόπαιο... ο καημένος... έδειχνε τόσο κεφάτος... τόσο γεμάτος ζωή..."
-"Ε τότε, θα πήγε ευχαριστημένος" είπε αυτός σκεφτικός. "Θεός σ'χωρέστον. Μα τι έλεγε; 'Ακουσες";
-"Είπε κάτι περίεργο..." είπε αυτή, χαμένη και συγκλονισμένη, ξεσπώντας σε κλάματα... "Θεός σ'χωρέστον το φουκαρά".
Τη πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να τη καθησυχάσει.
Όταν το κατάφερε και μάλιστα γρήγορα, πίστεψε πως είχε θαυματουργό άγγιγμα.
Που να 'ξερε πως το ακριβώς αντίθετο, είχε φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επέμεινε:
-"Τι το περίεργο είπε λοιπόν";
-"Είπε... 'Τόσο τέλεια παπούτσια'..." είπε αυτή και ξέσπασε πάλι σε σύντομους λυγμούς.
-"Μα... αυτά ήταν παλιά και πολυφορεμένα. Σίγουρα εννοούσε τα δικά του άραγε; Ποτέ δε θα μάθουμε".
-"Λοιπόν, χάρηκα που σας γνώρισα. Ευχαριστώ που επιλέξατε την εταιρεία μας. Μα τώρα πρέπει να φύγω αν δε σας πειράζει. Θέλω να μείνω μόνη να συνέλθω. Γεια σας" είπε κι απομακρύνθηκε βιαστικά.
Εκείνος εμβρόντητος, πρόλαβε να πετάξει ένα "γειά" κι έμεινε να τη παρατηρεί που χανόταν μέσα στη πόλη, μικραίνοντας ολοένα στα μάτια του.
Νύχτωνε γοργά...

  "Σ'ένα ζευγάρι                                      
   τέλεια παπούτσια                       Ιούνης 2003 
   κι ένα όνειρο...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers