Βιογραφικü
O Paul Verlaine (Πωλ Βερλαßν Þ Πολ ΒερλÝν για τους ελληνÜρες 30/3/1844, Μετζ 8/1/1896, Παρßσι) Þτανε ΓÜλλος ποιητÞς που συνδÝθηκε με τη σχολÞ του παρνασσισμοý κι αργüτερα αποτÝλεσε ηγετικÞ φυσιογνωμßα του κινÞματος του συμβολισμοý και της ΠαρακμÞς. Χαρακτηρßζεται ως Ýνας καθαρÜ λυρικüς ποιητÞς που σημÜδεψε μßα μετÜβαση απü το ρομαντισμü στο κßνημα του συμβολισμοý, και διακρßνεται για τo μουσικü αποτÝλεσμα της γραφÞς του, μÝσα απü τη χρÞση αρκετþν μυστικþν της γαλλικÞς προσωδßας, üπως τις παρηχÞσεις, τις συνηχÞσεις και τους ανισοσýλλαβους στßχους. ΠαρÜ το γεγονüς πως το Ýργο του επÝδρασε καταλυτικÜ στη διαμüρφωση του συμβολισμοý, ο ßδιος αργüτερα τον αποκÞρυξε, καθþς το κßνημα απÝκλινε ακüμα περισσüτερο απü τις παραδοσιακÝς ποιητικÝς φüρμες, ενþ ο Βερλαßν υποστÞριζε την αναγκαιüτητα ορισμÝνων, üπως για παρÜδειγμα της ομοιοκαταληξßας του στßχου.
ΓεννÞθηκε στο Μετς κι ανατρÜφηκε σε Üνετο οικογενειακü περιβÜλλον που του εξασφÜλισαν οι γονεßς του, ο στρατιωτικüς ΝικολÜ-Ωγκýστ κι η Ελßζα-Στεφανß ΝτεÝ. Τη περßοδο 1851-61 ολοκλÞρωσε τις σπουδÝς του, φοιτþντας αρχικÜ στο ßδρυμα Landry και κατüπιν στο λýκειο Bonaparte (σÞμερα Condorcet) του Παρισιοý. Το 1862 απÝκτησε το baccalauréat, με διÜκριση στα λατινικÜ και για χρονικü διÜστημα εργÜστηκε ως υπÜλληλος σε ασφαλιστικÞ εταιρεßα και στο δημαρχεßο του Παρισιοý. Η ενασχüλησÞ του με τη ποßηση εßχε ξεκινÞσει νωρßτερα κι Ýγινε πιο συστηματικÞ λüγω της συναναστροφÞς του με τους λογοτεχνικοýς κýκλους της πüλης.
Ο Βερλαßν Þρθε σε επαφÞ με την ομÜδα των παρνασσιστþν κι Üλλους σýγχρονους ποιητÝς, üπως τον ΜαλαρμÝ και τον Ανατüλ Φρανς, ενþ ποιÞματÜ του Üρχισαν να δημοσιεýονται στις περιοδικÝς εκδüσεις τους. Το ποßημα "Mr Prudhomme" Þτανε το πρþτο που δημοσιεýτηκε, στην Ýκδοση La Revue du Progrès του Louis Xavier de Ricard, το 1863. Τρßα χρüνια αργüτερα δημοσιεýτηκε η πρþτη ποιητικÞ συλλογÞ του, με τßτλο "Poèmes Saturniens", που θεωρεßται πως διαπνÝεται απü τα συναισθÞματÜ του για την εξαδÝλφη του Ελßζα, με την οποßα Þταν ερωτευμÝνος.
Στη περßοδο της ΠαρισινÞς Κομμοýνας, ανÝλαβε διευθυντικÜ καθÞκοντα στο γραφεßο τýπου της Κομμοýνας και πιθανþς ο φüβος των αντιποßνων της Γ' Δημοκρατßας αποτÝλεσε Ýναν απü τους λüγους της ýστερης μποÝμ στÜσης ζωÞς του. Αýγουστος 1870 παντρεýεται τη 16χρονη Ματßλντ ΜοτÝ και μετακομßζει στα πεθερικÜ του στο Παρßσι. ΣεπτÝμβρης 1871 χρονολογεßται η γνωριμßα του με το Ρεμπþ, γεγονüς που επÝδρασε καταλυτικÜ στη ζωÞ του. Ξεκßνησε να του στÝλνει γρÜμματα Ýνας 17χρονος Ýφηβος, δηλþνοντας θερμüς θαυμαστÞς της ποßησης του. Αλληλογραφοýν τακτικÜ κι ο Ρεμπþ αφÞνει τη γενÝτειρα του, Charleville κι Ýρχεται στο Παρßσι περνþντας τον κλοιü των πρωσσικþν στρατευμÜτων που πολιορκοýσαν τη πüλη. Ο Πωλ τον φιλοξενεß για 15 μÝρες üπου η φιλßα τους μετατρÝπεται σε Ýρωτα.
ΠεριπλανÞθηκε μαζß του στη Β. Γαλλßα και στο ΒÝλγιο, εγκαταλεßποντας τον Ιοýλιο του 1872 σýζυγü και νεογÝννητο γιο, το Ζωρζ -Þτανε 3 μüλις μηνþν. Στο Λονδßνο, üπου εγκαταστÜθηκαν δýο μÞνες αργüτερα, ολοκλÞρωσε τη συλλογÞ "Romances Sans Paroles" που διακρßνεται για τη μουσικüτητÜ της αλλÜ και τους πειραματισμοýς του γραφÝα της. Εκεß ζοýνε μποÝμικη ζωÞ με συγγραφÞ και πολλÜ μεθýσια και κραιπÜλες. Τον Ιοýλιο του 1873 ο Βερλαßν τραυματßζει τον Ρεμπþ στο χÝρι πυροβολþντας τον 2 φορÝς ýστερα απü Ýντονο καυγÜ κι ενþ βρßσκονταν κι οι δυο υπü την επÞρεια μÝθης. Η σχÝση τους Ýληξε Üδοξα ενþ ο Πωλ καταδικÜστηκε σε 2ετÞ φυλÜκιση, κατÜ τη διÜρκεια της οποßας εκδüθηκαν τα Romances sans paroles (1874) απü το φßλο του, Εντμüν ΛεπελετιÝ (Edmond Lepelletier).
AφÝθηκε ελεýθερος το ΓενÜρη του 1875, Ýχοντας ασπαστεß τον Ρωμαιοκαθολικισμü, ενþ λßγους μÞνες νωρßτερα εßχε επισημοποιηθεß ο χωρισμüς του με τη σýζυγü του. Η σýζυγος του τον εßχε χωρßσει κι αυτüς Ýκανε μια προσπÜθεια επανασýνδεσης, χωρßς αποτÝλεσμα. Το επüμενο διÜστημα, μετÜ απü μßα ανεπιτυχÞ προσπÜθεια επανασýνδεσης και με το Ρεμπþ üταν τον επισκÝφτηκε στη ΣτουτγκÜρδη, εγκαταστÜθηκε σε διÜφορες πüλεις της Αγγλßας, üπου εργÜστηκε ως δÜσκαλος γαλλικþν και σχεδßου, ενþ παρÜλληλα κÝρδισε την αναγνþριση σπουδαßων ¢γγλων λογοτεχνþν, üπως του ¢λφρεντ ΤÝννυσον και του ¢λγκερνον Τσαρλς ΣουÀνμπερν. ΕπÝστρεψε στη Γαλλßα το 1877 και τον Οκτþβρη του 1880 εκδüθηκε η συλλογÞ "Sagesse", με ποιÞματα που κατÜ κýριο λüγο γρÜφτηκαν τη περßοδο 1873-78 και συνÝβαλαν στη καθιÝρωσÞ του.
Ο θÜνατος του αγαπημÝνου μαθητÞ του, ΛυσιÝν ΛετινουÜ, τον Απρßλη του 1883 καθþς και κεßνος της μητÝρας του, το ΓενÜρη του 1886, σε συνδυασμü με τις αποτυχημÝνες απüπειρÝς του να συμφιλιωθεß με την πρþην σýζυγü του, συνÝβαλαν στην επιστροφÞ του στον Ýκλυτο βßο του παρελθüντος. Τα επüμενα χρüνια εκδüθηκαν οι ποιητικÝς συλλογÝς "Jadis et naguère" και "Parallèlement", ενþ παρÜλληλα ολοκλÞρωσε μßα σειρÜ απü βιογραφßες, üπως τους ΚαταραμÝνους ποιητÝς (Les Poètes maudits), που περιλαμβÜνει υλικü για Ýξι ποιητÝς, μεταξý των οποßων οι ΜαλαρμÝ και Ρεμπþ, καθþς και το Les Hommes d'aujourd'hui (π. 1886), με σýντομες βιογραφßες σýγχρονων λογοτεχνþν. Αμιγþς αυτοβιογραφικÜ κεßμενα υπÞρξαν τα Hôpitaux και Mes Prisons, στα οποßα ο Βερλαßν κατÝγραψε τις πολυÜριθμες εμπειρßες του στα νοσοκομεßα, üπου Ýτυχε περßθαλψης κατÜ καιροýς και στη φυλακÞ, αντßστοιχα. O ßδιος Þταν υπεýθυνος για την Ýκδοση της συλλογÞς ΕκλÜμψεις του Ρεμπþ, συμβÜλλοντας με αυτü τον τρüπο στη καθιÝρωσÞ του.
Το ποτü, οι ουσßες, οι κραιπÜλες κλüνισαν ωστüσο πολý την υγεßα του με αποτÝλεσμα, το σχετικÜ πρüωρο θÜνατü του, σε ηλικßα μüλις 51 ετþν, στις 8 ΓενÜρη 1896, στο Παρßσι. ΘÜφτηκε στο Cimetière des Batignolles.
======================
ΠοτÝ Πια!
Θýμηση! Θýμηση! Τß θες; Στον Üτονον αγÝρα
Ýκανε το φθινüπωρο τη κßσσα να πετιÝται
κι ο Þλιος μια μονüτονη σφεντüνιζεν αχτßδα,
στο δÜσος κεßνο το χλωμü που μαßνονταν μελτÝμια.
ΜονÜχοι πορευüμαστε σε στοχασμοýς δωσμÝνοι,
εγþ κι αυτÞ -με τα μαλλιÜ στις αýρες και τη σκÝψη.
ΞÜφνου, τη συγκλονιστικÞ ματιÜ της στρÝφοντÜς μου:
-"ΠοιÜ Þταν πρþτη αγÜπη σου;" εßπ' ηχερÞ η λαλιÜ της,
μÝταλλο ζον, μ' αγγελικü, πλÝρια καθÜριο τüνο.
Μ' εν Üφραστο χαμüγελο της απεκρßθην μüνο,
και τ' Üσπρο της ασπÜστηκα, ευλαβικÜ, το χÝρι...
Τ' Üνθος το πρþτο! α πüσο μοιÜζει μυρωμÝνο!
Πως μ' Ýνα ψßθυρο στενÜζει τρισχαριτωμÝνο
το πρþτο "ναι" που βγαßν' απ' τ' ακριβÜ τα χεßλια.
Τραγοýδι
Ακοýστε το τραγοýδι που για χÜρη σας
γλυκýτατα θρηνεß το μοιρολüι.
Εßν' απαλü κι ευγενικü κι ανÜλαφρο,
ανατριχßλα του νεροý στη χλüη!
ΓνωστÞ σας η φωνÞ -κι αγαπημÝνη σας!-
üμως φορεß τα κρÝπια αυτÞ την þρα
σαν Ýρημη χÞρα, ωστüσο τß περÞφανη
στο πüνο της, ακüμα εßναι και τþρα.
Και μÝσα στις μακριÝς πτυχÝς του πÝπλου της
που τρÝμει στου φθινοπωριοý τ' αγÝρι,
κρýβει και τη καρδιÜ της που ξαφνßζεται,
της δεßχνει την αλÞθεια σαν αστÝρι.
Σας λÝει η φωνÞ π' αναγνωρßσατε,
üτι ζωÞ μας εßν' η καλωσýνη,
κι üτι απ' το φθüνο κι απ' το μßσος τßποτε,
σαν Ýρθει ο θÜνατος, δε θ' απομεßνει.
Και για τη δüξα ακüμα σας μιλεß,
να μη ζητÜς πολλÜ κι απλÜ να ζÞσεις,
για γÜμους λÝει χρυσοýς, για τη χαρÜ
γλυκειÜς ειρÞνης, δßχως να νικÞσεις.
ΔεχθÞτε τη φωνοýλα που στ' αθþο της
το επιθαλÜμιο πÜντα επιμÝνει.
Σýρτε και δεν εßν' Üλλο απ' το να κÜνουμε
κÜποια ψυχÞ λιγþτερο θλιμμÝνη.
ΠονÜ τοýτ' η ψυχÞ που δεν εθýμωσε
στη πßκρα της ποτÝ τη πιο μεγÜλη,
και πüσο φως στα λüγια της, ακοýστε το,
το φρüνιμο τραγοýδι που σας ψÜλλει.
Το Γαλανü Ουρανü
Το γαλανü ουρανü χαρÜ 'ποπÜνω μου
θεοý γιομßζει.
¸ν δεντρß το βÜγιο του 'ποπÜνω μου
το ναναρßζει.
ΣημÜντρου αχüς στον ουρανü που φαßνεται
γλυκοσκορπιÝται.
¸να πουλÜκι στο δεντρß που φαßνεται,
παραπονιÝται.
¹συχη, απλÞ θÝ μου, η ζωÞ εßναι κει
ειρηνοφüρα.
Τοýτ' η βουÞ που φτÜνει ειν' απü κει,
απü τη χþρα.
Τß τÜ καμες, εσý που κλαßς και κλαßς,
δÜκρυα ποτÜμ,
τα νιÜτα σου πες, πες μου, συ που κλαßς
τß τÜχεις κÜμει;
ΑισθηματικÞ Συνομιλßα
ΜÝσα στο πÜρκο το παλιü που παγωνιÜ κι ερμιÜ το δÝρνουν
δυο ßσκιοι ξÜφνου φαßνονται, ζευγÜρι να διαβαßνουν.
Τα μÜτια τους εßναι νεκρÜ κι απ' τ' απαλü τους στüμα
τα λüγια βγαßνουν σιγαλÜ, ßσ' αγροικιοýντ' ακüμα.
ΜÝσα στο πÜρκο το παλιü, τ' Ýρμο και παγωμÝνο,
δυο ßσκιοι αναθυμßζονται καιρüν ευτυχισμÝνο.
-ΘυμÜσαι κεßνα τα παλιÜ τα 'νειρεμÝνα χρüνια;
-Τþρα γιατß να με ρωτÜς αν τα θυμÜμαι αιþνια;
-ΤÜχα η καρδιÜ σ' στο χτýπο της το üνομÜ μου τü 'χει
ακüμα; Ζει η ψυχÞ μου στα üνειρÜ σου; -¼χι
-Ω! τß αξÝχαστες στιγμÝς θεßας ευτυχßας! Ποý να 'ναι;
Τα στüματÜ μας σμßγανε, θυμÜσαι; -ΑλÞθεια, πÜνε!
-Πως Þταν γαλανüς ουρανüς κι η ελπßδα πÜλι, πüση;
-ΠÜει κι η ελπßδα, ουρανüς μαýρος την Ýχει ζþσει.
¸τσι στα στÜχυα τα τρελλÜ οι ßσκιοι περπατοýσαν
κι η νýχτα μüνον Üκουγε τα λüγια που μιλοýσαν.
ΚÜματος
Δþσ' μου τη την ατονßα, ατονßα, ατονßα!
ΜÝρωσε πια του πυρετοý το φρÝνιασμα, γλυκειÜ μου.
Ως και τη κüχη τ' οργασμοý -το βλÝπεις- η ερωμÝνη
χρωστÜ να γßνει ανÝμελη κι ειρηνικÞ αδερφοýλα.
Γßνου ερωτιÜρα, δωσ' μου τα κοιμÜμενÜ σου χÜδια,
τη ρυθμικιÜν ανÜσα σου και το βαθý σου βλÝμμα,
τ' Üνομο σφιχταγκÜλιασμα, σπασμüς που πüθο λýνει,
τι εßν' μπρος στο βαθý φιλß, -κι ας εßναι ψÝμμα!
Μες στη γλυκειÜ, χρυσÞ καρδιÜ σου -ακοýω, καλÞ μου, ξÝρω-
το πÜθος τ' Üκρατο χυμÜ και μες στο κÝρας κρÜζει:
Üφησ' το εσý το δολερü κι αν του βολεß ας σαλπßζει,
το μÝτωπü σου και το χÝρι βÜλε στα δικÜ μου,
κι þμωσÝ μ' üρκους π' αýριο θα τους πατÞσεις πÜλι,
κι ας κλÜψουμε, μικροýλα απρüφταστη, þσπου να ξημερþσει!
Σε ΚακοστρωμÝνα ΜονοπÜτια
Σε κακοστρωμÝνα μονοπÜτια
περπατοýσα αναποφÜσιστα θλιμμÝνα...
Τα χερÜκια σου μου γßναν οδηγοß.
Σ' ακροοýρανα απομακρυσμÝνα
κÜτι χÜραξε θαμπü: τα δυο σου μÜτια
μ' εßδαν και μου γßνανε αυγÞ.
¼λα ολüγυρα, βουβÜ στο πεζοδρüμο.
Το μüνο που λιγüστευε τον τρüμο
Þταν του βÞματüς του ο ρυθμικüς
Þχος. Μα η φωνÞ σου εßπε: "Ακüμα μπρüς!"
Η καρδιÜ μου η φοβισμÝνη η ζοφερÞ
Ýκλαιγε σ' Ýρμη στρÜτα μοναχÞ,
μα η αγÜπη, μελιστÜλαχτη χαρÜ,
μας πρüφτασε νικÞτρα στη χαρÜ.
ΝυχτερινÞ Φαντασßα
Νýχτα. ΒροχÞ. ¸νας ουρανüς θαμπüς, που τον σπαθßζει,
üσο εßναι φως, με πýργους και με τüξα, η σιλουÝτα
πολιτεßας γοτθικιÜς, μακριÜ μες στο σταχτß σβησμÝνης.
ΚÜμπος. Μια αγχüνη, απü κορμιÜ που σÞπονται γεμÜτη,
που με τις μýτες τα σκουντοýν τ' αχüρταγα κορÜκια,
κι ενþ χορεýουν Üμοιαστες πüλκες στον στον μαýρο αÝρα,
τα κρεμασμÝνα πüδια τους τα 'χουν οι λýκοι δεßπνο.
ΑγκÜθια σκüρπια, λιγοστÜ χαμüδεντρα και πρßνοι,
που δþθε κεßθε üλο πετοýν των φýλλων τους τα σκιÜχτρα
μÝσα στο σÜλο της καπνιÜς, καθþς σε σκßτσου φüντο.
Κι ýστερα, γýρω απü δυο τρεις νεκρüθωρους δεσμþτες,
που παν γυμνüποδοι, φρουροß διακüσοι κι εικοσπÝντε
τους πÜνε, και τ' ατσÜλια τους, ορθÜ σαν λýσγου ατσÜλια,
γυαλßζουνε, αντιμÝτωπα με της βροχÞς τις λüγχες.
ΚÜτι Κλαßει
ΚÜτι κλαßει στη καρδιÜ μου
καθþς βρÝχει μες στη χþρα,
τÜχα τß μαρÜζι, αλιÜ μου,
τη στραγγßζει τη καρδιÜ μου;
ΓλυκÜ σταλÜζει η βροχÞ
στη γη, στα κεραμßδια.
Στην ÜχαρÞ μου τη ψυχÞ,
τÜχα τß τραγουδÜς, βροχÞ;
ΚλÜμα, χωρßς αστεßα.
σπαρÜζει η καρδßα.
ΤÜχα μια απιστßα;
Κλαßει χωρßς αιτßα.
Κι εßν' ο πüνος της περßσσος
να μη ξÝρει το γιατß,
μ' οýτ' αγÜπη, οýτε μßσος
να τη δÝρνουν οι λυγμοß.
Το Οικεßο Μου ¼νειρο
ΣυχνÜ Ýχω τοýτο το παρÜξενο και διαπεραστικü üνειρο
μιας γυναßκας Üγνωστης που αγαπþ και με αγαπÜ
και που üμως δεν εßναι κÜθε φορÜ οýτε ακριβþς η ßδια
αλλÜ οýτε και κÜποια Üλλη, και με αγαπÜ και με καταλαβαßνει.
Γιατß εκεßνη με καταλαβαßνει κι η καρδιÜ μου εßναι διÜφανη
για αυτÞ μονÜχα˙ και τον ιδρþτα του χλωμοý προσþπου μου
μονÜχα αυτÞ ξÝρει να δροσßζει με το κλÜμα της
Να εßναι Üραγε καστανÞ, ξανθιÜ Þ κοκκινομÜλλα; Δε ξÝρω.
Το üνομÜ της; ΘυμÜμαι πως εßναι γλυκü κι εýηχο
σαν τα ονüματα των αγαπημÝνων που μας στÝρησε η ζωÞ
Το βλÝμμα της εßναι üμοιο με το βλÝμμα των αγαλμÜτων
κι üσον αφορÜ στη φωνÞ της, απüμακρη σοβαρÞ κι Þρεμη,
με τη χροιÜ φωνþν αγαπημÝνων που σωπÜσαν...
Το ΠιÜνο
Το πιÜνο, που λιανü χερÜκι το φιλεß
σε δεßλι αχνοφÝγγει τριανταφυλλß,
μ' Ýνα σýρσιμο ανÜριο, σαν απü 'να φτερü,
-Ýν' κομμÜτι αρχαßο κι üμορφα σφαλερü,
διστÜζοντας πλÝκει δειλÜ Ýνα γýρω,
στο κοιτþνα που στÝκει εκεßνης το μýρο...
Τß να 'σαι συ λßκνο, που ξαφνου´χεις πÜρει
το φτωχü μου το εßναι, να το νανουρßσεις,
τι ζητÜ ο σκοπüς ο γλυκüς, üλο χÜρη,
ταπεινü μου στροφÜδι, τß ζητÜς σε ρωτþ,
κÜτω απ' το παραθýρι μου Þρθες να σβÞσεις
-εκεß προς στο κÞπο- που 'χα αφÞσει ανοιχτü;
¸νας Βαθýς, Μαýρος ¾πνος
¸νας βαθýς, μαýρος ýπνος
πÝφτει πÜνω στη ζωÞ μου.
ΚÜθ' ελπßδα μου, κοιμÞσου.
ΚÜθε αποθυμιÜ μου κοßμου.
Τßποτε δε βλÝπω πια,
χÜνονται üλα μες στη λÞθη
το καλü και το κακü...
Ω θλιμμÝνο παραμýθι!
Εßμαι σα μια κοýνια
που Ýνα χÝρι τη κουνÜει
στη κρυφÞ σπηλιÜ.
ΣιωπÞ!... μιλιÜ!...
Αισθηματικüς Περßπατος
Η δýση Üφηνε τις ýστατες αχτßδες
κι ο Üνεμος τα χλωμÜ τα νοýφαρα κινοýσε,
τ' ανοιχτÜ νοýφαρα, μÝσα απü τα καλÜμια
θλιβερÜ γυÜλιζαν στο Üτρεμο κýμα απÜνω.
Μüνος πλανιüμουνα, σÝρνοντας την πληγÞ μου
μÝσα απü τις ιτιÝς, μπρος στων νερþν το μÜκρος,
που η πÜχνη η Üπλαστη üμοιαζε μεγÜλο
φÜντασμα Üσπρο σαν το χιüνι, απελπισμÝνο,
με τις Üγριες πÜπιες μαζß θρηνþντας,
που τα φτερÜ χτυπÜν κι η μια την Üλλη κρÜζουν,
μÝσα απü τις ιτιÝς, που ολüμονος πλανιüμουν
σÝρνοντας την πληγÞ μου, και των ßσκιων Þρθε
το Üφεγγο σÜβανο, τις ýστατες να πνßγει
της δýσης αντÞλιες μες στα χλωμÜ νερÜ του
και τα νοýφαρα, μεσ' απü τα καλÜμια,
τ' ανοιχτÜ νοýφαρα στο Üτρεμο κýμα απÜνω.
Οι ΡÜθυμοι
-Μπα! Και η μοßρα μας Ýγινε πεζÞ.
Αν θÝλετε, πεθαßνουμε μαζß;
-ΣπÜνια η πρüταση, ορισμÝνως.
-Ωραßο το σπÜνιο. Λοιπüν εμπρüς.
Ο τüπος θαυμÜσιος και ο καιρüς.
-Χι! χι! χι! ΑπογοητευμÝνος!
-ºσως. ΑλλÜ προπÜντων εραστÞς
Üψογος. ΑνÝκαθεν ιδεαλιστÞς.
Να πεθÜνουμε τþρα ελÜτε.
-Περσüτερο ειρωνεýεστε, θαρρþ,
παρÜ üσο κÜνετε τον τρυφερü.
ΠÜψετε, κýριε, αν αγαπÜτε.
¸τσι το βρÜδυ κεßνο απÜνω στη χλüη
και στ’ Üνθη απÜνω καθιστοß,
δυο περßεργοι ερωτευμÝνοι
αναβÜλανε τÝτοιο ζηλευτü
θÜνατο, κι απομεßνανε γι' αυτü
-χι! χι! χι!- καταγοητευμÝνοι.
μτφρ: Κ. ΚαρυωτÜκης
¢κου, Το ΚÝρας Θλßβεται...
¢κου, το κÝρας θλßβεται κατÜ τα δÜση
κι Ýχει τüσον καημü, που ορφÜνιες θυμßζει
κι Ýρχεται ως του βουνοý τα πüδια να σωπÜσει
με τ' αγÝρι που τρÝχει και στενÜ γαβγßζει.
Του λýκου κλαß' η ψυχÞ σε τοýτη τη φωνÞ
που βγαßνει (üπως κι ο Þλιος, που üλο χαμηλþνει)
απü μιαν αγωνßα που μοιÜζει ταπεινÞ
και που μια σε μαγεýει, μια σε φαρμακþνει.
Το παρÜπονο τοýτο ως για να το χορταßνει,
σε ξÝφτια μακρουλÜ το χιüνι κατεβαßνει,
με τον Þλιο που μÝσα στο αßμα βασιλεýει.
Στεναγμüς χινοπþρου μοιÜζει η ατμοσφαßρα:
ω, τüσο εßναι γλυκιÜ η μονüτονη εσπÝρα,
που ο τüπος ο Þμερος τον ýπνο του γυρεýει.
ΛÜμπει Τ' Ολüλευκο ΦεγγÜρι...
ΛÜμπει τ' ολüλευκο φεγγÜρι
μÝσα στα δÝντρα τα πυκνÜ,
σε κÜθε τρυφερü κλωνÜρι
και μια φωνοýλα αρχινÜ
κÜτω απü τη φυλλωσιÜ...
'Ω, αγÜπη μου γλυκειÜ.
Βαθýς καθρÝφτης, μιαν ιτιÜ,
η λιμνοýλα ζωγραφßζει.
Στα κλαδιÜ της ο αγÝρας
πονεμÝνα μουρμουρßζει
και πληθαßνουν οι λυγμοß...
Να, του ονεßρου η στιγμÞ.
Πüση απλþθηκε γαλÞνη
Τüσο γλυκειÜ, τüσο απαλÞ,
κατηφορßζοντας κι εκεßνη
για νÜ 'μπει μÝσα στην ψυχÞ
απ' Ýνα αστÝρι, που ιριδßζει...
Να μια στιγμÞ που τüσο αξßζει.
Μες Στο Θολü ΠοτÜμι
Μες στο θολü ποτÜμι απü τη καταχνιÜ
ο ßσκιος απ' τα δÝντρα πεθαßνει σα καπνιÜ,
ενþ ψηλÜ, στ' αληθινÜ τ' αλþνια,
στενÜζουν τα τρυγþνια.
ΠοσÜκις ω διαβÜτη, στο σκοτεινü αυτü τüπο,
τον ßδιο εαυτü σου χλωμü κι εσý δεν εßδες,
ενüσω κλαßγαν στα ψηλÜ φυλλþματα
θλιμμÝνες, οι πνιγμÝνες σου ελπßδες!
Τα ΧÝρια
Τα χÝρια τ' ακριβÜ, δικÜ μου που Ýγιναν,
ωραßα-ωραßα, μικρÜ-μικρÜ,
κι ýστερ' απ' üλα τα θανÜσιμα γλυστρÞματα
κι απ' üλ' αυτÜ τ' ανßερα κοσμικÜ.
¾στερ' απü τ' αραξοβüλια και τις αμμουδιÝς
κι απü τους τüπους κι απü τα λημÝρια,
ρÞγικα χÝρια πιο πολý κι απ' των παραμυθιþν,
μου ανοßγουν τα üνειρα τ' αγαπημÝνα χÝρια.
ΟνειρευτÜ χÝρια απλωμÝνα απÜνου απ' τη ψυχÞ μου,
τÜχα το ξÝρω εγþ τι θα 'χετε καταδεχτεß
να ειπεßτε της ψυχÞς μου που μαρÜζωσε
μÝσα σ' αυτοý του κüσμου την κακοýργα βοÞ;
ΤÜχα εßναι ψÝμα το üραμα σεμνü που το ανοßγω,
συμπÜθειας üραμα πνευματικÞς,
μιας επιστÞθιας, μιας απÝραντης αγÜπης,
στοργÞς που üλα μου απÜνου της τα παßρνει μητρικÞς;
ΑγαπημÝνα μου üνειρα, χερÜκια μου αγιασμÝνα
πüνε πανþριε, ποθητÝ δαρμÝ μου εσý,
τα χÝρια αυτÜ, τα χÝρια αυτÜ, σεπτÜ μου χÝρια,
κÜματε τη χειρονομßα που συγχωρεß.
ΠαιδικÞ Σýζυγος
Δεν κατÜλαβες τßποτα
απ' την απλüτητÜ μου,
Τßποτα, καημÝνο μου παιδß!
Κι εßναι μ' αυτü το γνþριμο
προσωπεßο, το θλιβερü
Που το βÜζεις στα πüδια.
Στα μÜτια σου θα Ýπρεπε
να λÜμπει μüνον η γλýκα
Ο αντικατοπτρισμüς τ’ ουρανοý
ΑνÜβλýζε χολÞ,
ω Üθλια αδελφÞ,
Που μας πονÜει να δοýμε.
ΚÜτι χειρονομεßς
με τα μικρÜ σου χÝρια
Σαν αδÝξιος πολεμιστÞς,
Μ’ επιστÞθιους αλαλαγμοýς,
το δýστυχο, αλß!
Εσý που τραγουδοýσες μüνο!
Γιατß σε φüβιζαν
καταιγßδες, κεραυνοß
Που ξεσποýσαν και βροντοýσαν
Και βÝλαζες στη μητρικÞ αγκαλιÜ
-ω απü τον πüνο!
Σαν πασχαλινüς αμνüς.
Και δεν θα Ýχεις δει
το φως και τη φωτιÜ
Ενüς Ýρωτα μαχητÞ,
ΠολÝμιος του πüνου,
αιχμÜλωτος του πüθου
Ζωντανüς μÝχρι θανÜτου!