Το ΦτερωμÝνο ΦλÜουτο
Μια φορÜ κι Ýναν καιρü, σ’ Ýνα κÜστρο απÜ στο πιο ψηλü βουνü, ζοýσε Ýνας μουρτζοýφλης μÜγος που τον Ýλεγαν ΑνσÝλμο. ¹τανε σοφüς και τετραπÝρατος, Þξερε ξüρκια και γητειÝς üσα κανÝνας Üλλος, Þταν üμως μοναχüς και παντÝρμος. ΜοναδικÞ του παρÝα εßχε Ýνα τσοýρμο γÜτες, που σουλατσÜριζαν στο κÜστρο.
Ο παπποýς του Þτανε αρχιμουσικüς του βασιλιÜ κι üνειρο του ΑνσÝλμο Þτανε να κατακτÞσει κι αυτüς μια μÝρα την ßδια ζηλευτÞ θÝση. Απü μικρüς σποýδαζε μουσικÞ κι εßχε πÜρει πτυχßα απ’ τα καλýτερα ωδεßα της χþρας. Για να γßνει κανεßς αρχιμουσικüς Ýπρεπε να ‘χει δικιÜ του ορχÞστρα, μα üλοι οι μουζικÜντηδες του φαßνονταν Üτεχνοι, ακατÜλληλοι για να εκτελÝσουν τις θεσπÝσιες συνθÝσεις του. Οι μουζικÜντηδες πÜλι, Ýβρισκαν τις μουσικÝς του ανοστανÜλατες και τον χαρακτÞρα του αφüρητο, Ýτσι κανεßς δεν δεχüτανε να τον Ýχει για μαÝστρο.
ΚÜποια μÝρα, κει που καθüτανε βαρýς και μüνος, του κατÝβηκε μια θαυμÜσια ιδÝα: να φτιÜσει Ýνα ξüρκι και να ζωντανÝψει τα μουσικÜ üργανα που ‘χε φυλαγμÝνα στο κελÜρι του πýργου, να τα βÜνει να παßζουν μουσικÞ.
ΠÞρε τον βαρý κρßκο με τα τερÜστια κλειδιÜ και κßνησε για το κελÜρι. Ξεκλεßδωσε τη βαριÜ πüρτα, μπÞκε στο μπουντροýμι και βρÞκε θαμμÝνα στη σκüνη τα üργανα που ‘χε κληρονομÞσει απ’ τον παπποý του.
Δεν εßχε μÜθει να παßζει κανÝνα απ’ αυτÜ, καθþς Þτανε τεμπÝλης και βαριüτανε τη μελÝτη και την εξÜσκηση. ΔιÜλεξε λοιπüν το βιολß, το τσÝλο, το λαγοýτο, το ταμποýρλο κι Þθελε ακüμα Ýνα üργανο για να συμπληρþσει τη μαγεμÝνη του ορχÞστρα. Καθþς Ýψαχνε, εßδε το φλÜουτο να στÝκεται παραπονεμÝνο κι εßπε να το πÜρει κι αυτü μαζß του. Τα φορτþθηκε üλα μαζß στη ρÜχη κι Ýπιασε ν’ ανεβαßνει τα σκαλιÜ, μÝχρι το εργαστÞρι του στην κορφÞ του πýργου. ¸φτασε απÜνω ξεπνεμÝνος και καταúδρωμÝνος. ¹ταν η πρþτη φορÜ στη ζωÞ του που Ýκαμε τüσο κüπο για οποιονδÞποτε λüγο.
¢νοιξε τα μαγικÜ του βιβλßα και τις αρχαßες περγαμηνÝς κι Üρχισε να ψÜχνει για κÜποιο ξüρκι που να κÜμνει τα μουσικÜ üργανα να κουρδßζονται απü μüνα τους και να παßζουν üποιον σκοπü τους παρÜγγελνε. ¾στερα Ýφτιαξε Ýνα ακüμα ξüρκι για να σταματοýν να παßζουν με το πρüσταγμÜ του. ¢μα τα κατÜφερε, Ýπιασε το τσÝλο και το μÜγεψε. Κεßνο Ýβγαλε χÝρια, Ýβγαλε πüδια, κουρδßστηκε, Ýπιασε το δοξÜρι κι Üρχισε να παßζει γλυκÜ κι üμορφα. Μüλις ο μÜγος χτυποýσε παλαμÜκια και πρüφερε τη λÝξη «ΚÜρναξη», το τσÝλο σþπαινε.
Ο ΑνσÝλμο Ýπειτα γÞτεψε το βιολß, το λαγοýτο και το ταμποýρλο κι üλα πÞγαν πρßμα. ¹ρθε η þρα και για το φλÜουτο, που περßμενε ανυπüμονα τη σειρÜ του. Μüλις πρüφερε το ξüρκι, κεßνο Ýβγαλε φτερÜ αντß για χÝρια και πετÜριζε στο ψηλοτÜβανο δωμÜτιο. ¸τσι üπως αναφτερÜκιζε χαροýμενο, πÝρναγε ο αγÝρας απ’ τις τρýπες του κι Ýπαιζε νüτες πανÝμορφες κι υπÝροχες μελωδßες. Τα κελαηδοποýλια του δÜσους τ’ Üκουσαν κι Þρθαν να γνωρßσουν το καινοýριο τους αδÝρφι. ¼ρμησαν μÝσα απ’ το ανοιχτü παρÜθυρο του πýργου, λαλþντας κι αυτÜ μαζß με το φτερωμÝνο φλÜουτο. Τ’ Üλλα üργανα παρασýρθηκαν κι ευθýς ακολοýθησαν την κομπανßα.
ΟλÜκερος ο πýργος γÝμισε μουσικÝς και κελαηδÞματα. Μα ο ΑνσÝλμο δεν τα σÞκωνε κÜτι τÝτοια. Ακοýς εκεß να παßζει ο καθÝνας ü,τι του κατεβÜσει η κοýτρα του! Τα üργανα τα ζωντÜνεψε για να παßζουν τις δικÝς του συνθÝσεις κι üχι για να διασκεδÜζουν. ¢σε που εßχε αλλεργßα στα πουλιÜ και τον Ýπιασε φαγοýρα σ’ üλο του το κορμß. Χτýπησε παλαμÜκια και γκÜριξε: «ΚÜρναξη!». Τα üργανα μουγκÜθηκαν και τα πουλιÜ ξαναγýρισαν τρομαγμÝνα στις φωλιÝς τους.
Ο καιρüς περνοýσε κι ο μÜγος εßχε βαλθεß να φτιÜσει την πιο καλοδουλεμÝνη ορχÞστρα που εßχε ακοýσει ποτÝ η πλÜση. Αυταρχικüς και τζαναμπÝτης καθþς Þταν, επÝτρεπε να ηχοýν μες στον πýργο μüνο τα Ýργα του παπποý του κι üσα Ýγραφε ο ßδιος· οτιδÞποτε Üλλο το θεωροýσε ποταπü κι ανÜξιο. ¼λη μÝρα μελÝτη και πρüβα κι Üγιος ο Θεüς. Τα μαγεμÝνα üργανα διÜβαζαν και ξαναδιÜβαζαν φιλüτιμα τις περßπλοκες παρτιτοýρες και πÜσχιζαν να τα παßξουνε üσο καλýτερα γινüταν. Ο ΑνσÝλμο, με το παραμικρü λαθÜκι, τα ‘βαζε να ξαναπαßξουν üλο το κομμÜτι απ’ την αρχÞ.
Το φλÜουτο εßχε πια βαριεστÞσει. Καθþς Þταν φτερωμÝνο, εßχε κÜτι κοινü με τα πουλιÜ: του Üρεσε η ελευθερßα κι ο αυτοσχεδιασμüς και μαρÜζωνε με τους κανüνες, τις αντιστßξεις και κÜθε λογÞς στενοýς κορσÝδες. Εßχε τüσες καινοýριες και πρωτüτυπες μελωδßες στο νου του κι Ýχανε τον καιρü του παßζοντας τις μοýχλες του ανυπüφορου μÜγου· δε βÜσταγε πια! «Αν δαýτος γßνει αρχιμουσικüς, ολÜκερο το βασßλειο θα γßνει μαυσωλεßο και θα βρομÜει φορμüλη» Ýλεγε απü μÝσα του με καταφρüνεση.
Μια μÝρα ο ΑνσÝλμο αποφÜσισε να παßξουν τα εκατüν Ýνα θρηνητικÜ Üσματα, που ‘χε γρÜψει ο παπποýς του üταν ο βασιλιÜς ΔιγενÞς σκοτþθηκε στον πüλεμο. Ο μÜγος φανταζüτανε τον εαυτü του αρχιμουσικü του παλατιοý, να παßζει με τη μαγεμÝνη του ορχÞστρα στο ξüδι του τωρινοý βασιλιÜ και το πüπολο να κλαßει με μαýρο δÜκρυ στο Üκουσμα της μουσικÞς του, μαζß με τους αυλικοýς, τη βασßλισσα και τον πρßγκιπα. ΑυτÜ ονειροπολοýσε ο ΑνσÝλμο κι Ýβαζε τη γητεμÝνη του ορχÞστρα να παßζει και δþστου να βηματßζει πÝνθιμα γýρω γýρω στη μεγÜλη αßθουσα του κÜστρου. Δε θα ησýχαζε αν δεν ερμÞνευαν και τους εκατüν Ýναν θρÞνους στη σειρÜ, δßχως οýτε Ýνα σφÜλμα.
Εßχανε φτÜσει στον τελευταßο θρÞνο και για πρþτη φορÜ εßχαν κατορθþσει να μην κÜνουν μÝχρι εκεß οýτε Ýνα τüσο δα στραβοπÜτημα. Μα το ταμποýρλο καθυστÝρησε κατÜ Ýνα εξηκοστü τÝταρτο του ρυθμοý, λßγο πριν το τÝλος του κομματιοý. «ΚÜρναξη!» Ýκραξε ο μÜγος χτυπþντας μανιασμÝνος τις χεροýκλες του.
-«Εßσαστε ανßκανοι! ΠÜμε πÜλι απ’ το πρþτο κομμÜτι» φþναξε κι Ýδωσε με το μαγικü του ραβδß το τÝμπο. Το φλÜουτο Ýγινε Ýξω φρενþν. ΠροκειμÝνου να ξαναπαßξει αυτÜ τα ψüφια για Üλλη μια φορÜ, προτιμοýσε να γßνει σωλÞνας αποχÝτευσης. Εξαγριþθηκε, μποýχτισε και μπαÀλντισε. Δßχως να το καλοσκεφτεß, üρμηξε στον ΑνσÝλμο κι αρχßνησε, μ’ üση δýναμη εßχε, να κοπανιÝται απÜ στην κεφÜλα του την ξερÞ για να βγÜλει τ’ Üχτι του. Κι Þτανε φτιαγμÝνο απü μÝταλλο γερü κι η καρÜφλα του μÜγου γιüμωσε καροýμπαλα. Ο ΑνσÝλμο Ýπιασε Ýνα σκαμνß για να χτυπÞσει το φτερωμÝνο φλÜουτο στον αÝρα. Κεßνο ψυλλιÜστηκε τον κßνδυνο και πÝταξε προς το μεγÜλο παρÜθυρο. Ο μÜγος σφεντüνισε το σκαμνß προς το μÝρος του, μα αστüχησε ξυστÜ. Το ξýλινο βλÞμα συνÝχισε την πορεßα του και θρυμμÜτισε το τζÜμι του παρÜθυρου, ανοßγοντας μια τερÜστια τρýπα στο πανÜκριβο βιτρü. Το φλÜουτο βρÞκε την ευκαιρßα να γλιτþσει μια και καλÞ απ’ τον μÜγο. ΠετÜρισε στα γρÞγορα και το ‘σκασε μÝσα απ’ το σπασμÝνο τζÜμι, μ’ üλη την ταχýτητα των φτεροýγων του, πριν προλÜβει ο ΑνσÝλμο να του ρßξει κÜποιο ξüρκι. ΠÝταξε λεýτερο για το δÜσος, ενþ ο κακορßζικος μÜγος Ýβριζε και καταριüταν.
Γι’ αρκετü καιρü το φλÜουτο απολÜμβανε τη λευτεριÜ κι αυτοσχεδßαζε τις μουσικÝς του απÜνω στα κλαριÜ των δÝντρων, μαζß με τα κελαηδοποýλια. Μα και πÜλι Üρχισε να βαριÝται. Γιατß ανθρþπινο χÝρι το ‘χε φτιÜσει και γýρευε ανθρþπινο αυτß να το απολÜψει κι ανθρþπινο χειροκρüτημα να το παινÝψει. ΑποφÜσισε λοιπüν πως εßχε Ýρθει πια η þρα του να φýγει. ΑποχαιρÝτησε τ’ αδÝρφια του κι Ýβαλε δρüμο εμπρüς του. ΚοντÜ στο δÜσος υπÞρχε μια μικρÞ πüλη και το φτερωμÝνο φλÜουτο σκÝφτηκε να ξεκινÞσει απü κει την αναζÞτησÞ του. Θα πÞγαινε και θα παρακολουθοýσε τους ανθρþπους για να μÜθει τις συνÞθειες, τα γοýστα και τους τρüπους τους και μετÜ θα ξανοιγüτανε παραπÝρα.
Λßγο πριν την εμπασιÜ της πüλης, Þταν Ýνας νερüμυλος. Το φλÜουτο θÜμασε τη μεγÜλη ρüδα που γυρνοýσε με τη δýναμη του νεροý, γλυκÜθηκε απ’ το κελÜρυσμα του ρυακιοý που ‘πεφτε απÜνω της σαν καταρρÜκτης κι Ýκατσε παρÜμερα ν’ αφουγκραστεß. Δεν πÝρασε πολλÞ þρα κι Üκουσε μια μελÝνια γυναικεßα φωνÞ να τραγουδÜει κÜποιον Üγνωστο σκοπü. Δßχως να χÜσει καιρü, πÝταξε προς το μÝρος της. Μια πεντÜμορφη κοπÝλα, μαυρομαλλοýσα, γαλανÞ και καμαροφρýδα, Ýπαιζε με την κιθÜρα της και τραγουδοýσε μονÜχη.
¹τανε η Ραμüνα, η παρακüρη της μυλωνοýς. Η μÜνα της εßχε πεθÜνει στη γÝννα κι ο πατÝρας της την εßχε παρατÞσει Ýξω απ’ την πüρτα του μýλου. Η μυλωνοý τη λυπÞθηκε και την περιμÜζωξε, üμως απü τοσηδÜ παιδοýλα την Ýβαζε να κÜμνει üλες τις αγγαρεßες, για να ξεχρεþνει το φαÀ της. Η μικρÞ εßχε βρει την παλιÜ κιθÜρα στο πατÜρι κι εßχε μÜθει απü μüνη της να παßζει. Η δοýλεψη Þτανε σκληρÞ κι η μοναδικÞ της απαντοχÞ Þτανε να βγαßνει κÜθε γιüμα στην πßσω αυλÞ του μýλου, να παßζει και να τραγουδÜ üσα σκÜρωνε ο νους της μες στα üνειρα της νýχτας.
Οι μπαλÜντες της εßχαν μελωδßες μαυλιστικÝς και λüγια ταξιδιÜρικα, που σαν αγÝρας θρüιζαν σε δÜση σκιερÜ, γεμÜτα με πανÜρχαια κι Üφραστα μυστικÜ, ρυτßδωναν λαγαρÜ κρουσταλλÝνια νερÜ üπου λοýζονταν πανþριες νερÜιδες και παρÜξενα ξωτικÜ, μουρμοýριζαν απÜνω απü αγÝρωχα βουνÜ κι απÝραντα χλοερÜ λιβÜδια, στροβßλιζαν κουρνιαχτü σε απüξερα ερημοτüπια.
ΓοητευμÝνο το φλÜουτο κÜθισε απÜ σ’ Ýνα κλαρß και ξεχÜστηκε ν’ ακοýει. Δßχως να το καταλÜβει, Üρχισε δειλÜ να σιγομουρμουρÜει κÜποιες μελωδßες, σαν απüκριση σε κεßνες της κοπÝλας. ΑυτÞ τ’ Üκουσε και σÞκωσε το κεφÜλι. Εßδε το φτερωμÝνο φλÜουτο απÜ στο δÝντρο και χαμογÝλασε.
-«Τι üμορφα που κελαηδÜς καλü μου φλÜουτο. Εßμαι η Ραμüνα, θα ‘θελες να παßξουμε μαζß;» του γλυκομßλησε. ¢λλο που δεν Þθελε το φλÜουτο. ¸νιωσε ευτυχßα και οßστρο να το τυλßγουν, για πρþτη του φορÜ. Κι üσο κεßνο αυτοσχεδßαζε τüσο απ’ τα στÞθια της κοπÝλας ανÜβρυζαν καινοýριες μελωδßες και στßχοι.
-«Ραμüνα… Ραμüνα εßπα! ΠÜλι χαζολογÜς μ’ αυτÝς τις αηδßες σου;» ακοýστηκε μια στριγκιÜ φωνÞ μÝσα απ’ τον μýλο. «Τσακßσου κι Ýλα εδþ, που ‘χουμε δουλειÜ για δÝκα νοματαßους, μη σε πÜρει ο γερο-διÜολος και σε σκþσει» χρεμÝτισε η μυλωνοý, που üλοι τηνε ξÝρανε στην πüλη για στρυφνÞ και Üξεστη. Η κοπÝλα πετÜχτηκε σαν ελατÞριο, Ýκρυψε την κιθÜρα πßσω απü Ýνα θÜμνο κι Ýτρεξε αλαφιασμÝνη στην αφÝντρα της.
Το φτερωμÝνο φλÜουτο κÜθισε στο κλαρß και συλλογßστηκε: «Τι κρßμα τÝτοιο τÜλαντο να πηγαßνει χαμÝνο, εδþ που δεν εκτιμÜνε τη μουσικÞ. Τι αδικßα τÝτοια χρυσÜ χερÜκια να φουσκαλιÜζουν απ’ τις αγγαρεßες, αντß να χαúδεýουν τις χορδÝς της κιθÜρας…»
¸τσι πÝρασε η νýχτα. Με το που ξημÝρωσε και πλησßασε σιγÜ σιγÜ το γιüμα, του ‘ρθε μια ιδÝα. Ευθýς φτεροýγισε προς την πüλη διακριτικÜ, προσÝχοντας μην το δοýνε. ΤρÜβηξε κατÜ το σχολειü. Εκεß ο δÜσκαλος, με τη βÝργα στο χÝρι, φþναζε στα παιδιÜ να βγÜλουνε μια κüλλα χαρτß για να γρÜψουν διαγþνισμα. Το φλÜουτο σιγοχτýπησε το τζÜμι του παρÜθυρου. ΚÜποιος μαθητÞς Üπλωσε μουλωχτÜ το χÝρι κι Üνοιξε το παρÜθυρο μια χαραμÜδα.
Το φλÜουτο μποýκαρε στην τÜξη κι αχολογοýσε μια σκανδαλιÜρικη μελωδßα φτεροκοπþντας ολοτρüγυρα στην αßθουσα. Ο δÜσκαλος προσπÜθησε να το χτυπÞσει με τη βÝργα, μα του κÜκου. Τα παιδιÜ πετÜχτηκαν ολüρθα και τσιροκοποýσαν. Κεßνος Ýμπηξε τις φωνÝς:
-«Καθßστε κÜτω γρÞγορα, ειδÜλλως θα τιμωρηθεßτε αυστηρþς!» μα ποιος να τον ακοýσει.
Το φλÜουτο ξαναβγÞκε απ’ το παρÜθυρο κι Ýκαμε κýκλους απÜνω απ’ το προαýλιο του σχολεßου, προσκαλþντας κατüπι του τα παιδιÜ. Κεßνα ξεχýθηκαν üξω ξαναμμÝνα. Μüλις üλα τα σχολιαρüπαιδα βγÞκανε στην αυλÞ, το φλÜουτο πÝταξε παιανßζοντας προς το κÝντρο της πüλης. Τα παιδιÜ το ακολοýθησαν, ενþ ξωπßσω τους ο δÜσκαλος Ýτρεχε οργισμÝνος να τα προφτÜσει. Απ’ üπου περνοýσε η αλλüκοτη πομπÞ, ο κüσμος σταματοýσε τις δουλειÝς του για να δει το αξιοπερßεργο θÝαμα. Ξεσηκþθηκαν üλοι και πÞραν απü πßσω το ξÝφρενο μπουλοýκι. Το φλÜουτο φρüντισε να διασχßσει ολÜκερη την πüλη κι ýστερα δρüμωσε κατÜ το μýλο.
Η Ραμüνα εßχε βγει στο ýπαιθρο και τραγουδοýσε. Σαν Ýφτασαν εκεß, το φλÜουτο στÜθηκε σιμÜ της και τη συνüδεψε μ’ üλη του την τÝχνη. Ο κüσμος Ýπαψε το τρεχαλητü κι Ýμειναν Üναυδοι ν’ ακοýν το εξαßσιο τραγοýδι. Η κοπÝλα απορροφημÝνη δεν τους πÞρε εßδηση. Σαν τÝλειωσε, üλοι ξÝσπασαν σ’ ενθουσιþδη χειροκροτÞματα. Μüλις τüτε η Ραμüνα κατÜλαβε üτι την Üκουγαν και δεν Þξερε ποý να κρυφτεß απü ντροπÞ. Ο κüσμος ζητοýσε ν’ ακοýσει κι Üλλο και το φλÜουτο ενθÜρρυνε τη σεμνÞ κοπÝλα να συνεχßσει. ΜετÜ απü μια στιγμÞ αμηχανßας, κεßνη Ýπιασε και πÜλι να τραγουδÜει.
Η μυλωνοý Üκουσε το σαματÜ και βγÞκε üξω αγριεμÝνη. Σαν εßδε üλους να επευφημοýν την παρακüρη της, δεν τüλμησε να την αποπÜρει, απü φüβο μην κακοκαρδßσει τους πελÜτες. Μüλις τÝλειωσε το τραγοýδι, Üλλοι αγκÜλιαζαν τη Ραμüνα, Üλλοι δÜκρυζαν κι Üλλοι απαιτοýσανε ν’ ακοýσουν ακüμα Ýνα. Ο δÞμαρχος βγÞκε μπροστÜ κι Ýδωσε τα θερμÜ του συχαρßκια στη μυλωνοý για την καλλßφωνη παρακüρη της. Ο κÜπελας της ζÞτησε να επιτρÝψει στη Ραμüνα να εμφανßζεται κÜθε βρÜδυ στο πανδοχεßο του και της Ýταξε γερü μπαχτσßσι για να πει το ναι. Η μυλωνοý, φιλοχρÞματη και ματαιüδοξη καθþς Þταν, δεν μπüρεσε ν’ αντισταθεß κι Ýδωσε τη συγκατÜθεσÞ της.
¸τσι, η Ραμüνα, που μÝχρι κεßνη τη μÝρα δεν την εßχε ακοýσει κανεßς, Ýγινε διÜσημη σ’ ολÜκερη την πüλη κι üλοι μιλοýσανε γι’ αυτÞν, χÜρη στο πολυμÞχανο φλÜουτο. Τα βρÜδια εμφανßζονταν στο χÜνι, που γÝμιζε ασφυχτικÜ απü κüσμο. ΣταμÜτησε πια να δουλεýει στον μýλο.
Μιας κι η πüλη βρισκüτανε πÜνω στον μεγÜλο εμπορικü δρüμο του βασιλεßου, οι ταξιδιþτες κι οι πραματευτÜδες που Üκουγαν τη Ραμüνα και το φτερωμÝνο φλÜουτο, διÜδωσαν τη φÞμη τους παντοý. ¢νθρωποι απ’ üλο το βασßλειο κι απ’ τις γýρω χþρες Ýκαναν ουρÜ κÜθε βρÜδυ για ν’ απολÜψουν τις ονειρεμÝνες μπαλÜντες, που σαν κι αυτÝς δεν εßχαν ματακοýσει.
ΚÜποια μÝρα ο δÞμαρχος ανακοßνωσε üτι εßχε δηλþσει συμμετοχÞ, για λογαριασμü της Ραμüνας και του φτερωμÝνου φλÜουτου, στους μεγÜλους μουσικοýς αγþνες που διοργÜνωνε κÜθε τρßα χρüνια η Ακαδημßα των Τεχνþν, υπü την αιγßδα του ßδιου του βασιλιÜ. Δεν Þτανε καθüλου εýκολο να γßνει κÜποιος δεκτüς εκεß κι ο δÞμαρχος εßχε βÜλει λυτοýς και δεμÝνους για να το πετýχει. Η Ραμüνα οýτε που το ‘χε ονειρευτεß üτι θα ‘παιζε μια μÝρα στην πρωτεýουσα κι üπως Þτανε ντροπαλÞ, στην αρχÞ αρνÞθηκε. Το φλÜουτο üμως της ζÜλισε τ’ αυτιÜ, μÝχρι που δÝχτηκε.
¼λη η πüλη περßμενε πþς και πþς ν’ αρχßσουν οι αγþνες. Η Ραμüνα πÞρε αγκαλιÜ το φλÜουτο κι ανÝβηκε στην Üμαξα του δÞμαρχου. Πßσω της οι συμπολßτες, Üλλοι με Üμαξες, Üλλοι με κÜρα, μερικοß με τα πüδια, οργÜνωσαν ολÜκερη εκστρατεßα για να υποστηρßξουν τα καμÜρια της πüλης τους.
Η πρωτεýουσα Ýσφυζε απü κüσμο που ‘χε συναχτεß απü κÜθε γωνιÜ του βασιλεßου κι απ’ το εξωτερικü. Στη μεγÜλη πλατεßα μπροστÜ απ’ το παλÜτι εßχανε στηθεß δυο μεγÜλες εξÝδρες. Οι ορχÞστρες ανÝβαιναν ανÜ δýο, διαγωνßζονταν μεταξý τους, Ýπειτα η κριτικÞ επιτροπÞ της Ακαδημßας βαθμολογοýσε, τÝλος ψÞφιζε και το κοινü κι Ýτσι αποφασιζüταν ποιος θα προκρινüτανε στον επüμενο γýρο. Για μια ολÜκερη βδομÜδα, η πρωτεýουσα Þτανε παραδομÝνη στη μουσικÞ και στο γλÝντι.
Απ’ το μεγÜλο μουσικü γεγονüς, δεν θα μποροýσε φυσικÜ να λεßπει κι ο ΑνσÝλμο. ΜετÜ απ’ τη φυγÞ του φτερωμÝνου φλÜουτου, γÞτεψε το üμποε που ‘βγαλε κι αυτü φτερÜ. Εßχε üμως προνοÞσει να το δÝσει με χρυσÞ αλυσßδα στον þμο του, για να μην το χÜσει πÜλι. Επß τρßα χρüνια προετοßμαζε ο ΑνσÝλμο την μαγεμÝνη ορχÞστρα για τους αγþνες. ¹θελε να κερδßσει πÜση θυσßα. Σαν εßδε το φτερωμÝνο φλÜουτο να παßζει στον πρþτο προκριματικü γýρο, λýσσαξε απü μÝσα του. Του πÝρασε απ’ το νου να φωνÜξει «ΚÜρναξη!» και να το κÜμει να βουβαθεß, üμως του φÜνηκε πιο καλü να συντρßψει στα ßσια τον αποστÜτη και τη φιλενÜδα του μπροστÜ σ’ üλο το βασßλειο.
Το φλÜουτο πÜλι σαν εßδε τον ΑνσÝλμο να διαγωνßζεται στον τρßτο προκριματικü, ανησýχησε μα δεν εßχε λüγια να διηγηθεß την ιστορßα στη Ραμüνα. ¸τσι κι αλλιþς, Þτανε σßγουρος üτι ο ΑνσÝλμο με τις μπαροýφες του θ’ αποκλειüτανε σýντομα και θα γλιτþνανε απü δαýτον. ¼μως δεν εßχε υπολογßσει σωστÜ τα πρÜματα.
Ο λαüς στ’ αλÞθεια δεν εκτßμησε και πολý τη μουσικÞ του μÜγου αλλÜ οι ακαδημαúκοß της κριτικÞς επιτροπÞς Ýδειξαν εκστασιασμÝνοι. Κι η βαθμολογßα της επιτροπÞς εßχε αυξημÝνη βαρýτητα, οπüτε το κοινü μειοψηφοýσε. Θες οι απüλυτες και σχολαστικÝς συνθÝσεις του, θες η μαγεμÝνη του ορχÞστρα, θες το οικογενειακü του üνομα κι η τερÜστια ιστορßα του παπποý του, ο ΑνσÝλμο νικοýσε üλους τους αντιπÜλους του και προκρινüτανε διαρκþς. ΒÝβαια κι η Ραμüνα δεν πÞγαινε καθüλου Üσχημα. Οι πρωτüτυπες μπαλÜντες κι η ασημüηχη φωνÞ της μÜγευαν το κοινü, ενþ τα περßτεχνα σüλα που Ýπαιζε το φτερωμÝνο φλÜουτο ενθουσßαζαν κÜμποσα μÝλη της επιτροπÞς, Ýτσι απ’ την αρχÞ το παρÜδοξο ντουÝτο θεωρÞθηκε ως φαβορß.
Την Ýβδομη μÝρα κανÝνας δεν παραξενεýτηκε που στον τελικü θ’ αναμετριüντουσαν η Ραμüνα με τον ΑνσÝλμο. Οι συζητÞσεις Ýδιναν κι Ýπαιρναν, τα στοιχÞματα εßχανε φτÜσει στα ýψη, καθþς περßμεναν τον βασιλιÜ να δþσει το παρÜγγελμα για ν’ αρχßσει η μεγÜλη αναμÝτρηση. Η βασßλισσα Ýστριψε το νüμισμα κι Ýλαχε στον ΑνσÝλμο να ξεκινÞσει πρþτος. Ο μÜγος υποκλßθηκε στους επßσημους, σÞκωσε το μαγικü του ραβδß που το ‘χε για μπαγκÝτα και τα μαγεμÝνα üργανα ξεκßνησαν να παßζουν την εβδüμη συμφωνßα του παπποý του, την πιο περßπλοκη και μεγαλειþδη σýνθεση που εßχε γρÜψει ο διÜσημος αρχιμουσικüς και που κανεßς δεν εßχε καταφÝρει μετÜ απ’ αυτüν να την ερμηνεýσει.
Τα φιλüτιμα üργανα Ýδωσαν τον καλýτερü τους εαυτü και κατÜφεραν ν’ αποδþσουν το δýσκολο μουσικü κομμÜτι με εξαιρετικÞ ακρßβεια και με κÜθε λεπτομÝρεια. ¼ταν τÝλειωσαν, ο ΑνσÝλμο εισÝπραξε Ýνα αρκετÜ θερμü χειροκρüτημα απ’ το κοινü, ενþ σýσσωμη η κριτικÞ επιτροπÞ Ýδειχνε διακριτικÜ την επιδοκιμασßα της, χαμογελþντας με νüημα. Ο αγþνας φαινüτανε να Ýχει κριθεß αλλÜ η Ραμüνα και το φτερωμÝνο φλÜουτο δεν εßχανε πει ακüμα την τελευταßα τους κουβÝντα.
Δßχως φüβο, αλλÜ με περßσσιο πÜθος, αρχßσανε να παßζουν μια συναρπαστικÞ επικÞ μπαλÜντα που ‘χανε γρÜψει μüλις το προηγοýμενο βρÜδυ, για τα κατορθþματα του βασιλιÜ ΔιγενÞ, του μεγαλýτερου Þρωα της χþρας και προπÜππου του τωρινοý βασιλιÜ. Το κοινü δεν μποροýσε να κρýψει τον ενθουσιασμü του και τραγουδοýσε το ρεφραßν μαζß με την υπÝροχη Ραμüνα, που ‘μοιαζε να Ýχει ανυψωθεß στους αιθÝρες. Οι ακαδημαúκοß κοιτÜζονταν μεταξý τους σαστισμÝνοι και δεν μποροýσανε να κρýψουν την αμηχανßα τους.
Καθþς το τραγοýδι πλησßαζε στη μÝση, ξÜφνου Ýνα φουρφουρητü σκÝπασε τη μεγÜλη πλατεßα. Ο τüπος γÝμισε πολýχρωμα κελαηδοποýλια, που εßχαν ακοýσει το αδÝρφι τους να παßζει και δεν κρατÞθηκαν κι αυτÜ, üρμησαν να πÜρουνε μÝρος στην παρÜσταση. Τραγουδοýσανε μαζß με το ντουÝτο κι η υπερκüσμια μελωδßα τους δεν Üφησε κανÝναν ασυγκßνητο. Σαν Ýφτασαν στο σημεßο που ο ΔιγενÞς πÜλεψε με τον ΧÜροντα, ο βασιλιÜς σηκþθηκε με δÜκρυα στα μÜτια κι Üρχισε να χειροκροτεß μ’ üλη του τη δýναμη. Οι ακαδημαúκοß, που δεν μποροýσανε να κÜμουν αλλιþς, σηκþθηκαν και χειροκροτοýσανε μαζß του.
Ο ΑνσÝλμο κατÜλαβε üτι κινδυνεýει να χÜσει τον αγþνα και μÜνιασε. Σηκþθηκε απÜνω κι ετοιμÜστηκε να ρßξει στο ντουÝτο την τρανÞ του κατÜρα, να τους κÜνει να μουγκαθοýν και να ρεζιλευτοýν μπροστÜ σ’ üλους. ¼μως τα μαγεμÝνα üργανα κατÜλαβαν τι πÞγαινε να κÜμει. Με μιας, το ταμποýρλο κουτρουβÜλησε απÜνω στην εξÝδρα κι Ýβαλε τρικλοποδιÜ στον μÜγο που Ýπεσε φαρδýς πλατýς στο σανßδι. Ευθýς το βιολοντσÝλο και το λαγοýτο χßμηξαν και του λαχπÜτησαν τ’ απλωμÝνα χÝρια, για να μην μπορεß να βαρÝσει παλαμÜκια. Το üμποε Ýσπασε την καδÝνα του, üρμησε απÜνω στον ΑνσÝλμο και με το μπροστινü του μÝρος, που μοιÜζει με καμπÜνα, του βοýλωσε το στüμα για να μην τον αφÞσει να προφÝρει τη φριχτÞ λÝξη. Τüτε τα πουλιÜ πÝταξαν απÜνω απ’ την εξÝδρα του μÜγου κι Üρχισαν να τον κουτσουλÜνε ομαδικÜ, μÝχρι που τον σκÝπασαν απ’ την κορφÞ ως τα νýχια.
Μüλις η Ραμüνα Ýπαιξε το φινÜλε του τραγουδιοý, στην πλατεßα επικρÜτησε πανζουρλισμüς. Οι Üνθρωποι αγκαλιÜζονταν, κλαßγανε και γελοýσαν, χειροκροτοýσαν, πανηγýριζαν, ο βασιλιÜς, η βασßλισσα, οι ακαδημαúκοß, üλοι κÜμνανε σαν μικρÜ παιδιÜ. Η Ραμüνα σηκþθηκε κι υποκλßθηκε, ενþ Üπαντες της ζητοýσανε να παßξει το τραγοýδι απ’ την αρχÞ.
Ο ΑνσÝλμο Ýκανε να σηκωθεß στα πüδια του, μα το βιολß του ‘ριξε μια γερÞ κλωτσιÜ στα πισινÜ κι αυτüς ξανασωριÜστηκε σαν τσουβÜλι με πατÜτες. Τα μαγεμÝνα üργανα παρÜτησαν τον μÜγο σýξυλο κι Ýτρεξαν στην απÝναντι εξÝδρα, να ενωθοýν με τον φßλο τους, το φτερωμÝνο φλÜουτο. Η Ραμüνα ξεκßνησε πÜλι την μπαλÜντα του ΔιγενÞ, ενþ τα μαγεμÝνα üργανα ακολοýθησαν το τραγοýδι της, μαζß με τα περÞφανα κελαηδοποýλια.
Ο μÜγος ξεγλßστρησε δßχως να τον πÜρει εßδηση κανεßς και γýρισε ντροπιασμÝνος στο κÜστρο του. ΕγκατÝλειψε τα σχÝδια να γßνει αρχιμουσικüς και βÜλθηκε να φτιÜσει νÝα ξüρκια, για να μÜθει στις γÜτες του να παßζουν θÝατρο. Τα κατÜφερε θαυμÜσια, μα πÜλι δεν του βγÞκε σε καλü. Οι γÜτες, με το που Ýμαθαν την υποκριτικÞ τÝχνη, το χορü και το τραγοýδι, αποφÜσισαν πως δεν Ýχουν πια ανÜγκη τον ΑνσÝλμο. Τον κλεßδωσαν στο πιο βαθý μπουντροýμι του κÜστρου κι ανÝβασαν Ýνα μιοýζικαλ που Ýγραψαν οι ßδιες. Η παρÜσταση εßχε τüσο μεγÜλη επιτυχßα, που μÝχρι τις μÝρες μας οι θεατÝς συρρÝουν στο κÜστρο για να την παρακολουθÞσουν.
Η Ραμüνα με τα μαγεμÝνα üργανα φτιÜξανε μια ξακουστÞ μπÜντα που ονομÜστηκε «Ραμüνες» προς τιμÞν της. Η μπαλÜντα του ΔιγενÞ θεωρÞθηκε ως Ýνα απ’ τα σπουδαιüτερα επικÜ τραγοýδια που ‘χουνε γραφτεß ποτÝ. Ο βασιλιÜς διüρισε τη Ραμüνα αρχιμουσικü και την πÜντρεψε με τον γιο και διÜδοχü του, που την εßχε ερωτευτεß απü κεßνη τη μεγαλειþδη βραδιÜ του τελικοý.
ΚÜποιοι λÝνε πως και σÞμερα μπορεßς, αν αυτιαστεßς, ν’ ακοýσεις το φτερωμÝνο φλÜουτο ν’ αχολογÜ στο δÜσος, παρÝα με τα κελαηδοποýλια.
Κι ετρþγανε κι επßναν...
...κι εψοφοýσαν απ’ την πεßνα…
---------------------------------------------
Το παραμýθι αυτü το βρÞκα εδþ!!! ΠÜτροκλος