Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

 
 

Παγκ. Θέατρο 

Goldoni Carlo: Μεταρρυθμιστής Αξιαγάπητος Δημιουργός

 Βιογραφικό  

     Ο Κάρλο Γκολντόνι (Carlo Goldoni) διάσημος Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής & στιχουργός, κατατάσσεται στους μεγαλύτερους συγγραφείς του Ιταλικού & Ευρωπαϊκού Θεάτρου. Με πάνω από 120 έργα, πεζά ή έμμετρα στο ενεργητικό του. Μαζί με τον μεταγενέστερό του Λουίτζι Πιραντέλο είναι οι κωμικοί με τη μεγαλύτερη αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν μεγάλος μεταρρυθμιστής της παραδοσιακής ιταλικής κωμωδίας (commedia dellarte) που μες απ' το ανανεωτικό έργο παραμέρισε δυναμικά το παραδοσιακό αυτοσχεδιαστικό ύφος και το άσεμνο λεξιλόγιό της μετατρέποντάς τη σε νέα ιταλική κωμωδία χαρακτήρων. Σ' αυτή τη νέα μορφή οι μάσκες εγκαταλείπονται, μετασχηματίζονται σε τρισδιάστατα θεατρικά πρόσωπα και στη σκηνή αποτυπώνεται ο ρεαλισμός της πραγματικής ζωής όπου περνά απ' τη κωμωδία καταστάσεων στη "ποιητική" των χαρακτήρων.
     Γεννήθηκε 25 Φλεβάρη 1707 στη Βενετία στο Μέγαρο Τσεντάνι δίπλα στο Ponte San Toma. Πατέρας ήταν ο Τζούλιο, παθολόγος (κατ' άλλους, φαρμακοποιός) και μητέρα η Μαργκερίτα ΣαβιόνιΣαλβιόνι), ηθοποιός. Κληρονόμησεν ωστόσο την αγάπη του για το θέατρο από τον παππού του Κάρλο Αλεσάντρο που ήταν μεγάλος λάτρης του θεάτρου (ενίοτε και των γυναικών ηθοποιών!) ενώ το θέατρο αποτελούσε τη κύρια διασκέδαση όλης της οικογένειας. Έτσι ο μικρός Κάρλο εμφάνισεν εξαίρετη θεατρική κλίση απ' τα παιδικά του χρόνια. Παιχνίδια του ήταν οι μαριονέτες και τα διαβάσματά του θεατρικά έργα. Λέγεται μάλιστα ότι στα 8 του έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο. Σύμφωνα με τα "Απομνημονεύματά" του, απεικονίζεται γεννημένος κωμικός, με μεγάλη ζωντάνια, απρόσεκτος, αμέριμνος, μ' εύθυμη ιδιοσυγκρασία (απόδειξη ενάντια σ' όλα τα κτυπήματα της μοίρας που δέχτηκε στη ζωή) αλλά επιμελώς αξιοσέβαστη κι έντιμη.
     Το 1712 ο πατέρας του Τζούλιο, πηγαίνει στη Ρώμη να σπουδάσει ιατρική κι έτσι ο Κάρλο μένει με τη μητέρα του και το μικρότερο αδελφό του Τζιαν-Πάολο στη Βενετία. Το 1719 ο πατέρας του καλεί τον Κάρλο στη Περούτζια -που 'χει εγκατασταθεί- και τον στέλνει να σπουδάσει στο Κολέγιο ΙησουιτώνΤο 1720 πατέρας και γιος εγκαθίστανται στο Ρίμινι όπου ο Τζούλιο θέτει υπό την επίβλεψη του φιλόσοφου Caldini, το γιό του επειδή δεν επιθυμούσε ν' ασχοληθεί με το θέατρο. Ωστόσο ο νεαρός κι ανήσυχος Κάρλο συναντά το θίασο του Φλορίντο ντε Μακερόνι και το σκάει με τους ηθοποιούς από το Ρίμινι για τη Κιότζια. Το έτος 1723 πάλι με προτροπή του πατέρα, γράφεται στο διάσημο Κολλέγιο Ghislieri στη Πάβια με σκοπό να σπουδάσει νομικά, αλλά στα "Απομνημονεύματά" του, μας λέει ότι σημαντικό μέρος του χρόνου του το αφιέρωνε διαβάζοντας Ελληνικές & Λατινικές κωμωδίες. Διάβαζε συνήθως Πλαύτο, Terence κι Αριστοφάνη κι αργότερα, ακολούθησε σπουδές στα γαλλικά για να διαβάσει Μολιέρο.
    
Τον 3ο χρόνο φοίτησης έγραψε το σατιρικό ποίημα "Ο Κολοσσός"  (Il colosso) για τις κόρες ορισμένων οικογενειών της Παβία. Αυτό κι επίσης μια επίσκεψή του σε οίκο ανοχής, είχε σαν αποτέλεσμα να διωχτεί απ' το Κολλέγιο. Έτσι η οικογένεια Γκολντόνι αναγκάστηκε να φύγει απ' τη πόλη κι εγκαθίσταται στο Ούντινε (1725). Υπακούοντας μιαν ακόμη φορά, στη θέληση του πατέρα, σπουδάζει νομικά στη Μοντένα και παίρνει τελικά πτυχίο στις 12 Οκτώβρη 1731 ύστερα από φοίτηση 6 ετών. Πτυχιούχος νομικής εργάστηκε σα δικαστικός υπάλληλος της Ενετικής Δημοκρατίας, θέση επικερδής, στη Κιότζια κι ενώ φαινόταν ότι μπορούσε να στεριώσει σ' αυτό το επάγγελμα, μια απρόσμενη έκκληση για επιστροφή του στη Βενετία (ύστερα από απουσία ετών) είχε σαν αποτέλεσμα να του αλλάξει σταδιοδρομία και να τον στρέψει στο να αφοσιωθεί στο γράψιμο θεατρικών έργων κι αργότερα να γίνει διευθυντής θεάτρων.
    
Το 1731 ο δέχτηκε μεγάλο πλήγμα καθώς πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του στο Μπανιακαβάλο (βρισκόταν εκεί ως αντικαταστάτης γιατρός) κι έτσι γύρισε ξανά στη Βενετία. Ωστόσο το 1732, προκειμένου ν' αποφύγει έναν ανεπιθύμητο γάμο, εγκαταλείπει τη Βενετία και πηγαίνει πρώτα στο Μιλάνο και στη συνέχεια στη Βερόνα. Εκεί έρχεται σε επαφή με τον διευθυντή του θεάτρου San Samuele της Βενετίας, Τζουζέπε Ίμερ, που τον ώθησε ν' ασχοληθεί με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Έτσι μ' αγάπη, άρχισε να συνθέτει ιντερμέτζα, ιλαροτραγωδίες και μελοδράματα.



      Πρωτοεμφανίστηκε την ίδια χρονιά στην ιταλική θεατρική σκηνή με τη τραγωδία "Αμαλασούντα" (Amalasunta) που παίχτηκε στο Μιλάνο. Ωστόσο είναι θεατρική αποτυχία επειδή δεν τηρεί τους κανόνες σύνθεσης του λιμπρέτου. Ο διευθυντής της όπερας του τόνισε πως στη Γαλλία ο συγγραφέας θα 'πρεπε να προσπαθήσει να ευχαριστήσει το κοινό, αλλά στην Ιταλία έπρεπε να συμβουλευτεί και να ευχαριστήσει τα μέλη του θιάσου. Απογοητευμένος ο Γκολντόνι τη καίει. Το επόμενό του έργο "Βελισάριος" (Belisario) γραμμένο το 1734 παρόλο που σημείωσε επιτυχία, δε μπόρεσε να το χαρεί στο βαθμό που 'πρεπε, επειδή ακόμη ένιωθε ντροπιασμένος. Την ίδια χρονική περίοδο έγραφε επίσης και λιμπρέτα για την Όπερα ενώ παράλληλα, υπηρέτησε για ένα χρονικό διάστημα ως λογοτεχνικός διευθυντής του San Giovanni Grisostomo, της πιο διακεκριμένης Όπερας της Βενετίας. Το 1736 ο Τζουζέπε Ίμερ γνώρισε στον Γκολντόνι τη 19χρονη Nicoletta Conio (νεότερη κόρη συμβολαιογράφου) που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε πολύ σύντομα. Ο γάμος έγινε στις 22 Αυγούστου 1736 και βάσει διηγήσεών του ο έγγαμος βίος ήτανε πολύ καλός, χωρίς παιδιά, ζώντας ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή με τη πιστή κι αφοσιωμένη Νικολέτα, απολαμβάνοντας τις φροντίδες της, ενώ κείνη προτίμησε να μείνει στη σκιά των μεγάλων επιτυχιών του ανδρός της. Μετά το γάμο επέστρεψε με τη Νικολέτα στη Βενετία και παρέμειναν εκεί ως το 1743.
     Έγραψε κι άλλες τραγωδίες για λίγο, μέχρι που τελικά διαπίστωσε τη κλίση του στη κωμωδία. Τότε συνειδητοποίησε πως η παραδοσιακή ιταλική σκηνή χρειαζόταν μεταρρύθμιση. Έβαλε κύριο στόχο του ν' ανανεώσει τη μονότονη Κομέντια ντελ Άρτε. Αντικαθιστά τις μάσκες και παρουσιάζει ολοκληρωμένο σενάριο για το ρόλο του πρωταγωνιστή. Παράλληλα προσέδωσε στις κωμωδίες ευγένεια, συνοχή κι αλήθεια. Έχοντας πρότυπό του τον Μολιέρο εργάστηκε σοβαρά ώσπου το 1738 έγραψε τη 1η του κωμωδία με τίτλο "Ο Άνθρωπος Του Κόσμου" (L' uomo di mondo). Παρά το γεγονός ότι τονε θαύμαζε πολύ -και συχνά προσπάθησε να μιμηθεί το συγγραφικό του ύφος- δε το μιμήθηκε πραγματικά καθώς τα δικά του θεατρικά έργα ήταν ηπιότερα και με πιο αισιόδοξο ύφος.
     Σ
τη διάρκεια της περιπλάνησης και διαφόρων δυσκολιών που αντιμετώπισε στην Ιταλία δουλεύοντας αδιάκοπα, γνωρίζεται με το θιασάρχη Girolamo Medebac κι αποφασίζει να εργαστεί επαγγελματικά ως δραματουργός προκειμένου να ζήσει. Εργάστηκε δίπλα στον Μέντεμπακ γράφοντας έργα για το θίασό του στη Βενετία. Παράλληλα όμως δούλεψε και γι' άλλους θιασάρχες κατά τη παραμονή του στη πόλη. Το 1739 ανακηρύσσεται Πρόξενος της Δημοκρατίας της Γένοβας στη Βενετία, ενώ παρουσιάζει μ' επιτυχία στο Σαν Σαμουέλε τη κωμωδία "Αυλικό Μόμολο" (Momolo Cortesan) με την οποία ουσιαστικά εγκαινίασε τη μεταρρύθμιση του παραδοσιακού ιταλικού θεάτρου. Το 1743 γράφει τη "Μοντέρνα Κυρία" (La donna di garbo) και το 1745 γράφει τη κωμωδία "Υπηρέτης Δυο Αφεντάδων" (Il servitore di due padroni) για τον Αρλεκίνο Αντόνιο Σάκκι, ενώ το 1748 γράφει τη "Πονηρή Χήρα" (La vedova scaltra
).

                          

    
Το 1748 επιστρέφει στη Βενετία όπου γνωρίζεται και συνεργάζεται με τον συνθέτη Μπαλντάσαρ Γκαλούπι στη νέας μορφής Όπερα Μπούφα, ο οποίος συνέθεσε μουσική για περισσότερα από 20 λιμπρέτα που 'γραψε ο Γκολντόνι. Παράλληλα με τις κωμωδίες του Γκολντόνι η Όπερα Μπούφα ενσωμάτωσε στοιχεία της Commedia dell'arte με γνωστά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοπικής και μεσαίας τάξης. Τα έτη 1748-1762 αποτελούν τα πιο δημιουργικά κι επιτυχημένα της καριέρας του διότι τώρα ήταν σε θέση να ενσωματώσει τις απόψεις για δραματική μεταρρύθμιση στο συγγραφικό του ύφος. Γράφει για το Teatro San Luca (τώρα Teatro Goldoni). Η commedia dell’ arte βρίσκεται πλέον πίσω του. Τότε δημιούργησε τα καλύτερά του έργα: "Ο Ψεύτης" (Il Bugiardo), "Πάμελα"  (Pamela), "Ο Αληθινός Φίλος" (Il Vero Amico) 1750, "Το Καφενείο" (La Bottega del caffè) 1751, το αριστούργημα "Η Λοκαντιέρα" (La locandiera) 1753, "Ένα Περίεργο Συμβάν" (Un curioso accidente) 1760, "Οι Αγροίκοι"  (Il rusteghi) 1760, κλπ.
   
Οι επιτυχίες που σημείωσε τότε είχαν αποτέλεσμα, το 1757 να πέσει σ' έντονη διαμάχη με το θεατρικό συγγραφέα Κάρλο Γκότζι (και με άλλους συμπατριώτες του) ο οποίος του άσκησε έντονη κριτική, σχετικά με τη φύση του θεάτρου και τον κατηγόρησε ότι στερεί από το θέατρο φαντασία και ποίηση. Ο Γκολντόνι πολύ πικραμένος αηδίασε με τα γούστα των συμπατριωτών του τόσο πολύ, ώστε το 1762 αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία. Εγκαθίσταται στο Παρίσι για να διευθύνει την Comédie-Italienne. Εκεί ξαναγράφει όλα του τα έργα από τα γαλλικά για το βενετσιάνικο κοινό: το γαλλικό "L’ Éventail" (1763), μετατράπηκε στα ιταλικά στο εξαιρετικό "Il ventaglio" (Ο Θαυμαστής) (1764). Διορίζεται επικεφαλής του ιταλικού θεάτρου στο Royal Court. Αργότερα δέχτηκε τη θέση καθηγητή ιταλικής στην Αυλή του Λουδοβίκου XV, που τονε προσκάλεσε προκειμένου να διδάσκει ιταλικά τις κόρες του. Το 1769, μετά 4 χρόνια αυλικής ζωής, του χορηγήθηκε σύνταξη που λάμβανε τακτικά ως και το 1792.
    
Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στη Γαλλία γράφοντας τα περισσότερα έργα του στα γαλλικά, ενώ παράλληλα έγραψε τα "Απομνημονεύματά" του στην ίδια γλώσσα (ξεκίνησε να τα γράφει το 1783). Στη διάρκεια της διαμονής του εκεί γράφει 2 σημαντικές κωμωδίες στα γαλλικά: "Bourru bienfaisant(1771) για το γάμο του βασιλιά Λουδοβίκου XVI με τη Μαρία Αντουανέτα (που αργότερα μετάφρασε στα Ιταλικά) και το "Avare fastueux". Τα έργα του που γράφτηκαν στην Ιταλία δεν έχουν θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό θέμα ούτε εκφράζουν σκέψεις για το θάνατο ή τη μετάνοια, κάτι που προκαλεί εντύπωση λόγω της αυστηρής καθολικής ανατροφής του. Στη Γαλλία έγινε πιο ξεκάθαρος, καθώς τα έργα του είχαν έντονο αντιεκκλησιαστικό τόνο και συχνά σατίριζαν την υποκρισία των μοναχών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

     Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε αρκετά καθώς είχε τυφλωθεί και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, ενώ η σύνταξη που του είχε χορηγηθεί από τον Λουδοβίκο, αποσύρεται με εντολή της Εθνικής Συνέλευσης το 1792 στην έλευση της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Μετά την επανάσταση η Εθνοσυνέλευση επιχείρησε να τη ξαναχορηγήσει, μα η απόφαση εγκρίθηκε πολύ αργά: την επόμενη μέρα του θανάτου του. Πέθανε 6 Φλεβάρη 1793, σ' ηλικία 86 ετών.
     Έγραψε πάνω από 260 θεατρικά όλων των ειδών κι Όπερες, ενώ μες από τα έργα του αποσκοπούσε στη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Θεωρείται απ' τους Ιταλούς σαν εκείνος που ανέβασε τη δραματική τέχνη στην Ιταλία στο ψηλότερο σημείο τελειότητας. Αγαπήθηκε απ' το κοινό του γιατί διέθετε 2 βασικά στοιχεία: ευφυές πνεύμα κι ειλικρίνεια. Έγραψε -μ' επιμονή σ' αυτό- για τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, για τις πόλεις, για το ανθρωπιστικό κίνημα καθώς και τη μελέτη της φιλοσοφίας.

          

     Οι ηθικές και πολιτικές αξίες που προβάλλει στα έργα του είναι αυτές του ορθολογισμού, της ευγένειας και του ανθρωπισμού καθώς επίσης τη σημασία της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, κρατώντας μια προοδευτική στάση σε ζητήματα που αφορούσαν το κράτος και δίνοντας σημασία στη τιμή κι εντιμότητα, ενώ παράλληλα απεχθανότανε την αλαζονεία, την αδιαλλαξία και τη κατάχρηση εξουσίας. Τα έργα του προσέφεραν στους μετέπειτα συγγραφείς εικόνες του εαυτού τους, συχνά δραματοποιημένες, τη ζωή τους και τις συγκρούσεις της ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Παρόλο που έγραψε στα γαλλικά και στα ιταλικά, έκανε πλούσια χρήση της βενετσιάνικης διαλέκτου, της ντοπιολαλιάς και της καθομιλουμένης. Για όλες αυτές τις καινοτομίες, θεωρείται ιδρυτής της ιταλικής ρεαλιστικής κωμωδίας κι όχι άδικα.

    
    

     Στον ελληνικό χώρο ήτανε γνωστός και προ της Επανάστασης του '21, χάρη σ' ερασιτεχνικές και πρόχειρες μεταφράσεις έργων του στα ελληνικά. Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, χάρις στις μεταφράσεις του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά. Αυτό διεκόπη από τη κυριαρχία του κωμειδυλλίου, αλλά πολλά έργα του ("Ο Υπηρέτης Δυο Αφεντάδων", "Λοκαντιέρα", "Καβγάδες Στη Κιότζια", "Οι Αγροίκοι" κλπ) παίζονται και σήμερα μ' επιτυχία.

    
    
                                
                Το σπίτι του Κάρλο Γκολντόνι (σήμερα Μουσείο)
           στο Μέγαρο Τσεντάνι (Ponte San Toma)στη Βενετία.

                        

Σημ. Δική μου: Το βιογραφικό αυτό δε θα γινόταν, αν δεν ήτανε προσφορά της πολύ καλής φίλης του Στεκιού, Μαρίας Αλεξιάδου, την οποία ευχαριστώ δημοσίως!

------------------------------------------------------------------------------

                               Υπηρέτης Δυο Αφεντάδων

            ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ Των Μπιζονιόζων
ΚΛΕΑΡΕΤΗ κόρη του Πανταλόνε
ΔΟΤΟΡΟΣ ΛΟΜΠΑΡΔΗΣ
ΣΙΛΒΙΟΣ γιος του Λομπάρδη
ΒΕΑΤΡΙΚΗ
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ ΑΡΕΤΟΤΣΗΣ ερωμένος της Βεατρίκης
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ ξενοδόχος
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ καμαριέρα της Κλεαρέτης
ΤΡΟYΦΑΛΔΙΝΟΣ υπηρέτης της Βεατρίκης, έπειτα και του Φλωρίνδου
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟY
YΠΗΡΕΤΗΣ Tου Πανταλόνε
ΔYΟ ΒΑΣΤΑΖΟΙ
ΓΚΑΡΣΟΝΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟY (πρόσωπα βουβά)

Το επεισόδιο συμβαίνει στη Βενετία.

                                           ΠΡΑΞΗ 1η

Δωμάτιο στο σπίτι του Πανταλόνε.

Σκηνή 1η:

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΔΟΤΟΡΟΣ, ΚΛΕΑΡΕΤΗ, ΣΙΛΒΙΟΣ, ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ, ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ κι ΥΠΗΡΕΤΗΣ Tου ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ
.


ΣΙΛΒΙΟΣ (προσφέροντας το χέρι στη Κλεαρέτη): Ιδού το δεξί μου χέρι και μ' αυτό σας προσφέρω όλη μου τη καρδιά.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (στη Κλεαρέτη): Εμπρός, μη ντρεπόσαστε δώστε το χέρι κι εσείς. Έτσι θ' αρραβωνιαστείτε και μάνι μάνι θα παντρευτείτε.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μάλιστα, αγαπητέ Σίλβιε, ιδού το δεξί μου. Υπόσχομαι να γίνω γυναίκα σας.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Κι εγώ υπόσχομαι να γίνω δικός σας. (Δίνουνε τα χέρια).
ΔΟΤΟΡΟΣ: Εύγε, πάει κι αυτό. Τώρα πια δεν αλλάζουν τα πράματα.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (μόνη): Αχ! Τί ωραίο πράμα! Ως κι εγώ αλήθεια λυώνω απ' το καημό μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (προς Μπριγκέλα κι Υπηρέτη): Σεις να 'στε μαρτύροι στο σημερινό αρραβώνιασμα τση κόρης μου τση Κλεαρέτης και του σιορ Σίλβιου, του αξιότιμου γιου από 'δω, του σιορ δοτόρου Λομπάρδη.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ (στον Πανταλόνε): Μάλιστα, μάλιστα, κυρ-κουμπάρε και σας ευχαριστώ για τη τιμή που μου κάνετε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εγώ έγινα κουμπάρος στο γάμο σας κι εσείς γενόσαστε μάρτυρας στο γάμο τση κόρης μου. Δε θέλησα να κράξω κουμπάρους, να καλέσω δικούς, γιατί κι ο σιορ Δοτόρος είναι του χαραχτήρα μου, του αρέσει να κάνει τσι δουλειές του χωρίς θόρυβο, χωρίς μεγαλεία. Θα φάμε μαζί, θα γλεντήσουμε συναμεταξύ μας και δε θα ενοχλήσουμε κανένα. (προς Κλεαρέτη και Σίλβιο). Τ ι λέτε, παιδιά, δε θα κάμουμε καλά;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εγώ δεν επιθυμώ άλλο παρά να 'μαι κοντά στην αγαπημένη μου Κλεαρέτη.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (μόνη): Βέβαια, αυτό είναι το καλύτερο φαΐ.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ο γιος μου δεν είναι φαντασμένος. Είν' ένας νέος με καλή καρδιά. Αγαπάει την κόρη σας και δεν ενδιαφέρεται για τίποτ' άλλο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (στον Σίλβιο): Για να πούμε την αλήθεια, ο γάμος αυτός ήτανε γραμμένος από Θεού, γιατί, αν δεν απέθαινε στο Τουρίνο ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης, ο αντιπρόσωπος μου, να ξέρετε πως τη κόρη μου την είχα τάξει εκείνου και δε θα μπορούσε να τη πάρει ο αγαπητός μου γαμπρός.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ασφαλώς, μπορώ να πω πως εστάθηκα τυχερός. Δε ξέρω αν λέει το ίδιο η κυρία Κλεαρέτη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αγαπητέ Σίλβιε, μ' αδικείτε. Ξέρετε αν σας αγαπώ. Για να υπακούσω στον πατέρα μου θα 'παιρνα τον Τουρινέζο, μα η καρδιά μου ήτανε πάντα μ' εσάς.
ΔΟΤΟΡΟΣ (στον Πανταλόνε): Κι όμως, είναι σωστό, όταν γράφετ' από Θεού κάτι, θα γίνει με τρόπο ανέλπιστο. Και πώς πέθανε ο Φρειδερίκος Ρασπόνης;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ο άμοιρος! Τον εσκοτώσανε τη νύχτα, εξαιτίας τση αδερφής του... Δεν ηξέρω ποιος. Του δώκανε μια σπαθιά κι έμεινε στον τόπο.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ (στον Πανταλόνε): Κι αυτό γένηκε στο Τουρίνο;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ναι στο Τουρίνο.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Ω, το δύστυχο! Πολύ μου κακοφάνηκε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (στον Μπριγκέλα): Τον ηξέρατε τον σιορ Φρεντερίκο Ρασπόνη;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Βέβαια που τον ήξερα. Έμεινα στο Τουρίνο τρία χρόνια κι εγνώρισα ως και την αδερφή του. Μια νέα με μυαλό, με θάρρος ντυνόταν αντρίκια, πήγαινε με τ' άλογο κι εκείνος την ελάτρευε. Ποιός να το 'λεγε τέτοιο πράμα!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ε, τα δυστυχήματα γένονται από μινούτο σε μινούτο. Τέλος, ας τ' αφήκουμε τα λυπητερά πράματα. Ξέρετε τί λέω γώ, αγαπητέ μου σιορ Μπριγκέλα; Ξέρω πως σας αρέσει ν' ανακατευόσαστε στη κουζίνα, θα 'θελα να κάνατε κανένα φαΐ τση όρεξής σας.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μετά χαράς. Δεν το λέω γώ, μα στο ξενοδοχείο μου όλοι μένουν ευχαριστημένοι. Έχουνε να το πούνε: πουθενά δεν τρών' έτσι, όπως τρώνε στο ξενοδοχείο μου. Καταλαβαίνουμε μια κάποια ουσία.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τηράχτε, κάτι βραστό για να βουτήσει κανείς καμιά μπουκιά ψωμί.(Ακούονται χτυπήματα). Ω, χτυπάνε! Σμεραλδίνα, για τήραξε, ποιος είναι.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αμέσως. (φεύγει).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Πατέρα, με την άδεια σας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Περιμένετε, θα 'ρθουμ' όλοι. Ας δούμε πρώτα ποιος είναι.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (γυρίζοντας): Αφέντη, είν'ένας υπερέτης κάποιου ξένου, που θέλει να σας δώκει μιαν αγγελία. Σ' εμέ δε θέλησε να πει τίποτα. Είπε πως θέλει να μιλήσει με τον αφέντη.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πέστε του να 'ρθει. Ας δούμε τι θέλει.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Πάω να τόνε φέρω. (φεύγει).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μα εγώ, πατέρα, να πηγαίνω.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πού;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ξέρω 'γω; Στο δωμάτιο μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κυρά μου, όχι, να σταθείτε δώ. (σιγά στο Δοτόρο). Δε μου αρέσει ακόμα ν' αφήκουμε μοναχούς τσου αρραβωνιασμένους.
ΔΟΤΟΡΟΣ (σιγά στον Πανταλόνε): Πολύ σωστά, πολύ φρόνιμα.

Σκηνή 2η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ κι οι επάνω
.


ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Προσκυνώ ταπεινότατα όλους τσου κυρίους. Ω, τί όμορφη συντροφιά! Τί όμορφη συναναστροφή!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ποιός είστε, φίλε; Τί ορίζετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (δείχνοντας τη Κλεαρέτη): Ποιά είν' ετούτ' η αρχοντοπούλα;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι η κόρη μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Χαίρω πολύ.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (στον Τρουφαλδίνο): Κι εξόν απ' αυτό είναι νύφη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ευχαριστώ. Κι εσείς ποιά εισάστενε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Είμαι η καμαριέρα της, κύριε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έχω ευχαρίστηση.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έλα, έλα, κύριε, παρατήστε τσου χαιρετισμούς. Τί θέλετε; Ποιός είστε; Ποιός σας στέρνει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σιγά-σιγά ντε, με το καλό. Τρεις ερώτησες μονορούφι πάει πολύ σ' έναν άμοιρο άνθρωπο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (σιγά στον Δοτόρο): Μου φαίνεται πως είναι μπαγαπόντης.
ΔΟΤΟΡΟΣ (σιγά στον Πανταλόνε): Πιο πολύ μου φαίνεται για κωμικός.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (στη Σμεραλδίνα): Η αφεντιά σας είσαστε η νύφη;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (αναστενάζει): Αχ, όχι κύριε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Θα πείτε ποιός είσαστε ή θέλετε να πάτε από κει που 'ρθατε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Α δε γυρεύετ'άλλο παρά να μάθετε ποιος είμαι, ξηγιέμαι με δυο λόγια. Είμαι ο υπερέτης του αφέντη μου. (στη Σμεραλδίνα). Κι έτσι, γυρίζοντας στη κουβέντα μας...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Και ποιός είναι ο αφέντης σας;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είν ' ένας ξένος, που θέλει να σας κάμει επίσκεψη. (στη Σμεραλδίνα). Όσο για το γάμο θα κουβεντιάσουμε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αυτός ο ξένος ποιός είναι; Πώς τόνε λένε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ω, πάει σε μάκρος. Ο αφέντης μου είν' ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης, ο Τουρινέζος και σας προσκυνάει. Έχει έρθει ξεπίτηδες κι είναι κάτω και με στέρνει να σας πω πως θέλει να 'ρθει μέσα, και με περιμένει να του πάω την απάντηση. Είσαστ' ευχαριστημένος; Θέλετ' άλλο; (στη Σμεραλδίνα). Ας έρθουμε στα δικά μας... (όλοι κάνουνε χειρονομίες θαυμασμού).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Για ελάτε δώ , μιλάτε μ' εμέ. Τί διάολο λέτε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι αν θέλετε να μάθετε και για με, εγώ είμ' ο Τρουφαλδίνος ο Μπατόκιος, από τα μέρη τση Μπέργαμος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δε μ' ενδιαφέρει ποιος είσαστε σείς, θα 'θελα να μου ξαναπείτε ποιός είν' αυτός ο αφέντης σας. Σκιάζομαι να μη παράκουσα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καψόγερε! θα 'ναι βαρύκουος. Ο αφέντης μου είναι ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης, από το Τουρίνο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Άμε από δω, εσ' είσαι βουρλισμένος. Ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης, από το Τουρίνο, απέθανε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Απέθανε;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Απέθανε σίγουρα. Δυστυχώς για κείνονε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Διάολε! Ο αφέντης μου απέθανε; Εγώ τον άφηκα κάτω γερό. (στον Πανταλόνε). Λέτε σωστά πως απέθανε;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σας το λέω καθαρά, απέθανε.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μάλιστα, είν' αλήθεια, πέθανε δεν υπάρχει λόγος να το αμφισβητήσετε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Ωχ, άμοιρε αφέντη μου! Θα του 'ρθε κάνα ξαφνικό. (αποχαιρετά). Με την άδεια σας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δε θέλετε τίποτ' άλλο από με;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μια κι απέθανε δε μου χρειάζετ' άλλο. (μόνος). Θα πάω να δώ, αν είν' αλήθεια. (φεύγει).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί νάν' αυτός; Παλαβός ή μπαγαπόντης;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Δε ξέρω. Φαίνεται πως είναι λίγο από το 'να και λίγο από τ' άλλο.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Εμέ μου φαίνεται πιο πολύ γι' απλοϊκός. Είναι Μπεργαμάσκος, δε μου φαίνεται για κατεργάρης.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Έτσι μου φαίνεται κι εμέ. (μόνη). Δεν είν' άσκημος, αυτός ο μελαψούλης.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μα τί; Ονειρεύεται τον σιορ Φρεντερίκο;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αν είν'αλήθεια, πως είν' εκείνος εδώ, για με θα 'τανε πολύ κακή είδηση.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί κουταμάρες! Δεν είδατε κι εσείς τα γράμματα;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Και ζωντανός να 'ναι και να βρίσκεται δώ, ήρθε πολύ αργά.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (γυρίζει): Μου κάνει εντύπωση μ' εσάς, κύριοι. Δε φέροντ' έτσι με τον άμοιρο τον κόσμο. Δεν κοροϊδεύουν έτσι τσου ξένους. Δεν είν' αυτά πράματ' απ' ανθρώπους όπως πρέπει. Και θα γυρέψω το λόγο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (στους άλλους): Να ιδείτε πως είναι παλαβός. (στον Τρουφαλδίνο). Τί τρέχει; Τί σας εκάμανε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να μου πείτε πως ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης απέθανε!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κι έτσι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι έτσι, είν' εδώ, ζωντανός, γερός, έξυπνος, μια χαρά και θέλει να σας προσκυνήσει, αν έχετε την ευχαρίστηση.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ο σιορ Φρεντερίκος;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ο σιορ Φρεντερίκος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ο Ρασπόνης;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ο Ρασπόνης.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Από το Τουρίνο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από το Τουρίνο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Παιδάκι μου, αμέτε στο ζουρλοκομείο, εσείς είσαστε βουρλισμένος.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έλα, διάολε! Θα με κάμετε να βλαστημήσω, σα να 'μουνε κανάς χαρτοπαίχτης. Σας λέω, είναι δώ, στο σπίτι μέσα, που κακό χρόνο να 'χετε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τώρα, εγώ σου τσακίζω τα μούτρα.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Όχι, κυρ-Πανταλόνε, ακούστε με πέστε του να πει να 'ρθει εδώ αυτός ο άνθρωπος, που θαρρεί πως είν' ο Φρειδερίκος Ρασπόνης.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εμπρός, πέστε να 'ρθει σ' αυτό τον αναστημένο νεκρό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν απέθανε κι αν αναστήθηκε, μπορεί, δεν αντιλέω καθόλου. Μα τώρα είναι ζωντανός και θα τόνε ιδείτε με τα μάτια σας. Πάω να του πω να 'ρθει. Κι από δω κι ομπρός να μάθετε να φερνόσαστε με τους ξένους, με τσ' ανθρώπους σαν κι εμέ, με τσου Μπεργαμάσκους τσου τιμημένους. (στη Σμεραλδίνα). Εσάς, κοπέλα μου, τόμου βρω ευκαιρία, θα σας μιλήσω. (φεύγει).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (σιγά στον Σίλβιο): Σίλβιέ μου, τρέμω σύγκορμη.
ΣΙΛΒΙΟΣ (σιγά στη Κλεαρέτη): Μην αμφιβάλλετε, οτιδήποτε και να συμβεί, θα γίνετε δική μου.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Τώρα θα μάθουμε την αλήθεια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπορεί να 'ρθει κανένας μπαγαπόντης, να μου πει παραμύθια.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Εγώ, καθώς σας είπα, κυρ-κουμπάρε, γνώρισα τον κυρ-Φρεντερίκο. Αν είν' αυτός, θα το ιδούμε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ (μόνη): Κι όμως ο μελαψούλης αυτός δεν έχει φυσιογνωμία για ψεύτης. Θα ιδώ αν θα μπορέσω... (στους άλλους) Με την άδεια σας, κύριοι. (φεύγει).

Σκηνή 3η:

ΒΕΑΤΡΙΚΗ ντυμένη αντρίκια και με τ' όνομα Φρειδερίκος κι οι πάνω.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κύριε Πανταλόνε, η ευγένεια που θαύμασα στις επιστολές σας δεν ανταποκρίνεται με την υποδοχή που κάνετε στο άτομο μου. Σας στέρνω τον υπηρέτη μου, σας ειδοποιώ πως επιθυμώ να μπω στο σπίτι σας, κι εσείς μ' αφήνετε στο
δρόμο, χωρίς να μ' αξιώσετε να με μπάσετε, παρά έπειτ' από μισήν ώρα!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Λυπάμαι πολύ... Μα ποιός είσαστε, αφέντη;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο Φρειδερίκος Ρασπόνης από το Τουρίνο, δούλος σας. (όλοι κάνουνε χειρονομίες θαυμασμού).
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ (μόνος): Τί βλέπω; Τι δουλειά είν' ετούτη. Αυτός δεν είναι ο Φρεντερίκος, είναι η κυρα-Βεατρίκη, η αδερφή του. Θα ιδώ τι σκοπό έχει ετούτ' η μασκαράτα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Με κάνετε και σαστίζω... Χαίρομαι που σας βλέπω γερό και ζωντανό, ενώ είχαμε μάθει άσχημα νέα. (σιγά στον Δοτόρο). Μα δεν τόνε πιστεύω ακόμα, να ξέρετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Το ξέρω είχε βγει ο λόγος πως σε μια συμπλοκή εσκοτώθηκα. Έκαμε ο Θεός κι επληγώθηκα μονάχα και μόλις εγιατρεύτηκα, επήρα το δρόμο για τη Βενετία, καθώς είχαμε συμφωνήσει από πολύν καιρό.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δε ξέρω τι να πω. Η όψη σας είναι από άνθρωπο καθώς πρέπει, μα έχω πληροφορίες σίγουρες και σωστές πως ο σιορ Φρεντερίκος απέθανε. Έτσι βλέπετε καλά... αν δε μου δώκετε κάποιαν απόδειξη για το αντίθετο...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έχετε τελείως δίκιο ν' αμφιβάλλετε καταλαβαίνω την ανάγκη να δώσω αποδείξεις. Ιδού τέσσερις επιστολές των φίλων αντιπροσώπων σας μια είναι του διευθυντή της Τράπεζας μας. Αναγνωρίστε τις υπογραφές και βεβαιωθείτε για το
άτομο μου. (του δίνει τέσσερις επιστολές, που τις διαβάζει από μέσα του).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (στον Σίλβιο): Αχ, Σίλβιε, είμαστε χαμένοι.
ΣΙΛΒΙΟΣ (σιγά στη Κλεαρέτη): Τη ζωή μου θα χάσω, μα εσάς όχι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μόνη, βλέποντας τον Μπριγκέλα): Αλίμονο! Εδώ ο Μπριγκέλας; Πώς διάβολο βρέθηκ' ετούτος εδώ; Αυτός θα με γνωρίσει δίχως άλλο. (δυνατά στον Μπριγκέλα). Φίλε, μου φαίνεται πως σας ξέρω.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μάλιστα, κύριε, δε θυμόσαστε στο Τουρίνο τον Μπριγκέλα Καβίκιο;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Α, μάλιστα, τώρα σας αναγνωρίζω. (πλησιάζει τον Μπριγκέλα). Λαμπρέ αρχοντάνθρωπε, τί κάνετε στη Βενετία; (σιγά στον Μπριγκέλα). Για τ' όνομα του Θεού μη με φανερώσετε.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ (σιγά): Μην έχετε φόβο. (δυνατά). Είμαι ξενοδόχος, δούλος σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ω, ακριβώς, μια κι έχω την ευχαρίστηση να σας γνωρίζω, θα 'ρθω να μείνω στο ξενοδοχείο σας.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μετά χαράς. (μόνος). Κάποιο λαθραίο, χωρίς άλλο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τα ειδα όλα. Βέβαια, τα γράμματα αυτά μου τα φέρνει ο σιορ Φρεντερίκος Ρασπόνης, και μια και μου τα παρουσιάζετε σείς. Είμαι αναγκασμένος να πιστέψω πως είσαστε... καθώς λένε τα γράμματα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν έχετε ακόμα καμιάν αμφιβολία, ιδού ο κύριος Μπριγκέλας· με γνωρίζει, μπορεί να σας βεβαιώσει ποιος είμαι. (σιγά στον Μπριγκέλα). Έχεις δέκα ντόπιες.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Χωρίς άλλο, κυρ-κουμπάρε, το βεβαιώνω γώ, από 'δω είναι ο κυρ-Φρεντερίκος Ρασπόνης. (μόνος). Μπορεί ν' αφήκεις να χάσεις δέκα ντόπιες;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μια κι είν' έτσι, μια και μου το βεβαιώνει, εξόν από τα γράμματα κι ο κουμπάρος μου, ο Μπριγκέλας, αγαπητέ μου σιορ Φρεντερίκε, είμαι ευτυχισμένος που σας βλέπω και σας ζητάω συγνώμη, αν είχα αμφιβολία.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Πατέρα, αυτός είναι λοιπόν ο κύριος Φρειδερίκος Ρασπόνης;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάλιστα, αυτός είναι.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (σιγά στον Σίλβιο): Δυστυχία μου, τί θα γίνει με μάς;
ΣΙΛΒΙΟΣ (σιγά στη Κλεαρέτη): Μην αμφιβάλλετε, σας λέω είσαστε δική μου και θα σας υπερασπιστώ.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (σιγά στον Δοτόρο): Τί λέτε, Δοτόρε μου, ήρθε στην ώρα του;
ΔΟΤΟΡΟΣ (σιγά στον Πανταλόνε): Accidit in puncto, quod non contingit in anno! (Όσα φέρνει μια στιγμή, δε τα φέρνει ολάκερος χρόνος).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (δείχνοντας τη Κλεαρέτη): Κύριε Πανταλόνε, ποιά είν' εκείνη η κυρία;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι η Κλεαρέτη, η κόρη μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Η προορισμένη για γυναίκα μου;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάλιστα, κύριε, αυτή. (μόνος). Τώρα είμαι για τα καλά μπερδεμένος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (στη Κλεαρέτη): Κυρία, επιτρέψατε μου να λάβω τη τιμή να σας υποβάλω τα σέβη μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (συγκρατημένα): Δούλη σας πιστή.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (στον Πανταλόνε): Πολύ ψυχρά με υποδέχεται.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί να γένει; Είναι ντροπιάρα από φυσικό της.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (δείχνοντας τον Σίλβιο): Κι εκείνος ο κύριος είναι συγγενής σας;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάλιστα, κύριε, είν' ανεψιός μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ (στη Βεατρίκη): Όχι, κύριε, δεν είμαι ανεψιός του, μα παίρνω γυναίκα μου τη Κλεαρέτη.
ΔΟΤΟΡΟΣ (σιγά στον Σίλβιο): Μπράβο! Μη τα χάνεις. Πες το δίκιο σου, μα χωρίς παραφορές.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πώς; Εσείς άνδρας της κυρίας Κλεαρέτης; Δεν είναι προορισμένη για με;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έλα, έλα, θα τα φανερώσω όλα. Αγαπητέ σιορ Φρεντερίκο, πίστευα πως ήταν αληθινό το δυστύχημα του θανάτου σας κι έτσι έδωκα την κόρη μου στο σιορ Σίλβιο, αυτό δεν είναι πράμα κακό. Τέλος εφτάκατε στην ώρα σας. Η Κλεαρέτη
είναι δική σας, αν τη θέλετε κι εγώ ε ί μ ' έτοιμος να βαστάξω το λόγο μου. Ο σιορ Σίλβιος δε ξέρω τι λέει. Βλέπετε με τα μάτια σας την αλήθεια. Ακούσατε τι σας είπα και μαζί μου δε μπορείτε να 'χετε κανένα παράπονο.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μα ο κύριος Φρειδερίκος δε θα θελήσει να πάρει γυναίκα του μια που έδωσε σ' άλλονε το χέρι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν είμαι και τόσο ψιλοκοσκινιστής. Όπως και να 'ναι, θα τη πάρω. (μόνη). Μ' αρέσει να διασκεδάσω και λιγάκι.
ΔΟΤΟΡΟΣ (μόνος): Τί ωραίος σύζυγος της μόδας! Δεν είν' άσκημος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ελπίζω πως η κυρία Κλεαρέτη δε θ' αρνηθεί το χέρι μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Παρατήστε τα, κύριε, εφτάσατε αργά. Η κυρία Κλεαρέτη είναι δική μου και μην ελπίζετε πως θα σας την παραχωρήσω. Αν ο κυρ-Πανταλόνε μ' αδικήσει θα εκδικηθώ κι όποιος θέλει τη Κλεαρέτη, πρέπει να τη διεκδικήσει με το σπαθί του. (φεύγει).
ΔΟΤΟΡΟΣ (μόνος): Μπράβο, μα το ναι!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μόνη): Όχι, όχι, μ' αυτό τον τρόπο δεν έχ' όρεξη να πεθάνω.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Αφέντη μου, του λόγου σας, εφτάσατε λιγάκι αργά. Η Κλεαρέτη θα πάρει το γιο μου. Ο νόμος μιλεί καθαρά: Prior in tempore, potior in jure. [ο πρώτος χρονικά, ισχυρότερος στο νόμο]. (φεύγει).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μα σεις, κυρία Κλεαρέτη, δε λέτε τίποτα;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Λέγω πως ήρθατε για να με βασανίσετε. (φεύγει).

Σκηνή 4η:

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ, ΥΠΗΡΕΤΗΣ του ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πώς; Γλωσσού! Τί είπατε; (κάνει να τη κυνηγήσει).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Σταθείτε κύριε Πανταλόνε, τη συγχωρώ. Δε πρέπει να τη πάρουμε με τ' άγριο. Με τον καιρό ελπίζω να μου χρωστά τούτη τη χάρη. Στο μεταξύ, ας εξετάσουμε τους λογαριασμούς μας, που 'ναι μια από τις δυο αιτίες που με φέρανε, καθώς ξέρετε, στη Βενετία.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Όλα είν' έτοιμα για το λογαριασμό μας. Θα σας δείξω τον τρεχούμενο λογαριασμό. Τα λεφτά σας είν' έτοιμα και μπορούμε να ξοφλήσουμε τόμου επιθυμείτε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Θα 'ρθω με πιο άνεση να σας υποβάλω τα σέβη μου. Για τώρα, αν μου επιτρέπετε, θα πάω με τον Μπριγκέλα να τελειώσω μερικές μικροδουλειές, που μου 'χουν αναθέσει. Αυτός ξέρει τη πόλη, θα μπορέσει να με βοηθήσει στις ανάγκες μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κάμετε όπως σας αρέσει κι αν σας χρειάζεται τίποτε, διατάχτε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν μου δίνατε μερικά χρήματα, θα μου κάνατε χάρη δεν επήρα μαζί μου, για να μη ζημιωθώ από το άλλαγμα των νομισμάτων.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μετά χαράς, να σας δώκω. Τώρα δεν είν' εδώ ο ταμίας μου. Μα τόμου έρθει, θα σας στείλω τα λεφτά στο σπίτι. Δε πάτε να κάτσετε στου κουμπάρου μου του Μπριγκέλα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Βέβαια, κεί πηγαίνω κι έπειτα θα σας στείλω τον υπηρέτη μου. Είναι πιστότατος, μπορεί κανείς να του εμπιστευτεί οτιδήποτε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πολύ καλά, θα κάμω καθώς ορίζετε κι αν θέλετε να κάτσετε να φάτε μαζί μας, είσαστε νοικοκύρης.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Για σήμερα σας ευχαριστώ. Θα 'ρθω άλλη φορά να σας ανησυχήσω.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Λοιπόν, θα σας περιμένω.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ (παρουσιάζεται): Κύριε Πανταλόνε σας ζητάνε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Ποιός;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Από κει... δε ξέρω... (σιγά). Γίνονται φασαρίες.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έρχομαι αμέσως. (στη Βεατρίκη). Με την άδεια σας. Με συμπαθάτε, αν δε σας κάνω συντροφιά. Μπριγκέλα, εσείς είσαστε του σπιτιού, περιποιηθείτε τον σιορ Φρεντερίκο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μη στενοχωρείστε για με.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πρέπει να πάω. Καλή αντάμωση. (μόνος). Δε μ' αρέσει να βγει στη μέση κανάς διαολάκος. (φεύγει).

Σκηνή 5η:

ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ.

ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μπορώ να μάθω, κυρά Βεατρίκη...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Σωπάστε, για τ' όνομα του Θεού, μη με φανερώσετε . Ο άμοιρος ο αδελφός μου πέθανε και τον εσκότωσε ή ο Φλωρίνδος Αρετούσης με τα χέρια του ή κάποιος άλλος βαλμένος από κείνον. Θυμούσαστε πως ο Φλωρίνδος μ' αγαπούσε κι ο αδελφός μου δεν ήθελε να τον πάρω. Επιαστήκανε, δεν ηξέρω πώς ο Φρειδερίκος πέθανε κι ο Φλωρίνδος, φοβούμενος τη Δικαιοσύνη, έφυγε χωρίς να μου πει ένα γεια σου. Ξέρει ο Θεός αν με λύπησε ο θάνατος του αδελφού μου και πόσο έκλαψα γι' αυτόν. Μα τώρα πια δε βρίσκεται καμιά γιατριά, και με θλίβει το χάσιμο του Φλωρίνδου. Ξέρω πως είχε τραβήξει για τη Βενετία κι επήρα την απόφαση να τον ακολουθήσω. Με τα φορέματα και
τις συστατικές επιστολές του αδελφού μου, να 'μαι δώ, με την ελπίδα να ξαναβρώ τον αγαπημένο μου. Ο κύριος Πανταλόνε, χάρη σ' αυτές τις επιστολές και πιο πολύ χάρη στη βεβαίωση σας, με θεωρεί πια για Φρειδερίκο. Θα εξοφλήσουμε τους λογαριασμούς
μας, θα εισπράξω χρήματα, και θα μπορέσω να βοηθήσω και τον Φλωρίνδο, αν έχει ανάγκη. Κοιτάχτε πού φέρνει ο έρωτας! Συνδράμετε με, αγαπητέ Μπριγκέλα, βοηθήστε με και θα ικανοποιηθείτε με το παραπάνω.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Όλα καλά, μα δε θα 'θελα εξαιτίας μου να σας πλερώσει με καλή πίστη ο κυρ-Πανταλόνες το λογαριασμό κι έπειτα να βρεθεί γελασμένος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πώς γελασμένος; Πεθαίνοντας του αδελφού μου, δεν είμ' εγώ κληρονόμα;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Είναι σωστό. Μα γιατί δε φανερωνόσαστε;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν φανερωθώ δε κάνω τίποτα. Ο Πανταλόνε θ' αρχίσει να μου κάνει τον κηδεμόνα κι όλοι θα μ' ενοχλούνε, πράμα που δεν είναι καθόλου σωστό κι έπειτα πού ξέρω εγώ τι μπορεί να συμβεί. Θέλω την ελευθερία μου. Αυτό θα βαστάξει για λίγο, υπομονή. Στο αναμεταξύ κάτι θα κατορθώσω.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Πραματικά κυρία, σταθήκατε πάντα ένα μυαλό παράξενο. Αφήστε μ' εμέ, μπιστευτείτε σ' εμέ κι έχω γώ να κάμω.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ας πάμε στο ξενοδοχείο σας.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Κι ο υπηρέτης σας, πού είναι;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Του πα να με περιμένει στο δρόμο.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Πού τον ευρήκατε αυτό το βλάκα; Δε ξέρει μήτε να μιλήσει.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τον επήρα στο δρόμο. Φαίνεται κουτός καμιά φορά, μα δεν είναι κι όσο για εμπιστοσύνη, δεν είμαι δυσαρεστημένη.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Α, η εμπιστοσύνη είναι ωραίο πράμα. Πάμε, είμαι στον ορισμό σας. Κοιτάτε ο έρωτας τι πάει και κάνει!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτό είναι τίποτα. Ο έρωτας κάνει και χειρότερα. (φεύγουν).

Σκηνή 6η:

Δρόμος με το ξενοδοχείο του Μπριγκέλα... ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ μόνος.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Βαρέθηκα να περιμένω, δε μπορώ άλλο. Μ' αυτό τον αφέντη τρώγω λίγο κι αυτό το λίγο με κάνει να το λαχταράω. Το ρολόι τση χώρας εσήμανε μεσημέρι εδώ και μισή ώρα και το στομάχι μου σήμανε μεσημέρι εδώ και δυο ώρες. Να 'ξερα κάνε πού θα πάει να κάτσει! Οι άλλοι τόμου φτάκουνε σε μια χώρα, πρώτη δουλειά πάνε στο ξενοδοχείο. Αυτός, κύριε μου, όχι· αφήνει τα μπαούλα στη βάρκα και πάει να κάμει βίζιτες και δε θυμάται τον άμοιρο τον υπερέτη του. Τόμου σου λένε πως πρέπει να δουλεύεις τον αφέντη μ' αγάπη, πρέπει να πούνε και στους αφέντηδες να 'χουνε κι αυτοί μια σταλιά λύπηση για την υπερεσία. Εδώ είν' ένα ξενοδοχείο έτσι μου 'ρχεται να
πάω να ιδώ αν μπορώ να γλεντήσω τα δόντια μου. Κι αν με γυρέψ' ο αφέντης; Το λάθος δικό του, έπρεπε να 'χει και λίγη διάκριση. Λέω να πάω, μα τώρα που το σκέφτομαι βρίσκω μια μικρή δυσκολία, που δεν την είχα λογαριάσει: δεν έχω μήτε δεκαράκι. Αχ, άμοιρε Τρουφαλδίνε! Παρά να κάνεις τον υπερέτη, κάλλιο να 'κανες... να πάρει ο διάολος... σαν τι; Δόξα σοι ο Θεός, δε ξέρω να κάμω τίποτα.

Σκηνή 7η:

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ μ' ένα ΒΑΣΤΑΖΟ με μπαούλο στον ώμο κι ο άνω.

ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Σας λέω πως δε βαστάω άλλο, πεζάρει πολύ, θα με ζουπίσει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Νάτο εδώ, μια επιγραφή μαγέρικου ή ξενοδοχείου. Δε μπορείς να κάμεις αυτά τα τέσσερα βήματα;
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Βοήθεια, το μπαούλο μου πέφτει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Το 'πα πως εσύ δεν ήσουνε κατάλληλος, είσαι πολύ αδύνατος δεν έχεις δύναμη. (βαστά το μπαούλο στον ώμο του Βαστάζου).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (κοιτώντας το Βαστάζο): Αν μπορούσα να βγάλω καμιά δεκάρα. (στον Φλωρίνδο). Κύριε, αγαπάτε μήπως τίποτα; Μπορώ να σας δουλέψω;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Καλέ μου άνθρωπε, βοηθήστε να πάρει αυτό το μπαούλο σε κείνο το ξενοδοχείο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δελέγκου άστεμε 'μέ. Να, πως κάνουνε. Αμόλα το. (με τον ώμο κάτω απ' το μπαούλο, το παίρνει όλο πάνω του και ρίχνει χάμω το Βαστάζο με μια σπρωξιά).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εύγε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν πεζάρει καθόλου. (μπαίνει στο ξενοδοχείο με το μπαούλο).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (στο Βαστάζο): Βλέπετε πώς κάνουνε;
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Εγώ δε μπορώ πλιότερο. Κάνω το χαμάλη απ' ανάγκη, μα είμαι από καλό σπίτι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί έκανε ο πατέρας σου;
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Ο πατέρας μου; Έγδερνε τ' αρνιά τση χώρας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Ετούτος, χωρίς άλλο είναι παλαβός. (κάνει να μπει στο ξενοδοχείο).
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Αφέντη, με συμπαθάτε...
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί θέλετε;
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Τη πλερωμή για το θέλημα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί; Θα σου δώσω για δέκα βήματα! Νάτην, εκεί είν' η βάρκα. (δείχνει στο βάθος της σκηνής).
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Εγώ δε μετράω τα βήματα! Να με πλερώσετε. (απλώνει το χέρι).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πάρε πέντε σολδιά. (του τα βάζει στο χέρι).
ΒΑΣΤΑΖΟΣ (απλώνει το χέρι): Να με πλερώσετε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ω, τι επιμονή! Πάρε άλλα πέντε..
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Να με πλερώσετε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (του δίνει μια κλωτσά): Μου 'βγαλες τη ψυχή.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Τώρα είμαι πλερωμένος. (φεύγει).

Σκηνή 8η:

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί κόσμος που σου 'ναι! Περίμενε ακριβώς να τόνε κακομεταχειριστώ. Ας πάμε να ιδούμε τί ξενοδοχείο είν' ετούτο...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κύριε, το πήρα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί ξενοδοχείο είν' αυτό;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είναι καλό ξενοδοχείο, κύριε. Όμορφα κρεβάτια, όμορφοι καθρέφτηδες, μια σπουδαία κουζίνα, με μια μυρουδιά που ανασταίνει. Εμίλησα με τον καμαριέρη. Θα σας περιποιηθεί βασιλικά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εσείς τί επάγγελμα κάνετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τον υπερέτη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είσαστε Βενετσιάνος;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν είμαι Βενετσιάνος, μα είμ' εδώ από το κράτος. Είμαι Μπεργαμάσκος, δούλος σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τώρα έχετε αφέντη;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα... πραματικά δεν έχω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είσαστε χωρίς αφέντη;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να 'μαι, με βλέπετε, είμαι δίχως αφέντη. (μόνος). Εδώ δεν είν' ο αφέντης μου, δε λέω ψέματα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ερχόσαστε στην υπηρεσία μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Στην υπερεσία σας; Γιατί όχι; (μόνος). Αν η συμφωνία είναι καλύτερη, αλλάζω παρτσινέβελο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τουλάχιστο για το διάστημα που θα μείνω στη Βενετία.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πολύ καλά. Πόσο θα μου δίνετε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πόσο ζητάτε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να σας πω. Ένας άλλος αφέντης που είχα και που τώρα εδώ δεν τον έχω άλλο, μούδιν' ένα Φίλιππο το μήνα και τα έξοδα μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Καλά, τόσο θα σας δίνω κι εγώ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πρέπει να μου δώκετε κάτι πλιότερο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και τί πλιότερο ζητάτε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ένα σολδάκι την ημέρα για το ταμπάκο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μάλιστα, ευχαρίστως, θα σας το δώσω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μια κι είν' έτσι, στέκω μ' εσάς.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μα θα 'θελα και κάποια σύσταση για τη διαγωγή σας.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τόμου δε γυρεύετ' άλλο, παρά σύσταση για τη διαγωγή μου, αμέτε στη Μπέργαμο κι όλοι θα σας πούνε για με.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δεν έχετε κανένα στη Βενετία να σας ξέρει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έφτακα σήμερα το πρωί, κύριε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Καλά, μου φαινόσαστε καλός άνθρωπος, θα σας δοκιμάσω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δοκιμάστε με και θα ιδείτε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πρώτ' απ' όλα, βιάζομαι να ιδώ αν υπάρχουνε στο ταχυδρομείο επιστολές για με. Πάρτε μισό σκούδο, πηγαίνετε στο ταχυδρομείο του Τουρίνου και ρωτήστε αν είν' επιστολές για τον Φλωρίνδο Αρετούση. Αν είναι, τις παίρνετε και τις φέρνετε αμέσως, γιατί σας περιμένω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ως τόσο διατάχτε να ετοιμάσουνε το γιόμα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, καλά, θα πω να το ετοιμάσουνε. (μόνος). Είναι κωμικός, δε μου φαίνεται κακός. Σιγά-σιγά θα τόνε δοκιμάσω. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).

Σκηνή 9η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ένα σολδί πλιότερο τη μέρα, κάνουνε τριάντα σολδιά το μήνα και δεν είναι μήτε σίγουρο πως ο άλλος μου δίνει ένα Φίλιππο μου δίνει δέκα Παύλους. Μπορεί δέκα Παύλοι να κάνουν ένα Φίλιππο, μα 'γω δε το ξέρω σίγουρα. Κι έπειτα κείνο το σιορ Τουρινέζο, δε τόνε βλέπω άλλο. Είναι παλαβός. Είν' ένας γκιοβινότος χωρίς μουστάκι και χωρίς μυαλό. Ας πάει να κουρεύεται κι ας πάμε στο Ταχυδρομείο για τούτο τον αφέντη. (πάει να φύγει και συναντά τη Βεατρίκη).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εύγε σου, έτσι με περιμένεις;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εδώ είμαι, κύριε. Σας περιμένω ακόμα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Και γιατ' ήρθες να με περιμένεις εδώ κι όχι στο δρόμο που σου 'πα; Είναι σύμπτωση που σε ξαναβρήκα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Επροβάτησα κομμάτι, για να μου περάσει η πείνα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έλα, πήγαινε αμέσως στη βάρκα, πες του βαρκάρη να σου δώσει το μπαούλο μου και πάρτο στο ξενοδοχείο του κύριου Μπριγκέλα.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Νάτο εκεί το ξενοδοχείο μου δεν έχει να λαθέψεις.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Καλά, λοιπόν, κάμε γρήγορα, γιατί σε περιμένω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Διάολε! Σε κείνο το ξενοδοχείο!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Άκου, συγχρόνως να πας στο Ταχυδρομείο του Τουρίνου και να ρωτήσεις αν είναι δικές μου επιστολές. Μάλιστα, ρώτα αν είν' επιστολές για τον Φρειδερίκο Ρασπόνη και για τη Βεατρίκη Ρασπόνη. 'Ητανε να 'ρθει μαζί μου ως κι η αδελφή μου και για κάποιο εμπόδιο έμεινε στο σπίτι. Μπορεί να της έγραψε καμιά φίλη της. Κοίτα αν είν' επιστολές ή για κείνην ή για με.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Δε ξέρω τι να κάμω. Είμ' ο πλιο μπερδεμένος άνθρωπος του κόσμου.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ (σιγά στη Βεατρίκη): Πώς περιμένετε γράμματα στο σωστό σας τ' όνομα και στο πλαστό, τη στιγμή που φύγατε μυστικά;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (σιγά στον Μπριγκέλα): Άφησα παραγγελία σ' ένα πιστό υπηρέτη μου, που φροντίζει το σπίτι μου, να μου γράψει και δε ξέρω με τι όνομα μπορεί να μου γράψει. Μα πάμε και με την ησυχία μας θα σας τα πω όλα. (στον Τρουφαλδίνο). Κάμε γρήγορα, πήγαινε στο ταχυδρομείο κι έπειτα στη βάρκα. Πάρε τις επιστολές, δώσε να φέρουνε το μπαούλο και σε περιμένω στο ξενοδοχείο. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (στον Μπριγκέλα): Εσείς είσαστε ο παρτσινέβελος του ξενοδοχείου;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μάλιστα, εγώ είμαι. Φερθείτε καλά και να 'σαστ' ήσυχος πως θα σας δώκω να φάτε καλά. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).

Σκηνή 10η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΣΙΛΒΙΟΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τί ωραία! Κόσμος και κόσμος γυρεύει έναν αφέντη κι εγώ εύρηκα δύο. Τί διάβολο να κάμω; Και τσου δυο δε μπορώ να τσου υπερετάω. Δε μπορώ; Και γιατί όχι; Δε θα 'ταν όμορφο να δουλεύω και τσου δυο, και να βγάνω δυο μιστούς και να τρώγω διπλό; Θα 'τανε ζάχαρη αν δεν το μυριζόντανε. Κι αν το μυριστούνε, τί θα χάσω; Τίποτα! Αν ο ένας με διώξει, στέκω με τον άλλονε, με κείνονε που θέλει να με δοκιμάσει.
Και μια μέρα να βαστάξει, θέλω να δοκιμάσω. Στον πάτο τση γραφής, πάντα κάτι θ' απολάψω. Κουράγιο, ας πάμε στο Ταχυδρομείο και για τσου δυο. (κάνει να ξεκινήσει).
ΣΙΛΒΙΟΣ (μόνος): Τούτος είν' ο υπηρέτης του Ρασπόνη. (στο Τρουφαλδίνο). Πατριώτη!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ορίστε!
ΣΙΛΒΙΟΣ: Πού είναι ο αφέντης σας;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ο αφέντης μου; Είν' εκεί, σε κείνο το ξενοδοχείο.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Να πάτε αμέσως στον αφέντη σας και να του πείτε πως θέλω να του μιλήσω κι αν έχει φιλότιμο να 'ρθει κάτω, που τόνε περιμένω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μα αγαπητέ κύριε...
ΣΙΛΒΙΟΣ (με δυνατή φωνή): Να πάτε αμέσως!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μα γι' ακούστε, ο αφέντης μου...
ΣΙΛΒΙΟΣ: Λιγότερες κουβέντες, γιατί, μα το Θεό...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μα ποιανού να πω να 'ρθει;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αμέσως, ή σε τσακίζω στο ξύλο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Δε ξέρω τίποτα, θα στείλω τον πρώτο που θα βρεθεί μπροστά μου. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).

Σκηνή 11η:

ΣΙΛΒΙΟΣ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΣΙΛΒΙΟΣ: Όχι, ποτέ, είναι αδύνατο ν' ανεχτώ μπρος στα μάτια μου έναν αντεραστή. Αν ο Φρειδερίκος εγλίτωσε μια φορα, δε θα 'χει πάντα την ίδια τύχη. Ή θα παρατήσει κάθε αξίωση για τη Κλεαρέτη ή θα λογαριαστεί μαζί μου. Βγαίνουν άλλοι άνθρωποι από το ξενοδοχείο. Δεν θέλω να μ' ανησυχήσουν. (τραβιέται στο αντίθετο μέρος).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (δείχνει τον Σίλβιο στον Φλωρίνδο): Νάτος εκεί, κείνος ο κύριος που πετά φωτιές απ' όλες του τσι μπάντες.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δε τόνε ξέρω. Τί θέλει από με;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε ξέρω. Πάω για τα γράμματα. Με την άδεια σας. (μόνος). Δε θέλω σκοτούρες.
ΣΙΛΒΙΟΣ (μόνος): Ο Φρειδερίκος δεν έρχεται.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Θα ιδώ τι συμβαίνει. (στο Σίλβιο). Κύριε, εσείς μ' εζητήσατε;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εγώ; Δεν έχω τη τιμή μήτε να σας γνωρίζω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι όμως ο υπηρέτης που είδατε να φεύγει τώρ' από 'δω, μου 'πε πως με αγέρωχη φωνή και με φοβέρες ζητούσατε να με προκαλέσετε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Δε με κατάλαβε καλά. Είπα να μιλήσει στον αφέντη του.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ωραία, εγώ είμαι ο αφέντης του.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εσείς; Ο αφέντης του;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Χωρίς αμφιβολία. Είναι στην υπηρεσία μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Συγνώμη λοιπόν, ή ο υπηρέτης σας μοιάζει με κάποιον άλλο που είδα σήμερα το πρωί ή δουλεύει και σε κάποιον άλλο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Αυτός υπηρετεί σ' εμέ , μην αμφιβάλλετε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μια κι είν' έτσι, σας ξαναζητώ συγνώμη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Παρακαλώ. Ομοιότητες παρουσιάζονται κάθε στιγμή.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εσείς είσαστε ξένος, κύριε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τουρινέζος, στον ορισμό σας.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Τουρινέζος ακριβώς ήτανε κι εκείνος που γυρεύω να ξεθυμάνω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Αν είναι συμπολίτης μου, μπορεί να τόνε ξέρω κι αν σας έχει πειράξει, αναλαβαίνω ευχαρίστως να σας ικανοποιήσω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Γνωρίζετε κάποιο Φρειδερίκο Ρασπόνη;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ω! Τον εγνώρισα δυστυχώς.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Γυρεύει, για ένα λόγο που 'λαβε απ' τον πατέρα, να μου πάρει τη γυναίκα που σήμερα το πρωί αρραβωνιάστηκα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μη φοβάστε, φίλε, ο Φρειδερίκος Ρασπόνης δε μπορεί να σας πάρει τη γυναίκα σας. Είναι πεθαμένος.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μάλιστα, όλοι πιστεύανε πως ήτανε πεθαμένος, μα σήμερα το πρωί έφθασε στη Βενετία γερός και ζωντανός, για μεγάλη μου δυστυχία.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κύριε, με κάνετε να σαστίσω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μα σάστισα κι εγώ.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ο Φρειδερίκος Ρασπόνης, σας βεβαιώνω πως απέθανε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ο Φρειδερίκος Ρασπόνης σας βεβαιώνω πως ζει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Προσέχετε καλά, γιατί γελιόσαστε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ο κυρ-Πανταλόνε των Μπιζονιόζων, ο πατέρας του κοριτσιού, εξέτασε με όλες τις λεπτομέρειες για να βεβαιωθεί και με αναμφισβήτητες απόδειξες επείστηκε πως είναι ο ίδιος.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Δε σκοτώθηκε λοιπόν καθώς επίστεψαν όλοι;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ή αυτός ή εγώ θ' αφήσουμε τον έρωτα για τη Κλεαρέτη ή τη ζωή.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Ο Φρειδερίκος εδώ; Φεύγω απ' τη Δικαιοσύνη και βρίσκω μπρος τον εχθρό μου!
ΣΙΛΒΙΟΣ: Είναι περίεργο πώς δεν τον είδατε. Επρόκειτο να μείνει σ' αυτό το ξενοδοχείο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δεν τον είδα εδώ μου 'πανε πως δεν έμενε κανείς ξένος.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Θ' άλλαξε γνώμη. Κύριε, συγνώμη αν σας ανησύχησα. Αν τον δείτε, πέστε του, για το καλό που του θέλω, να βγάλει την ιδέα γι' αυτό το γάμο. Τ' όνομα μου είναι Σίλβιος Λομπαρδης, έχω τη τιμή να σας υποβάλλω τα σέβη μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Χαίρω πολύ για τη γνωριμία σας. (μόνος). Τούτ' η δουλειά το νου μου αναστατώνει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Έχετε την ευχαρίστηση να μου πείτε τ' όνομα σας;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Δε θέλω να φανερωθώ. (δυνατά). Οράτιος Αρντέντης, στον ορισμό σας.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Κύριε Οράτιε, είμαι στις διαταγές σας. (φεύγει).

Σκηνή 12η:

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πώς είναι δυνατό, μια σπαθιά, που του μπήκε από το στήθος και του βγήκε στα νεφρά, να μην τον εσκότωσε; Τον είδα κι εγώ με τα μάτια μου ξαπλωμένο χάμου και βουτηγμένο στο αίμα του. Άκουσα να λένε πως έμεινε στον τόπο. Μα μπορεί και να μην απέθανε. Το σίδερο μπορεί να μη του πείραξε σοβαρά μέρη. Θα χτύπησα στα πλευρά κι ενόμισα πως τονε χτύπησα στο στήθος. Η σύγχυση ξεγελά. Με το να φύγω από το Τουρίνο αμέσως, γιατί ξαιτίας της έχθρας μας ήμουνε κατηγορούμενος, δεν έλαβα τον καιρό να μάθω την αλήθεια. Λοιπόν, μια και δεν εσκοτώθηκε, θα 'ναι καλύτερα να γυρίσω στο Τουρίνο, για να παρηγορήσω την αγαπητή μου Βεατρίκη, που ίσως υποφέρει και κλαίει για την απουσία μου.

Σκηνή 13η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ μ' ένα βαστάζο, που φέρνει το μπαούλο της Βεατρίκης κι ο πάνω.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (προχωρεί μερικά βήματα μαζί με το βαστάζο, έπειτα παρατηρώντας τον Φλωρίνδο και φοβούμενος μήπως τον ιδεί, απομακρύνει το βαστάζο): Έλα μαζί μου... Ω, διάολε! Είν' εδώ ο άλλος αφέντης μου. Συνάδερφε, αποτραβηχτείτε και
περιμένετέ με σε κείνη την αγκωνή (ο βαστάζος απομακρύνεται).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, χωρίς άλλο θα γυρίσω στο Τουρίνο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εδώ είμαι, κύριε...
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τρουφαλδίνο, έρχεσαι στο Τουρίνο μαζί μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πότε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τώρα αμέσως.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Χωρίς να φάμε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Όχι, θα φάμε κι έπειτα φεύγουμε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πολύ καλά, τρώγωντας θα σκεφτώ.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Επήγες στο Ταχυδρομείο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εύρηκες γράμματα μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εύρηκα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα να τα βρω. (βγάζει απ' τη τσέπη του τρεις επιστολές. μονολογεί). Ω, διάολε! Πώς θα βρω τώρα τα δικά του; Εγώ δε ξέρω να διαβάζω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θάρρος, δώσε μου εδώ τις επιστολές μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα, κύριε. (μόνος). Μπερδεύτηκα. (στο Φλωρίνδο). Να σας πω, κύριε: Αυτά τα τρία γράμματα δεν είν' όλα τση αφεντιάς σας. Αντάμωσα ένα γνώριμο μου υπερέτη, που δουλεύαμε στη Μπέργαμο μαζί του 'πα πως πάω Ταχυδρομείο κι εκείνος μ' επαρακάλεσε να κοιτάξω αν ήτανε τίποτα για τον αφέντη του. Μου φαίνεται πως ήταν ένα γράμμα, μα δεν το γνωρίζω δεν ξέρω ποιο είναι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δώσε μου να ιδώ εγώ, θα πάρω τα δικά μου και τ' άλλο θα σου το ξαναδώσω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ορίστε. Βιάζομαι να το δώκω στο φίλο μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί βλέπω! Επιστολή στ' όνομα της Βεατρίκης; Μα είν' εδώ στη Βενετία;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Το βρήκατε το γράμμα του συναδέρφου μου;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ποιός είν' αυτός ο συνάδερφος σου, που σου 'δωσε τη παραγγελία;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είν' ένας υπερέτης... που τόνε λένε Πασκάλη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και πού υπηρετεί;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε ξέρω, κύριε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μα τη στιγμή που σου 'πε να ζητήσεις τα γράμματα του αφέντη του, θα σου 'πε και τ' όνομα του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Φυσικά. (μόνος). Το μπέρδεμα μεγαλώνει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Λοιπόν τί όνομα σου 'πε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε το θυμάμαι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πώς;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου το 'γραψε σ' ένα χαρτί.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και πού είναι το χαρτί;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τ' άφηκα στο ταχυδρομείο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Βρίσκομαι σ' ένα πέλαο από μπερδέματα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Να ιδώ πώς θα τα βγάλω πέρα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού μένει αυτός ο Πασκάλης;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καλά δε ξέρω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και πώς θα του δώσεις το γράμμα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου 'πε πως θα ιδωθούμε στη πλατεία.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Δε ξέρω τι να πω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Αν τα βγάλω πέρα, θα 'ναι θάμα. (δυνατά). Δώστε μου το γράμμα και θα κοιτάξω να τόνε βρω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Όχι, αυτό το γράμμα θα τ' ανοίξω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ω, πω πω! Μην το κάμετ' αυτό. Θα το ξέρετε πως τιμωριέται αυτός που ανοίγει τα γράμματα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Έτσι θα κάμω! Τούτο το γράμμα μ' ενδιαφέρει πολύ. Στέλνεται σε πρόσωπο δικό μου. Χωρίς φόβο μπορώ να τ' ανοίξω. (τ' ανοίγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δούλος σας κύριε! (μόνος) Το 'καμε!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (διαβάζει): Αξιότιμη κυρά. Η αναχώρηση σας από το Τουρίνο έκαμε σ' όλη τη χώρα να μιλούνε για σας κι όλοι καταλαβαίνουνε πως επήρατε μια τέτοιαν
απόφαση, για ν' ακολουθήσετε τον κύριο Φλωρίνδο. Η αστυνομία εξακρίβωσε πως εφύγατε ντυμένη αντρίκια και δεν παύει να προσπαθεί να βρει τη ίχνη σας, για να σας πιάσει. Εγώ την επιστολή αυτή δεν την έστειλα από το Τουρίνο κατευθείαν στη Βενετία,
για να μη μαθευτεί η χώρα που μου 'χατε πει πως εσκοπεύατε να πάτε, μα την έστειλα σε κάποιο φίλο στη Γένοβα, για να σας τη στείλουν από κει. Αν μάθω τίποτ' άλλο, δε θα παραλείψω να σας το γράψω με τον ίδιο τρόπο και ταπεινά υπογράφομαι. Ταπεινότατος και πιστότατος δούλος σας: Αντόνιο του Ντόιρα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Τί ωραία δουλειά! Να διαβάζει τα μυστικά του άλλου!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ (μόνος): Τί μαθαίνω; Τί διάβασα; Η Βεατρίκη έφυγε απ' το σπίτι της; Ντυμένη αντρίκια; Για να 'ρθει να με βρει; Μ ' αγαπά στ' αλήθεια. Μακάρι να τη ξαναβρώ στη Βενετία. (στον Τρουφαλδίνο). Πήγαινε, αγαπητέ, Τρουφαλδίνο, βάλε τα δυνατά σου να συναντήσεις τον Πασκάλη προσπάθησε να μάθεις απ' αυτόνε ποιος είν' ο αφέντης του, είτε άντρας είτε γυναίκα, ανακάλυψε πού μένει κι αν μπορέσεις, φέρτονε σ' εμέ κι εγώ θα σας δώσω και στους δυο από ένα καλό φιλοδώρημα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δώστε μου το γράμμα και θα προσπαθήσω να τόνε βρω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πάρε το σου δίνω την έγνοια: αυτό το πράμα μ' ενδιαφέρει πολύ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μα να του το δώκω έτσι ανοιγμένο;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πέστε του πως έγινε λάθος, απροσεξία. Μη μου φέρνετε δυσκολίες.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Και στο Τουρίνο θα πάτε τώρα πια;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Όχι, δε θα πάω για την ώρα. Μη χασομεράς. Προσπάθησε να συναντήσεις τον Πασκάλη. (μόνος) Η Βεατρίκη στη Βενετία, ο Φρειδερίκος στη Βενετία. Αν τη βρει ο αδελφός της, αλίμονο της! Θα κάμω το παν να τη συναντήσω. (φεύγει).

Σκηνή 14η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΒΑΣΤΑΖΟΣ με το μπαούλο στον ώμο.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καλός είμαι και του λόου μου, που δε πάω καλλιά μου. Να ιδώ πώς θα τα καταφέρω μ' αυτές τσι δυο υπερεσίες. Θα ιδώ την ικανότητα μου. Ετούτο το γράμμα, που είναι για τον άλλον αφέντη, μου κακοφαίνεται να του το δώκω ανοιγμένο. Θα τηράξω να το διπλώσω. (κάνει διάφορα διπλώματα άσχημα). Τώρα πρέπει να το βουλώσω. Μα πώς γένεται; Έχω ιδεί τη νόνα μου που καμιά φορά βούλωνε τα γράμματα με ψωμί μασημένο. Θα δοκιμάσω. (βγάζει απ' τη τσέπη του ένα κομμάτι φωμί). Μου κακοφαίνεται να χαλάσω αυτό το λίγο ψωμί μα θέλει υπομονή. (μασά λίγο φωμί να
σφραγίσει την επιστολή, μα χωρίς να θέλει το καταπίνει
). Ω, διάολε! Επήγε κάτω. Πρέπει να μασήσω άλλο κομμάτι. (τα ίδια και καταπίνει). Δεν έχει γιατριά. Η φύση αντιστέκεται.

Θα δοκιμάσω ξανά. (μασά όπως και πριν θέλει να καταπιεί το φωμί, μα συγκρατιέται και με πολύ δυσκολία το βγάζει από το στόμα). Ω, το καταφέραμε! Θα βουλώσω το γράμμα.
(το σφραγίζει με φωμί). Μου φαίνεται πως είναι καλά. Δεν πρέπει να καταλάβει πως τ' ανοίξανε. Είμαι σπουδαίος εγώ για να τα διορθώνω! Ω ξέχασα τέλεια το χαμάλη. (κράζει) Συνάδερφε, έλα 'δω, φέρε το μπαούλο.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ (με το μπαούλο στον ώμο): Εδώ είμαι, πού θα το πάρουμε;
ΤΡΟΥΦ: Πάρτο σε κείνο το ξενοδοχείο και τώρα έφτακα κι εγώ.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Και ποιός θα με πλερώσει;

Σκηνή 15η:

ΒΕΑΤΡΙΚΗ, βγαίνει από το ξενοδοχείο κι οι πάνω.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ετούτο είναι το μπαούλο μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πάρτε το στο δωμάτιο μου.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Ποιό είναι το δωμάτιο σας;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ρωτήστε τον καμαριέρη.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Εσυμφωνήσαμε τριάντα σολδιά.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πηγαίνετε, θα σας πληρώσω.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Θέλω δελέγκου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μη μ' ενοχλείτε.
ΒΑΣΤΑΖΟΣ: Τώρα πετάω το μπαούλο στη μέση του δρόμου. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σπουδαίοι άρχοντοι κι ετούτ' οι χαμάληδες!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Επήγες στο ταχυδρομείο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ήταν επιστολές μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ήταν ένα γράμμα τση αδερφής σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Καλά, πούναι το;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εδώ είναι. (δίνει την επιστολή).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτή την επιστολή την έχουν ανοίξει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Το 'χουν ανοίξει; Και πώς μπορεί;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Την έχουν ανοίξει και την έχουνε σφραγίσει τώρα με ψωμί.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ δεν έχω ιδέα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν έχεις ιδέα, ε; Κατεργάρη, ανάξιε, ποιός άνοιξε αυτή την επιστολή; Απαιτώ να το μάθω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα σας πω, κύριε, θα σας μαρτυρήσω την αλήθεια. Όλοι μπορεί να λαθέψουμε. Στο ταχυδρομείο ήταν ένα γράμμα δικό μου, δε ξέρω καλά να διαβάζω κι από λάθος, αντίς ν' ανοίξω το δικό μου, άνοιξα το δικό σας. Σας ζητώ συμπάθειο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν έγιν' έτσι, δε πειράζει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έγιν' έτσι, σας τ' ορκίζομαι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τη διάβασες την επιστολή; Ξέρεις τι λέει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καθόλου. Είν' ένας χαρακτήρας, που δε τόνε βγάνω.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Την είδε κανείς;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μπα!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πρόσεξε καλά.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ου!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μόνη): Δε θα 'θελα να με γελάσει αυτός. (διαβάζει σιγά).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Πάει κι αυτό, σκεπάστηκε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μόνη): Ο Αντόνιο είναι πιστός υπηρέτης. Του 'μαι υπόχρεη. (δυνατά). Άκου, εγώ πάω για κάποια δουλειά λίγο πέρα. Εσύ πήγαινε στο ξενοδοχείο, άνοιξε τό μπαούλο, πάρε και τα κλειδιά κι αέρισε λιγάκι τα φορέματα μου. Όταν θα γυρίσω, θα φάμε. (μόνη) Ο κύριος Πανταλόνε δε φαίνεται κι εμέ μου χρειάζονται αυτά τα χρήματα. (φεύγει).

Σκηνή 16η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τέλειωσε μια χαρά, που δε μπορούσε καλύτερα. Είμαι σπουδαίος. Εχτιμάω τον εαυτό μου εκατό σκούδα πλιότερο απ' όσο τον εχτιμούσα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πέστε μου, φίλε, ο αφέντης σας είναι σπίτι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, κύριε, δεν είναι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ξέρετε πού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μήτε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πάει στο σπίτι να φάει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου φαίνεται.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πάρτε και τόμου γυρίσει, του δίνετε αυτά τα όβολα. Είν' εκατό δουκάτα. Δε μπορώ να περιμένω γιατί έχω δουλειά. Σας προσκυνώ. (φεύγει).

Σκηνή 17η:

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αυτός το 'πε κι αυτός τ' άκουσε. Καλό ταξίδι. Δε μου 'πε μήτε ποιανού από τσου δυο μου αφέντηδες να τα δώκω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Λοιπόν, εύρηκες τον Πασκάλη;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι κύριε δεν εύρηκα τον Πασκάλη, μα εύρηκα ένανε που μου 'δωκε ένα σακκούλι μ' εκατό δουκάτα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εκατό δουκάτα; Να τα κάμεις τί ;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πέστε μου την αλήθεια, αφέντη, περιμένετε όβολα από πουθενά;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, έχω δώσει μιαν επιστολή σε κάποιον έμπορο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λοιπόν, αυτά τα όβολα θα 'ναι δικά σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί σου 'πε αυτός που σου τα 'δωσε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου 'πε να τα δώκω του αφέντη μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Λοιπόν, είναι δικά μου χωρίς άλλο. Εγώ δεν είμ' ο αφέντης σου; Υπάρχει αμφιβολία;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ (μόνος): Δε ξέρει τίποτα για τον άλλο μου αφέντη. (δυνατά) Βέβαια...
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και δε ξέρεις ποιος σου τα 'δωσε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε ξέρω, μου φαίνεται πως τη φυσιογνωμία του την ξανάδα κάποια άλλη φορά, μα δε θυμάμαι που.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θα 'ναι ο έμπορος που μ' έχουνε συστήσει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αυτός θα 'ναι δίχως άλλο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θυμήσου τον Πασκάλη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έπειτ' απ' το γιόμα θα τόνε βρω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πάμε λοιπόν γρήγορα να ετοιμάσουμε το γιόμα. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάμε, μάλιστα. Πάλε καλά, που αυτή τη φορά δεν έπεσα όξω. Τα όβολα τα 'δωκα του ανθρώπου που 'τανε δικά του. (μπαίνει στο ξενοδοχείο).

Σκηνή 18η:

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΚΛΕΑΡΕΤΗ, ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αυτό είναι: ο σιορ Φρεντερίκος θα γένει άντρας σας. Έδωκα λόγο κι εγώ δεν είμαι καραγκιόζης.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Είσαστε αφέντης μου, πατέρα, μα συγνώμη, αυτό είναι τυραννία.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τόμου ο σιορ Φρεντερίκος σας εγύρεψε, σας το 'πα, εσείς δε μου 'πατε πως δεν τόνε θέλετε. Τότες έπρεπε να μιλήσετε. Τώρα είναι αργά.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Η υποταγή, ο σεβασμός μ' έκανε να κλείσω το στόμα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ο σεβασμός κι η υποταγή να κάμουνε το ίδιο και τώρα.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μου είναι αδύνατο, πατέρα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αδύνατο; Και γιατί;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τον Φρειδερίκο δεν τόνε παίρνω, ασφαλώς.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σου φαίνεται τόσο άσκημος;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Στα μάτια μου είναι μισητός.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κι αν ακόμα σας δείξω πώς να σας αρέσει;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Με ποιον τρόπο, πατέρα;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Βγάλτε από το νου σας τον σιορ Σίλβιο και θα σας αρέσει.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ο Σίλβιος είναι βαθιά μες στη ψυχή μου κι εσείς με τη συγκατάθεση σας τονε ριζώσατε ακόμα πιο πολύ.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (μόνος): Από 'να μέρος λυπάμαι. (δυνατά) Πρέπει να κάμετε την ανάγκη φιλοτιμία.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Η καρδιά μου δεν είναι ικανή για μια τόσο μεγάλη προσπάθεια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Βάλτε τα δυνατά σας, πρέπει να γένει...
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αφέντη, είν' εδώ ο κυρ-Φρεντερίκος και θέλει να σας υποβάλει τα σέβη του.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Να 'ρθει μέσα, είναι νοικοκύρης.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ωιμέ! Τί τυραννία! (κλαίει).
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τί έχετε κυρά; Κλαίτε; Μα την αλήθεια έχετ' άδικο. Δεν είδατε τί ωραίος που είν' ο κυρ Φρεντερίκος; Αν είχα 'γω μια τέτοια τύχη, δε θα 'κλαια καθόλου, μα θα γελούσα μ' ένα στόμα τόσο. (φεύγει).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έλα, κόρη μου, μη σε ιδεί πως κλαις.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μα όταν νιώθω πως σκίζεται η καρδιά μου;

Σκηνή 19η:

ΒΕΑΤΡΙΚΗ κι οι πάνω.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τα σέβη μου στον κύριο Πανταλόνε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Αφέντη, τα σέβη μου. Ελάβατ' εκατό δουκάτα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εγώ, όχι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τα 'δωκα λίγο πριν στον υπερέτη σας. Μου 'πατε πως είναι τίμιος άνθρωπος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μάλιστα, δεν είναι φόβος. Δεν τον είδα. Θα μου τα δώσει μόλις γυρίσω στο σπίτι. (σιγά). Τί έχ' η κυρία Κλεαρέτη και κλαίει;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (σιγά): Αγαπητέ σιορ Φρεντερίκο, πρέπει να τη συχωρέσετε. Η είδηση του θανάτου σας έγιν' αιτία γ ι ' αυτό το κάζο. Με τον καιρό ελπίζω ν' αλλάξει.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (σιγά): Κάμετ' ένα πράμα κύριε Πανταλόνε, αφήστε με μονάχο μια στιγμή μαζί της, να ιδώ αν θα καταφέρω να της πάρω κανένα καλό λόγο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάλιστα, κύριε, πάω και γυρίζω. (μόνος). Θα τα δοκιμάσω όλα. (σιγά). Κόρη μου, περιμένετε κι έφτακα. Κάμετε λίγη συντροφιά στον αρραβωνιαστικό σας.
(φεύγει).

Σκηνή 20η:

ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΚΛΕΑΡΕΤΗ.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κυρία Κλεαρέτη...
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Απομακρυνθείτε και μη τολμήσετε να μ' ανησυχήσετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τόση σοβαρότητα με κείνον που πρόκειται να πάρετ' άντρα σας;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αν συρθώ με βία στο γάμο σας, θα πάρετε το χέρι μου, μα όχι τη καρδιά μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Είσαστε θυμωμένη μ' εμέ, μα εγώ ελπίζω να σας ησυχάσω.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Θα σας σιχαίνομαι στον αιώνα τον άπαντα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν μ' εγνωρίζατε, δε θα μου μιλούσατ' έτσι.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Σας γνωρίζω καλά: Είσαστε η καταστροφή της ησυχίας μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μα εγώ έχω το μέσο να σας παρηγορήσω.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Είσαστε γελασμένος. Άλλος από το Σίλβιο δε μπορεί να με παρηγορήσει.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ασφαλώς, δεν μπορώ να σας δώσω την παρηγοριά που μπορεί να σας δώσει ο Σίλβιος, μα μπορώ να συντελέσω στην ευτυχία σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μου φαίνεται υπερβολικό, κύριε, τη στιγμή που σας μιλώ με τον πιο άγριο τρόπο του κόσμου, να επιμένετε να με βασανίζετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μόνη): Ετούτ' η άμοιρη νέα με συγκινεί, δε βαστά η καρδιά μου να τη βλέπω να υποφέρει.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (μόνη): Το πάθος με κάνει τολμηρή, αναιδέστατη, βάρβαρη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κυρία Κλεαρέτη, έχω να σας εξομολογηθώ ένα μυστικό.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δε σας υπόσχομαι να το κρατήσω. Μην επιχειρήσετε να μου το εμπιστευτείτε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Η αυστηρότητα σας μου αφαιρεί τον τρόπο να σας κάμω ευτυχισμένη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Εσείς δεν μπορείτε να με κάμετε παρά δυστυχισμένη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γελιόσαστε και για να σας πείσω, θα σας μιλήσω καθαρά. Αν εσείς δε με θέλετ' εμέ, εγώ δε ξέρω τί να σας κάμω. Αν εσείς υποσχεθήκατε σ' άλλον το χέρι σας κι εγώ υποσχέθηκ' αλλού τη καρδιά μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τώρ' αρχίζετε να μου αρέσετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δε σας είπα πως είχα τον τρόπο να σας παρηγορήσω;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αχ, φοβούμαι πως με κοροϊδεύετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Όχι, κυρία, δεν υποκρίνομαι. Σας μιλώ με τη καρδιά στα χείλη. Κι αν μου υποσχεθείτε τη μυστικότητα που μου αρνηθήκατε λίγο πριν, θα σας εμπιστευτώ ένα μυστικό, που θα σας κάμει να 'σαστε τελείως ήσυχη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ορκίζομαι να βαστάξω τη πιο απόλυτη σιωπή.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν είμαι ο Φρειδερίκος Ρασπόνης, μα η Βεατρίκη, η αδελφή του.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ω! Τί μου λέτε! Εσείς γυναίκα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μάλιστα, γυναίκα. Φανταστείτε αν επιθυμώ με τη καρδιά μου το γάμο σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Και για τον αδελφό σας, τί έχετε να μου πείτε;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εκείνος, δυστυχώς, απέθανε από μια σπαθιά που τον επέρασε από το στήθος στα νεφρά. Εθεωρήθηκ' ένοχος ο αγαπημένος μου, που μ' αυτά τα φορέματα πάω να τον συναντήσω. Σας ορκίζω σ' όλους τους ιερούς νόμους της φιλίας και του
έρωτα, μη με προδώσετε. Ξέρω πως κάνω απερισκεψία, φανερώνοντας ένα τέτοιο μυστικό, μα το κάνω για πολλούς λόγους πρώτα γιατί μου πονούσε να σας βλέπω λυπημένη, έπειτα γιατί μου φαίνεται πως είσαστε μια νέα που μπορεί να κρατήσει ένα
μυστικό, τέλος γιατί ο Σίλβιός σας μ' έχει φοβερίσει και δε θα 'θελα, παρακινούμενος από σας, να με φέρει σε δύσκολη θέση.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Στο Σίλβιο μου επιτρέπετε να το πω;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Όχι, μάλιστα σας το απαγορεύω απολύτως.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Καλά, δε θα του κάμω λόγο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Προσέχτε πως εμπιστεύομαι σε σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Σας το ορκίζομαι ξανά, δε θα κάμω λόγο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τώρα δε θα με βλέπετε πια με κακό μάτι.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μάλιστα θα γίνω φίλη σας κι αν μπορώ να σας βοηθήσω, πέστε μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κι εγώ σας ορκίζομαι φιλία αιώνια. Δώστε μου το χέρι σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Α, δε θα 'θελα...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Φοβάστε πως δεν είμαι γυναίκα; Θα σας δώσω απόδειξη αναμφισβήτητη. (με μια κίνηση, γυμνώνει το στήθος της στην έκπληκτη ακόμα Κλεαρέτη).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Πιστέψτε με, ακόμα μου φαίνεται σαν όνειρο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πραγματικά, δεν είναι κάτι συνηθισμένο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Είναι πολύ παράδοξο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έλα, πρέπει να φύγω. Ας σφίξουμε τα χέρια, απόδειξη της θερμής φιλίας και της πίστης μας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ιδού το χέρι μου. Δεν έχω καμιά υποψία πως με γελάτε.
Σκηνή 21η:
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ κι οι πάνω.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπράβο! Χαίρομαι από καρδιάς. Κόρη μου, συμφωνήσατε, βλέπω, πολύ γλήγορα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δε σας το 'πα, κύριε Πανταλόνε, πως θα την ησυχάσω;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπράβο! Εκάματ' εσείς σε τέσσερα μινούτα, όσα δε θα 'κανα εγώ σε τέσσερα χρόνια.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ (μόνη): Τώρα βρίσκομαι σε χειρότερο λαβύρινθο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Λοιπόν, θα τελειώσουμε γλήγορα αυτό το γάμο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μην έχετε τόση βιάση, πατέρα...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πώς; Σφίγγετε σεις τα χέρια σύμφωνοι κι εγώ να μην έχω βιάση; Όχι, όχι, δε θέλω να χουμε κανά ξαφνικό. Αύριο θα τελειώσουν όλα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Θα 'ναι ανάγκη, κύριε Πανταλόνε, πρώτα να ταχτοποιήσουμε τις μερίδες μας, να ιδούμε το λογαριασμό μας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Θα γένουν όλα. Αυτά είναι πράματα, που γένονται σε δυο ώρες. Αύριο θα βάλετε αρραβώνα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αχ, πατέρα μου...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Κόρη μου, πάω αυτή τη στιγμή να τα πω του σιορ Σίλβιου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μη τον ερεθίζετε, για τ' όνομα του Θεού.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί; Μήπως θέλετε δύο;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δε λέω αυτό. Μα...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μα και μου, τέλειωσε. Δούλος σας, κύριοι. (κάνει, να φύγει).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ακούστε...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είσαστε άντρας και γυναίκα, πάει και τέλειωσε.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Καλύτερα...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Απόψε θα τα πούμε. (φεύγει).
Σκηνή 22η:
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΚΛΕΑΡΕΤΗ.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αχ, κυρία Βεατρίκη, βγαίνω από τη μια στενοχώρια, για να πέσω στην άλλη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κάμετε υπομονή. Όλα μπορεί να γίνουν, εχτός να σας πάρω γυναίκα μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Κι αν ο Σίλβιος με θεωρήσει άπιστη;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Η πλάνη του θα βαστάξει λίγο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αν μπορούσα να του φανερώσω την αλήθεια...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εγώ δε σας λύω από τον όρκο σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τί να κάμω λοιπόν;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Να υπομείνετε λιγάκι.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αμφιβάλλω, γιατ' είναι πολύ βαρειά τέτοια υπομονή.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μην αμφιβάλλετε, γιατί έπειτ' από τους φόβους, έπειτ' από τα χτυποκάρδια, γίνεται πιο γλυκιά η ερωτική ευτυχία. (φεύγει).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δε μπορώ να γελιέμαι πως θα δοκιμάσω την ευτυχία, όσο βλέπω να 'μαι ζωσμένη με βάσανα. Αχ, δυστυχώς είναι σωστό, σ' αυτή τη ζωή, πιο πολύ βασανίζεται κανείς ή ελπίζει και σπάνια χαίρεται. (φεύγει).

                               Τ Ε Λ Ο Σ     1ης     Π Ρ Α Ξ Η Σ

                                   ΠΡΑΞΗ 2η


ΣΚΗΝΗ 1η: (Αυλή στο σπίτι του Πανταλόνε.) ΣΙΛΒΙΟΣ και ΔΟΤΟΡΟΣ.

ΣΙΛΒΙΟΣ: Πατέρα, σας παρακαλώ, αφήστε με ήσυχο.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Στάσου, για πες μου μια στιγμή.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Είμ' έξω φρενών.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Για ποιο λόγο ήρθες στην αυλή του κυρ-Πανταλόνε;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Γιατί απαιτώ ή να βαστάξει το λόγο που μου 'δωσε ή να με ικανοποιήσει για τη βαριά προσβολή που μου 'καμε.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μ' αυτό δεν επιτρέπεται να γίνει μες στο σπίτι του Πανταλόνε. Θα 'σαι τρελός αν αφήνεις να παρασέρνεσαι από το θυμό σου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Όποιος φέρνετ' άσκημα μαζί μας, δεν αξίζει κανένα σεβασμό από μέρος μας.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Είναι σωστό, ο Πανταλόνε δε φέρθηκε σα κύριος, μα γι' αυτό δεν επιτρέπεται σ' εσέ να παραφερθείς. Άφησε να τα κανονίσω εγώ, Σίλβιέ μου, άφησε μια στιγμή να του μιλήσω εγώ, μπορεί να τόνε φωτίσω και να του δώσω να καταλάβει το δίκιο σου. Αποτραβήξου κάπου και περίμενέ με έβγ' απ' αυτή την αυλή, μη κάνουμε σκηνές. Θα περιμένω γώ τον κυρ-Πανταλόνε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μα εγώ, πατέρα...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μα εγώ, γιε μου, απαιτώ στο ύστερο να μ'ακούσεις.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μάλιστα, θα σας ακούσω. Θα φύγω. Μιλήστε του. Θα σας περιμένω στο Φαρμακείο. Μ' αν ο κυρ-Πανταλόνε επιμένει, θα λογαριαστεί μαζί μου.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 2η:   ΔΟΤΟΡΟΣ, ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ.

ΔΟΤΟΡΟΣ: Καημένο παιδί, το λυπάμαι. Δεν έπρεπε ποτέ ο κυρ-Πανταλόνε να το πλανέσει σε τέτοιο σημείο πριν βεβαιωθεί για το θάνατο του Τουρινέζου. Μα θέλω να συχάσει, δε μ' αρέσει να παρασέρνεται από το θυμό του.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (μόνος): Τί γυρεύει ο Δοτόρος μες στο σπίτι μου;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ω, κυρ-Πανταλόνε, τα σέβη μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δούλος, σιορ Δοτόρο. Ακριβώς τώρα ερχόμουν να βρω εσάς και το γιο σας.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ναι; Μπράβο φαντάζομαι πως θα'ρχόσαστε να μας βρείτε, για να μας βεβαιώσετε πως η κυρία Κλεαρέτη θα πάρει τον Σίβλιο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, (δυσκολεύεται να μιλήσει): Ακριβώς, ερχόμουνα να σας πω...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Δε, δεν είναι ανάγκη από δικαιολογίες. Καταλαβαίνω τη θέση που βρεθήκατε. Όλα θα διορθωθούνε φιλικά.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, (διστάζοντας όπως και πριν): Φυσικά, σκεφτόμενοι την υπόσχεση πόδωκα του σιορ Φρεντερίκου...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Σας εύρηκε ξαφνικά, δεν είχατε καιρό να σκεφτείτε και δε λογαριάσατε τη προσβολή που γινότανε στο σπίτι μας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δε μπορεί να πείτε προσβολή, τόμου ήτανε μ' άλλονε συμφωνία...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Από πρώτη ματιά φαινότανε πως η υπόσχεση με τον Τουρινέζο ήταν αδιάλυτη, γιατ' είχε γίνει με συμφωνία. Μ' αυτή ήτανε μια συμφωνία που γίνηκε ανάμεσα σε σάς και σε κείνον, ενώ η δική μας συμφωνία επικυρώθηκε από τη κοπέλα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι σωστό, μα...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Και ξέρετε καλά πως στους γάμους: Consensus, et non concubitus facit virum [η συγκατάθεση κι όχι η παρουσία μαζί, σηματοδοτεί].
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εγώ δεν ξέρω λατινικά, μα σας λέω...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Και δεν είναι σωστό να θυσιάζουμε τα κορίτσια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έχετε άλλο να πείτε;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Από μέρους μου, μίλησα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ετελειώσατε;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ετέλειωσα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπορώ να μιλήσω;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μιλήστε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σιορ Δοτόρο, αγαπητέ μου, μ' όλη σας την επιστήμη...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Όσο για τη προίκα, θα συμφωνήσουμε. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν έχει καμιά σημασία.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πάλε τα ίδια. Θα μ' αφήκετε να μιλήσω;
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μιλήστε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σας λέω πως η επιστήμη σας είναι καλή κι άγια, μα σ' αυτή τη περίπτωση δεν έχει τόπο. Ο σιορ Φρεντερίκος είναι πάνω στη κάμαρα με τη κόρη μου κι αν εσείς ξέρετ' όλους τσου νόμους περί γάμου, από τούτονε, πιστεύω, δε λείπει τίποτα.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Πώς! Εγινήκαν όλα;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Όλα.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ο φίλος είναι στο δωμάτιο;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δεν είν' ένα μινούτο όπου τσ' άφηκα.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Κι η κυρία Κλεαρέτη τον επαντρεύτηκε, από μια στιγμή στην άλλη, χωρίς την παραμικρή δυσκολία;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δεν ξέρετε τσι γυναίκες; Αλλάζουνε σαν ανεμοδούρες.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Κι εσείς θ' ανεχθείτε να γίνει ένας τέτοιος γάμος;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εγώ είμαι υποχρεωμένος δε μπορώ να τόνε ξεφύγω. Η κόρη μου είν' ευχαριστημένη, τι 'μπόδιο να φέρω; Ερχόμ' επίτηδες να βρω εσάς ή το σιορ Σίλβιο, να του το πω. Μου κακοφαίνεται πολύ, μα δε βλέπω ρεμέντιο.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Δεν απορώ με την κόρη σας, απορώ μ' εσάς, που φερνόσαστε τόσο άσκημα μαζί μου. Αν δεν ήσαστε βέβαιος για το θάνατο του κυρ-Φρειδερίκου, δεν έπρεπε να υποχρεωθείτε με το γιο μου, και μια κι υποχρεωθήκατε, έπρεπε οπωσδήποτε να βαστάξετε το λόγο σας. Η είδηση του θανάτου του Φρειδερίκου δικαιολογούσε αρκετά και απέναντι του τη νέα σας απόφαση και δεν μπορούσε μήτε να σας κατηγορήσει, μήτε να γυρέψει καμιάν ικανοποίηση. Το πρωινό αρραβώνιασμα της κυρίας Κλεαρέτης με το γιο μου coram testibus [παρουσία μαρτύρων], δε μπορούσε να διαλυθεί από έναν απλό λόγο που δώσατ' εσείς σ' έναν τρίτο. Θα 'χα το θάρρος με τα δίκια του γιου μου, ν' ακυρώσω κάθε νέα συμφωνία και ν' αναγκάσω την κόρη σας να τόνε πάρει άντρα της, μα θα ντρεπόμουνε να 'χω στο σπίτι μου μια νύφη με τόσο λίγην υπόληψη, μια κοπέλα μιανού χωρίς λόγο, όπως εσείς. Κυρ-Παντελόνε, θυμηθείτε πως τη φτιάξατε σ' εμέ, πως τη φτιάξατε στο σπίτι του Λομπάρδη. Θα 'ρθει ο καιρός που ίσως θα μου το πλερώσετε, ναι, θα 'ρθει ο καιρός: omnia tempus habent [πάντα έρχεται ο καιρός].
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 3η: ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΣΙΛΒΙΟΣ.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αμέτε, για να μη σας στείλω. Για σας δε δίνω δεκάρα και δε σας σκιάζομαι. Λογαριάζω πλιότερο το σπίτι του Ρασπόνη, από εκατό σπίτια Λομπάρδηδων. Ένα μοναχογιό και πλούσιο με τόση περιουσία, κόπιασε να τον εύρεις. Θα γένει όπως είπα.
ΣΙΛΒΙΟΣ, (μόνος): Ο πατέρας μου ξέρει να λέει λόγια. Όποιος μπορεί να βασταχτεί, ας βασταχτεί.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, (μόνος, βλέποντας τον Σίλβιο): Πάλε τα ίδια!
ΣΙΛΒΙΟΣ, (απότομα): Δούλος σας, κύριε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αφέντη, τα σέβη μου. (Μόνος). Ετούτος πετάει φωτιές.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Άκουσ' από τον πατέρα μου κάτι, δε ξέρω είναι αλήθεια;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μια και σας το 'πε ο σιορ πατέρας σας, θα 'ναι αλήθεια.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ορίστηκε λοιπόν ο γάμος της κυρίας Κλεαρέτης και του κυρ-Φρειδερίκου;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάλιστα, κύριε, ορίστηκε κι ετέλειωσε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Απορώ πώς μου το λέτε με τόσην αναίδεια. Άνθρωπε τιποτένιε, χωρίς λόγο, χωρίς υπόληψη.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πώς μιλείτ', αφέντη; Μ' ένα γέρο τση θέσης μου, έτσι φέρνονται;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αν δεν ήσαστε γέρος, θα σας έβγαζα τα μουστάκια τρίχα, τρίχα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μόλο που 'μαι, θα μου κόψετε τσι φούντες.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Δε ξέρω ποιος με βαστάει και δε σε τρυπώ πέρα και πέρα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μηδά είμαι, αφέντη, κανένας κάρλακας; Στο σπίτι μου ερχόσαστε να κάμετε αυτές τσι σκηνές.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εβγάτ' έξω από το σπίτι σας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μου κάνετ' εντύπωση, κύριε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Έξω, αν έχετε φιλότιμο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Με τσ' ανθρώπους τση τάξης μου φέρνονται με σεβασμό.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Είσαστε πρόστυχος, άνανδρος, τιποτένιος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είσαι αναιδέστατος.
ΣΙΛΒΙΟΣ, (βάζει το χέρι στο σπαθί): Μα το Θεό.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, (βάζει το χέρι στη κάμα): Βοήθεια!

ΣΚΗΝΗ 4η: ΒΕΑΤΡΙΚΗ (με το σπαθί στο χέρι) κι οι επάνω.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (στον Πανταλόνε): Εδώ είμαι, θα σας υπερασπιστώ εγώ. (Γυρίζει το σπαθί εναντίον του Σίλβιου).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σιορ γαμπρέ μου, βοηθήστε με.
ΣΙΛΒΙΟΣ, (στη Βεατρίκη): Μ' εσέ ακριβώς ήθελα να χτυπηθώ.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (μόνη): Βρίσκομαι υποχρεωμένη.
ΣΙΛΒΙΟΣ, (στη Βεατρίκη): Γύρισε το σπαθί σου κατά με.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, (φοβισμένος): Αχ, σιορ γαμπρέ μου...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν είν' η πρώτη φορά που διακινδυνεύω. (Στον Σίλβιο). Είμ' έτοιμος, δε σας φοβούμαι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Βοήθεια! Δεν είναι κανένας; (Φεύγει τρέχοντας προς το δρόμο. Η Βεατρίκη κι ο Σίλβιος μονομαχούν. Ο Σίλβιος πέφτει, του φεύγει το σπαθί από το χέρι
κι η Βεατρίκη βάζει τη μύτη του σπαθιού στο στήθος
).


ΣΚΗΝΗ 5η: ΚΛΕΑΡΕΤΗ κι οι επάνω.

ΚΛΕΑΡΕΤΗ, (στη Βεατρίκη): Ωϊμένα, σταθείτε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ωραία Κλεαρέτη, προς χάρη σας, του χαρίζω τη ζωή κι εσείς για πλερωμή της ευσπλαχνίας μου, θυμηθείτε τον όρκο σας.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 6η: ΣΙΛΒΙΟΣ & ΚΛΕΑΡΕΤΗ.

ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Εσωθήκατε, αγάπη μου;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αχ, άπιστη, δολερή! Αγάπη σου τον Σίλβιο; Αγάπη σου στον ερωμένο που περγέλασες, στο σύζυγο που πρόδωσες;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Όχι, Σίλβιε, δεν αξίζω τις κατηγορίες σας. Σας αγαπώ, σας λατρεύω, σας είμαι πιστή.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ά, ψεύτρα! Μου 'σαι πιστή, ε; Πίστη λες όταν υπόσχεσαι πίστη σ' άλλον;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αυτό μήτε το 'καμα, μήτε θα το κάμω ποτέ. Θα πεθάνω προτού να σας αφήσω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ο πατέρας σας βεβαίωσε το δικό μου, για το γάμο σας με τον Φρειδερίκο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να το πει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μπορούσε να πει πως ο Φρειδερίκος ήτανε μαζί σας; Στο δωμάτιο σας;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δεν το αρνούμαι.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Και σας φαίνεται λίγο; Κι απαιτείτε να σας θεωρώ πιστή, όταν δίνετε τόσο μεγάλην εμπιστοσύνη σ' ένα τρίτο;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Έννοια σου και ξέρω να φυλώ τη τιμή μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Δεν έπρεπε ν' αφήσεις να σε πλησιάσει ένας εραστής που απαιτεί να σε νυμφευθεί.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ο πατέρας μου τον άφησε μαζί μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Κι εσείς δεν τον είδατε με κακό μάτι.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Θα 'φευγα πολύ ευχαρίστως.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ακούω πως σας έχει δεμένη με κάποιον όρκο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ο όρκος δε μ'υποχρέωνε να μείνω μαζί του.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Τί πράμα λοιπόν ορκιστήκατε;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αγαπημένε Σίλβιε συγνώμη, δε μπορώ να σας το πω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Για ποιό λόγο;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Γιατί ορκίστηκα να σιωπήσω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Σημάδι λοιπόν πως είστε ένοχη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Όχι, είμαι αθώα.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Οι αθώοι δε σιωπούνε.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Κι όμως αυτή τη φορά θα γινόμουν ένοχη αν μιλούσα.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αυτή τη σιωπή σε ποιον την ορκιστήκατε;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Στο Φρειδερίκο.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Τη βαστάτε με τόσο ζήλο;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Θα τη βαστάξω για να μη γίνω επίορκη.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Και λέτε πως δεν τον αγαπάτε; Απλοϊκός όποιος σας πιστεύει. Εγώ βέβαια δε σας πιστεύω, σκληρή, δολερή! Χαθείτε από τα μάτια μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αν δε σας αγαπούσα, δε θα 'κανα τέτοια τρεχάλα να σώσω τη ζωή σας.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μισώ αυτή τη ζωή, αν πρόκειται να τη χρωστώ σε μιαν αχάριστη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Σας αγαπώ μ' όλη μου τη καρδιά.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Σας σιχαίνομαι μ' όλη μου τη ψυχή.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Θα σκοτωθώ, αν δεν ησυχάσετε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Θα 'βλεπα το αίμα σας με πιο ευχαρίστηση, παρά την απιστία σας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ, (παίρνει το σπαθί από κάτω): Θα σας ικανοποιήσω.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Κι εγώ θα περιμένω να το ιδώ. (Μόνος). Ξέρω πως δεν έχει τόλμη να το κάμει.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αυτό το σπαθί λοιπόν θα σας ευχαριστήσει. (Μόνη). Θα ιδώ ως πού φτάνει η σκληρότητα του.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αυτό το σπαθί θα μπορούσε να εκδικηθεί την αδικία που μου 'γινε.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τόσο σκληρός με την Κλεαρέτη σου;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εσείς με κάματε σκληρό.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Λοιπόν, επιθυμείτε το θάνατο μου;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Εγώ δε λέω τι πράμα επιθυμώ.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Θα σας ευχαριστήσω.
(Γυρίζει τη μύτη του σπαθιού στο στήθος της).

ΣΚΗΝΗ 7η: ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ κι οι επάνω.

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Σταθείτε, τι διάσκαντζο κάνετε; (Παίρνει το σπαθί απ' τη Κλεαρέτη). Κι εσείς, παλιόσκυλο, την αφήνετε να σκοτωθεί; Τί καρδιά έχετε, από τίγρη, από λιοντάρι, από διάολο; Κοιτάτ' εκεί, τα ωραία μούτρα, που για χάρη τους οι γυναίκες πρέπει να σκοτωθούν; Ω, είσαστε κι εσείς κυρά μου, πολύ καλή! Μήπως δε σας θέλει πια; Όποιος δε σας θέλει, δεν είναι άξιος σας. Ας πάει στην οργή ο παλιοδολοφόνος κι ελάτε μαζί μου κι όσο για άντρες, άλλο τίποτας, εγώ αναλαβαίνω ίσαμε το βράδυ να σας βρω μια δωδεκαριά. (Πετά το σπαθί κάτω κι ο Σίλβιος το παίρνει).
ΚΛΕΑΡΕΤΗ, (κλαίοντας): Αχάριστε! Πραγματικά ο θάνατος μου δε σας στοιχίζει μήτ' ένα στεναγμό; Ναι, θα με σκοτώσει ο πόνος, θα πεθάνω, για να ευχαριστηθείτε. Μα θα μαθευτεί κάποια μέρα η αθωότητα μου κι αργά πια, μετανιωμένος γιατί δε με πιστέψατε,
θα κλάψετε τη δυστυχία μου και την άγρια σας σκληρότητα.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 8η: ΣΙΛΒΙΟΣ & ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ.

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αυτό είν' από κείνα που δε μπορώ να χωνέψω. Να βλέπεις μια κοπέλα που θέλει να σκοτωθεί κι εσύ να στέκεσαι να τη κοιτάς σα να 'βλεπες καμιά κωμωδία στο
θέατρο.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Τρελή που 'σαι! Πιστεύεις πως ήθελε να σκοτωθεί στ' αλήθεια;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δε τα ξέρω αυτά, ξέρω πως αν δε πρόφταινα, η άμοιρη θα 'τανε τώρα στον άλλον κόσμο.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ώσπου να φτάσει το σπαθί στο στήθος της, είχε ακόμα καιρό.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ακούτε τι ψεύτης! Έτοιμο ήτανε να μπει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Όλα καμώματα γυναικεία.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μάλιστα, αν σας μοιάζαμε. Το λέει κι η παροιμία. Άλλοι έχουνε τ' όνομα κι άλλοι έχουνε τη χάρη. Οι γυναίκες έχουνε τ' όνομα πως είν' άπιστες κι οι άντρες κάνουν όσες μπορούν απιστίες. Για τσι γυναίκες μιλούνε και για τσ' άνδρες λέξη. Τα δικά μας είν' αφρός, και τα δικά σας πάνε στον πάτο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί τσου νόμους τσου κάνουν άντρες, που αν τσου κάνανε γυναίκες, δε θ' ακουότανε παρά το αντίθετο. Αν είχα εξουσία θα διάταζα όλοι οι άπιστοι άντρες να βαστούνε στο χέρι τους ένα κλωνάρι κι είμαι βέβαιη πως όλες οι πολιτείες θα γινόντανε δάση.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 9η: ΣΙΛΒΙΟΣ μόνος.

ΣΙΛΒΙΟΣ: Ναι, η Κλεαρέτη είναι άπιστη. Ομολογεί πως ήτανε μόνη με το Φρειδερίκο και με τη πρόφαση ενός όρκου, μου κρύβει το γιατί. Είναι άπιστη κι αν ήθελε να πληγωθεί το 'καμε ψεύτικα για να με ξεγελάσει, για να με κάμει να τη συμπονέσω. Μ' αν η τύχη το 'φερε να πέσω μπροστά στον αντίπαλο μου, δε θα βγάλω ποτέ από το νου μου τη σκέψη να εκδικηθώ. Θα πεθάνει αυτός ο τιποτένιος κι η αχάριστη Κλεαρέτη στο αίμα του θα ιδεί τον καρπό του έρωτα της.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 10η: (Αίθουσα στο ξενοδοχείο, με δυο πόρτες μπρος και δυο στα πλάγια). ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, έπειτα ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μωρέ τι ατυχία που 'ναι και τούτ' η δική μου! Από τσου δυο μου αφέντηδες δεν ήρθε να φάει ακόμα κανένας. Είναι δυο ώρες που βάρησε μεσημέρι, και δε φαίνεται κανένας. Έπειτα θα κοπιάσουνε κι οι δυο μαζί και θα τα βρω μπαστούνια και τσου δυο δε θα μπορέσω να τσου σερβίρω και θα ξεσκεπαστεί η δουλειά. Τσώπα, είν' ο ένας εδώ. Πάλε καλά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Λοιπόν, εύρηκες αυτό τον Πασκάλη;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν είπαμε, αφέντη, να ψάξω να τόνε βρω, έπειτ' από το φαΐ;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Έχω ανυπομονησία.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έπρεπε να 'ρθετε για φαί νωρίτερα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος): Δεν υπάρχει τρόπος να μάθω αν βρίσκεται δω η Βεατρίκη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Για πέστε μου, θα πάμε να διατάξουμε φαΐ κι έπειτα βγαίνετε; Δε κάνετε καλά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Για την ώρα δεν έχω όρεξη για φαΐ. (Μόνος). Θα πάω στο ταχυδρομείο. Θα πάω μόνος μου, μπορεί κάτι ν' ανακαλύψω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ακούστε κύριε, σ' αυτό τον τόπο πρέπει κανείς να τρώει, αλλιώς αρρωστάει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είν' ανάγκη να βγω για μια δουλειά βιαστικιά. Αν γυρίσω το γιώμα καλά, αν όχι, θα φάω το βράδυ. Εσύ, αν θέλεις πες να σου δώσει να φας.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Α, δε χρειάζεται άλλο. Τόμου είν' έτσι, κάμετ' όπως σας αρέσει. Σεις είστε ο νοικοκύρης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Αυτά τα χρήματα μου κάνουνε βάρος πάρε, βάλε τα στο μπαούλο μου. Πάρε και το κλειδί. (Δίνει το σακουλάκι με τα εκατό δουκάτα και το κλειδί).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάω να τα φυλάξω και να σας φέρω το κλειδί.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Όχι, όχι, μου το δίνεις έπειτα. Δε μπορώ να περιμένω. Αν δεν έρθω το μεσημέρι, έλα στη πλατεία, θα σε περιμένω μ' ανυπομονησία, για να βρεις τον Πασκάλη.(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 11η: ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ (μ' ένα χαρτί στο χέρι).

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάλε καλά που 'πε να διατάξω να φάω. Έτσ' είμαστε σύμφωνοι. Αν εκείνος δε θέλει να φάει, ας κάμει το θέλημα του. Η κράση μου δεν είναι για νηστείες. Στάσου να βγάλω από τη μέση τούτο το σακκουλάκι, κι έπειτα δελέγγου...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ε , Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Ω, διάολε!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο κύριος Πανταλόνε των Μπιζονιόζων σου 'δωσε ένα σακουλάκι μ' εκατό δουκάτα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, μου 'δωκε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Και γιατί δε μου τα δίνεις;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τα φέρανε για την αφεντιά σας;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν τα φέρανε για με; Τί σου 'πε όταν σου τα 'δωσε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου 'πε να τα δώκω του αφέντη μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Καλά κι ο αφέντης σου ποιος είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Η αφεντιά σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Και γιατί ρωτάς λοιπόν, αν είναι δικά μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λοιπόν, θα 'ναι δικά σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πού είναι το σακουλάκι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Νάτο. (Της το δίνει).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Είναι σωστά;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ δεν τ' άγγιξα, κύριε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (μόνη): Τα μετράω κατόπι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Έσφαλα εγώ με το σακουλάκι, μα το μπάλωσα όμορφα. Τί θα πει τώρα ο άλλος; Μια και δεν ήτανε δικά του, δε θα πει τίποτα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ήρθε ο νοικοκύρης του ξενοδοχείου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ήρθε, μάλιστα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πες του πως θα 'χω στο τραπέζι ένα φίλο μου και να φροντίσει μάνι-μάνι να ετοιμάσει όσο μπορεί πιο πολλά φαγητά.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τί θέλετε να ετοιμάσει; Πόσα πιάτα διατάζετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο κύριος Πανταλόνε των Μπιζονιόζων δεν είν' άνθρωπος πολύ απαιτητικός. Πέστε του να ετοιμάσει πεντέξι πιάτα, κάτι καλό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μου δίνετε εμέ την έγνοια;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ναι, ανάλαβε σύ, φρόντισε. Πάω να πάρω το φίλο μου, που είν' εδώ παρακάτω κι όταν γυρίσω, κοίτα νάν' έτοιμα. (Κάνει να φύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να δείτε σερβίρισμα μια φορά.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πάρτε αυτό το χαρτί, βάλτε το στο μπαούλο μου. Προσέχτε καλά, γιατ' είν' ένα γραμμάτιο από τέσσερις χιλιάδες σκούδα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μην έχετ' έγνοια, θα το φυλάξω δελέγγου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Φροντίστε νάν' όλα έτοιμα. (Μόνη). Καημένε κύριε Πανταλόνε! Τρόμο που πήρε; Έχει ανάγκη να ξεσκάσει λιγάκι.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 12: ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα πρέπει να βάλω τα δυνατά μου, να τσου περιποιηθώ. Πρώτη φορά που τούτος ο αφέντης μου διατάζει τραπέζι και πρέπει να του δείξω το γούστο μου. Ας φυλάξω τούτο το χαρτί κι έπειτα... το φυλάω κατόπι, ας μη χασομεράω.
(Προς το εσωτερικό της σκηνής). Όι, εκεί δεν είναι κανένας; Φωναχτέ μου το σιορ Μπριγκέλα, πέστε του πως θέλω να του πω. Δε κάνουν ένα καλό τραπέζι τόσο τα πολλά τα πιάτα, όσο το καλό σερβίρισμα αξίζει πλιότερο πώς θα μπούνε τα πιάτα στο τραπέζι, από ένα βουνό πορτάδες.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Τι συμβαίνει, σιορ Τρουφαλδίνο; Τί ορίζετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ο αφέντης μου έχει καλεσμένον ένα φίλο του να φάει μαζί του και θέλει να ετοιμάσετε διπλά φαγιά, μα γλήγορα, δελέγγου. Έχετε τα χρειαστά στη κουζίνα;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Εμέ δε μου λείπει τίποτα ποτέ. Σε μισήν ώρα μπορώ να ετοιμάσω όποιο τραπέζι και να 'ναι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάει καλά. Πέστε μου τι θα τσου δώκετε;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Για δυο άτομα, θα κάνουμε δυο πορτάδες από τέσσερα πιάτα τη καθεμιά, είναι καλά;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Είπε πεντέξι πιάτα: τί έξι, τί οχτώ; Δεν είναι άσκημα. (Δυνατά). Καλά είναι. Και τί θα 'ναι σ 'αυτά τα πιάτα;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Στη πρώτη πορτάδα θα δώσουμε σούπα, τηγανητό, βραστό και φρικαντό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τα τρία πιάτα τα ξέρω. Το τέταρτο τί είναι;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Ένα φαΐ αλά φραντσέζα, τση κατσαρόλας, ένα ωραίο πράμα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λαμπρά, η πρώτη πορτάδα πάει καλά η δεύτερη.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Η δεύτερη θα 'ναι: ψητό, σαλάτα, ένα κομμάτι κρέας παστιτσάδο και μια πουτίγκα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ως κι εδώ ένα φαΐ που δε το ξέρω! Τί πράμα είν' αυτή η ποτίνα;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Είπα πουτίγκα, ένα φαΐ αλά ιγκλέζα, ένα πράμα ωραίο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καλά, μ' αρέσει, μα πώς θα βάλουμε τα πιάτα στο τραπέζι;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Εύκολο πράμα. Ο καμαριέρης θα κάμει τη δουλειά του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, φίλε μου, εμένα μ' ενδιαφέρει το σερβίρισμα. Το παν είναι πώς θα μπει πάνω στο τραπέζι.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Θα μπει, ας πούμε, εδώ η σούπα, εκεί το τηγανητό, εδώ το βραστό κι εκεί το φρικαντό. (Δείχνει μια κάποια διάταξη).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, όχι, δε μ' αρέσει. Στη μέση δε θα βάλετε τίποτας;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Θα χρειαστεί τότε να κάμουμε πέντε πιάτα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Καλά, κάμετε πέντε.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Στη μέση να βάλουμε μια σάλτσα για το βραστό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, όχι, δε κάνουμε τίποτα, αγαπητέ μου. Η σάλτσα δε πάει στη μέση, στη μέση μπαίν' η μανέστρα.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Από τόνα μέρος να βάλουμε το βραστό κι από τ' άλλο τη σάλτσα...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, όχι, δε κάνουμε τίποτας. Εσείς οι ξενοδόχοι ξέρετε να μαγειρεύετε, μα δεν ξέρετε να βάλετε πάνω στο τραπέζι. Θα σας δείξω εγώ. Λογαριάστε πως ετούτο είναι το τραπέζι. (Γονατίζει με τόνα πόδι και δείχνει στο πάτωμα). Κοιτάχτε πώς μπαίνουν αυτά τα πέντε πιάτα. Εδώ στη μέση η μανέστρα. (Κόβει ένα κομμάτι από το γραμμάτιο, και κάνει πως βάζει τάχα ένα πιάτο στη μέση). Από τούτη τη πάντα,
το βραστό. (Κάνει το ίδιο, κόβοντας έν'άλλο κομμάτι από το γραμμάτιο και το τοποθετεί από το ένα μέρος). Από την άλλη πάντα το τηγανιστό. (Κάνει το ίδιο μ'έν'άλλο κομμάτι
από το γραμμάτιο, που το βάζει από τ'άλλο μέρος
). Εδώ η σάλτσα κι εδώ το πιάτο που δε ξέρω τι είναι. (Με δυο άλλα κομμάτια του γραμματίου συμπληρώνει την εικόνα των πέντε πιάτων). Πώς σας φαίνεται; Δεν είναι καλά;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Πάει καλά, μα η σάλτσα βρίσκεται πολύ πέρ' από το βραστό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα, θα τηράξουμε πώς θα τη πάμε κοντύτερα.

ΣΚΗΝΗ 13η: ΒΕΑΤΡΙΚΗ, Πανταλόνε κι οι επάνω.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (στον Τρουφαλδίνο): Τί κάνεις γονατιστός;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (σηκώνεται): Έδειχνα πώς να μπούνε τα πιάτα στο τραπέζι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τί χαρτί είναι κείνο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Ω, διάολε! Το γράμμα που μου 'δωκε!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτό είναι το γραμμάτιο μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Με συμπαθάτε. Θα το ξανακολλήσουμε...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κατεργάρη! Έτσι λογαριάζεις τα πράματα μου; Τα πράματα τα τόσο σπουδαία; Άξιζες τώρα ένα χέρι ξύλο. Τί λέτε, κύριε Πανταλόνε; Μπορεί να γίνει μεγαλύτερη απροσεξία απ' αυτή;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Στ' αληθινά, είναι για γέλια. Θα 'τανε κακό αν δεν είχε ρεμέντιο, μα τόμου μπορώ να κάμω έν' άλλο, δεν είναι τίποτα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Σκέψου αν ερχότανε το γραμμάτιο από τόπο μακρινό. Ηλίθιε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όλο το κακό γίνηκε, γιατί ο Μπριγκέλας δε ξέρει να βάλει τα πιάτα στο τραπέζι.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Βρίσκει δυσκολίες παντού.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είμαι άνθρωπος που ξέρει...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γκρεμίσου από τα μάτια μου!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αξίζει πλιότερο η καλή τάξη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Φύγε, σου λέω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όσο για τάξη τραπεζιού, δε μου βγαίνει μήτ' ο καλύτερος τραπεζοκόμος του κόσμου. (Φεύγει).
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Δε τόνε καταλαβαίνω αυτό τον άνθρωπο άλλοτες είν' έξυπνος κι άλλοτε μπούφος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κάνει το βλάκα, ο κατέργαρος. Λοιπόν, μας δίνετε να φάμε;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Αν θέλετε πέντε πιάτα τη πορτάδα, χρειάζεται κάποια ώρα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τ' είν' αυτές οι πορτάδες; Τ' είν' αυτά τα πέντε πιάτα; Όπως, όπως. Δυο κουταλιές ρύζι, ένα κάποιο πιάτο και δούλος σας. Δεν είμαι άνθρωπος απαιτητικός.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ακούτε; Κανονίστε σείς.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Πολύ καλά, μ' αν σας κάνει όρεξη για τίποτα, αν σας αρέσει τίποτα, να μου το πείτε .
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αν είχατε πολπέτες, για με, που δε καλοδουλεύουνε τα δόντια μου, θα τσι έτρωγα με χαρά μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ακούτε; Κεφτέδες.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Μετά χαράς σας. Περάστε σε κείνο το δωμάτιο, κι αμέσως θα στρώσω τραπέζι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πείτε στον Τρουφαλδίνο να 'ρθει να σερβίρει.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Θα του το πω, κύριε.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 14η: ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΓΚΑΡΣΟΝΙΑ & ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο κύριος Πανταλόνε ας ευχαριστηθεί μ' αυτό το λίγο που θα μας δώσουν.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Θιαμένομαι, αγαπητέ μου, είναι και πολύ η πείραξη που σας δίνω. Εκείνο που θα 'πρεπε να κάμω εγώ, το κάνετ' εσείς. Μα βλέπετε, έχω τη κοπέλα στο σπίτι ίσαμε να γένουν όλα, δεν είναι σωστό να στέκεστε μαζί. Εδέχτηκα το κάλεσμα σας για να ξεδώκω κομμάτι ακόμα τρέμω από το φόβο μου. Αν δεν είσαστε σείς, παιδί μου, εκείνος ο παλιάνθρωπος θα μ' είχε ξεμπερδέψει.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Χαίρομαι που έφτασα εγκαίρως.

(Γκαρσόνια παίρνουνε στο δωμάτιο που έδειξ'ο Μπριγκέλας, όλα τα χρειαστά για να ετοιμάσουνε το τραπέζι: ποτήρια, κρασί, φωμί κ.λπ.).

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σ' αυτό το ξενοδοχείο είναι πολύ σβέλτοι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο Μπριγκέλας είναι άνθρωπος καθώς πρέπει. Στο Τουρίνο υπηρετούσε σ' ένα μεγάλον κόντε και φορεί ακόμα τη στολή που 'χε κεί.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι κι ένα ξενοδοχείο, πάνω από το μεγάλο Κανάλι, φάτσα στσι Φάμπρικες του Rialto, όπου τρώει κανένας καλά. Επήγα κάμποσες φορές με κάτι φίλους μου, από κείνους τσου καλούς τύπους, κι επέρασα τόσο καλά που χαίρετ' η ψυχή
μου κάθε που το θυμούμαι. Μέσα στ' άλλα, δε θα ξεχάσω κι ένα κρασί τση Βοργόνιας, που σ' ανέβαζε στσου εφτά ουρανούς.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν είναι μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο, παρά να βρίσκεται κανείς με καλή συντροφιά.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ω, να ξέρατε τι παρέα που ήτανε! Τι όμορφες κουβέντες που κάναμε! Καλή τους ώρα! Εφτά οχτώ αρχοντάθρωποι, που δε βρίσκονται όμοιοι τους στον κόσμο.

(Τα γκαρσόνια βγαίνουν από το δωμάτιο και πάνε στο μαγειριά).

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εδιασκεδάσατε λοιπόν πολύ μαζί τους.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ορπίζω να ξαναγλεντήσω και πάλε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (με το πιάτο της σούπας στο χέρι. Στη Βεατρίκη):Περάστε στη κάμαρα, σερβίρω τα πιάτα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πήγαινε μπρος εσύ και βάλε στο τραπέζι τη σούπα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Α, όχι, όχι περάστεπρώτος του λόγου σας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι περίεργος αυτός ο υπερέτης σας. Ας πάμε. (Μπαίνει στο δωμάτιο).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εγώ θα 'θελα λιγότερη εξυπνάδα και πιότερη προσοχή. (Μπαίνει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τηράχτε τι όμορφο σερβίρισμα! Ένα, ένα τα πιάτα! Ξοδιάζουνε τα όβολά τους και δε ξέρουνε να τα φάνε: Ποιος ξέρει και τούτ' η μανέστρα αν λέει τίποτας, θα ιδώ. (Δοκιμάζει τη σούπα μ' ένα κουτάλι που βγάζει από τη τσέπη). Εγώ έχω πάντα τα σύνεργα μου στη τσέπη. Μμμ! δεν είναι και κακή, μπορούσε να 'τανε και χειρότερη.
(Μπαίνει στο δωμάτιο).

ΣΚΗΝΗ 15η: ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ & ΓΚΑΡΣΟΝΙΑ.

ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πόσην ώρα κάνει ώσπου να 'ρθει να πάρει το βραστό!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εδώ είμαι, συνάδερφε, τί ορίζετε;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πάρτε το βραστό. Πάω να φέρω άλλο πιάτο. (του δίνει το βραστό και φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να 'ναι δαμάλι ή να 'ναι μοσκάρι; Μου φαίνεται για δαμάλι. Για να ιδούμε λιγάκι. (Δοκιμάζει λίγο). Δεν είναι μήτε δαμάλι, μήτε μοσκάρι, είναι προβατίνα όμορφη και καλή. (Προχωρεί για το δωμάτιο της Βεατρίκης).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, τον σταματά: Πού πας;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Ω, συμφορά μου!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού πας μ' αυτό το πιάτο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Το 'παιρνα στο τραπέζι, κύριε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Για ποιόν;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Για την αφεντιά σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Γιατί ετοιμάζεις τραπέζι, πριν έρθω στο σπίτι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σας είδα που 'ρχόσαστ'από το παραθύρι. (Μόνος). Πρέπει να το μπαλώσω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι από το βραστό αρχίζεις το σερβίρισμα κι όχι από τη σούπα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να σας πω, κύριε, στη Βενετία τη μανέστρα τήνε τρώνε στο ύστερο, για ορεχτικό.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εγώ συνηθίζω διαφορετικά. Θέλω τη σούπα. Ξαναπάρτε το βραστό στο μαγειριό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, όπως ορίζετε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και γρήγορα, γιατί θέλω ν' αναπαυτώ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: 'Εφτακα, κύριε. (Κάνει πως γυρίζει στο μαγειριό).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος): Αυτή τη Βεατρίκη δε θα τη βρω ποτέ.
(Μπαίνει στο δωμάτιο, απέναντι. Ο Τρουφαλδίνος, μόλις μπει ο Φλωρίνδος στο δωμάτιο τρέχει και πάει το βραστό στη Βεατρίκη).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (έρχεται μ' ένα φαγητό): Πρέπει πάντα να τόνε περιμένω; (Κράζει). Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (βγαίνει από το δωμάτιο της Βεατρίκης): Εδώ είμαι. Γλήγορα, αμέτε να σιάσετε σε κείνη τη κάμαρα, που ήρθ' ο άλλος ο ξένος και φέρτε δελέγγου τη μανέστρα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Αμέσως. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Ετούτο το πιάτο τι να 'ναι; Θα 'ναι ως φαίνεται το φρικασό. (Δοκιμάζει). Όμορφο-όμορφο, γι' αρχόντους. (Το παίρνει στο δωμάτιο της Βεατρίκης. Περνούνε γκαρσόνια και παίρνουνε τα χρειαζούμενα για να ετοιμάσουνε το τραπέζι του Φλωρίνδου).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (στα γκαρσόνια): Μπράβο. Καλά. Σβέλτοι σα γάτοι. (Μόνος). Ω, αν κατάφερνα να σερβίρω και τσου δυο μου τσ' αφέντηδες, θα 'μα σπουδαίος. (Τα γκαρσόνια βγαίνουν από το δωμάτιο του Φλωρίνδου και πάνε στο μαγειριό). Γλήγορα, παιδιά, τη μανέστρα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Έχετε σείς το νου σας στο τραπέζι σας και για τούτο φροντίζουμε μείς. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Θα' χω το νου μου και στα δυο, αν μπορέσω. (Γυρίζει ο Καμαριέρης, με τη σούπα του Φλωρίνδου). Δώστε μου δω, θα του τη πάω γω άμετε
να ετοιμάσετε τα πράματα για την άλλη κάμαρα. (Παίρνει τη σούπα από τα χέρια του Καμαριέρη και τη πάει στο δωμάτιο του Φλωρίνδου).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Είν' αλλόκοτος ετούτος ο άνθρωπος. Θέλει να σερβίρει στη μια και στην άλλη. Εγώ τον αφήνω τη πλερωμή μου εγώ θα τήνε πάρω. (Ο Τρουφαλδίνος βγαίνει απ' το δωμάτιο του Φλωρίνδου).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (τονε κράζει μες από το δωμάτιο): Τρουφαλδίνο!
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (στον Τρουφαλδίνο): Έι ! Σερβίρετε τον αφέντη σας.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έφτακα. (Μπαίνει στο δωμάτιο της Βεατρίκης. Τα γκαρσόνια φέρνουνε το βραστό για τον Φλωρίνδο).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Δώστε μου δω. (Το παίρνει και τα γκαρσόνια φεύγουνε. Ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από το δωμάτιο της Βεατρίκης με τα λερωμένα πιάτα).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (κράζει τον Τρουφαλδίνο δυνατά μες από το δωμάτιο): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (ζητά να πάρει το πιάτο με το βραστό από τα χέρια του Καμαριέρη): Δώστε μου δω.
ΚΑΜΑΡΙΕΡHΣ: Ετούτο το παίρνω γω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν ακούτε που φωνάζει εμέ; (Του παίρνει το βραστό από το χέρι και το πάει στον Φλωρίνδο).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Καλό κι ετούτο. Θέλει να τα κάμει όλα απατός του. (Τα γκαρσόνια φέρνουν ένα πιάτο κεφτέδες, το δίνουνε στον Καμαριέρη και φεύγουν). Θα το 'παιρνα εγώ στο δωμάτιο, μα δε θέλω να χω λόγια μαζί του. (Ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από το δωμάτιο του Φλωρίνδου με τα λερωμένα πιάτα). Ορίστε, κυρ-πολυάσχολε πάρτε τους κεφτέδες στον αφέντη σας.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (παίρνει το πιάτο στο χέρι): Πολπέτες;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Μάλιστα, τους κεφτέδες που διάταξε. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ωραία! Ποιανού να τσι πάω; Ποιός διάλος από τσου δυο αφέντηδες τσι διάταξε; Αν πάω να ρωτήσω στη κουζίνα, θα τσου κάμω να γελάσουνε σε βάρος μου αν λαθέψω και δεν τσι δώκω εκειού που τσι διάταξε, θα τσι γυρέψει και θα πιαστώ. Θα κάμω έτσι... είμαι μεγάλος εγώ! Ναι, ναι, θα τσι μοιράσω σε δυο πιάτα και θα πάρω μισές στον καθένα κι έτσι αυτός που τσι διάταξε θα τσι δει. (Παίρνει έν άλλο πιάτο, από κείνα που είναι στην αίθουσα και χωρίζει τους κεφτέδες στα δυο). Τέσσερις και τέσσερις. Μα είναι μία πλειότερη. Ποιανού να τήνε δώκω; Δε θέλω να παραπονεθεί κανένας, τήνε τρώγω εγώ. (Τρώει τον κεφτέ). Τώρα είναι καλά. Ας πάμε τσι πολπέτες
στο ένα. (Βάζει χάμω τ' άλλο πιάτο και πάει το ένα στην Βεατρίκη).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ. (με μια πουτίγκα αλλά ιγκλέζα, κράζει): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Διατάχτε. (Βγαίνει από το δωμάτιο της Βεατρίκης).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πάρτε αυτή τη πουτίγκα...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Περιμένετε κι έφτακα. (Παίρνει το άλλο πιάτο με τους κεφτέδες και το πάει στον Φλωρίνδο).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Κάνετε λάθος, οι κεφτέδες πάνε από κει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, το ξέρω, τσι πήγα εκεί κι ο αφέντης μου στέρνει ετούτες τσι τέσσερις, να φιλέψει τον ξένο από δω. (Μπαίνει).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Γνωρίζονται λοιπόν, είναι φίλοι. Τότε μπορούσε να φάνε μαζί.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (βγαίνει από το δωμάτιο του Φλωρίνδου): Και τώρα, τί πράμα είναι τούτο;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Ετούτο είναι μια πουτίγκα αλά ιγκλέζα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πού πάει;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (φεύγοντας): Στον αφέντη σας.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τι διάλος είναι τούτη η πουτίγκα; Η μυρουδιά είναι μεγαλείο, μα φαίνεται για πουλέντα. Ω, αν ήτανε πουλέντα, θα 'τανε νόστιμο. Στάσου να ιδώ. (Βγάζει από τη τσέπη του ένα πηρούνι). Δεν είναι πουλέντα, μα τσι μοιάζει. (Τρώει). Είναι ομορφότερο από πουλέντα. (Τρώει).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (κράζει): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (απαντά με το στόμα γεμάτο): Έφτακα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (κράζει): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (απαντά με το στόμα γεμάτο, όπως πριν): Διατάχτε. (Μόνος, εξακολουθώντας να τρώει). Ω, τι ωραίο πράμα! Ένα κομματάκι ακόμα και πάω.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (βγαίνει από το δωμάτιο και τονε βλέπει να τρώει, του δίνει μια κλοτσιά): Έλα να σερβίρεις! (γυρίζει στο δωμάτιο της. Ο Τρουφαλδίνος βάζει κάτω τη πουτίγκα και μπαίνει στο δωμάτιο της Βεατρίκης).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (βγαίνει από το δωμάτιο του. Κράζει): Τρουφαλδίνο! Πού στο διάλο βρίσκεται;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (βγαίνει από το δωμάτιο της Βεατρίκης): Εδώ είμαι. Τί ορίζετε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού είσαι, πού πας και χάνεσαι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Επήγα να πάρω τα πιάτα, αφέντη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είναι τίποτα άλλο να φάω;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάω να τηράξω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κάμε γρήγορα, σου λέω, γιατί έχω ανάγκη ν' αναπαυτώ. (Μπαίνει στο δωμάτιο του).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γλήγορα! Γκαρσόνια! Είναι τίποτα άλλο; (Μόνος). Ετούτη τη πουτίγκα τη βαστώ για μένα. (Τη κρύβει).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πάρτε το ψητό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γλήγορα τα φρούτα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Μεγάλες βιασύνες! Αμέσως. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Το ψητό θα το πάω σε τούτονε. (Μπαίνει στου Φλωρίνδου).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πάρτε τα φρούτα... Πού είσαστε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έφτακα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πάρτε. (Του δίνει τα φρούτα). Θέλετε τίποτα άλλο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Περιμένετε. (Πηγαίνει τα φρούτα στη Βεατρίκη).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Πήδα από δω, πήδα από κει, σωστός διάολος είναι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε χρειάζετ' άλλο, κανένας δε θέλει τίποτα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Χαίρω πολύ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Στρώστε τώρα για μένανε.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Αμέσως. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έμεινε η πουτίγκα δική μου, ζήτω! και τα κατάφερα μια χαρά. Όλοι είναι φχαριστημένοι, δε θέλουν άλλο τίποτα. Εσερβίρισα να φάνε δυο αφεντάδες και δεν επήρε χαμπάρι ο ένας τον άλλονε. Μα αν εσερβίρισα δύο, τώρα εγώ θα πάω να φάω για τέσσερους.
(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 16η: Δρόμος με θέα το ξενοδοχείο. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ.

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κοιτάτε κεί διάκριση κι η κυρά μου! Να με στείλει με γραμματάκι σ' ένα ξενοδοχείο! Σ' ένα ξενοδοχείο μια κοπέλα σαν κι εμέ! Να περετάς μια γυναίκα ερωτεμένη, είναι πολύ κακό πράμα. Αυτή η κυρά μου κάνει χίλιες αναποδιές, μα αυτό που δε μπορώ να καταλάβω είναι πως στέρνει γραμματάκι και σ' έναν άλλονε, τη στιγμή που είναι τόσο ερωτεμέμη με τον σιορ-Σίλβιο, που θέλει να σκοτωθεί για την αγάπη του. Εξόν κι αν θέλει ένανε για το καλοκαίρι κι ένανε για το χειμώνα. Σταμάτα... Εγώ στο ξενοδοχείο δε μπαίνω σίγουρα. Θα κράξω, και κάποιος θα βγει Ώ ι , νοικοκυραίοι! Ε, ξενοδόχοι!
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Τί θέλει η δεσποινίδα;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (μόνη): Ντρέπομαι, ντρέπομαι, πώς ντρέπομαι. (Στον Καμαριέρη). Πέστε μου, ένας κάποιος κυρ-Φρεντερίκος Ρασπόνης κάθεται σ' αυτό το ξενοδοχείο;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Μάλιστα. Τώρα μόλις τέλειωσε το φαΐ του.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα 'θελα κάτι να του πω.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Καμιά ειδοποίηση; Μπορείτε να περάσετε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Και ποιά σας φαίνεται πως είμαι; Είμαι η καμαριέρα τσ' αρραβωνιαστικιάς του.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Καλά, περάστε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Α, δε μπαίνω εγώ εκεί μέσα.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Θέλετε να του πω να 'ρθει έξω; Δε μου φαίνεται σωστό, και πιο πολύ γιατί είναι μαζί με τον κυρ-Πανταλόνε των Μπιζονιόζων.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τον αφέντη μου; Ακόμα χειρότερα! Δε πάω.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Σας στέρνω τον υπηρέτη του, αν θέλετε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εκείνο τον μελαψούλη;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Ακριβώς.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μάλιστα, στείρτε τόνε.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (μόνος): Κατάλαβα. Ο μελαψούλης της αρέσει. Ντρέπεται να μπει μέσα. Δε ντρέπεται να τη βλέπουνε να κουβεντιάζει στη μέση του δρόμου.
(Μπαίνει).

ΣΚΗΝΗ 17η: ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αν με δεί ο αφέντης, τί θα του πω; Θα του πω πως ερχόμαι γι' αυτόνε, νάτο, μπαλώνεται μια χαρά. Ω, δε μου λείπουνε δικαιολογίες.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (με μια μπουκάλα στο χέρι και με μια πετσέτα): Ποιός με χαλεύει;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ είμαι, κύριε. Μου κακοφαίνεται που σας ανησύχησα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τίποτα, τίποτα είμαι στον ορισμό σας.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μου φαίνεται πως σας εσήκωσα από το τραπέζι, καθώς βλέπω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είμαι στο τραπέζι και θα ξανακάτσω.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Πραγματικά μου κακοφαίνεται.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κάθομ' έτσι για όρεξη. Να σας πω την αλήθεια, την έχω γιομίσει κι αυτά τα όμορφα μάτια ήρθανε για να με κάμουνε να χωνέψω.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (μόνη): Είναι χαριτωμένος!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Βάνω κάτω το μπουκάλι, αγαπητή μου κι είμαι στον ορισμό σας.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (μόνη): Μ' είπε αγαπητή του. (Στον Τρουφαλδίνο). Η κυρά μου στέρνει τούτο το γραμματάκι στον κυρ-Φρεντερίκο Ρασπόνη, εγώ δε θέλω να μπω στο ξενοδοχείο γι' αυτό θα δώκω σε σάς αυτή τη πείραξη, που είσαστε υπηρέτης του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μετά χαράς, να του το δώκω, μα πρώτα να ξέρεις, θα σας κάμω κι εγώ μια προξενιά.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Από μέρους ποιανού;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από μέρους μιανού καθώς πρέπει. Πείτε μου, ξέρετε κάποιον Τρουφαλδίνο Μπατόκιο;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μου φαίνεται πως κάποτ' άκουσα τ' όνομα του, μα δε θυμάμαι πού. (Μόνη). Αξίζει ν α ' ν ' ο ίδιος.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είν' ένας όμορφος άντρας κοντούλης, παχουλός, έξυπνος, που μιλεί καλά. Μάστορας για περιποιήσεις.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δε τόνε ξέρω καθόλου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι ωστόσο, κείνος σας ξέρει κι είν' ερωτεμένος μαζί σας.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ω! με κοροϊδεύετε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν μπορούσε να ορπίζει το ίδιο λιγάκι από μέρους σας, θα σας τονε γνώριζα.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Να σας πω, κύριε, αν τον έβλεπα και μ' άρεσε θα 'ταν εύκολο να τόνε συμπαθήσω κι εγώ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θέλετε να σας τόνε δείξω;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα τον έβλεπα με χαρά μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δελέγγου. (Μπαίνει στο ξενοδοχείο).
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δεν είν'αυτός λοιπόν. (Ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από το ξενοδοχείο, κάνει υποκλίσεις στη Σμεραλδίνα, περνά κοντά της, έπειτα στενάζει και μπαίνει πάλι μέσα). Ετούτη την ιστορία δε τη καταλαβαίνω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (βγαίνοντας πάλι έξω): Τον είδατε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ποιόνε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εκείνονε που είναι ερωτεμένος με τσι ομορφιές σας.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δεν είδα παρά σάς μονάχα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αααχχ! Μα...
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μήπως είσαστε σείς εκείνος που λέτε πως μ' αγαπάει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αααααχχχ!  Εγώ είμαι.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Και γιατί δε μου το 'πατε αμέσως;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γιατί είμαι λιγάκι ντροπιάρης...
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (μόνη): Κάνει να τον ερωτευτούνε κι οι πέτρες.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Και λοιπόν, τί μου λέτε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Λέω πως...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εμπρός, πέστε το.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Α, κι εγώ είμαι λίγο ντροπιάρα...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν επαντρευόμαστε μαζί, θα κάναμε γάμο δυο ντροπιάρηδων.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Με τα σωστά, μου αρέσετε πολύ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είσαστε κορίτσι εσείς;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ω, μήτε να ρωτάτε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Που θα πει, όχι;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κάθε άλλο, θα πει βεβαιότατα ναι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι εγώ ελεύτερος είμαι.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ θα χα παντρευτεί εκατό φορές, μα δεν εύρισκα έναν άνθρωπο τση αρεσκιάς μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μπορώ να ορπίζω πως δεν είμαι κι εγώ από τσου ίδιους;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αληθινά, σας λέω, έχετε ένα κάτι, δε ξέρω κι εγώ... σώνει, δε λέω άλλο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ένας που θα σας ήθελε για γυναίκα του, τί πρέπει να κάμει;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δεν έχω μήτε πατέρα μήτε μητέρα. Πρέπει να το πει στον αφέντη μου ή στη κυρά μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πολύ καλά, αν τσου το πω, τί θα πούνε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα πούνε, πως αν είμ' ευχαριστημένη εγώ...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι εσείς τί θα πείτε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα πω... πως αν είναι κείνοι ευχαριστημένοι...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε χρειάζετ' άλλο. Θα μείνουμ' όλοι ευχαριστημένοι. Δώστε μου το γράμμα και τόμου θα σας φέρω την απάντηση, κουβεντιάζουμε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Πάρτε το.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρετε τάχα τί λέει ετούτο το γράμμα;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δε ξέρω, μα και να 'ξερα, τί περιέργεια έχετε να το μάθετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε θα 'θελα να 'ναι κανένα γράμμα χωλιασμένο και να βρω γώ το μπελά μου.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ποιός ξέρει; Ερωτικό δε φαίνεται να 'ναι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ δε θέλω σκουτούρες. Αν δε μάθω τι λέει , δε το παίρνω.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα μπορούσε να τ' ανοίξετε... μα έπειτα σας θέλω, να το κλείσετε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αφήστε την έγνοια σε με. Για να κλειώ τα γράμματα είμαι μαέστρος, δε θα καταλάβει κανένας το παραμικρό.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ας τ' ανοίξουμε λοιπόν.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρετε σείς να διαβάζετε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Λιγάκι. Μα σεις θα ξέρετε καλά.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ως κι εγώ μια σταλιά.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ας δούμε λοιπόν.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να το ανοίξουμε προσεχτικά. (Σχίζει ένα κομματάκι).
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ωχ! τί κάματε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τίποτα. Ξέρω το μυστικό και το κολλάω. Νάτο, ανοίχτηκε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Έλα, διαβάστε το.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Διαβάστε το σείς. Το χαρακτήρα τση κυράς σας τόνε καταλαβαίνετε καλύτερα από με.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (κοιτώντας): Για να σας πω την αλήθεια, δε καταλαβαίνω γρι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (κοιτά κι αυτός την επιστολή): Κι εγώ μήτε λέξη.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τί χρειαζότανε λοιπόν που τ' ανοίξαμε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (παίρνει την επιστολή): Σταθείτε να δοκιμάσουμε, κάτι καταλαβαίνω.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κι εγώ ξέρω κάποια γράμματα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να δοκιμάσουμε μια στιγμή για ένα. Τούτο δεν είναι φι;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: 'Ωι, ώι, αυτό είναι ρο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από το ρο στο φι, μικρή διαφορά.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ρι, ρι, α, ρίλη. Όχι, όχι, σταθείτε, μου φαίνεται πως είναι φι, φι, φι, α, φίλη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, δε μπορεί να λέει φίλη, θα λέει φίλε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Όχι, γιατί έχει ήτα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σωστά, σωστά, λέει φίλε.

ΣΚΗΝΗ 18η: ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ κι οι επάνω.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί κάνετε κεί;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τίποτα... Τίποτα... κύριε..., ήρθα να σας βρω.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί με θέλετε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Η... κυρά σας... γυρεύει...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τί χαρτί είν' αυτό;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τίποτα... τίποτα...  είν' ένα χαρτί...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δώσε μου να ιδώ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (του δίνει το χαρτί τρέμοντας): Πάρτε, αφέντη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πώς! Αυτό είναι γράμμα δικό μου. Ανάξιε! Πάντα ανοίγονται τα γράμματα μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ, κύριε, δε ξέρω τίποτα...
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κοιτάχτε, κύριε Πανταλόνε, μια επιστολή της κας Κλεαρέτης, όπου μου γράφει για τις τρελές ζηλοτυπίες του Σίλβιου κι αυτός ο κατεργάρης την άνοιξε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κι εσύ του βαστούσες σιγόντο;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δε ξέρω τίποτα, κύριε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ποιός άνοιξε αυτό το γράμμα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ δε ξέρω.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μήτε γώ.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Και ποιός το 'φερε;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ο Τρουφαλδίνος το παίρνε στον αφέντη του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι η Σμεραλδίνα το 'φερε στον Τρουφαλδίνο.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ, (μόνη): Κουτσομπόλη, δε σ' αγαπάω πια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εσύ, παλιοκαρακάξα, εσύ το 'καμες αυτό; Δε ξέρω ποιός μου βαστά τα χέρια και δε σου δίνω μια στα μούτρα.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Στο πρόσωπο δε μ' έχει χτυπήσει κανένας κι απορώ με την αφεντιά σας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έτσι μου απαντάς εμέ;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δε με πιάνετε. Έχετε σπέδες και δε μπορείτε να τρέξετε. (Φεύγει τρέχοντας).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κακομοίρα μου, θα δεις αν μπορώ να τρέξω. Θα σε γραπώσω, πού θα μου πας.
(Φεύγει τρέχοντας πίσω από τη Σμεραλδίνα).

ΣΚΗΝΗ 19: ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ στο παραθύρι του ξενοδοχείου.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Και τώρα πώς τη σκαπουλάρουνε;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ, (κοιτώντας την επιστολή): Καημένη Κλεαρέτη! Έχει απελπιστεί με τη ζήλια του Σίλβιου, πρέπει να φανερωθώ για να ησυχάσει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Φαίνεται πως δε με τηράει. Να δω να του φύγω. (Κάνει να φύγει σιγά-σιγά).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πού πας;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (στέκεται): Εδώ είμαι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γιατί άνοιξες το γράμμα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τ' άνοιξε η Σμεραλδίνα. Εγώ αφέντη δε ξέρω τίποτα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ποια Σμεραλδίνα; Εσύ τ' άνοιξες, κατεργάρη. Ένα κι ένα δύο. Δύο γράμματα μ' άνοιξες την ίδια μέρα. Έλα εδώ!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (πλησιάζει φοβισμένος): Όχι, κύριε, δε φταίω εγώ.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έλα εδώ σου λέω.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (τρέμοντας): Λυπηθείτε με.

(Η Βεατρίκη παίρνει από τη μέση του Τρουφαλδίνου το μπαστούνι και τον δέρνει καλά καλά, έχοντας γυρισμένες τις πλάτες προς το ξενοδοχείο).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (από το παράθυρο του ξενοδοχείου): Πώς; Δέρνουνε τον υπηρέτη μου; (Φεύγει από το παράθυρο).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι άλλο, λυπηθείτε με.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πήγαινε, γάιδαρε. Να μάθεις ν'ανοίγεις τα γράμματα.
(Πετά το μπαστούνι και φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 20η: ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (αφού φύγει η Βεατρίκη): Αίμα μου! Καρδιά μου! Έτσι φέρνονται με τσ' ανθρώπους σαν κι εμέ; Δέρνουν ένανε σαν κι εμέ; Τσου δούλους, τόμου δεν τσου κάνουνε, τσου διώχνουνε, δεν τσου δέρνουνε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, χωρίς να τονε δει ο Τρουφαλδίνος): Τί λες;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (βλέποντας τον Φλωρίνδο, μόνος): Ω! (Προς το μέρος που έφυγε η Βεατρίκη, δυνατά). Δε χτυπάνε τσου δούλους με τέτοιον τρόπο. Αυτό είναι μια προσβολή που πέφτει στον αφέντη μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, είναι μια προσβολή που γίνηκε σ' εμέ. Ποιός είν' αυτός που σ' έδειρε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε τόνε ξέρω, αφέντη, δε τόνε γνωρίζω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Γιατί σ' έδειρε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γιατί... Γιατί... του σκόνταψα το παπούτσι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι εσύ κάθεσ' έτσι να σε δέρνουνε; Και δε κουνιέσαι, δεν υπερασπίζεσαι; Και πας και κάνεις τον αφέντη σου να λαβαίνει προσβολές και ταπεινώσεις; Γάιδαρε, βλάκα! (Παίρνει το μπαστούνι από κάτω). Αφού σ'αρέσει να σε δέρνουνε για όρεξη, θα σε δείρω κι εγώ. (Τόνε δέρνει, κι έπειτα μπαίνει στο ξενοδοχείο).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα ναι, μου στέκει να πω πως είμαι υπερέτης σε δύο αφεντάδες. Επήρα το μιστό μου κι από τσου δύο.
(Μπαίνει στο ξενοδοχείο).

                                            ΤΕΛΟΣ 2ης ΠΡΑΞΗΣ

                                          ΠΡΆΞΗ 3η

ΣΚΗΝΗ 1η: Αίθουσα ξενοδοχείου, με διάφορες πόρτες. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, ΓΚΑΡΣΟΝΙ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Με μια τιναξούλα έστειλα περίπατο όλο το πόνο από τσι μπαστουνιές, μα τη γιόμισα καλά, έφαγα καλά το μεσημέρι και το βράδυ θα δειπνήσω καλύτερα κι όσο είναι απ' το χέρι μου, θα δουλεύω σε δυο αφέντηδες για να βγάλω και διπλό μιστό. Τώρα τί έχω να κάμω; Ο ένας μου αφέντης βρίσκεται όξω απ' το σπίτι κι ο άλλος κοιμάται. Θα μπορούσα ν' αερίσω κομμάτι τα σκουτιά, να τα βγάλω από τα μπαούλα και να τηράξω αν τσου χρειάζεται τίποτα. Έχω και τα κλειδιά. Τούτη η κάμαρη είναι σα να την είχα παραγγελιά. Θα σύρω όξω τα μπαούλα και θα τ' αερίσω. Χρειάζεται κάποιος να μου δώσει χέρι. (Κράζει). Καμαριέρη!
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (έρχεται, μ' ένα γκαρσόνι): Τ;i θέλετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα 'θελα να μου δώκετε λίγο χέρι να βγάλω από κείνες τσι κάμαρες κάτι μπαούλα, για ν' αερίσω κομμάτι τα σκουτιά.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (στο γκαρσόνι): Πηγαίνετε, βοηθήστε τον.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πάμε και θα σας δώκω καλό μερτικό από το ρεγάλο που μου κάμανε κι εμέ οι αφέντηδές μου. (Μπαίνει στο ένα δωμάτιο με το γκαρσόνι).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Αυτός φαίνεται καλός υπερέτης. Είναι γλήγορος, πρόθυμος, προσεχτικός, μα θα 'χει κι αυτός τα κουσούρια του. Υπερέτησα κι εγώ και ξέρω τι κάνουνε. Απ' αγάπη δε γένεται τίποτα. Όλα γένονται ή για να μαδήσουνε τον αφέντη, ή για να πάρουνε την εμπιστοσύνη του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (από το δωμάτιο, με το γκαρσόνι, βγάζουν ένα μπαούλο): Σιγά, ας το βάλουμε δώ. (Το βάζουνε στη μέση της αίθουσας). Πάμε να φέρουμε και τ' άλλο. Μα να κάμουμε σιγά, γιατί ο αφέντης είναι στη κάμαρα και κοιμάται. (Μπαίνει με το γκαρσόνι στο δωμάτιο του Φλωρίνδου).
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Ετούτος ή είναι άνθρωπος καθώς πρέπει με τα όλα του ή είναι μεγάλος απατεώνας. Να υπερετάνε δυο αφεντάδες μ' αυτό τον τρόπο, δεν είδα ποτέ μου. Στ' αλήθεια πρέπει να 'χω λίγο το νου μου. Δεν έχω καμιά όρεξη, με τη πρόφαση πως υπερετάει δυο αφέντηδες, τη μια ή την άλλη μέρα να τσου γδύσει και τσου δυο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (από το δωμάτιο του Φλωρίνδου, με το γκαρσόνι, βγάζουνε το άλλο μπαούλο): Και τούτο ας το βάλουμ' εδώ. (Το τοποθετούνε λίγο πιο πέρ' από τ' άλλο). Τώρ' αν θέλετε να φύγετε, αμέτε, δε μου χρειαζόσαστε άλλο.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (στο γκαρσόνι): Εμπρός, πηγαίνετε στο μαγειριό.
ΓΚΑΡΣΟΝΙ, (πηγαίνει στον Τρουφαλδίνο): Χρειαζόσαστε τίποτ' άλλο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, τίποτα. Τσι δουλειές μου τσι κάνω μοναχός μου.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ, (μόνος): Ξεφορτώσου μας, χοντροκέφαλε θα σε δω πόσο θα βαστάξεις.

(Φεύγει).

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα θα κάμω τα πράματα με τάξη, ήσυχα και χωρίς να με σκοτίζει κανένας. (Βγάζει από τη τσέπη του ένα κλειδί). Από πού 'ναι τούτο το κλειδί; Ποιό ανοίγει από τούτα τα δυο μπαούλα; Ας δοκιμάσω. (Ανοίγει το ένα). Μάντεψα μονομιάς. Είμ' ο πρώτος του κόσμου. Και τούτο τ' άλλο, θ' ανοίγει με το δεύτερο. (Βγάζει από τη τσέπη του το άλλο κλειδί κι ανοίγει το άλλο μπαούλο). Νάτα ανοιχτά και τα δύο. Ας τα βγάλουμ' όξω όλα. (Βγάζει τα φορέματα κι από τα δύο μπαούλα, και τ' απιθώνει επάνω στο τραπέζι, παρατηρώντας πως σε κάθε μπαούλο ήτανε μια φορεσιά μαύρη, βιβλία, και χειρόγραφα και διάφορ'άλλα πράματα). Στάσου να ιδώ μια στιγμή αν είναι τίποτα σ' αυτές τσι τσέπες. Καμιά φορά βάνουνε παξιμαδάκια, καραμελίτσες. (Κοιτά τις τσέπες της φορεσιάς της Βεατρίκης και βρίσκει μια προσωπογραφία). Τί όμορφο! Τί ωραίο κάδρο! Τί όμορφος άντρας! Ποιανού να 'ναι αυτό το ριτράτο; Μου φαίνεται σα να τον γνωρίζω και δε τονε βάνει τώρα ο νους μου. Μοιάζει κάπως με τον άλλο μου τον αφέντη, μα όχι, δεν έχει μήτε τα ίδια ρούχα μήτε την ίδια περούκα.

ΣΚΗΝΗ 2η: ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ κι ο επάνω.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (κράζει μέσα από το δωμάτιο): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ας πάει στ' ανάθεμα! Ξύπνησε. Αν κάμει ο διάολος και βγει όξω και δει το άλλο μπαούλο και ρωτήσει... Γλήγορα, γλήγορα να το κλείσω και λέω πως δε ξέρω ποιανού είναι. (Αρχίζει να ξαναβάζει τα πράματα).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ορίστε. (Μόνος). Ας ξαναβάλω γλήγορα τα πράματα. Μα! Δε θυμάμαι καλά πού πάει ετούτο το ρούχο. Κι ετούτα τα χαρτιά δε θυμάμαι πού ήτανε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ. Θα 'ρθεις ή να 'ρθω να σε πάρω με το μπαστούνι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τώρα έφτακα. (Μόνος). Έλα γλήγορα, γιατ' έρχεται. Τόμου βγει όξω, τα σιάνω. (Βάζει τα πράματα όπως-όπως μέσα στα δυο μπαούλα και τα κλειδώνει).
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (βγαίνει από το δωμάτιο του με τα φορέματα του σπιτιού): Τί διάολο κάνεις;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αγαπητέ κύριε, δε μου είπατε να καθαρίσω τα ρούχα; Είμαι εδώ κι έκανα τη δουλειά μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι εκείνο το άλλο μπαούλο ποιανού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν έχω ιδέα, θα 'ναι κάποιου αλλουνού ξένου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δώσε μου τη μαύρη μου φορεσιά.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αμέσως.

     (Ανοίγει το μπαούλο του Φλωρίνδου και του δίνει τη μαύρη του φορεσιά. Εκείνος βγάζει το φόρεμα του σπιτιού, και φορεί το μαύρο. Έπειτα βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, βρίσκει την προσωπογραφία).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί είναι ετούτο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Ω, διάολε! Την έπαθα. Αντίς να το βάλω στο ρούχο του αλλουνού, το 'βαλα σε τούτο. Του λόγου του μ' έκαμε και τα μπέρδεψα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, μόνος: Ω, Θεέ μου! Δ ε γελιέμαι, όχι! Τούτ' είν' η προσωπογραφία μου, που χάρισα ο ίδιος στην αγαπημένη μου Βεατρίκη. (Μ' ανυπομονησία στον Τρουφαλδίνο). Για πες μου, πώς εμπήκε στις τσέπες του φορέματός μου τούτ' η προσωπογραφία πού δεν υπήρχε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Και τώρα, δε ξέρω πώς να τα σκεπάσω! Θα μηχανευτώ.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θάρρος, μίλησε, αποκρίσου. Τούτ' η προσωπογραφία πώς εμπήκε στις τσέπες μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αγαπητέ μου αφέντη, συμπαθήστε την τόρμη μου. Αυτό το ριτράτο είναι δικό μου για να μη το χάσω, το 'κρυψα κεί μέσα. Για τ' όνομα του Θεού, συμπαθήστε με.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού την εύρηκες αυτή τη προσωπογραφία;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Την εκληρονόμησα από τον αφέντη μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Την εκληρονόμησες;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, υπερετούσα έναν αφέντη, απέθανε και μ' άφηκε κάτι μικροπράματα, που τα πούλησα κι εβάσταξα αυτό το ριτράτο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ωιμέ! Πόσος καιρός είναι που πέθανε αυτός ο αφέντης σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα 'ναι καμιά βδομάδα. (Μόνος). Λέω ό,τι μου 'ρθει στο στόμα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πώς τον έλεγαν αυτό τον αφέντη σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε ξέρω, κύριε, ζούσε στα κρυφά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Στα κρυφά; Πόσον καιρό ήσουν υπηρέτης του;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λίγο, δέκα, δώδεκα μέρες.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος): Ω, Θεέ μου! Όλο και πιότερο φοβούμαι,
μην ήταν η Βεατρίκη! Έφυγε ντυμένη αντρίκια... εζούσε incognito... ω δυστυχία που μ' ευρήκε, αν είναι αλήθεια;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Τόμου τα πιστεύει όλα, θα του τα πω εγώ μια χαρά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μ' ανυπομονησία): Πες μου, ήτανε νέος ο αφέντης σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, νέος.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Χωρίς μουστάκι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Χωρίς μουστάκι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος, αναστενάζοντας): Αυτή ήτανε, χωρίς άλλο.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Μπαστουνιές επερίμενα και τσι σκαπουλάρισα.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ξέρεις τουλάχιστο τη πατρίδα του αφέντη σου του πεθαμένου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Την ήξερα, μα δε μου έρχεται στο νου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τουρινέζος μήπως;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, Τουρινέζος.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος): Κάθε του λέξη είναι και μια μαχαιριά στη καρδιά μου. (Στον Τρουφαλδίνο). Μα πες μου, πέθανε πραγματικά αυτός ο νέος ο Τουρινέζος;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πέθανε βέβαια.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Από τί αρρώστια πέθανε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Του 'ρθε κάποιο κόλπο κι επήγε. (Μόνος). Έτσι τελειώνουμε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού τον εθάψανε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, (μόνος): Καινούργιο μπέρδεμα. (Δυνατά). Δεν τονε θάψανε κύριε, γιατί ένας άλλος υπερέτης, πατριώτης του, πήρε την άδεια, τον έβαλε σε μια κάσα και τον έστειλε στον τόπο του.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ο υπηρέτης αυτός μήπως ήταν εκείνος που σήμερα το πρωί σου 'πε να πάρεις από το Ταχυδρομείο την επιστολή;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, σωστά ο Πασκάλης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, (μόνος): Δεν υπάρχει ελπίδα πια. Η Βεατρίκη πέθανε. Άμοιρη Βεατρίκη, οι κακοπάθειες του ταξιδιού, τα βάσανα της καρδιάς θα τη σκοτώσανε. Ωιμέ! Δε βαστώ πια από τον πόνο μου.

(Μπαίνει στο δωμάτιο του).

ΣΚΗΝΗ 3η: ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ & ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τί μπέρδεμα είν' ετούτο; Ελυπήθηκε, κλαίει, απορπίζεται. Εγώ δεν ήθελα μ' αυτό το παραμύθι να τόνε κάμω υποχονδριακό. Εγώ το 'καμα για να ξεφύγω τα χάιδια του μπαστουνιού, και για να μη πιαστεί το ανακάτωμα από τα δυο μπαούλα. Εκείνο το ριτράτο τον έκαμε άνω κάτου. Φαίνεται πως τον ήξερε. Εμπρός, το καλύτερο είναι να ξαναπάρω αυτά τα μπαούλα στην κάμαρη, για να γλιτώσω από κάνα δεύτερο.
Να τος κι ο άλλος αφέντης μου. Αυτή τη φορά θα μετρήσει τη δουλειά μου, και θα με πλερώσει με το παραπάνω. (Υπονοώντας τις μπαστουνιές).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πιστέφτε με, κύριε Πανταλόνε, πως η τελευταία μερίδα των λογαριασμών μας είναι διπλογραμμένη.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπορεί να λαθέψανε τα παιδιά. Ξαναπερνάμε τσου λογαριασμούς άλλη μια φορά με το γραμματικό, παραβάλλουμε, και βρίσκουμε την αλήθεια.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Επήρα κι εγώ ένα αντίγραφο μερικών μερίδων των βιβλίων μας. Τώρα το παραβάλλουμε. Μπορεί να ξεκαθαρίσει είτε υπέρ σας είτε υπέρ μου. Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κύριε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έχεις εσύ τα κλειδιά του μπαούλου μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, ορίστε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γιατί έβγαλες στην αίθουσα το μπαούλο μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Για ν' αερίσω κομμάτι τα σκουτιά.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τ' αέρισες;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Άνοιξε και δώσε μου... Εκείνο τ' άλλο μπαούλο ποιανού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είναι μιανού αλλουνού ξένου, που 'ρθε τώρα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Καλά. Δώσε μου ένα σημειωματάριο που θα βρεις στο μπαούλο μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε. (Ανοίγει και ψάχνει για το σημειωματάριο). Ο Θεός να μου τα φέρει δεξιά.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μπορεί να 'ναι όπως σας λέω, να κάμανε λάθος. Σ' αυτή τη περίπτωση, το λάθος δε πλερώνεται.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μα μπορεί να 'ναι και σωστά. Ας το παραβάλλουμε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (παρουσιάζει ένα βιβλίο με χειρόγραφα): Ετούτο είναι;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτό θα 'ναι. (Το παίρνει χωρίς να το καλοκοιτάξει και το ανοίγει). Όχι, δεν είν' αυτό... Ποιανού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Την έπαθα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (μόνη): Ετούτες είναι δύο δικές μου επιστολές που 'στειλα στο Φλωρίνδο. Ωιμέ! Τούτα τα σημειώματα, τούτ' οι λογαριασμοί ανήκουνε σε κείνον! Ιδρώνω, τρέμω, δεν ξέρω πού βρίσκουμαι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τ;i συμβαίνει, κυρ-Φρεντερίκε; Ακούτε τίποτα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τίποτα, ευχαριστώ. (σιγά στον Τρουφαλδίνο). Τρουφαλδίνε, πώς ευρέθηκε μέσα στο μπαούλο μου τούτο το βιβλίο, που δεν είναι δικό μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ πού να ξέρω;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γρήγορα, μη τα χάνεις, πες μου την αλήθεια.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σας γυρεύω συμπάθειο για την τόρμη που πήρα κι έβαλα αυτό το βιβλίο στο μπαούλο σας. Είναι δικό μου και για να μη το χάσω, το 'βαλα εκεί. (Μόνος). Τα κατάφερα μια χαρά με τον άλλονε, μπορεί να τα καταφέρω και με τούτονε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτό το βιβλίο είναι δικό σου, δε το γνωρίζεις και μου το δίνεις για δικό μου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Ετούτος βλέπω είναι πιο ζόρικος. (Στη Βεατρίκη). Να σας πω, είναι λίγος καιρός που το 'χω και δε το γνωρίζω δελέγγου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Και πού το βρηκες εσύ αυτό το βιβλίο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ήμουν υπερέτης σ' έναν αφέντη στη Βενετία, που πέθανε κι εκλερονόμησα αυτό το βιβλίο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πόσος καιρός είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρω κι εγώ; Δέκα... δώδεκα μέρες.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πώς είναι δυνατό, αφού σε βρήκα γω στη Βερόνα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σωστά, τότες ερχόμουνα απ' τη Βενετία, που πέθανε ο αφέντης μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μήπως αυτός ο αφέντης σου ονομαζότανε Φλωρίνδος;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, Φλωρίνδος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Της οικογένειας Αρετούση;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σωστά, Αρετούση.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κι απέθανε βέβαια;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Βεβαιότατα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Από τί αρρώστια πέθανε; Πού τον έχουνε θαμμένο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έπεσε στο κανάλι κι επνίγηκε και δεν εματαφάνηκε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (μόνη): Ω, δυστυχία μου! Πέθανε ο Φλωρίνδος, πέθανε η ευτυχία μου, πέθανε η μόνη ελπίδα μου. Τί να τη κάμω πια τούτη την άχρηστη ζωή, αφού πέθανε κείνος, που ζούσα μόνο γι' αυτόν; Ω, μάταιες ελπίδες! Ω, φροντίδες πεταμένες στον αέρα! Άμοιρα στρατηγήματα του έρωτα! Αφήνω την πατρίδα, παρατώ τους συγγενείς, φορώ αντρίκια φορέματα, ριψοκινδυνεύω, παίζω τη ζωή μου την ίδια, όλα για τον Φλωρίνδο κι ο Φλωρίνδος μου είναι πεθαμένος. Δύστυχη Βεατρίκη! Δε σου 'φτανε ο θάνατος του αδελφού σου, έπρεπε να προστεθεί κι ο θάνατος του άντρα σου! Το θάνατο του Φρειδερίκου ο Θεός ήθελε ν'ακολουθήσει ο θάνατος του Φλωρίνδου. Μα αν εγώ ήμουν η αιτία του θανάτου τους, μα αν εγώ ήμουν η ένοχη, γιατί δε ρίχνει πάνω μου ο Θεός την τιμωρία του; Άχρηστο είναι το κλάμα, μάταια είναι τα παράπονα, ο Φλωρίνδος απέθανε. Πηγαίνετε στην οργή, άχρηστα φορέματα, ψεύτικες στολές. (Βγάζει μ' απελπισία το καπέλο και το μανδύα και τα πετά καταγής). Ωιμέ! Ο πόνος με πνίγει. Δε βλέπω πια το φως. Λατρεία μου, αγαπητέ μου άντρα, θα σ' ακολουθήσω απελπισμένη. (Φεύγει μανιασμένη και μπαίνει στο δωμάτιο της).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (ακούοντας σαστισμένος το μονόλογο και την απελπισία της Βεατρίκης): Τρουφαλδίνο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (που άκουσε το ίδιο σαστισμένος): Σιορ Πανταλόνε!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Κυρία!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γυναίκα!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τί είναι τούτο!
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τί αλλόκοτο πράμα!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μου στουπίρισε ο νους.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Χάνω το μυαλό μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πάω να το πω στην κοπέλα μου. (Φεύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δεν είμαι άλλο υπερέτης σε δύο αφέντηδες, μα σ' έναν αφέντη και σε μια κυρά.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 4η: ΔΟΤΟΡΟΣ & ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ.

ΔΟΤΟΡΟΣ: Δε μπορώ να 'συχάσω μ' αυτό τον παλιόγερο τον Πανταλόνε. Όσο το σκέφτομαι τόσο με πνίγει ο θυμός.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (χαρούμενος): Αγαπητέ Δοτόρο, τα σέβη μου.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Απορώ με τη τόλμη που έχετε να με χαιρετάτε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Έ χ ω να σας πω ένα νέο. Ξέρετε...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Θέλετε τάχα να μου πείτε πως εκάματε το γάμο; Δε δίνω δεκάρα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δεν έγινε τίποτα. Άστε με να μιλήσω, που κακό να σας έρθει.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Μιλήστε, που να βγάλετε τη φάουσα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (μόνος): Έτσι μου 'ρχεται να τόνε κάμω δοτόρο με τσι γροθιές. (Στο Δοτόρο). Η κόρη μου, αν θέλετε, γένεται γυναίκα του γιου σας.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Σας είμαι υπόχρεως, μη πειραζόμαστε. Ο γιος μου δεν έχει και τόσο καλό στομάχι, δε τα τρώει λοιπόν αυτά και δε του χρειάζονται αποφάσεις καμιανού. Δώστε τη στον κυρ-Τουρινέζο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τόμου μάθεις ποιος είναι αυτός ο Τουρινέζος, δε θα μιλείς έτσι.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ας είναι όποιος θέλει. Τη κόρη σας την είδανε μαζί του, et hoc sufficit [κι αυτό φτάνει, είναι αρκετό].
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μα δεν είναι αλήθεια πως αυτός είναι...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Δε θέλω να ξέρω τίποτα πια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αν δε θέλετε να μ' ακούσετε, τόσο το χειρότερο για σας.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Θα ιδούμε για ποιόνε θα 'ναι χειρότερο!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Η κόρη μου είναι κοπέλα τιμημένη κι εκείνη...
ΔΟΤΟΡΟΣ: Ο διάολος να σας πάρει.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕΣ: Και να σας αλογοσύρει.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Γέρο χωρίς λόγο και χωρίς υπόληψη.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 5η: ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ & ΣΙΛΒΙΟ.

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Άμε στο ανάθεμα. Χτήνος με δυο ποδάρια. Πού να του πεις πως εκείνη είναι γυναίκα ντυμένη αντρίκια! Τίποτα, κύριε μου, δε σ' αφήνει να μιλήσεις. Μμ! είναι δω κείνη η βρώμα ο γιος του, με περιμένει καινούργια επίθεση.
ΣΙΛΒΙΟ: (μόνος): Νάτος ο Πανταλόνε. Έτσι μου 'ρχεται να του μπήξω το σπαθί στο στήθος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σιορ Σίλβιε, με την άδεια σας, έχω να σας δώκω μια καλήν είδηση, σώνει να μ' αφήκετε να μιλήσω και να μη κάμετε σαν τον σιορ πατέρα σας, που πάει το στόμα του μύλος.
ΣΙΛΒΙΟ: Τί θέλετε να μου πείτε; Μιλήστε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Μάθετε πως ο γάμος τση κόρης μου με τον σιορ Φρεντερίκο, πάει αμόντε.
ΣΙΛΒΙΟ: Είν' αλήθεια; Δε με γελάτε;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σας λέω την αλήθεια, κι αν ακόμα τη θέλετε, η κόρη μου είν' έτοιμη να σας δώκει το χέρι.
ΣΙΛΒΙΟ: Ω, Θεέ μου! Εσείς από το θάνατο με ξαναφέρνετε στη ζωή.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (μόνος): Έλα, έλα, δεν είναι τόσο χτήνος όπως ο πατέρας του.
ΣΙΛΒΙΟ: Μα, Θεέ μου, πώς μπορώ να σφίξω στην αγκαλιά μου εκείνη που μίλησε για ώρα μ' άλλον άντρα;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Με λίγα λόγια, ο Φρεντερίκο Ρασπόνη εγίνηκε Βεατρίκη, η αδερφή του.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Πώς! Δε καταλαβαίνω.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έτσι όπως σας το λέω. Κείνος που πιστεύαμε για Φρεντερίκο, εξεσκεπάστηκε για Βεατρίκη.
ΣΙΛΒΙΟ: Ντυμένη αντρίκεια;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ντυμένη αντρίκεια.
ΣΙΛΒΙΟ: Τώρα καταλαβαίνω.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τέλος πάντων!
ΣΙΛΒΙΟ: Πώς εσυνέβηκε; Για πέστε μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Πάμε σπίτι. Η κόρη μου δε ξέρει τίποτα. Με μια κουβέντα θα καλοκαρδίσω και τσου δυο σας.
ΣΙΛΒΙΟ: Σας ακολουθώ και σας ζητώ ταπεινά συγνώμη, αν παρασυρμένος από το πάθος...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αυτά πάνε, είσαστε συμπαθισμένος. Ξέρω τι κάνει ο έρωτας. Πάμε, παιδί μου, ελάτε μαζί μου.

(Φεύγει).

ΣΙΛΒΙΟ: Ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από με; Ποιά καρδιά μπορεί να 'ναι πιο ευχαριστημένη από τη δική μου;

(Φεύγει με τον Πανταλόνε).

ΣΚΗΝΗ 6η: (Η προηγούμενη αίθουσα του ξενοδοχείου με τις διάφορες πόρτες. Η Βεατρίκη κι ο Φλωρίνδος βγαίνουνε κι οι δυο από τα δωμάτια τους μ' ένα μαχαίρι στο χέρι, έτοιμοι ν' αυτοκτονήσουνε και συγκρατούνται η μία από τον Μπριγκέλα κι ο άλλος από τον Καμαριέρη του ξενοδοχείου, και προχωρούνε σε τρόπο που οι δυο αγαπημένοι
δε βλέπονται μεταξύ τους
).


ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: (αρπάζοντας το χέρι της Βεατρίκης). Σταθείτε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (προσπαθεί να ξεφύγει). Αφήστε με, σας ορκίζω.
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: (συγκρατώντας τον Φλωρίνδο): Αυτό είν' από απερπισία.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: (ξεφεύγει του Καμαριέρη): Άμε στο διάολο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (ξεφεύγει του Μπριγκέλα): Δε θα μπορέσετε να μ' εμποδίσετε.

(Προχωράνε κι οι δυο με την απόφαση ν' αυτοκτονήσουνε και καθώς βλέπονται κι αναγνωρίζονται, μένουνε σαν απολιθωμένοι).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί βλέπω!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Φλωρίνδο!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Βεατρίκη!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Είστε ζωντανός;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι εσείς ζείτε;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ω, τύχη!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ω, ψυχή μου! (Αφήνουν τα μαχαίρια κι αγκαλιάζονται).
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: (στον Καμαριέρη αστειευόμενος): Μα άσε κείνο το αίμα, να μη πάει χαμένο.

(Φεύγει).

ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: Τουλάχιστο θα μου μείνουν αυτά τα μαχαίρια. Δε θα τους τα ξαναδώσω πια.

(Παίρνει από χάμω τα μαχαίρια και φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 7η:  ΒΕΑΤΡΙΚΗ, ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ & ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ποιά αιτία σας έφερε σε τέτοιαν απελπισία;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μια ψεύτικη είδηση πως πεθάνατε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ποιός σας έκαμε να πιστέψετε πως πέθανα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο υπηρέτης μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι ο δικός μου το ίδιο και παρασυρμένος από τον πόνο μου ήθελα ν' αυτοκτονήσω.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ετούτο το βιβλίο μ' έκαμε να πιστέψω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Αυτό το βιβλίο βρισκότανε στο μπαούλο μου. Πώς έφτασε στα χέρια σας; Α, ναι, θα 'γινε όπως έγινε και με τη προσωπογραφία μου, που βρέθηκε στις τσέπες της φορεσιάς μου ιδού η προσωπογραφία που σας είχα χαρίσει στο Τουρίνο.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτά τα κτήνη οι υπηρέτες μας, ο Θεός ξέρει τι θα 'χουνε κάμει. Αυτοί είν' αιτία του πόνου και της απελπισίας μας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εκατό παραμύθια μου 'πε ο δικός μου για σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κι άλλα τόσα μου 'πε ο υπηρέτης μου για σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και πού βρίσκονται τώρα;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δε φαίνονται πουθενά.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ας τους βρούμε, κι ας μάθουμε την αλήθεια. (Κράζει). Ποιός είν' εκεί; Δεν είναι κανείς;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Διατάχτε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πού βρίσκονται οι υπηρέτες μας;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Δε ξέρω, κύριε. Μπορούμε να τους βρούμε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Φροντίστε να τους βρείτε, και στείλτε τους εδώ.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Εγώ δε ξέρω παρά ένανε θα το πω στα γκαρσόνια, αυτοί θα ξέρουνε και τσου δυο. Χαίρομαι με την αφεντιά σας, που κάματ' ένα θάνατο τόσο γλυκό, μα αν θέλετε κιόλας να θαφτείτε, πρέπει να πάτε αλλού, γιατί εδώ δεν είναι και τόσο καλά. Δούλος σας ταπεινός.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 8η: ΒΕΑΤΡΙΚΗ & ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εμένατε κι εσείς σ'ετούτο το ξενοδοχείο;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έφτασα σήμερα το πρωί.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι εγώ σήμερα το πρωί. Και δεν ιδωθήκαμε πριν;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Η τύχη θέλησε να μας βασανίσει λιγάκι.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πέστε μου, ο Φρειδερίκος, ο αδελφός σας, πέθανε;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αμφιβάλλετε; Έμεινε στον τόπο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κι όμως με κάμανε να πιστέψω πως ήτανε ζωντανός και στη Βενετία.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αυτό είναι η πλάνη εκείνων που ως τώρα μ' επαίρνανε για Φρειδερίκο. Έφυγα από το Τουρίνο με τα φορέματα του και με τ' όνομα του, για να μπορέσω να σας ακολουθήσω...
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Το ξέρω, για να μ' ακολουθήσετε, αγαπητή μου. Μια επιστολή σας γραμμένη από τον τουρινέζο σας υπηρέτη, με βεβαίωσε για το γεγονός αυτό.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Πώς έφτασε στα χέρια σας;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ένας υπηρέτης, που θαρρώ θα 'ταν ο δικός σας, επαρακάλεσε το δικό μου, να ρωτήσει στο ταχυδρομείο. Την είδα και βλέποντας τη διεύθυνση σας, δεν εμπόρεσα να βασταχτώ, και την άνοιξα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δικαιολογημένη περιέργεια ενός εραστή.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί θα λένε στο Τουρίνο για την αναχώρηση σας;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Όταν γυρίσω εκεί γυναίκα σας, κάθε κουβέντα θα σταματήσει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πώς μπορώ να γελιέμαι πως θα γυρίσω εκεί τόσο γρήγορα, τη στιγμή που είμ' εξόριστος με ποινή θανάτου; Όταν για το θάνατο του αδελφού σας θεωρούμαι ένοχος εγώ;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τα χρήματα που θα πάρω εγώ από τη Βενετία, θα μπορέσουνε να σας απαλλάξουν από την εξορία. Και στο τέλος, δεν τον εσκοτώσατε εσείς.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μ'αυτοί οι υπηρέτες δε φαίνονται ακόμα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τί τους έκαμε να μας δώσουν έναν τόσο μεγάλο πόνο;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Για να μάθουμε καλά δε πρέπει να τους πάρουμε με το άγριο. Πρέπει να τους πιάσουμε με το καλό.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: θα προσπαθήσω να προσποιηθώ.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: (βλέποντας να 'ρχεται ο Τρουφαλδίνος): Νάτος ο ένας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Από την όψη του φαίνεται πως είναι ο πιο κατεργάρης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θαρρώ πως δεν έχετε άδικο.

ΣΚΗΝΗ 9η: (ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ, οδηγούμενος με τη βία από τον ΜΠΡΙΓΚΕΛΑ και από τον ΚΑΜΑΡΙΕΡΗ κι οι επάνω).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Έλα, έλα, μη φοβάσαι.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δε θα σου κάμουμε τίποτα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Μμ! Θυμάμαι ακόμα τσι μπαστουνιές.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Ετούτονε τον ευρήκαμε, αν βρούμε και τον άλλο, θα τόνε φέρουνε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, είν' ανάγκη να 'ναι κι οι δυο μαζί.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: (σιγά στον Καμαριέρη): Τόνε γνωρίζετε σείς τον άλλο;
ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: (
στον Μπριγκέλα): Όχι.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: (στον Καμαριέρη): Θα ρωτήσουμε στη κουζίνα. Κάποιος θα τόνε ξέρει.

(Φεύγει).

ΚΑΜΑΡΙΕΡΗΣ: (μόνος): Αν ήτανε, θα τον ήξερα εγώ.

(Φεύγει).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εμπρός, για πες μας, πώς αλλάχτηκε η προσωπογραφία και το βιβλίο; Και γιατί εσύ κι ο κατεργάρης ο άλλος εσυμφωνήσατε να μας φέρετε σ' απελπισία;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (κάνει νεύμα με το δάχτυλο και στους δυο να σωπάσουν): Τσωπάτε. (Στον Φλωρίνδο, απομακρύνοντας τον από τη Βεατρίκη). Κάμετε μου τη χάρη, μια λέξη χωριστά. (Στη Βεατρίκη, καθώς απομακρύνεται με τον Φλωρίνδο). Τώρα εγώ θα σας τα πω όλα. (Στον Φλωρίνδο). Να σας πω, κύριε, εγώ για όσα γενήκανε, δε φταίω καθόλου, ο φταίστης είν' ο Πασκάλης, ο υπερέτης τση κυρίας εκεί. (Δείχνει προφυλαχτικά τη
Βεατρίκη
). Του λόγου του ανακάτεψε τα πράματα κι από το ένα μπαούλο τα 'βαλε στ' άλλο, δίχως εγώ να το καταλάβω. Κι ο άμοιρος με παρακάλεσε να το βαστάξω μυστικό, για να μην τόνε διώξει ο αφέντης του κι εγώ, που έχω καλή καρδιά και που για τσου φίλους σκοτώνουμαι, εύρηκα όλα εκείνα τα παραμύθια για να τα μπαλώσω. Πού να βάλει ο νους μου πως εκείνο το ριτράτο ήτανε δικό σας και πως θα σας επίκραινε τόσο αν είχε
πεθάνει εκείνος που το 'χε. Νάτην όλη η ιστορία, έτσι όπως σας την είπα, σαν τίμιος άνθρωπος και σαν υπερέτης πιστός.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (μόνη): Μακριά κουβέντα του κάνει. Είμαι περίεργη να μάθω τί του λέει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: (σιγά στον Τρουφαλδίνο): Λοιπόν, εκείνος που σου είπε να πάρεις από το ταχυδρομείο την επιστολή, ήταν ο υπηρέτης της κυρίας Βεατρίκης;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και γιατί μου 'κρυψες ένα πράμα, που με τόσην ανυπομονησία σου ζητούσα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γιατί με είχε παρακαλέσει να μη το πω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ποιός;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ο Πασκάλης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Γιατί δεν άκουσες τον αφέντη σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από αγάπη για τον Πασκάλη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θα 'πρεπε να δείρω μαζί εσέ και τον Πασκάλη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σ' αυτή την περίσταση, θα 'τρωα τσι δικές μου και τσι ξυλιές του Πασκάλη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ακόμα δεν ετέλειωσε αυτή η μακριά εξομολόγηση;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ετούτος μου λέει...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (σιγά στον Φλωρίνδο): Για τ' όνομα του Θεού, αφέντη, μη φανερώσετε τον Πασκάλη. Καλύτερα πέστε τση πως το 'καμα εγώ, μακάρι δείρτε με κιόλας, αν σας αρέσει, μα μη μου καταστρέψετε τον Πασκάλη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τόσο πολύ αγαπάς τον Πασκάλη σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τον αγαπάω σαν αδερφό μου. Τώρα θα πάω σε κείνη τη κυρία και θα τση πω πως έσφαλα εγώ. Το 'χω καλύτερα να βρίσει εμέ, να με στραπατσάρει,
παρά να πάθει τίποτα ο Πασκάλης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: (μόνος): Ετούτος έχει ένα χαρακτήρα πολύ αιστηματικό.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (πλησιάζοντας τη Βεατρίκη): Είμαι στις διαταγές σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (σιγά στον Τρουφαλδίνο): Τί κουβέντα είχες τόσο μακριά με τον κύριο Φλωρίνδο;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να σας πω, εκείνος ο κύριος έχει έναν υπερέτη, που τόνε λένε Πασκάλη. Είναι ο πιο κουκούγερας του κόσμου. Αυτός έκαμ' εκείνο τ' ανακάτωμα στα
πράματα κι επειδής ο άμοιρος σκιαζότανε να μην πάει και τόνε διώξει ο αφέντης του, εσκαρφίστηκα εγώ εκείνη την ιστορία για το βιβλίο, με τον αφέντη τον πεθαμένο, που πνίγηκε, και τ' αποδέλοιπα. Και τώρα πάλε, στο σιορ Φλωρίνδο του είπα πως εγώ έφταιξα για όλα.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Γιατί να ενοχοποιηθείς για κάτι που υποστηρίζεις πως δεν έκαμες;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από την αγάπη που έχω του Πασκάλη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, μόνος: Το πράμα αρχίζει να μακραίνει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κυρά μου, σας παρακαλώ, μην τόνε καταστρέψετε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ποιόν;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τον Πασκάλη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο Πασκάλης κι εσύ είσαστε δυο κατεργαρέοι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Αν ήταν έτσι, θα 'μουν μοναχός μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μην ψάχνουμε πια, κυρία Βεατρίκη, οι υπηρέτες μας δεν το 'καμαν από κακία, θα 'πρεπε να σωφρονιστούνε, μα χάρη της δικής μας χαράς, ας τους συχωρέσουμε το λάθος.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Είναι σωστό, μα ο υπηρέτης σας...
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (σιγά στη Βεατρίκη): Για τ' όνομα του Θεού, μην αναφέρετε τον Πασκάλη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στον Φλωρίνδο): Τέλος, εγώ πρέπει να πάω στου κύριου Πανταλόνε των Μπιζονιόζων, θα 'ρθετε μαζί μου;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Θα ερχόμουν ευχαρίστως, μα πρέπει να περιμένω έναν τραπεζίτη στο σπίτι. Θα έρθω αργότερα, αν βιαζόσαστε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ναι, θα πάω αμέσως. Θα σας περιμένω στου κυρίου Πανταλόνε, από εκεί δε θα φύγω αν δεν έρθετε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εγώ δε ξέρω το σπίτι του.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρω εγώ, κύριε, σας συνοδεύω εγώ.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ωραία, πάω στο δωμάτιο μου να συμπληρώσω το ντύσιμο μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (σιγά στη Βεατρίκη): Πηγαίνετε κι έρχομαι δελέγγου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αγαπητέ Φλωρίνδο, τί βάσανα που τράβηξα για χάρη σας!

(Μπαίνει στο δωμάτιο της).

ΣΚΗΝΗ 10η: ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ και ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: (πίσω από τη Βεατρίκη): Τα δικά μου δεν ήτανε μικρότερα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πέστε μου, αφέντη, δεν είναι δω ο Πασκάλης, η κυρία Βεατρίκη δεν έχει κανένα να τη βοηθήσει στο ντύσιμο, θέλετε να πάω εγώ να τη βοηθήσω, αντίς του.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, πήγαινε, βοήθησε τη με προσοχή, θα μ' ευχαριστήσεις.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Σε στρατηγήματα, σε γληγοράδα, σε πονηριές, ξεπερνάω τον πρώτο του κόσμου.

(Μπαίνει στο δωμάτιο της Βεατρίκης).

ΣΚΗΝΗ 11η: ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, ΒΕΑΤΡΙΚΗ & ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Σπουδαία γεγονότα συμβήκανε σήμερα. Κλάματα, θρήνοι, απελπισίες και στο τέλος παρηγοριά και χαρά. Να περνά κανείς από το κλάμα στο γέλιο, είν' ένα γλυκό πήδημα, που κάνει και ξεχνιόνται τα βάσανα, μα όταν περνά κανείς απ' τη χαρά στη λύπη, η μεταβολή είναι πολύ αισθητότερη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εγώ είμ' έτοιμη πια.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πότε ντυθήκατε κιόλας;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Δεν είμαι καλά ντυμένη έτσι;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δε βλέπω την ώρα να σας δω ντυμένη με τα φουστάνια σας. Η ομορφιά σας δε χρειάζεται να μένει τόσο σκεπασμένη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Εμπρός, σας περιμένω στου κυρίου Πανταλόνε, πέστε του Τρουφαλδίνου να σας συνοδέψει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: θα περιμένω ακόμα λιγάκι κι αν ο τραπεζίτης δεν έρθει στο αναμεταξύ, ας ξανάρθει άλλη φορά.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Αν μ'αγαπάτε, θα κάμετε γρήγορα. (Κάνει να φύγει).
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (σιγά στη Βεατρίκη, δείχνοντας τον Φλωρίνδο): Επαραγγείλατε να μείνω να υπερετήσω ετούτο τον κύριο;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ναι, θα τόνε συνοδέψεις στου κυρίου Πανταλόνε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα τον υπηρετήσω και στη στράτα μια και δεν είναι δω ο Πασκάλης;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Υπηρέτησε τον, θα μου κάμεις χάρη. (Μόνη). Τον αγαπώ πιο πολύ κι απ' τον εαυτό μου.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ 12η: ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ & ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ.

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Έλα, δε σε βλέπει. Ο αφέντης σου ντύθηκε κι εβγήκε απ' το σπίτι, δε σε βλέπει.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Σε ποιόν μιλείς;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Στον Πασκάλη. Τον αγαπάω, είναι φίλος μου, μα είναι κουκούγερας. Εγώ είμ' ένας υπερέτης που κάνω για δύο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Έλα να με ντύσεις. Στο αναμεταξύ, θα 'ρθει ο Τραπεζίτης.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αφέντη, ακούω πως η αφεντιά σας θα πάτε στο σπίτι του σιορ Πανταλόνε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Και λοιπόν, τί τρέχει;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ήθελα να σας παρακαλέσω για μια χάρη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μάλιστα, σου αξίζει πραγματικά για τα καλά σου φερσίματα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν εγίνηκε τίποτας, να ξέρετε, φταίει ο Πασκάλης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μα πού είν' αυτός ο καταραμένος ο Πασκάλης; Δε μπορεί να φανερωθεί;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα 'ρθει ο κούτιακας. Λοιπόν, αφέντη, θα 'θελα να σας γυρέψω αυτή τη χάρη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί θέλεις;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ως κι εγώ, ο άμοιρος, είμ' ερωτεμένος.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είσ' ερωτεμένος;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε κι η αγαπημένη μου είναι η δούλα του σιορ Πανταλόνε, κι ήθελα, η αφεντιά σας...
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί σχέση έχω εγώ;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ω, δε λέω πως έχετε σκέση εσείς, μα επειδή είμαι στη δούλεψη σας, ήθελα να λέγατε ένα λόγο για με στο σιορ Πανταλόνε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πρέπει να δούμε αν το κορίτσι σε θέλει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Η κοπέλα με θέλει. Δε χρειάζετ' άλλο από μια λέξη στο σιορ Πανταλόνε. Αυτή τη χάρη σας γυρεύω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, θα το κάμω... μα πώς θα διατηρήσεις τη γυναίκα σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα κάμω ό,τι μπορέσω. Θα γυρέψω και τη συντρομή του Πασκάλη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Γύρεψε να σε συνδράμει κανένας πιο μυαλωμένος.

(Μπαίνει στο δωμάτιο του).

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν δε βάλω μυαλό αυτή τη φορά, δε θα βάλω ποτέ μου.

(Μπαίνει κατόπι από τον Φλωρίνδο).

ΣΚΗΝΗ 13η: (Δωμάτιο στο σπίτι του Πανταλόνε. ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ, ΔΟΤΟΡΟΣ, ΚΛΕΑΡΕΤΗ, ΣΙΛΒΙΟΣ & ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ).

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Έλα, Κλεαρέτη, μην είσαι τόσο πεισματάρα. Βλέπεις πως ο Σίλβιος έχει μετανιώσει, πως σου γυρεύει συμπάθειο αν έκαμε κανά λάθος, το 'καμε απ' αγάπη ως κι εγώ του συμπάθησα τσι παραξενιές του, πρέπει να του τσι συμπαθήσεις κι εσύ.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Λογαριάστε από τον πόνο σας το δικό μου, κυρία Κλεαρέτη και θα δείτε πως τόσο πιο πολύ σας αγαπώ, όσο πιο μανιακός είχα γίνει από την τρομάρα μου μη σας χάσω. Ο Θεός μας θέλει ευτυχισμένους, μη φαινόσαστε αχάριστη στην ευλογία του Θεού. Με την ιδέα της εκδίκησης μη φαρμακώνετε την ωραιότερη μέρα της ζωής μας.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Σ τ α παρακάλια του γιου μου, ενώνω κι εγώ τα δικά μου, κυρία Κλεαρέτη, αγαπητή μου νύφη. Συχωρέστε τον καημένο, κοντεύει να καταντήσει τρελός.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Έλα, κυρά, τί είν' αυτά που κάνετε; Οι άντρες, ποιος λίγο, ποιος πολύ, όλοι με μας είναι σκληροί. Απαιτούνε απόλυτη πίστη και για κάθε ψύλλου πήδημα μας εξευτελίζουνε, μας κακομεταχειρίζονται, θα θέλουνε να μας δούνε νεκρές. Μα τη στιγμή που είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο, πάντα θα παντρευτείτε, θα σας πω κι εσάς όπως λένε στους αρρώστους: μια κι οπωσδήποτε θα πάρετε το γιατρικό, πάρτε το μια ώρα αρχήτερα, να συχάσετε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Δεν ακούτε; Η Σμεραλδίνα το γάμο τόνε λέει γιατρικό! Μην τόνε πεις στο τέλος και δηλητήριο. (Σιγά στο Δοτόρο). Πρέπει να τη κάμουμε ν' αλεγράρει.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Δεν είναι μήτε δηλητήριο, μήτε γιατρικό, ο γάμος είναι ροσόλι, ζαχαρωτό.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αγαπητή μου Κλεαρέτη μα είναι δυνατό να μη βγει μήτε λέξη απ' τα χείλη σας; Ξέρω πως πρέπει να με τιμωρήσετε, μα λυπηθείτε με, τιμωρήστε με με τα λόγια σας, όχι με τη σιωπή σας. (Γονατίζει). Ιδού στα πόδια σας, πατήστε με από οίκτο.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (αναστενάζοντας προς τον Σίλβιο): Σκληρέ.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (σιγά στο Δοτόρο): Ακούσατε την αναστεναξιά της; Καλό σημάδι.
ΔΟΤΟΡΟΣ: (σιγά στον Σίλβιο): Εξακολούθη, εξακολούθη.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη): Ο στεναγμός είναι όπως η αστραπή: φέρνει τη βροχή.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αν επίστευα πως απαιτείτε το αίμα μου για την υποθετική μου σκληρότητα, θα σας το πρόσφερα μ' όλη μου τη καρδιά. Μα, Θεέ μου! Αντίς για το αίμα των φλεβών μου, πάρτε τούτο, που τρέχει από τα μάτια μου. (Κλαίει).
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (μόνος): Μπράβο!
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (όπως πριν, μα με περισσότερη τρυφερότητα): Σκληρέ!
ΔΟΤΟΡΟΣ: (σιγά στον Πανταλόνε): Εψήθηκε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (στον Σίλβιο, σηκώνοντας τον): Κουράγιο, σηκωθείτε πάνω. Ελάτε δω. (Τονε πιάνει απ' το χέρι). Ελάτε δω κι εσείς, κυρά μου. (Πιάνει το χέρι της Κλεαρέτης). Κουράγιο, ξαναδώστε τα χέρια, πάφτε, μη κλαίτε άλλο, συνέρθετε, τελειώστε, πιάστε ο Θεός να σας ευλογήσει. (Ενώνει τα χέρια και των δύο).
ΔΟΤΟΡΟΣ: Εμπρός, τέλειωσε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τέλειωσε, τέλειωσε.
ΣΙΛΒΙΟΣ: (κρατώντας το χέρι της): Αχ, κυρία Κλεαρέτη, λυπηθείτε με.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αχάριστε!
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ακριβή μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Απάνθρωπε!
ΣΙΛΒΙΟΣ: Ψυχή μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Σκυλί!
ΣΙΛΒΙΟΣ: Σπλάχνο μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (αναστενάζει): Αχ!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (μόνος): Πάει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Συχωρέστε με, για τ' όνομα του Θεού.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (αναστενάζει): Αχ! σας έχω συχωρέσει.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (μόνος): Τέλειωσε, πάει.
ΔΟΤΟΡΟΣ: Εμπρός, Σίλβιε, σε συχώρεσε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ο άρρωστος είν' έτοιμος, δώστε του το γιατρικό.

ΣΚΗΝΗ 14η: (ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ κι οι επάνω).

ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: (μπαίνει): Με την άδεια σας, μπορώ να μπω;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ελάτε δω, σιορ κουμπάρε, Μπριγκέλα. Του λόου σας μου δώκατε κείνες τσι ωραίες πληροφορίες, και μ' εβεβαιώσατε πως εκείνος ήταν ο σιορ Φρεντερίκος;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Αγαπητέ κύριε και ποιός δε θα γελιότανε. Ήτανε δυο αδέρφια, που μοιάζανε σα δίδυμα. Με κείνα τα φορέματα, το κεφάλι μου στοιχημάτιζα, πως ήταν εκείνος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Σώνει, περασμένα ξεχασμένα. Τι νέα μας φέρνετε;
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Η κυρία Βεατρίκη είν' εδώ και θέλει να σας υποβάλει τα σέβη της.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ας έρθει, ας έρθει, είναι νοικοκυρά.
ΜΠΡΙΓΚΕΛΑΣ: Αγαπητέ, κυρ-κουμπάρε, σας παρακαλώ να με συμπαθήσετε. Το 'καμα χωρίς κακία, τ' ορκίζομαι στη τιμή μου. (Μόνος). Βέβαια με το να πάρω τσι δέκα ντόπιες, δεν έκαμα και κανένα κακό.

(Φεύγει).

ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Καημένη, κυρία Βεατρίκη! Χαίρω που είναι καλά.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Τη συμπονείτε;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μάλιστα, υπερβολικά.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Κι εμέ;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αχ, κατεργάρη!
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (στον Δοτόρο): Ακούτε τι τρυφερά λόγια;
ΔΟΤΟΡΟΣ: (στον Πανταλόνε): Ο γιος μου έχει τρόπους.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (στον Δοτόρο): Η κόρη μου, η καημένη, έχει καλή καρδιά.
Σ Μ Ε Ρ Α Λ Δ Ι Ν Α : Α, κι οι δυο τους, παίζουνε καλά το μέρος τους.

ΣΚΗΝΗ 15η: (ΒΕΑΤΡΙΚΗ κι οι επάνω).

ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Κύριοι, έρχομαι να σας ζητήσω συγνώμη, να γυρέψω συχώρεση, αν έγινα αιτία να στενοχωρηθείτε.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τίποτα, φίλη μου, ελάτε κοντά μου.

(Την αγκαλιάζει)

ΣΙΛΒΙΟΣ: (δείχνοντας δυσαρέσκεια για κείνο το αγκάλιασμα): Έι!
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (στο Σίλβιο): Πώς; Μήτε μια γυναίκα;
ΣΙΛΒΙΟΣ: (μόνος): Αυτά τα φορέματα ακόμα με ξαφνίζουν.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αμέτε στο καλό, κυρία Βεατρίκη, εσείς και σα γυναίκα και σα νέα, έχετε μεγάλη τόρμη.
ΔΟΤΟΡΟΣ: (στη Βεατρίκη): Πολύ μυαλό, κυρά μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο να κάνει μεγάλα πράματα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ανταμωθήκατε, δεν είν' αλήθεια, με τον αγαπημένο σας; Μου το 'πανε.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μάλιστα, ο Θεός μου 'καμε τη χάρη.
ΔΟΤΟΡΟΣ: (στη Βεατρίκη): Ωραία υπόληψη!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στον Δοτόρο): Κύριε, δεν έχετε καμιά σχέση με τις δουλειές μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Αγαπητέ μου πατέρα, αφήστε τον καθένα να κάνει τη δουλειά του, μη σκοτιζόσαστε μ' αυτά. Τώρα που είμ' ευχαριστημένος, επιθυμώ να χαίρεται όλος ο κόσμος. Είναι άλλοι γάμοι να γίνουν; Ας γίνουνε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (στον Σίλβιο): Έι, κύριε, είναι ο δικός μου.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Με ποιόν;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Με τον πρώτο που φτάσει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Βρες τον κι εγώ είμ' εδώ.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (στο Σίλβιο): Εσείς; Για να κάμετε τί;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Για λίγη προίκα.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δεν έχει ανάγκη από σας.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη): Φοβάται να μην τση τόνε φάνε. Όρεξη είχαμε.

ΣΚΗΝΗ 16η:  (ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ κι οι επάνω).

ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αφέντηδες προσκυνώ σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στον Τρουφαλδίνο): Ο κύριος Φλωρίνδος πού είναι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είναι δω κι επιθυμάει να μπει, αν έχετε ευχαρίστηση.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Έχετε την ευχαρίστηση, κύριε Πανταλόνε, να 'ρθει μέσα ο κύριος Φλωρίνδος.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Είναι ο φίλος σας;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Μάλιστα, ο άντρας μου.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ας ευχαριστηθεί να περάσει.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στον Τρουφαλδίνο): Πέστε του να περάσει.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (στη Σμεραλδίνα σιγά): Κοπέλα μου, σας χαιρετώ.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (σιγά στον Τρουφαλδίνο): Χαίρετε, μελαψούλη μου.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: θα μιλήσουμε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Για τί πράμα;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (κάνοντας σχήμα πως θα της φορέσει το δαχτυλίδι): Αν θέλετε.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Γιατί όχι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θα τα πούμε.

(Φεύγει).

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (στη Κλεαρέτη): Κυρά, με την άδεια των κυρίων εδώ, θα 'θελα να σας παρακαλέσω μια χάρη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (πάει παράμερα για να την ακούσει): Τί θέλεις;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (σιγά στη Κλεαρέτη): Κι εγώ είμαι μια φτωχή κοπέλα, που θέλω ν' αποκατασταθώ. Είναι ο υπερέτης της κυρίας Βεατρίκης που με θέλει αν ελέγατ' ένα λόγο στη κυρά του, να του επιτρέψει να με πάρει, ελπίζω πως θα 'κανα τη τύχη μου.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Ναι, αγαπητή Σμεραλδίνα, θα το κάμω ευχαρίστως. Αμέσως μόλις μου δοθεί η ευκαιρία να μιλήσω της Βεατρίκης, θα της το πω ασφαλώς.

(Γυρίζει στη θέση της).

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Τι είν' αυτά τα μεγάλα μυστικά;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Τίποτα πατέρα. Μου είπε κάτι.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μπορώ να μάθω κι εγώ;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μεγάλη περιέργεια! Κι έπειτα λένε για μας τις γυναίκες.

ΣΚΗΝΗ 17η: (ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ, ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ κι οι επάνω).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Δούλος ταπεινότατος της αφεντιάς σας. (Όλοι τον χαιρετούνε. Στον Πανταλόνε). Εσείς είσαστε ο αφέντης του σπιτιού;
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Στον ορισμό σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Επιτρέψατε μου να λάβω τη τιμή να σας υποβάλω τα σέβη μου, καλεσμένος από την κυρία Βεατρίκη, που τις περασμένες της περιπέτειες, καθώς και τις δικές μου, θα τις έχετε μάθει.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Χαίρω πολύ για τη γνωριμία σας και σας προσκυνώ και χαίρω από καρδιάς για την ευτυχία σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Η κυρία Βεατρίκη θα γίνει γυναίκα μου κι αν δεν έχετε αντίρρηση, σας παρακαλώ να γίνετε σεις κουμπάρος μας.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Εκείνο που χετε να κάμετε, κάμετε το δελέγγου. Δώστε τα χέρια.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Είμ' έτοιμος, κυρία Βεατρίκη.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ιδού, κύριε Φλωρίνδο.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη): Δεν περιμένουνε παρακάλια.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Θα κάνουμ' έπειτα τσου λογαριασμούς μας. Βλέπουμε πρώτα τσι μερίδες σας κι έπειτα βλέπουμε και τσι δικές μας.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (στη Βεατρίκη): Φίλη, τα συγχαρητήρια μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στη Κλεαρέτη): Και τα δικά μου από καρδιάς.
ΣΙΛΒΙΟΣ: (στο Φλωρίνδο): Κύριε, με γνωρίζετε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μάλιστα, σας θυμάμαι, είσαστ' εκείνος που 'θελε να μονομαχήσει.
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μάλιστα, εμονομάχησα δυστυχώς. Ιδού ποιος με αφόπλισε, και λίγο ακόμα θα με σκότωνε. (Δείχνει τη Βεατρίκη).
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (στον Σίλβιο): Μπορεί να πείτε ποιός σας εχάρισε τη ζωή;
ΣΙΛΒΙΟΣ: Μάλιστα, είναι σωστό.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: (στον Σίλβιο): Όμως για χάρη δική μου.
Σ Ι Λ Β Ι Ο Σ : Είναι σωστότατο.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Όλα διορθωθήκανε, όλα τελειώσανε.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λείπει το καλύτερο, κύριοι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Ποιό;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (στον Φλωρίνδο, παίρνοντας τον παράμερα): Με την άδεια σας, μια λέξη.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί θέλετε;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θυμούσαστε τι μου τάξατε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τί πράμα; Δε θυμάμαι.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να γυρέψετε από το σιορ Πανταλόνε τη Σμεραλδίνα για γυναίκα μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ναι, τώρα το θυμάμαι. Θα γίνει αμέσως.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Ως κι εγώ ο άμοιρος, να τιμηθώ από τη κοινωνία.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κύριε Πανταλόνε, αν κι είν' η πρώτη φορά που έχω τη τιμή να σας γνωρίσω, τολμώ να σας ζητήσω μια χάρη.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Διατάχτε μάλιστα. Σ' ό,τι μπορώ, θα σας δουλέψω.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ο υπηρέτης μου θα επιθυμούσε για γυναίκα του τη καμαριέρα σας έχετε καμιάν αντίρρηση;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη): Τί ωραία! Δεύτερος που με θέλει. Ποιός διάολος να 'ναι; Να τον ήξερα κάνε.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Από λογαριασμό μου, είμαι πρόθυμος. (Στη Σμεραλδίνα). Τί λες του λόγου σου, κυρά;
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αν πιστεύετε πως θα περάσω καλά...
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (στο Φλωρίνδο): Έχει καμίαν αξία ο υπερέτης σας;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Το λίγον καιρό που τον έχω μαζί μου, έδειξε πως είναι πιστός κι εφάνηκε ικανός.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Κύριε Φλωρίνδε, με προλάβατε σε κάτι που σκόπευα να κάμω εγώ. Ήθελα να προτείνω το γάμο της καμαριέρας μου με τον υπηρέτη της κυρίας Βεατρίκης. Εσείς τη ζητήσατε για το δικό σας. Η υπόθεση τέλειωσε.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Όχι, όχι, όταν έχετ' εσείς αυτό το σκοπό, αποσύρομαι αμέσως και σας αφήνω τελείαν ελευθερία.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Δε θα θελήσω ποτέ να προτιμηθεί η πρόταση μου από τη δική σας. Κι έπειτα, δεν ανάλαβα καμιάν υποχρέωση. Επομένως προχωρήστε στο σκοπό σας.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Το κάνετε από φιλοφρόνηση. Κύριε Πανταλόνε, εκείνο που είπα, ας θεωρηθεί πως δεν ειπώθηκε. Για τον υπηρέτη μου δεν κάνω λόγο πια, μάλιστα δε θέλω να τήνε παντρευτεί.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Αφού δε θα την παντρευτεί ο δικός σας, δε θα τη παντρευτεί μήτε ο άλλος. Το πράμα πρέπει να 'ναι τουλάχιστο ίσο κι από τα δυο τα μέρη.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (μόνος): Τί ωραία! Του λόγου τους κάνουνε κομπλιμέντα κι εγώ μένω χωρίς γυναίκα.
ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη): Κάθομαι και κοιτάζω πως από δυο δε θα πάρω κανένα.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: Αφήστε, να είμαστε δίκαιοι ετούτ' η καημένη η κοπέλα θέλει να παντρευτεί, ας τση δώκουμε ή τον ένα ή τον άλλο.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Τον δικό μου όχι. Δε θέλω ν' αδικήσω τη κυρία Κλεαρέτη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Μ ή τ ' ε γ ώ θα επιτρέψω ποτέ ν'αδικηθεί ο κύριος Φλωρίνδος.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κύριοι, ετούτη τη δουλειά θα τη διορθώσω εγώ. Ο σιορ Φλωρίνδος δεν εγύρεψε τη Σμεραλδίνα για τον υπερέτη του;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Μάλιστα, δεν τ' άκουσες με τ' αυτιά σου;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι η σιόρα Κλεαρέτη δεν ήθελε να γυρέψει τη Σμεραλδίνα για τον υπερέτη τση σιόρας Βεατρίκης;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Βεβαιότατα.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λαμπρά, τόμου κι είν' έτσι. Σμεραλδίνα, δώσε μου το χέρι.
ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ: (στον Τρουφαλδίνο): Και για ποιό λόγο θέλετε σεις να σας δώκει το χέρι;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γιατί εγώ, εγώ είμαι υπερέτης και του σιορ Φλωρίνδου και τση σιόρας Βεατρίκης.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Πώς;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Τί λες;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Λίγη απομονή. Σιορ Φλωρίνδο, ποιος σας επαρακάλεσε να γυρέψετε τη Σμεραλδίνα από το σιορ Πανταλόνε;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εσύ με παρακάλεσες.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι εσείς, σιόρα Κλεαρέτη, ποιανού εσκοπεύατε να δώκετε τη Σμεραλδίνα;
ΚΛΕΑΡΕΤΗ: Σ' εσέ.
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Άρα η Σμεραλδίνα είναι δική μου.
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Κυρία Βεατρίκη, ο υπηρέτης σας πού είναι;
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Νάτος εδώ. Δεν είν' ο Τρουφαλδίνος;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ο Τρουφαλδίνος; Αυτός είν' ο υπηρέτης μου.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Ο δικός σας δεν είναι ο Πασκάλης;
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Ο Πασκάλης; Θα 'πρεπε να 'ν' ο δικός σας.
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: (προς τον Τρουφαλδίνο): Τί δουλειά είν' αυτή;

(Ο Τρουφαλδίνος με μορφασμούς και χειρονομίες βουβά, ζητεί συχώρεση).

ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Α, μπαγαμπόντη!
ΒΕΑΤΡΙΚΗ: Α, κατεργάρη!
ΦΛΩΡΙΝΔΟΣ: Εσύ υπηρετούσες δυο αφεντάδες συγχρόνως;
ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μάλιστα, κύριε, εγώ έκαμ' αυτό το ανδραγάθημα. Εμπήκα σ'αυτό τον μπελά, χωρίς να το σκεφτώ, ήθελα να δοκιμάσω. Είν' αλήθεια πως εβάσταξε λίγο, μα μου μέν' η δόξα πως ακόμα δε θα με καταλάβαινε κανένας, αν δε φανερωνόμουνα
μόνος, απ' αγάπη σε τούτη τη κοπέλα. Εκόπιασα τρομερά κι έκαμ' ακόμα κι αναποδιές, μα όρπίζω πως το ασυνήθιστο του πράματος θα κάμει να με συμπαθήσετε όλοι σας. Κι εγώ θα σας δείξω πως είμαι και ποιητής κι εδώ πρόχειρα θα σας κάμω ένα:

                         Σονέττο

Να περετάς δυο αφέντηδες είναι μπελάς μεγάλος,
κι ωστόσο γώ, για δόξα μου, εβγήκα παλικάρι,
κι ανάμεσ' από τσι πλιό μεγάλες δυσκολίες,
μ' επιδεξιότη και μυαλό την έχω σκαπουλάρει.

Συντρέχοντας η τύχη μου τα στρατηγήματα μου,
παρουσιαζόμουν πότ' εδώ και πότ' εκεί φαινόμα,
κι αν τύχ' από τον έρωτα δεν άφηνα το σκέδιο,
η ευτυχιά μου τούτη δώ θα μου βαστούσε ακόμα.

Όλα τα μηχανεύονται και τα μπορούν οι άνθρωποι,
μα ο νους μπροστά στον έρωτα, καμιά δεν έχει αξιότη,
κι ο πιο πιδέξιος, πιο κουτός του κόσμου καταντάει.

Έτσι, για τον αδιάντροπο τον Έρωτα, καμία
κι εγώ στους δυο αφέντηδες δε θα 'χω περεσία,
μα δούλος τώρα θα γενώ σ' αυτή που μ' αγαπάει.

                            Τ Ε Λ Ο Σ

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟ ΛΕΞΑΡΙ

Αμόντε = ναυάγισε
Δελέγκου = αμέσως
σκαρφίστηκα = σκέφτηκα
Ζουρλοκομείο = φρενοκομείο
Κάρλακας = βάτραχος
Μανέστρα = σούπα
Παρτσινέβελος = αφεντικό
Πολπέτες = κεφτέδες
Πουλέντα = είδος κουρκουτιού μ' αλεύρι καλαμποκιού (αραπόσιτου)
Ρεμέντιο = διόρθωμα
Ριτράτο = προσωπογραφία
Τόμου = όταν

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers