ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ ÉÉ 

Quincey Thomas Penson (Thomas De Quincey): ÁðáñÜìéëëïò Êñáôþíôáò Ôï... Êëåéäß!

 Βιογραφικü

     Ο Thomas Penson Quincey (Τüμας ΠÝρσον Κουßνσι aka Thomas De Quincey) Þτανε Βρεττανüς μυθιστοριογρÜφος, δοκιμιογρÜφος και δημοσιογρÜφος της ρομαντικÞς εποχÞς. Πιο γνωστü εßναι το αυτοβιογραφικü του βιβλßο ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιομανοýς (1821).
     ΓεννÞθηκε 15 Αυγοýστου 1785 στο 86 Cross Street, Manchester, Lancashire κι Þτανε γιος επιτυχημÝνου εμπüρου υφασμÜτων με πÜθος για τη λογοτεχνßα, καταγüμενος απü οικογÝνεια Νορμανδþν, που πÝθανε το 1793. Λßγο μετÜ τη γÝννηση του Thomas, η οικογÝνεια μετακüμισε στο The Farm και στη συνÝχεια αργüτερα στο Greenheys, Ýνα μεγαλýτερο εξοχικü σπßτι στο Chorlton-on-Medlock κοντÜ στο ΜÜντσεστερ. Το 1796, τρßα χρüνια μετÜ το θÜνατο του πατÝρα του,  η μητÝρα του -η πριν Elizabeth Penson- πÞρε το üνομα De Quincey Το 1796 μετακομßσανε στο Μπαθ, üπου παρακολοýθησε το γυμνÜσιο, King Edward's School. ¹τανε το 5ο παιδß σε μια οικογÝνεια 8 τÝκνων (4 γιοι και 4 κüρες). ¹ταν Üριστος μαθητÞς κι αρßστευσε στα ΛατινικÜ κι ΕλληνικÜ, αλλÜ Þταν αδýναμο κι ασθενικü παιδß. Τα νιÜτα του περÜσανε στη μοναξιÜ κι üταν ο μεγαλýτερος αδερφüς του, Γουßλιαμ, επÝστρεψε στο σπßτι, προκÜλεσε τον üλεθρο στο Þσυχο περιβÜλλον.



     Το 1800, παρακολοýθησε το σχολεßο στο ΜÜντσεστερ κι ετοιμαζüταν να σπουδÜσει στο ΠανεπιστÞμιο της Οξφüρδης στα 15, η υποτροφßα του Þταν πολý σημαντικÞ για τα χρüνια του. "Αυτü το αγüρι θα μποροýσε να παρενοχλÞσει Ýναν Αθηναúκü üχλο καλýτερα απü σÜς Þ θα μποροýσα να απευθυνθþ σε Ýναν ¢γγλο", εßπε ο δÜσκαλüς του στο Μπαθ. ΣτÜλθηκε στο Manchester Grammar School, προκειμÝνου μετÜ απü 3 Ýτη παραμονÞς να λÜβει υποτροφßα στο Brasenose College της Οξφüρδης, αλλÜ τα πÝταξε üλα μετÜ απü 19 μÞνες.κι αντ' αυτοý το 1802 Ýφυγε κρυφÜ κι Ýζησε για κÜποιο διÜστημα Üστεγος σε μεγÜλη φτþχεια, πρþτα στην Ουαλλßα και μετÜ στο Λονδßνο. 
     Η μητÝρα του Þτανε γυναßκα μ' Ýντονο χαρακτÞρα κι ευφυÀα, αλλÜ φαßνεται πως εßχε εμπνεýσει περισσüτερο δÝος παρÜ στοργÞ στα παιδιÜ της. Τους μεγÜλωσε αυστηρÜ, βγÜζοντας τον Τομας απü το σχολεßο μετÜ απü 3 Ýτη επειδÞ φοβüταν üτι θα γινüταν μεγαλüψυχος και τον Ýστειλε σε κατþτερο σχολεßο στο Wingfield Wiltshire. Περßπου αυτÞ την εποχÞ, το 1799, διÜβασε 1η φορÜ τις Λυρι
κÝς ΜπαλÜντες (1798) του William Wordsworth και ΣÜμουελ ΤÝηλορ Κüλεριτζ., που τον εßχαν παρηγορÞσει σε κρßσεις κατÜθλιψης και του 'χαν αφυπνßσει μια βαθειÜ ευλÜβεια για τον ποιητÞ κι εßχε Þδη επηρεαστεß απü τη ρομαντικÞ λογοτεχνßα. Στο Λονδßνο Ýγινε φßλος με μια ιερüδουλη, αργüτερα περιÝγραψε τις περιπλανÞσεις εκεßνης της εποχÞς στις ΕξομολογÞσεις. ¹θελε να συναντÞσει τους 2 αγαπημÝνους του ποιητÝς μα Þτανε ντροπαλüς και δειλüς κι Ýτσι πÞρε το δρüμο για το Chester, üπου Ýμενε η μητÝρα του, με την ελπßδα να δει μιαν αδελφÞ, πιÜστηκε απü τα μεγαλýτερα μÝλη της οικογÝνειας, αλλÜ μÝσω των προσπαθειþν του θεßου του, συνταγματÜρχη Penson, Ýλαβε υπüσχεση μιας γκινÝας (που ισοδυναμεß με 85 λßρες το 2021) τη βδομÜδα για να πραγματοποιÞσει το μεταγενÝστερο Ýργο του, για Ýναν μοναχικü αλÞτη., φοßτησε στο Worcester College Οξφüρδης απü το ΔεκÝμβρη 1803.

     Αδýναμος κι συχνÜ Üρρωστος, στο κολλÝγιο Þταν μοναχικüς προτιμþντας τη παρÝα των βιβλßων απü τους ανθρþπους. ΠÞγαινε τακτικÜ στο Λονδßνο για κÜποιο διÜστημα, üπου, πÜσχοντας απü σοβαρÞ νευραλγßα, πÞρε üπιο 1η φορÜ το 1804. Το 1803 εßχε ξεκινÞσει αλληλογραφßα με τον Γουüρντσγουορθ, που συνεχßστηκε το 1805 και το 1806. ¹θελε να τον επισκεφτεß, ωστüσο, η μεγÜλη του συστολÞ τον Ýκανε τελευταßα στιγμÞ να γυρßσει πßσω. Το 1806 στα 21 Ýλαβε τη μικρÞ κληρονομιÜ του πατÝρα του, που ξüδεψε κυρßως σε βιβλßα. ¹τανε παρÜλογα γενναιüδωρος με τα χρÞματÜ του, κÜνοντας δÜνεια που δεν θα εξοφλοýνταν, üπως Ýνα δÜνειο 300 λιρþν στον Κüλεριτζ, που θαýμαζε.
     Το 1807 Ýκανε τελικÜ προσωπικÞ γνωριμßα πρþτα με τον Κüλεριτζ και μετÜ τον Γουüρτσγουορθ, κÜνοντας ευχÜριστη εντýπωση και στους δýο. Στις αρχÝς του 1808 ολοκλÞρωσε τις σπουδÝς του, αλλÜ λßγο πριν τις εξετÜσεις του και προφανþς χωρßς λüγο, εγκατÝλειψε τις σπουδÝς του χωρßς πτυχεßο. Το 1809 εγκαταστÜθηκε στο ΓκρÜσμιρ, στη περιοχÞ των λιμνþν βορειοδυτικÞ Αγγλßα και βρÝθηκε στον κýκλο των Ποιητþν της Λßμνης, κοντÜ στον Γουüρντσγουορθ. Τα επüμενα χρüνια, που Þτανε συχνÜ Üρρωστος -κÜτι που αýξησε τον εθισμü του στο üπιο- διÜβαζε και συνεργÜστηκε για τους Κüλεριτζ & Γουüρντσγουορθ. ¼μως ο αυξανüμενος εθισμüς του στ' üπιο τον αποξÝνωσε απ' τους ποιητÝς. ¢ρχισε σχÝση με τη κüρη αγρüτη ΜÜργκαρετ Σßμσον. Το 1816 γεννÞθηκε ο 1ος γιος και το 1817 παντρεýτηκαν. Απ' το γÜμο προκýψανε συνολικÜ 8 παιδιÜ, 5 γιοι και 3 κüρες.



     Τον Ιοýλιο του 1818, ο de Quincey Ýγινε εκδüτης της Westmorland Gazette, μιας εφημερßδας των Τüρις που εκδüθηκε στο Kendal, μετÜ την απüλυση του πρþτου εκδüτη της, αλλÜ Þταν αναξιüπιστος στη τÞρηση των προθεσμιþν και τον Ιοýνιο του 1819 οι ιδιοκτÞτες παραπονÝθηκαν με δυσαρÝσκεια για την Ýλλειψη της τακτικÞς επικοινωνßας μεταξý εκδüτη και τυπογρÜφου και παραιτÞθηκε ΝοÝμβρη 1819. Οι πολιτικÝς του συμπÜθειες τεßνανε προς τη δεξιÜ. ¹ταν υπÝρμαχος των αριστοκρατικþν προνομßων. ΕπιπλÝον, εßχε αντιδραστικÝς απüψεις για τη σφαγÞ του Peterloo και την εξÝγερση των Sepoy, για τη ΚαθολικÞ ΧειραφÝτηση και για τη δικαιοδοσßα του απλοý λαοý.
     Το 1821, πÞγε στο Λονδßνο για να δþσει κÜποιες μεταφρÜσεις απü Γερμανοýς συγγραφεßς, αλλÜ πεßστηκε πρþτα να γρÜψει και να δημοσιεýσει μιαν αφÞγηση των εμπειριþν του απü το üπιο, που κεßνη τη χρονιÜ εμφανßστηκε στο περιοδικü του Λονδßνου. Η αφÞγηση του αποδεικνýεται μια νÝα αßσθηση που διÝκοψε το ενδιαφÝρον για το Essays of Elia, του Λαμπ, που τüτε εμφανßζονταν στο ßδιο περιοδικü. Οι ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιοφÜγου κυκλοφüρησαν σýντομα σε μορφÞ βιβλßου. Στη συνÝχεια ο De Quincey Ýκανε μια σειρÜ απü νÝες λογοτεχνικÝς γνωριμßες. Ο Τüμας Χουντ βρÞκε τον συγγραφÝα που συρρικνþθηκε "στο σπßτι του σε Ýναν γερμανικü ωκεανü της λογοτεχνßας, μÝσα σε μια καταιγßδα, να πλημμυρßζει üλο το πÜτωμα, τα τραπÝζια και τις καρÝκλες – καταιγßδες βιβλßων.



     ¹ταν επßσης υπÝρμαχος του βρεττανικοý ιμπεριαλισμοý, πιστεýοντας üτι εßναι εγγενþς δßκαιος ανεξÜρτητα απü το κüστος του. ΠαρÜ την ιδεολογικÞ του δÝσμευση στη προσωπικÞ ταυτüτητα κι ελευθερßα που προÞλθε απü τον εθισμü του και τις μÜχες του με το üπιο και παρÜ την αντßθεσÞ του στην Ýννοια της σκλαβιÜς,  ευθυγραμμßστηκε ενÜντια στο κßνημα της κατÜργησης στη Βρεττανßα. Στα Üρθρα του για την Edinburgh Post, σχετικÜ με το θÝμα το 1827 και το 1828, κατηγüρησε τους αγωνιστÝς κατÜ της δουλεßας üτι διεξÞγαγαν σχÞματα προσωπικÞς εξýψωσης κι ανησυχοýσε üτι η κατÜργηση θα υπονüμευε τη βÜση της ΒρεττανικÞς Αυτοκρατορßας και θα προκαλοýσε εξεγÝρσεις üπως η ΕπανÜσταση της ΑúτÞς. ενÜντια στην αποικιοκρατßα. Αντßθετα, πρüτεινε να υπÜρξει σταδιακÞ μεταρρýθμιση με επικεφαλÞς τους ßδιους τους ιδιοκτÞτες σκλÜβων.

     Καθþς εßχε σπαταλÞσει τη προσωπικÞ του περιουσßα κι Ýπρεπε επßσης να συντηρÞσει μια οικογÝνεια, Üρχισε να ασχολεßται με τη συγγραφÞ. Τα επüμενα χρüνια εργÜστηκε κυρßως ως δημοσιογρÜφος σε περιοδικÜ. Τα κεßμενÜ του Þτανε διαφüρων ειδþν, κυρßως κριτικÝς και δοκßμια. ¸γραψε για τον Γκαßτε, τον Τüμας ΜÜλθους και τον ΙμμÜνουελ Καντ. Δημοσßευσε επßσης πρωτüτυπα δοκßμια üπως το Η δολοφονßα ως μια εκ των καλþν τεχνþν. Το 1821 δημοσßευσε σε περιοδικü του Λονδßνου το πιο διÜσημο Ýργο του, ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιομανοýς, που προκÜλεσε πÜταγο και τον Ýκανε διÜσημο. Ο Ντε Κουßνσι Þταν διÜσημος καλüς συνομιλητÞς. Ο ΓουντχÜουζ Ýγραψε για "το βÜθος και τη πραγματικüτητα, üπως μπορþ να την ονομÜσω, των γνþσεþν του Η συνομιλßα μαζß του Ýμοιαζε με την επεξεργασßα ενüς ορυχεßου αποτελεσμÜτων…"



    Απü τüτε, ο De Quincey συντηροýσε τον εαυτü του συνεισφÝροντας σε διÜφορα περιοδικÜ. Σýντομα αντÜλλαξε το Λονδßνο και τις λßμνες με το Εδιμβοýργο, το κοντινü χωριü Πüλτον και τη Γλασκþβη και πÝρασε το υπüλοιπο της ζωÞς του στη Σκωτßα. Στη 10ετßα του 1830, καταγρÜφηκε να ζει στην οδü Forres 1, Ýνα μεγÜλο αρχοντικü στην Üκρη του κτÞματος Moray στο Εδιμβοýργο. ΠαρÜ τη μεγÜλη του εργατικüτητα, ο Τüμας κι η οικογÝνειÜ του ζοýσανε πÜντα σε μεγÜλη φτþχεια. Το 1832 φυλακßστηκε για μικρü χρονικü διÜστημα για χρÝη και το 1833 κÞρυξε πτþχευση. Το 1826 εγκαταστÜθηκε στο Εδιμβοýργο üπου συνÝχισε να εργÜζεται σε περιοδικÜ. ΜετÜ το θÜνατο της συζýγου του το 1837, η κατανÜλωση οπßου αυξÞθηκε (üπως συνηθιζüταν εκεßνη την εποχÞ, το 'παιρνε απü τα φαρμακεßα σε διαλυμÝνη μορφÞ). Ωστüσο, συνÝχισε να γρÜφει πολυÜριθμα βιβλßα κι Üρθρα. 
    Το περιοδικü Blackwood's Edinburgh και το αντßπαλü του περιοδικü Tait's Magazine Ýλαβαν πολυÜριθμες συνεισφορÝς. Η Suspiria de Profundis (1845) εμφανßστηκε στο Blackwood's, üπως και το The English Mail-Coach (1849). Η Joan of Arc (1847) δημοσιεýτηκε στο Tait's. Μεταξý 1835 και 1849, ο Tait's δημοσßευσε μια σειρÜ απü αναμνÞσεις του De Quincey απü τους Wordsworth, Coleridge, Robert Southey κι Üλλες μορφÝς μεταξý των Lake Poets, μια σειρÜ που μαζß αποτελεß Ýνα απü τα πιο σημαντικÜ Ýργα του. ¢φησε την Οξφüρδη χωρßς πτυχεßο, προσπÜθησε να σπουδÜσει νομικÜ, μα Üδικα κι ανεπιτυχþς. δεν εßχε σταθερü εισüδημα και ξüδευε μεγÜλα ποσÜ σε βιβλßα (Þταν ισüβιος συλλÝκτης). ΜÝχρι τη 10ετßα του 1820 Þτανε συνεχþς σε οικονομικÝς δυσκολßες. ΠÜνω απü μßα φορÜ στα τελευταßα του χρüνια, αναγκÜστηκε να ζητÞσει προστασßα απü τη σýλληψη στο καταφýγιο των οφειλετþν του Holyrood στο Εδιμβοýργο. (Την εποχÞ κεßνη, το Holyrood Park Þτανε καταφýγιο οφειλετþν· οι Üνθρωποι δεν μποροýσαν να συλληφθοýνε για χρÝη εντüς αυτþν των ορßων. Τα οικονομικÜ προβλÞματα ωστüσο του Quincey παρÝμειναν, αντιμετþπισε περαιτÝρω δυσκολßες για χρÝη που 'κανε εντüς του ιεροý χþρου.



     Ο De Quincey υπÝφερε νευραλγικü πüνο στο πρüσωπο, νευραλγßα τριδýμου - επιθÝσεις διαπεραστικοý πüνου στο πρüσωπο, τÝτοιας σοβαρüτητας που μερικÝς φορÝς οδηγοýν το θýμα στην αυτοκτονßα. ΑναφÝρει üτι χρησιμοποßησε üπιο για πρþτη φορÜ το 1804 για να ανακουφßσει τη νευραλγßα του. ¸τσι, üπως συμβαßνει με πολλοýς τοξικομανεßς, ο εθισμüς του στο üπιο μπορεß να εßχε μια πτυχÞ αυτοθεραπεßας για πραγματικÝς σωματικÝς ασθÝνειες, καθþς και μια ψυχολογικÞ πτυχÞ. Σýμφωνα με τη δικÞ του μαρτυρßα, χρησιμοποßησε για πρþτη φορÜ üπιο το 1804 για να ανακουφßσει τη νευραλγßα του. το χρησιμοποιοýσε για ευχαρßστηση, αλλÜ üχι περισσüτερο απü εβδομαδιαßα, μÝχρι το 1812. ¹ταν το 1813 που Üρχισε για πρþτη φορÜ την καθημερινÞ χρÞση, ως απÜντηση στην ασθÝνεια και τη θλßψη του για το θÜνατο της μικρÞς κüρης του Wordsworth, Catherine. ΚατÜ τη διÜρκεια του 1813-19 η ημερÞσια δüση του Þταν πολý υψηλÞ κι εßχε ως αποτÝλεσμα τα βÜσανα που αφηγοýνται στις τελευταßες ενüτητες των ΕξομολογÞσεων του. Για το υπüλοιπο της ζωÞς του, η χρÞση του οπßου κυμαινüταν μεταξý ακραßων. πÞρε τερÜστιες δüσεις το 1843, αλλÜ αργÜ το 1848 πÞγε για 61 μÝρες χωρßς καθüλου. ΥπÜρχουν πολλÝς θεωρßες γýρω απü τις επιπτþσεις του οπßου στη λογοτεχνικÞ δημιουργßα και κυρßως, οι περßοδοι χαμηλÞς χρÞσης του Þταν λογοτεχνικÜ μη παραγωγικÝς.
     Απü το 1842 Ýως το 1859 πÝρασε μεγÜλες περιüδους σε Ýνα εξοχικü σπßτι κοντÜ στο Midfield House νüτια του Lasswade, συγκεντρþνοντας τα γραπτÜ του στην ειρÞνη της υπαßθρου.
Η οικονομικÞ του κατÜσταση βελτιþθηκε μüνο αργüτερα στη ζωÞ του. Ο θÜνατος της μητÝρας του το 1846 του απÝφερε εισüδημα 200 λιρþν ετησßως κι üταν οι κüρες του μεγαλþσανε, διαχειριστÞκανε τα χρÞματα πολý πιο υπεýθυνα απ' ü,τι ο ßδιος. Το Ýργο του εßχε Üμεση επιρροÞ σε συγχρüνους του συγγραφεßς, üπως οι Πüε, Φιτς Χιου ΛÜντλοου, Μπωντλαßρ, Ζορßς-Καρλ ΥσμÜν και Γκüγκολ αλλÜ ακüμη και σημαντικοß συγγραφεßς του 20οý αι. üπως ο Μπüρχες, θαυμÜσανε κι ισχυρßστηκαν üτι επηρεÜστηκαν εν μÝρει απü το Ýργο του. Ο Μπερλιüζ στÞριξε επßσης τη ΦανταστικÞ Συμφωνßα στις ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιοφÜγου, βασιζüμενος στο θÝμα της εσωτερικÞς πÜλης του ανθρþπου με τον εαυτü του. Ο Χιοýστον Στιοýαρτ ΤσÜμπερλαιν τον αποκÜλεσε "Ýν απü τα πλουσιüτερα ταλÝντα της διανüησης, γνþσης, μνÞμης και δýναμης που παρÞγαγε ποτÝ η Αγγλßα".



     ΠÝθανε 8 ΔεκÝμβρη 1859 στα δωμÜτιÜ του στην οδü Lothian, στο νüτιο Εδιμβοýργο και θÜφτηκε στην αυλÞ της εκκλησßας του St Cuthbert στο δυτικü Üκρο της Princes Street. Ο τÜφος του, στο νοτιοδυτικü τμÞμα της αυλÞς της εκκλησßας σε τοßχο με δυτικü προσανατολισμü, εßναι απλÞ και δε λÝει τßποτα για το Ýργο του. Η κατοικßα του στην οδü Λüθιαν κατεδαφßστηκε τη δεκαετßα του 1970 για να ανοßξει ο χþρος για τον εξωραúσμü της πλατεßας Μπρßστο και το εσωτερικü διπλü οδüστρωμα γýρω απü το φοιτητικü κÝντρο.
     Στη διÜρκεια της τελευταßας 10ετßας της ζωÞς του, ο De Quincey εργÜστηκε πÜνω σε μια συλλεκτικÞ Ýκδοση των Ýργων του. Ο Ticknor and Fields, Ýνας εκδοτικüς οßκος της Βοστþνης, πρüτεινε για 1η φορÜ μια τÝτοια συλλογÞ και ζÞτησε την Ýγκριση και τη συνεργασßα του De Quincey. Μüνο üταν αυτüς, καθυστÝρησε Ýνα χρüνο, απÝτυχε να απαντÞσει σε επανειλημμÝνες επιστολÝς του ΤζÝιμς Τüμας Φιλντς, ο Αμερικανüς εκδüτης προχþρησε ανεξÜρτητα, ανατυπþνοντας τα Ýργα του συγγραφÝα απü τις πρωτüτυπες εμφανßσεις του σε περιοδικÜ. 22 τüμοι των γραπτþν του De Quincey εκδüθηκαν απü το 1851 Ýως το 1859.
    Η ολοκληρωμÝνη μαεστρßα του στα ελληνικÜ Þταν ευρÝως γνωστÞ και σεβαστÞ. Ο Treadwell Walden, επισκοπικüς ιερÝας και κÜποτε πρýτανης της Εκκλησßας του Αγßου Παýλου στη Βοστþνη, παραθÝτει μια επιστολÞ απü τα ΑυτοβιογραφικÜ Σκßτσα του De Quincey προς υποστÞριξη της πραγματεßας του το 1881 σχετικÜ με την εσφαλμÝνη μετÜφραση της λÝξης metanoia σε "repent" απü τις περισσüτερες αγγλικÝς μεταφρÜσεις της Βßβλου.
Στη διÜρκεια σχεδüν πενÞντα ετþν, ο De Quincey Ýζησε κυρßως απü την πÝννα του. Η κληρονομιÜ του δεν φαßνεται να Ýχει εξαντληθεß ποτÝ εντελþς κι οι συνÞθειες και τα γοýστα του Þταν απλÜ κι ανÝξοδα. αλλÜ Þταν απερßσκεπτος στη χρÞση των χρημÜτων κι εßχε χρÝη και χρηματικÝς δυσκολßες κÜθε εßδους.



     ΥπÞρχε, πρÜγματι, επιβεβαιþνουν οι συνεργÜτες του, Ýνα στοιχεßο ρομαντισμοý ακüμα και στην αμεροληψßα του, üπως υπÞρχε σε üλα του. και τα διπλωματικÜ κι Üλλα μÝσα με τα οποßα κατασκεýασε να κρατÞσει μακριÜ απü διεκδικητικοýς πιστωτÝς, ενþ εκπλÞρωνε σχολαστικÜ πολλÝς υποχρεþσεις, συχνÜ αφüπλιζε την εχθρüτητα και μετÝτρεπε την ενüχληση σε διασκÝδαση. Οι περßφημες ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιοφÜγου δημοσιεýθηκαν σε μικρü τüμο το 1822 και τρÜβηξαν πολý αξιοσημεßωτο βαθμü προσοχÞς, üχι απλþς απü τις προσωπικÝς του αποκαλýψεις, αλλÜ απü την εξαιρετικÞ δýναμη της ονειρικÞς ζωγραφικÞς του. ΚανÝνας Üλλος λογοτεχνικüς Üνθρωπος της εποχÞς του, üπως παρατηρÞθηκε, δεν απÝκτησε τüσο υψηλÞ και παγκüσμια φÞμη απü τÝτοιες απλþς δραπÝτες προσπÜθειες.
     Τα μüνα Ýργα που δημοσιεýτηκαν χωριστÜ (üχι σε περιοδικÜ) Þταν μυθιστüρημα, το Klosterheim (1832) κι η ΛογικÞ της ΠολιτικÞς Οικονομßας (1844). Αφοý συγκεντρþθηκαν τα Ýργα του, η φÞμη του De Quincey üχι απλþς διατηρÞθηκε, αλλÜ επεκτÜθηκε. Για το εýρος της σκÝψης και του θÝματος, εντüς των ορßων της καθαρÞς λογοτεχνßας, καμμßα παρüμοια ποσüτητα υλικοý τÝτοιας ßσης αξßας δεν προÞλθε απü κανÝναν διαπρεπÞ συγγραφÝα της εποχÞς. ¼σο Üφθονο κα ομιλητικü κι αν εßναι, ο De Quincey εßναι πÜντα κομψüς και γενικÜ ακριβÞς-λüγιος, Ýξυπνος, Üνθρωπος του κüσμου και φιλüσοφος, καθþς κι ιδιοφυÀα. ¸βλεπε τα γρÜμματα ως Ýνα ευγενÝς και υπεýθυνο κÜλεσμα. Στο δοκßμιü του για τον ¼λιβερ Γκüλντσμιθ διεκδικεß για τη λογοτεχνßα τη κατÜταξη üχι μüνο της καλþν τεχνþν, αλλÜ και της υψηλüτερης κι ισχυρüτερης καλþν τεχνþν κι ως τÝτοιο ο ßδιος το θεωροýσε και το Üσκησε.
    ¸κανε ευρεßα διÜκριση μεταξý της λογοτεχνßας της γνþσης και της λογοτεχνßας της εξουσßας, υποστηρßζοντας üτι η λειτουργßα της πρþτης εßναι να διδÜσκει, η λειτουργßα της δεýτερης να κινεßται, διατηρþντας üτι ο πιο Üθλιος συγγραφÝας που κινεßται Ýχει την υπεροχÞ. πÜνω σε üλους üσοι απλþς διδÜσκουν, üτι η λογοτεχνßα της γνþσης πρÝπει να χαθεß απü την υπÝρβαση, ενþ η λογοτεχνßα της εξουσßας εßναι "θριαμβευτικÞ για πÜντα üσο υπÜρχει η γλþσσα στην οποßα μιλÜει". Σε αυτÞν την κατηγορßα λογοτεχνßας κινÞτρων ανÞκουν ουσιαστικÜ τα Ýργα του ßδιου του De Quincey. Εßναι χÜρη σε αυτü το ζωτικü στοιχεßο της δýναμης που Ýχουν αναδυθεß απü την ταχεßα λÞθη της περιοδικüτητας και ζουν στο μυαλü των μεταγενÝστερων γενεþν. ΑλλÜ η δýναμÞ τους αποδυναμþνεται απü τον üγκο τους.



ΡΗΤΑ:

 * Η δυσπεψßα εßναι η καταστροφÞ των περισσüτερων πραγμÜτων: αυτοκρατορßες, αποστολÝς κι οτιδÞποτε Üλλο.

 * Διüτι, αν κÜποτε Ýνας Üνθρωπος επιδßδεται σε φüνο, πολý σýντομα θα σκÝφτεται ελÜχιστα τη ληστεßα. και απü τη ληστεßα Ýρχεται δßπλα στο ποτü και το σαββατüβραδο, και απü αυτü στην ακολασßα και την αναβλητικüτητα. Μüλις ξεκινÞσετε [sic] σε αυτÞ την καθοδικÞ πορεßα, ποτÝ δεν ξÝρετε ποý πρÝπει να σταματÞσετε. Πολλοß Üνθρωποι Ýχουν χρονολογÞσει την καταστροφÞ του απü κÜποια δολοφονßα Þ Üλλη που ßσως λßγο σκεφτüταν εκεßνη την εποχÞ.

 * Το βÜρος του αμεταβßβαστου.

 * ΚÜλεσμα για το μεγαλýτερο απü üλα τα γÞινα θεÜματα, τι εßναι αυτü; Εßναι ο Þλιος που πηγαßνει στην ανÜπαυσÞ του. ΚÜλεσμα για το μεγαλýτερο απü üλα τα ανθρþπινα συναισθÞματα, τι εßναι αυτü; Εßναι üτι ο Üνθρωπος πρÝπει να ξεχÜσει τον θυμü του πριν ξαπλþσει για ýπνο.

 * Λοιπüν, Oxford Street, πÝτρινη θετÞ μητÝρα, εσý που ακοýς τους αναστεναγμοýς των ορφανþν και πßνεις τα δÜκρυα των παιδιþν, τελικÜ απολýθηκα απü σÝνα.

 * Οι αγελÜδες εßναι απü τα πιο ευγενικÜ πλÜσματα που αναπνÝουν. ΚανÝνας δεν δεßχνει πιο παθιασμÝνη τρυφερüτητα στα μικρÜ του üταν τα στερεßται. και, εν ολßγοις, δεν ντρÝπομαι να δηλþνω μια βαθιÜ αγÜπη για αυτÜ τα Þσυχα πλÜσματα.


 * Λουλοýδια … που εßναι τüσο αξιολýπητα στην ομορφιÜ τους, εýθραυστα σαν τα σýννεφα και στο χρωματισμü τους τüσο υπÝροχο üσο οι ουρανοß, Þταν εδþ και χιλιÜδες χρüνια η κληρονομιÜ των παιδιþν - που τιμοýνταν ως το κüσμημα του Θεοý μüνο απü αυτÜ - üταν ξαφνικÜ η φωνÞ του Χριστιανισμοý, υπογρÜφοντας τη φωνÞ της βρεφικÞς ηλικßας, τους ανÝβασε σε μεγαλεßο που ξεπερνοýσε τον εβραúκü θρüνο, αν και ιδρýθηκε απü τον ßδιο τον Θεü, και απÞγγειλε τον Σολομþντα σε üλη του τη δüξα να μην εßναι ντυμÝνος σαν Ýνα απü αυτÜ.

 * ¸χεις τα κλειδιÜ του Παραδεßσου, ω δßκαιο, λεπτü και δυνατü üπιο!

 * ¹ταν Ýνα απüγευμα ΚυριακÞς, υγρü και ξÝγνοιαστο. και Ýνα πιο θαμπü θÝαμα δεν Ýχει να δεßξει αυτÞ η γη μας απü μια βροχερÞ ΚυριακÞ στο Λονδßνο.

 * Αιþνια αντßο! και ξανÜ, και πÜλι αντηχοýσε - αιþνιοι αποχαιρετισμοß!

 * Το τσÜι, αν και γελοιοποιεßται απü εκεßνους που εßναι εκ φýσεως χοντροκομμÝνοι στις νευρικÝς τους ευαισθησßες… θα εßναι πÜντα το αγαπημÝνο ρüφημα του διανοοýμενου.

 * Σε πολλÜ κοινωνικÜ στρþματα, η συνεßδηση εßναι πιο ακριβü βÜρος απü μια γυναßκα Þ μια Üμαξα.

 * Μια υπüσχεση εßναι δεσμευτικÞ στην αντßστροφη αναλογßα των αριθμþν στους οποßους δßνεται.



ΕΡΓΑ:

ΕξομολογÞσεις ενüς ¢γγλου οπιοφÜγου, 1821
On the Knocking at the Gate στο Macbeth, 1823
Walladmor, 1825
On Murder Considered as one of the Fine Arts, 1827
ΕξÝγερση των ΤατÜρων, 1837
Δεýτερη εργασßα για τον φüνο που θεωρεßται ως μßα απü τις καλÝς τÝχνες, 1839
Dinner Real and Reputed, 1839
Θεωρßα της ΕλληνικÞς Τραγωδßας, 1840
ΕπιστολÝς του De Quincey, του ¢γγλου οπιοφÜγου, σε Ýναν νεαρü Üνδρα του οποßου η εκπαßδευση Ýχει παραμεληθεß, 1843
The Logic of Political Economy, 1844
Suspiria de Profundis, 1845
Levana and Our Ladies of Sorrow
ΣαβÜνα-λα-Μαρ
Joan of Arc, 1847
The English Mail-Coach, 1849
The Glory of Motion
Το üραμα του αιφνßδιου θανÜτου
ΟνειρικÞ Φοýγκα
Υστερüγραφο
ΑυτοβιογραφικÜ σκßτσα, 1853


Ως μεταφραστÞς

"Ο μοιραßος σκοπευτÞς" του Johann August Apel (1823)
"Ο κýριος Schnackenberger· Þ, δýο δÜσκαλοι για Ýναν σκýλο" του Friedrich August Schulze (1823)
"The Dice" του Friedrich August Schulze (1823)
"The Raven: A Greek Tale" του Johann August Apel (1823)
"The Black Chamber" του Johann August Apel (1823)
"Ο ΒασιλιÜς του ΧÜιτι" του Φρßντριχ ¼γκουστ Σοýλτσε (1823)
"Η Λαμßα: ΕλληνικÞ ΠαρÜδοση" του Johann August Apel (1824)
"The Incognito· or, Count Fitz-Hum" του Friedrich August Schulze (1824)
"The Somnambulist" του Friedrich August Schulze (1824)
"ΑνÜλεκτα απü το Ρßχτερ" του Ζαν Πολ Ρßχτερ (1824)
"The Defier of Ghosts" του Friedrich August Schulze (ημιτελÞς μετÜφραση, 1824)

ΜυθιστορÞματα και διηγÞματα

Klosterheim, or The Masque (1832)
Ο ΕκδικητÞς (1838)


Confessions of an English Opium-Eater (1821)
On the Knocking at the Gate in Macbeth (1823)
Το παλßμψηστο του ΜÜκβεθ, 2001.
Walladmor (1825)
On Murder Considered as one of the Fine Arts (1827)
Klosterheim, or the Masque (1832)
Lake Reminiscences (1834–49)
Revolt of the Tartars (1837)
The Avenger: A Narrative (1837)
The Logic of Political Economy (1844) ΛογικÞ της πολιτικÞς οικονομßας
Letters to a Young Man Whose Education has been Neglected
ΕπιστολÝς σε Ýναν νÝο του οποßου η εκπαßδευση Ýχει παραμεληθεß, 2009
The last days of Immanuel Kant
Οι τελευταßες ημÝρες του ΙμμÜνουελ Καντ 1997
Suspiria de Profundis (1845)
Joan of Arc (1847)
The English Mail-Coach (1849)
Autobiographic Sketches (1853)
Confessions of an English Opium-Eater (1821)
On the Knocking at the Gate in Macbeth (1823)
Walladmor (1825)
On Murder Considered as one of the Fine Arts (1827)
Klosterheim, or the Masque (1832)
Lake Reminiscences (1834–40)
Revolt of the Tartars (1837)
The Logic of Political Economy (1844)
Suspiria de Profundis (1845)
The English Mail-Coach (1849)
Autobiographic Sketches (1853)




========================


                       ¨             Ο ΕκδικητÞς

Γιατß µε λες δολοφüνο κι üχι οργÞ Θεοý που ξεσπÜ στους τυρÜννους κι εξαγνßζει τη µατοβαµµÝνη γη;

     Τα τροµερÜ γεγονüτα του Ýτους 1816, που συντÜραξαν την Þσυχη πüλη µας και το πανεπιστÞµιü της στο βüρειο τµÞµα της Γερµανßας, Þσαν τüσο ιδιαßτερα -χαρακτηρßζονταν απü το εßδος εκεßνο της τυφλÞς ορµÞς που αποκτÜ η ανθρþπινη θηριωδßα üταν χÜνει κÜθε φραγµü- þστε θα Þταν µÜλλον αδýνατον να τα προσπερÜσει κανεßς και σßγουρα αρκετÜ δýσκολο να αντισταθεß στην καταγραφÞ τους. Εν τοýτοις, στην προκειµÝνη περßπτωση το πραγµατικÜ αξιοπρüσεκτο εßναι το δßδαγµÜ αυτþν των γεγονüτων, Ýνα δßδαγµα που θα πρÝπει να λÜβουν σοβαρÜ υπüψη τους οι µελλοντικÝς γενιÝς, στην πÜλη τους για την βελτßωση του ανθρωπßνου εßδους· üχι µüνον επειδÞ επισηµαßνει Ýνα σπουδαιüτατο -πλην συγκεκριµÝνο- ηθικü πρüβληµα, αλλÜ επειδÞ η χρησιµüτητÜ του αφορÜ σε πλεßστα üσα κοινωνικÜ προβλÞµατα. Εßναι γεγονüς πως το ηθικü αυτü δßδαγµα απασχüλησε τις συνεδριÜσεις των χριστιανþν βασιλÝων και πριγκßπων, περισσüτερες απü µßα φορÝς, καθþς τα γεγονüτα εξελßσσονταν µε ραγδαßο ρυθµü.  ΠρÜγµατι, καµßα προηγοýµενη τραγωδßα -üσο και βαθιÜ και  αν τÜραξε µε  την ανελÝητη κακοδαιµονßα  της  κÜθε φιλεýσπλαχνη καρδιÜ, κÜθε οικτßρµον παραγþνι- δεν µπορεß να συγκριθεß µε αυτÞν την σαφþς υπÝρτερη υπüθεση και δεν αξßζει περισσüτερο την θÝση ενüς κεφαλαßου στην ιστορßα των ηθþν και εν γÝνει της κοινωνικÞς ζωÞς της Γερµανßας. ΕπιπλÝον, κανεßς δεν θα µποροýσε να προβÜλει περισσüτερες αξιþσεις ιστορικοý απü εµÝνα.
     Κεßνη την εποχÞ, Þµουν -κι εßµαι ακüµη- καθηγητÞς στο πανεπιστÞµιο της πüλης, που εßχε το θλιβερü προνüµιο να γßνει θÝατρο των εν λüγω γεγονüτων. Γνþριζα εκ του σýνεγγυς üλα τα εµπλεκüµενα -εßτε ως θýµατα εßτε ως δρÜστες- Üτοµα. ¹µουν παρþν απü την αρχÞ µÝχρι το τÝλος και Ýγινα αυτüπτης µÜρτυς εκεßνης της µυστηριþδους θýελλας, που Ýπληξε την ανýποπτη πüλη µας σαν τυφþνας των ∆υτικþν Ινδιþν και απεßλησε σοβαρÜ να απορφανßσει το πανεπιστÞµιü µας, σπÝρνοντας αφενüς την καχυποψßα και αφετÝρου την απολýτως φυσικÞ αντßδραση της ευθαρσοýς αγανÜκτησης µεταξý των µελλþν του. Και üλα αυτÜ ενþ οι επαναπαυµÝνοι στον εýτακτο βßο τους αυτüχθονες πολßτες δεν θα αργοýσαν να εκδηλþσουν µια φρικτÞ αγωνßα για την ßδια την ζωÞ τους, µιαν αποτρüπαιη αγωνßα για ανεξιχνßαστους κινδýνους, που αποσÜθρωναν το Ýδαφος των εστιþν τους. ∆εν δßστασαν, οσÜκις οι περιστÜσεις το επÝτρεψαν, να θυσιÜσουν ακüµη και τα ßδια τα σπßτια τους µε τους üµορφους κÞπους, προκειµÝνου να µην καταρρακþνει πια τις ηµÝρες τους ο πανικüς, να µην στÜζουν αßµα οι νýχτες τους. Εßµαι απüλυτα βÝβαιος πως δεν ݵεινε προληπτικü µÝσο που να µην το Ýλαβαν οýτε τÝχνασµα που να µην το εφÞρµοσαν. ∆εßτε üµως το θλιβερü αποτÝλεσµα: üσο ασφαλÝστεροι Ýδειχναν οι τρüποι που χρησιµοποιοýσαν για να θεραπεýσουν το κακü, τüσο ισχυρüτερος γινüταν ο τρüµος τους και -κυρßως αυτü- τüσο βαθýτερο, τüσο φρικτüτερο φÜνταζε το µυστÞριο, αφοý µε üλα τα προληπτικÜ µÝσα δεν κατüρθωσαν να προλÜβουν üχι µßα, üχι δýο, αλλÜ δÝκα περιπτþσεις µαζικÞς εξολüθρευσης οικογενειþν. Η φρßκη, η υπÝρτατη παραφορÜ του φüβου, που απλþθηκε πÜνω απü την πüλη, εßναι αδýνατον να περιγραφεß. Τα διÜφορα τεχνÜσµατα απÝτυχαν για εντελþς ανθρþπινους λüγους -η βοÞθεια Þρθε πολý αργÜ, λüγου χÜριν- δεδοµÝνου üτι σε παρüµοιες περιπτþσεις -ακüµη και üταν ο κßνδυνος εßναι εµφανÝστερος- κανεßς δεν κατορθþνει να υπερβεß τα üρια των συνηθειþν του, þστε να διακρßνει µÝχρι ποý µπορεß να φτÜσει ο ßδιος και οι δολοφüνοι. ¸τσι, üταν -µετÜ απü εξονυχιστικÞ Ýρευνα δÝκα διαφορετικþν περιπτþσεων µαζικÞς σφαγÞς- οι αστυνοµικοß εßδαν εµβρüντητοι την υποµονÞ τους να εξανεµßζεται ηµÝρα µε την ηµÝρα, χωρßς να επιβεβαιþνεται καµßα υπüθεσÞ τους, üταν διαπßστωσαν πως παρ’ üλες τις προσπÜθειÝς τους δεν εßχε γßνει το παραµικρü βÞµα, µαρτυρικüς ο φüβος Ýπεσε αδιακρßτως πÜνω στους κατοßκους. Και αν αβÜσταχτη εßναι η αγωνßα µιας πüλης πολιορκηµÝνης, που περιµÝνει απü þρα σε þρα να ξεσπÜσει πÜνω της η θριαµβικÞ λýσσα του -κατÜ τα Üλλα πεπερασµÝνου, απτοý, ανθρþπινου- εχθροý, τüτε τι θα µποροýσαµε να ποýµε για το απÝραντο κρÜτος του τρüµου, που σπÝρνει Ýνας σκιþδης, απροσδιüριστος και ακαθüριστος κßνδυνος στον ανθρþπινο νου; Οι ßδιοι οι αστυνοµικοß, αντß να παρÝχουν προστασßα και να εµψυχþνουν τον πληθυσµü, Þσαν µουδιασµÝνοι απü τον τρüµο. Η γενικÞ αßσθηση, üπως µου την περιÝγραψε Ýνας εξαιρετικÜ προσεκτικüς στις διατυπþσεις του πολßτης, που τον συνÜντησα σε κÜποιον πρωινü περßπατο (διüτι üταν κυριαρχεß η αßσθηση της συµφορÜς, καταρρÝουν οι φραγµοß που κÜνουν τους ανθρþπους επιφυλακτικοýς, και üλοι µιλοýν µε üλους ελεýθερα, ακüµη και στον δρüµο, üπως θα Ýκαναν αν τους Ýπληττε σεισµüς), ݵοιαζε -ακüµη και στους πλÝον θαρραλÝους- µε την πνευµατικÞ κατÜσταση στην οποßα περιÝρχεται κÜποιος που κοιµÜται ολοµüναχος, ξεχασµÝνος απü τους φßλους, και ξαφνικÜ ανοßγουν πüρτες που θα Ýπρεπε να εßναι κλειστÝς και ξεκλειδþνουν πüρτες που θα Ýπρεπε να εßναι διπλοκλειδωµÝνες και χÜνονται ως κι αυτοß οι τοßχοι· Üγνωστα βÜραθρα καταπßνουν κÜθε üριο και ορßζοντα, κÜθε σηµÜδι· και γýρω µüνο πÝπλα αραχνοàφαντα και νýχτα απÝραντη· και γýρω Ýνας κüσµος βαθιÜ, τρισκüτεινα νυχτερινüς, ψßθυροι απüµακροι, σκοτÜδι που γυρεýει το σκοτÜδι µε φωνÞ βαθιÜ τρεµοσβηστÞ και στο κÝντρο αυτοý του κüσµου να λܵπει η καρδιÜ του ονειρευüµενου· να λܵπει και να γεννÜει και να σκορπßζει üλο εκεßνο το ασýλληπτο χÜος, στο οποßο κυριαρχεß µßα µüνο δýναµη, στυγνÞ και αποτρüπαια: η απüλυτα κενÞ Ýνδεια της σιωπÞς και του σκüτους. Η καταδροµÞ του φüβου, üπως και οποιουδÞποτε Üλλου πÜθους -µα προπÜντων εκεßνου του ισχυροý συναισθÞµατος που βιþνεται µαζικÜ και κÜνει χιλιÜδες καρδιÝς να χτυποýν µε τον ßδιο ρυθµü σε üλες τις περιοχÝς µιας πüλης· σκοτεινÝς Þ φωτισµÝνες- βρßσκει την ευκαιρßα να ταρÜξει Þ και να µεταµορφþσει την ανθρþπινη φýση. ΣοβαρÝς προσωπικüτητες χÜνουν την βαρýτητÜ τους, ηλßθια Üτοµα αποκτοýν ευφρÜδεια και, üταν τα πρÜγµατα φτÜσουν σε αυτü το κρßσιµο σηµεßο, το δηµüσιο αßσθηµα - εκπεφρασµÝνο µε Þχους, χειρονοµßες, λüγια Þ Ýργα- αποκτÜ διαστÜσεις τις οποßες κανÝνας ξÝνος δεν θα µποροýσε να φανταστεß. Συνεπþς, διÝθετα -απü αυτÞν την Üποψη- το πλεονÝκτηµα µιας κÜποιας απüστασης που, απü κοινοý µε την κεντρικÞ θÝση την οποßα κατεßχα, µου εξασφÜλισε αφενüς πλÞρη θÝα και αφετÝρου ακριβοδßκαιη εκτßµηση των γεγονüτων. Θα πρÝπει να προσθÝσω πως οýτε εßχα οýτε απÝκτησα στο µεταξý Üλλο πλεονÝκτηµα, το οποßο θα µποροýσε να µε διαφοροποιÞσει µε οποιονδÞποτε τρüπο απü τους υπολοßπους κατοßκους της πüλης. ¹µουν εξßσου εξοικειωµÝνος µε τα µÝλη και της τελευταßας οικογÝνειας της περιοχÞς, εßτε ανÞκαν στα παλαιÜ "τζÜκια" εßτε Þσαν µετανÜστες, τους οποßους ο τελευταßος πüλεµος εßχε αναγκÜσει να αναζητÞσουν καταφýγιο εντüς των τειχþν µας.
     ¹τανε Σεπτݵβρης 1815, üταν ο ιδιαßτερος γραµµατÝας του Ρþσου διπλωµατικοý, πρßγκηπα Μ..., µου 'στειλε το γρܵµα, απ' üπου αντιγρÜφω αµÝσως το ακüλουθο χωρßο:

   "Εν ολßγοις, θα επιθυµοýσα να επιστÞσω την προσοχÞ σας -και µÜλιστα µε üρους των οποßων την Ýνταση δυστυχþς δεν εßµαι σε θÝση να διατυπþσω επιτυχþς- στην ýπαρξη ενüς νÝου για τον οποßον, σýµφωνα µε αποκλειστικÝς και απüρρητες πληροφορßες, ο ßδιος ο τσÜρος Ýχει εκδηλþσει ιδιαßτερο ενδιαφÝρον. Συµµετεßχε στη µÜχη του Βατερλþ ως aide-de-camp [υπασπιστÞς] κÜποιου Γερµανοý αξιωµατικοý και οι εξαιρετικÜ κολακευτικÝς φÞµες τον θÝλουν να ανδραγÜθησε στην διÜρκεια της φρικτÞς εκεßνης ηµÝρας. Απü τυπικÞ Üποψη ανÞκε στον αγγλικü στρατü -ως ¢γγλος υπÞκοος- µα δεν τελοýσε υπü τις διαταγÝς του. ΠαρÜ το νεαρü της ηλικßας του, υπηρÝτησε κατÜ καιροýς πολý διαφορετικÝς σηµαßες, συµπεριλαµβανοµÝνης της δικÞς µας, ως µÝλλος της Ýφιππης αυτοκρατορικÞς φρουρÜς. ΓεννÞθηκε στην Αγγλßα κι εßναι ανεψιüς και πιθανþς κληρονüµος της τερÜστιας περιουσßας του κüµη Ε. Σýµφωνα µε µιαν εξωφρενικÞ διÜδοση, η µητÝρα του Þταν τσιγγÜνα ασýλληπτης οµορφιÜς, πρÜγµα που υποτßθεται πως εξηγεß την µαυριτανικÞ απüχρωση του δÝρµατüς του, που üµως δεν θα Ýλεγα πως εßναι πιο σκοýρο απü το δÝρµα αρκετþν ¢γγλων. Εν πÜση περιπτþσει, εßναι απü τα ευγενÝστερα δηµιουργÞµατα του Θεοý. ¢γνωστο µε ποιον τρüπο, τüσο ο πατÝρας üσο κι η µητÝρα του απεβßωσαν προ πολλοý. ¸κτοτε, απολαµβÜνει την αποκλειστικÞ εýνοια του θεßου του, που τον κρÜτησε στην Αγγλßα µετÜ την αναχþρηση του αυτοκρÜτορα0 και καθþς ο προστÜτης πνÝει απü καιρü τα λοßσθια, η ανÜληψη απü τον κυρßο Ουßνταµ της διαχεßρισης της τερÜστιας οικογενειακÞς περιουσßας εßναι αναπüφευκτη· αν üχι ܵεσα επικεßµενη. Στο µεταξý, αγωνιÜ να βοηθηθεß στις σπουδÝς του. Απü πνευµατικÞ Üποψη, εßµαι βÝβαιος πως ανÞκει στις υψηλüτερες τÜξεις του ανθρωπßνου εßδους, üπως δεν θα αργÞσετε να διαπιστþσετε εκ του σýνεγγυς. ¼µως η µακρÜ στρατιωτικÞ υπηρεσßα και η ασýλληπτα ταραγµÝνη ιστορßα της Ευρþπης µας -απü το 1805 µÝχρι τοýδε- επÝδρασαν (üπως καταλαβαßνετε) στη πνευµατικÞ του ανÜπτυξη. ∆ιüτι üταν ανÝλαβε για πρþτη φορÜ δρÜση στο ιππικü κÜποιας γερµανικÞς δýναµης Þταν σχεδüν παιδß και δεν Ýπαψε να περνÜ απü υπηρεσßα σε υπηρεσßα, καθþς οι Üνεµοι του πολݵου φυσοýσαν προς πÜσα κατεýθυνση. Στην διÜρκεια της γαλλικÞς ανÜβασης προς την Μüσχα, πÝρασε στην υπηρεσßα µας, και κατüρθωσε να αποκτÞσει σηµαντικÞ επιρροÞ στα µÝλη της αυτοκρατορικÞς οικογÝνειας, γνωρßζοντας εξαιρετικÞ επαγγελµατικÞ, προσωπικÞ και κοινωνικÞ επιτυχßα. Μολαταýτα, δεν εßναι περισσüτερο απü εßκοσι δýο ετþν. ¼σο για τα προσüντα του, µιλοýν απü µüνα τους· εßναι αµÝτρητα και σχετßζονται µε κÜθε πλευρÜ της ζωÞς. Απü εσÜς ζητÜ µüνον την γνþση των Ελληνικþν, πÜση θυσßα, µε τους üρους που εσεßς και µüνο εσεßς θα θÝσετε. Εßναι διατεθειµÝνος να αναγνωρßσει και να διευθετÞσει οποιονδÞποτε προβληµατισµü σας· δεδοµÝνου εßναι εκ φýσεως υπεýθυνο Üτοµο. Να εßστε βÝβαιος πως σε δÝκα χρüνια απü τþρα, θα αναπολεßτε µε υπερηφÜνεια την συνεισφορÜ σας στην διαµüρφωση αυτοý που üλοι εδþ στην Αγßα Πετροýπολη -üχι µüνον οι στρατιωτικοß, αλλÜ και εµεßς, οι διπλωµατικοß- πιστεýουµε πως θα αποδειχθεß σηµαντικüτατος Üνδρας: µια σπουδαßα ηγετικÞ προσωπικüτητα µεταξý των λογßων της χριστιανοσýνης".

      Ακολοýθησαν δýο Þ τρßα γρܵµατα, þσπου τελικÜ ρυθµßστηκε να εγκατασταθεß ο κýριος Μαξιµιλιανüς Ουßνταµ στο ερηµητÞριü µου για Ýναν χρüνο. Η διατροφÞ και το υπηρετικü προσωπικü θα Þταν δικÞ του υπüθεση. Για το διαµÝρισµα των δÝκα Þ δþδεκα δωµατßων που θα του παρεßχα, την απεριüριστη χρÞση της βιβλιοθÞκης και κÜποια επιπλÝον προνüµια, τα οποßα του εκχωρÞθηκαν µε ιδιαßτερη προθυµßα απü τις αρχÝς της πüλης, θα µου Ýδινε χßλιες γκινÝες. ¹δη, σε Ýνδειξη ευγνωµοσýνης για την ευµενÞ µεταχεßρισÞ του απü τις αρχÝς, µου εßχε στεßλει τρεις χιλιÜδες γκινÝες -χωρßς να απαιτÞσει απüδειξη- τις οποßες παρÝδωσα σε δηµüσια χÝρια, προκειµÝνου να διατεθοýν σε τοπικÜ εκπαιδευτικÜ ιδρýµατα, σε φτωχοýς Þ σε Üλλες αγαθοεργßες.
     Τις τελευταßες επιστολÝς ο γραµµατÝας του Ρþσου διπλωµατικοý µοý τις Ýστειλε απü κÜποια σχετικÜ κοντινÞ -λιγüτερο απü ενενÞντα µßλια- κωµüπολη της Γερµανßας και -δεδοµÝνου üτι εßχε στην διÜθεσÞ του ݵπειρους αγγελιοφüρους- οι διαπραγµατεýσεις προχþρησαν τüσο γρÞγορα, þστε η συµφωνßα Ýκλεισε πριν απü το τÝλος του Σεπτεµβρßου. Και üταν Ýκλεισε, εγþ -που µÝχρι τüτε δεν εßχα δþσει την παραµικρÞ πληροφορßα για τα τεκταινüµενα- Üφησα τα µαντÜτα να κÜνουν ελεýθερα τον γýρο της πüλης. Εýκολα µπορεß κανεßς να φανταστεß πως µια τÝτοια ιστορßα -Þδη αρκετÜ ροµαντικÞ στα βασικÜ στοιχεßα της- δεν χρειαζüταν ιδιαßτερη προσπÜθεια για να µεταδοθεß ακαριαßα. Πρþτα πρþτα, το εν λüγω πρüσωπο Þταν ¢γγλος και, ως γνωστüν, αρκοýσε το üνοµÜ του για να διαβεß Üνετα τα σýνορα της γερµανικÞς εýνοιας. Πüσο µÜλλον µετÜ τους πρüσφατους σοβαρüτατους πολݵους, οι οποßοι κÜθε Üλλο προβληµατικοß υπÞρξαν για τις σχÝσεις των ¢γγλων µε τους Γερµανοýς. ∆εýτερον, Þταν ευγενÞς και µÜλιστα µε µεγÜλη παρÜδοση. Τρßτον, υπÞρξε στρατιωτικüς µε λαµπρÞ δρÜση στο Ýνδοξο σþµα του ιππικοý, ΤÝταρτον, Þταν νÝος -πλην ݵπειρος - Þρωας της φρικτüτερης µÜχης του πλανÞτη µας απü τον καιρü της ΦαρσÜλου1-και περιβεβληµÝνος την λܵψη του ευνοουµÝνου των αυλικþν και -οπωσδÞποτε- των θηλυκþν µελþν αρκετþν αυτοκρατορικþν οικογενειþν. ΤÝλος (αυτü και µüνο θα 'φτανε να εξασφαλßσει ενδιαφÝρουσα θÝση στις καρδιÝς των γυναικþν) Þταν Ýνας Αντßνοος2 αψεγÜδιαστου κÜλλους, Ýνα ελληνικü Üγαλµα, που 'χε εµφυσÞσει ζωÞ κÜποιος σýγχρονος Πυγµαλßων3.
     ΤÝτοια συγκÝντρωση χαρισµÜτων και ικανοτÞτων στην µορφÞ ενüς ανθρþπου, κÜθε Üλλο παρÜ εßχε ανÜγκη τις χυδαßες διασφαλßσεις της οικογενειακÞς αποκατÜστασης (Ýστω και αν για πολλοýς η αποκατÜσταση αυτÞ Þταν το επιστÝγασµα üλων) δεδοµÝνου üτι απολܵβανε Þδη την φÞµη του κατüχου µιας περιουσßας, που υπερÝβαινε τη φαντασßα οποιουδÞποτε περιπετειþδους µυθιστορÞµατος Þ την υπερβολÞ οποιουδÞποτε παραµυθιοý. Απßστευτη Þταν η εντýπωση που Ýκανε στην λιµνÜζουσα κοινωνßα µας. Οι γλþσσες δεν κουρÜζονταν να σχολιÜζουν τον αξιοθαýµαστο νεαρü ¢γγλο, απü το πρωß µÝχρι το βρÜδυ. Η φαντασßα των γυναικþν Þταν µονßµως απασχοληµÝνη στην κατ’ ιδßαν αναπαρÜσταση της αβρÞς µορφÞς του.

     ¼ταν Ýφτασε στο σπßτι µου, διαπßστωσα αµÝσως την αλÞθεια µιας παρατÞρησης που εßχα κÜνει πριν απü µερικÜ χρüνια. ¸να κοινüτοπο αξßωµα λÝει πως εßναι επικßνδυνο να διατηροýµε υπερβολικÜ υψηλÝς προσδοκßες. Η αλÞθεια του -Ýτσι, γενικþς και αορßστως εκπεφρασµÝνη- εξαρτÜται πÜντα απü τις περιστÜσεις. Υφßσταται µüνον üταν και üπου το κÝρδος απü την διατÞρηση και την δικαßωση της προσδοκßας εßναι µικρü.  ¼µως  σε κÜθε περßπτωση που  το  αναµενüµενο  κÝρδος αποκτÜ εξαιρετικü ενδιαφÝρον, εßναι φρüνιµο να οδηγοýµε τις προσδοκßες στο υψηλüτερο σηµεßο τους. ¼,τι και αν συµβεß µε τις υψηλÝς προσδοκßες, η εκπλÞρωση των  λιγüτερο  φιλüδοξων  θα  βρει  αρκετü  χþρο,  ενþ  εßναι  βÝβαιο  πως  ο  απλüς παρατηρητÞς, ελÜχιστα δεκτικüς στις λεπτÝς διακυµÜνσεις των γεγονüτων -εκτüς και αν του Ýχουν επισηµανθεß απü πριν üσα πρÝπει να περιµÝνει- θα αποτýχει να διακρßνει πßσω απü την εκτυφλωτικÞ λܵψη του προφανοýς. Στην προκειµÝνη περßπτωση, η προειδοποßηση που εßχα δεχθεß -σýµφωνα µε την οποßα Ýπρεπε να περιµÝνω πλεßστα üσα- δεν ζηµßωσε το αντικεßµενο της προσδοκßας. ΟπωσδÞποτε, εßναι βÝβαιο πως η προειδοποßηση µε εßχε θÝσει σε επιφυλακÞ. ¹µουν Ýτοιµος να διακρßνω και να αποδεχθþ ακüµη και το πλÝον ανεπαßσθητο σηµÜδι ανωτερüτητας στην παρουσßα του. ∆εν χρειÜστηκε. Τα σηµÜδια Þσαν τüσα πολλÜ και πολý προφανÞ. ΥπερÝβαιναν οτιδÞποτε εßχε θÝσει υπüψη µου η εµπειρßα µÝχρι εκεßνη την στιγµÞ. Ως εκ τοýτου, οσοδÞποτε υψηλÝς και αν Þσαν οι προσδοκßες µου, θα εκπληρþνονταν αυτοµÜτως.
     Οι σκÝψεις αυτÝς ταξßδεψαν στο µυαλü µου µε την ταχýτητα του φωτüς, αµÝσως µüλις το βλݵµα µου Ýπεσε στην υπÝρτατη  ωραιüτητα και δýναµη που αναδýθηκε απαστρÜπτουσα µπροστÜ µου. ΑυτÞ η δýναµη και το αδιανüητο της τÝλειας ενσÜρκωσης τüσου µεγαλεßου - του ιδßου του απολýτου- Þταν φυσικü να µου δηµιουργÞσουν πρüσκαιρη αναστÜτωση. ΒρÞκα την αυτοκυριαρχßα µου σχεδüν αµÝσως. Το βλݵµα µου προηλþθηκε επÜνω του µε την πρÝπουσα σταθερüτητα. ΥποκλιθÞκαµε ο Ýνας στον Üλλον και, καθþς εκεßνος σÞκωνε το κεφÜλι του, συνÝλαβα την λܵψη των µατιþν του: µÜτια απολýτως ταιριαστÜ µε την ευγενÞ αρµονßα του προσþπου του, ¢στρων ολüλαµπρες µορφÝς ντυµÝνες τους ßσκιους του µεσηµεριοý κι ως εκ τοýτου, προορισµÝνα απü τη φýση να στεγÜζουν και να εκφρÜζουν τις πλÝον γαλÞνιες, τις πλÝον λεπτÝς συγκινÞσεις. Και üµως, πüσην Ýκπληξη δοκßµασα üταν, την ßδια στιγµÞ, συνÝλαβα -µε ταραχÞ µÜλλον παρÜ µε οßκτο- στο ßδιο εκεßνο εξαßσιο βλݵµα την σκιÜ µιας θλßψης ασýµβατης üχι µüνον προς την νεüτητα, αλλÜ και προς οποιαδÞποτε ανθρþπινη στενοχþρια, µιας θλßψης που µüνον ο οßστρος του θρÞνου τÞς Ýλειπε για να ανÞκει σε Ιουδαßο προφÞτη.
     Εßχανε περÜσει πια δýο µÞνες απü την Üφιξη του κυρßου Ουßνταµ. Γνþρισε το σýνολο της υψηλÞς κοινωνßας του τüπου µας και, περιττü να πω, κÝρδισε την εýνοια üλων. Στην πραγµατικüτητα, ο πλοýτος, η σπουδαιüτητα, οι στρατιωτικÝς τιµÝς και ο λαµπρüς χαρακτÞρας του, üπως εκφρÜζονταν στους τρüπους του, üχι µüνο δεν θα περνοýσαν απαρατÞρητα σε οποιοδÞποτε κοινωνικü περιβÜλλον, αλλÜ θα εξασφÜλιζαν οπωσδÞποτε την υψηλüτερη θÝση στην εκτßµηση των µελþν του. Ωστüσο, τα πλοýσια αυτÜ πλεονεκτÞµατα, υπογραµµισµÝνα και ενισχυµÝνα απü την τελειüτητα της εξωτερικÞς εµφÜνισης, Þσαν κÜπως ενοχλητικÜ για την αυτοεκτßµηση των απλþν ανθρþπων, δεδοµÝνου üτι υπερÝβαιναν οδυνηρÜ το επßπεδο των φιλοδοξιþν που µποροýσαν να αναπτýξουν αυτοß οι Üνθρωποι. Ο ßδιος δεν Þταν καθüλου ακατÜδεκτος. Το αντßθετο µÜλιστα. Η συµπεριφορÜ του Þταν ανοιχτÞ, ειλικρινÞς και πηγαßα ανεπιτÞδευτη. Η ανÜ τον κüσµο περιπετειþδης ζωÞ του, πλÝον του µισοý της οποßας εßχε αναλωθεß σε στρατüπεδα και πεδßα µαχþν, εßχε δþσει στους τρüπους του κÜτι απü την ευθýτητα των στρατιωτικþν. ¼µως η εµφανÞς µελαγχολßα που τον διακατεßχε, üποια και αν Þταν η πηγÞ της, συγκρατοýσε οπωσδÞποτε τον φυσικü αυθορµητισµü που υπονοοýσε το παρουσιαστικü του, Þ µη µüνο στις περιπτþσεις που τον αναζωογονοýσαν τα αισθÞµατα της φιλßας και του Ýρωτα. Εν πÜση περιπτþσει το αποτÝλεσµα Þταν η δηµιουργßα κÜποιου εßδους αµηχανßας Þ και δυσφορßας στους Üλλους. Οι φωνÝς Ýπαυαν Þ χαµÞλωναν απüτοµα üταν  εµφανιζüταν  κÜπου.  Επικρατοýσε  ξαφνικÜ  νεκρικÞ  σιωπÞ.  Τα  βλݵµατα απÝφευγαν την µορφÞ του Þ τρεµüπαιζαν Üτολµα για µια στιγµÞ πÜνω του και ýστερα χαµÞλωναν, αναζητþντας δßοδο προς τα σπλÜχνα της γης. Οι νεαρÝς κυρßες Ýχαναν προς στιγµÞν την ικανüτητÜ τους να αρθρþσουν οτιδÞποτε Üλλο απü µερικÝς ακατÜληπτες συλλαβÝς Þ συγκεχυµÝνους ψιθýρους. ΠρÜγµατι, η επισηµüτητα των πρþτων συστÜσεων και η πλÞρης απουσßα κÜθε πιθανüτητας να δηµιουργηθεß φιλικü περιβÜλλον, Ýκανε αυτÝς τις σκηνÝς πραγµατικÜ οδυνηρÝς για üλους, üσοι συµµετεßχαν εßτε ως πρωταγωνιστÝς εßτε ως απλοß παρατηρητÝς. ΟρισµÝνως, η συγκεκριµÝνη ατµüσφαιρα δεν Þταν αποτÝλεσµα της περßσσιας της ανδροπρεποýς - και οπωσδÞποτε ηρωικÞς- οµορφιÜς του, αλλÜ των πολλþν και εξαιρετικþν χαρισµÜτων τα οποßα βρßσκονταν στο κÝντρο εκεßνης της προσωπικüτητας· χαρßσµατα οφειλüµενα üχι στην τýχη αλλÜ στην φýση. ΣηµαντικÜ συνÝβαλαν επßσης η εµφανÞς µελαγχολßα και η κÜθε Üλλο παρÜ ενθαρρυντικÞ σοβαρüτητα, που -üπως Þδη ανÝφερα- χαρακτÞριζαν την συµπεριφορÜ του κυρßου Ουßνταµ. ΥπερÜνω üλων üµως στεκüταν το αξεδιÜλυτο µυστÞριο που περιÝβαλε εκεßνη την µελαγχολßα.
     ΥπÞρξαν Üραγε εξαιρÝσεις στην αµηχανßα που προκαλοýσε το τροµακτικü εκεßνο δÝος; Ναι, υπÞρξε τελικÜ µßα καρδιÜ, που υποκýπτοντας στα θÝλγητρα του ισχυροτÝρου των παθþν, απÝβαλε κÜθε ßχνος επιφýλαξης και ψυχρüτητας. Ενþ üλοι οι Üλλοι παρݵεναν δÝσµιοι των ζοφερþν συναισθηµÜτων που ενÝπνεε η παρουσßα του κυρßου Ουßνταµ, η Μαργαρßτα Λßµπενχαúµ απÝρριπτε µε Ýκπληξη κÜθε ενδεχüµενο να ευθυνüταν εκεßνος για την κατÜσταση. ΑµφιβÜλω αν υπÞρξε ποτÝ πιο µεγαλειþδης αµοιβαßα κατÜκτηση νεανικþν καρδιþν, αν εκδηλþθηκε ποτÝ βαθýτερη και πλÝον ακαριαßα συµπÜθεια. ∆εν υπÞρξα µÜρτυς της πρþτης συνÜντησης του µυστηριþδους Μαξιµιλιανοý µε την εκθαµβωτικÞ Μαργαρßτα και ως εκ τοýτου δεν µπορþ να γνωρßζω πüτε εκδηλþθηκαν εκ µÝρους της εκεßνο το ανεπαßσθητο τρݵισµα και εκεßνη η αµηχανßα, που κατÝθλιψαν το πλÞθος των αντιζÞλων της. Θα πρÝπει üµως οι αντιδρÜσεις της -αν φυσικÜ υπÞρξαν- να Ýγιναν αµÝσως αντιληπτÝς απü τον νÝο· εκδοχÞ η οποßα θα µποροýσε να ερµηνεýσει -πÝραν κÜθε αµφιβολßας- την πρüθυµη υποταγÞ της ψυχÞς του, την Üνευ üρων παρÜδοση της καρδιÜς του. Στην τρßτη συνÜντησÞ τους Þµουν παρþν. ΚÜθε σκιÜ αµηχανßας εßχε πλÝον εξαφανιστεß· εκτüς ßσως  απü  τον λεπταßσθητο  εκεßνον  δισταγµü  που συνοδεýει τον παθητικü θαυµασµü. Η Μαργαρßτα Ýδινε την εντýπωση πως βρισκüτανε στην αυγÞ ενüς νÝου κüσµου, του οποßου την ýπαρξη δεν υποψιαζüταν καν ανܵεσα στις δυνατüτητες της ανθρþπινης εµπειρßας. ¸να πουλÜκι Þταν, Ýνα πουλÜκι που δεν γνþριζε ακüµη τις δυνܵεις του, ܵαθο απü πτÞσεις και αιωρÞσεις· καµιÜ πνοÞ αÝρα δεν εßχε αποδειχθεß, µÝχρι στιγµÞς, ικανÞ να στηρßξει τις φτεροýγες της, να υποθÜλψει την εκδÞλωση των νωθρþν ακüµη ενστßκτων της. Εκεßνος, απü την πλευρÜ του, βρισκüταν για πρþτη φορÜ αντιµÝτωπος µε την πραγµατοποßηση των ονεßρων του, των ονεßρων που, µÝχρι εκεßνη την στιγµÞ, οι βαθýτερες σκÝψεις του -οι βαθýτεροι φüβοι του εν τÝλει- σχεδüν τον διαβεβαßωναν πως θα αποδεικνýονταν χßµαιρες, πως δεν θα συναντοýσε ποτÝ µια γυναßκα Ýτοιµη να ανταποκριθεß στα αιτÞµατα της καρδιÜς του. Και να που τþρα βρισκüταν µπροστÜ σε µια πραγµατικüτητα απüλυτα διατεθειµÝνη να τον υπηρετÞσει, µπροστÜ σε µια πραγµατικüτητα που δεν απαιτοýσε την παραµικρÞ προσπÜθεια εκ µÝρους του.
     Στο εξÞς, ευτυχßα και µüνο ευτυχßα συνüδευε την νÝα αυτÞν συνοµολüγηση. ΕλÜχιστοι Þσαν εκεßνοι που εßχαν προβλÝψει µια τÝτοια εξÝλιξη. Οι υπüλοιποι δεν µπüρεσαν καν να την φανταστοýν, üπως δεν µπüρεσα και εγþ ο ßδιος να φανταστþ την δυσοßωνη πλÞρη µεταστροφÞ της φýσης του ΦερδινÜνδου φον ΧÜρελσταúν. Το εν λüγω Üτοµο Þταν γιος ενüς Γερµανοý βαρüνου µε καλü üνοµα αλλÜ µικρÞ περιουσßα, ο οποßος αφοý υπηρÝτησε ως µισθοφüρος στον πρωσικü στρατü, κατüρθωσε να κερδßσει την εýνοια του βασιλιÜ και των ανωτÝρων αξιωµατικþν, γεγονüς που τον Ýκανε να ελπßζει πως -αν üλα πÞγαιναν καλÜ- θα µποροýσε να εξασφαλßσει κÜποιαν αξιüλογη θÝση στον πολυαγαπηµÝνο µοναχογιü του, στου οποßου την αφοσßωση και την τρυφερüτητα στÞριζε την γαλÞνη των γηρατειþν του. ΕξÜλλου, ο ΦερδινÜνδος κατεßχε ιδιÜζουσα θÝση στην καρδιÜ του: τα χαρακτηριστικÜ του ανÝσυραν απü την αιθρßα µνÞµη του βαρüνου την πολýτιµη και ολοζþντανη µορφÞ εκεßνης της αγγελικÞς συζýγου, που Ýσβησε ενþ Ýδινε ζωÞ στο τρßτο παιδß τους, στο µοναδικü που επιβßωσε. Η αγωνιþδης µÝριµνα να σπουδÜσει ο γιος αυτüς την επιστÞµη των µαθηµατικþν, τη οποßα αποκτοýσε -χρüνο µε τον χρüνο- üλο και περισσüτερο ενδιαφÝρον για το πυροβολικü üλων των στρατþν της Ευρþπης, αλλÜ και η επιθυµßα του να του εξασφαλßσει κÜποια κλασικÞ µüρφωση, την οποßα µε πολλÞ θλßψη εßχε στερηθεß στην διÜρκεια της δικÞς του στρατιωτικÞς υπηρεσßας, οδÞγησαν τον βαρþνο στην επιλογÞ του ιδρýµατüς µας. Εδþ φοßτησε επß επτÜ χρüνια ο ΦερδινÜνδος, ο οποßος συµπλÞρωνε τþρα το εικοστü τρßτο Ýτος της ηλικßας του. Τα πρþτα τÝσσερα χρüνια ݵενε µαζß µου και Þταν ο µοναδικüς φοιτητÞς που εßχα -Þ Þθελα να Ýχω- µÝχρι τη στιγµÞ που η οµολογουµÝνως εξαιρετικÞ προσφορÜ του νεαροý µÝλους της ρωσικÞς αυτοκρατορικÞς φρουρÜς µε Ýπεισε να µεταβÜλω την απüφασÞ µου. Ο ΦερδινÜνδος φον ΧÜρελσταúν εßχε αρκετÜ χαρßσµατα -µπορεß üχι αξιοθαýµαστα, αλλÜ τουλÜχιστον αξιÝπαινα- ευχÜριστο χαρακτÞρα και σπÜνια ευγÝνεια τρüπων, þστε να µε προδιαθÝτει να τον συστÞνω παντοý και να γßνεται αµÝσως συµπαθÞς σε üλους. Σε üλους, εκτüς ßσως απü εκεßνο -το µοναδικü στον κüσµο πρüσωπο- στου οποßου την συµπÜθεια προσÝβλεπε κατ’ αποκλειστικüτητα. Η Μαργαρßτα Λßµπενχαúµ -αυτÞν αγαποýσε, χρüνια πολλÜ, µε üλη την θÝρµη της πυρπολοýµενης απü το πÜθος καρδιÜς του- Þταν για εκεßνον το µοναδικü πλÜσµα, χÜριν -Þ µε εντολÞ- του οποßου θα µποροýσε να πεθÜνει. Απü την πρþτη στιγµÞ, Ýνοιωσε πως το πεπρωµÝνο του βρισκüταν στα χÝρια της, πως εκεßνη διηýθυνε τον καλü Þ τον κακü δαßµονα της ζωÞς του.
     Στην αρχÞ -και ßσως στο τÝλος- µου προκαλοýσε Ýνα βαθýτατο αßσθηµα οßκτου, το οποßο δεν Üργησε να αναµειχθεß µε κÜποιο επßσης βαθý αßσθηµα εκτßµησης. Πριν την Üφιξη του κυρßου Ουßνταµ εßχε επιδεßξει σθÝνος, αν üχι πραγµατικÞ µεγαθυµßα. Εν τοýτοις, δεν νοµßζω να υπÞρξε στον κüσµο ταχýτερη και επαχθÝστερη περßπτωση µεταστροφÞς µιας ευγενοýς φýσης. Εßµαι απüλυτα πεπεισµÝνος πως δεν εßχε καν υποπτευθεß την δραµατικÞ Ýνταση του πÜθους του. Η µοναδικÞ  διÝξοδüς  του  Þταν  να  εγκαταλεßψει  την  πüλη  και  να  καταφýγει  στην µοναχικÞ ενασχüληση µε διÜφορα ζητÞµατα φιλοσοφικοý Þ επιστηµονικοý ενδιαφÝροντος. ¼µως δεν µε Üκουγε περισσüτερο απü οποιονδÞποτε υπνοβÜτη, οποιονδÞποτε ονειρεýεται µε τα µÜτια ανοιχτÜ.  ΚÜποτε Ýδειχνε να βγαßνει ξαφνιασµÝνος, σχεδüν τροµαγµÝνος, απü κÜποιο ονειροπüληµα. ΚÜποτε εκδÞλωνε κρßσεις µανßας· οργιζüταν, διαπληκτιζüταν µε κÜποιο αüρατο πρüσωπο, παρακαλοýσε, εκλιπαροýσε, και εντÝλει το απειλοýσε. ΚÜποτε  Ýδειχνε  να ονειροπολεß και ξαφνικÜ τρüµαζε, αναπηδοýσε στο κÜθισµÜ του. ΚÜποτε αποσυρüταν σε Þσυχες γωνιÝς, µονολογοýσε ψιθυριστÜ και επιδιδüταν σε εµφανþς θρηνητικÝς εκφρÜσεις και χειρονοµßες Þ Üφηνε να του ξεφýγουν επιφωνÞµατα και αποσπασµατικÝς φρÜσεις παραπüνων, που θα Ýκαναν και την πλÝον απαθÞ ψυχÞ να συγκινηθεß. Πþς να µην κωφεýει, λοιπüν, στα λüγια του µοναδικοý πρακτικοý συµβοýλου που διÝθετε; Σαν το πουλß Þταν, που το υπνωτßζει ο κροταλßας και στÝκει εκεß, παντελþς ανßκανο να συγκεντρþσει τις δυνܵεις µε τις οποßες το προßκισε η φýση, þστε να ξεφýγει πετþντας.
 -"Φýγε üσο εßναι ακüµη καιρüς!" του εßπαν οι Üλλοι, µα κι εγþ ο ßδιος, φοβοýµενος -εξ üσων Ýβλεπα να διαδραµατßζονται Þδη- κÜποια πολý χειρüτερη κατÜσταση, κÜποια φρικτÞ καταστροφÞ.
 -"Και µη εισενÝγκης ηµÜς εις πειρασµüν!" Üκουσα ÜθελÜ µου να του λÝει αυστηρÜ ο εξοµολογητÞς (διüτι, αν και Πρþσοι, οι φον ΧÜρλενσταúν Þσαν καθολικοß). "Και µη εισενÝγης ηµÜς εις πειρασµüν! ΑυτÞ πρÝπει να εßναι η καθηµερινÞ µας προσευχÞ στον Κýριο. Λοιπüν, µην µπαßνεις, τÝκνο µου, σε πειρασµü· µην επιµÝνεις σε αυτÞν την πολιορκßα. ¼χι, üχι! Εßναι σαν να πειρÜζεις τον ßδιο τον πειρασµü. ∆οκßµασε τα πλεονεκτÞµατα της απουσßας. ¸νας µÞνας αρκεß".
     Ο Üξιος ιερωµÝνος θÝλησε να προσθÝσει κÜποιον αριθµü µετανοιþν, οι οποßες θα διασφÜλιζαν τα θετικÜ αποτελÝσµατα της απουσßας, µα αναγκÜστηκε να υποχωρÞσει, γιατß κατÜλαβε πως απλþς θα προσÝθεταν την πνευµατικÞ ανυπακοÞ στα υπüλοιπα αµαρτÞµατα του νÝου. Φαßνεται πως ο ΦερδινÜνδος το παρατÞρησε αυτü· γιατß εßπε:
 -"¢γιε πατÝρα! Μην κÜνεις την προσπÜθειÜ σου να µε αποµακρýνεις απü τον πειρασµü üχηµα µιας πιθανÞς εξÝγερσÞς µου ενÜντια στην Εκκλησßα. Μην σπÝρνεις τον δρüµο µου µε παγßδες. Εßναι Þδη σπαρµÝνος".
     Ο γÝρων αναστÝναξε κι Ýδωσε τÝλος στην εξοµολüγηση, µα η δουλειÜ εßχε Þδη γßνει. Αναφωνþντας "ΦτÜνει πια!" το ελÜφι -πληγωµÝνο εξßσου απü τον οßκτο, την συµπÜθεια, τις συµβουλÝς, την παρηγοριÜ και την περιφρüνηση- Ýτρεξε να χαθεß στις ερηµιÝς. ΚατÝφευγε συχνÜ σε ερηµικÜ σηµεßου του δÜσους. Αναχωροýσε πÜντα µε καλü σκοπü και πρüθεση να παραµεßνει εκεß για αρκετÝς ηµÝρες, üπως Þλπιζα και προσευχüµουν να γßνει, üµως -ο δυστυχÞς!- κÜθε φορÜ που επÝστρεφε στα ληµÝρια της καθηµαγµÝνης ευτυχßας και των θαµµÝνων ελπßδων του, ݵοιαζε üλο και περισσüτερο µε ναυÜγιο του εαυτοý του. ΚÜποτε Üκουσα Ýναν εξαιρετικÜ διεισδυτικü στην παρατÞρηση των ανθρþπων καλüγερο -του οποßου το µοναστÞρι βρισκüταν κοντÜ στις πýλες της πüλης- να λÝει:
 -"ΚÜποιος εßναι Ýτοιµος να δþσει και να πÜρει δυστυχßες. ∆εν θα αργÞσει ο καιρüς που θα τον δοýµε µπλεγµÝνο σε µεγÜλη καταστροφÞ. Θα εßναι αβÜσταχτη η συµφορÜ. Θα µεßνει αξÝχαστο το αµÜρτηµα αυτü".
     ¸τσι εßχανε τα πρÜγµατα, üταν ο µÞνας ΓενÜρης üδευε προς το τÝλος κι ο καιρüς επιδεινωνüτανε µÝρα τη µÝρα. ∆υνατοß Üνεµοι, που περüνιαζαν µÝχρι το κüκκαλο, µαßνονταν στα στενÜ σοκÜκια της πüλης µας. Ωστüσο, το πνεýµα των κοινωνικþν απολαýσεων επÝβαλε την απεßθεια στις µπüρες που συγκλüνιζαν τους αρχαßους δρυµοýς µας. ΣυνÝβαινε το συµβοýλιο της πüλης µας να αποτελεßται αποκλειστικÜ απü εµπüρους και ως εκ τοýτου τα µουσαφιρλßκια Ýδιναν κι Ýπαιρναν, παρ’ Üλλη περßπτωση. Γιατß, λüγοι υπηρεσιακοß επÝβαλαν σε κÜθε σýµβουλο να οργανþνει δýο χοροεσπερßδες τον χρüνο. Κι Þταν τüσο ενθουσιþδης η ܵιλλα, þστε πλÝον του τετÜρτου του Ýτους να δαπανÜται σε παρüµοιες διασκεδÜσεις. ¼σο για την ποιüτητα εκεßνων των χοροεσπερßδων... Τα πÜντα Þσαν Üψογα, δεδοµÝνου üτι η πολυτÝλεια δεν Þταν υπüθεση προσωπικÞς Üνεσης του συµβοýλου, αλλÜ σπουδαιüτατο ζÞτηµα υπηρεσιακοý κýρους και Ýνδειξης σεβασµοý προς την πüλη. Εννοεßται πως τüσο το υψηλü πνεýµα των εξαµηνιαßων αυτþν χορþν üσο και η περιοχÞ της πüλης στην οποßα δßνονταν -εκεß που κÜθε ευγενÞς ξÝνος αντιµετωπιζüταν ως επιφανÞς προσκεκληµÝνος- καθιστοýσαν ýβρη προς την φιλüξενη κοινüτητα κÜθε παρÜληψη στον κατÜλογο των προσκεκληµÝνων, αλλÜ και κÜθε ενδεχüµενη Üρνηση εκ µÝρους του προσκαλοýµενου.
     Μ' αυτüν τον τρüπο, ο φρουρüς του Ρþσου αυτοκρÜτορα γνþρισε αρκετÝς απü τις οικογÝνειες, οι οποßες σε Üλλη περßπτωση δεν θα µποροýσαν καν να διανοηθοýν τÝτοια τιµÞ. Εκεßνο το απüβραδο της εικοστÞς δευτÝρας Ιανουαρßου του Ýτους 1816, üλος ο καλüς -και εýπορος- κüσµος της πüλης απολܵβανε τα πλεονεκτÞµατÜ του κÜτω απü την φιλüξενη στÝγη ενüς εµπüρου µε καρδιÜ πρßγκιπα. Η χοροεσπερßδα Þταν εξαßσια απü κÜθε Üποψη και σηµεßωσα ιδιαιτÝρως πως η µουσικÞ Þταν η καλýτερη που εßχα ακοýσει τα τελευταßα χρüνια. Ο οικοδεσπüτης βρισκüταν στην πλÝον ευÜρεστη των διαθÝσεων: υπερÞφανος για την σπουδαßα συντροφιÜ που δεξιωνüταν, ευτυχÞς µε την ευτυχßα που απÝπνεαν Üπαντες και εκστασιασµÝνος µε την αγαλλßασÞ τους. Εýθυµος Þταν και ο χορüς, εýθυµα τα πρüσωπα που αντßκρισα µÝχρι τα µεσÜνυχτα, αµÝσως µετÜ την αναγγελßα του δεßπνου. Και νοµßζω πως -µÝχρι στιγµÞς- δεν Ýτυχε να ξαναδþ πιο εýθυµο τραπÝζι. Ο Ýκπαγλος φρουρüς παρουσßαζε µιαν üλως εντυπωσιακÞ εικüνα. Ακüµη και η συνÞθης µελαγχολßα του εßχε υποχωρÞσει. Και πþς θα µποροýσε να συµβαßνει διαφορετικÜ; ∆ßπλα του καθüταν η Μαργαρßτα Λßµπενχαúµ, κυριολεκτικÜ κρεµασµÝνη απü τα χεßλη του- εκτυφλωτικÞ, µαγευτικÞ üσο ποτÝ. Εκεß την Ýβαλε να καθßσει ο οικοδεσπüτης· και üλοι γνþριζαν γιατß. Πρüκειται για µιαν απü τις πολυτÝλειες που µπορεß να απολαýσει ο Ýρωτας. Οι κýριοι παραχþρησαν τις θÝσεις τους και οι κυρßες παραµÝρισαν. Ακüµη και αυτÞ η ßδια γνþριζε -καßτοι δεν Þταν καθüλου υποχρεωµÝνη να γνωρßζει- τον λüγο για τον οποßο βρÝθηκε να κÜθεται σε κεßνη τη γειτονιÜ. Ως εκ τοýτου, πÞρε αµÝσως την θÝση της, αν üχι µε µÜγουλα κατακλεισµÝνα απü το αρµüζον ρüδινο, τουλÜχιστον µε την καρδιÜ πληµµυρισµÝνη απü ευτυχßα.
     Ο φρουρüς εκβιÜστηκε να αξιþσει το χÝρι της για τον επüµενο χορü, πρüταση την οποßα εκεßνη Ýσπευσε να αποδεχθεß, φροντßζοντας να κρυφτεß την κατÜλληλη στιγµÞ απü κÜποιο πρüσωπο που Ýδειχνε να κινεßται προς το µÝρος της. Η µουσικÞ Üρχισε πÜλι να σκορπßζει κýµατα ηδυπÜθειας στα ζωηρÜ σκιρτÞµατα της νεüτητας. Φýσηξε πÜλι ο Üνεµος της ευθυµßας και φοýσκωσε τα πανιÜ της γοργοτÜξιδης νýχτας, που ρßχτηκε ακܵατη προς την ευτυχßα. ΠραγµατικÜ, üλοι Þσαν ευτυχεßς. ∆εν εßχε τελειþσει ο πρþτος χορüς, δεν εßχαν καν προλÜβει να σταµατÞσουν üλοι τα λικνßσµατÜ τους (ορισµÝνοι κρݵονταν ακüµη απü τα µπρÜτσα των συνοδþν τους, δßνοντας µüλις τÝλος σε κÜποιο εξαιρετικü χορευτικü σχÞµα) üταν ξαφνικÜ -Ω Ουρανοß!- τι ουρλιαχτÜ Þσαν εκεßνα και τι συνωστισµüς!
     Τα µÜτια στρÜφηκαν προς τις πüρτες. Τα βλݵµατα γýρεψαν µε σπουδÞ να διακρßνουν τι συνÝβη. ¼µως, απü στιγµÞ σε στιγµÞ, ο συνωστισµüς µεγÜλωνε και üσο το βλݵµα αδυνατοýσε να διαλευκÜνει την κατÜσταση, Üλλο τüσο η ακοÞ περιÝπιπτε σε απορßα, η οποßα ενισχυüταν απü τα ουρλιαχτÜ που ακολουθοýσαν το Ýνα το Üλλο. Η δεσποινßς Λßµπενσταúν πλησßασε τον κýκλο που σχηµÜτιζαν οι συνωθοýµενοι συνδαιτυµüνες. Το ασýγκριτα υπÝρτερο ανÜστηµÜ της την Ýκανε να ξεχωρßζει απü τις υπüλοιπες γυναßκες και της εξασφÜλιζε απεριüριστη θÝα. Στο κÝντρο του απροσδüκητου εκεßνου συνωστισµοý βρισκüταν µια χωριατοποýλα, στης οποßας την θÝα εßχε συνηθßσει τους τελευταßους µÞνες. Εßχε Ýλθει πρüσφατα στην πüλη και ζοýσε µε τον ݵπορο θεßο της, οýτε δÝκα σπßτια µακρýτερα απü την κατοικßα της Μαργαρßτας, εν µÝρει ως συγγενÞς και εν µÝρει ως παρακüρη. Την στιγµÞ εκεßνη κατÝρρεε απü την διÝγερση και την δριµýτητα του κλονισµοý που υπÝστη. Ο πανικüς την εßχε αλþσει πλÞρως κι οι αισθÞσεις της την εγκατÝλειπαν µε λυγµοýς στον þµο κÜποιου κυρßου, ο οποßος κατÝβαλε απεγνωσµÝνες προσπÜθειες να την συνεφÝρει. Οι συγκεντρωµÝνοι, οι περισσüτεροι εκ των οποßων συνÝχιζαν να αγνοοýν τον λüγο της αιφνßδιας διακοπÞς, εßχαν βουβαθεß απü τον τρüµο που Ýσπειρε η µορφÞ της χωριατοποýλας. Ωστüσο, ορισµÝνοι απü εκεßνους που εισÝπραξαν τα πρþτα Ýντροµα τραυλßσµατÜ της, αντιλαµβανüµενοι το µÜταιο κÜθε προσµονÞς για περεταßρω εξηγÞσεις, επιχειροýσαν τþρα µια θορυβþδη Ýξοδο απü την αßθουσα του χοροý, προκειµÝνου να διερευνÞσουν προσωπικþς και επß τüπου το üλο ζÞτηµα. Η απüσταση δεν Þταν µεγÜλη και, πριν περÜσουν πÝντε λεπτÜ, κÜποιοι επÝστρεψαν τρÝχοντας, για να κραυγÜσουν στο πλÞθος των συγκεντρωµÝνων κυριþν πως αυτü που πÜσχιζε να τους πει το κορßτσι Þταν αλÞθεια. Και ποια ακριβþς Þταν αυτÞ η αλÞθεια; Πως Üπαντα τα µÝλη της οικογενεßας  του θεßου της, κυρßου ΒÜισχαουπτ, εßχαν δολοφονηθεß, πως δεν εßχε ξεφýγει κανεßς· Þτοι: ο ßδιος ο κýριος ΒÜισχαουπτ και σýζυγüς του -οι οποßοι αν και δεν εßχαν συµπληρþσει το εξηκοστü Ýτος της ηλικßας τους Þσαν εξαιρετικÜ καταβεβληµÝνοι- δýο ανýπανδρες αδελφÝς της κυρßας ΒÜισχαουπτ, σαρÜντα και σαρÜντα εξ ετþν, και µßα γηραιÜ υπηρÝτρια.
     Κι ενþ οι αφηγητÝς µετÝφεραν το θÝατρο της φρßκης στην µüλις πριν λßγο σφýζουσα απü ευθυµßα αßθουσα, συνÝβη κÜτι, που Ýδωσε λαβÞ σε πολλαπλÜ σχüλια, παρÜ την Ýνταση µε την οποßα εßχε Þδη αιχµαλωτßσει την σκÝψη των συγκεντρωµÝνων η πρωτοφανÞς σφαγÞ. ΟρισµÝνες κυρßες λιποθýµησαν στο Üκουσµα της τροµερÞς εßδησης. Μεταξý αυτþν και η δεσποινßς Λßµπενχαúµ, η οποßα θα εßχε σωριαστεß στο πÜτωµα, αν ο Μαξιµιλιανüς δεν την Üρπαζε εγκαßρως στα χÝρια του. Η νÝα απεßχε πολý απü το σηµεßο της ανÜκτησης των αισθÞσεþν της, βυθισµÝνη στην αγωνßα της κατÜπληξης η οποßα µε τüση δριµýτητα την εßχε καταλÜβει, üταν εκεßνος Ýσκυψε και φßλησε τα κÜτωχρα χεßλη της. Το θÝαµα αυτü ξεπερνοýσε τις αντοχÝς κÜποιου, που στεκüταν λßγα βÞµατα πßσω απü την µικρÞ συντροφιÜ. Στα µÜτια του Üστραψε το εκτυφλωτικü βλݵµα του τßγρη και üρµησε, καταφÝρνοντας Ýνα ισχυρü κτýπηµα στον Μαξιµιλιανü. ¹ταν ο δυστυχÞς µανιακüς φον ΧÜρελσταúν, ο οποßος εßχε εξαφανιστεß στο δÜσος την τελευταßα εβδοµÜδα. Αρκετοß απü τους παρευρισκοµÝνους κινÞθηκαν προκειµÝνου να συγκρατÞσουν εγκαßρως το χÝρι του, το οποßο εßχε Þδη ορθωθεß µε σκοπü να επαναλÜβει το κτýπηµα. ¸νας Þ δýο κατÜφεραν να τον αναχαιτßσουν και να τον οδηγÞσουν µακριÜ απü το θÝατρο της εντÜσεως. ¼σο για τον Μαξιµιλιανü, Þταν τüσο απορροφηµÝνος, þστε δεν αντιλÞφθηκε καν την προσβολÞ που δÝχθηκε. ¼ταν η Μαργαρßτα ανÝνηψε, εξεπλÜγη απü το µÝγεθος της αναστÜτωσης που εßχε προκαλÝσει η λιποθυµßα της και -üπως δεν Ýχασαν την ευκαιρßα να παρατηρÞσουν οι σεµνüτυφοι- αντÜλλαξε Ýνα πλÞρες Ýρωτος βλݵµα µε τον Μαξιµιλιανü, το οποßο ουδüλως επÝτρεπε η περßσταση. Αν αναφÝρονταν στον δηµüσιο χαρακτÞρα της περßστασης, θα Ýπρεπε οπωσδÞποτε να εκτιµÞσουν το γεγονüς πως χαρακτηριζüταν επßσης και απü υπερβολικÞ Ýνταση. Αν üµως υπονοοýσαν τα φρικτÜ γεγονüτα που εßχαν προηγηθεß, θα Ýπρεπε να γνωρßζουν πως καµßα περßσταση δεν εξωθεß µε περισσüτερη δýναµη την ανθρþπινη καρδιÜ σε τρυφερüτητες και ερωτικÝς εκµυστηρεýσεις, απü τις σκηνÝς του βαθýτατου τρüµου. Το ßδιο εκεßνο βρÜδυ διεξÞχθη ανÜκριση ενþπιον των συµβοýλων, η οποßα üµως δεν κατÜφερε να διαλýσει το βαθý σκοτÜδι που κÜλυπτε τα γεγονüτα. Ωστüσο, üλες οι υποψßες στρÜφηκαν στο πρüσωπο κÜποιου νÝγρου, ονüµατι Ααρþν, τον οποßον η οικογÝνεια απασχολοýσε περιστασιακÜ για τις χαµαλοδουλειÝς, και ο οποßος Ýτυχε να βρßσκεται στο σπßτι λßγο πριν διαπραχθοýν οι φüνοι. Οι περιστÜσεις Þσαν τÝτοιες, þστε να επικρατÞσει πραγµατικÞ σýγχυση στο ζÞτηµα της ενδεχüµενης ενοχÞς του. Ο τρüπος µε τον οποßο υπερÜσπιζε τον εαυτü του, και η συµπεριφορÜ του εν γÝνει, χαρακτηρßζονταν απü την πλÝον ψυχρÞ -üχι, üχι- την πλÝον σαρκαστικÞ αδιαφορßα. Το πρþτο πρÜγµα που Ýκανε, üταν του γνωστοποιÞθηκαν οι υποψßες που βÜραιναν το πρüσωπü του, Þταν να ξεσπÜσει σε Ýναν θηριþδη γÝλωτα, ο οποßος φÜνηκε σε üλους εγκÜρδιος και προ πÜντων ανεπιτÞδευτος. ¸πειτα αξßωσε να του πουν για ποιον λüγο Ýνας τüσο φτωχüς Üνθρωπος θα Üφηνε ανÝπαφο τον πλοýτο που κατÝκλυζε το σπßτι: χρυσÜ εκκρεµÞ, πολýτιµα σερβßτσια και χρυσÝς ταµπακÝρες. Το επιχεßρηµα αυτü του Ýδωσε κÜποιο προβÜδισµα. Μα üχι για πολý. ¸νας εκ των συµβοýλων τον ρþτησε πþς συνÝβαινε να γνωρßζει üτι τα πολýτιµα αντικεßµενα του σπιτιοý παρݵεναν ανÝπαφα. ΑυτÞ Þταν η αλÞθεια, µια αλÞθεια που Ýσπειρε µÜλλον τον τρüµο παρÜ την σýγχυση ανܵεσα στους συµβοýλους, üταν κατÜ την διÜρκεια της επιτüπιας Ýρευνας, διαπßστωσαν πως πλÞθος οικιακÜ,  διακοσµητικÜ και προσωπικÜ πολýτιµα αντικεßµενα παρݵεναν ανÝπαφα στις συνÞθεις θÝσεις τους.
      Κι üµως Þτανε τüσο εýκολο να αρπαχθοýν ακüµη κι απü τον πιο βιαστικü εισβολÝα. Ιδßως εκεßνος ο χρυσüς και διακοσµηµÝνος µε ευµεγÝθεις πολýτιµους λßθους σταυρüς, θα µποροýσε να αποτελÝσει λÜφυρο ανυπολüγιστης αξßας. Και üµως Þταν ανÝπαφος, αν και σε περßοπτη θÝση, σε Ýνα µικρü αδαµαντοποßκιλτο εικονοστÜσιο, Ýργο της πρεσβυτÝρας των ανýπανδρων αδελφþν. Επρüκειτο για Ýνα οµοßωµα ιεροý - εξαιρετικü ως διακοσµητικü αντικεßµενο- εφοδιασµÝνου µε τα πολυτιµüτερα υλικÜ και µικροαντικεßµενα, που θα µποροýσαν να χρησιµεýσουν σε µιαν ιδιωτικÞ θεßα λειτουργßα. Ο εν λüγω σταυρüς, üπως και ο λοιπüς εξοπλισµüς του µικροý εικονοστασßου, δεν εßναι δυνατüν να µην Ýγινε αντιληπτüς απü -τουλÜχιστον Ýναν- δολοφüνο. Γιατß η πρεσβýτερη αδελφÞ, στην προσπÜθειÜ της να διαφýγει, αρπÜχτηκε απü τα χρυσÜ υποστυλþµατα του εικονοστασßου, αναζητþντας ßσως βοÞθεια απü τον ιερü σταυρü. Σε αυτÞν την στÜση την βρÞκαν οι σýµβουλοι, üταν Üνοιξαν την πüρτα του σπιτιοý: να κρατÜ µε το Ýνα χÝρι το χρυσü υποστýλωµα του εικονοστασßου, προς το οποßο εßχε στραµµÝνο το εναγþνιο βλݵµα της. Και στο υπÝροχο µωσαúκü δÜπεδο, που απλωνüταν σε üλο το δωµÜτιο, ξεχþριζαν τα πατÞµατα του δολοφüνου, τα οποßα δηµιοýργησαν προς στιγµÞν την ελπßδα  πως θα µποροýσαν να οδηγÞσουν στον εντοπισµü ενüς τουλÜχιστον εκ των δολοφüνων. Η εξÝτασÞ τους δεν Þταν  üσο εýκολη Ýδειχνε µε την πρþτη µατιÜ. Τα τµÞµατα των ιχνþν που βρßσκονταν επÜνω στις µαýρες ψηφßδες Þσαν λιγüτερο ευδιÜκριτα απü τα τµÞµατα που βρßσκονταν επÜνω στις λευκÝς Þ Üλλου χρþµατος. Το µüνο βÝβαιο Þταν πως δεν ανÞκαν στον ýποπτο νÝγρο. Εßχαν πολý διαφορετικü σχÞµα και Þσαν σαφþς µικρüτερα, δεδοµÝνου üτι ο Ααρþν εßχε, λßγο ως πολý, κολοσσιαßες διαστÜσεις. ¼σον αφορÜ τα δýο επßµαχα ερωτÞµατα· πþς µποροýσε, δηλαδÞ, να γνωρßζει την κατÜσταση στην οποßα βρÝθηκε το εσωτερικü της κατοικßας, αλλÜ και πþς Þταν τüσο βÝβαιος üτι δεν διαπρÜχθηκε η παραµικρÞ κλοπÞ, ο ßδιος ισχυρßστηκε πως βρισκüταν ανܵεσα στο πλÞθος που εισÝβαλε στον τüπο της σφαγÞς µε τους συµβοýλους. Η Üριστη γνþση τÞς κατÜστασης που παρουσßαζαν υπü κανονικÝς συνθÞκες οι οικιακοß χþροι, του επÝτρεψε να διαπιστþσει µε την πρþτη µατιÜ πως τα πολýτιµα αντικεßµενα -ακüµη και εκεßνα που προσφÝρονταν Üνετα στην θÝα οποιουδÞποτε διαρρÞκτη- παρݵεναν στις θÝσεις τους. ¸τσι, πριν οι σýµβουλοι εκδιþξουν απü τον χþρο τον συγκεντρωµÝνο üχλο, εκεßνος πρüλαβε να δει αρκετÝς λεπτοµÝρειες. ΕπιπλÝον, εßχε ακοýσει τους αξιωµατικοýς, που τον οδÞγησαν ενþπιον του συµβουλßου, µα και τους συγκεντρωµÝνους σε üλη την διαδροµÞ, να σχολιÜζουν το Üκρως µυστηριþδες γεγονüς πως οι αιµοσταγεßς δολοφüνοι Üφησαν ανÝπαφα τüσον χρυσü, τüσο ασÞµι, τüσα κοσµÞµατα.
     ΧρειÜστηκαν περßπου εξ εβδοµÜδες, για να αφεθεß ελεýθερος ο νÝγρος, µετÜ απü µιαν εξαιρετικÜ θορυβþδη συνεδρßαση του συµβουλßου της πüλης. Στο µεταξý συνÝβησαν και Üλλα γεγονüτα, üχι λιγüτερο φρικιαστικÜ και µυστηριþδη. Στην περßπτωση της πρþτης πολλαπλÞς δολοφονßας, µπορεß το κßνητρο να Þταν σκοτεινü, ακατανüητο, αλλÜ η µÝθοδος δεν διÝθετε τßποτε αξιοπερßεργο. Κοινοß, κατÜ τα φαινüµενα δολοφüνοι,  µε κοινüτατα  µÝσα, εßχαν επιτεθεß  σε µιαν ανýποπτη και πλÞρως αβοÞθητη οικογÝνεια. Τους διÝσπασαν και Ýπληξαν τον καθÝναν ξεχωριστÜ πριν κατορθþσει να διαφýγει (µüνο Ýνα απü τα µÝλη της οικογενεßας εßχε φτÜσει µÝχρι την εξþπορτα). Η υπüθεση δεν Ýδινε λαβÞ σε καµßα απορßα· εκτüς βÝβαια απü το ανεξιχνßαστο κßνητρο. ¼µως οι περιπτþσεις που ακολοýθησαν ݵελε να εισÜγουν πλεßστα üσα σκοτεινÜ ερωτηµατικÜ στην πρþτη εκεßνη. Τþρα κανεßς δεν εßχε την παραµικρÞ δικαιολογßα να συλληφθεß απροετοßµαστος· και üµως, καθþς οι τραγωδßες Üρχισαν να διαδÝχονται πυκνÜ η µßα την Üλλη, δεν µποροýσαµε παρÜ να παραδεχθοýµε -κατ’ ιδßαν Þ στις Üλλοτε πÝνθιµες και Üλλοτε σκυθρωπÝς Ýως και Ýντροµες συντροφιÝς µας- πως üλα ανεξαιρÝτως τα θýµατα εßχαν συλληφθεß σε Ýνα εßδος λÞθαργου, παρüµοιου µε εκεßνον που χαρακτηρßζει την αποπληξßα. Η þρα η δωδεκÜτη η κατασκüτεινη του δÝους και του µυστηρßου ݵοιαζε να πλησιÜζει στις Þδη οµιχλþδεις σκÝψεις µας.
     Εßχανε περÜσει κιüλας τρεις εβδοµÜδες απü τη µαζικÞ σφαγÞ στο σπßτι του κυρßου ΒÜισχαουπτ· τρεις συγκλονιστικÝς εβδοµÜδες, που üµοιÝς τους δεν εßχα ξαναδεß στην αποµεµακρυσµÝνη εκεßνη πüλη. Νιþθαµε απüλυτα αποµονωµÝνοι, στερηµÝνοι την παραµικρÞ δυνατüτητα επικοινωνßας µε τον υπüλοιπο κüσµο. δεδοµÝνου üτι η πλησιÝστερη πüλη βρισκüταν σε απüσταση που καθιστοýσε αδýνατη οποιαδÞποτε ܵεση επαφÞ. Η κατÜσταση δεν Þταν καθüλου συνηθισµÝνη. Αν υποθÝσουµε πως κυκλοφοροýσαν ανܵεσÜ µας επßδοξοι ληστÝς, οι πιθανüτητες να πÝσει κÜποιος απü εµÜς θýµα των αρπακτικþν διαθÝσεþν τους Þσαν τüσο µικρÝς, þστε δεν απασχολοýσαν οýτε τους πλÝον Üτολµους, ενþ και µüνο η σκÝψη ενüς τÝτοιου ενδεχοµÝνου απελευθÝρωνε στο νευρικü σýστηµα των νεαρþν, θερµüαιµων και ιδιαßτερα ανθεκτικþν στα συνÞθη προβλÞµατα της ζωÞς πολιτþν, ηδονικÝς θýελλες Ýντασης. ¼µως οι δολοφüνοι, οι αδßστακτοι, φρικτοß και περιβεβληµÝνοι το απüλυτο σκοτÜδι του µυστηρßου δολοφüνοι, υπερÝβαιναν τις αντοχÝς κÜθε οικογενεßας, üσο τολµηρÜ και αν Þσαν τα µÝλη της. Κι αν αυτοß τοýτοι οι δολοφüνοι προσÝθεταν στα υπουργÞµατÜ τους την κλοπÞ, θα Þσαν τουλÜχιστον λιγüτερο επßφοβοι. ΕννÝα στους δÝκα θα εßχαν, τρüπον τινÜ, διαγραφεß απü τον κατÜλογο των υποψηφßων θυµÜτων, ενþ οι αρκοýντως πλοýσιοι, γνωρßζοντας το ενδεχüµενο να δεχθοýν επßθεση, θα ανÝθεταν στα ßδια εκεßνη πλοýτη, τα οποßα τους καθιστοýσαν ευÜλωτους, το Ýργο  της εξεýρεσης  ικανþν φυλÜκων. ¼µως, στην προκειµÝνη περßπτωση, δεν γνþριζε κανεßς τι Þταν εκεßνο που εξερÝθιζε τους δολοφüνους. Ακüµη και οι πλÝον προικισµÝνοι µε φαντασßα κατÝθεταν τα üπλα µπροστÜ στο µÜταιο της προσπÜθειας να καθοριστοýν οι λüγοι για τους οποßους οι δýστυχοι ΒÜιστχαουπ Ýγιναν αντικεßµενα τüσου µßσους. ΠραγµατικÜ, χαρακτηρßζονταν απü αρκετÞ θρησκευτικÞ µισαλλοδοξßα -η οποßα υποδÞλωνε πνευµατικÞ νωθρüτητα- üµως αυτü το χαρακτηριστικü δεν εßχε στενοχωρÞσει ποτÝ κανÝναν.
     ΟρισµÝνοι µÜλιστα το επαινοýσαν. ΠραγµατικÜ, το φιλÜνθρωπο πνεýµα τους Þταν περιορισµÝνο και εκλεκτικü, µα οι ανÞκοντες στην ßδια µε αυτοýς θρησκευτικÞ οµÜδα τοýς θεωροýσαν γενναιüδωρους και -καθþς τα εισοδÞµατÜ τους υπερÝβαιναν κατÜ πολý τις ανÜγκες τους Þ τÝλος πÜντων καθþς ο ιδιαßτερα ασκητικüς βßος τους δεν Üφηνε περιθþρια για υψηλÝς δαπÜνες- εßχαν την δýναµη να πρÜττουν συχνÜ το καλü ανܵεσα στους φτωχοýς παπιστÝς των συνοικιþν. ¼σο για τον ßδιο τον αρχηγü της οικογενεßας και την σýζυγü του· Þσαν αµφüτεροι υποχρεωµÝνοι να παραµÝνουν διαρκþς στο σπßτι, δεδοµÝνης της κÜθε Üλλο παρÜ καλÞς φυσικÞς κατÜστασÞς τους. Κανεßς δεν θυµüταν να τους εßχε συναντÞσει στον δρüµο Þ σε Üλλο δηµüσιο χþρο τα τελευταßα χρüνια. Ποý και πþς, λοιπüν, θα µποροýσαν να κÜνουν εχθροýς; ¼σο για τις ανýπανδρες αδελφÝς της κυρßας ΒÜισχαουπτ, αυτÝς Þσαν παντελþς Üβουλα πλÜσµατα· και αν κÜποτε τους δüθηκε η ευκαιρßα να επιδεßξουν τις φιλüψογες διαθÝσεις τους, δεν ακοýστηκε οýτε να θýµωσε, µα οýτε και να σχολßασε καν την συµπεριφορÜ τους, οποιοσδÞποτε.
     Τρεις εβδοµÜδες εßχανε περÜσει, λοιπüν κι οι δýστυχοι ΒÜισχαουπτ αναπαýονταν σε εκεßνο το µικρü ερηµητÞριο, που δεν µποροýσε να ταρÜξει πια καµιÜ ειδεχθÞς παρουσßα δολοφüνου. Η συνÞθης ηρεµßα δεν εßχε επιστρÝψει στην πüλη, µα το πρþτο εκεßνο Üτακτο φτεροκüπηµα του πανικοý εßχε καταλαγιÜσει. Οι Üνθρωποι Üρχισαν να αναπνÝουν πÜλι ελεýθερα και -µε την πÜροδο µερικþν ακüµη εβδοµÜδων- οι πληγÝς µας θα εßχαν σßγουρα επουλωθεß, üταν η καµπÜνα κÜποιας εκκλησιÜς Ýθραυσε την ψυχρÞ διαýγεια της νýχτας: επßσηµα, καθαρÜ, στεντüρεια και üµως τüσο µα τüσο νευρικÜ. Τι Þταν πÜλι αυτü το ξαφνικü; ¸τρεξα στο κελß, πÜνω απü την κܵαρα του θυρωροý, Üνοιξα το παρÜθυρο και φþναξα στον πρþτο βιαστικü διαβÜτη, που διÝκρινα:
 -"Για üνοµα του Θεοý, τι συµβαßνει";
     ∆εν Þταν διαβÜτης. ¹ταν Ýνας απü τους νυχτοφýλακες της γειτονιÜς µας. Αναγνþρισα την φωνÞ του. Αναγνþρισε και αυτüς την δικÞ µου και απÜντησε µε µεγÜλη  ταραχÞ:
 -"¸γιναν κι Üλλοι φüνοι, κýριε. Στο σπßτι του γÝροντα σýµβουλου ¢λµπερνας. ΑυτÞν τη φορÜ διÝλυσαν τα πÜντα".
 -"Ο Θεüς να βÜλει το χÝρι του! Τι κατÜρα εßναι αυτÞ που Ýπεσε στη πüλη; Τι θα κÜνουµε; Τι θα κÜνουν οι σýµβουλοι";
 -"∆εν ξÝρω, κýριε. Εγþ πÞρα διαταγÞ να τρÝξω στην µονÞ, üπου θα γßνει και Üλλη συγκÝντρωση. Να ειδοποιÞσω πως θα την παρακολουθÞσετε και εσεßς, κýριε";
 -"Ναι... üχι... στÜσου µια στιγµÞ. ¢φησε καλýτερα. Μπορεßς να πηγαßνεις. Θα Ýλθω σε λßγο".
     ΠÞγα αµÝσως στη κܵαρα του Μαξιµιλιανοý. Κοιµüταν σε Ýναν καναπÝ, γεγονüς το οποßο δεν µε εξÝπληξε, αφοý εßχε περÜσει üλη την ηµÝρα κυνηγþντας ελÜφια, µ' εξαντλητικü ρυθµü. ΠαρÜ το ακατÜλληλο της στιγµÞς, συνÝλαβα τον εαυτü µου να ασχολεßται µε δýο εµφανþς Üσχετα προς τις περιστÜσεις πρÜγµατα. Το Ýνα Þταν ο ßδιος ο Μαξιµιλιανüς. ΦυσικÜ, Ýνα τüσο µυστηριþδες Üτοµο θα µποροýσε να διατηρÞσει την θÝση του στην κορυφÞ των ενδιαφερüντων οποιουδÞποτε, ακüµη και υπü το κρÜτος εξαιρετικÜ ασυνÞθιστων γεγονüτων. Ιδßως τα χαρακτηριστικÜ του προσþπου του, τα οποßα -üπως συµβαßνει ενßοτε- Þσαν εµφανÝστατα επηρεασµÝνα απü τον βαθýτατο ýπνο, παρουσßαζαν τþρα µιαν üλως νÝα Ýκφραση, µιαν Ýκφραση η οποßα απÝσπασε την προσοχÞ µου, κυρßως επειδÞ µου θýµιζε κÜποια Üλλα χαρακτηριστικÜ -απαρÜλλακτα ωστüσο µε τα δικÜ του- τα οποßα Þµουν βÝβαιος πως εßχα δει υπü διαφορετικÝς συνθÞκες, πολλÜ χρüνια πριν. Ποý üµως; Αυτü στÜθηκε αδýνατον να το θυµηθþ, αν και κÜποια στιγµÞ, κÜτι σχετικü διÝσχισε αστραπιαßα τον νου µου. Το δεýτερο πρÜγµα, που εßχε αποσπÜσει την προσοχÞ µου, Þταν µια µικρογραφßα, την οποßα κρατοýσε στο χÝρι του ο Μαξιµιλιανüς. Το δßχως Üλλο, εßχε αποκοιµηθεß ενþ κοßταζε αυτÞν την εικüνα. Το χÝρι του εßχε κυλÞσει απαλÜ  στον  καναπÝ  και  η  παλÜµη  του  Þταν  απü  þρα  ανοιχτÞ,  εκθÝτοντας  τη µικρογραφßα στον κßνδυνο να διαφýγει προς το πÜτωµα. Την πÞρα απü το χÝρι του και την κοßταξα προσεκτικÜ. Απεικüνιζε µια κυρßα µε ζωηρü ανατολßτικο παρουσιαστικü και απßστευτα ευγενικÜ χαρακτηριστικÜ. Μια τÝτοια κυρßα, µε κατܵαυρα µαλλιÜ και αρχοντικü παρÜστηµα, θα µποροýσε ßσως να εßναι η εκλεκτÞ σουλτÜνα κÜποιου Εµßρη Þ Μωܵεθ. Τι σχÝση εßχε µαζß της ο Μαξιµιλιανüς; Ποια υπÞρξε; ∆ιüτι, το δÜκρυ µε το οποßο εßδα κÜποτε να νοτßζει την µικρογραφßα - βÝβαιος ων πως δεν τον παρατηροýσε κανεßς- µε οδηγοýσε στο συµπÝρασµα πως οι κατܵαυροι βüστρυχοß της ανÞκαν πλÝον στην γη και το üνοµÜ της, στον ατελεýτητο κατÜλογο των εκλιπüντων. ºσως Þταν η µητÝρα του, γιατß το γεµÜτο µαργαριτÜρια φüρεµÜ της την κατÝτασσε αναµφισβÞτητα στις υψηλüτερες βαθµßδες των καλλονþν κÜποιας βασιλικÞς αυλÞς. ΑναστÝναξα, αναλογιζüµενος το µÝγεθος της µελαγχολßας που θα καταλܵβανε ενδεχοµÝνως τον γιο της -τον Μαξιµιλιανü· αν, βÝβαια, Þταν γιος της- üταν θα αναλογιζüταν την µοßρα, τις περιπÝτειες εκεßνου του επιβλητικοý και ßσως κÜπως υπεροπτικοý -αν και τüσο αβρÜ, τüσο διακριτικÜ εκπεφρασµÝνου- κÜλλους. ¢φησα την µικρογραφßα στο τραπÝζι, ξýπνησα τον Μαξιµιλιανü και του ανακοßνωσα τα φρικιαστικÜ νÝα. Με Üκουσε µε προσοχÞ, δεν Ýκανε κανÝνα σχüλιο, αλλÜ προθυµοποιÞθηκε να µε συνοδεýσει στην συγκÝντρωση της συνοικßας µας στη µονÞ. ¼ταν εßδε την µικρογραφßα στο τραπÝζι, κοκκßνισε. Ως εκ τοýτου, υποχρεþθηκα να παραδεχθþ -µε πÜσα ειλικρßνεια, ωστüσο- πως η κατÜσταση στην οποßα τον βρÞκα, µου επÝτρεψε να ρßξω -για µερικÜ λεπτÜ- Ýνα βλݵµα πλÞρες θܵβους στην εικονιζüµενη. Εκεßνος πÞρε στο χÝρι του την αναµφισβÞτητα πολýτιµη εικüνα, την φßλησε τρυφερÜ, αναστÝναξε βαθιÜ, και µε ακολοýθησε.
     ΑντιπαρÝρχοµαι την Ýξαλλη κατÜσταση στην οποßα βρÞκαµε τους συγκεντρωµÝνους. Ο φüβος -τρüµος σωστüς, επß του προκειµÝνου- κÜθε Üλλο παρÜ προÜγει την αρµονßα. ΟρισµÝνοι εßχαν Þδη εµπλακεß σε συζητÞσεις, σχετικÝς µε τα µÝτρα που Ýπρεπε να ληφθοýν. ¼ταν εßδαν τον Μαξιµιλιανü, Ýσπευσαν να του ζητÞσουν την γνþµη του. Εκεßνος πρüτεινε Ýφιππες νυχτερινÝς περιπüλους σε üλη την πüλη. ΕπιπλÝον παρüτρυνε τους φοιτητÝς -προσφερüµενος πρþτος αυτüς ως µÝλος του πανεπιστηµßου- να σχηµατßσουν οµÜδες εθελοντþν φρουρþν, οι οποßοι θα περιπολοýν σε üλη την πüλη απü την ανατολÞ µÝχρι και την δýση του ηλßου. ΟρισµÝνοι απü εκεßνους που εßχαν κατορθþσει να διατηρÞσουν την ψυχραιµßα τους κουβÝντιασαν για λßγο επß του ζητÞµατος και η συγκÝντρωση Ýλαβε τÝλος.
     Εßναι γεγονüς πως δýσκολα θα µποροýσαµε να φανταστοýµε περιστÜσεις, οι οποßες θα αναδεßκνυαν µε δραµατικüτερο τρüπο το γεγονüς πως οι Üνθρωποι διαφÝρουν µεταξý τους. ΟρισµÝνοι -ιδιαßτερα ευαßσθητοι στην ατµüσφαιρα γενικοý συναγερµοý, που δηµιοýργησαν οι καταστÜσεις- ξεκßνησαν σαν Þρωες. ¢λλοι - πλÞττοντας δριµýτατα την αξιοπρÝπεια του ανθρωπßνου εßδους- καταβυθßστηκαν στην νωχÝλεια της ηλιθιüτητας! Οι γυναßκες -σε αρκετÝς περιπτþσεις- αποδεßχθηκαν κατÜ πολý ανþτερες των ανδρþν· αν και üχι üσο συχνÜ θα επÝτρεπε Ýνας λιγüτερο µυστηριþδης κßνδυνος. Μια γυναßκα δεν χÜνει την θηλυκüτητÜ της µüνον επειδÞ αντιµετωπßζει µε θÜρρος τον κßνδυνο. Ωστüσο, Ýχω παρατηρÞσει πως το θηλυκü θÜρρος χρειÜζεται -περισσüτερο απü το ανδρικü- το στÞριγµα µιας ελπßδας, και πως κܵπτεται ευκολüτερα µπροστÜ στη καταδροµÞ µυστηριþδους κινδýνου. Η γυναικεßα φαντασßα εßναι πιο δραστÞρια -αν üχι ισχυρÞ- κι επεµβαßνει αποτελεσµατικüτερα στην φýση του θηλυκοý. Στη προκειµÝνη περßπτωση Þσαν πολý λßγες οι γυναßκες που 'δειξαν ν' αψηφοýνε τον κßνδυνο. Αντßθετα, ο φüβος τους πÞρε τη µορφÞ θλßψης, ενþ στους περισσüτερους Üνδρες τη µορφÞ οργÞς.
     Πþς πολιτεýθηκε üµως ο φρουρüς του Ρþσου αυτοκρÜτορα µÝσα σε αυτüν τον πανικü; Πολλοß εξεπλÜγησαν απü την συµπεριφορÜ του· αρκετοß επιχεßρησαν να την καυτηριÜσουν. Εγþ δεν  Ýκανα οýτε το Ýνα οýτε το Üλλο. ΕπÝδειξε εýλογο ενδιαφÝρον για üλα ανεξαιρÝτως τα περιστατικÜ, Üκουσε µε προσοχÞ τις λεπτοµÝρειες  και,  στην διÜρκεια  της  εξÝτασης  των  προσþπων  απü  τα  οποßα  θα µποροýσαν ενδεχοµÝνως να αντληθοýν αποδεικτικÜ στοιχεßα, δεν Ýκανε -το αντßθετο µÜλιστα- την παραµικρÞ Üστοχη ερþτηση. ¼µως η ψυχραιµßα του, η οποßα Üγγιζε τα üρια της αφροντισßας, φÜνηκε σε κÜποιους αποτροπιαστικÞ. Τüτε, εγþ Ýσπευσα να πληροφορÞσω τα συγκεκριµÝνα Üτοµα πως üλοι οι σπουδαστÝς στρατιωτικþν σχολþν, που πÝρασαν µεγÜλο χρονικü διÜστηµα στα πεδßα των µαχþν, παρουσιÜζουν την ßδια συµπεριφορÜ. Εßναι γεγονüς πως, τα δÝκα τελευταßα χρüνια, η υπηρεσßα σε χριστιανικü στρατü ισοδυναµεß µε συνεχεßς συµµετοχÝς σε εκστρατεßες. Ως εκ τοýτου, οι εξοικειωµÝνοι µε κÜθε µορφÞ αποτρüπαιης σφαγÞς δεν φρßττουν εýκολα µπροστÜ στο θÝαµα και του φρικτüτερου θανÜτου. ΕπιπλÝον, το πρüσφατο περιστατικü δεν θα µποροýσαµε να ποýµε πως δηµιουργοýσε ιδιαßτερα αισθÞµατα συµπαθεßας. Η οικογÝνεια αριθµοýσε πÝντε µÝλη: δýο γηραιÜ γεροντοπαλßκαρα, δýο αδελφÝς, και µßαν ανεψιÜ. Η ανεψιÜ δεν πραγµατοποιοýσε οýτε δεχüταν επισκÝψεις και οι γηραιοß κýριοι Þσαν κυνικοß φιλÜργυροι που δεν συνδÝονταν µε κανÝναν. Και εδþ -üπως στην περßπτωση των ΒÜισχαουπτ- υφßστατο το διπλü µυστÞριο, που περιÞγαγε σε αµηχανßα την κοινÞ γνþµη· το µυστÞριο του πþς και το ακüµη βαθýτερο µυστÞριο του γιατß. Και εδþ, δεν εßχε κλαπεß το παραµικρü περιουσιακü στοιχεßο, παρÜ το γεγονüς πως τα δωµÜτια στα οποßα βρÝθηκαν νεκροß οι φιλÜργυροι Ýβριθαν δουκÜτων και αγγλικþν γκινεþν. ΕπιπροσθÝτως, το ελÜττωµα τους -αν και κÜθε Üλλο παρÜ δηµοφιλÝς- τους καθιστοýσε µÜλλον αδιÜφορους παρÜ µισητοýς. Σε Ýνα µüνο σηµεßο -και µÜλιστα αξιοµνηµüνευτο- διÝφερε το εν λüγω περιστατικü απü το προηγοýµενο: τα θýµατα δεν ݵοιαζαν οýτε αβοÞθητα οýτε πανικüβλητα, üπως οι ΒÜισχαουπτ. Οι δýο γηραιοß κýριοι, επßµονοι, αποφασιστικοß, και µÜλλον üχι εντελþς αιφνιδιασµÝνοι,  Üφησαν  ßχνη µιας απεγνωσµÝνης,  αλλÜ σθεναρÞς πÜλης. Τα σπασµÝνα Ýπιπλα και ορισµÝνες Üλλες λεπτοµÝρειες αποτελοýσαν σαφÞ απüδειξη της κÜθε Üλλο παρÜ εýκολης εισβολÞς. ΠραγµατικÜ, αυτοß Þταν απολýτως αδýνατον να αιφνιδιαστοýν, δεδοµÝνου üτι δεν υπÞρχε περßπτωση να µπει οποιοσδÞποτε στο σπßτι τους µε την ιδιüτητα του επισκÝπτη. Ιδιαßτερη εντýπωση Ýκανε το γεγονüς πως -και στις δýο περιπτþσεις- η τραγικÞ Ýκβαση εξασφÜλιζε σε νεαρÜ συγγενικÜ πρüσωπα το ßδιο -λßγο ως πολý- üφελος. Το κορßτσι που εßχε σηµÜνει συναγερµü στην χοροεσπερßδα, δýο µικρüτερες αδελφÝς της και Ýνας ορφανüς ανεψιüς τους, µοιρÜστηκαν την µεγÜλη κληρονοµιÜ των ΒÜισχαουπτ, ενþ -στην δεýτερη περßπτωση- τα πλοýτη τα οποßα κατüρθωσαν να συσσωρεýσουν οι δýο φιλÜργυροι µεταβιβÜστηκαν στην αξιαγÜπητη ανεψιÜ.
     Ωστüσο, τρεις ακüµη δολοφονικÝς επιθÝσεις Þλθαν να εµπαßξουν τις αγωνιþδεις συσκÝψεις και τις περßτεχνες προφυλÜξεις µας. ΣυνÝβησαν στην διÜρκεια των δýο νυχτþν που ακολοýθησαν την εφαρµογÞ των νÝων προληπτικþν µÝτρων. Στην µßα περßπτωση, µÜλιστα, η περßπολος απεßχε µüλις λßγα σπßτια απü το σηµεßο που εξελισσüταν η φρικτÞ επιχεßρηση. ∆εν θα ασχοληθþ επισταµÝνως µε τις τρεις αυτÝς περιπτþσεις. Ωστüσο, ορισµÝνα σηµεßα διαθÝτουν εξαιρετικü ενδιαφÝρον και θα τα αναφÝρω επß τροχÜδην. Το πρþτο απü τα δýο περιστατικÜ που συνÝβησαν στην διÜρκεια της πρþτης νýχτας, αφοροýσε σε Ýναν βυρσοδÝψη. ¹ταν πενÞντα ετþν, üχι πλοýσιος, αλλÜ οπωσδÞποτε εýπορος. Η πρþτη σýζυγüς του πÝθανε πολý νωρßς και οι Þδη παντρεµÝνες κüρες του εßχαν εγκαταλεßψει προ πολλοý την πατρικÞ εστßα. Ο βυρσοδÝψης εßχε ξαναπαντρευτεß, µα επειδÞ η δεýτερη σýζυγüς του δεν εßχε παιδιÜ οýτε επιθυµοýσε υπηρετικü προσωπικü, δεν θα Ýπρεπε ßσως να βρßσκεται στο σπßτι τρßτο πρüσωπο την þρα της εισβολÞς των δολοφüνων· εκτüς απροüπτου, φυσικÜ. Γýρω στις επτÜ, την ßδια ηµÝρα, Ýνας στρατοκüπος, βυρσοδÝψης στο επÜγγελµα, ο οποßος σýµφωνα µε το γερµανικü σýστηµÜ µας, βρισκüταν στην wanderjahre [εποχÞ των ταξιδßων] του4, µπÞκε στη πüλη απü την πλευρÜ του δÜσους. Στη πýλη, πραγµατοποßησε µια µικρÞ Ýρευνα σχετικÞ µε τους βυρσοδÝψες και τους βαφεßς της πüλης, η οποßα επιβεβαßωσε üλα üσα εßχε Þδη φροντßσει να πληροφορηθεß, και κατευθýνθηκε προς το σπßτι του κυρßου ΧÜινµπεργκ. Ο κýριος ΧÜινµπεργκ αρνÞθηκε να τον δεχθεß. Τüτε ο ξÝνος δÞλωσε το επÜγγελµÜ του και Ýσπρωξε κÜτω απü την πüρτα την συστατικÞ επιστολÞ κÜποιου δηµοσιογρÜφου απü την Σιλεσßα, που ανÝφερε πως Þταν Üριστος κι εργατικüτατος τεχνßτης. Ο κýριος ΧÜινµπεργκ, που αναζητοýσε απü καιρü Ýναν τÝτοιον Üνθρωπο, του Ýθεσε ορισµÝνες ερωτÞσεις και, αφοý βεβαιþθηκε πως δεν εßχε να κÜνει µε απατεþνα, ξεµαντÜλωσε την πüρτα και τον Üφησε να περÜσει. ¾στερα µαντÜλωσε πÜλι, κÜλεσε τον ξÝνο να καθßσει δßπλα στο τζÜκι, του πρüσφερε Ýνα ποτÞρι µπýρα και Üρχισαν να κουβεντιÜζουν.
 -"Καλýτερα να µεßνεις εδþ απüψε", εßπε ο οικοδεσπüτης στο τÝλος µιας δεκÜλεπτης περßπου ανταλλαγÞς απüψεων περß τα επαγγελµατικÜ. "Θα σου εξηγÞσω αργüτερα τον λüγο. Τþρα üµως πρÝπει να ανεβþ πÜνω, για να πω στη γυναßκα µου να σου στρþσει. ¸χε το νου σου στη πüρτα üσο θα λεßπω".
     ∆εν πρüλαβε να βγει απ' το δωµÜτιο, üταν ο νεαρüς τεχνßτης Üκουσε να χτυποýν. ¸βρεχε δυνατÜ και -ξÝνος üντας- δεν φαντÜστηκε ποτÝ πως θα µποροýσαν να συµβοýν üσα επακολοýθησαν σε µια τüσο πυκνοκατοικηµÝνη πüλη. Γι’ αυτü Ýσπευσε χωρßς κανÝναν δισταγµü να υποδεχθεß τον επισκÝπτη. Εκ των υστÝρων, δÞλωσε πως την στιγµÞ που τραβοýσε το µÜνταλο της πüρτας εßχε την δυσÜρεστη αßσθηση πως Ýκανε µεγÜλο σφÜλµα. Ωστüσο, το πιθανüτερο εßναι να προÝβαλε τα συναισθÞµατα που του δηµιοýργησαν οι τροµερÝς εξελßξεις στην µοιραßα εκεßνη στιγµÞ. Ο Üγνωστος που µπÞκε στο σπßτι Þταν στην κυριολεξßα χωµÝνος µÝσα σε Ýναν µανδýα ιππÝα, µε αποτÝλεσµα να µην καταφÝρει ο τεχνßτης να διακρßνει τα χαρακτηριστικÜ του προσþπου του.
 -"Ποý εßναι ο ΧÜινµπεργκ", εßπε χαµηλüφωνα.
 -"ΕπÜνω".
 -"Τüτε πες του να κατÝβει".
     Ο  τεχνßτης πλησßασε στη πüρτα απ' üπου εßχε βγει πριν λßγο ο οικοδεσπüτης και φþναξε:
 -"Κýριε ΧÜινµπεργκ, σας ζητοýν!"
     ¹ταν βÝβαιος πως ο κýριος ΧÜινµπεργκ τον Üκουσε, γιατß σχεδüν αµÝσως Ýφτασαν καθαρÜ στα αυτιÜ του τα ακüλουθα λüγια:
 -"Ο Θεüς να βÜλει το χÝρι του! Τι Ýκανε αυτüς ο Üνθρωπος; ¢νοιξε τη πüρτα; Α, τον σπιοýνο! Αυτü εßναι: σπιοýνος· το ξÝρω".
     Την  ßδια  στιγµÞ, ο τεχνßτης περιÞλθε σε συνεχþς επιδεινοýµενη κατÜσταση απορßας, που τη πηγÞ δεν µποροýσε καν να εικÜσει. ΑµÝσως µετÜ, Üκουσε βÞµατα πßσω. Γýρισε και συνÝλαβε µε το βλݵµα του τρεις ακüµη αγνþστους. Ο Ýνας µαντÜλωνε την πüρτα, Ýνας αφαιροýσε τα üπλα που βρßσκονταν στη βιτρßνα του τοßχου και Üλλοι δýο κουβÝντιαζαν χαµηλüφωνα. Σýγχυση και ταραχÞ κατÝλαβαν τον νεαρü τεχνßτη. ¸νοιωσε πως συνÝβαινε κÜτι üλως επικßνδυνο. Η σýγχυσÞ του θα πρÝπει να Þταν πολý Ýντονη εκεßνη την στιγµÞ, γιατß δεν Þξερε να πει αν οι νεοφερµÝνοι εßχαν φροντßσει να καλýψουν τα πρüσωπÜ τους, Þ αν εκεßνα τα διÜπυρα βλݵµατα, που τον διαπερνοýσαν, Ýσβησαν απü την µνÞµη του κÜθε Üλλο χαρακτηριστικü. Εν πÜση περιπτþσει, πριν καταφÝρει να ρßξει καν µια µατιÜ γýρω του, κÜποιος του πÝρασε απü το κεφÜλι Ýνα σακß, το οποßο και Ýδεσε σφιχτÜ στο ýψος της µÝσης του, µε αποτÝλεσµα να καθηλωθοýν εντελþς τα χÝρια του, να µειωθεß η ακοÞ του και να φιµωθεß σχεδüν ολοκληρωτικÜ. Τον οδÞγησαν βßαια σε κÜποιο δωµÜτιο, αλλÜ πρüλαβε να ακοýσει κÜτι σαν εφüρµηση στο επÜνω πÜτωµα και ορισµÝνες λÝξεις, των οποßων ο τüνος ݵοιαζε θριαµβικüς. ¾στερα η πüρτα Ýκλεισε. ¼ταν ξανÜνοιξε, Üκουσε κÜποιον να λÝει:
 -"Κι αυτüς";
 -"Α, Ýχουµε κι αυτüν, κýριε", αποκρßθηκε κÜποιος Üλλος, µε φωνÞ που 'φερε στον αιχµÜλωτο απßστευτη ταραχÞ.
 -"Ε, σκýλε! Μπορεßς να ελπßζεις!" συνÝχισε βιαστικÜ η δεýτερη φωνÞ κι η πüρτα Ýκλεισε πÜλι. ΚÜποια στιγµÞ σαν να Ýφτασαν στα αυτιÜ του Þχοι συµπλοκÞς, µα δεν Þταν βÝβαιος. ΒÝβαιος Þταν πως Üκουσε βÞµατα να ορµοýν απü την µια γωνιÜ στην Üλλη κÜποιου δωµατßου. ¾στερα Ýγινε σιωπÞ για Ýξι Þ επτÜ λεπτÜ, þσπου µια φωνÞ του εßπε στο αυτß:
 -"Τþρα περßµενε να Ýρθουν κÜποιοι και να σε ελευθερþσουν. Θα καταφθÜσουν το πολý σε µισÞ þρα".
     ¸τσι κι Ýγινε. Σε λιγüτερο απü µισÞ þρα, Üκουσε πÜλι Þχο βηµÜτων στο σπßτι.  Τα  δεσµÜ  του  λýθηκαν  και  οδηγÞθηκε  ενþπιον  του  αξιωµατικοý  της αστυνοµßας, στον οποßο διηγÞθηκε την περιπÝτειÜ του. Ο κýριος ΧÜινµπεργκ βρÝθηκε στο υπνοδωµÜτιü του. Τον εßχαν στραγγαλßσει και το σχοινß παρݵενε σφιχτÜ δεµÝνο στον λαιµü του. Σε üλη την διÜρκεια της φρικιαστικÞς επιχεßρησης, η νεαρÜ σýζυγüς του βρισκüταν κλεισµÝνη στην ντουλÜπα, απ’ üπου οýτε εßδε οýτε Üκουσε τßποτε.
     Στο δεýτερο περιστατικü, τþρα, αντικεßµενο της εκδικητικÞς µανßας Þταν Üλλος Ýνας γηραιüς κýριος. Τα µÝλη της οικογενεßας εßχαν µεταβεß üλα στην εξοχικÞ κατοικßα τους. Στο σπßτι ݵεινε µüνον ο γενÜρχης και µßα υπηρÝτρια. ¹ταν γενναßα και προικισµÝνη µε γερÜ νεýρα γυναßκα. Ως εκ τοýτου, θα µποροýσε να κατÝθετε µε την µÝγιστη δυνατÞ ακρßβεια üσα εßδε και Üκουσε. ¼µως τα πρÜγµατα εξελßχθηκαν διαφορετικÜ. Κατ’ αρχÞν, αντιλÞφθηκε την παρουσßα των δολοφüνων απü τα βÞµατα και τις οµιλßες τους στην εßσοδο. ¸πειτα Üκουσε τον κýριü της να τρÝχει και να φωνÜζει:
 -"Κýριε ελÝησον! Μαßρη, Μαßρη, σþσε µε!"
     Η υπηρÝτρια Ýσπευσε να βοηθÞσει. ¢ρπαξε µια µεγÜλη µασιÜ και κατευθýνθηκε µε üση ταχýτητα της επÝτρεπαν οι δυνܵεις της προς την εßσοδο, µα βρÞκε την µεσüπορτα, στην κορυφÞ της σκÜλας, αµπαρωµÝνη. Τι επακολοýθησε δεν µποροýσε να πει, διüτι το απρüσµενο εµπüδιο που συνÜντησε η ολüψυχη και ορµητικÞ πρüθεσÞ της να σπεýσει σε βοÞθεια και η σκÝψη πως η προσωπικÞ της ασφÜλεια εßχε επιτευχθεß µε Ýναν τρüπο, ο οποßος την καθιστοýσε ανßκανη να υπερασπßσει τον δυστυχÞ κýριü της, πληµµýρισαν την γενναßα καρδιÜ της µε αγωνßα και αφÝθηκε να σωριαστεß στις σκÜλες, üπου και παρݵεινε µε χαµÝνες τις αισθÞσεις στην διÜρκεια üσων επακολοýθησαν, þσπου να την σηκþσουν στα χÝρια κÜποιοι απü το πλÞθος που εισÝβαλε αργüτερα στο σπßτι. Οι δολοφüνοι üµως πþς εßχαν εισβÜλει; Με τρüπο φρικωδþς χαρακτηριστικü. Η νýχτα Þταν Ýναστρη· οι Üνδρες της περιπüλου µüλις εßχαν περÜσει χωρßς να παρατηρÞσουν τßποτε ýποπτο, üταν δýο διαβÜτες, που ακολουθοýσαν πιστÜ την πορεßα των φυλÜκων, αντιλÞφθηκαν Ýναν σκουρüχρωµο ρýακα να διασχßζει κÜθετα το πεζοδρüµιο. Ο Ýνας ακολοýθησε αστραπιαßα την µικρÞ συρµÞ µε το βλݵµα του και διαπßστωσε πως ερχüταν κÜτω απü την πüρτα του σπιτιοý του κυρßου Μýντσερ. Τüτε, βýθισε το δÜχτυλü του στο ρÝον υγρü, Ýφερε το χÝρι του στο φως του φανοστÜτη και κραýγασε:
 -"Μα, τι... Αυτü εßναι αßµα!"
     ΠρÜγµατι, αßµα Þταν και µÜλιστα αχνιστü. Ο συνοδüς του εßδε, Üκουσε και τινÜχθηκε σαν βÝλος προς τη κατεýθυνση της Ýφιππης περιπüλου, που µüλις εßχε χαθεß πßσω απü την πλησιÝστερη γωνßα. Μια γεµÜτη νüηµα κραυγÞ Þταν αρκετÞ, þστε να συνεγεßρει στους Þδη καιροφυλακτοýντες Üνδρες. ΚρÜτησαν τα ÜλογÜ τους, Ýκαναν µεταβολÞ και την εποµÝνη στιγµÞ βρßσκονταν µπροστÜ στην πüρτα του κυρßου Μýντσερ. Το πλÞθος Ýπεσε σαν πυκνü χιüνι, θÝτοντας την ορµÞ του στην υπηρεσßα των προσπαθειþν για την παραβßαση της πüρτας. Τα µÜνταλα, οι αλυσßδες και τα χßλια δυο Üλλα τοποθετηµÝνα απü τον ιδιοκτÞτη προσκüµµατα, δεν Üργησαν να καταρρεýσουν, µα η συµµορßα των δολοφüνων εßχε Þδη κÜνει φτερÜ, δßχως να αφÞσει πßσω της το παραµικρü ßχνος· ως συνÞθως.
     Σπανßως υπÞρξε περιστατικü, που να µη διÝθετε κÜποιαν ιδιορρυθµßα, κατÜ το µÜλλον Þ Þττον αξιοπρüσεκτη. Στην διÜρκεια της εποµÝνης νýχτας Ýνα εντυπωσιακü συµβÜν -το οποßο ανÝβασε τον αριθµü των δολοφονικþν επιθÝσεων σε πÝντε- Ýθραυσε την µονοτονßα του τρüµου. Στην προκειµÝνη περßπτωση οι συµµορßτες Ýβαλαν στο µÜτι το οικοτροφεßο θηλÝων, που διηýθυναν δýο γηραιÝς κυρßες. Οι µαθÞτριες δεν εßχαν επιστρÝψει ακüµη απü τις διακοπÝς τους, µα δýο αδελφÝς, δýο νεαρÜ κορßτσια δÝκα τριþν και δÝκα εξ ετþν, παρݵεναν στην σχολÞ, δεδοµÝνου üτι το πατρικü τους βρισκüταν πολý µακριÜ και οι ηµÝρες της αργßας των ΧριστουγÝννων δεν Þσαν αρκετÝς þστε να ταξιδεýσουν µÝχρι εκεß. ¹ταν η µικρüτερη που κατüρθωσε να παρÜσχει την µüνη αξιüλογη µαρτυρßα, µια µαρτυρßα η οποßα πρüσθεσε Ýνα νÝο στοιχεßο συναγερµοý στον Þδη υπÜρχοντα πανικü. Ιδοý τι κατÝθεσε: Την  προηγουµÝνη της  δολοφονικÞς επßθεσης, αυτÞ και η  αδελφÞ της κÜθονταν µε τις γηραιÝς κυρßες σε Ýνα απü τα δωµÜτια που αντßκριζαν τον δρüµο. Οι γηραιÝς κυρßες διÜβαζαν και τα κορßτσια σχεδßαζαν. Η ΛουÀζα, η µικρüτερη αδελφÞ, δεν Üφηνε ποτÝ να περÜσει απαρατÞρητος ακüµη και ο πλÝον ανεπαßσθητος Þχος. Ως εκ τοýτου, συνÝλαβε αµÝσως τους τριγµοýς που προκÜλεσαν κÜποια βÞµατα στις σκÜλες. ∆εν εßπε τßποτε. ΒγÞκε αθüρυβα απü το δωµÜτιο και διαπßστωσε πως οι δýο υπηρÝτριες βρßσκονταν στην κουζßνα και πως δεν εßχαν φýγει στιγµÞ απü εκεß. Επιθεþρησε τις πüρτες και τα παρÜθυρα, επιβεβαιþνοντας το γεγονüς πως Þσαν üχι µüνο κλειδωµÝνα, αλλÜ και µανταλωµÝνα, πρÜγµα που σÞµαινε πως αποκλειüταν κÜθε πιθανüτητα εισβολÞς µε αντικλεßδι. Και üµως, Þταν απüλυτα βÝβαιη πως εßχε ακοýσει εκεßνα τα βαριÜ βÞµατα στις σκÜλες. Εν πÜση περιπτþσει, Þταν ακüµη µÝρα και η πληθþρα φωτüς τÞς προσÝφερε Ýνα αξιüλογο αßσθηµα ασφαλεßας.
     ¸τσι, χωρßς να ενοχλÞσει κανÝνα µε τη κατÜσταση επιφυλακÞς στην οποßα εßχε περιÝλθει, βρÞκε το κουρÜγιο να διασχßσει το σπßτι προς πÜσα κατεýθυνση και, µη βλÝποντας Þ ακοýγοντας οτιδÞποτε, κατÝληξε στο συµπÝρασµα πως η ακοÞ της παραÞταν ευαßσθητη στην πιθανüτητα κÜποιας επικßνδυνης παρουσßας. Ωστüσο, το ßδιο βρÜδυ, και ενþ βρισκüταν στο κρεβÜτι, Ýνα ζοφερü συναßσθηµα φüβου την αναστÜτωσε, ιδßως απü την στιγµÞ που σκÝφτηκε πως σε Ýνα τüσο µεγÜλο σπßτι üλο και κÜποιο ερµÜριο θα µποροýσε να διαφýγει ακüµη και του πλÝον εξονυχιστικοý ελÝγχου. ΥπÞρχαν, µÜλιστα, δýο µεγÜλα σεντοýκια στα οποßα θα µποροýσε κÜλλιστα να κρυφτεß Ýνας Üνδρας, και τα οποßα δεν θυµüταν να εßχε ελÝγξει.
     ¸µεινε Üγρυπνη σχεδüν üλη την νýχτα, µα üταν το Ýνα απü τα δýο ρολüγια της πüλης χτýπησε τÝσσερις, απÝλυσε κÜθε αγωνßα και βυθßστηκε στον ýπνο. Την εποµÝνη ηµÝρα, κατÜκοπη απü την ασυνÞθιστη νυχτοφυλακÞ, πρüτεινε στην αδελφÞ της να πÝσουν για ýπνο νωρßτερα απü το σýνηθες. ¸τσι και Ýκαναν. ΕτοιµÜζονταν να ανεβοýν στο επÜνω πÜτωµα, üταν ξαφνικÜ η ΛουÀζα θυµÞθηκε Ýναν βαρý µανδýα, που θα βοηθοýσε οπωσδÞποτε τα σκεπÜσµατÜ της να την προστατεýσουν απü την δριµýτητα της νýχτας. Ο µανδýας κρεµüταν στο ερµÜριο µιας αποθÞκης, που βρισκüταν στο µεγÜλο δωµÜτιο, το οποßο χρησιµοποιοýσαν ως χοροδιδασκαλεßο. Τüσο την αποθÞκη üσο και το ερµÜριο τα εßχε ελÝγξει την προηγουµÝνη και, ως εκ τοýτου, δεν ανησýχησε προς στιγµÞν. Ο µανδýας Þταν το πρþτο αντικεßµενο στο οποßο Ýπεσε το βλݵµα της. Κρεµüταν απü Ýναν γÜντζο δßπλα στην πüρτα. Τον ξεκρݵασε. ¼µως η ενÝργεια αυτÞ Üφησε ακÜλυπτο Ýνα µÝρος του τοßχου και του δαπÝδου. Υπü κανονικÝς συνθÞκες, θα Ýπρεπε να γυρßσει βιαστικÜ και να φýγει, δßχως να παρατηρÞσει τßποτε. Στην προκειµÝνη περßπτωση üµως, η φλüγα του κεριοý που κρατοýσε της αποκÜλυψε τα πüδια ενüς Üνδρα. Η αντßδρασÞ της Þταν απüλυτα ψýχραιµη: συνÝχισε να σιγοµουρµουρßζει το ßδιο τραγοýδι που της κρατοýσε συντροφιÜ µÝχρι εκεßνη την στιγµÞ. ¼µως η συµφορÜ κατÝφτασε µε την µορφÞ της αδελφÞς της, που ακοýστηκε να κατευθýνεται προς την αποθÞκη. Αν η Λüτσεν πλησßαζε, για να πÜρει και αυτÞ κÜποιο σκÝπασµα, θα Ýκανε την ßδια αποτρüπαια ανακÜλυψη και θα την καταλܵβανε φρßκη. Απü την Üλλη, αν της Ýδινε οποιοδÞποτε προειδοποιητικü σηµÜδι, εßτε δεν θα καταλÜβαινε το νüηµÜ του εßτε θα αντιλαµβανüταν αµÝσως την κατÜσταση και θα ξεσποýσε σε ουρλιαχτÜ Þ τÝλος πÜντων θα εξÝφραζε µε κÜποιον Üλλον θορυβþδη τρüπο τον φüβο της, ενηµερþνοντας τον δολοφüνο για το γεγονüς της ανακÜλυψÞς του. Στο βασανιστικü αυτü δßληµµα την λýση ανÝλαβε να δþσει ο ßδιος ο φüβος, µια λýση που φÜνταξε σκÝτη τρÝλα στα µÜτια της Λüτσεν, αλλÜ για την ΛουÀζα δεν Þταν παρÜ το αποτÝλεσµα της τυφλÞς δρÜσης ενüς σιβυλλικοý ενστßκτου.

 -"Εδþ εßναι το χοροδιδασκαλεßο µας", εßπε. "Πüτε θα Ýλθουµε εδþ, για να χορÝψουµε";
     Και ρßχτηκε σε Ýναν Üγριο χορü, περιφÝροντας το κερß ψηλÜ, πÜνω απü κεφÜλι της, µÝχρι που η ορµÞ της κßνησης το Ýσβησε. ¸πειτα, Üρχισε να στροβιλßζεται γýρω απü την αδελφÞ της, διαγρÜφοντας üλο και µικρüτερους κýκλους, þσπου -αρπÜζοντας το κερß της Λüτσεν- το Ýσβησε και αυτü, τελειþνοντας το τραγοýδι της µε Ýνα γÝλιο, που λßγο Ýλειψε να εξοκεßλει σε κρßση υστερßας. Ωστüσο, το σκοτÜδι της προσÝφερε σαφÝς πλεονÝκτηµα και, αρπÜζοντας την αδελφÞ της απü το βραχßονα, τη παρÝσυρε στην πορεßα της, ψιθυρßζοντας:
 -"¸λα, Ýλα, Ýλα!"
     Η Λüτσεν δεν Þτανε τüσο βραδýνους þστε να µην καταλÜβει απολýτως τßποτε. ΑφÝθηκε να την παρασýρει η αδελφÞ της στην κορυφÞ της σκÜλας, üπου βρισκüταν Ýνα δωµÜτιο, το οποßο αντßκριζε τον δρüµο. Εκεß αναζÞτησαν Üσυλο, γιατß η πüρτα εßχε δυνατü µÜνταλο. ¼µως, ενþ βρßσκονταν λßγο πριν απü το κεφαλüσκαλο, Üκουσαν την βαριÜ ανÜσα και τις µεγÜλες δρασκελιÝς του δολοφüνου, που τις καταδßωκε. Τις παρατηροýσε üλην εκεßνην την þρα απü µια χαραµÜδα και το υστερικü γÝλιο της ΛουÀζας τον ειδοποßησε πως το κορßτσι εßχε αντιληφθεß την παρουσßα του. ¹ταν σκοτεινÜ και καθþς δεν γνþριζε τα κατατüπια, βρÝθηκε να ανεβαßνει την σκÜλα απü καθαρÞ τýχη. Η ΛουÀζα τραβοýσε την αδελφÞ της µε την δýναµη που της Ýδινε κÜποιο εßδος τρÝλας γεννηµÝνης απü τον τρüµο, µα η Λüτσεν εßχε αφεθεß εντελþς· κρεµüταν απü το χÝρι της βαριÜ σαν µολýβι. Η ΛουÀζα χýθηκε προς το δωµÜτιο· πλην üµως η Λüτσεν δεν µπüρεσε να κρατÞσει την ισορροπßα της και Ýπεσε µπροστÜ στην πüρτα. Την ßδια στιγµÞ, οι ýπουλες, αργÝς και αθüρυβες κινÞσεις του δολοφüνου Ýδωσαν την θÝση τους σε µιαν ηχηρÞ, λυσσαλÝα αναρρßχηση. Με µιας βρÝθηκε στο κεφαλüσκαλο και ετοιµÜστηκε να εφορµÞσει, üταν η ΛουÀζα Ýσυρε την αδελφÞ της στο εσωτερικü του δωµατßου, Ýκλεισε την πüρτα και Ýθεσε το µÜνταλο, λßγο πριν το χÝρι του φονιÜ ακουµπÞσει την χειρολαβÞ. ¾στερα, εξαντληµÝνη απü την Ýνταση της συγκßνησης, σωριÜστηκε λιπüθυµη, µε το χÝρι ακüµη περασµÝνο γýρω στην µÝση της αδελφÞς που εßχε σþσει.
     Κανεßς δεν γνωρßζει πüσην þρα ݵειναν σε αυτÞ τη κατÜσταση. Οι δýο γηραιÝς κυρßες τρÝξανε στο πÜνω πÜτωµα, αµÝσως µüλις αντιλÞφθηκαν τον ορυµαγδü. Στο σπßτι Þσαν κρυµµÝνα και Üλλα πρüσωπα. Οι υπηρÝτριες ανακÜλυψαν πως Þσαν κλειδωµÝνες στην κουζßνα, και η µη συµµετοχÞ τους στα üσα επικßνδυνα διαδραµατßζονταν εκεßνην την þρα δεν φαßνεται να τις στενοχþρησε ιδιαßτερα. Οι γηραιÝς κυρßες, που εßχαν ανεβεß τρÝχοντας στο επÜνω πÜτωµα, βρÝθηκαν ξαφνικÜ µπρος στους αγνþστους διþκτες τους. ΚÜθε πιθανüτητα διαφυγÞς Þταν ανýπαρκτη, δεδοµÝνου üτι Üλλα δýο Üτοµα ακοýστηκαν να τις ακολουθοýν µÝχρι επÜνω. Μεταξý των δολοφüνων και των κυριþν υπÞρξαν Ýντονες  αντεγκλÞσεις. ¸πειτα οι φωνÝς δυνܵωσαν. Ακολοýθησε µια σπαραξικÜρδια κραυγÞ· ýστερα µια δεýτερη, Ýνας αργüς, παρατεταµÝνος βüγκος και τÝλος νεκρικÞ σιωπÞ. Σχεδüν αµÝσως ακοýστηκε ο πÜταγος της πüρτας που υποχωροýσε κÜτω απü τα χτυπÞµατα του πλÞθους, µα οι δολοφüνοι, µε το πρþτο σηµÜδι συναγερµοý, Ýκαναν φτερÜ απü το επÜνω µÝρος του σπιτιοý· προς µεγÜλη Ýκπληξη των υπηρετριþν. Η αυτοψßα Ýδειξε πως πÝρασαν απü κÜποιον φεγγßτη της οροφÞς στο διπλανü, ακατοßκητο επß του παρüντος, σπßτι. Το γεγονüς αυτü µας απÝδειξε, για µιαν ακüµη φορÜ, πως οι Üνθρωποι αυτοß θα Ýπρεπε να Þσαν πολý ικανοß, αφοý αντß να παßρνουν τις απαραßτητες προφυλÜξεις, þστε να µηδενßζουν τον κßνδυνο να συλληφθοýν, προτιµοýσαν να δρουν υπü τις πλÝον ριψοκßνδυνες συνθÞκες.
     Εßναι προφανÝς πως η βασιλεßα του τρüµου Ýφτασε στην πλÞρη ακµÞ της. Οι γηραιÝς κυρßες κεßτονταν νεκρÝς σε διαφορετικÜ σηµεßα της σκÜλας και, ως συνÞθως, δεν µποροýσε να γßνει η παραµικρÞ εικασßα για την φýση των δολοφονιþν. ΦυσικÜ, παρݵενε το ενδεχüµενο να διακατÝχεται ο δολοφüνος απü αßσθηµα εκδßκησης· αυτü, αποκλειστικÜ λüγω της αποδεδειγµÝνης απουσßας κÜθε ληστρικÞς ενÝργειας. Εν πÜση περιπτþσει, δýο νÝα χαρακτηριστικÜ Ýρχονταν να προστεθοýν σε αυτü το σýστηµα παραγωγÞς τρüµου, το πρþτο εκ των οποßων δηµιουργοýσε Ýντονο αßσθηµα ανασφÜλειας σε üσες οικογÝνειες κατοικοýσαν µεγÜλα σπßτια, ενþ το δεýτερο Þγειρε Ýνα τεßχος δυσθυµßας µεταξý της πüλης και του πανεπιστηµßου, το οποßο Ýκανε πολλÜ χρüνια να καταρρεýσει. Το πρþτο χαρακτηριστικü εßχε εµπειρικÞ προÝλευση, δεδοµÝνου üτι για πρþτη φορÜ διαπιστþθηκε πως η πρþτη ενÝργεια των δολοφüνων Þταν να κρυφτοýν στο σπßτι, στο οποßο σκüπευαν να διαπρÜξουν φüνους. Ως εκ τοýτου, üλοι συγκÝντρωσαν την προσοχÞ τους στις πüρτες και τα παρÜθυρα, που µÝχρι πρüτινος δεν θεωροýσαν επικßνδυνα. ¼ταν Ýπεφτε η νýχτα, φρüντιζαν να τα ασφαλßζουν προσεκτικÜ. Το Üλλο χαρακτηριστικü προÝκυψε απü την βεβαιüτητα µε την οποßα η µßα υπηρÝτρια δÞλωσε πως πριν βρεθεß κλειδωµÝνη µε την συνÜδελφü της στην κουζßνα, πρüλαβε να δει στην εßσοδο δýο Üνδρες -τον Ýναν να ανεβαßνει την σκÜλα και τον Üλλον να κατευθýνεται προς την κουζßνα-µε την περιβολÞ των φοιτητþν του πανεπιστηµßου µας. Τις επιπτþσεις αυτÞς της δÞλωσης δεν θα χρειαζüταν καν να τις αναφÝρουµε. Οι φοιτητÝς, οι οποßοι λüγω της ειρÞνης Þσαν πολυÜριθµοι, ως επß το πλεßστον στρατιωτικοß και λιγüτερο ελεγµÝνοι Þ αξιοσÝβαστοι απü το σýνηθες, κατÝστησαν üλοι ýποπτοι. Ωστüσο, η ανακÜλυψη αυτÞ δεν εßχε συµβÜλει καθüλου στην λýση του  µυστηρßου. Πολλοß σπουδαστÝς Þσαν αρκετÜ φτωχοß þστε να µπουν στον πειρασµü να σκεφτοýν πüσες επικερδεßς ευκαιρßες µπορεß να προσφÝρει η νýχτα.  Μνησικακßες και Üθλιες συνοµωσßες εßχαν δηµιουργηθεß αρκετÝς στο µεταξý. Ιδßως κατÜ τους τελευταßους δýο µÞνες του φετινοý χειµþνα, θα µποροýσε κανεßς να πει πως η πüλη µας παρουσßαζε την εικüνα µιας Üναρχης εκδÞλωσης ολÝθριων παθþν. Η κατÜσταση αυτÞ συνεχßστηκε µÝχρι την Üνοιξη του εποµÝνου Ýτους.
     Εýλογο εßναι το γεγονüς πως, αµÝσως µüλις οι αρχÝς κατÝληξαν στο συµπÝρασµα üτι οι δολοφονικÝς επιθÝσεις που συνÝβησαν στην πüλη µας δεν Þσαν συνηθισµÝνες περιπτþσεις, αλλÜ µÝρη κÜποιου ευρýτερου σχεδßου, ενηµερþθηκε η κεντρικÞ κυβÝρνηση της χþρας. ºσως να συνÝβη να εßναι απασχοληµÝνοι µε σηµαντικüτερες υποθÝσεις, ßσως να συνÝβη να Ýχουν στρÝψει την προσοχÞ τους σε σπουδαιüτερα θݵατα· πÜντως τα διαβÞµατÜ µας δεν εßχαν την ανταπüκριση που προσδοκοýσαµε. Εν πÜση περιπτþσει, δεν θα µποροýσαµε να παραπονεθοýµε για απüλυτη αδιαφορßα εκ µÝρους της κυβÝρνησης. ΚÜποτε εδÝησαν να στεßλουν Ýναν δýο απü τους πλÝον ݵπειρους αξιωµατικοýς της αστυνοµßας τους, οι οποßοι µας συµβοýλευσαν καταλλÞλως και επݵειναν πως οι ÝρευνÝς µας θα Ýπρεπε να στραφοýν προς την ποιüτητα των ανθρþπων που εγκαθßστανται περιστασιακþς στην ευρýτερη περιοχÞ. Στο ζÞτηµα της στρατιωτικÞς βοÞθειας üµως Þσαν απüλυτοι. ∆εν θεþρησαν απαραßτητη την εγκατÜσταση στρατιωτικοý σþµατος στην πüλη µας, το οποßο θα βοηθοýσε τις Þδη υπÜρχουσες τοπικÝς δυνܵεις.
     Οι συνεννοÞσεις µε την κεντρικÞ κυβÝρνηση Ýλαβαν χþρα τον µÞνα ΜÜρτη. Λßγο πριν, η αιµοσταγÞς δραστηριüτητα εßχε ανασταλεß µε τον ßδιο αιφνßδιο τρüπο που εßχε αρχßσει. Ο νÝος επικεφαλÞς της αστυνοµßας κολακευüταν να πιστεýει πως η γαλÞνη που απλþθηκε ξαφνικÜ οφειλüταν στον τρüµο που Ýσπειρε η παρουσßα του. Οι ακριβοδßκαιοι Üνθρωποι, üµως, Üλλα φρονοýσαν. Ωστüσο, üλα παρݵειναν Þσυχα µÝχρι τα µÝσα του καλοκαιριοý. ΞαφνικÜ -σαν να Þθελε εκεßνη η φρικιαστικÞ δýναµη, που εßχε περιβληθεß το πυκνüτερο σκοτÜδι, να µας ειδοποιÞσει πως δεν χÜθηκε, αλλÜ απεßχε µüνο προς στιγµÞν απü το Ýργο της- ο επικεφαλÞς των υπαλλÞλων της φυλακÞς µας εξαφανßστηκε. ΣυνÞθιζε να κÜνει µακρινÝς εκδροµÝς στο δÜσος, δεδοµÝνου üτι η παροýσα εργασιακÞ του κατÜσταση θα µποροýσε να θεωρηθεß ως αργοµισθßα. Εξαφανßστηκε στην πρþτη του µηνüς Ιουλßου. Περνþντας πρωß πρωß την πýλη της πüλης, αναφÝρθηκε στην κατεýθυνση που σκüπευε να ακολουθÞσει και εθεÜθη για τελευταßα φορÜ σε µιαν απü τις δηµοσιÝς του δÜσους, περß τα επτÜ µßλια απü την πüλη, ενþ οδηγοýσε το Üλογü του προς το σηµεßο που εßχε υποδεßξει στον φρουρü της πýλης. Αυτüς ο δεσµοφýλακας δεν Þταν καθüλου συµπαθÞς Üνθρωπος. Η ζωÞ του υπÞρξε Ýνα πλÝγµα σκληρüτητας και κτηνþδους κατÜχρησης των δυνܵεþν του, Ýνα πλÝγµα το οποßο συχνüτατα ενßσχυαν οι διοικοýντες, εν µÝρη µε την δικαιολογßα πως εßχαν χρÝος να υπερασπßζονται τους υπαλλÞλους τους απü τα συνεχÞ παρÜπονα των πολιτþν, και εν µÝρη µε την δικαιολογßα πως οι ταραγµÝνοι καιροß µας απαιτοýσαν αποφασιστικÞ επßδειξη πυγµÞς εκ µÝρους της εξουσßας. ΚανÝναν, λοιπüν, δεν θα Ýχανε η πüλη µας µε περισσüτερη προθυµßα απü τον κτηνþδη αυτüν δεσµοφýλακα· και αποτελοýσε γενικÞ πεποßθηση πως αν η συµµορßα των δολοφüνων, που φþλιαζαν στην πüλη µας, σκüτωναν µüνον αυτüν, θα απÜλλασσαν τους πολßτες απü Ýναν πολý µεγÜλο µπελÜ και ως εκ τοýτου θα αποσποýσαν οπωσδÞποτε την ευγνωµοσýνη τους. Μα Þταν Üραγε πιθανüν να εßχε πεθÜνει ο δεσµοφýλακας απü τα ßδια χÝρια, που τÜραξαν µε τüση βιαιüτητα την γαλÞνη της πüλης µας στην διÜρκεια του προηγοýµενου χειµþνα; ¹ µÞπως δεν εßχε καν δολοφονηθεß; Το δÜσος παραÞταν µεγÜλο þστε να ερευνηθεß· και δεν Þταν διüλου απßθανο να του συνÝβη κÜποιο µοιραßο ατýχηµα. Το Üλογü του εßχε επιστρÝψει στην πýλη της πüλης αποβραδßς και οι φρουροß το βρÞκαν εκεß το πρωß. Εν πÜση περιπτþσει πÝρασαν µÞνες ολüκληροι χωρßς να υπÜρξει η παραµικρÞ πληροφορßα για την τýχη του αναβÜτη, και φαινüταν πολý πιθανüν να µην υπÜρξει, πριν απü το επüµενο φθινüπωρο και τον χειµþνα, οπüτε οι κυνηγοß θα ερευνοýσαν θܵνο προς θܵνο, ρεµατιÜ προς ρεµατιÜ την δασþδη εκεßνη Ýκταση. ¸να µüνο πρüσωπο Ýδειχνε να γνωρßζει κÜτι περισσüτερο απü τους Üλλους, ο δυστυχÞς ΦερδινÜνδος ΧÜρελσταúν. ∆εν Þταν πια παρÜ Ýνα σκιþδες διανοητικü και ηθικü ερεßπιο αυτοý που υπÞρξε κÜποτε και παρατÞρησα πως χαµογελοýσε κÜθε φορÜ που αναφερüµουν στον δεσµοφýλακα.
 -"ΠεριµÝνετε µÝχρι να αρχßσουν να πÝφτουν τα φýλλα", Ýλεγε, "και θα δεßτε τι üµορφα φροýτα κÜνει το δÜσος µας".
     Τις εκφρÜσεις αυτÝς δεν τις επανÝλαβα παρÜ µüνον σε κÜποιον στενü φßλο, ο οποßος συµφþνησε µαζß µου πως ο δεσµοφýλακας θα εßχε σκαλþσει σε κÜποια απüµερη ρεµατιÜ του δÜσους, καλÜ κρυµµÝνη απü την οργιαστικÞ βλÜστηση του καλοκαιριοý, και πως ο ΦερδινÜνδος -που περιφερüταν συχνÜ σε εκεßνα τα µÝρη- θα εßχε ανακαλýψει το πτþµα. Ωστüσο, και οι δýο, τον απαλλÜξαµε απü κÜθε υποψßα συµµετοχÞς στη δολοφονßα.
     Στο µεταξý,  ο γܵος της  Μαργαρßτας Λßµπενχαúµ και  του Μαξιµιλιανοý θεωρεßτο απλþς ζÞτηµα χρüνου. Ωστüσο, υπÞρχε κÜτι που µας δηµιουργοýσε το λιγüτερο Ýκπληξη. Απü την στιγµÞ που οι δýο νÝοι σχετßζονταν, κανεßς δεν αµφÝβαλε πως üλα εßχαν συµφωνηθεß· διüτι δεν υπÞρξε ποτÝ τελειüτερη ευτυχßα απü αυτÞν που τους Ýνωνε. Η Μαργαρßτα Þταν η προσωποποßηση του ΜαÀου και της νεανικÞς Üνθισης. Ακüµη και ο Μαξιµιλιανüς ݵοιαζε να λησµονεß µπροστÜ της την κατÞφειÜ του· το σαρÜκι που Ýτρωγε την καρδιÜ του κοιµüταν σαγηνευµÝνο απü την µουσικÞ της φωνÞς και τον παρÜδεισο που σκüρπιζαν γýρω τα χαµüγελÜ της. Καßτοι üµως πλησßαζε φθινüπωρο, ο παπποýς της Μαργαρßτας δεν εννοοýσε να αποδεχθεß αυτÞν την σχÝση και υποστÞριζε τις αξιþσεις του ΦερδινÜνδου. ¼ντως, η αντιπÜθεια που Ýτρεφε στο πρüσωπο του Μαξιµιλιανοý δεν ݵεινε χωρßς την ανÜλογη αντßδραση. ΑπÝφευγαν ο Ýνας τον Üλλον και µÜλιστα ο γÝρων Ýφτασε στο σηµεßο να σαρκÜσει δηµοσßως τον Μαξιµιλιανü. ¼σο για τον νÝο, απαξιοýσε να σχολιÜσει καν το Üτοµü του. ¼ταν δεν µποροýσε να τον αποφýγει, του συµπεριφερüταν µε αυστηρÞ ευγÝνεια, η οποßα στενοχωροýσε την ενÞµερη για την διÝνεξη Μαργαρßτα. Η νÝα αισθανüταν πως ο παπποýς της Þταν ο επιτιθݵενος και πως αδικοýσε πολý τον αγαπηµÝνο της. Ωστüσο περιÝβαλε τον γÝροντα µε βαθιÜ και τρυφερÞ στοργÞ ως πατÝρα της αλÞστου µνÞµης µητρüς της. Εκεßνος, απü την πλευρÜ του, προÝβαλε συνεχεßς αξιþσεις στην αποκλειστικüτητα της συµπÜθειÜς της, καθþς η υποχþρηση της µνÞµης και η παιδαριþδης δυστροπßα του, που επιτεßνονταν ηµÝρα µε την ηµÝρα, σÞµαιναν την ταχýτατη πορεßα του προς την γεροντικÞ Üνοια.
     ΑνÜλογη Ýκπληξη προκÜλεσαν και οι µυστηριþδεις ανþνυµες επιστολÝς, τις οποßες Üρχισε να λαµβÜνει -την ßδια περßπου χρονικÞ περßοδο- η δεσποινßς Λßµπενχαúµ. ¹σαν γραµµÝνες µε τους πλÝον ζοφεροýς και απειλητικοýς üρους. ΟρισµÝνες µου τις Ýδειξε. Ο γραφικüς χαρακτÞρας τους δεν µου επÝτρεψε καµßα εικασßα. ¹ταν φανερü πως ο συντÜκτης εποφθαλµιοýσε την θÝση του Μαξιµιλιανοý στην καρδιÜ της, δεδοµÝνου üτι την ικÝτευε να εßναι ιδιαιτÝρως προσεκτικÞ στις επαφÝς  της  µαζß  του,  υπαινισσüµενος  φρικιαστικÜ  πρÜγµατα  για  εκεßνον.  Θα µποροýσαν οι επιστολÝς αυτÝς να εßχαν γραφεß απü τον ΦερδινÜνδο; Να εßχαν γραφεß üχι. Να εßχαν υπαγορευθεß üµως; Πολý φοβüµουν πως ναι, θα µποροýσαν· κυρßως για Ýναν λüγο.
     ΞÜφνου και δßχως παραµικρÞ λογικÞ εξÞγηση, ο παπποýς της Μαργαρßτας, η στÜση του παπποý της Μαργαρßτας στην υπüθεση του γܵου της παρουσßασε πλÞρη µεταστροφÞ. ΕγκατÝλειψε την αµÝριστη συµπαρÜσταση, που προσÝφερε µÝχρι κεßνη τη στιγµÞ, στις αξιþσεις του ΧÜρελσταúν κι Ýριξε üλο το βÜρος του γεροντικοý ενθουσιασµοý του στη πλευρÜ της ζυγαριÜς που 'στεκε ο Μαξιµιλιανüς, καßτοι κανεßς δεν θεþρησε πως αυτÞ η µεταστροφÞ εßχε οποιαδÞποτε πρακτικÞ αξßα. ¼ντως κανεßς; ¼χι βÝβαια. ¸να τουλÜχιστον πρüσωπο επλÞγη απ' την αιφνßδια µετÜθεση της προτßµησης του γÝροντα στον Μαξιµιλιανü: ο δυστυχÞς, εγκαταλειµµÝνος ΦερδινÜνδος. Εν τοýτοις, αυτüς που τüσον καιρü εßχε κÜποιο µε το µÝρος του, αυτüς που τüσο καιρü απολܵβανε την αποκλειστικÞ προτßµηση του παπποý της Μαργαρßτας, φαßνεται πως δεν εßχε ακüµη απελπιστεß.
    ¸τσι εßχαν τα πρÜγµατα, üταν -τον Νοݵβρη- τα φýλλα, που Üρχισαν να πÝφτουν οληµερßς απü τα δÝνδρα, γýµνωσαν και τις πλÝον απüµερες γωνιÝς και τις πλÝον πυκνÝς λüχµες του δÜσους, αποκαλýπτοντας το πτþµα του δεσµοφýλακα, üχι üµως στην κατÜσταση που εßχαµε εικÜσει εγþ και ο στενüς φßλος. ¼χι· εßχε πεθÜνει µε σαφþς φρικιαστικüτερο τρüπο. Τον εßχαν σταυρþσει. Το αλησµüνητο εκεßνο δÝντρο Ýφερε στον κορµü του την ακüλουθη σýντοµη αλλÜ Üγρια επιγραφÞ:

   Τ. Χ.  ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ... ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 1816

     ΑνακÜλυψη σÞκωσε στη πüλη θýελλα συζητÞσεων που στη διÜρκειÜ της δεν ακοýστηκε το παραµικρü για τον κατακρεουργηµÝνο. Αντßθετα, κραυγÝς εκδικητικÞς ικανοποßησης Ýβγαιναν απü πολλÜ φτωχüσπιτα και κýκλωναν κυριολεκτικÜ την ακοÞ µου, üπου πÞγαινα. Το µßσος καθεαυτü ݵοιαζε φρικτü και αντιχριστιανικü, ιδßως αφοý ο Üνθρωπος κατÜ του οποßου στρεφüταν Þταν Þδη νεκρüς. ¼µως -καßτοι φρικτü, σατανικü- δεν Ýπαυε να διαθÝτει κÜποιο εßδος καßριας εκφραστικüτητας, θεωροýµενο ως µÝτρο και δεßκτης της επικατÜρατης καταπßεσης η οποßα το εßχε γεννÞσει. 
     Στην αρχÞ, üταν η απουσßα του δεσµοφýλακα Þταν ακüµη πρüσφατη και η συνεπαγüµενη επιβεβαßωση της παρουσßας των δολοφüνων ανܵεσÜ µας εßχε επαναφÝρει το στοιχεßο της αγωνßας στις σκÝψεις µας, λßγοι Þσαν εκεßνοι που αναφÝρονταν στο γεγονüς, χωρßς να γεννÜται µÝσα τους το συναßσθηµα του φüβου. ¼µως τþρα τα πρÜγµατα πÞραν Üλλη τροπÞ. Απü την στιγµÞ που ο δεσµοφýλακας Þταν νεκρüς επß µÞνες, που στη διÜρκεια τους το χÝρι του δολοφüνου αδρανοýσε, üλοι Þλπισαν πως ßσως εßχε περÜσει πια η θýελλα που συγκλüνιζε τüσον καιρü την πüλη  µας,  πως  η  γαλÞνη  θα  επÝστρεφε  στις  καρδιÝς  µας,  οι  απροστÜτευτοι  θα µποροýσαν επιτÝλους να κοιµηθοýν µε ασφÜλεια και οι αθþοι δßχως αγωνßα. Η ειρÞνη θα επÝστρεφε στα σπßτια µας και η γαλÞνη στα παραγþνια µας. Τα παιδιÜ θα πÞγαιναν µε χαρÝς και γÝλια στα κρεβατÜκια τους κι οι γÝροι θα 'καναν µε την ησυχßα τους τη προσευχÞ τους. Η εµπιστοσýνη αποκαταστÜθηκε, η ειρÞνη παλινορθþθηκε και -για µιαν ακüµη φορÜ- η ιερüτητα της ανθρþπινης ζωÞς Ýγινε κανüνας, θεµελιþδης αρχÞ, που οδηγοýσε τα χÝρια üλων. ΑπÝραντη Þταν η χαρÜ· πανανθρþπινη η ευτυχßα.
     Ω, Ουρανοß! Τι κεραυνüς Þταν εκεßνος που µας χτýπησε απροσδüκητα! Την νýχτα στις 27 ∆εκÝεµβρη κι ενþ απολαµβÜναµε την αßσθηση ασφαλεßας, που 'χε πια εγκαθιδρυθεß για τα καλÜ ανܵεσÜ µας, µισÞ þρα µετÜ τα µεσÜνυχτα -τüσο θα πρÝπει να Þταν- σÞµανε γενικüς συναγερµüς πως κÜτι συνÝβαινε στο σπßτι του κυρßου Λßµπενχαúµ. ΤερÜστιο Þταν το πλÞθος των πολιτþν που κατÝφθασαν µε κοµµÝνη την ανÜσα απü την αγωνßα. ΜÝσα στα επüµενα δýο λεπτÜ, κÜποιος που εßχε τρÝξει προς την πßσω πλευρÜ του σπιτιοý, ακοýστηκε να τραβÜ το µÜνταλο της εισüδου. ¹ταν αδýνατον να προφÝρει την παραµικρÞ λÝξη· üµως απü τα νεýµατα που Ýκανε προς το πλÞθος, καθþς Üνοιγε διÜπλατα την πüρτα, καταλÜβαµε αρκετÜ. Στην Üκρη της εισüδου και σαν να συνελÞφθησαν ενþ προσπαθοýσαν να διαφýγουν προς την πßσω πüρτα, βρßσκονταν τα Üψυχα σþµατα του γηραιοý κυρßου Λßµπενχαúµ και της ηλικιωµÝνης χÞρας αδελφÞς του. Στην σκÜλα κειτüταν η Üλλη -νεþτερη και Üγαµη, αλλÜ Üνω των εξÞντα ετþν- αδελφÞ του. Η εßσοδος και τα πρþτα σκαλιÜ Ýσταζαν αßµα. Μα, ποý Þταν η δεσποινßς Λßµπενχαúµ, η εγγονÞ; Το ερþτηµα ορθþθηκε σαν κραυγÞ αγωνßας απü το πλÞθος, διüτι η νÝα Þταν üχι µüνον εξαιρετικÜ συµπαθÞς αλλÜ απολýτως αρεστÞ σε üλους. ¹σαν Üραγε τüσο σατανικοß, τüσο κτηνþδεις οι δολοφüνοι þστε να βεβηλþσουν αυτüν τον ζωντανü ναü της αθωüτητας και της ευτυχßας; ¼λοι το ßδιο αγωνιþδες ερþτηµα Ýθεταν και üλοι κρατοýσαν την ανÜσα τους, προσµÝνοντας κÜποιαν απÜντηση. ¼µως κανεßς δεν τολµοýσε να προχωρÞσει στην διαλεýκανση του ζητÞµατος, δεδοµÝνης  της δυσοßωνης σιωπÞς που κυριαρχοýσε στο εσωτερικü του σπιτιοý. ΚÜποτε, ακοýστηκε κÜποιος απü τους παρευρισκüµενους να λÝει πως η δεσποινßς Λßµπενχαúµ εßχε ξεκινÞσει το πρωß της ßδιας ηµÝρας για το σπßτι ενüς φßλου, που βρισκüταν σαρÜντα µßλια µακριÜ, στο δÜσος.
 -"Αλßµονο!" αναφþνησε κÜποιος Üλλος. "Σκüπευε να το κÜνει, µ' Üκουσα πως κÜτι τη εµπüδισε, την τελευταßα στιγµÞ".
     Η αγωνßα κορυφþθηκε και το πλÞθος üρµησε στο σπßτι, ερευνþντας σπιθαµÞ προς σπιθαµÞ τα δωµÜτια. ∆εν στÜθηκε üµως δυνατüν να ανακαλýψουν το παραµικρü ßχνος της δεσποινßδος Λßµπενχαúµ. Λßγο αργüτερα, ανÝβηκαν στο επÜνω πÜτωµα και ανακÜλυψαν την Μαργαρßτα. Βρισκüταν στον µικρü προθÜλαµο του κοιτþνα της, µε το φüρεµα φρικτÜ µατωµÝνο. Η πρþτη εντýπωση που Ýδωσε η αθλßα κατÜστασÞ της Þταν πως -το δßχως Üλλο- εßχε πÝσει και αυτÞ θýµα της µανßας των δολοφüνων. Πλην üµως, η εκ του σýνεγγυς λεπτοµερÝστερη παρατÞρηση, Ýδειξε πως δεν Ýφερε τραýµατα και πως η ζωÞ δεν την εßχε εγκαταλεßψει, δεδοµÝνου üτι η ανÜσα της -αν και ιδιαζüντως ασθενÞς- θüλωσε την επιφÜνεια του καθρÝφτη και τα µÝλη της ταρÜζονταν απü κÜποιο εßδος ανεπαßσθητων σπασµþν. Η πρþτη ενÝργεια των συγκεντρωµÝνων Þταν να την µεταφÝρουν στο σπßτι κÜποιου φßλου, στην Üλλη Üκρη του δρüµου, üπου την περßµενε ιατρικÞ βοÞθεια. Το πλÞθος συνÝρευσε στο µικρü δωµÜτιο και οι γιατροß αναγκÜστηκαν να τους εκδιþξουν, üχι üµως πριν τους δοθεß αρκετüς  χρüνος  για  να  παρατηρÞσουν  πως  κÜποιος  απü  δολοφüνους  -Þδη λουσµÝνος µε το αßµα το θυµÜτων του- θα πρÝπει να µετÝφερε την δεσποινßδα Λßµπενχαúµ στον καναπÝ, üπου και βρÝθηκε ηµιθανÞς, δεδοµÝνου üτι το πρüσωπο και ο λαιµüς της εßχαν ξεπλυθεß µε Üφθονο νερü, ενþ Ýνα γεµÜτο ποτÞρι εßχε αφεθεß - προφανþς για να το βρει πρüχειρο üταν θα συνερχüταν- στο τραπεζÜκι, ακριβþς δßπλα της.
     Το επüµενο πρωß, ο Μαξιµιλιανüς, που κυνηγοýσε ελÜφια στο δÜσος, επÝστρεψε στη πüλη και πληροφορÞθηκε αµÝσως τα πÜντα. Τον Ýχασα για αρκετÝς þρες και üταν εµφανßστηκε πÜλι µπρος µου, τροµερÜ αναστατωµÝνος, µπορþ να πω µε κÜθε βεβαιüτητα πως δεν τον εßχα ξαναδεß σε τÝτοια κατÜσταση. Το απüγευµα, διÝρρευσε Üλλη µßα συνταρακτικÞ και, ασφαλþς, Üξια απορßας εßδηση, για την κατÜσταση της δεσποινßδος Λßµπενχαúµ, µια εßδηση που Ýθλιψε βαθýτατα κÜθε πραγµατικü φßλο της. Η τüσο συµπαθÞς σε üλους νεαρÜ εßχε καταληφθεß αιφνιδßως απü πüνους τοκετοý και εßχε φÝρει πρüωρα στην ζωÞ Ýναν γιο, που δε κατüρθωσε να επιβιþσει παρÜ µüνον  λßγες þρες. Μολαταýτα, το σκÜνδαλο δεν πρüλαβε να απολαýσει τον φανταστικü θρßαµβü του, δεδοµÝνου üτι δýο þρες µετÜ την κυκλοφορßα της σχετικÞς φηµολογßας, επαληθεýθηκε µια δεýτερη, η οποßα Ýλεγε πως ο Μαξιµιλιανüς, συνοδευüµενος απü τον πνευµατικü της οικογενεßας των Λßµπενσταúν, παρουσιÜστηκε στην οικßα του αρχιδικαστÞ και κατÝθεσε ικανοποιητικÝς αποδεßξεις του γܵου του µε την Μαργαρßτα, ο οποßος εßχε τελεστεß δüξη και τιµÞ -αν και µε πλÞρη µυστικüτητα- πριν απü περßπου οκτþ µÞνες. Στην πüλη µας -µα και στις Üλλες πüλεις της χþρας- οι µυστικοß γܵοι, οι οποßοι τελοýνταν µε την συµµετοχÞ µüνο δýο ßσως φßλων του ζεýγους και, φυσικÜ, απü τον αρµüδιο ιερÝα, Þσαν εξαιρετικÜ συχνοß. Ως εκ τοýτου, το γεγονüς καθεαυτü δεν θα Ýπρεπε να µας εκπλÞττει. ∆εδοµÝνης üµως της Ýντασης που εßχε αναπτυχθεß ανܵεσα στον παπποý της δεσποινßδος Λßµπενχαúµ και τον Μαξιµιλιανü, µας εξÝπληξε και πολý µÜλιστα. Κανεßς δεν µποροýσε να φανταστεß τον λüγο για τον οποßον οι νÝοι προÝβησαν σε αυτÞν την προφανÝστατα περιττÞ ενÝργεια. Γιατß, αν ο Μαξιµιλιανüς ισχυριζüταν πως ο µυστικüς γܵος Þταν ο µοναδικüς συνετüς Þ επιβεβληµÝνος απü την ανÜγκη τρüπος, προκειµÝνου να εξασφαλßσει το χÝρι της Μαργαρßτας Λßµπενχαúµ, πριν ο παπποýς της οριστικοποιÞσει την διαφωνßα του, κÜθε Üλλο παρÜ θα Ýπειθε üποιον γνþριζε αµφüτερα τα µÝρη, üποιον γνþριζε την αδυναµßα που Ýτρεφε ο γÝρων στο πρüσωπο της εγγονÞς του, την προúοýσα ÜνοιÜ του, µα και την αδιαφορßα του ßδιου του Μαξιµιλιανοý για τις απüψεις του µÝλλοντος παπποý του. Συνεπþς, το üλο ζÞτηµα καλυπτüταν απü πυκνü µυστÞριο.
    Εγþ, απü τη πλευρÜ µου, απüλαυσα ιδιαιτÝρως το γεγονüς πως το üνοµα της Üτυχης Μαργαρßτας ξÝφυγε απü τα αρπακτικÜ νýχια των σκανδαλοθÞρων. Οι ¢ρπυιες αυτÝς καιροφυλακτοýν ανÜ πÜσα στιγµÞ, αρπÜζουν το θýµα τους και το κατασπαρÜζουν πÜραυτα, δßνοντας üπου βρεθοýν κι üπου σταθοýν τις ανßερες συνεστιÜσεις τους. Γι’ αυτü χÜρηκα, παρÜ το γεγονüς πως δεν υπÞρχε τßποτε ευχÜριστο στην κατÜσταση της Üτυχης κοπÝλας. ¸µεινε πολý καιρü στο κρεβÜτι, σε κατÜσταση αναισθησßας. ∆εν µιλοýσε, δεν Ýδειχνε να ακοýει. ¢νοιγε σπανßως τα µÜτια της και τüτε γινüταν εµφανÞς η αδυναµßα της να αντιληφθεß τις αλλαγÝς του περιβÜλλοντος: αν Þταν ηµÝρα Þ νýχτα, πρωß Þ απüγευµα, σÞµερα Þ εχθÝς. ΤροµερÞ Þταν η θýελλα που συντÜραζε την καρδιÜ του Μαξιµιλιανοý στην διÜρκεια üλων εκεßνων των ηµερþν. Περνοýσε σχεδüν üλη την ηµÝρα στον καθεδρικü ναü, βηµατßζοντας ασταµÜτητα, και οι Üγριες επιθÝσεις της αγωνßας στην φυσικÞ σκευÞ του απεικονßζονταν αδρÜ στην αλλοßωση των χαρακτηριστικþν του προσþπου του. ¼σοι τον συναντοýσαν Ýνοιωθαν πως ακüµη και το συντοµüτερο βλݵµα τους θα µποροýσε να προσβÜλει την ιερüτητα της θλßψης του. Η πüλη ολüκληρη ζοýσε το δρܵα του.
     Προúüντος του χρüνου, η κατÜσταση της Μαργαρßτας παρουσßασε κÜποιαν αλλαγÞ, την οποßα üµως οι γιατροß παρουσßασαν στον Μαξιµιλιανü ως αµφιβüλου αξßας. Η συχνüτητα των παραληρηµατικþν επεισοδßων δεν µειþθηκε· µεταβλÞθηκε µüνον ο χαρακτÞρας τους. Η ασθενÞς παρουσßασε Ýντονη υπερδιÝγερση. ΣυχνÜ πεταγüταν και προσÞλωνε το βλݵµα σε ορισµÝνο σηµεßο του δωµατßου σαν να Ýβλεπε κÜποια φανταστικÞ µορφÞ. Ευθýς ως, της απηýθυνε τον λüγο µε τον πλÝον αξιοθρÞνητο τρüπο: τα δÜκρυα Ýτρεχαν ποτܵια στα µÜγουλÜ της και ικÝτευε το üραµα να σπλαχνιστεß τον γÝροντα παπποý της.
 -"ΚοιτÜξτε", κραýγαζε, "κοιτÜξτε τη χιονοσκεπÞ αυτÞ κεφαλÞ! Ω, κýριε! ¸να µικρü παιδß εßναι. ∆εν καταλαβαßνει τι λÝει. Σýντοµα, πολý σýντοµα θα αναχωρÞσει για τον τÜφο, θα βγει απü τον δρüµο σας, δεν θα σας γßνεται πια εµπüδιο".
     ¸πειτα κατÝρρεε, ο λüγος της µετατρÝπονταν σε ακατÜληπτο ψßθυρο, που διαρκοýσε επßµονα þρες ολüκληρες, διακοπτüµενος ενßοτε απü κρßσεις µανßας, στην διÜρκεια των οποßων Ýλεγε πρÜγµατα που τρüµαζαν τους παρευρισκοµÝνους, και καθιστοýσαν τους γιατροýς πολý σκεπτικοýς. ΤÝλος αναλυüταν σε λυγµοýς και καλοýσε τον Μαξιµιλιανü να Ýλθει για να την βοηθÞσει. ¼µως σπανßως το üνοµÜ του περνοýσε απü τα χεßλη της, δßχως να αρχßσει πÜλι να ερευνÜ τον χþρο µε Üγριες µατιÝς, να πετÜγεται στο κρεβÜτι της και να παρατηρεß κÜποιο φÜντασµα -µüλις βγαλµÝνο απü την δýστυχη, φλεγüµενη καρδιÜ της- να χÜνεται πÝρα, µακρυÜ.
     ΜετÜ απü επτÜ εβδοµÜδες αλλεπÜλληλων κρßσεων, üλως αιφνιδßως, Ýνα πρωινü της γλυκýτατης Üνοιξης, που εßχε τüσο πρþιµα ενσκÞψει, πληροφορηθÞκαµε µιαν αλλαγÞ στην κατÜσταση της Μαργαρßτας, µιαν αλλαγÞ, η οποßα -αλßµονο!- προοιþνιζε την µεγαλýτερη  των  αλλαγþν. Η σýγκρουση, που τüσον καιρü διαδραµατιζüταν µÝσα της και κατßσχυε των λογικþν της, Ýλαβε τÝλος· η µÜχη Ýλιξε και η φýση αποκατÝστησε την αιþνια γαλÞνη της. Στην διÜρκεια της προηγοýµενης νýχτας εßχε αναλÜβει τις αισθÞσεις της. ¼ταν το φως του πρωινοý διαπÝρασε τις κουρτßνες του δωµατßου της, αναγνþρισε τους παραστÜτες της, ζÞτησε να πληροφορηθεß τον µÞνα και την ηµÝρα του Ýτους. ¸πειτα, αισθανüµενη τον θÜνατο να πλησιÜζει, αξßωσε να καλÝσουν τον πνευµατικü της.
     Επß µßα και µισÞ þρα ݵεινε µüνη µε τον ιερÝα. ΜετÜ το πÝρας της εξοµολüγησης, ο πνευµατικüς Üνοιξε την πüρτα και κÜλεσε τους παρευρισκοµÝνους, διüτι -üπως εßπε- η Μαργαρßτα εßχε λιποθυµÞσει. Ο ßδιος ο ιερÝας θα πρÝπει να λιποθýµησε αρκετÝς φορÝς στην διÜρκεια της εξοµολüγησης, αν κρßνουµε απü τις δραµατικÝς αλλαγÝς που εßχε υποστεß το παρουσιαστικü του. Του µßλησα, αναγκÜστηκα να του επισηµÜνω την παρουσßα µου, µα εκεßνος δεν µε Üκουγε, δεν µε Ýβλεπε καν, δεν Ýβλεπε κανÝναν. Κατευθýνθηκε µε γοργü βÞµα προς τον καθεδρικü ναü, üπου Þταν βÝβαιος πως θα Ýβρισκε τον Μαξιµιλιανü να περιφÝρεται ανܵεσα στα µνÞµατα. Τον Üρπαξε απü το χÝρι, του ψιθýρισε κÜτι στο αυτß και αποτραβÞχτηκαν σε Ýνα απü τα πολλÜ παρεκκλÞσια, üπου τα κεριÜ δεν Ýσβηναν ποτÝ. Εκεß, εßχαν µιαν εξαιρετικÜ σýντοµη κουβÝντα, αφοý -πριν περÜσουν δýο λεπτÜ- ο Μαξιµιλιανüς κατευθυνüταν γοργÜ προς το σπßτι, üπου ψυχορραγοýσε η νεαρÜ σýζυγüς του. ΧρειÜστηκε, λες, Ýνα µüνο βÞµα για να ανεβεß την σκÜλα, που οδηγοýσε στο επÜνω πÜτωµα. Οι παραστÜτες, σýµφωνα µε τις οδηγßες που εßχαν πÜρει απü τους γιατροýς, στÜθηκαν στο κεφαλüσκαλο για να τον εµποδßσουν. ¼µως Þταν περιττÞ µια τÝτοια ενÝργεια. ΜπροστÜ στο δικαßωµα του εραστÞ και συζýγου, µπροστÜ στο ιερü δικαßωµα της θλßψης που üργωνε το πρüσωπü του, κÜθε προσπÜθεια αντιπαρÜταξης Þταν προορισµÝνη να σβÞσει σαν üνειρο. ΕξÜλλου η µανßα που εßχε συσσωρευτεß στο βλݵµα του Þταν Þδη τροµερÞ. Μια κßνηση του χεριοý  του  Þρκεσε  για  να  τους  σκορπßσει  σαν  µýγες  κÜτω  απü  τον  Þλιο  του καλοκαιριοý. ΜπÞκε στο δωµÜτιο και βρÝθηκε -για τελευταßα φορÜ- πλÜι στην αγαπηµÝνη του.
     Ποιος -απρονüητος κι οπωσδÞποτε υποκριτÞς- θα µποροýσε να εικÜσει καν τη φýση üσων διαµεßφθηκαν εκεß µÝσα; ΠÝρασαν πÜνω απü δýο þρες, στην διÜρκεια των οποßων η Μαργαρßτα κατÜφερνε -συχνÜ, το δßχως Üλλο- να ψιθυρßζει ορισµÝνες λÝξεις, αφοý οι παραστÜτες, που εßχαν εκδιωχθεß απü το δωµÜτιο και περιφÝρονταν στον διÜδροµο, αντιλÞφθηκαν -ουκ ολßγες φορÝς- την φωνÞ του Μαξιµιλιανοý να αποκτÜ τüνο απαντητικü. ΚÜποτε, ακοýστηκε ο νευρικüς Þχος του µικροý κουδουνιοý που βρισκüταν δßπλα στο κρεβÜτι. Η Μαργαρßτα φÜνηκε προς στιγµÞν να καταβυθßζεται, µα ανÝκτησε τις αισθÞσεις της πριν προλÜβουν καν να την πλησιÜσουν οι γυναßκες που Ýσπευσαν. ∆εν χρειÜστηκε τις φροντßδες τους, ωστüσο εκεßνες -αδυνατþντας να ελÝγξουν το στοργικü ενδιαφÝρον που τις διακατεßχε- παρݵειναν στο δωµÜτιο µε τα µÜτια προσηλωµÝνα στο τραγικü ζεýγος. Κρατοýσαν σφιχτÜ ο Ýνας τα χÝρια του Üλλου και το βλݵµα της Μαργαρßτας περιÝβαλε τη µορφÞ του Μαξιµιλιανοý µε µιαν απüµακρη ανταýγεια αγÜπης, που σÞµαινε -το δßχως Üλλο- πως η νÝα δεν θα µποροýσε για πολý ακüµη να µιλÜ. Εκεßνην ακριβþς την στιγµÞ Ýκανε µιαν αδýναµη προσπÜθεια να τον φÝρει κοντÜ της. Εκεßνος Ýγειρε και την φßλησε µε µιαν αγωνßα, που θα Ýφερνε δÜκρυα και στον πλÝον ανÜλγητο των ανθρþπων. ¸πειτα της ψιθýρισε κÜτι στο αυτß. Οι παριστܵενοι Ýσπευσαν να αποχωρÞσουν, θεωρþντας εκεßνον τον ψιθυρισµü ως σαφÞ απüδειξη του γεγονüτος πως η παρουσßα τους εµπüδιζε την ελεýθερη επικοινωνßα των νÝων. ¼µως, δεν τους Üκουσαν να ανταλλÜσουν την παραµικρÞ κουβÝντα και, αφοý περßµεναν δÝκα λεπτÜ, επÝστρεψαν στο δωµÜτιο. Οι νÝοι κρατοýσαν ακüµη ο Ýνας τα χÝρια του Üλλου σφιχτÜ· η ßδια τρεµÜµενη ακτßνα τρυφερüτητας, η ßδια απüµακρη ανταýγεια αγÜπης, πληµµýριζε το βλݵµα της Μαργαρßτας. ¼µως τþρα τα µÜτια της ݵοιαζαν  να σβÞνουν, να σκεπÜζονται ταχýτατα απü την πυκνüτερη οµßχλη. Ο Μαξιµιλιανüς, που καθüταν δßπλα της σαν αποσβολωµÝνος, σαν να µην εßχε καν αßσθηση του δρܵατüς του, υπÜκουσε στην αβρÞ αξßωση των γυναικþν, και εγκατÝλειψε το κÜθισµÜ µου, συνειδητοποιþντας ξαφνικÜ πως το αγαπηµÝνο χÝρι, που µÝχρι εκεßνη την στιγµÞ Ýσφιγγε το δικü του, δεν σÜλευε πια. Η απüµακρη ανταýγεια αγÜπης εßχε χαθεß. Μßα απü τις παριστܵενες γυναßκες τÞς Ýκλεισε τα βλÝφαρα και το πλÝον ερÜσµιο Üνθος της πüλης µας κοιµÞθηκε για πÜντα.
     Η επιµνηµüσυνος δÝηση τελÝστηκε τÝσσερις ηµÝρες µετÜ τον θÜνατü της. Το πρωß εκεßνης της ηµÝρας, κυριολεκτικÜ συντετριµµÝνος -την γνþριζα απü πολý µικρÞ- παρακÜλεσα να µου επιτραπεß η εßσοδος στον χþρο που αναπαυüταν. Την εßχαν Þδη τοποθετÞσει στο φÝρετρο. Αγριüκρινα και ανεµþνες στüλιζαν το αθþο στÞθος της· ρüδα -του εßδους που επÝτρεπε η εποχÞ- πλαισßωναν το πρüσωπü της. Τα Üνθη, καθþς και τα διÜφορα Üλλα γλυκýτατα σýµβολα της νεüτητας, της Üνοιξης και της εκ νεκρþν αναστÜσεως, Þσαν τα πρþτα πρÜγµατα που προσÝλκυσαν το βλݵµα µου. Πολý σýντοµα, üµως, παρατÞρησα το πρüσωπü της. Κýριε Μεγαλοδýναµε! Τι αλλαγÞ! Τι µεταµüρφωση! Καßτοι η γλυκýτης και η ερασµιüτητα δεν εßχαν εγκαταλεßψει την ÝκφρασÞ της, κÜθε ßχνος σÜρκας εßχε εξαφανιστεß απü τα χαρακτηριστικÜ της· δεν απݵενε παρÜ µüνο το διÜγραµµα του κρανßου της: ανεπαßσθητες µολυβιÝς και πινελιÝς αυτοý που υπÞρξε κÜποτε. Αυτüς Þταν ο λüγος που αναφþνησα:
 -"Χους και εις χουν, σποδüς και επß σποδοý!"
     Ο Μαξιµιλιανüς, προς κατÜπληξιν üλων µας, παρακολοýθησε τη ταφÞ, η οποßα Ýγινε στον καθεδρικü ναü. Του κÜναµε χþρο να σταθεß µπροστÜ. ΣτιγµÝς στιγµÝς φαινüταν πολý συγκεντρωµÝνος. ¢λλοτε, Ýδειχνε Ýτοιµος να σωριαστεß, σα µεθυσµÝνος. ¢κουγε δßχως να ακοýει· Ýβλεπε σαν να ονειρευüταν. Η λειτουργßα τελÝστηκε στο φως των κεριþν και προς το τÝλος, ο νÝος στεκüταν ασÜλευτος σαν πÝτρα, παγωµÝνος, βυθισµÝνος σε λÞθαργο. Πλην üµως, üταν το ξÝσπασµα της χορωδßας και οι τροµεροß Þχοι του τερÜστιου οργÜνου ακολοýθησαν το σφρÜγισµα του µνÞµατος, συνÞλθε και κατευθýνθηκε µε γοργü βÞµα προς το σπßτι. ΜισÞ þρα µετÜ την επιστροφÞ µου, µε κÜλεσε στην κܵαρÜ του. Βρισκüταν στο κρεβÜτι, Þρεµος και σκεπτικüς. ΘυµÜµαι üλα üσα µου εßπε, θυµÜµαι ακüµη και τον τüνο της φωνÞς του, σαν να Þταν εχθÝς, παρÜ το γεγονüς πως Ýχουν περÜσει πλÝον των εßκοσι ετþν απü τüτε.
 -"∆εν µου µÝνει πολλÞ ζωÞ ακüµη", ξεκßνησε να λÝει αποφασιστικÜ, µα üταν κατÜλαβε πως το ενδεχüµενο να 'χε πÜρει δηλητÞριο µ' Ýθεσε αµÝσως σε επιφυλακÞ, ο τüνος του Ýγινε ηπιüτερος. "Θα φανταστÞκατε ßσως πως µπορεß να πÞρα δηλητÞριο· τþρα πια δεν Ýχει καµßα σηµασßα. Αν πÞρα, δεν υπÜρχει αντßδοτο. Αν δεν πÞρα γνωρßζετε πολý καλÜ πως ορισµÝνες µορφÝς θλßψης δεν αφÞνουν κανÝνα περιθþριο επιβßωσης. Ποßα λοιπüν, η διαφορÜ; Θα 'χε σηµασßα αν Ýφευγα απü αυτüν τον κüσµο σÞµερα, αýριο Þ µεθαýριο; Να εßστε βÝβαιος πως οποιαδÞποτε και αν εßναι η απüφασÞ µου, δεν υπÜρχει ανθρþπινη δýναµη ικανÞ να της εναντιωθεß. Γι’ αυτü, µην αναλωθεßτε σε Üσκοπες προσπÜθειες. Ακοýστε µε Þσυχα Þσυχα, αλλιþς γνωρßζω πολý καλÜ τι πρÝπει να κÜνω".
     Η φρßκη που µου προκÜλεσε η εγκλωβισµÝνη -πλην θηριþδης- µανßα του βλݵµατος µε το οποßο επιχειροýσε να µε καθηλþσει στην θÝση µου, δεν µπüρεσε να αποσπÜσει την προσοχÞ µου απü τις αργÝς αλλαγÝς στις οποßες υπüκειντο σταδιακÜ τα χαρακτηριστικÜ του, και οι οποßες µε πληροφοροýσαν πως κÜποιο ισχυρü δηλητÞριο επιδροýσε καταλυτικÜ στον οργανισµü του. ΣυγκατατÝθηκα και τον Üκουσα Þσυχος.
 -"Αυτü εßναι το καλýτερο που Ýχετε να κÜνετε, διüτι µου αποµÝνει ελÜχιστος χρüνος. Εδþ βρßσκεται η διαθÞκη µου, κατÜ τον νüµο υπογεγραµµÝνη. ¼πως θα δεßτε, εναποθÝτει µιαν αχανÞ περιουσßα στην συνετÞ διαχεßρισÞ σας. Εδþ πÜλι βρßσκεται Ýγγραφο κατÜ τη γνþµη µου πολý σηµαντικüτερο. ¸χει επßσης την ισχý διαθÞκης και σας δεσµεýει µε üρους των οποßων η τÞρηση ενδÝχεται να µην εßναι τüσο εýκολη üσο η διαχεßριση της περιουσßας µου. Τþρα ακοýστε κÜτι εντελþς Üσχετο και προς τα δýο αυτÜ Ýγγραφα. Πρþτα üµως, υποσχεθεßτε µου, ορκιστεßτε µου, πως üταν πεθÜνω θα µε ενταφιÜσετε στο ßδιο µνÞµα µε την σýζυγü µου, απü της οποßας την κηδεßα µüλις επιστρÝψαµε. Υποσχεθεßτε".
     ΥποσχÝθηκα.
 -"Ορκιστεßτε".
     Ορκßστηκα.
 -"ΚÜτι τελευταßο· υποσχεθεßτε µου πως αφοý διαβÜσετε το δεýτερο Ýγγραφο, θα τηρÞσετε απüλυτη σιωπÞ επß του θݵατος, δεν θα ανακοινþσετε τις σκÝψεις σας σε κανÝναν, πριν περÜσουν τρßα χρüνια απü τη\ µÝρα του θανÜτου µου".
     Του 'δωσα και αυτÞν την υπüσχεση.
 -"Και τþρα, αντßο σας για τις επüµενες τρεις þρες. ΕλÜτε πÜλι στις δÝκα ακριβþς και πιεßτε Ýνα ποτÞρι κρασß σε ανܵνηση των παλαιþν ηµερþν".
     Τα τελευταßα λüγια τα πρüφερε σχεδüν γελþντας, µα Þδη Ýνας ερεβþδης σπασµüς Üρχιζε να διατρÝχει το πρüσωπü του. Εν πÜση περιπτþσει, θεωρþντας πως µπορεß να µην Þταν παρÜ αποτÝλεσµα των εναγþνιων πνευµατικþν διεργασιþν που συντελοýνταν µÝσα του, συµµορφþθηκα µε την επιθυµßα του και αποχþρησα. Ωστüσο, κÜθε Üλλο παρÜ Þσυχος Ýνιωθα. Επινüησα, λοιπüν, κÜποια πρüφαση και µιܵιση þρα πριν την λÞξη του χρονικοý διαστÞµατος που απαßτησε να του παρÜσχω, χτýπησα διακριτικÜ τη πüρτα της κܵαρÜς του. ∆εν πÞρα απÜντηση. Χτýπησα πιο δυνατÜ. Οýτε και αυτÞν την φορÜ απÜντησε. ΜπÞκα µÝσα. Η µÝρα εßχε γεßρει πια κι  απλωνüταν παντοý απüλυτο σκοτÜδι. ∆εν µποροýσα να διακρßνω τßποτε. Ωστüσο, η απüλυτη σιωπÞ που βασßλευε στο δωµÜτιο µε Ýθεσε σε επιφυλακÞ. ΑφουγκρÜστηκα µε προσοχÞ. ΜÞτε ανÜσα. ¸τρεξα στον διÜδροµο, Üρπαξα Ýνα κηροπÞγιο και επÝστρεψα. ¸ριξα το βλݵµα µου στην αρρενωπÞ καλλονÞ του θαυµαστοý νÝου και διαπßστωσα αµÝσως πως τα ερÜσµια χαρßσµατÜ του εßχαν αναχωρÞσει για πÜντα απü τον κüσµο ετοýτο. Εßχε πεθÜνει πιθανþς αµÝσως µετÜ την αναχþρησÞ µου. ΚÜποιο µüλις αφυπνισµÝνο Ýνστικτο τον πληροφοροýσε πως η þρα της τελικÞς αγωνßας πλησßαζε και γι’ αυτü φρüντισε να µε αποµακρýνει εγκαßρως.
     ΠÞρα τα Ýγγραφα που µου εßχε υποδεßξει ως διαθÞκες του. Και τα δýο εßχαν µορφÞ επιστολÞς προς το πρüσωπü µου. Το πρþτο Üρχιζε µε µια σýντοµη -αν και σαφÞ- Ýκθεση της τερÜστιας περιουσßας του. Στην συνÝχεια εκτßθονταν οι γενικοß üροι µε τους οποßους θα Ýπρεπε να διανεµηθεß η περιουσßα, μα λεπτοµÝρειες επαφßονταν στη διακριτικüτητÜ µου και στις περιστÜσεις, üπως ενδεχοµÝνως θα διαµορφþνονταν µετÜ τη διεξαγωγÞ ορισµÝνων απαραßτητων ερευνþν. Το πρþτο αυτü Ýγγραφο δεν Üργησα να το βÜλω στην Üκρη, αφενüς επειδÞ η εκτÝλεση των üρων του δεν θα µποροýσε να γßνει δßχως τις διευκρινÞσεις που περιÝχονταν στο δεýτερο κι αφετÝρου επειδÞ Þλπιζα πως το δεýτερο εκεßνο θα ρßξει φως σε ορισµÝνα µυστÞρια που µε απασχολοýσαν Ýντονα: την βαθýτατη θλßψη που üλως περιÝργως µου γεννοýσε -απü µιας αρχÞς- η παρουσßα ενüς τüσο γενναιüδωρα προικισµÝνου απü την φýση και την τýχη νÝου· τις µυστηριþδεις δυνܵεις που συνÝθεταν µε επßσης µυστηριþδη τρüπο την Ýκπαγλη προσωπικüτητÜ του και ßσως ßσως (τüτε αµφÝβαλα ακüµη) τους πρüσφατους αδιανüητους φüνους, που καλýπτονταν απü Ýνα πυκνü σýννεφο αγνωσßας. Τα περισσüτερα θα φωτßζονταν· ßσως και üλα. ΚÜθισα, λοιπüν, εκεß, δßπλα στο Üψυχο σþµα του προικισµÝνου και µυστηριþδη συντÜκτη και διÜβασα τα ακüλουθα:

"26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1817.

     Η καταδßκη µου Ýληξε· η συνεßδηση, το πεπρωµÝνο, η τιµÞ µου, εßναι ελεýθερα πια· ο αγþνας µου ολοκληρþθηκε. Εßδα για τελευταßα φορÜ τη Μαργαρßτα, την αθþα νεαρÞ σýζυγü µου, το αγλÜισµα της γÞινης ευδαιµονßας µου, τον µüνο πειρασµü που ορθþθηκε ανܵεσα σε εµÝνα και το πικρü ποτÞρι του χρÝους µου, τον µüνο λÜγνο περισπασµü (Ω, αθþα λαγνεßα!) απü το αδÝκαστο Ýργο που µου ανÝθεσε το πεπρωµÝνο µου, αυτÞν που τελικÜ θυσßασα. Πριν συνεχßσω -επειδÞ δεν θα Þθελα να κατηγορηθοýν αθþοι για πρÜξεις που βαρýνουν αποκλειστικÜ εµÝνα, αλλÜ κυρßως επειδÞ η διδαχÞ και προειδοποßηση την οποßα ο Θεüς Ýγραψε µε το χÝρι µου στα Ýνοχα τεßχη της πüλης σας πρÝπει να καταστεß σαφÞς- ακοýστε την τελευταßα επιθανÜτια οµολογßα µου: οι φüνοι, οι οποßοι ξεκλÞρισαν τüσες οικογÝνειες, καταστρατηγþντας το Üσυλο της οικογενειακÞς εστßας και παραβιÜζοντας το απυρüβλητο των γηρατειþν, Þσαν προúüντα του νου - αν üχι πÜντα των χεριþν- εµοý του ιδßου, ως πληρεξοýσιου εκτελεστÞ µιας φρικτÞς τιµωρßας. Η Ýκθεση του παρελθüντος και των προοπτικþν µου, την οποßα λÜβατε απü τον Ρþσο διπλωµατικü, εξαιρουµÝνων ορισµÝνων ασÞµαντων λαθþν, Þταν ως επß το πλεßστον ακριβÞς. Στις φλÝβες του πατÝρα µου δεν Ýτρεχε αµιγÝς -Þ τουλÜχιστον απολýτως αµιγÝς- αγγλικü αßµα.  Ωστüσο, εßναι αλÞθεια πως προερχüταν απü αγγλικÞ οικογÝνεια µε µεγαλýτερη επιφÜνεια απü εκεßνην που δηλþνει η ρωσικÞ Ýκθεση. Ως ¢γγλος αισθανüταν υπερÞφανος· πüσο µÜλλον αφοý ο πüλεµος µε την επαναστατηµÝνη Γαλλßα εßχε αναδεßξει την   ηθικÞ και πολιτικÞ ανωτερüτητα της Αγγλßας. Η υπερηφÜνεια αυτÞ χαρακτηριζüταν απü γενναιοψυχßα, αλλÜ και - δεδοµÝνων των περιστÜσεων- απερισκεψßα. Οι ܵεσοι πρüγονοß του εßχαν εγκατασταθεß στην Ιταλßα· αρχικÜ στην Ρþµη και προς το τÝλος στο ΜιλÜνο. ¼µως η τερÜστια και διεσπαρµÝνη σε üλη την χþρα περιουσßα του περιÞλθε -προúοýσης της επαναστÜσεως- στην κατοχÞ των ΓÜλλων. ΥπÝστη ουκ ολßγες αρπαγÝς, αλλÜ τα πλοýτη του αποδεßχθηκαν ικανÜ να αντÝξουν τις χειρüτερες µειþσεις. Προεßδε ωστüσο πως οι εξελßξεις θα εξÝθεταν σε πολý µεγαλýτερους κινδýνους τα κεφÜλαιÜ του. ΑρκετÜ ιταλικÜ κρατßδια, αρκετοß εντüπιοι πρßγκιπες, του χρωστοýσαν τερÜστια ποσÜ και διÝκρινε εγκαßρως πως οι αναστατþσεις που συγκλüνιζαν τον τüπο, θα παρεßχαν στις αντιµαχüµενες πλευρÝς κÜθε δικαιολογßα, þστε να αναστεßλουν την εξüφληση των δυσβÜστακτων χρεþν τους. Απü το αδιÝξοδο τον Ýβγαλε η στενÞ σχÝση µε κÜποιον ΓÜλλο αξιωµατοýχο αριστοκρατικÞς καταγωγÞς, ο οποßος του συνÝστησε να µπει στην υπηρεσßα των ΓÜλλων. Ο πατÝρας µου, üταν Þταν νÝος, εßχε κατÜ καιροýς υπηρετÞσει διαφüρους πρßγκιπες και εßχε συναντÞσει µüνον στρατιωτικοýς, που χαρακτηρßζονταν απü ιδιαßτερη αßσθηση της τιµÞς και της αξιοπρεπεßας στις µεταξý τους επαφÝς. Στην προκειµÝνη περßπτωση üµως, βρÝθηκε για πρþτη φορÜ µπροστÜ στην προδοσßα και την καθολικÞ διαφθορÜ. ∆εν µποροýσε να θÝσει το σπαθß του στην υπηρεσßα τÝτοιων ανθρþπων και üχι για τÝτοιον λüγο. Εν τοýτοις, προúüντος του χρüνου και υπü την πßεση της ανÜγκης, αναγκÜστηκε να δεχθεß (Þ µÜλλον να εξαγορÜσει αντß τεραστßου αντιτßµου) την θÝση του υπευθýνου επισιτισµοý στις γαλλικÝς δυνܵεις που εßχαν εγκατασταθεß στην Ιταλßα. Απü αυτÞν την θÝση, πÝτυχε τελικÜ να ικανοποιÞσει üλες τις αξιþσεις του επß των ταµεßων των ιταλικþν κρατιδßων. Τα τερÜστια ποσÜ που αποκüµιζε τα φυγÜδευε, µÝσω διαφüρων οδþν, προς την Αγγλßα, üπου και σχηµÜτισαν µια σηµαντικüτατη περιουσßα. Εν τοýτοις, µια απροσεξßα του Ýγινε αιτßα να διαρρεýσει κÜποια σχετικÞ πληροφορßα, µε ολÝθρια αποτελÝσµατα. Αφενüς οι προθÝσεις του συσχετßστηκαν µε την αγγλικÞ καταγωγÞ του -η οποßα τον καθιστοýσε εκ των προτÝρων ýποπτο και µισητü- και αφετÝρου περιορßστηκε δραµατικÜ η δυνατüτητÜ του να δωροδοκεß. ΟρισµÝνοι υψηλüβαθµοι ΓÜλλοι αξιωµατικοß µεταβλÞθηκαν σε ορκισµÝνους εχθροýς του· γεγονüς στο οποßο συνÝβαλε και κÜποιος τρßτος παρÜγοντας. Η µητÝρα µου, την οποßα εßχε παντρευτεß üταν υπηρετοýσε µε τον βαθµü του ταξßαρχου στον αυστριακü στρατü, Þταν -και στην καταγωγÞ και στο θρÞσκευµα- Εβραßα. Η εκπÜγλου οµορφιÜς νÝα εßχε ζητηθεß σε µοργανατικü γܵο* [ΥποσÝλιδη σηµεßωση: * Μοργανατικüς χαρακτηριζüταν ο γܵος µεταξý ατüµου που Ýφερε τßτλο ευγενεßας και ατüµου ταπεινÞς καταγωγÞς, το οποßο αποκλειüταν απü τον τßτλο ευγενεßας και τα κοινωνικÜ προνüµια του Þ της συζýγου. Η ßδια ρýθµιση ßσχυε και για τα παιδιÜ του ζεýγους.] απü κÜποιον Αυστριακü αρχιδοýκα, µα εßχε απορρßψει την πρüταση, διüτι στις φλÝβες της Ýτρεχε το αγνüτερο και ευγενÝστερο αßµα του ΙσραÞλ. Η οικογÝνειÜ της -σýµφωνα µε τους ισχυρισµοýς των ßδιων, τα üσα µαρτυροýσε η παρÜδοση, και τα αδιÜσειστα στοιχεßα που διÝθεταν οι πλÝον αξιüπιστοι των Ιουδαßων αρχιερÝων, αντλοýσε την καταγωγÞ της απü τους Μακκαβαßους5 και τους βασιλικοýς οßκους της Ιουδαßας. Ως εκ τοýτου, η συγκατÜθεσÞ της σε ανισογαµßα µε Ýναν -Ýστω και περßβλεπτο- πρßγκιπα θα την υποβßβαζε. Αυτü δεν θα πρÝπει να θεωρηθεß ως κραυγαλÝα επßδειξη µαταιοδοξßας. Τüσο στην Τρανσυλβανßα -üπου η οικογÝνεια της µητÝρας µου απολܵβανε πλοýτη και τιµÝς και θÝση περßοπτη- üσο και στις παρακεßµενες χþρες, Þταν απü αµνηµονεýτων χρüνων κÜτι απολýτως φυσικü. Οι προαναφερθÝντες ΓÜλλοι αξιωµατικοß, παντελþς ανßκανοι να κατορθþσουν οτιδÞποτε Üξιο λüγου, επιτÞδειοι µüνο στο κυνÞγι χυδαßων φαντασιþσεων κι αναξιοπρεπþν γελοιοτÞτων, επιδüθηκαν σε Üλλη µßα απü τις συνηθισµÝνες προστυχιÝς τους: τüλµησαν να προσβÜλουν την µητÝρα µου µε προτÜσεις φρικτÜ ελευθεριÜζουσες, προτÜσεις που Ýθεταν υπü αµφισβÞτηση üχι µüνον την κοινωνικÞ θÝση και την καταγωγÞ, αλλÜ το ßδιο το πνευµατικü µεγαλεßο, την ßδια την αγνüτητÜ της. Εκεßνη πληροφüρησε τον πατÝρα µου, ο οποßος καταρÜστηκε µε απßστευτο χüλο τον δεσµü υποταγÞς, που τον εµπüδιζε να εκδικηθεß για τις προσβολÝς. ΕπιπλÝον, οι ανþτεροß του δεν διÜβασαν στο βλݵµα του κÜτι περισσüτερο ανησυχητικü απü αυτü καθεαυτü το γεγονüς της αδυναµßας του να υπερασπιστεß την σýζυγü του. Στις προσβολÝς κατÜ της µητÝρας µου προστÝθηκαν και οι προκλÞσεις κατÜ του πατÝρα µου. ΤÝτοιας λογÞς συµπεριφορÝς επÝτρεπαν στις γερµανικÝς πüλεις οι παλαιοß νüµοι και τα Þθη· συµπεριφορÝς που δεν θα γßνονταν ανεκτÝς οýτε στην ßδια Γαλλßα. Το γνþριζαν καλÜ αυτü οι εχθροß του πατÝρα µου· το γνþριζε üµως και εκεßνος. ΠροσπÜθησε, λοιπüν, να παραιτηθεß απü το αξßωµÜ του. Μα δεν κατÜφερε τßποτε. ¹ταν υποχρεωµÝνος να παραµεßνει στην θÝση του σε üλη την διÜρκεια της γερµανικÞς εκστρατεßας -που µüλις Üρχιζε- και Ýπειτα να ακολουθÞσει τα στρατεýµατα στην Friedland και την Eylau6.
     Εκεß πιÜστηκε σε µιαν απü τις παγßδες που του εßχαν στÞσει. Πρþτα περιÝπεσε -παρασυρüµενος απü κÜποιον ανþτερο αξιωµατικü- σε υπηρεσιακü σφÜλµα, και Ýπειτα παραβßασε τον στρατιωτικü κανονισµü, αυθαδιÜζοντας µπροστÜ στον αξιωµατικü που τον εßχε παγιδεýσει. Η ευκαιρßα που τüσον καιρü γýρευαν εßχε Ýρθει· σηµειωτÝον πως βρßσκονταν στην  καταλληλüτερη για τÝτοιου εßδους δολοπλοκßες περιοχÞ της Γερµανßας. ¸ριξαν τον πατÝρα µου στην φυλακÞ της πüλης σας, üπου ο απÜνθρωπος δεσµοφýλακας και οι ειδεχθεßς τοπικοß νüµοι σας ανÝλαβαν να τον συνθλßψουν. Οι κατηγορßες που τον βÜρυναν δεν Ýθεταν σε κßνδυνο την ζωÞ του. ¸τσι, Ýφτασε στο χεßριστο σηµεßο του εξευτελισµοý να ικετεýσει, προκειµÝνου να του επιτραπεß να δει την σýζυγο και τα παιδιÜ του. Αυτü καθεαυτü το γεγονüς, η ατιµωτικÞ προσφυγÞ στην ευχÝρεια του χειρüτερου εχθροý του, αποτελοýσε Þδη µιαν εξαιρετικÜ σκληρÞ ποινÞ, για το υπερÞφανο πνεýµα του. ¼µως δεν Þταν µÝρος του σχεδßου τους να του αρνηθοýν. ¸νας αγγελιοφüρος του στρατοý, εφοδιασµÝνος µε τα απαραßτητα για το ταξßδι, ξεκßνησε χωρßς καθυστÝρηση. Η µητÝρα µου, οι δýο αδελφÝς µου και εγþ, ζοýσαµε τüτε στην Βενετßα. Εγþ, µε την βοÞθεια των διασυνδÝσεων του πατÝρα µου στην Αυστρßα, εßχα καταλÜβει µια πολý σηµαντικÞ για την ηλικßα µου θÝση στον αυτοκρατορικü στρατü. ¼µως, µετÜ την αναχþρηση του πατÝρα µου µε τους ΓÜλλους για την βüρειο Ευρþπη, η µητÝρα µου µε κÜλεσε κοντÜ της. ¼χι πως η ηλικßα µου θα µποροýσε να µου επιτρÝψει να παßξω τον ρüλο του προστÜτη -εßχα δεν εßχα συµπληρþσει το δωδÝκατο Ýτος µου- αλλÜ η πρüωρη ανÜπτυξÞ µου και η ιδιüτητα του στρατιωτικοý, µε εßχαν εφοδιÜσει µε αρκετÞ γνþση του κüσµου κι ευστροφßα.
     Προσπερνþ τα του ταξιδιοý µας. Σηµειþνω üµως πως ενþ πλησιÜζαµε στην πüλη σας, στον τÜφο της τιµÞς και της ευτυχßας της Üτυχης οικογενεßας µου, η καρδιÜ µου συγκλονιζüταν απü ξÝφρενες συγκινÞσεις. ∆εν εßχα δει τον σεπτü τροýλο του καθεδρικοý σας απü το δÜσος, üµως αναθεµατßζω το σχÞµα του, γιατß µου θυµßζει üλα üσα τραβÞξαµε ανܵεσα στα δÝντρα. Εµφανßστηκε ξαφνικÜ, κܵποσα χιλιüµετρα πριν φτÜσουµε στα τεßχη: Ýνα σηµÜδι ελπßδας στον γαλανü ουρανü. Μα δεν Ýδειχνε να µεγαλþνει, üσο και αν προχωροýσαµε. Αυτü Þταν το παρÜπονο της µικρÞς µου αδελφÞς, της Μιριܵ. Αθþο µου παιδß! ∆εν θα µεγÜλωνε ποτÝ µπροστÜ στα µÜτια σου· θα ݵενε για πÜντα µακριÜ! Τüτε Üρχισαν οι θηριþδεις εξευτελισµοß, που ݵελε να τερµατßσουν την σταδιοδροµßα της δýστηνης οικογενεßας µου. ¼ταν φτÜσαµε κατÜκοποι στην πýλη, ο αξιωµατικüς που Ýλεγχε τα διαβατÞρια, παρατÞρησε πως η µητÝρα κι οι αδελφÝς µου αναγρÜφονταν ως Εβραßες· χαρακτηρισµüς τον οποßο η µητÝρα µου (προερχüµενη απü τüπο ιδιαßτερα φιλüξενο για τους Ιουδαßους) θεωροýσε πÜντα τßτλο τιµÞς. Τüτε ο υπεýθυνος αξιωµατικüς φþναξε κÜποιον υφιστܵενü του, οποßος απαßτησε µε τους χυδαιüτερους üρους διüδια. ΥποθÝσαµε πως τα διüδια αφοροýσαν στην ܵαξα και τα Üλογα, µα σýντοµα βγÞκαµε απü την πλÜνη µας. Απαιτοýσαν για την µητÝρα και τις δýο αδελφÝς µου το ßδιο  κατÜ κεφαλÞν ποσü που Ýπαιρναν για τα υποζýγια. ΦαντÜστηκα πως γινüταν  κÜποιο λÜθος, απευθýνθηκα ευγενικüτατα στον αρµüδιο υπÜλληλο και -για να εßµαι δßκαιος- δεν εßχε καµßα πρüθεση να µας προσβÜλει. ¼µως µου παρουσßασε µßα Ýντυπη  πινακßδα,  στην  οποßα  -δßπλα  στα  Üλογα  κτÞνη-  υπÞρχαν  οι  λÝξεις "Εβραßος" και "Εβραßα", ακολουθοýµενες απü το εν λüγω ποσü. ¼ταν διαµαρτυρηθÞκαµε, οι υπεýθυνοι για την φýλαξη της πýλης αξιωµατικοß χαµογÝλασαν ειρωνικÜ και οι αµαξÜδες τους µιµÞθηκαν. Και üλα αυτÜ, ενþ θα Ýπρεπε να βρßσκονταν γονατιστοß και να αποτßνουν τιµÝς σε τρßα πλÜσµατα των οποßων το κÜλλος συναγωνιζüταν την ευγενÞ καταγωγÞ τους. Η µητÝρα µου, η οποßα δεν εßχε αντιµετωπßσει ποτÝ τüσο κατÜφορη προσβολÞ της εθνικÞς προÝλευσÞς της, δεν µποροýσε καν να µιλÞσει απü την Ýκπληξη και την ταραχÞ. ¸σκυψα προς το µÝρος της, της θýµισα ψιθυριστÜ την εθνικÞ αξιοπρÝπειÜ της, κατÝβαλα το ποσü και συνεχßσαµε προς την φυλακÞ. ¼µως εßχε Þδη περÜσει η þρα του επισκεπτηρßου. ΕπιπλÝον, η µητÝρα και οι αδελφÝς µου, ως Εβραßες, δεν επιτρεπüταν να παραµεßνουν στην πüλη µετÜ την δýση του ηλßου. ¸πρεπε να πÜρουν τον δρüµο για την εβραúκÞ περιοχÞ. Επρüκειτο για Ýνα αποµεµακρυσµÝνο τµÞµα των προαστßων, στο οποßο Þταν µÜλλον αδýνατον να βρεθεß κÜποιο απολýτως καθαρü µÝρος για διανυκτÝρευση. Την εποµÝνη, βρÞκαµε Ýντροµοι τον πατÝρα µου να ψυχορραγεß. Στην µητÝρα µου δεν ανÝφερε τις αθλιüτητες που υπÝστη. ΕµÝνα µου εßπε πως οι προσβολÝς και οι ατιµþσεις τον οδÞγησαν στην τρÝλα, επÝπληξε δριµýτατα τους στρατοδßκες για την ολÝθρια συνÞθειÜ τους να χρηµατßζονται, δÞλωσε πως του Ýγινε Þδη πρüταση να αποσυρθοýν οι κατηγορßες αντß του ποσοý των δýο εκατοµµυρßων φρÜγκων και πως ο µüνος λüγος για τον οποßον δεν την αποδÝχθηκε Þταν το αφερÝγγυο πρüσωπο που την πραγµατοποßησε. “Θα Ýπαιρναν τα χρÞµατα”, συµπλÞρωσε, “και Ýπειτα θα Ýβρισκαν κÜποια πρüφαση για να µε σκοτþσουν, να µου κλεßσουν το στüµα”. ΠραγµατικÜ, αυτü Þταν πολý αληθινü þστε να του συγχωρεθεß. Οι αρχÝς του τüπου συνεργÜστηκαν µε την συµµορßα των διεφθαρµÝνων στρατιωτικþν, βρÝθηκαν οι κατÜλληλοι ψευδοµÜρτυρες, ενεργοποιÞθηκε κÜποιος απαρχαιωµÝνος τοπικüς νüµος και ο πατÝρας µου καταδικÜστηκε να υποβληθεß -κρυφÜ- σε κÜποιο εßδος βασανιστηρßου, που διατηρεßται ακüµη στην ανατολικÞ Ευρþπη.
     Εκεßνος βυθßστηκε στην οδýνη του εξευτελισµοý. Εγþ Ýπρεπε να υποφÝρω τις συνÝπειες της απρονοησßας µε την οποßα αφÝθηκα στην υικÞ αγανÜκτησÞ µου και Üφησα την αλÞθεια να ξεφýγει απü τα χεßλη µου µπροστÜ στην µητÝρα µου. ¼σο για εκεßνη... Καλýτερα üµως να εκθÝσω τα ßδια τα γεγονüτα. Ο πατÝρας µου πÝθανε. Στο µεταξý, εßχε φροντßσει να µου µεταβιβÜσει την περιουσßα του µε τρüπο που δεν επÝτρεπε στους εχθροýς του να προβÜλουν ενστÜσεις. Η µητÝρα µου και οι αδελφÝς µου του Ýκλεισαν τα µÜτια και Ýθαψαν το ερεßπιο της Üλλοτε υπερÞφανης υπÜρξεþς του, πασχßζοντας να τελÝσουν τα αβÜστακτα   οδυνηρÜ καθÞκοντα τους, εν µÝσω ýβρεων και εξευτελισµþν, που κανÝνα πλÜσµα δεν θα µποροýσε να υποφÝρει. Η µητÝρα µου Ýχασε πλÝον την ικανüτητα να ελÝγχει την συµπεριφορÜ της· η δßκαιη θλßψη της εξερρÜγη δηµοσßως· κατÞγγειλε ενþπιον του συµβουλßου τις τοπικÝς αρχÝς. ΚατÞγγειλε τις χυδαßες προτÜσεις που τις Ýγιναν, κατÞγγειλε την χρÞση οργÜνων βασανιστηρßων, κατÞγγειλε την σκευωρßα που Ýστησαν, συνεργαζüµενοι µε τους ΓÜλλους κατακτητÝς. Η τελευταßα κατηγορßα τους φüβισε, διüτι -στο µεταξý- οι ΓÜλλοι εßχαν καταφÝρει να προκαλÝσουν την απÝχθεια üλων, üσοι διατηροýσαν Üσβεστη στις καρδιÝς τους την µικρüτερη Ýστω φλüγα πατριωτισµοý. Η καρδιÜ µου πÜσχισε να κρυφτεß üσο βαθýτερα γινüταν στο στÞθος µου, üταν Ýριξα το βλݵµα µου στην Ýδρα και αντßκρισα εκεßνο το συµβοýλιο των τυρÜννων. ¢λλοι Þσαν κατακüκκινοι απü οργÞ και Üλλοι πελιδνοß απü φüβο. ¾στερα κοßταξα την ευγενικÞ µορφÞ της µητÝρας µου και τα κορßτσια που Ýκλαιγαν. Η αντßθεση µε συγκλüνισε: τρεις αβοÞθητες υπÜρξεις απÝναντι στην κτηνþδη παντοδυναµßα των τοπικþν αρχüντων! Εκεßνη την στιγµÞ, θα Ýδινα µετÜ χαρÜς üλη την περιουσßα µου, αρκεß να µου επÝτρεπαν να φýγω απü την κολασµÝνη πüλη, παßρνοντας µαζß µου σþα και αξιοπρεπÞ τα δýστυχα θηλυκÜ µου. ¼µως οι προθÝσεις των  εξοργισµÝνων συµβοýλων κÜθε Üλλο παρÜ συµµερßζονταν τÝτοιου εßδους üνειρα. ΣυνÝλαβαν την µητÝρα µου και της απÜγγειλαν κÜποια κατηγορßα που ακοýστηκε σαν αντικαθεστωτικÞ δρÜση, scandalum magnatum [συκοφαντικÞ δυσφÞµιση] Þ παρακßνηση σε στÜση. Οι καταγγελßες της Þσαν üλες αληθινÝς. ¼µως -αλßµονο!- πþς θα µποροýσε να τις αποδεßξει; Εδþ χρειÜζονται οι πραγµατικοß Üντρες. Οι πραγµατικοß Üντρες, ακüµη και οι πιο τυραννικοß, θα ντρÝπονταν να πÜρουν εκδßκηση απü µια γυναßκα. Και τι εκδßκηση! ΟυρÜνιες δυνܵεις, γιατß Ýζησα να διηγηθþ τÝτοιο πρÜγµα! ¢νθρωπος που τον γÝννησε γυναßκα, να µαστιγþνει την γυµνÞ ρÜχη γυναßκας δηµοσßως, µÝρα µεσηµÝρι! Σε µια χριστιανÞ θα επÝβαλαν κÜποια αυστηρÞ τιµωρßα. ¼µως τþρα εßχαν να κÜνουν µε Εβραßα και για τις Εβραßες υπÞρχαν απü παλιÜ Üλλοι νüµοι, πιο σκληροß, πιο ταιριαστοß στο "επÜρατο" αυτü γÝνος. Μα τι θα µποροýσε κανεßς να περιµÝνει απü µια πüλη που αντιµετωπßζει στην πýλη της τους Εβραßους επισκÝπτες σαν Üλογα κτÞνη; ΑποφÜσισαν να χωρßσουν την ποινÞ σε δýο µÝρη, τα οποßα θα εκτελοýνταν µε την µεσολÜβηση µερικþν ηµερþν -προφανþς για να ενταθεß το πνευµατικü µαρτýριο- προβÜλλοντας την χυδαßα δικαιολογßα της µεßωσης του σωµατικοý µαρτυρßου.  Θα Üρχιζαν µετÜ απü τρεις ηµÝρες. Η µητÝρα µου πÝρασε το χρονικü αυτü διÜστηµα διαβÜζοντας τα ιερÜ κεßµενα του λαοý της. Προσευχüταν και ασκοýσε το πνεýµα της, ενþ οι κοροýλες της Ýκλαιγαν µÝρα νýχτα και Ýπεφταν στα πüδια üποιου συµβοýλου τýχαινε να µπει στο κελß. Πþς πÝρασαν, üµως, για µÝνα αυτÝς οι ηµÝρες; ΠροσÝξτε, φßλε µου! ∆εν Üφησα αξιωµατοýχο, σýζυγο, µητÝρα, θυγατÝρα, αδελφÞ -οποιονδÞποτε θα µποροýσε να ασκÞσει Ýστω ελÜχιστη επιρροÞ- που να µην τον παρακαλÝσω δýο και τρεις φορÝς, µÝρα νýχτα, πρωß, µεσηµÝρι και βρÜδυ. Τους ικÝτευσα, σýρθηκα στην σκüνη του δρüµου. Εγþ, το εκλεκτüτερο πλÜσµα του Θεοý, Ýπεσα στα πüδια τους για χÜρη της µητÝρας µου. Τους διαβεβαßωσα πως θα µποροýσα να αναλÜβω δÝκα φορÝς την ßδια τιµωρßα στην θÝση της. Μßα Þ δýο φορÝς κατüρθωσα να αποσπÜσω µερικÜ ελπιδοφüρα δÜκρυα, τα οποßα ωστüσο οφεßλονταν -üπως µου Ýλεγαν- üχι στα δεινÜ της µητÝρας µου, αλλÜ στην  δικÞ µου ευλÜβεια. Σπανßως üµως εßχαν την υποµονÞ να µε ακοýσουν. Ενßοτε µε περιÝλουζαν µε προσβολÝς. Κι Þρθε η µÝρα η τροµερÞ: εßδα τα χυδαßα χÝρια των χονδραßσθητων δεσµοφυλÜκων να αφÞνουν ηµßγυµνη την µητÝρα µου, Üκουσα τις πüρτες της φυλακÞς να ανοßγουν και τις σÜλπιγγες του συµβουλßου να ηχοýν εκκωφαντικÜ. Εκεßνη µου εßχε πει τι Ýπρεπε να κÜνω· το ßδιο κι εγþ στον εαυτü µου. Θα θυσßαζα µιαν ιερÞ, µεγÜλη εκδßκηση, για χÜρη του περιστασιακοý θριܵβου επß ενüς µüνον ατüµου; Αν üχι, δεν θα Ýπρεπε να κοιτÜξω Ýξω απü την πüρτα. Γιατß, üντως, µüλις εßδα τον σκýλο, τον δÞµιο, να σηκþνει το τρισκατÜρατο χÝρι του επÜνω στην µητÝρα µου, Ýνοιωσα πως θα µποροýσα να βρεθþ δßπλα του ταχýτερος απü βÝλος και να λιανßσω την καρδιÜ του µε το ξιφßδιü µου. Ωστüσο, üταν Üκουσα τον σκληρü üχλο να βρυχÜται, σταµÜτησα, Üντεξα, υπݵεινα. Χþθηκα σαν τον κλÝφτη στα στενÜ σοκÜκια της πüλης και τρÜβηξα για τις δýστυχες αδελφÝς µου, που εßχα αφÞσει να κοιµοýνται η µια στην αγκαλιÜ της Üλλης, στο δÜσος. Απü εκεß Üκουσα τον µαινüµενο üχλο· εκεß φαντÜστηκα τον εαυτü µου να πορεýεται µε την δýστυχη µητÝρα µου, υπü το κρÜτος των θριαµβικþν κραυγþν του πλÞθους. Εκεß, ναι, εκεß, Ýδωσα -Ω, δÜσος σιωπηλü, εσý µüνο µε Üκουσες! ΑλλÜ µε Üκουσες!- τον üρκο που κρÜτησα τüσο πιστÜ. ΜητÝρα, θα εκδικηθεßς· κοιµÞσου, θυγατÝρα της ΙερουσαλÞµ! Ο δυνÜστης σε λßγο θα κοιµÜται πλÜι σου. Ο δýστυχος γιος σου δεν θα νοιþσει ελεýθερος αν δεν εκδικηθεß -θυσιÜζοντας την ßδια την ευτυχßα του- για τον χαµÝνο παρÜδεισο της αθþας καρδιÜς, της ευγενικÞς µορφÞς σου.
     ΕπÝστρεψα και βρÞκα την µητÝρα µου στο κελß της. Κοιµüταν, µα Þταν φανερü πως εßχε πυρετü. Τιναζüταν και Ýτρεµε. ¼ταν ξýπνησε και µε αντßκρισε, κοκκßνισε· δεν γνþριζε τι σκεπτüµουν για την ατßµωση που υπÝστη και ντρεπüταν. Τüτε της µßλησα για τον üρκο που πÞρα. Προς στιγµÞν, τα µÜτια της φωτßστηκαν απü µιαν Üγρια λܵψη. ¼µως, üταν Ýδειξα διÜθεση να της εξηγÞσω τις ελπßδες, τα σχÝδιÜ µου, εκεßνη µε κÜλεσε κοντÜ της και µου ψιθýρισε: “¼χι, üχι Ýτσι, γιε µου! Μην σκÝπτεσαι εµÝνα. ΞÝχασε την εκδßκηση. Μüνο την Βερενßκη και την Μιριܵ να σκÝπτεσαι· µüνο τα δýστυχα κορßτσια να Ýχεις στον νου σου”. Τι αναπÜντεχη σκÝψη! Και üµως, το πρωß, η µεγαλüψυχη και καρτερικÞ αυτÞ µητÝρα -üπως ݵαθα απü την µοναδικÞ πιστÞ υπηρÝτριÜ µας- εßχε υποστεß την σκληρÞ τιµωρßα της σαν πραγµατικÞ θυγατÝρα των Μακκαβαßων: αντßκρισε µε βλݵµα γαλÞνιο τον χυδαßο üχλο και κατÜφερε να την θαυµÜσουν. ∆εν καταδÝχθηκε να κραυγÜσει, üταν το αδßστακτο µαστßγιο üργωσε το τρυφερü δÝρµα της. ΥπÜρχει κÜτι που καθιστÜ τον θρßαµβο επß των σωµατικοý µαρτυρßου εýκολο Þ δýσκολο· και αυτü το κÜτι εξαρτÜται απü το µÝγεθος τÞς συµπαθεßας που αναπτýσσουν οι παριστܵενοι. Στην αρχÞ, η µητÝρα µου δεν Ýνοιωσε τßποτε τÝτοιο. Προúüντος του χρüνου üµως -και πολý πριν το τÝλος του µαρτυρßου- το ουρÜνιο κÜλλος της, η ιερüτητα της συντετριµµÝνης αθωüτητας, οι ικεσßες των γυναικþν του λαοý και η αφýπνιση του ενστßκτου της γενναιοψυχßας στους Üνδρες, µετÝβαλαν Üρδην την διÜθεση του πλÞθους. ΟρισµÝνοι Üρχισαν να ψÝγουν εκεßνους που εξακüντιζαν προσβολÝς. Την σιωπÞ, που εßχαν προς στιγµÞν επιβÜλει το δÝος και ο θαυµασµüς, διαδÝχθηκε η οχλαγωγßα. Ο χυδαßος συρφετüς καταλÞφθηκε απü ακατανüητα συναισθÞµατα, καθþς το θýµα επεδεßκνυε εντυπωσιακü ψυχικü σθÝνος. ΚραυγÝς µÝνους εγÝρθηκαν κατÜ του δηµßου και η τροπÞ των πραγµÜτων ανÜγκασε τους συµβοýλους να διακüψουν βεβιασµÝνα την φρικτÞ παρÜσταση.
     Την ßδια µÝρα αποσπÜσαµε την Üδεια να επιστρÝψουµε στο φτωχικü µας, στην εβραúκÞ περιοχÞ. ∆εν γνωρßζω αν η εξοικεßωση σας µε τις εβραúκÝς συνÞθειες εßναι αρκετÞ þστε να ξÝρετε Þδη πως σε κÜθε ιουδαúκü σπßτι, οι Ýνοικοι του οποßου τηροýν τις παραδüσεις, υπÜρχει µια κܵαρα αφιερωµÝνη στην σýγχυση, µια κܵαρα που µÝνει πÜντα κλειδωµÝνη και δεν χρησιµοποιεßται παρÜ µüνο σε περιπτþσεις αλησµüνητων συµφορþν. Σε αυτÞν την κܵαρα, üπου δεν τελεßται καµßα αγοραßα πρÜξη, üλα εßναι σκοπßµως Üτακτα ριγµÝνα, σπασµÝνα, σκορπισµÝνα, για να υπενθυµßζουν, µε τροµερÜ στο βλݵµα σýµβολα, την ερÞµωση που βασιλεýει τüσα χρüνια στην ΙερουσαλÞµ και τον üλεθρο που σπÝρνουν οι κÜπροι στους αµπελþνες της Ιουδαßας. Η µητÝρα µου, ως Εβραßα πριγκßπισσα, τηροýσε πιστÜ üλες τις παραδüσεις. Ακüµη και σε εκεßνη την Üθλια συνοικßα, εßχε την δικÞ της “κܵαρα των στεναγµþν”. Εκεß ακοýσαµε, εγþ και οι αδελφÝς µου, τα τελευταßα λüγια της. Η εκτÝλεση του δεýτερου και τελευταßου µÝρους της ποινÞς της εßχε οριστεß για το τÝλος της εβδοµÜδας. Στο µεταξý, εκεßνη δεν επÝτρεψε στον εαυτü της να εκφρÜσει το παραµικρü συναßσθηµα φüβου. ¼µως η αυτοσυγκρÜτηση ενÝτεινε το µαρτýριü της. ΚαταλÞφθηκε απü πυρετü και φρικτοýς σπασµοýς. Τα üνειρÜ της µας Ýδειχναν καθαρÜ -καθþς την παρακολουθοýσαµε να κοιµÜται- πως µÝσα της Ýσµιγαν ο τρüµος του µÝλλοντος µε τον εξευτελισµü του παρελθüντος. Η φýση προÝβαλε και αυτÞ τις αξιþσεις της. Εν τοýτοις, üσο αποµακρυνüταν απü την σκηνÞ του µαρτυρßου που υπÝστη, τüσο εντονüτερα διακÞρυττε την σκληρüτητÜ του και -συνεπþς- την αξßα του αυτοελÝγχου. Και üσο αυξανüταν η αδυναµßα της τüσο µεγÜλωνε ο τρüµος της, þσπου κÜποτε την ικÝτευσα να ησυχÜσει, την διαβεβαßωσα πως αν προσπαθοýσαν να την εκθÝσουν στον ßδιο δηµüσιο εξευτελισµü, θα σκüτωνα αµÝσως τον επιφορτισµÝνο µε την εκτÝλεση της αθλßας διαταγÞς υπÜλληλο, πως θα πεθαßναµε üλοι µαζß και τüτε θα τÝλειωναν τα βÜσανα και οι φüβοι της. Με πßστεψε, πßστεψε την απüφασÞ µου να µην επιτρÝψω Üλλον εξευτελισµü. Ο ýπνος της Þταν τþρα πιο Þσυχος, µα ο πυρετüς αυξÞθηκε και, πριν περÜσει πολý þρα, την εßδα να βυθßζεται σε εκεßνον τον αιþνιο ýπνο που δεν γνωρßζει αýριο.
     Η κρßσιµη για τη ζωÞ µου στιγµÞ εßχε Ýρθει. Θα παρݵενα ως προστÜτης των αδελφþν µου; Αλßµονο! Τι εßχα να αντιτÜξω στους τüσους εχθροýς µας; ΚουβÝντιασα αρκετÝς φορÝς το ζÞτηµα µε την ΡαχÞλ· κÜναµε σχÝδια πολλÜ. Μα δεν εßχαµε καταλÞξει ακüµη, üταν -το βρÜδυ της ηµÝρας που θÜψαµε την µητÝρα µου στο εβραúκü κοιµητÞριο- Ýνας αξιωµατικüς µου Ýφερε µÞνυµα να µεταβþ αµÝσως στην ΒιÝννη. ΚÜποιος υψηλüβαθµος ΓÜλλος στρατιωτικüς, που εßχε παρακολουθÞσει εκ του σýνεγγυς την εξüντωση των γονÝων µου, ντρÜπηκε και στενοχωρÞθηκε αφÜνταστα. ΕξÝθεσε τα πÜντα σε Ýναν επßσης υψηλüβαθµο -και φßλο του πατÝρα µου- Αυστριακü στρατιωτικü, ο οποßος µε την σειρÜ του απÝσπασε απü τον αυτοκρÜτορα την Üδεια να µε απασχολÞσει ως υπασπιστÞ και µÝλος του υπηρετικοý προσωπικοý της οικßας του. Ω, ουρανοß! Γιατß να µην περιλαµβÜνει αυτü το µÞνυµα κÜποια ρýθµιση και για τις αδελφÝς µου! Εν τοýτοις, θα φρüντιζα να χρησιµοποιÞσω κÜθε επιρροÞ µου στο αυτοκρατορικü περιβÜλλον, þστε να τις πÜρω σýντοµα κοντÜ µου. Αυτü θα Ýκανα, το δßχως Üλλο! Και αυτü Ýκανα, καταβÜλλοντας υπερÜνθρωπες προσπÜθειες. ¼µως πÝρασαν επτÜ ολüκληροι µÞνες πριν καταφÝρω να δω τον αυτοκρÜτορα. Αν εßχαν φτÜσει Þδη στα χÝρια του οι σχετικÝς αιτÞσεις µου, θα εßχε σχηµατßσει ασφαλþς την εντýπωση πως η πüλη σας Þταν τüσο ασφαλÞς για τις αδελφÝς µου üσο οποιαδÞποτε Üλλη πüλη της χþρας. Οýτε εγþ ο ßδιος µποροýσα να γνωρßζω üλους τους κινδýνους που Ýκρυβε. ΤÝλος, πÞρα την Üδεια του αυτοκρÜτορα και επÝστρεψα. Τι βρÞκα üµως; Στο διÜστηµα των οκτþ µηνþν που εßχαν περÜσει, η αφοσιωµÝνη ΡαχÞλ πÝθανε. Οι δýστυχες αδελφÝς µου -πÜντα µαζß, αλλÜ δßχως φßλους και συµπαραστÜτες- δεν Þξεραν ποý να στραφοýν, σε ποιον να απευθυνθοýν. ΕγκαταλειµµÝνες απü τους πÜντες, Ýπεσαν στα ýπουλα χÝρια του αχρεßου   δεσµοφýλακα.   Το   αρχοντικü,   εξαßσιο   κÜλλος   της   Βερενßκης,   της µεγαλýτερης, ο Üτιµος το εßχε προσÝξει και το εßχε ορεχτεß τον καιρü που βρισκüταν µε την µητÝρα µου στην φυλακÞ. ¼ταν επÝστρεψα, λοιπüν, στην πüλη, εφοδιασµÝνος µε αυτοκρατορικÜ διαβατÞρια για üλους µας, ανακÜλυψα πως η αγαπηµÝνη αδελφÞ µου εßχε πεθÜνει, ενþ βρισκüταν υπü την επιτÞρηση του κοινοý αυτοý κακοποιοý.
     ∆εν Ýλαβα παρÜ µüνο το πιστοποιητικü του θανÜτου της. ¼σο για τη θαλερÞ και πÜντα γελαστÞ Μιριܵ... Το πÝνθος τη συνÝτριψε· δεν κατÜφερε να επιβιþσει του θανÜτου της Βερενßκης. Εσεßς, φßλε µου, απουσιÜζατε τüτε. Πραγµατοποιοýσατε κÜποια απü τα προσφιλÞ ταξßδια σας, ενüσω διαδραµατßζονταν τα ολÝθρια γεγονüτα που σας διηγÞθηκα. ∆εν εßδατε ποτÝ οýτε τον πατÝρα οýτε την µητÝρα µου. ¼µως τη µικρÞ  µου,  χαροκαµÝνη  Μιριܵ  την  γνωρßσατε.  Εσεßς  την  αποσπÜσατε  απü  το βδÝλυγµα, τον εγκληµατßα δεσµοφýλακα, και την πÞρατε υπü την προστασßα σας, αµÝσως µüλις επιστρÝψατε. Και αν κÜποτε σκεφτÞκατε πως δεν Þταν η πρþτη φορÜ που µε βλÝπατε, αν κÜτι σας θýµιζα, Þταν γιατß αναγνωρßσατε το πρüσωπü της στο δικü µου, καλÝ µου φßλε.
     Τþρα ο κüσµος Þτανε για µÝνα µια απÝραντη Ýρηµος. ∆εν µε ενδιÝφερε ποιον δρüµο θα Ýπαιρνα· αρκεß να µην οδηγοýσε στην αγÜπη, αρκεß να οδηγοýσε στο µßσος. Μüνο το µßσος µε κρατοýσε στην ζωÞ. ΚατετÜγην στον ρωσικü στρατü, µε σκοπü να βρεθþ στην πολωνικÞ µεθüριο, πρÜγµα που θα µου επÝτρεπε να εκπληρþσω τον üρκο µου, να καταστρÝψω üλους τους συµβοýλους της πüλης σας. Ωστüσο ξÝσπασε πüλεµος και βρÝθηκα σε τüπους µακρινοýς. ΚÜποτε σταµÜτησε η σφαγÞ και δεν ݵοιαζε καθüλου πιθανü το ενδεχüµενο της αναζωπýρωσÞς της, δεδοµÝνου üτι αυτüς που τÜραξε την ειρÞνη Þταν Þδη ισüβιος κατÜδικος, και τα Ýθνη ανÝπνεαν ελεýθερα7.
     Τþρα, λοιπüν, Ýπρεπε να επινοÞσω κÜποιο Üλλο σχÝδιο εκδßκησης. Πüσο µÜλλον αφοý κÜθε χρüνος που θα περνοýσε θα Ýστελνε στον τÜφο üλο και κÜποιον απü εκεßνους που σκüπευα να τιµωρÞσω. Μια φωνÞ ορθωνüταν µÝσα µου, µÝρα νýχτα, µια φωνÞ που ερχüταν απü τα µνÞµατα του πατÝρα και της µητÝρας µου και µε καλοýσε να εκδικηθþ πριν να Þταν πολý αργÜ.
     ΕνÞργησα  ως  εξÞς. Στο Βατερλþ εßχανε πολεµÞσει αρκετοß  Εβραßοι, εξαγριωµÝνοι µε τον ΝαπολÝοντα, για τις µÜταιες προσδοκßες που υπÝθαλψε στην µεγÜλη εβραúκÞ σýνοδο των Παρισßων8. ΕπÝλεξα οκτþ απ' αυτοýς, που -üπως µε πληροφοροýσε η προσωπικÞ γνωριµßα µου µαζß τους- Þσαν Üνδρες σκληροτρÜχηλοι κι αρκετÜ πεπειραµÝνοι þστε να ξεφεýγουν τις παγßδες του ελÝους. Με αυτοýς πÝρασα αρκετü καιρü στο δÜσος, κυνηγþντας ελÜφια, πριν ξεκινÞσω την πραγµατικÞ εκστρατεßα µου και µε εξÝπληξε το γεγονüς πως δεν µÜθατε τßποτε για τον θÜνατο του δηµßου, αυτοý που τüλµησε να σηκþσει το χÝρι του επÜνω στην µητÝρα µου, εννοþ. Τον συνÜντησα τυχαßα στο δÜσος και τον κατακρεοýργησα. ΑρχικÜ παρουσιÜστηκα στο κÜθαρµα σαν ξÝνος και κουβÝντιασα µαζß του για το αλησµüνητο περιστατικü µε την Εβραßα κυρßα. Αν εßχε µετανοÞσει, αν εξÝφραζε την παραµικρÞ συµπÜθεια για το θýµα του, ßσως υποχωροýσα. ¼µως αυτüς ο σκýλος, µη γνωρßζοντας σε ποιον µιλοýσε, οýρλιαξε... ¼µως, γιατß να επαναλÜβω τα λüγια του κακοýργου; Τον Ýκανα κοµµÜτια. ¸πειτα φρüντισα þστε οι συνεργÜτες µου να εγγραφοýν καθÝνας µüνος του στο πανεπιστÞµιο. Καλýφθηκαν πßσω απü την φοιτητικÞ περιβολÞ. Και τþρα, σηµειþστε την λýση του µυστηρßου, που προκÜλεσε τüση σýγχυση. Ως φοιτητÝς, µποροýσαµε να επισκεφθοýµε οποιοδÞποτε σπßτι, δßχως να κινÞσουµε υποψßες. ¸τυχε τüτε -üπως θα θυµÜστε- να εßναι εξαιρετικÜ διαδεδοµÝνη, κυρßως µεταξý των νεοτÝρων φοιτητþν, η συνÞθεια να φοροýν προσωπßδες και να επισκÝπτονται -µε το πρüσωπο καλυµµÝνο- τα σπßτια. Η συνÞθεια αυτÞ διατηρÞθηκε ακüµη και üταν οι θÜνατοι επÝβαλαν καθεστþς γενικοý συναγερµοý στην πüλη, γιατß η φοιτητικÞ περιβολÞ δηµιουργοýσε αßσθηµα ασφαλεßας. ΕξÜλλου, ακüµη και üταν κατÜντησε ýποπτη, δεν χρειαζüταν παρÜ να εµφανßζοµαι πρþτα εγþ, δßχως µÜσκα, να εµπνÝω εµπιστοσýνη στους ιδιοκτÞτες και να ακολουθοýν οι µασκοφüροι. Γι’ αυτü οι εκτελÝσεις Þσαν τüσο εýκολες και η απουσßα οποιουδÞποτε σÞµατος κινδýνου απüλυτη. ΚÝρδιζα την εµπιστοσýνη του θýµατüς µου και εκεßνο µου χαµογελοýσε νοιþθοντας ασφÜλεια. Τα üπλα τα εßχαµε κρυµµÝνα κÜτω απü τους φοιτητικοýς µανδýες. Ακüµη και üταν τα φανερþναµε, ακüµη και üταν τα τεßναµε προς το θýµα, απειλþντας το, εκεßνο υπÝθετε πως οι κινÞσεις µας Þταν µÝρος κÜποιας διασκεδαστικÞς παντοµßµας. Τους εξαπατοýσα, εκµεταλλευüµουν την ευπιστßα τους, µα δεν το απολܵβανα. Το αντßθετο µÜλιστα· απεχθανüµουν αυτü που Ýκανα και καταριüµουν την αναγκαιüτητÜ του. ¼µως το ασýλληπτο απü βλݵµα ανθρþπου φÜσµα της µητÝρας µου, ορθωνüταν ολοζþντανο στον νου µου και τους φþναζα: Αυτü για τους Εβραßους, παλιüσκυλο! ΘυµÜσαι την Εβραßα που εξευτÝλισες, τους üρκους που αθÝτησες για να την εξευτελßσεις, τους δßκαιους νüµους που διÝστρεψες και τον θρÞνο του γιου της που χλεýασες; Τους  Ýλεγα ποιος  Þµουν και για ποιον Ýπαιρνα εκδßκηση,  πριν τους τιµωρÞσω. ∆εν χρειÜζεται να αναφÝρω λεπτοµÝρειες. ΠοτÝ δεν ανÝφερα. Κι αν αναγκÜστηκα να το κÜνω µια δυο φορÝς στην αρχÞ, Þταν µüνο για να καθοδηγÞσω τους Εβραßους µου. Εγþ φρüντιζα να βρßσκοµαι πÜντα κÜπου αλλοý, þστε να µη κινþ υποψßες. Φρüντισα ωστüσο να µη πÜθει το παραµικρü οποιοσδÞποτε απουσßαζε απü τον κατÜλογο των ενüχων. ΤιµωρÞθηκαν αποκλειστικÜ οι σýµβουλοι που καταδßκασαν την µητÝρα µου και εκεßνοι που χλεýασαν τις ικεσßες του γιου της.
     Εν τοýτοις, ο Θεüς θÝλησε να µε δοκιµÜσει· Ýσπειρε στον δρüµο µου τον πειρασµü να εγκαταλεßψω κÜθε σκÝψη για εκδßκηση, να λησµονÞσω τον üρκο µου, να λησµονÞσω τις φωνÝς που µε καλοýσαν απü τον τÜφο. Ο πειρασµüς αυτüς εßχε τη µορφÞ της Μαργαρßτας Λßµπενχαúµ. Αχ, πþς µε γαλÞνευε η αγγελικÞ φωνÞ της· πüσο δυσβÜστακτο Ýκανε το χρÝος της αιµατηρÞς ανταπüδοσης, που µε δÝσµευε! Και εßναι πραγµατικÜ παρÜξενο που το λÝω, αλλÜ ο ρüλος της στοργικÞς εγγονÞς Ýδινε στην αθþα σýζυγü µου µιαν ακαταµÜχητη γοητεßα. Τüση και τüσο υπÝροχη Þταν η καλοσýνη µε την οποßα περιÝβαλε τον γÝρο, τüση και τüσο σεπτÞ η παιδικÞ αθωüτητÜ της µπροστÜ στο Ýνοχο παρελθüν του -γιατß ο ρüλος του στον εξευτελισµü της µητÝρας µου Þταν εξαιρετικÜ σηµαντικüς- þστε ανÝβαλα την τιµωρßα του για το τÝλος και -το δßχως Üλλο- θα τον συγχωροýσα για χÜρη της εγγονÞς του -το εßχα Þδη αποφασßσει- üταν Ýνας µαινüµενος Εβραßος, ο οποßος τον µισοýσε αφÜνταστα και εßχε ορκιστεß να τον σκοτþσει, βρÞκε την ευκαιρßα να πÜρει την δικÞ του εκδßκηση. Και θα εßχε ßσως σκοτþσει και την Μαργαρßτα, αν δεν επανÝκαµπτα εγκαßρως στο αρχικü σχÝδιο. Υποχþρησα, δεδοµÝνου üτι οι περιστÜσεις üπλιζαν τον Üνθρωπο αυτüν µε αξιοσηµεßωτη δýναµη. Εν τοýτοις, κατüρθωσα να επιβÜλω την συγκεκριµÝνη ηµÝρα της τιµωρßας, γνωρßζοντας εκ των προτÝρων πως η σýζυγüς µου θα απουσßαζε. Για την απουσßα της Þµουν βÝβαιος· εßχα µιλÞσει µαζß της και ακüµη δεν µπορþ να καταλÜβω τον λüγο, για τον οποßο βρÝθηκε στο σπßτι. Θα πρÝπει να προσθÝσω πως ο µυστικüς γܵος µας εßχε Ýναν και µüνον Ýναν στüχο: να επιβÜλει στον γÝρο την οδυνηρÞ πεποßθηση πως η οικογÝνειÜ του εξευτελßστηκε, üπως εξευτÝλισε εκεßνος την δικÞ µου. Φρüντισα να πληροφορηθεß πως η εγγονÞ του θα Ýφερνε στον κüσµο Ýνα παιδß, το οποßο -τÜχα- δεν θα Þταν καρπüς ευλογηµÝνου γܵου. Η απροσδüκητη αυτÞ αποκÜλυψη τον υποχρÝωσε να συγκατατεθεß -και µÜλιστα µε προθυµßα- στην Ýνωση που µÝχρι τüτε θεωροýσε απαρÜδεκτη, και Ýκανε ακüµη πιο οδυνηρü τον Üθλιο θÜνατü του. ΕµÝνα το µüνο που µε απασχολοýσε εκεßνη την στιγµÞ Þταν η τραγικÞ µοßρα της µητÝρας µου. Ωστüσο, η µορφÞ του γÝρου υφßστατο πλÝον µÝσα στο φως που σκüρπιζε γýρω της η εγγονÞ του και, αν περνοýσε απü το χÝρι µου, σßγουρα θα τον Üφηνα να ζÞσει. Υπ’ αυτÝς τις συνθÞκες, δεν εßχα νοιþσει ποτÝ τρüµο παρüµοιο µε εκεßνον που µε κατÝλαβε üταν την εßδα µπροστÜ µου. Και üµως, Þµουν βÝβαιος πως απουσßαζε. Η αθλιüτητα εκεßνης της στιγµÞς  -üταν  το  βλݵµα  της  µε  συνÝλαβε  να  αδρÜχνω  τον  παπποý  της- υπερβαßνει οποιαδÞποτε ταραχÞ µε εßχε πλÞξει στις µÝχρι τüτε τροµερÝς δραστηριüτητÝς µου. Λιποθýµησε στα χÝρια µου. Με την βοÞθεια ενüς εκ των συνεργατþν µου, την µετÝφερα στο επÜνω πÜτωµα και της Ýφερα νερü. Στο µεταξý ο παπποýς της Ýπεφτε νεκρüς απü τα χτυπÞµατα του δολοφüνου. Μολαταýτα, φοβοýµενος το ενδεχüµενο µιας απροσδüκητης αποκÜλυψÞς µου -καßτοι δεν φαντÜστηκα ποτÝ πως θα µποροýσα να την βρω στο σπßτι- εßχα φροντßσει να την προετοιµÜσω κÜπως. Της εßχα µιλÞσει, αλλÜζοντας τα ονüµατα, για τα µαρτýρια που υπÝστησαν η µητÝρα και οι αδελφÝς µου. ΚÜτι εßχε ακοýσει για την υπüθεση και συµφþνησε µαζß µου πως οι υπαßτιοι θα Ýπρεπε να τιµωρηθοýν. ΜετÜ απü εκεßνη την κουβÝντα, δεν χρειαζüταν παρÜ µüνο µßα λÝξη για να καταλÜβω διαφορετικÞ θÝση στις σκÝψεις της. Αρκοýσε να της πω πως ο τραγικüς γιος Þµουν εγþ, πως η µητÝρα που εξευτελßστηκε και βασανßστηκε µε τον πλÝον επαßσχυντο τρüπο Þταν δικÞ µου.
     ¼σο για τον δεσµοφýλακα, Ýτυχε να συναντηθεß µε µερικοýς απü εµÜς. ∆εν υποπτεýθηκε τßποτε και -κουβÝντα στην κουβÝντα- αναφÝρθηκε µε τις χυδαιüτερες λεπτοµÝρειες στα µαρτýρια της δýστυχης Βερενßκης µου. Οι σχετικοß υπαινιγµοß του µε οδÞγησαν στο συµπÝρασµα πως το παιδß προÝβαλε σθεναρÞ αντßσταση -ανÜλογη της αξιοπρεπεßας τοý φýλου και της οικογενεßας του- στις προσπÜθειες διαφθορÜς του. Οι νοσηρÝς, αισχρÝς και Ýξαλλες αξιþσεις που προÝβαλε επß της αγνüτητÜς της δεν µπüρεσαν να ικανοποιηθοýν -üπως ο ßδιος παραδÝχθηκε- χωρßς την χρÞση βßας. Αυτü Þταν αρκετü. ΣαρÜντα χιλιÜδες ζωÝς να εßχε, δεν θα κατÜφερνε να κορÝσει την δßψα µου  για εκδßκηση· και αν διÝθετε ελÜχιστη ανδρεßα, θα πÝθαινε σαν στρατιþτης. ¼µως ο κακοýργος επÝδειξε την πλÝον χαµερπÞ δειλßα, και Ýτσι... Γνωρßζετε, βÝβαια, την κατÜληξÞ του.
     Τþρα üλα τελεßωσαν, η ανθρþπινη φýση πÞρε την εκδßκησÞ της. Ωστüσο, πριν διαµαρτυρηθεßτε για την αιµατοχυσßα και τον τρüµο που προκÜλεσα, αναλογιστεßτε τα µαρτýρια απü τα οποßα Üντλησα το δικαßωµÜ µου, τις θυσßες στις οποßες υποβλÞθηκα, προκειµÝνου να δþσω δεκαπλÜσια δýναµη σε αυτü το δικαßωµα και την αναγκαιüτητα του συγκλονιστικοý πλÞγµατος που Ýπρεπε να δεχθεß η κοινωνßα, προκειµÝνου να µεταφÝρει το δßδαγµÜ µου στις συσκÝψεις των πριγκÞπων.
     Τþρα θα καταστεß σαφÝς το δßδαγµÜ µου. Κι εσεßς, θýµατα της ευτÝλειας, θα περιβληθεßτε το φως της δüξας. ∆εν υποφÝρατε επß µαταßω, δεν µεßνατε δßχως επιτýµβιο. Αναπαýσου εν ειρÞνη, αδελφÞ µου Βερενßκη· αναπαýσου εν ειρÞνη, µικρÞ
µου, αγνÞ Μιριܵ. Κι εσý, µητÝρα ευγενικÞ... ας γßνουν τα σηµÜδια του µαρτυρßου σου οι σπüροι, που θα βλαστÞσουν και θα µεστþσουν και θα καρπßσουν την ατελεýτητη αξιοπρÝπεια των γυναικþν του τυραννισµÝνου λαοý σου. Κοιµηθεßτε, θυγατÝρες της ΙερουσαλÞµ, περιβεβληµÝνες την αγιüτητα των µαρτυρßων σας. Και εσý, η πλÝον αγαπηµÝνη θυγατÝρα του πληρþµατος των χριστιανþν, Üνοιξε -αν θÝλεις, αν µπορεßς- το µνÞµα σου και δÝξου αυτüν που σε στερÞθηκε τüσο νωρßς, αυτüν που -την þρα του θανÜτου  του- δεν θυµüταν να  απÝκτησε ποτÝ  στον σýντοµο βßο του τßτλο περιφανÝστερο απü εκεßνον του εκλεκτοý και λατρεµÝνου εραστÞ σου Μαξιµιλιανοý".
_________________________

0. Ο τσÜρος ΑλÝξανδρος ο Πρþτος, που τη προσωπικÞ φρουρÜ υποτßθεται πως υπηρετοýσε ο νεαρüς ¢γγλος, βρισκüταν στο Λονδßνο το 1815. Αναχþρησε µετÜ την Þττα του ΝαπολÝοντα στο Βατερλþ (1815).
1. Το 48 π.Χ. στην περιοχÞ της θεσαλικÞς πüλης ΦαρσÜλου, ο Ιοýλιος Καßσαρ νßκησε τον ΠοµπÞιο.
2
. Αντßνοος: νÝος εξαιρετικοý κÜλλους, ευνοοýµενος του Ρωµαßου αυτοκρÜτορα Αδριανοý. Πνßγηκε το 130 µ.Χ. στον Νεßλο και ο αυτοκρÜτορας ßδρυσε προς τιµÞ του την Αντινοýπολη. Σþζονται αρκετÜ ανδριÜντες, χαρακτηριστικοß της οµορφιÜς του νÝου.
3. Ο µυθικüς βασιλιÜς της Κýπρου Πυγµαλßων ερωτεýθηκε Ýνα γυναικεßο Üγαλµα που εßχε λαξεýσει ο ßδιος. Με τη βοÞθεια της θεÜς Αφροδßτης µεταµüρφωσε το γλυπτü σε πραγµατικÞ γυναßκα, την ΓαλÜτεια, την οποßα και παντρεýτηκε.
4. Οι Γερµανοß τεχνßτες, Þδη απü τον Μεσαßωνα, Þσαν υποχρεωµÝνοι να πραγµατοποιÞσουν ταξßδια διαρκεßας τριþν ετþν  -το ελÜχιστο- στην διÜρκεια των οποßων θα γνþριζαν Üλλους τεχνßτες, θα διδÜσκονταν απü την πεßρα τους και θα διεýρυναν τις τεχνικÝς γνþσεις τους, προκειµÝνου να διεκδικÞσουν αργüτερα τον τßτλο του µÜστορα. Το ßδιο ßσχυε και για τους καλλιτÝχνες.
5.
Το 167 π.Χ. οι Ιουδαßοι εξεγÝρθηκαν κατÜ της πολιτικÞς εξελληνισµοý που ακολουθοýσε ο Μακεδþν βασιλιÜς Αντßοχος ∆´ ο ΕπιφανÞς. Το σýνθηκα της εξÝγερσης Ýδωσε ο ιερÝας Ματταθßας, µÝλος της αριστοκρατικÞς οικογενεßας των  Μακκαβαßων. ΓενÜρχης της ιστορικÞς αυτÞς οικογενεßας υπÞρξε ο Ιοýδας µε το προσωνýµιο Μακκαβαßος, απü την εβραúκÞ λÝξη "µακκαµπÜ" (σφυρß).
6. Οι µÜχες που δþθηκαν µεταξý της ΜεγÜλης ΓαλλικÞς ΣτρατιÜς -υπü τον ΝαπολÝοντα- και του ρωσσικοý στρατοý στις πÝριξ των πüλεων Eylau (7-8 February 1807- ΑνατολικÞ Πρωσßα) και Friedland (14 Ιουνßου 1807- Νüτιος Πολωνßα) περιοχÝς Þσαν αιµατηρüτατες και Ýληξαν µε νßκη των ΓÜλλων.
7. Το 1814 ο ΝαπολÝων παραδüθηκε Üνευ üρων και εξορßστηκε στην νÞσο ¸λβα. Το 1815 δραπÝτευσε και επÝστρεψε στη Γαλλßα και κυβÝρνησε επß 100 ηµÝρες. ΜετÜ την Þττα του στην µÜχη του Βατερλþ, συνελλÞφθη και εξορßστηκε στην νÞσο Αγßα ΕλÝνη, στον κüλπο της ΓουινÝας, üπου και παρݵεινε µÝχρι τον θÜνατü του, το 1821.
8. Στις 23 Ιουλßου του 1806, εκατüν δþδεκα αντιπρüσωποι των Εβραßων που ζουσαν σε κατεχüµενες απü του ΓÜλλους περιοχÝς, συναντÞθηκαν στο Παρßσι και συζÞτησαν µε τον ΝαπολÝοντα την πρüθεσÞ του να κÜνει üλους τους  Εβραßους ΓÜλλους πολßτες.


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers