ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

ÊáñáêÜóçò Íßêïò: Öáíôáóßá & ¼íåéñï ¸íá

                                   Βιογραφικü

     Ο Νßκος ΚαρακÜσης γεννÞθηκε το 1969, μες στην αγÜπη και τη φροντßδα της μητÝρας του και μÝντορÜ του σε κÜθε βÞμα της ζωÞς του. Πλοýσια κληρονομιÜ, ο παπποýς του ο Σταýρος ΚαρακÜσης γνωστüς μουσικολüγος-βιολονßστας και λογοτÝχνης κι ο θεßος του Κþστας ΚαρακÜσης σπουδαßος συγγραφÝας του σÞμερα.
     ΑσχολÞθηκε σαν ελεýθερος επαγγελματßας απü μικρÞ ηλικßα και σ' üλα τα χρüνια η πεζογραφßα Ýπαιζε δεýτερο αλλÜ αγαπητü ρüλο στη ζωÞ του.
     ΑυτÞ τη στιγμÞ εργÜζεται σε δικÞ του εταιρεßα πληροφορικÞς και ξενυχτÜ γρÜφοντας και περß-γρÜφοντας σκÝψεις κι απüψεις απü μια δεýτερη ζωÞ üπου το μυαλü του νοερÜ κατοικεß κι αφεντεýει.
     ¸χει δυο παιδιÜ και μιαν υπÝροχη γυναßκα που του γεμßζουνε τη ζωÞ και τα üνειρα...

  Σημ: ΔικÞ μου:  Εßναι επßσης απüγονος του Λαßλιου ΚαρακÜση, που φιλοξενεßται στο ΣτÝκι μου και στους ΣυνδÝσμους μου, θα βρεßτε και το μπλογκ που 'χει στÞσει με μερÜκι.   Π.Χ.

-------------------------------------------------------------------------------------

                                       Δεýτερη Ευκαιρßα

     "Σ' αγαπþ γιατß στα μÜτια σου βλÝπω το πρüσωπο μου"! ¼σκαρ ΓουÜιλντ

κεφ. 1

     Ξεφýλλισε την εφημερßδα με μÝνος. Τα μÜτια του Üλλοτε ψυχροý επιχειρηματßα, τþρα Þταν κüκκινα απü τον θυμü. Αν και γενικÜ ψýχραιμος Üνθρωπος, αυτÞ τη φορÜ εßχε φτÜσει στα üρια. ¸χοντας ζÞσει μια ζωÞ με στερÞσεις, δεν μποροýσε να δεχθεß την ανÜγκη ελευθερßας της Κρßστυ. Μπορεß να Þταν κüρη του αλλÜ το κÜθε πρÜγμα Ýχει και τα üρια του. Κι αυτÜ εßχαν ξεπεραστεß.
     Στο σπßτι επικρατοýσε σιγÞ που θýμιζε σιωπητÞριο θαλÜμου. Μüνο η τηλεüραση στο βÜθος ακουγüταν σιγανÜ. Οýτε που εßχε προσÝξει üτι Üρχισε το παιχνßδι. Τþρα δεν Þθελε να δει ποδüσφαιρο.
     Γýρισε στο πßσω μÝρος της εφημερßδας. Δεν διÜβαζε τßποτα. Σκεπτüταν Ýντονα. ¸νιωθε τα μηνßγγια του να φουσκþνουν, και στο μυαλü του ερχüταν η φρÜση: «Δεν σε θÝλω, ποτÝ δεν μου στÜθηκες, ποτÝ σου δεν με κατÜλαβες. Σε σιχαßνομαι...» Πþς μπüρεσε... πþς μπüρεσε... Δεν μποροýσε να σκεφτεß λογικÜ, μüνο επαναλÜμβανε τα τελευταßα λüγια της Κρßστυ, πριν κλεßσει την πüρτα πßσω της.

Τþρα Þταν μüνος. Σηκþθηκε -σχεδüν πÝταξε την εφημερßδα στο πÜτωμα- πÞρε Ýνα χαμηλü ποτÞρι απü το ντουλÜπι και το γÝμισε ουßσκι. ΞÝρει πως ο γιατρüς του Ýχει πει να μετριÜσει το ποτü, αλλÜ αυτÞ την στιγμÞ τον Ýχει γραμμÝνο και τον γιατρü και την κωλοασθÝνειÜ του. ¸πινε την μια γουλιÜ μετÜ την Üλλη κοιτþντας Ýξω απü το παρÜθυρο. Μια κυρßα στο πÜρκο απÝναντι, Ýσπρωχνε Ýνα κüκκινο παιδικü καροτσÜκι και χαμογÝλαγε.
     ΕπαναλÜμβανε τις τελευταßες λÝξεις συνÝχεια μες στο μυαλü του. ¸νιωθε να χαρÜζονται οι λÝξεις με ξυρÜφι μες στον εγκÝφαλο του και σχεδüν Ýνιωθε τη λεπßδα κÜθε φορÜ που τις επαναλÜμβανε.
     Με μια αßσθηση αηδßας, κÜθισε πÜλι στην μπερζÝρα του κι Ýκλεισε τα μÜτια. ΣιγÜ-σιγÜ το ουßσκι Ýκανε την δουλειÜ του. Μια μικρÞ ζαλÜδα, κατÝβασε τους ρυθμοýς της καρδιÜς κι η πßεση στα μηνßγγια ελÜττωσε τους ρυθμοýς της. Τα μÜτια βοýρκωσαν και στο μυαλü Þρθε η ανÜμνηση μιας Üλλης εποχÞς. Μιας εποχÞς που η Κρßστυ μωρü, πριν πÜει για ýπνο Þθελε να φιλÞσει τον μπαμπÜ της. Να ακοýσει τις ιστορßες του, να πÜει μαζß του στην δουλειÜ.
     Πþς καταντÞσαμε Ýτσι...
    ¸νας πüνος στο κεφÜλι του, δεν τον Üφηνε να σκεφτεß. Και το εßχε τüσο ανÜγκη...

κεφ. 2

     Τα μÜτια της Þταν βουρκωμÝνα, üταν Ýπιασε το κινητü στα χÝρια της. Δοκßμασε να πÜρει τη ΣÜσα, Üλλα βοýιζε. Το Ýκλεισε και περπÜτησε με γοργÜ βÞματα μÝσα απü το πÜρκο.

     Μια κυρßα εßχε πÜρει αγκαλιÜ το μωρü της και του σκοýπιζε το στüμα απü τα σÜλια. Δßπλα της Ýνα καρüτσι παιδικü. Της Ýκανε εντýπωση το κüκκινο χρþμα του καροτσιοý κι η ευτυχισμÝνη φÜτσα της μητÝρας. Το τελευταßο πρÜγμα που εßχε διÜθεση να δει Þταν ευτυχισμÝνες φÜτσες. Ο κüσμος Þταν üλος σκατÜ κι αυτÞ Þταν αναγκασμÝνη να ζει μÝσα σε αυτÜ.
     Μüλις πÝρασε το πÜρκο κι Ýστριψε στη γωνßα, κλÜματα Þρθαν στα μÜτια της. Τüσο δυνατÜ που Üθελα της μοýγκρισε σαν να πονοýσε. Τα δÜκρυα την εμπüδιζαν να βλÝπει και στÜθηκε λßγο εκεß κοντÜ, Ýξω απü Ýνα μαγαζß με ροýχα, να ηρεμÞσει. «Μα εßναι δυνατüν να μη με καταλαβαßνει. Εßναι δυνατüν να μη θÝλει να με καταλÜβει...» Ýλεγε και ξανÜλεγε μÝσα της. Κι üσο το επαναλÜμβανε τüσο πιο πολý τρÝχανε τα δÜκρυα...
     Η παρουσßα ενüς μικροý παιδιοý που περνοýσε τυχαßα τον δρüμο, και που τη κοßταζε περßεργα, την Ýκανε να διακüψει το Ýντονο κλÜμα. Φαινüταν πολý φτωχü και... μüνο. Τα ροýχα βρþμικα και τα παποýτσια λιωμÝνα. Τα μÜτια του εßχαν μια στεναχþρια, που πρþτη φορÜ Ýβλεπε.
     ΣκÝψεις γρÞγορες, αντανακλαστικÜ, της Þρθανε στο μυαλü. Τýψεις για αυτÜ που εßπε στο πατÝρα της φορτþθηκαν αυτüματα στο στÞθος που παλλüταν τþρα πιο γρÞγορα απü ποτÝ.
     ΠοτÝ δεν του εßχε μιλÞσει Ýτσι. ΠÜντα Þταν ο Þρωας της. ¹ταν ο 'Αντρας της ζωÞς της... πþς του μßλησε Ýτσι;
     Δεν θα τον συγχωροýσε ποτÝ, αλλÜ δεν Ýπρεπε να του μιλÞσει Ýτσι. Τþρα Þταν πιο μπερδεμÝνη üσο ποτÝ. Τα πÜντα Þταν μÜταια.

κεφ. 3

   «Εßχαμε κÜνει μια συμφωνßα που να πÜρει ο διÜολος!» αναφþνησε απü μÝσα του. «Εßκοσι χρüνια σου εßχα ζητÞσει να μεγαλþσει και μετÜ üτι θες, ακüμα δεν εßναι η þρα!».

     Ο νοσοκüμος του Ýβαλε τον αναπνευστÞρα και του πÝρασε τα λαστιχÜκια πßσω απü τα αφτιÜ. ¸νας Üλλος νοσοκüμος Üρχισε να σπρþχνει το κρεβÜτι με βιασýνη προς την αßθουσα ανÜνηψης.
     Εßχε ακüμα τις αισθÞσεις του, üταν εμφανßστηκε απü την γωνιÜ τρÝχοντας η Κρßστυ φωνÜζοντας το üνομα του.
     Τα μÜτια του μαλÜκωσαν κι ακοýμπησε πιο αναπαυτικÜ στο μαξιλÜρι. Εν κινÞσει η Κρßστυ του Ýπιασε το χÝρι και του φþναζε:
 -"ΜπαμπÜ σε αγαπþ, μη με αφÞν..."
     Ο ýπνος Þταν γλυκüς κι Þρεμος. ¼λα Þταν Þρεμα κι απλÜ. ΝιρβÜνα διαπερνοýσε üλο του το σþμα και για πρþτη φορÜ αντιλαμβανüταν την Ýννοια του παραδεßσου.
Σαν üνειρο Üκουγε μια φωνÞ απü το υπÝρ-πÝραν. Η φωνÞ της Κρßστυ Þταν που Ýλεγε  -"ΜπαμπÜ, ΜπαμπÜ..."
     ΜπαμπÜ! Τß ωραßα λÝξη! Σαν ταινßα ασπρüμαυρη που κυλοýσε γοργÜ, Ýβλεπε την ζωÞ του να περνÜ σαν νερü που τρÝχει στο ρυÜκι. Το ρυÜκι της ζωÞς που Üλλοτε πÞγαινε αργÜ κι Üλλοτε δýσκολα, τþρα πÞγαινε γρÞγορα κι üδευε προς τη θÜλασσα. Ναι! την Ýβλεπε τη θÜλασσα απü μακριÜ. ¸να απüλυτα üμορφο Üσπρο φþς.
     ¼σα και να Ýβλεπε σε αυτÞν την γρÞγορη εναλλαγÞ εικüνων, τα μüνα που τον κÜνανε να τινÜζεται Þταν αυτÜ με την Κρßστυ...
     Η γÝννα, η πρþτη αγκαλιÜ, το πρþτο χαμüγελο, η πρþτη μÝρα στο σχολεßο... ¼λες τις πρωτιÝς τις εßχε αυτüς. Και τüτε συνειδητοποßησε πως üλη του η ζωÞ Þταν η Κρßστυ και τþρα αυτÞ η ζωÞ Ýφευγε. ¼δευε προς τη θÜλασσα, σαν Ýνα καρÜβι που το εßχε πÜρει το ρεýμα και με καπετÜνιο Ýναν ανÞμπορο γÝρο, χωρßς δýναμη να γυρßσει το τιμüνι.
     Τüτε Üκουσε τη ΦωνÞ που δεν εßχε κατεýθυνση κι ακουγüταν απü παντοý.
 -"Εßσαι Ýτοιμος";
     Χωρßς ανÜσα απÜντησε:
 -"¼χι! Αν Ýρθω τþρα θα με πÜρεις δυστυχισμÝνο, αν περιμÝνεις θα με πÜρεις με τη θÝληση μου. Δεν Ýχω τελειþσει!" εßπε φωνÜζοντας.
 -"Πüσο πολý την αγαπÜς";
     Κι ο πατÝρας απÜντησε χωρßς να σκεφτεß:
 -"Την αγαπÜω σαν Θεü μου"!
 -"Εßσαι σε θÝση να χÜσεις τα πÜντα για αυτÞν";
     Κι ο πατÝρας απÜντησε:
 -"Τα πÜντα εßναι αυτÞ κι εγþ εßμαι τα πÜντα για αυτÞ. Αν φýγω τþρα üλοι θα Ýχουμε χÜσει αυτü το οποßο Μας δßδασκες. Την πßστη για την ΑγÜπη. Κι ΑγÜπη μεγαλýτερη απü του Γονιοý δεν υπÜρχει. Για αυτü με γÝννησες, μην το ξεχνÜς!" και συμπλÞρωσε: "ΑπλÜ εßμαστε ßδιοι χαρακτÞρες και διαφωνοýμε καμιÜ φορÜ"!
     Κι η ΦωνÞ γÝλασε τüσο δυνατÜ που ακοýστηκε παντοý.
 -"Την ßδια ερþτηση Ýκανα και στην κüρη σου. Κι αυτÞ Þρθε εδþ κι αυτÞ μου Ýδωσε τις ßδιες απαντÞσεις! Δεν Üντεξε τον θÜνατο σου κι Þρθε εδþ να σε βρει! Η δικιÜ σας ΑγÜπη εßναι σαν την ΑγÜπη που δßδω εγþ στους Ανθρþπους. Δεν εßναι πÜντα δßκαιη κι οýτε εßναι εýκολο να ζεις μαζß της, αλλÜ ποτÝ Üδικη. Τþρα θα αγαπιüσαστε πιο πολý και θα Ýχετε καταλÜβει και η δυο üτι ο Ýνας εßναι το αποτÝλεσμα της ΑγÜπης του Üλλου. Συγχþρεσε τα λÜθη της γιατß εßναι δικÜ σου λÜθη. Συγχþρεσε το πÜθος της, γιατß εσý πρþτος εßχες αυτü το πÜθος. ΒοÞθησε την κüρη σου να αποβÜλλει τα λÜθη που εσý της Ýδωσες".
     ¸να δυνατü φþς τýφλωσε τα μÜτια του πατÝρα. ΦωνÝς ακουστÞκαν πÜνω του.
 -"ΣυνÝρχεται", ακοýστηκε μια φωνÞ. "ΘÜυμα, μüνο θαýμα μπορεß να εßναι..."

 -"Ναι..." ψÝλλισε αδýναμα ο πατÝρας. "Το θαýμα της ΑγÜπης... να το θυμÜσαι..."

                                                                    10/2007

                                ΕπιστολÞ Σ' ¸να Φßλο

     ΑγαπητÝ φßλε,
σου γρÜφω αυτü το γρÜμμα, με την ευκαιρßα της τελευταßας ερþτησης που Ýθεσες -εμμÝσως πλην σαφþς- του τß εßναι φιλßα. ΣαφÝστατα η ερþτηση σου δεν ετÝθη Ýτσι πεζÜ, αλλÜ αποτελεß την ουσßα της τελευταßας μας συζÞτησης.
     Δεν θα διαφωνÞσω μαζß σου σε κανÝνα απü τα επιχειρÞματα που πολý εýστοχα μου Ýθεσες.
     Στüχος μου δεν εßναι να σε πεßσω για κÜτι που ο χρüνος Ýχει αποδεßξει μες στις φλÝβες σου. Το μüνο που θα προσπαθÞσω εßναι να εκφÝρω τη δικÞ μου Üποψη, απλÜ για να φανþ αντÜξιος στο διÜλογο που ανοßξαμε. Ο Φιλüσοφος δεν ρητορεß κι απαιτεß, ακοýει τον Üλλο και μαθαßνει. Φιλüσοφος εßναι ο καθεßς για τον εαυτü του και για κανÝναν Üλλον. ΕπßτρεψÝ μου λοιπüν να φιλοσοφÞσω πρþτα για μÝνα και μετÜ χÜρη στην ωραßα μας συζÞτηση.
     Επßσης η οποιαδÞποτε καταγραφÞ θεωριþν, Ýρχεται αντιμÝτωπη του δικοý μου τρüπου επιχειρηματολογßας κι Ýτσι θα προσπαθÞσω να μεταφÝρω γλαφυρÜ τις απüψεις μου και να δþσω το Ýναυσμα στην δικÞ σου ψυχÞ να ερμηνεýσει και να κρßνει την δικÞ μου Üποψη.

ΚÜτω στον κÜμπο, πÝρα απü τις πορτοκαλιÝς το χþμα το καφÝ στα σπλÜχνα του Ýνα σπüρο μεγÜλωνε. Ο σπüρος ρþταγε την μÜνα-γη:

 -"ΜÜνα εγþ τον κüσμο τον τρανü, πüτε θα μÜθω; Πüτε θα δω τον Þλιο λαμπερü και το φεγγÜρι νýχτα";

 -"Με καρτÝρι κι υπομονÞ κι εσý σαν üλα τα λουλοýδια την σειρÜ σου θα πÜρεις", απαντοýσε η μÜνα στοργικÜ και με νερü βρüχινο τÜιζε τον σπüρο.

     ΜÝρες πÝρασαν üχι μÞνες κι ο σπüρος απü την γη κεφÜλι Ýσκασε, τον κüσμο εßδε. Χλωρü κλαρÜκι Ýγινε κι αγωνßα μεγÜλη αμÝσως το Ýπιασε.

 -"ΜÜνα-γη εσý που üλα τα ξÝρεις, πüτε θα γßνω εγþ üμορφο δεντρÜκι με ζηλευτÜ λουλοýδια, üπως üλα τ' Üλλα";

 -"Γιε μου, εγþ σε μεγÜλωσα και τα ξÝρω üλα, μεγÜλο θα γßνεις κι εσý καρτÝρι κι υπομονÞ να 'χεις και σαν τ' Üλλα και συ μεγÜλο θα γενεßς".

     ΜÝρες πÝρασαν κι üχι μÞνες και το λουλοýδι üμορφο κλωνÜρι Üπλωσε και μßσχο δυνατü ετοßμασε. ΚλαριÜ μεγÜλα δυνατÜ απλþσανε στον χþρο. Με τον καιρü πÝταλα κüκκινα σαν τις φωτιÜς ξεπρüβαλαν που σαν μανδýες αυτοκρατορικοß φαινüντουσαν.

ΜÞνες πÝρασαν, üχι χρüνια και το λουλοýδι τον Þλιο χüρτασε και το φεγγÜρι λαμπρü πλÝον δεν του φαινüταν. ΣκÝψεις βαριÝς μÝσα του γυρνοýσαν.

 -"ΜÜνα-γη, τα πüδια μου τις ρßζες μου σε σÝνα μÝσα τα 'χω και τα πÜντα γνωρßζεις. ΞÝρω, εßμαι αυτü που πÜντα Þθελα να Þμουν, αλλÜ τþρα μüνος νιþθω και δεν ξÝρω τι μου λεßπει".

 -"Θα το μÜθεις γιε μου μüλις Ýρθει. ΜÝχρι τüτε θα το περιμÝνεις. Εγþ εßμαι η μÜνα-γη και üλα τα γνωρßζω! Τις ερωτÞσεις αυτÝς τις Ýχω ξανακοýσει και την απÜντηση την ßδια πÜντα δßδω. ΚαρτÝρι κι υπομονÞ γιε μου"!

     ¸να καλοκαßρι, σταυλοχελßδονο μικρü Þρθε κι Ýκατσε στου λουλουδιοý την Üκρη. ΚουβÝντα κι ιστορßες για μακρινÝς παρτßδες εξιστοροýσε και το λουλοýδι χαρÜ μεγÜλη βρÞκε. ΠαρÝα καλÞ κÜνανε κι η γη καμÜρωνε που ο βλαστüς της, το νüημα της ζωÞς το βρÞκε.

     Το καλοκαßρι πÝρασε και το σταυλοχελßδονο σ' Üλλη πατρßδα το Ýνστικτο καλοýσε. Με δÜκρυα χαιρÝτησε το λουλοýδι και υποσχÝθηκε πως η καρδιÜ του εκεß θα εßναι πÜντα.

 -"ΥποσχÝσου μου üτι θα ξανÜρθεις. Εγþ δεν μπορþ να φýγω να πετÜξω, φτερÜ σαν κι εσÝνα δεν Ýχω και τα κλαριÜ μου μüνο ο Üνεμος μπορεß και τα κουνÜει. Σε χρειÜζομαι..."

 -"Θα Ýρθω, ποτÝ δεν θα σε ξεχÜσω. ΠÜντα στην καρδιÜ μου θα 'σαι και το καλοκαßρι σαν πÜλι Ýρθει, εδþ πÜλι θα εßμαι. Ιστορßες καινοýργιες φανταχτερÝς θα σου φÝρω και πÜλι. Κι üλα σαν και τþρα θα 'ναι".

     Με δÜκρυα επÝταξε και προς τον Þλιο πÞγε. Το λουλοýδι κλÜμα Ýριξε και την μÜνα-γη ξαναρωτοýσε.

 -"ΜÜνα, το βρÞκα αυτü που μου Ýλειπε και πÜλι το Ýχασα. Γιατß; Μüνος δε θÝλω πλÝον να 'μαι".

 -"Εγþ εßμαι η μÜνα-γη και πολλÜ απ' αυτÜ τα ξÝρω τα 'χω δει. ΣκÝψου μüνον αυτü: αν δεν Ýφευγε κι Þταν σαν εσÝνα ακßνητο, θα σου Ýλειπε; Θα το ονειρευüσουν ποτÝ; Θα Ýλπιζες ποτÝ; ΑπÜντα μüνο σου και σκÝψου. Τþρα ξÝρεις τι Ýχεις ανÜγκη. ΚαρτÝρι κι υπομονÞ κι ο χρüνος üλα τα απαντÜ, μüνον αυτü σου λÝω γιε μου".

     ΜÝρες γιορτινÝς για τους ανθρþπους Þρθαν κι η μικρÞ λουλοýδια απü τον κÜμπο μÜζευε πολýχρωμα κι εντυπωσιακÜ το σπßτι της να λÜμψει. Το χÝρι της Üπλωσε και το λουλοýδι τρÜβηξε και με μεγÜλη περιÝργεια δýναμη πολý χρειÜστηκε, μÜλλον οι ρßζες μεγÜλες, μες στο χþμα απλþνονταν. Το λουλοýδι φþναζε τη μÜνα-γη καλοýσε, δýναμη να βÜλει τις ρßζες μην αφÞσει.

 -"ΜÜνα γιατß; Που πÜω; ΚρÜτα γερÜ μη φýγω"!

 -"ΜÜνα εßμαι εγþ üλων των λουλουδιþν και γιους και κüρες πολλÝς μεγÜλωσα! Μα εσý εßσαι αγαπητü γιατß σκεφτüσουν κι Ýλπιζες την κÜθε μÝρα. Κρατþ γερÜ τις ρßζες σου αλλÜ των ανθρþπων η δýναμη με ξεπερνÜ. ΚρÜτα αυτÜ που σου Ýμαθα και φρüντισε να τα πλουτßσεις. Η ευχÞ μου μαζß σου πÜντα θα 'ναι. Να το ξÝρεις..."

     ΔÜκρυα το χþμα Ýριξε κι η γη στο τüπο εκεß σκοýρηνε, θλßψη απλþθηκε τριγýρω. Το κοριτσÜκι παραξενεýτηκε για τα νερÜ που βρÝξανε τα φανταχτερÜ παποýτσια της Üλλα σκÝψη Üλλη δε συνÝχισε.

     ΜÝρες πÝρασαν üχι μÞνες και το λουλοýδι μαζß με Üλλα μÝσα σε βÜζο με νερü, το σαλüνι του σπιτιοý το στολισμÝνο, χÜζευε μελαγχολικÜ. Απü το παρÜθυρο, με τις κουρτßνες στολισμÝνο, οι ακτßνες του Þλιου τα δÜκρυα σκοýπιζαν του λουλουδιοý, αλλÜ χαμüγελο δεν του χÜριζε, δεν εßχε.

     Τα Üλλα τα λουλοýδια κουβÝντα ξεκßνησαν και τον ρωτοýσαν γιατß πονÜει γιατß κλαßει .

 -"Τη μÜνα μου τη γη και σεις μÜνα την εßχατε. 'Αλλα να μας προσφÝρει δε μποροýσε. Μας τÜισε μας πüτισε, μεγÜλους και σοφοýς μας Üφησε, Üλλα δεν εßχε να μας δþσει. Τον φßλο μου το σταυλοχελßδονο πüτε θα το ξαναδþ; Αυτü σκÝφτομαι και κλαßω και τη φιλßα του νοσταλγþ. Υπüσχεση εßχα δþσει, εκεß στο κÜμπο να περιμÝνω... αλλÜ αυτÞ την υπüσχεση πλÝον δεν μπορþ να την τηρÞσω. Ποιüς θα μου λÝει üτι εßμαι üμορφος, ποιος θα δßνει χαρÜ στ' αφτιÜ μου με ιστορßες";

     Τα Üλλα λουλοýδια σþπασαν και ξανÜ δεν του μßλησαν. ΑυτÜ δεν τα καταλÜβαιναν δεν τα Ýζησαν. Μουρλü και παλαβü τον Ýλεγαν και παρÝα δεν ζητοýσαν.

     ¸να πρωß στο παρÜθυρο ο Þλιος δþρο μεγÜλο στο λουλοýδι χÜρισε. Το σταυλοχελßδονο Þταν εκεß και του φþναζε:

 -"¸ρχομαι, ο Þλιος και η γη μου δεßξανε που εßσαι. ¸ρχομαι μην ανησυχεßς".

 -"Φýγε, αν σε δουν οι Üνθρωποι θα σε κυνηγÞσουν. Λουλοýδια μÝσα στα σπßτια τους τα θÝλουν. ΠουλιÜ üμως δεν ανÝχονται. Φýγε πριν σε κυνηγÞσουν"!

 -"Δεν με νοιÜζει, θα πÜρω το ρßσκο να σε δω. Ιστορßες καινοýργιες Ýχω να σου πω. Τα δÜκρυα σου να γιατρÝψω, τα πÝταλα σου να χαúδÝψω..."

     Ρþτησε τον ποντικü πþς μες στο σπßτι να τρυπþσει και σýντομα πÜνω στο βÜζο εßχε κÜτσει. Το λουλοýδι και το σταυλοχελßδονο παρÝα και χαρÝς Üρχισαν πÜλι. Διüλου δεν το Ýνοιαζε που τα πüδια του στο χþμα πια δεν πατοýσαν. Η κÜθε στιγμÞ το κÜθε δευτερüλεπτο Þταν γιορτÞ και χαμüγελα συνÝχεια σκορποýσε. Ο Þλιος καταχÜρηκε στην γη το αντιλαλοýσε. Το χþμα πÜλι καφÝ γßνηκε κι η πλÜση χρþμα πÞρε. ΜετÜ απü αρκετÞ þρα το λουλοýδι εßπε:

 -"Εγþ στο βÜζο καιρü δεν μπορþ να ζω. Φýγε και κÜνε Üλλους φßλους, δεν θÝλω να με δεις να μαραζþνω! Αν φýγεις και με αφÞσεις ζωντανü πÜντα θα ελπßζεις üτι θα με ξαναδεßς. Αν περιμÝνεις να χαθþ και μετÜ φýγεις, η ελπßδα να με ξαναδεßς θα πεθÜνει μαζß μου. Σε παρακαλþ Üσε αυτü να εßναι το τελευταßο δþρο μου σε σÝνα... Σε παρακαλþ..."

     Το σταυλοχελßδονο το σκÝφτηκε και με δÜκρυα στα μÜτια, Üπλωσε τις φτεροýγες του και με θüρυβο Ýφυγε απü το δωμÜτιο.

     ΚÜθε χρüνο το σταυλοχελßδονο γυρνÜ και ψÜχνει για το λουλοýδι και κÜθε χρüνο το λουλοýδι περιμÝνει το σταυλοχελßδονο.

     Η ελπßδα τους να ξανασυναντηθοýνε ποτÝ δεν πÝθανε...
     Για να εßμαι δßκαιος κι ορθüς ως προς τον διÜλογο και τις σκÝψεις σου, η ιστορßα εßναι μüνο η μια Üποψη της φιλßας. Δυστυχþς ο μüνος τρüπος για να οριοθετÞσεις τις αρχÝς τις φιλßας εßναι να τη ζÞσεις. ¼ριο εßναι εκεß που μπορεß να την φανταστεßς και μοναδικÞ σου απαßτηση πÜντα πρÝπει να εßναι η ελπßδα üτι αυτüς/αυτÞ θα εßναι πÜντα φßλος, και τüτε που πραγματικÜ τον χρειÜζεσαι...


    ΦιλικÜ                                                                                 Νßκος

                                 Η Μελωδßα Του ΤυμπανιστÞ

     Σε χþρα μακρινÞ κι απüμακρα χτισμÝνη, εκεß που την μαγεßα κανεßς πια δε θυμÜται, κανεßς τους δεν τη θÝλει, Ýνα μικρü παιδß μεγÜλωσε με ανατροφÞ και τρüπους.
     ¹τανε το παιδß απλü κι ο κüσμος του το ßδιο. Φτωχü δεν θα το Ýλεγες, γιατß εßχε πλοýτο Üλλο. Απü μικρü κοιμüτανε με παραμýθια πλÜι και με τραγοýδια και χαρÝς παιχνßδια ευχαριστιüταν. 
     ΓαλÜζιος μÜγος τον προστÜτευε, νερÜιδες αντÜμα, στο πλÜι του κοιμüντουσαν, νανοýρισμα του λÝγαν, üλοι οι ¼νειροι* μαζß, ταξßδι τον πηγαßναν.
Το φαγητü του το 'φτιαχναν νερÜιδες και μÜγοι και ξωτικÜ τα ροýχα του τ' Üπλωναν με καμÜρι. Σε τÝτοιο κüσμο μαγικü ο χρüνος αργÜ κυλοýσε. Στεναχþρια πια καμßα σε αυτü το σπßτι δε χωροýσε και το νÝο το κακü τ' αφτιÜ του δεν τρυποýσε.
     Τα ονειρικÜ Χριστοýγεννα, τýμπανο αστραφτερü για δþρο του επÞραν. ¸να μεγÜλο λαμπερü, με Þχο μαγεμÝνο. Δýναμη υπερφυσικÞ, το τýμπανο στον Þχο του κρατοýσε, και üλοι το φοβüντουσαν, κανεßς δεν το αψηφοýσε.
     Με αυτÜ τα λüγια τα φανταστικÜ, νανοýρισμα του δßδαν και ο ΜορφÝας με χαρÜ το χÝρι του κρατοýσε.
     Ο κüσμος Ýξω απü το σπßτι, θαρρþ δýσκολος πþς Þταν και ο ΓαλÜζιος μÜγος εκεß ποτÝ δεν κατοικοýσε. Κανεßς τους δεν τον Þξερε, κανεßς τους δε τον θÝλει.
     Ο αρχηγüς του κρÜτους απüφαση επÞρε, σε χþρα μακρινÞ και πλοýσια τον πüλεμο να κÜνει. Στρατüς μεγÜλος Ýφυγε, απþλεια μεγÜλη.
     ΠουθενÜ ο Πüλεμος δεν Ýβγαλε και στην αυλÞ του γýρισε σαν το πιστü σκυλß που τον αφÝντη του γυρεýει. Ο ουρανüς σκοτεßνιασε, το φþς τα σýννεφα σκεπÜσαν. 
     Λουλοýδια της αυλÞς μαρÜζωσαν, μαζß τους κι οι ανθρþποι. Θεßος τον ανιψιü επρüδιδε κι η μÜνα τα χÝρια εποýλαγε να ζÞσει τα παιδιÜ της, τÝτοια κατÜντια αληθινÜ ποτÝ μου δε ξανÜδα.
     Τα φαγητÜ τελειþσανε, στÝρεψαν τα βαρÝλια, πεßνα μεγÜλη ταραχÞ, στον κüσμο επικρατοýσε. Οι Üνθρωποι πολÝμαγαν με λýσσα και με πεßσμα, ποιος απü αυτοýς στον πüλεμο νικητÞς θε να 'ρθει.
     Κανεßς üμως το παιδß αυτü, να αγγßξει δεν μποροýσε, αφοý στο δωμÜτιο μικρü, κÜστρο μαγικü με ξüρκια εßχε χτßσει. Εßχε τον μÜγο σýμμαχο, και üπλο του το τýμπανο που φüβο δεν εγνþριζε και τρüμο προκαλοýσε.
     Μια μÝρα και ο πατÝρας του στο πüλεμο επÞγε κι απü τüτε πÝρασαν μÝρες πολλÝς και νÝα δεν επÞρε.
     Τα δÜκρυα του παιδιοý, το πρüσωπο του πνßξαν κι ο πüνος του αβÜσταχτα μες στην καρδιÜ του θÝριεψε κι Üλλο δε χωροýσε. Ο μÜγος τον εχÜιδευε, νερÜιδες τραγουδοýσαν, αλλÜ για τον πüνο του γιατρειÜ καμßα δεν κατεßχαν.
     Την Üλλη μÝρα το πρωß απüφαση επÞρε. Το τýμπανο στην μασχÜλη του εκρÝμασε, και στον μÜγο του προστακτικÜ του εßπε θαρραλÝα:
 -"ΜÜγε Ýλα μαζß, εσý και το τυμπανü μου, τον πατÝρα πÜω να βρω και να τον φÝρω πßσω"!

ΜÜταια προσπαθÞσαν, νερÜιδες, ξωτικÜ, απüφαση ν' αλλÜξει, αλλÜ κανεßς τους δεν κατÜφερε τη σκÝψη να δαμÜσει. Και το παιδß ξεκßνησε το δρüμο του να πÜρει. ΒγÞκε στο δρüμο κι Ýγειρε, το τýμπανο μπροστÜ του. ¸τσι þστε να φαßνεται κι ο κüσμος να φοβÜται. ΔεξιÜ του ο μÜγος και ζερβÜ του η νερÜιδα, σαν μια παρÝα ανßκητη διαβαßνανε το δρüμο.
     ΒÜραγε το τýμπανο με δýναμη και σθÝνος και Þχος μαγικüς στον χþρο απλωνüταν.
Τα δÜκρυα απü τα μÜτια του κυλοýσανε στο δρüμο κι üπου θαρρεßς κυλÜγανε λουλοýδια - Üνθη, μια σπιθαμÞ φυτρþναν. Το τýμπανο το βÜραγε κι üλοι αφουγκραζüνταν.

  Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ...

     Ο Þλιος τον καμÜρωσε, με γκρßζα σýννεφα καβγÜ μεγÜλο αρχßζει, να πÜρουνε τον δρüμο τους, το φþς του να περÜσει.
     Η πλÜση üλη Üκουγε και τα λουλοýδια Üνθιζαν. Χρþματα φαινüντουσαν και κÜποιων ανθρþπων κÜτω απü τα μαýρα μÜτια τους χαμüγελο ζωγραφιζüταν.

                        Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ...

     Τα τανκς πλÝον σταμÜτησαν κι οι πυροβολισμοß σωπÜσαν. Οι Üνθρωποι και τον καβγÜ σταμÜτησαν και την σφαγÞ επÜψαν.

                                              Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ...

     Οι λßμνες γßναν πÜλι μπλε, και οι θÜλασσες ηρεμÞσαν. Τα ζþα απü τις σπηλιÝς, εβγÞκανε να δοýνε τι συμβαßνει. Και ο κρυμμÝνος ο λαγüς βγÞκε, να δει με την σειρÜ του.

                                                                     Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ...

     ¸ξω απü το σπßτι Ýφτασε του αρχηγοý του μÝγα. Κι ο αρχηγüς τον φþναξε να μπει και να καθßσει κι ευθýς αμÝσως τον ρþτησε με θαυμασμü μεγÜλο:
 -"Τον φüβο δεν τον σκÝφτηκες, ζωÞ δεν αψηφÜς; 'Αραγε Üμυαλο παιδß τον πüλεμο δεν σκÝφτηκες και τη ζωÞ σου παßζεις";
 -"Και τη ζωÞ μου σκÝφτηκα και την δικιÜ σου αντÜμα, αλλÜ σαν το τýμπανο βαρÜ, κανÝνας δεν με σκιÜζει. Τον μÜγο Ýχω βοηθü και την νερÜιδα μÜνα. Η φýση αυτÞ με αγαπÜ κι εγþ με δÜκρυα την ποτßζω, απü το πρüσωπο, ψυχÞ και την καρδιÜ μου μÝσα. Εσý μεγÜλος και τρανüς, τον μÜγο δεν φοβÜσαι; Το τýμπανο δεν αψηφÜς; Τον πüλεμο λατρεýεις";
     ΓÝλιο πικρü, ειρωνικü απü τα χεßλη ξεγλßστρησε του αρχηγοý του μÝγα. Το σκÝφτηκε ξανÜ κι απüφαση επÞρε. Ο πüλεμος δεν τον συνÝφερε κι αυτÞ Þταν ευκαιρßα.
     ΒγÞκε στο μπαλκüνι του και μßλησε στον κüσμο.
 -"Ο πüλεμος σταμÜτησε! Ο πüλεμος τελειþνει"!

Ο κüσμος χειροκρüτησε και το παιδß καλοýσε, στο μπαλκονÜκι να φανεß σαν Þρωας μεγÜλος, γιατß αυτüς κατÜφερε το ρου της ιστορßας να αλλÜξει με την μßα. 
     Το παιδß üμως Þξερε και ντρÜπηκε πολý, τον δρüμο για τον γυρισμü αμÝσως τον επÞρε, να συναντÞσει τον πατÝρα, που πλÝον θα γυρνοýσε.
     Στον δρüμο τον σταμÜτησαν πολλοß και τον ρωτοýσαν:
 -"Εßναι αλÞθεια αυτü που λεν το τýμπανο σου μαγικü κι ο ΜÜγος σου προστÜτης, σε φýλαξαν, σε πρüσεχαν και σφαßρα δεν σε βρÞκε";
     Και το παιδß απÜντησε με απλüτητα μεγÜλη :
 -"Μην τα πιστεýετε üλα αυτÜ, παραμυθÜκια εßναι. Η Πßστη μου η ΘÝληση με πÞγαν παρÜ πÝρα. Εγþ εßμαι Ο ΜÜγος μου, εγþ το τýμπανο μου..."

                                                                                         11/2007

* Υποσημεßωση
     Ο Μορφεýς (ΜορφÝας), Ο ºκελος, Ο ΦοβÞτωρ (Φüβος) κι ο ΦÜντασος (Φαντασßα) εßναι αδÝρφια. ¼λοι μαζß ονομÜζονται "¼νειροι" κι εßναι οι θεοß των ονεßρων. Κατοικοýσαν στις ακτÝς του ωκεανοý, στη Δýση, σε Ýνα σπÞλαιο κοντÜ στα σýνορα του 'Αδη. Οι üνειροι, Ýστελναν τα üνειρα στους θνητοýς, μÝσα απü δýο πýλες που βρßσκονταν εκεß. Η μια Þτανε φτιαγμÝνη απü ΚÝρατο και μ' αυτÞ στÝλνανε τ' αληθινÜ üνειρα (προμηνýματα), ενþ με τη δεýτερη που 'ταν φτιαγμÝνη απü ελεφαντüδοντο, στÝλναν τα ψεýτικα üνειρα.





                  Η ΜικρÞ ΖωÞ Μας


ΜÝσα σε αυτÞ τη μικρÞ πüλη, τα πÜντα Þτανε μικροκαμωμÝνα. Μικροß οι Üνθρωποι, τελßτσες τüσες δα μικρÝς στο σýμπαν, μικρÝς και οι ψυχÝς τους. ΜικρÞ τους η ευγÝνεια, μικρÞ τους και η χαρÜ. 
ΜÝσα σε αυτÞν την μικρÞ πüλη, αυτü το πολýβουο μελßσσι, μýριοι μικροß Üνθρωποι με χρþματα πολýχρωμα ζωγρÜφιζαν Ýνα σκηνικü απü μικρÜ πλασματÜκια, στοιβαγμÝνα μÝσα σε μικρÜ σπßτια, με μικρÜ χερÜκια. Σαν χαιρÝταγε ο Ýνας τον Üλλο, μικρÞ η απüσταση που τους χþριζε, μικρÞ και η χαιρετοýρα. Μια καλημÝρα αν Ýπεφτε, μικρÞ Þταν και αυτÞ, η καληνýχτα δε οýτε απü κοντÜ δεν ακουγüτανε, ακüμα πιο μικρÞ αυτÞ.
ΜÝσα σε αυτÞ λοιπüν την πüλη, Ýνας μικρüς, πολý μικρüς μπüμπιρας, με Ýνα δüντι σαν γεννÞθηκε, üλοι φοβüντουσαν μην τον χÜσουνε. ΜικρÞ η πüλη, μικρü το σπßτι, μικρü το κρεβÜτι του μπüμπιρα, απειροελÜχιστα μικρüς ο ßδιος ο μπüμπιρας, σαν πÝσει απü την κοýνια, ποιüς θα τον βρει; Μη τον σκουπßσει με την μικρÞ της σκοýπα η μητÝρα του απü λÜθος;
     ΜεγÜλο το πρüβλημα, στην μικρÞ την πüλη!
     ΠερÜσανε τα χρüνια, ο μπüμπιρας μεγÜλωνε, στην αρχÞ λßγο Ýτσι þστε να φαßνεται ευκρινþς στην κοýνια του και αργüτερα αρκετÜ þστε να χωρÜει σε μεγαλýτερο κρεβÜτι. Σαν Ýγινε τρεις πüντους üλοι ζητωκραυγÜσανε, σαν Ýγινε πÝντε πüντους üλοι κουνÜγανε το μικρü τους κεφÜλι ευχαριστημÝνοι, σαν Ýγινε δεκαπÝντε πüντους Üρχισαν να ανησυχοýνε, σαν Ýγινε τριÜντα πüντους φωνÜξανε τον γιατρü.
     ¹ρθε ο μικρüς γιατρüς με τη μικρÞ του τσÜντα, Ýβγαλε απü μÝσα το μικρü στηθοσκüπιο, το Ýβαλε στα μικρÜ αυτιÜ του και τα ακοýμπησε στο μεγÜλο στÞθος του μπüμπιρα που χασκογÝλαγε συνÝχεια. Εßχε πλÝον πÜρει μüνος του Ýνα δωμÜτιο, δεν χþραγε σε κοýνια, δεν χþραγε σε κρεβÜτι και αν συνÝχιζε Ýτσι να μεγαλþνει δεν θα χþραγε οýτε στο σπßτι.
     Ο μικρüς γιατρüς λοιπüν, κοßταξε τον ασθενÞ μπüμπιρα με τα μικρÜ εργαλεßα του, σημÜδι ασθενεßας δεν βρÞκε. Γιγαντισμü τους εßπε, μÝχρι και σαρÜντα πüντους το πολý προβλÝπει να γßνει και πρüτεινε να μεταφερθεß σε ßδρυμα τÜχιστα! Απü τα μÜτια των γονιþν, μικρÝς στÜλες νεροý πÝσανε, μικρÞ στεναχþρια τους βρÞκε.
     Τον πÞγανε στο ßδρυμα του δþσανε στην αρχÞ Ýνα δωμÜτιο, μετÜ απü μερικοýς μÞνες Ýνα μεγαλýτερο και τÝλος το στÜδιο για να χωρÜει. Εßχε γßνει ο Üτιμος κοντÜ μισü μÝτρο, ποιü ψηλüς και πιο τερÜστιος απü τον καθÝνα στην πüλη. Στα πηγαδÜκια των μικρþν καφενεßων σοýσουρο για τον μπÝμπη γßγαντα υπÞρχε, ακüμα και ανÝκδοτα... ΦαντÜζεσαι να φτερνιστεß; Κατρßνα κατηγορßα Φ5 θα γßνει... και δþστου τα γÝλια. ¸κτος απü τους γονεßς, που ακüμα και τþρα δεν τον Üφηναν μüνο του. Εßχανε προσλÜβει γερανü, να μεταφÝρει την πÜνα του, να του κρατÜει την δεξαμενÞ με το γÜλα στον αÝρα.
     Μα ο μεγαλýτερος τρüμος τους Þταν η φαντασßωση της μÝρας που θα μπουσοýλαγε. Θα Ýπαιρνε σβÜρνα τα πÜντα, δεν θα Ýμενε σπßτι για σπßτι στην πüλη üρθιο. Εßπανε τον φüβο τους στον δÞμαρχο και αυτüς με την σειρÜ του στο πρωθυπουργü. Να μεταφερθεß στην εξοχÞ, μακριÜ απü την πüλη! Οýρλιαξε ο πρωθυπουργüς και αυτüς με την σειρÜ του ενημÝρωσε τον πρüεδρο της δημοκρατßας και τον στρατü.
     ΜερικÝς μÝρες πριν την μεταφορÜ του με ειδικü γερανü στην εξοχÞ, ο μπüμπιρας πÝταξε την πρþτη του λÝξη:
 -"Ιεν λÝπω", εßπε στην μητÝρα του... Δεν βλÝπω, το μετÜφρασε η μαμÜ και ξαναφþναξε τον μικρü γιατρü.
 -"Το παιδß δεν βλÝπει", του εßπε με αγωνßα ..
     ¹ρθε πÜλι ο μικρüς γιατρüς με την μικρÞ του τσÜντα, Ýβαλε μια σκÜλα και κοßταξε απü κοντÜ τα μεγÜλα πρÜσινα μÜτια του μπüμπιρα. Εμ! ΒÝβαια αποφÜνθηκε με στιβαρü ýφος, ο γιατρüς.
 -"Το παιδß Ýχει καταρÜχτη, πρÝπει να γßνει αμÝσως επÝμβαση".
     ΠαρακÜλεσαν τον στρατü, τον δÞμαρχο και τον πρωθυπουργü να κÜνουν λßγο υπομονÞ να γßνει η εγχεßρηση και μετÜ θα το πηγαßναν στην εξοχÞ üπως Ýπρεπε. Κι Ýτσι Ýγινε. Μια μÝρα Þρθαν τÝσσερα μικρÜ ελικüπτερα με τα μικρÜ τους κανüνια laser, υπü την καθοδÞγηση του μικροý γιατροý, ρßξανε τη φωτεινÞ δÝσμη σε κÜθε μÜτι. ΜετÜ η πρþτη μοßρα αεροπορßας σε συνδυασμü με τον ορειβατικü σýλλογο, περÜσανε στα μÜτια του με πολý κüπο μια ειδικÞ τÝντα-επßδεσμο -ειδικÞ παραγγελßα- για να κλεßσουνε τα μεγÜλα μÜτια του μωροý.
 -"Μη φοβÜστε", εßπε ο μικρüς γιατρüς. "ΜικρÞ εγχεßρηση Þτανε, το δýσκολο Þταν να πεßσουμε την αεροπορßα να βοηθÞσει, αφοý το καταφÝραμε..."
     Οι γονεßς εκφρÜσανε Ýνα μικρü ευχαριστþ στον μικρü γιατρü και τον πλÞρωσαν με μικρü νüμισμα. Ο γιατρüς Üφησε Ýνα μικρü χαμüγελο ικανοποßησης και γýρισε πßσω στο μικρü του σπßτι, ευχαριστημÝνος γιατß για πρþτη φορÜ üλα τα ΜΜΕ ασχολÞθηκαν μαζß του, πλÝον Þταν διÜσημος.
     ¼ταν ξÜναρθε η αεροπορßα κι ο ορειβατικüς σýλλογος και του ξεδÝσανε τα μÜτια, μια λÜμψη Þρθε στα μÜτια του μικροý παιδιοý. Και μετÜ αμÝσως μια θλßψη. Αν και τüσο μικρüς σε ηλικßα, κατÜλαβε üτι αυτüς Þταν πολý μεγÜλος για να χωρÝσει σε μια τüσο μικρÞ πüλη. Πολý μεγÜλος για να δεχτεß μια τüσο μικρÞ αγκαλιÜ απü την ελÜχιστα μικρÞ μητÝρα του. Κι απü τüτε Üρχισε να συρρικνþνεται, κÜθε μÝρα και πιο πολý. Στην αρχÞ πÝντε πüντους, μετÜ δÝκα και τÝλος εικοσιπÝντε πüντους. ¼ταν Ýφτασε στους δÝκα πüντους, χαμογÝλασε ευχαριστημÝνα κι οι μικροß του γονεßς τον πÞραν μια μικρÞ αγκαλιÜ. Ο δÞμαρχος Üφησε στα κανÜλια μια μικρÞ δÞλωση, υπερηφÜνειας, üτι με την δικÞ του συμβολÞ ο φüβος εξανεμßστηκε.
     Απü τüτε ο μπüμπιρας αναπτýχθηκε κανονικÜ, πÞγε σχολεßο σαν üλα τα Üλλα παιδιÜ, πÞγε στρατü, πÞγε στο μικρü πανεπιστÞμιο, ασχολÞθηκε με την μικρο-φιλοσοφßα και τη μικρο-φιλολογßα, δοýλεψε σε μια μικρÞ πüλη, Ýγινε διÜσημος και πλοýσιος.
     Σε κÜποια διÜλεξη, απü αυτÝς που τον καλοýσαν συχνÜ, κÜποιος τον ρþτησε:
 -"Ποιüς εßναι ο δρüμος για να γßνει κÜνεις μεγÜλος σαν εσÜς"; (στη λÝξη μεγÜλος Ýνας μακρüσυρτος Þχος αναστÜτωσης πλημμýρισε την αßθουσα).
 -"Να εßσαι τυφλüς στα μικρÜ, να πιστεýεις üτι üλα εßναι μεγÜλα", του απÜντησε ο πλÝον μεγαλωμÝνος μπüμπιρας, μ' Ýνα πλατý Þρεμο χαμüγελο.
     Και ζÞσαν üλοι αυτοß μικροß κι εμεßς ακüμα μικρüτεροι...

                                               Το ΜελÜνι

Εκεßνο το βρÜδυ, Þταν σαν üλα τα Üλλα βρÜδια, βαρετü και ατÝλειωτο. ¿σπου Ýνας οßστρος με τýλιξε, σαν βüας με Ýσυρε μÝχρι το γραφεßο, Ýπιασα τον κονδυλοφüρο και Üρχισα να γρÜφω, ασταμÜτητα, με τα μÜτια κλειστÜ και τη φαντασßα απü πÜνω μου καβÜλα σε δýο πανÝμορφα Üλογα, συμπλÞρωνα τις λÝξεις με Üνεση, χωρßς σκÝψη, σαν αυτÜ τα χÝρια θαρρεßς εßχαν μια μαγεßα μÝσα τους.
    Μια κλεφτÞ ματιÜ üμως στο χαρτß μ' Ýκανε να αναρριγÞσω.
     Το χαρτß Þταν Üδειο... κενü απü λÝξεις, κενü απü μελÜνι, απü οποιαδÞποτε γραφÞ. ΣÜστισα! κοßταξα την πÝνα μου, δεν Ýβρισκα ελÜττωμα. ΠÞρα Üλλη, τα ßδια, δοκßμασα με τρεις διαφορετικÝς, το χαρτß Ýμενε ανÝπαφο. Εßχα τρελαθεß! Σηκþθηκα üρθιος, Ýβαλα τα χÝρια πßσω απü την πλÜτη. Αυτü Þταν ανÞκουστο, να μη γρÜφει καμßα πÝνα;
     Σταýρωσα το δωμÜτιο, απü Üκρη σ' Üκρη, σκÝψεις βαριÝς, χοντρÝς μ' Ýλουσαν! Εßχα τον οßστρο, δεν εßχα το μÝσο να τον κÜνω αθÜνατο! Το αποφÜσισα, Ýτρεξα να πÜρω το οποιαδÞποτε μολýβι, απü το απÝναντι ψιλικατζßδικο παρακαλþντας τον οßστρο να μη φýγει, Üφησα τα πÜντα üπως Þτανε στο σπßτι, Ýτσι þστε γυρνþντας να ξεγελαστþ, üτι ποτÝ δεν Üφησα το σπßτι...
     Ματαßως! Το ßδιο συνÝβη με τα επüμενα τριανταπÝντε μολýβια και τις επüμενες δÝκα πÝνες. ΜÜλιστα για να εßμαι σßγουρος üτι δουλεýει η κÜθε αγορÜ μου, Ýβαζα τον ßδιο τον ψιλικÜ-τα πÜντα Ýχω, να δοκιμÜζει παρουσßα μου το προúüν σ' Ýνα κομμÜτι χαρτß. Μüλις γýριζα στο σπßτι, πÜλι τα ßδια. Απελπισßα, μαýρη σαν τη τρýπα του Κολοκοτρþνη μ' εßχε ζþσει. Αλßμονο ο οßστρος μου θα πÞγαινε σ' Üλλο συγγραφÝα, Þμουνα καταδικασμÝνος να μη μεταφÝρω ποτÝ το αριστοýργημα μου σε χαρτß. Φανταζüμουν Þδη τη σκηνÞ, εγþ απλüς θεατÞς στη βρÜβευση ενüς Üσημου συγγραφÝα, που απλÜ τον επισκÝφτηκε ο ταλαντοýχος οßστρος, στον ýπνο του. Κι εγþ να χειροκροτþ, μελαγχολικÜ με δÜκρυα στα μÜτια.
     ¼χι δεν Þταν δυνατü, να το αφÞσω να περÜσει Ýτσι, Ýπρεπε να στραφþ σε βοÞθεια, αλλÜ ποιüν; 'Ανοιξα την ατζÝντα μου, τη ξεφýλλισα με ταχýτητα, κανεßς δεν Ýμοιαζε ικανüς Þ Ýστω να αρμüζει στο ελÜχιστο η επαγγελματικÞ του δραστηριüτητα στο πρüβλημα μου... εκτüς απü Ýναν! Απορþ πως δεν τον σκÝφτηκα απü την αρχÞ! Γýρισα νευρικÜ τα ατελεßωτα νοýμερα στο καντρÜν, κρατþντας το ακουστικü με το Ýνα χÝρι και σταματþντας ανÜμεσα, να σκουπßσω τις στÜλες μεγÝθους μικροý αρακÜ, απü το μÝτωπο μου. Μια φωνÞ, Ýκοψε τις ανÞσυχες σκÝψεις μου στην μÝση:
 -"Bonjour"?
 -"M. Vantick s'il vous plaît?" εßπα με üση προφορÜ μποροýσα να επιστρατεýσω.
 -"Oui! je suis Mr Vantick.Qui?" ρþτησε η φωνÞ
 -"Ο Ν.Κ. εßμαι!" φþναξα λεβÝντικα και σηκþθηκα üρθιος.
 -"Που 'σαι ρε κÜθαρμα;" μου απÜντησε.
 -"στα αυτÜ, Ýχω Ýνα σοβαρü πρüβλημα..." Του εξÞγησα με πÜσα λεπτομÝρεια το πρüβλημα μου. Δεν δßστασα δε να μετατρÝψω την φωνÞ μου σε τρεμÜμενη με σκοπü να τονßσω την σπουδαιüτητα του προβλÞματος μου..
 -"¸λα μωρÝ χριστιανÝ! Δεν εßναι δα και τßποτα αυτü!" μου απÜντησε ευθýς αμÝσως.
 -"Τß δεν εßναι τßποτα;" απÜντησα εξαγριωμÝνος για την απÜθεια της αντßδρασης του.
 -"ΗρÝμησε, εßναι απλü πως δεν το εßχες σκεφτεß νωρßτερα";
 -"Ποιü;" πλÝον η υπομονÞ κι η ευγÝνειÜ μου Üρχισαν να στριμþχνονται στο κÜτω μÝρος της κοιλιÜς, αφÞνοντας να περÜσουν μπροστÜ η αυθÜδεια κι η οργÞ. ¹τανε θÝμα λεπτþν να εκραγþ σαν πυροτÝχνημα ýβρης και ασýδοτων εκφρÜσεων! ¼λα τα ανεχüμουνα στις κοινωνικÝς μου επαφÝς, εκτüς απü την απÜθεια και την στωικüτητα... ειδικÜ σε τÝτοια λεπτÜ ζητÞματα...
 -"Νομßζεις üτι φταßνε οι πÝνες";
 -"Μα ποιüς μπορεß να φταßει";
 -"Το χαρτß"!
 -"Το χαρτß;" Ýμεινα Ýκθαμβος! "Μα και πÜλι δεν μπορεß, σ' Ýνα χαρτß Üμα ακουμπÞσεις πÜνω το μολýβι, γρÜφει! ΓρÜφει το Üτιμο το χαρτß, δε χαλÜει"!
     ¸να δυνατü γÝλιο ακοýστηκε απü την Üλλη μεριÜ του τηλεφþνου, που πÜλι μ' Ýφερε στα πρüθυρα ανατßναξης.
 -"Κι εßσαι και συγγραφÝας του λüγου σου, χα χα! Βρε! δε ξÝρεις üτι το μελÜνι εßναι μια ψευδαßσθηση; Στην πραγματικüτητα εσý χαρÜζεις το δÝρμα του χαρτιοý, η πÝνα σου εßναι το τροχισμÝνο λεπßδι, που αναζητÜ το τÝλος, και αυτü πνßγεται στο μαýρο αßμα του, σε κÜθε σου κßνηση, σε κÜθε λÝξη... Αυτü που Ýχεις εκεß εßναι μÜλλον Üψυχο, παγωμÝνο, δεν Ýχει πια οýτε μια στÜλα μÝσα του για να ματþσει..."

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers