ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Basoalto Ricardo Eliécer Neftalí Reyes (Pablo Neruda): EñùôåõìÝíïò ÁãùíéóôÞò ÊáëëéôÝ÷íçò


                                    Βιογραφικü

     Ο ΠÜμπλο Νεροýδα (Pablo Neruda, φιλολογικü ψευδþνυμο του ΡικÜρδο ΕλιÝθερ Νεφταλß ΡÝγιες ΜπασοÜλτο, Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto) Þτανε Χιλιανüς συγγραφÝας και ποιητÞς. Σýμφωνα με τον ΜαρκÝς, θεωρεßται ο σημαντικþτερος ποιητÞς του 20οý αι. Το 1971 του απονεμÞθηκε το Νüμπελ Λογοτεχνßας, γεγονüς που προκÜλεσε αντιδρÜσεις λüγω της πολιτικÞς του δραστηριüτητας και των κομμουνιστικþν του πεποιθÞσεων. Στα 70 σχεδüν χρüνια ζωÞς του, εξÝδωσε πληθþρα ποιητικþν συλλογþν ποικßλου ýφους, üπως ερωτικÜ ποιÞματα, Ýργα που διÝπονται απü τις αρχÝς του σουρρεαλισμοý, ακüμα και κÜποια που θα μποροýσαν να θεωρηθοýνε πολιτικÜ μανιφÝστα. Τον Απρßλη του 2013, 40 χρüνια μετÜ το θÜνατü του, Ýγινε εκταφÞ της σοροý του, με σκοπü να διακριβωθεß αν εßχε πÝσει θýμα δολοφονικÞς επßθεσης με δηλητÞριο απü πρÜκτορες του δικτατορικοý καθεστþτος που κυβερνοýσε τη ΧιλÞ κατÜ το θÜνατü του.



     ΓεννÞθηκε στις 12 Ιουλßου 1904, στη ΠαρÜλ της ΧιλÞς. Η μητÝρα του πÝθανε απü φυματßωση 1 μÞνα μετÜ τη γÝννησÞ του κι Ýτσι ο πατÝρας του ΧοσÝ, σιδηροδρομικüς υπÜλληλος, μετακüμισε στη πüλη Τεμοýκο, üπου ξαναπαντρεýτηκε. Ο Νεροýδα ξεκßνησε να γρÜφει ποßηση στα 10, αλλÜ ο πατÝρας του τον αποθÜρρυνε κι Ýτσι Üρχισε να υπογρÜφει τα Ýργα του με το ψευδþνυμο ΠÜμπλο Νεροýδα, υιοθετþντας το επþνυμο του γνωστοý ΤσÝχου συγγραφÝα και ποιητÞ Γιαν Νεροýντα. Το μικρü του üνομα εικÜζεται üτι το πÞρε απü το ΓÜλλο ποιητÞ Πωλ Βερλαßν. Αυτü το üνομα τελικÜ αργüτερα το νομιμοποιεß κι επισÞμως.



     Απü πολý νεαρÞ ηλικßα Üρχισε να διαβÜζει κλασσικοýς ΛατινοαμερικÜνους κι Ευρωπαßους συγγραφεßς. Στο γυμνÜσιο εßχε καθηγÞτρια τη σπουδαßα ΧιλιανÞ πεζογρÜφο και μετÝπειτα κÜτοχο του βραβεßου Νüμπελ Λογοτεχνßας ΓκαμπριÝλα ΜιστρÜλ, που τον μýησε στη κλασσικÞ Ρþσικη Λογοτεχνßα. Εκεßνη την εποχÞ αρχßζει να δημοσιεýει τα 1α του ποιÞματα, αρχικÜ με διÜφορα ψευδþνυμα. Στη συνÝχεια φοßτησε στο πανεπιστÞμιο του ΣαντιÜγκο κι απü 'κεß και πÝρα Üρχισε η πορεßα του προς την ευρεßα αναγνþριση. Απü τα 10 του γρÜφει ποιÞματα, üμως ο πατÝρας του τον αποθαρρýνει. Παρ' üλ' αυτÜ, ο ßδιος συνεχßζει και στα 15 δημοσιεýει στßχους του στο τοπικü περιοδικü La Manana και το 1919 του απονÝμεται το 3ο βραβεßο για το ποßημÜ του Nocturno Ideal. Στη συλλογÞ του Εßκοσι EρωτικÜ ΠοιÞματα περιγρÜφεται η Ýνταση που προκαλεßται απü τον Ýρωτα, απ' τη γÝννηση ως το θÜνατο του, απü το 1ο σμßξιμο ως το χωρισμü. ΜÜλιστα, σε πολλÜ ποιÞματα του φανερþνονται οι Ýρωτες που Ýζησε.
     Το 1921 ξεκινÜ σπουδÝς παιδαγωγικÞς και γαλλικþν στο ΠανεπιστÞμιο της ΧιλÞς, στη πρωτεýουσα ΣαντιÜγο. Κερδßζει το 1ο βραβεßο για το ποßημÜ του La canción de fiesta που αργüτερα δημοσιεýεται. Στο διÜστημα των σπουδþν του, εξÝδωσε 2 ποιητικÝς συλλογÝς: Crepusculario (ΗλιοβασιλÝματα, 1923) και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada (Εßκοσι ερωτικÜ ποιÞματα κι Ýνα απελπισμÝνο Üσμα, 1924), συλλογÞ για την οποßα Ýγινε περισσüτερο γνωστüς. ΑυτÝς οι ποιητικÝς συλλογÝς τονε καταξßωσαν ως μεγÜλο ποιητÞ. Το 1923 δημοσιεýει το 1ο, Ýργο που αναγνωρßζεται απü λογοτÝχνες üπως τον Αλüνε, τον Ραοýλ Σßλβα ΚÜστρο και ΠÝδρο ΠρÜδο. Τον επüμενο χρüνο δημοσιεýεται το 2ο, Ýργο που χαρακτηρßζεται απü τα καλλßτερÜ του. Το νÝο φαινüμενο της λατινοαμερικανικÞς ποßησης γßνεται αμÝσως εμφανÝς στους λογοτεχνικοýς κýκλους.



     Μεταξý 20 και 25, ολοκληρþνει 6 ακüμα Ýργα που αποκαλýπτουν τις υπαρξιακÝς του ανησυχßες αλλÜ και την ιδιαßτερη παραγωγικüτητÜ του. Το 1927, στα 23, διαπιστþνοντας üτι τα Ýσοδα απü τα εκδιδüμενα Ýργα του δεν του αρκοýσαν, αποφÜσισε να μπει στο Διπλωματικü Σþμα, κÜνοντας Ýτσι πολυÜριθμα ταξßδια ανÜ τον κüσμο απü το 1927 ως το 1935, ως πρüξενος στη Βιρμανßα, στη ΚεûλÜνη, στην ΙÜβα, στη Σιγκαποýρη, στο ΜπουÝνος ¢ιρες, στη Βαρκελþνη και τη Μαδρßτη. Στην ΙÜβα γνþρισε και παντρεýτηκε την ΟλλανδÝζα Μαρýκα ΑντονιÝτα ΧÜγκενααρ Βüγκελζανγκ, με την οποßα χþρισε μετÜ απü 6 χρüνια, κατÜ τη θητεßα του στην Ισπανßα. Εκεß, ερωτικÞ του σýντροφος και μετÝπειτα 2η σýζυγüς του υπÞρξε επß 16 χρüνια η Αργεντßνα ΔÝλια ντελ Καρρßλ, 20 χρüνια μεγαλýτερÞ του. Το 1938, μετÜ απü απüφαση του Λαúκοý Μετþπου της ΧιλÞς, ο Νεροýντα στÝλνεται πρÝσβης στο Παρßσι κι αργüτερα στο Μεξικü.



     Οι εμπειρßες απü τα ταξßδια του, τα απολυταρχικÜ καθεστþτα που βλÝπει και τα μαρτýρια του λαοý που στενÜζει σ' ολüκληρο τον κüσμο, σε συνδυασμü με τη δολοφονßα του φßλου του κι επßσης ποιητÞ, Φεδερßκο Γκαρθßα Λüρκα, αλλÜ κι η φιλßα του με τους σχεδüν ομοúδεÜτες του Λüρκα, Λουß Αραγκüν και ΦιντÝλ ΚÜστρο (υπÞρξεν ιδιαßτερα μαχητικüς κατÜ του Ισπανικοý Φρανκισμοý και γενικÜ κÜθε Φασισμοý), υπÞρξαν ορισμÝνοι απü τους παρÜγοντες που του προκαλοýνε βαθειÜν αγανÜκτηση και στις αρχÝς της 10ετßας του 1940 μπαßνει στο κομμουνιστικü κüμμα. Στον ΚÜστρο εßχε αφιερþσει και Ýνα ποßημα του, στο οποßο τον υμνοýσε.  Το 1945, λαμβÜνει το Εθνικü Βραβεßο Λογοτεχνßας. Τα Ýργα του γßνονται ολοÝνα και πιο πολιτικÜ, με αποκορýφωμα το Canto General (ΚÜντο ΧενερÜλ), το οποßο Ýχει μελοποιηθεß απü το συνθÝτη Μßκη ΘεοδωρÜκη, με τον οποßο Ýχει μÜλιστα συναντηθεß απü κοντÜ. ¼ταν ο Πρüεδρος ΓκονσÜλες ΒιδÝλα απαγüρευσε τον κομμουνισμü στη ΧιλÞ, εκδüθηκε Ýνταλμα σýλληψης εις βÜρος του Νεροýδα που πλÝον καταζητεßται. Για 4 μÞνες κρυβüτανε στο υπüγειο ενüς σπιτιοý στο ΒαλπαραÀσο. στην ßδια του τη χþρα, þσπου καταφÝρνει να διαφýγει στην ΑργεντινÞ κι απü εκεß στην Ευρþπη, üπου Ýζησε εξüριστος απü το 1948 ως το 1952. Στην εξορßα γνþρισε τη Ματßλντε Ουροýτιε, τη ΧιλιανÞ τραγουδßστρια που θα αποτελÝσει τη μοýσα του ως το τÝλος.



     Στο μεταξý εßχε εκλεγεß ΓερουσιαστÞς με το Κομμουνιστικü Κüμμα ΧιλÞς το 1948. ΑνÜμεσα στα μÝρη που Ýζησε τη περßοδο της εξορßας του Þτανε και το νησß ΚÜπρι της νüτιας Ιταλßας, γεγονüς απü το οποßο εßναι εμπνευσμÝνη η ταινßα Il Postino, (Ο Ταχυδρüμος) (καταπληκτικÞ!!!). Στη διÜρκεια της εξορßας του ταξßδεψε σε πολλÝς ΕυρωπαúκÝς χþρες, σε πολλÝς απü τις οποßες δεν Ýγινε δεκτüς εξαιτßας των πολιτικþν του πεποιθÞσεων. Το 1949 επισκÝφτηκε τη ΣοβιετικÞ ¸νωση του ΣτÜλιν για τον εορτασμü των 100 χρüνων απü τη γÝννηση του σπουδαßου λογοτÝχνη και ποιητÞ ΑλεξÜντρ ΣεργκÝγεβιτς Ποýσκιν. Εκεß γνþρισε τον επßσης κομμουνιστÞ ποιητÞ Ναζßμ ΧικμÝτ, στον οποßο διηγÞθηκε τα δεινÜ του λαοý του. Γι' αυτü το ταξßδι του στη ΣοβιετικÞ ¸νωση γρÜφει στην αυτοβιογραφßα του:

   ''ΑγÜπησα με τη πρþτη ματιÜ τη σοβιετικÞ γη και κατÜλαβα üτι απ' αυτÞν üχι μüνον προÝκυπτε ηθικü μÜθημα για üλες τις γωνιÝς της ανθρþπινης ýπαρξης, αλλÜ θα προÝκυπτε και το μεγÜλο πÝταγμα''.


     To 1953 λαμβÜνει το βραβεßο ΣτÜλιν. Εßναι ακüμα πιστüς στο κüμμα, αλλÜ σýντομα, μετÜ τις αποκαλýψεις για τα εγκλÞματα του καθεστþτος του ΣτÜλιν απü τον Χροýστσεφ, η πßστη του δÝχεται ισχυρü πλÞγμα που αποτυπþνεται στη συλλογÞ του Εxtravagario του 1958. Εγκαθßσταται μüνιμα στην Isla Negra αλλÜ συνεχßζει τα ταξßδια σε ολüκληρο τον κüσμο. Με την εκλογÞ του Σαλβαδüρ ΑλιÝντε ως πρüεδρου της ΧιλÞς, ο Νεροýδα διορßζεται πρÝσβης στο Παρßσι (1970-1972). Το 1971, Ýνα χρüνο μετÜ τη τιμητικÞ διÜκριση του ΣεφÝρη , η ΣουηδικÞ Ακαδημßα απονÝμει το Νüμπελ Λογοτεχνßας στο Χιλιανü ΠÜμπλο Νεροýντα, που Þδη πÜσχει απü καρκßνο. ΤÜσσεται υπÝρ του ΑλιÝντε και στηρßζει τη προεκλογικÞ του εκστρατεßα. ΜετÜ το τÝλος της δικτατορßας επÝστρεψε στη ΧιλÞ, αφοý εßχε γßνει πλÝον διÜσημος παγκοσμßως. ΜετÜ το 2ο διαζýγιü του, παντρεýτηκε τελικÜ με την Ουρροýτια το 1966. ΚατÜ τη 10ετßα του '60 το Κομμουνιστικü Κüμμα του απονÝμει το μετÜλλιο ΡεκαμπÜρεμ, την υψηλüτερη κομματικÞ διÜκριση.



     Το 1971 του απονεμÞθηκε το Νüμπελ Λογοτεχνßας, το οποßο παρÝλαβε üντας Üρρωστος απü καρκßνο. ΒοÞθησε τον σοσιαλιστÞ ηγÝτη Σαλβαδüρ ΑλιÝντε στην προεκλογικÞ του εκστρατεßα, Ωστüσο, στις 23 ΣεπτÝμβρη 1973, λßγες μÝρες μετÜ τη δολοφονßα του ΑλιÝντε και των συνεργατþν του, ο Νεροýδα αφÞνει την τελευταßα του πνοÞ στο νοσοκομεßο. Ο Αουγκοýστο ΠινοσÝτ απαγορεýει να γßνει η κηδεßα του ποιητÞ δημüσιο γεγονüς, üμως, χιλιÜδες κüσμου παραβλÝπουνε την απαγüρευση και συρρÝουνε στη πρωτεýουσα της χþρας για να συνοδεýσουνε τον αγαπημÝνο ποιητÞ στη τελευταßα του κατοικßα. Αναπüφευκτα, üπως συνÝβη και με τον ΣεφÝρη στη χοýντα, η κηδεßα του γßνεται η 1η δημüσια διαμαρτυρßα ενÜντια στη στρατιωτικÞ δικτατορßα της ΧιλÞς. Τα Ýργα του παρÝμειναν απαγορευμÝνα στη ΧιλÞ μÝχρι και το 1990. ΥπÜρχουνε θεωρßες üτι δεν του παρÞχθησαν οι απαραßτητες ιατρικÝς φροντßδες, üσο αυτüς Þτανε σε κατ' οßκον περιορισμü.



     Ο αγωνιστικüς και μαχητικüς χαρακτÞρας του Νεροýντα, καθþς κι η συμπüνοια που Ýδειχνε για το λαü και την εργατικÞ τÜξη, μπορεß επßσης να γßνει κατανοητÞ κι απü Ýνα αυτοβιογραφικü του κεßμενο. ΣυγκεκριμÝνα γρÜφει:

   "'Ητανε της τýχης μου να υποφÝρω üσα υπüφερα και της τýχης μου να αγωνιστþ üπως αγωνßστηκα, να αγαπÞσω και να τραγουδÞσω üπως τραγοýδησα. Γνþρισα σε διÜφορα σημεßα της Γης το θρßαμβο και την Þττα, Ýχω ζωντανÞ στη μνÞμη μου τη γεýση του ψωμιοý, αλλÜ και τη γεýση του αßματος. Τß περισσüτερο μπορεß να θÝλει Ýνας ποιητÞς; Η ζωÞ μου στÜθηκε η ßδια η ποßησÞ μου κι η ποßησÞ μου υπÞρξε το στÞριγμα üλων των αγþνων μου. Αν και πολλÜ βραβεßα μοý δοθÞκανε, κανÝνα δεν μπορεß να συγκριθεß με το τελευταßο βραβεßο. Να εßμαι ο ποιητÞς του λαοý μου. Το μεγÜλο, το μοναδικü μου βραβεßο εßναι αυτü κι üχι τα βιβλßα μου που μεταφραστÞκανε σ' üλες τις γλþσσες του κüσμου, οýτε τα βιβλßα που γραφτÞκανε για ν' αναλýσουνε τα λüγια μου".


     Τα ποιÞματα του ΠÜμπλο Νεροýδα ισορροποýν ανÜμεσα στον αγþνα ενÜντια στα απολυταρχικÜ καθεστþτα και τον Ýρωτα. Ο ßδιος Ýχει πει εξÜλλου για τη ποßηση του:

   "¸χω για τη ζωÞ μιαν αντßληψη δραματικÞ και ρομαντικÞ. ¼,τι δεν αγγßζει βαθιÜ την ευαισθησßα μου δεν με ενδιαφÝρει. ¼σον αφορÜ στη ποßηση, στη πραγματικüτητα καταλαβαßνω πολý λßγα πρÜγματα. Γι' αυτü συνεχßζω με τις αναμνÞσεις της παιδικÞς ηλικßας. ºσως απ' αυτÜ τα φυτÜ, τη μοναξιÜ, τη σκληρÞ ζωÞ, βγαßνουν οι μυστικÝς, αληθινÜ βαθειÝς ΠοιητικÝς ΠραμÜτειες που κανεßς δεν μπορεß να διαβÜσει, γιατß κανεßς δεν τις Ýγραψε. Η ποßηση διδÜσκεται βÞμα-βÞμα ανÜμεσα στα πρÜγματα και στις υπÜρξεις, χωρßς να τα χωρßσουμε, αλλÜ ενþνοντÜς τα με την ανιδιοτελÞ απλωσιÜ της αγÜπης".


   Απü το ποιητικü του Ýργο ξεχωρßζουν:

1923 "Crepusculario''
1924 Εßκοσι ερωτικÜ ποιÞματα και Ýνα τραγοýδι απελπισμÝνο - ("Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada'') (ελλ. μτφ. Βασßλης Λαλιþτης για τις εκδ. "Ιδεüγραμμα", 2003 - Γιþργος ΚεντρωτÞς για τις εκδ. "ΤυπωθÞτω", 2005)
1935 "Residencia en la tierra''
1947 "Tercera residencia''
1950 Γενικü ¢σμα -("Canto general") (ελλ. μτφ. ΔανÜη Στρατηγοποýλου για τις εκδ. "ΤυπωθÞτω", 2004)
1952 Οι στßχοι του καπετÜνιου - ("Los versos del capitαn'') (ελλ. μτφ. Νßκος Χρυσüπουλος για τις εκδ. "ΠαρασκÞνιο", 2005)

1954 "Odas elementales''
1953 ¼λη η αγÜπη - ("Todo el amor'') (ελλ. μτφ. Κþστας ΣουÝρεφ για τις εκδ. "¾ψιλον", 1993)
1958 ΕστραβαγÜριο - ("Extravagario'') (ελλ. μτφ. ΔανÜη Στρατηγοποýλου για τις εκδ. "Καστανιþτη", 2004)
1964 "Memorial de Isla Negra''
1974 Το βιβλßο των ερωτÞσεων - ("Libro de las preguntas'') Ýκδοση μετÜ θÜνατον, (ελλ. μτφ. Βασßλης Λαλιþτης για τις εκδ. "Bibliotheque", 2016)
1974 αυτοβιογραφßα "Confieso que he vivido'' που εκδüθηκε μετÜ το θÜνατü του



   ΡΗΤΑ:

Δεν ξÝρω οι Üλλοι πþς αγαποýν, δεν ξÝρω πþς αγαπÞθηκαν Üλλοτε, εγþ σε κοιτÜζω και σε ερωτεýομαι, κι Ýτσι ζω

Τüσες μÝρες να σε βλÝπω τüσο ακλüνητη και τüσο κοντÜ μου, πþς πληρþνεται αυτü, με τι το πληρþνω;

Σ' αγαπþ μη γνωρßζοντας πþς, απü ποý και πüτε, σ' αγαπþ στα ßσια δßχως πρüβλημα Þ περηφÜνια: σ' αγαπþ Ýτσι γιατß δεν ξÝρω μ' Üλλον τρüπο

ΣκληρÞ η αλÞθεια, σαν αλÝτρι

ΘÝλω με σÝνα να κÜνω αυτü που η Üνοιξη κÜνει στα δÝντρα της κερασιÜς


Αργοπεθαßνει üποιος δεν αναποδογυρßζει το τραπÝζι, üποιος δεν εßναι ευτυχισμÝνος στη δουλειÜ του, üποιος δεν διακινδυνεýει τη βεβαιüτητα για την αβεβαιüτητα για να κυνηγÞσει Ýνα üνειρο...

ΠÜρε μου το ψωμß, αν θÝλεις, πÜρε μου τον αÝρα, αλλÜ μη μου παßρνεις το γÝλιο σου

¸χω ανÜγκη τη θÜλασσα γιατß με διδÜσκει: δεν ξÝρω αν μου δßνει μουσικÞ Þ συνεßδηση

Μα περßμενÝ με, φýλαξε για μÝνα τη γλυκýτητÜ σου, Θα σου δþσω, ακüμη, Ýνα τριαντÜφυλλο

¼λα τα μονοπÜτια οδηγοýν στον ßδιο στüχο: Να εκφρÜσουμε στους Üλλους αυτü που εßμαστε

Μπορεßς να κüψεις üλα τα λουλοýδια, αλλÜ δεν μπορεßς να εμποδßσεις την ¢νοιξη να 'ρθει


ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

    ΜÝλισσα ΜυριüλευκÞ Μου Εσý

ΜÝλισσα μυριüλευκÞ μου ἐσý
ποý ζουζουνßζεις, μεθυσμÝνη ἀπ' τÜ μÝλια,
γýρω στη ψυχÞ μου
κι ὅλο στροβιλßζεσαι
μÝ τßς νωχελικÝς μαζß τολýπες τοῦ καπνοῦ…

Εἴμαι ὁ χωρßς ἐλπßδα ἐκεῖνος,
εἶμαι μιÜ λÝξη εἶμαι χωρßς ἦχο,
αὐτüς ποý ὅλα τÜ ’χει χÜσει
καß ποý ὅλα τÜ κατÝχει.

Κι ἐσý εἷσαι ὁ στερνüς μου κÜβος,
ὅπου στενÜζει μÝσα του ὁ στερνüς μου φüβος.
ΣτÞν ἔρημη γῆ μου εἶσαι τü ρüδο τü στερνü.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!

Ἔλα! Κλεῖσε τÜ τρßσβαθÜ σου μÜτια. Πεταρßζει ἡ νýχτα ἐκεῖ.
Ἔλα! ξÝντυσε τü περßτρομο ἄγαλμα τοῦ κορμιοῦ σου.

Ἔχεις τρßσβαθα μÜτια καß πεταρßζει ἡ νýχτα ἐκεῖ.
Ὁλüδροσα ἔχεις ἄνθινα χÝρια καß ἀγκαλιÜ ἀπü τριαντÜφυλλα.

ΤÜ στÞθη σου μοιÜζουν μÝ κατÜλευκα ὄστρακα.
Ἦρθε στÞν κοιλιÜ σου κι ἀποκοιμÞθηκε ὁ ἥσκιος
μιᾶς πεταλοýδας.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!

Καß νÜ ἡ μοναξιÜ ἐδῶ, ποý λεßπεις ἐσý.
ΒρÝχει. Καß ὁ μπÜτης ἔχει στρþσει στü κυνÞγι
τοýς ἀδÝσποτους γλÜρους.

Τü νερü πλατσουρßζει ξυπüλυτο
στßς λÜσπες τοῦ δρüμου.

Κι ἐκεινοῦ ἐκεῖ τοῦ δÝντρου βογγοῦν,
σÜ νÜ 'ν' ἀνÞμπορα, τÜ φýλλα.

ΜÝλισσα μυριüλευκÞ μου ἐσý καß ἀπüμακρη,
ζουζουνßζεις ἀκüμα
γýρω στÞν ψυχÞ μου. Ζουζουνßζεις.
ΞαναγεννιÝσαι μÝ τῶν χρüνων τÜ γυρßσματα,
περßκομψη καß σιγαλινÞ.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!

        Το ΓÝλιο Σου

ΠÜρε μου το ψωμß, αν θες,
πÜρε μου τον αγÝρα, μα
μη μου παßρνεις το γÝλιο σου.

Μη μου παßρνεις το ρüδο,
τη λüγχη που τινÜζεις,
το νερü που ξÜφνου
χυμÜ απ’ τη χαρÜ σου,
το απüτομο κýμα
το ασÞμι που γεννÜς.

Εßναι σκληρüς ο αγþνας μου και γυρνþ
με μÜτια κουρασμÝνα
θωρþντας κÜποτε
τη γη που δεν αλλÜζει,
μα Ýρχεται το γÝλιο σου
αναθρþσκωντας στον ουρανü γυρεýοντÜς με
και μου ανοßγει τις πüρτες
üλες της ζωÞς.

ΑγÜπη μου, στις πιο μαýρες
þρες μου τινÜζεται
το γÝλιο σου, κι üταν ξÜφνου
δεις το αßμα μου
να λεκιÜζει τις πÝτρες του δρüμου,
γÝλα, γιατß το γÝλιο σου
θα 'ναι στα χÝρια μου
σα δροσερü σπαθß.

Δßπλα στη θÜλασσα του φθινοπþρου,
το γÝλιο σου ας αναβρýσει
σα σιντριβÜνι, üλο αφρü
και την Üνοιξη, αγÜπη,
θÝλω το γÝλιο σου σαν
τον ανθü που πρüσμενα,
τον γαλανü ανθü, το ρüδο
της βουερÞς πατρßδας μου.

ΓÝλα στη νýχτα,
στη μÝρα στο φεγγÜρι,
γÝλα στις στριφτÝς
στρÜτες του νησιοý,
γÝλα σ’ αυτü το Üγαρμπο
αγüρι που σ’ αγαπÜ,
μα üταν ανοßγω τα μÜτια και τα κλεßνω,
üταν τα βÞματÜ μου φεýγουν,
üταν γυρνοýν τα βÞματÜ μου,
αρνÞσου με το ψωμß, τον αγÝρα,
το φως, την Üνοιξη,
μα ποτÝ το γÝλιο σου
γιατß θα πεθÜνω.

ΠÜρε μου το ψωμß, αν θες,
πÜρε μου τον αγÝρα, μα
μη μου παßρνεις το γÝλιο σου.

Μη μου παßρνεις το ρüδο,
τη λüγχη που τινÜζεις,
το νερü που ξÜφνου
χυμÜ απ’ τη χαρÜ σου,
το απüτομο κýμα
το ασÞμι που γεννÜς.

Εßναι σκληρüς ο αγþνας μου και γυρνþ
με μÜτια κουρασμÝνα
θωρþντας κÜποτε
τη γη που δεν αλλÜζει,
μα Ýρχεται το γÝλιο σου
αναθρþσκωντας στον ουρανü γυρεýοντÜς με
και μου ανοßγει τις πüρτες
üλες της ζωÞς.

ΑγÜπη μου, στις πιο μαýρες
þρες μου τινÜζεται
το γÝλιο σου, κι üταν ξÜφνου
δεις το αßμα μου
να λεκιÜζει τις πÝτρες του δρüμου,
γÝλα, γιατß το γÝλιο σου
θα 'ναι στα χÝρια μου
σα δροσερü σπαθß.

Δßπλα στη θÜλασσα του φθινοπþρου,
το γÝλιο σου ας αναβρýσει
σα σιντριβÜνι, üλο αφρü
και την Üνοιξη, αγÜπη,
θÝλω το γÝλιο σου σαν
τον ανθü που πρüσμενα,
τον γαλανü ανθü, το ρüδο
της βουερÞς πατρßδας μου.

ΓÝλα στη νýχτα,
στη μÝρα στο φεγγÜρι,
γÝλα στις στριφτÝς
στρÜτες του νησιοý,
γÝλα σ’ αυτü το Üγαρμπο
αγüρι που σ’ αγαπÜ,
μα üταν ανοßγω τα μÜτια και τα κλεßνω,
üταν τα βÞματÜ μου φεýγουν,
üταν γυρνοýν τα βÞματÜ μου,
αρνÞσου με το ψωμß, τον αγÝρα,
το φως, την Üνοιξη,
μα ποτÝ το γÝλιο σου
γιατß θα πεθÜνω.

             Δε Σ' Αγαπþ

Δε σ’ αγαπþ σαν να 'σουν ρüδο αλατιοý, τοπÜζι,
σαÀτα απü γαροýφαλα που τη φωτιÜ πληθαßνουν:

σ’ αγαπþ ως αγαπιοýνται κÜποια πρÜγματα σκοýρα,
μυστικÜ, μÝσ’ απü την ψυχÞ και τον ßσκιο.

Σ’ αγαπþ καθþς κÜποιο φυτü που δεν ανθßζει,
μα που μÝσα του κρýβει το λουλουδüφως üλο,
και ζει απ’ τον ÝρωτÜ σου σκοτεινü στο κορμß μου
τ’ Üρωμα που σφιγμÝνο μ’ ανÝβηκε απ’ το χþμα.

Σ’ αγαπþ μη γνωρßζοντας πþς, απü ποý και πüτε,
σ’ αγαπþ στα ßσια δßχως πρüβλημα Þ περηφÜνια:
σ’ αγαπþ Ýτσι γιατß δεν ξÝρω μ’ Üλλον τρüπο,
παρÜ μ’ ετοýτον üπου δεν εßμαι μÞτε εßσαι,
που το χÝρι σου πÜνω μου το νιþθω σαν δικü μου,
που üταν κοιμÜμαι κλεßνουν και τα δικÜ σου μÜτια.

       ΑγÜπη

Δεν πιστεýω στην ηλικßα
¼λοι οι γÝροι
ΚουβαλÜνε στα μÜτια τους
¸να παιδß,
Και τα παιδιÜ κÜποτε
Μας κοιτÜνε
Σαν σοφοß γÝροι
Θα μετρÞσουμε τη ζωÞ
Με το μÝτρο,
Με το χιλιüμετρο
¹ με τους μÞνες;
Πüσο αφ´ üτου γεννÞθηκες;
Πüσο μακριÜ να πας
ΜÝχρις εκεß που üλοι πÜνε
Και πÜνω απ’ τη φλοýδα της
Αντß να περπατÜμε
στη γης αποκÜτω
θα γεßρουμε;
Στον Üνδρα, στη γυναßκα
Που ξüδεψαν ενÝργεια, καλοσýνη
Δýναμη, θυμü, αγÜπη, τρυφερüτητα,
Σ´ αυτοýς που με ειλικρßνεια
Ζωντανοß
¢νθησαν
Και μÝσα στη φýση τους ωρßμασαν,
Δεν θα βÜλουμε το μÝτρο
Του χρüνου
Που ßσως
Εßναι Üλλο πρÜμα, Ýνας μανδýας
Ορυκτοý, Ýνα πουλß πλανητικü, Ýνα Üνθος
ºσως κÜτι Üλλο
¼μως δεν εßναι μÝτρημα.
Χρüνος, μÝταλλο
¹ πουλß, λουλοýδι μακρüμισχο
ΑπλωσÝ το στη ζωÞ του ανθρþπου
ΡÜντισÝ τον με μπουμποýκια
Και με λαμπερÜ νερÜ
¹ με κρυμμÝνο Þλιο.
Σε ονομÜζω δρüμο,
¼χι σÜβανο,
ΑλÝκιαστη σκÜλα αÝρινη,
Φüρεμα ξαναραμÝνο Üδολα
Με ευρýχωρες ανοßξεις
Γýρω απ´τον κüσμο.
Και τþρα, χρüνε, σε τυλßγω
Σε βÜζω στο κουτß με τα δολþματα
Και πÜω να ψαρÝψω με την μακριÜ
ΠετονιÜ σου τα ψÜρια της αυγÞς!

Αγαπþ το πορτοκαλÝνιο γÝλιο σου...
Γι’ αυτü σ’ αγαπþ κι üχι γι’ αυτü,
Για τüσα πρÜματα και τüσα λßγα,
Κι Ýτσι πρÝπει να εßναι ο Ýρωτας
Μισüκλειστος και ολικüς,
ΙδιÜζων και τρομαχτικüς...
ΛουλουδιασμÝνος σαν τ’ αστÝρια
Και χωρßς μÝτρο -üριο σαν το φιλß.

       Η Βασßλισσα

Σε ονüμασα βασßλισσα.
ΥπÜρχουν ψηλüτερες απü σÝνα, ψηλüτερες.
ΥπÜρχουν αγνüτερες απü σÝνα, αγνüτερες.
ΥπÜρχουν ομορφüτερες απü σÝνα, ομορφüτερες.
ΑλλÜ εσý εßσαι η βασßλισσα.

¼ταν περπατÜς στο δρüμο
κανεßς δε σε αναγνωρßζει.
ΚανÝνας δε βλÝπει το κρυστÜλλινο σου στÝμμα, κανÝνας δεν κοιτÜζει
το απü κüκκινο χρυσü χαλß
που πατÜς καθþς περνÜς,
το χαλß δεν υπÜρχει.

Κι üταν εμφανßζεσαι
üλοι οι ποταμοß ακοýγονται
στο κορμß μου, καμπÜνες σεßουν τον ουρανü
κι Ýνας ýμνος γεμßζει τον κüσμο.

ΜονÜχα εσý κι εγþ,
μονÜχα εσý κι εγþ, αγÜπη μου,
τον ακοýμε.

   Ω Πευκþνα Μου, Εσý, ΑπÝραντε…

Ὦ πευκþνα μου, ἐσý, ἀπÝραντε,
φλοῖσβε τῶν παρüχθιων κυμÜτων,

σιγανü πηγαινÝλα τῶν φþτων,
τῆς ἐκκλησιᾶς καμπÜνα κατÜμονη,
στÜλα ἑσπερινÞ ποý ραντßζεις τÜ δικÜ σου τÜ μÜτια,
παναγßα μου, κουκλß μου πεντÜμορφο,
τῆς στεριᾶς ἀχιβÜδα, μÝσα σου ἐσÝνα τραγουδÜει το χῶμα!

ΜÝσα σου τραγουδᾶν τÜ ποτÜμια,
και ἡ ψυχÞ μου πλÝει μαζß τους

και πÜει ὃπου ἐσý θÝλεις και ὃπου ἐσý ἀγαπᾶς.
ΧÜραξÝ μου ἓνα δρüμο στο τüξο ἐδῶ τῶν προσδοκιῶν σου,
κι ἐγþ, μÝσα σÝ παραλÞρημα,
ἐξαπολýω τῶν βελῶν μου τÜ σμÞνη.

Και ἐγþ βλÝπω ἐδῶ τþρα γýρω μου
να με σφßγγει τῆς ὁμßχλης σου ἡ ζþνη
και ἡ σιωπÞ σου να πνßγει τßς ἀλαφιασμÝνες μου ὧρες,
σÝ ξÝρω, εἳσαι ἐσý, με τÜ πÝτρινα χÝρια σου, διÜφανη
ἐκεῖ ὁποý δÝνουν οἱ φελοῦκες τῶν φιλιῶν μου
κι ὃπου φωλιÜζουν οἱ κÜθυγροι πüθοι μου.

Ὦ ἐκεßνη ἡ μυστηριακÞ φωνÞ σου
ὁποý την Üβγαταßνει και τÞ λυγÜει στα δýο ἡ ἀγÜπη,
καθþς ἀντιλαλεῖ τü σοýρουπο και σβÞνει πÝρα!
Ἒτσι σε μýχιες ὧρες ἒχω ἰδεῖ κι εγþ στον κÜμπο τÜ στÜχυα
να λυγᾶνε ἀπ’ το στüμα τοý ἀνÝμου.

           Απουσßα

Σε Ýχω μετÜ βßας αφÞσει,
εßσαι μÝσα μου, κρυσταλλÝνια,
Þ τρÝμοντας,
Þ με ανησυχßα, πληγωμÝνη απü μÝνα,
Þ κυριευμÝνη απü αγÜπη, üπως üταν τα μÜτια σου
κλεßνουν μπροστÜ στο δþρο της ζωÞς
αυτü που και τþρα και πÜντα σου δßνω.

ΑγÜπη μου,
βρÞκαμε ο Ýνας τον Üλλο
διψασμÝνο και Þπιαμε
üλο το νερü και το αßμα,
βρÞκαμε ο Ýνας τον Üλλο
πεινασμÝνο
και με δÜγκωσες και σε δÜγκωσα
σαν η φωτιÜ να δÜγκωνε
αφÞνοντας πληγÝς επÜνω μας.

Μα περßμενÝ με,
φýλαξε για μÝνα τη γλυκýτητÜ σου,
Θα σου δþσω ,ακüμη,
Ýνα τριαντÜφυλλο.

       Ολο Παßζεις Εσý…

Ὅλο παßζεις, ἐσý, κÜθε μÝρα, ἐσý,
μÝ τü φῶς τοῦ σýμπαντος κüσμου.
ΕπισκÝπτρια συλφßδα τῶν νερῶν καß τῶν κÞπων.
ΔÝν εἶσαι δÝ μüνο ἐκεßνη η χρυσÞ κεφαλÞ
ὁποý σÜν ἀνθοδÝσμη σφιχτÜ τÞν κρατÜω ἐγþ
μÝς στÜ δυü μου τÜ χÝρια.

Κανενüς ἀλλουνοῦ δÝν μοιÜζεις εσý
ἀπü τüτε ποý ἐγþ σÝ αγÜπησα.
Ἄσε νÜ σÝ ξαπλþσω σ’ ἕνα στρῶμα
ἀπü μÜηδες κßτρινους κι ἀγαπανθοýς.
Ποιüς ειν’ ἐκεῖνος ἐκεῖ ποý γρÜφει τ’ ὄνομÜ σου
με ψηφßα καπνοῦ στ’ ἀστÝρια τοῦ Νüτου!
Ἄσε με… ἄσε με νÜ σÝ ἀναπολÞσω ὅπως εἴσουν
προτοῦ ν’ ἀνασπασθεῖς καß ἔβγεις στÞν ὕπαρξη.

Καß εὐθýς, δÝς, ἀλαλÜζει ὁ ἄνεμος
καß δÝρνει τÜ κλειστÜ μου παρÜθυρα.
Ὁ ουρανüς εἶναι μι’ ἀπüχη φßσκα ὥς ἀπÜνου
μÝ ψÜρια μαῦρα, ἀνÞλιαγα.
Κι ἐδῶ, ἐδωνÜ, κοπÜζουν ὅλοι οἱ ἀνÝμοι, ὅλοι τους ἐδωνÜ.
Και τüτε ἡ βροχÞ ἐγυμνþθη.

ΠουλιÜ περνᾶνε πετοýμενα.
Οἱ ἄνεμοι. Οἱ ἄνεμοι.
Μüνος μου ἐγþ καß ἀναμετριÝμαι μÝ τῶν ἄλλων τÞ δýναμη.
Ὁ ἀνεμοστρüβιλος σÝρνει μαζß του
καß μουρλαßνει τÜ μπακιρÝνια φýλλα
καß ξελýνει τ’ ἄρμενα ὅλα τÜ μικρÜ,
τ’ ἀπü χτÝς ἀραγμÝνα στ’ ουρανοῦ τü μῶλο.

Ἐσý εἶσαι ἐδῶ. Ἐσý δε φεýγεις, δÝν πετᾶς.
Κß εσý ὥς τü τÝλος θÜ εἶσαι καß θÜ μοῦ ἀπαντᾶς
στοýς βüγγους καß τÜ μουγκρητÜ μου.
ἘπÜνω μου νÜ 'ρθεις νÜ κουλουριαστεῖς
σÜν νÜ σ’ ἔχουνε σκιÜξει.
ΚÜπου-κÜπου αδÝσποτοι ξεπορτßζαν ἀπ’ τÜ μÜτια σου ἥσκιοι
ξÝνοι, παρÜδοξοι.

Καß τþρα, τωραδÜ, ἐδῶ,
μανοýσια μοῦ φÝρνεις καß δυοσμαρßνια, μωρü μου,
γι’ αὐτü κι ἔτσι εὐωδιÜζουν τÜ στÞθη σου.
ΤÞν ὥρα ὁποý ὁ ἄνεμος μελαγχολικüς καλπÜζει
σφαγιÜζοντας πεταλοῦδες
ἐγþ σ’ ἀγαπÜω,
κι ἡ ἔξαρσÞ μου δαγκþνει βαθιÜ
τα δαμÜσκηνα τοῦ στüματüς σου.

Πüσο ἔχεις στ’ ἀλÞθεια πονÝσει,
ὥσπου νÜ 'βρεις τÜ χοýγια μου,
ὡσποý να 'βρεῖς τÞν ψυχÞ μου τÞ μονÜτη κι ἀνÞμερη
καß τü ὄνομÜ μου ποý ὅλους τοýς κÜνει καß τρÝμουν…
Πüσες καß πüσες φορÝς δÝν εἴδαμε τü φῶς τοῦ αὐγερινοῦ
νÜ μᾶς φιλÜει τÜ μÜτια
καß πÜνω ἀπ’ τÜ κεφÜλια μας τü χÜραμα κυκλοδßωκτο
ν’ ἀνοßγει ὡσÜν ριπßδιο.
ΤÜ λüγια μου σÝ μοýσκεψαν θωπεýοντÜς σε.
Καιρüς πÜει πολýς ποý ἀγÜπησα
τü ἡλιüλουστο σῶμα σου, τü μαργαριταρÝνιο.
Καß πιστεýω ἔτσι πþς ἐγþ εἶμαι ο κýριος
του σýμπαντος ὅλου.
ΘÜ σοῦ φÝρω ἀπ’ τα βουνÜ λουλοýδια ἐξαßσια,
κλÝλιες, ζουμποýλια
και βελανßδια γερÜνια, κι ἕνα κοφßνι φιλιÜ.

ΘÝλω νÜ κÜνω μαζß σου
αυτü ποý κÜνει κι ἡ ἄνοιξη στßς κερασιÝς.

Αν με ξεχÜσεις

Aν με ξεχÜσεις…
¸να θÝλω να ξÝρεις.

ΞÝρεις πþς εßν’αυτü:
κοιτÜζω
το κρυστÜλλινο φεγγÜρι, το κüκκινο κλαδß
του αργοý φθινοπþρου στο παρÜθυρü μου,
αγγßζω
πλÜι στη φωτιÜ
την ατÜραχη στÜχτη
Þ το ρυτιδωμÝνο σþμα του ξýλου,
κι üλα με φÝρνουν σε σÝνα,
λες και ü,τι υπÜρχει,
αρþματα, φως, μÝταλλα,
εßναι μικρÜ πλεοýμενα που ταξιδεýουν
προς τα νησιÜ σου που με περιμÝνουν.

Ωστüσο,
αν λßγο λßγο πÜψεις πια να μ’αγαπÜς
θα πÜψω κι εγþ να σ’αγαπþ λßγο λßγο.

Κι αν ξαφνικÜ
με ξεχÜσεις
μην ψÜξεις να με βρεις,
θα σ’Ýχω λησμονÞσει.

Αν θεωρÞσεις üτι κρατÜει πολý κι εßναι τρελüς
ο Üνεμος απü σημαßες
που περνÜει απ’τη ζωÞ μου
κι αποφασßσεις
να με αφÞσεις στην üχθη
της καρδιÜς που Ýχω ρßζες,
σκÝψου
πως εκεßνη τη μÝρα,
την þρα εκεßνη
θα σηκþσω τα χÝρια
και θα βγουν οι ρßζες μου
για να βροýνε Üλλη γη.

¼μως
αν κÜθε μÝρα,
κÜθε þρα,
νιþθεις προορισμÝνη για μÝνα
με γλυκýτητα αψεγÜδιαστη.
Αν κÜθε μÝρα ανεβαßνει
Ýνα λουλοýδι στα χεßλη σου για να με βρει,
αχ αγÜπη μου, αχ δικιÜ μου,
μÝσα μου üλη τοýτη η φωτιÜ θα επαναλαμβÜνεται,
μÝσα μου τßποτα δε θα σβÞσει οýτε θα ξεχαστεß,
η αγÜπη μου τρÝφεται απü την αγÜπη σου, αγαπημÝνη,
κι üσο θα ζεις θα εßναι μες στην αγκαλιÜ σου
χωρßς απ’τη δικÞ μου να φýγει.

M' AρÝσεις ¢μα Σωπαßνεις…

Μ’ ἀρÝσεις ἅμα σωπαßνεις,
ἐπειδÞ στÝκεις ἐκεῖ σÜν ἀπουσßα

κι ἐνþ μÝν ἀπ’ τÜ πÝρατα μÝ ἀκοῦς,
ἡ φωνÞ μου ἐμÝνα δÝν σÝ φτÜνει.
Μοῦ φαßνεται ἀκüμα ὅτι τÜ μÜτια μου
σÝ σκεπÜζουν πετþντας

κι ὅτι ἕνα φιλß, μοῦ φαßνεται,
στÜ χεßλη σου τÞ σφραγßδα του βÜνει.

Κι ὅπως τÜ πρÜγματα ὅλα ποτισμÝνα εἴναι
ἀπü τÞν ψυχÞ μου,

ἔτσι ἀναδýεσαι κι ἐσý , μÝς ἀπ' τÜ πρÜγματα,
ποτισμÝνη ἀπ' τÞ δικÞ μου ψυχÞ.
Τοῦ ὀνεßρου πεταλοýδα, τῆς ψυχῆς μου
ἐσý τῆς μοιÜζεις ἔτσι,

σÜν ὅπως μοιÜζεις
καß στÞ λÝξη μελαγχολßα, καθþς ἠχεῖ.

Μ' ἀρÝσεις ἅμα σωπαßνεις,
ἐπειδÞ στÝκεις ἐκεῖ σÜν ξενητειÜ.

Κι ἅμα κλαῖς μοῦ ἀρÝσεις,
ἀπ’ τÞν κοýνια σου πεταλοýδα μικρÞ μου ἐσý.
Κι ἐνῶ μÝν ἀπ’ τÜ πÝρατα μÝ ἀκοῦς,
ἡ φωνÞ μου ἐμÝνα δÝν μπορεῖ νÜ σ' ἀγγßξει:
Ἄσε με τþρα νÜ βυθιστῶ κι ἐγþ σωπαßνοντας
μÝς στÞ δικÞ σου σιωπÞ.

Ἄσε με τþρα νÜ σοῦ μιλÞσω κι ἐγþ
μÝ τÞ σιωπÞ τÞ δικιÜ σου

ποý εἶναι ἀπÝριττη σÜ δαχτυλßδι ἀρραβþνων
καß ποý λÜμπει σÜν ἀστραπÞ.
Εἷσαι ὅμοια ἡ νýχτα, ἀγÜπη μου,
ἡ νýχτα ποý κατηφορßζει ἔναστρη.
Ἀπüμακρη καß τüση δÜ
κι ἀπ' Üστρα φτιαγμÝνη

εἶναι ἡ δικιÜ σου σιωπÞ.

Μ' ἀρÝσεις ἅμα σωπαßνεις,
ἐπειδÞ στÝκεις ἐκεῖ σÜν ἀπουσßα.

ΜακρινÞ κι ἀπαρηγüρητη,
σÜ νÜ σÝ σκÝπασε χῶμα.

ΜιÜ λÝξη μüνο ἄν πεῖς,
ἕνα χαμüγελο -μοῦ ἀρκεῖ

γιÜ νÜ πανηγυρßσω ποý εἶσαι ἐδῶ
κοντÜ μου ἀκüμα.

           ΑπÝραντη

ΒλÝπεις αυτÜ τα χÝρια; ¸χουν μετρÞσει
τη γη, Ýχουν ξεχωρßσει
τα ορυκτÜ απü τα δημητριακÜ,
Ýχουν κÜνει ειρÞνη και πüλεμο,
Ýχουν καταρρßψει τις αποστÜσεις
üλων των θαλασσþν και ποταμþν,
κι üμως
üταν σε διατρÝχουν
εσÝνα, μικρÞ
σπειρß απü στÜρι, κορυδαλλÝ,
δεν φτÜνουν να σε περικλεßσουν,
κουρÜζονται πλησιÜζοντας
τα δßδυμα περιστÝρια
που αναπαýονται Þ πετÜν στο στÞθος σου,
διατρÝχουν τις αποστÜσεις των ποδιþν σου,
τυλßγονται στο φως της μÝσης σου.

Για μÝνα εßσαι θησαυρüς πιο φορτωμÝνος απü απεραντüτητα
πιο κι απ´τη θÜλασσα κι απ’ τα τσαμπιÜ της.
Κι εßσαι λευκÞ και γαλανÞ κι εκτεταμÝνη σαν
την γη στον τρýγο.

Σ’ αυτÞ την περιοχÞ,
απü τα πüδια ως το μÝτωπü σου,
προχωρþντας, προχωρþντας προχωρþντας
θα περÜσω τη ζωÞ μου.

   Ο ΠηλοπλÜστης

¼λο σου το σþμα Ýχει
κοýπα Þ γλýκα προορισμÝνη σε μÝνα.

¼ταν σηκþνω το χÝρι
βρßσκω σε κÜθε μÝρος Ýνα περιστÝρι
που με περßμενε, σαν
να σε εßχαν, αγÜπη μου, κÜνει απü πηλü
για τα ßδια μου τα χÝρια του πηλοπλÜστη.

Τα γüνατÜ σου, τα στÞθια σου,
η μÝση σου
λεßπουνε μÝσα μου üπως στο κενü
μιας διψασμÝνης γης
απü üπου απÝσπασαν
μßα μορφÞ,
και οι δυο μαζß
εßμαστε πλÞρεις üπως Ýνας μüνο ποταμüς,
üπως μια μüνον Üμμος

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers