Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Αρχαία Ελλ Γραμμ 

Αίσωπος: Μύθοι

 Γκόγια: Αίσωπος
               Βιογραφικό

     Αρχαίος Έλληνας μυθοποιός που αμφισβητείται η ύπαρξή του. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες.Η γέννησή του τοποθετείται τον 7ο αιώνα π.Χ, η δράση του όμως τον 6ο και τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Φρυγία, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις ή την Αίγυπτο. Όπως γίνεται και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουνε θέλοντάς τονε δικό τους. Όλα τα σημεία της γής που επισκέφτηκε. Ήτανε παθιασμένος ταξιδευτής.
     Μεταγενέστερες  μαρτυρίες τον αναφέρουνε να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των 7 Σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους των. Επίσης τονε φέρουνε στις Σάρδεις στην Αυλή του βασιλιά Κροίσου του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Τη βιογραφία του συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτήν ένα σωρό ανέκδοτα γα τη ζωή και την εν γένει δράση του. Θεωρείται επίσης σαν ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας.
     Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα από οικογένεια δούλων το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήτανε δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα, έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του μαντείου το 560 μ.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίσ
τηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού. Κατά τον Αριστοφάνη, καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί σφετερίστηκε ιερά δώρα του Κροίσου.
     Σύμφωνα λοιπόν με μιαν εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τονε θανατώσουν με δόλο. Πήρανε λοιπόν από το ιερό του ναού "φιάλην χρυσήν" και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Ύστερα τονε κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τονε καταδίκασανε σε θάνατο και τονε σκοτώσανε ρίχνοντας τον στον γκρεμό από τη κορφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.

     Επιλογή μύθων του σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρέας στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται

και μόνo ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου (ελληνικά), του Φαίδρου (λατινικά) κι άλλων, διασώσανε το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουνε συγκεντρωθεί σε "Συλλογή Αισώπειων Μύθων" και πρωταγωνιστές σ' αυτούς είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως αλεπού, λύκος, λιοντάρι, ελάφι κ.ά. Κυρίως  είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς.  Είναι δε αυτοί μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι του έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.
     Λέγεται πως έλεγε τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα τους διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουνε στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με τη παρατηρητικότητα και τη βαθειά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι τρέχανε κοντά του ν' ακούσουνε κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά-σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σαν ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα. Διηγείται δε ο Πλάτων, πως ο Σωκράτης στο κελί του, στιχουργούσε με τους "Μύθους" του, μέχρι τις τελευταίες του μέρες.

     Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αίσωπος ήτανε ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε, ήταν
ε δούλος, οι Αθηναίοι του στήσαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας, πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του να τιμάται. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήτανε πολύ γνωστός "λογοποιός". Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία κι ανέκδοτα. 'Αλλοι υποστηρίζουν ότι δε δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να  επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ' αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ' αυτούς.

     Σε μιαν άλλη εκδοχή, δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος βοσκός. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τονε βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τονε κατηγόρησε στο αφεντικό, τον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσσου να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τονε πήρε μαζί του σα δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τονε πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυία του, τον απελευθέρωσε.
     Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουνε για να πλουτίζουνε, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούνε τα κτήματά τους και να φροντίζουνε τα ζώα τους ζούσαν από τ' αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγιδέψανε, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγορήσανε για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τονε δίκασαν άδικα και τονε καταδικάσανε σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδρυάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.
     Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου. Όπως και να 'χει, επειδή υποστήριζε μια ζωή την αλήθεια, ήτανε φυσικό να δολοφονηθεί. Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι δεν έγραψε μήτε μια λέξη, αλλά όλους τους Μύθους τους έλεγε με το στόμα.
     Πρώτη φορά εκτυπωθήκανε στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ. ακολούθησε αυτή του Παρισιού το 1547 κι από τότε έχουν κυκλοφορήσει σε πάρα πολλές γλώσσες. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση (1852) στη Λειψία σπό τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιαστήκανε κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουνε διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδoση τους έγινε από τον Οίκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδίνου (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που ζήσανε τον 16ο αιώνα.
 
     Οι Αισώπειοι Μύθοι ήτανε γραμμένοι σε πεζό λόγο. Ως γνωστό, μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος, η ποίηση, εθεωρείτο μοναδικό εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κι ως πρωτοπόρος στο είδος του. Ιδεολογία των είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία Δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής. 


----------------------------------------------------------------------------------------------

                                     Το Πάθημα Του Λύκου

     Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι -που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων- αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπρος του, για να του πούνε τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί. Όλα τα ζώα είπανε τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε κι η σειρά του λύκου.

 -"Βασιλιά μου", είπε με σεβασμό, "δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε κι όσα ζώα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουνε. Το μόνο ζώο που ξέρει από

φάρμακα είναι η αλεπού! Μ' αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήρθε στο κάλεσμά σου. 'Ακουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου κι ότι δεν τη νοιάζει κι αν πεθάνεις". Ο λύκος τα 'πε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε χώνευε την αλεπού κι ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα τη τιμωρούσε!

 -"Ώστε έτσι!" φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι. "Να τη βρείτε αμέσως και να τη φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα"!

     Ο λύκος έτριψε τα... χέρια του από τη χαρά του. Είχεν έρθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι, όμως, πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού.

 -"Αυτό κι αυτό συμβαίνει!" της είπε. "Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει".

 -"Σ' ευχαριστώ, καλό μου πουλάκι", του είπε η αλεπού. "Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλυτώσω".
     Μάζεψε τότε μερικά αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για τη σπηλιά του λιονταριού. Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισεν από το κακό του.

 -"Σου 'φερα αυτά τα βότανα", είπεν η πονηρή αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι, "για να γίνεις καλά..."

 -"Έλα εδώ!" της φώναξε. "Που ήσουν; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά μου";

 -"Ναι, βασιλιά μου", του απάντησε με θάρρος η αλεπού. "Το 'μαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, γι' αυτό κι εγώ, πριν έλθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουνε καλά".

     Ο θυμός του λιονταριού έπεσεν αμέσως.

 -"Ώστε, γι' αυτό άργησες να έλθεις;" της είπε. "Καλά έκανες... Θα... γίνω καλά όταν πάρω αυτά τα βότανα";

 -"Ναι, βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τ' ανακατέψεις με κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο..."

 -"Με τί;" ρώτησε το λιοντάρι.

 -"Να τα βράσεις μαζί με μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια συ ξέρεις που θα τη βρεις".

 -"Και βέβαια ξέρω!" φώναξε το λιοντάρι. "Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου"!

     Το 'πε και το 'κανε αμέσως. Έτσι η πονηρή η αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.

                             Η Χελώνα Που Ήθελε
Να Πετάξει

     Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μια χελώνα, που 'χε ένα μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.

 -"Τί κατάρα είναι αυτή!" έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. "Σέρνω μέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι κι είμαι καρφωμένη πάνω στη γη. Αχ, να 'μουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να 'χα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουνε πετάνε και βλέπουνε τον κόσμο από ψηλά".

     Μια μέρα δυο πάπιες ακούσανε το παράπονό της και τη λυπηθήκανε.

 -"Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα-χελώνα;" τη ρώτησαν.

 -"Αν θέλω;" απάντησε η χελώνα. "Αυτό είναι το πιο μεγάλο μου όνειρο. Να πετάξω μια φορά κι ας πεθάνω, που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς";

 -"Υπάρχει ένας τρόπος", της είπε η μια πάπια. "Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ κι η αδελφή μου θα πιάσουμε με τα ράμφη μας τις δυο άκρες και θα σε πάρουμε

μαζί μας".

 -"Ναι, ναι!" φώναξε ενθουσιασμένη η χελώνα. "Ωραία ιδέα! Εμπρός, ας μην αργούμε"! Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το πιάσανε κι οι πάπιες με τα ράμφη, τινάξανε τα φτερά τους και πετάξανε ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα μαζί τους.

     Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όμορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όμως, μέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για μια στιγμή πίστεψε ότι θα μπορούσε να πετάξει και μόνη της! Έτσι η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε με τα δόντια και φυσικά, με το μεγάλο βάρος που 'χε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε...

     Αυτό μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να 'ναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του 'δωσεν ο Θεός και να μη ζηλεύει τ' άλλα πλάσματα...

                                 Ο Γάιδαρος Του Φτωχού

     Μια φορά κι ένα καιρό, ένα κατάλευκο, όμορφο και περήφανο άλογο, έσερνε το αμάξι ενός πλούσιου άρχοντα. Πλάι του βρέθηκε για μια στιγμή να περπατά ένας φτωχός και ταπεινός γαϊδαράκος, που κουβαλούσε τα ξύλα ενός χωρικού. Το άλογο περήφανο, του 'ριξε μια πλάγια ματιά και του 'πε:

 -"Φτωχέ μου γάιδαρε, θα πρέπει να 'ίσαι πολύ δυστυχισμένος".

 -"Γιατί;" τονε ρώτησεν ο γάιδαρος.

 -"Επειδή υπηρετείς ένα φτωχό χωρικό".

 -"Ίσα-ίσα που 'μαι πολύ ευχαριστημένος", απάντησεν ο γάιδαρος. "Δουλεύω σκληρά τη μέρα, μα το βράδυ έχω όσο άχυρο επιθυμεί η ψυχή μου".

 -"Δυστυχισμένε!" είπε πάλι το άλογο. "Αν ήξερες πόσον όμορφα περνώ εγώ, που υπηρετώ ένα πλούσιο κύριο! Βέβαια, εργάζομαι κι εγώ, αλλά δε κουβαλώ ξύλα, σαν και σένα. Σέρνω ένα πολυτελέστατο αμάξι. Απ' όπου περνάμε, όλοι παραμερίζουνε

και βγάζουνε τα καπέλα τους με σεβασμό ενώ σένα, ποιός σου δίνει σημασία; Ξέρεις τι κουβαλώ σήμερα; Δυο κιβώτια με χρυσάφι! Λοιπόν, δε με ζηλεύεις";

 -"Όχι, δε σε ζηλεύω καθόλου!" του 'πεν ο γάιδαρος.

 -"Δε με ζηλεύεις που κουβαλώ χρυσάφι μέσα σ' αυτή τη πολυτελέστατη άμαξα;" απόρησε τ' άλογο.

 -"Όχι"!

 -"Πρόσεξες τα χαλινάρια μου; Είναι ολοκαίνουργια κι από δέρμα, ενώ το δικό σου καπίστρι είναι φτιαγμένο από σκοινί! Φτωχέ μου γάιδαρε, θα πρέπει, στ' αλήθεια να 'σαι πολύ δυστυχισμένος"!

 -"Μα, αφού σου λέω πως είμαι ευτυχισμένος!" επέμενε ο γάιδαρος.

     Ξάφνου, από τη στροφή του δρόμου παρουσιαστήκανε τρεις ληστές! Ένας απ' αυτούς χτύπησε μ' ένα ξύλο δυνατά το άλογο για να το αναγκάσει να σταματήσει κι έπειτα, αφού δέσανε τον αμαξά, πήρανε τα δυο κιβώτια με το χρυσάφι κι έφυγαν. Το άλογο στεκόταν καταλυπημένο γι' αυτό που είχε συμβεί, μα ο γάιδαρος γελούσε δίπλα του.

 -"Ε, παλιόφιλε!" του 'πε. "Πιο πριν ήσουν περήφανο που κουβαλούσες χρυσάφι κι έλεγες εμένα δυστυχισμένο. Λοιπόν, τί λες, τώρα; Εμείς οι ταπεινοί μπορεί να 'χουμε τη φτώχεια μας, αλλά έχουμε τουλάχιστον ήσυχο το κεφάλι μας! 'Αντε γεια σου τώρα και περαστικά".


                                           Το Κόλπο Του Γάτου

     Μια φορά κι ένα καιρό, ένας γάτος και μια αλεπού γίνανε φίλοι κι αποφάσισαν να γυρίσουν μαζί τον κόσμο. Από φαγητό δε δυσκολεύονταν διόλου γιατί, κάθε φορά που πεινούσαν, η αλεπού άρπαζε κι από ένα κοτόπουλο και το τρώγανε.

 -"Λοιπόν;" είπε μια μέρα η αλεπού. "Πώς σου φαίνομαι; Δεν είμαι καταπληκτική";

 -"Γιατί κυρα-Μαριώ;" τη ρώτησεν ο γάτος.

 -"Είδες με πόσην εξυπνάδα και τέχνη κλέβω τα κοτόπουλα από τα κοτέτσια; Έχουνε δίκιο όταν λένε πως είμαι το πιο πονηρό ζώο".

 -"Να σου πω", της απάντησε ο γάτος, "ξέρω κι εγώ ένα κόλπο, που αξίζει πιότερο από τη πονηριά σου".

 -"Ποιό κόλπο;" τονε ρώτησεν η αλεπού.

 -"'Ασε, θα στο πω αργότερα".

 -"Γιατί δε μου το λες τώρα";

 -"Προτιμώ να στο δείξω στη πράξη, για να το καταλάβεις".

 -"Αλλά δε τα καταφέρνω μόνο με τα κοτόπουλα", συνέχισε η αλεπού. "Ξέρω να φτιάχνω τη φωλιά μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορώ να βγαίνω εύκολα απ' αυτή χωρίς να κινδυνεύω".

 -"Κι εγώ ξέρω ένα έξυπνο κόλπο", είπε πάλι ο γάτος.

 -"Δε θα μου πεις το κόλπο σου;" ξαναρώτησεν η αλεπού.

 -"Όχι ακόμα, κάνε υπομονή".

 -"Μπορώ ακόμα", είπε η αλεπού, "ν' αποφεύγω τις παγίδες που μου στήνουν οι χωρικοί κοντά στα σπίτια τους, για να με πιάσουνε. Πώς σου φαίνεται";

 -"Σε παραδέχομαι, κυρα-Μαριώ, αλλά... έχω κι εγώ το κόλπο μου".

 -"Α, δε σου είπα και το άλλο. Κρύβομαι με τέτοιο τρόπο ανάμεσα στους θάμνους, που μπορώ να ξεγελάσω ακόμα και τα πουλιά..."

 -"Έχω κι εγώ το κόλπο μου", είπε για μιαν ακόμα φορά ο γάτος.

 -"Μα, επιτέλους, ποιό είναι αυτό το κόλπο;" θύμωσεν η αλεπού.

 -"Μη βιάζεσαι κυρα-Μαριώ να το μάθεις".

 -"Μου φαίνεται ότι με κοροϊδεύεις! Εγώ σου τα 'πα όλα κι εσύ..."

     Κείνη τη στιγμή παρουσιαστήκανε δυο άγρια σκυλιά και τους στρώσανε στο κυνήγι.

 -"Τώρα θα δεις το κόλπο μου!" είπεν ο γάτος στην αλεπού και μ' ένα πήδημα έφτασε κοντά σ' ένα δέντρο και σκαρφάλωσε εύκολα στα κλαδιά του. "Είδες ποιό είναι το κόλπο μου;" είπε τότε ο γάτος στην αλεπού...
    
Κι η αλεπού που δε μπορούσε να σκαρφαλώσει σαν το γάτο, προσπάθησε να γλυτώσει με τη τρεχάλα. Μα οι δυο σκύλοι τη φτάσανε και της έκοψαν την ουρά και το αφτί. Με πολύ κόπο κατάφερε να σώσει τη ζωή της και κατάλαβε από τη μέρα κείνη, ότι το κόλπο του γάτου άξιζε πιότερο από τη πονηριά της.

                                     Ένας Πονηρός Αγριόγατος

     Σ' ένα μεγάλο δέντρο του δάσους είχανε φτιάξει τις φωλιές τους κι έμεναν με τα

παιδιά τους δυο ζώα κι ένα πουλί. Ανάμεσα στις ρίζες του δέντρου είχε φτιάξει τη

φωλιά του έν αγριογούρουνο, σε μια τρύπα του κορμού έμενε ένας αγριόγατος και σ' ένα κλαδί είχε τη φωλιά του ένα γεράκι. Στην αρχή βρίσκαν άφθονη τροφή στο δάσος, αλλά σιγά-σιγά λιγόστευε. Αυτό του κακοφάνηκε του αγριόγατου και πονηρός καθώς ήταν, αποφάσισε να βρει ένα τρόπο ώστε να διώξει τους δυο γείτονές του για να μείνει μόνος και να βρίσκει εύκολα τη τροφή του. Μια και δυο ανεβαίνει ως τη φωλιά του γερακιού και του λέει:

 -"Αυτός ο γείτονας μας, το αγριογούρουνο, δε μου αρέσει. Σκάβει συνέχεια στις ρίζες και φοβάμαι ότι καμιά μέρα θα ρίξει το δέντρο".

 -"Αλήθεια;" είπε το γεράκι φοβισμένο.

 -"Ναι, δεν έχεις προσέξει πώς τρέμει το δέντρο όταν φυσά ο αέρας";

 -"Ω... έκανες πολύ καλά που μου το 'πες και σ' ευχαριστώ!" απάντησε το γεράκι. "Θα πάρω τα παιδιά μου αμέσως και θα φύγω για να μη σκοτωθούνε τα καημένα!

 -"Γι' αυτό στο 'πα κι εγώ, γιατί λυπήθηκα τα παιδιά σου".

 -"Κι εσύ;" τον ρώτησε το γεράκι. "Θα μείνεις";

 -"Αστειεύσαι; Θα φύγω όσο μπορώ πιο γρήγορα"!

     Ο πονηρός αγριόγατος κατέβηκε αμέσως στη φωλιά του αγριογούρουνου.

 -"Καλημέρα, γείτονα", του 'πε. "Θέλω να σου πω κάτι... Πώς σου φαίνεται αυτός ο γείτονας μας, το γεράκι; Όλο για τα παιδιά σου μιλά. Πρόσεχε μη σου αρπάξει κανένα

όταν λείπεις".

     Το αγριογούρουνο φοβήθηκε.

 -"Μου λες αλήθεια, γείτονα;" ρώτησε.

 -"Γιατί να σου πω ψέματα; Ξέρεις στα γεράκια δε πρέπει να 'χει κανείς εμπιστοσύνη... Κι έτσι όπως είναι παχουλούτσικα τα παιδιά σου... Χμ... εγώ στη θέση σου θα τα 'παιρνα και θα 'φευγα μακριά απ' αυτό το δάσος".

 -"Σ' ευχαριστώ που με ειδοποίησες", είπε το αγριογούρουνο. "Θα πάρω τα παιδιά μου και θα φύγω μακριά για να μη κινδυνεύουν".

     Έτσι, σε λίγο ο αγριόγατος έμεινε μόνος του στο δέντρο και στο δάσος και μπορούσε τώρα να βρίσκει εύκολα τη τροφή του... Με τη πονηριά του κατάφερε, ό,τι δε θα κατάφερνε ποτέ με τη δύναμη του.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers