Κάτω Από Το Τραπέζι
Είμαι σ' ένα νεκρόδειπνο μεταξύ ποιητών
Πλήττω και γλιστρώ αργά κάτω από το τραπέζι
Εδώ κρύβεται μια απόκοσμα όμορφη έφηβος
-η Ποίηση
-«Ο κόσμος μας είναι νεκρός» ψιθυρίζω
-«Ο κόσμος σας είναι το ποίημά μου
κι εσείς, πίδακες λέξεων».
Της κάνω έρωτα σφίγγοντας τους μικρούς γλουτούς της
Είναι σε έκσταση
Απ' το στόμα της διαφεύγουν φυσαλίδες μικρόκοσμων
Γύρω μας τα πράγματα εξανεμίζονται
Μένει η αρχική ηχώ των ονομάτων τους.
Το τραπέζι παραδέρνει στο διάστημα
Με τους ποιητές επάνω του
Από τα χάσκοντα στόματά τους
Δέσμες φωτός εξερευνούν το μέγα άγνωστο.
Τυφλός Εκ Γενετής
Τακ-τακ, κτυπώ το πεζοδρόμιο με το ραβδί μου
Ελέγχω αν όντως υπάρχει ο κόσμος
Αν είναι όνειρο.
-"Έλα", με καλεί μια αισθησιακή φωνή
Την ακολουθώ σ' ένα πνιγηρά ζεστό δωμάτιο
"'Αγγιξέ με, είμαι γυμνή"
κατευθύνει το χέρι μου στις θηλές, στο αιδοίο της
-"Ποιά είσαι";
-"Η φωνή
Μεταμορφώνομαι σε ό,τι φαίνεται, σε ό,τι βλέπουν
Σε ό,τι εκλαμβάνουν ως κόσμο οι άνθρωποι".
Τακ, με το ραβδί μου
Ο κόσμος θρυμματίζεται σε μυριάδες ψηφίδες
Καταρρέουν στην άβυσσο
Βρίσκομαι στο κενό
Δυο ήλιοι είναι σφηνωμένοι στα τυφλά μου μάτια
Από τα πέλματά μου, βρέχει.
'Aνθρωποι Aπό Oμίχλη
Είμαι ο νους που πλανάται σαν ομίχλη τις νύχτες
Μέσα μου σχηματίζονται φαντάσματα
Ψίθυροι
Μια όμορφη γυναίκα.
Κοιμάται γυμνή
«Φουούπ!» μεταμορφώνομαι σε άνδρα με κοστούμι
Ανάβω τσιγάρο και την παρατηρώ
Ξυπνά ανήσυχη, ρωτά: -«Τί είμαστε;»
Χαμογελώ εκπνέοντας καπνό
«Ναι» ψιθυρίζει, «καπνός, φαντάσματα είμαστε.»
Μια αιφνίδια, αιμάτινη λάμψη-
Ένας κεραυνός από φλέβες αστράφτει εντός της.
Ξημερώνει, γίνομαι πάλι νέφος
Απλώνει το χέρι κι αρπάζει ένα κομμάτι
Γελώντας το στύβει στο πρόσωπό της.
Γκαζόν Στις Παλάμες
Βρίσκω στην άμμο ένα γυμνό κορίτσι να κοιμάται
Απλώνω το χέρι να το ξυπνήσω
Και α!, μένω κατάπληκτος
Στις παλάμες μου φυτρώνει γκαζόν
Ένα μικρό νέφος βρέχει κατευθείαν στα μάτια μου
Μικροσκοπικοί άνθρωποι βγαίνουν από τους πόρους μου
Αντί για το κεφάλι μου,
Προβάλλει ένας μαύρος, αιχμηρός γρανίτης
-"Στο σώμα σου φυτρώνει ο κόσμος", λέει γελώντας
-"Στο σώμα μου είναι θαμμένοι,
Όλοι οι νεκροί του κόσμου", μονολογώ περίλυπος.
Νύχτα στη παραλία
Λικνίζεται στους ήχους μιας λαϊκής ορχήστρας
Με τα μάτια κλειστά, με τα χέρια υψωμένα
Αναδεύει τους έναστρους ουρανούς
Δημιουργεί και καταστρέφει γαλαξίες.
Χιονίζει Στο Δωμάτιό Μου...
Ξυπνώ παγωμένος
Χιόνι καλύπτει τα βλέφαρα, τα χείλη μου
-«Είναι τα "σ' αγαπώ", τα "σε μισώ" που είπαμε
Και έγιναν νιφάδες»
Ψιθυρίζει το κορίτσι μου.
Βγαίνω στον εξώστη
Εκατομμύρια λέξεις στροβιλίζονται στο κενό
Κάτω από τα παγωμένα λόγια μας
Ο κόσμος κείτεται νεκρός
Στις ταράτσες των πολυκατοικιών
'Aνθρωποι αυτοπυρπολούνται
Πώς να μεταπηδήσουν σ' έναν καινούργιο κόσμο, πώς;
-«Δες!» αναφωνεί το κορίτσι μου
Ένα ελάφι στη μέση του δωματίου
Μας κοιτάζει ασάλευτο
Μ' ένα άλμα τρυπά τη νύκτα και βγαίνει στο φως.
Μόνο Μάτια
Το σώμα μου, η θερμάστρα, το κρεβάτι
Λικνίζονται απαλά στο σύμπαν
Λαμπερές βολίδες διέρχονται.
Ένα βρέφος, -εγώ σε νηπιακή ηλικία
Αιωρείται επάνω από το τραπέζι
Μέσα στο διάφανο σώμα του πετούν πουλιά
Πολιτισμοί ανεγείρονται και καταρρέουν
-«Όλοι οι κόσμοι γεννώνται από το κλάμα μου
Όλοι οι στίχοι που θα γράψεις, είναι εδώ»
Λέει και μου προσφέρει ένα μελανοδοχείο
-«Όχι» απαντώ
Και βυθίζοντας την πένα στη νύκτα, γράφω:
«Ποτέ δεν υπήρξαμε ο κόσμος κι εγώ».
Η μελάνη της ανεβαίνει στα δάκτυλά μου
Απλώνεται κι εξαφανίζομαι βαθμηδόν
Στο χώρο απομένουν δυο μάτια.
Κόκκινα Γάντια
Κάθε πρωί ξυπνώ
Σε άλλη πόλη άγνωστη
Με διαφορετικό όνομα, σε ξένο σώμα
-«Ποιος είμαι, ποιος» παραμιλώ απεγνωσμένα.
Μια νύχτα συναντώ μια σαγηνευτική ηθοποιό
Φορεί κόκκινα γάντια ακόμη και στον έρωτα
Της τα αφαιρώ,
Κι απ' τις παλάμες της αναβλύζουν νερά
-«Είμαι η ζωή» ψιθυρίζει
«Στο δράμα μου υποδύομαι μυριάδες πρόσωπα
Ένα απ' αυτά είσαι κι εσύ».
«Κρράκ» τα μεσάνυχτα,
Ανοίγουν οι πόρτες τ' ουρανού -του μυαλού
Χέρια με κόκκινα γάντια ανεβοκατεβαίνουν
Αλλάζουν τα κτίρια, τους δρόμους, τους ανθρώπους
Αθόρυβα αλλάζουν το σκηνικό του κόσμου.
Νύχτα Πυγολαμπίδων
Κάθομαι σ' ένα παραλιακό καφενείο
Αναμένοντας τον θάνατο
Μια ωραία γυναίκα προβάλλει από τα κύματα,
Κρατώντας μία κλεψύδρα
-"Ο χρόνος σου τελείωσε", αναγγέλλει
-"Μητέρα, εσύ;!" ψιθυρίζω έκπληκτος
"Πες μου τουλάχιστον, πριν γεννηθώ τι ήμουν"
Τότε γυρίζει την κλεψύδρα ανάποδα
Ο χρόνος αντιστρέφεται
Γίνομαι παιδί, βρέφος και βουούπ!
Περνώντας απ' τη μήτρα, σκορπίζομαι στο διάστημα.
Είμαι η νύχτα που κυοφορεί καινούργιους κόσμους
Οι θαμώνες κοιμόνται στις καρέκλες τους
Ένας γάτος τρώγει από τα πιάτα τους
Απ' τα μισάνοιχτα χείλη τους
Βγαίνουν πυγολαμπίδες.
Το Kαρφί
Κοιτάζω ένα άχρηστο, σκουριασμένο καρφί
Στην οροφή του δωματίου μου
Το βγάζω με δυσκολία και, φσσσ...
Οι τοίχοι, τα έπιπλα ξεφουσκώνουν!
Πετάγομαι στο δρόμο φωνάζοντας:
-«Συμφορά, συμφορά!
Μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων».
Κτίρια και άνθρωποι ζαρώνουμε
Ο ουρανός συστέλλεται ραγδαία
Ο κόσμος μας γίνεται ένας κόκκος σκόνης.
Ένα αλλόκοτο κορίτσι
Παίζει με τα χρυσαφένια μόρια της σκόνης
Που αιωρούνται σε μια ηλιαχτίδα
Εκπνέοντας απαλά
'Aλλα φέρει στο φως
Και άλλα ρίχνει στη σκιά.
Αυγούστου Νύχτα
Μαγεμένος παρακολουθώ
Μια μικρή αράχνη στα φύλλα της κληματαριάς
Συνδέει με ασημένιες ίνες τ' άστρα
Τα σταφύλια
Το κορίτσι μου που κοιμάται γυμνό στον εξώστη.
-«Είμαι η συνείδησή σου», ψιθυρίζει το έντομο
«Υφαίνω τις μορφές, συλλαμβάνω τα όντα»
Φφφ! μια δυνατή πνοή
Κόβει τον ιστό, λύνει τα μάγια.
Δεν είμαι το σώμα, η συνείδηση.
Είμαι η απόκοσμη πνοή που διαπερνά τον κόσμο
Η σιωπή που βοά μέσα από τις λέξεις.
Αυγούστου νύχτα
Χιλιάδες άνθρωποι κρέμονται στον ουρανό
Με τα χείλη κολλημένα στ' άστρα
Θηλάζουν φως.
Amnesia
Περπατώ στη βροχή
Δεν ενθυμούμαι ποιος είμαι
Τα νερά ρέοντας στ' αυλάκια του μυαλού μου
Παρασύρουν τις αναμνήσεις μου
Ο δρόμος πίσω μου εξαφανίζεται
Κτίρια και άνθρωποι σβήνουν
-«Θυμήσου μας, χανόμαστε», φωνάζουν αδύναμα.
Με σταματά μια μικρόσωμη γυναίκα λέγοντας:
-«Είμαι η μάνα σου
Θυμήσου επιτέλους τι είσαι»
Και με χώνει στη μήτρα της.
Είμαι αυτό που εμφανίζεται σαν σώμα, σαν μνήμη
Είμαι αυτό που μένει
Όταν η λήθη αφανίζει τον κόσμο.
Πέφτει μια μαλακή, ζεστή βροχή.
Είμαι σε στάση εμβρύου μέσα σε κάθε σταγόνα.
Γυμνή Γκέϊσα
-"Θα γίνω δική σας αν βρείτε,
Τι είναι τα πράγματα χωρίς τις μορφές τους".
Δειπνώ με μια γυμνή γκέισα,
Σ' ένα πολυτελές εστιατόριο
Η απρόσιτη γυναίκα χαμογελά
Και κτυπά δυνατά κλαπ-κλαπ τις παλάμες της
Τρομαγμένες πετούν οι μορφές των πραγμάτων
Και φεύγουν απ' τ' ανοικτά παράθυρα τσιρίζοντας
Για μια στιγμή αποκαλύπτεται το σώμα του φωτός
Επιστρέφοντας όμως κατά σμήνη
Προσκολλώνται και πάλι στα πράγματα.
Την συνοδεύω σπίτι της
Φορά το σακκάκι, το καπέλο μου
Απ' τα ωραία δάκτυλα των ποδιών της
Δέκα χρυσές ακτίνες
Φωτίζουν τον χιονισμένο δρόμο.
Πουλιά Της Ποίησης
Ανοίγω το στόμα κι αντί φωνής
Βγαίνει τζιτζίκισμα.
Εμβρόντητος αντιλαμβάνομαι
Ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί
Ότι η πρώτη ύλη του κόσμου -η γλώσσα-
Είναι νεκρή.
Είμαστε όλοι οι ποιητές φοβισμένοι
Κλεισμένοι σ' ένα δωμάτιο
Κι αφουγκραζόμαστε τους τριγμούς του κόσμου.
Μια πόρτα ανοίγει τότε
Κι ένα ολόγυμνο κορίτσι εμφανίζεται
Έχει για στήθη δυο περιστέρια που γουργουρίζουν
-«Είμαι η Ποίηση», δηλώνει
«Σας φέρνω τις καινούριες λέξεις»
Και φρρ...! απ' το αιδοίο της
Σμήνη πουλιών ελευθερώνει.
Δερμάτινοι σάκκοι
Είμαι μέσα στο δέρμα μου κλεισμένος
Μιά θαμβή σκιά πλησιάζει
-"Ποιός είναι εκεί έξω;
Ποιός είναι;" φωνάζω τρομοκρατημένος
Χρατς! σχίζει το δέρμα μου,
Κι αντικρύζω έκπληκτος τον εαυτό μου.
Βρισκόμαστε σε μια σκοτεινή αποθήκη,
Με χιλιάδες παλιούς δερμάτινους σάκκους
Αναδίδουν την ιδιάζουσα οσμή των ανθρώπων
-"Αζήτητες ζωές", μου λέει ο εαυτός μου
"Ζωές που δεν τις έζησε ποτέ κανείς"
Και βγάζοντας μια κραυγή αγωνίας
Πηδά και σχίζει με τα νύχια του τον ουρανό.
Καταρράκτης τα άστρα χύνονται στη γη...
Τώρα τις μέρες που έχει καύσωνα
Ανεβαίνω στη δροσιά πάνω απ' το θόλο τ' ουρανού.
Το μυθιστόρημα του Larry Cool, Αστρικές Συνουσίες μπορείτε να το προμηθευτείτε στο ηλεκτρονικό κατάστημα, www.papasotiriou.gr